<-15. Αλέξανδρος ΣΤ’ και Κάρολος Η’. Η γαλλική εκστρατεία στην Ιταλία (1494-1495) | 17. Η διπλωματική επανάσταση: Γαλλία και Ισπανία, Παπισμός και Βενετία (1498-1503)-> |
16
Οι Γάλλοι στη Νάπολη, η λίγκα τής Βενετίας και παπικά προβλήματα (1495-1498)
![]() |
![]() |
Αν και η είσοδος τού βασιλιά Καρόλου Η’ στη Νάπολη δεν σήμανε τον άμεσο τερματισμό των εχθροπραξιών, το Καστέλ Νουόβο παραδόθηκε από τούς Αραγωνέζους διοικητές στις 7 Μαρτίου 1495. Μια εβδομάδα ή περισσότερο αργότερα, οι Γάλλοι εισήλθαν στο Καστέλ ντελ Ουόβο, στο τελευταίο ναπολιτάνικο φρούριο που άντεξε. H Γκαέτα παραδόθηκε στις 25 ή 26 τού μηνός. Ο Τάρας, το Οτράντο, η Καλλίπολη και άλλες μακρινές πόλεις έστειλαν απεσταλμένους να διαπραγματευτούν τούς όρους τής παράδοσής τους. Αλλά το άνθος τού κρίνου (fleur-de-lys) δεν εμφανίστηκε πάνω σε όλα τα φρούρια. Ο πιστός Καμίλλο Παντόνε κρατούσε το Μπρίντιζι για τον Φερράντε Β’. Όμως λέγεται ότι οι Ναπολιτάνοι υποδέχθηκαν τον Κάρολο ως ελευθερωτή. Στις 28 Μαρτίου ο βασιλιάς έγραψε στον δούκα των Βουρβώνων ότι είχε φέρει στους νέους υπηκόους του ανακούφιση από πλήθος επιβαρύνσεων και ειδικών τελών, που αθροίζονταν περίπου σε 260.000 δουκάτα ετησίως.1
Μέχρι τις 5 Μαρτίου ο Κάρολος είχε ήδη επικυρώσει τούς όρους τού υπομνήματος (capitoli) που τού είχαν υποβάλει εκπρόσωποι τής Νάπολης στο Πότζο Ρεάλε, εγγυώμενος τα προνόμια και τις ιδιοκτησίες των κληρικών, των βαρώνων και τού λαού. Έχει εγκρίνει τη συνέχιση των δεσμών όλων των σκλάβων, λευκών και μαύρων (tanto bianchi como negri), αφού η οικιακή σκλαβιά αποτελούσε ακόμη κοινό θεσμό στην Ιταλία. Μολονότι τα φεουδαρχικά εδάφη επιστράφηκαν στις οικογένειες που τα κατείχαν την εποχή τής βασίλισσας Ιωάννας, «al tempo di la rayna Zuanna» όπως λέει ο Σανούντο, δόθηκε γενική αμνηστία σε εκείνους που είχαν υπηρετήσει τον δύσμοιρο οίκο τής Αραγωνίας. Ο Κάρολος σχεδίαζε να μεταρρυθμίσει τη διοίκηση τής δικαιοσύνης εισάγοντας Γάλλους νομικούς και δικαστές. Η μεταρρύθμιση ήταν αναμφισβήτητα απαραίτητη, έστω κι αν δεν ήταν αυτός ο τρόπος για να την πετύχει. Ο Κάρολος αποδέχτηκε τόσα πολλά από τα αιτήματα που τού υποβλήθηκαν, ώστε ένας ναπολιτάνος που επέστρεψε μαζί του στη Γαλλία λέγεται ότι είχε πει, ότι ήταν καλό που η Αυτού Μεγαλειότητα δεν ήταν γυναίκα, γιατί δεν είχε μάθει να λέει όχι.2 Βέβαια στους Γάλλους διοικητές δόθηκαν φέουδα, ενώ ο Γιοφφρέδο, ο γιος τού πάπα Αλέξανδρου ΣΤ’ που είχε διαφύγει στην Ίσκια, έχασε το πριγκηπάτο τού Σκιλάτσε, που δόθηκε στον Φιλίπ ντε Μπρες. Στον Λοντοβίκο «ιλ Μόρο» ξαναδόθηκε το δουκάτο τού Μπάρι (από το οποίο είχε πάρει τον τίτλο τού δούκα πριν αποκτήσει τον αντίστοιχο τού Μιλάνου), καθώς και η κομητεία τού Ροσσάνο, που είχαν και τα δύο δημευτεί από τούς Αραγωνέζους. Όμως οι Γάλλοι δεν είχαν ακόμη καταλάβει το Μπάρι και ο Mόρο βρισκόταν σε συνεχή φόβο από την παρουσία εκεί κοντά, στο Άστι, τού Λουδοβίκου τής Ορλεάνης, ο οποίος ήταν έτοιμος να διεκδικήσει το Μπάρι καθώς και το Μιλάνο.3 Ο Κάρολος αντάμειψε τις οικογένειες των ντέλλα Ρόβερε και των Κολόννα με πλούσιες επιχορηγήσεις, κρατώντας για τον εαυτό του μόνο τη Νάπολη και μια ντουζίνα άλλων τόπων (terre).4
Ο ανθρωπιστής Τζιοβάννι Τζιοβιάνο Ποντάνο, ο οποίος είχε υπηρετήσει τούς Αραγωνέζους για χρόνια με πίστη και διάκριση, δεν συμμετείχε στη φυγή προς την Ίσκια και σύντομα πήρε προαγωγή από τον βασιλιά. Όπως τον παλιό καιρό τού Καρόλου Ανδεγαυού, Γάλλοι βαρώνοι τοποθετήθηκαν στα κύρια ανώτατα κρατικά αξιώματα. Παρασυρμένοι από την ευκολία τής νίκης, την ηπιότητα τού κλίματος, την αφθονία λαφύρων και την απόλαυση τής γλυκιάς ζωής (la dolce vita), οι Γάλλοι υπέκυψαν στην απραξία και τα τυχερά παιχνίδια, στους αφρώδεις οίνους και την ακολασία. Άρχισαν να ντύνονται στο μετάξι μάλλον και όχι στο μαλλί. Η πειθαρχία χαλάρωσε. Η κόρη τού πολίτη δεν ήταν πιο ασφαλής από τα αγαθά τού εμπόρου, καθώς οι Γάλλοι δεν σέβονταν ούτε πρόσωπα ούτε περιουσίες.5 Οι πόρνες έκαναν καλές δουλειές. Η σύφιλη ξαφνικά κέρδισε ιστορική αναγνώριση ως «Γαλλική νόσος» (morbo Gallico) ή «νόσος τής Νάπολης» (mal de Naples).
Καθώς οι Ναπολιτάνοι άρχιζαν να γνωρίζουν τούς Γάλλους, ο αρχικός ενθουσιασμός τους για αυτούς εξαφανίστηκε. Ο Ντελαμπόρντ κατηγορεί τον Σανούντο ότι συκοφαντεί τούς συμπατριώτες του.6 Είναι πιθανό, αλλά οι στρατιές των «ελευθερωτών» δεν έχουν καταγραφεί για την λεπτότητα με την οποία αντιμετώπισαν εκείνους που ελευθέρωσαν από την «τυραννία» άλλων καθεστώτων. Στις 6 Μαρτίου ο Κάρολος ενημέρωσε τούς πολίτες τής Νάπολης ότι δεν είχε οδηγηθεί στην πόλη τους από ευτελή επιθυμία κέρδους, «ούτε για να σφετεριστεί τίποτε, αλλά για τη γενική βελτίωση και ωφέλεια, για να ελευθερώσει αυτό το βασίλειο από την τυραννία!…» (ne per usurpar cosa alcuna, ma per beneficio et augumento universal, per liberar questo regno de tyrannide! …).7 Η ιστορία τής δικής μας εποχής έχει καταστήσει απολύτως σαφές ότι οι περισσότεροι λαοί δεν επιθυμούν να καταληφθούν από τούς «ελευθερωτές» τους. Υπήρξε αντίδραση εναντίον των Γάλλων, που ίσως επιτεινόταν από φήμες για τον σχηματισμό μεγάλης συμμαχίας εναντίον τους. Σίγουρα για να παραμείνουν πολύ στη Νάπολη θα χρειάζονταν περισσότερα χρήματα και στρατεύματα από εκείνα που είχαν.
Η παρουσία τού Καρόλου Η’ στη Γαλλία ήταν απαραίτητη, αλλά πότε θα επέστρεφε και από ποια διαδρομή; Ο Πιέρο των Μεδίκων ήθελε να επιστρέψει αυτός μέσω Φλωρεντίας και περνώντας από την πόλη να αποκαταστήσει σε αυτήν την εξουσία των Μεδίκων. Οι ντέλλα Ρόβερε εύχονταν να συμπεριλάβει τη Ρώμη στην πορεία επιστροφής του, ώστε να πετύχουν την εκθρόνιση τού Αλέξανδρου ΣΤ’. Άλλοι υποστήριζαν επιστροφή μέσω Μιλάνου ή Γένουας ή από τη θάλασσα στην εκβολή τού Ροδανού (Bouches-du-Rhône, στη Μεσόγειο). Αλλά ο Ραϋμόντο Περάουντι (Ραϋμόν Περώ), ο καρδινάλιος τού Γκουρκ (σήμερα στην Αυστρία) έκανε ό,τι καλύτερό μπορούσε για να πείσει τον Κάρολο να αναλάβει εκστρατεία κατά των Τούρκων. Ο Περάουντι έστειλε επιστολές στη Βενετία, που διαβάστηκαν στη Γερουσία, ζητώντας από την κυβέρνηση να δώσει εντολή στους απεσταλμένους τής Δημοκρατίας στη Νάπολη να παροτρύνουν τον Κάρολο «σε μια τέτοια επιχείρηση εναντίον των απίστων». Ο Σανούντο μάς πληροφορεί ότι ο Περάουντι βρισκόταν πια σε άσχημη οικονομική κατάσταση. Ο Αλέξανδρος ΣΤ’ δεν ήταν πρόθυμος να τού επιτρέψει την ετήσια επιχορήγηση 1.000 δουκάτων που συνήθως δινόταν σε όλους τούς καρδινάλιους από το παπικό ταμείο (Κάμερα Αποστόλικα), «επειδή δεν κατοικούσε στη Ρώμη». Οι Ενετοί δεν είχαν καμία πρόθεση να ενθαρρύνουν τον Κάρολο να πάει σε σταυροφορία, όπως αναγνωρίζει ειλικρινά ο Σανούντο, «λόγω τής καλής ειρήνης που είχαμε με τον Κύριο Τούρκο (Signor Turco)».8
Οι Ενετοί μάλιστα δεν ήθελαν τον Κάρολο στην Τουρκία, όπως δεν τον ήθελαν ούτε στην Ιταλία. Οι απεσταλμένοι τους στη Νάπολη είχαν γράψει στην κυβέρνηση στην πατρίδα, λίγο μετά τη γαλλική είσοδο στην πόλη, για κάποια φήμη στο στρατόπεδο τού βασιλιά, σύμφωνα με την οποία ο Κάρολος ήθελε να επιστρέψει στη Γαλλία μόλις εξασφάλιζε το βασίλειο «et poi seguir el suo voler contra infedeli».9 Ο Κάρολος συνέχιζε να μιλά για επίθεση εναντίον των Τούρκων και αρνιόταν να επιτρέψει τη μεταφορά τού σώματος τού Τζεμ Σουλτάνου στην Ισταμπούλ, όπου η απόλυτη βεβαιότητα τού θανάτου τού Τζεμ θα ενίσχυε τη θέση τού σουλτάνου Βαγιαζήτ. Αναφερόταν ότι ο Βαγιαζήτ ετοίμαζε μεγάλη αρμάδα διακοσίων περίπου πλοίων. Ενθουσιασμένος από την είδηση τού θανάτου τού αδελφού του, είχε επιφυλάξει σε Ενετό απεσταλμένο την πιο εγκάρδια υποδοχή, μιλώντας χαρούμενα για την «καλή ειρήνη» (bona paxe) μεταξύ Πύλης και Σινιορίας. Όταν κάποιοι πασάδες τον ρώτησαν γιατί οι Ενετοί φτιάχνουν επίσης μεγάλη αρμάδα και στρατολογούν στραντιότι, ο απεσταλμένος παρατήρησε ότι όταν το σπίτι τού γείτονα έχει πάρει φωτιά, καλό είναι να έχουμε κοντά προμήθεια νερού.10
Το ναπολιτάνικο σπίτι είχε αρπάξει φωτιά και η πυρκαγιά απειλούσε να εξαπλωθεί. Ο Κάρολος Η’ είχε εκδώσει διαταγές να έρθουν στη Νάπολη όλοι οι καλαφάτες και αρμολογητές τού νότιου βασιλείου, «επειδή ήθελε να κόψει δέντρα και να προετοιμάσει άλλα πράγματα, για την κατασκευή πολύ μεγάλου στόλου», λέει ο Σανούντο, ο οποίος σημειώνει επίσης ότι οι Γενουάτες ετοίμαζαν δέκα γαλέρες για τον Γάλλο βασιλιά. Όταν οι Ενετοί απεσταλμένοι στη Νάπολη ενημέρωσαν τον Κάρολο για τον τουρκικό στόλο που ετοιμαζόταν, απάντησε λακωνικά ότι θα ήταν έτοιμος για κάθε ενδεχόμενο. Τώρα πια ο Κάρολος δυσπιστούσε για τις προθέσεις των Ενετών και σπάνια χορηγούσε ακρόαση στους απεσταλμένους τους.11
Αν υπήρχαν στην Ιταλία αναμμένες πολιτικές φωτιές, αυτές καταύγαζαν πολύ σκοτεινό ουρανό. Έπεσε τόσο πολλή βροχή στη Βενετία τον Μάρτιο τού 1495, που φαινόταν μάλλον ως ερχομός τού χειμώνα και όχι τού καλοκαιριού. Στις 27 τού μηνός χιόνισε. Οι διεθνείς σχέσεις έμοιαζαν με τις καιρικές συνθήκες. Διπλωμάτες συζητούσαν την αντι-γαλλική ένωση σε ήσυχες γωνιές. Ο Αλέξανδρος ΣΤ’ φοβόταν πολύ να ανακοινώσει την προσχώρησή του σε αυτήν. Ο βασιλιάς τής Γαλλίας βρισκόταν πολύ κοντά και η Ρώμη θα ήταν πιθανώς ο πρώτος του στόχος, αν ο πάπας τού εναντιωνόταν. Λεγόταν ότι η παπική κούρτη εξέταζε πιθανή φυγή στην Αγκώνα. Όμως ο Αλέξανδρος δεν ήταν πρόθυμος να αφήσει τη Ρώμη και ζήτησε από τούς Ενετούς και τον Λοντοβίκο ιλ Μόρο πεντακόσιους ελαφρούς ιππείς και χίλιους πεζούς για μεγαλύτερη προστασία τής πόλης «και ιδιαίτερα τού δικού του προσώπου». Θεωρούσε καλύτερο να μην αφήσει την πόλη, γιατί πάρα πολλοί καρδινάλιοι δεν θα τον ακολουθούσαν. Ο πειρασμός να διακηρύξουν την εκθρόνισή του και να εκλέξουν άλλον στη θέση του θα ήταν ενδεχομένως πάρα πολύ μεγάλος για να μπορέσουν να αντισταθούν. Μάλιστα ο Σανούντο αναφέρει ότι δεν ήθελαν τίποτε καλύτερο από μια τέτοια ευκαιρία.12 Ο Αλέξανδρος τώρα ενίσχυε τις οχυρώσεις τού Σαντ’ Άντζελο. Οι τάφροι γύρω από το κάστρο ανασκάφηκαν και «ψηφιδωτά, τεμάχια πορφυρίτη και σερπεντίνη, αρχαία νομίσματα και άλλα όμορφα πράγματα» αποκαλύφθηκαν από τούς εκσκαφείς. Εξέτρεψαν τον Τίβερη στα χαντάκια και τον έκαναν να ρέει γύρω από το κάστρο. Συμφιλιώθηκαν ο πάπας και ο αντικαγκελάριος τής εκκλησίας Ασκάνιο Σφόρτσα. Ο τελευταίος επέστρεψε στη Ρώμη τον Μάρτιο, λέγοντας στον πάπα «περασμένα, ξεχασμένα: ας αρχίσουμε ξανά» (recedant vetera, nova sint omnia). Ενετοί διπλωμάτες είχαν βοηθήσει να τούς ξαναφέρουν κοντά. Από τότε ο Aσκάνιο κλεινόταν συχνά με τον πάπα και συζητούσαν μαζί τα τρέχοντα προβλήματα τους, «ιδιαίτερα την ένωση που είχε επινοηθεί στη Βενετία, την οποία επιθυμούσε πολύ ο αδελφός του, ο δούκας τού Μιλάνου, από φόβο μήπως χάσει κι αυτός το κράτος του».13
Στο μεταξύ στη Βενετία ο Γάλλος πρεσβευτής Φιλίπ ντε Κομμίν, ο άρχοντας τής Αρζεντόν, είχε γενικά επίγνωση αυτού που συνέβαινε, αφού ήταν μάρτυρας τής άφιξης απεσταλμένων από τον Μαξιμιλιανό, από τον Φερδινάνδο τής Αραγωνίας και από τον Λοντοβίκο ιλ Μόρο, αλλά δεν μπορούσε να μάθει λεπτομέρειες τής προβλεπόμενης συμμαχίας. Οι γραμματείς των απεσταλμένων, που μπορούσαν να πηγαινοέρχονται εύκολα, άρχιζαν τις συζητήσεις κρυφά και τη νύχτα, λέει ο Κομμίν, γιατί οι Ενετοί και ο δούκας τού Μιλάνου δεν διακινδύνευαν δημόσια έκθεση των μηχανορραφιών τους, μέχρι να είναι βέβαιοι για την τελική κατάληξη τής αντι-γαλλικής ένωσης. Οι Μιλανέζοι απεσταλμένοι, ομολογώντας άγνοια τού τι συνέβαινε, είχαν το θράσος να ρωτήσουν τον Κομμίν αν μπορούσε να τούς πει το σκοπό των ισπανικών και γερμανικών πρεσβειών. Όταν ο Κομμίν διαμαρτυρήθηκε στη Σινιορία σχετικά με τις φήμες που είχε ακούσει για την ένωση, ο δόγης τού είπε ότι δεν έπρεπε να πιστεύει αυτά που ακούγονταν στην πόλη: υπήρχε ελευθερία λόγου στη Βενετία και καθένας μπορούσε να λέει ό,τι ήθελε. Η Δημοκρατία, ενημερωνόταν ο Κομμίν, δεν είχε ποτέ σκεφτεί το ενδεχόμενο ένωσης εναντίον τού βασιλιά τής Γαλλίας. Οι Ενετοί ήθελαν να συγκροτηθεί ένωση μεταξύ τού βασιλιά τής Γαλλίας και των βασιλέων Ισπανίας και Γερμανίας, μαζί με τα ιταλικά κράτη, «και να στραφεί αυτή εναντίον των Τούρκων». Όμως διαμαρτύρονταν στον Κομμίν για τον τρόπο με τον οποίο ο Κάρολος Η’ συνέχιζε να κατέχει παπικές και φλωρεντινές κτήσεις, ιδίως την Πίζα. Άλλωστε μήπως δεν είχε πει συχνά ο Κάρολος ότι το μόνο που ήθελε στην Ιταλία ήταν το ναπολιτάνικο βασίλειο και μια βάση για επιχειρήσεις κατά τής Τουρκίας; Όμως την ίδια στιγμή φαινόταν να επιθυμεί να κατακτήσει ό,τι μπορούσε στην Ιταλία και να μη εκφράζει καθόλου αιτήματα εναντίον των Τούρκων. Οι Ενετοί επισήμαιναν επίσης την απειλή που συνιστούσε ο δούκας τής Ορλεάνης και οι οπαδοί του στο κοντινό Άστι για τον Λοντοβίκο ιλ Μόρο και το Μιλάνο. Αλλά υπόσχονταν στον Κομμίν ότι δεν θα αναλάμβαναν διπλωματική ή άλλου είδους δράση, μέχρι να μπορέσει να επικοινωνήσει με τον Κάρολο Η’ και να πάρει απάντηση σχετική με τις γαλλικές προθέσεις. «De tout advert, iz Le Roy», λέει ο Commines, «et euz mesgre responce».14
Στον δρόμο τής επιστροφής του προς τη Νάπολη από μια αποστολή στη Φλωρεντία σε αναζήτηση κεφαλαίων, ο Γκυγιώμ Μπρισοννέ, ο νέος καρδινάλιος τού Σαιν Μαλό, σταμάτησε στη Ρώμη για να διαβουλευθεί με τον Αλέξανδρο ΣΤ’. Όπως κάθε άλλος ασχολούμενος με την ιταλική πολιτική σε υψηλό επίπεδο, ο Μπρισοννέ γνώριζε ότι η αντι-γαλλική ένωση συζητιόταν από εκείνους που φοβούνταν τις συνέπειες τής εκπληκτικής επιτυχίας τού Καρόλου Η’. Αλλά ο Μπρισοννέ δεν έμαθε τίποτε από τον Αλέξανδρο.15 Λιγότερο από τρεις εβδομάδες ύστερα από την αναχώρηση τού Μπρισοννέ για τη Νάπολη, ο Φρανσουά ντε Μπουρμπόν, κόμης τού Σαιν Πολ, ήρθε στη Ρώμη σε επίσημη πρεσβεία από τον Κάρολο, για να ζητήσει και πάλι την ανάθεση τού ναπολιτάνικου βασιλείου και τη στέψη. Ο Σαιν Πολ έφτασε στις 28 Μαρτίου. Ισχυρίστηκε ότι ο βασιλιάς ήταν έτοιμος να πάει στην πολυδιαφημισμένη σταυροφορία εναντίον τού σουλτάνου Βαγιαζήτ και ζητούσε από τον πάπα να προτρέψει τις ιταλικές δυνάμεις να βοηθήσουν την εκστρατεία του. Ο Κάρολος ζητούσε να σταλεί καρδινάλιος στη Νάπολη για να τοποθετήσει το στέμμα στο κεφάλι του, όπως τού είχαν υποσχεθεί. Διαφορετικά θα το εύρισκε ίσως απαραίτητο να πάρει το στέμμα στη Ρώμη. (Ο Κάρολος είχε ήδη δηλώσει ότι θα ήθελε να περάσει την Μεγάλη Εβδομάδα στη Ρώμη, όπου ήθελε να γιορτάσει το Πάσχα.) Ο Σαιν Πολ είχε αφήσει να εννοηθεί ότι, αν και ο βασιλιάς γνώριζε καλά τις διαπραγματεύσεις που βρίσκονταν σε εξέλιξη στη Βενετία, ήταν σίγουρος ότι η Αγιότητά του δεν θα έκανε τίποτε σε βάρος των συμφερόντων τού βασιλιά.
Ο πάπας απάντησε ότι η θέση του έπρεπε να καθοριστεί ύστερα από εκκλησιαστικό συμβούλιο. Σύμφωνα με τον Σανούντο ζήτησε αμέσως συμβουλές από τούς Ενετούς και τούς Μιλανέζους, για το είδος τής απάντησης που έπρεπε να δώσει. Ο Σαιν Πολ ήταν τόσο επίμονος για απάντηση, ώστε ο πάπας συγκάλεσε εκκλησιαστικό συμβούλιο για τις 29 τού μηνός. Οι γαλλόφιλοι καρδινάλιοι τάχθηκαν υπέρ τής αποδοχής των αιτημάτων τού βασιλιά, αλλά υπήρξε κάποια αντίρρηση ως προς την ανάθεση τού βασιλείου και τη στέψη, επειδή ο Φερράντε Β’ εξακολουθούσε να βρίσκεται εντός των ορίων τού ναπολιτάνικου βασιλείου. Όλοι, συμπεριλαμβανομένου τού πάπα, ομολογούσαν τη χαρά τους για τη νίκη τού βασιλιά, και επαινούσαν τη διακηρυγμένη πρόθεσή του να πάει στη σταυροφορία: «κι αν προσπαθήσει να πάει εναντίον των απίστων» (et zerca a l’andar contra infedeli), έλεγε ο πάπας στον Σαιν Πολ, «θα τού διαθέσουμε όλη τη δύναμή μας» (metteremo ogni nostra forza). Όσο για την ανάθεση και τη στέψη, ο πάπας έπρεπε να γνωρίζει με μεγαλύτερη ακρίβεια τούς όρους βάσει των οποίων ο βασιλιάς υπέβαλλε το αίτημά του. Υπήρχαν βέβαια διάφορα πολιτικά προβλήματα, καθώς και γεγονότα τού εκκλησιαστικού δικαίου που έπρεπε να εξεταστούν. Ο πάπας ήταν καλοπροαίρετος απέναντι στη μεγαλειότητά του. Ο Σαιν Πολ μπορούσε να γράψει στον βασιλιά και να τού πει ότι ο πάπας θα τον υποχρέωνε. Δεν χρειαζόταν όμως να έρθει στη Ρώμη και μάλιστα, αν το έκανε, ίσως να μην εύρισκε την παπική κούρτη στην πόλη. Ο Αλέξανδρος αναγνώριζε ότι είχε κληθεί να συμμετάσχει σε μια ένωση που διαμορφωνόταν από τις κύριες δυνάμεις τής χριστιανοσύνης, «από τούς πιο ισχυρούς τού κόσμου» (da li primi potenti dil mondo), ενώ ζητούσε ξανά να σταλεί σε αυτόν το σώμα τού Τζεμ σουλτάνου.16
Κατά τη διάρκεια αυτών των εβδομάδων η Ρώμη σημαδευόταν από αναταραχές. Οι ιδιοτροπίες τής παπικής πολιτικής αντικατοπτρίζονταν στους δρόμους και στις δημόσιες πλατείες. Την 1η Απριλίου (1495) ορισμένοι Ελβετοί μισθοφόροι καθ’ οδόν προς την πατρίδα τους δέχθηκαν επίθεση από την ισπανική φρουρά τού πάπα. Περίπου δεκαέξι από αυτούς έχασαν τη ζωή τους, όπως και μια γυναίκα. Πολυάριθμοι Ελβετοί στερήθηκαν τα υπάρχοντά τους, υποτίθεται με εντολή τού Τσέζαρε Βοργία, ο οποίος επιδεικνυόταν πλέον ανοιχτά στην πόλη, περιφρονώντας προφανώς τη γαλλική γνώμη. Σύμφωνα με τη φημολογία ο Τσέζαρε ανταπέδιδε στους Ελβετούς, γιατί όταν ο Κάρολος Η’ ήταν στη Ρώμη, ορισμένοι από τούς μισθοφόρους είχαν αρπάξει 800 δουκάτα και διάφορα άλλα τιμαλφή που ανήκαν στη μητέρα του, τη Βανότσα.17 Παρά την αναταραχή και τα αντι-γαλλικά αισθήματα στην παπική κούρτη, ο κόμης το Σαιν Πολ ίσως δεν ήταν επαρκώς προετοιμασμένος γι’ αυτό που ακολούθησε. Όμως στις 29 Μαρτίου, τη ημέρα μετά την άφιξή του στη Ρώμη, είχε παρακολουθήσει τον πάπα να ευλογεί το χρυσό ρόδο, το οποίο, όπως ανακοινώθηκε, στελνόταν στον δόγη τής Βενετίας.18 Κατάλαβε ότι μια τέτοια δημόσια επίδειξη τής προσκόλλησης τού πάπα στη Δημοκρατία προοιώνιζε κακά για τον βασιλιά τής Γαλλίας.
Ο Αλέξανδρος ΣΤ’ δεν είχε πια ανάγκη να υποκρύπτει ή να λυπάται τις ευαισθησίες τού Γάλλου απεσταλμένου. Η επίσημη πράξη τής «Ιεράς Συμμαχίας» υπεγράφη στη Βενετία στις 31 Μαρτίου, στην αίθουσα τού νοσούντος δόγη Αγκοστίνο Μπαρμπαρίγκο. Οι απεσταλμένοι των συμβαλλομένων μερών είχαν εργαστεί μέχρι τη δεύτερη ώρα τής νύχτας (περίπου τις 9:00 μ.μ.) για να βάλουν τις τελευταίες πινελιές στο κείμενο και να επιβλέψουν την ετοιμασία πέντε επισήμων αντιγράφων τού εγγράφου: «Από αυτή τη συμμαχία» (Von diesem Mächtebund), λέει ο Γρηγορόβιος, «χρονολογείται η ιστορία τής νέας Ευρώπης» (datiert die Geschichte des neuen Europa).19 Η συγκρότηση τής ένωσης ανακοινώθηκε στη Ρώμη το Σάββατο 4 Απριλίου, «για το κοινό καλό όλων των χριστιανών και τη φροντίδα για την ηρεμία όλης τής Ιταλίας» (pro communi Christianorum beneficio et cura ac totius Italie quiete).20 Επρόκειτο να διαρκέσει εικοσιπέντε χρόνια και περιλάμβανε πέντε μεγάλες «Ιταλικές» δυνάμεις, τον πάπα, τον δούκα τού Μιλάνου και τον δόγη τής Βενετίας, καθώς και τον βασιλιά των Ρωμαίων Μαξιμιλιανό, ο οποίος κατείχε ορισμένα ιστορικά δικαιώματα στη χερσόνησο, και τον Φερδινάνδο και την Ισαβέλλα, οι οποίοι ασκούσαν κυριαρχία επί τής Σικελίας και τής Σαρδηνίας. Σκοποί τής ένωσης λεγόταν ότι ήσαν η διαφύλαξη τής ειρήνης στην Ιταλία, η επιτυχία τής πίστης, η εγγύηση των παπικών και αυτοκρατορικών δικαιωμάτων, καθώς και η προστασία των συμβαλλομένων μερών εναντίον επιδρομέων, συμπεριλαμβανομένων και εκείνων που κατείχαν τότε κράτη στην χερσόνησο. Κάθε μέλος τής ένωσης θα διέθετε 8.000 ιππείς και 4.000 πεζούς σε περίπτωση ανάγκης, αν και ο πάπας θα διέθετε τη μισή στρατιωτική δύναμη από τούς ομόσπονδούς του, για λογαριασμό των οποίων θα μπορούσε να χρησιμοποιεί τα πνευματικά του όπλα. Χρήματα ή πλοία μπορούσαν να αντικαθίστανται με στρατεύματα. Και άλλες δυνάμεις μπορούσαν να γίνονται δεκτές στην ένωση με τούς ίδιους όρους. Στον Mαξιμιλιανό έπρεπε να επιτραπεί ελεύθερη διέλευση προς τη Ρώμη για τη στέψη του, ενώ οι Ενετοί και οι Μιλανέζοι συμφωνούσαν, να τού διαθέσουν «στη μετάβαση και την επιστροφή» συνοδεία τετρακοσίων πανόπλων ανδρών, που σήμαινε στην πράξη έφιππη πομπή 3.200 ίππων.21
Στο μεταξύ την 1η Απριλίου ο δόγης είχε καλέσει τον Κομμίν, που κατοικούσε στο νησί τού Σαν Τζιόρτζιο Ματζόρε. Ο δόγης τον ενημέρωσε για την ένωση, ομολογώντας την καλύτερη διάθεση απέναντι στον Κάρολο Η’. Ακόμη και την ώρα που μιλούσε ο δόγης, οι καμπάνες τού Αγίου Μάρκου χτυπούσαν «σε ένδειξη τής μεγάλης χαράς» (in Segno de grande alegreza). O Σανούντο λέει ότι ο Κομμίν ήταν έκπληκτος για την είδηση, αλλά δήλωσε ότι είχε εδώ και αρκετό καιρό υποψιαστεί τι συνέβαινε, αν και δεν είχε ποτέ πιστέψει πραγματικά ότι ήταν δυνατό να δημιουργηθεί πραγματικά μια τέτοια συμμαχία. Όταν ο Κομμίν αναφέρθηκε στους κινδύνους που θα ταλάνιζαν τώρα την πορεία επιστροφής τού βασιλιά στην πατρίδα του, ο δόγης απάντησε ότι, αν επέστρεφε ως φίλος, δεν θα συναντούσε δυσκολίες. Σε περίπτωση που επέστρεφε ως εχθρός, ίσως γινόταν έκκληση στην ένωση εναντίον του. «Αλλά γράψτε στον βασιλιά», τον προέτρεψε, «ότι συμμετέχοντας σε αυτή την ένωση δεν έχουμε καμία επιθυμία να σπάσουμε τη φιλία που έχουμε με τη μεγαλειότητά του. Όχι, επιθυμούμε να είμαστε καλοί φίλοι, και αυτή η ένωση συγκροτήθηκε για τη διάσωση των κρατών μας… ».22 Ο Κομμίν έχει αναφέρει ο ίδιος την εμφάνισή του ενώπιον τής Σινιορίας και λέει ότι ο δόγης τού είπε ότι η ένωση είχε τρεις στόχους: 1) την υπεράσπιση τού Χριστιανισμού απέναντι στους Τούρκους, 2) την προστασία τής Ιταλίας και 3) «τη διάσωση των κρατών μας» (la preservation de leurs estatz).23 Επρόκειτο για την παλιά επωδό.
Ο Κάρολος Η’ ενημερώθηκε για την ένωση από τον Ντομένικο Τρεβιζάν και τον Αντόνιο Λορεντάν, τούς Ενετούς απεσταλμένους στη Νάπολη, αργά το πρωί στις 5 Απριλίου (1495). Είπαν στον βασιλιά ότι η ένωση είχε σχηματιστεί «για τη διάσωση των κρατών» (per conservation di stadi), γιατί καταλάβαιναν ότι ο Τούρκος ετοίμαζε μεγάλη αρμάδα. Ο Κάρολος ήταν σχεδόν συντετριμμένος από αγανάκτηση: «Ώστε συγκρότησαν ένωση επειδή ο Τούρκος εξοπλίζει στόλο!», φώναξε: «Μεγάλο φόβο έχουν για τούς Τούρκους!» Επιτέθηκε στη συμμετοχή των Ενετών στην ένωση ως ντροπιαστική και υπενθύμισε στους απεσταλμένους ότι μπορούσε, αν ήθελε, να διακόψει τις συναλλαγές τους με τη Φλάνδρα. Ο καρδινάλιος Τζουλιάνο ντέλλα Ρόβερε μάταια προσπαθούσε να τον ηρεμήσει. Ο Κάρολος δεν καταλάγιαζε: Είχε δώσει το Περπινιάν και την Έλνα στον βασιλιά τής Ισπανίας. Μπορούσε να σταματήσει τον Μαξιμιλιανό στον δρόμο του με μια απλή επιστολή. Κατήγγειλε τον πάπα και τον δούκα τού Μιλάνου, διατυπώνοντας έξαλλες απειλές κατά τού τελευταίου. Είχε προσκληθεί από άλλους βασιλιάδες, έλεγε, να ενταχθεί σε ένωση. Δεν θέλησε ποτέ να το κάνει. Τώρα θα κοίταζε τον εαυτό του και δεν θα ενημέρωνε τη Βενετία για τις αποφάσεις του. Ο Κάρολος στεκόταν δίπλα σε ένα παράθυρο καθώς αποχωρούσαν οι Τρεβιζάν και Λορεντάν. Δεν γύρισε καν προς αυτούς καθώς έφευγαν, σπεύδοντας στα καταλύματά τους για να στείλουν αίτημα στην πατρίδα, να τούς επιτραπεί να επιστρέψουν στη Βενετία.24
Τα νέα τής ένωσης ανακοινώθηκαν ταυτόχρονα με περίτεχνες εορταστικές εκδηλώσεις στη Βενετία, το Μιλάνο και τη Ρώμη την Κυριακή των Βαΐων, στις 12 Απριλίου (1495).25 Οι Γάλλοι είχαν λόγο για αγωνία, αλλά σίγουρα όχι για απελπισία. Όποιος είχε τον Λοντοβίκο Μόρο ως φίλο, προφανώς δεν χρειαζόταν εχθρό. Ο Mαξιμιλιανός ήταν επίσης ασταθής σύμμαχος, όπως είχε αναφέρει ο Κάρολος στους Ενετούς απεσταλμένους. Μολονότι ως βασιλιάς των Ρωμαίων ήθελε να λάβει την αυτοκρατορική στέψη από τα χέρια τού πάπα, δεν ήταν λάτρης των Ενετών και το προηγούμενο έτος είχε προτείνει στον Κάρολο συμμαχία εναντίον τους. Μια διευθέτηση τής διαφοράς για τη Βουργουνδία προς όφελος τού Μαξιμιλιανού θα τον έφερνε κατά πάσα πιθανότητα με βιασύνη στη γαλλική πλευρά. Λαμβανομένου υπόψη τού κινδύνου στον οποίο οι Τούρκοι εξέθεταν συνεχώς τα εδάφη των Αψβούργων στην Κεντρική Ευρώπη, ο Μαξιμιλιανός ήταν αφοσιωμένος στη σταυροφορία, για την οποία Γάλλοι προπαγανδιστές είχαν κάνει τόσο πολλά καθ’ όλη τη διάρκεια τής εκστρατείας τού Καρόλου. Οι Ενετοί προετοιμάζονταν για πόλεμο, «χωρίς να θέλουν να σπάσουν καμία συμμαχία με τον βασιλιά τής Γαλλίας» (non volendo però romper alcuna lianza al Re de Franza). Ο Κάρολος και οι σύμβουλοί του είχαν την ίδια άποψη. Μέχρι να αποσυρθούν με ασφάλεια βορείως των Άλπεων, δεν εύρισκαν λόγους να εκδηλώσουν την εχθρότητά τους απέναντι στη Βενετία. Όταν την 1η Μαΐου οι Ενετοί απεσταλμένοι έφευγαν από τη Νάπολη, ο Κάρολος τούς εφοδίασε πολύ ευγενικά με ένοπλη συνοδεία εκατό ιππέων, επειδή οι δρόμοι ήσαν ανασφαλείς.26
Ο Κάρολος Η’ προγραμμάτιζε την πορεία επιστροφής του μέσω Ρώμης, με 8.000 ιππείς και 4.000 πεζούς, αφήνοντας στη Νάπολη και στο νότιο βασίλειο 5.000 Γάλλους ιππείς και 4.000 πεζούς, καθώς και 4.000 Ιταλούς πεζούς, οι οποίοι είχαν πρόσφατα προσληφθεί στην υπηρεσία του. Ως ημερομηνία τής αναχώρησής του έχει διστακτικά προσδιοριστεί η 10η Μαΐου. Ανέμενε να είναι στη Ρώμη στις 20 τού μηνός. Από εκεί θα πήγαινε στη Φλωρεντία και την Πίζα. Έκανε συμφωνία με τούς Γενουάτες, υποσχόμενος σε αυτούς (σύμφωνα με τον Σανούντο) την κατοχή των κατεχομένων από τούς Γάλλους πόλεων, που ανήκαν προηγουμένως στη Φλωρεντία.
Από τη μέρα τής αναγγελίας τής ένωσης ο Αλέξανδρος ΣΤ’ ένιωθε μεγάλη αγωνία, παρά τις συνεχείς διαβεβαιώσεις των Ενετών και Ισπανών πρεσβευτών. Στις 4 Μαΐου συγκάλεσε εκκλησιαστικό συμβούλιο για να εξετάσουν «τι έπρεπε να γίνει» (quid faciendum). Το ερώτημα ήταν αν θα περίμεναν τη άφιξη τού Γάλλου βασιλιά στη Ρώμη ή θα αναζητούσαν ασφάλεια μετακινούμενοι κάπου αλλού. Μια αντιπροσωπεία τριακοσίων περίπου πολιτών, υπό την ηγεσία των επικεφαλής (caporioni) αξιωματούχων των δεκατριών περιφερειών, έγινε δεκτοί στο παπικό παλάτι. Εγγυήθηκαν την πίστη τους στον Αλέξανδρο, στον οποίο απέτισαν φόρο τιμής, αλλά είπαν ότι χρειάζονταν όπλα και ψωμί. Η παπική κούρτη και οι πολίτες ενθαρρύνθηκαν με την είδηση ότι οι Ενετοί έστελναν 10.000 ιππείς και 2.000 στραντιότι για την προστασία τού πάπα. Η Ρώμη παρέμενε όμως σε αναταραχή και οι πολίτες τα πήγαιναν άσχημα με τούς Ισπανούς. Ληστείες και φόνοι ήσαν καθημερινό φαινόμενο. Οι λογικοί άνθρωποι δεν κυκλοφορούσαν στην πόλη τη νύχτα.27
Στις 17 Μαΐου οι Ντομένικο Τρεβιζάν και Αντόνιο Λορεντάν επέστρεψαν στη Βενετία από την αποστολή τους στον Γάλλο βασιλιά τής Νάπολης. Ανέφεραν στη Γερουσία ότι ο Κάρολος δεν διέθετε άνδρες και χρήματα. Δεν είχε περισσότερους από 12.000 ιππείς και 8.000 πεζούς, χωρίς να συνυπολογίζονται περίπου 3.000 Ιταλοί ιππείς και ορισμένοι άλλοι πεζοί, τούς οποίους έπρεπε να αφήσει στο βασίλειο (Regno). Οι Ναπολιτάνοι είχαν κουραστεί εντελώς από το γαλλικό θράσος. Ο Κάρολος αγωνιούσε τώρα να φύγει, έχοντας φορτώσει στις γαλέρες και τα άλλα πλοία του «μεγάλο μέρος των πραγμάτων τού κάστρου … για να τα πάρει στη Γαλλία» (bona parte di le cosse dil castello … per Mandar in Franza), συμπεριλαμβανομένων των χάλκινων πυλών τού Καστέλ Νουόβο και τού χάλκινου αγάλματος τού Αλφόνσο τού Μεγαλόψυχου. Ήταν πολύ θυμωμένος με τούς Ενετούς. Οι Τρεβιζάν και Λορεντάν είχαν παραμείνει στο σπίτι τους από τη στιγμή τής αναγγελίας τής ένωσης μέχρι τότε που πήγαν στον βασιλιά για να ζητήσουν την άδειά του να φύγουν από τη Νάπολη. Αν και τούς την έδωσε αμέσως, οι σύμβουλοί του τούς είπαν να ενημερώσουν τη Σινιορία ότι έπρεπε να διατηρήσει τη συμμαχία της με τον βασιλιά «και ότι αυτός δεν θα είχε έρθει στην Ιταλία, αν δεν είχε την συμμαχία [με τη Βενετία]». Παρ’ όλα αυτά οι Ενετοί ετοιμάζονταν τώρα να προκαλέσουν όσο μεγαλύτερες ζημίες μπορούσαν στον πρώην φίλο τους, καθώς εκείνος προσπαθούσε να επιστρέψει στη Γαλλία.28
Αν και οι Γάλλοι συνέχιζαν να προσποιούνται ότι σχεδίαζαν σταυροφορία,29 ο Σιγκισμόντο ντε Κόντι έχει οπωσδήποτε δίκιο όταν τονίζει ότι μετά τον θάνατο τού Τζεμ σουλτάνου ο Κάρολος Η’ φαινόταν να έχει εγκαταλείψει κάθε σκέψη για πραγματική έναρξη εκστρατείας κατά των Τούρκων.30 Εγκαταλελειμμένος από το Μιλάνο και αντιμετωπίζοντας την ξαφνική εχθρότητα τής Βενετίας, ο Κάρολος δεν διέθετε καν τα μέσα για να κρατήσει τη Νάπολη. Αν και ο Πάστορ θεωρεί «ακατανόητο» ότι έχανε πολύτιμο χρόνο προσπαθώντας να πείσει τον πάπα να τού αναθέσει το βασίλειο,31 γεγονός είναι ότι ήθελε να τιμήσει την κατάκτησή του με όσο το δυνατόν περισσότερα πολιτικά σύμβολα. Αν ο πάπας δεν τού ανέθετε επισήμως το βασίλειο, θα προχωρούσε μόνος στη στέψη του, η οποία, αν και θα είχε το σοβαρό ελάττωμα τής παπικής μη συμμόρφωσης, θα σηματοδοτούσε τουλάχιστον το ιστορικό γεγονός τής κατάκτησης.
Ο Κάρολος στέφθηκε βασιλιάς τής Νάπολης στις 12 Μαΐου.32 Χωρίς τη συγκατάθεση τού πάπα, που αναγνωριζόταν από καιρό ως επικυρίαρχος τού νότιου βασιλείου, η λαμπρή τελετή δεν είχε κανένα νόημα εκτός από εκείνο που μπορούσε να τής δώσει η δύναμη των όπλων. Μια γαλλική πρεσβεία υποσχέθηκε στον πάπα ετήσιο ενοίκιο (census) 50.000 δουκάτων, ακόμη και την πληρωμή άλλων 100.000 καθυστερούμενων, τα οποία οι Φερράντε και Αλφόνσο χρωστούσαν στην Εκκλησία. Οι απεσταλμένοι, ο καρδινάλιος ντε Μπιλέρ, ο Φιλίπ ντε Μπρες, και ο Φρανσουά ντε Λουξεμπούρ, ενημέρωσαν επίσης τον πάπα ότι ο βασιλιάς ήθελε να έρθει στη Ρώμη «σαν καλός γιος τής Αγίας Εκκλησίας», για να μιλήσει με την Αγιότητά του —έξω από την πόλη, αν χρειαζόταν— «και ότι … έπρεπε να καταλήξουν σε κάποια συμπεράσματα σχετικά με την εκστρατεία εναντίον των Τούρκων». Προσπαθώντας πάντα να κερδίσει χρόνο, ο Αλέξανδρος συγκάλεσε εκκλησιαστικό συμβούλιο για τις 22 Μαΐου και στη συνέχεια ενημέρωσε τούς τρεις απεσταλμένους ότι θα έστελνε δικούς του εκπροσώπους στον βασιλιά, αλλά ότι χρειαζόταν περισσότερες πληροφορίες και χρόνο για να πάρει απόφαση σχετικά με το ζήτημα τής ανάθεσης τού βασιλείου. Τελικά θα έδινε στον βασιλιά την απάντησή του γραπτώς.33
Γνωρίζοντας ότι ο πάπας δεν θα τού χορηγούσε την πολυπόθητη ανάθεση μέχρι τις «Ελληνικές καλένδες», ο Κάρολος Η’ ανησυχούσε για τις επιχειρήσεις μιας ισπανικής μοίρας στα σικελικά ύδατα και φοβούνταν πιθανή ένωση των ενετικών και μιλανέζικων στρατευμάτων στη βόρεια Ιταλία. Στις 20 Μαΐου (1495) έφυγε τελικά από τη Νάπολη, στην οποία δεν επέστρεψε ποτέ. Ο Ζιλμπέρ ντε Μπουρμπόν, ο κόμης τού Μονπενσιέ, δραστήριος κονταρομάχος αλλά ληθαργικός διοικητής, έμεινε στην πόλη ως αντιβασιλέας τού βασιλιά, έχοντας υπό τις εντολές του περίπου 7.000 ιππείς και 5.000 πεζούς. Περίπου το ένα τρίτο αυτού τού στρατού κατοχής ήσαν Ιταλοί. Ο Κάρολος ξεκίνησε την προς βορρά πορεία του με περίπου 12.600 άνδρες, από τούς οποίους σχεδόν όλοι ήσαν «υπερόρειοι» (ουλτραμοντάνες).34 Σε εκκλησιαστικό συμβούλιο στις 25 Μαΐου ο τρομοκρατημένος ποντίφηκας αποφάσισε να εγκαταλείψει τη Ρώμη. Το πρωί τής 27ης τού μηνός αναχώρησε για το Ορβιέτο, αφήνοντας τον Γενουάτη Αντονιόττο Παλλαβιτσίνι, καρδινάλιο τής Αγίας Αναστασίας ως τοποτηρητή του (locotenente). Οι αξιωματούχοι τής παπικής κούρτης παρέμειναν στην πόλη, ενώ είκοσι καρδινάλιοι συνόδευσαν την Αγιότητά του στους λόφους τής Τοσκάνης. Όταν ο πάπας συνειδητοποίησε πόσο πολλοί Ενετοί ιππείς (ο Σανούντο λέει περίπου 10.000) είχαν προφανώς αναπτυχθεί για δράση στις περιοχές μέσω των οποίων ταξίδευε, είπε: «Είμαστε χειρότεροι από γυναίκες και αν γνωρίζαμε ότι τόσα πολλά γενναία άτομα είναι διαθέσιμα, δεν έπρεπε να εγκαταλείψουμε τη Ρώμη». Ο Ενετός πρέσβης, ο οποίος όμως είχε παροτρύνει τον πάπα να αποχωρήσει από την πόλη, ικανοποιήθηκε από αυτή την αναγνώριση τής αποφασιστικότητας τής Δημοκρατίας να εκπληρώσει τις υποχρεώσεις της απέναντι στην ένωση: «Σεβασμιότατε πατέρα, έχω πει πάντα στην Αγιότητά σας την αλήθεια». Ο πάπας απάντησε: «Είστε πολύ αγαπημένος φίλος μας» και ζήτησε από τον ευχαριστημένο απεσταλμένο να ιππεύσει δίπλα του. Η παπική συνοδεία έφτασε στο Ορβιέτο το Σάββατο 30 Μαΐου. Παρά την παρουσία πολυάριθμων στρατευμάτων γύρω από την πόλη, ο Αλέξανδρος εξακολουθούσε να αισθάνεται ανασφάλεια και τώρα σκεφτόταν να πάει στην Περούτζια.35
Φαίνονταν να ξεκινούν μεγάλα γεγονότα, ενώ επιστολές από τη Νάπολη στις 24 Μαΐου, που έφτασαν στη Βενετία στις 31 τού μηνός, επιβεβαίωναν την αναχώρηση τού Καρόλου Η’, «και η Νάπολη εξακολουθούσε να είναι πολύ φτωχή και σχεδόν ερειπωμένη και οι πολίτες δυσαρεστημένοι» (et che Napoli restò molto povero et quasi ruinato, et li cittadini mal contendi). Οι Γάλλοι είχαν φτάσει προφανώς στο τέλος τής επιτυχίας τους. Στρατεύματα τού Φερράντε Β’ είχαν ήδη αποβιβαστεί στην Καλαβρία και είχαν ανακαταλάβει το Ρέτζο, όπου είχαν σκοτωθεί περίπου διακόσιοι Γάλλοι. Ο λαός τού Τάραντα επίσης ήθελε να παραδοθεί, αν και η τοπική βαρωνία φοβόταν την εκδίκηση τού Φερράντε για τη λιποταξία τους από την υπόθεσή του. Τούς έδωσε δημόσια συγγνώμη. Μπορούσε πάντα να ασχοληθεί μαζί τους αργότερα. Οι Γάλλοι αποσύρονταν τώρα από την Καλαβρία, τρεπόμενοι σε φυγή προς τη Νάπολη. Η αραγωνική ανακατάκτηση τής νότιας χώρας είχε αρχίσει.36 Στο λιμάνι τού Μπρίντιζι υπήρχε μια τουρκική «φούστα», η οποία είχε φέρει απεσταλμένο τού σουλτάνου Βαγιαζήτ, για να προσφέρει στον Φερράντε Β’ δεκαοκτώ χιλιάδες στρατιώτες που βρίσκονταν τότε στην Αυλώνα, των οποίων τις υπηρεσίες είπαν ότι δεν θα χρειάζονταν ακόμα. Οι αντιξοότητες καταδίωκαν τούς Γάλλους. Οι ενετικές ναυτικές δυνάμεις ίσως είχαν πια κατακτήσει όλη την Απουλία, κατά τη γνώμη τού Σανούντο, αν είχε δοθεί άδεια στον διοικητή τους να αναλάβει μια τέτοια εκτεταμένη επιχείρηση.37
Στο μεταξύ οι ιδιοτροπίες τής χριστιανικής πολιτικής ζωής προκαλούσαν ερωτήματα στην Ισταμπούλ, όπου ήταν πάρα πολύ σαφές ότι η ενετική ένωση είχε ματαιώσει εντελώς την υποτιθέμενη πρόθεση τού Καρόλου Η’ να χρησιμοποιήσει τη Νάπολη ως αφετηρία του για σταυροφορία. Ο γραμματέας τής ενετικής πρεσβείας στην Πύλη ενημέρωνε την κυβέρνησή του με επιστολές τής 12ης Μαΐου (1495), ότι οι πασάδες τον ρωτούσαν τι είχε συμβεί (come va queste cosse?) και ενώ ο Λοντοβίκο Μόρο είχε προσκαλέσει τον βασιλιά Κάρολο στην Ιταλία, τώρα προσχωρούσε σε ένωση εναντίον του. Οι Ενετοί, που θα μπορούσαν να είχαν αποτρέψει τη άφιξή του, τον είχαν παρακολουθήσει ήρεμα να ευημερεί, ενώ οργάνωναν τώρα την ένωση εναντίον του. Ο πάπας είχε δηλώσει τη φιλία του για τον βασιλιά τής Νάπολης, και στη συνέχεια χορήγησε στον Κάρολο αδιαμφισβήτητη διέλευση μέσω παπικής επικράτειας. Ο βασιλιάς τής Ισπανίας είχε δώσει υπόσχεση καλής πίστης και ειρήνης, για την οποία είχε πάρει δύο κομητείες (Περπινιάν και Έλνα), ενώ τώρα πρόσθετε το βάρος του σε εκείνους που αντιτάσσονταν στον βασιλιά τής Γαλλίας. Ο αυτοκράτορας Mαξιμιλιανός, επίσης πρόσφατος φίλος τού Καρόλου Η’, ακολουθούσε την ίδια αμφίβολη πολιτική με τον Φερδινάνδο τής Αραγωνίας. Τι είχε συμβεί; (come va queste cosse?) O Ενετός γραμματέας έδωσε στους πασάδες τη συνήθη απάντηση ότι οι σύμμαχοι επιδίωκαν μόνο «τη διατήρηση των περιοχών τους» (conservatione di stadi loro). Οι Τούρκοι είχαν βέβαια προεξοφλήσει την απάντηση πριν κάνουν την ερώτησή τους. Σκοπός τους ήταν προφανώς να καταδείξουν την αναξιοπιστία των χριστιανικών κρατών ακόμη και στις μεταξύ τους σχέσεις. Η αναφορά τού γραμματέα στις 12 Μαΐου δείχνει όμως ότι ο Βαγιαζήτ δεν ήταν ακόμη απολύτως βέβαιος για τον θάνατο τού Τζεμ σουλτάνου.38
Ο Κάρολος Η’ θα μπορούσε να πει πολλά στον σουλτάνο για την αναξιοπιστία των πρώην φίλων του. Ο Κάρολος έφτασε στη Ρώμη την 1η Ιουνίου (1495), συνοδευόμενος από τούς καρδινάλιους Τζουλιάνο ντέλλα Ρόβερε, Ζαν ντε Μπιλέρ και Πάολο ντι Καμποφρεγκόζο από τη Γένουα. Ο λεγάτος Παλλαβιτσίνι έθεσε στη διάθεσή του το ανάκτορο τού Βατικανού, αναφέροντας ότι η Αυτού Αγιότητα είχε αναχωρήσει, για να εξασφαλίσει κάθε άνεση και ευκολία για τον βασιλιά. Ο Κάρολος αρνήθηκε την πρόσκληση και ύστερα από ευχαριστήρια προσευχή μπροστά στον υψηλό βωμό τού Αγίου Πέτρου, κατέλυσε στο πολυτελές παλάτι τού καρδινάλιου Ντομένικο ντέλλα Ρόβερε στο Μπόργκο. Ο Ντομένικο βρισκόταν με τον πάπα στο Ορβιέτο. Σύμφωνα με προηγούμενες υποσχέσεις του, ο Κάρολος απομάκρυνε τις φρουρές του από την Τερρατσίνα και την Τσιβιταβέκκια (άλλωστε χρειαζόταν τα στρατεύματα), αλλά αφέθηκε Η γαλλική φρουρά στην Όστια, αναμφίβολα κατόπιν αιτήματος τού Τζουλιάνο ντέλλα Ρόβερε. Δεδομένου ότι το μεγαλύτερο μέρος τής ισπανικής φρουράς τού πάπα είχε πάει μαζί του στο Ορβιέτο και ο Κάρολος είχε κρατήσει τούς περισσότερους Ελβετούς έξω από την πόλη, οι Ρωμαίοι υπέφεραν πολύ λιγότερο απ’ ό,τι φοβούνταν από τη δεύτερη αυτή κατάληψη. Την Τετάρτη 3 Ιουνίου ο Κάρολος παρακολούθησε λειτουργία νωρίς το πρωί στον Άγιο Πέτρο, πήρε άδεια από τον Παλλαβιτσίνι στα σκαλιά μπροστά από την εκκλησία και συνέχισε την προς βορρά πορεία του προς το Μπακάνο, όπου πέρασε τη νύχτα.39 Ελπίζοντας να συσκεφτεί με τον πάπα, ο Κάρολος είχε στείλει τον Περρόν ντε Μπάσκι σε πρεσβεία στο Ορβιέτο, αλλά τη μέρα μετά την άφιξη τού Περρόν η Αγιότητά του ξεκίνησε για την Περούτζια (στις 5 Ιουνίου), έχοντας την πρόθεση να κρατήσει απόσταση ασφαλείας από τούς Γάλλους.40
Στις 13 Ιουνίου (1495) ο Κάρολος εισήλθε στη Σιένα, όπου τον περίμενε ο Κομμίν με τις πληροφορίες που είχε μπορέσει να αποκτήσει για τις ενετικές προθέσεις. Κατά τη διάρκεια των τεσσάρων ημερών του στη Σιένα ο Κάρολος έδωσε την έγκρισή του σε σχέδιο αρπαγής τής Γένουας από τη φιλο-μιλανέζικη παράταξη με επικεφαλής τούς αδελφούς Αγκοστίνο και Τζιοβάννι Αντόρνο, οι οποίοι ήσαν διατεθειμένοι να βοηθήσουν τούς Γάλλους μόνον αν τούς το ζητούσε ο Λοντοβίκο Μόρο. Με δεδομένη την αλλαγή τής στάσης τού Μόρο απέναντι στους Γάλλους, οι Αντόρνο οδηγούσαν τώρα τούς Γενουάτες στο ενετικό στρατόπεδο. Ο καρδινάλιος Καμποφρεγκόζο (ή Φρεγκόζο) είχε διατελέσει τρεις φορές δόγης τής Γένουας. Αναζητούσε ευκαιρία να ανατρέψει τούς Αντόρνο. Για τον Κάρολο η Γένουα ήταν απαραίτητος σύνδεσμος στη μακρά σειρά των επικοινωνιών μεταξύ Γαλλίας και Νάπολης. Όμως η ανάγκη τού Καρόλου και η φιλοδοξία τού Καμποφρεγκόζο ματαιώθηκαν και οι Αντόρνο δεν εκτοπίστηκαν από την εξουσία, μέχρις ότου ο διάδοχος τού Καρόλου κατέλαβε το Μιλάνο μερικά χρόνια αργότερα.41 Οι Φλωρεντινοί, σχεδόν απελπισμένοι στην αγωνία τους να ανακτήσουν την Πίζα και τα διάφορα φρούρια, τα οποία ο Πιέρο Μέδικος είχε παραδώσει στους Γάλλους, είχαν ήδη στείλει απεσταλμένους στον Κάρολο. Σε αντάλλαγμα για την ταχεία επαναπόδοση αυτών των τόπων οι Φλωρεντινοί δεσμεύονταν να μη συμμετάσχουν στην αντι-γαλλική ένωση και να προσθέσουν 70.000 δουκάτα στις 30.000 που εξακολουθούσαν να τούς οφείλονται για το δάνειο που τού είχαν κάνει τον προηγούμενο Νοέμβριο. Θα τού παρείχαν επίσης μάχιμη δύναμη (condotta) τριακοσίων πανόπλων ανδρών και δύο χιλιάδων πεζών, υπό τις διαταγές τού Φραντσέσκο Ζέκκο. Ο Κομμίν νόμιζε ότι ο βασιλιάς έπρεπε να αποδεχθεί την προσφορά, κρατώντας μόνο το Λιβόρνο, μέχρι να φτάσει ο γαλλικός στρατός στο Άστι. Επικράτησε όμως αντίθετη άποψη.42 Εν πάση περιπτώσει ο Κάρολος έπρεπε βέβαια να κρατήσει τη Σαρτσάνα, το Σαρτσανέλλο και την Πιετρασάντα ως δέλεαρ για τον γενουάτικο λαό, τού οποίου τη συνεργασία ήθελε σε αυτή την κρίσιμη περίοδο των γαλλικών υποθέσεων.
Ο Κάρολος Η’ έφυγε από τη Σιένα στις 17 Ιουνίου, τοποθετώντας γενικό διοικητή τής πόλης τον ξάδελφό του, τον νεαρό κόμη ντε Λινύ. Στις 18 τού μηνός βρισκόταν στο Πογκιμπόνσι, όπου υποδέχθηκε τον Σαβοναρόλα και άκουσε με σεβασμό τις επίσημες προειδοποιήσεις τού μοναχού για τη βασιλική του ευθύνη για τη μεταρρύθμιση τής εκκλησίας. Την επόμενη μέρα ο Κάρολος βρισκόταν στο Καστελφιορεντίνο. Τώρα πια ήταν γενικά γνωστό ότι υπήρχε κάποια κατάσταση πολέμου μεταξύ των Γάλλων και των μελών τής ένωσης. Πριν δέκα περίπου μέρες (στις 8 Ιουνίου) προωθημένες μονάδες τού γαλλικού στρατού είχαν λεηλατήσει την παπική πόλη Τοσκανέλλα. Οι Ενετοί είχαν ενημερώσει τον Κομμίν περισσότερες από μια φορά ότι αν ο Κάρολος αποσυρόταν από την Ιταλία ως φίλος, θα αντιμετωπιζόταν ως τέτοιος. Δεδομένου ότι η λεηλασία τής Toσκανέλλα είχε προφανώς συμβεί κατά παραβίαση των εντολών τού Καρόλου για ειρηνική προέλαση, θα μπορούσε να υποστηριχθεί ότι υπήρχαν ελαφρυντικά.43 Υπήρξαν όμως πολλά άλλα συμβάντα και οι Ενετοί θεωρούσαν εδώ και αρκετό καιρό ως αναπόφευκτη μια ανοιχτή ρήξη με τούς Γάλλους. Στις 5 Ιουνίου ο Φραντσέσκο Γκονζάγκα, μαρκήσιος τής Μάντουα και σύζυγος τής Ιζαμπέλλα ντ’ Έστε, διορίστηκε «γενικός κυβερνήτης» (governador zeneral) των ενετικών δυνάμεων,44 οι οποίες τώρα ετοιμάζονταν να επιτεθούν στους Γάλλους όταν θα παρουσιαζόταν ευνοϊκή ευκαιρία.
Η ευκαιρία δεν άργησε να έρθει. Ακολουθώντας την κοιλάδα τού Έλσα (Val d’Elsa) προς τον Άρνο ο Κάρολος εισήλθε στην Πίζα (στις 20 Ιουνίου), όπου παρέμεινε τρεις ημέρες, υποβαλλόμενος σε συνεχή πιεστικά αιτήματα των Πιζάνων να εγγυηθεί την ελευθερία τους απέναντι στους Φλωρεντινούς.45 Από την Πίζα ο Κάρολος πήγε στη Λούκκα, όπου παρέμεινε στις 24 τού μηνός και στη συνέχεια προχώρησε προς Πιετρασάντα και Σαρτσάνα. Οι σύμβουλοι τού βασιλιά δεν ήσαν τώρα βέβαιοι για τον δρόμο που έπρεπε να ακολουθήσουν προς βορρά. Ο Κομμίν αναφέρει ότι στη Σαρτσάνα άκουσε για πρώτη φορά να λέγεται ότι οι Γάλλοι έπρεπε να δώσουν μάχη με τούς συμμάχους.46 Όταν αποφασίστηκε να κατέβουν την ορεινή κοιλάδα τού Τάρο, ο στρατός προχώρησε στο Ποντρέμολι, όπου ο βασιλιάς έμεινε από τις 29 Ιουνίου μέχρι τις 2 Ιουλίου. Η προφητεία τού Σαβοναρόλα ότι ο Θεός θα οδηγούσε τον βασιλιά στην ασφάλεια φαινόταν να επαληθεύεται. Το Ποντρέμολι ήταν σημαντικό προπύργιο. Οι Ιταλοί σύμμαχοι έπρεπε να το είχαν καταλάβει με μεγάλη δύναμη.47 Οι απείθαρχοι Ελβετοί τού Καρόλου λεηλάτησαν την πόλη, η οποία ανήκε στον δούκα τού Μιλάνου,48 παρέχοντας επιπλέον επιχειρήματα στην κατηγορία τής σκληρότητας, την οποία οι Ιταλοί απεύθυναν τώρα γενικά εναντίον των Γάλλων. Η τραχιά κάθοδος τής κοιλάδας τού Tάρο οδηγούσε στο Φορνόβο (Forum Novum), στη δεξιά όχθη τού ποταμού,49 κοντά στο οποίο οι Ιταλοί σύμμαχοι συγκέντρωναν τις περισσότερες από τις δυνάμεις τους.
Οι Ελβετοί μισθοφόροι πάσχιζαν πάνω από τα ορεινά περάσματα με το γαλλικό πυροβολικό, το οποίο ο Κάρολος Η’ είχε σοφά αρνηθεί να εγκαταλείψει, παρά τις συμβουλές μερικών από τούς συμβούλους του. Από τα υψώματα που έβλεπαν προς την κοιλάδα τού ποταμού ο Κομμίν λέει ότι οι Γάλλοι μπορούσαν να βλέπουν το ιταλικό στράτευμα, το οποίο εκτιμούσε σε περίπου 35.000 άνδρες, εκ των οποίων τα τέσσερα πέμπτα πληρώνονταν από τούς Ενετούς.50 Οι Ενετοί είχαν πει στον Κομμίν ότι μαζί με τον δούκα τού Μιλάνου μπορούσαν να βάλουν 40.000 άτομα σε αυτό το πεδίο τής μάχης. Δεν είχαν υπερβάλει. Σε γενικές γραμμές η ποιότητα των στρατευμάτων τους ήταν υψηλή. Εκπρόσωποι τής Δημοκρατίας είχαν στρατολογήσει πολλούς στραντιότι από τον Μοριά και την Αλβανία. Ο Κομμίν έχει περιγράψει τούς στραντιότι, των οποίων τη συγκέντρωση είχε παρακολουθήσει στο Λίντο τής Βενετίας. Ήσαν ντυμένοι σαν τούς Τούρκους, μάς λέει, εκτός από το ότι δεν φορούσαν τουρμπάνια. Ήσαν σκληροτράχηλοι και μπορούσαν να κοιμούνται στην ύπαιθρο σε οποιαδήποτε εποχή τού χρόνου. Ίππευαν τουρκικά άλογα. Γενναίοι στη μάχη, δεν έπαιρναν αιχμαλώτους, αλλά έκοβαν τα κεφάλια αυτών που συλλάμβαναν. Χρόνια πριν ο Μωάμεθ Πορθητής τούς πλήρωνε ένα δουκάτο το κεφάλι και (λέει ο Κομμίν) «οι Ενετοί έκαναν το ίδιο». Οι στραντιότι λεγόταν ότι ήσαν ασυνήθιστοι στο πυροβολικό και φοβούνταν τα πυρά κανονιών, ενώπιον των οποίων θα υποχωρούσαν.51 Η περιγραφή τού Σανούντο καθιστά σαφές ότι υπήρχαν επίσης πολλοί στραντιότι στα μιλανέζικα και μπολωνέζικα αγήματα τού συμμαχικού στρατού.
Οι στραντιότι ήσαν οι πρώτοι που θα επέφεραν χτύπημα στους Γάλλους. Την 1η Ιουλίου ο συμμαχικός διοικητής Φραντσέσκο Γκονζάγκα είχε στήσει το στρατόπεδό του στη Τζιαρόλα, ανάμεσα στο Φορνόβο και την Πάρμα. Γαλλικές προχωρημένες μονάδες έφτασαν σύντομα στο Φορνόβο. Οι στραντιότι σημείωσαν δύο μικρές επιτυχίες εναντίον τους. Ο Γκονζάγκα ενθουσιάστηκε από αυτή τη φαινομενικά ευοίωνη αρχή.52 Αναμφίβολα εμπιστευόταν πάρα πολύ την αριθμητική υπεροχή των δυνάμεων του, αλλά όπως όλοι οι πολεμιστές (κοντοττιέρι) που υπηρετούσαν τη Γαληνοτάτη παρεμποδιζόταν κατά τον προκαταρκτικό σχεδιασμό και τις κινήσεις του από πολύ λεπτομερείς οδηγίες από τη Βενετία. Ο αντίπαλός του, ο Κάρολος Η’, πέρασε τη νύχτα τής 3ης Ιουλίου στο Κάσσιο, ενώ βρισκόταν στο Τερέντσο το βράδυ τής 4ης τού μηνός. Την επόμενη μέρα ο γαλλικός στρατός κατηφόριζε σε διάταξη μάχης προς το Φορνόβο, αφού είχαν αποτύχει οι προσπάθειες διαπραγμάτευσης ειρηνικής μετάβασης προς βορρά. Λόγω τής εκτροπής δυνάμεων προς τη Γένουα, οι Γάλλοι δεν αριθμούσαν περισσότερους από δέκα ή δώδεκα χιλιάδες άνδρες, κουρασμένους, πεινασμένους και επιβραδυνόμενους από μεγάλου μήκους συρμό αποσκευών. Αλλά είχαν καταφέρει να διατηρήσουν μεγάλο μέρος τού πυροβολικού τους.
Το πρωί τής Δευτέρας 6 Ιουλίου, περίπου στις επτά (envyron sept heures) ο Κάρολος Η’ ανέβηκε στο όμορφο μαύρο άλογο του, δώρο τού δούκα τής Σαβοΐας και κάλεσε τον Κομμίν. Μια διαθέτοντας κορμοστασιά και παράστημα πολεμιστή, ο Κάρολος εξέπληξε τον Κομμίν εκείνο το πρωί: έδειχνε υπέροχος και μιλούσε με θάρρος και σύνεση. Ύστερα ο Κομμίν θυμήθηκε τα λόγια τού Σαβοναρόλα ότι ο Θεός θα έπαιρνε τον βασιλιά από το χέρι και θα τον οδηγούσε στον δρόμο τής ασφάλειας και τής τιμής. Ο Κομμίν είχε συμβουλεύσει για κάποιο διάστημα τούς συμβούλους τού βασιλιά, να προσπαθήσουν να διαπραγματευτούν και όχι να πολεμήσουν για να βγουν από τη δυσκολία στην οποία βρίσκονταν, ενώ τώρα ο βασιλιάς τον είχε καλέσει, «για να μιλήσει, αν αυτοί οι άνθρωποι θέλουν να μιλήσουν». Αν η ελεύθερη διέλευση ήταν ακόμη διαπραγματεύσιμη, οι Μπρισοννέ και Ζι επρόκειτο να λάβουν μέρος στις συζητήσεις. Ο Κομμίν απάντησε στον βασιλιά: «Μεγαλειότατε, θα το κάνω ευχαρίστως, αλλά δεν έχω δει ποτέ δύο τόσο μεγάλους στρατούς, τόσο κοντά ο ένας με τον άλλο, να πάρουν τον δρόμο τους χωρίς να πολεμήσουν!»53
Αν και είχε περάσει η ώρα για συζητήσεις, οι Μπρισοννέ και Κομμίν υπαγόρευσαν επιστολές προς τούς Ενετούς επόπτες (provveditori) στο στρατόπεδο τού Γκονζάγκα, τονίζοντας τις ειρηνικές προθέσεις τού βασιλιά και καλώντας τους να προσέλθουν σε συζήτηση μεταξύ αντιπάλων. Ο γαλλικός στρατός διέσχισε τον Τάρο προς την αριστερή όχθη μέσω περάσματος που παρέμενε βατό προς το χωριό Μπερνίνι, παρά τα βράχια και τις καταρρακτώδεις βροχές. Ήταν σοφή κίνηση. Η ισχυρά οχυρωμένη θέση τού Γκονζάγκα στη Τζιαρόλα, στη δεξιά όχθη τού Tάρo (κοντά στον δρόμο προς την Πάρμα), κατέστη άνευ αντικειμένου. Αντί να περιμένουν επίθεση εναντίον των καλά προετοιμασμένων οχυρώσεών τους, οι Ιταλοί έπρεπε τώρα να αναλάβουν επιθετική δράση διαμέσου τού βραχώδους εδάφους τού ποταμού. Στην περιοχή τού Φορνόβο ο Τάρο μπορούσε να διασχιστεί πιο κάτω, απέναντι από τη Φελεγκάρα και πιο εύκολα στο Οππιάνο. Όποια περάσματα κι αν χρησιμοποιούσαν οι Ιταλοί για να διαβούν το ποτάμι και να επιτεθούν στους Γάλλους, μια αδυσώπητη βροχή αύξανε τις δυσκολίες τής επίθεσής τους κάθε ώρα που περνούσε. Επιτέθηκαν όμως σε μια δολοφονική σύγκρουση σώμα με σώμα, ιππεύοντας και βουτώντας στο νερό μέχρι τα στομάχια τους. Προς στιγμήν φαινόταν ότι η σιγουριά τού Γκονζάγκα για νίκη θα επιβεβαιωνόταν. Οι έντονη βροχόπτωση μείωνε την αποτελεσματικότητα τού γαλλικού πυροβολικού. Σε κρίσιμο σημείο τής μάχης, όταν οι επίμονες επιθέσεις θα είχαν πιθανώς καταβάλει τούς Γάλλους, το ελαφρύ ιππικό και το πεζικό τού Γκονζάγκα άφησαν στους Ιταλούς ιππότες και πάνοπλους άνδρες το έργο τής συντριβής τού εχθρού και κατευθύνθηκαν προς τον συρμό αποσκευών (ο οποίος είχαν ενθαρρυνθεί να πιστεύουν ότι περιείχε τα λάφυρα τής Νάπολης), καθώς κινούνταν αργά κατά μήκος των πλαγιών, πάνω από τούς μαχόμενους, στην αριστερή όχθη τού Tάρo.
Οι στραντιότι που ήσαν τοποθετημένοι στον κοντινό λόφο τού Μοντεμπάγκο και είχαν εντολή να καθυστερήσουν την επίθεσή τους μέχρις ότου οι γαλλικές γραμμές αρχίσουν να καταρρέουν, δεν μπορούσαν να πειθαρχήσουν στη σκέψη ότι θα έχαναν το μερίδιο από τα λάφυρα. Όρμησαν από ψηλά, από τη θέση υπεροχής τους, πάνω στον συρμό αποσκευών. Όταν φορτώθηκαν με λάφυρα, Ιταλοί, Έλληνες και Αλβανοί μαζί, το μόνο που σκέφτηκαν ήταν να γυρίσουν διασχίζοντας τον ποταμό στον καταυλισμό τής Τζιαρόλα. Με σχεδόν απίστευτη αναστροφή τής τύχης, οι Ιταλοί βρέθηκαν οι ίδιοι σε αποδιοργανωμένη υποχώρηση, τρέχοντας προς τα περάσματα πάνω από τον ποταμό ή διακινδυνεύοντας βουτώντας στα ορμητικά νερά. Οι Γάλλοι τούς κυνηγούσαν σε όλο το μήκος τής εμπόλεμης όχθης. Υπηρέτες και ιπποκόμοι, ακόλουθοι και μάγειρες, αποτελείωναν Ιταλούς πάνοπλους άνδρες, που είχαν πέσει από τα άλογα τους ανάμεσα στα βράχια και δεν μπορούσαν να πατήσουν σταθερά μέσα στο ρεύμα. Από τις χιλιάδες Ιταλούς που αποχώρησαν από τη σκηνή τής μάχης, μερικοί προχώρησαν προς την Πάρμα, άλλοι προς το Ρέτζο ντ’ Εμίλια. Οι Γάλλοι θα μπορούσαν να είχαν μετατρέψει την ιταλική ήττα σε καταστροφή, αν τούς είχαν ακολουθήσει κατά μήκος τού ποταμού.54 Ήσαν όμως κουρασμένοι και ο δρόμος προς το Άστι ήταν πια ανοιχτός. Αν και καμία πλευρά δεν είχε καταφέρει να καταστρέψει την άλλη, οι Γάλλοι είχαν κερδίσει. Όμως όταν οι Γάλλοι έσπευδαν στο Άστι με βιασύνη που έμοιαζε με φυγή, οι Ιταλοί μπορούσαν κάλλιστα να πιστεύουν ότι οι ίδιοι ήσαν οι νικητές. Ο γαλλικός θησαυρός είχε λαφυραγωγηθεί και ο Γκονζάγκα, ο οποίος δεν ήταν ακόμη τριάντα ετών, κέρδιζε μεγάλη φήμη ως γενναίος και επινοητικός στρατιώτης. Ο Μαντένια ζωγράφισε το έργο του η Παναγία τής νίκης, τώρα στο Μουσείο τού Λούβρου, για να γιορτάσει την υποτιθέμενη επιτυχία τού Γκονζάγκα στις όχθες τού Tάρο. Ο Γκονζάγκα μπορούσε να λέει ότι είχε ελευθερώσει την Ιταλία και είχε αποκαταστήσει την τιμή των συμπατριωτών του.55 Στις 24 Ιουλίου η ενετική κυβέρνηση τον προήγαγε από «κυβερνήτη» σε γενικό διοικητή όλων των δυνάμεων τής Δημοκρατίας,56 ενώ ποιητές τής ημέρας εκθείαζαν την απόδοσή του στο Φορνόβο με πατριωτικό ενθουσιασμό, ο οποίος σπανίως είχε γίνει αισθητός στην Ιταλία από την εποχή τού Πετράρχη.
Μερικές ημέρες μετά τη μάχη τού Φορνόβo ο χρονικογράφος τής Φερράρα κατέγραφε στο Χρονικό του ότι είχαν φτάσει νέα στη Φερράρα για τον τρόπο με τον οποίο οι Ενετοί γιόρταζαν την κατατρόπωση των δικών τους δυνάμεων. Σύμφωνα με τον ίδιο, ήθελαν να κάνουν τούς υπηκόους τους να πιστεύουν ότι η προσπάθεια τής Δημοκρατίας εναντίον τού βασιλιά τής Γαλλίας είχε επιτύχει, ενώ συνήθης πρακτική τους ήταν να χαιρετίζουν ζημιές και άσχημα νέα με φωτιές, καμπάνες και γιορτές.57 Ο συντάκτης τού ημερολογίου μοιραζόταν τα φιλο-γαλλικά ή μάλλον αντι-ενετικά αισθήματα τού κυρίου του, τού δούκα Έρκολε ντ’ Έστε. Το Φορνόβο είχε αναφερθεί στη Βενετία ως νίκη και ως τέτοια θεωρούνταν επίσημα.58 Ύστερα από περαιτέρω προσπάθειες τού Κομμίν να διαπραγματευτεί με τη συμμαχική ιταλική διοίκηση,59 ο γαλλικός στρατός προχώρησε μέσω Μπόργκο Σαν Ντοννίνο και Φιορεντσουόλα, πάνω από την Τρέμπια και την Πιατσέντσα και πέρα από το Καστέλ Σαν Τζιοβάννι και την Τορτόνα, μέσω τής πεδιάδας τής Λομβαρδίας, σε επταήμερη πορεία ογδόντα μιλίων προς την ασφάλεια τού Άστι, όπου έφτασε στις 15 Ιουλίου.60 Στις 6 τού μηνός όμως, την ίδια τη μέρα τής μάχης τού Φορνόβο, ο Φερράντε Β’ είχε εμφανιστεί στο λιμάνι τής Νάπολης πάνω σε πλοίο με ισπανικό στόλο, «θέλοντας να επιστρέψει στο βασίλειο» (volendo ritornar nel Regno). Την επόμενη μέρα εισήλθε στην πόλη και εγκαταστάθηκε στο Καστέλ Καπουάνο, παρά το γεγονός ότι οι Γάλλοι εξακολουθούσαν να κατέχουν τον Καστέλ Νουόβο, το Καστέλ ντελλ’ Ουόβο και μια σειρά από άλλα φρούρια στην πόλη. Ταυτόχρονα oι αραγωνέζικες σημαίες υψώθηκαν στην Κάπουα, στην Αβέρσα και αλλού. Η γαλλική κατάκτηση καταστρεφόταν ραγδαία.61
Στα μέσα Ιουλίου οι Γενουάτες, απορρίπτοντας την έκκληση των καρδιναλίων ντέλλα Ρόβερε και Καμποφρεγκόζο, κατέλαβαν τον γαλλικό στόλο, που μετέφερε ορισμένα από τα λάφυρα από τη Νάπολη. Έτσι οι διάσημες χάλκινες πόρτες τού Καστέλ Νουόβο, που λεγόταν ότι κόστιζαν 20.000 δουκάτα, ανακτήθηκαν,62 γιατί οι Γενουάτες τις επέστρεψαν αργότερα στον Φερράντε, ο οποίος τις ξανατοποθέτησε στις υποδοχές τους, όπου μπορεί κανείς να τις δει και τώρα (φέροντας όμως πια τα σημάδια που προκλήθηκαν από τούς πυροβολητές τού Γκονζάλβο ντε Κόρδοβα, κατά τη διάρκεια τής πολιορκίας τής Νάπολης το 1503).63 Στις 17 Ιουλίου (1495) ο Κάρολος Η’ αναχώρησε από το Άστι και μοίραζε τον χρόνο του για τούς επόμενους δύο μήνες ανάμεσα στο Κιέρι και το Τορίνο.
Ο Κάρολος εύρισκε όμως τώρα προφανή σύμμαχο στους Φλωρεντινούς, στους οποίους επανέφερε την Πίζα και το Λιβόρνο, με συμφωνία που επιτεύχθηκε στο Τορίνο στις 26 Αυγούστου. Τούς χορήγησε επίσης τη Σαρτσάνα, το Σαρτσανέλλο και την Πιετρασάντα, με την προϋπόθεση ότι, αν οι Γενουάτες αποδέχονταν γαλλική επικυριαρχία εντός δύο ετών, οι Φλωρεντινοί θα παρέδιδαν αυτά τα μέρη «στα χέρια τού βασιλιά, ώστε να τα δώσει στους Γενουάτες, ενώ σε επανόρθωση υπόσχεται να δώσει στους Φλωρεντινούς άλλα εδάφη, πιο κοντά στα δικά τους και να επιτύχει τη φιλία μεταξύ Γένουας και Φλωρεντίας». Αλλιώς, ύστερα από δύο χρόνια, η Φλωρεντία θα μπορούσε να κρατήσει τις πόλεις με τα κάστρα τους. Οι Φλωρεντινοί είχαν την υποχρέωση να καταβάλουν στον βασιλιά εντός εικοσιτεσσάρων ημερών 30.000 δουκάτα, που εξακολουθούσαν να οφείλονται από τη σύμβαση τού Νοεμβρίου τού 1494. Έπρεπε επίσης να χορηγήσουν στους Πιζάνους γενική αμνηστία, δάνειο προς τον βασιλιά άλλων 70.000 δουκάτων για περίοδο ενός έτους και να τον εφοδιάσουν με διακόσιους πενήντα πάνοπλους άνδρες «για τη διάσωση των Γάλλων [που] βρίσκονται στο βασίλειο τής Νάπολης» (per soccorso delle genti francesi [che] sono nel regno di Napoli).64
Στο μεταξύ ο Αλέξανδρος ΣΤ’ είχε επιστρέψει στη Ρώμη στις 27 Ιουνίου με εικοσιένα καρδιναλίους και είχε γίνει δεκτός με ενθουσιασμό από το λαό.65 Σύντομα απαγόρευσε τη συμμετοχή των Φλωρεντινών σε οποιαδήποτε συμμαχία με τον Κάρολο Η’, τον οποίο είχε ήδη απειλήσει με αφορισμό στις 5 Αυγούστου. Περιγράφοντας λεπτομερώς τα εγκλήματα που είχαν διαπράξει οι Γάλλοι στην Ιταλία, ο πάπας υπενθύμιζε στον Κάρολο τη σοβαρή ζημία που είχε υποστεί η χριστιανική υπόθεση με τον θάνατο τού Τζεμ σουλτάνου, «που χάθηκε στα χέρια σας» (qui manibus tuis periit), ενώ κατηγορούσε τούς Γάλλους για χειρότερη συμπεριφορά από εκείνη που επέδειξαν οι Γότθοι κατά την εισβολή τους. Διέταζε τον βασιλιά και τούς οπαδούς του να καταθέσουν τα όπλα τους και να προωθήσουν την ειρήνη στη χριστιανοσύνη.66 Στις 21 Αυγούστου ο Αλέξανδρος έστειλε στον δόγη τής Βενετίας εγκωμιαστικό σημείωμα: οι Ενετοί είχαν κερδίσει αθάνατη φήμη με την ηρωική τους απελευθέρωση τής Ιταλίας από τη γαλλική κατοχή.67 Την ίδια μέρα ο Κάρολος Η’ έγραψε στον πάπα από το Κιέρι ότι έδινε εντολή στον καστελλάνο τής Όστια να μην παρεμβαίνει στις αποστολές τροφίμων στη Ρώμη μέσω Τίβερη, παρεμβάσεις για τις οποίες ο πάπας είχε διαμαρτυρηθεί. Παρατηρούσε ότι η γαλλική νίκη στο Φορνόβο ήταν έργο τού Θεού,
ο οποίος γνωρίζει καλά ότι πρόθεσή μας ήταν να προχωρήσουμε εναντίον των Τούρκων για την αύξηση και την εξύψωση τής πίστης και τής Αγίας Εκκλησίας, αν δεν είχαν υπάρξει οι μηχανορραφίες και τα κακά πνεύματα που μας εμπόδισαν μέχρι αυτές ακριβώς τις ημέρες. … Έχουμε δυσαρεστηθεί με την αιματοχυσία. Εδώ δεν αναφέρεται τίποτε λιγότερο, από το ότι έχουν ανάψει φωτιές χαράς στη Ρώμη, πιστεύοντας [μερικοί άνθρωποι] ότι είμαστε νεκροί ή έχουμε συλληφθεί αιχμάλωτοι στο Μιλάνο ή τη Βενετία.
Ο βασιλιάς είχε επίσης ενημερωθεί ότι ο πάπας και μερικοί από τούς καρδιναλίους έστελναν άνδρες και χρήματα για να βοηθήσουν τον Φερράντε Β’ τής Νάπολης. Η Αγιότητά του καλά θα έκανε, να σκεφτόταν τα πλεονεκτήματα τής ουδετερότητας. Ο Κάρολος έγραφε ότι είχε την πρόθεση να διατηρήσει το βασίλειό του τής Νάπολης και έτσι να αυξήσει τη δύναμή του, ώστε να εμποδίσει εντελώς τις κακές προθέσεις των εχθρών του. Αν η αιματοχυσία βρισκόταν μπροστά, ο Κάρολος λυπόταν γι’ αυτό «με όλη του την καρδιά». Θα προτιμούσε να έστρεφε τα όπλα του εναντίον των Τούρκων.68 Τέτοιες ανακοινώσεις δεν είχαν καμία επίδραση επί τού πάπα, ο οποίος στις 8 Σεπτεμβρίου έγραψε στους Φλωρεντινούς για τούς περιορισμούς που είχε επιβάλει στον βασιλιά τής Γαλλίας, καλώντας τους να καταργήσουν το σύμφωνό τους τής 26ης Αυγούστου, ενώ τούς υπενθύμιζε την αναγκαιότητα τής χριστιανικής ένωσης «λόγω τού κινδύνου τουρκικής επίθεσης εναντίον μας» (ob Turcarum in Christianos invasionis periculum). Αν όμως οι Φλωρεντινοί επέμεναν στη συμμαχία τους με τούς Γάλλους, η Αγιότητά του προειδοποιούσε ότι θα υφίσταντο τις κυρώσεις τού αφορισμού και θα επιβαλλόταν απαγόρευση σε όλα τα εδάφη τους.69
Όσο τολμηρά κι αν διακήρυττε ο Κάρολος Η’ την πρόθεσή του να ανακαταλάβει τη Νάπολη, η παρουσία του ήταν απολύτως αναγκαία στη Γαλλία, που απειλείτο τώρα από διπλή επίθεση από τη Γερμανία και την Ισπανία. Χιλιάδες Ελβετοί μισθοφόροι στρατολογούνταν στα καντόνια με τη βοήθεια φλωρεντινών χρημάτων και άλλων κινήτρων. Στις 9 Οκτωβρίου (1495) ο ανήσυχος Λοντοβίκο Μόρο δέχτηκε συνθήκη ειρήνης με τον Κάρολο, την οποία διαπραγματεύτηκε σε μεγάλο βαθμό ο Κόμμίν, που λάτρευε τις μυστικές συνομιλίες. Ο Λοντοβίκο αναγνώριζε γαλλική επικυριαρχία επί τού μιλανέζικου φέουδου τής Γένουας και υποσχόταν να επιτρέπει ελεύθερη διέλευση περιορισμένου αριθμού γαλλικών στρατευμάτων από μιλανέζικα εδάφη, για να βοηθήσουν τον Κάρολο να διατηρήσει την κατοχή τής Νάπολης. Αν η Βενετία δεν προσχωρούσε σε αυτή τη συνθήκη, ο Λοντοβίκο θα διέθετε πεντακόσιους πάνοπλους άνδρες, για υπηρεσία μαζί με τούς Γάλλους κατά τής Γαληνοτάτης. Η Nοβάρα θα επιστρεφόταν στον Λοντοβίκο έναντι αποζημίωσης 50.000 δουκάτων προς τον Λουδοβίκο τής Ορλεάνης, που κατείχε την πόλη από τον Ιούνιο.70 Ο Κάρολος συμφωνούσε να μην υποστηρίξει τη διεκδίκηση τού Λουδοβίκου επί τού μιλανέζικου δουκάτου. Κατά τη διάρκεια τριών σχεδόν εβδομάδων διαπραγματεύσεων, οι Ενετοί ήθελαν να διατηρήσουν την ένωση και να εκδικαστεί το ναπολιτάνικο ζήτημα από τον πάπα, τον αυτοκράτορα και τον βασιλιά τής Ισπανίας. (Δεν υπήρχε περίπτωση να συμφωνήσει ο Κάρολος Η’ με αυτή την τριάδα ως δικαστές!) Οι Ενετοί ήσαν πρόθυμοι να δεχτούν γαλλική επικυριαρχία επί τής Νάπολης, την οποία ο Φερράντε Β’ μπορούσε να αναγνωρίσει με τη μορφή ετήσιας πληρωμής. (Αλλά φυσικά ο Αλέξανδρος ΣΤ’ ήταν ο επικυρίαρχος τού ναπολιτάνικου βασιλείου και επί γενιές το ετήσιο ενοίκιο (census) καταβαλλόταν στον πάπα.) Δόθηκε στους Ενετούς προθεσμία δύο μηνών για να δεχτούν τούς όρους τής συνθήκης. Αν και οι σύμμαχοι είχαν ισχυριστεί ότι η ένωση τής Βενετίας δεν απευθυνόταν ειδικά κατά τού Γάλλου βασιλιά, όλοι γνώριζαν ότι σκοπός της ήταν η αποβολή του από την Ιταλία. Η λιποταξία τού Λοντοβίκο από τούς συμμάχους του αποτελούσε καταστροφικό πλήγμα για την ένωση. Ο Ισπανός πρεσβευτής ήταν αηδιασμένος. Στη Βενετία ο Λοντοβίκο στηλιτεύτηκε ως προδότης. Προωθούσε διάφορες σοφιστείες ως επιχειρήματα υπεράσπισής του και ισχυριζόταν ότι θα πήγαινε προσωπικά στη Βενετία για να υπερασπιστεί την τιμή του.71
Ο Κάρολος Η’, αφού προσπάθησε μάταια να οργανώσει συνάντηση με τον Λοντοβίκο Μόρο, ξεκίνησε την επιστροφή του στη Λυών στις 15 Οκτωβρίου. Όμως πριν από την αναχώρησή του έστειλε τον Κομμίν πίσω στη Βενετία, για να εξασφαλίσει την απόσυρση των δυνάμεων τής Δημοκρατίας από το βασίλειο τής Νάπολης, ιδιαίτερα από τη Μονόπολη στις ακτές τής Αδριατικής, την οποία οι Ενετοί είχαν καταλάβει από τούς Γάλλους, καθώς και να εγγυηθεί ότι ο Φερράντε Β’ δεν επρόκειτο να αναγνωριστεί ως μέλος τής ένωσης. Πηγαίνοντας μέσω Μιλάνου, ο Κομμίν έφτασε στη Βενετία το βράδυ τής 4ης Νοεμβρίου, συνοδευόμενη από ακολουθία δέκα ατόμων. Η Σινιορία είχε δώσει εντολή σε διάφορους πατρίκιους να τον συναντήσουν, αλλά λίγοι πήγαν, προβάλλοντας οι άλλοι το προχωρημένο τής ώρας.72
Ο Κομμίν κατέλυσε στο σπίτι τού Ματτέο Μπαρότσι, στο λιθόστρωτο τού Αγίου Μωυσή (Salizzada S. Moise), ακριβώς δυτικά τής πλατείας Αγίου Μάρκου. Τον υποδέχθηκε η Σινιορία το πρωί στις 7 τού μηνός. Ο γέρος δόγης Αγκοστίνο Μπαρμπαρίγκο παρατήρησε, «Κύριέ μου, έχετε χάσει βάρος!» Ο Κομμίν απάντησε, «Γαληνότατε πρίγκηπα, οι δοκιμασίες τού πολέμου το έχουν κάνει, και εκτός αυτού, όταν ήμουν εδώ πριν, ήταν η φιλοξενία τής εξοχότητάς σας εκείνη που διατηρούσε την καλή εμφάνισή μου». Στη συνέχεια εξήγησε ότι ο βασιλικός του κύριος ήθελε να βρίσκεται σε ειρήνη με τούς Ενετούς. Όμως ήθελε από αυτούς να σταματήσουν να στέλνουν βοήθεια στον Φερράντε Β’, γιατί οι Γάλλοι είχαν την πρόθεση να ανακαταλάβουν το βασίλειο τής Νάπολης. Ο Κομμίν χρειάστηκε να περιμένει δύο εβδομάδες για την απάντηση, στη διάρκεια των οποίων πρόσεξε τρεις ημέρες γενικών πομπών, ελεημοσυνών και δημοσίων κηρυγμάτων, με τα οποία οι Ενετοί ζητούσαν θεϊκή βοήθεια για να καταλήξουν σε σωστές αποφάσεις. Ήταν εντυπωσιασμένος από την προφανή γενική ευσέβεια, «και αληθινά [η Βενετία] μού φαίνεται ότι είναι η πιο σεβάσμια πόλη που έχω δει ποτέ στα εκκλησιαστικά θέματα…». Οι εκκλησίες ήσαν όλες στολισμένες και εξοπλισμένες, «και από την άποψη αυτή θεωρώ [τους Ενετούς] ως ισάξιους με τούς Ρωμαίους και πιστεύω ότι το μεγαλείο τής Σινιορίας τους πηγάζει από εκεί…». Καθώς περνούσαν οι μέρες, οι Ενετοί έλπιζαν να μάθουν ότι οι δυνάμεις τής Αραγωνίας είχαν καταλάβει τα ναπολιτάνικα φρούρια, που βρίσκονταν τότε υπό πολιορκία. Στις 17 Νοεμβρίου ο Κομμίν προσκλήθηκε να ακούσει την απάντηση τής Σινιορίας, «που ήταν αρνητική σε όλα τα αιτήματά μου» (qui fut de refux de toutes mes demandes), σύμφωνα με την οποία οι Ενετοί δεν βρίσκονταν σε πόλεμο με τον βασιλιά τής Γαλλίας. Αυτό που είχαν κάνει, ήταν ότι είχαν βοηθήσει απλώς τον σύμμαχό τους, τον δούκα τού Μιλάνου, τον οποίο ο βασιλιάς ήθελε να καταστρέψει. Ιδιωτικά ο δόγης ανανέωσε προς τον Κομμίν τις παλαιές προσφορές, ότι με την άδεια τού πάπα ο Φερράντε θα απέτιε τιμή στον Κάρολο Η’ για το νότιο βασίλειο και θα τού πλήρωνε ετήσιο ενοίκιο (census) 50.000 δουκάτων, ποσό που θα προκατέβαλλαν οι ίδιοι οι Ενετοί. Ως εγγύηση για ένα τέτοιο δάνειο προς τον Φερράντε, θα διατηρούσαν τα λιμάνια που κατείχαν τότε στην Απουλία, όπως τη Μονόπολη, το Μπρίντιζι, το Οτράντο, το Τράνι και μερικά άλλα.
Σύμφωνα με τον Κομμίν, ο δόγης τον διαβεβαίωσε ότι ο Δον Φερράντε θα χορηγούσε στον Κάρολο κάποιο τόπο στην Απουλία (προφανώς τον Τάραντα, που εξακολουθούσαν να κατέχουν οι Γάλλοι), ως αφετηρία του για την εκστρατεία κατά των Τούρκων, «για το οποίο ο βασιλιάς είχε μιλήσει πολύ όταν μπήκε στην Ιταλία, λέγοντας ότι έτσι θα έκανε αυτό το εγχείρημα…» (dont le Roy avoit fort parlé quant il entra en Ytalie, disant que à ceste fin faisoit ceste entreprinse...). Ο Κομμίν περιγράφει τις υποτιθέμενες προτάσεις τού δόγη ως τραγική επίδειξη υποκρισίας, «γιατί ήταν ψέμα και κανείς δεν μπορεί να κρύψει τις σκέψεις του από το Θεό». Ο δόγης δεν είχε τελειώσει. Διαβεβαίωσε τον Κομμίν ότι αν ο Γάλλος βασιλιάς συνέχιζε τη σταυροφορία, όλη η Ιταλία θα συνεισέφερε στην προσπάθειά του, ο βασιλιάς των Ρωμαίων θα αγωνιζόταν στο πλευρό του και η Βενετία θα διέθετε η ίδια εκατό γαλέρες και πέντε χιλιάδες ιππείς.73 Δημοσίως ο δόγης δήλωσε ότι, έχοντας λάβει τα μέλη τής ένωσης γνώση τού σκοπού τής αποστολής τού Κομμίν, η ενετική κυβέρνηση έπρεπε να περιμένει τις συμβουλές των διαφόρων συμμάχων. Αμέσως μετά τη διάσκεψή του με τον δόγη ο Κομμίν έφυγε από τη Βενετία για να πάει μέσω Μιλάνου και πάνω από τις Άλπεις στο Σαμπερύ και από εκεί στη Λυών, όπου έφτασε στις 12 Δεκεμβρίου για να υποβάλει την αναφορά του στον βασιλιά.74 Η εκστρατεία τού Καρόλου Η’ είχε τελειώσει και ήταν αξέχαστο κεφάλαιο στη γαλλική και την ιταλική ιστορία. Παρά το γεγονός ότι ο Κάρολος ονειρευόταν και μιλούσε συνεχώς για την πρόθεσή του να ξαναπάρει το βασίλειο τής Νάπολης από τον Φερράντε, ποτέ δεν επέστρεψε στην Ιταλία. Οι Αραγώνες ανακατέλαβαν το Καστέλ Νουόβο στις 8 Δεκεμβρίου 1495 και το Καστέλ ντελλ’ Ουόβο στις 17 Φεβρουαρίου τού επομένου έτους. Ο Φερράντε πέθανε στις 6 Οκτωβρίου (1496) και ο θείος τού Φεντερίγο, ο πρίγκηπας τής Αλταμούρα, τον διαδέχθηκε ως βασιλιάς τής Νάπολης.75 Καθώς σέρνονταν οι μήνες, οι Γάλλοι αναγκάστηκαν να παραδώσουν το ένα μέρος μετά το άλλο, αλλά μόλις στις 18-20 Ιανουαρίου 1497 παρέδωσαν τον Τάραντα στους αξιωματικούς τού νέου βασιλιά, ο οποίος, όμως, από την ημέρα τής στέψης του, παρενοχλούνταν από την αποστροφή ορισμένων μεγιστάνων του.
Σαν να μην αποτελούσαν οι δυσκολίες τής γαλλικής εισβολής αρκετή παρενόχληση για τον Αλέξανδρο ΣΤ’, οι φυσικές δυνάμεις πρόσθεσαν τον τρομερό κατακλυσμό τής Ρώμης στις 4-6 Δεκεμβρίου 1495. Ο Τίβερης ξεχείλισε από τις όχθες του και έφτασε στην καταστροφική στάθμη που εξακολουθεί να σημειώνεται από επιγραφή στην πρόσοψη τής Σάντα Μαρία σόπρα Μινέρβα, καθώς και από δείκτες που εξακολουθούν να εκτίθενται στο Καστέλ Σαντ’ Άντζελο.76 Τουλάχιστον δεν υπήρχαν ανησυχητικές ειδήσεις από την Ανατολή και δεν υπήρχε λόγος ανησυχίας για τούς Τούρκους, τούς οποίους ο πάπας είχε καταλήξει να θεωρεί σχεδόν ως συμμάχους κατά τη διάρκεια τής γαλλικής εισβολής. Όταν ο Ενετός γραμματέας Αλβίζε Σαγκουντίνο επέστρεψε από την Ισταμπούλ, έφερε την καθησυχαστική πληροφορία ότι παρόλο που ο σουλτάνος Βαγιαζήτ Β’ είχε εισόδημα 2.400.000 δουκάτων, ξόδευε όλα τα χρήματά του, διατηρώντας χωριστές αυλές για τούς έξι ή επτά γιους του και τούς οκτώ γαμπρούς του. Ανέφερε ότι ο Πορθητής είχε αφήσει στον Βαγιαζήτ τεράστιο θησαυρό, αλλά ότι ήταν ειρηνικός άνθρωπος, τον οποίο οι πασάδες του έπρεπε να παροτρύνουν για να κάνει πόλεμο.77 Αν και είναι εύκολο να βρει κανείς στα κείμενα τής εποχής τη συνήθη αναφορά στην τουρκική απειλή, λίγος φόβος υπήρχε στη Δύση για την ημισέληνο εκείνη την περίοδο, «επειδή ο Τούρκος που βασιλεύει έχει μικρή αξία» (car le Turc qui regne est de petite valeur).78
Ήταν ακριβώς τόσο καλά. Ο Αλέξανδρος ΣΤ’ ήταν πάρα πολύ απασχολημένος με την αποκατάσταση τη δική του θέσης, για να ανησυχεί με τούς Τούρκους. Σύμφωνα με τον Σανούντο, ξόδεψε 80.000 φλουριά για τις οχυρώσεις τού Καστέλ Σαντ’ Άντζελο. Τού έλειπαν χρήματα και δεν είχε έσοδα από τη Γαλλία, αλλά παρέμενε σταθερός στη συμμαχία του με την ένωση τής Βενετίας,79 γιατί ο μεγάλος φόβος ήταν πάντοτε ότι ο Κάρολος Η’ επρόκειτο να επιστρέψει.80 Ξεκινώντας με το έτος 1496 τα ασυνήθιστα Ημερολόγια τού Μαρίνο Σανούντο μάς πληροφορούν με σχεδόν απίστευτες λεπτομέρειες για τις υποθέσεις ολόκληρης τής Ιταλίας και μάλιστα για τις περισσότερες χώρες τής Ευρώπης. Μαθαίνουμε για την αποστολή Τούρκων απεσταλμένων στη Νάπολη, στο Μιλάνο και στη Βενετία, καθώς και για τις δραστηριότητες των Τούρκων πειρατών από το Αρχιπέλαγος μέχρι τη δυτική Μεσόγειο. Από τη διπλωματική αλληλογραφία που συνέλεξε ο ακούραστος Σανούντο μαθαίνουμε για τις προετοιμασίες τού Καρόλου Η’ (ή για την έλλειψη προετοιμασιών) για την επιστροφή του στην Ιταλία, για την πρόσληψη στραντιότι από τούς Ενετούς σε διάφορους σταθμούς στον Μοριά, για τη μάταιη εκστρατεία τού Mαξιμιλιανού Α’ στη βόρεια Ιταλία, για την επιθυμία των πολιτών τού γαλλοκρατούμενου Τάραντα να παραδοθούν στη Βενετία ή στους Τούρκους,81, για την επιστροφή στην πατρίδα των δύο Ενετών πολιτών τής οικογένειας Ζόρζι, που είχαν υποδουλωθεί ως αγόρια, όταν οι Τούρκοι πήραν το Νεγκροπόντε εικοσιέξι χρόνια πριν (το 1470),82 καθώς και, όπως σχεδόν πάντα, για τις τουρκικές επιδρομές και τις χριστιανικές αντεπιθέσεις στο ουγγρικό μέτωπο.83
Ο ανεπιτυχής πόλεμος τού Αλέξανδρου ΣΤ’ εναντίον των παλαιών εχθρών του, των Ορσίνι, με τον οποίο κατάφερε μόνο να εξασφαλίσει τον έλεγχό του επί των οχυρωμένων πόλεων τής Ανγκουϊλάρα και τού Τσερβετέρι, δεν πρόσθεσε στο παπικό γόητρο.84 Είχε προσπαθήσει να δημεύσει μερικές από τις κύριες κτήσεις τους, προκειμένου να τις δώσει στον αγαπημένο του γιο, τον Χουάν Boργία, δούκα τής Γκάντια. Όμως στις 9 Μαρτίου (1497) ο Ισπανός κυβερνήτης Δον Γκονζάλβο Φερνάντο ντε Κόρδοβα κατάφερε να αναγκάσει τούς Γάλλους να παραδώσουν το φρούριο στην Όστια τού καρδινάλιου Τζουλιάνο ντέλλα Ρόβερε, πράγμα που έκανε την αποστολή τροφίμων στη Ρώμη μέσω Τίβερη λιγότερο δαπανηρή και λιγότερο επικίνδυνη.85 Ο πάπας είχε στερήσει από τον Τζουλιάνο τα επιδόματά του, «ως ανηψιό τής Αποστολικής Έδρας» (come nemicho di la sedia apostolicha), λέει ο Σανούντο, χωρίς τη συγκατάθεση και παρά την αντίθεση τού Κολλεγίου των καρδιναλίων. Ο αδελφός τού Τζιοβάννι ντέλλα Ρόβερε, από τον οποίο ο πάπας προσπαθούσε ακόμη να πάρει τα 40.000 δουκάτα, που είχαν ληφθεί από τον Τούρκο απεσταλμένο,86 στερήθηκε τον τίτλο τού νομάρχη Ρώμης.87
Καθώς άρχιζε να πέφτει η νύχτα την Τετάρτη 14 Ιουνίου (1497), ο γιος τού πάπα Χουάν Βοργίας, ο δεύτερος δούκας τής Γκάντια και γενικός διοικητής των στρατιωτικών δυνάμεων τής Αγίας Έδρας, ο οποίος στις 7 τού μηνός είχε προσθέσει στους τίτλους και τις κτήσεις του το νεοσυσταθέν δουκάτο τού Μπενεβέντο και τις πόλεις τής Τερρατσίνα και τού Ποντεκόρβο,88 έφυγε από δείπνο για την οικογένεια και τούς φίλους, που παράθεσε η μητέρα του Βαννότσα ντε Κατανέι στον αμπελώνα της, κοντά στην εκκλησία τού Αλυσοδεμένου (in Vincoli) Αγίου Πέτρου.89 Το δείπνο είχε μάλλον δοθεί προς τιμήν τού αδελφού του Τσέζαρε, ο οποίος έφευγε σύντομα για τη Νάπολη. Αποχαιρετώντας ξαφνικά τον Τσέζαρε όταν είχαν φτάσει στο πρώην ανάκτορο τού πατέρα τους [το σημερινό Παλάτσο Σφόρτσα-Τσεζαρίνι στην Κόρσο Βιττόριο Εμμανουέλε], ο Χουάν αναχώρησε με μασκοφόρο άνδρα (facie velata), ο οποίος τον ζητούσε σχεδόν καθημερινά στο αποστολικό παλάτι κατά τον τελευταίο μήνα. Ο Τσέζαρε παρακολουθούσε τον Χουάν να εξαφανίζεται μέσα στο σούρουπο που έπεφτε. Προφανώς είχε κάποιο είδος ραντεβού (alibi solatii causa), πιθανώς παράνομη ερωτική σχέση. Αυτή ήταν η τελευταία φορά που είδαν ζωντανό τον Χουάν η οικογένεια ή οι φίλοι του. Η μη επιστροφή του κατά τη διάρκεια τής επόμενης ημέρας, τής Πέμπτης 15 τού μηνός, προκάλεσε ταραχή σε όλο το παλάτι τού Βατικανού. Ο Μπούρχαρτ λέει ότι ο πάπας «θρηνούσε συνεχώς, με τα σπλάχνα του να ταράζονται» (omnino contristatus ac totis visceribus commotus), συγκλονισμένος από ανησυχία και άρρωστος στην καρδιά.
Έρευνα αποκάλυψε ότι κάποιος Τζόρτζο Σκιαβόνε ή Γεώργιος Σκλάβος, έμπορος ξυλείας με αυλή επί τού Τίβερη κοντά στην εκκλησία και το Οσπιτάλιο τού Σαν Τζιρολάμο ντέλι Σκιάβονι, κοντά στον δρόμο που οδηγούσε από το γεφύρι τού Σαντ’ Άντζελο κατευθείαν στην εκκλησία τής Σάντα Μαρία ντελ Πόπολο,90 είχε δει έναν άνδρα πάνω σε λευκό άλογο και τέσσερις υπηρέτες που τού απευθύνονταν ως κύριο (signore) να ρίχνουν ένα σώμα στον ποταμό περίπου στις δύο τη νύχτα (circa horam quintam) την Πέμπτη. Ο Τζόρτζο παρακολουθούσε πάνω από μικρό σκάφος δεμένο στην όχθη τού ποταμού, φρουρώντας για να μη τού κλέψει κανείς μια πρόσφατη παραλαβή ξυλείας. Ανέφερε ότι αφού πρώτα εμφανίστηκαν δύο πεζοί από δρομάκι και κοίταξαν πάνω-κάτω τις όχθες χωρίς να δουν κανένα, έφυγαν και εμφανίστηκαν οι άλλοι δύο, που επιθεώρησαν το ζοφερό τοπίο με τον ίδιο τρόπο. Κανένας δεν φαινόταν ακόμη στον ορίζοντα. Στη συνέχεια εμφανίστηκε ο ιππέας με ένα σώμα να κρέμεται ελεύθερα από το πίσω μέρος τού αλόγου του, το οποίο σταθεροποίησαν οι δύο πρώτοι πεζοί, που βάδισαν στις δύο πλευρές τής φρικτής υπευθυνότητάς τους. Στην άκρη τού ποταμού ο ιππέας έστρεψε το άλογό του, με την ουρά προς το νερό. Οι δύο πεζοί πέταξαν το πτώμα όσο πιο μακριά μπορούσαν. Ο ιππέας ρώτησε αν το σώμα είχε βυθιστεί και τού απάντησαν: «Ναι κύριε!» (Signor si!). Στη συνέχεια ρώτησε τι ήταν αυτό το μαύρο πράγμα που επέπλεε εκεί κάτω. Απάντησαν ότι ήταν ο μανδύας τού νεκρού και ένας από αυτούς τον βύθισε ρίχνοντας πέτρες πάνω του. Τώρα οι τρεις τους ενώθηκαν με τούς άλλους δύο πεζούς που έλεγχαν το δρόμο. Όταν έγινε η δουλειά τους, εξαφανίστηκαν όλοι μέσα στη νύχτα.
Όταν οι παπικές αρχές ρώτησαν τον Τζόρτζο Σκιαβόνε γιατί δεν είχε αναφέρει ένα τόσο ειδεχθές έγκλημα στον κυβερνήτη τής πόλης, είπε ότι στην ζωή του είχε δει εκατό κορμιά να ρίχνονται στον Τίβερη στο ίδιο σημείο. Κανένας δεν ενδιαφέρθηκε ποτέ για αυτά. Δεν έδωσε λοιπόν ιδιαίτερη σημασία ούτε σε αυτό. Το επόμενο βήμα ήταν η ανάκτηση τού σώματος. Έδωσαν στον Μπούρχαρτ να καταλάβει ότι περίπου τριακόσιοι αλιείς και δύτες είχαν συγκεντρωθεί για τον σκοπό αυτόν, με τα δίχτυα και τούς γάντζους τους. Πριν από την ώρα τού εσπερινού, την Παρασκευή στις 16 τού μηνός, ο Χουάν Βοργίας, ο δέκατος έκτος δούκας τής Γκάντια, αλιεύθηκε από τον Τίβερη, με τον λαιμό του κομμένο και με οκτώ ακόμη πληγές στο σώμα του. Προφανώς το κίνητρο τής δολοφονίας του δεν ήταν η ληστεία. Ήταν πλήρως και ακριβά ντυμένος. Τα γάντια του ήσαν ακόμη κρυμμένα κάτω από τη ζώνη του. Το πορτοφόλι του είχε τριάντα δουκάτα. Το σώμα του μεταφέρθηκε στο Καστέλ Σαντ’ Άντζελο, όπου υπό το άγρυπνο βλέμμα τού συναδέλφου τού Μπούρχαρτ, τού Μπερναρντίνο Γκουττέρι, πλύθηκε, ντύθηκε με στρατιωτικά ρούχα και ετοιμάστηκε για τον ενταφιασμό. Εκείνο το βράδυ τής Παρασκευής, γύρω στις εννέα, το σώμα τού Χουάν Βοργία μεταφέρθηκε από το Σαντ’ Άντζελο στην εκκλησία τής Σάντα Μαρία ντελ Πόπολο, πίσω από εκατόν είκοσι πυρσούς και όλους τούς ιεράρχες τού παλατιού, «με μεγάλο κλάμα και θρήνο» (cum magno fletu et ululatu). Φαινόταν περισσότερο σαν να κοιμάται και όχι σαν νεκρός, όταν τον έβαλαν μέσα στην εκκλησία, «όπου παραμένει μέχρι και σήμερα».91 «Όταν ο πάπας συνειδητοποίησε», λέει ο Μπούρχαρτ, «ότι ο δούκας είχε σκοτωθεί και ριχτεί σαν κοπριά στο ποτάμι, συγκινήθηκε πολύ και με θλίψη και πίκρα καρδιάς κλείστηκε στο δωμάτιό του και θρηνούσε τρομερά. … Δεν έφαγε ούτε ήπιε από το βράδυ τής Τετάρτης 14 τού μηνός μέχρι το επόμενο Σάββατο, ενώ από την Πέμπτη το πρωί μέχρι την επόμενη Κυριακή δεν κοιμήθηκε ούτε μία ώρα…».92 Ο Aσκάνιο Σφόρτσα έγραφε στον αδελφό του Λοντοβίκο Μόρο στις 19 Ιουνίου ότι ο πάπας είχε μόλις πει σε εκκλησιαστικό συμβούλιο, ότι μπορούσε να θεωρεί τη δολοφονία τού γιου του μόνο ως θεία τιμωρία για τις δικές του αμαρτίες και ότι τώρα οι σκέψεις του στρέφονταν προς τη βελτίωση τού δικού του τρόπου ζωής και τη μεταρρύθμιση τής εκκλησίας, για τον οποίο τελευταίο σκοπό διόρισε αμέσως επιτροπή έξι καρδιναλίων.93
Δεν ανακαλύφθηκαν ποτέ, ούτε ο δολοφόνος τού δούκα τής Γκάντια, ούτε ο λόγος τής βίας του. Βέβαια, όπως έγραφε ο Φλωρεντινός πρεσβευτής Αλεσσάντρο Μπράτσι στο Συμβούλιο των Δέκα (Dieci di Balia) τη μέρα μετά την ανακάλυψη τού σώματος, όποιος ήταν υπεύθυνος «χειρίστηκε την υπόθεση σίγουρα καλά, είχε την ευστροφία γι’ αυτήν και πολύ θάρρος, ενώ σε κάθε περίπτωση αναγνωρίζεται ότι επέδειξε αριστουργηματική εκτέλεση…».94 Οι φιλόπονες φήμες περιόριζαν την ενοχή του σε έναν αριθμό ανθρώπων: στους Ορσίνι και στους Σανσεβερίνο, στον καρδινάλιο Ασκάνιο Σφόρτσα και στον δούκα Γκουϊντομπάλντο τού Ουρμπίνο, στον Τζιοβάννι Σφόρτσα, άρχοντα τού Πέζαρο, τού οποίου τον γάμο με την Λουκρητία Βοργία ο πάπας ήταν αποφασισμένος να ακυρώσει, ακόμη και στον Γιοφφρέδο Βοργία, πρίγκηπα τού Σκιλάτσε και αδελφό τού νεκρού, την κατηγορία εναντίον τού οποίου ο ίδιος ο πάπας απέρριψε συνοπτικά στο εκκλησιαστικό συμβούλιο τής 19ης Ιουνίου.95 Μπορούμε να συμφωνήσουμε με τον Ενρίκο Τσελάνι, ότι προφανώς δεν θα μάθουμε ποτέ με βεβαιότητα ποιος ήταν ο πραγματικός ένοχος. Κάποιο ακόμη έγγραφο μπορεί να βρεθεί στο ένα αρχείο ή το άλλο, «αλλά ποτέ δεν θα είναι τέτοιο, ώστε να προσδιοριστεί με ακρίβεια ο πραγματικός δολοφόνος» (ma esso non sarà mai tale da precisare il vero assassino).96 Αυτοί που επέφεραν τα εννέα πλήγματα που σκότωσαν τον δούκα τής Γκάντια δεν ήσαν πιθανώς οι πραγματικοί δολοφόνοι. Οι Oρσίνι μπορεί να ήσαν υπεύθυνοι για την πράξη, αλλά στις εβδομάδες που θα έρχονταν (σύμφωνα με τον Ενετό απεσταλμένο Νικολό Μιτσιέλ) η κοινή γνώμη στη Ρώμη την απέδιδε στον Ασκάνιο Σφόρτσα, ο οποίος απομακρύνθηκε από την πόλη πηγαίνοντας στο Φρασκάτι, στη Γκροτταφερράτα και στo Tζενατσάνο, όπου εύρισκε την ατμόσφαιρα πιο υγιεινή (και όχι μόνο λόγω τής επίμονης πανούκλας στη Ρώμη).97 Όμως η πληροφορία που έφτανε στη Βενετία τον Δεκέμβριο (1497), ήταν ότι ο πάπας ήταν αποφασισμένος για την καταστροφή των Ορσίνι, «και αυτό επειδή οι Ορσίνι είχαν σίγουρα σκοτώσει τον γιο του, τον δούκα τής Γκάντια» (e questo perchè li Orsini certo havia fato amazar suo fiol ducha di Gandia).98 Αργότερα, όταν ο Τσέζαρε Βοργίας κέρδιζε την σχεδόν καθολική αποδοκιμασία τής Ιταλίας, πίστευαν ευρέως ότι είχε αρχίσει την κοσμική σταδιοδρομία του με αδελφοκτονία.99 Μερικούς μήνες μετά τον θάνατο τού δούκα τής Γκάντια, ο καρδινάλιος Ζαν ντε Μπιλέρ, ηγούμενος τού Σαιν Ντενί και Γάλλος πρέσβης στη Ρώμη, ανέθετε στον Μιχαήλ Άγγελο την κατασκευή των ασυνήθιστων ζωγραφικών έργων, που βρίσκονται τώρα στον Άγιο Πέτρο, στο πρώτο παρεκκλήσι δεξιά από την είσοδο τής εκκλησίας. Σχεδόν από τη στιγμή που εκτέθηκε για πρώτη φορά το έργο τού Μιχαήλ Άγγελου, υπήρχαν εκείνοι που έβλεπαν τα χαρακτηριστικά τού Γκάντια και τη γενειάδα του σε εκείνα τού νεκρού Χριστού και (ακόμη περισσότερο) τα χαρακτηριστικά τής μητέρας του Βαννότσα σε εκείνα τής Παναγίας.100
Η επιτροπή μεταρρύθμισης τού πάπα από έξι καρδιναλίους, δύο ελεγκτές τού παπικού δικαστηρίου (Rota) και τούς διάφορους βοηθούς τους πραγματοποιούσε τακτικές πρωινές συνεδριάσεις στο Βατικανό. Μια βούλλα μεταρρύθμισης συντάχθηκε στα μέσα καλοκαιριού τού 1497, που ρύθμιζε τις παπικές εκλογές, καταδίκαζε τη σιμωνία και το νεποτισμό, ενώ απαγόρευε την αποξένωση εκκλησιαστικών εδαφών υπό το πρόσχημα τής παπικής εκπροσώπησης (vicariate). Σύμφωνα με τη βούλλα, κανένας καρδινάλιος δεν έπρεπε να κατέχει περισσότερες από μία επισκοπή ή να εισπράττει από όλα τα επιδόματά του ετήσιο εισόδημα μεγαλύτερο από 6.000 δουκάτα. Τα μέλη τού Ιερού Κολλεγίου έπρεπε επίσης να περιορίσουν τα νοικοκυριά τους σε ογδόντα συνοδούς, τούς στάβλους τους σε τριάντα άλογα και τα έξοδα κηδείας τους σε 1.500 φλουριά. Δεν έπρεπε να περιπλανώνται στην πόλη τη νύχτα χωρίς φανάρια ή να παρευρίσκονται σε κονταρομαχίες, καρναβάλια, κωμωδίες, ή άλλες επιπόλαιες διασκεδάσεις. Οι καταχρήσεις έπρεπε να εξαλείφονται από το παπικό γραφείο, το σωφρονιστικό και διάφορα άλλα γραφεία τής παπικής κούρτης.101 Παρά την ειλικρίνεια των περισσοτέρων μελών τής επιτροπής μεταρρύθμισης, σύντομα έγινε σαφές ότι αν η παπική κούρτη μπορούσε να διορθωθεί, ο πάπας ήταν αδιόρθωτος και οι φιλοδοξίες που είχε για τον ανίκανο δούκα τής Γκάντια φαινόταν πιθανό να μεταφερθούν στους πολύ πιο ισχυρούς ώμους τού καρδινάλιου Τσέζαρε Βοργία.
Στις 22 Ιουλίου (1497) ο Τσέζαρε έφυγε από τη Ρώμη με συνοδεία τριακοσίων ιππέων, στην πιο σημαντική —και τελευταία σημαντική— υπηρεσία που επρόκειτο να εκτελέσει ως μέλος τού Ιερού Κολλεγίου. Πήγαινε ως λεγάτος εκ μέρους τού πάπα (legatus de latere) στη Νάπολη, «στο οποίο βασίλειο», όπως ανέφεραν οι ενετικές μυστικές υπηρεσίες, «οι συνθήκες ήσαν πιο ταραγμένες από ποτέ». Ο Αλέξανδρος ΣΤ’ τον είχε επιλέξει για να στέψει τον Φεντερίγο ως βασιλιά τής Νάπολης. Η τελετή επρόκειτο να πραγματοποιηθεί στην Κάπουα. Όταν ο Τσέζαρε έφτασε εκεί, η έφιππη δύναμή του λεγόταν ότι αριθμούσε επτακόσιους άνδρες, «οι οποίοι θα προκαλέσουν μεγάλη δαπάνη στον βασιλιά, που είναι πολύ φτωχός». Ο Φεντερίγο είχε καλέσει όλους τούς βαρώνους του στην Κάπουα, για να παραστούν στη στέψη. Μερικές από τις πιο ισχυρές προσωπικότητες τού βασιλείου δεν εμφανίστηκαν. Στα μέσα Αυγούστου ο Φεντερίγο πήρε από τα χέρια τού Τσέζαρε το στέμμα, το σκήπτρο και τη σφαίρα, ενώ στη συνέχεια διένειμε μερικούς τίτλους και έχρισε ιππότες. Ο Ενετός απεσταλμένος επισήμαινε ότι υπήρχαν λίγα κοσμήματα στο στέμμα.102 Ο τελευταίος και ίσως ο πιο ακέραιος από τούς Αραγώνες βασιλείς τής Νάπολης ξεκινούσε τη σύντομη βασιλεία του.103
Μετά τη στέψη ο βασιλιάς και ο καρδινάλιος-λεγάτος επέστρεψαν στη Νάπολη, μαζί με τα επικεφαλής μέλη τής αυλής και το διπλωματικό σώμα. Η έντονη πλεονεξία των αιτημάτων των Boργία ήταν τέτοια, που ο Φλωρεντινός απεσταλμένος Αλεσσάντρο Μπράτσι είχε γράψει στις 19 Ιουλίου (1497): «Δεν θα ήταν έκπληξη, αν ο φτωχός βασιλιάς προσέφευγε στον Τούρκο στην απελπισία του, προκειμένου να γλιτώσει από αυτές τις ενοχλήσεις».104 Ο Τσέζαρε ξαναγύρισε στη Ρώμη τη νύχτα τής 5ης Σεπτεμβρίου και διέμεινε στο μοναστήρι τής Σάντα Μαρία Νόβα, τής εκκλησίας τού οποίου ήταν κατ’ όνομα εφημέριος, όπου οι καρδινάλιοι έσπευσαν έφιπποι να τον συναντήσουν το επόμενο πρωί. Παρά το γεγονός ότι στο δημόσιο εκκλησιαστικό συμβούλιο που ακολούθησε, ο πάπας τροποποίησε ελαφρώς τη συνήθη διαδικασία, για να κάνει ιδιαίτερη τιμή στον Τσέζαρε (όπως υποθέτει ο Μπούρχαρτ), ούτε ο πατέρας ούτε ο γιος δεν είπαν λέξη μεταξύ τους.105 Είναι αδύνατο να γνωρίζουμε ποιες υπήρξαν οι μεταξύ τους ιδιωτικές επικοινωνίες όταν ο Τσέζαρε βρισκόταν στη Νάπολη, αλλά από τα μέσα Σεπτεμβρίου ήταν κατανοητό στη Βενετία ότι ο πάπας ήθελε να εγκαταλείψει ο Τσέζαρε το κόκκινο καπέλο τού καρδινάλιου και τα εκκλησιαστικά του επιδόματα. Ο πατέρας του σχεδίαζε να ιδρύσει ένα κράτος γι’ αυτόν στην Ιταλία, όπως λεγόταν, και να τον κάνει σημαιοφόρο (γκονφαλονιέρ) τής εκκλησίας. Σύμφωνα με τις φήμες ήθελε να παντρέψει τον Τσέζαρε με τη χήρα τού Φερράντε Β’, μια ανηψιά τού βασιλιά τής Ισπανίας, και ότι ζητούσε από τον βασιλιά Φεντερίγο να τού δώσει το πριγκηπάτο τού Τάραντα ως προίκα.106 Μερικές ημέρες αργότερα ο Σανούντο πρόσθεσε και άλλη πληροφορία στα Ημερολόγιά του, σύμφωνα με την οποία ο Τσέζαρε, ο οποίος είχε περίπου 35.000 δουκάτα ετήσιο εισόδημα από τα επιδόματά του και ήταν ο δεύτερος πλουσιότερος καρδινάλιος στο Ιερό Κολλέγιο, ήθελε να παραιτηθεί από τη θέση του και να ξεκινήσει στρατιωτική σταδιοδρομία (ή per esser cupido di exercitarsi in cosse bellice). Ο πατέρας του θα τού επέτρεπε κατ’ εξαίρεση να παντρευτεί. Επιπλέον ο σκανδαλισμένος Σανούντο συνεχίζει σημειώνοντας ότι ο Αλέξανδρος ΣΤ’ σχεδίαζε επίσης να διαλύσει τον γάμο τού νεώτερου γιου του Γιοφφρέδο με τη Σάνθια τής Αραγωνίας, πριγκίπισσα τού Σκιλάτσε, με το αιτιολογικό ότι δεν είχε ακόμη ολοκληρωθεί, προκειμένου να την παντρέψει με τον Τσέζαρε, ο οποίος έτσι κι αλλιώς την είχε κάνει ερωμένη του. Αν και ο Σανούντο δεν δείχνει να πιστεύει όλο αυτό το κουτσομπολιό, λέει ότι διαδιδόταν ιδιαίτερα στη Ρώμη. Θεωρούνταν ότι ο βασιλιάς Φεντερίγο ήταν διατεθειμένος να κάνει τον Τσέζαρε πρίγκηπα τού Τάραντα. Ο πάπας επρόκειτο να τον κάνει στρατιωτικό διοικητή τής εκκλησίας. Ο Δον Γιοφφρέδο, ο οποίος με αυτόν τον τρόπο θεωρείτο ότι θα έχανε τη σύζυγό του, θα γινόταν καρδινάλιος και θα έπαιρνε τα επιδόματα και το εισόδημα τού Τσέζαρε. Σε κάθε περίπτωση ο γάμος τής Λουκρητίας με τον Τζιοβάννι Σφόρτσα τού Πέζαρο είχε καταργηθεί. Ήταν σίγουρα γεγονός κατά τη γνώμη τού Σανούντο, «ότι αυτός ο πάπας έκανε πράγματα υπερβολικά και αφόρητα!» (che questo papa fa cosse excessive et intollerabile!)107 Στα συγκεκριμένα ζητήματα τουλάχιστον δεν μπορούσε να υπάρχει καμία αμφιβολία.
Ο Σανούντο είχε πάρει τις πληροφορίες του για τον Αλέξανδρο ΣΤ’ και τον Τσέζαρε Βοργία από τον Ενετό απεσταλμένο στην Αγία Έδρα, τον Νικολό Μιτσιέλ, ο οποίος τις είχε πάρει από τον καρδινάλιο Κόστα τής Λισαβώνας.108 Ο Μπούρχαρτ είχε σημειώσει την ψυχρότητα που είχε προκύψει μεταξύ Κόστα και Τσέζαρε ύστερα από την επιστροφή τού τελευταίου από τη Νάπολη. Αν και ο Κόστα είχε ξεκινήσει με το συνήθη τρόπο (more solito) για το μοναστήρι τής Σάντα Μαρία Νόβα, έφτασε μάλλον αργά, δεν μπήκε στο μοναστήρι, δεν κατέβηκε από το μουλάρι του όταν εμφανίστηκε ο Τσέζαρε και δεν τού μίλησε καθόλου.109 Ο Ζόρζε Κόστα, ένα από τα πιο ακέραια μέλη τού Ιερού Κολλέγιου, δεν ήταν αμερόληπτος σε ό,τι αφορούσε τον Τσέζαρε Βοργία. Αλλά η παραίτηση από το Κολλέγιο ήταν ιδέα τού Τσέζαρε, όχι τού πατέρα του. Όταν στις αρχές Δεκεμβρίου (1497) πέθανε στη Ρώμη ο καρδινάλιος τής Πάρμα Τζιαντζάκομο Σκλαφενάτι, ο Αλέξανδρος ΣΤ’ έδωσε όλα τα επιδόματά του στον Τσέζαρε. Ο Σανούντο καταγράφει την αξία τους ως 12.000 δουκάτα τον χρόνο, «ένα ωραίο δώρο επιδομάτων…» (uno bel presente de beneficii…)110 Δεν είναι σαφές αν ο πάπας προσπαθούσε να αποτρέψει τον Τσέζαρε από την επιστροφή στην κοσμική ζωή σωρεύοντας πάνω του εκκλησιαστικά πλούτη ή διατηρούσε έτσι τα επιδόματα τού Σκλαφενάτι σε εκκρεμότητα για μεταγενέστερη διάθεση. Ο Πάστορ επικαλείται έγγραφο τής 24ης Δεκεμβρίου από τον καρδινάλιο Aσκάνιο Σφόρτσα προς τον Λοντοβίκο Μόρο, στο οποίο λεγόταν ότι ο Τσέζαρε αύξανε καθημερινά τις προσπάθειές του για να φύγει από το Κολλέγιο, ενώ ο πάπας ανησυχούσε ότι αν πραγματικά επρόκειτο να υπάρξει παραίτηση τού Τσέζαρε, αυτή έπρεπε να γίνει υπό την κάλυψη τού καλύτερου δυνατού προσχήματος και με το ελάχιστο σκάνδαλο.111
Ο Αλέξανδρος ΣΤ’ είχε αρκετά προβλήματα και χωρίς τον Τούρκο. Την ημέρα τής εξαφάνισης τού δούκα τής Γκάντια (14 Ιουνίου 1497) ένας ιερέας που κοιμόταν πάνω από το παρεκκλήσι στον Άγιο Πέτρο, πρακτική η οποία κανονικά απαγορευόταν, είχε δει μυστηριώδεις πυρσούς να μεταφέρονται από την αόρατη λεγεώνα τού Εωσφόρου.112 Έξι μήνες αργότερα, το βράδυ τής 16ης Δεκεμβρίου, μια απόκοσμη, τρομακτική φωνή γέμισε το Βατικανό, τρομοκράτησε τον πάπα και τούς κατοίκους τού παλατιού σχεδόν μέχρι θανάτου, ενώ πολλοί γνωρίζοντες προσδιόρισαν το φαινόμενο ως το φάντασμα τού Γκάντια.113 Ασυνήθιστα γεγονότα φαινόταν να συμβαίνουν σχεδόν σε εβδομαδιαία βάση. Αργά το βράδυ τής 14ης Σεπτεμβρίου ο πάπας διέταξε ξαφνικά τη σύλληψη τού πρώτου γραμματέα του, τού Μπαρτολομέο Φλόρες (Φλόριντο), αρχιεπίσκοπου τής Κοζέντσα, και τον φυλάκισε στο Καστέλ Σαντ’ Άντζελο για έκδοση τεράστιου αριθμού πλαστών βουλλών και σημειωμάτων, ορισμένα από τα οποία είχαν εξαιρετικά τολμηρή φύση ή παραχωρούσαν επιδόματα και προσδόκιμα εφημέριου χωρίς παπική γνώση ή συγκατάθεση, χορηγούσαν εξαιρέσεις από τη δικαιοδοσία των κοινών (ordinaries) και παρόμοια. Ο Μπούρχαρτ αναφέρει ότι πίστευαν ότι ο Φλόρες είχε εκδώσει περίπου 3.000 ψευδή σημειώματα, ένα σκάνδαλο που ήταν δυνατό να ταρακουνήσει την εκκλησιαστική δομή τής Ευρώπης μέχρι τα θεμέλιά της. Καταδικασμένος σε στέρηση τής αρχιεπισκοπής του και απογυμνωμένος από «κάθε τιμή, τίτλο, βαθμό και επίδομα», ο Φλόρες δικάστηκε από επιτροπή. Τον κατέβασαν με σχοινί στο φοβερό κελλί, γνωστό ως Σαμμαρόκο ή Σαμμάλο, τού οποίου ο Μπενβενούτο Τσελλίνι θα είχε αργότερα σύντομη εμπειρία στο Καστέλ Σαντ’ Άντζελο. Στο Σαμμαρόκο ο Φλόρες θα μπορούσε να ζήσει όσο τον στήριζαν το ψωμί, το νερό, το λάδι για μια λάμπα, μια σύνοψη, η Αγία Γραφή και οι επιστολές τού Αγίου Πέτρου.114 Ο Φλόρες δεν είχε υπερασπιστεί τον εαυτό του. Λεγόταν ότι είχαν αποσπάσει την ομολογία του με τέχνασμα. Η μοίρα τού ήταν τέτοια, που ακόμη και ο απαθής Μπούρχαρτ τον συμπόνεσε.
Κατέβασαν τον Φλόρες στο πεπρωμένο του το βράδυ στις 28 Οκτωβρίου. Το επόμενο πρωί, την Κυριακή 29 τού μηνός, ένας κεραυνός χτύπησε την πυριτιδαποθήκη στον μεγάλο πάνω πύργο τού Καστέλ Σαντ’ Άντζελο, κατέστρεψε το μαρμάρινο άγαλμα ενός αγγέλου και ερείπωσε τις επάλξεις τού φρουρίου, διασκορπίζοντας πέτρες στο Μπόργκο και απέναντι από τον Τίβερη. Δεκαπέντε άτομα τραυματίστηκαν. Ο Μαλιπιέρο λέει ότι η επίδραση τού κεραυνού διείσδυσε ακόμη και στον παπικό προθάλαμο. Ο Φλωρεντινός φαρμακοποιός Λούκα Λαντούτσι έμαθε τα νέα στη Φλωρεντία στις 3 Νοεμβρίου. Ο κεραυνός είχε χτυπήσει τον άγγελο, που έπεσε ανάμεσα στα πυρομαχικά πυροδοτώντας τα και εκσφενδονίζοντας ξύλα και πέτρες, βαλλίστρες και πανοπλίες απέναντι από τον ποταμό: «ήταν τρομακτικό πράγμα!»115 Ήταν επίσης, όπως σημειώνει ο Σανούντο, προμήνυμα εκείνων που θα έρχονταν.
Ο Αλέξανδρος ΣΤ’ δεν είχε ανάγκη από περαιτέρω προβλήματα, αλλά αυτά ήσαν προ των πυλών. Στην πλημμύρα τού Τίβερη, στη δολοφονία τού δούκα τής Γκάντια, στην ανεπιθύμητη αντίδραση για την κυνική ακύρωση τού γάμου τής Λουκρητίας Βοργία, στην αποφασιστικότητα τού Τσέζαρε να παραιτηθεί από το Ιερό Κολλέγιο, στο σκάνδαλο των εξαπατήσεων και των πλαστογραφιών τού Φλόρες και στους προφανείς οιωνούς που άφηναν όλη την Ιταλία να συζητά τη δύσμοιρη παπική θητεία τού Αλέξανδρου, έπρεπε να προστεθεί ο αγώνας τής παπικής κούρτης με τον θαρραλέο και έξυπνο αδελφό Τζιρολάμο Σαβοναρόλα, ηγούμενο τού Δομινικανού μοναστηριού τού Αγίου Μάρκου στη Φλωρεντία. Τα προφητικά λόγια τού Σαβοναρόλα αποτελούσαν συνεχή πηγή αμηχανίας και ερεθισμού για τη Ρώμη. Παρά το γεγονός ότι στη μακροχρόνια εμπειρία του των ιταλικών υποθέσεων ο πονηρός πάπας είχε δει μεταρρυθμιστές να έρχονται και να φεύγουν, αυτή τη φορά φοβόταν ότι η πύρινη ειλικρίνεια των κηρυγμάτων τού Σαβοναρόλα μετέτρεπε τη Φλωρεντία σε πόλη αγίων εχθρική προς τον παπισμό του. Από την εκδίωξη των Μεδίκων από τη Φλωρεντία (τον Νοέμβριο τού 1494), ο μοναχός αποτελούσε την κυρίαρχη πολιτική και θρησκευτική επιρροή στις όχθες τού Άρνου. Είχε βοηθήσει να διατηρηθούν οι Φλωρεντινοί πιστοί στη γαλλική συμμαχία, προς τεράστια ενόχληση τού πάπα και των Ενετών. Ξανά και ξανά είχε διακηρύξει τον Κάρολο Η’ ως απεσταλμένο τού Θεού για τη μεταρρύθμιση τής εκκλησίας και την απομάκρυνση των περιβόητων αχρειοτήτων τής παπικής κούρτης. Η επίμονη προσήλωση τής Φλωρεντίας στη Γαλλία έδινε πρόσθετο κίνητρο στη διακηρυγμένη πρόθεση τού Καρόλου Η’ να επιστρέψει στην Ιταλία. Οι Φλωρεντινοί ήσαν βέβαιοι ότι θα ξαναγυρνούσε.116 Φυσικά μια μακρά παράδοση έδενε την πόλη τού κόκκινου κρίνου με το βασιλικό λουλούδι τού κρίνου (fleur-de-Lys). Οι Φλωρεντινοί τραπεζίτες και έμποροι είχαν κάνει περιουσίες στη Γαλλία, η οποία εξακολουθούσε να είναι η μεγαλύτερη αγορά για τα προϊόντα τής Φλωρεντίας και την (τώρα δυστυχώς μειούμενη) εριουργία της.
Ενώ ο πάπας, τού οποίου η σταδιοδρομία ήταν πιο σκανδαλώδης από εκείνη τού Φλόρες, έκανε λειτουργία στη Σιξτίνα, ο Φλόρες πέθαινε στο Σαμμαρόκο. Ο Σαβοναρόλα ήταν ακούραστος στην εκδορά τής ιερατικής φαυλότητας και διαφθοράς. Στις 7 Νοεμβρίου 1496 ένα παπικό σημείωμα είχε ακυρώσει την ανεξαρτησία τού μοναστηριού τού Σαν Μάρκο και διέταζε όλους τούς ενδιαφερομένους (συμπεριλαμβανομένου τού Σαβοναρόλα) υπό την ποινή τού αφορισμού, να ενώσουν το μοναστήρι με το πρόσφατα δημιουργημένο τοσκανο-ρωμαϊκό εκκλησίασμα, στου οποίου τον εφημέριο θα υπαγόταν ο μοναχός. Στην πραγματικότητα το σημείωμα απευθυνόταν σε δεκαέξι μοναστήρια, εκ των οποίων το Σαν Μάρκο δεν ήταν παρά ένα. Ο Σαβοναρόλα δεν αναφερόταν σε αυτό, αλλά ήταν προφανές εναντίον ποιου στρεφόταν.117 Ο Σαβοναρόλα αψήφησε το σημείωμα, όπως είχε κάνει και με προηγούμενα. Συνέχισε την παθιασμένη παρέλαση προφητειών, εμπνευσμένων από τα κείμενα τής Παλαιάς Διαθήκης. Από καιρό συνέκρινε τη Ρώμη με τη Βαβυλώνα και κατήγγειλε τον πάπα ο οποίος, όπως αναφερόταν ότι έλεγε, ήταν χειρότερος από Τούρκο, ενώ (ακόμη κι αν αυτό που έλεγε ήταν αληθινό) λεγόταν ότι ο σουλτάνος είχε ζητήσει να μεταφραστούν κάποια από τα κηρύγματα τού Σαβοναρόλα στα τουρκικά, για να τα διαβάσει ο ίδιος.118 Η αναπόφευκτη ώρα ήρθε στις 13 Μαΐου 1497, όταν εκδόθηκε παπικό σημείωμα προς τούς Φλωρεντινούς, που αφόριζε «κάποιον αδελφό Τζιρολάμο Σαβοναρόλα» και απαγόρευε κάθε σχέση με αυτόν υπό την απειλή τού ίδιου αφορισμού. Το σημείωμα μεταφράστηκε στα ιταλικά και τυπώθηκε για να εξασφαλιστεί ευρεία κυκλοφορία. Κατά ειρωνεία τής τύχης έφερε την υπογραφή τού Μπαρτολομέο Φλόρες, τού πρώτου γραμματέα τού πάπα, αλλά αυτό δεν ήταν πλαστό σημείωμα!119
Ο Λαντούτσι μάς πληροφορεί ότι ο αφορισμός τού Σαβοναρόλα ανακοινώθηκε επισήμως στη Φλωρεντία σε πέντε διαφορετικές εκκλησίες το πρωί τής 18ης Ιουνίου. Τον άκουσε ο ίδιος να διαβάζεται στην εκκλησία τού Σάντο Σπίριτο.120 Παρά το γεγονός ότι κάθε σημαντική εξέλιξη που επηρέαζε τον παπισμό κατά τη διάρκεια αυτής τής εποχής είχε τη σχέση της με τη στάση τής παπικής κούρτης απέναντι στους Τούρκους και τη σταυροφορία, υπάρχουν προφανώς όρια στον βαθμό κατά τον οποίο μπορούμε να ακολουθούμε ενδιαφέροντα τόσο περιφερειακά, όπως αυτό τής αμφισβήτησης από τον Σαβοναρόλα τού Αλεξάνδρου ΣΤ’. Όμως στα τέλη Φεβρουαρίου 1498 ο Σαβοναρόλα έκανε αξιοσημείωτη επίθεση στη διαφθορά τού κλήρου και τής Ρώμης: «Γράψτε στη Ρώμη ότι ο μοναχός που βρίσκεται στη Φλωρεντία μαζί με τούς οπαδούς του, είναι έτοιμος να πολεμήσει εναντίον σας, όπως εναντίον των Τούρκων και των ειδωλολατρών!…»121
Καθώς ο μοναχός μελετούσε οικουμενική έκκληση για γενική σύνοδο, η παπική κούρτη σχεδίαζε να συλλάβει τούς Φλωρεντινούς εμπόρους στη Ρώμη και να κατάσχει τα εμπορεύματά τους, ώστε να αναγκάσει την αμφιταλαντευόμενη Σινιορία να στείλει αυτόν τον «γιο τής ανομίας» να δικαστεί στη Ρώμη. Η ένταση μεγάλωσε πολύ στη Φλωρεντία για μήνες, όταν ο αφοσιωμένος οπαδός τού Σαβοναρόλα αδελφός Ντομένικο ντα Πέσκια αποδέχτηκε την πρόκληση τού αντιπάλου Φραγκισκανού κήρυκα Φραντσέσκο ντι Πούλια, να ελέγξει το βάσιμο τής θεωρίας και τούς ισχυρισμούς τού μοναχού μέσω τής δοκιμασίας τής πυράς, η οποία, ύστερα από πολλές διαμάχες και από τις δύο πλευρές, καθορίστηκε τελικά για τις 7 Απριλίου. Οι εχθροί τού Σαβοναρόλα στη Σινιορία εκμεταλλεύτηκαν επιδέξια την κατάσταση. Αν και οι υποστηριχτές, Δομινικανοί και Μινορίτες, συγκεντρώθηκαν στην Πιάτσα ντέι Σινιόρι για τη δοκιμασία, την οποία ο ενθουσιασμένος λαός περίμενε με ανυπομονησία ως το θέαμα τού αιώνα, η φωτιά δεν ανάφτηκε ποτέ. Οι Μινορίτες καθυστερούσαν τη διαδικασία, με τη μια ασήμαντη ένσταση μετά την άλλη (πιθανώς σε προσυνεννόηση με τη Σινιορία) και οι Δομινικανοί δεν ήσαν καθόλου λιγότερο πεισματάρηδες. Η ώρα περνούσε. Το πλήθος γινόταν ανήσυχο και καχύποπτο. Τελικά ήρθε μια δυνατή βροχή. Και οι δύο πλευρές αποχώρησαν από την πλατεία. Πίσω στον Σαν Μάρκο ο Σαβοναρόλα ισχυρίστηκε νίκη, αλλά οι Φλωρεντινοί ανέμεναν κάποιου είδους δραματικό θαύμα, όπως ένας αληθινός άγιος και προφήτης έπρεπε κατά κάποιο τρόπο να προσπαθήσει να τούς προσφέρει. Η βαθιά απογοήτευσή τους, υποκινούμενη πάντα από πράκτορες τής Σινιορίας, παρήγαγε τώρα ασυνήθιστη αντίδραση εναντίον τού Σαβοναρόλα. Το επόμενο απόγευμα, τη ζοφερή Κυριακή τής ιστορίας τής Φλωρεντίας, ο όχλος ουρλιάζοντας επιτέθηκε στο μοναστήρι τού Αγίου Μάρκου. Ο Σαβοναρόλα και ο Ντομένικο ντα Πέσκια συνελήφθησαν και μεταφέρθηκαν στο Παλάτσο, όπου μεταφέρθηκε το επόμενο πρωί ο σύντροφός τους αδελφός Σιλβέστρο. Ο Σαβοναρόλα κλείστηκε στο «αλμπεργκεττίνο», στο κελλί-πύργο όπου είχε φυλακιστεί τον Σεπτέμβριο τού 1433 ο Κόσιμο Μέδικος. Αφού υποβλήθηκε σε επαναλαμβανόμενα βασανιστήρια και έτυχαν «επεξεργασίας» οι ομολογίες του, δικάστηκε δύο φορές ενώπιον κοσμικής επιτροπής, ενώ στη συνέχεια δικάστηκε και τρίτη φορά από δύο εκκλησιαστικούς επιτρόπους, που στάλθηκαν από τον πάπα από τη Ρώμη για να εξασφαλίσουν ότι θα γινόταν η αδικία. Βασανίστηκε και πάλι και κρίθηκε ότι ήταν αιρετικός και σχισματικός. Στις 23 Μαΐου (1498) ο Σαβοναρόλα απαγχονίστηκε μαζί με τούς αδελφούς Ντομένικο και Σιλβέστρο, και τα σώματά τους κάηκαν σε επιμελημένη δημόσια τελετή (auto-da-fe) στην Πιάτσα ντέι Σινιόρι, όπου ένα μνημείο στημένο στο πεζοδρόμιο εξακολουθεί να μαρτυρά την ατίμωση εκείνης τής ημέρας.122 Όμως η εκτέλεση τού Σαβοναρόλα φαινόταν να έλυνε ένα από τα σημαντικότερα προβλήματα τού πάπα, σε μια στιγμή κατά την οποία η προσοχή του στρεφόταν πιο βίαια προς τη Γαλλία.
Οι σύμμαχοι τής Ιεράς Συμμαχίας βρίσκονταν πλέον σε μεταξύ τους σύγκρουση. Η εκεχειρία αποτέλεσε αντικείμενο διαπραγμάτευσης στη Λυών στις 25 Φεβρουαρίου 1497, για αναστολή των εχθροπραξιών μεταξύ των βασιλείων τής Γαλλίας και τής Ισπανίας από τις 25 Απριλίου μέχρι την 1η Νοεμβρίου.123 Υπήρχε πολύ άγχος στη Βενετία, αλλά ο Κάρολος Η’ είχε τελικά συμφωνήσει απρόθυμα να συμπεριληφθεί η Ιταλία στην εκεχειρία.124 Φαινόταν ότι ο Φερδινάνδος και η Ισαβέλλα θα ήσαν πρόθυμοι να συμμετάσχουν με τον Κάρολο σε διανομή τού ναπολιτάνικου βασιλείου και ορισμένων άλλων τμημάτων τής Ιταλίας.125 Ο Mαξιμιλιανός αποδείκνυε και πάλι την εχθρότητά του προς τούς Ενετούς. Ο Αλέξανδρος ΣΤ’, εκτός από τις περιπτώσεις όπου εξυπηρετούσε τα δικά του συμφέροντα, ήταν πάντα αναξιόπιστος σύμμαχος και, όπως θα δούμε, είχε απογοητευθεί από τον ακέραιο Φεντερίγο τής Νάπολης. Οι προοπτικές φαίνονταν καλές για επιτυχία τού Καρόλου Η’ σε νέα εκστρατεία στην Ιταλία, όταν στις 7 Απριλίου 1498 πέθανε ξαφνικά στον πύργο τού Αμπουάζ (chateau d’ Amboise). Ο δούκας τής Ορλεάνης έγινε Λουδοβίκος ΙΒ’ τής Γαλλίας. Μήνες πριν από αυτό (τον προηγούμενο Αύγουστο) ο Μαρίνο Σανούντο είχε καταγράψει στο ημερολόγιό του ότι είχε δει ένα μεγάλο χρυσό δουκάτο, αξίας δύο συνηθισμένων δουκάτων, το οποίο είχε ήδη κόψει ο Λουδοβίκος και έφερε τη σημαντική επιγραφή «Λουδοβίκος Ορλεάνης, δούκας τού Μιλάνου και τού Άστι».126 Αυτή θα ήταν η μορφή των πραγμάτων που θα έρχονταν.
<-15. Αλέξανδρος ΣΤ’ και Κάρολος Η’. Η γαλλική εκστρατεία στην Ιταλία (1494-1495) | 17. Η διπλωματική επανάσταση: Γαλλία και Ισπανία, Παπισμός και Βενετία (1498-1503)-> |