17. Η διπλωματική επανάσταση: Γαλλία και Ισπανία, Παπισμός και Βενετία (1498-1503)

<-16. Οι Γάλλοι στη Νάπολη, η λίγκα τής Βενετίας και παπικά προβλήματα (1495-1498)

17
Η διπλωματική επανάσταση: Γαλλία και Ισπανία, Παπισμός και Βενετία (1498-1503)

Image Image

Οι περισσότεροι μελετητές τής ιστορίας συμφωνούν ίσως στην άποψη, που θεωρεί την τελευταία δεκαετία τού 15ου αιώνα ως αφετηρία τής σύγχρονης εποχής. Το πρώτο ταξίδι τού Κολόμβου άνοιξε τον νέο κόσμο. Ο Σαβοναρόλα ήταν ο τελευταίος μεγάλος μεσαιωνικός ιεροκήρυκας. Και η εκστρατεία τού Καρόλου Η’ ξεκίνησε τον ανταγωνισμό μεταξύ Γαλλίας και Ισπανίας για τον έλεγχο τής Ιταλίας. Για τον προσεκτικό παρατηρητή υπήρχε περίεργη αλληλογραφία ενός εχθρού με άλλο σε τρεις μεγάλες ομάδες δυνάμεων, με τις οποίες θα ασχοληθούμε από δω και πέρα. Στην Ανατολική Ευρώπη οι χαλαρά συνδεδεμένες αυτοκρατορίες των Τούρκων και των Γερμανών αντιμετώπιζαν η μία την άλλη κατά μήκος τής παρενοχλούμενης ουγγρικής μεθορίου. Τα μικρά αλλά πλούσια ιταλικά κράτη, από τα οποία η Βενετία και ο παπισμός ήσαν για διάφορους λόγους τα πιο σημαντικά, αγωνίζονταν επί αιώνες μάταιους πολέμους μεταξύ τους, συχνά κάνοντας έκκληση σε ξένους, κυρίως στους Γερμανούς και στους Γάλλους, για την ενίσχυση τού ενός εναντίον τού άλλου. Η τάση αυτή, η οποία είχε συνεχιστεί μέχρι το τέλος τού 15ου αιώνα, ήταν τώρα γεμάτη με νέους κινδύνους.

Κατά τις γενιές που θα ακολουθούσαν η Γαλλία, η Ισπανία και η Αγγλία θα μάχονταν μεταξύ τους. Η διεξαγωγή πολέμου προϋποθέτει από τούς συμμετέχοντες μεγάλο βαθμό ισότητας και ομοιότητας. Διαφορετικά, η ισχυρότερη δύναμη επιβάλλει απλώς τη βούλησή της στην πιο αδύναμη και η πιο αναπτυγμένη στην πιο πρωτόγονη. Η Γαλλία, η Ισπανία και η Αγγλία ήσαν πολύ παρόμοιες, εθνικά οργανωμένες μοναρχίες, των οποίων οι βασιλείς μπορούσαν να ελέγχουν τα εισοδήματα, τούς στρατούς και τις διοικήσεις τους σε μεγαλύτερο βαθμό από οποιουσδήποτε άλλους ηγεμόνες κρατών από την ελληνιστική και ρωμαϊκή εποχή. Ήταν εποχή αφιερωμένη στην πολιτική κερδοσκοπία και οι σύγχρονοι γνώριζαν καλά όλους αυτούς τούς παράγοντες.

Η αντι-τουρκική παράδοση ήταν πάρα πολύ ισχυρή στους Ιταλούς, για να τούς επιτρέψει να προσφύγουν στους Τούρκους για βοήθεια εναντίον των δικών τους εχθρών, αν και μερικές φορές το έκαναν, όπως όταν ο Μποκκολίνο Γκουτσόνι στράφηκε στην Ισταμπούλ για βοήθεια εναντίον τού πάπα και οι Αραγωνέζοι τής Νάπολης για βοήθεια εναντίον των Γάλλων. Αλλά οι Ιταλοί είχαν πάντα (νόμιζαν) καλύτερους συμμάχους στη χριστιανοσύνη, ενώ για κάποιο διάστημα προσπάθησαν να εκμεταλλευτούν προς όφελός τους τούς μεγάλους πόρους των Γάλλων ή των Ισπανών. Ακριβώς όπως οι τάξεις των Γουέλφων και Γιβελλίνων προσέφευγαν στους πάπες και τούς αυτοκράτορες αντίστοιχα κατά τις προηγούμενες γενιές, ορισμένα κράτη τώρα ομολογούσαν πίστη στους Γάλλους ή τούς Ισπανούς, η οποία καθοριζόταν από τον ηγέτη τού κράτους. Έτσι η Φλωρεντία ήταν γαλλόφιλη και η Νάπολη ισπανόφιλη. Το Μιλάνο ήταν αρχικά γαλλόφιλο, όπως είδαμε, και στη συνέχεια ισπανόφιλο,1 όπως αποφάσιζε ο Λοντοβίκο ιλ Μόρο. Ο παπισμός ήταν ισπανόφιλος και στη συνέχεια έγινε γαλλόφιλος, όπως θα αποφάσιζε σύντομα ο Αλέξανδρος ΣΤ’. Οι Ενετοί φρόντιζαν τον εαυτό τους και οι Φερραρέζοι τούς φοβούνταν. Τα μικρότερα κράτη υπέκυπταν στην πολιτική αναγκαιότητα για να επιβιώσουν σε εποχή κρίσης, εφαρμόζοντας πολιτικές σκοπιμότητας, προκειμένου να ζήσουν από μέρα σε μέρα. Οι αρχές ήσαν για τούς φιλοσόφους, που είχαν την πολυτέλεια να τις ακολουθούν. Οι ιστορικές πηγές είναι πάρα πολλές. Στα αρχεία διατηρούνται χιλιόμετρα αποδεικτικών εγγράφων.

Για παράδειγμα η ασυνήθιστη έκταση των Ημερολογίων τού Σανούντο καθιστά δυνατή τη λογιστική παρακολούθηση των γεγονότων σε όλη αυτή την περίοδο με τέτοια λεπτομέρεια, που ικανοποιεί κάθε ιστορικό, ακόμη και εκείνον τού οποίου το πάθος για πληρότητα υπερβαίνει την κοινή λογική του. Ανακοινώσεις γεγονότων και διαδόσεων, επιστολές, υπομνήματα, ιδιωτικές αναφορές, επίσημα έγγραφα και κείμενα συνθηκών μάς κρατούν ενήμερους για τις εξελίξεις στη Βενετία και τη Ρώμη, το Μιλάνο, τη Μάντουα και τη Φερράρα, τη Νάπολη, τη Φλωρεντία, την Πίζα, τη Γένουα και το Μονφερράτ, καθώς και στη Γαλλία, την Ισπανία τη Γερμανία και στο ανατολικό μέτωπο. Κανένας Ενετός δεν μπορούσε να παραβλέπει τις υποθέσεις στην Ανατολική Μεσόγειο. Ο Σανούντο τηρεί προσεκτική καταγραφή των ειδήσεων από την Κωνσταντινούπολη και την Αλεξάνδρεια.2 Περισσότερες από μία φορά λέγεται ότι ο σουλτάνος Βαγιαζήτ Β’ δεν ήταν άνθρωπος τής δράσης. Πληροφορούμαστε ότι η Φλωρεντία, η Μάντουα και η Φερράρα έστελναν αποστολές στην Ισταμπούλ, προσφέροντας δώρα στον σουλτάνο και προσπαθώντας να βλάψουν την τουρκική γνώμη για τη Βενετία.3 Όταν ο Τζάκοπο Κονταρίνι, ο Ενετός απεσταλμένος στην Ισπανία και στο παρελθόν στην Πορτογαλία, επέστρεψε στην πατρίδα του στις 9 Ιουνίου 1498, ήταν πολύ συγκρατημένος στους επαίνους του για τον Φερδινάνδο και την Ισαβέλλα, οι οποίοι κατά τη γνώμη του είχαν προσχωρήσει στην ένωση απλώς για να υπερασπιστούν τούς εαυτούς τους κατά τής Γαλλίας με ενετικά χρήματα. Μάλιστα ο Κονταρίνι πίστευε ότι «οι Ισπανοί είναι περισσότερο των λόγων παρά των έργων» (che spagnoli sono piu di parole cha de fati).4 Ακόμη και έξυπνοι Ενετοί ήσαν προφανώς σε θέση να κάνουν φοβερά λάθη.

Τα ημερολόγια Σανούντο διηγούνται πολλά περιστατικά, τα οποία, όσο μικρής σημασίας κι αν φαίνονται τώρα σε εμάς, συζητούνταν πολύ στο Ριάλτο τις μέρες του. Για παράδειγμα στις 16 Φεβρουαρίου (1497) έφτασε η είδηση στη Βενετία ότι στις 7 Ιανουαρίου ένα πλοίο υπό τη διοίκηση κάποιου Πιέρο Μπροκέτα και ιδιοκτησίας Αλβίζε Κονταρίνι ναυάγησε στο νησί τής Σαπιέντζας, ακριβώς έξω από την ακτή τής Μεθώνης. Το πλοίο ήταν φορτωμένο με μαλλί από τη Θεσσαλονίκη αξίας περίπου 20.000 δουκάτων. Δεδομένου ότι είχε μισοβυθιστεί μόνο, υπήρχαν ελπίδες διάσωσης. Λίγοι σάκοι μαλλιού και τα ξάρτια και άρμενα τού πλοίου διασώθηκαν, αλλά τελικά ασφαλιστές και μέτοχοι (aseguradori et parcimteveli) υπέστησαν μεγάλες ζημιές.5

Παρά τις δήθεν καλές σχέσεις που υπήρχαν μεταξύ τής Γαληνοτάτης και τής Πύλης, Ενετοί και Τούρκοι μπορούσαν εύκολα να βρεθούν σε αντίθεση και σύντομα σε εχθρική σύγκρουση σχεδόν οπουδήποτε στα νερά τής Ανατολικής Μεσογείου.6 Αλλά γενικά υπήρχε ειρήνη και ο σουλτάνος λεγόταν ότι επιθυμούσε ακόμη επίσημη συμφωνία με τον Μαξιμιλιανό, τον βασιλιά των Ρωμαίων.7 Φυσικά μια τέτοια οθωμανική ειρήνη με τον Μαξιμιλιανό μπορεί να μην ήταν το καλύτερο για τη Βενετία.

Οι Ενετοί σύντομα θα κάρφωναν ανήσυχοι τα μάτια τους στην Ανατολή. Όμως ακριβώς τώρα έδιναν κυρίως την προσοχή τους στον Λοντοβίκο Μόρο, με τον οποίο διαφωνούσαν για τις υποθέσεις τής Πίζας. Όταν οι απεσταλμένοι τους μετέφεραν στον Λουδοβίκο ΙΒ’ τα συγχαρητήρια τής Δημοκρατίας για την άνοδό του στον θρόνο, ανέφεραν επίσης ότι αν η Μεγαλειότητά του διατηρούσε οποιαδήποτε επιθυμία για συμμαχία μαζί τους, θα εύρισκε τις επιθυμίες του απόλυτα σύμφωνες με τις δικές τους.8 Όταν ο Λουδοβίκος ενημέρωσε τον πάπα για την άνοδό του στον θρόνο, στάλθηκαν στη Γαλλία τρεις αποστολικοί νούντσιοι στις 4 Ιουνίου, για να τον συλλυπηθούν για τον θάνατο τού προκατόχου του και να τον συγχαρούν για την τιμή που είχε αναλάβει.9

Σύμφωνα με τις γραπτές οδηγίες που είχε δώσει ο Αλέξανδρος ΣΤ’ στους νούντσιούς του, έπρεπε να ενημερώσουν τον Λουδοβίκο ότι η Αυτού Αγιότητα πάντα έλπιζε, από την εκλογή του ως ποντίφηκας, να δει την οργάνωση σταυροφορίας κατά των Τούρκων, των «αιώνιων εχθρών τής πίστης μας». Επιθυμούσε, όσο τού το επέτρεπε ο Θεός, να μιμηθεί από την άποψη αυτή τα ευγενή παραδείγματα που είχαν προσφέρει ο θείος του Κάλλιστος Γ’ και ο Πίος Β’, αλλά δυστυχώς οι εποχές δεν ήσαν κατάλληλες για ένα τέτοιο εγχείρημα και στον δρόμο του είχαν μπει πολλά εμπόδια. Η άνοδος τού Λουδοβίκου στον θρόνο τής Γαλλίας ανανέωνε τις ελπίδες τής Αγιότητάς του και εκείνες ολόκληρης τής χριστιανικής κοινοπολιτείας, ότι με την βοήθεια τής μεγαλειότητάς του ίσως ήταν δυνατό να ξεκινήσουν την εκστρατεία. Έπρεπε να διατηρηθεί ειρήνη στην Ιταλία. Ο πάπας έλπιζε ότι θα ήταν σε θέση να επιλύσει τυχόν διαφωνίες που θα προέκυπταν και ήταν ένθερμη επιθυμία του να στηρίξουν όλες οι ιταλικές δυνάμεις τη σταυροφορία. Οι πρόγονοι τού Λουδοβίκου, τα βήματα των οποίων θα ακολουθούσε, είχαν διαθέσει το σύνολο σχεδόν των πόρων τής Γαλλίας στην κοινή υπόθεση τής χριστιανοσύνης. Είχαν συχνά προστατεύσει τούς πάπες από επιθέσεις και καταπίεση. Μια εκστρατεία εναντίον τού σουλτάνου Βαγιαζήτ Β’ θα έφερνε στον νέο βασιλιά αθάνατη δόξα. Όσο για τη διεκδίκηση τού Λουδοβίκου επί τού ναπολιτάνικου βασιλείου, ο πάπας τώρα προσφερόταν, όπως ο ίδιος είχε προσφέρει και στον Κάρολο Η’, να σταθμίσει το δίκαιο αυτής τής διεκδίκησης με πλήρη αμεροληψία. Υπενθύμιζε όμως στον Λουδοβίκο ότι για σχεδόν πενήντα χρόνια οι δούκες τής Ορλεάνης και οι βασιλείς τής Γαλλίας είχαν αφήσει το μιλανέζικο δουκάτο στα χέρια τής οικογένειας Σφόρτσα και οι Σφόρτσα ισχυρίζονταν ότι τούς είχε νόμιμα αναθέσει το δουκάτο ο αυτοκράτορας. Υπήρχε κάτι το προφητικό στις οδηγίες προς τούς νούντσιους:

Αλλά αν η Μεγαλειότητά του αποφασίσει να απορρίψει τη συμβουλή μας και να εισβάλει στο δουκάτο, ας εξετάσει προσεκτικά ότι μια τόσο μεγάλη πολεμική προσπάθεια θα φέρει στο ιταλικό και στο γαλλικό έθνος την καταστροφή πόλεων, τη σφαγή λαών και την απώλεια ψυχών και ότι [η Μεγαλειότητά του] θα κερδίσει από μια τέτοια ανανέωση τού πολεμικού σάλου περισσότερο καταστροφές και κακοφημία παρά τιμή και δόξα!10

Στην πραγματικότητα, όμως, ο Αλέξανδρος ΣΤ’ ενδιαφερόταν περισσότερο για την άνοδο τού γιου του, τού Τσέζαρε Βοργία παρά για την ευημερία τής Ιταλίας ή τής Γαλλίας. Το καλοκαίρι τού 1497 ο Τσέζαρε είχε αποφασίσει να παραιτηθεί από το Ιερό Κολλέγιο, όπως είδαμε, ενώ οι Βοργία έλπιζαν σύντομα να αποκτήσουν το βασίλειο τής Νάπολης μέσα από γαμήλιες συμμαχίες. Στις 21 Ιουλίου 1498 η Λουκρητία παντρεύτηκε τον Αλφόνσο, δούκα τής Μπισκέλιε) και τής Κουαντράτα, φυσικό γιο τού Aλφόνσο Β’.11 Αλλά ο Αλέξανδρος ΣΤ’ απέτυχε να εξασφαλίσει τον γάμο τού Τσέζαρε με την Καρλόττα τής Νάπολης, την κόρη τού βασιλιά Φεντερίγκο, ο οποίος έγραφε στον ναυτικό διοικητή (Gran Capitano) Γκονσάλβο ντε Κόρδοβα στις 24 Ιουλίου 1498, ότι τα κίνητρα τού πάπα και τα κακά του σχέδια εναντίον τού βασιλείου τής Νάπολης ήσαν διαβόητα, όπως ήσαν και οι ακόρεστες και διεφθαρμένες επιθυμίες του —όσο πιο πολλά είχε, τόσο περισσότερα ήθελε— και τώρα ζητούσε «με τη μεγαλύτερη επιμονή… γάμο μεταξύ τής νόμιμης κόρης μας και τού καρδινάλιου τής Βαλένθια, το πιο ασυνήθιστο και ανάρμοστο πράγμα που θα μπορούσε να φανταστεί κανείς και αντίθετο με κάθε λογική…». Ο Φεντερίγκο δήλωνε ότι προτιμούσε να χάσει το βασίλειό του, τα παιδιά του και την ίδια τη ζωή του, παρά να δώσει τη συγκατάθεσή του.12

Στις 17 Αυγούστου (1498) ένα μυστικό εκκλησιαστικό συμβούλιο αποδέχθηκε ομόφωνα το αίτημα τού Τσέζαρε Βοργία, καρδινάλιου τής Βαλένθια, «να επιστρέψει στον κόσμο και να παντρευτεί»,13 ή, όπως το θέτει ο Σανούντο, «et farsi soldato et maridarsi».14 Την ίδια μέρα ο Μπούρχαρτ καταγράφει την άφιξη στη Ρώμη τού Γάλλου απεσταλμένου Λουί ντε Βιλλνέβ, βαρώνου τής Τραν, που είχε έρθει «για να οδηγήσει τον αιδεσιμότατο άρχοντα καρδινάλιο τής Βαλένθια στο βασίλειο τής Γαλλίας». Ενοχλημένος από το βασιλιά τής Νάπολης και ανήσυχος για την προφανή συμφωνία που είχε μόλις επιτευχθεί μεταξύ των αντιμαχομένων οικογενειών των Κολόννα και Ορσίνι, ο Αλέξανδρος ΣΤ’ εισερχόταν σε στενές διαπραγματεύσεις με τον Λουδοβίκο ΙΒ’. Ο Σιγκισμόντο ντε Κόντι γράφει ότι ο Τσέζαρε «φλεγόταν από μεγάλη επιθυμία να δει τη Γαλλία» και στις 28 Σεπτεμβρίου ο πάπας έγραφε στον Γάλλο βασιλιά με το ίδιο του το χέρι, ότι «στέλνουμε στη Μεγαλειότητά σας την καρδιά μας, δηλαδή τον αγαπημένο μας γιο, τον δούκα τής Βαλάνς (Βαλεντινουά), από τον οποίο τίποτε δεν αγαπάμε περισσότερο…».15 Από το σημείωμα αυτό είναι σαφές ότι είχαν επισήμως υποσχεθεί ή είχαν ήδη χορηγήσει στον Τσέζαρε το γαλλικό δουκάτο τού Βαλεντινουά, αν και η πραγματική τελετή θα γινόταν αργότερα. Κατά περίεργη σύμπτωση ο καρδινάλιος τής Βαλένθια (card. Valentinus) είχε γίνει δούκας τής Βαλάνς (dux Valentinensis). Ποιητές και μάντεις μπορούσαν να παίζουν με την αντιστοιχία των ονομάτων (nomen et omen), γιατί το παρόν ταξίδι τού Τσέζαρε στη Γαλλία φαινόταν ως προάγγελος μεγάλης σταδιοδρομίας. Αν και αποσύρθηκε από τη Ρώμη ήσυχα και χωρίς μεγαλοπρέπεια το πρωί τής 1ης Οκτωβρίου,16 είχε ξοδευτεί μια περιουσία για την ακολουθία του. Τα ρούχα του ήσαν από μετάξι και βελούδο και γυάλιζαν από το χρυσάφι και τα πετράδια. Πολλά από τα άλογά του ήσαν πεταλωμένα με ασήμι και τα υφάσματα στις σέλλες τους κεντημένα με μαργαριτάρια. Ο Σανούντο σημειώνει ότι λεγόταν ότι ο Τσέζαρε είχε δαπανήσει 100.000 δουκάτα σε τέτοιο εξοπλισμό. Επιβιβάστηκε σε γαλλική γαλέρα στην Τσιβιταβέκκια στις 3 Οκτωβρίου και αποβιβάστηκε στη Μασσαλία στις 19 τού μηνός. Στην Αβινιόν τον υποδέχθηκε ο καρδινάλιος Τζουλιάνο ντέλλα Ρόβερε, ο οποίος είχε τώρα συμφιλιωθεί αρκετά με τον πάπα και είχε πάρει πίσω το φρούριό του στην Όστια. Περνώντας μέσα από τη Λυών (στις 25 Οκτωβρίου), ο Τσέζαρε έφτασε στις 19 Δεκεμβρίου (1498) στο Σινόν, όπου κατοικούσε τότε ο Λουδοβίκος ΙΒ’. Η είσοδός του στην πόλη είχε απαράμιλλη μεγαλοπρέπεια. Ο βασιλιάς τον υποδέχθηκε στην τραπεζαρία τού κάστρου. Ο καρδινάλιος ντέλλα Ρόβερε ήταν με το βασιλιά. Ο Τσέζαρε έφερνε στον Λουδοβίκο τη διάλυση τού γάμου του με την Ιωάννα τής Γαλλίας, για να καταστεί δυνατός ο γάμος τού βασιλιά με την Άννα, τη δούκισσα τής Βρετάννης, τη χήρα τού προκατόχου του, ενώ έφερνε και το κόκκινο καπέλο τού καρδινάλιου για τον Ζωρζ ντ’ Αμπουάζ, αρχιεπίσκοπο τής Ρουέν. Με τέτοια δώρα ο Τσέζαρε μπορούσε να είναι βέβαιος για βασιλική υποδοχή.17

Ο Ενετός πρέσβης στη Ρώμη ανέφερε στην κυβέρνησή του σε επιστολή με ημερομηνία 10 Δεκεμβρίου ότι είχε υπάρξει φιλονικία την προηγούμενη μέρα στο εκκλησιαστικό συμβούλιο μεταξύ τού πάπα και τού καρδινάλιου Ασκάνιο Σφόρτσα. Ο τελευταίος κατηγορούσε ότι η μετάβαση τού Τσέζαρε στη Γαλλία θα αποδεικνυόταν «η καταστροφή τής Ιταλίας» (la ruina de Italia), στο οποίο η Αγιότητά του απάντησε αμέσως ότι ήταν ο αδελφός τού Aσκάνιο, ο Μόρο, εκείνος που είχε προσκαλέσει τούς Γάλλους στη χερσόνησο.18

Δεδομένου ότι οι Ενετοί ήσαν σταθεροί στην αντίθεσή τους με το Μιλάνο και αναζητούσαν συμμαχία με τη Γαλλία, η νέα γαλλόφιλη πολιτική τού πάπα φαινόταν πιθανό ότι εξασφάλιζε την ηγεμονία τού Λουδοβίκου ΙΒ’ στην Ιταλία, πράγμα που αποτελούσε δυσάρεστη προοπτική για τον Φερδινάνδο τής Αραγωνίας, ο οποίος είχε τα δικά του σχέδια για τη Νάπολη. Σε περισσότερες από μία περιπτώσεις κατά τη διάρκεια τού χειμώνα τού 1498-1499 οι Ισπανοί και Πορτογάλοι απεσταλμένοι επιτιμούσαν τον Αλέξανδρο ΣΤ’ για σιμωνία, τού έκαναν κήρυγμα για την ανάγκη μεταρρύθμισης και τον απειλούσαν με εκκλησιαστική σύνοδο. Ο Αλέξανδρος λίγο ανακουφιζόταν από τη μειλίχια διαβεβαίωση τού Λουδοβίκου ότι δεν υπήρχε λόγος ανησυχίας, επειδή οι Γάλλοι είχαν συμφωνήσει με την Ισπανία. Η παπική πολιτική φαινόταν ιδιαίτερα εσφαλμένη όταν, μετά την αποξένωση τού Φερδινάνδου, έγινε σαφές ότι ο καρδινάλιος ντέλλα Ρόβερε δεν θα μπορούσε να πείσει την Καρλόττα τής Νάπολης (η οποία κατοικούσε στη Γαλλία) να δεχτεί τον Τσέζαρε Βοργία ως σύζυγό της. Όμως αυτός ήταν ο λόγος για τον οποίο ο Τσέζαρε είχε πάει στη Γαλλία και μάταια γινόταν επίκληση τής ισπανικής οργής, καθώς η Ναπολιτάνα πριγκήπισσα πρόσβαλλε τούς Βοργία με τη σταθερή αξιοπρέπεια τής άρνησής της.19 Έλεγε ότι δεν θα παντρευόταν τον Τσέζαρε χωρίς τη συγκατάθεση τού πατέρα της, η οποία δεν ήταν πιθανό να δοθεί. Μάταια διαμαρτυρόταν ο πάπας ότι ο βασιλιάς τής Γαλλίας είχε υποσχεθεί στον Τσέζαρε την κόρη τού βασιλιά Φεντερίγο.20

Στις 12 Μαρτίου ο Ενετός πρέσβης στη Ρώμη έγραφε ότι τελικά είχαν συμβουλεύσει τον πάπα ότι οι διαπραγματεύσεις για το χέρι τής Καρλόττα «είχαν αποτύχει» (e anda in fumo) και ότι αν ο Τσέζαρε δεν βρισκόταν στη Γαλλία, ο πάπας έπρεπε να κάνει συμφωνία με τον δούκα τού Μιλάνου.21 Δύο μήνες πριν (στις 19 Ιανουαρίου) ο απεσταλμένος είχε γράψει στην κυβέρνηση τής πατρίδας του ότι ο πάπας έλεγε ότι ήθελε «να ειρηνεύσει την Ιταλία, προκειμένου να ασχοληθεί με τις τουρκικές υποθέσεις».22 Όταν όλα πήγαιναν άσχημα στην παπική κούρτη, τότε συνήθως μιλούσαν για τούς Τούρκους. Το σώμα τού Τζεμ σουλτάνου είχε επιστραφεί στην Ισταμπούλ στις αρχές τού 1499.23 Η πλήρης διασφάλιση τού θανάτου τού αδελφού του ίσως είχε βοηθήσει να παρακινηθεί ο Βαγιαζήτ Β’ σε επανάληψη των εχθροπραξιών εναντίον τής Δύσης. Ανησυχητικά νέα έφταναν στη Βενετία από καιρό σε καιρό, σχετικά με τουρκικές δραστηριότητες ή απαιτήσεις.24

Όμως οι τουρκικές υποθέσεις δεν κυριαρχούσαν στο μυαλό τού πάπα, όταν στις 24 Μαΐου διαβάστηκε σε εκκλησιαστικό συμβούλιο επιστολή τού Λουδοβίκου ΙΒ’, γραμμένη με το χέρι τού ίδιου, ανακοινώνοντας τον γάμο τού Τσέζαρε Βοργία στις 10 Μαΐου με τη Γαλλίδα πριγκήπισσα Σαρλότ ντ’ Αλμπρέ, η οποία έγραψε επίσης με τα δικά της χέρια (sua manu) επιστολή θυγατρικής αφοσίωσης στην Αγιότητά του, εκφράζοντας τη χαρά που πήρε, υπακούοντας στις επιθυμίες τού βασιλιά και πατέρα της να παντρευτεί τον Τσέζαρε και ελπίζοντας να έρθει σύντομα στη Ρώμη για «να φιλήσω τα πόδια τής Ευδαιμονίας σας…» (ad osculandum pedes sue Beatitudinis…).25 Η Αυτού Αγιότητα άρχισε αμέσως να επαινεί τούς Ενετούς (τώρα συμμάχους τού Λουδοβίκου ΙΒ’), να ανησυχεί για τις τύχες τους στην Ανατολική Μεσόγειο, ενώ θυμόταν τον τρόπο με τον οποίο είχαν σταθεί μόνοι «δεκαεννέα χρόνια σε πόλεμο με τον Τούρκο» (anni 19 in guera col Turcho), προσθέτοντας έτσι δύο ή τρία χρόνια σε μία από τις μεγαλύτερες δοκιμασίες στην ενετική ιστορία. Τώρα ο πάπας ήθελε να ενωθεί με τούς Γάλλους και τούς Ενετούς. Απέβλεπε στην εκδίωξη τού Λοντοβίκο Μόρο από το Μιλάνο και τοποθετούσε στη Γαλλία και τη Βενετία την ελπίδα του ότι ο γιος του Τσέζαρε «θα μπορούσε να έχει κάποιον τόπο στην Ιταλία».26

Οκτώ μήνες πριν από αυτό, τον Σεπτέμβριο τού 1498, οι Ενετοί είχαν πληροφορηθεί ότι ο Αλέξανδρος ΣΤ’, μαζί με τον βασιλιά τής Νάπολης, τον δούκα τού Μιλάνου και τούς Φλωρεντινούς, είχε στείλει απεσταλμένους στην Ισταμπούλ, διαμαρτυρόμενος ότι οι Ενετοί ήθελαν να προσελκύσουν τον Λουδοβίκο ΙΒ’ στην Ιταλία. Δεδομένου ότι δεν υπήρχε τότε εκπρόσωπος τής Δημοκρατίας στην Ισταμπούλ, «εκτός από τούς εμπόρους και τούς παρόμοιους», επιλέχτηκε ο Αντρέα Ζανκάνι ως Ενετός απεσταλμένος προς τον Μεγάλο Τούρκο για τέσσερις μήνες, με μισθό εκατό δουκάτα τον μήνα και επίδομα πέντε δουκάτων την ημέρα για «έξοδα τού στόματος». Μολονότι ο Zανκάνι έπρεπε να διαμαρτυρηθεί κατά τής τουρκικής πειρατείας στο Αιγαίο και των παράνομων επιδρομών στα ενετοκρατούμενα Σεμπένικο, Τράου και Σπαλάτο, σκοπός τής πρεσβείας του ήταν να κρατήσει τον Τούρκο στον συνήθη ειρηνικό τρόπο σκέψης του.27

Σίγουρα οι υποψίες τού Λοντοβίκο Μόρο για τη Βενετία ήσαν απόλυτα δικαιολογημένες. Ο Σανούντο συνοψίζει επιστολές που γράφτηκαν στη Μπλουά στις 29 Οκτωβρίου και 3 Νοεμβρίου (1498) και στάλθηκαν από τούς απεσταλμένους τής Δημοκρατίας στον Λουδοβίκο ΙΒ’. Είχε επιτευχθεί κατ’ αρχήν συμφωνία μεταξύ των απεσταλμένων και των συμβούλων τού βασιλιά, αλλά χρειάζονταν λύσεις σε ορισμένα προβλήματα. Ο Λουδοβίκος ήθελε να τού εξασφαλίσει η Σινιορία 1.500 πάνοπλους άνδρες και 4.000 πεζούς, κατά προτίμηση Ελβετούς. Ήθελε επίσης να περιλαμβάνονται στη συμφωνία ο μεγάλος μάγιστρος τής Ρόδου και οι Φλωρεντινοί, ενώ ήταν πρόθυμος να διασφαλίσει τον έλεγχο τής Πίζας, ώστε οι Φλωρεντινοί να μη μπορούν να προσφέρουν βοήθεια στον δούκα τού Μιλάνου. Τέλος ζητούσε 100.000 δουκάτα για να πληρώσει 6.000 Ελβετούς μισθοφόρους για περίοδο έξι μηνών, ή μάλλον ήθελε να καλύψουν οι Ενετοί τις απαιτήσεις των χρηματοδοτών για την περίοδο αυτή. Αν η εκστρατεία (impresa) υπερέβαινε τούς έξι μήνες, ο Λουδοβίκος θα κατέβαλε ο ίδιος τα πρόσθετα απαιτούμενα ποσά. Συζητήθηκαν λεπτομέρειες τής προβλεπόμενης κατανομής των εδαφών τού Λοντοβίκο Μόρο μεταξύ των Ενετών και τού βασιλιά τής Γαλλίας.28 Καθώς ο Αλέξανδρος ΣΤ’ αποξενωνόταν από τον βασιλιά Φεντερίγο τής Νάπολης και από τον Mόρο, διατηρούσε στενή επαφή με τον Ενετό πρεσβευτή στη Ρώμη, παρακολουθώντας με αγωνία την πρόοδο τού Τσέζαρε στη Γαλλία. Στο μεταξύ τη μέρα τής γιορτής των Αγίων Πάντων (1 Νοεμβρίου 1498) είχε εμφανιστεί σε εκκλησία με ένοπλη φρουρά, για τον φόβο, όπως ειπώθηκε, τού Mόρο, τού καρδινάλιου Aσκάνιο Σφόρτσα και τού βασιλιά Φεντερίγο.29 Όταν ο πάπας δεσμεύτηκε αποφασιστικά στη γαλλική συμμαχία, ύστερα από την ανακοίνωση τού γάμου τού Τσέζαρε με την Σαρλότ ντε Αλμπρέ, ο Aσκάνιο Σφόρτσα βρήκε για μια ακόμη φορά την ατμόσφαιρα τής Ρώμης ιδιαίτερα ανθυγιεινή. Μια Κυριακή πρωί (14 Ιουλίου 1499), προσποιούμενος ότι πήγαινε για κυνήγι, έφυγε από τη Ρώμη από την πύλη τού Καστέλ Σαντ’ Άντζελο, χωρίς να εξασφαλίσει παπική άδεια για την αναχώρησή του.30

Διαφεύγοντας πρώτα στους Κολόννα, ο Aσκάνιο επιβιβάστηκε στη συνέχεια σε ναπολιτάνικο πλοίο για τη Γένουα και στη συνέχεια συνάντησε τον αδελφό του στο Μιλάνο. Ολοκληρώνονταν τα σχέδια για νέα γαλλική εισβολή στην Ιταλία, τη φορά αυτή με το Μιλάνο ως στόχο της. Είχε πραγματοποιηθεί διπλωματική επανάσταση. Τώρα η Βενετία και ο παπισμός θα υποστήριζαν τον βασιλιά τής Γαλλίας. Ο Λοντοβίκο Μόρο φυσικά θα τού αντιτασσόταν, όπως βέβαια και ο βασιλιάς Φεντερίγο. Η Νάπολη όμως βρισκόταν πολύ μακριά από τη Λομβαρδία και ο βασιλιάς πολύ φτωχός, ώστε να περιμένει ο Λοντοβίκο ιδιαίτερη βοήθεια από εκείνη την περιοχή.

Ο Τούρκος καταλάμβανε περίοπτη θέση στη γαλλική προπαγάνδα κατά τη διάρκεια τής εκστρατείας τού Καρόλου Η’. Φαινόταν πιθανό ότι θα γινόταν και πάλι το ίδιο, καθώς ο Λουδοβίκος ΙΒ’ δοκίμαζε την τύχη του στη ρουλέτα τού πολέμου. Τα νέα των τουρκικών προετοιμασιών ανησυχούσαν το μυαλό και ανέτρεπαν τα σχέδια των Ενετών.31 Βέβαια ο Φεντερίγο τής Νάπολης έγραφε στον Αλέξανδρο ΣΤ’, ζητώντας του να προωθήσει την ειρήνη μεταξύ των χριστιανών ηγεμόνων, προκειμένου να μπορέσουν να αντιμετωπίσουν τον τουρκικό κίνδυνο με την ισχύ τής ένωσης, αλλά μια ενετική επιστολή από το Μιλάνο (με ημερομηνία 17 Ιουλίου 1499 ) ανέφερε ότι ο Λοντοβίκο Μόρο είχε μόλις στείλει «τον Δον Φερνάντο, γιο τού δεσπότη τού Μοριά, ανιψιό τού άρχοντα [Αριανίτι, κυβερνήτη τού Μονφερράτ] στον Τούρκο με πέντε ιππείς…»32 Δύο μέρες αργότερα ο πάπας ενημέρωνε τον Ενετό πρέσβη στη Ρώμη ότι ο Μόρο ήταν υπεύθυνος για την ανησυχία τού Μεγάλου Τούρκου, γιατί έστελνε χρήματα στην Ισταμπούλ.33 Αναφερόταν μάλιστα ότι είχαν γίνει σχέδια να περάσουν οι Τούρκοι από το Τιρόλο στο Κόμο, προκειμένου να βοηθήσουν τον παρενοχλούμενο δούκα τού Μιλάνου.34 Τον Ιούλιο τού 1499 λεγόταν ότι Τούρκος απεσταλμένος βρισκόταν καθ’ οδόν προς το Μιλάνο, για να ζητήσει τα 200.000 δουκάτα που είχε υποσχεθεί ο Μόρο στον σουλτάνο για να επιτεθεί στη Βενετία,35 ενώ σε επιστολή από το Τορίνο αναφερόταν ότι ο Μόρο είχε πει ότι «ο Τούρκος θα φτάσει στη Βενετία, μόλις φτάσουν οι Γάλλοι στο Μιλάνο»!36

Τα έτη 1499-1500 ήσαν γεμάτα φήμες, ακόμη και προσδοκία τουρκικών επιδρομών στην Ιταλία. Ο Φλωρεντινός φαρμακοποιός Λούκα Λαντούτσι) σημείωνε στο ημερολόγιό του τις αναφορές για τουρκικές λεηλασίες στην ύπαιθρο γύρω από τη Ζάρα και την κατάληψη τής Κέρκυρας. Λέει επίσης ότι ο βασιλιάς τής Νάπολης φέρεται να είχε ενημερώσει τον πάπα ότι, αν ο τελευταίος δεν βοηθούσε να εμποδιστεί η προσπάθεια τού Λουδοβίκου ΙΒ’ να εισβάλει στο βασίλειο, θα καλούσε τούς Τούρκους για βοήθεια. Ο Λαντούτσι πίστευε ότι οι Τούρκοι θα έρχονταν στην Ιταλία αν Η γαλλική εκστρατεία δεν είχε στην πραγματικότητα στραφεί κατά τού Μιλάνου, αλλά κατά τής Νάπολης. Στις 19 Οκτωβρίου (1499) ο Λαντούτσι πήρε από τη Βενετία την πληροφορία ότι οι Τούρκοι είχαν επιδράμει σε απόσταση είκοσι μιλίων από την πόλη. Τα νέα στο Ριάλτο ήσαν δυσοίωνα. Οι Τούρκοι είχαν κάψει δεκαεπτά χωριά, είχαν πάρει 8.000 αιχμαλώτους και είχαν σκοτώσει αντίστοιχο αριθμό. Πρόσφυγες συνέρρεαν στις περιοχές κοντά στη Βενετία, και η κυβέρνηση είχε συλλάβει για παράβαση καθήκοντος τούς επιτρόπους της και τούς στρατιωτικούς διοικητές στις πληγείσες περιοχές. Στις 25 τού μηνός ο Λαντούτσι καταγράφει στο ημερολόγιό του τη φήμη ότι 20.000 Τούρκοι είχαν φτάσει στην Αυλώνα και λεγόταν ότι κάποιοι από αυτούς είχαν μάλιστα περάσει στην Απουλία. Λίγους μήνες αργότερα (στις 15 Φεβρουαρίου 1500) «λεγόταν επίσης ότι ο Τούρκος πρέσβης είχε έρθει στη Νάπολη και ότι ο βασιλιάς τον είχε υποδεχθεί με μεγάλες τιμές και κονταρομαχίες».37 Ξανά στις 27 Φεβρουαρίου ο Λαντούτσι έγραφε στο ημερολόγιό του ότι είχε ακούσει ότι ο Τούρκος πρέσβης είχε πάει στη Ρώμη για να ζητήσει άδεια ασφαλούς διέλευσης από τον πάπα «για να πάνε οι Τούρκοι στο Μιλάνο εναντίον τού βασιλιά τής Γαλλίας, αλλά δεν τού χορηγήθηκε».38

Αν οι Τούρκοι δεν μπορούσαν να φτάσουν στον βασιλιά τής Γαλλίας, μπορούσαν τουλάχιστον να επιτεθούν στους συμμάχους του, τούς Ενετούς. Μετά την περίφημη τουρκo-ενετική ειρήνη τού 1479, η σημαία με το λιοντάρι τού Αγίου Μάρκου ανέμιζε ακόμη στις επάλξεις τής Ναυπάκτου (Λεπάντο) στην ηπειρωτική Ελλάδα, καθώς και σε εκείνες τις Κορώνης (Κορόν), τής Μεθώνης (Μοντόν) και τού Ναυαρίνου, τού Ναυπλίου, τής Μονεμβασίας και μερικών άλλων τόπων στον Μοριά. Οι Ενετοί εξακολουθούσαν να κατέχουν κάποια από τα Ιόνια νησιά, ειδικά την Κέρκυρα, τις βόρειες Σποράδες, την Τήνο, τη Μύκονο, καθώς και το μεγάλο νησί τής Κρήτης. Η Κύπρος ήταν επίσης ενετική κτήση. Προφανώς ο ευαγγελιστής είχε ακόμη μεγάλο μερίδιο στην Ανατολική Μεσόγειο. Οι Ενετοί είχαν αποκλείσει από την ειρήνη τού 1479 τον πρώην φίλο τους Λεονάρντο Γ’ Τόκκο, δούκα τής Λευκάδας και ονομαζόμενο δεσπότη τής Άρτας, ο οποίος είχε ασκήσει για τριάντα περίπου χρόνια ευημερούσα κυριαρχία επί των νησιών τής Λευκάδας (Σάντα Μάουρα), Ιθάκης, Κεφαλονιάς και Ζακύνθου. Από τις παλαιές διεκδικήσεις τής οικογένειάς του στο Δεσποτάτο τής Ηπείρου (Γιάννινα), οι οποίες προέρχονταν από γάμους και κατακτήσεις, το μόνο που είχε μείνει στον Λεονάρντο στην ηπειρωτική χώρα ήταν το φρούριο τής Βόνιτσας, κοντά στο αρχαίο Άκτιον, στον κόλπο τής Άρτας (Αμβρακία). Ο Μωάμεθ ο Πορθητής δεν είχε χάσει χρόνο για να προχωρήσει εναντίον των Τόκκο, οι οποίοι εκδιώχθηκαν από τη Βόνιτσα και από τα πανέμορφα νησιά τους. Στο τέλος καλοκαιριού (τού 1479) ο Λεονάρντο είχε διαφύγει για να σώσει τη ζωή του από την προέλαση τής τουρκικής αρμάδας, που είχε αποπλεύσει από την Αυλώνα για τη νησιωτική του βάση στη Λευκάδα.39

Ο Λεονάρντο βρήκε καταφύγιο στη Νάπολη, όπου τον υποδέχθηκε καλά ο βασιλιάς Φερράντε, ο οποίος τού έδωσε σύνταξη 500 φλουριών (όπως είδαμε) και τού απένειμε τα εδάφη τού Μπριάτικο και τής Καλημέρα στην Καλαβρία. Το 1480 εμφανίστηκε στη Ρώμη (όπως οι Παλαιολόγοι πριν από αυτόν), όπου ο Σίξτος Δ ‘ τού έδωσε ετήσια σύνταξη 1.000 δουκάτων και τού υποσχέθηκε 2.000, όπως εξακολουθεί να μαρτυρά μία από τις τοιχογραφίες τής Κόρσια Σιστίνα στο Oσπιτάλιο τού Αγίου Πνεύματος (Σπίριτο Σάντο) στη Ρώμη. Αν και η Βενετία απέκτησε σύντομα τη Ζάκυνθο (1482) και τελικά την Κεφαλονιά (1500),40 η τουρκική κυριαρχία στη Λευκάδα συνεχίστηκε, με ένα μόνο σύντομο διάλειμμα (1502-1503), για περισσότερο από δύο αιώνες. Αυτή ήταν η τιμή που κατέβαλε ο Λεονάρντο Τόκκο και η οικογένειά του, έχοντας προτιμήσει συμμαχία με τον Φερράντε τής Νάπολης αντί για συμμαχία με τούς Ενετούς. Όμως η εμπειρία έχει δείξει στους Τόκκο ότι η Βενετία δεν μπορούσε να τούς προστατεύσει από τούς Τούρκους. Οι Ναπολιτάνοι αποδείχθηκαν ακόμη λιγότερο αποτελεσματικοί σύμμαχοι, που βρέθηκαν σύντομα μπλεγμένοι με τη γαλλική εισβολή στο δικό τους βασίλειο.

Οι σοφοί πολιτικοί τής Γαληνοτάτης είχαν στηριχτεί πάρα πολύ καιρό στη φήμη τού σουλτάνου Βαγιαζήτ ως φιλειρηνικού. Έπρεπε να γνωρίζουν ότι οι Τούρκοι, όπως όλοι οι κατακτητές, δεν θα επέτρεπαν άλλο τέλος στις κατακτήσεις τους παρά μόνο τη δική τους ήττα. Ότι η φιλοδοξία ξεπερνά την ίδια την επιτυχία. Μετά από χρόνια εγκατάλειψης, η Βενετία ξαφνικά άρχισε να ενδιαφέρεται πολύ για την οχυρωμένη πόλη τού Λεπάντο (Ναύπακτος), την τελευταία σημαντική κτήση της στην ελληνική ηπειρωτική χώρα. Κάποιος Τζιοβάννι Βιάρο, πολιτικός διοικητής (rector) και επιστάτης (provveditore) τού τόπου, πέθανε στα τέλη Οκτωβρίου 1498 από τις προσπάθειές του να βάλει σε τάξη τις οχυρώσεις τής Ναυπάκτου.41 Ήταν πολύ αργά.

Στις αρχές τού επόμενου έτους (1499) έφτασε στη Βενετία η είδηση ότι ο Μεγάλος Τούρκος είχε διατάξει τον φλαμπουλάρη του των Τρικάλων και τού Μοριά «να έρθει στην εκστρατεία τής Ναυπάκτου» (venir a la expedition di Lepanto). Τις τουρκικές χερσαίες δυνάμεις θα υποστήριζε μεγάλος στόλος.42 Στη συνέχεια άρχισαν να καταφθάνουν αναφορές. Κάποιες έλεγαν ότι ο Τούρκος ετοιμαζόταν να βαδίσει εναντίον των Αλβανών. Άλλες τοποθετούσαν τον στόχο του στη Ρόδο ή τη Συρία, στην Κέρκυρα ή την Απουλία. Ο βαΐλος τής Κέρκυρας επισκεύασε τα τείχη τού γειτονικού φρουρίου τού Βουθρωτού (Μπουτρίντο), ώστε να υπερασπιστεί καλύτερα το νησί που έχει υπό την ευθύνη του. Εκφράζονταν φόβοι «για το νησί μας τής Κύπρου» (l’ isola nostra di Cuprο).43 Οι συνθήκες στο Λεπάντο ήσαν από καιρό σκανδαλώδεις, αν και ο Βιάρο είχε επισκευάσει τα τείχη και είχε καθαρίσει την τάφρο. Γίνονταν τώρα προσπάθειες να προστατευτούν οι φτωχοί (poveri) από τούς ισχυρούς (potenti) με συνοπτικές δικαστικές διαδικασίες, αλλά ήταν δύσκολο να διορθωθούν μέσα σε μερικούς μήνες λάθη τριάντα ετών. Είχε γίνει κακή διαχείριση των προμηθειών. Υπήρχαν τέσσερα σημαντικά κάστρα στην περιοχή τής Ναυπάκτου, ο Γαλατάς, το Περιθώρι, το Βρωμιάρι (Ουρομάριο) και το Νεόκαστρο. Μια επιθεώρηση στις 18 Νοεμβρίου 1498, αποκάλυψε ότι τα τείχη τους ήσαν σε θλιβερή ερείπωση, υπήρχε έλλειψη πολεμοφοδίων, οι δεξαμενές νερού ήσαν σπασμένες και οι φρουρές είχαν μικρή δύναμη και ήσαν κακοπληρωμένες. Μάλιστα τη φρουρά τού Ουρομάριο αποτελούσε μια ηλικιωμένη γυναίκα και ο Ενετός επιθεωρητής βρήκε τις πύλες ανοιχτές όταν επισκέφτηκε το κάστρο! Όμως σωστά συντηρημένο το Ουρομάριο ήταν δύσκολο να καταληφθεί, λόγω τής θέσης του στην κορυφή τού λόφου και τής μιας μόνο προσέγγισης στα τείχη του. Έγιναν συστάσεις για την αποκατάσταση των οχυρώσεων των κάστρων και την σωστή επάνδρωσή τους, ενώ οτιδήποτε απαραίτητο μπορούσε να γίνει (σύμφωνα με τον επιθεωρητή) από τα τοπικά έσοδα δύο ετών.44

Κάθε αναφορά από την Ισταμπούλ μαρτυρούσε τις εκτεταμένες ναυτικές προετοιμασίες τού Μεγάλου Τούρκου. Προσδιορίζονταν συνήθως οι αριθμοί και τα είδη των πλοίων. Μεγάλο μέρος των πληροφοριών αυτών ήσαν πιθανώς αρκετά ακριβείς. Ο ναυτικός στόχος δεν ήταν τόσο σαφής και οι φήμες συνέχιζαν να τον προσδιορίζουν ως τη Συρία ή τη Ρόδο, την Απουλία ή την Κέρκυρα, αλλά με το πέρασμα τού χρόνου προστέθηκε στον κατάλογο και η Νεάπολη τής Ρωμανίας (Νάπολι ντι Ρομάνια, Ναύπλιο).45 Στις 2 Μαρτίου 1499 ο Ενετός απεσταλμένος στην Πύλη Αντρέα Ζανκάνι έγραφε στην κυβέρνηση τής πατρίδας του ότι η τουρκική αρμάδα θα αναλάμβανε δράση τον Μάιο. Στις συνήθεις υποθέσεις για Ρόδο, Απουλία και Συρία πρόσθετε την παρατήρηση ότι μερικοί άνθρωποι πίστευαν τώρα ότι οι Τούρκοι θα απέπλεαν εναντίον «των τόπων μας στον Μοριά, … τής Μεθώνης, τής Κορώνης, τού Ναυπλίου και τής Ναυπάκτου».46 Χωρίς να το γνωρίζει, ο Ζανκάνι ερχόταν κοντά στα πραγματικά περιστατικά. Όταν στις 10 Μαΐου επέστρεψε στη Βενετία από την Ισταμπούλ, ο Ζανκάνι ανέφερε με όσο περισσότερη λεπτομέρεια μπορούσε τον μεγάλο τουρκικό ναυτικό εξοπλισμό, τον οποίο ανέμενε τώρα να αποπλεύσει τον Μάιο ή τον Ιούνιο. Δεν ήξερε που θα πήγαινε, αλλά δεν πίστευε ότι πρόθεση τού σουλτάνου ήταν να επιτεθεί σε κάποια από τις κτήσεις τής Δημοκρατίας. Ο Zανκάνι θεωρούσε πολύ πιθανό ότι στόχος θα ήταν η Ρόδος, γιατί λεγόταν στην Ισταμπούλ, ότι ο βασιλιάς τής Γαλλίας βοηθούσε στον εξοπλισμό τής Ρόδου. Ο απεσταλμένος παρουσίασε επιστολή γραμμένη στα ελληνικά από τον σουλτάνο Βαγιαζήτ, η οποία διαβάστηκε στη Γερουσία. Ο Βαγιαζήτ εξέφραζε τη χαρά του για την καλή υγεία τού δόγη, επαινούσε τον Ζανκάνι για την καλή διεκπεραίωση τής αποστολής του στην Πύλη και επιβεβαίωνε την «καλή ειρήνη» (bona paxe) που ίσχυε μεταξύ Δημοκρατίας και Πύλης.47

Αν και ο Πιέρ ντ’ Ωμπουσσόν, ο μεγάλος μάγιστρος τής Ρόδου, έγραφε στον δόγη Αγκοστίνο Μπαρμπαρίγκο στις 5 Απριλίου 1499, ότι όλοι υποστήριζαν την άποψη ότι η τουρκική εκστρατεία θα στρεφόταν εναντίον των Ιωαννιτών Ιπποτών, ενημέρωνε τον δόγη ότι δεν έπρεπε να εμπιστεύονται τα λόγια τού άπιστου. Οι Ιππότες θα ήσαν έτοιμοι και έλπιζαν ότι θα μπορούσαν και πάλι να απολαύσουν «την παλιά τους επιτυχία».48 Ο ντ’ Ωμπουσσόν γνώριζε ότι ο Ζανκάνι είχε τύχει φιλόξενης υποδοχής στην Ισταμπούλ. Ήταν σίγουρος ότι ο τελευταίος δεν θα είχε καμία δυσκολία να εκπληρώσει την αποστολή του, αλλά προσευχόταν να χορηγήσει ο Θεός στους χριστιανούς εκείνη την ενότητα δύναμης και την ομόνοια πνεύματος, που θα μπορούσε να παράγει μια μεγάλη νίκη επί των μουσουλμάνων. Η επιστολή έχει παράξενο ύφος, σαν να αναμενόταν να διαβάσει ο δόγης πίσω από τα γραφόμενα. Όμως οι Ενετοί δεν εύρισκαν ότι υπήρχε λόγος να διαβάσουν πίσω από τις γραμμές τής επιστολής τού ντ’ Ωμπουσσόν. Είχαν πολλές άλλες επιστολές να διαβάσουν, οι περισσότερες από τις οποίες επαναλάμβαναν την κοινή υπόθεση ότι η τουρκική αρμάδα επρόκειτο να επιτεθεί στη Ρόδο. Έτσι κι αλλιώς η Βενετία βρισκόταν σε ειρήνη με την Πύλη από την εποχή που τα περισσότερα μέλη τής Γερουσίας ήσαν νέοι άνδρες. Ο Βαγιαζήτ είχε μόλις επιβεβαιώσει την καλή ειρήνη (bona paxe), την οποία είχε διαπραγματευθεί πριν από είκοσι χρόνια ο γέρος πια Τζιοβάννι Ντάριο.

Σε εκκλησιαστικό συμβούλιο που συγκλήθηκε στη Ρώμη τη Δευτέρα 10 Ιουνίου (1499), ο Αλέξανδρος ΣΤ’ έβαλε να διαβαστεί στους καρδινάλιους μια επιστολή από τον ντ’ Ωμπουσσόν. Ήταν γραμμένη στη Ρόδο στις 30 Απριλίου. Ο μεγάλος μάγιστρος έγραφε ότι είχε ενημερωθεί, «ότι ο ίδιος ο Τούρκος ετοίμαζε τεράστιο στόλο περίπου τριακοσίων πλοίων για να πολιορκήσει την πόλη τής Ρόδου, όπου αναμενόταν να φτάσει σίγουρα κάποια στιγμή τον Μάιο. Υποψιαζόταν [ο ντ’ Ωμπουσσόν] ότι η πολιορκία θα ήταν μακροχρόνια, γιατί ο Τούρκος ερχόταν προσωπικά στη γειτονική επαρχία τής Λυκίας, όπου γίνονταν εκτεταμένες προετοιμασίες για όλα τα πράγματα που ήσαν απαραίτητα σε μια πολιορκία». Ο ντ’ Ωμπουσσόν είχε λοιπόν ειδοποιήσει τούς θρησκευτικούς τού Τάγματός του να έρθουν το συντομότερο δυνατό σε βοήθεια τής Ρόδου και τώρα παρακαλούσε ο ίδιος ταπεινά την Αγιότητά του, ως οικουμενικό ποιμένα τής εκκλησίας, να χορηγήσει στους Ιωαννίτες «ενίσχυση και εύνοια» (auxilium et favor), καθώς και τις άλλες παραχωρήσεις που έπαιρναν οι σταυροφόροι, για υπηρεσία «εναντίον των ποταπών μουσουλμάνων». Όταν διαβάστηκε η επιστολή, ο Αλέξανδρος ανακοίνωσε ότι πράγματι θα βοηθούσε τούς απειλούμενους Ιωαννίτες. Αν κάποια μέλη τού Τάγματος στην Ιταλία δεν είχαν ακόμη καταβάλει τις καθυστερούμενες οφειλές τους (arrelagia) και την ετήσια εισφορά (annate) για το τρέχον έτος 1499 έπρεπε να το πράξουν, αλλά στη συνέχεια δεν θα πλήρωναν τίποτε περισσότερο για τα επόμενα τρία χρόνια. Τέσσερις ημέρες αργότερα ο Αλέξανδρος παρατηρούσε στο εκκλησιαστικό συμβούλιο ότι ο Τούρκος μπορεί να είχε ήδη θέσει τη Ρόδο υπό πολιορκία. Ο καρδινάλιος Φραντσέσκο Τοντεσκίνι-Πικκολομίνι (ο αργότερα πάπας Πίος Γ’) περιέγραψε τις προτάσεις που γίνονταν για να βοηθηθούν οι Ιωαννίτες: θα συγκεντρώνονταν κονδύλια και ο πάπας θα έστελνε σημειώματα σε όλους τούς ηγεμόνες, κάνοντας έκκληση για τη βοήθειά τους. Αυτό υπέθετε καθένας στην παπική κούρτη ότι μπορούσε να γίνει. Όμως ο Αλέξανδρος ήθελε επίσης να μάθει με μεγαλύτερη ακρίβεια ποια μέτρα είχε πάρει η Αγία Έδρα, για να εμποδίσει τη μεγάλη τουρκική πολιορκία τής Ρόδου την εποχή τού Σίξτου Δ’.49

Οι Τούρκοι είχαν αποκρύψει τα σχέδιά τους πάρα πολύ καλά, αλλά αναπόφευκτα η υποψία εξελίχθηκε σε βεβαιότητα ότι είχαν την πρόθεση να επιτεθούν είτε εναντίον τού Λεπάντο (Ναύπακτος) ή εναντίον των κτήσεων τής Δημοκρατίας στον Μοριά.50 Στις 21 Ιουλίου (1499) φαινόταν αρκετά καθαρό σε Ενετό ναυτικό διοικητή στη Μεθώνη, ότι τουρκικός στόχος ήταν στην πραγματικότητα το Λεπάντο.51 Δύο μεγάλες φούστες και ένα μπριγαντίνι τού τουρκικού στόλου επέδραμαν στο νησί τής Αίγινας, παίρνοντας από εκεί επτά άνδρες και τριακόσια κεφάλια ζώα (capi di animali). Οι Τούρκοι έκαψαν αριθμό σπιτιών και στη συνέχεια οι φτωχοί κάτοικοι δέχτηκαν επίσκεψη φούστας τού φλαμπουλάρη (flambidario) τού Νεγκροπόντε, που άρπαξε δύο ακόμη άνδρες και άλλα δεκαεπτά ζώα. Το κύριο σώμα τού στόλου εισήλθε στον κόλπο τής Κορώνης, όπου έκανε σημαντικές ζημιές σε ενετικές περιουσίες και εγκαταστάσεις. Ο Ενετός ναυτικός γενικός διοικητής Αντόνιο Γκριμάνι ετοίμαζε προσεκτικά σχέδια για πιθανή επίθεση εναντίον των Τούρκων, αλλά απέφευγε δειλά να κάνει την επίθεση.52 Η αναποφασιστικότητά του προκάλεσε σύγχυση στον ενετικό στόλο. Κατά τη διάρκεια τής πρώτης εβδομάδας τού Αυγούστου, έγινε απολύτως σαφές ότι ο τουρκικός στόλος κατευθυνόταν στη Ναύπακτο (Λεπάντο), όχι στην Κέρκυρα,53 ενώ πρέπει να ήταν εξίσου σαφές στους εκεί ανθρώπους ότι ο Γκριμάνι δεν ανταποκρινόταν στον ρόλο τού ναυάρχου. Η παπική κούρτη ήταν ενήμερη για τις εξελίξεις. Με ξεσκέπαστο κεφάλι και λυγισμένα γόνατα ο πάπας έλεγε ειδικές προσευχές «να δώσει ο Θεός τη νίκη στη Σινιορία».54 Οι Τούρκοι έκαψαν πέντε εκκλησίες στην περιοχή μεταξύ Κορώνης και Μεθώνης. Ο Ενετός επιστάτης (provveditore) βρήκε τρία κεφάλια κατά μήκος τού δρόμου, από τα οποία το ένα ανήκε σε ιερέα.55 Ο Σανούντο παρέχει πολλές λεπτομέρειες. Το κόστος αυτού που γινόταν πόλεμος μεταξύ τής Δημοκρατίας και τής Πύλης μεγάλωνε με κάθε ώρα που περνούσε. Οι Ενετοί πολιτικοί διοικητές (rectors) τής ηπειρωτικής χώρας (τέρρα φέρμα) ήσαν απασχολημένοι με τη συλλογή των επιδοτήσεων που είχε απαιτήσει η Γερουσία (στις 11 Ιουλίου 1499) από την Πάδουα, τη Βιτσέντσα, τη Βερόνα, τη Μπρέσσια, το Μπέργκαμο, την Κρέμα, τη Ραβένα, το Τρεβίζο, το Άζολο, το Ούντινε, το Τσιβιντάλε, το Μπάσσανο και τις άλλες ηπειρωτικές κτήσεις τής Βενετίας, «οι οποίες υπερασπίζονται το χριστιανικό όνομα από την υπουλότητα των απίστων» (laqual defende el nome Christiano da la perfidia de infideli).56

Οι Ενετοί δεν κέρδιζαν πολλά για τα χρήματα που δαπανούσαν. Ο Γκριμάνι απέτυχε να αποτρέψει την είσοδο τού τουρκικού στόλου στον Κορινθιακό κόλπο. Επιστολές από το Λεπάντο στις 14 Αυγούστου (1499) έφερναν στη Βενετία τη θλιβερή είδηση ότι οι Τούρκοι είχαν στρατοπεδεύσει γύρω από την πόλη αν και η μάχη δεν είχε ακόμη αρχίσει.57 Ένας γαλλικός στόλος εικοσιδύο πλοίων, που αποτελείτο κυρίως από σκάφη των Ιωαννιτών, έφτασε στα μέσα Αυγούστου στα ανοιχτά τής Ζακύνθου, με σκοπό να συνδράμει τον ταλαιπωρούμενο Ενετό ναύαρχο.58 Όμως στις 21 Αυγούστου οι πολιορκημένοι στο Λεπάντο μάθαιναν ότι 1.500 γενίτσαροι είχαν φτάσει το προηγούμενο πρωί, για να βοηθήσουν τις προσπάθειες των Τούρκων ναυτικών διοικητών.59 Αν και δεν χρειάζεται να ασχοληθούμε με λιγότερο σημαντικά επεισόδια τού ενετο-τουρκικού αγώνα,60 πρέπει να σημειώσουμε ότι ο Γάλλος καπετάνιος δεν βιαζόταν περισσότερο από τον Γκριμάνι για αποφασιστική σύγκρουση με τον τουρκικό στόλο και στις 29 Αυγούστου (1499) η Ναύπακτος παραδόθηκε στους Τούρκους.61 Ήταν σοβαρό πλήγμα για το ενετικό γόητρο. Ο ανίκανος Γκριμάνι βρέθηκε αμέσως «να τον μισεί πολύ όλος ο κόσμος» (in grandissimo odio a tuta la terra).62 Με απόφαση τής Γερουσίας στις 14 Σεπτεμβρίου απομακρύνθηκε από τη θέση του και την επόμενη μέρα εκλέχτηκε ναυτικός γενικός διοικητής ο Μέλχιορ Τρεβιζάν.63 Η αποστολή τού Τρεβιζάν περιλαμβάνει την ανακοίνωση ότι ο Αλέξανδρος ΣΤ’ είχε μόλις χορηγήσει «πλήρη άφεση αμαρτιών» (plenaria indulgentia de colpa et de pena) καθώς και όλα τα οφέλη τού προσεχούς ιωβηλαίου (τού έτους 1500) σε εκείνους που υπηρετούσαν ή είχαν υπηρετήσει στην ενετική αρμάδα.64 Όσον αφορά τον Γκριμάνι, ύστερα από ανοργάνωτη δίκη στη Βενετία εξορίστηκε στο νησί Κέρσο (Κρες) στον κόλπο Κουαρνέρο μεταξύ Ιστρίας και Δαλματίας (στις 12 Ιουνίου 1500). Παρ’ όλα αυτά ένα διακεκριμένο όνομα υπολογιζόταν πολύ στη λιμνοθάλασσα. Εικοσιένα χρόνια αργότερα (στις 6 Ιουνίου 1521) ο Αντόνιο Γκριμάνι εξελέγη δόγης τής Βενετίας.65 Στο μεταξύ οι Ενετοί έπρεπε να συνεχίσουν τον κακοδιοικούμενο πόλεμό τους με την Τουρκία.

Μερικούς μήνες μετά την τουρκική κατάκτηση τής Ναυπάκτου ο σουλτάνος Βαγιαζήτ Β’ φέρεται να είχε δηλώσει ότι μέχρι τότε οι Ενετοί ήσαν παντρεμένοι με τη θάλασσα, αλλά στο εξής αυτή θα τού ανήκε. Ο Λουδοβίκος ΙΒ’ έλεγε στον απεσταλμένο τής Δημοκρατίας ότι ενώ οι Ενετοί ήσαν σοφοί στις διαβουλεύσεις τους και κατείχαν μεγάλα πλούτη, τούς έλειπε το θάρρος στις πολεμικές συγκρούσεις (tanio timor haveti di la mort), ενώ οι Γάλλοι αναλάμβαναν τις δοκιμασίες τού πολέμου με την αποφασιστικότητα να νικήσουν ή να πεθάνουν. Το βάρος τής ήττας δεν ελαφρυνόταν από την ταπείνωση, ενώ πολύ συχνά στα χρόνια που θα έρχονταν, οι επισκέπτες στη Βενετία που παρακολουθούσαν την κρατική Γιορτή τού Λυτρωτή (Festa de la Sensa), στην οποία ο δόγης παντρευόταν τη θάλασσα, ψιθύριζαν κάτω από την ανάσα τους τους στίχους διακωμώδησης τού Ζοακίμ ντυ Μπελλαί:

Αλλά αυτό που πρέπει να βρεις ότι την κοσμεί καλύτερα

είναι όταν αυτοί οι γέροι κερατάδες παντρεύονται τη θάλασσα.

Σύζυγοι λοιπόν οι Ενετοί και ο Τούρκος μοιχός.66

Όπως έγραφε η Γερουσία στους Ενετούς εκπροσώπους που βρίσκονταν τότε στην αυλή τού Λουδοβίκου ΙΒ’, «Μετά την κατάληψη τής Ναυπάκτου ο φοβερός εχθρός θέλει τώρα να καταλάβει την υπόλοιπη Πελοπόννησο και όλη την Ανατολική Μεσόγειο, όπου επικρατεί μεγίστη ανησυχία. Στο άλλο μέτωπο τεράστια τουρκική δύναμη περισσοτέρων από είκοσι χιλιάδες ιππείς έχει αυτήν την ώρα εισβάλει στην Ιστρία και στο Τσιβιντάλε (Φόρουμ Τζούλιουμ), όπως θα καταλάβετε από τις συνόψεις επιστολών που σάς στέλνουμε». Η Βενετία είχε γίνει «ασπίδα και προπύργιο» τής χριστιανοσύνης, αλλά αν και έκανε το καλύτερο δυνατό, δεν μπορούσε να αντέξει μόνη της ένα τόσο μεγάλο φορτίο. Η Γερουσία είχε παρηγορηθεί πολύ από τη διαβεβαίωση γαλλικής βοήθειας, αλλά η ταχύτητα ήταν απαραίτητη. Στο μεταξύ εγκάρδιας αποδοχής είχε τύχει η ιδέα τού καρδινάλιου ντ’ Αμπουάζ ότι ο Λουδοβίκος ΙΒ’ έπρεπε να γράψει στον Βαγιαζήτ Β” «να απέχει από επίθεση εναντίον μας». Ο Λουδοβίκος είχε ήδη ορίσει απεσταλμένο προς τον Λάντισλας Β’, τον βασιλιά Ουγγαρίας και Βοημίας. Ο Αλέξανδρος ΣΤ’ ετοιμαζόταν επίσης να στείλει νούντσιο στην Ουγγαρία. Οι Ούγγροι μπορούσαν να συμβάλουν στην ελάφρυνση τής πίεσης επί τής Βενετίας, «και εμείς έχουμε πάρει μέτρα, για να στείλουμε τον εκπρόσωπό μας [στην Ουγγαρία] για τον σκοπό αυτόν». Ο Μαξιμιλιανός Α’, ο βασιλιάς των Ρωμαίων, ήταν επίσης σε θέση να βοηθήσει και μια έκκληση έπρεπε να απευθύνεται σε αυτόν. «Μια οικουμενική σταυροφορία είχε κάποτε διακηρυχθεί εναντίον των απίστων κατά την εποχή τού πάπα Ούρμπαν Β’», δήλωνε η Γερουσία, «και ακολούθησαν αυτά τα μέγιστα οφέλη για τη χριστιανοσύνη». Εκείνη την εποχή 300.000 ή περισσότεροι χριστιανοί ξεκίνησαν εκστρατείες εναντίον τού κοινού εχθρού. Τόσοι ή ακόμη και περισσότεροι μπορούσαν τώρα να οργανωθούν για να χτυπήσουν τούς Τούρκους.67 Ένα τέτοιο έγγραφο μπορεί να πάρει τη θέση πολλών, που μπορούν εύκολα να αναφερθούν προκειμένου να τεκμηριωθεί η τρομερή ανησυχία που κατέλαβε τη Γερουσία μετά την ενετική απώλεια τής Ναυπάκτου.

Οι Τούρκοι τώρα έχτισαν τα δίδυμα οχυρά “Ρωμυλίας» (Αντίρριο) και «Μορέως» (Ρίο), τα ερείπια των οποίων φρουρούν ακόμη το στενό τής Ναυπάκτου, τη στενή είσοδο προς τον Κορινθιακό κόλπο. Ενώ στη Βενετία ο ατυχής ναύαρχος Aντόνιο Γκριμάνι σάπιζε στη φυλακή, παρηγορούμενος και υπερασπιζόμενος από τούς πιστούς του γιους (εκ των οποίων ο ένας ήταν ο καρδινάλιος Ντομένικο), οι διπλωμάτες ήσαν απασχολημένοι. Ο Μαξιμιλιανός επιβεβαίωσε την ειρήνη του με τη Βενετία, και «προσφέρθηκε να προχωρήσει εναντίον των Τούρκων». Στις 18-19 Noεμβρίου (1499) Ρώσοι απεσταλμένοι έφτασαν στην πόλη «για να συνάψουν ένωση εναντίον των Τούρκων» (per far ligha contra i Turchi). Οι Ρώσοι είχαν επίσης οδηγίες να πάνε στη Ρώμη και στη Γαλλία για την περαιτέρω επιδίωξη τού ίδιου στόχου. Οι Ενετοί έστειλαν στην Ισταμπούλ τον Αλβίζε Μανέντι, γραμματέα τού Συμβουλίου των Δέκα, για να αναλάβει διαπραγματεύσεις για την αποκατάσταση τής ειρήνης και την επιστροφή τής Ναυπάκτου. Έπρεπε να προχωρήσει με εξαιρετική προσοχή, επειδή γινόταν λόγος στις ευρωπαϊκές αυλές για γενική ένωση εναντίον των Τούρκων.68 Ο Μαλιπιέρο έχει ενσωματώσει στα Χρονικά του μια μακροσκελή αναφορά την οποία έστειλε ο Μανέντι στη Σινιορία, σχετικά με την πορεία και την επακόλουθη αποτυχία τής δύσκολης αποστολής του. Έφτασε στο Χλεμούτσι (Καστέλ Τορνέζε) στις 20 Δεκεμβρίου και στην Πάτρα στις 22 τού μηνός, συνοδευόμενος από δύναμη ιππικού τού Τούρκου διοικητή Αλή πασά, ο οποίος τον υποδέχθηκε πολύ ευγενικά στις 23 το μηνός, εκφράζοντας μεγάλη αγάπη για τη Βενετία και την ειρήνη. Ο Αλή πασάς δήλωσε ότι οι «νεαροί Τούρκοι» (i giovani) στην Πύλη ήθελαν όλοι πόλεμο. Είχαν εκτρέψει την εκστρατεία από τη Ρόδο προς το Λεπάντο. «Έλεγε ότι η Σινιορία γνώριζε ότι οι κακές υπηρεσίες τού δούκα τού Μιλάνου, καθώς και άλλων κακών χριστιανών είχαν υπάρξει η αιτία αυτού τού πολέμου και ο Θεός τον είχε τιμωρήσει και τον είχε κάνει να χάσει το κράτος του»,69 για το οποίο θα έχουμε περισσότερα να πούμε στο κατάλληλο πλαίσιο.

Με ατελείωτες εκδηλώσεις τής φιλίας του για τη Βενετία και τής αφοσίωσής του στην ειρήνη, «γατί όσοι δεν θέλουν την ειρήνη είναι κακοί άνθρωποι», ο Αλή Πασάς έδωσε στον Μανέντι τη δυνατότητα να αγοράσει άλογα, αν και «τα είχε αγοράσει με μεγάλες δαπάνες». Έδωσε επίσης στον Μανέντι τον γραμματέα του ως συνοδεία μέχρι την Αδριανούπολη, αναμφίβολα για να ελέγχει τις δραστηριότητές του και την πρόοδο τής αποστολής του. Στις 27 Δεκεμβρίου ο Μανέντι βρισκόταν στη Ναύπακτο (Λεπάντο). Έφτασε στην Αδριανούπολη στις 17 Φεβρουαρίου (1500), έχοντας δει συνεχείς αποδείξεις των τουρκικών στρατιωτικών και ναυτικών προετοιμασιών για την προσεχή περίοδο εκστρατειών. Στις 22 Φεβρουαρίου έγινε δεκτός στην τουρκική αυλή (ο σουλτάνος βρισκόταν στην Αδριανούπολη). Υποβάλλοντας τις διαπιστευτήριες επιστολές τού και αποδίδοντας στους οικοδεσπότες του τις συνηθισμένες φιλοφρονήσεις, ο Μανέντι μίλησε στη συνέχεια για την ενετική αγάπη προς τον Άρχοντα Τούρκο (Signor Turco) και τη μακροχρονίως συνεχιζόμενη καλοπιστία τής Δημοκρατίας προς την Πύλη. Κατά τη διάρκεια όλων των τελευταίων ετών τού Τζεμ σουλτάνου, από τη διαμονή του στο Κάιρο μέχρι τη φυλάκισή του στη Ρώμη, η Βενετία «δεν είχε ποτέ προσπαθήσει να κινηθεί εναντίον τής Εξοχότητάς του και ήθελε πάντα φιλία και ειρήνη μαζί του περισσότερο από κάθε άλλον ηγεμόνα στον κόσμο». Ο Μανέντι ζήτησε την επιστροφή τής Ναυπάκτου, η οποία ως εμπορικό κέντρο υπό ενετική διοίκηση θα ήταν πιο προσοδοφόρα για τον σουλτάνο, απ’ ό,τι αν την κατείχε στα δικά του χέρια. Κατηγόρησε τον πόλεμο εναντίον τού Λοντοβίκο Μόρο, τον οποίον ο Θεός είχε τιμωρήσει με την απώλεια τού Μιλάνου, ενώ έκανε έκκληση στους πασάδες «να υποστηρίξουν το δίκαιο αίτημά μου, πράγμα που σημαίνει ειρήνη για τούς άρχοντες και τούς λαούς που ζουν μέσα σε δύο χιλιάδες μίλια εδάφους».

Ένας από τούς πασάδες τού απάντησε ότι υπεύθυνη για τον πόλεμο ήταν η Βενετία, επειδή οι υπήκοοι τής Δημοκρατίας στην Αλβανία και τον Μοριά ήσαν συνεχώς ένοχοι για κλοπές και φόνους προς σοβαρή ζημία των υπηκόων τής Πύλης, «ενώ έχουμε γράψει στη Σινιορία να τούς τιμωρήσει, αλλά δεν το έκανε ποτέ». Οι Ενετοί δεν είχαν εκτιμήσει την ευλογία των ετών ειρήνης με την Πύλη, παρά το γεγονός ότι στηριζόμενοι σε αυτή την ειρήνη είχαν κατορθώσει να νικήσουν τούς εχθρούς τους, να αποκτήσουν την Κύπρο, εδάφη στην Απουλία και την Κρεμόνα και άλλες περιοχές στη Λομβαρδία. Οι άλλοι πασάδες συμφώνησαν με τον ομιλητή. Ένιωθαν έκπληξη που ο Μανέντι τολμούσε να ζητήσει την επιστροφή τής Ναυπάκτου. Κανένας εφ’ όσον ήθελε τη ζωή του δεν θα τολμούσε να το προτείνει στον σουλτάνο, ο οποίος είχε «αποφασίσει να έχει τη θάλασσα ως σύνορό του με τη Σινιορία». Όσο για τον Λοντοβίκο Μόρο, αυτός δεν είχε καμία επίδραση στην απόφαση τού σουλτάνου να επιτεθεί στις κτήσεις τής Σινιορίας, αλλά επίδραση είχαν «μάλλον οι λόγοι που έχουν αναφερθεί». Ο Μανέντι διαμαρτυρήθηκε ήπια, διαλέγοντας τα λόγια του, ότι η κυβέρνησή του δεν γνώριζε τίποτε για τούς εικαζόμενους φόνους και κλοπές… Οι Τούρκοι είπαν λίγα ακόμη: «Πρέσβη, σάς ακούσαμε ελεύθερα και σάς είπαμε τις προθέσεις τού σουλτάνου. Αύριο θα τού πούμε όλα όσα είπατε και τη Δευτέρα θα σάς δώσει την απάντησή του». Στη συνέχεια ο Μανέντι επέστρεψε στο κατάλυμά του.

Την Δευτέρα 24 Φεβρουαρίου ο Μανέντι κλήθηκε πάλι στην Πύλη. Ο εκπρόσωπος των πασάδων είπε ότι ο σουλτάνος παρέμενε αποφασισμένος να κάνει τη θάλασσα διαχωριστική γραμμή μεταξύ τουρκικών και ενετικών εδαφών. Οι πασάδες δήλωναν όμως ότι είχαν όλοι προτρέψει τον σουλτάνο να κάνει ειρήνη με τη Βενετία, «η οποία όλοι γνωρίζουμε ότι έχει υπάρξει καλή και πιστή φίλη τού κυρίου τους, την εποχή τού σουλτάνου Τζεμ, καθώς και σε άλλες στιγμές…». Το αντίτιμο τής ειρήνης θα ήταν η παράδοση στην Πύλη των οχυρωμένων πόλεων τού Ναυπλίου, τής Μεθώνης, τής Κορώνης και τής Μονεμβασίας, καθώς και ετήσιο δώρο 10.000 δουκάτων στον σουλτάνο, «όπως δινόταν στον πατέρα του». Οι Τούρκοι θα έστελναν απεσταλμένο (schiavo) στη Βενετία μαζί με τον Μανέντι, για να φέρει πίσω την απάντηση τής Σινιορίας. Αν οι Ενετοί επιθυμούσαν να κάνουν ειρήνη με αυτούς τούς όρους, έπρεπε να στείλουν πρεσβευτή τους στην Πύλη. «Αν όχι, ο Θεός θα έκανε το θέλημά του, ενώ [είπαν] έπρεπε να φύγουμε αμέσως, γιατί το θέμα δεν σήκωνε καμία καθυστέρηση».

Ο Mανέντι απάντησε ότι αυτές ήσαν βαριές απαιτήσεις. Η Βενετία δεν θα μπορούσε να τις αποδεχθεί. Δεν μπορούσε ποτέ να φανταστεί ότι θα εκφραζόταν τέτοια απαίτηση. Οι πασάδες δήλωσαν ότι δεν είχε νόημα περαιτέρω συζήτηση. Στις 26 Φεβρουαρίου ο Μανέντι πήρε μια χρυσοποίκιλτη εσθήτα ως δώρο από τον σουλτάνο και την επόμενη μέρα κάλεσε τον επικεφαλής πασά για περαιτέρω σύντομη ανταλλαγή απόψεων και για να τον αποχαιρετίσει. Ο Τούρκος ήταν τόσο ανυπάκουος, όπως και πριν: «Νομίζω ότι είχε ενημερωθεί από τούς Φλωρεντινούς, τούς καλούς φίλους μας…». Ο σουλτάνος θα ξεκινούσε την εκστρατεία του τον Απρίλιο, ενώ ήταν ευρέως γνωστό ότι ο ίδιος είχε ορκιστεί να βαδίσει εναντίον τού Ναυπλίου, τής Μεθώνης, τής Κορώνης και τής Μονεμβασίας. Ο Μανέντι συγκέντρωσε διάφορες φήμες και πληροφορίες στην Αδριανούπολη: Ο βασιλιάς τής Γαλλίας στην πραγματικότητα δεν ήταν ευνοϊκά διακείμενος απέναντι στη Βενετία. Ένας απεσταλμένος τού Mαξιμιλιανού και τού Λοντοβίκο Μόρο είχε φτάσει στην Τουρκία. Ο σουλτάνος είχε στείλει στρατιωτική αποστολή στην Ουγγαρία «για να διατηρήσει εκείνον τον βασιλιά σε ειρήνη μαζί του» και ούτω καθεξής. «Ο πρώτος πασάς σχεδιάζει επίθεση [impresa] στον Μοριά. Ο δεύτερος στην Κύπρο. Ο τρίτος στο νησί τής Σικελίας. Ο τέταρτος στο βασίλειο τής Νάπολης. Ο πέμπτος στο Φριούλι και ζητά άνδρες, ενώ υπόσχεται να προελάσει μέχρι τη Λομβαρδία».70

Ο Mανέντι ίσως δεν είχε άδικο ότι οι καλοί φίλοι (buoni amici) τής Γαληνοτάτης, oι Φλωρεντινοί, ενημέρωναν, ακόμη και συμβούλευαν τον σουλτάνο. Πολλά έγγραφα μαρτυρούν τις στενές και φιλικές σχέσεις που καλλιεργούνταν τότε μεταξύ τής πόλης στον Άρνο και εκείνης στον Βόσπορο. Τον Φεβρουάριο τού 1499 οι Φλωρεντινοί ετοιμάζονταν να στείλουν τον Γκέρι Ρισαλίτι ως ειδικό απεσταλμένο στην Ισταμπούλ, «ανανεώνοντας την αρχαία φιλία» (renovare la antiqua amicitia), για να ζητήσει επιβεβαίωση των προνομίων και των απαλλαγών που τούς είχαν χορηγηθεί κατά το παρελθόν και να ευχαριστήσει την οθωμανική μεγαλειότητά του για την καλή μεταχείριση που επιφύλασσε πάντοτε στους Φλωρεντινούς. Επρόκειτο να υποβάλει αίτημα για την πλήρη διατήρηση των εμπορικών δικαιωμάτων που απολάμβαναν οι Φλωρεντινοί στο τουρκικό έδαφος «εδώ και πολλά χρόνια». Το κείμενο τής αποστολής Ρισαλίτι είναι γεμάτο επαίνους για τον πατέρα τού Βαγιαζήτ, τον Μωάμεθ Πορθητή, «ηγεμόνα αθάνατης μνήμης» (principe di immortal memoria). H φλωρεντινή κυβέρνηση ήθελε την ελεύθερη και ασφαλή διακίνηση εμπόρων και εμπορευμάτων στις κτήσεις τού σουλτάνου, ενώ, υπενθυμίζοντας στον Ρισαλίτι ότι φιλόνικοι Φλωρεντινοί είχαν συχνά προκαλέσει «ντροπή σε ολόκληρο το έθνος μας» (infamia a tucta la natione nostra), η κυβέρνηση ήθελε από αυτόν να ενώσει τα μέλη τής αποικίας τής Τοσκάνης στην Ισταμπούλ με πιο στενούς δεσμούς φιλίας μεταξύ τους. Δεδομένου ότι παραδόξως τα φλωρεντινά αρχεία δεν περιείχαν αντίγραφο των «συμφωνιών, προνομίων και απαλλαγών», την επιβεβαίωση των οποίων έπρεπε να ζητήσει ο Ρισαλίτι, θα έφτιαχνε αντίγραφο στην Ισταμπούλ, γραμμένο από καλλιγραφικό χέρι σε χαρτί καλής ποιότητας, «επικυρωμένο κατά τα έθιμα τής χώρας σε δύο γλώσσες (nell’ una lingua et l’altra) ή τουλάχιστον στα ελληνικά», το οποίο θα έφερνε πίσω μαζί του επιστρέφοντας στη Φλωρεντία. Ο Ρισαλίτι ξεκίνησε για την Ισταμπούλ στις 9 Μαΐου (1499), καθώς ο Βαγιαζήτ ξεκινούσε την εκστρατεία του στη Ναύπακτο.71 Ένα χρόνο αργότερα, καθώς ο Βαγιαζήτ εγκαινίαζε νέα σταδιοδρομία κατακτήσεων, η Φλωρεντινή Σινιορία τού έστελνε εγκάρδιες ευχαριστίες για την ευγενική υποδοχή τού Ρισαλίτι και για την ευνοϊκή αντιμετώπιση των αιτημάτων τους.72

Στις αρχές Απριλίου 1500 ο Αλβίζε Μανέντι ήταν πίσω στη Βενετία, όπου έκανε την αναφορά του στη Γερουσία.73 Οι τουρκικές προετοιμασίες τις οποίες είχε σημειώσει κατά το μακρύ ταξίδι του από τη Ναύπακτο στην Αδριανούπολη δεν ήσαν χωρίς προφανή σκοπό. Από τον Μάιο άρχισαν οι φήμες και οι αναφορές για την προέλαση τού σουλτάνου.74 Ο ίδιος ο Βαγιαζήτ ήταν επικεφαλής μεγάλου στρατού στον Μοριά. Σε αυτή την κρίσιμη καμπή αρρώστησε ο Ενετός ναυτικός γενικός διοικητής Μέλχιορ (ή Mάρκιο) Tρεβιζάν και στις 28 Ιουλίου (1500), διορίστηκε διάδοχός του ο Μπενεντέττο Πέζαρο.75 Οι Ενετοί κατέβαλαν μεγάλες προσπάθειες για να στείλουν άνδρες και προμήθειες στην Κέρκυρα, στη Μεθώνη, την Κορώνη και το Ναύπλιο. Η Μεθώνη, το ένα από τα «μάτια τής Δημοκρατίας», αποδείχτηκε ότι ήταν ο στόχος τού σουλτάνου. Στις 17 Αυγούστου (1500) ο Δον Γκονσάλβο Φερνάντο ντε Κόρδοβα, ο «μεγάλος καπετάνιος», πρόσφερε τον ισπανικό στόλο στους Ενετούς, «σε βοήθεια τής Μεθώνης και των άλλων δικών μας τόπων στην Ανατολική Μεσόγειο» (in socorso de Modon et altri luochi nostri de Levante).76 Αλλά ύστερα από πολιορκία έξι εβδομάδων οι γενίτσαροι είχαν κάνει τυχερή επίθεση στα κλυδωνιζόμενα τείχη τού διάσημου λιμανιού, καταλαμβάνοντας τη Μεθώνη στις 9 Αυγούστου (1500) ακριβώς τη στιγμή που έμπαιναν στο λιμάνι προμήθειες και ενισχύσεις.77 Τώρα παραδίνονταν το Ναυαρίνο, ακόμη και η Κορώνη. Από αυτή την τρομερή καταστροφή η ενετική δύναμη στον Μοριά δεν μπόρεσε να ανακάμψει.

Η Δημοκρατία τώρα κρατούσε στον Μοριά μόνο το κάστρο τής Μονεμβασίας και εκείνα τού Ναυπλίου, καθώς και τις εξαρτήσεις αυτής τής πόλης, το Καστρί και το Θερμίσι στην ηπειρωτική χώρα, απέναντι από το άγονο νησί τής Ύδρας. Ο τουρκικός πόλεμος συνεχιζόταν. Κατά τα έτη 1500-1501 λίγοι γάμοι έγιναν στη Βενετία. Το εμπόριο είχε σημειώσει πτώση και η απασχόληση είχε μειωθεί. Τράπεζες χρεωκοπούσαν, ενώ ήσαν τυχεροί εκείνοι που γνώριζαν από πού θα ερχόταν το αυριανό ψωμί.78 Με τη βοήθεια τού ισπανικού στόλου υπό τον Γκονσάλβο ντε Κόρδοβα, ο Ενετός ναυτικός γενικός διοικητής Μπενεντέττο Πέζαρο πολιόρκησε και πήρε το κάστρο τού Αγίου Γεωργίου, την πρωτεύουσα και κυρίαρχη θέση στο νησί τής Κεφαλονιάς (στις 24 Δεκεμβρίου 1500 ),79 ενώ μετά την επιστροφή τού Γκονσάλβο στη Σικελία ο γενικός διοικητής, επικουρούμενος από δεκατρείς παπικές γαλέρες (υπό τις διαταγές τού εξαδέλφου του Τζάκοπο Πέζαρο), κατέλαβε τη Λευκάδα (Σάντα Μάουρα) στις 30 Αυγούστου 1502. Ο τάφος τού Μπενεντέττο στην εκκλησία τού Κράρι στη Βενετία υπενθυμίζει ακόμη αυτά τα κατορθώματα, στα οποία θα επανέλθουμε αργότερα. Όμως οι Ενετοί θα υποχρεώνονταν να παραδώσουν τη Λευκάδα στους Τούρκους, όταν τελικά έγινε αποδεκτή η ειρήνη από τον σουλτάνο στην Ισταμπούλ στις 13-19 Δεκεμβρίου 1502 και επικυρώθηκε από τον δόγη τής Βενετίας στις 20 Μαΐου 1503.80 Μεταξύ των διαφόρων άλλων όρων, που εγγυούνταν την επανάληψη τού ελεύθερου εμπορίου και την αμοιβαία επιστροφή των κρατουμένων και των δραπετών σκλάβων, οι Ενετοί θα συμφωνούσαν να συνεχίσουν να καταβάλλουν ετήσιο φόρο πεντακοσίων δουκάτων για τη Ζάκυνθο (Ζάντε).81 Αυτά τα χρόνια τα θυμούνταν πολύ στη λιμνοθάλασσα, αφού σηματοδοτούσαν την πρώτη μεγάλη παρακμή τής μειούμενης ισχύος τής Δημοκρατίας.

Κατά τη διάρκεια αυτής τής περιόδου προβλημάτων για τη Βενετία, ο Αλέξανδρος ΣΤ’ δεν είχε παραμείνει απολύτως αδρανής για τα χριστιανικά συμφέροντα στην Ανατολική Μεσόγειο. Στις αρχές φθινοπώρου τού 1499 είχε ζητήσει από τούς Ευρωπαίους ηγεμόνες να στείλουν απεσταλμένους σε διάσκεψη, που θα συγκαλούνταν στη Ρώμη τον επόμενο Μάρτιο, για να ξεκινήσει σταυροφορία. Αλλά υπήρχαν πολλοί που πίστευαν ότι ο ιδιοτελής πάπας ενδιαφερόταν μόνο για την προώθηση των συμφερόντων τού οίκου των Bοργία. Υπήρξε μικρή ανταπόκριση στην πρόσκλησή του, η οποία επαναλήφθηκε στις αρχές Φεβρουαρίου 1500. Ένα σημείωμα με ημερομηνία στις 3 τού μηνός και απευθυνόμενο, μεταξύ άλλων, στους Φλωρεντινούς προειδοποιούσε για τις πρόσφατες τουρκικές λεηλασίες (στον Μοριά και στην Ουγγαρία), και για την κατάληψη τής Ναυπάκτου, καθώς και για τις προετοιμασίες των Τούρκων στη στεριά και στη θάλασσα, για να ανανεώσουν τον πόλεμο την άνοιξη. Ο πάπας ήταν βέβαιοι ότι οι ηγεμόνες θα ανταποκρίνονταν «pro rei magnitudine que omnes langit» και υποστηρίζοντας ότι έχει λάβει σειρά από ενθουσιώδεις απαντήσεις, ζητούσε να σταλούν στη Ρώμη Φλωρεντινοί απεσταλμένοι, με πλήρη και επαρκή εξουσιοδότηση «για τη σύναψη και παροχή όλων όσα απαιτούνται, για αυτή την τόσο ιερή και αναγκαία εκστρατεία».82

Στις 24 Φεβρουαρίου (1500) ένας Τούρκος απεσταλμένος ίππευε μέσα από τούς δρόμους τής Ρώμης προς το αποστολικό ανάκτορο, για ακρόαση από τον πάπα. Συνοδευόταν από τον Ενετό πρέσβη. Ο περίεργος τελετάρχης Γιόχαν Μπούρχαρτ ήξερε ότι κάτι συνέβαινε, αλλά προφανώς δεν είχε αποκτήσει πληροφορίες για την αποστολή τού Τούρκου. Ο Ραϋμόν Περάουντι, ο καρδινάλιος τής Γκουρκ, πιστεύοντας ότι η παρουσία τού απεσταλμένου στη Ρώμη προμήνυε προσπάθεια εκ μέρους τού σουλτάνου να αποτρέψει το κήρυγμα τής σταυροφορίας, άφησε ξαφνικά τη λεγατινή του αποστολή στην Περούτζια και έσπευσε πίσω στην παπική κούρτη. Έφτασε στη Ρώμη στις 6 Μαρτίου «χωρίς την άδεια τού πάπα, όπως καταλαβαίνω», λέει ο Μπούρχαρτ.83 Στις 11 τού μηνός ο πάπας συγκάλεσε μυστικό εκκλησιαστικό συμβούλιο, στο οποίο κάλεσε όλους τούς πρεσβευτές των χριστιανικών δυνάμεων. Ήρθαν στο εκκλησιαστικό συμβούλιο εκπρόσωποι τού Μαξιμιλιανού, τού Λουδοβίκου ΙΒ’, τού Ερρίκου Ζ’ τής Αγγλίας, τού Φεντερίγο τής Νάπολης και τού Φερδινάνδου τής Αραγωνίας, καθώς και εκείνοι τής Βενετίας, τής Σαβοΐας και τής Φλωρεντίας. Ο πάπας μίλησε για τον κίνδυνο που απειλούσε τη χριστιανοσύνη και είπε ότι τον Οκτώβριο τού 1499 είχε γράψει σε όλους τούς βασιλιάδες και ηγεμόνες τής Ευρώπης, ζητώντας τους να στείλουν απεσταλμένους με οδηγίες «για να διαβουλευθούν και να προβλέψουν για τη χριστιανική αναγκαιότητα» (ad consulendum et providendum necessitati Christiane). Όταν δεν απάντησε κανείς, εξέδωσε και πάλι την προειδοποίησή του. Ο Μπούρχαρτ κατάλαβε ότι κάποιος δήλωσε στο εκκλησιαστικό συμβούλιο, ότι έπρεπε να εγκαθιδρυθεί ειρήνη και ομόνοια μεταξύ των ηγεμόνων πριν μπορέσουν να ασχοληθούν κατάλληλα με το τουρκικό πρόβλημα. Ο πάπας είχε επαινέσει ιδιαίτερα τούς Ενετούς, οι οποίοι κρατούσαν τούς Τούρκους σε απόσταση, καθώς και την ισπανική κυβέρνηση, αλλά ήταν απογοητευμένος από τη γερμανική, τη γαλλική και τη ναπολιτάνικη ανταπόκριση στην έκκλησή του.84

Λίγο πριν το μυστικό εκκλησιαστικό συμβούλιο τής 11ης Μαρτίου (1500), ο Αλέξανδρος ΣΤ’ είχε ζητήσει από τον Στέφανο Ταλεάτσι, κατ’ όνομα αρχιεπίσκοπο Πάτρας και επίσκοπο τού ενετικού Τορτσέλλο, να προετοιμάσει εγγράφως αυτά που θα ονομάζονταν σήμερα έγγραφα εργασίας για μια εκστρατεία κατά των Τούρκων. Ο Ταλεάτσι έγραψε τρεις σταυροφορικές πραγματείες, αλλά δεν είναι σαφές αν είχαν ιδιαίτερη αξία για την παπική κούρτη. Στην πρώτη πραγματεία, που ονομάζεται «Περίληψη σκέψεων για την εκστρατεία κατά των Τούρκων» (Summarium de considerationibus pro expeditione contra Turcos), διερευνούσε συνοπτικά εικοσιτρείς «εκτιμήσεις» σχετικές με τη σταυροφορία, αλλά το έργο είναι τόσο γενικό, ώστε να έχει ελάχιστα περισσότερη από προτρεπτική αξία για εκείνον που το διαβάζει, ενώ είναι αρκετά παραπλανητικό, αφού υποθέτει ότι οι Τούρκοι είχαν πυρομαχικά και εξοπλισμό που επαρκούσαν για στρατό 300.000 μαχητών. Όμως η έρευνα τού Ταλεάτσι για την πολιτική και τις εχθροπραξίες τής εποχής αποκαλύπτει γνώση καθώς και κάποια σοβαρή σκέψη σχετικά με τα προβλήματα των επιμέρους κρατών, αλλά ο ρητορικός ισχυρισμός ότι η σταυροφορία απαιτούσε μια δεκαετία ειρήνης στην Ευρώπη, καθώς και την ένωση των πιστών, ήταν απίθανο να αποδεικνυόταν χρήσιμη για τον πάπα και τούς συμβούλους του. Μάλιστα όλη η πραγματεία μάς θυμίζει εκείνο το είδος τής αντι-τουρκικής λογοτεχνικής άσκησης, στην οποία παραπέμπει με γέλιο ο Έρασμος στην εισαγωγή του στο «Μωρίας Εγκώμιον».85

Η δεύτερη πραγματεία τού Ταλεάτσι, που ονομάζεται «Γενική διακήρυξη» (Declaratio generallis), ξεκινά με μια κάπως εσφαλμένη ιστορική περιγραφή των Σταυροφοριών και στη συνέχεια προσπαθεί να αξιολογήσει τη στρατιωτική δύναμη τής Οθωμανικής αυτοκρατορίας. Το ανθρώπινο δυναμικό τού σουλτάνου χωρίζεται σε τέσσερις κατηγορίες: 1) σε 60.000 κατόχους μικρών φέουδων ή τιμαρίων «τους οποίους στη δική τους γλώσσα ονομάζουν “τιμαριώτες” αλλά στη δική μας φρουρούς» (quo[s] sua lingua “Timatos” vocant, nos autem armigeros), οι οποίοι πριν μερικά χρόνια (λέει ο Ταλεάτσι) είχαν διαταχθεί να εξοπλιστούν σαν δυτικοί τοξότες, 2) σε 80.000 άτακτους ιππείς ή ακιντζή, «τους οποίους “ακιντζή” ονομάζουν ιππείς» (quos “Acanzeos” vocant equestres), οι οποίοι, όπως και οι τιμαριώτες, λεγόταν ότι υπηρετούσαν χωρίς πληρωμή, 3) σε 10.000 έως 15.000 γενίτσαρους, που ήσαν γνωστοί ως το ελίτ πεζικό τού σουλτάνου, και 4) σε 40.000 με 50.000 ναύτες, «τους οποίους [“αζάπηδες”] οι στρατιώτες μας ονομάζουν κοινώς αφανιστές ή cernedas» (quos [“Asapos”] nos ferentarios, vulgo vastatores vel cernedas vocamus),86 οι οποίοι διατηρούνταν σε κατάσταση ετοιμότητας με δαπάνες των επαρχιών (ή βιλαετιών). Λεγόταν ότι οι Τούρκοι είχαν σκοτώσει 40.000 χριστιανούς κατά τη διάρκεια των δύο τελευταίων ετών. Όταν θα ξεκινούσε η χριστιανική επίθεση θα παίρνονταν φυσικά λάφυρα και ο Ταλεάτσι είχε τη γνώμη ότι «όλα τα πράγματα που θα παρθούν πρέπει να παραμείνουν στα χέρια τής Αποστολικής Έδρας … και να διανεμηθούν αργότερα». Θα χρειάζονταν πολλά χρήματα για την υποστήριξη τού χριστιανικού στρατεύματος. Φόρος τριακοστής έπρεπε να επιβληθεί στους λαϊκούς, δύο φόροι δεκάτης επί τού «εξαντλημένου» ιταλικού κλήρου και ένας τρίτος φόρος δεκάτης επί τού «υπερορείου» (ουλτραμοντάνε) κλήρου, «ειδικά των εκκλησιών που έχουν μεγάλα έσοδα». Κανένας όμως δεν θα εξαναγκαζόταν. Θα γινόταν προσπάθεια να συμφωνήσουν όλοι με ήρεμη πειθώ. «Θέλησα βιαστικά να σημειώσω αυτά τα λίγα πράγματα σήμερα», καταλήγει ο Ταλεάτσι, «παρά την κάποια σωματική αδιαθεσία, προκειμένου να ικανοποιήσω την αγωνία που νιώθω στην καρδιά μου και να ανταποκριθώ στις επιθυμίες τής Αγιότητάς σας, ενώπιον τής οποίας παρουσιάστηκα ταπεινά».87

Η τρίτη ενδελεχής μελέτη τού Ταλεάτσι τιτλοφορείται «Διακήρυξη περισσότερο συγκεκριμένη» (Declaratio magis particularis) και ο ίδιος αναφέρεται ως εξής στο περιεχόμενό της:

Δεδομένου ότι … έχω πει αρκετά για τη δύναμη τού Τούρκου, ας έρθουμε πρώτα τώρα στον στρατό που χρειαζόμαστε για μια τέτοια επίθεση [εναντίον του]. Δεύτερον, [ας μιλήσουμε] για τα αναγκαία κονδύλια για τη συντήρηση τού στρατού κάθε χρόνο για δέκα τουλάχιστον χρόνια, αλλιώς θα ήταν καλύτερα να σταματήσουμε να σχεδιάζουμε, αλλά να προσπαθήσουμε μια τόσο μεγάλη επιχείρηση για ένα ή δύο χρόνια. Τρίτον, θα εξετάσουμε τούς τρόπους συγκέντρωσης πόρων και, τέταρτον, θα εξετάσουμε τη διεξαγωγή τού πολέμου, από ποιους και με ποιόν τρόπο [οι στόχοι μας] μπορεί καλύτερα και πιο εύκολα [να επιτευχθούν].

Ο Ταλεάτσι παρέχει στη συνέχεια μάλλον τυχαίο κατάλογο τού προσωπικού και των υλικών που θεωρούσε απαραίτητα για τη σταυροφορία: Δέκα χειριστές κανονιών, καθένας με μισθό 8-10 δουκάτα τον μήνα, δέκα γιατροί προς 10 δουκάτα, είκοσι χειρουργοί προς 7 δουκάτα, φαρμακοποιοί, σκαπανείς, τεχνίτες, σιδεράδες, αρτοποιοί, ράφτες και σαγματοποιοί, καθώς και εκατό γυναίκες για το πλύσιμο των ρούχων. Φυσικά επίσης βαρύ και ελαφρύτερο πυροβολικό, πυρομαχικά, μέσα μεταφοράς, όπλα, εργαλεία, καλάθια, άλογα έλξης, σιτάρι, κρέας, κρασί, σανός, ζωοτροφές και ούτω καθεξής. Είχε κατά νου στρατό περισσοτέρων από 50.000 άνδρες, που κόστιζε εκατοντάδες χιλιάδες δουκάτα και πίστευε ότι ο στρατός του μπορούσε καλύτερα να μπει στην Τουρκία μέσω Αλβανίας, αφού θα μπορούσε να διασχίσει την Αδριατική από το Μπρίντιζι, το Οτράντο, το Μπάρι ή την Αγκώνα. Ήταν επίσης εφικτή χερσαία προσέγγιση μέσω Κροατίας και Σερβίας. Ένας μεγάλος στόλος γαλερών, πλοίων μεταφοράς και άλλων πλοίων αποτελούσε αναγκαίο συμπλήρωμα των χερσαίων δυνάμεων που είχε στο μυαλό του ο Ταλεάτσι.

Αν και οι πραγματείες τού Ταλεάτσι έχουν περισσότερο την οσμή τής λάμπας βιβλιοθήκης παρά τις φωτιάς τού στρατοπέδου, η ειλικρίνεια των προσπαθειών του και η αφοσίωσή του στο σταυροφορικό ιδανικό είναι αρκετά εμφανής. Η εντιμότητά του είναι επίσης αναζωογονητική:

Για να ξεκινήσει η σταυροφορία και να διατηρηθεί … νομίζω ότι, παίρνοντας υπόψη την κακή γνώμη που έχουν άλλα έθνη για εμάς, λόγω των κεφαλαίων που συγκεντρώθηκαν μέχρι στιγμής μάταια και διοχετεύτηκαν σε άλλες χρήσεις, η Αγιότητά σας πρέπει να παραχωρήσει τούς φόρους δεκάτης και τις προσφορές που θα συγκεντρωθούν …. Έτσι οι ηγεμόνες, οι πόλεις και οι άνθρωποι θα είναι σίγουροι για τον αληθινό σκοπό και την καλή πρόθεση τής Αποστολικής Έδρας, θα προσεγγίσουν πιο πρόθυμα όλα τα καθήκοντα, ενώ εμείς οι ίδιοι θα απελευθερωθούμε από εργασία, καθώς και από την καχυποψία.

Ο Tαλεάτσι πρόσθετε στην τρίτη πραγματεία του την ελπίδα ότι τα στοιχεία που είχε συλλέξει και οι σκέψεις του θα είχαν ίσως κάποια χρησιμότητα για τον πάπα, καθώς και την αναγνώριση τής προσωπικής του υποψίας, ότι τίποτε δεν επρόκειτο πραγματικά να γίνει (suspitio quod nihil fiel) για να ξεκινήσει η σταυροφορία.88

Αναμένονταν πάντοτε με αγωνία νέα από την Ουγγαρία, γιατί ο μεγάλος φόβος ήταν ότι οι Ούγγροι θα κατέληγαν σε συμφωνία με τον σουλτάνο, ο οποίος είχε στείλει απεσταλμένο στη Βούδα. Είχαν πει στους Ενετούς απεσταλμένους στην ουγγρική αυλή ότι θα ήταν καλή ιδέα αν ο βασιλιάς Mαξιμιλιανός ενωνόταν με τον Λουδοβίκο ΙΒ’ εναντίον των Τούρκων.

Είχαν επίσης μάθει ότι οι Ούγγροι βαρώνοι ήσαν αρκετά πρόθυμοι να πολεμήσουν, αλλά οι ιεράρχες προτιμούσαν ειρήνη, επειδή θα κατέληγαν πιθανώς πληρώνοντας δυσανάλογα μεγάλο μερίδιο τού κόστους τού πολέμου.89 Η Ενετική Γερουσία εργάστηκε σκληρά για να στρατολογήσει τη βοήθεια τού Ιωάννη Αλβέρτου, τού βασιλιά τής Πολωνίας, καθώς και εκείνη τού αδελφού του, τού Λάντισλας Β’ τής Ουγγαρίας και Βοημίας, επιδιώκοντας να συγκροτήσει μαζί τους «συνομοσπονδία και ένωση» εναντίον των αχαρακτήριστων Τούρκων.90 Η απάντηση τού Λάντισλας ήταν ενθαρρυντική, γιατί ανακοίνωσε αμέσως ότι ο ίδιος δεν θα έκανε καμία νέα εκεχειρία (induciae), ούτε θα κατέληγε σε οποιαδήποτε άλλη συμφωνία (intelligentia) με τούς Τούρκους, που δεν θα περιλάμβανε τη Βενετία, και «αυτό εμείς είμαστε βέβαια ιδιαιτέρως ευγνώμονες που το ακούμε!»91

Η πτώση τής Ναυπάκτου είχε δραματοποιήσει τον τουρκικό κίνδυνο. Ακόμη και ο Ερρίκος Ζ’ τής Αγγλίας έδειχνε ιδιαίτερα προβληματισμένος και στις 7 Απριλίου 1500 έγραφε εκτενώς στον Λουδοβίκο ΙΒ’ για τις μεγάλες τουρκικές ναυτικές προετοιμασίες, οι οποίες, όπως τον είχε πληροφορήσει ο Λουδοβίκος, επρόκειτο να χρησιμοποιηθούν πολύ σύντομα εναντίον τής Ιταλίας, «πράγμα που θα προκαλέσει τεράστιο τρόμο σε όλη τη χριστιανοσύνη…». Ο Ερρίκος συμφωνούσε ολόκαρδα με το «αγαπητό και πολυαγαπημένο αδελφό και εξάδελφο» για την ανάγκη να αποκρουστεί η τουρκική αρμάδα, αλλά η Αγγλία ήταν τόσο μακριά από τούς ναυτικούς στόχους τού σουλτάνου, ώστε ο βασιλιάς και το συμβούλιό του δεν εύρισκαν πρακτικό τρόπο για να βοηθήσουν στην απώθηση των Τούρκων, πράγμα που ασφαλώς ήθελαν να κάνουν.92 Όμως ο Αλέξανδρος ΣΤ’ θα βρισκόταν στη γραμμή τού πυρός αν οι Τούρκοι πραγματικά σχεδίαζαν να επιτεθούν στην Ιταλία, όπως είχαν κάνει πριν από είκοσι χρόνια. Στις αρχές Μαΐου (1500) πρότεινε σε εκκλησιαστικό συμβούλιο την επιβολή σταυροφορικού φόρου δεκάτης στον κλήρο τής Γαλλίας, τής Γερμανίας, τής Ουγγαρίας και αλλού, για χρήση κατά των Τούρκων. Θα περιλαμβάνονταν και οι καρδινάλιοι, ενώ «και ο ίδιος ο πάπας θα ήταν ο πρώτος» (e lui papa vol esser il primo). Οι καρδινάλιοι δεν ενθουσιάστηκαν που θα πλήρωναν φόρο δεκάτης, αλλά ο πάπας επέμενε. Ήθελε επίσης να στείλει καρδινάλιο-λεγάτο στην Ουγγαρία, να ενώσει τις ιταλικές δυνάμεις και να κάνει οτιδήποτε άλλο θα καθιστούσε εφικτή την εκστρατεία εναντίον των Τούρκων.93

Ο Αλέξανδρος είχε ήδη επιβάλει εισφορά εικοστής επί τής περιουσίας των Εβραίων (στις 4 Φεβρουαρίου 1500), καθώς και φόρο δεκάτης στο εισόδημα τού κλήρου, όπου και οι δύο αυτές επιβολές έπρεπε να καταβάλλονται επί τρία χρόνια.94 Την 1η Ιουνίου ο Αλέξανδρος εξέδωσε τη σταυροφορική βούλλα «Quamvis ad amplianda» (Για τη μεγαλύτερη δυνατή ενίσχυση), στην οποία επιτίθετο στους Τούρκους με τα γνωστά υβριστικά επίθετα, «άπιστοι Τούρκοι, εχθροί τού ονόματος τού Χριστού, διψασμένοι για χριστιανικό αίμα» (perfidissimi Turce, Christi nominis hostes, christianum sanguinem sitientes). Τόσο εκείνο το έτος όσο και το προηγούμενο, ισχυρές τουρκικές δυνάμεις είχαν εισβάλλει στις ενετικές κτήσεις (στην Ελλάδα), καταστρέφοντας πόλεις και κωμοπόλεις, οδηγώντας χιλιάδες ανθρώπους στη σκλαβιά, ερημώνοντας μεγάλες περιοχές με τη φωτιά και το σπαθί, βεβηλώνοντας εκκλησίες και επιδιώκοντας μέρα και νύχτα να ανατρέψουν τον νόμο τού Χριστού και να υποτάξουν όλους τούς χριστιανούς στη φοβερή αίρεση τού Ισλάμ. Τώρα, οι Τούρκοι είχαν ισχυρότερο στόλο και μεγαλύτερο στρατό (λέει ο πάπας) και προγραμμάτιζαν να καταλάβουν όλα τα στρατηγικά παράκτια σημεία και χριστιανικά λιμάνια που οδηγούν προς τα κράτη τής εκκλησίας «και ειδικά σε αυτή την πόλη μας τής Ρώμης, όπου βρίσκεται η έδρα τού Πέτρου» (ac presertim ad hanc almam Urbem nostram in qua Petri sedes est locata).

Αν έπεφτε η Ρώμη, θεός φυλάξοι, οι Τούρκοι δεν θα αμφέβαλαν ότι θα μπορούσαν να αποκτήσουν παγκόσμια κυριαρχία. Ήταν συνεπαρμένοι από τις επιτυχίες τους και έβλεπαν τούς χριστιανούς ηγεμόνες σε σύγκρουση μεταξύ τους, επιδιώκοντας τα ιδιαίτερα συμφέροντά τους και παραβλέποντας το κοινό καλό. Δεν ήταν παράξενο ότι οι Τούρκοι είχαν κατορθώσει να προκαλέσουν ανεπανόρθωτες ζημιές κατά των χριστιανών στη Γερμανία, την Ουγγαρία, την Πολωνία, την Κροατία και άλλες ανατολικές περιοχές. (Οι υπήκοοι τού βασιλιά Μαξιμιλιανού είχαν υποστεί ακόμη περισσότερα από εκείνους τής Βενετίας.) Ο πάπας θα συνόδευε προσωπικά τούς χριστιανούς ηγεμόνες στη σταυροφορία και θα έχυνε το αίμα του, αν ήταν απαραίτητο (ή έτσι τουλάχιστον ανέφερε η βούλλα), ενώ οι καρδινάλιοι θα πήγαιναν επίσης πρόθυμα, λόγω τής ευσεβούς αφοσίωσής τους στην πίστη. Ο φόρος δεκάτης ζητιόταν από όλα τα εκκλησιαστικά έσοδα, κάθε τόπου και κάθε δυνατής περιγραφής, για να συμβάλει στη χρηματοδότηση τής σταυροφορίας εναντίον των Τούρκων. Αυτοί που θα παρέλειπαν να καταβάλουν τον δικό τους φόρο δεκάτης εξέθεταν τούς εαυτούς τους στον αφορισμό και στη στέρηση των εκκλησιών, των επιδομάτων και των άλλων αξιωμάτων τους. Οι καρδινάλιοι θα πλήρωναν επίσης τον φόρο δεκάτης, ο οποίος θα διαρκούσε τρία χρόνια. Αντίγραφα τής βούλλας τής 1ης Ιουνίου θα διαβάζονταν σε όλες τις εκκλησίες τις Κυριακές ή τις άλλες ημέρες γιορτής και η βούλλα θα αναπτυσσόταν στην καθομιλουμένη όταν χρειαζόταν, για να γίνεται το περιεχόμενό της σαφές σε όλους.95

Ο Αλέξανδρος ΣΤ’ έγραψε επίσης στον Λουδοβίκο ΙΒ’ τής Γαλλίας ότι η Αυτού Μεγαλειότητα γνώριζε καλά τις παπικές προσπάθειες των πρόσφατων και προγενέστερων ετών για την προώθηση τής σταυροφορίας. Η τουρκική δύναμη αυξανόταν καθημερινά, όπως και η τουρκική θρασύτητα, που ενθαρρυνόταν από τη χριστιανική αμέλεια. Το προηγούμενο καλοκαίρι είχε πέσει η Ναύπακτος και είχε λεηλατηθεί η Γερμανία. Το μόνο αντίδοτο στην τουρκική τρέλλα ήταν η ένωση των ηγεμόνων υπό την αιγίδα τής Ρώμης. Ο πάπας είχε προσπαθήσει μάταια να συγκαλέσει την 1η Μαρτίου διάσκεψη των εκπροσώπων των δυνάμεων, «με επαρκή εντολή και πλήρη εξουσιοδότηση να ενεργούν, να συναλλάσσονται και να συνάπτουν». Αλλά δεν είχαν στείλει εκπροσώπους όλες οι δυνάμεις, ενώ αυτοί που ήρθαν δεν διέθεταν την εξουσία να δεσμεύουν τούς εντολείς τους. Στο μεταξύ Τούρκοι απεσταλμένοι πίεζαν τον βασιλιά Λάντισλας τής Ουγγαρίας να ανανεώσει την ειρήνη του με την Πύλη. Ο Λάντισλας όμως προτιμούσε τον πόλεμο, υπό τον όρο ότι θα εφοδιαζόταν με τα αναγκαία κεφάλαια και με αξιόπιστους συμμάχους. Οι Ούγγροι ήσαν το «προπύργιο τής χριστιανοσύνης» (antemurale Christianitatis). Τώρα, ο πάπας προσέφευγε στον βασιλιά τής Γαλλίας, που είχε γίνει Ιταλός ηγεμόνας με την κατάκτηση τού Μιλάνου. Ο τουρκικός κίνδυνος έπρεπε να αντιμετωπιστεί με ταχύτητα, αλλιώς «η Ιταλία ήταν καταδικασμένη να καταστραφεί» (de Italia actum erit). Τα μάτια τής Ευρώπης στρέφονταν προς τον Λουδοβίκο. Ο πάπας κοίταζε επίσης προς αυτόν. Οι Ισπανοί ηγεμόνες ήσαν ένθερμοι για την πίστη, ανήσυχοι για το νησί τους τής Σικελίας και έτοιμοι να αναλάβουν δράση. Ο ισπανικός στόλος μπορούσε να ενωθεί με εκείνον τής Βενετίας, τού οποίου η ισχύς ήταν καλά γνωστή. Αν ο Λουδοβίκος βοηθούσε τώρα τούς Ούγγρους, οι άλλοι ηγεμόνες θα αφουγκράζονταν την πρόσκληση και θα ακολουθούσαν το παράδειγμά του. Ο Λουδοβίκος μπορούσε να χρησιμοποιήσει τον φόρο δεκάτης για τη σταυροφορία. Ο πάπας, οι καρδινάλιοι, όλοι οι αξιωματούχοι τής παπικής κούρτης και όλος ο κλήρος παντού στην Ευρώπη θα πλήρωνε τον φόρο δεκάτης. Θα έδιναν μάλιστα όχι μόνο τα εισοδήματά τους, αλλά και την ίδια τη ζωή τους, αν παρουσιαζόταν ανάγκη, για την ασφάλεια των ομοθρήσκων τους χριστιανών.96

Όταν ήρθε η ώρα τής καταβολής τού σταυροφορικού φόρου δεκάτης, μπορεί κανείς να αμφέβαλλε αν ο Αλέξανδρος ΣΤ’ πραγματικά «ήθελε να είναι ο πρώτος», αλλά μιλούσε σοβαρά ότι οι καρδινάλιοι έπρεπε να πληρώσουν το ένα δέκατο των εισοδημάτων τους για τον εξοπλισμό στόλου. Ο παπικός τελετάρχης Μπούρχαρτ τηρούσε κατάλογο των καρδιναλίων με ένδειξη τού εισοδήματος καθενός (όπως συντάχθηκε το φθινόπωρο τού 1500 και δημοσιεύτηκε στις αρχές τού 1501). Η κύρια σημασία τού καταλόγου τού Μπούρχαρτ, ο οποίος περιέχει σαρανταπέντε ονόματα, βρίσκεται στις πληροφορίες που παρέχει όσον αφορά τα ετήσια εισοδήματα τού συνόλου σχεδόν των μελών τού Ιερού Κολλεγίου. Τα ποσά παρέχονται σε δουκάτα:

Εισόδημα

Φόρος

δεκάτης

1

Ολιβιέρο Καράφα (βλέπε Ciaconius-Oldoinus, II, 1097-1105)

10.000

1.000

2

Τζουλιάνο ντέλλα Ρόβερε (αργότερα πάπας Ιούλιος Β’)

20.000

2.000

3

Τζιοβάννι Μπαττίστα Ζένο (πέθανε στις 8 Μαΐου 1501, βλέπε Ciaconius-Oldoinus, II, στήλες 1112-1113 και ΙΙΙ, 208)

15.000

1.500

4

Τζιοβάννι Μιτσιέλ (πέθανε στις 10-11 Απριλίου 1503, στο ίδιο, ΙΙ, 1113-1114 και ΙΙΙ, 209, αλλά βλέπε Pastor, Gesch. d. Päpste, III-1 (ανατυπ. 1955) 585, για την ημερομηνία)

12.000

1.200

5

Ζόρζε Κόστα (Ciac.-Old., III, 55-56)

7.000

700

6

Τζιρολάμο Μπάσσο ντέλλα Ρόβερε (στο ίδιο, ΙIΙ, 64)

11.000

1.100

7

Ντομένικο ντέλλα Ρόβερε (πέθανε στις 22 Απριλίου 1501, στο ίδιο, ΙIΙ, 76-77, 208)

10.000

1.000

8

Λορέντσο Τσίμπο (πέθανε στις 21 Δεκεμβρίου 1503, στο ίδιο, ΙIΙ, 124-126)

10.000

1.000

9

Αντονιόττο Παλλαβιτσίνι (στο ίδιο,ΙΙΙ, 129-31)

10.000

1.000

10

Χουάν Βοργία «ο Πρεσβύτερος» (πέθανε στις 1 Aυγούστου 1503, στο ίδιο, ΙΙΙ, 167, 210)

10.000

1.000

11

Τζιοβάννι Μπαττίστα Ορσίνι (πέθανε στις 22 Φεβρουαρίου 1503, στο ίδιο, ΙΙΙ, 85-86, Burchard, επιμ. Celani, II, 351)

10.000

1.000

12

Τζιοβάννι Αντόνιο ντι Σαντζιόρτζιο (Ciac.- Old., IΙΙ, 168)

8.000

800

13

Μπερναρντίνο Καρβαχάλ (στο ίδιο, ΙΙΙ, 170-71)

10.000

1.000

14

Ραϋμόν Περώ (στο ίδιο, ΙΙΙ, 172-73)

3.000

300

15

Χουάν ντε Κάστρο (στο ίδιο,III, 185-86)

2.000

200

16

Χουάν Λόπεζ (πέθανε στις 5 Aυγούστου 1501, στο ίδιο,III, 186, 208)

10.000

1.000

17

Ντομένικο Γκριμάνι (στο ίδιο, ΙΙΙ, 180-81)

7.000

700

18

Τζιάκομο Σέρρα (στο ίδιο, ΙΙΙ, 192)

2.000

200

19

Πιέτρο Ιζβαλιές (στο ίδιο, ΙΙΙ, 195)

2.000

200

20

Φρανσίσκο Βοργία (στο ίδιο, ΙΙΙ, 196)

3.000

300

21

Χουάν Βέρα (στο ίδιο, ΙΙΙ, 196)

3.000

300

22

Λουίτζι Ποντοκατάρο (Κύπριος Έλληνας από τη Λευκωσία, πέθανε στις 25 Aυγούστου 1504, στο ίδιο, ΙΙΙ, 197)

2.000

200

23

Αντόνιο Τριβούλτσιο (στην έκδοση Celani τού Burchard το Cumanus σημαίνει Comensis, καρδινάλιος τού Κόμο, Ciac.- Old., ΙΙΙ, 197-98)

6.000

600

24

Τζιοβάννι Μπαττίστα Φερράρι (πέθανε στις 20 Ιουλίου 1502, στο ίδιο, ΙΙΙ, 199, 208)

3.000

300

25

Φραντσέσκο Πικκολομίνι (αργότερα πάπας Πίος Γ’, πέθανε στις 18 Oκτωβρίου 1503)

9.000

900

26

Ραφφαέλε Ριάριο Σανσόνι (στο ίδιο, ΙΙΙ, 70-76)

18.000

1.800

27

Τζιοβάννι Κολόννα (στο ίδιο, ΙΙΙ, 80)

3.000

300

28

Ασκάνιο Μαρία Σφόρτσα (αντικαγκελάριος τής Eκκλήσίας, αδελφός τού Λοντοβίκο ιλ Μόρο, στο ίδιο, ΙΙΙ, 86-88)

30.000

3.000

29

Τζιοβάννι ντε Μέντιτσι (αργότερα πάπας Λέων Ι’)

6.000

600

30

Φεντερίγκο ντι Σανσεβερίνο (στο ίδιο, ΙΙΙ, 142-144)

13.000

1.300

31

Ιππόλιτο ντ’ Έστε (στο ίδιο, ΙΙΙ, 176-178)

14.000

1.400

32

Τζουλιάνο Τσεζαρίνι (στο ίδιο, ΙΙΙ, 179)

2.000

200

33

Αλεσσάντρο Φαρνέζε (αργότερα πάπας Παύλος Γ’)

2.000

200

34

Λοντοβίκο Βοργία Λανθόλ (ανηψιός τού καρδιναλίου Χουάν, στο ίδιο, ΙΙΙ, 191-192)

10.000

1.000

35

Μάρκο Κορνάρο (Κορνέρ), «ο οποίος δεν έχει να δώσει» (qui nullos habet redditus) λέει ο Burchard (Ciac.-Old., III, 200)

μηδέν

μηδέν

36

Γκυγιώμ Μπρισοννέ (στο ίδιο, ΙΙΙ, 182-183)

12.000

1.200

37

Φίλιππος Λουξεμβούργων (στο ίδιο, ΙΙΙ, 184-185)

9.000

900

38

Ζωρζ ντ’ Αμπουάζ (καρδινάλιος αρχιεπίσκοπος τής Ρουέν, στο ίδιο, ΙΙΙ, 187-190)

9.000

900

39

Αμανιέ ντ’ Αλμπρέ (γαμπρός τού Τσέζαρε Βοργία, στο ίδιο, ΙΙΙ, 191)

2.000

200

40

Λούις Χουάν ντε Μιλά (ανηψιός> τού Αλέξανδρου ΣΤ’, στο ίδιο, ΙΙΙ, 989-90)

8.000

800

41

Ντιέγο Χουρτάδο ντε Μεντόζα (πέθανε στις 24 Οκτωβρίου 1502, στο ίδιο, ΙΙΙ, 190, 208)

14.000

1.400

42

Λουίτζι ντ’ Αραγόνα (στο ίδιο, ΙΙΙ, 187)

2.000

200

43

Πιέρ ντ’ Ωμπουσσόν (μεγάλος μάγιστρος τού Οσπιταλίου τού Αγίου Ιωάννη τής Ιερουσαλήμ, πέθανε στις 3 Ιουλίου 1503, στο ίδιο, ΙΙΙ, 134-40, 209)

Hi qui in bello existunt, nihil solvunt

Αυτοί που βρίσκονται σε πόλεμο δεν χάνουν τίποτε

44

Φρέντερικ Κάζιμιρ (γιος τού βασιλιά τής Πολωνίας, καρδινάλιος-διάκονος τής Σάντα Λουτσία στη Septemsoliis, πέθανε στις 19 Mαρτίου 1503, στο ίδιο, IΙΙ, 178-79, 208)

45

Τόμας Μπάκος (καρδινάλιος αρχιεπίσκοπος τού Γκραν, στο ίδιο, III, 192-95)

349.000

34.900

Ένας φόρος που επιβλήθηκε σε όλους τούς αξιωματούχους τής παπικής κούρτης, σε ορισμένους δημοτικούς αξιωματούχους και σε δεκατέσσερα οσπιτάλια τής πόλης αποσκοπούσε στη συγκέντρωση 12.442 δουκάτων.97 ενετικές επιστολές από τη Ρώμη φαίνεται να επιβεβαιώνουν τη σοβαρή πρόθεση τού Αλέξανδρου ΣΤ’ για την υποστήριξη τής Δημοκρατίας και τού βασιλείου τής Ουγγαρίας εναντίον των Τούρκων. Σε διάρκειας τριών ωρών εκκλησιαστικό συμβούλιο, που πραγματοποιήθηκε στις 13 Ιουλίου (1500), οι καρδινάλιοι πρότειναν να δοθεί στους Ούγγρους επιδότηση 25.000 δουκάτων. Ο πάπας ήθελε να δοθούν 40.000 και δεν πάρθηκε απόφαση.98

Στις 12 Σεπτεμβρίου ο Φλωρεντινός απεσταλμένος στην Αγία Έδρα Φραντσέσκο Καπέλλο έγραφε στη Σινιορία ότι «χθες το πρωί ήρθε η θλιβερή είδηση τής απώλειας τής Μεθώνης…», αν και το γεγονός ήταν ήδη γνωστό από ανεπίσημες πηγές.

Οι Ενετοί πρεσβευτές πήγαν αμέσως στο ανάκτορο τού Βατικανού, όπου διάβασαν σε εκκλησιαστικό συμβούλιο επιστολές, που επιβεβαίωναν τις μέχρι τότε φήμες. Ο πάπας και οι καρδινάλιοι ταράχθηκαν βαθιά. Στις 12 τού μηνός το Ιερό Κολλέγιο συγκεντρώθηκε πάλι και παρά το γεγονός ότι ο Καπέλλο κατάλαβε ότι δεν πάρθηκαν οριστικά μέτρα για δράση εναντίον των Τούρκων, φαινόταν απολύτως σαφές ότι ο πάπας και καρδινάλιοι θα φρόντιζαν κατάλληλα για το κοινό καλό τής χριστιανοσύνης, καθώς και για τη Βενετία. Ο πάπας ήθελε (όπως είδαμε) να ενωθεί ο στόλος τού Γκονζάλβο ντε Κόρδοβα, που βρισκόταν τότε στη Σικελία, με την ενετική αρμάδα και μιλούσε για την αποστολή λεγάτων για να κάνουν έκκληση για βοήθεια στη Γαλλία και τη Γερμανία. Ο Αλέξανδρος διαμαρτυρόταν όμως στους Ενετούς απεσταλμένους ότι η Δημοκρατία δεν είχε βοηθήσει τον Τσέζαρε Βοργία στα σχέδιά του με το Ρίμινι και την Φαέντσα, στο οποίο τού απάντησαν ότι οι Ενετοί ήσαν τώρα έτοιμοι «να αγκαλιάσουν το δούκα τού Βαλεντινουά και να τον κρατήσουν σαν καλό τους γιο και να τού δώσουν χρήματα με καλούς και ευνοϊκούς όρους» (et abracciare il Ducha Valentinense et tenerlo per loro buon figluolo et darli soldo con optime et convenienti conditioni). Η παπική απάντηση ήταν ότι είχε περάσει ο χρόνος για ωραία λόγια και τώρα απαιτούνταν δράση για λογαριασμό τού Τσέζαρε.99 Όσο πολύ κι αν ανησυχούσε για τις τουρκικές επιτυχίες στην Ελλάδα, προφανώς ο πάπας είχε την πρόθεση να εκμεταλλευτεί όσο περισσότερο μπορούσε τη δεινή κατάσταση των Ενετών, για να προωθήσει την τύχη τού γιου τού Τσέζαρε, ο οποίος τότε ξεκινούσε για την κατάκτηση τής Ρομάνια.

Στις 5 Οκτωβρίου (1500) τρεις λεγάτοι «εκ μέρους τού πάπα» (a latere) επιλέχθηκαν σε εκκλησιαστικό συμβούλιο. Ο Ραϋμόν Περάουντι, «ο οποίος είχε μεγάλη εμπειρία και ήταν ζεστός σε αυτές τις υποθέσεις των Τούρκων» (qual a gran praticha, e caldo a queste cosse dil turco), θα στελνόταν στη Γερμανία, τη Δανία και τα βόρεια βασίλεια. Ο Χουάν Βέρα, που είχε πρόσφατα ονομαστεί καρδινάλιος τού Σαλέρνο, θα πήγαινε στη Γαλλία, τη Σκωτία, την Αγγλία και την Ισπανία. Ο Πιέτρο Ισβαλιές, ο οποίος είχε επίσης πάρει το κόκκινο καπέλο στην πρόσφατη δημιουργία καρδιναλίων (στις 28 Σεπτεμβρίου), στελνόταν στην Ουγγαρία, τη Βοημία και την Πολωνία.100 Αν πρέπει να ακολουθήσουμε έναν από αυτούς τούς λεγάτους, ας ακολουθήσουμε τον Περάουντι, η αποστολή τού οποίου ήταν ιδιαίτερα δύσκολη, γιατί οι Γερμανοί ήσαν εμφανώς αδιάφοροι για την σταυροφορία και πάντα έτοιμοι να κατηγορήσουν την παπική κούρτη για συλλογή χρημάτων με ψεύτικες αιτιολογίες. Η τουρκική απειλή ήταν παλιό θέμα στη Γερμανία. Είχε μόλις συζητηθεί και είχαν ζητηθεί άνδρες και χρήματα στο Ράιχσταγκ τού Φράιμπουργκ το 1498 και σε εκείνο τού Άουγκσμπουργκ το 1500. Ο Περάουντι έφυγε από τη Ρώμη για τη λεγατινή αποστολή του στις 26 Οκτωβρίου (1500), για να ανακοινώσει τα συγχωροχάρτια τού ιωβηλαίου και τής σταυροφορίας σε ένα λαό, που θα αποδεικνυόταν σχεδόν τόσο αφιλόξενος, όσο και ο χειμώνας του. Έφερνε μαζί του τη σταυροφορική βούλλα Domini et salvatoris (Κύριος και σωτήρας), με ημερομηνία 5 Οκτωβρίου 1500. Παρά το γεγονός ότι ο βασιλιάς Μαξιμιλιανός έβαζε διάφορα εμπόδια στον δρόμο του, ο Περάουντι κατόρθωσε να εκθέσει τον σκοπό τής αποστολής του ενώπιον τής αυτοκρατορικής κυβέρνησης στη Νυρεμβέργη στα τέλη τού καλοκαιριού τού 1501. Συμφωνήθηκε ότι το ένα τρίτο των εσόδων από την πώληση των συγχωροχαρτιών έπρεπε να δοθεί στον Περάουντι για την κάλυψη τού κόστους συλλογής. Τα άλλα δύο τρίτα θα κρατούνταν στη Γερμανία, για να δαπανηθούν μόνο στον πόλεμο κατά των Τούρκων. Όμως ο πάπας είχε ήδη παραιτηθεί από κάθε αξίωση συμμετοχής στα έσοδα αυτών των συγχωροχαρτιών και διέταξε να χρησιμοποιηθούν στη Γερμανία όλα τα χρήματα που θα συγκεντρώνονταν.101 Είναι δύσκολο να πούμε τι απέφερε η πώληση συγχωροχαρτιών στη Γερμανία, αλλά τον Οκτώβριο τού 1502 ο υπολεγάτος τού Περάουντι, ο επίσκοπος Τομάζο Μαλόμπρα τής Κούρτσολα, ενημέρωνε την ενετική κυβέρνηση ότι είχαν πιθανότατα μαζευτεί περίπου 300.000 φλουριά Ρηνανίας (Rhenish gulden). Ο Ενετός πρέσβης Ζακκαρία Κονταρίνι, που έφυγε από τη Γερμανία προς το τέλος τού έτους 1502, υπολόγιζε το ποσό σε περίπου 400.000 φλουριά.102

Οι αριθμοί αυτοί φαίνονται υπερβολικά μεγάλοι, αλλά προφανώς η πώληση των συγχωροχαρτιών τού ιωβηλαίου δεν απέτυχε στη Γερμανία. Ο φόρος δεκάτης συγκεντρώθηκε επίσης από τον αγγλικό κλήρο. Ο Ερρίκος Ζ’ λέγεται ότι είχε συνεισφέρει 4.000 λίρες στερλίνες, παρά την απροθυμία του να διαθέσει πλοία ή στρατιώτες για τη σταυροφορία. Στη Γαλλία ο κλήρος διακρινόταν περισσότερο για τα παράπονά του παρά για τη συμβολή του. Όμως στις 30 Μαΐου (1501) μια τριπλή συμμαχία ανακοινώθηκε στη Ρώμη από τον πάπα, τον βασιλιά τής Ουγγαρίας και την Ενετική Σινιορία. Γιορτάστηκε χτυπώντας τη μεγάλη καμπάνα τού Καπιτωλίου και ανάβοντας τις συνήθεις φωτιές σε όλη την πόλη.103 Ο πάπας είχε ήδη υποσχεθεί επιχορήγηση τής τάξης των 40.000 δουκάτων ετησίως για να βοηθήσει τούς Ούγγρους να κάνουν πόλεμο με τούς Τούρκους. Οι Ενετοί συμφώνησαν να διαθέσουν 100.000 δουκάτα και να προχωρήσουν σε πόλεμο εναντίον των Τούρκων στη θάλασσα.104 Οι Ούγγροι υπό τον καθόλου συστηματικό βασιλιά Λάντισλας Β’ κατάφεραν ακόμη λιγότερα από τούς Ενετούς, οι οποίοι (όπως είδαμε), κατέλαβαν το νησί τής Λευκάδας (Σάντα Μάουρα) παρά την έντονη τουρκική αντίσταση. Σε αυτό το κατόρθωμα είχε κάποια συμμετοχή ο Αλέξανδρος ΣΤ’.

Την άνοιξη τού 1502 ο Αλέξανδρος πρόσθεσε δεκατρείς γαλέρες στον ενετικό στόλο στα ανατολικά ύδατα.105 Πέντε από αυτές τις γαλέρες είχαν εξοπλιστεί στη Βενετία, έξι στην Απουλία και δύο στην Αγκώνα. Ο Σιγκισμόντο ντε Κόντι λέει ότι οι παπικές γαλέρες είχαν εξοπλιστεί με χρήματα που είχε αφήσει ο Τζιοβανμπαττίστα Ζένο, o εκλιπών καρδινάλιος τής Σάντα Μαρία τού Πόρτικο, ανηψιός τού Παύλου Β’. Πεθαίνοντας στην Πάδουα (στις 8 Μαΐου 1501) ο Ζένο είχε κληροδοτήσει το ποσό των 60.000 δουκάτων στην Ενετική Γερουσία, για να βοηθήσει στη διεξαγωγή πολέμου κατά των Τούρκων.106 Οι διαθήκες των καρδιναλίων ήσαν σε μεγάλο βαθμό υποκείμενες στην παπική βούληση, αλλά ο Αλέξανδρος ζήτησε να χρησιμοποιηθεί η κληρονομιά τού Ζένο για τον εξοπλισμό των δεκατριών γαλερών, οι οποίες τέθηκαν υπό τις διαταγές τού Τζάκοπο Πέζαρο, επισκόπου Πάφου και εξάδελφου τού Μπενεντέττο Πέζαρο, γενικού διοικητή τού ενετικού στόλου. Ο επίσκοπος Τζάκοπο ενώθηκε με τον Μπενεντέττο στα Κύθηρα (Τσιρίγο), απ’ όπου οι δύο Πέζαρο εξαπέλυσαν την επιτυχημένη επίθεσή τους κατά τής Λευκάδας, η οποία έπεσε στα χέρια των χριστιανών ύστερα από επιθέσεις στις 30 Αυγούστου (1502).107

Έχουμε ήδη σημειώσει ότι σύμφωνα με τούς όρους τού τουρκο-ενετικής ειρήνης τού 1502-1503 η Δημοκρατία ήταν υποχρεωμένη να επιστρέψει το νησί τής Σάντα Μάουρα (Λευκάδα) στην Πύλη. Οι Ενετοί χρειάζονταν ειρήνη. Τα οικονομικά τους είχαν σχεδόν εξαντληθεί. Το εμπόριό τους υπέφερε πολύ. Δεδομένου ότι οι Ούγγροι δεν μπορούσαν να συνεχίσουν τον πόλεμο χωρίς ενετική επιδότηση, στις 22 Φεβρουαρίου 1503 ο βασιλιάς Λάντισλας δέχθηκε επταετή ανακωχή με την Πύλη.108 Πέντε μήνες αργότερα (την 1η Αυγούστου), ο Μπενεντέττο Πέζαρο απαλλάχτηκε από τα καθήκοντά του ως γενικός διοικητής «λόγω τής σοβαρής και επικίνδυνης ασθένειας πυρετού και γρίππης» (per la grave et periculosa egritudine de febre et fluxo).109 Πέθανε λίγο μετά.110 Οι Τούρκοι είχαν κερδίσει τον πόλεμό τους με τη Βενετία, αξιοποιώντας τον επαναπροσδιορισμό των επιθέσεων και εχθροπραξιών στην Ευρώπη και ιδιαίτερα στην Ιταλία.

Σχεδόν μια δεκαετία πριν (το 1494-1495), ο Αλέξανδρος ΣΤ’ είχε κάνει έκκληση στον σουλτάνο Βαγιαζήτ Β’ για βοήθεια εναντίον τού βασιλιά τής Γαλλίας. Τον τελευταίο καιρό έκανε έκκληση στον βασιλιά τής Γαλλίας για βοήθεια εναντίον τού σουλτάνου. Οι Ενετοί είχαν βρεθεί σε αντίθεση με το βασιλιά τής Γαλλίας, με τον οποίο βρίσκονταν τώρα σε συμμαχία. Ο Λοντοβίκο Μόρο είχε προσκαλέσει τον Κάρολο Η’ στην Ιταλία και τώρα ο διάδοχος τού Καρόλου τον είχε διώξει από το Μιλάνο. Είχε συμβεί διπλωματική επανάσταση, αν και στην πραγματικότητα τα γεγονότα είχαν ακολουθήσει λογική πορεία. Ο Λοντοβίκο Μόρο είχε αποξενωθεί από τούς Ενετούς, των οποίων η απληστία ενισχυόταν από την πιθανότητα να μοιραστούν με τον Λουδοβίκο ΙΒ’ μερικά από τα λάφυρα τού Μιλάνου. Είχε ξυπνήσει η έχθρα τού Αλεξάνδρου εναντίον τού Φεντερίγο τής Νάπολης και οι φιλοδοξίες του για τον γιο τού Τσέζαρε τον είχαν οδηγήσει στο γαλλικό στρατόπεδο. Η επιτυχία τού Λουδοβίκου ΙΒ’ στην Ιταλία είχε προκαλέσει τη ζήλια τού Φερδινάνδου τής Αραγωνίας, ο οποίος εποφθαλμιούσε επίσης την πλούσια χερσόνησο. Όταν ο Φερδινάνδος έμαθε για τον θάνατο τού Καρόλου Η’, ενημέρωσε ευλαβικά τον Ενετό πρέσβη ότι «ο Θεός βοηθά τούς καλούς!»111 Ο Θεός φημίζεται επίσης ότι βοηθά εκείνους που βοηθούν τον εαυτό τους, στους οποίους ασφαλώς συγκαταλεγόταν και ο Φερδινάνδος.

Στο τέλος τού καλοκαιριού τού 1499 ο στρατός τού Λουδοβίκου ΙΒ’ είχε επιδράμει στο δουκάτο τού Μιλάνου, δικαιώνοντας εύκολα τις παλιές διεκδικήσεις τού οίκου του. Ο Λοντοβίκο Μόρο διέφυγε από το Μιλάνο στα τέλη Αυγούστου, για να βρει καταφύγιο με τον Μαξιμιλιανό στη Γερμανία. Πριν την αναχώρησή του προειδοποίησε τον Ενετό απεσταλμένο: «Εσείς, άρχοντές μου τής Βενετίας, μού στέλνετε το βασιλιά τής Γαλλίας ως επισκέπτη για γεύμα. Σάς διαβεβαιώνω ότι θα τον έχετε στο δείπνο!» Η είδηση τής φυγής τού Λοντοβίκο μαθεύτηκε στη Ρώμη στις 4 Σεπτεμβρίου.112 Ο Λουδοβίκος ΙΒ’ εισήλθε στο Μιλάνο στις 6 Οκτωβρίου, όπου τον υποδέχθηκαν με τις πιο περίτεχνες πολιτικές τελετές.113 Αποσύρθηκε από την πόλη στις 7 Νοεμβρίου και επέστρεψε στη Γαλλία.114

Όμως, σε μια ραγδαία αναστροφή τής γαλλικής τύχης, ο Λοντοβίκο επανεισήλθε στο Μιλάνο στις 5 Φεβρουαρίου 1500 «με μεγάλη χαρά» (con gran jubilo), υποστηριζόμενος από Ελβετούς και Γερμανούς μισθοφόρους.115 Ο Λοντοβίκο έκανε αμέσως ανοίγματα προς τούς Ενετούς, προσπαθώντας να τούς αποσπάσει από τη γαλλική πλευρά. Ενημέρωνε τη Σινιορία ότι ο Μεγάλος Τούρκος ήταν φίλος του και, αν το επιθυμούσαν οι πολιτικοί τής Δημοκρατίας, ήταν πρόθυμος να χρησιμοποιήσει τις καλές του υπηρεσίες «για να κατευνάσει τα πράγματα» (a pacifichar le cosse), αναφερόμενος προφανώς στην αναμενόμενη τουρκική επίθεση στον Μοριά.116 Όμως οι Ενετοί δεν ήσαν ευνοϊκά διατεθειμένοι αυτή τη στιγμή απέναντι σε φίλους τού Τούρκου και κανένας στη λιμνοθάλασσα δεν πήρε πολύ σοβαρά την επιρροή τού Λοντοβίκο στην Πύλη. Επίσης οι Ενετοί είχαν αρκετά πρόσφατη εμπειρία τού τουρκικού σεβασμού μιας επίσημης ειρήνης, καθώς και τής ποιότητας τής φιλίας τού Λοντοβίκο. Συγκεντρώνοντας τις δυνάμεις του στην περιοχή τής Νοβάρα, ο Λοντοβίκο συνάντησε την από καιρό αναμενόμενη γαλλική αντεπίθεση στις 10 Απριλίου. Νικήθηκε και πιάστηκε αιχμάλωτος. Ο Σανούντο έχει παρακολουθήσει τις περιπέτειές του με μεγάλη προσοχή. Μετά τα μεσάνυχτα στις 11 προς 12 Απριλίου ένας αγγελιοφόρος έφτασε στη Βενετία, φέρνοντας τα νέα τής μάχης τής Νοβάρα. Όταν παρουσιάστηκε ενώπιον τού δόγη, δήλωσε «Καλά νέα! Ο άρχοντας Λοντοβίκο έχει συλληφθεί από τούς Γάλλους…» (Bone nuove! El signor Lodovicho e sta preso da francesi…). Το πρωί τής 12ης τού μηνός, λέει ο Σανούντο, όλο το Βένετο ήταν γεμάτο με τα καλά νέα.117

Ο Λοντοβίκο φυλακίστηκε αργότερα στα κάστρα Λυ-Σαιν-Ζωρζ στο Μπέρρυ και Λος στην Τουραίν. Ο αδελφός του, ο καρδινάλιος Aσκάνιο, διέφυγε από το Μιλάνο κατά τη διάρκεια τής νύχτας τής 10ης τού μηνός, πέφτοντας στα χέρια των Ενετών,118 που τον παρέδωσαν στον βασιλιά τής Γαλλίας.119 Ο Aσκάνιο φυλακίστηκε στη Μπουρζ και (αν μπορούμε να ρίξουμε μια ματιά στο μέλλον) δεν ελευθερώθηκε παρά στις 3 Ιανουαρίου 1502, κατόπιν εντολής τού καρδινάλιου Ζωρζ ντ’ Αμπουάζ, με τον οποίο επέστρεψε στη Ρώμη στις 10 Σεπτεμβρίου 1503, για να μπει στο κογκλάβιο που εξέλεξε τον Πίο Γ’ (στις 22 Σεπτεμβρίου). Ο Aσκάνιο πέθανε στη Ρώμη προς το τέλος Μαΐου 1505. Θάφτηκε στην εκκλησία τής Σάντα Μαρία ντελ Πόπολο, όπου το επιτύμβιο μνημείο του από τον Αντρέα Σανσοβίνο έχει προκαλέσει τον θαυμασμό των ιστορικών τής τέχνης καθώς και των τουριστών.120

Για τούς Ιταλούς το μέλλον φαινόταν ιδιαίτερα σκοτεινό κατά τα τελευταία χρόνια τής παπικής θητείας τού Αλεξάνδρου ΣΤ’. Η προέλαση των Βοργία υπό τη σημαία με το άνθος τού κρίνου (fleur-de-lys) δεν ήταν συμβατή με την ευημερία ούτε τής Ιταλίας ούτε τού παπισμού, γιατί ο Φερδινάνδος τής Αραγωνίας σίγουρα θα αμφισβητούσε τη γαλλική ηγεμονία στην χερσόνησο. Η σημαντικότερη εξέλιξη στην ιταλική πολιτική αυτή την περίοδο ήταν σίγουρα Η γαλλική κατάκτηση τού Μιλάνου. Οι Ενετοί και οι Ούγγροι χρειάζονταν τη σταυροφορία για ανακούφιση από τις τουρκικές πιέσεις, στις οποίες ήσαν εκτεθειμένοι με τον ερχομό τής περιόδου εκστρατειών κάθε άνοιξη. Αργότερα, οι πάπες είδαν τη σταυροφορία ως μέσο εκτροπής των Γάλλων (και των Ισπανών) από την ιταλική σκηνή. Αν και ο Αλέξανδρος ΣΤ’ ήταν περισσότερο πολιτικάντης παρά πολιτικός, το ενδιαφέρον του για τη σταυροφορία είχε πιθανότατα τον ίδιο στόχο. Αλλά τώρα ενδιαφερόταν κυρίως να χρησιμοποιήσει την παρουσία των Γάλλων στη Βόρεια Ιταλία για να συμβάλουν στην εγκατάσταση τού γιου του Τσέζαρε Βοργία σε ένα νέο δουκάτο στη Ρομάνια, ενώ η φιλοδοξία τού Τσέζαρε περιλάμβανε την επέκταση τής εξουσίας του στο Ουρμπίνο και την Τοσκάνη, στην Περιοχή (Mάρκε) τής Αγκώνας, στο Καμερίνο και αλλού. Λεγόταν για τον Τσέζαρε ότι «είχε το διάβολο στο κορμί του» (habet diabolum in corpore)121 και αυτή ήταν από τις ήπιες περιγραφές τού χαρακτήρα του.

Ο Λουδοβίκος ΙΒ’ θεωρούσε τις αρχικές επιτυχίες του ως προοίμιο για την κατάκτηση τής Νάπολης και ενδεχομένως τού συνόλου τής χερσονήσου. Όμως είχε το μυαλό εμπόρου και αυτός ήταν ο λόγος που καταλάβαινε τούς Ενετούς, ενώ, καθώς θυμόταν την υποχώρηση τού προκατόχου του το καλοκαίρι τού 1495, ένιωθε υποχρεωμένος να μετρήσει το πιθανό κόστος μιας ναπολιτάνικης εκστρατείας. Η μιλανέζικη επιτυχία του είχε προκαλέσει τον φθόνο και την εχθρότητα όχι μόνο τού Φερδινάνδου τής Αραγωνίας, αλλά και τού Mαξιμιλιανού των Αψβούργων, ακόμη και τού Ερρίκου Ζ’ τής Αγγλίας,122 ο οποίος δεν μπορούσε να παρακολουθεί με πλήρη ηρεμία το μεγάλωμα τού κοντινού του γείτονα πέρα από τη Μάγχη. Ούτε ο Φερδινάνδος μπορούσε να βλέπει την έξωση τού βασιλιά Φεντερίγο τής Νάπολης χωρίς αγώνα. Αλλά η φιλαργυρία τού ίδιου τού Φερδινάνδου ήταν γνωστή και ο Λουδοβίκος είχε τη γνώμη ότι μισό καρβέλι ήταν καλύτερο από καθόλου.123 Όταν πρότεινε στον Φερδινάνδο να μοιραστούν μεταξύ τους το βασίλειο τής Νάπολης, πήρε επιφυλακτική συγκατάθεση. Με τη συνθήκη τής Γρανάδας τον Νοέμβριο τού 1500 τα συμβαλλόμενα μέρη συμφώνησαν τελικά ότι οι Γάλλοι θα έπαιρναν το βόρειο και οι Ισπανοί το νότιο μισό τού βασιλείου.124

Τα συμφέροντα των μεγάλων δυνάμεων προσδιόριζαν πάντα την πορεία τής σταυροφορικής ιστορίας. Τον Απρίλιο τού 1501 η Ενετική Γερουσία προσπάθησε να πείσει τον Λουδοβίκο ΙΒ’ να μην αναλάβει εκστρατεία κατάκτησης στην Ιταλία. Εξηγούσαν σε Γάλλο απεσταλμένο, ο οποίος είχε φέρει «μυστική επικοινωνία» στη λιμνοθάλασσα, ότι ο ισπανικός και ο πορτογαλικός στόλος θα είχαν σύντομα ραντεβού στα σικελικά ύδατα. Ο ενετικός και ο γαλλικός στόλος υποτίθεται ότι θα τούς συναντούσαν στην «ιερότατη εκστρατεία εναντίον των Τούρκων» (sanctissima expeditione contra el Turcho). Ο Λουδοβίκος θα επέλεγε λοιπόν ακατάλληλη στιγμή να ξεκινήσει τη «ναπολιτάνικη επιχείρηση». Για μια ακόμη φορά οι Ενετοί θα αφήνονταν ίσως να αντιμετωπίσουν τούς Τούρκους μόνοι τους. Οι Ούγγροι αντιμετώπιζαν συνολική καταστροφή και ίσως έπρεπε να επανεξετάσουν την από μέρους τους απόρριψη τής ειρήνης με τον Βαγιαζήτ. Μια γαλλική εκστρατεία στην Ιταλία θα μείωνε επίσης την προφανή ετοιμότητα τού Μαξιμιλιανού να συμμετάσχει στη σταυροφορία. Μη έχοντας εναλλακτικές λύσεις, η Γερουσία δήλωνε ότι, όπως πάντα, η Βενετία θα σεβόταν τη σοφία και την καλή θέληση τής χριστιανικότατης Μεγαλειότητάς του.125 Οι άνεμοι τής κερδοσκοπίας φυσούσαν προς όλες τις κατευθύνσεις.

Τον Μάιο τού 1501 αναφέρθηκε στη Βενετία ότι ο Φεντερίγο, «μέσω χρημάτων τής Ισπανίας» (per mezo di reali di Spagna), προσφερόταν να δώσει στον Λουδοβίκο 300.000 δουκάτα και να τού πληρώνει ετήσιο φόρο τιμής 100.000 δουκάτων, προκειμένου να αφεθεί σε ειρήνη στο νότιο βασίλειο.126 Ένα μήνα αργότερα ο Ενετός απεσταλμένος στη Γαλλία έγραφε από τη Λυών ότι ο Λουδοβίκος είχε δηλώσει ότι έστελνε τον γαλλικό στόλο εναντίον των Τούρκων, γιατί όπως οι περισσότεροι βασιλείς τής Γαλλίας ο Λουδοβίκος ομολογούσε υποταγή στη σταυροφορία. Ζητούσε επίσης τη βοήθεια ή τουλάχιστον την ουδετερότητα τής Βενετίας. Ο γαλλικός στρατός λεγόταν ότι ήταν αρκετά ισχυρός, ώστε να κατακτήσει τη Νάπολη χωρίς ναυτική υποστήριξη, ενώ «πριν περισσότερο από ένα χρόνο είχε καταλήξει σε συμφωνία με τον βασιλιά τής Ισπανίας, με τον οποίο έχει χωρίσει στη μέση το βασίλειο [της Νάπολης] …».127 Τα δικαιώματα τού Φεντερίγο είχαν έτσι τεθεί ιπποτικά στην άκρη. Γάλλοι και Ισπανοί διοικητές έπαιρναν εντολές να αναλάβουν τα αντίστοιχα μερίδια των ηγεμόνων τους στην πάλαι ποτέ κτήση του. Ο Φεντερίγο αναζήτησε τελικά καταφύγιο στη Γαλλία, όπου είχε εκπαιδευτεί η κόρη του.128 Όμως ο Λουδοβίκος και ο Φερδινάνδος επρόκειτο σύντομα να ανακαλύψουν ότι δεν είναι εύκολο να μοιραστεί κάποιος ένα βασίλειο με ένα σύμμαχο. Είναι πιο απλό να το κατακτήσει για τον εαυτό του.

Η διαίρεση τής Νάπολης ενέπλεκε βέβαια και τον πάπα, που ήταν επικυρίαρχος τού βασιλείου. Ο Αλέξανδρος ΣΤ’ ήταν διατεθειμένος να συμμετάσχει στη λαφυραγώγηση τής επικράτειας τού Φεντερίγο, πράγμα το οποίο επιβεβαίωσε σε μακροσκελή βούλλα με ημερομηνία 25 Ιουνίου 1501. Το έγγραφο κατηγορεί τον Φεντερίγο ότι παραβίασε τον όρκο φεουδαρχικής του υποταγής στον πάπα, υποδεχόμενος και βοηθώντας στασιαστές εναντίον τής Αγίας Έδρας, παραβιάζοντας την ελευθερία τής εκκλησίας και «πράγμα που είναι χειρότερο και πιο απαίσιο και εντελώς ανάξιο για Χριστιανό ηγεμόνα», διατηρώντας επικοινωνία με τον Τούρκο σουλτάνο, με τον οποίο αντάλλασσε συχνά πρεσβείες, σε προσπάθεια να ενθαρρύνει την τουρκική εισβολή σε χριστιανικά εδάφη, ακόμη και στην Ιταλία. Ο πάπας επικύρωνε τη διαίρεση τού βασιλείου προς το συμφέρον τής ειρήνης και τής σταυροφορίας. Οι πόλεις τής Νάπολης και τής Γκαέτα, η Τέρρα ντι Λαβόρο και η επαρχία τού Αμπρούτσο θα πήγαιναν στον Λουδοβίκο με τον τίτλο τού βασιλιά Νάπολης και Ιερουσαλήμ. Τα εδάφη τής Καλαβρίας και τής Απουλίας θα πήγαιναν στον Φερδινάνδο και την Ισαβέλλα, με τούς τίτλους τού δούκα και δούκισσας Καλαβρίας και Απουλίας. Το Μπενεβέντο, ως παπική κτήση, αποκλειόταν από τη διανομή. Οι Ισπανοί και Γάλλοι ηγεμόνες και οι διάδοχοί τους μετά από αυτούς, θα ορκίζονταν αφοσίωση και θα απέτιαν φόρο τιμής σύμφωνα με προκαθορισμένο κείμενο, το οποίο θα εγγυόταν τη συνέχιση τής επικυριαρχίας τού παπισμού επί τής νότιας Ιταλίας. Σε περίπτωση όπου κάποιος από τούς βασιλείς ή τούς διαδόχους τους εκλεγόταν βασιλιάς των Ρωμαίων, το βασίλειο ή τα δύο δουκάτα θα επανέρχονταν στην Αγία Έδρα, εκτός αν ο πάπας χορηγούσε στον εκλεγμένο αυτοκράτορα ρητή εντολή, να κατέχει κληρονομικά το δικό του μερίδιο στη νότια χώρα. Καμιά γυναίκα κληρονόμος δεν θα μπορούσε να παντρευτεί βασιλιά των Ρωμαίων. Οι Γάλλοι και Ισπανοί κάτοχοι και κληρονόμοι τού διαιρούμενου βασιλείου έπρεπε να πληρώνουν κάθε χρόνο στην Αγία Έδρα ενοίκιο (census) 4.000 ουγγιών χρυσού τη μέρα τής γιορτής τού Αγίου Πέτρου τού Αποστόλου (29 Ιουνίου). Κάθε τρία χρόνια κάθε μέρος έπρεπε να δίνει στον πάπα ένα καλό λευκό ήμερο πουλάρι, «σε αναγνώριση τής πραγματικής κυριαρχίας του επί τού βασιλείου και των δουκάτων τους». Από κοινού έπρεπε να πληρώσουν, όταν τελικά θα αναλάμβαναν τις νέες τους κτήσεις, 50.000 στερλίνες για την περιβολή τους με το αξίωμα, όπου το ποσό θα κατανεμόταν ισομερώς στις δύο πλευρές. Δεν έπρεπε να επιδιώκουν ή να διατηρούν αξιώματα σε εδάφη υπό παπική δικαιοδοσία, περιλαμβανομένης τής Ρομάνια (Romagna), ενώ εκκλησιαστικά δικαιώματα κάθε είδους προστατεύονταν από λεπτομερείς διατάξεις. Η βούλλα υπογραφόταν από τον πάπα και δεκαοχτώ καρδινάλιους.129

Ο Αλέξανδρος ΣΤ’ είχε προσχωρήσει στη γαλλο-ισπανική ένωση. Την Τρίτη το πρωί, στις 29 Ιουνίου (1501), τη μέρα τής γιορτής των Αγίων Πέτρου και Παύλου, ο Ρωμαϊκός κλήρος συνέρρευσε από τις εκκλησίες και τα μοναστήρια του σε πομπή που κατευθύνθηκε στη βασιλική τού Αγίου Πέτρου, όπου παρουσία τού πάπα ο Τζιρολάμο Πόρκαρι, επίσκοπος τής Άντρια, ανακοίνωσε την προσχώρηση τής Αγίας Έδρας στη συμμαχία τού Λουδοβίκου ΙΒ’ με τον Φερδινάνδο τής Αραγωνίας. Την προηγούμενη μέρα, από μια περίστυλη στοά (loggia) τού Καστέλ Σαντ’ Άντζελο, ο πάπας είχε παρακολουθήσει γαλλική δύναμη δώδεκα χιλιάδων πεζών και δύο χιλιάδων ιππέων με τριανταέξι κανόνια να τούς ακολουθούν, να περνά πάνω από τον Τίβερη στην πορεία της προς τη Νάπολη.130 Ο Μπούρχαρτ δείχνει ότι δεν έγινε καμία αναφορά στα άρθρα τής ένωσης, αλλά ήσαν γνωστά σε πολλά πρόσωπα. Αναμφίβολα περισσότεροι από έναν παρατηρητές στη βασιλική, τη μέρα εκείνου τού Ιουνίου, καθώς οι Ενετοί έχαναν από τούς Τούρκους στον Μοριά, είχαν λόγο να αναρωτιούνται για ένα πάπα, που ενωνόταν με δύο βασιλικούς κλέφτες στην κατάτμηση τής νότιας Ιταλίας, για να διατηρήσει την ειρήνη στη χριστιανοσύνη, έλεγε, και να προωθήσει τη σταυροφορία!

Στις αρχές Ιουλίου τα στρατεύματα τού Τσέζαρε Βοργία άφησαν τη Ρώμη, για να βοηθήσουν τούς Γάλλους στην κατάληψη τού ναπολιτάνικου βασιλείου. Τα ακολούθησε ο ίδιος κάποια στιγμή αργότερα και κατά τη διάρκεια τής νύχτας τής 26ης Ιουλίου έφεραν στον πάπα την είδηση τής κατάληψης από τον Τσέζαρε τής σημαντικής πόλης τής Κάπουα. Έχοντας πέσει λόγω τής προδοσίας ενός από τούς κατοίκους της (τον οποίον ο Τσέζαρε σκότωσε αμέσως μετά), η πόλη λεηλατήθηκε. Αναφέρθηκε στη Ρώμη ότι περίπου έξι χιλιάδες άτομα, συμπεριλαμβανομένων ιερέων και μοναχών, γυναικών και παιδιών, έχασαν τη ζωή τους στο παράλογο μακελειό. Η παπική κούρτη είχε ήδη μάθει για τη γαλλική κατάληψη τής Αβέρσα, τής Νόλα και πολλών άλλων τόπων. Στο μεταξύ οι σημαίες τής Αραγωνίας ανέμιζαν σε ολόκληρη την Καλαβρία και την Απουλία, όπου οι στρατιώτες τού Γκονζάλβο ντε Κόρδοβα έσπευδαν να αναλάβουν τα δύο δουκάτα, σύμφωνα με τούς όρους τής παπική βούλλας τής 25ης Ιουνίου.131 Ο Γάλλος διοικητής Στουάρ ντ’ Ωμπινύ μπήκε στη Νάπολη στις 4 Αυγούστου και κατέλαβε όλα τα κάστρα μέσω συμφωνίας με τον ηττημένο βασιλιά Φεντερίγο, στον οποίο επιτράπηκε να αποσυρθεί στην Ίσκια, όπου μπορούσε να διαμείνει ανενόχλητος για έξι μήνες, για να δει αν θα μπορούσε να ζητήσει βοήθεια από οποιαδήποτε πηγή, λογικά από τούς Τούρκους. Αν δεν ερχόταν τέτοια ενίσχυση εντός τής προθεσμίας αυτής, ο Φεντερίγο θα παρέδιδε και την Ίσκια στον ντ’ Ωμπινύ.132 Αυτό ήταν το τέλος τής βασιλικής εξουσίας τού Φεντερίγο, ο οποίος, καθώς εγκατέλειπε τα σπασμένα ηνία τής κυβέρνησης, πρέπει να θυμόταν την παραίτηση τού αδελφού τού Aλφόνσο Β’ επτά χρόνια πριν και να θυμόταν επίσης την απελπισμένη περιγραφή του για την εξουσία στη Νάπολη, ως φορτίου που ήταν πολύ βαρύ για να το φέρει.

Οι Γάλλοι φαίνεται ότι τα πήγαιναν πολύ καλά. Στις 27 Αυγούστου, παίρνοντας υπόψη την αφοσίωση τού Λουδοβίκου ΙΒ’ στην πίστη και στην Εκκλησία, και καθώς έπαιρνε ήδη μέτρα που θα οδηγούσαν σε εκστρατεία εναντίον των Τούρκων (tuque etiam in presentiarum contra ipsos perfidos Turcos facere coepisti), ο πάπας διέγραψε εντελώς το ενοίκιο (census) των 4.000 ουγγιών χρυσού, καθώς και ολόκληρο το ποσό των 25.000 μάρκων για το δικαίωμα περιβολής. Όμως ο Αλέξανδρος εξακολουθούσε να θέλει από τον Λουδοβίκο και τούς διαδόχους του να πληρώνουν το φεουδαρχικό τέλος ενός καλού λευκού ήμερου πουλαριού για το βασίλειο τής Νάπολης.133 Επρόκειτο για μικρή χρέωση.

Πριν στρέψουν οι Γάλλοι και οι Ισπανοί τα όπλα τους εναντίον των Τούρκων, θα πήγαιναν σε πόλεμο μεταξύ τους. Οι Γάλλοι και οι Ιωαννίτες είχαν προσφέρει κάποια ναυτική βοήθεια στους Ενετούς πριν από την πτώση τής Ναυπάκτου, τον Αύγουστο τού 1499, όπως είδαμε, ενώ ισπανικός στόλος υπό τον Γκονζάλβο ντε Κόρδοβα είχε βοηθήσει τον Ενετό ναύαρχο Μπενεντέττο Πέζαρο στην επίθεσή του κατά τις κατεχόμενης από τούς Τούρκους Κεφαλονιάς τον Δεκέμβριο τού 1500. Αλλά όλα έδειχναν άσκοπα. Το Δυρράχιο έπεσε και οι Τούρκοι φαίνονταν ανίκητοι,134 όπως θρηνούσε ο πάπας σε βούλλα στις 23 Οκτωβρίου 1501135 παρά το γεγονός ότι λίγα είχε κάνει για να ανακόψει την τουρκική προέλαση κατά τη δεκαετία τής παπικής του θητείας.136 Τώρα δεν θα είχε καμία ευκαιρία να το κάνει.

Ήταν πιο εύκολο για τούς Γάλλους και τούς Ισπανούς να διαιρέσουν το βασίλειο τής Νάπολης με προφορικές και γραπτές συμφωνίες, παρά να συμφωνήσουν τις μεθοριακές γραμμές με τελική ακρίβεια.137 Τα ζητήματα δεν μπορούσαν να επιλυθούν με τη διπλωματία. Ο Λουδοβίκος ΙΒ’ και ο Φερδινάνδος τής Αραγωνίας είχαν μόλις προσφύγει σε πόλεμο. Οι προσπάθειες για διαπραγμάτευση ειρήνης απέτυχαν. Στις 12 Μαΐου 1503 ο Αντόνιο Τζουστινιάν ενημέρωνε την ενετική κυβέρνηση ότι ο Γκονζάλβο ντε Κόρδοβα είχε προειδοποιήσει τον Αλέξανδρο ΣΤ’ να μη βοηθήσει τούς Γάλλους, των οποίων η κατάσταση στο ναπολιτάνικο βασίλειο πήγαινε από το κακό στο χειρότερο, ενώ δύο μέρες αργότερα έγραψε ότι οι Ισπανοί δεν ήταν πιθανό να κάνουν ειρήνη, από τη στιγμή που προετοιμάζονταν για πόλεμο με τη βεβαιότητα τής νίκης.138

Στις 16 Μαΐου ο Τζουστινιάν ανέφερε ότι οι υποθέσεις είχαν φτάσει σε απελπιστικό σημείο. Λεγόταν ότι η Κάπουα, η Aβέρσα και η Τσερινιόλα είχαν χαθεί. Στις 18 τού μηνός έμαθε ότι ο Λουδοβίκος ΙΒ’, αγανακτισμένος για τη συνεχιζόμενη ισπανική επιτυχία, ετοιμαζόταν να αντεπιτεθεί. Έστελνε στο πεδίο τής μάχης 1.800 λόγχες και διεξήγαγε διαπραγματεύσεις για τη μίσθωση 10.000 Ελβετών και Γασκώνων μισθοφόρων. Το επόμενο πρωί έφτασε στη Ρώμη η είδηση ότι από τη Δευτέρα (15 τού μηνός) οι Ισπανοί προωθούσαν πυροβολικό στη Νάπολη, ενώ την Τετάρτη ο ίδιος ο Γκονζάλβο ντε Κόρδοβα είχε εισέλθει στην πόλη. Για να κάνει καλή εντύπωση στους Ναπολιτάνους ο Γκονζάλβο είχε μειώσει την τιμή τού σιταριού από 15 σε 5 καρλίνια (carlini) το μέτρο. ισπανικά κανόνια είχαν στηθεί μπροστά στο Καστέλ Νουόβο, το οποίο υπερασπίζονταν όχι περισσότεροι από πεντακόσιους ή εξακόσιους Γάλλοι πεζοί στρατιώτες, ενώ στέλνονταν ισπανικά στρατεύματα για να αντιταχθούν στις γαλλικές δυνάμεις που βρίσκονταν βόρεια τού Γκαριλιάνο. Ο γέρος καρδινάλιος Oλιβιέρο Καράφα, από τον οποίο έπαιρνε πληροφορίες ο Τζουστινιάν, ήταν πολύ στενοχωρημένος, γιατί στην επιτυχία τού Γκονζάλβο έβλεπε την καταστροφή τής δικής του οικογένειας. Οι Καράφα (Carafeschi) είχαν υπάρξει εσφαλμένα γαλλόφιλοι.139 Λεγόταν ότι ο Γκονζάλβο είχε 20.000 άνδρες στο νότιο βασίλειο, πράγμα το οποίο θα καθιστούσε τη γαλλική ανακατάκτηση πολύ δύσκολη, όπως υπενθύμιζε ο Τζουστινιάν στον πάπα. Ο Αλέξανδρος ΣΤ΄, αν και ενοχλημένος από την επιχείρηση των Ισπανών, είχε χάσει τη συμπάθειά του για τούς Γάλλους. Αναζητούσε αποκλειστικά το δικό του όφελος.140

Έτσι, πήγαινε από μέρα σε μέρα και από εβδομάδα σε εβδομάδα. Ο πάπας λίγη εμπιστοσύνη είχε πια στα γαλλικά όπλα και αναζητούσε τρόπους να συμμαχήσει με τούς Ισπανούς, «γιατί τούς βλέπει ισχυρούς και αμφιβάλλει για τις δικές του υποθέσεις με την ενότητα που έχουν με τούς Κολόννα» (perche li vede potenti, e dubita delle cose sue per la unione che hanno cum Colonnesi). Φοβόταν τούς Κολόννα (Colonnesi), όπως και την υπόλοιπη ρωμαϊκή βαρωνία. Μάλιστα λίγη διαφορά είχε για τον Αλέξανδρο ΣΤ’ αν θα κυβερνούσαν οι Γάλλοι ή οι Ισπανοί στη Νάπολη. Απλώς ήθελε να προστατεύσει τον Τσέζαρε Βοργία στη Ρομάνια.141 Η σταυροφορία είχε σε μεγάλο βαθμό ξεχαστεί κατά τη διάρκεια τού άγχους και τής αναταραχής αυτής τής περιόδου.

Όμως ο γαλλο-ισπανικός πόλεμος για το ναπολιτάνικο βασίλειο δεν είχε φτάσει στην οριστική έκβασή του, όταν η παπική θητεία τού Αλέξανδρου ΣΤ’ τερματίστηκε ξαφνικά. Ο Αλέξανδρος ένιωθε αδιάθετος το Σάββατο 12 Αυγούστου (1503) και πίστευαν ότι είχε τεταρταίο πυρετό (febris tertiana), για την αντιμετώπιση τού οποίου αφαίρεσαν περίπου δεκατέσσερις ουγγιές αίματος από τις γερασμένες φλέβες του στις 15 τού μηνός. Την Πέμπτη, στις 17 τού μηνός, τού έδωσαν φάρμακα, αλλά ήταν προφανές ότι αγωνιζόταν χαμένη μάχη. Νωρίς το πρωί στις 18 τού μηνός εξομολογήθηκε και ψάλθηκε λειτουργία παρουσία του. Κατά την ώρα τού εσπερινού μετάλαβε και πέθανε. Τον ξάπλωσαν στην «Αίθουσα ελευθέρων τεχνών» (Sala delle Arti liberali, στο διαμέρισμα Boργία), η οποία συνόρευε με τον χώρο στον οποίο πέθανε.142 Ο Τσέζαρε Βοργία, ο οποίος ήταν επίσης άρρωστος, έστειλε τον Μικελέττο Κορέλλα (ο οποίος είχε δολοφονήσει τούς ηγέτες τής παράταξης Ορσίνι πριν από οκτώ περίπου μήνες στη Σινιγκάλια και στο Καστέλ ντέλλα Πιέβε) μαζί με κάποιους δολοφόνους, να εξασφαλίσουν όλες τις πόρτες που οδηγούσαν στο διαμέρισμα τού πάπα και να πάρουν στην κατοχή τους τον παπικό θησαυρό, μέρους τού οποίου παράβλεψαν. Οι πόρτες τού παλατιού άνοιξαν λίγο πριν από τις επτά το πρωί και αναγγέλθηκε ο θάνατος τού πάπα. Σύμφωνα με τον χρονικογράφο Μπούρχαρτ, ο Τσέζαρε δεν επισκέφτηκε τον πατέρα του κατά τη διάρκεια τής τελευταίας ασθένειας τού τελευταίου, ούτε ο πάπας πεθαίνοντας ανέφερε έστω και μία φορά τον Τσέζαρε ή τη Λουκρητία Βοργία.

Το πρωί τής 19ης Αυγούστου το πρησμένο, μελανιασμένο σώμα τού Αλέξανδρου ΣΤ’ θάφτηκε χωρίς τελετές, κάτω από τούς σαρκασμούς και τις βλασφημίες των εργατών, σε μια γωνία (στα αριστερά τής Αγίας Τράπεζας) τού παρεκκλησίου τής Σάντα Μαρία ντέλλε Φέμπρι, δίπλα στον Άγιο Πέτρο. Στις 22 τού μηνός, κατά την τέταρτη συνεδρίαση τού Ιερού Κολλέγιου στην εκκλησία τής Σάντα Μαρία σόπρα Μινέρβα, ένας υποταγμένος Τσέζαρε Βοργία λεγόταν ότι ήταν έτοιμος να ορκιστεί φεουδαρχική υποταγή στο Κολλέγιο και (υπό τον όρο ότι θα το έκανε) επαναδιορίστηκε διοικητής τής Αγίας Εκκλησίας «μέχρι την εκλογή τού νέου ποντίφηκα» (usque ad electionem futuri pontificis). Οι καρδινάλιοι στη συνέχεια αποφάσισαν να συγκαλέσουν το κογκλάβιο στο Καστέλ Σαντ’ Άντζελο.143 Όμως στις 3 Σεπτεμβρίου αποφάσισαν να συγκεντρωθούν στη Καπέλα Σιξτίνα, γιατί το παρεκκλήσι στο Βατικανό τού Σαν Νικκολό ντα Μπάρι ήταν ο συνήθης τόπος όπου οι καρδινάλιοι εξέλεγαν πάπα.144

Μάλλον κανένας θάνατος πάπα δεν θρηνήθηκε λιγότερο. Η παπική θητεία τού Αλεξάνδρου ΣΤ’ ήταν γεμάτη πολέμους που φοβόταν και δολοπλοκίες που αγαπούσε. Ως καρδινάλιος και πάπας για πενήντα σχεδόν χρόνια είχε εκπληρώσει τα εκκλησιαστικά του καθήκοντα σύμφωνα με τη θρησκευτική εθιμοτυπία τής παπικής κούρτης. Η ορθοδοξία του ήταν εκείνη κάποιου αδιάφορου για τη θεολογία. Δεν είχαν κατευθυνθεί προς το κακό όλες οι προσπάθειές του. Είχε προσφέρει κάποια υποστήριξη στα μοναστικά τάγματα, είχε αντισταθεί σε λαϊκές καταπατήσεις εκκλησιαστικών περιουσιών, είχε επιβάλει την πρώτη λογοκρισία στον γερμανικό τύπο (με τη βούλλα Inter multiplices με ημερομηνία 1 Ιουνίου 1501).145 Το 1493 είχε χαράξει διαχωριστικές γραμμές, διαιρώντας τούς νέους κόσμους τής Δυτικής Αφρικής, τής Αμερικής και των Ανατολικών Ινδιών σε ζώνες κατάκτησης και εποικισμού από τούς Πορτογάλους και τούς Ισπανούς,146 αν και οι γραμμές του εκτοπίστηκαν το 1494 από εκείνες που θεσπίστηκαν στη συνθήκη τού Τορντεσίγιας.

Ο Αλέξανδρος λίγη προστασία είχε προσφέρει στους ανθρωπιστές και λίγα βιβλία είχε προσθέσει στη Βατικανή Βιβλιοθήκη, γιατί προτιμούσε πολύ να χρησιμοποιεί τούς πόρους του για τον πλουτισμό τής οικογένειάς του και την προώθηση των πολιτικών φιλοδοξιών τού γιου του Τσέζαρε. Είχε πολύ μικρότερη οικοδομική δραστηριότητα από τούς άμεσα προκατόχους του, αν και έχτισε κάποια πράγματα. Στις 5 Μαΐου 1499, για παράδειγμα, ο Αλέξανδρος επισκέφθηκε, συνοδευόμενος από δώδεκα καρδινάλιους και μεγάλη ένοπλη φρουρά, το εργοτάξιο τού Πανεπιστημίου τής Ρώμης, «όπου ο πάπας είδε τη δομή τής νέας μελέτης και διέταξε να φαρδύνουν οι δρόμοι σε πολλά μέρη…» (ubi papa vidit structuram novi studii et mandavit in pluribus locis stratas ampliari….).147 Οι εργασίες στο Πανεπιστήμιο συνεχίζονταν μέχρι το τέλος τής παπικής θητείας (το κτίριο ανακατασκευάστηκε αργότερα από τον Αλέξανδρο Ζ’, τής οικογένειας των Τσίγκι). Παρά την εκτροπή των χρημάτων σε θεάματα και στις στρατιωτικές επιχειρήσεις τού Τσέζαρε, ο Βοργίας πάπας βρήκε τα μέσα για την αποκατάσταση τού Σαν Νικολό στο Κάρτσερε, τής κατ’ όνομα εκκλησίας του ως καρδινάλιου, καθώς και των Αγίων Αποστόλων. Ολοκλήρωσε τη νέα στέγη στη Σάντα Μαρία Ματζιόρε, την οποία είχε ξεκινήσει ο θείος του Κάλλιστος Γ’, ενώ ανακατασκεύασε την αψίδα τού Αγίου Ιωάννη τού Λατερανού. Ενίσχυσε το αρχαίο κύκλωμα τού Αυρηλιανού Τείχους γύρω από τη Ρώμη και πρόσθεσε στις οχυρώσεις των Σουμπιάκο, Τίβολι, Τσιβιτέλλα, Τσίβιτα Καστελλάνα, Νέπι, Όσιμο και Τσιβιταβέκκια. Στο ανάκτορο τού Βατικανού έχτισε τον Πύργο Βοργία (Torre Borgia) και ανέθεσε στον Πιντουρίκιο τη διακόσμηση τού λεγόμενου Διαμερίσματος Βοργία (Appartamento Borgia) σε μια περιοχή τού παλατιού, την οποία είχε ανακατασκευάσει πλήρως ο Νικόλαος Ε’. Εδώ έζησε τα τελευταία του χρόνια. Ο Αλέξανδρος αποκατέστησε επίσης τα περάσματα τού 13ου αιώνα κατά μήκος τού τείχους που εκτεινόταν από το Βατικανό μέχρι το Καστέλ Σαντ’ Άντζελο. Το Καστέλ, όπως υπάρχει σήμερα, είναι σε μεγάλο βαθμό δικό του έργο. Ήταν επίσης υπεύθυνος για τη διευθέτηση τής παλαιάς Βία Αλεσσαντρίνα, τώρα Μπόργκο Νουόβο.148

Μερικά διάσημα κτίρια υψώθηκαν κατά την παπική θητεία τού Αλέξανδρου. Πριν από την άνοδό του στον παπικό θρόνο είχε χτίσει το ωραίο παλάτι, που είναι τώρα γνωστό με την ονομασία Σφόρτσα-Τσεζαρίνι, το οποίο έδωσε στον Aσκάνιο Σφόρτσα (μαζί με την αντικαγκελλαρία και διάφορες άλλες αμοιβές) για την υποστήριξη τού τελευταίου στο κογκλάβιο που τον έκανε πάπα. Ο καρδινάλιος Ραφφαέλε Ριάριο έχτισε ως δικό του παλάτι τη γνωστή Καντσελλαρία, ενώ ο καρδινάλιος Γκυγιώμ Μπρισοννέ έχτισε την εκκλησία τής Σάντα Τρινιτά ντέι Μόντι στο Πίντσιο. O Γερμανός απεσταλμένος Ματίας Λανγκ έθεσε τον ακρογωνιαίο λίθο τής εκκλησίας τού γερμανικού ξενώνα, τής Σάντα Μαρία ντελλ΄ Άνιμα στις 11 Απριλίου 1500, όταν ο παπικός χρονικογράφος Γιόχαν Μπούρχαρτ ήταν ακόμη αναμφίβολα νομάρχης (prefectus fabricae), όπως ήταν κατά το προηγούμενο έτος. Τα κτίρια τής Αναγεννησιακής Ρώμης είναι πάντοτε ενδιαφέροντα. Ο Μπούρχαρτ αναφέρει πολλά, που εξακολουθούν να μάς είναι γνωστά. Τον Μάρτιο τού 1500 ο Μπούρχαρτ τελείωσε την κατασκευή τού δικού του σπιτιού, τώρα στη Βία ντελ Σουντάριο (αρ. 44), ένα μικρό παλάτι καθαρά γερμανικού γοτθικού ρυθμού, σίγουρα σχεδιασμένο από βόρειο αρχιτέκτονα. Το σπίτι αυτό είχε κάποτε όμορφο ημικυκλικό κλιμακοστάσιο, πιθανώς όπως εκείνο τού Φράουενχάους στο Στρασβούργο, με όμορφη ραβδωτή αψίδα, εντυπωσιακή περίστυλη στοά (loggia) και ευχάριστη αυλή. Δυστυχώς το εξωτερικό τού σπιτιού έχει ανοικοδομηθεί, αλλά το εσωτερικό αποκαλύπτει ακόμη τη γοτθική κατασκευή, την οποία ο Βασάρι αποδοκίμαζε ως βάρβαρη. Από τη μια πλευρά η θέα τού Μπούρχαρτ περιλάμβανε τούς πλούσιους κήπους τού Τζουλιάνο Τσεζαρίνι, καρδιναλίου επισκόπου τού Άσκολι Πιτσένο, ο οποίος ενοχλήθηκε πολύ όταν το 1491 ο Μπούρχαρτ απέκτησε το οικόπεδο με ένα ερειπωμένο σπίτι από το φημισμένο μοναστήρι τής Φάρφα. Σήμερα ο Πύργος Αρζεντίνα (Torre Argentina) έχει πάρει το όνομά του από την τοποθεσία τού σπιτιού τού Μπούρχαρτ και υπενθυμίζει το Στρασβούργο (Argentina), τη γενέτειρα πόλη τού κατασκευαστή του.149

Έπρεπε ίσως να αναμένεται ότι τα αξιοσημείωτα χαρακτηριστικά τής παπικής θητείας τού Αλεξάνδρου ΣΤ’ θα έκαναν μεγάλη εντύπωση κατά την υστεροφημία. Μολονότι κάθε τουρίστας που διαβάζει τον τουριστικό οδηγό του ξέρει ότι ο Αλέξανδρος έδωσε σε μεγάλο βαθμό στο Καστέλ Σαντ’ Άντζελο τη μορφή που αυτό διατηρεί ακόμη, όμως μπορούν να βρεθούν από τον αρχαιολάτρη πολυάριθμα πιο λεπτά, πιο αδύναμα αναμνηστικά αυτής τής περιόδου, αναμνήσεις ενός παρελθόντος αρκετά άγνωστου στον σύγχρονο Ρωμαίο που περπατά βιαστικά για τις δουλειές του. Άραγε ποιος από εκείνους που διασχίζουν καθημερινά την παλιά Βία ντελ’ Άρκο ντι Πάρμα (Roma V), η οποία οδηγεί στην παρακμάζουσα Πιάτσα Λαντσελλότι, κοντά στην Βία ντε Κορονάρι, συνδέει το όνομα με τον Τζιαντζάκομο Σκλαφενάτι, τον καρδινάλιο τής Πάρμα, τον οποίο είχαμε περισσότερες από μια φορές την ευκαιρία να αναφέρουμε σε αυτό τον τόμο; Η κοντινή Πιάτσα Νικοζία υπενθυμίζει τον Αλντομπραντίνο Ορσίνι, αρχιεπίσκοπο Λευκωσίας Κύπρου, τον διορισμό τού οποίου στο αξίωμα το 1502 καταγράφει ο Μπούρχαρτ στο ημερολόγιό του.150 Στην ίδια περιοχή η Βία ντ’ Ασκάνιο (Roma IV), η οποία εκτείνεται από τη Bία ντέλλα σκρόφα μέχρι την μικρή πλατεία Πιάτσα ντι Φιρέντσε, συντηρεί τη μνήμη τού καρδινάλιου Σφόρτσα και μάς δίνει τη θέση των κήπων του. Το άγαλμα τού «Πασκουΐνο» εξακολουθεί να στέκεται σε μια γωνία τής Πιάτσα Ναβόνα, κοντά στο σημείο όπου ο καρδινάλιος Oλιβιέρο Καράφα το είχε στήσει δίπλα στον τοίχο τού δικού του σπιτιού. Το «ονομαζόμενο άγαλμα τού πλοίαρχου Πασκουΐνο» (statua magistri Pasquino nuncupata) αναφέρεται επίσης από τον Μπούρχαρτ151 και θα έχουμε λόγους να το αναφέρουμε στον επόμενο τόμο.

Αν το 1492 το κογκλάβιο είχε εκλέξει στο πρόσωπο τού Αλέξανδρου τον χειρότερο από τούς καρδιναλίους, λίγοι είχαν απόλυτη επίγνωση τού γεγονότος. Πολλοί από τούς καρδιναλίους ήσαν πολύ παρόμοιοι με αυτόν. Ο Αλέξανδρος δεν διέθετε βέβαια τη λεπτότητα να προσθέτει την υποκρισία στα άλλα ελαττώματά του. Ήσαν γερό συνάφι εκείνοι οι καρδινάλιοι, ενώ μερικοί από αυτούς θα άφηναν πιο άξιους διαδόχους να πίνουν το ακριβό τους κρασί από το Καίκουβον τού Λατίου …

<-16. Οι Γάλλοι στη Νάπολη, η λίγκα τής Βενετίας και παπικά προβλήματα (1495-1498)
error: Content is protected !!
Scroll to Top