<-14. Ιννοκέντιος Η’ και Αλέξανδρος ΣΤ’, Κάρολος Η’ και Φερράντε Α’ (1490-1494) | 16. Οι Γάλλοι στη Νάπολη, η λίγκα τής Βενετίας και παπικά προβλήματα (1495-1498)-> |
15
Αλέξανδρος ΣΤ’ και Κάρολος Η’. Η γαλλική εκστρατεία στην Ιταλία (1494-1495)
![]() |
![]() |
Η παλαιά πολιτική τού Κόσιμο Μέδικου, τής τριπλής συμμαχίας Φλωρεντίας, Μιλάνου και Νάπολης, δεν ήταν εύκολο να διατηρηθεί. Ο εγγονός του Λορέντσο είχε στραφεί στη Βενετία τον Νοέμβριο τού 1474, αφήνοντας τη Νάπολη στη μοίρα της, όταν χρειαζόταν βοήθεια για να ματαιώσει την προσπάθεια τού πάπα Σίξτου Δ’ να επεκτείνει την παπική εξουσία στη Ρομάνια. Τέσσερα χρόνια αργότερα, μετά τη συνωμοσία Πάτσι, όπως είδαμε, ο Λορέντσο βρέθηκε σε πόλεμο τόσο με τον παπισμό όσο και με τη Νάπολη (την περίοδο 1478-1480). Αν και ο Λορέντσο είχε πάρει το μάθημά του από αυτή την εμπειρία και ξαναγυρνούσε σε συμμαχία με το Μιλάνο και τη Νάπολη, δεν είχε ακόμη βρει ανθόσπαρτο δρόμο για την ειρήνη. Ο Σίξτος Δ’, που καλλιεργούσε πάντοτε τη φιλοδοξία των Ρομανιόλων, είχε στη συνέχεια κάνει συμφωνία με τούς Ενετούς για διαίρεση τού δουκάτου τής Φερράρα (το 1482), προκαλώντας κι άλλον πόλεμο στην Ιταλία, όταν η τριπλή συμμαχία παρενέβη για να εμποδίσει τη λαφυραγωγία τού δουκάτου των Έστε. Ο αγώνας αυτός δεν είχε ακόμη τελειώσει, όταν ο διάδοχος τού Σίξτου Ιννοκέντιος Η’ μπλέχτηκε στον ανταγωνισμό του με τον βασιλιά Φερράντε τής Νάπολης. Για τα υπόλοιπα χρόνια τής ζωής του ο Λορέντσο Μέδικος θα προσπαθούσε να συμφιλιώσει την Αγία Έδρα και τη Νάπολη, χωρίς να συρθεί ο ίδιος στη σύγκρουση.
Κάθε φορά που τα ιταλικά κράτη προσέφευγαν στα όπλα, κάποιος απεσταλμένος στελνόταν στη γαλλική αυλή, για να συζητήσει τις διεκδικήσεις τού οίκου των Ανδεγαυών επί τής Νάπολης, τού οίκου τής Ορλεάνης επί τού Μιλάνου, ή τη γενική επιθυμία γαλλικής ειρηνευτικής παρέμβασης στην Ιταλία, ώστε να καταστεί δυνατή μια σταυροφορία κατά των Τούρκων. Ο Κάρολος Η’ και ο Λουδοβίκος ΙΑ’ είχαν πάρα πολλά προβλήματα, ώστε να αναλάβουν τη μεγάλη περιπέτεια νοτίως των Άλπεων. Όμως η συνεχιζόμενη επιτυχία εναντίον τής Αγγλίας και τής Βουργουνδίας, με κάποια βελτίωση τής ευημερίας και την επίτευξη εσωτερικής ηρεμίας στη Γαλλία, έδιναν στον Κάρολο Η’ μια ευκαιρία (ή τουλάχιστον τον έβαζαν σε ένα πειρασμό), που οι προκάτοχοί του είχαν να γνωρίσουν από τις παλιές μέρες τού Καρόλου Ανδεγαυού.
Μαθαίνοντας τα νέα για τον θάνατο τού Φερράντε ο Κάρολος Η’ έστειλε αμέσως δύο ειδικούς απεσταλμένους στη Ρώμη, για να ζητήσει από τον πάπα να μην αναθέσει στον Αλφόνσο [Β’] το βασίλειο τής Νάπολης. Σε περίπτωση που ο πάπας είχε την πρόθεση να προχωρήσει στην ανάθεση, οι απεσταλμένοι θα τού έλεγαν ότι ο Κάρολος θα προσέφευγε κατά τής απόφασής του σε γενική σύνοδο. Υπό τις συγκεκριμένες συνθήκες επρόκειτο μάλλον για ωμή απειλή. Ενώ λοιπόν το γαλλικό πρόβλημα έπαιρνε ανησυχητικές διαστάσεις, έφτασε στην Ρώμη στις 4 Φεβρουαρίου (1494) απεσταλμένος από τον σουλτάνο τής Αιγύπτου. Τον συνόδευσαν στην κατοικία του μέλη τού νοικοκυριού τού σουλτάνου Τζεμ καθώς και παπικοί ακόλουθοι. Ένα μήνα αργότερα έφτασε στη Ρώμη πρεσβεία υπακοής από τη Ρόδο, την οποία έστελνε ο μεγάλος μάγιστρος ντ’ Ωμπουσσόν, πράγμα που αποτελούσε άλλη μια υπενθύμιση ότι οι δυτικές υποθέσεις δεν έπρεπε να αφεθούν να αποσπάσουν την προσοχή τού πάπα από εκείνες τής ανατολής.1
Η γαλλική απειλή έφερνε τον πάπα Αλέξανδρο ΣΤ’ σε πολύ δύσκολη θέση. Ως συμφιλιωτική χειρονομία αποφάσισε στις 9 Μαρτίου να σταλεί στον Κάρολο το Χρυσό Ρόδο.2 Όμως στις 20 τού μηνός η Αγιότητά του απάντησε στον Γάλλο βασιλιά με μακροσκελή επιστολή. Χαιρόταν που ο Κάρολος ήταν έτοιμος να αναλάβει την υπεράσπιση των χριστιανών από τούς Τούρκους, των οποίων οι ανήκουστες σφαγές πιστών τού Χριστού τού προκαλούσαν μέρες και νύχτες σκληρής αγωνίας. Ήταν πεπεισμένος ότι η ενότητα των μεγάλων ηγεμόνων, φλεγόμενη από ζήλο που ταίριαζε με εκείνον τού Καρόλου, θα ξεσηκωνόταν κατά των εχθρών τής πίστης. Ο πάπας ζητούσε τώρα από τούς ηγεμόνες να στείλουν στη Ρώμη πλήρως εξουσιοδοτημένους εκπροσώπους, που θα δέσμευαν τούς εντολείς τους στα απαραίτητα μέτρα για την οργάνωση τής σταυροφορίας. Όμως εκπλησσόταν από τη δήλωση τού βασιλιά ότι έπρεπε να επικυρώσει τις απαιτήσεις του στο βασίλειο τής Νάπολης πριν ξεκινήσει τη σταυροφορία. Μια γαλλική εκστρατεία εναντίον τής Νάπολης θα έθετε ολόκληρη την Ιταλία σε άφατο κίνδυνο. Άραγε οι Τούρκοι, «ως θεατές των αγώνων» (tamquam ludorum spectaiores), θα περίμεναν ήσυχα την έκβαση ενός πολέμου μεταξύ Καρόλου και Aλφόνσο; Μήπως συμφιλιώνονταν οι ηγεμόνες τής Τουρκίας και τής Αιγύπτου, μαθαίνοντας για τις μεγάλες στρατιωτικές προετοιμασίες τού Καρόλου και φοβούμενοι για τον εαυτό τους; Η χριστιανοσύνη όμως έλπιζε τόσο πολλά από την έχθρα τους!
Είμαστε λοιπόν πάλι υποχρεωμένοι, να παροτρύνουμε και να προσευχηθούμε στη Γαληνότητά σας, να εγκαταλείψει αυτόν τον πόλεμο εναντίον τής Νάπολης, για την κοινή άμυνα τής χριστιανοσύνης. Και να στραφείτε μαζί μας στην εκστρατεία που έχουμε προγραμματίσει, την οποία αυτός ο πόλεμος αναντίρρητα θα παρεμπόδιζε εντελώς. Ας σκεφτεί η Μεγαλειότητά σας ότι έρχεστε σε αντίθεση με τον εαυτό σας, γιατί ενώ λέτε ότι στρατεύεστε εναντίον των απίστων, ξεκινάτε πόλεμο με τη Νάπολη…
Ο Κάρολος είχε ισχυριστεί ότι η κατοχή τής Νάπολης θα τού παρείχε το σημείο αφετηρίας για τη σταυροφορία, πράγμα το οποίο ο πάπας στιγμάτιζε κατηγορηματικά ως ρηχή προσποίηση. Δεν προέτρεπε το Κάρολο να εγκαταλείψει οποιαδήποτε δικαιώματα είχε στη Νάπολη, αλλά να τα επιδιώξει με νόμιμο τρόπο (via justiile). Ο Αλέξανδρος πρόσφερε τις δικές του υπηρεσίες ως διαιτητής. Όσο για τον Αλφόνσο, η ανάθεση τού στέμματος σε αυτόν δεν απέκλειε τις διεκδικήσεις τού Καρόλου, αν αυτές ήσαν δίκαιες. Ο πάπας Ιννοκέντιος Η’ είχε αναθέσει το βασίλειο στον Φερράντε, στον πατέρα τού Aλφόνσο, με την ομόφωνη γνώμη τού εκκλησιαστικού συμβουλίου. Ο Αλέξανδρος δεν θα μπορούσε με κατάλληλο τρόπο να στερήσει την ίδια ανάθεση από τον Αλφόνσο, ο οποίος, όπως και ο πατέρας του πριν από αυτόν, κατείχε στην πραγματικότητα το βασίλειο και είχε οριστεί ως διάδοχος τού Φερράντε: «Δεν μπορούμε να τον εξαπατήσουμε στο δικαίωμά του για κατοχή, ούτε μπορούμε να εγκαταλείψουμε τη δικαιοσύνη στην περίπτωσή του». Ήταν εύγλωττο κείμενο, που συντάχθηκε κυρίως (μπορούμε να υποθέσουμε) από τον Λουίτζι Ποντοκατάρο, την υπογραφή τού οποίου φέρει.3 Ο Αλέξανδρος είχε πάρει τελικά την απόφασή του ύστερα από μήνες χρονοτριβής.
Οι απεσταλμένοι των Ιπποτών τής Ρόδου, όταν υπέβαλαν την υπακοή τους στον πάπα στις 10 Μαρτίου, τον είχαν παροτρύνει για σταυροφορία, υποστηρίζοντας ότι ο χρόνος ήταν επιτέλους κατάλληλος για να χρησιμοποιήσουν τον σουλτάνο Τζεμ εναντίον τού αδελφού του στην Ισταμπούλ.4 Ο χρόνος όμως δεν ήταν καθόλου κατάλληλος, τουλάχιστον στη Δύση. Στις 14 Μαρτίου μία ναπολιτάνικη πρεσβεία, με επικεφαλής τον Δον Λουίτζι τής Αραγωνίας, μαρκήσιο τού Γκεράτσε και τον αρχιεπίσκοπο Αλεσσάντρο Καράφα τής Νάπολης, έφτασε στη Ρώμη για να μεταφέρει την υπακοή τού βασιλιά Αλφόνσο προς τον πάπα και για να διαπραγματευτεί τις διάφορες λεπτομέρειες, που αφορούσαν τον γάμο τού νεαρού Γιοφφρέδο Βοργία με τη Δόννα Σάνθια. Τούς υποδέχθηκαν τα συνήθη μέλη των νοικοκυριών τού πάπα και των καρδιναλίων. Ο Δον Λουίτζι διέμεινε στο παλάτι Ορσίνι στο Mόντε Τζορντάνο. Ο Αλεσσάντρο Καράφα έμεινε με τον αδελφό του, τον καρδινάλιο Ολιβιέρο. Καθώς οι εβδομάδες περνούσαν, συμμετείχαν στις τελετουργικές πομπές που αποτελούσαν το πιο ευδιάκριτο κομμάτι ζωής στην παπική κούρτη και ο Μπούρχαρτ είχε περισσότερες από μια φορές την ευκαιρία να κουνάει το κεφάλι για τον κακό τρόπο στον οποίο ο Αλέξανδρος ΣΤ’ επέμενε συχνά για τις τελετές. Τελικά, ύστερα από μεγάλη καθυστέρηση, την Παρασκευή 18 Απριλίου ένα μυστικό εκκλησιαστικό συμβούλιο ενέκρινε την περιβολή τού Aλφόνσο Β’ με τον τίτλο τού βασιλιά τής Νάπολης. Ο ανηψιός τού πάπα Χουάν Boργία-Λανθόλ, καρδινάλιος τής Αγίας Σουζάννας, ορίστηκε εκπρόσωπος τού πάπα (legatus de latere), για να πάει στη Νάπολη και να εκτελέσει τις τελετές περιβολής και στέψης. Μερικοί από τούς καρδιναλίους διαμαρτυρήθηκαν. Ο πάπας όμως είχε πάρει την απόφασή του. Ο Μπούρχαρτ στάλθηκε νωρίτερα στη Νάπολη, για να μεριμνήσει για τη στέψη. Πριν την αναχώρησή του από τη Ρώμη έκανε ανάληψη εικοσιπέντε χρυσών δουκάτων από την τράπεζα των κληρονόμων τού Αμπρότζο Σπανόκκι, που χρεώθηκαν στο ναπολιτάνικο βασιλικό λογαριασμό, τον οποίο διαχειριζόταν η Εταρεία Σπανόκκι. Ο κακότροπος και δογματικός τελετάρχης απόλαυσε πολύ την εμπειρία, την οποία περιέγραψε πλήρως στο ημερολόγιό του.
Ο Μπούρχαρτ έφτασε στη Νάπολη στις 24 Απριλίου με λεπτομερές πρόγραμμα για τη στέψη και σύντομα ανάρτησε τις λεπτομέρειες τού προγράμματος στις πύλες, τούς δρόμους και τις εκκλησίες τής πόλης, καθώς και στο τελωνείο και το προσωπικό τής αυλής. Η στέψη τού Αλφόνσο Β’ πραγματοποιήθηκε στις 8 Μαΐου παρουσία μεγάλου πλήθους Ναπολιτάνων ευγενών και κληρικών, αξιωματούχων τής αυλής, εκπροσώπων άλλων χωρών, καθώς και των πρέσβεων των ξένων δυνάμεων, συμπεριλαμβανομένου απεσταλμένου από την Πύλη με ακολουθία από δώδεκα Τούρκους συνοδούς. Υπήρξαν τα αναπόφευκτα λάθη πρωτοκόλλου, η απελπισία τής καλά οργανωμένης ζωής τού Μπούρχαρτ, όπως όταν εκ παραδρομής ο επίσκοπος τής Τρόπεα, στον οποίο ο Μπούρχαρτ είχε δώσει επιμελώς οδηγίες, επέτρεψε στον Αλφόνσο να παραμένει καθισμένος σε όλη τη διάρκεια τής απαγγελίας τού Πιστεύω (Credo). Οι πρεσβευτές ήσαν ως συνήθως δυσαρεστημένοι με τις θέσεις που τούς είχαν δοθεί και ήσαν τόσο φορτικοί, ώστε ο Μπούρχαρτ αναγκάστηκε να βγάλει κάποιους ιεράρχες από το πάγκο τους για να δώσει τις θέσεις σε αυτούς. Όμως λόγω τής προσοχής τού Μπούρχαρτ ο Τούρκος πρέσβης ήταν σε θέση να αποχωρήσει από τις τελετές μετά την πραγματική στέψη, όταν ο λεγάτος άρχισε να ψάλλει λειτουργία, γιατί ο τελετάρχης γνώριζε ότι δεν θα ήταν ούτε κατάλληλο για την περίσταση ούτε θα συμφωνούσε ο Τούρκος, αν υποχρεωνόταν να παραστεί μάρτυρας τής ύψωσης τής όστιας για προσκύνημα από τούς πιστούς.5
Αμέσως μετά τη στέψη του, τής οποίας είχε χοροστατήσει ο καρδινάλιος Χουάν Bοργία, ο Aλφόνσο Β’ έκανε τον γιο τού πάπα Χουάν —ήδη δούκα τής Γκάντια— πρίγκηπα τού Τρικάρικο και κόμη Κιαρομόντε, Λαουρία και Καρινόλα, «λόγω των μοναδικών προσόντων του», ενώ έναν άλλο παπικό νόθο, τον Γιοφφρέδο, λόγω τής κατοχής παρομοίων προσόντων, έκανε πρίγκηπα τού Σκιλάτσε και κόμη τού Καριάτι.6 Οι Καταλανοί είχαν πραγματικά ενωθεί. Οι Γάλλοι ήσαν έξαλλοι. Ο Κάρολος Η’ δήλωσε ότι θα απέσυρε την υπακοή του από τον Αλέξανδρο ΣΤ’. Όσοι καρδινάλιοι υποστήριζαν τον πάπα θα έχαναν τα γαλλικά επιδόματα εφημερίου, τα οποία θα δίνονταν στον καρδινάλιο Ασκάνιο Σφόρτσα, αδελφό τού Λοντοβίκο ιλ Μόρο, τού σύμμαχου τής Γαλλίας. Για προφανείς λόγους ο Aσκάνιο βιαζόταν να εγκαταλείψει τη Ρώμη, αλλά στις αρχές Απριλίου ο πάπας αρνήθηκε να τού το επιτρέψει. Όμως στις 23 τού μηνός, γύρω στα μεσάνυχτα (ad 4 hore de node), ο καρδινάλιος Τζουλιάνο ντέλλα Ρόβερε απέπλευσε με καλά εξοπλισμένο μπριγαντίνι και είκοσι άνδρες από το οχυρό του στην Όστια, το οποίο άφησε στα χέρια φρουράς με επαρκείς προμήθειες για δύο χρόνια. Ο Τζουλιάνο πήγε πρώτα στη Γένουα, από εκεί στην Αβινιόν και την 1η Ιουνίου εμφανίστηκε στην έδρα τού Καρόλου Η’ στη Λυών. Το οχυρό τού Τζουλιάνο στις εκβολές τού Τίβερη δεν άντεξε για πολύ καιρό ενάντια στις δυνάμεις τού Nικολό Ορσίνι και των Ναπολιτάνων, τούς οποίους ο πάπας κάλεσε σε ενίσχυση. Ο φίλος και σύμμαχος τού Τζουλιάνο, ο Φαμπρίτσιο Κολόννα, θεωρώντας προφανώς την κατάσταση απελπιστική, βοήθησε στις διαπραγματεύσεις για την παράδοση τής Όστια, σε αντάλλαγμα για παπική υπόσχεση να τον αφήσουν ήσυχο στη Γκροτταφερράτα. Ο Αλέξανδρος ΣΤ’ είχε στην κατοχή του την «ακρόπολή μας στην Όστια» (arx nostra Ostiensis) στις 24 Μαΐου (1494). Και τώρα ο Τζουλιάνο φαινόταν ότι βρισκόταν σε πόλεμο με τον πάπα, όπως ο Κάρολος Η’ με τον βασιλιά τής Νάπολης.7
Στο μεταξύ ο Τούρκος απεσταλμένος είχε έρθει στη Βενετία, προφανώς γεμάτος χαμόγελα και αστεϊσμούς, φέρνοντας επιστολή ή επιστολές από τον σουλτάνο Βαγιαζήτ Β’ και διαβεβαιώνοντας τη Σινιορία για την αφοσίωση τού τελευταίου στη Δημοκρατία. Ο Βαγιαζήτ είχε την πρόθεση να επανορθώσει για τις ζημιές που είχαν υποστεί Ενετοί έμποροι από Τούρκους πειρατές. Μάλιστα η οθωμανική εξοχότητά του φαινόταν πρόθυμος να διατηρήσει την «καλή ειρήνη» (bona pace), που υπήρχε μεταξύ Βενετίας και Πύλης.8 Ενώ λοιπόν οι Ενετοί βρίσκονταν σε φιλικές σχέσεις με τούς Τούρκους, ο Μαξιμιλιανός, ο βασιλιάς των Ρωμαίων, ανέπτυσσε περίπλοκα σχέδια για τη σταυροφορία, τα οποία η πορεία των γεγονότων είχε καταστήσει άνευ αντικειμένου. Στις 19 Απριλίου (1494) είχε στείλει λεπτομερείς οδηγίες στον Μάρκαρντ Μπραϊζάχερ, τον απεσταλμένο του στην Αγία Έδρα. Ο Μπραϊζάχερ έπρεπε να ενημερώσει τον πάπα, «ότι θα συναντήσουμε τον βασιλιά τής Γαλλίας προσωπικά στη Βουργουνδία στο τέλος τού τρέχοντος μηνός και ελπίζουμε να τον πείσουμε να κάνει ειρήνη με το βασιλιά τής Νάπολης, ώστε η διχόνοιά τους να μην εμποδίζει όλους μας στη σταυροφορία (expeditio) εναντίον τού Τούρκου». Ο βασιλιάς των Ρωμαίων, που έλεγε ότι οι στρατοί του δεν ανέχονταν εύκολα τη ζέστη τού βαλκανικού καλοκαιριού, δήλωνε την πρόθεσή του με τη βοήθεια τού Θεού, τής Αγίας Έδρας και των χριστιανών ηγεμόνων, να συμμετάσχει προσωπικά στον πόλεμο εναντίον των Τούρκων κατά το προσεχές φθινόπωρο. Πολύ σύντομα θα έστελνε στρατεύματα στην Κροατία, η οποία υποβαλλόταν σε καθημερινές επιδρομές από τούς Τούρκους, που έπαιρναν μαζί τους πολλά λάφυρα. Δυστυχώς ο βασιλιάς τής Πολωνίας είχε κάνει ανακωχή με τούς Τούρκους. Αναμενόταν ότι θα ακολουθούσε το παράδειγμά του ο βασιλιάς τής Ουγγαρίας. Οι Ούγγροι δεν είχαν μεγάλη εμπιστοσύνη ούτε στη δική τους δύναμη ούτε στην πιθανότητα βοήθειας από τούς ομοθρήσκους τούς χριστιανούς και πιστεύοντας ότι ο μόνος τρόπος ασφάλειάς τους ήταν η διαπραγμάτευση ειρήνης με τούς Τούρκους, ήσαν εντελώς πρόθυμοι να το πράξουν. Ο αυτοκρατορικός απεσταλμένος έπρεπε να ζητήσει από την Αγιότητά του να γράψει αμέσως στον βασιλιά τής Ουγγαρίας, για να τον πείσει να μην κάνει τέτοια ειρήνη, την οποία οι Τούρκοι σε καμία περίπτωση δεν θα τηρούσαν έντιμα, γιατί αν προέκυπτε ευκαιρία, με ειρήνη ή χωρίς ειρήνη, θα επιτίθεντο στους Ούγγρους ή στους Γερμανούς, στους υπηκόους τής εκκλησίας ή τής Νάπολης, στους Ενετούς ή στους Ιππότες τής Ρόδου, ή σε οποιονδήποτε χριστιανικό λαό. Ο Μαξιμιλιανός έστειλε στον Μπραϊζάχερ λεπτομερές σχέδιο για πόλεμο δύο ετών, που θα διεξαγόταν κατά τής Πύλης από τον σουλτάνο τής Αιγύπτου και τούς χριστιανούς ηγεμόνες.9 Όμως τρεις περίπου εβδομάδες αφότου είχε συνταχθεί το τελικό κείμενο των οδηγιών προς τον Μπραϊζάχερ, ο καρδινάλιος Χουάν Βοργία έστεφε βασιλιά τον Aλφόνσο Β’ τής Νάπολης στο όνομα τού πάπα Αλέξανδρου ΣΤ’. Ένας πικραμένος τώρα Κάρολος Η’ ετοιμαζόταν να κατέβει στην Ιταλία, να διώξει τον Aλφόνσο από το θρόνο και να καταστήσει τον Αλέξανδρο υπόλογο για τις σιμωνιακές του συνεννοήσεις με τον οίκο τής Αραγωνίας.
Σε ζητήματα σιμωνίας και ιδιοτέλειας ο Αλέξανδρος έπρεπε να λογοδοτήσει για πολλά και αναμφίβολα την πλήρη έκταση των αδυναμιών του ως πάπας και ως άνθρωπος είχε δραστήρια περιγράψει στον Κάρολο Η’ ο καρδινάλιος ντέλλα Ρόβερε, ο οποίος ισχυριζόταν ότι ήταν απαραίτητη η σύγκληση γενικής συνόδου, για να προχωρήσει εναντίον τού πάπα και να μεταρρυθμίσει την παπική κούρτη. Ο γαλλικανισμός (Gallicanism) ήταν πάντοτε ισχυρός στη Γαλλία. Ο πάπας έπρεπε επίσης να φοβάται την ανανέωση τής Πραγματιστικής Κύρωσης (Pragmatic Sanction), η οποία θα είχε ως αποτέλεσμα την ουσιαστική ανεξαρτησία τής γαλλικής Εκκλησίας από τη Ρώμη. Οι Φλωρεντινοί εκπρόσωποι Γκουϊνταντόνιο Βεσπούτσι και Πιέρο Καππόνι έγραφαν στον Πιέρο των Μεδίκων από τη Λυών στις 6 Ιουνίου 1494 ότι ο ντέλλα Ρόβερε σχεδίαζε να ζητήσει την υποστήριξη τού Mαξιμιλιανού καθώς και τού Καρόλου Η’, για τη σύγκληση γενικής συνόδου «για να πικάρουν τον πάπα» (per tribulare il Papa). Πίστευαν όμως ότι ο πάπας, «ο οποίος είναι από τη φύση του ποταπός και έχει επίγνωση τού δικού του παραπτώματος, θα μπορούσε εύκολα να οδηγηθεί να επιστρέψει στην ευπρέπεια, λόγω τού φόβου του για τις εξελίξεις σε αυτή την περιοχή». Θα ήταν πολύ επιθυμητό, σκέφτονταν, να επανασυμφιλιωθούν ο ντέλλα Ρόβερε και ο πάπας, το οποίο μπορούσε να γίνει αν ο καρδινάλιος διαβεβαιωνόταν για δίκαιη μεταχείριση.10
Δύο μέρες αργότερα οι Βεσπούτσι και Καππόνι έγραφαν στον Πιέρo ότι οι Γάλλοι έκαναν ασυνήθιστες ναυτικές προετοιμασίες. Έπρεπε λοιπόν να ληφθεί κάθε μέτρο για την υπεράσπιση τής Πίζας και τής φλωρεντινής παραλίας. Οι Γάλλοι έφερναν μαζί τους εκτεταμένο πυροβολικό, τροχοφόρα κανόνια όχι μεγαλύτερου μεγέθους, αλλά ασυνήθιστα μεγάλης δύναμης κρούσης. Έβαζαν στο πεδίο τής μάχης 1.500 ιππείς και στρατολογούσαν δέκα ή δώδεκα χιλιάδες Γασκώνους, Ελβετούς και Ιταλούς μισθοφόρους. Η κάθοδός τους στην Ιταλία ήταν καλά σχεδιασμένη. Ο Κάρολος Η’ πήγαινε στη Βουργουνδία όχι με την προσδοκία επίτευξης συμφωνίας με τον Mαξιμιλιανό, αλλά για την ασφάλεια των παραμεθορίων εδαφών. Ο Κάρολος επέμενε ότι θα πήγαινε αυτοπροσώπως στην Ιταλία. Υπήρχαν κάποιοι που αμφέβαλλαν. Όμως ήταν τόσο επίμονος στη διατύπωση τής πρόθεσής του, ώστε υπήρχε μεγάλος φόβος ότι όντως θα το έκανε. Αν και οι Γάλλοι είχαν οικονομικές δυσκολίες, ο πάπας έπρεπε να προειδοποιηθεί ότι είχαν αποτελεσματικές συνδέσεις στη Ρώμη.11 Στις 14 Ιουνίου οι Βεσπούτσι και Καππόνι έγραφαν στους «Οκτώ» (Otto di Pratica) ότι ο βασιλιάς Κάρολος είχε πάει τώρα στην Βουργουνδία. Αναμενόταν σύντομα πίσω στη Λυών, ενώ ύστερα από ακόμη τέσσερις ή πέντε μέρες στη Λυών λεγόταν ότι θα ξεκινούσε για το Άστι, όπου θα συγκεντρώνονταν οι δυνάμεις του. Από εκεί θα πήγαινε στη Γένουα. Σύμφωνα με τις πληροφορίες τους, ο Κάρολος έβαζε 22.000 άνδρες στο πεδίο, εκ των οποίων επτακόσιοι ή οκτακόσιοι ήσαν πάνοπλοι (uomini d’arme). Υπήρχαν ακόμη πολλοί στη Λυών, που δεν πίστευαν ότι ο Κάρολος θα άφηνε το βασίλειο. Ο καρδινάλιος ντέλλα Ρόβερε είχε πάει στην Βουργουνδία με τον βασιλιά.12
Τώρα πια η τράπεζα Mεδίκων στη Λυών τελείωνε τις δουλειές της και έκλεινε. Οι Βεσπούτσι και Καππόνι ενημέρωναν τον Πιέρo στις 19 Ιουνίου ότι «η τράπεζά σας» (vostri del Banco) είχε αναχωρήσει την προηγούμενη ημέρα.13 Με λιγότερους πόρους από τον πατέρα του και πολύ μεγαλύτερα προβλήματα να αντιμετωπίσει, ο Πιέρο έπρεπε τώρα να αναλογιστεί ποια θα ήταν η πολιτική του, όταν οι Γάλλοι θα άρχιζαν την προς νότο πορεία τους σε ιταλικό έδαφος.14
Ο σουλτάνος Βαγιαζήτ και οι βεζύρηδές του παρακολουθούσαν τις εξελίξεις στην Ιταλία με ενδιαφέρον και φόβο. Ο Κάρολος Η’ είχε επιμείνει συνεχώς ότι η εκστρατεία του δεν ήταν παρά το προοίμιο για σταυροφορία και ότι η Νάπολη θα ήταν το σημείο αναχώρησής του (point de depart) για την ανατολική Μεσόγειο.15 Στις 26 Απριλίου 1494 ο μεγάλος μάγιστρος Πιέρ ντ’ Ωμπουσσόν είχε γράψει στον Αλέξανδρο ΣΤ’ ότι ο σουλτάνος επιθυμούσε τη συχνή ανταλλαγή πρεσβειών μεταξύ Ισταμπούλ και Ρόδου και ότι ήταν προφανώς πρόθυμος να αποκαταστήσει ορισμένες ζημιές, που είχαν γίνει από υπηκόους του σε εμπορεύματα και πρόσωπα Ροδίων. Ο ντ’ Ωμπουσσόν πληροφορούνταν όμως ότι ο σουλτάνος ετοίμαζε στρατό ξηράς, πιθανώς για να τον στείλει εναντίον των Ούγγρων. Ετοίμαζε επίσης μερικές γαλέρες, για να τις χρησιμοποιήσει εναντίον των πειρατών που μάστιζαν τα τουρκικά παράλια. Ο μεγάλος μάγιστρος προειδοποιούσε τον πάπα ότι ο έξυπνος Μουσταφά μπέης, άλλοτε απεσταλμένος τής Πύλης στον Ιννοκέντιο Η’, παρέμενε τότε κοντά στο Δυρράχιο και πίστευαν ότι ετοίμαζε κάποια συνωμοσία εναντίον τού Τζεμ σουλτάνου, για την προστασία τού οποίου ήταν απαραίτητη ειδική φροντίδα και επαγρύπνηση.16
Ο Βαγιαζήτ αναμφίβολα ονειρευόταν να βρει τον αδελφό του κάποια κακοτυχία και ευχαρίστως θα διακινδύνευε την οργή τής Ρώμης για να επιφέρει τον θάνατό του. Όμως εν όψει τής γαλλικής εκστρατείας, η επιθυμία για φιλικές σχέσεις με την Πύλη ήταν αρκετά χαρακτηριστική στην παπική κούρτη, όπως και στη Νάπολη. Στις 12 Μαΐου 1494 ο Αλέξανδρος ΣΤ’ έγραφε στον Βαγιαζήτ ότι ήταν ευτυχής που μάθαινε για τη δυνατή φιλία που υπήρχε τώρα μεταξύ τού σουλτάνου και τού βασιλιά Αλφόνσο. Οι καλές σχέσεις μεταξύ των δύο βασιλέων ήσαν ιδιαίτερα ενθαρρυντικές για τον πάπα, αφού ο αγαπημένος του γιος Aλφόνσο ήταν δεμένος μαζί του με οικογενειακούς δεσμούς, καθώς και από την πατρική ευεργεσία που ένιωθε γι’ αυτόν. Ο πάπας είχε αναλάβει τον Αλφόνσο και το βασίλειό του υπό την προστασία τής Αγίας Έδρας και ικέτευε γι’ αυτόν τον ίδιο σεβασμό, που έδειχνε ο σουλτάνος προς τον πάπα. Η Αυτού Αγιότητα θα έκανε για τη διατήρηση τής Νάπολης τόσο πολλά, όσα θα έκανε και για εκείνη τής Ρώμης.17 Η φαινομενική φιλία τού Βαγιαζήτ δεν δημιουργούσε ψευδαισθήσεις στη Δύση. Καθένας, ειδικά οι Ενετοί, γνώριζε ότι ο Τούρκος χρειαζόταν παρακολούθηση.
Παρά την «καλή ειρήνη» την οποία ο Βαγιαζήτ και οι Ενετοί έλεγαν ότι ήθελαν να διατηρήσουν —ιδίως εν όψει τής απειλής γαλλικής εισβολής στην Ιταλία, η οποία υποτίθεται ότι θα αποτελούσε την αρχή σταυροφορίας— ο Νικολό ντα Κα Πέζαρο, ο διοικητής τής Δημοκρατίας στον Κόλπο, διατηρούσε άγρυπνη περιπολία στο Αιγαίο. Οι έξι γαλέρες τού Νικολό συνέβη να βρίσκονται στο λιμάνι τής Νάξου, όταν την 1η Ιουλίου 1494 πέθανε ο δούκας τού Αρχιπελάγους Τζιοβάννι Γ’ Κρίσπο. Ο Τζιοβάννι άφησε μια ερωμένη και δύο νόθα παιδιά, σύμφωνα με τον Στέφανο Μάνιο, ένα εντεκάχρονο γιο που ονομαζόταν Φραντσέσκο και μια κόρη επτά ετών. Ο Nικολό και οι διοικητές των γαλερών (sopracomiti) έθαψαν τον νεκρό δούκα, με την τυραννική εξουσία τού οποίου οι Ναξιώτες είχαν αγανακτήσει ολόκαρδα. Αν και υπήρχε κάποια διχόνοια μεταξύ τους, οι περισσότεροι από τούς νησιώτες εξέφραζαν τώρα έντονη προτίμηση για τον τερματισμό τής κυριαρχίας των Κρίσπι και για την υποταγή τού Αρχιπελάγους στη Βενετία. Ο Nικολό διόρισε κάποιον Φραντσέσκο Μοροζίνι ως κυβερνήτη τής Νάξου και απέστειλε μέλη τού προσωπικού του να καταλάβουν τα άλλα νησιά τού εκλιπόντος δούκα, τη Σαντορίνη, τη Νιο (Ίο), τη Σύρα και τη Μήλο. Στις 31 Ιουλίου απεσταλμένος των Ναξιωτών έφτασε στη Βενετία για να υπερασπιστεί την υπόθεση των νησιωτών, ενώ στις 20 Αυγούστου έφτασε ο επίσκοπός τους στη λιμνοθάλασσα «με πρεσβευτές τού λαού, για να ορκιστεί αφοσίωση στη Σινιορία και για να ζητήσει προνόμια».18
Τα γεγονότα φαίνεται ότι είχαν παρουσιαστεί κάπως διαφορετικά στη Βενετία, όπου το θέμα τέθηκε ενώπιον τής Γερουσίας στις 12 Σεπτεμβρίου (1494). Ο γιος τού δούκα Τζιοβάννι, ο Φραντσέσκο, λεγόταν ότι ήταν δεκατριών ετών, η αδελφή του οκτώ, και η μητέρα τους «γυναίκα» (coniunx) τού δούκα.19 Εν πάση περιπτώσει, προτάθηκε να εκλέξει η Γερουσία έναν Ενετό ευγενή για να διοικεί «δίκαια και με δικαιοσύνη» (ius et iusticia) ως κυβερνήτης Νάξου, με άσκηση προσφυγών κατά των αποφάσεών του στην αποικιακή κυβέρνηση τής γειτονικής Κρήτης ή στη μακρινή Βενετία. Το νησί θα κυβερνιόταν όπως στη διάρκεια τής ζωής τού δούκα Τζιοβάννι. Ο κυβερνήτης θα συνέλεγε τα συνήθη έσοδα, από τα οποία θα πληρωνόταν ο μισθός του, καθώς και οι μισθοί εκείνων που θα διορίζονταν για να φρουρούν τα φρούρια στα διάφορα νησιά. Αν και αυτή η πρόταση απορρίφθηκε για κάποιο λόγο στις 12 τού μηνός, πέρασε εύκολα στις 16, όταν οι υποστηρικτές της την επανυπέβαλαν. Τα νησιά τού Αρχιπελάγους, ιδίως η Νάξος και η Μήλος, λεγόταν ότι ήσαν «τεράστιας σημασίας» (incredibilis importantia) για τη Δημοκρατία, τής οποίας οι γαλέρες, τα πλοία μεταφοράς και άλλα πλοία ήσαν συνεχώς υποχρεωμένα να αναζητούν το καταφύγιο των λιμανιών τους κατά τα ετήσια δρομολόγιά τους προς την Ανατολή. Η Γερουσία υπολόγιζε τον πληθυσμό όλων των νησιών που αποτελούσαν το δουκάτο τής Νάξου ή τού Αρχιπελάγους σε περισσότερα από 25.000 άτομα. Οι απεσταλμένοι τους (nuntii) είχαν μόλις τονίσει την απόλυτη ανάγκη τους για προστασία, προφανώς από τούς Τούρκους και τούς Τούρκους κουρσάρους. Η Γερουσία φαινόταν σχεδόν έτοιμη να αναλάβει το ιστορικό δουκάτο, που είχε τότε ηλικία σχεδόν τριών αιώνων, και να αποδεχθεί τούς απεσταλμένους και τούς κατοίκους των νησιών «ως πολύ αγαπημένους και πιστότατους υπηκόους μας». Η «σύζυγος» τού δούκα Τζιοβάννι και τα παιδιά του μπορούσαν να έλθουν στη Βενετία (σύμφωνα με άλλη απόφαση), όπου η Γερουσία θα έκανε «κατάλληλη και έντιμη πρόβλεψη για αυτούς». Αυτή η πρόταση είχε επίσης δυσκολίες στις 12 Σεπτεμβρίου και μάλιστα φαίνεται ότι δεν ψηφίστηκε στις 16 τού μηνός.20
Σύμφωνα με την πρώτη πρόταση, η οποία εγκρίθηκε στις 16 Σεπτεμβρίου, ο Πιέτρο Κονταρίνι ανέλαβε την αποστολή του ως κυβερνήτης Νάξου (gubernator Nixiae) στις 30 Οκτωβρίου (1494), με λεπτομερείς οδηγίες από το δόγη Αγκοστίνο Μπαρμπαρίγκο). Ο Κονταρίνι θα έπαιρνε την τότε διαθέσιμη «γαλέρα τής Ρωμανίας» από Βενετία προς Μεθώνη, όπου επρόκειτο να επιβιβαστεί σε άλλη γαλέρα, «η οποία έχουμε δώσει εντολή να σάς δοθεί, ώστε με αυτή να φτάσετε στη Νάξο». Ο διορισμός του ήταν για δύο χρόνια. Η Γερουσία τού ενέκρινε πεντακόσια δουκάτα τον χρόνο για δαπάνες κάθε είδους, που σημαίνει κατά πάσα πιθανότητα για τον μισθό του. Τα χρήματα θα προέρχονταν από τα «έσοδα και πληρωμές» (introitus et redditus) τής Νάξου και των άλλων νησιών. Τού απαγορευόταν απολύτως να εμπλέκεται σε εμπόριο οποιουδήποτε είδους. Πάνω απ’ όλα, δεν έπρεπε να κάνει τίποτε και με κανένα τρόπο «αντίθετο με την καλή ειρήνη και φιλία που έχουμε με τον άρχοντα Τούρκο».21 Όμως μέσα σε πέντε χρόνια η Βενετία θα βρισκόταν και πάλι σε πόλεμο με τον άρχοντα Τούρκο, ενώ τον Οκτώβριο τού 1500 η Γερουσία θα έδινε και πάλι το δουκάτο τού Αρχιπελάγους στον Φραντσέσκο, τον γιο τού δούκα Τζιοβάννι, ο οποίος αργότερα έγινε τρελλός και δολοφόνος. Για τον ένα ή τον άλλο λόγο το δουκάτο τού Αρχιπελάγους παρέμενε πάντοτε πηγή ανησυχίας ή εκνευρισμού.
Στο μεταξύ είχε συσταθεί μια ιταλική ένωση, με την ελπίδα να σταματήσει τη γαλλική προέλαση. Με τον Αλέξανδρο ΣΤ’ και τον Αλφόνσο Β’ τής Νάπολης ενώθηκαν στην αντίθεσή τους προς τις γαλλικές φιλοδοξίες η Φλωρεντία, η Σιένα, η Μπολώνια, το Πέζαρο, το Ουρμπίνο και η Ίμολα. Ο Βαγιαζήτ είχε στείλει απεσταλμένο στη Νάπολη, για να συλλυπηθεί τον Αλφόνσο για τον θάνατο τού Φερράντε και να προσφέρει στον νέο βασιλιά βοήθεια από στεριά και θάλασσα εναντίον των Γάλλων, «λέγοντας ότι δεν τούς ήθελε στην Ιταλία». Τον Αύγουστο (1494) έφτασε στη Βενετία είδηση ότι ο Αλφόνσο είχε ο ίδιος στείλει πρεσβεία στην Ισταμπούλ, για να ζητήσει βοήθεια από τούς Τούρκους και να προτείνει επίθεση τού Βαγιαζήτ στη Χίο, για να εκτρέψει τούς Γενουάτες από τη συνεργασία τους με τούς Γάλλους. Ο Μαλιπιέρο αναφέρει τη φήμη ότι ο Αλφόνσο πρόσφερε στον σουλτάνο το Μπρίντιζι και το Oτράντο, τα οποία προφανώς προτιμούσε να δει παραδομένα στους Τούρκους και όχι στους μακροχρόνιους εχθρούς τού οίκου του. Όμως ο Βαγιαζήτ τώρα πια κατανοούσε πληρέστερα την εντυπωσιακή δύναμη τού γαλλικού πολεμικού μηχανισμού και απαντούσε ότι δεν επιθυμούσε να εμπλακεί σε χριστιανικές υποθέσεις, αφού βρισκόταν σε ειρήνη με όλους τούς ηγεμόνες. Αν όμως δέχονταν επίθεση, θα έπαιρνε εκδίκηση.
Ένας Τούρκος απεσταλμένος έφτασε στη Βενετία στις 21 Νοεμβρίου (1494). Τον υποδέχθηκαν επισήμως στις 27 τού μηνός και συνέστησε τον Aλφόνσο Β’ στη Σινιορία. Μερικές ημέρες πριν από την άφιξή του ένα εξαιρετικό γεγονός είχε συμβεί στην περιοχή τής Αγκώνας. Ο απεσταλμένος ενημέρωνε την ενετική κυβέρνηση με μεγάλη αγανάκτηση, ότι άλλον Τούρκο απεσταλμένο, τον Κασίμ μπέη στον δρόμο του προς τη Ρώμη, τον είχε σταματήσει ο άρχοντας τής Σινιγκάλια Τζιοβάννι ντέλλα Ρόβερε, νομάρχης Ρώμης και αδελφός τού καρδινάλιου Τζουλιάνο, ο οποίος είχε αφαιρέσει από τον απεσταλμένο τα 40.000 δουκάτα, που έφερνε στον πάπα ως σύνταξη ή για τα έξοδα διαβίωσης τού Τζεμ σουλτάνου. Η Γερουσία τής Βενετίας γνώριζε ήδη γι’ αυτό το σχεδόν απίστευτο περιστατικό,22 όπως άλλωστε το γνώριζε και όλη η Ιταλία μέσα στις επόμενες λίγες μέρες.23 Ο Μαλιπιέρο λέει ότι, όταν ο σουλτάνος πληροφορήθηκε τι είχε συμβεί, διέταξε να σταλούν άλλες 40.000 δουκάτα στη Ρώμη. Ο Τούρκος απεσταλμένος διαβεβαίωνε τη Σινιορία για την καλή διάθεση τού κυρίου του. Ο Μαλιπιέρο περιγράφει επίσης την αξιομνημόνευτη περίπτωση, κατά την οποία ο Γάλλος πρεσβευτής, ο ίδιος ο Φιλίπ ντε Κομμίν, έβγαινε από το Κολλέγιο και συναντήθηκε με τον Τούρκο. Ο Κομμίν θέλησε να επιστρέψει στην αίθουσα τού Κολλέγιου, για να μάθει το επρόκειτο να πει ο απεσταλμένος τού Βαγιαζήτ. Τού είπαν ότι το διπλωματικό πρωτόκολλο δεν επέτρεπε σε εκπρόσωπο ενός ηγεμόνα να παρίσταται όταν χορηγούνταν ακρόαση σε απεσταλμένο άλλου. Ο Κομμίν αποσύρθηκε μέσα σε κάποια σύγχυση, περιμένοντας με αγωνία να βγει ο Τούρκος απεσταλμένος από την αίθουσα ακροάσεων.24
Μερικές εβδομάδες αργότερα (στις 14 Ιανουαρίου 1495), ο Φραντσέσκο Β’ Γκονζάγκα, μαρκήσιος τής Μάντουα, έγραφε στον καλό του φίλο και πιστό αλληλογράφο, στον σουλτάνο Βαγιαζήτ, για τον τρόπο με τον οποίο ο απεσταλμένος τού τελευταίου (ο Κασίμ μπέης) είχε δεχτεί βίαιη επίθεση από τον νομάρχη Τζιοβάννι ντέλλα Ρόβερε με περισσότερους από διακόσιους πενήντα ιππείς περίπου δέκα μίλια από την Αγκώνα. Ο Κασίμ μπέης είχε ευτυχώς σώσει τη ζωή του καταφεύγοντας σε γειτονικό κάστρο, όπου είχε σηκώσει τις κινητές γέφυρες, ύστερα από το οποίο ο νομάρχης είχε αναχωρήσει. Την επόμενη μέρα οι ίδιοι οι Αγκωνίτες, με εμφανή φόβο τουρκικών αντίποινων, διέσωσαν τον Κασίμ μπέη με δύναμη μεγαλύτερη από διακόσιους ιππείς και τον πήραν στην Αγκώνα «μόνο με τα ρούχα του, ενώ όλα τα άλλα τα είχε πάρει ο νομάρχης» (cum la vesta sola che havea in dosso, ‘che tutto el resto el prefecto li havea levato). Ο Φραντσέσκο έστειλε αμέσως βοήθεια στον Κασίμ μπέη και τον πήρε στο παλάτι του στη Μάντουα, λόγω τής αγάπης που έτρεφε για τον σουλτάνο. Τώρα τον έστελνε με ασφάλεια πίσω στην Ισταμπούλ, αφού προσπάθησε ανεπιτυχώς να ανακτήσει «το δώρο που είχε μαζί του ο Κασίμ μπέης» (el dono che portava Cassimbei), όπως μπορούσε να δει ο Βαγιαζήτ από την επιστολή τού ίδιου τού νομάρχη (που είχε σταλεί ως απάντηση στη διαμαρτυρία τού Φραντσέσκο για αυτή την επίθεση), την οποία ο Κασίμ έπαιρνε μαζί του στην Ισταμπούλ. Ο Φραντσέσκο διαβεβαίωνε τον Βαγιαζήτ ότι ο Κασίμ είχε υπηρετήσει πιστά την Πύλη από κάθε άποψη και είχε κάνει κάθε προσπάθεια για να εκπληρώσει την αποστολή που τού είχε ανατεθεί.25
Η περιγραφή στην επιστολή τού Φραντσέσκο Γκονζάγκα και στα Ενετικά Χρονικά (Annali veneti) τού Μαλιπιέρο μπορεί να συμπληρωθεί από άλλες πηγές. Έχουμε ήδη αναφέρει ότι στις αρχές Ιουνίου 1494 ο Αλέξανδρος ΣΤ’ είχε στείλει τον τουρκόφωνο Γενουάτη Τζόρτζο Μποκιάρντι σε πρεσβεία στην Ισταμπούλ, για να ζητήσει από τον σουλτάνο να στείλει τη σύνταξη τού αδελφού του στη Ρώμη, όπου χρειάζονταν κεφάλαια για την υποστήριξη τής παπικής και τής ναπολιτάνικης άμυνας εναντίον των Γάλλων.26 Παρά το γεγονός ότι ο σουλτάνος Βαγιαζήτ είχε προηγουμένως αρνηθεί να στείλει κι άλλα χρήματα στον πάπα, τώρα έβλεπε λόγο να το κάνει, λόγω των σταυροφορικών σχεδίων τού Καρόλου Η’. Στην Ισταμπούλ ο Μποκιάρντι είχε δηλώσει, σύμφωνα με τις οδηγίες τού πάπα, ότι ο Κάρολος ήθελε να αναλάβει την κατοχή τού Τζεμ σουλτάνου, έτσι ώστε μετά την κατάκτηση τής Νάπολης να μπορέσει να τον χρησιμοποιήσει ως ηγετική φυσιογνωμία μιας γαλλικής επίθεσης εναντίον τής Οθωμανικής αυτοκρατορίας. Ο Μποκιάρντι είχε επίσης ζητήσει από τον σουλτάνο να ασκήσει πίεση επί των Ενετών, ώστε να εγκαταλείψουν αυτοί την ουδετερότητά τους και να ενταχθούν στην αντι-γαλλική ένωση. Τον Νοέμβριο ο Μποκιάρντι είχε αποβιβαστεί στην Αγκώνα μαζί με τον Τούρκο απεσταλμένο, ο οποίος έφερνε τη σύνταξη τού Τζεμ στη Ρώμη και (όπως ανέφερε ο Φραντσέσκο Γκονζάγκα), η συντροφιά τους δέχτηκε επίθεση περίπου δέκα μίλια από την Αγκώνα από τον Τζιοβάννι ντέλλα Ρόβερε. Ο Τούρκος απεσταλμένος παρέδωσε τα χρήματα, αλλά κατόρθωσε να δραπετεύσει. Ο Μποκιάρντι πιάστηκε αιχμάλωτος και κλείστηκε στη Σινιγκάλια. Ο ντέλλα Ρόβερε όχι μόνο πήρε τα 40.000 δουκάτα τής σύνταξης τού Τζεμ, αλλά εξασφάλισε και αριθμό εγγράφων, τα οποία οι εχθροί τού Αλέξανδρου ΣΤ’ δημοσίευσαν αμέσως, ως εντελώς καταδικαστέα για τον εκπρόσωπο τού Χριστού.27
Ο Γιόχαν Μπούρχαρτ, ο παπικός τελετάρχης, παρέχει τα κείμενα αυτών των εγγράφων, συμπεριλαμβανομένου ενός αντιγράφου των προφορικών οδηγιών τού πάπα προς τον Μποκιάρντι, τις οποίες ο τελευταίος υποχρεώθηκε προφανώς να καταγράψει στη Σινιγκάλια. Η αποστολή τού Μποκιάρντι ξεκινά με τη διαταγή, ότι
θα επισημάνετε [στον σουλτάνο] εξ ονόματός μας, ότι ο βασιλιάς τής Γαλλίας κατευθύνεται στη Ρώμη με τις μεγαλύτερες χερσαίες και ναυτικές δυνάμεις, υποστηριζόμενος από τούς Μιλανέζους, τούς Βρετόνους, τούς Πορτογάλους, τούς Νορμανδούς και άλλους, προκειμένου να αποσπάσει από εμάς τον Τζεμ σουλτάνο, τον αδελφό τής Υψηλότητάς του, και να καταλάβει το βασίλειο τής Νάπολης και να εκδιώξει τον βασιλιά Αλφόνσο, με τον οποίο είμαστε δεμένοι με τούς στενότερους δεσμούς αίματος και φιλίας και τον οποίο πρέπει να υπερασπιστούμε, αφού είναι υποτελής μας φεουδάρχης και μάς καταβάλλει κάθε χρόνο την απαιτούμενη επιβολή (census, «ενοίκιο»)…
Ο Γάλλος βασιλιάς είχε την πρόθεση να στείλει τον Τζεμ με στόλο στην Τουρκία και ο ίδιος να περάσει στην Ελλάδα, για να επιτεθεί στα εδάφη τού σουλτάνου. Ο πάπας έπρεπε να δαπανήσει σημαντικά ποσά για την άμυνα τής Ρώμης και τής παπικής κούρτης. Συνεπώς επανέφερε το ζήτημα τής σύνταξης (subsidium) τού Τζεμ, εναποθέτοντας την ελπίδα του στην φιλία, την οποία ο ίδιος και ο σουλτάνος διατηρούσαν ο ένας για τον άλλον. Ο Μποκιάρντι έπρεπε να παροτρύνει τον Βαγιαζήτ να στείλει 40.000 χρυσά ενετικά δουκάτα στη Ρώμη το συντομότερο δυνατό, ως πληρωμή για το τρέχον έτος, που τελείωνε τον Νοέμβριο (1494).
Δεδομένου ότι ο βασιλιάς τής Γαλλίας ήταν πολύ πιο ισχυρός από τον πάπα, ο τελευταίος χρειαζόταν τη βοήθεια των Ενετών, οι οποίοι δεν πρόσφεραν καμία βοήθεια στη Ρώμη και μάλιστα διατηρούσαν τις στενότερες σχέσεις με τον εχθρό. Η επιτυχία τού Καρόλου Η’ στην Ιταλία θα είχε ως αποτέλεσμα να πάρει αυτός στην κατοχή του τον Τζεμ. Στη συνέχεια οι Γάλλοι θα ξεκινούσαν σταυροφορία, στην οποία θα τούς βοηθούσαν οι Ισπανοί, οι Άγγλοι, ο Μαξιμιλιανός και οι Ούγγροι, οι Πολωνοί και οι Boημοί. Υπογραμμίζοντας και πάλι την «καλή και αληθινή φιλία» που υπήρχε μεταξύ τού πάπα και τού σουλτάνου, ο Μποκιάρντι έπρεπε να προτρέψει τον Τούρκο να στείλει απεσταλμένο στον δόγη Αγκοστίνο Μπαρμπαρίγκο τής Βενετίας, ζητώντας του να βοηθήσει τον παπισμό και τη Νάπολη και προειδοποιώντας τον για τις συνέπειες τής κατοχής τού Τζεμ από τούς Γάλλους. Σε περίπτωση που οι Ενετοί αδιαφορούσαν, ο Τούρκος απεσταλμένος έπρεπε να τούς απειλήσει για την τεράστια δυσαρέσκειά τού κυρίου του.
Υπαινισσόμενος τις προσπάθειες τού σουλτάνου τής Αιγύπτου, τού τρομερού αντίπαλου τού Βαγιαζήτ στην Ανατολή, να τού σταλεί ο Τζεμ σουλτάνος στο Κάιρο, ο πάπας διαβεβαίωνε ενάρετα τον Βαγιαζήτ ότι θα τηρούσε τις υποσχέσεις που είχε δώσει και ότι είχε την πρόθεση «να αποδείξει και να βελτιώσει την καλή φιλία μας» (accrescere et meliorare nostram bonam amicitiam). Ο Αλέξανδρος ζητούσε από τον καλό του φίλο στην Ισταμπούλ να μην ενοχλεί την Ουγγαρία, την Κροατία, τη Σένια ή άλλα χριστιανικά εδάφη «για κάποιο χρονικό διάστημα». Η Αγιότητά του θα μεριμνούσε, ώστε ο Ούγγρος βασιλιάς να μην παρενοχλεί Τούρκους υπηκόους. Όμως αν ο σουλτάνος αποφάσιζε να επιτεθεί σε χριστιανικά κράτη, ο Αλέξανδρος θα ήταν αναγκασμένος να επανεξετάσει την κατάσταση. Μεγάλες προετοιμασίες γίνονταν [από τούς Γάλλους] για επίθεση εναντίον τής Πύλης. Δεδομένου ότι μια γαλλική σταυροφορία θα σήμαινε εκ τού γεγονότος (ipso facto) την επιτυχία τής ναπολιτάνικης επιχείρησης τού Καρόλου Η’, ο πάπας βρισκόταν στην παράξενη θέση να ελπίζει ότι τουλάχιστον σε αυτό το πλαίσιο δεν θα υπήρχε καμία σταυροφορία. Ο Μποκιάρντι είχε παραλάβει δύο παπικά σημειώματα για να τα υποβάλει στον σουλτάνο, ένα που ζητούσε την καταβολή των 40.000 δουκάτων και άλλο που αποτελούσε τη διαπιστευτήρια επιστολή του. Μόλις έπαιρνε τα χρήματα, ο Μποκιάρντι έπρεπε να επιστρέψει κατευθείαν στην Αγκώνα με ασφαλές πλοίο, ενημερώνοντας αμέσως τον πάπα για την άφιξή του και περιμένοντας εκεί περαιτέρω οδηγίες.28
Αν αυτές οι εκδηλώσεις τής φιλίας τού πάπα προς τον σουλτάνο δεν ήσαν αρκετές για να απελπίσουν τούς πιστούς, από τούς οποίους συγκεντρώνονταν τόσο συχνά χρήματα για την οργάνωση εκστρατειών εναντίον τού κύριου εχθρού τής χριστιανοσύνης, θα έρχονταν κι άλλα. Όλα τα ιταλικά κράτη ήσαν πολύ πρόθυμα τότε να εγκαθιδρύσουν φιλικές σχέσεις με τούς Τούρκους. Η ασυνήθιστη πτυχή τής αποστολής τού Τζόρτζιο Μποκιάρντι ήταν η παπική έκκληση προς την πύλη για βοήθεια εναντίον τού «Χριστιανικότατου» βασιλιά τής Γαλλίας. Όμως ο ντέλλα Ρόβερε είχε αποκτήσει κι άλλα έγγραφα από τον σάκκο αλληλογραφίας τού Τούρκου απεσταλμένου, μεταξύ των οποίων και τέσσερις επιστολές γραμμένες στην Ισταμπούλ στις 15 και 18 Σεπτεμβρίου 1494 και απευθυνόμενες στον Αλέξανδρο ΣΤ’, που εξέφραζαν την ιδιαίτερη ευχαρίστηση τού σουλτάνου για τη φιλία τού πάπα, επαινώντας τον ζήλο τού Μποκιάρντι στην εκτέλεση τής αποστολής του και ζητώντας καπέλο καρδιναλίου για τον αδελφό τού Μποκιάρντι, τον Νικολό Τσίμπο, αρχιεπίσκοπο τής Αρλ!29 Δεν υπάρχει λόγος να αμφιβάλλουμε για τη γνησιότητα αυτών των επιστολών.
Όμως σε πέμπτη επιστολή με ημερομηνία 15 Σεπτεμβρίου, την αυθεντικότητα τής οποίας έχουν υποστηρίξει ή αμφισβητήσει διάφοροι μελετητές,30 ο Βαγιαζήτ πρότεινε στον Αλέξανδρο ΣΤ’ να θανατώσει τον Τζεμ σουλτάνο, πράγμα που θα ήταν «χρήσιμο στην Εξοχότητά σας, πολύ ενδεδειγμένο για την ειρήνη και πολύ ευχάριστο για μένα». Θα ήταν μάλιστα καλό, το συντομότερο δυνατό, «να απομακρύνουμε τον εν λόγω Τζεμ από τον στενό περιορισμό αυτού τού κόσμου, μεταφέροντας την ψυχή του σε άλλη ύπαρξη, όπου θα απολάμβανε καλύτερη ειρήνη». Αν ο Αλέξανδρος κατάφερνε αυτή την ευεργετική υπηρεσία και έστελνε το σώμα τού Τζεμ στην Τουρκία, ο σουλτάνος τού υποσχόταν 300.000 δουκάτα, «έτσι ώστε η Εξοχότητά σας να μπορέσει να αγοράσει με τα χρήματα αυτά κτήσεις για τα παιδιά σας». Μάλιστα ο σουλτάνος ήταν διατεθειμένος να πληρώσει πριν από την παράδοση τού πτώματος τού Τζεμ, ενώ διαβεβαίωνε τον πάπα για την αιώνια φιλία του, καθώς και για την ασφάλεια των χριστιανών σε στεριά και θάλασσα.31
Άραγε πλαστογραφήθηκε ή παραποιήθηκε αυτή η επιστολή από τούς εχθρούς τού Αλέξανδρου ΣΤ’; Ο νοτάριος Φίλιππο ντε Πατριάρκι, ο οποίος πιστοποίησε ότι το δικό του αντίγραφο αυτής τής επιστολής φτιάχτηκε από το πρωτότυπο τού σουλτάνου που ήταν γραμμένο στα ιταλικά, μήπως ήταν μισθοδοτούμενος από την παράταξη των ντέλλα Ρόβερε; Πρέπει να υπενθυμιστεί ότι την εποχή κατά την οποία αντιγράφηκαν αυτές οι επιστολές ο Κάρολος Η’ βρισκόταν στη Φλωρεντία, όπως θα δούμε, και ο καρδινάλιος Τζουλιάνο ήταν μαζί του. Λίγα χρόνια αργότερα ο Ραϋμόν Περάουντι (ή Περώ), καρδινάλιος τής Γκουρκ, που βρισκόταν σε μεγάλη σύγκρουση με τον πάπα, ενημέρωνε εμπιστευτικά τον Φλωρεντινό νοτάριο Αλεσσάντρο Μπράτσι ότι είχε δει σημειώματα που στέλνονταν από τον πάπα στον Μεγάλο Τούρκο (Gran Turco), καθώς και τις απαντήσεις τού τελευταίου σε αυτά, όπως και αντίγραφο ορισμένων άρθρων και μιας σύμβασης που αντάλλασσαν μεταξύ τους: «Επίσης [ο καρδινάλιος] γνώριζε ότι ο Τούρκος πρόσφερε [στον Αλέξανδρο ΣΤ’] 200.000 δουκάτα, αν θανάτωνε τον αδελφό του…». Ο Περάουντι μιλούσε για τη φρίκη που τού προκαλούσε η παπική κούρτη υπό τον Αλέξανδρο ΣΤ’, «μη θέλοντας να πάει εκεί, εκτός αν ο Θεός μεταρρύθμιζε την Εκκλησία Του, μιλώντας για το ζήτημα αυτό με θρησκευτικό συναίσθημα και ως Καθολικός ιεράρχης».32
Είτε η πέμπτη επιστολή τού σουλτάνου Βαγιαζήτ είναι αυθεντική είτε όχι, ο Αλέξανδρος ΣΤ’ σίγουρα δεν εισέπραξε ποτέ κανένα μέρος αυτής τής υποτιθέμενης δωροδοκίας για να εξοντώσει τον Τζεμ σουλτάνο, ούτε υπάρχει οποιαδήποτε απόδειξη ότι ο ίδιος σκέφτηκε ποτέ να απομακρύνει τον Τζεμ «από το στενό περιορισμό αυτού τού κόσμου». Γνωρίζουμε από επιστολή τού Φίλιππο Βαλόρι, που γράφτηκε στην Τερρατσίνα στις 9 Οκτωβρίου (1494) ότι λόγω συνωμοσίας των Κολόννα εναντίον τού Τζεμ και τού πάπα, ο τελευταίος μετέφερε τον Τούρκο πρίγκηπα στο Καστέλ Σαντ’ Άντζελο και τον έθεσε κάτω από αυστηρή φρούρηση.33 Δύο από τα ανήψια τού πάπα, οι Φρανσίσκο και Γκαλσεράν Βοργία, έγιναν ειδικοί φρουροί τού Τζεμ. Ο Φρανσίσκο ήταν παπικός αρχιθαλαμηπόλος και ο Γκαλεράν Ιωαννίτης ιππότης. Αν και πριν από την ανάδειξή του στο παπικό αξίωμα ο Αλέξανδρος ΣΤ’ είχε διατελέσει καρδινάλιος προστάτης τού Οσπιτάλιου τού Αγίου Ιωάννη, μπορεί να αμφισβητούσε τη νομιμοφροσύνη τού κυρίως γαλλικού αυτού Τάγματος εν όψει τής εισβολής τού Καρόλου Η’ στην Ιταλία. Ίσως γι’ αυτό έδιωξε από τη Ρώμη τούς ιππότες που αποτελούσαν τη φρουρά τού Τζεμ, στέλνοντάς τους πίσω στο νησί τής Ρόδου με σημείωμα, που είχε ημερομηνία 25 Οκτωβρίου (1494) και απευθυνόταν στον μεγάλο μάγιστρο ντ’ Ωμπουσσόν. Ο πάπας έγραφε ότι από τότε που ο μεγάλος μάγιστρος τον είχε ενημερώσει, γεγονός που επιβεβαιώνεται και από άλλες πηγές, για τις πολλές μηχανορραφίες που εκκολάπτονταν εναντίον τού Τζεμ σουλτάνου, τού αδελφού τού Μεγάλου Τούρκου, είχε θεωρήσει καλύτερο πριν μερικές ημέρες να τοποθετήσει τον Τζεμ στην ασφάλεια τού κάστρου (Castello) και έτσι δεν ήταν πια απαραίτητο να παραμείνουν στη Ρώμη οι Ιππότες που τον φρουρούσαν. Επαινώντας την ακεραιότητα και νομιμοφροσύνη των Ιπποτών τούς οποίους έδιωχνε, ο πάπας κατονόμαζε έξι Γάλλους, τρεις Ιταλούς και έναν Ισπανό.34 Παρά το γεγονός ότι υπάρχουν τόσο πολλά βαρυσήμαντα θέματα, που απεικονίζονται στα έγγραφα αυτής τής περιόδου, κατά την οποία ο συνωστισμός απομακρύνει τον Τζεμ από το προσκήνιο, αυτός παρέμενε ακόμη σημαντικό πολιτικό πιόνι, ενώ δύο μήνες αργότερα θα αποτελούσε μια από τις κύριες αιτίες τής διαμάχης μεταξύ τού πάπα και τού βασιλιά τής Γαλλίας.
Ο καρδινάλιος Aσκάνιο Σφόρτσα, αντικαγκελλάριος τής εκκλησίας και ουσιαστικά ο εκλέκτορας τού Ροντρίγο Βοργία στο παπικό αξίωμα, είχε ήδη φύγει από το αποστολικό ανάκτορο και αποσυρθεί από τη Ρώμη στις 28 Ιουνίου (1494), παίρνοντας όλα τα περιουσιακά του στοιχεία από το παλάτι. Έφυγε μακριά στο κάστρο τού Φρασκάτι, στα εδάφη των Κολόννα. Σύμφωνα με το κατά Τουάν κείμενο τού Ημερολόγιου, ο Μπούρχαρτ φαινόταν να μην ξέρει τον λόγο τής αποχώρησης τού Ασκάνιο. Ο ίδιος ο Αλέξανδρος ΣΤ’ εγκατέλειψε τη Ρώμη στις 12 Ιουλίου για το Βικοβάρο, όπου συναντήθηκε με τον Αλφόνσο τής Νάπολης στις 14 τού μηνός και συσκέπτονταν οι δύο για ώρες σχετικά με τη στρατηγική που θα ακολουθούσαν αντιτιθέμενοι στον Κάρολο Η’. Τον Aλφόνσο συνόδευε αριθμός Τούρκων, ορισμένοι από τούς οποίους έκαναν ακροβατικές επιδείξεις όπλων για τον πάπα και τούς καρδιναλίους. Ο πάπας επέστρεψε στη Ρώμη στις 17 τού μηνός.35 Σύμφωνα με τα σχέδια που είχαν αναπτύξει, ο Αλφόνσο έπρεπε να κρατήσει το Ταλιακότσο απέναντι στη γαλλική προέλαση και ο Βιρτζίνιο Ορσίνι, που λεγόταν ότι έχει γίνει αντιβασιλέας τού βασιλείου, θα έπαιρνε θέση στη ρωμαϊκή Καμπανία για να αντιταχθεί στους Κολόννα. Ο γιος τού Αλφόνσο, ο Φερράντε [Β’] ή Φερραντίνο όπως αποκαλούνταν, τότε δούκας τής Καλαβρίας, είχε ονομαστεί γενικός διοικητής τού ναπολιτάνικου στρατού. Με το μεγαλύτερο μέρος των βασιλικών και παπικών δυνάμεων, καθώς και με όσες ενισχύσεις συνεισέφερε τελικά ο Πιέρο Μέδικος, ο Φερραντίνο έπρεπε να προχωρήσει προς βορρά στην Ρομάνια, απ’ όπου μπορούσε να εισβάλει στη Λομβαρδία, αν παρουσιαζόταν ανάγκη ή ευκαιρία. Ο αδελφός τού βασιλιά, ο Φεντερίγο τής Αραγωνίας, ονομάστηκε γενικός διοικητής (capitano generale) τού στόλου, που επρόκειτο να επιτεθεί στους Γενουάτες. Ο Aλφόνσο τής Νάπολης είχε κάνει γενναιόδωρες οικονομικές ρυθμίσεις για τα πιο σημαντικά μέλη τής οικογενείας του, είχε μειώσει ορισμένες από τις φορολογικές επιβαρύνσεις που βάραιναν τον λαό του, είχε διανείμει δώρα και χρήματα σε διάφορους φεουδάρχες τού βασιλείου, ενώ λεγόταν μάλιστα ότι είχε πληρώσει στους εμπόρους όλα όσα τούς χρωστούσε ο πατέρας του.36
Ενώ ο πάπας και ο βασιλιάς τής Νάπολης σχεδίαζαν, οι αντίπαλοί τους δρούσαν. Στις 18 Σεπτεμβρίου (1494) ορισμένα από τα στρατεύματα τού Φαμπρίτσιο Κολόννα κατέλαβαν το κάστρο τού καρδινάλιου Τζουλιάνο ντέλλα Ρόβερε στην Όστια, έχοντας πάρει βοήθεια από κάποιους εντός των τειχών. Ο παπικός καστελλάνος εκδιώχθηκε. Οι σημαίες τού Καρόλου Η’, τού καρδινάλιου Τζουλιάνο και τού ίδιου τού Φαμπρίτσιο υψώθηκαν πάνω από το κάστρο. Την επόμενη μέρα η απώλεια τής Όστιας συζητήθηκε σε εννέα ωρών εκκλησιαστικό συμβούλιο, αλλά ο Μπούρχαρτ δεν έμαθε τι συνέβη εκεί.37 Στις 6-7 Οκτωβρίου ο Αλέξανδρος ΣΤ’ εξέδωσε δημόσια διακήρυξη στα ιταλικά ότι όλοι οι Ρωμαίοι και άλλοι υπήκοοι τής εκκλησίας, λαϊκοί και εκκλησιαστικοί, οι οποίοι πληρώνονταν τότε ή βρίσκονταν στην υπηρεσία των Κολόννα, τού Σαβέλλι ή τού Τζιρολάμο Τουταβίλλα, έπρεπε εντός έξι ημερών από τη δημοσίευση τής διακήρυξης να αποχωρήσουν από τέτοιες πληρωμές ή υπηρεσίες, μαζί με όλο τον εξοπλισμό, τα όπλα και τα άλογά τους. Έπρεπε να εμφανιστούν προσωπικά στη Ρώμη, οι εκκλησιαστικοί ενώπιον τού Τζιοβάννι ντε Σάκκι, αρχιεπισκόπου Ραγούσας, τότε κυβερνήτη τής πόλης και οι λαϊκοί ενώπιον τού υπαρχηγού του διοικητή τής φρουράς στο αποστολικό ανάκτορο «επί ποινή εξέγερσης και κατάσχεσης όλων των αγαθών τους, κινητών και ακινήτων, κατεδάφισης των σπιτιών τους και απώλειας των επιδομάτων και αξιωμάτων τους». Δινόταν προθεσμία έξι ημερών στους Κολόννα, Σαβέλλι και στους υποστηρικτές τους, να επαναποδώσουν τον «Βράχο» τής Όστιας (Rocca d’Ostia) στον πάπα, να εμφανιστούν στη Ρώμη και να υποβάλουν την πρέπουσα υπακοή. Σε εκείνους που θα υπάκουαν στους όρους τής διακήρυξης θα δίνονταν απασχόληση και μισθοί αντίστοιχοι με τη θέση τους. Η απαγόρευση αναρτήθηκε στην πύλη τού Αγίου Πέτρου, στο παπικό ταμείο (Camera Apostolica), στο Καπιτώλιο (Campidoglio) και στην Πλατεία Ανθέων (Campo dei Fiori).38 Περιττό να ειπωθεί ότι οι Κολόννα δεν επέστρεψαν την Όστια και ελέγχοντας το στόμιο τού Τίβερη καθιστούσαν δύσκολη και δαπανηρή την τροφοδοσία τής Ρώμης.
Στις 31 Οκτωβρίου ο καρδινάλιος Τσέζαρε Βοργία πήγε κατ’ εντολή τού πατέρα του στο Μαρίνο, κοντά στο Φρασκάτι, όπου διέμενε ο Aσκάνιο Σφόρτσα υπό την προστασία των Κολόννα. Ο Aσκάνιο είχε ζητήσει από τον πάπα άδεια ασφαλούς διέλευσης, για να πάει στη Ρώμη και να συζητήσει θέματα τόσο μεγάλης σημασίας, που δεν μπορούσε να εμπιστευτεί σε κανένα εκπρόσωπο. Έλεγε ότι θα πήγαινε ως φίλος και πιστός υπηρέτης τής Αυτού Αγιότητας, για να τού πει πράγματα που θα τον ευχαριστούσαν. Ο Αλέξανδρος ΣΤ’ συναίνεσε να τον ακούσει και ο Τσέζαρε πήγε στο Μαρίνο, όπου θα παρέμενε ως όμηρος μέχρι την εξασφάλιση τής ασφάλειας τού Aσκάνιο. Ο Ασκάνιο μπήκε στη Ρώμη στις 2 Νοεμβρίου κατά την τρίτη ώρα τής νύχτας (περίπου στις 8 μ.μ.). Πήγε κατευθείαν στο Βατικανό. Ο Αλέξανδρος όμως είχε ήδη ενημερώσει τούς Ναπολιτάνους απεσταλμένους ότι αν ο Ασκάνιο είχε καλές προθέσεις, θα τον άκουγε, αλλά αν προσπαθούσε να τον στρέψει εναντίον τής συμμαχίας του με τον βασιλιά Αλφόνσο, θα τον έδιωχνε αμέσως. Ο Αλέξανδρος έλεγε ότι προτιμούσε να πεθάνει παρά να εγκαταλείψει τον Aλφόνσο.39
O Aντόνιο Γκουϊντότι ντι Κόλλε έγραψε στους Οκτώ (Otto di Pratica) στις 3 τού μηνός ότι ο Ασκάνιο και ο πάπας ήσαν κλεισμένοι για πέντε ώρες (ο Μπούρχαρτ λέει τρεις), πράγμα που προφανώς τούς έδωσε αρκετό χρόνο για να εξετάσουν όλες τις διαφορές που υπήρχαν μεταξύ των Bοργία και των Σφόρτσα. Ο Aσκάνιο προέτρεψε τον Αλέξανδρο να παραμείνει ουδέτερος στον πόλεμο, για να εγγυηθεί την ασφάλεια των παιδιών του και την ευημερία τής εκκλησίας, γιατί ο Κάρολος Η’, στην αποφασιστικότητά του να επιδιώξει την κατάκτηση τής Νάπολης, «μπορούσε να στρέψει τις δυνάμεις του εναντίον τού κράτους τής Αγίας Έδρας και να τού κάνει αμέτρητα κακά» (potrebbe volgere le forze sue contro lo Stato di questa Santa Sede et fare infiniti damni). Δεδομένου ότι η Αγιότητά του δεν θα μπορούσε ενδεχομένως να αντισταθεί στη δύναμη κρούσης των Γάλλων, θα ήταν πολύ καλύτερο να υποκύψει στον Κάρολο, παρά να αντιταχθεί «με τη βεβαιότητα τής απώλειας και καταστροφής ολόκληρου αυτού τού κράτους» (con certeza della perdita et ruina di tucto questo Stato). Για όλα αυτά ο Αλέξανδρος επέστρεψε δημόσια απάντηση (στις 3 Νοεμβρίου), παρουσία των καρδιναλίων, ότι είχε αναλάβει τη δίκαιη υπεράσπιση τού Aλφόνσο ως υποτελούς του για το παπικό φέουδο των Νάπολης και ότι προτιμούσε να χάσει την τιάρα, τα Κράτη τής εκκλησίας, ακόμη και τη ζωή του, παρά να εγκαταλείψει την υπεράσπιση τού Αλφόνσο. Όσο για τη δύναμη τού Γάλλου βασιλιά, στην οποία δεν θα μπορούσε να αντισταθεί, «έλπιζε ότι θα τον βοηθούσε ο Θεός». Ο ίδιος ο Ασκάνιο είπε στη συνέχεια ότι είχε έρθει στη Ρώμη για να κάνει το καθήκον του ως καρδινάλιος. Δεδομένου ότι το Εκκλησιαστικό Κράτος βρισκόταν σε πολύ μεγάλο κίνδυνο, είχε θεωρήσει καλύτερο να μοιραστεί με την Αγιότητά του τις σκέψεις του για την ασφάλεια τής εκκλησίας, «ακριβώς όπως έχουν κάνει οι Φλωρεντινοί, οι οποίοι, βλέποντας ότι δεν μπορούσαν να αντισταθούν στη δύναμη τού βασιλιά τής Γαλλίας, έχουν πάρει το μέρος τής Αυτού Μεγαλειότητας». Παρά το γεγονός ότι ο πάπας δεν επέλεξε να αποδεχθεί αυτή τη συμβουλή και ένδειξη φιλίας τού Ασκάνιο, ο ίδιος είχε κάνει το καθήκον του ως καλός καρδινάλιος και υπηρέτης τής Αυτού Αγιότητας. Όταν τελείωσε ο Aσκάνιο, ο πάπας άφησε την αίθουσα με όλους τούς καρδινάλιους και μπήκε στο παρεκκλήσι. Ύστερα ο Aσκάνιο έφυγε από το Βατικανό για την Όστια, όπου ο γαλλικός στόλος είχε ήδη φτάσει.40 Φαινόταν ότι ο Κάρολος θα βρισκόταν σύντομα στη Ρώμη.
Η αποχώρηση των Φλωρεντινών από την αντι-γαλλική ένωση και οι πρόσφατες γελοιότητες τού Πιέρο Μέδικου, στις οποίες είχε αναφερθεί ο καρδινάλιος Aσκάνιο στις 3 Νοεμβρίου, πρέπει να προκάλεσαν σοβαρές επιφυλάξεις στον Αλέξανδρο ΣΤ’, έστω κι αν μπορούσε ο ίδιος να ελπίζει «ότι ο Θεός θα βοηθήσει» (che Dio lo aiuterebbe), όπως έγραφε ο Φλωρεντινός απεσταλμένος Γκουϊντότι στην κυβέρνησή του. Η γαλλική εισβολή στην Ιταλία ξεκινούσε τη σύγχρονη εποχή των εθνικών κρατών με τον πιο δραματικό τρόπο. Η Γαλλία, η Ισπανία και η Αγγλία, με τούς μεγάλους στρατιωτικούς και οικονομικούς τούς πόρους, θα κυριαρχούσαν από εδώ και μπρος επί των μικρότερων πολιτικών μονάδων που επιβίωναν στην Ιταλία και στη Γερμανία από τον ύστερο μεσαίωνα. Οι τρεις μεγάλες εθνικές μοναρχίες γίνονταν αξιοσημείωτα πιο πλούσιες και πιο ισχυρές από τα κράτη τής Ανατολικής Ευρώπης. Όμως αυτά τα τελευταία ήσαν εκείνα που βρίσκονταν διαρκώς εκτεθειμένα στις εμπειρίες αλλά και την απειλή τουρκικής επίθεσης. Η ισπανική ενότητα ήταν περισσότερο φαινομενική παρά πραγματική, αφού οι Καστιλλιάνοι και οι Καταλανοί παρέμεναν αρκετά διαφορετικοί λαοί. Ξεκινούσε όμως ο Χρυσός Αιώνας (Siglo de Oro). Η καταλανική υπερηφάνεια θα βυθιζόταν στο καστιλλιάνικο κύρος και κατά τη διάρκεια μεγάλου μέρους τού 16ου αιώνα η Ισπανία θα κυριαρχούσε στην Ευρώπη.
Οι Άγγλοι βρίσκονταν πολύ μακριά από τα ανατολικά μέτωπα για να είναι σταυροφόροι. Ύστερα από μια ή δύο γενιές, όπως θα δούμε, οι Γάλλοι θα έκαναν στην πραγματικότητα ένα είδος συμμαχίας με τούς Τούρκους, για να σφυρηλατήσουν αντίβαρο εναντίον τής υπερβολικής δύναμης των Αψβούργων στην Ισπανία και τη Γερμανία. Θα αυξανόταν έτσι ο όλεθρος των ενετικών συμφερόντων στο Αιγαίο, όπου οι Τούρκοι θα καταλάμβαναν διάφορα νησιά. Με την άνοδο των εθνικών κρατών η διεθνής θέση τού παπισμού έμοιαζε να βρίσκεται σε κίνδυνο και ήταν σίγουρα πολύπλοκη. Η εισβολή τού Καρόλου Η’ το 1494 ξεκινούσε τη μακρά περίοδο τής γαλλο-ισπανικής διαμάχης για την κυριαρχία επί τής Ιταλίας. Ο παπισμός έπρεπε να κάνει ειρήνη με το νικητή και ο νικητής έπρεπε να αναλάβει την ηγεσία τής σταυροφορίας. Ο χρόνος θα ανέθετε αυτό το ρόλο στους Ισπανούς, όπως γνωρίζουμε, αλλά στο μεταξύ ο Κάρολος Η’ τον διεκδικούσε για τη Γαλλία.
Η γαλλική εκστρατεία ξεκίνησε τον αφανισμό τής Ιταλίας. Παρ’ όλα αυτά, τα δεινά που τώρα επισωρεύονταν στη χερσόνησο αποτελούσαν τις συνέπειες τής τύφλωσης των ίδιων των Ιταλών. Αν το γεγονός είναι σαφές για τον σύγχρονο ιστορικό, ήταν επίσης σαφές σε ανθρώπους εκείνης τής εποχής. Ο Τζιαναντρέα Μποκάτσο, απεσταλμένος των Έστε στην Αγία Έδρα, λέει πολλά γι’ αυτό σε επιστολή στις 22 Ιανουαρίου 1495, αλλά πίστευε ότι αν οι Ιταλοί ηγέτες ξυπνούσαν από τον ύπνο τους και επέτρεπαν να επικρατήσει η σύνεση και η καλή συμβουλή, οι Γάλλοι δεν θα νικούσαν τελικά, «εκτός αν επρόκειτο για τιμωρία των αμαρτιών μας».41
Ο Κάρολος Η’ είχε διασχίσει τις Άλπεις από το γραφικό πέρασμα τού Μον Ζενέβρ στις 2 Σεπτεμβρίου 1494, με στρατό (λεγόταν) περίπου 31.500 ανδρών. Άλλοι περίπου 10.400 είχαν μεταφερθεί από τη θαλάσσια διαδρομή. Βρισκόταν στο Τορίνο στις 5 τού μηνός, ενώ τέσσερις ημέρες αργότερα έφτασε στο Άστι, όπου η προέλασή του καθυστέρησε από ελαφρά συνάντηση με την ευλογιά. Έφυγε από το Άστι στις 6 Οκτωβρίου. Σε αντίθεση με πολλές προσδοκίες και ενάντια στις συμβουλές τής πλειονότητας των συμβούλων του, είχε αρχίσει πραγματικά την κάθοδο στην Ιταλία.42 Οι Ιταλοί ήσαν σχεδόν γοητευμένοι καθώς παρακολουθούσαν τις φάλαγγές του που πορεύονταν, τα στιλβωμένα κράνη που άστραφταν στον φθινοπωρινό ήλιο. Πριν φύγει από τη Γαλλία, ο Κάρολος είχε στείλει τον Γκυ ντε Μπλανσφόρ, στον μεγάλο μάγιστρο ντ’ Ωμπουσσόν με επιστολές, ζητώντας του να έρθει στη Ρώμη για να συσκεφθούν για την προβλεπόμενη γαλλική σταυροφορία εναντίον των Τούρκων. Τώρα από το αγρόκτημα τού Λοντοβίκο Μόρο στο Βιτζεβάνο, κοντά στο Μιλάνο, ο Κάρολος έγραφε στον ντ’ Ωμπουσσόν και πάλι, λέγοντάς του για την άφιξή του στην Ιταλία και διαβεβαιώνοντάς τον για τη βασιλική του απόφαση να στραφεί κατά των Τούρκων για την επέκταση τής Καθολικής πίστης, την ανάκτηση των Αγίων Τόπων, καθώς και για την απελευθέρωση εκείνων των χιλιάδων δυστυχισμένων ψυχών, που ζούσαν κάτω από τη σκληρή δουλεία των βαρβάρων απίστων. Ο Κάρολος επαναλάμβανε την προηγούμενη αίτησή του, ότι ο ντ’ Ωμπουσσόν έπρεπε να έρθει στη Ρώμη, γιατί ο ίδιος θα χρειαζόταν τις γνώσεις τού μεγάλου μάγιστρου για τούς Τούρκους και τις υποθέσεις τους.43
Ο Ραϋμόν Περάουντι, ο καρδινάλιος τού Γκουρκ, ήταν παθιασμένα αφοσιωμένος στη σταυροφορία. Αν και δεν ήταν φίλος τού Αλέξανδρου ΣΤ’, ο οποίος τον είχε κάνει καρδινάλιο, ήταν αντίθετος με τον γαλλικό πόλεμο εναντίον τής Νάπολης, θεωρώντας ότι θα αποτελούσε πιθανώς μοιραία εκτροπή τού Καρόλου Η’ από τα ανακοινωμένα σχέδιά του να επιτεθεί στους Τούρκους. Προφανώς χωρίς να το γνωρίζει ο Γάλλος βασιλιάς, ο Περάουντι έπαιρνε ήδη μέτρα, για να κερδίσει για λογαριασμό του επίσημη διεκδίκηση στον θρόνο τού Βυζαντίου. Ενώ τα γαλλικά στρατεύματα ξεχύνονταν στη Λιγουρία και τη Λομβαρδία, ο Περάουντι πίστευε ότι είχε βρει τρόπο να τα κινήσει προς την Ανατολή. Αν υπήρχαν ψεγάδια στον τίτλο τού Καρόλου ως βασιλιά Νάπολης, ο Περάουντι είχε ετοιμάσει τον τρόπο, που θα τού εξασφάλιζε επίσημη και νόμιμη διεκδίκηση επί τής παλαιάς αυτοκρατορίας των Παλαιολόγων. Ο Ανδρέας Παλαιολόγος είχε επισκεφθεί τη γαλλική αυλή το φθινόπωρο τού 1491. Η παρουσία του στη Λαβάλ και την Τουρ πρέπει να είχε προκαλέσει κάποια περιέργεια. Στις 31 Οκτωβρίου ο Κάρολος είχε πληρώσει τα έξοδα τού ταξιδιού στη Γαλλία τού «αγαπητού μας και καλού φίλου Ανδρέα Παλαιολόγου, ηγεμόνα Κωνσταντινούπολης, άρχοντα τού Μοριά … για κάποιες μεγάλες υποθέσεις, που αγγίζουν το καλό το δικό μας και τού βασιλείου μας» (nostre cher et bon amy Andreas Paleologue, prince de Constantinoble, seigneur de la Moree … pour aucuns grans affaires touchans le bien de nous et de nostre royaume…).44 Έχοντας λάβει 143 λίρες (livres) και 15 σόλιδους (sous) λίγο μετά την άφιξή του στην αυλή, ο Ανδρέας πήρε ακόμη 350 λίρες με βασιλική εντολή στις 16 Δεκεμβρίου (1491), καθώς ετοιμαζόταν «να επιστρέψει στη Ρώμη, στον Άγιο Πατέρα μας, τον Πάπα».45 Για χρόνια ο Ανδρέας ήταν γνώριμη φιγούρα στη Ρώμη, όπου είχε λάβει μέρος σε παπικές τελετές ως «δεσπότης Μορέως, τέως αυτοκράτορας Κωνσταντινούπολης» (dispotus Moree olim imperator constantinopolitanus).46 Ο Ανδρέας είχε κατορθώσει να κάνει ακόμη πιο θλιβερό το πάντοτε θλιβερό θέαμα ενός εξόριστου μονάρχη. Παντρεύτηκε μια Ρωμαία πόρνη που ονομαζόταν Κατερίνα και ζούσε με παπική σύνταξη και περιστασιακή πώληση τιμητικών τίτλων και άλλων προνομίων, σε εκείνους τούς οποίους έφερνε στο κατώφλι του με τα χρήματα στο χέρι η ευπιστία και η κοινωνική υπερηφάνεια.47 Φαίνεται μάλλον ασφαλές να υποτεθεί ότι ο Ανδρέας είχε πάει στη Γαλλία για να πουλήσει τον αυτοκρατορικό τίτλο στον Κάρολο Η’, για τον οποίο ήταν γνωστό σε όλους τούς θαμώνες των ιταλικών αυλών ότι γοητευόταν από τα μυθιστορήματα τής ιπποσύνης και φιλοδοξούσε να μιμηθεί τα μεγάλα κατορθώματα τού Καρλομάγνου και τού Καρόλου Ανδεγαυού.
Γνωρίζοντας πολύ καλά τον σκοπό τής επίσκεψης τού Ανδρέα Παλαιολόγου στη Γαλλία το 1491, ο καρδινάλιος τού Γκουρκ εξασφάλιζε τώρα από τον Ανδρέα, χωρίς να ζητήσει προηγουμένως τη συναίνεση τού Καρόλου Η’, την υπό όρους παραίτησή του υπέρ τού βασιλιά τής Γαλλίας από όλα τα Παλαιολόγεια δικαιώματα επί των αυτοκρατοριών τής Κωνσταντινούπολης και τής Τραπεζούντας, καθώς και επί τού δεσποτάτου τής Σερβίας, σε αντάλλαγμα για ετήσια σύνταξη 4.300 χρυσών δουκάτων, εκ των οποίων 2.000 έπρεπε να καταβληθούν κατά τη στιγμή τής επικύρωσης τής συμφωνίας. Ο Ανδρέας θα αναλάμβανε επίσης να διοικεί εκατό λόγχες, ενώ θα συντηρούνταν με δαπάνες τού βασιλιά και για την υπηρεσία του με εκχώρηση επίσης εδαφών, στην Ιταλία ή αλλού, αρκετών ώστε να τού αποδίδουν ετήσιο εισόδημα τής τάξης των 5.000 δουκάτων. Ο βασιλιάς θα χρησιμοποιούσε τις χερσαίες και ναυτικές δυνάμεις τού για την ανάκτηση τού δεσποτάτου τού Μορέως για τον Ανδρέα, τού οποίου η φεουδαρχική καταβολή στο διηνεκές (pro perpetuo censu), για την επαναπόκτηση τής άλλοτε ελληνικής επικράτειας τής οικογένειάς του, θα ήταν ένα λευκό άλογο (unus gradarius albus). Ο βασιλιάς θα κατέβαλλε κάθε δυνατή προσπάθεια και θα χρησιμοποιούσε την επιρροή του, για να ανανεωθεί η παπική σύνταξη 1.800 δουκάτων, που έχει χορηγηθεί στον Ανδρέα από τον Σίξτο Δ’ «από χρήματα τής Σταυροφορίας» (de pecuniis Cruciatae) και η οποία προφανώς δεν είχε καταβληθεί για μερικά χρόνια.48
Η πράξη εκχώρησης τού Ανδρέα θα θεωρούνταν έγκυρη, εκτός αν ο Κάρολος Η’ την απέρριπτε επισήμως πριν από τη μέρα τής γιορτής των Αγίων Πάντων (1 Νοεμβρίου 1495). Το έγγραφο συντάχθηκε στις 6 Νοεμβρίου 1494 από τον αρχιερατικό και αυτοκρατορικό γραμματέα Φραντσέσκο ντε Σράκτεν της Φλωρεντίας, τώρα Ρωμαίο πολίτη και υπογράφτηκε από τον Καμίλλο Μπενινμπένε, Ρωμαίο πολίτη και γραμματέα, διδάσκαλο τού αστικού και τού κανονικού δικαίου. Μάρτυρες ήσαν πέντε κληρικοί στην εκκλησία τού Σαν Πιέτρο στο Μοντόριο, στο ύψωμα τού Μοντεβέρντε, μετά την τέλεση λειτουργίας τού Αγίου Πνεύματος από τον καρδινάλιο τού Γκουρκ, «όπου ο άρχοντας καρδινάλιος και ο άρχοντας δεσπότης στέκονταν ανάμεσα στις δύο αυτές ιερότατες κολώνες, στο σημείο όπου ο όσιος Πέτρος, Πρίγκηπας των Αποστόλων, πήρε το στεφάνι τού ιερού μαρτυρίου».49 Από την βεράντα τής εκκλησίας τού Σαν Πιέτρο στο Μοντόριο ο καρδινάλιος τού Γκουρκ και ο Ανδρέας απολάμβαναν μία από τις καλύτερες θέες τής Ρώμης.
Ήταν μια Ρώμη με πολλές βιαστικές κινήσεις μπρος και πίσω, καθώς ο Αλέξανδρος ΣΤ’ έπαιρνε προφυλάξεις εναντίον πιθανής εμφάνισης τού γαλλικού στρατού. Αν ο Κάρολος Η’ δεν γνώριζε ακόμη την πράξη αυτοκρατορικής εκχώρησης τού Ανδρέα Παλαιολόγου, ο πάπας τη γνώριζε αναμφίβολα, γιατί έτσι κι αλλιώς ο Ραϋμόν Περάουντι ήταν καρδινάλιος και ο Ανδρέας παπικός ακόλουθος. Όμως το σχέδιο ταίριαζε πολύ καλά με τις πιο αισιόδοξες ελπίδες τού πάπα. Η πράξη τής εκχώρησης δεν έκανε καμία αναφορά στην προβλεπόμενη εισβολή τού Καρόλου στη Νάπολη, αλλά βασιζόταν στην ευχάριστη υπόθεση ότι ο γαλλικός στρατός θα χρησιμοποιούνταν για την κοινή άμυνα τής χριστιανοσύνης και για επίθεση εναντίον τού Οθωμανού σουλτάνου, εκείνου τού «σκληρότατου εχθρού των χριστιανών».50 Αν ο αυτοκράτορας Mαξιμιλιανός διαμαρτυρόταν στον πάπα ότι έτσι εξορκιζόταν ένας αυτοκρατορικός αντίπαλος, η Αγιότητά του μπορούσε πάντα να παρατηρήσει ότι η πράξη τού Ανδρέα δεν περιείχε καμία δήλωση παπικής επιδοκιμασίας και ότι ο καρδινάλιος τού Γκουρκ είχε ενεργήσει ακατάλληλα με δική του πρωτοβουλία.51 Αργότερα ο Κάρολος αποδέχτηκε τούς όρους τής πολύ αμφίβολης θυσίας τού Ανδρέα, αλλά δεν επέτρεψε στον εαυτό του να αποσπαστεί η προσοχή του από τη ναπολιτάνικη επιχείρηση. Αφότου θα είχε υπερασπιστεί τα δικαιώματά του στο νότιο βασίλειο με τη δύναμη των όπλων, τότε θα πήγαινε προς ανατολάς. Όταν βρισκόταν ακόμη στο Άστι, σκεφτόταν να προσαρμόσει στον μανδύα του τον ιερό σταυρό τής Ιερουσαλήμ, το έμβλημα των σταυροφόρων.52
Δεδομένου ότι ο Κάρολος Η’ υποστηριζόταν από ισχυρό στόλο καθώς προέλαυνε στην Ιταλία, ο σουλτάνος Βαγιαζήτ κοίταζε τις δικές του ναυτικές δυνάμεις, ώστε να είναι σε θέση να βάλει στη θάλασσα εκατόν είκοσι σκάφη σε εύθετον χρόνο. Ενισχύθηκαν οι οχυρώσεις των Δαρδανελλίων και τοποθετήθηκε πυροβολικό σε μια σειρά παράκτιες πυροβολαρχίες. Τρεις χιλιάδες γενίτσαροι στάλθηκαν στην Καλλίπολη και ο σουλτάνος έστειλε έναν από τούς γιους του στο Νεγκροπόντε και έναν άλλο στη Μυτιλήνη, φοβούμενος πάντα μήπως ο Κάρολος περάσει στην Ελλάδα με τον Τζεμ σουλτάνο και ξεσηκώσει τη χώρα σε εξέγερση εναντίον του. Όμως αν υπήρχε ανησυχία στην Ισταμπούλ, υπήρχε κατάπληξη στη Νάπολη, όπου ο Αλφόνσο δημοσίευσε στην πλατεία «αιώνια ειρήνη με τούς Τούρκους» (pace perpetua con Turchi).53
Αν και ο θάνατος τού βασιλιά Φερράντε είχε προσφέρει στον Κάρολο Η’ επιπλέον λόγους για τη γαλλική εκστρατεία, είχε προκαλέσει δισταγμούς στον Λοντοβίκο Μόρο. Παρασυρόμενος από ενδοιασμούς και τρομοκρατούμενος εύκολα, ο Λοντοβίκο παρίστανε ορισμένες φορές τον σωτήρα τής Ιταλίας και κάποιες άλλες τον ένθερμο υποστηρικτή των Γάλλων. Κανείς δεν τον εμπιστευόταν. Ο Πιέρο Αλαμάννι, ο Φλωρεντινός απεσταλμένος στο Μιλάνο, είχε γράψει στον Πιέρο Μέδικο από το Βιτζεβάνο στις 8 Απριλίου (1494) ότι «αυτός ο άνθρωπος είναι Πρωτέας». Έχοντας κάνει περισσότερα από οποιονδήποτε άλλο για να προσελκύσει τον Κάρολο Η’ στην Ιταλία, ο Λοντοβίκο φοβόταν τώρα τις συνέπειες μιας γαλλικής κατοχής τής Νάπολης. Δεν επιθυμούσε, είχε γράψει στον αδελφό τού Ασκάνιο στις 18 Μαρτίου, την καταστροφή τού Aλφόνσο τής Νάπολης, «για τον οποίο έχω καλή άποψη» (allo quale, ho bon risguardo). Σε μια περίπτωση είχε ενημερώσει τούς Φλωρεντινούς ότι ήταν αυτός που είχε αποτρέψει τον Κάρολο Η’ από την κατάσχεση των αγαθών και των χρημάτων των συμπολιτών τους στη Γαλλία, ενώ σε μια άλλη είχε υπονοήσει ότι ο Κάρολος τού είχε προσφέρει την Τοσκάνη. Έλεγε στους Φλωρεντινούς ότι η γαλλική εκστρατεία θα ήταν τρομερή υπόθεση, ενώ ο ίδιος διαβεβαίωνε τούς Ναπολιτάνους ότι τελικά λίγα ή τίποτε δεν θα πετύχαινε. Πολυλογάς σύμμαχος των Γάλλων, μπορούσε να δηλώνει ότι βιαζόταν να βοηθήσει τον Aλφόνσο.54
Η αποφασιστική συμμαχία τού Αλέξανδρου ΣΤ’ με τον Αλφόνσο είχε τρομάξει τον Λοντοβίκο, που επέστρεψε πλήρως στη γαλλική αφοσίωσή του. Όμως οι Γάλλοι ήσαν φτωχοί χρηματοδότες και μερικοί από τούς βασικούς υπουργούς τού βασιλιά ήσαν αναξιόπιστοι. Από καιρό σε καιρό ασκούσαν μεγάλη πίεση στον Λοντοβίκο να κάνει δάνεια προς το στέμμα, πέρα από την επιθυμία του και ενδεχομένως πέρα από τις δυνατότητές του.55 Η γαλλική εκστρατεία είχε μόλις ξεκινήσει, όταν ο Λοντοβίκο άρχισε να πληρώνει το τίμημα τής προδοσίας και μυωπίας του. Αν ερχόταν ποτέ η μέρα, που ο ίδιος θα χρειαζόταν συμμάχους για να προστατευτεί από τη γαλλική επιθετικότητα, έπρεπε να αναρωτιέται που και αν θα μπορούσε να τούς βρει. Οι Ενετοί ήσαν αποφασισμένοι να διατηρήσουν την ουδετερότητά τους, εκφράζοντας συνεχώς αμφιβολίες (ό,τι κι αν πίστευαν πραγματικά), αν ο Γάλλος βασιλιάς θα ξεκινούσε πραγματικά πλήρους κλίμακας εισβολή στη χερσόνησο. Ακόμη και όταν η εκστρατεία είχε αρχίσει, οι Ενετοί δεν εύρισκαν κανένα λόγο να μεταβάλουν τη θέση τους. Σε μια ενδιαφέρουσα αναφορά σταλμένη από τη Βενετία από τον Φλωρεντινό απεσταλμένο Παολαντόνιο Σοντερίνι προς τον Πιέρο Μέδικο στις 12 Σεπτεμβρίου 1494, διαβάζουμε ότι οι πολιτικοί τής λιμνοθάλασσας δεν είχαν εμπιστοσύνη στα μέλη τής αντι-γαλλικής ένωσης, ειδικά στον Αλέξανδρο ΣΤ’. Φοβούνταν ότι, αν παρεμβαίνοντας τραβούσαν τον πόλεμο στη δική τους κατεύθυνση, θα αφήνονταν «στη μοίρα τους» (nella pesta). Ο αυτοκράτορας Mαξιμιλιανός ήταν εχθρικός προς αυτούς, ενώ οι Τούρκοι χρειάζονταν πάντα προσοχή. Παρ’ όλα αυτά, επέμεναν ότι ο Κάρολος ερχόταν με πολύ λίγα στρατεύματα για τέτοια επιχείρηση όπως η κατάκτηση τής Νάπολης. Κατά τη γνώμη τους ερχόταν μόνο εκδρομή «για να δει την Ιταλία, αλλά πολύ γρήγορα για να δει την Ιταλία!» (ma piu tosto per vedere Italia!).56 Στις 11 Οκτωβρίου ο Πιέρο απάντησε στον Σοντερίνι ότι οι Ενετοί είχαν κατάφωρα παραπλανηθεί, αν πίστευαν ότι κάθε ιταλικό κράτος μπορούσε να προχωρήσει μόνο του εν όψει τού γαλλικού κινδύνου.57
Δεν μπορούμε να ασχοληθούμε με τις λεπτομέρειες τής γαλλικής εκστρατείας, αλλά τα σχέδια που συζητήθηκαν από τον Αλέξανδρο ΣΤ’ και τον Aλφόνσο στο Βιτσοβάρο στα μέσα Ιουλίου δεν τέθηκαν ποτέ σε πλήρη εφαρμογή. Οι αισιόδοξες προσδοκίες και στη συνέχεια η αυξανόμενη δυσφορία των Ιταλών συμμάχων μπορούν να ανιχνευθούν με λεπτομέρεια στις πολυάριθμες κουτσομπολίστικες επιστολές, τις οποίες ο Μπερνάρντο Ντοβίτσι ντα Μπιμπιένα, ο γραμματέας τού Πιέρο Μέδικου, έγραφε στον τελευταίο από το παπικό-ναπολιτάνικο στρατόπεδο ανάμεσα στις 2 Σεπτεμβρίου και στις 25 Οκτωβρίου 1494. Η επιπολαιότητα και η ψυχαγωγία φαίνεται ότι είχαν στοιχίσει στη συμμαχική ηγεσία τόσο χρόνο, όσο εκείνος που είχαν δαπανήσει προσπαθώντας να επινοήσουν τρόπους αντιμετώπισης τής γαλλικής εισβολής.58 Όμως τελικά η ραγδαία προέλαση των Γάλλων στα τέλη Οκτωβρίου ανάγκασε τον δούκα τής Καλαβρίας να υποχωρήσει στο φλωρεντινό οχυρό τού Καστροκάρο, κοντά στο Φορλί, ενώ όταν ο Πιέρο Μέδικος έκανε ξαφνικά την ειρήνη του με τον Κάρολο Η’, τα ναπολιτάνικα στρατεύματα εγκατέλειψαν τη Ρομάνια και οπισθοχώρησαν προς τη Ρώμη. Οι Γάλλοι μπήκαν στην Τοσκάνη. Οι Οκτώ (Otto di Pratica) τρομοκρατήθηκαν και επέμεναν ότι ο Πιέρο Μέδικος έπρεπε να υποκύψει στον Κάρολο Η’. Στις 26 Οκτωβρίου, ενθυμούμενος το περίφημο ταξίδι τού μεγάλου Λορέντσο στη Νάπολη δεκαπέντε χρόνια πριν, ο Πιέρο άφησε ξαφνικά τη Φλωρεντία για το γαλλικό στρατόπεδο. Φτάνοντας στο Έμπολι έγραψε στη Σινιορία την ίδια μέρα ότι πρόσφερε τον εαυτό του στον Γάλλο βασιλιά, ως τον καλύτερο τρόπο για να κατευνάσει την οργή ή το μίσος που ένιωθε εκείνος για τη Φλωρεντία.59 Από την Πίζα έγραψε στον Μπιμπιένα την επόμενη μέρα ότι είχε εγκαταλειφθεί από όλους, φίλους και εχθρούς, χωρίς επαρκή φήμη, χρήματα, ή πίστωση για να συνεχίσει τον πόλεμο. Ήταν πάντα πιστός στον Αλφόνσο τής Νάπολης και έκανε ό,τι μπορούσε για να σταθεί στο πλευρό του αυτές τις τραγικές μέρες. Ανίκανος να βοηθήσει τον Αλφόνσο με τη δύναμη των όπλων, θα τον βοηθούσε τουλάχιστον «με την απελπισία που με οδηγεί να θέσω τον εαυτό μου υπό τη δύναμη τού βασιλιά τής Γαλλίας, χωρίς προϋπόθεση ή ελπίδα για οποιοδήποτε αντάλλαγμα…»60
Από την Πίζα ο Πιέρο Μέδικος πήγε στην Πιετρασάντα, όπου περίμενε την άδεια ασφαλούς διέλευσης που είχε ζητήσει από τον Κάρολο. Οι Γάλλοι είχαν φθάσει σε θέσεις νότια τής Σαρτσάνα, η οποία με την ακρόπολή της, το Σαρτσανέλλο, βρισκόταν υπό πολιορκία. Ο στρατός τους είχε κατακλύσει την ύπαιθρο. Η Πιετρασάντα και η Πίζα βρίσκονταν σε κίνδυνο. Στις 29 Οκτωβρίου ο Πιέρο έγραψε στον Μπιμπιένα ότι το γαλλικό στρατόπεδο βρισκόταν μεταξύ Πιετρασάντα και Σαρτσάνα. Το Ορτονόβο και το Νικόλα είχαν παραδοθεί. Το φρούριο τού Καστελνουόβο δεχόταν επίθεση. Έπρεπε να σταλεί βοήθεια στο Καστελνουόβο, καθώς και στην Πιετρασάντα και την Πίζα. Αν και είχε ήδη αποφασίσει να παραδώσει αυτά τα μέρη στους Γάλλους, ήταν σημαντικό να αντέξουν μέχρι να καταφέρει να διαπραγματευτεί με τον Κάρολο, «γιατί χάνω τούς κόπους μου και ίσως σκορπίζω τη ζωή μου αν προσπαθήσω να παραχωρήσω ό,τι μού έχουν αποσπάσει με τη βία».61 Αλλά η Σινιορία δεν είχε εξουσιοδοτήσει τον Πιέρο να παραδώσει ή να αποξενώσει αυτές τις πόλεις. Έλπιζε βέβαια έτσι να κερδίσει την υποστήριξη τού Καρόλου και με αυτόν τον τρόπο να διατηρηθεί ο ίδιος επικεφαλής τού φλωρεντινού κράτους. Ύστερα από καθυστέρηση εικοσιτεσσάρων ωρών η άδεια ασφαλούς διέλευσης τού Πιέρο έφτασε. Στις 30 Οκτωβρίου οδηγήθηκε στον βασιλιά, που βρισκόταν τότε στο Σαν Στέφανο. Την επόμενη μέρα είχε ρυθμιστεί συμφωνία μεταξύ τού βασιλιά και τού Πιέρο: η Σαρτσάνα και το Σαρτσανέλλο, η Λιμπραφράττα, η Πιετρασάντα, η Πίζα και το Λιβόρνο θα παραδίδονταν στους Γάλλους για ολόκληρη τη διάρκεια τής ναπολιτάνικης εκστρατείας, ως εγγύηση για δάνειο ύψους 200.000 δουκάτων. Παρά το γεγονός ότι ολόκληρη η εκχώρηση ήταν παράνομη, γιατί ο Πιέρο δεν είχε το δικαίωμα να δεσμεύσει τούς Φλωρεντινούς στην αποδοχή αυτών των όρων, οι εν λόγω πόλεις άνοιξαν τις πύλες τους στους Γάλλους.62
Ο Πιέρο επέστρεψε στη Φλωρεντία στις 8 Νοεμβρίου. Έβαλε να διανεμηθούν γλυκά, ψωμί και κρασί στους ανησυχούντες ανθρώπους, σε θλιβερή προσπάθεια να κερδίσει συμπάθεια και υποστήριξη. Κακές φήμες κυκλοφορούσαν γι’ αυτόν στην πόλη. Όταν το επόμενο πρωινό πήγε στο Παλάτσο Βέκκιο, βρήκε να τού απαγορεύουν την είσοδο. Σύντομα ακολούθησε εξέγερση. Η γνώριμη κραυγή «Λαός και ελευθερία» (Popolo e liberta) γέμιζε τον αέρα. Λίγοι βρίσκονταν να κινητοποιηθούν με την αντίθετη κραυγή «Μπάλλες!» (Palle!), που υποδήλωνε το έμβλημα των Μεδίκων. Όλες οι τάξεις και ομάδες μέσα στην πόλη φαίνονταν να είναι ενωμένες εναντίον τού Πιέρο. Όντας γενικά γαλλόφιλοι, είχαν εδώ και καιρό δυσαρεστηθεί με την αραγωνική συμμαχία του. Η επίμονη ανακοίνωση τού Καρόλου Η’ ότι μετά την κατάκτηση τής Νάπολης επρόκειτο να επιτεθεί στους Τούρκους, είχε ίσως προσθέσει στην ελκυστικότητα των Γάλλων. Τώρα, στις 9 Νοεμβρίου, ο Πιέρο έφευγε από την πόλη μέσω τής Πύλης Σαν Γκάλλο, που κρατούσαν τότε γι’ αυτόν ο αδελφός του Τζουλιάνο και ο Πάολο Ορσίνι. Ο νεαρός καρδινάλιος Τζιοβάννι τράπηκε επίσης σε φυγή. Εξήντα χρόνια εξουσίας Μεδίκων στις όχθες τού Άρνου είχαν φτάσει σε απότομο και άδοξο τέλος.
Ύστερα από έξι ημέρες στη Σαρτσάνα, ο Κάρολος Η’ συνέχισε προς Μάσσα και Πιετρασάντα. Στις 8 Νοεμβρίου μπήκε στη Λούκκα, όπου υποδέχθηκε σιενέζικη πρεσβεία. Είχε ήδη αρνηθεί να δει τον λεγάτο τού Αλέξανδρου ΣΤ’, τον καρδινάλιο Πικκολομίνι, ο οποίος είχε διαβουλευθεί επί ώρες με τον καρδινάλιο Τζιοβάννι Μέδικο στη Φλωρεντία στα τέλη Οκτωβρίου. Ο τελευταίος είχε προσπαθήσει να εξηγήσει στον Πικκολομίνι, που ήταν ένθερμος υποστηρικτής των Ναπολιτάνων, ότι η αλλαγή στάσης των Μεδίκων «προκύπτει από τον κίνδυνο που απειλεί τον ίδιο και την οικογένειά του» (ostendens quantum periculi sibi et familie imminebat). Μάλιστα ο Πικκολομίνι είχε βρει τούς Φλωρεντινούς αποφασιστικά γαλλόφιλους. Είχε συνεχίσει προς Λούκκα, αβέβαιος για την επόμενη κίνηση τού Καρόλου. Βρισκόταν ακόμη εκεί, περιμένοντας με την ελπίδα μιας ευκαιρίας να δει το βασιλιά, όταν τον πληροφόρησαν αυταρχικά, όπως έγραψε στον πάπα από το Φουκέτσο στις 8 Νοεμβρίου, ότι «αφού η βασιλική μεγαλειότητά του αρνιόταν να με δεχτεί [παρουσία του], έπρεπε να φύγω από τη Λούκκα, ώστε η παρουσία μου εκεί να μην εμποδίσει την είσοδό του στην πόλη, η οποία είχε προγραμματιστεί να λάβει χώρα πριν από τις 9 μ.μ. [intra quariam horam]…». Ο Πικκολομίνι διαμαρτυρήθηκε, αλλά έφυγε από τη Λούκκα «μέσα σε μια ώρα, γιατί είχαν ετοιμάσει τα πάντα για βρεθώ στον δρόμο».63
Πήρε λοιπόν τον δρόμο. Η «λεγατινή αποστολή» του υπήρξε ζοφερή αποτυχία. Ήταν κακή επιλογή. Παρόλο που ο Κάρολος Η’ αναμφίβολα τον σεβόταν ως καρδινάλιο (και ήταν έντιμος άνθρωπος), δεν αποτελεί έκπληξη το γεγονός ότι αρνήθηκε να υποδεχθεί ως παπικό λεγάτο έναν υπέρμαχο των Ναπολιτάνων, τον ανηψιό τού Πίου Β’, που ήταν κάποτε εχθρός τού πατέρα του και προστάτης των Αραγωνέζων. Ο Πικκολομίνι αναχώρησε για τη Σιένα.64
Ο Πατιντόλφο Κολλενούτσο, ο οποίος εμφανιζόταν καθημερινά στον προθάλαμο τού πάπα στο Βατικανό, ενημέρωσε τον δούκα τής Φερράρας, ότι ο Ρωμαϊκός λαός και «με λίγες εξαιρέσεις» ακόμη και τα μέλη τής παπικής κούρτης, ανέμεναν την άφιξη τού Καρόλου Η’ στη Ρώμη «με πλήρη αφοσίωση». Υπήρχε σχεδόν λιμοκτονία στην πόλη. Ο ερχομός τού βασιλιά θα έφερνε (πίστευαν) αφθονία τροφίμων, γιατί οι θαλάσσιοι διάδρομοι ήσαν ανοικτοί. Όμως στην Αυλώνα, στις ακτές τής Αδριατικής, τέσσερις χιλιάδες Τούρκοι ιππείς λεγόταν ότι ήσαν έτοιμοι να επιβιβαστούν σε πλοία μεταφοράς, που είχαν ετοιμαστεί γι’ αυτούς. Αναμφίβολα θα έρχονταν σε ενίσχυση τής βασιλικής οικογένειας τής Νάπολης. Ο Φερδινάνδος τής Αραγωνίας αποτελούσε ελπίδα ισπανικής βοήθειας. Όσο για τον πάπα, ο Κολλενούτσο έγραφε ότι ήταν περισσότερο των λόγων παρά των έργων και φαινόταν να κάνει τα αντίθετα από αυτό που έλεγε. Θα υπέκυπτε στον βασιλιά τής Γαλλίας.65
Στις 9 Νοεμβρίου, την ημέρα τής απέλασης τού Πιέρο Μέδικου από τη Φλωρεντία, ο Κάρολος Η’ έμπαινε στην Πίζα, όπου τα γαλλικά στρατεύματα τον περίμεναν ήδη μια βδομάδα και εγκαταστάθηκε σε σπίτι που ανήκε στους Μεδίκους. Υποδέχθηκε φλωρεντινή πρεσβεία και τον αδελφό Τζιρολάμο Σαβοναρόλα, τού οποίου οι προφητείες για την κάθοδο στην Ιταλία ενός τιμωρού αναμορφωτή τής εκκλησίας φαίνονταν να προβλέπουν το γεγονός τής δικής του εισβολής. Ο Σαβοναρόλα τον χαιρέτησε ως πρεσβευτή τής θείας δικαιοσύνης και ικέτευσε την επιείκειά του για τούς Φλωρεντινούς. Ο βασιλιάς αναγνώριζε τη μακροχρόνια φιλία τους με τούς Γάλλους, αλλά είπε ότι θα βρισκόταν σύντομα στη Φλωρεντία, όπου θα καθόριζε τούς όρους μιας συμφωνίας με εκείνους. Οι Πιζάνοι εκμεταλλεύτηκαν την ευκαιρία για να ζητήσουν από τον Κάρολο τη δική τους ελευθερία (liberta). Ο Κομμίν παρατηρεί, ότι ο βασιλιάς, «που δεν άκουγε τα λόγια που δεν άξιζαν» (qui n’entendoit que ce mot valoit), δεν είχε κανένα δικαίωμα να παραχωρήσει ελευθερία στους Πιζάνους, γιατί η πόλη δεν ανήκε σε αυτόν, αλλά έδινε τη φιλική του συναίνεση σε οτιδήποτε τού ζητούσαν. Η ανακοίνωση τής νέας ελευθερίας (liberta) έγινε από τα παράθυρα τής Όπερα ντελ Ντουόμο, όπου είχε δειπνήσει ο βασιλιάς, προς το πλήθος που είχε συγκεντρωθεί κάτω.
Οι εκστασιασμένοι Πιζάνοι εξαπλώθηκαν αμέσως στην πόλη, καταστρέφοντας τα ορατά σημάδια τής φλωρεντινής κυριαρχίας, ανατρέποντας τον φλωρεντινό λέοντα, τον Μαρτσόκκο, από τη στήλη του δίπλα στη γέφυρα Πόντε Βέκκιο, τραβώντας τον μέσα στη λάσπη και ρίχνοντάς τον στον Άρνο. Αργότερα έκοψαν νομίσματα που έφεραν εικόνα τής Παναγίας με το Θείο Βρέφος στην εμπρόσθια όψη με την επιγραφή «Παρθένε προστάτεψε την Πίζα» (Virgo Pisas Protege), ενώ στην οπίσθια όψη υπήρχαν τα κρίνα τής Γαλλίας και από πάνω τους το βασιλικό στέμμα, με την επιγραφή «Βασιλεύς Κάρολος Ελευθερωτής τής Πίζας» (Karolus Rex Pisanorum Li[berator]). Πιθανώς ο Κάρολος δεν σκόπευε να ελευθερώσει τούς Πιζάνους από τη φλωρεντινή επικυριαρχία. Μια τέτοια πράξη θα παραβίαζε ενδεχομένως τη συμφωνία που είχε κάνει με τον Πιέρο Μέδικο στο Σαν Στέφανο, αλλά δεν έκανε τίποτε για να διαψεύσει τη χαρμόσυνη ερμηνεία την οποία είχαν δώσει οι Πιζάνοι στη χειρονομία του κατά τη διάρκεια τού δείπνου στην Όπερα ντελ Ντουόμο.66
Η απελευθέρωση τής Πίζας ήταν τόσο μεγάλο πλήγμα για τούς Φλωρεντινούς, όσο και η υποταγή τής δικής τους πόλης. Και ήταν υποταγή, γιατί αργά το απόγευμα στις 17 Νοεμβρίου ο Κάρολος Η’ εισήλθε έφιππος στη Φλωρεντία από την Πύλη τού Σαν Φρεντιάνο με τούς ωραία ντυμένους στρατιώτες του. Τού επιφυλάχθηκε θαυμάσια υποδοχή, αλλά ο φόβος ότι θα επιτρεπόταν ενδεχομένως στον Πιέρο Μέδικο να επιστρέψει έστρεψε γρήγορα τούς περισσότερους κατοίκους εναντίον των Γάλλων. Οι διαπραγματεύσεις διεξήχθησαν σε φορτισμένη ατμόσφαιρα, με απότομες διαπραγματεύσεις και από τις δύο πλευρές. Τελικά στις 25 Νοεμβρίου υπογράφηκε συνθήκη «στο σπίτι των κληρονόμων τού Λορέντσο Μέδικου τής Φλωρεντίας», με την οποία οι Φλωρεντινοί έπαιρναν λεπτομερείς εγγυήσεις ότι η Πίζα θα επανεκχωρούνταν σε αυτούς μετά τη ναπολιτάνικη επιχείρηση. Όμως υποχρεώθηκαν να υποσχεθούν ότι εφεξής το καθεστώς τους θα ήταν λιγότερο επαχθές απ’ ό,τι στο παρελθόν. Η Σαρτσάνα και το Σαρτσανέλλο, καθώς και η Πιετρασάντα, θα παρέμεναν στα χέρια τού βασιλιά «κατά τη διάρκεια αυτής τής επιχείρησής του» (durante sua dicta impresia), αλλά μετά τη ναπολιτάνικη εκστρατεία αυτός θα τα επαναπέδιδε στους Φλωρεντινούς. Τότε θα επιστρεφόταν και το Λιβόρνο. (Εκτός από το Λιβόρνο, όπως είναι γνωστό, οι Φλωρεντινοί αντιμετώπισαν παρατεταμένες δυσκολίες στην ανάκτηση αυτών των πόλεων και οι Πιζάνοι υπερασπίστηκαν την ελευθερία τους για δεκαπέντε χρόνια, μέχρις ότου τον Ιούνιο τού 1509 ένας Νικολό Μακιαβέλι πέτυχε την παράδοσή τους.) Ο Κάρολος Η’ υποσχόταν να υπερασπίζεται τούς Φλωρεντινούς για πάντα και να υποχρεώσει τούς Γενουάτες να κάνουν ειρήνη μαζί τους. Εγγυήθηκε την πλήρη ελευθερία των προσώπων και των αγαθών τους σε όλες τις εμπορικές τους δραστηριότητες και σε ολόκληρη την επικράτειά του, «τόσο σε αυτή που έχει ήδη αποκτηθεί, όσο και σε εκείνη που πρόκειται να αποκτηθεί», συμπεριλαμβανομένης τής Νάπολης. Τα φλωρεντινά πλοία θα θεωρούνταν ως γαλλικά και οι Φλωρεντινοί θα απολάμβαναν όλων των προνομίων και ασυλιών των Γάλλων. Σε αντάλλαγμα για αυτές και άλλες παραχωρήσεις, οι Φλωρεντινοί «από δική τους γενναιοδωρία», θα έδιναν στον βασιλιά 120.000 χρυσά φλουριά, για να τον βοηθήσουν να ανακτήσει το βασίλειό του τής Νάπολης, μια επιχείρηση την οποία θεωρούσαν ευνοϊκή για το κοινό καλό τής χερσονήσου. Συμφώνησαν επίσης να καταργήσουν την επικήρυξη για το κεφάλι τού Πιέρο Μέδικου και να απαλλάξουν τούς αδελφούς του Τζιοβάννι και Τζουλιάνο από την εκδίκηση τού κράτους.67 Δεν υπάρχει καμία αναφορά για την προβλεπόμενη σταυροφορία τού Καρόλου, για την οποία οι Φλωρεντινοί δεν προχώρησαν σε καμία δέσμευση.
Όμως τρεις μέρες πριν, στις 22 Νοεμβρίου (1494), ο Κάρολος Η’ είχε εκδώσει σταυροφορική διακήρυξη, η οποία δημοσιεύτηκε στα λατινικά και γαλλικά για να εξασφαλίσει την ευρύτερη δυνατή κυκλοφορία. Τονίζοντας σε ρητορική γλώσσα τα «φοβερά εγκλήματα» (horrendissima facinora) των Τούρκων από την εποχή τής πτώσης τής Κωνσταντινούπολης, ο βασιλιάς υποσχόταν εκ νέου τον ζήλο του για την πίστη και την αποφασιστικότητά του για την ανάκτηση των Αγίων Τόπων. Δήλωνε ότι οι πρόγονοί του είχαν πάρει εικοσιτέσσερις αναθέσεις τού βασιλείου τής Νάπολης, μολονότι ο Πίος Β’, επιθυμώντας να υψώσει τη δική του οικογένεια από κατάσταση πληβείων σε κατάσταση ηγεμόνων, είχε πάρει άδικα το βασίλειο από τούς Γάλλους και το είχε απονείμει σε «κάποιον Φερράντε από την Αραγωνία». Αλλά τώρα ο Κάρολος θα ανακτούσε τη Νάπολη, που ανήκε σ’ αυτόν «κληρονομικώ δικαίω» (iure hereditatis), ενώ η κατοχή της θα τού έδινε τη δυνατότητα να επιτεθεί στους άπιστους Τούρκους μέσω Αυλώνας (Valona) και άλλων κατάλληλων σημείων. Αυτός ήταν ο κύριος σκοπός τής εκστρατείας του. Δεν σκόπευε να βλάψει τη Ρώμη ή τα κράτη τής εκκλησίας. Η αποστολή του τον υποχρέωνε να διασχίσει εδάφη που ανήκαν στην Εκκλησία για να φτάσει στη Ρώμη. Ζητούσε λοιπόν από τον πάπα, από το κολλέγιο των καρδιναλίων, καθώς και από όλους τούς αξιωματούχους και τούς υπηκόους τους να τού επιτρέψουν ελεύθερη διέλευση, καθώς και το δικαίωμα να αγοράζει τρόφιμα, ακριβώς όπως είχαν κάνει για τούς Αραγώνες εχθρούς του, τούς αντιπάλους τού ιερού του σκοπού (sacrum propositium) τής συνέχισης τής σταυροφορίας. Αν τού αρνούνταν αυτή τη διέλευση, θα προχωρούσε βίαια κατάσχοντας τρόφιμα με όποιον τρόπο μπορούσε και η ευθύνη θα βάρυνε εκείνους, που προσπαθούσαν να εμποδίσουν τον ευσεβή και ιερό σκοπό του.68
Ο Αλέξανδρος ΣΤ’ δεν ήξερε που να στραφεί. Στις 24 Νοεμβρίου κάλεσε τον Ρούντολφ τού Άνχαλτ, που βρισκόταν τότε στη Ρώμη και κατήγγειλε σε αυτόν την αναίδεια (insolentia) τού βασιλιά τής Γαλλίας, ο οποίος όχι μόνο επιδίωκε να γίνει κύριος ιταλικών πόλεων και εδαφών που ανήκαν στην Αγία Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία, αλλά επιδίωκε ακόμη να σφετεριστεί το όνομα και τον τίτλο τής ίδιας τής αυτοκρατορίας. Ο Μπούρχαρτ αναφέρει την ακρόαση στην οποία λειτούργησε ως διερμηνέας. Όμως η Αυτού Αγιότητα δεν θα συναινούσε ποτέ στους γαλλικούς σφετερισμούς. Θα προτιμούσε να κόψει τον λαιμό του. Προέτρεψε τον Ρούντολφ να απευθύνει έκκληση στον Μαξιμιλιανό, τον βασιλιά των Ρωμαίων, ως μοναδικό υποστηρικτή τής Αγίας Ρωμαϊκής Εκκλησίας, να προβλέψει για τις ανάγκες και την τιμή τής εκκλησίας και μάλιστα όλης τής Ιταλίας, «υπευθυνότητα την οποία ο εν λόγω ηγεμόνας ανέλαβε ταπεινά».69 Τέτοιες εκκλήσεις δεν ήσαν χωρίς αποτέλεσμα. Στις αρχές Δεκεμβρίου (1494) συζητιόταν ήδη μια ένωση, που έπρεπε να περιλαμβάνει την Ισπανία, τη Βενετία, τη Νάπολη και το Μιλάνο.70 Οι Γάλλοι αποδεικνύονταν επιτυχείς πέρα από κάθε πρόβλεψη.
Στο μεταξύ ο Κάρολος Η’ είχε μάθει από τούς Ενετούς για την ανάπτυξη τουρκικών στρατευμάτων στις περιοχές Δυρραχίου και Αυλώνας, καθώς και για την αναχώρηση τριών απεσταλμένων από την Ισταμπούλ, για να διαβουλευθούν με τον πάπα, το βασιλιά τής Νάπολης και την ενετική κυβέρνηση. Οι Ενετοί έλεγαν στον Κάρολο ότι οι ανάγκες των καιρών καθιστούσαν αδύνατο για αυτούς να τού δώσουν δάνειο ύψους πενήντα χιλιάδων δουκάτων, όπως ο ίδιος είχε ζητήσει. Στις 27 Νοεμβρίου ένας Τούρκος απεσταλμένος εμφανίστηκε ενώπιον τής Σινιορίας, όπως είδαμε, για να παροτρύνει την κυβέρνηση να στείλει ενισχύσεις στον πάπα και στον βασιλιά τής Νάπολης. Οι Ενετοί απάντησαν ότι μεταξύ εκείνων και των Γάλλων υπήρχε τέτοια φιλία, που δεν μπορούσαν να κάνουν τίποτε περισσότερο από έκκληση στους μαχητές για ειρήνη.71 Ο Κάρολος όμως δεν είχε έρθει τόσο μακριά απλώς για να κάνει ειρήνη, τουλάχιστον όχι με τον Αλφόνσο τής Νάπολης.
Στις 28 Νοεμβρίου ο Κάρολος έφυγε από τη Φλωρεντία για τη Σιένα, όπου έφτασε την Τρίτη 2 Δεκεμβρίου και έτυχε ευνοϊκής υποδοχής. Απέναντι στους Σιενέζους έδειξε γενναιοδωρία καθώς και ευγένεια. Τώρα ήταν δύσκολο να αποφύγει τον καρδινάλιο Πικκολομίνι, που ήταν αρχιεπίσκοπος τής πόλης. Ίσως ο Κάρολος τον δέχτηκε με την ιδιότητα αυτή, αλλά ο Πικκολομίνι τού απευθύνθηκε εξ ονόματος τού πάπα. Έχοντας ακούσει αναγκαστικά τη σύντομη αγόρευση τού καρδινάλιου, με τις αναμενόμενες αναφορές του στον τουρκικό κίνδυνο και στις καλές προθέσεις τής Αγίας Έδρας, ο Κάρολος απάντησε ότι αν εύρισκε στον πάπα καλό πατέρα, τότε ο πάπας θα εύρισκε σε αυτόν καλό γιο. Στη συνέχεια αναχώρησε (στις 4 Δεκεμβρίου) κάτω από βαριά καταιγίδα.72 Στο μεταξύ γαλλικά στρατεύματα κατευθύνονταν νότια προς τη Ρώμη, χωρίς να συναντούν αντίσταση στην πορεία τους και συλλαμβάνοντας επίσης την ερωμένη τού πάπα, τη Τζούλια Φαρνέζε στον δρόμο από το Μοντεφιασκόνε προς Ρώμη. Αφού κρατήθηκε για λίγες ημέρες στο Βιτέρμπο, η Τζούλια στάλθηκε στη Ρώμη με γαλλική συνοδεία τετρακοσίων ανδρών.73 Ο Αλέξανδρος ΣΤ’ είχε πολλά να σκεφτεί.
Στις 2 Δεκεμβρίου ο καρδινάλιος Aσκάνιο Σφόρτσα, αντικαγκελλάριος τής εκκλησίας και αδελφός τού Λοντοβίκο Μόρο, επέστρεψε στη Ρώμη ύστερα από πρόσκληση τού πάπα. Ο Κολλενούτσο λέει ότι ήρθε με μία μοίρα στραντιότι και άλλη μία βαλλιστών, όλων έφιππων, μαζί με περίπου είκοσι ιπποκόμους ντυμένους στα μαύρα. Ο Aσκάνιο πρόσφερε στον Αλέξανδρο ΣΤ’ την προστασία τού Μιλάνου και τής Βενετίας, αν ο Κάρολος Η’ ασκούσε εναντίον του οποιαδήποτε μορφή βίας, αλλά δεν θα μπορούσε φυσικά να παράσχει βοήθεια στη Νάπολη. Ο αντικαγκελλάριος ήταν διατεθειμένος να πάει στον Κάρολο, για να προσπαθήσει να τον πείσει να δεχτεί να περάσει από εδάφη τής εκκλησίας χωρίς να έρθει στη Ρώμη. Όμως το αντίτιμο που ζητούσε ήταν η πλήρης κυριαρχία των Σφόρτσα επί τού παπισμού, συμπεριλαμβανομένης τής υπόσχεσης τού Αλέξανδρου ότι δεν θα προήγαγε κανένα σε καρδινάλιο χωρίς την προηγούμενη έγκριση τού Λοντοβίκο και τού Ασκάνιο. Ο πάπας έκανε πιο λογικές αντιπροτάσεις, αλλά δεν πάρθηκαν αποφάσεις. Στις 9 Δεκεμβρίου ο Aσκάνιο πήγε στο παλάτι τού Βατικανού, πιθανώς για να πάρει άδεια αναχώρησης από τον πάπα, μαζί με τούς καρδινάλιους Φεντερίγκο ντι Σανσεβερίνο και Μπερναρντίνο Λουνάτι, υποστηρικτές και οι δύο των Σφόρτσα και εκπροσώπους τού Ασκάνιο στις πρόσφατες διασκέψεις με τον πάπα. Ο Πρόσπερο Κολόννα και ο Τζιρολάμο Τουταβίλλα πήγαν μαζί του. Εκείνο το βράδυ τέθηκαν υπό κράτηση στο παλάτι. Το επόμενο πρωί συγκλήθηκε μυστικό εκκλησιαστικό συμβούλιο, στο οποίο ήσαν παρόντες οι τρεις καρδινάλιοι. Ο πάπας μίλησε ιδιαίτερα επαινετικά για τον Ασκάνιο, που είχε την εξυπνάδα να απαντήσει με τον ίδιο τρόπο, θέτοντας όλους τούς πόρους του στην υπηρεσία τής εκκλησίας, τής Αγιότητάς του και τού Ιερού Κολλέγιου. Όμως όταν τελείωσε το εκκλησιαστικό συμβούλιο, οι Ασκάνιο και Σανσεβερίνο οδηγήθηκαν σε πάνω δωμάτια τού παλατιού, πιο πάνω από το παπικό διαμέρισμα, όπου κρατούνταν υπό καλά φρουρούμενο περιορισμό. Οι Κολόννα και Τουταβίλλα οδηγήθηκαν στο Καστέλ Σαντ’ Άντζελο. Ο Λουνάτι στάλθηκε στην Όστια, για να επιχειρήσει την ανάκτηση τού φρουρίου από τούς Κολόννα για λογαριασμό τού πάπα.74
Το θάρρος τού πάπα οφειλόταν αναμφίβολα στην άφιξη στις 10 Δεκεμβρίου τού Φερραντίνο, τού δούκα τής Καλαβρίας, επικεφαλής αραγωνικού στρατού. Ύστερα από αβίαστο γεύμα στον αμπελώνα τού καρδιναλίου Ορσίνι, κοντά στην εκκλησία τής Σάντα Σουζάννα, ο Φερραντίνο πήγε έφιππος νωρίς το απομεσήμερο στο αποστολικό ανάκτορο, όπου μέρα με τη μέρα απεσταλμένοι τού Καρόλου Η’ ζητούσαν συστατικές επιστολές «για διέλευση και τρόφιμα» (pro passu et victualibus). Τώρα, στις 10 τού μηνός, επαναλάμβαναν το αίτημά τους, αλλά καθώς τα στρατεύματα τού Φερραντίνο εισέρχονταν στη Ρώμη, ο Αλέξανδρος αρνήθηκε στον βασιλιά τής Γαλλίας την ασφαλή διέλευση και το δικαίωμα αγοράς τροφίμων, για τα οποία ο τελευταίος είχε υποβάλει δημόσια αίτηση στη διακήρυξη που εκδόθηκε στις 22 Νοεμβρίου στη Φλωρεντία.75
Νωρίς το βράδυ τής 16ης Δεκεμβρίου ο πάπας κάλεσε τα μέλη τής γερμανικής αποικίας στη Ρώμη σε ακρόαση, στην οποία καταφέρθηκε εναντίον τής «προσβλητικότητας και θρασύτητας» (infestatio et insolentia) τού Γάλλου βασιλιά, «ο οποίος καταλάμβανε εδάφη τής εκκλησίας και ερχόταν να πολιορκήσει την πόλη». Ζήτησε από τούς Γερμανούς να καταλάβουν θέσεις στην πόλη, όχι έξω από αυτήν. Την επόμενη μέρα δύο Γερμανοί πανδοχείς, πέντε-έξι υποδηματοποιοί, ένας έμπορος, ένας κουρέας, ένας χειρουργός και ένας ράφτης συσκέφθηκαν κατ’ εντολή τού πάπα, αλλά ζήτησαν από τον Μπούρχαρτ, ο οποίος φαίνεται ότι ήταν εκπρόσωπος τής γερμανικής αποικίας, να εξηγήσει στον πάπα ότι αναφέρονταν όλοι στους επικεφαλής των αστικών περιοχών, στις εντολές των οποίων έπρεπε να υπακούσουν σε περίπτωση έκτακτης ανάγκης. Δεν μπορούσαν να επιχειρήσουν από μόνοι τους και έτσι δεν μπορούσαν να ακολουθήσουν τις επιθυμίες τού πάπα (προφανώς θέτοντας τούς εαυτούς τους στη διάθεσή του). Ο Μπούρχαρτ μεταβίβασε την απάντησή τους στον πάπα αντί να προσπαθήσουν αυτοί να την δώσουν απευθείας.76 Η προσπάθεια τού Αλεξάνδρου να οργανώσει τούς Γερμανούς (και τούς Ισπανούς) σε ειδικά αποσπάσματα για την άμυνα τής Ρώμης αποδεικνύει ότι αμφέβαλλε πολύ για την ικανότητα τού ναπολιτάνικου στρατού να αντιμετωπίσει τούς Γάλλους, για την ανδρεία των οποίων φανταστικές ιστορίες είχαν αρχίσει να εξαπλώνονται σε όλη την Ιταλία.
Ώρα με την ώρα, μέρα με τη μέρα, ο κίνδυνος ερχόταν όλο και πιο κοντά. Στις 4 Δεκεμβρίου ο Κάρολος Η’ έφυγε από τη Σιένα, όπως είδαμε, και βρισκόταν σύντομα σε παπικό έδαφος. Μπήκε στο Βιτέρμπο στις 10 τού μηνός. Ο καιρός ήταν καλός τώρα και εν πάση περιπτώσει οι Γάλλοι ήσαν εξοικειωμένοι με χειρότερο κλίμα. Στις 19 τού μηνός ο Κάρολος είχε φτάσει στο Μπρατσάνο χωρίς να έχει ακόμη τραβήξει το σπαθί του. Έδωσε εντολή σε μια λεγατινή αποστολή τής παπικής κούρτης να πει στον πάπα να ελευθερώσει τον Ασκάνιο Σφόρτσα και να ενημερώσει την Αγιότητά του ότι ανέμενε να γιορτάσει τα Χριστούγεννα στη Ρώμη. Τα γαλλικά στρατεύματα είχαν ήδη καταλάβει μια σειρά χωριών (castelli) κατά μήκος των δρόμων προς τη Ρώμη, είχαν φτιάξει ξύλινες γέφυρες πάνω από τον Τίβερη, ενώ στις 19 τού μηνός είχαν φθάσει ακόμη και στη Ρώμη, προκαλώντας τον δούκα τής Καλαβρίας να βγει και να δώσει μάχη μαζί τους.77 Η χρονολόγηση των γεγονότων από τον Σανούντο αντιστοιχεί με εκείνη τού Μπούρχαρτ, ο οποίος αναφέρει ότι οι Γάλλοι στρατιώτες έκαναν επιδρομές πέρα από το Μόντε Μάριο, μέχρι το Σαν Λάζαρο και τούς αγρούς γύρω από το Καστέλ Σαντ’ Άντζελο, στις 19, 21, 22 και 23 Δεκεμβρίου. Προσπάθησαν να αναπλεύσουν τον Τίβερη από την Όστια, αλλά ο άνεμος ήταν πολύ δυνατός. Διασπάστηκε η πύλη τού Σαν Πάολο στη νότια πλευρά τής πόλης, όπου έγιναν πυρπολήσεις και άλλες ζημιές. Μερικοί έλεγαν ότι υπεύθυνος γι’ αυτό ήταν ο Ραϋμόν Περάουντι, ο καρδινάλιος τού Γκουρκ. Είχε προσφέρει στους Γάλλους μεγάλη υπηρεσία, επιτυγχάνοντας την αποδοχή τού Καρόλου Η’ από τούς κατοίκους τού Ακουαπεντέντε και άλλων παπικών εδαφών, επαινώντας τον πολύ και λέγοντας στους αγρότες ότι οι Γάλλοι θα αποζημίωναν πλήρως για κάθε κότα, κάθε αυγό που έπαιρναν στον δρόμο τους. Στις 23 Δεκεμβρίου ο Περάουντι απεύθυνε επίσης ανοιχτή επιστολή προς τούς Γερμανούς ιεράρχες, τούς αξιωματούχους τής παπικής κούρτης και άλλους από τη γερμανική κοινότητα στη Ρώμη, λέγοντάς τους ότι είχε κάνει ό,τι μπορούσε για να πετύχει κατανόηση μεταξύ τού πάπα και τού βασιλιά τής Γαλλίας. Για την αποτυχία του δεν είχε υπαιτιότητα ο βασιλιάς, ο οποίος δεν ζητούσε τίποτε περισσότερο από το να είναι αφοσιωμένος γιος τού πάπα και τής Αγίας Έδρας, ενώ ο λόγος τής αποτυχίας έπρεπε να αναζητηθεί «σε δικές μας αμαρτίες και μειονεκτήματα» (propter peccata nostra et demerita). Ο Περάουντι ενημέρωνε τούς Γερμανούς ότι κανείς δεν επρόκειτο να πληγεί όταν θα έμπαιναν οι Γάλλοι στη Ρώμη, εκτός από εκείνους που θα έπαιρναν τα όπλα εναντίον τού βασιλιά. Τούς διαβεβαίωνε για την καλή διάθεση τού Καρόλου, προσφέροντάς τους το δικό του σπίτι ως καταφύγιο, αν συνόδευε σάλος την είσοδο των Γάλλων στην πόλη. «Αντίο, αγαπημένα μου παιδιά, κατέληγε, «και προσευχηθείτε στον Θεό για τον σκοπό μου, ο οποίος είναι οικουμενική ειρήνη μεταξύ των χριστιανών και ολοκληρωτικός πόλεμος εναντίον των Τούρκων!»78
Οι Κολόννα στην Όστια εμπόδιζαν την ανάπλευση προμηθειών προς Ρώμη μέσω τού Τίβερη, ενώ οι επιδρομές τους ακόμη και μέχρι τα τείχη τής Ρώμης, δυσκόλευαν κατά καιρούς την προσκόμιση τροφίμων στην πόλη από την ύπαιθρο. Παρ’ όλα αυτά, το Καστέλ Σαντ’ Άντζελο ήταν εφοδιασμένο με αρκετές προμήθειες, ώστε να αντέξει σε μακρά πολιορκία. Ο Φερραντίνο προέτρεπε τον Αλέξανδρο ΣΤ’ να αφορίσει τον Κάρολο Η’ και να αποσυρθεί με την παπική κούρτη στο βασίλειο τής Νάπολης, όσο υπήρχε ακόμη χρόνος. Ο Αλφόνσο Β’ είχε προσφέρει στον πάπα σύνταξη πενήντα χιλιάδων χρυσών δουκάτων, το φρούριο τής Γκαέτα και δέκα χιλιάδες δουκάτα για τη συντήρηση τού Τζεμ σουλτάνου. Είχε επίσης εγγυηθεί (άλλωστε μπορούσε να κάνει κι αλλιώς;) ότι δεν θα κατέληγε σε ξεχωριστή συμφωνία με τον Κάρολο. Πολύ δικαιολογημένα, ο Αλέξανδρος φοβόταν ότι θα έχανε το παπικό αξίωμα μαζί με τη Ρώμη. Είχε βρεθεί σπρωγμένος στο χείλος τής καταστροφής. Ένα λάθος βήμα τώρα και μπορούσε να χαθεί. Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι ο αυτοκράτορας και ο βασιλιάς τής Ισπανίας είχαν πια αφυπνιστεί. Ακόμη και οι Ενετοί θα ήσαν πρόθυμοι να σπεύσουν σε βοήθειά του. Όμως βρίσκονταν όλοι πολύ μακριά και ο βασιλιάς τής Γαλλίας βρισκόταν σχεδόν προ των πυλών τής πόλης.79
Κανείς στη Ρώμη δεν ξέχασε ποτέ εκείνη την ημέρα των Χριστουγέννων τού 1494. Ο Αλέξανδρος ΣΤ’ ξεκίνησε στέλνοντας στον βασιλιά τον ανηψιό του Χουάν Bοργία, καρδινάλιο τού Moνρεάλε, ο οποίος υποτίθεται ότι θα έψαλλε τη λειτουργία στην Καπέλλα Σιξτίνα. Ο Κάρολος εγκαθιστούσε το επιτελείο του στο προπύργιο των Ορσίνι, στο Μπρατσιάνο. Πριν μπει στο παρεκκλήσι, ο πάπας κάλεσε όλους τούς καρδινάλιους στην Αίθουσα τού Παπαγάλου. Εκεί έκανε σύντομη δήλωση, για την ανάγκη που τον οδήγησε να υποκύψει στην επιμονή τού Καρόλου να εισέλθει στη Ρώμη. Φορώντας στη συνέχεια τα κατάλληλα άμφια, πήγε στη Σιξτίνα, όπου ψάλθηκε επίσημη λειτουργία. Δεν υπήρξε κήρυγμα. Επιστρέφοντας στην Αίθουσα τού Παπαγάλου, όπου έβγαλε τα άμφιά του, κάλεσε τον Φερραντίνο, τον δούκα τής Καλαβρίας, και τού μίλησε ιδιαιτέρως παρουσία όλων των καρδιναλίων, που στέκονταν γύρω τους. Ο Φερραντίνο φίλησε στη συνέχεια τα πόδια και το χέρι τού πάπα, πήρε από αυτόν το φιλί στο στόμα (oris osculum) και αποχώρησε, συνοδευόμενος από τούς καρδινάλιους Καράφα, Ασκάνιο Σφόρτσα, και Τσέζαρε Βοργία. Ιππεύοντας άλογα κατευθύνθηκαν στην πύλη τού Σαν Λορέντσο, αλλά όταν ο Ασκάνιο έφτασε στο παλάτι του, ζήτησε και πήρε άδεια από αυτούς. Οι Καράφα και Τσέζαρε ίππευσαν στις δύο πλευρές τού Φερραντίνο μέχρι το Σαν Λορέντσο, όπου τούς ευχαρίστησε, ενώθηκε με τα στρατεύματά τού και ξεκίνησε προς Τίβολι και από εκεί προς Τερρατσίνα. Αποσύρθηκε από τη Ρώμη στα πλαίσια γαλλικής διαβεβαίωσης ασφαλούς διέλευσης, ότι ο ίδιος και τα στρατεύματά του δεν θα δέχονταν επίθεση. Ο Χουάν Βοργία βρισκόταν στον δρόμο του για το Μπρατσιάνο. Η αποχώρηση τού Φερραντίνο από την πόλη σημαδεύτηκε και από την ελευθέρωση τού Ασκάνιο Σφόρτσα από την κράτησή του στο Βατικανό.80
Την Παρασκευή 26 Δεκεμβρίου, μέρα τής γιορτής τού Αγίου Στεφάνου τού Πρωτομάρτυρος, έγινε λειτουργία στην Καπέλλα Σιξτίνα παρουσία τού πάπα. Τρεις Γάλλοι απεσταλμένοι ήσαν παρόντες, οι Πιέρ ντε Ζιέ, υποκόμης τής Ροάν και στρατάρχης τής Γαλλίας, Ζαν ντε Γκαναί, πρόεδρος τού Κοινοβουλίου τού Παρισιού και Ετιέν ντε Βεσκ, αρχιοικονόμος (sénéchal) τής Μπωκαίρ. Ο τελετάρχης Μπούρχαρτ τούς είχε τοποθετήσει σε θέσεις κοντά στον παπικό θρόνο, πάνω από τον γερουσιαστή τής Ρώμης, αλλά τα πολυάριθμα μέλη τής συνοδείας τους κατέλαβαν ανεπίσημα κάθε πάγκο που τούς φαινόταν βολικός, συμπεριλαμβανομένων κάποιων πάγκων που προορίζονταν πάντα για ιεράρχες. Ο ευσυνείδητος Μπούρχαρτ, για τον οποίο η εθιμοτυπία και το πρωτόκολλο τής παπικής κούρτης φαινόταν να αποτελεί τον μοναδικό σχεδόν σκοπό τής ζωής του, επέμενε να τούς σηκώσει και να τούς τοποθετήσει σε κατάλληλες θέσεις. Αλλά ο πάπας, ο οποίος μερικές φορές έχανε την υπομονή του με την επιμονή τού Μπούρχαρτ στην απαρέγκλιτη εκπλήρωση των καθηκόντων του, έκανε νεύμα στον τελετάρχη να πλησιάσει και τού είπε θυμωμένα: «Με κάνετε να χάνω το μυαλό μου. Αφήστε τούς Γάλλους να πάρουν όποιες θέσεις θέλουν!» Ο Μπούρχαρτ ζήτησε από τον πάπα να μη στενοχωριέται. Γνωρίζοντας την άποψή του για το θέμα, δεν θα ξανάλεγε κουβέντα στους Γάλλους για το που θα καθίσουν.81 Οι Γάλλοι απεσταλμένοι συνάντησαν ορισμένες δυσκολίες μέχρι να καταλήξουν σε συμφωνία με τον Αλέξανδρο ΣΤ’. Οι διατυπώσεις που συνόδευαν την είσοδο τού Καρόλου Η’ στη Ρώμη δεν ενδιέφεραν ιδιαιτέρως τον πάπα. Σε γενικές γραμμές μπορούσε να αφεθεί ο Μπούρχαρτ να τις φροντίσει. Όμως ο Κάρολος ζητούσε την άνευ όρων παράδοση σε αυτόν τού Τζεμ σουλτάνου, ενώ ο πάπας δεν ήταν διατεθειμένος να εγκαταλείψει την επιμέλειά του, μέχρι να είναι ο βασιλιάς πραγματικά έτοιμος να ξεκινήσει τη σταυροφορία του. Ο Κάρολος επέμενε επίσης να τον εξουσιοδοτήσει ο πάπας να καταλάβει τις οχυρωμένες πόλεις Σοριάνο, Βελλέτρι, Τσιβιταβέκκια, Νάρνι, ακόμη και την Τερρατσίνα, πράγμα που ο πάπας αρνιόταν να κάνει. Λεγόταν ότι είχε επίσης απαιτήσει το Καστέλ Σαντ’ Άντζελο. Ο Κάρολος συντόμευσε την ιταλική τάση τής επ’ άπειρον (ad infinitum) διαπραγμάτευσης, λέγοντας ότι, μετά την άφιξή του στη Ρώμη, θα συζητούσε απευθείας με τον πάπα, στον οποίο έστειλε επίσημες διαβεβαιώσεις ότι δεν θα τον έθιγε ούτε πνευματικά ούτε κοσμικά. Ο βασιλιάς όρισε την 1η Ιανουαρίου (1495) ως ημέρα εισόδου του στη Ρώμη.82 Ο πάπας δεν είχε άλλη δυνατότητα, παρά να αποδεχθεί.
Νωρίς το πρωί τής 31ης Δεκεμβρίου ο Μπούρχαρτ βγήκε έφιππος από τη Ρώμη κατ’ εντολή τού πάπα, μαζί με κάποιους παπικούς και πολιτικούς αξιωματούχους, για να δώσει οδηγίες στον βασιλιά για τoν «τρόπο υποδοχής του, σύμφωνα με το εθιμοτυπικό». Ύστερα από λίγο συνάντησαν τούς καρδινάλιους Τζουλιάνο ντέλλα Ρόβερε, Ραϋμόν Περάουντι και Τζιοβάννι Μπαττίστα Σαβέλλι, τούς οποίους ο Μπούρχαρτ χαιρέτησε έφιππος, «χωρίς να κατέβει από το άλογο» (non descendendo), ενώ λίγο πιο πίσω από αυτούς ακολουθούσε ο ίδιος ο Κάρολος Η’. Ο Μπούρχαρτ και οι σύντροφοί του υπέβαλαν τα σέβη τους στον βασιλιά, έφιπποι πάλι, «λόγω τής λάσπης και τού βροχερού καιρού και τής ταχύτητας τής πορείας τού βασιλιά». Ο τελετάρχης εξήγησε στη Μεγαλειότητά του τον σκοπό για τον οποίο είχε καλπάσει για να τον βρει, αλλά ο Κάρολος είπε ότι ήθελε να κινηθεί προς τη Ρώμη χωρίς καθυστέρηση και χωρίς εθιμοτυπίες. Ένας αξιωματούχος τής κυβέρνησης τής πόλης πρόσφερε τη φιλοξενία τού Ρωμαϊκού λαού (populus Romanus), στον οποίο ο Κάρολος έδωσε λακωνική απάντηση. Όμως όταν η βασιλική συνοδεία ξεκίνησε και πάλι, ο Κάρολος κάλεσε τον Μπούρχαρτ να πλησιάσει και τον ρωτούσε λεπτομερώς για τελετές, για την κατάσταση τού πάπα, για τη θέση τού καρδιναλίου Τσέζαρε Βοργία και για τόσα άλλα πράγματα, που ο τελετάρχης δυσκολευόταν να δώσει απαντήσεις.
Τότε έφτασαν και οι Ενετοί πρέσβεις για να υποβάλουν τούς χαιρετισμούς τους στον βασιλιά, ενώ μετά από αυτούς ήρθε ο καρδινάλιος Aσκάνιο Σφόρτσα πάνω σε μουλάρι. Ο Aσκάνιο μπήκε στη γραμμή στα αριστερά τού βασιλιά, προφανώς αποσπώντας την προσοχή του και παραμερίζοντας τον Μπούρχαρτ. «Πέρασαν από την Πόντε Μίλβιο, μετά το ιερό τού Αγίου Ανδρέα. Ο δρόμος ήταν λασπωμένος, γεμάτος με μεγάλες λίμνες νερού. Η βασιλική συντροφιά μπήκε στην πόλη από την Πόρτα ντελ Πόπολο και προχώρησε κατά μήκος τής (σημερινής) Βία ντελ Κόρσο προς το Παλάτσο Βενέτσια και από εκεί στο Παλάτσο Σαν Μάρκο, όπου θα διέμενε ο βασιλιάς. Μπαίνοντας στην πόλη, την πορεία τους συνόδευαν φωτιές ή πυρσοί που άναβαν σχεδόν σε κάθε σπίτι. Ακούγονταν κραυγές «Γαλλία, Γαλλία! Κολόννα, Κολόννα! Συμμαχία, Συμμαχία!» (Francia, Francia! Colonna, Colonna! Vincula, Vincula!) Είχε ήδη σκοτεινιάσει, ήταν περίπου επτά το βράδυ ή λίγο αργότερα. Στο παλάτι ο Aσκάνιο πήρε άδεια από τον Κάρολο να αποχωρήσει, χωρίς να κατέβει από το μουλάρι του. Ο Τζουλιάνο ντέλλα Ρόβερε έφυγε επίσης, χωρίς να συνοδεύσει τον βασιλιά στο παλάτι. Πριν την είσοδο τού Καρόλου στην πόλη τα κλειδιά όλων των πυλών είχαν παραδοθεί στον στρατάρχη ντε Ζιέ, περισσότερο ως χειρονομία ευγένειας παρά ως μέτρο ασφάλειας.
Στο μεταξύ ο Αλέξανδρος ΣΤ’ είχε κλειστεί στο Βατικανό με την ισπανική φρουρά του. Οι στρατιωτικές δυνάμεις του, χίλιοι ελαφρά οπλισμένοι ιππείς και μερικοί πεζοί στρατιώτες, στάθμευαν στο Μπόργκο. Αν ήταν απαραίτητο, ο πάπας μπορούσε να φτάσει στο Καστέλ Σαντ’ Άντζελο από το κρυφό πέρασμα κατά μήκος τού επάνω μέρους τού τείχους, το οποίο φτάνει και σήμερα από το παλάτι σχεδόν τού Βατικανού μέχρι το μεγάλο φρούριο. Ο Κάρολος Η’ είχε μπει στη Ρώμη μια μέρα νωρίτερα από την ανακοινωμένη πρόθεσή του, γιατί είχε μάθει για ευνοϊκό συνδυασμό πλανητών στις 31 Δεκεμβρίου.83 Ο χρόνος θα έδειχνε πόσο τυχερά θα ήταν τα αστέρια του, καθώς η ιταλική εκστρατεία κινούνταν όλο και πιο κοντά στον ναπολιτάνικο στόχο της.
Σε ολόκληρη τη διάρκεια τής τελευταίας νύχτας τού έτους οι πύλες τής Ρώμης παρέμεναν ανοικτές, καθώς Γάλλοι στρατιώτες εισέρχονταν στην πόλη. Την πρώτη μέρα τού νέου έτους πέντε χιλιάδες Ελβετοί εισήλθαν σε τέλεια παράταξη. Κατεδαφίστηκαν σπίτια γύρω από το Παλάτσο Σαν Μάρκο, για να δημιουργηθεί χώρος για την εγκατάσταση πυροβολικού. Αν και όπως λέγεται οι Γάλλοι είχαν αρκετά καλή συμπεριφορά,84 οι Γερμανοί και οι Ελβετοί έκαναν κάποιες λεηλασίες. Αγχόνες στήθηκαν στο Κάμπο ντέι Φιόρι και στην Πιάτσα Τζουντέα, ως σύμβολα τής βασιλικής εξουσίας. Η Ρώμη κυβερνιόταν από το Παλάτσο Σαν Μάρκο, όχι από το Βατικανό.85 Καρδινάλιοι και οπλαρχηγοί (condottieri), απεσταλμένοι των ιταλικών κρατών, Ρωμαίοι ευγενείς, περίεργοι περιηγητές, ακόμη και ο Πιέρο Μέδικος, εμφανίζονταν στην πλατεία έξω από το παλάτι. Οι περισσότεροι από αυτούς είχαν αιτήματα, μερικά εκ των οποίων ικανοποιήθηκαν. Καθώς οι καρδινάλιοι έκαναν τις αναμενόμενες επισκέψεις τους στον βασιλιά, αυτός δεν έδειξε απέναντί τους την αβροφροσύνη που είχε συμβουλεύσει ο Μπούρχαρτ στον δρόμο για τη Ρώμη.86 Η πόλη ήταν γεμάτη φήμες και δυσοίωνα σημάδια. Μέρος τού πάνω τείχους τού Καστέλ Σαντ’ Άντζελο κατέρρευσε το βράδυ τής 10ης Ιανουαρίου (1495), σκοτώνοντας τρεις φρουρούς.87
Στο μεταξύ οι Ενετοί διάβαζαν άλλα σημάδια και οιωνούς. Αν και είχαν εκπλαγεί από το μέγεθος τής επιτυχίας τού Καρόλου, θεωρούνταν επίσης εν μέρει υπεύθυνοι για αυτή την απίστευτη εισβολή, γιατί αυτή την πτώση τής Ρώμης στους βαρβάρους ποτέ δεν θα μπορούσε να συμβεί, παρά μόνο με την άτολμη ουδετερότητά τους. Όμως η Σινιορία ήδη στρατολογούσε ήσυχα ιππείς και πεζούς, προσφέροντας συμβάσεις σε οπλαρχηγούς (condottieri) και αυξάνοντας τη δύναμη κρούσης τού στόλου στην Αδριατική. Ήδη πολλοί πίστευαν ότι τώρα η Δημοκρατία ανέμενε, μέχρι να βρεθεί σε θέση να επιτεθεί στους Γάλλους. Ανάμεσα στα πολλά στόματα που μιλούσαν και στα κεφάλια που έγνεφαν μέσα στην Ενετική Γερουσία, υπήρχαν πολλοί που συνειδητοποιούσαν ότι η γαλλική εισβολή προμήνυε την αρχή μιας νέας, ίσως πιο σκοτεινής εποχής, στην ιστορία τής ιταλικής χερσονήσου.88
Κατά κάποιον ασαφή τρόπο ο Κάρολος Η’ γνώριζε επίσης, ότι θα έβαζε τούς ιστορικούς στην υπηρεσία του για πολύ καιρό, ακόμη κι αν εκ των υστέρων η εκστρατεία του παραμένει μία από τις πιο χαρακτηριστικές επιχειρήσεις ενός αιώνα, που ξεκίνησε μέσα στην αναταραχή και τώρα τελείωνε σε αναταραχή. Λαμβάνοντας υπόψη την απομόνωση τής παιδικής του ηλικίας και τη φτώχεια τής εκπαίδευσής του, ο Κάρολος έδειξε μοναδική αίσθηση ευπρέπειας και αυτοπειθαρχίας κατά τη διάρκεια αυτών των μηνών στην Ιταλία. Ένας ξενόφερτος, μικρόσωμος, αλλόκοτος άνθρωπος άρχιζε να μοιάζει με βασιλιά. Ο καρδινάλιος Τσέζαρε Βοργία διαπραγματεύτηκε μαζί του εξ ονόματος τού πάπα. Μια βασιλική επιτροπή περίμενε τον πάπα στο Βατικανό. Ο Κάρολος πρότεινε τρεις προϋποθέσεις για συμφωνία με τον πάπα: Ο ίδιος ο Τσέζαρε Βοργία έπρεπε να συνοδεύσει τούς Γάλλους προς τη Νάπολη ως παπικός λεγάτος (και φυσικά ως όμηρος). Η ευθύνη τού Καστέλ Σαντ’ Άντζελο έπρεπε να ανατεθεί σε γαλλική φρουρά. Και ο Τζεμ σουλτάνος έπρεπε να τεθεί υπό γαλλική φρούρηση. Η αρχική απάντηση τού πάπα σε όλες αυτές τις απαιτήσεις ήταν αρνητική: τούς λεγάτους τούς επέλεγε το εκκλησιαστικό συμβούλιο. Το Κάστρο ήταν αναπόσπαστο από την Αγία Έδρα και αποτελούσε κοινή περιουσία τής χριστιανοσύνης. Και δεν ήταν ακόμη η κατάλληλη στιγμή για να επιστραφεί ο Τζεμ στον βασιλιά. Ο πάπας, ο οποίος λιποθυμούσε συχνά, εναλλασσόταν μεταξύ σταθερότητας και φόβου. Ένα εκκλησιαστικό συμβούλιο υποστήριξε τις αποφάσεις του σε σχέση με τις βασιλικές απαιτήσεις και ο Κάρολος ενημερώθηκε ότι έπρεπε να συμβιβαστεί με την ελεύθερη διέλευση μέσω παπικών εδαφών. Η απάντηση τού βασιλιά ήταν ότι θα έστελνε τούς βαρώνους του να ενημερώσουν τον πάπα για τις προθέσεις του. Στις 6 ή 7 Ιανουαρίου ο Αλέξανδρος ΣΤ’ εγκατέλειψε το Βατικανό, πηγαίνοντας στο Καστέλ Σαντ’ Άντζελο από τον στεγασμένο διάδρομο ή «καλυμμένη στοά», που ήταν κρυμμένη μέσα στο τείχος. Οι Γάλλοι έλεγαν ότι θα μετακινούσαν κανόνια προς το Κάστρο. Οι επαναστατημένοι καρδινάλιοι προέτρεπαν πάλι για την εκθρόνιση τού πάπα, αλλά ο Κάρολος δεν ήταν προετοιμασμένος για τέτοιες ακραίες καταστάσεις.89
Εν αναμονή τής επανέναρξης των διαπραγματεύσεων, ο Κάρολος έβαλε μερικές από τις δυνάμεις του να ξεκινήσουν στον δρόμο προς Νάπολη. Ήταν σοφό που είχε απορρίψει κάθε ιδέα για καθαίρεση τού Αλέξανδρου ΣΤ’. Η επιπλοκή ενός σχίσματος δεν θα συνέβαλλε ούτε στην κατάκτηση τής Νάπολης ούτε στα σχέδιά του για τη σταυροφορία. Θα μεγέθυνε τις δυσκολίες τις οποίες η ιταλική του επιτυχία ήταν αναμενόμενο να δημιουργήσει στη Γερμανία και την Ισπανία. Οι Ενετοί είχαν γίνει διστακτικοί και ο Λοντοβίκο Μόρο δεν ήταν άνθρωπος στον οποίο μπορούσε να έχει εμπιστοσύνη όταν τα πράγματα θα γίνονταν δύσκολα. Ο Κάρολος ήταν ήδη καχύποπτος με τον Λοντοβίκο και πολύ δικαιολογημένα. Εξ άλλου, λαμβάνοντας υπόψη ότι το Καστέλ Σαντ’ Άντζελο μικρή αξία είχε γι’ αυτόν, αφού δεν μπορούσε να αναμένει επ’ αόριστον για να καταλάβει τη Ρώμη, ο Κάρολος παραμέρισε την απαίτησή του για φρούρηση τού Σαντ’ Άντζελο, αλλά επέμεινε στην ανάθεση σε αυτόν τού ναπολιτάνικου βασιλείου, στον διορισμό τού Τσέζαρε Βοργία ως λεγάτου, στην παράδοση τής Τσιβιταβέκκια και στην απόκτηση τού Τζεμ σουλτάνου, η παρουσία τού οποίου θα πιστοποιούσε την ειλικρίνεια τού βασιλιά ως σταυροφόρου. Οι προτάσεις αυτές υποβλήθηκαν και έγιναν δεκτές στις 11 Ιανουαρίου (και υπογράφηκαν στις 15 τού μηνός). Ο πάπας συμφώνησε να παραδώσει τον Τζεμ στον βασιλιά για έξι μήνες, σε αντάλλαγμα για την άμεση καταβολή 20.000 δουκάτων και με ορισμένες εγγυήσεις για την επιστροφή του μετά τη λήξη αυτής τής περιόδου. Ο Μπούρχαρτ λέει ότι ο πάπας συμφώνησε επίσης να στέψει τον Κάρολο βασιλιά τής Νάπολης, χωρίς να θίγει τα δικαιώματα οποιουδήποτε άλλου διεκδικητή, ενώ υποσχέθηκε να μην παρενοχλήσει ή επιτεθεί εναντίον των ανυπότακτων μελών τού Ιερού Κολλέγιου, δηλαδή των ντέλλα Ρόβερε, Περάουντι, Σαβέλλι και Κολόννα. Παρά τις διαφωνίες των ντέλλα Ρόβερε και Περάουντι (των οποίων τα συμφέροντα όμως προστατεύονταν), η συμφωνία με τον πάπα έγινε και στις 12 ή 13 Ιανουαρίου, για πρώτη φορά, ο Κάρολος Η’ άφησε το Παλάτσο Σαν Μάρκο, για να περιηγηθεί ανάμεσα στα μεγαλοπρεπή ερείπια τής Ρώμης και να επισκεφθεί μερικές από τις πιο γνωστές εκκλησίες τού κόσμου.90
Το πρωί τής 16ης Ιανουαρίου ο Κάρολος Η’ πήγε έφιππος στη βασιλική τού Αγίου Πέτρου, όπου παρακολούθησε λειτουργία που έψαλε ένας από τούς εφημέριούς του στο παρεκκλήσι τής Σάντα Πετρονίλλα. Στη συνέχεια ανέβηκε τις σκάλες προς το παλάτι τού Βατικανού, σε κάποια νεόκτιστα δωμάτια που είχαν ετοιμαστεί γι’ αυτόν και όπου δείπνησε. Νωρίς το απομεσήμερο, λίγο μετά την μία, ο πάπας είχε έρθει μέσω τής στοάς από το Καστέλ Σαντ’ Άντζελο στο παλάτι,91 και ο βασιλιάς και οι καρδινάλιοι προχώρησαν για να τον συναντήσουν «στο ύψος περίπου τού τέλους τού δεύτερου ιδιωτικού κήπου», απ’ όπου υπήρχε άνοδος στη στοά. Όταν ο πάπας έφτασε στον κήπο, τον πλησίασαν πρώτα οι καρδινάλιοι. Ακολούθησε ο Κάρολος σε απόσταση ένδειξης σεβασμού. Ο πάπας προσποιήθηκε ότι δεν είδε τις δύο πρώτες γονυκλισίες του. Όταν όμως ο Κάρολος πλησίασε πιο κοντά για να κάνει και τρίτη, ο πάπας έβγαλε τον σκούφο του (biretum) και βάδισε προς το μέρος του για να τον χαιρετήσει, εμποδίζοντάς τον να κάνει και τρίτο προσκύνημα και φιλώντας τον, έτσι ώστε ο βασιλιάς δεν φίλησε ούτε το παπικό πόδι ούτε το χέρι. Ήσαν και οι δύο με ασκεπή τα κεφάλια. Ο πάπας δεν ξαναφορούσε τον σκούφο του μέχρι να φορέσει ο βασιλιάς το καπέλο του. Κάλυψαν τα κεφάλια τους ταυτόχρονα. Ο Κάρολος ζήτησε αμέσως από τον πάπα να κάνει καρδινάλιο τον σύμβουλό του Γκυγιώμ Μπρισοννέ, αστό επίσκοπο τού Σαιν Μαλό. Το αίτημα έγινε δεκτό επί τόπου. Ο πάπας διέταξε τον Μπούρχαρτ να βρει το απαραίτητο ράσο και καπέλο. Ο Τσέζαρε Βοργία διέθεσε το δικό του ράσο καρδιναλίου (cappa cardinalaris), το οποίο ο χρόνος θα έδειχνε πόσο πρόθυμα θα εγκατέλειπε, ενώ έφεραν ένα κόκκινο καπέλο από το δωμάτιο τού καρδινάλιου τής Σάντα Αναστάζια.
Προχωρώντας προς την Αίθουσα τού Παπαγάλου (Camera del Pappagallo), ο πάπας κάθισε στον εκκλησιαστικό θρόνο. Ο βασιλιάς κάθισε σχεδόν στη μέση, μεταξύ των καρδιναλίων. Ο Αλέξανδρος ΣΤ’ δήλωσε ότι έλαβε πρόσφατα τις ψήφους όλων των καρδιναλίων για την προαγωγή τού επισκόπου τού Σαιν Μαλό σε καρδινάλιο και τώρα η Μεγαλειότητά του το ζητούσε ιδιαιτέρως. Τα μέλη τού Ιερού Σώματος έδωσαν τη συγκατάθεσή τους. Ο Μπρισοννέ, γονατιστός μπροστά στον πάπα και φορώντας το ράσο τού Τσέζαρε Βοργία, ανακηρύχθηκε καρδινάλιος σύμφωνα με τo Ρωμαϊκό Τελετουργικό (Caeremoniale romanum), δηλαδή «Με εξουσιοδότηση τού Παντοδύναμου Θεού» (Authoritate Omnipotent Dei) κλπ., ενώ επιβεβαιώθηκε στα δικαιώματά του στην εκκλησία τού Σαιν Μαλό και σε όλα τα μοναστήρια και επιδόματα εφημέριου, τα οποία είχε αποκτήσει προηγουμένως κατά τίτλο και ανάθεση (in titulum et commendam). Ο Μπρισοννέ φίλησε τότε το πόδι και το χέρι τού πάπα, ο οποίος τον σήκωσε και τον υποδέχθηκε με φιλί στο στόμα (ad oris osculum). Γονάτισε και πάλι, και ο πάπας τοποθέτησε στο κεφάλι του το κόκκινο καπέλο, με τα κατάλληλα λόγια που προέβλεπε το Τελετουργικό (Caeremoniale). Αφού ευχαρίστησε τον ποντίφηκα και τον βασιλιά, ο Μπρισοννέ πήρε το «φιλί τής ειρήνης» από κάθε καρδινάλιο.92 Είχε ικανοποιήσει τη φιλοδοξία πολλών ετών. Επιτέλους, ήταν πρίγκιπας τής εκκλησίας.93 Μετά την τελετή ο Αλέξανδρος ΣΤ’ είπε ότι θα συνόδευε τον βασιλιά στο διαμέρισμα που είχε ετοιμαστεί γι’ αυτόν, αλλά ο Κάρολος δεν δέχτηκε τόσο μεγάλη τιμή και έτσι οι καρδινάλιοι πήγαν με το βασιλιά στον θάλαμό του, διερχόμενοι αναγκαστικά από διάφορες ενδιαφέρουσες αίθουσες και νέα δωμάτια. Ο Μπρισοννέ ήταν πιθανώς όλος μάτια. Είτε ως συνέπεια παπικής ευγένειας ή γαλλικής επιφυλακτικότητας, οι Σκωτσέζοι φρουροί τού βασιλιά τοποθετήθηκαν σε όλες τις πόρτες που οδηγούσαν στο βασιλικό διαμέρισμα.94
Την Κυριακή 18 Ιανουαρίου ο Κάρολος Η’ πραγματοποίησε επίσκεψη στο διαμέρισμα τού πάπα, όπου υπήρξε διαμάχη τριών περίπου ωρών για τις εγγυήσεις που έπρεπε να παράσχει ο βασιλιάς, για την ασφαλή επιστροφή τού Τζεμ σουλτάνου εντός έξι μηνών. Ο Κάρολος θα παρέδιδε τον Τζεμ στον πάπα όταν θα έφευγε από την Ιταλία για να επιστρέψει στη Γαλλία και θα προστάτευε τα παπικά εδάφη σε περίπτωση που ο σουλτάνος Βαγιαζήτ έκανε επίθεση εναντίον τής περιοχής (marche) τής Αγκώνας ή αλλού. Οι Γάλλοι ηγεμόνες, βαρώνοι και ιεράρχες τής βασιλικής συντροφιάς έπρεπε να υποσχεθούν εγγύηση 500.000 δουκάτων για τον Τζεμ, «καταβλητέων εφ’ άπαξ με παραγγελία τού Αγίου πατέρα μας στο παπικό ταμείο» (payables pour une fois a nostre dit saint pere et a la chambre apostolique). Η ετήσια σύνταξη τού Τζεμ, τής τάξης των 40.000 δουκάτων, αν τα χρήματα έρχονταν από τον Βαγιαζήτ ενώ ο αδελφός του βρισκόταν υπό γαλλική φρούρηση, έπρεπε να καταβληθεί στον πάπα, «όπως συνηθίζεται» (comme il est acoustume).95 Ο Αλέξανδρος ΣΤ’ προσπάθησε να προβλέψει για κάθε έκτακτης περίπτωση, αλλά σίγουρα δεν περίμενε να πάρει αυτός τη σύνταξη ή φόρο τιμής, όπως ονομαζόταν κάποιες φορές, από τη στιγμή που θα είχε παραδώσει τον Τζεμ στον βασιλιά τής Γαλλίας.
Στο μεταξύ η «πρώτη αίθουσα» ή «αίθουσα τού βασιλιά» (sala regia) στο παλάτι τού Βατικανού είχε ετοιμαστεί για δημόσιο εκκλησιαστικό συμβούλιο, στο οποίο ο Κάρολος Η’ θα γινόταν επισήμως δεκτός από τον πάπα και θα υπέβαλε την υπακοή του, ως υπάκουος γιος, προς τον Άγιο Πατέρα. Η επίσκεψη τού βασιλιά στο διαμέρισμα τού πάπα την Κυριακή, στις 18 τού μηνός, είχε διακόψει μια συζήτηση που είχε ο πάπας με τον Μπούρχαρτ, σχετικά με το πρωτόκολλο που έπρεπε να ακολουθηθεί κατά την τελετή, που επρόκειτο να διεξαχθεί την επόμενη μέρα. Τώρα πια η ευγενική ανταλλαγή αβροφροσύνης είχε αρχίσει να εξαντλείται και ο Κάρολος καθυστέρησε σκόπιμα την επίσημη υποδοχή του, μέχρι να παρακολουθήσει λειτουργία και να πάρει πρωινό. Τελικά πήγε στην αίθουσα τού εκκλησιαστικού συμβουλίου, όπου ο Ζαν ντε Γκαναί, ο πρόεδρος τού Κοινοβουλίου τού Παρισιού, υπηρέτησε ως εκπρόσωπός του. Ο Κάρολος υπέβαλε μια τροποποιημένη μορφή υπακοής προς τον πάπα (στις 19 Ιανουαρίου) ζητώντας, μέσω τού Γκαναί, την επιβεβαίωση όλων των προηγούμενων προνομίων που είχαν χορηγηθεί στη γαλλική βασιλική οικογένεια από προηγούμενους ποντίφηκες, την ανάθεση τού βασιλείου τής Νάπολης, καθώς και την κατάργηση οποιασδήποτε δέσμευσης είχαν ενδεχομένως αναλάβει οι Γάλλοι την προηγούμενη ημέρα, όπως παροχής υποσχέσεων ή ομήρων (fidejussores) προς τον πάπα, για την επιστροφή τού Τζεμ σουλτάνου στην Αγία Έδρα. Ο Αλέξανδρος ενέκρινε την πρώτη αίτηση, γιατί φαινόταν επαρκώς ασαφής, αλλά δήλωσε ότι η δεύτερη έπρεπε να συζητηθεί διεξοδικά σε εκκλησιαστικό συμβούλιο, γιατί εμπλέκονταν μεροληπτικώς τα συμφέροντα ενός τρίτου μέρους. Παρ’ όλα αυτά ο πάπας είπε ότι θα προσπαθούσε να ευχαριστήσει τον βασιλιά στον μέγιστο δυνατό βαθμό. Όσο για τον Τζεμ, ο Αλέξανδρος ήταν βέβαιος ότι μπορούσε να εκπονηθεί ικανοποιητική συμφωνία (και τι άλλο θα μπορούσε να πει;). Αφού ο Κάρολος υπέβαλε την μάλλον συγκρατημένη δήλωση υπακοής του στον Άγιο Πατέρα, ο Αλέξανδρος ολοκλήρωσε την τελετή με λίγες κατάλληλες λέξεις. Η κακή συμπεριφορά των Γάλλων προκάλεσε στους καρδιναλίους κάποια δυσφορία, αλλά ο πάπας και ο βασιλιάς αποσύρθηκαν χωρίς ατυχές συμβάν.96
Οι δυσαρεστημένοι καρδινάλιοι δεν επρόκειτο να συμφιλιωθούν με τον πάπα, τον οποίο δεν εμπιστεύονταν. Η εχθρότητα τού Τζουλιάνο ντέλλα Ρόβερε απέναντι στον Αλέξανδρο ΣΤ’ ήταν ευρέως γνωστή. Δύσκολα μπορούσε να αναμένεται ότι θα επέστρεφε στο εκκλησιαστικό συμβούλιο, τρέφοντας, όπως συνέβαινε, αμείλικτο μίσος για τον πάπα. Ο Ραϋμόν Περάουντι φαινόταν στην αρχή έτοιμος για συμφιλίωση, αλλά στις 22 Ιανουαρίου, παρουσία των καρδιναλίων Τζιανμπαττίστα Ορσίνι και Ραφφαέλε Ριάριο, ο Περάουντι κατηγόρησε τον Αλέξανδρο για σιμωνία, αμαρτίες τής σάρκας και ανταλλαγή πληροφοριών με τον Μεγάλο Τούρκο. Αποκάλεσε τον πάπα «μεγάλο υποκριτή και πραγματικό απατεώνα» (magnus simulator et verus deceptor).97 Οι παπικοί δεσμοί με την Ισταμπούλ φαίνονταν στον Περάουντι ακόμη πιο κατακριτέοι από την ανηθικότητα και διπλοπροσωπία τού Αλέξανδρου.
Μια επικίνδυνη ανησυχία διέπνεε τη Ρώμη για όσο διάστημα ο γαλλικός στρατός παρέμενε εντός των τειχών. Οι Καταλανοί μισθοφόροι που χρησιμοποιούνταν για τη φύλαξη τού Καστέλ Σαντ’ Άντζελο είχαν πολλά προβλήματα με τούς Ελβετούς.98 Ο Κάρολος Η’ και ο πάπας διαβουλεύονταν συχνά κατά τη διάρκεια αυτής τής περιόδου, όντας κλεισμένοι μαζί σε μια περίπτωση επί τέσσερις ώρες. Ο Αλέξανδρος ΣΤ’ προσπαθούσε ακόμη να πείσει τον βασιλιά να εγκαταλείψει την εκστρατεία του εναντίον τού Αλφόνσο και να αποδεχθεί τον τελευταίο ως υποτελή του (tributario) για το νότιο ιταλικό βασίλειο. Ο Κάρολος επέμενε στα σχέδια για την κατάκτηση. Αρκετά, έλεγε, είχαν απολαύσει οι Αραγώνες τον σφετερισμό τους από το 1442. Ο Κάρολος έλεγε ότι προγραμμάτιζε γενική σύνοδο τού συνόλου τής χριστιανοσύνης, ιδιαίτερα των ιταλικών δυνάμεων, από την οποία σκόπευε να ζητήσει βοήθεια για την υπερπόντια σταυροφορία του και για την καταστροφή τής τουρκικής δύναμης. Τώρα πια το ναπολιτάνικο βασίλειο βρισκόταν σε απελπιστική σύγχυση. Κανείς δεν υπάκουε τον Αλφόνσο, λέει ο Σανούντο, ενώ κραυγές «Γαλλία ! Γαλλία!» (Francia! Francia!) ακούγονταν συχνά στους δρόμους των επαναστατημένων πόλεων, ιδιαίτερα τού Άντσιο.99 Ήταν δύσκολο να βλέπουν τόσο μακριά μέχρι τη γαλλική σταυροφορία, αν και η κατάκτηση τής Νάπολης φαινόταν πια δεδομένη.
Το βράδυ τής 27ης Ιανουαρίου ο Τζεμ σουλτάνος παραδόθηκε στον Κάρολο Η’, σύμφωνα με τη συμφωνία που είχε επιτευχθεί με τον πάπα πριν περίπου δύο βδομάδες.100 Υπήρχαν ψευδείς φήμες ότι ο πάπας είχε αναθέσει στον Κάρολο το βασίλειο τής Νάπολης. Ο Σανούντο λέει ότι όταν ο Αλέξανδρος ΣΤ’ προσπαθούσε να αποτρέψει τον βασιλιά από την προς νότο πορεία του, είχε προσφερθεί να τον στέψει αυτοκράτορα Κωνσταντινούπολης, αλλά ο Κάρολος είχε απαντήσει ότι προτιμούσε να κατακτήσει πρώτα την ανατολική αυτοκρατορία «και ύστερα να πάρει τον τίτλο τού αυτοκράτορα» (et poi haver el titolo d’imperator).101 Η παρουσίαση φιλίας μεταξύ πάπα και βασιλιά είχε ξεγελάσει για κάποιο διάστημα μερικούς απεσταλμένους και άλλους παρατηρητές. Ο Αλέξανδρος ήταν έμπειρος στην εξαπάτηση και έπαιζε καλά το διπλωματικό παιχνίδι. Εκτός από ένα καπέλο καρδινάλιου, την επιμέλεια τού Τζεμ σουλτάνου και την παπική συναίνεση για τη λεγατινή αποστολή τού Τσέζαρε Βοργία με τον γαλλικό στρατό, το μόνο επιπλέον που είχε πάρει ο Κάρολος ήταν η δημόσια παραχώρηση βούλλας για ελεύθερη διέλευση μέσω των κρατών τής εκκλησίας. Δεν τού ανατέθηκε το ναπολιτάνικο βασίλειο. Ο Κάρολος βιαζόταν να φύγει από τη Ρώμη, όπου είχε παραμείνει αρκετό χρόνο. Οι στρατιώτες του είχαν υποφέρει αισθητά από την τότε έλλειψη τροφίμων. Στη Ρώμη οι φτωχοί πεινούσαν πάντα και η παρουσία ενός στρατού τριάντα περίπου χιλιάδων ανδρών με ελλιπή επιμελητεία είχε οδηγήσει την πόλη στα πρόθυρα τού λιμού. Ακόμη και πριν από την είσοδο των Γάλλων υπήρχε σοβαρή έλλειψη τροφίμων, στην οποία οι Ρωμαίοι δυσκολεύονταν να ανταπεξέλθουν, «ιδιαίτερα οι ιερείς», σημείωνε ο Σανούντο, «που όντας συνηθισμένοι σε κάθε λιχουδιά, δεν μπορούσαν να υποφέρουν τη μεγάλη έλλειψη».102 Η έλλειψη καυσόξυλων αύξανε τη δυσφορία τού γαλλικού στρατού. Οι στρατιώτες έκοβαν δέντρα από κήπους και έκαιγαν εσωτερικά δοκάρια και τα κουφώματα των παραθύρων των σπιτιών για να ζεσταθούν. Η προς νότο πορεία προς Νάπολη φαινόταν να παρουσιάζει άλλη δυσοίωνη προοπτική, γιατί οι Αραγώνες είχαν ερημώσει μεγάλο μέρος τής επικράτειας, μέσω τής οποίας έπρεπε να περάσουν οι Γάλλοι, καταστρέφοντας τις σοδειές τους και καίγοντας ζωοτροφές και τρόφιμα, μπαζώνοντας τα πηγάδια και κόβοντας τα υδραγωγεία. Είχαν κάψει μέχρι το χώμα όλα τα σπίτια, μοναστήρια και άλλα καταφύγια κατά μήκος των τριών οδών, που οδηγούσαν προς νότο από τη Ρωμαϊκή Καμπανία. Είχε πέσει πολύ χιόνι στα ορεινά.103
Αλλά οι Γάλλοι είχαν και λόγους να παίρνουν θάρρος. Οι πόλεις Νάρνι και Τέρνι, Ταλιακότσο και Λ’ Άκουϊλα είχαν καταληφθεί ή παραδοθεί, ενώ σύντομα όλοι οι κάτοικοι τής περιοχής τού Αμπρούτσο εξέφραζαν τη συμπάθειά τους στους Γάλλους. Το πρωί τής 28ης Ιανουαρίου ο Κάρολος Η’ και το προσωπικό του πήραν την άδεια τού Αλέξανδρου ΣΤ’, παρουσία δεκατριών καρδιναλίων, συμπεριλαμβανομένου τού Τσέζαρε Βοργία, ο οποίος επρόκειτο να συνοδεύσει τον βασιλιά ως παπικός λεγάτος. Ύστερα από τούς αποχαιρετισμούς και τις ευχές, η βασιλική συνοδεία ξεκίνησε, ο βασιλιάς πάνω σε άλογο και ο Τσέζαρε Βοργία πάνω σε μουλάρι, με κατεύθυνση την πόλη τού Μαρίνο, που ανήκε στους Κολόννα. Οι καρδινάλιοι Τζουλιάνο ντέλλα Ρόβερε, Σαβέλλι και Κολόννα πήγαιναν μαζί τους, ενώ εκείνο το βράδυ ο Ραϋμόν Περάουντι, καρδινάλιος τού Γκουρκ, αναχώρησε επίσης για το Μαρίνο. Ο Τζεμ σουλτάνος είχε ήδη φύγει, για να ενωθεί με τον βασιλιά στην προς νότο πορεία.104
Το ίδιο βράδυ, στις 28 Ιανουαρίου (1495) σύμφωνα με τον Μπούρχαρτ, ο πάπας πληροφορήθηκε ότι ο βασιλιάς Αλφόνσο Β’ είχε αποσυρθεί από τη Νάπολη με τεράστιο θησαυρό σε τέσσερις γαλέρες, σπεύδοντας στη Σικελία και ενδεχομένως κατευθυνόμενος στην Ισπανία. Το επόμενο απόγευμα έφτασαν νέα ότι ο Φερραντίνο, δούκας τής Καλαβρίας, είχε αναλάβει το βασίλειο ως διάδοχος τού πατέρα του και ότι με απόφαση τού Aλφόνσο είχε αρραβωνιαστεί τη θεία του Iσαβέλλα [στην πραγματικότητα Ιωάννα] τής Αραγωνίας. Είχε κάνει την εθιμοτυπική περιοδεία του μέσα στην περιοχή τής Νάπολης ως βασιλιάς και είχε λάβει τούς όρκους φεουδαρχικής αφοσίωσης των υποτελών του. Ελευθερώθηκαν διάφοροι βαρώνοι και ευγενείς που είχαν φυλακιστεί από τον παππού του και τον πατέρα του, αλλά εκτελέστηκαν εκείνοι που ήταν γνωστό ότι βρίσκονταν σε επικοινωνία με τούς Γάλλους.105 Ο Aλφόνσο είχε παραιτηθεί στις 22 Ιανουαρίου, παρόλο που η βασιλομήτωρ και ο Φερραντίνο τον εκλιπαρούσαν γονατιστοί να μην παραιτηθεί, γιατί η αποχώρησή του θα σήμαινε τη βέβαιη απώλεια τού βασιλείου. Είπε στη βασιλομήτορα ότι οι δικές του αμαρτίες είχαν φέρει αυτή την απέραντη δυστυχία στον οίκο του. Είχε ορκιστεί πριν από χρόνια να γίνει μοναχός. Τώρα ήθελε να μπει σε μοναστήρι στη Μάζαρα στη νοτιοδυτική Σικελία, όπου η βασιλομήτωρ είχε εδάφη. Θα ζούσε εκεί ήσυχα. Ίσως ο Φερραντίνο είχε καλύτερη τύχη απ’ ό,τι ο ίδιος. Ήταν αρκετό να είχε βασιλεύσει ένα χρόνο, γνωρίζοντας τέτοια αγωνία και θλίψη. Ο Αλφόνσο είχε εγκατασταθεί με μια δωδεκάδα μοναχούς στο Καστέλ ντελ Ουόβο, χτισμένο πάνω στην παραλία, απ’ όπου μπορούσε να φύγει όποτε επέλεγε. Είχε πάρει μαζί του τα κοσμήματά του, τούς πιο όμορφους τάπητες τοίχου και τη βιβλιοθήκη του, «που ήταν από τα πιο ωραία πράγματα στην Ιταλία» (ch’era di le belle cosse de Italia), λέει ο Σανούντο, μια από τις καλύτερες συλλογές τής εποχής, καλογραμμένα χειρόγραφα, με ζωγραφισμένες μικρογραφίες, δεμένα από μεγάλους τεχνίτες, αποτελούμενη αναμφίβολα κατά μεγάλο μέρος από την περίφημη βιβλιοθήκη τού παππού του, τού Αλφόνσο Μεγαλόψυχου (Alfonso Magnanimous). Σύμφωνα με τον Σανούντο, χρειάστηκαν πέντε γαλέρες, μια φούστα και δύο πλοία μεταφοράς για τη μεταφορά των συνοδών τού βασιλιά, των επίπλων και οικιακών ειδών, μεγάλων ποσοτήτων τροφίμων, διαφόρων ειδών κρασιού και ούτω καθεξής. Πριν αποπλεύσει, ο Αλφόνσο απεύθυνε εγκύκλιο στους υπηκόους του, δηλώνοντας ότι ο γιος του τον διαδεχόταν πλέον ως βασιλιάς. Παρακαλούσε για την πιστή υποστήριξή τους.106 Αν και η πορεία τής φυγής τού Αλφόνσο έγινε σύντομα γνωστή, ο Κομμίν αναφέρει ότι κάποιοι έλεγαν «ότι πήγαινε στον Τούρκο» (qu’il alloit au Turc),107 γιατί οι σχέσεις του με την Ισταμπούλ είχαν υπάρξει στενές από τότε που η γαλλική εκστρατεία βρισκόταν προ των πυλών.
Ο Aλφόνσο όμως δεν έδινε μεγάλη σημασία στους Τούρκους εκείνη τη στιγμή, ενώ ούτε οι πιο ισχυροί σύγχρονοί του έδιναν μεγαλύτερη. Ο Φερδινάνδος ο Καθολικός και ο αυτοκράτορας Μαξιμιλιανός παρακολουθούσαν την προέλαση των γαλλικών όπλων στην Ιταλία με έκπληξη, την οποία ξεπερνούσε μόνο η απογοήτευσή τους. Η λαμπρότητα και η φαινομενική ευημερία τής ιταλικής κοινωνικής ζωής είχε τυφλώσει τούς περισσότερους Ευρωπαίους (και τούς περισσότερους Ιταλούς) ως προς τις πιθανές συνέπειες αιώνων πολιτικής διχόνοιας και αδελφοκτόνων πολέμων, αντεκδικήσεων και τοπικών εχθροπραξιών, πολιτιστικών διαφορών και αντιπαθειών και τής συνεχούς κατασπατάλησης πόρων σε υπερβολικές επιδείξεις. Στην Ιταλία το πεδίο τού πολέμου είχε μετατραπεί σε μεγάλη σκακιέρα, πάνω στην οποία οπλαρχηγοί (condottieri) και ηγεμονίσκοι μετακινούσαν τούς μισθοφόρους τους σαν πιόνια από τη μία θέση στην άλλη, αν και οι μάχες τους υπήρξαν πολύ πιο αιματηρές απ’ ό,τι έχουν υποστηρίξει κάποιοι ιστορικοί.
Η εποχή των πόλεων-κρατών αποτελούσε παρελθόν και οι Ιταλοί αισθάνονταν για πρώτη φορά τον πλήρη αντίκτυπο τού νέου εθνικού κράτους, που μπορούσε να τοποθετεί δεκάδες χιλιάδες άνδρες κάτω από τα όπλα. Και η γοητεία τής βασιλείας, που έφερνε πάντα σε κάποια αμηχανία τούς Ιταλούς, προκαλούσε κάπως ασυνήθιστη νομιμοφροσύνη προς τον βασιλιά, ακόμη κι όταν ήταν τόσο μικροκαμωμένη και παράξενη φιγούρα όπως ο Κάρολος Η’. Οι Ιταλοί είχαν γίνει φοβισμένοι και ο έξυπνος Φερδινάνδος ο Καθολικός ξεκινούσε να αξιοποιήσει τούς φόβους τους. Ο Λοντοβίκο Μόρο, ο οποίος ήταν στην πραγματικότητα εχθρικός προς τούς Γάλλους και κατανοητά ανήσυχος για την παρουσία τού ανταγωνιστή του, τού Λουδοβίκου τής Ορλεάνης, στο κοντινό Άστι, είχε πλησιάσει περισσότερο τούς Ενετούς, οι οποίοι με τη σειρά τους φοβούνταν την εχθρότητα τού αυτοκράτορα Μαξιμιλιανού, καθώς και την πιθανή είσοδο των Γάλλων στο Βένετο. Ο Μόρο είχε επίσης προσεγγίσει τούς Φλωρεντινούς, ακόμη και τον Αλέξανδρο ΣΤ’, ο οποίος είχε κάποιους λόγους να θεωρεί αυτόν και τον αδελφό του Aσκάνιο υπόλογους για τη γαλλική εισβολή στην Ιταλία. Ο προδοτικός δούκας τού Μιλάνου έψαχνε για σύμμαχο, αν μπορούσε να βρει ένα, και φυσικά ο Γάλλος βασιλιάς, που είχε εισέλθει στη χερσόνησο κατά κύριο λόγο με δική του πρόσκληση, χειριζόταν τη δύναμη εναντίον εκείνων, που αισθάνονταν την ανάγκη ενός συμμάχου.
Ο αυτοκράτορας Μαξιμιλιανός είχε κάποτε ονειρευτεί την κατάκτηση τής Βενετίας, ενώ ο Γάλλος εταίρος του στην εκμετάλλευση τής Ιταλίας κατακτούσε τη Νάπολη. Όμως ως συνήθως δεν είχε προχωρήσει πέρα από τα όνειρα, ενώ ο Κάρολος Η’ ετοιμαζόταν να εισέλθει στη Νάπολη. Ο Λοντοβίκο Μόρο και ο Φερδινάνδος ο Καθολικός προσπαθούσαν τώρα να επαναφυπνίσουν την εχθρότητά του προς τον Κάρολο, ο οποίος λεγόταν ότι φιλοδοξούσε στις αυτοκρατορικές τιμές τού Βυζαντίου. Παρ’ όλα αυτά ο Μαξιμιλιανός παρέμενε πολύ συνδεδεμένος με τη σταυροφορία. Ο Γάλλος σύμβουλός του, ο Περάουντι, τον προέτρεπε πάντα να διατηρεί τη συνεννόησή του με τον Κάρολο Η’, ο οποίος μπορούσε ακόμη να ξεκινήσει την σταυροφορία, αν δεν συγκροτούνταν συμμαχία των δυτικών του εχθρών, που θα τον απέτρεπε από την ευγενή αυτή φιλοδοξία, το ιδανικό τής ζωής τού Περάουντι. Και τώρα, τον Ιανουάριο τού 1495, μια αυτοκρατορική πρεσβεία στη Βενετία προσπαθούσε να καταλήξει σε συμφωνία με τη Σινιορία, ώστε να καταστεί δυνατό το ανεμπόδιστο πέρασμα τού Mαξιμιλιανού και ενός στρατού κατά τη διάρκεια τής ερχόμενης περιόδου τού Πάσχα, ώστε ο Μαξιμιλιανός, ο βασιλιάς των Ρωμαίων, να μπορέσει να προχωρήσει μέχρι τη Ρώμη για την αυτοκρατορική στέψη και ακόμη, αν ήταν αναγκαίο, να διώξει τούς Γάλλους από την Ιταλία. Ο Μαξιμιλιανός διαβεβαίωνε τούς Ενετούς ότι ποτέ δεν θα κατέληγε σε συμφωνία με τον Κάρολο Η’ εναντίον τής Γαληνοτάτης, η οποία είχε υπάρξει πριν ένας από τούς κύριους διπλωματικούς του στόχους.108
Είναι πολύ πιθανόν ότι η επίδραση τού Φερδινάνδου τού Καθολικού υπήρξε η αποφασιστική δύναμη για την αλλαγή πολιτικής τού Μαξιμιλιανού. Ο Φερδινάνδος προσπαθούσε να οργανώσει μια αντι-γαλλική ένωση, που να περιλαμβάνει τόσο τον Μαξιμιλιανό όσο και τον Ερρίκο Ζ’ τής Αγγλίας, πράγμα που δεν ήταν εύκολη υπόθεση, αφού οι δύο βρίσκονταν σε διαφωνία. Τουλάχιστον οι Ενετοί ενδιαφέρονταν και ο Μαξιμιλιανός είχε πειστεί να μειώσει την εχθρότητά του προς αυτούς. Ο Φερδινάνδος (φυσικά και η Ισαβέλλα) είχε στείλει απεσταλμένους στην Ιταλία, οι οποίοι έφτασαν στη Ρώμη λίγο μετά την αναχώρηση τού Καρόλου Η’ για το Μαρίνο. Τον πρόφτασαν στον δρόμο και τού παρουσίασαν έφιπποι τις συστατικές τους επιστολές. Τού είπαν χωρίς περιστροφές ότι έπρεπε να εγκαταλείψει την πορεία του προς τη Νάπολη, αλλιώς ο βασιλιάς και η βασίλισσα τής Ισπανίας θα τού κήρυσσαν τον πόλεμο, απειλώντας ότι ο Φερδινάνδος θα ξεκινούσε εχθροπραξίες αμέσως. Ο Κάρολος είπε ήρεμα στους απεσταλμένους να τον ακολουθήσουν στο Μαρίνο και από εκεί στο Βελλέτρι, όπου θα τούς έδινε την απάντησή του. Υπήρχαν τότε παντού Ισπανοί απεσταλμένοι, στη Ρώμη, τη Βενετία και τη Νάπολη, την Πορτογαλία, την Αγγλία και τη Γερμανία. Ο Μαξιμιλιανός βρισκόταν στη Βορμς τον Ιανουάριο. Ο Ισπανός πρεσβευτής στη Βενετία ήταν στενός φίλος τού Μαρίνο Σανούντο, ο οποίος έμαθε πολλά από αυτόν για τις διπλωματικές προσπάθειες τού Φερδινάνδου να σταματήσει την προς νότο πορεία των Γάλλων.109
Ο Κάρολος Η’ πέρασε τη νύχτα τής 28ης Ιανουαρίου στο Μαρίνο και έφτασε την επόμενη μέρα στο Βελλέτρι. Εδώ και στο Βαλμοντόνε υποδέχθηκε τούς Ισπανούς απεσταλμένους πάλι, αποφεύγοντας επιδέξια τις διαμαρτυρίες τους. Όσο για τη Νάπολη, είπε ότι τού ανήκε. Οι απεσταλμένοι απάντησαν ότι το βασίλειο είχε αποκτηθεί αναποφεύκτως (per forza) από τον θείο τού Φερδινάνδου, τον Δον Αλφόνσο (τον Μεγαλόψυχο). Αν μπορούσαν να παραμεριστούν οι διεκδικήσεις τού Αλφόνσο Β’ και τού Φερραντίνο, προφανώς εκείνες τού ίδιου τού Φερδινάνδου έρχονταν στο προσκήνιο. Οι απεσταλμένοι είπαν όμως ότι αν ο Κάρολος πίστευε ότι είχε δικαίωμα στη Νάπολη, ήταν πάντα δυνατή μια δίκαιη εκδίκαση των συγκρουόμενων διεκδικήσεων. Αλλά από ποιον; Από τον πάπα, είπαν, «ως κεφαλή τής χριστιανοσύνης» (come capo di la Christianita). Τον Κάρολο δεν ενδιέφερε καθόλου η εκδίκαση από τον Αλέξανδρο ΣΤ’.110 Πίστευε μάλιστα ότι είχε δει περισσότερα από αρκετά στοιχεία τής προδοσίας τού Αλέξανδρου ΣΤ’.
Ο Κάρολος Η’ είχε δώσει εντολή στον Τσέζαρε Βοργία να προχωρήσει μπροστά από αυτόν προς το Βελλέτρι, ενώ εκείνος διαβουλευόταν με τούς συμβούλους του και ετοιμαζόταν να πάει για κυνήγι. Ο Τσέζαρε χρησιμοποίησε καλά την ευκαιρία. Μόλις εγκαταστάθηκε στο Δημοτικό Μέγαρο, άρχισε να βάζει σε εφαρμογή την πρόθεσή του να ξεφύγει από τα νύχια των Γάλλων. Ο Σανούντο λέει ότι ο Τσέζαρε γνώριζε τον διοικητή τής τοπικής φρουράς. Ο Ασκάνιο Λάντι, ο ιστορικός τού Βελλέτρι εκείνης τής εποχής, αναφέρει ότι τον Τσέζαρε βοήθησε (μεταξύ άλλων) κάποιος Πιέτρο Σόριο Βοργία, πιθανώς συγγενής του, ο οποίος τον οδήγησε έξω από τα τείχη από ορισμένες μυστικές εξόδους, ενώ οι Γάλλοι στρατιώτες φρουρούσαν τις πύλες και τις οχυρώσεις. Ο Κάρολος έμαθε για τη φυγή τού Τσέζαρε νωρίς το απόγευμα τής δεύτερης ημέρας του στο Βελλέτρι. Πιστεύοντας ότι διάφοροι κάτοικοι τής πόλης ήσαν μυημένοι στο γεγονός, διέταξε να καεί και να λεηλατηθεί το Βελλέτρι το επόμενο πρωί. Όμως ο καρδινάλιος Τζουλιάνο ντέλλα Ρόβερε, που ήταν επίσκοπος Όστιας και Βελλέτρι, μεσολάβησε για λογαριασμό των τρομοκρατημένων αξιωματούχων και κατοίκων και ο Κάρολος ακύρωσε τις εντολές και λυπήθηκε την πόλη.111 Ο Τσέζαρε είχε διαφύγει μεταμφιεσμένος σε ιπποκόμο ή υπηρέτη. Πίστευαν ότι είχε πάει στο Σπολέτο, αλλά o Μπούρχαρτ αναφέρει ότι κοιμήθηκε στη Ρώμη τη νύχτα τής 30ης Ιανουαρίου, στο σπίτι τού Aντόνιο Φλόρεζ, ελεγκτή τού παπικού δικαστηρίου (Rota), κάποτε παπικού νούντσιου στη Γαλλία. Ο Αλέξανδρος ΣΤ’ δήλωνε πλήρη άγνοια για την πρόθεση τού Τσέζαρε να διαφύγει και για το πού βρισκόταν, αν και απέφυγε προσεκτικά να υποσχεθεί στον Κάρολο ότι θα απαιτούσε από τον γιο του να επιστρέψει στη λεγατινή αποστολή, την οποία είχε τόσο ανεπίσημα εγκαταλείψει. Επίσης κανένας καρδινάλιος δεν στάλθηκε στη θέση τού Τσέζαρε για να συνοδεύσει τον γαλλικό στρατό.112
Ο πάπας δεν ήταν εύκολο να αντιμετωπιστεί και η επάνοδος στη Ρώμη δεν ήταν εφικτή, γιατί ο γαλλικός στρατός βρισκόταν σε κίνηση προς Νάπολη. Όταν ο Κάρολος Η’ πληροφορήθηκε τη φυγή τού Τσέζαρε, παρατήρησε ότι οι Ιταλοί ήσαν ένα τσούρμο απατεώνες και ο Άγιος Πατέρας ο χειρότερος από όλους.113 Είχε ακόμη περισσότερους λόγους να το πιστεύει αυτό, όταν το γαλλικό απόσπασμα που στάλθηκε να αναλάβει την κατοχή τής Τσιβιταβέκκια, σύμφωνα με την υπογραφείσα συμφωνία τής 15ης Ιανουαρίου, δεν έγινε δεκτό στην πόλη από τον παπικό καστελλάνο. Όμως η Τσιβιταβέκκια σύντομα παραδόθηκε, όπως και η Τερρατσίνα, απ’ όπου αποσύρθηκε μια αραγωνική φρουρά.114 Στο μεταξύ ο Κάρολος είχε φύγει από το Βελλέτρι για το Βαλμοντόνε, απ’ όπου έδιωξε τούς Ισπανούς απεσταλμένους με τη δήλωση, όπως είδαμε, τής απόφασής του να συνεχίσει τη ναπολιτάνικη επιχείρηση μέχρι τη δίκαιη ολοκλήρωσή της. Στις 5 Φεβρουαρίου έφυγε από το Βαλμοντόνε για το Καστέλ Φερεντίνο και στη συνέχεια για το Βερόλι. Στις 9 τού μηνός πήρε με έφοδο την πόλη-κάστρο στην κορυφή τού όρους Σαν Τζιοβάννι, τής οποίας ο κυβερνήτης είχε μεταχειριστεί απάνθρωπα δύο Γάλλους σαλπιγκτές, που είχαν σταλεί να ζητήσουν την παράδοση τού κάστρου. Όλοι οι κάτοικοι τού Mόντε Σαν Τζιοβάννι σκοτώθηκαν, εκτός από τα παιδιά και μερικές γυναίκες. Η σφαγή χρησίμευσε ως παράδειγμα, λέει ο Σανούντο, για άλλους οχυρωμένους τόπους (castelli) και είχε θανάσιμη επίδραση στο ήδη πεσμένο ηθικό των δυνάμεων των Ναπολιτάνων.115 Στη Νάπολη όλα είχαν χαθεί, μαζί με την τιμή. Η θέση τού Φερραντίνο ήταν απελπιστική. Σχεδόν δύο εβδομάδες πριν, στις 27 Ιανουαρίου (1495), είχε γράψει στον πολυμήχανο εκπρόσωπό του Καμίλλο Παντόνε, που βρισκόταν τότε στην Ισταμπούλ, να παροτρύνει τον σουλτάνο Βαγιαζήτ να εκπληρώσει τις υποσχέσεις ένοπλης συνδρομής που είχε δώσει στον Αλφόνσο Β’. Οι Γάλλοι προέλαυναν σαν χείμαρρος και είχαν τον Τζεμ σουλτάνο μαζί τους, δείχνοντας σαφώς ότι η φιλοδοξία τού Καρόλου Η’ σύντομα θα επεκτεινόταν από το ναπολιτάνικο βασίλειο στην Τουρκία.116 (Αλλά ο δυστυχής Τζεμ δεν θα παρέμενε για πολύ ακόμη πιόνι σε δυτικά χέρια.) Επιστολές που έφταναν στη Βενετία από εμπόρους στην Ισταμπούλ (με ημερομηνία 19 Ιανουαρίου) επιβεβαίωναν τον φόβο τού σουλτάνου για τον Κάρολο Η’. Οι Τούρκοι ετοίμαζαν εκτεταμένο ναυτικό και χερσαίο εξοπλισμό και πρόσθεταν στις οχυρώσεις των Δαρδανελλίων, τού Νεγκροπόντε και τής Αυλώνας. Στην προσπάθειά του να συμφιλιωθεί με τούς Ενετούς, ο σουλτάνος λεγόταν ότι ήταν έτοιμος να επιτρέψει την επιστροφή στην Ισταμπούλ τού βαΐλου τής Δημοκρατίας, ο οποίος είχε εκδιωχθεί πριν από λίγο καιρό. Στην Ισταμπούλ ο Παντόνε, ο «γραμματέας τού βασιλιά Αλφόνσο» (secretario dil re Alphonso), είχε απευθύνει έκκληση για βοήθεια και ο σουλτάνος τον είχε διαβεβαιώσει ότι αυτή θα ερχόταν σε εύθετον χρόνο «πολύ δυνατή για να τον βοηθήσει» (potentissimo a soccorrerlo). Ο Παντόνε ονείδιζε τούς Γενουάτες ως συμμάχους των Γάλλων. Ο Βαγιαζήτ δήλωνε ότι θα ανακαλούσε τις εμπορικές τους άδειες (trate) και ότι δεν θα εμπορεύονταν πια στις κτήσεις του. Έλεγε επίσης ότι θα έστελνε εκστρατεία εναντίον τής Χίου, η οποία θα μείωνε τον ενθουσιασμό των Γενουατών για τον βασιλιά τής Γαλλίας. Άλλες αναφορές που στέλνονταν στη Βενετία από τον βαΐλο και τον διοικητή τής Κέρκυρας ήσαν στο ίδιο πνεύμα, «ότι οι Τούρκοι είχαν μεγάλο φόβο για τον βασιλιά τής Γαλλίας» (che Turchi erano in grandissima paura dil Re de Franza). Οι Τούρκοι ζούσαν με πολύ μεγάλο φόβο για τον Κάρολο Η’ και ήσαν απρόθυμοι να κατοικούν σε παράκτιες περιοχές, προτιμώντας πολύ να κατοικούν στην ενδοχώρα.117
Δεν μπορούσε να υπάρχει αμφιβολία για την επιθυμία τού σουλτάνου Βαγιαζήτ να βοηθήσει τον Φερραντίνο, αλλά προτιμούσε να χρησιμοποιήσει τούς πόρους του για την υπεράσπιση τής τουρκικής επικράτειας και φοβούμενος την προοπτική γαλλικής εισβολής στον Μοριά με τον Τζεμ σουλτάνο στην ακολουθία τού βασιλιά, δεν είχε βοηθήσει ακόμα. Στο μεταξύ, οι χριστιανοί βρίσκονταν σε πόλεμο ο ένας με τον άλλο. Ο παπισμός που κήρυσσε τη σταυροφορία είχε παραλύσει. Από τη σκοπιά τού σουλτάνου τα πράγματα μπορούσαν να είναι χειρότερα. Άλλωστε δεν υπήρχε χρόνος για να βοηθήσει τον Φερραντίνο.
Οι Γάλλοι έτρεπαν όλους μπροστά τους σε φυγή. Τη νύχτα στις 11-12 Φεβρουαρίου (1495) αναφέρθηκε ότι οι ναπολιτάνικες δυνάμεις, σαράντα μοίρες ιππικού και τέσσερις χιλιάδες πεζοί, είχε αποσυρθεί από το Σαν Τζερμάνο, που αποτελούσε κλειδί για το βασίλειο τής Νάπολης και είχαν οπισθοχωρήσει στην Κάπουα. Στις 14 τού μηνός ο Κάρολος Η’ μπήκε στο Σαν Τζερμάνο, όπου χαιρετίστηκε θριαμβευτικά από τούς κατοίκους. Ο Σανούντο λέει ότι τα παιδιά, ντυμένα στα λευκά και κρατώντας κλαδιά ελιάς, έψαλλαν το «Εσύ Θεέ» (Te Deum), επαναλαμβάνοντας τον στίχο «Ευλογημένος ο ερχόμενος εν ονόματι Κυρίου» (Benedictus qui venit in nomine Domini). Οι Ενετοί πρεσβευτές έδωσαν στον Κάρολο τα συγχαρητήρια τής Δημοκρατίας για αυτή την αίσια είσοδο στο βασίλειο τής Νάπολης. Ο Σανούντο σημειώνει ότι οι Γάλλοι δεν έχασαν χρόνο κοιμούμενοι. Κατέλαβαν το ένα μέρος μετά το άλλο χωρίς να τραβήξουν τα σπαθιά τους, «αλλά θα πω ένα πράγμα, ότι ο δυστυχής βασιλιάς Φερραντίνο είχε Γάλλους δεξιά και αριστερά του και μπροστά του!». Ο Τζιοβάννι ντέλλα Ρόβερε, ο κατ’ όνομα νομάρχης τής Ρώμης, ανέλαβε το Αμπρούτσο, ενώ οι Κολόννα συνόδευσαν τούς Γάλλους που κατέλαβαν την Τέρρα ντι Λαβόρο (Λιβουρία). Στο Σαν Τζερμάνο ο Κάρολος εξέδωσε διάταγμα, που επέτρεπε την επιστροφή εκείνων που είχαν εξοριστεί από τούς Αραγώνες και επέστρεφε σε όλους, υψηλής και χαμηλής κοινωνικής τάξης, τις περιουσίες που κατείχαν οι οικογένειές τους «κατά την εποχή τής βασίλισσας Ιωάννας». Διακήρυξε επίσης διαρκή απαλλαγή των κατοίκων τού Σαν Τζερμάνο από τον ετήσιο φόρο 1.500 δουκάτων, που πλήρωναν στο στέμμα τής Νάπολης. Ο στραβοκάνης μικρόσωμος κατακτητής αποτελούσε το ίδιο το πνεύμα τής γενναιοδωρίας, χορηγώντας τη διαγραφή άλλων υποχρεώσεων, ενώ στο Σαν Τζερμάνο καθώς και σε άλλα μέρη κατάργησε διάφορες αγγαρείες (angarie) των δουλοπάροικων και διασκόρπισε τα προνόμια τής ασυδοσίας.118
Ο Κάρολος Η’, που υποτίθεται ότι σχεδίαζε ακόμη σταυροφορία εναντίον τού Τούρκου, χρησιμοποίησε τον Μαρτίνο Αλμπάρι, τον Αλβανό αρχιεπίσκοπο Δυρραχίου, καθώς και τον αντιβασιλέα Κωνσταντίνο Αριανίτι τού Μονφερράτ, τού οποίου το όνομα υπενθυμίζει την αλβανική καταγωγή του. Ο Κωνσταντίνος διεκδικούσε τη Μακεδονία και τη Θεσσαλία. Αυτοί οι πρόκριτοι έπρεπε να ξεσηκώσουν επανάσταση κατά μήκος τής ακτής από την Αυλώνα (Βαλόνα) μέχρι την Ισταμπούλ, γιατί καθώς ο γαλλικός στρατός προέλαυνε μέσα στο βασίλειο τής Νάπολης βρισκόταν όλο και πιο κοντά στην Τουρκία. Ο Κομμίν παρατηρεί στα απομνημονεύματά του ότι από το Οτράντο μέχρι την Αυλώνα ήταν μόνο περίπου εξήντα μίλια, ενώ κάθε έμπορος μπορούσε να πει ότι από την Αυλώνα μέχρι την Ισταμπούλ ήταν ταξίδι δεκαοκτώ μόνο ημερών. Δεν υπήρχε σχεδόν κανένα καλό οχυρό κατά μήκος τής διαδρομής, που περνούσε μέσα από εδάφη κατοικούμενα από Αλβανούς, Σλάβους και Έλληνες, κανένας από τούς οποίους δεν αγαπούσε τον Τούρκο.119 Όμως ο αρχιεπίσκοπος Δυρραχίου ήταν περισσότερο των λόγων παρά των έργων, σύμφωνα με τον Κομμίν, ενώ τα σχέδιά του για τη συγκέντρωση τριάντα χιλιάδων Αλβανών που θα επαναστατούσαν εναντίον τής Πύλης δεν είχαν περαιτέρω αποτέλεσμα, εκτός από την πρόκληση προβλημάτων σε εκείνους που ανταποκρίθηκαν στις μηχανορραφίες του.
Ενώ ο αρχιεπίσκοπος αργοπορούσε στη Βενετία, τα σχέδιά του κόπηκαν απότομα από τον ξαφνικό θάνατο τού σουλτάνου Τζεμ στις 25 Φεβρουαρίου. Η είδηση έγινε γνωστή στη Βενετία στις 4 Μαρτίου και δύο μέρες αργότερα το Συμβούλιο των Δέκα έστειλε απεσταλμένο στην Ισταμπούλ, για να φέρει τα καλά νέα στον σουλτάνο Βαγιαζήτ και να αποποιηθεί κάθε ευθύνη για τις εξεγέρσεις στην Αλβανία. Στις 7 τού μηνός οι Ενετοί συνέλαβαν τον αρχιεπίσκοπο Δυρραχίου. Με τον Τζεμ νεκρό δεν πίστευαν ότι επρόκειτο να υπάρξει σταυροφορία και προφανώς δεν ήθελαν να μπλέξουν με τον Μεγάλο Τούρκο.120
Καθώς η προς νότο πορεία των Γάλλων μετατρεπόταν σε περίπατο νίκης και το ένα μέρος μετά το άλλο παραδιδόταν σε αυτούς, ο Φερραντίνο και η αραγωνική βασιλική οικογένεια κατέφυγαν στο νησί τής Ίσκια.121 Ο Κάρολος Η’ εισήλθε στη Νάπολη θριαμβευτικά στις 22 Φεβρουαρίου (1495).122 Την Τετάρτη, στις 25 τού μηνός, όπως μόλις αναφέραμε, ο Τζεμ σουλτάνος πέθανε στη Νάπολη στο Καστέλ Καπουάνο: «Ο θάνατός του υπήρξε πολύ μεγάλη απώλεια για τον βασιλιά τής Γαλλίας καθώς και για όλη την Ιταλία», λέει ο Σανούντο, «και ιδιαίτερα για τον πάπα, γιατί τού στέρησε τα 40.000 χρυσά δουκάτα που έπαιρνε κάθε χρόνο από τον αδελφό του [τον σουλτάνο], επειδή είχε την επιμέλειά του».123 Οι Γάλλοι κατηγορούσαν τον Αλέξανδρο ΣΤ’ ότι είχε δηλητηριάσει τον Τζεμ. Ο Σανούντο γνώριζε τη κατηγορία και την απέρριπτε κατηγορηματικά. Είναι πολύ πιθανό να είχε υποκύψει ο Τζεμ σε πνευμονία. Ο Κάρολος Η’ ήταν πολύ στενοχωρημένος από αυτήν την απροσδόκητη εξέλιξη. Όμως δεν εγκατέλειψε αμέσως τη συχνά διατυπωμένη πρόθεσή του να επιτεθεί στους Τούρκους. Ο Ραϋμόν Περάουντι δεν εγκατέλειψε τις προσπάθειές του, για να κάνει τον Κάρολο να επιμείνει στα εν λόγω σχέδια, αν και όλοι γνώριζαν ότι ο θάνατος τού Τζεμ αποτελούσε αθεράπευτη απώλεια. Για περισσότερα από δώδεκα χρόνια κάθε συζήτηση για τη σταυροφορία είχε περιστραφεί γύρω από τον ρόλο που θα έπαιζε ο Τζεμ σε μια ευρωπαϊκή εκστρατεία εναντίον τού σουλτάνου Βαγιαζήτ.
Η γαλλική εκστρατεία στην Ιταλία είχε υπάρξει αναπάντεχη επιτυχία. Ο Κάρολος Η’ είχε κατακτήσει το βασίλειο τής Νάπολης σχεδόν χωρίς πυροβολισμό. Ο Σιγκισμόντο ντε Κόντι σταματά την αφήγησή του για να παρατηρήσει ότι «δεν έχω καμία αμφιβολία ότι αυτά τα γεγονότα θα φαίνονται στην ιστορία όχι ως πραγματικά περιστατικά, αλλά ως φαντασία». Σημειώνει επίσης ότι, μετά τον θάνατο τού Τζεμ σουλτάνου, ο Κάρολος «φαινόταν ότι είχε εγκαταλείψει κάθε σκέψη για πόλεμο εναντίον των Τούρκων».124 Ο Κάρολος γνώριζε ότι σχηματιζόταν εναντίον του μια ένωση των μεγάλων δυνάμεων. Αρχικά δεν πήρε σοβαρά αυτή την προοπτική ή τουλάχιστον δεν την πήραν σοβαρά οι οπαδοί του. Ο Μπούρχαρτ αφηγείται ξερά μια αναφορά που έφτασε στη Ρώμη, σύμφωνα με την οποία στις 15 Μαρτίου, «το Καστέλ ντελ’ Ουόβο της Νάπολης παραδόθηκε στον βασιλιά τής Γαλλίας και οι άνθρωποί του έπαιζαν ενώπιον τού βασιλιά με φιλοπαίγμονα και κοροϊδευτικό τρόπο, «με γαλλικό τρόπο» (more gallico), τραγωδίες ή κωμωδίες, παριστάνοντας τον πάπα, τον βασιλιά των Ρωμαίων, τούς Ισπανούς ηγεμόνες, τον δόγη τής Βενετίας και τον δούκα τού Μιλάνου να συγκροτούν την ένωση και συνομοσπονδία τους».125 Αν οι παραστάσεις ήσαν διασκεδαστικές, μπορούσαν επίσης να είναι διδακτικές, γιατί μια τέτοια ένωση όντως διαμορφωνόταν από τις σεβάσμιες προσωπικότητες που αναφέρει ο Μπούρχαρτ.126
<-14. Ιννοκέντιος Η’ και Αλέξανδρος ΣΤ’, Κάρολος Η’ και Φερράντε Α’ (1490-1494) | 16. Οι Γάλλοι στη Νάπολη, η λίγκα τής Βενετίας και παπικά προβλήματα (1495-1498)-> |