14. Ιννοκέντιος Η’ και Αλέξανδρος ΣΤ’, Κάρολος Η’ και Φερράντε Α’ (1490-1494)

<-13. Ο Ιννοκέντιος Η’, ο σουλτάνος Τζεμ και η Σταυροφορία (1484-1490) 15. Αλέξανδρος ΣΤ’ και Κάρολος Η’. Η γαλλική εκστρατεία στην Ιταλία (1494-1495)->

14
Ιννοκέντιος Η’ και Αλέξανδρος ΣΤ’, Κάρολος Η’ και Φερράντε Α’ (1490-1494)

Image Image

Kατά τον 15ο αιώνα η χριστιανική κοινοπολιτεία (respublica Christiana) αποτελούσε θρησκευτική και πολιτιστική έννοια, που σε καμία περίπτωση δεν ήταν ασυμβίβαστη με την αυξανόμενη εθνική αυτογνωσία. Από πολιτική άποψη, η ιδέα τού χριστιανικού κόσμου ξεχώριζε τούς κοινωνούς τής Λατινικής Εκκλησίας από τούς μη χριστιανούς, κυρίως από τούς μουσουλμάνους. Η Ελληνική Ορθοδοξία, σχεδόν όπως ο Ιουδαϊσμός, δεν αποτελούσε πια στρατιωτικό ή πολιτικό παράγοντα μεγάλης σημασίας, ενώ η Ευρώπη δεν είχε ακόμη ασχοληθεί με την Ινδία ή την Αμερική. Από την εποχή τού Μαρτίνου Λούθηρου στις αρχές τού επόμενου αιώνα, με τον οποίο θα ασχοληθούμε στον επόμενο τόμο, η χριστιανική κοινοπολιτεία (respublica Christiana) χωρίστηκε σε δύο ή περισσότερα θρησκευτικά στρατόπεδα, συχνά σε πόλεμο μεταξύ τους, αλλά ακόμη κι έτσι η έννοια τής χριστιανοσύνης ξεχώριζε τούς Καθολικούς, τούς Λουθηρανούς, τούς Καλβινιστές και τούς Αγγλικανούς από τούς μουσουλμάνους κατοίκους τής Οθωμανικής αυτοκρατορίας, τούς Μαμελούκους τής Αιγύπτου, τής Συρίας και τής Παλαιστίνης, καθώς και από τούς Σαφαβίδες τής Περσίας (Ιράν). Σε γενικές γραμμές οι χριστιανοί ήσαν θρησκευτικά λιγότερο ανεκτικοί από τούς μουσουλμάνους. Ενώ όλες αυτές οι ανταγωνιζόμενες ομάδες ή λαοί ήσαν εχθρικές η μία απέναντι στην άλλη, ο φόβος των Οθωμανών Τούρκων έκανε τις ενετικές, ακόμη και τις παπικές πρεσβείες, ευπρόσδεκτες στο Κάιρο και στην αυλή τού σάχη τής Περσίας.

Δεν είναι όμως περίεργο ότι ο Καΐτ Μπέης, ο σουλτάνος τής Αιγύπτου, πρέπει να ενοχλήθηκε πολύ από τον αποφασιστικό πόλεμο τού Φερδινάνδου και τής Ισαβέλλας εναντίον των Μαυριτανών στην Ισπανία. Απείλησε με αντίποινα κατά των χριστιανών στη Βηρυτό, τη Δαμασκό και την Αλεξάνδρεια, την Ιερουσαλήμ και τη Βηθλεέμ, όπου χριστιανοί έμποροι και προσκυνητές βρίσκονταν πάντοτε. Ο Φερδινάνδος απάντησε στις διαμαρτυρίες τού σουλτάνου ότι οι πόλεις και τα εδάφη που κατέχονταν από τούς μουσουλμάνους τής Ισπανίας ανήκαν στους προγόνους του (maiores) και ότι πολεμούσε δίκαιο πόλεμο για την επανάκτηση των εδαφών του. Υπενθύμιζε στον Καΐτ Μπέη ότι υπήρχαν πολλοί μουσουλμάνοι στην Ισπανία, από τούς οποίους θα έπαιρνε εκδίκηση για οποιοδήποτε κακό γινόταν στους χριστιανούς στην Αίγυπτο και τη Συρία.1 Προς στιγμή φαινόταν ότι η σταυροφορία θα έχανε τον κύριο δυνάμει σύμμαχό της στην Ανατολή, αφού ο Καΐτ Μπέης ήταν τόσο εχθρικός προς τούς Οθωμανούς, όσο και οι χριστιανοί.

Οι μήνες περνούσαν με αγωνία στην παπική κούρτη. Ως συνήθως, τα σημαντικά γεγονότα τού εκκλησιαστικού ημερολόγιου γιορτάζονταν κάτω από το άγρυπνο βλέμμα τού τελετάρχη Γιόχαν Μπούρχαρτ. Οι απεσταλμένοι των ιταλικών κρατών και των ξένων δυνάμεων δεν έφερναν στον πάπα Ιννοκέντιο δεσμεύσεις των εντολέων τους για ένοπλη συμμετοχή στη μεγάλη εκστρατεία κατά των Τούρκων, αλλά συνέχιζαν τις συνήθεις διαφωνίες τους σχετικά με τον τόπο και την προτεραιότητα σε όλες τις παπικές δραστηριότητες. Στο τέλος Μαΐου και στις αρχές Ιουνίου (1490) οι φιλονικίες τους έγιναν ανυπόφορες και πάνω από μία φορά χρειάστηκε να παρέμβει ο πάπας για να πετύχει κάποιο συμβιβασμό. Τέλος στις 4 Ιουνίου η Αγιότητά του ενημέρωσε τον Μπούρχαρτ ότι είχε αποφασίσει να επαναθεσπίσει διάταξη τού Πίου Β’ «στην οποία αναφέρεται, ότι ύστερα από έξι μήνες οι απεσταλμένοι στην παπική κούρτη πρέπει να θεωρούνται “εκπρόσωποι συμφερόντων” και όχι απεσταλμένοι».2 Με λιγότερα προνόμια και δικαιώματα εισόδου, τα διάφορα πρόσωπα θα αποτελούσαν κατά πάσα πιθανότητα μικρότερη ενόχληση για την κούρτη. Όμως λίγο μετά ο Μπούρχαρτ έφυγε για την πατρίδα του, την επισκοπή τού Στρασβούργου και στο σημείο αυτό υπάρχει στο ημερολόγιό του ατυχές κενό δεκατεσσάρων μηνών.3

Οι κρατικές έγνοιες και οι απογοητεύσεις είχαν επιβαρύνει πολύ τον Ιννοκέντιο Η’. Τον Αύγουστο τού 1490 ήταν άρρωστος και η ενετική κυβέρνηση άρχισε να φοβάται μήπως χαλαρώσει η επαγρύπνηση τής παροχής πληρέστατης προστασίας στον σουλτάνο Τζεμ, εναντίον τής ζωής τού οποίου, όπως πίστευαν, δεν σταματούσαν ποτέ οι συνωμοσίες.4 Σύμφωνα με τον Ινφεσσούρα, στις 27 Σεπτεμβρίου ξέσπασε στη Ρώμη οχλαγωγία, και όλοι οι φαρμακοποιοί έκλεισαν τα καταστήματά τους. Οι εργαζόμενοι στα χωράφια και στους αμπελώνες έφυγαν στα σπίτια τους. Οι πολίτες και οι αλλοδαποί πήραν τα όπλα, «γιατί παντού δηλωνόταν με βεβαιότητα ότι ο πάπας Ιννοκέντιος ήταν νεκρός». Κατά τις φήμες ο γιος του, ο Φραντσεσκέττο Τσίμπο, είχε προσπαθήσει να αρπάξει το παπικό θησαυροφυλάκιο, αλλά οι καρδινάλιοι τον είχαν εμποδίσει. Έλεγαν ότι ο Τσίμπο προσπάθησε στη συνέχεια να πάρει τον σουλτάνο Τζεμ, για να τον παραδώσει στους Φλωρεντινούς ή στον βασιλιά τής Νάπολης. Το επόμενο πρωί, στις 28 τού μηνός, οι καρδινάλιοι πήγαν στο παλάτι τού Βατικανού, όπου ο πάπας κειτόταν βαριά άρρωστος. Έκαναν απογραφή των παπικών υπαρχόντων, «αν και μεγάλο μέρος από αυτά είχε ήδη παρθεί και αποσταλεί στη Φλωρεντία από τον εν λόγω Φραντσεσκέττο». Αυτά που βρέθηκαν τέθηκαν υπό την επιτήρηση τού καρδινάλιου Σαβέλλι, ο οποίος παρέμεινε στο παλάτι για κάποιο χρονικό διάστημα, ενώ η αβεβαιότητα συνεχιζόταν.5

Ενώ ο Ιννοκέντιος κειτόταν άρρωστος, οι φήμες πολλαπλασιάζονταν. Λεγόταν ότι είχαν βρεθεί σε μπαούλο (στο παλάτι) 800.000 δουκάτα και άλλα 300.000 σε σεντούκι στο Καστέλ Σαντ’ Άντζελο. Αλλά ο πάπας συνήλθε και είπε σε εκείνους που αγρυπνούσαν στο δωμάτιό του, ότι έλπιζε να δει τον θάνατο των καρδιναλίων, που είχαν ελπίσει για το δικό του.6 Στις 20 Νοεμβρίου ο πάπας αποχώρησε από τη Ρώμη για ξεκούραση δέκα ημερών και επίσκεψη στην Όστια και το Πόρτο. Όμως στη γιορτή τού Αγίου Ανδρέα, στις 30 Νοεμβρίου, ένας Οθωμανός απεσταλμένος, ο Μουσταφά μπέης, εισήλθε επίσημα στη Ρώμη και συναντήθηκε με μέλη τού νοικοκυριού τού πάπα και καρδιναλίους, διάφορους πρέσβεις διαπιστευμένους στην Αγία Έδρα, καθώς και με μεγάλα πλήθη περίεργων Ρωμαίων. Ο Μουσταφά μπέης είχε αποβιβαστεί στην Αγκώνα με γαλέρα των Ιωαννιτών και συνταξίδευε με αυτόν ο Γκυ ντε Μπλανσφόρ, ο ηγούμενος τής Ωβέρνης. Την επόμενη μέρα ο πάπας τον δέχτηκε σε επίσημη ακρόαση, στην οποία συμμετείχαν καρδινάλιοι, πρέσβεις και αξιωματούχοι τής κούρτης.

Ο Μουσταφά μπέης έφερνε γράμμα από τον σουλτάνο Βαγιαζήτ Β’, «τον μεγαλύτερο βασιλιά των βασιλιάδων και αυτοκράτορα των δύο ηπείρων … , προς τον υπέρτατο πατέρα και κύριο όλων των χριστιανών Ιννοκέντιο, θείῃ χάριτι ανώτατο ποντίφηκα τής Ρωμαϊκής Εκκλησίας…». Η επιστολή ήταν στα ελληνικά και είχε γραφεί στην Ισταμπούλ στις 17 ή 20 Μαΐου 1490. Ένας διερμηνέας μετέφρασε δυνατά το γράμμα στα λατινικά. Ο σουλτάνος είχε μάθει, σύμφωνα με την επιστολή, από τον μεγάλο μάγιστρο Πιέρ ντ’ Ωμπουσσόν, ότι ο σουλτάνος Τζεμ είχε μεταφερθεί στη Ρώμη, «γεγονός από το οποίο παίρνουμε μεγάλη χαρά». Μάλιστα ο Βαγιαζήτ έλπιζε ότι θα κρατούσαν τον Τζεμ στην κούρτη με όρους ίδιους εκείνων με τούς οποίους ο μεγάλος μάγιστρος είχε αναλάβει την επιμέλειά του πριν μερικά χρόνια, «σύμφωνα με σύμβαση ειρήνης που έχει συναφθεί μεταξύ μας, την οποία τηρούν και οι δύο πλευρές μέχρι σήμερα και η οποία αποτελεί την αιτία τής φιλίας μας». Για να εξασφαλιστεί η παπική έγκριση των όρων τής σύνταξης τού Τζεμ «έχουμε στείλει τον πιστό σκλάβο μας καπουδάν πασά Μουσταφά, με έναν από τούς αξιωματούχους τού καρδινάλιου [μεγάλου] μάγιστρου, προκειμένου να εξασφαλιστούμε μέσω αυτού ότι και εσείς επικυρώνετε αυτή τη συμφωνία, έτσι ώστε η φιλία μας να μεγαλώσει. Οτιδήποτε λοιπόν πει ο απεσταλμένος μας, ο πιστότατος δούλος Μουσταφά, παρουσία τής Μεγαλοπρέπειάς σας, πρέπει να λαμβάνεται σαν να πρόκειται για τα ίδια τα λόγια μας».7

Ο Μουσταφά μπέης ήθελε φυσικά να επιβεβαιώσει ότι ο σουλτάνος Τζεμ ήταν ακόμη ζωντανός. Στην περίπτωση που ήταν, ο Βαγιαζήτ αγωνιούσε να είναι καλά προστατευμένος. Ο απεσταλμένος εξήγησε την πρόθεση τού κυρίου του για συμμόρφωση με την συμφωνία με τον μεγάλο μάγιστρο, τής οποίας οι όροι τώρα αναθεωρούνταν. Ο πάπας εξέφρασε την ικανοποίησή του για την στάση σουλτάνου. Είπε ότι θα ζητούσε τη συμβουλή των καρδιναλίων και θα έδινε την απάντησή του σε μεταγενέστερη ακρόαση. Πριν αποχωρήσει, ο Μουσταφά μπέης πρόσφερε στον πάπα πλούσια δώρα από τον σουλτάνο, χρυσοποίκιλτα υφάσματα, τάπητες τοίχου, καθώς και γουναρικά από σαμούρι, σκίουρο και ερμίνα.8 Μια βδομάδα αργότερα, στις 8 Δεκεμβρίου, ο πάπας κάλεσε πάλι τον Μουσταφά μπέη στο παλάτι, όπου βρήκε παρόντες για να ακούσουν τα λόγια του μόνο τούς καρδιναλίους και τον Φραντσεσκέττο Τσίμπο. Τώρα ο πάπας ρώτησε τον απεσταλμένο πόσα χρήματα είχε καταβάλει ο σουλτάνος στον μεγάλο μάγιστρο ντ’ Ωμπουσσόν μέχρι εκείνη τη στιγμή. Από την απάντηση τού Μουσταφά ο πάπας λέγεται ότι καταλάβαινε ότι ο ντ’ Ωμπουσσόν είχε παραποιήσει τα πραγματικά περιστατικά. Στη συνέχεια ο Μουσταφά μπέης αφέθηκε να φύγει, με τη δήλωση ότι θα είχε την απάντηση τού πάπα σε λίγες ημέρες, ώστε να μην καθυστερήσει η επιστροφή του στην Ισταμπούλ.9

Λέγεται ότι ο Μουσταφά μπέης είχε φέρει 120.000 δουκάτα, σύνταξη τριών ετών για τον Τζεμ σουλτάνο. Υποσχέθηκε στον πάπα την εφεξής καταβολή 40.000 δουκάτων τον χρόνο για τη συντήρηση τού Τζεμ, αλλά επέμενε ότι, πριν παραδώσει χρήματα, είχε εντολή από τον σουλτάνο να δει τον Τζεμ με τα μάτια του. Παρά τις αντιρρήσεις των Ιωαννιτών, επιτράπηκε στον Μουσταφά μπέη να ζητήσει ακρόαση από τον Οθωμανό πρίγκηπα, ο οποίος συμφώνησε να τον δεχτεί, αλλά μόνο σε αυτοκρατορικό περιβάλλον. Τα καταλύματα τού Τζεμ στον πάνω όροφο τού παλατιού τού Βατικανού στολίστηκαν γρήγορα με τάπητες τοίχου και χρυσοποίκιλτα μεταξωτά υφάσματα. Ειδικός θρόνος ετοιμάστηκε γι’ αυτόν και καλύφτηκε με πλούσια στολίδια. Ο Τζεμ υποδέχθηκε τον απεσταλμένο τού αδελφού του, όπως λέει ο Ινφεσσούρα, «με βασιλικό τρόπο και μεγαλειότητα» (more regali et in maiestate sua). Καθόταν στον περίτεχνο θρόνο του, σταυροπόδι με τον τουρκικό τρόπο, με τούς αξιωματικούς τού δικού του νοικοκυριού στις δύο πλευρές και δύο παπικούς ανηψιούς παρόντες. Όμως πριν γίνει δεκτός ο Μουσταφά μπέης ενώπιον τού Τζεμ, ένας από τούς αξιωματικούς τού πρίγκηπα τον συνάντησε στην είσοδο τής αίθουσας και τον ξεσκόνισε από το κεφάλι μέχρι τα πόδια με ένα κομμάτι λινού υφάσματος, «σαν να ήταν καλυμμένος με αλεύρι ή σκόνη», σύμφωνα με τον Ινφεσσούρα, ενώ στη συνέχεια απαίτησε από τον απεσταλμένο να φιλήσει το ύφασμα. Ύστερα από αυτό επιτράπηκε στον Μουσταφά να προχωρήσει, κάνοντας τρεις μετάνοιες καθώς πλησίαζε στον θρόνο. Την τρίτη φορά παρέμεινε στα γόνατα, με το κεφάλι σκυφτό και σιωπηλός. Ύστερα από νεύμα τού Τζεμ, ο Μουσταφά πήρε εντολή να μιλά μόνο απαντώντας σε ερωτήσεις. Ο Τζεμ τον ρώτησε τότε στα τουρκικά αν είχε κάποιες επιστολές. Ο Μουσταφά παρουσίασε αμέσως μία, κλειστή και σφραγισμένη. Προς έκπληξη των δυτικών παρατηρητών, την έγλυψε στη συνέχεια σε όλες τις πλευρές με τη γλώσσα του. Δύο μέλη τού νοικοκυριού τού Τζεμ εξέτασαν τo περίβλημα και τη σφραγίδα (clausura et sigillum). Όταν διαπιστώθηκε ότι η επιστολή δεν είχε παραποιηθεί, ο Μουσταφά ο ίδιος άνοιξε την επιστολή και έσπασε τη σφραγίδα. Πάλι έγλειψε το γράμμα μέσα και έξω, προφανώς για να δείξει τον αβλαβή χαρακτήρα του. Τώρα δύο Τούρκοι συνοδοί τού Τζεμ πήραν το γράμμα και το διάβασαν στο αυτί τού Τζεμ. Κανείς δεν έμαθε προφανώς τι έγραφε ο σουλτάνος Βαγιαζήτ στον αδελφό του. Όταν διαβάστηκε η επιστολή, ο Μουσταφά κίνησε το χέρι του προς τα δώρα που είχε στείλει ο σουλτάνος, κάποια κομμάτια χρυσοποίκιλτου υφάσματος και κάποια κοσμήματα (onuimenta). Ο Τζεμ τώρα έκανε νεύμα στον Μουσταφά μπέη να αποσυρθεί, και «όταν όλοι οι παρευρισκόμενοι αποχώρησαν, [οι Τούρκοι] είχαν πολλά να πουν μεταξύ τους, τα οποία οι άνθρωποί μας ούτε άκουσαν, ούτε κατάλαβαν». Όπως τόσο συχνά στο ημερολόγιο τού Ινφεσσούρα, τα σπουδαία γεγονότα συνοδεύτηκαν από περίεργα φυσικά φαινόμενα. Ποτέ δεν ήταν η ατμόσφαιρα τόσο θυελλώδης, όπως έγινε τώρα. Ακολούθησε βροχή, χιόνι, χαλάζι και ισχυροί άνεμοι, με έντονο κρύο και εκτυφλωτικό σκοτάδι.10

Η ευκαιρία υποβολής ερωτήσεων στον Μουσταφά μπέη είχε αποκαλύψει στον πάπα ότι ο Πιέρ ντ’ Ωμπουσσόν δεν είχε υπάρξει ειλικρινής στις σχέσεις του με την Αγία Έδρα. Ο Μουσταφά δήλωσε ότι ο σουλτάνος είχε καταβάλει στον ντ’ Ωμπουσσόν πολύ περισσότερα από τα ποσά που ορίζονταν στις μεταξύ τους γραπτές συμφωνίες. Ο ηγούμενος τής Ωβέρνης ισχυρίστηκε όμως ότι δεν υπήρχαν τέτοιες γραπτές συμφωνίες, αλλά απλώς προφορικές. Ο πάπας το θεώρησε αυτό ως προφανή υπεκφυγή και ζήτησε αντίγραφο τού κειμένου τής σύμβασης μεταξύ Οσπιταλίου και Πύλης. Όταν ο πάπας ρώτησε τον Μουσταφά σε άλλη συνάντηση, στην οποία ήσαν παρόντες οι καρδινάλιοι, ο απεσταλμένος αρνήθηκε ότι ο κύριός του είχε ζητήσει ποτέ να φρουρείται ο Τζεμ σουλτάν από τούς Ιωαννίτες, όπως οι τελευταίοι υποστήριζαν πάντοτε, παρεμβαλλόμενοι κραυγαλέα σε όλες τις συζητήσεις που αφορούσαν τον Τζεμ. Ο πρέσβης τής Φλωρεντίας Πιερφίλιππο Παντολφίνι έγραφε στον Λορέντσο Μέδικο στις 23 Δεκεμβρίου (1490), ότι ο πάπας μεμφόταν τούς Ιωαννίτες για αυτή την αδικαιολόγητη εξαπάτηση. Ο Μουσταφά μπέης ζητούσε μια απάντηση για να την πάει στην Ισταμπούλ, αλλά ο πάπας δεν ήταν διατεθειμένος να δεσμευτεί, πριν ενημερωθεί πληρέστερα για τη συνεννόηση μεταξύ σουλτάνου και ντ’ Ωμπουσσόν. «Έλπιζε έτσι να κερδίσει χρόνο», λέει ο Τουάν, «και να εξασφαλίσει στο μεταξύ απόφαση ευνοϊκή για τη σταυροφορία».11 Η μη αναφορά γεγονότων κατά τη διάρκεια αυτής τής περιόδου στο ημερολόγιο τού Γιόχαν Μπούρχαρτ δεν μάς επιτρέπει να περάσουμε στα παρασκήνια τού ανακτόρου τού Βατικανού. Στις 3 Ιανουαρίου 1491 ο πάπας Ιννοκέντιος κάλεσε τούς καρδιναλίους και το διπλωματικό σώμα σε ακρόαση, για να τούς ενημερώσει για την απάντηση που είχε την πρόθεση να δώσει στον Τούρκο απεσταλμένο Μουσταφά μπέη. Σε προκαταρκτική συνεδρίαση ο πάπας ανέφερε ότι οι αρχικές δηλώσεις τού απεσταλμένου, τις οποίες είχαν μεταφράσει οι Ιωαννίτες, ανέφεραν ότι ο σουλτάνος επιθυμούσε να ζήσει ειρηνικά με όλους τούς χριστιανούς ηγεμόνες. Όμως στη συνέχεια ο Μουσταφά μπέης είχε επιμείνει ότι οι πρώτες δηλώσεις του αντιπροσώπευαν απλώς τη δική του άποψη. Η αποστολή που τού είχε αναθέσει ο σουλτάνος ήταν ότι, αν ο Τζεμ σουλτάνος φρουρούνταν καλά υπό παπική κράτηση, ο σουλτάνος ήταν διατεθειμένος να διατηρήσει την ειρήνη με τη Ρόδο και με τη Ρώμη. Δεδομένων αυτών των διαφορετικών δηλώσεων, ο πάπας είπε ότι είχε τώρα αποφασίσει να αποδεσμεύσει τον Τούρκο απεσταλμένο και να τού δώσει την απάντηση που ζητούσε, η οποία είχε προετοιμαστεί με τις συμβουλές των καρδιναλίων. Έδωσε εντολή στον γραμματέα του, τον Τζιρολάμο Μπαλμπάνο, να διαβάσει το κείμενο τής απάντησης, ώστε οι πρεσβευτές που ήσαν παρόντες να ενημερώσουν τούς εντολείς τους, τόσο για το περιεχόμενο τού εγγράφου όσο και για τις συνθήκες οι οποίες το παρήγαγαν. Ο Ιννοκέντιος κατήγγειλε τούς Ιωαννίτες και τον Μουσταφά μπέη για έλλειψη εντιμότητας και ειλικρινούς συμπεριφοράς και στη συνέχεια έδωσε εντολή να μπουν μαζί του στην αίθουσα ακροάσεων.

Απευθυνόμενος πρώτα στον Μουσταφά μπέη, ο πάπας δήλωσε ότι η εξοχότητά του είχε έρθει ενώπιόν του με επιστολή από τον κύριό του, τον σουλτάνο Βαγιαζήτ, και τού είχε δώσει να καταλάβει, σύμφωνα με τη μετάφραση που παρείχαν οι Ιωαννίτες επί των παρατηρήσεών του, ότι αν ο Τζεμ σουλτάνος φυλασσόταν καλά στη Ρώμη, ο σουλτάνος θα απείχε από επιθέσεις εναντίον οποιουδήποτε Χριστιανού ηγεμόνα. Ο ανηψιός τού ίδιου τού πάπα, ο Νικολό Τσίμπο, αρχιεπίσκοπος τής Αρλ, που ήξερε τουρκικά, λειτουργούσε τώρα ως μεταφραστής. Ο Ιννοκέντιος ρώτησε τον Μουσταφά αν τα πραγματικά περιστατικά, όπως μόλις αναφέρθηκαν, συμφωνούσαν με την αποστολή που τού είχε αναθέσει ο σουλτάνος. Ο Τούρκος απάντησε ότι δεν είχε πει ποτέ ότι ο κύριός του του ήταν διατεθειμένος να χορηγήσει ειρήνη σε όλους τούς χριστιανούς ηγεμόνες, αλλά μόνο στον μεγάλο μάγιστρο τής Ρόδου, στον πάπα και στους Ενετούς. Σίγουρα δεν είχε την πρόθεση, είπε, να αποδοθεί άλλο νόημα στα λόγια του.

Ο Ιννοκέντιος απευθύνθηκε στη συνέχεια στους Ιωαννίτες, επιπλήττοντάς τους για την εκ μέρους τους ενεργό απόκρυψη των γεγονότων. Απάντησαν ότι, όταν είχαν φύγει από τη Ρόδο (στις 4 Αυγούστου 1490), είχαν καταλάβει ότι αποστολή τού Μουσταφά μπέη ήταν να προσφέρει ειρήνη σε όλους τούς χριστιανούς ηγεμόνες. Δεν μπορούσαν τώρα να θεωρούνται υπεύθυνοι, όπως έλεγαν, γι’ αυτή την αποκήρυξη εκείνης τής πρόθεσης. Διαβεβαίωναν τον πάπα για την ειλικρίνεια τού μεγάλου μάγιστρου και για τη δική τους σε κάθε πτυχή τής παρούσας υπόθεσης. Ήσαν βέβαιοι ότι η Αγιότητά του θα κατέληγε σε σωστή απόφαση σε σχέση με το σκοπό τής πρεσβείας τού Μουσταφά μπέη. Σε αυτό το σημείο ο Ιννοκέντιος ενημέρωσε τον Τούρκο απεσταλμένο ότι μπορούσε να αναχωρήσει όποτε ήθελε. Η απάντηση στον σουλτάνο, που είχε ήδη προετοιμαστεί, θα τού διαβαζόταν και θα έπαιρνε σύντομα το κείμενο. Ο αρχιεπίσκοπος τής Αρλ μετέφρασε στη συνέχεια στα τουρκικά για τον Μουσταφά μπέη, ο οποίος αποχώρησε αμέσως μετά.12

Η επιστολή Ιννοκέντιου προς Βαγιαζήτ φέρει ημερομηνία 3 Ιανουαρίου 1491,13 την ίδια μέρα τής αλησμόνητης ακρόασης στην οποία έδωσε διέξοδο στην οργή του. Ο πάπας έγραφε στον σουλτάνο για τη φιλόξενη υποδοχή που είχε προσφέρει στον απεσταλμένο τού Μουσταφά μπέη σε εκκλησιαστικό συμβούλιο ενώπιον των καρδιναλίων. Τα λόγια τού απεσταλμένου, «τα οποία πιστεύουμε ότι προέρχονται από την δική σας καρδιά», προμήνυαν ειρήνη. Όμως, δεδομένου ότι οι γραπτές προτάσεις τού σουλτάνου και τα προφορικά μηνύματα τού απεσταλμένου αποτελούσαν θέματα μεγάλης σπουδαιότητας και αφορούσαν όλους τούς χριστιανούς, ο πάπας πίστευε ότι έπρεπε να τα μοιραστεί με τούς χριστιανούς ηγεμόνες. Ο πάπας είχε ζητήσει από τούς πρέσβεις των χριστιανικών κρατών να είναι παρόντες στην ακρόαση τού Μουσταφά μπέη, έτσι ώστε να μπορέσουν να αναφέρουν στις κυβερνήσεις στις πατρίδες τους και να ζητήσουν συμβουλές. Εμπλουτισμένος με τέτοια συμβουλή, ο πάπας θα ήταν σε καλύτερη θέση να απαντήσει, αλλά προκειμένου να μην ταλαιπωρείται ο Μουσταφά αδικαιολόγητα από παρατεταμένη καθυστέρηση, ο πάπας τον έστελνε πίσω στην Ισταμπούλ, όπου τελικά θα τον ακολουθούσε η απάντηση τού Ιννοκέντιου. Στο μεταξύ ο Μουσταφά μπέης είχε την ευκαιρία να δει τον Τζεμ Σουλτάνο σώο και αβλαβή και «αντιμετωπιζόμενο εντίμως» στο παπικό παλάτι.

Πρόθεση τής επιστολής ήταν προφανώς να κερδίσει χρόνο και να προκαλέσει στον σουλτάνο κάποιες ανησυχίες, αλλά όχι προσβολή. Οι δραστηριότητες των ηγεμόνων ελάχιστες ελπίδες έδιναν ότι θα μπορούσαν να ενωθούν σε σταυροφορία. Ο Κάρολος Η’ τής Γαλλίας είχε εμπλακεί σε αγώνα με τη Βρεττάνη, ενώ από καιρό σε καιρό ο Ερρίκος Ζ’ τής Αγγλίας έδινε κάποια βοήθεια στη δούκισσα Άννα. Επωφελούμενος από τον θάνατο τού Ματίας Κορβίνους, ο Μαξιμιλιανός των Αψβούργων είχε ανακτήσει τη Βιέννη τον Αύγουστο (1490) και στη συνέχεια είχε ακόμη εισβάλει στην Ουγγαρία. Οι Μαξιμιλιανός και Κάρολος Η’ βρέθηκαν σύντομα πάλι σε βίαιη αντίθεση. Τα παπικά κηρύγματα ειρήνης μικρή επίδραση είχαν. Ο Φερράντε τής Νάπολης παρακολουθούσε απλώς πάντα, ενώ είχε ακόμη προβλήματα. Ο Φερδινάνδος και η Ισαβέλλα ήσαν απασχολημένοι με τα τελευταία στάδια τής ισπανικής ανακατάκτησης (reconquista), που θα έφτανε σύντομα στο δραματικό της τέλος. Οι γαλλικές σχέσεις με την παπική κούρτη ήσαν μάλλον τεταμένες. Ο γαλλικανισμός και η συλλογή των φόρων δεκάτης αποτελούσαν αιώνια σχεδόν προβλήματα. Οι Γάλλοι ήθελαν αναγνώριση των δικαιωμάτων τού Καρόλου στη Βρεττάνη και διαβεβαιώσεις ότι ο πάπας δεν θα παρέδιδε τον Τζεμ σουλτάνο σε άλλον ηγεμόνα ή κράτος χωρίς την άδειά τους. Στις 11 Νοεμβρίου 1491 μια γαλλική πρεσβεία έφτασε στη Ρώμη για να ασχοληθεί με ορισμένα από αυτά τα ζητήματα, ενώ στις αρχές τού επόμενου μήνα έφτασαν τα νέα τού γάμου τού Καρόλου Η’ με την Άννα τής Βρετάννης, που αύξανε τις δυσκολίες τού πάπα. Ο Ιννοκέντιος ανέστειλε τις ενέργειές του επί αιτήματος τού Καρόλου για ορισμένες απαλλαγές, προκειμένου να εξασφαλίσει ευπρέπεια τού γάμου του με την Άννα με βάση το κανονικό δίκαιο, ώστε να μην προσβληθεί ο Μαξιμιλιανός. Ανέστειλε επίσης την καταδίκη τού γάμου, για να μην προσβληθεί ο Κάρολος.14 Παράλληλα η συμμαχία τού Λοντοβίκο Μόρο με τη Γαλλία μεγάλωνε την ανησυχία τής παπικής κούρτης. Συνετέλεσε επίσης στη σημαντική βελτίωση τής στάσης τού Φερράντε απέναντι στον πάπα.

Για μερικές εβδομάδες είχε υπάρξει ατμόσφαιρα μεγάλου ενθουσιασμού και προσδοκιών στην παπική κούρτη. Η Γρανάδα είχε πέσει στις 2 Ιανουαρίου 1492 και η μεγάλη ασημένια σημαία με τον σταυρό, την οποία είχε στείλει ο Σίξτος Δ’ στον Φερδινάνδο τον Καθολικό, τοποθετήθηκε στο ανάκτορο Αλάμπρα. Η είδηση έφτασε στη Ρώμη στη μία το πρωί τής 1ης Φεβρουαρίου και ξεκίνησαν οι πιο θερμοί πανηγυρισμοί. Σχεδόν οκτώ αιώνες ισλαμικής ιστορίας στην Ιβηρική χερσόνησο έφταναν στο τέλος. Η Καστίλλη και η Αραγωνία-Καταλωνία ήσαν ήδη ενωμένες, τουλάχιστον κατά κάποιον τρόπο. Μια νέα Ισπανία ήταν έτοιμη να διαδραματίσει πολύ μεγαλύτερο ρόλο απ’ ό,τι μέχρι τώρα στις υποθέσεις τής Ευρώπης και τής Μεσογείου, ενώ δεν χρειάζεται να μιλήσουμε εδώ για τούς κονκισταδόρες (κατακτητές), που επιχείρησαν στο δυτικό ημισφαίριο μετά το 1492. Ο ύπουλος Φερράντε τής Νάπολης, φοβούμενος την επιτυχία τού Καθολικού εξαδέλφου του, είχε βοηθήσει κρυφά τούς Μαυριτανούς στην τελική προσπάθειά τους. Ο Φερδινάνδος θα θυμόταν το γεγονός. Λιγότερο από μια δεκαετία αργότερα, ο οίκος τής Αραγωνίας στη Νάπολη δεν θα λαμβανόταν καθόλου υπόψη όταν, με τούς όρους τής συνθήκης τής Γρανάδας (τον Νοέμβριο τού 1500), ο Φερδινάνδος θα διαιρούσε το βασίλειο τής Νάπολης με τον Λουδοβίκο ΙΒ’ τής Γαλλίας. Τότε όλη η Ιταλία θα ανησυχούσε, αλλά τώρα ήταν περίοδος πανηγυρισμών. Στο μεταξύ ο Φερράντε δεν έβλεπε περαιτέρω κέρδη παρενοχλώντας κάπως τον πάπα, ιδιαίτερα μετά τον θάνατο τού Κορβίνους, και ετοιμαζόταν για τη μερική τουλάχιστον εκπλήρωση των όρων τής παπικής-ναπολιτάνικης συνθήκης τής 11ης Αυγούστου 1486. Αναμφίβολα η συμμαχία τού Καρόλου Η’ με τον Λοντοβίκο Μόρο και το αυξανόμενο ενδιαφέρον των Γάλλων για το ναπολιτάνικο πρόβλημα τού πάπα ανάγκασαν τον Φερράντε να συναντηθεί με την παπική κούρτη στη μέση τής απόστασης. Ο Τζιοβάννι Τζιοβιάνο Ποντάνο, ο οποίος είχε διαπραγματευθεί τη συνθήκη τού 1486 (και τον οποίο ο πάπας σεβόταν), επέστρεψε στη Ρώμη το Νοέμβριο τού 1491 και «στις 27 Ιανουαρίου [1492] σε μυστικό εκκλησιαστικό συμβούλιο … συνήφθη ειρήνη μεταξύ τού πανοσιώτατου κυρίου μας, τού πάπα και τού επιφανέστατου Φερράντε, βασιλιά τής Νάπολης».15 Προφανής στο φόντο αυτών των διαπραγματεύσεων ήταν η παχύσαρκη φιγούρα τού Τζεμ σουλτάνου. Ο Φερράντε ήταν ανυπόμονος να τον φέρει στη Νάπολη. Ο Τζεμ παρέμεινε μέχρι την ημέρα τού θανάτου του αντικείμενο ατέλειωτων μηχανορραφιών.

Το απόγευμα τού Σάββατου 4 Φεβρουαρίου (1492) η μεγάλη καμπάνα τού Καπιτωλίου κτυπούσε σε πλήρη κωδωνοκρουσία για τον εορτασμό τής πτώσης τής Γρανάδας. Το Βατικανό και το Καστέλ Σαντ’ Άντζελο φωταγωγήθηκαν με πυρσούς και φωτιές, όπως και πολλά σπίτια στο Μπόργκο και παλάτια σε όλη τη Ρώμη. Την επόμενη μέρα, Κυριακή, μια μεγάλη πομπή τού κλήρου τής πόλης, συμπεριλαμβανομένων τού πάπα και των καρδιναλίων, κατευθύνθηκε από το αποστολικό ανάκτορο «στην εκκλησία τού Άγιου Ιάκωβου τής Γαλικίας, την οποία οι Ισπανοί ονομάζουν Οσπιτάλιο» (ad ecclesiam sancti Jacobi de Gallicia, hospitalis Hispanorum nuncupati), όπως περιγράφει ο Γιόχαν Μπούρχαρτ την εκκλησία τού Σαν Τζάκομο ντέλι Σπανιόλι στην Πιάτσα Ναβόνα.16 Ακόμη και μια σταθερή βροχή δεν έσβηνε τη χαρά αυτής τής περίπτωσης. Όμως ο Μπούρχαρτ ήταν στενοχωρημένος, επειδή ο πάπας επέμενε να φορέσει λευκό και όχι κόκκινο καπέλο (capuccinus) και οι καρδινάλιοι είχαν προφανώς παραταχθεί σε λάθος σημείο. Στην ίδια την εκκλησία υπήρξε κάποια διαφωνία μεταξύ τού Μπούρχαρτ και τού Αγκοστίνο Πατρίτσι, επισκόπου τής Πιέντσα, ως προς το αν το κήρυγμα έπρεπε να γίνει στο τέλος τής λειτουργίας ή μετά το Ευαγγέλιο. Αλλά όταν το μεγαλύτερο μέρος των κληρικών έφτασαν στην εκκλησία, έκαναν τόσο θόρυβο, που παρενέβη ο πάπας και το κήρυγμα αναβλήθηκε μέχρι το τέλος τής λειτουργίας. Μετά το κήρυγμα ψάλθηκε το «Εσύ Θεέ» (Te Deum) και ο πάπας είπε το «Πάτερ ημών» (Pater noster). Έδωσε στους συγκεντρωμένους ανθρώπους την επίσημη ευλογία του, και εξαγγέλθηκε πλήρης άφεση αμαρτιών. Η λειτουργία είχε τελειώσει. Η Αγιότητά του έβγαλε το αδιάβροχο και τη μίτρα του, φόρεσε την ενοχλητική λευκή κάπα (humerale) και η πομπή επέστρεψε στο παλάτι. Πέρα από τη γέφυρα, κοντά στο Καστέλ Σαντ’ Άντζελο, ο πάπας έδωσε στους καρδινάλιους άδεια να επιστρέψουν στα σπίτια τους.17

Ύστερα από το μεσημεριανό γεύμα ο καρδινάλιος Ροδρίγο Βοργία, αντικαγκελλάριος τής εκκλησίας, οργάνωσε ταυρομαχία σε αρένα στημένη στην αυλή τού παλατιού του και στον γειτονικό δρόμο, κατά πάσα πιθανότητα την πρώτη ταυρομαχία που είδαν ποτέ στη Ρώμη. Πέντε ταύροι σκοτώθηκαν και αρκετά άτομα τραυματίστηκαν και σκοτώθηκαν. Οι Ισπανοί απεσταλμένοι έχτισαν μικροσκοπικό κάστρο με πύργο στο κέντρο τής Πιάτσα Ναβόνα και ένα άλλο κοντά στην εκκλησία τού Σαν Τζάκομο, προκειμένου να οργανώσουν δραματική αναπαράσταση τής πολιορκίας και κατάληψης τής Γρανάδας. Το θέαμα ήταν προγραμματισμένo για την Κυριακή 12 τού μηνός, αλλά λόγω τής επίμονης βροχής αναβλήθηκε για τις 19, επίσης Κυριακή, όταν προηγήθηκε επίσημη λειτουργία στον Σαν Τζάκομο και λιτανεία τού ισπανικού κλήρου. Έγινε κι άλλη ταυρομαχία, αυτή τη φορά στην Πιάτσα Ναβόνα. Τέσσερις ταύροι σκοτώθηκαν, ένα άλογο χάθηκε, αλλά δεν υπήρξαν ανθρώπινα θύματα. Αρκετοί Ισπανοί ιεράρχες δώριζαν ταύρους για άλλες δημόσιες επιδείξεις. Άλλοι δώριζαν ψωμί και κρασί κατά τη διάρκεια μιας ολόκληρης ημέρας σε όσους ανθρώπους ζητούσαν. Ο Ραφφαέλε Ριάριο, ο καρδινάλιος τού Σαν Τζόρτζιο, οργάνωσε κονταρομαχία στην Πιάτσα Ναβόνα. Το βραβείο για τον πιο επιδέξιο χειριστή τού κονταριού θα ήταν ένα ασημένιο κράνος (galea) αξίας περίπου διακοσίων δουκάτων. Ο αγώνας κράτησε πολλές ημέρες, λέει ο Μπούρχαρτ και τελικά την Παρασκευή 2 Μαρτίου κάποιος Μασκολέττο, κοντόσταυλος τού κυβερνήτη τής Ρώμης, ανακηρύχθηκε νικητής, κάτω από τα άφθονα παράπονα των Κολόννα.18 Η τελευταία μεγάλη σκηνή σε αυτόν τον εορτασμό τού ισπανικού θριάμβου απεικόνιζε τον Φερδινάνδο και την Ισαβέλλα πάνω σε ψηλή άμαξα με τέσσερα λευκά άλογα. Οι νικηφόροι βασιλείς κρατούσαν χρυσό κλαδί φοίνικα, λέει ο Σιγκισμόντο ντε Κόντι, και στα πόδια τους ο Μαυριτανός βασιλιάς Άμπου-Αμπντάλλα ήταν δεμένος με αλυσίδες. Τα στολίδια τής σκηνικής εικόνας ήσαν πανέμορφα, με κράνη, τόξα, θώρακες, δόρατα και ασπίδες κρεμασμένες από ξύλινα πλαίσια, «όπως εκείνα που εμφανίζονται στους θριάμβους των αρχαίων και στα μνημεία των Καισάρων».19

Της άμαξας τού Φερδινάνδου και τής Ισαβέλλας προηγούνταν πεζοί στρατιώτες με αστραφτερά όπλα, ενώ την ακολουθούσαν ιππότες με πλήρεις πανοπλίες. Αναρωτιέται κανείς, άραγε τι σκέψεις θα περνούσαν από το μυαλό τού Τζεμ σουλτάνου καθώς παρακολουθούσε κάποια τουλάχιστον τμήματα αυτών των εκδηλώσεων. Ο Σιγκισμόντο ντε Κόντι δικαιολογεί τούς γενικούς πανηγυρισμούς από το γεγονός ότι τα αυτιά των χριστιανών δεν άκουγαν τίποτε άλλο εκτός από θλιβερές και τρομακτικές ειδήσεις για κατορθώματα μουσουλμάνων επί σαράντα περίπου χρόνια. Τώρα ερχόταν μια μεγάλη χριστιανική νίκη. Άραγε μήπως η κατάληψη τής Γρανάδας στη Δύση αντιστάθμιζε την απώλεια τής Κωνσταντινούπολης στην Ανατολή; Η Ευρώπη χαιρέτιζε τόσο θερμά όσο και η Ρώμη το νέο αστέρι στο σταυροφορικό στερέωμα. Υπήρχαν κάποιοι που υπέθεταν ότι ο Φερδινάνδος θα κινούνταν στη συνέχεια εναντίον των μουσουλμανικών κρατών στη Βόρεια Αφρική, αλλά φυσικά το ναπολιτάνικο βασίλειο θα αποδεικνυόταν πολύ πιο ελκυστικό.

Οι Γάλλοι ποτέ δεν είχαν εγκαταλείψει το ενδιαφέρον τους για τη Νάπολη. Όπως ο Λοντοβίκο Μόρο, ευρισκόμενος σε κακές σχέσεις με τούς Ναπολιτάνους, βρήκε σύμμαχο στον Κάρολο Η’, ο τελευταίος διαμαρτυρόταν για την πρόθεση τού πάπα να αναθέσει στον Φερράντε [Β’], τον επονομαζόμενο Φερραντίνο, γιο τού δούκα Αλφόνσο τής Καλαβρίας και εγγονό τού Φερράντε Α’, το δικαίωμα διαδοχής στο νότιο βασίλειο.20 Ο γέροντας Φερράντε προσποιούνταν τώρα ότι ανησυχούσε πολύ για το τουρκικό πρόβλημα. Ο σουλτάνος Βαγιαζήτ γνώριζε καλά ότι υπήρχε κάποιος πιθανός κίνδυνος στον νέο σύνδεσμο μεταξύ Ρώμης και Νάπολης. Όσο ο Τζεμ σουλτάνος παρέμενε σε χριστιανικά χέρια, ο Βαγιαζήτ ένιωθε πάντα άβολα.

Στις 25 Σεπτεμβρίου 1491 η ενετική κυβέρνηση έδωσε εντολή στον πρεσβευτή τής στη Ρώμη, τον Δρα Τζιρολάμο Ντονάτο (ή Ντονά), να προειδοποιήσει τον πάπα ότι φημολογούνταν ευρέως στην Ανατολική Μεσόγειο, ότι ο σουλτάνος προσπαθούσε να δωροδοκήσει ορισμένα μέλη τής παπικής αυλής για να δολοφονήσουν τον Τζεμ σουλτάνο «με δηλητήριο ή με οποιοδήποτε άλλο μέσο».21 Μετά τη συμφιλίωσή του με την Αγία Έδρα, ο Φερράντε είχε προσπαθήσει σκληρά να αναλάβει την κατοχή τού Τζεμ. Όμως ο πάπας είχε αρνηθεί το αίτημά του, μη όντας πρόθυμος να χάσει τη σύνταξη των 40.000 δουκάτων και φοβούμενος να παραβιάσει την υπόσχεσή του προς τον Κάρολο Η’. Στις 27 Φεβρουαρίου 1492 οι Ενετοί έδωσαν εντολή στον Ντονάτο να διαβιβάσει στην Αγιότητά του τις «μεγάλες και ευσεβείς ευχαριστίες» τους, για την ενημέρωση που τούς είχε παράσχει, για τη νέα προσπάθεια τού Φερράντε να εξασφαλίσει το άτομο τού Τζεμ. Ο Ντονάτο έπρεπε επίσης να συγχαρεί τον πάπα για τη σταθερότητά του. Η Εκκλησία είχε υπέροχη εγγύηση με τον Τζεμ, «από τού οποίου τη ζωή και την ασφάλεια, όπως έχουμε πει πολλές φορές στο παρελθόν, εξαρτάται κυρίως η ειρήνη, η ησυχία και η ηρεμία ολόκληρης τής χριστιανικής κοινοπολιτείας».22

Πριν ένα χρόνο ή περισσότερο, ενώ ο Οθωμανός απεσταλμένος Μουσταφά μπέης βρισκόταν ακόμη στη Ρώμη, ο Καϊτμπέης, ο σουλτάνος τής Αιγύπτου, λεγόταν ότι είχε προσφέρει στον πάπα 40.000 δουκάτα για την ασφαλή επιστροφή τού Τζεμ σουλτάνου στο Κάιρο. Ο Καϊτμπέης υποσχόταν επίσης μόνιμη χριστιανική κυριαρχία επί τής Ιερουσαλήμ και των περιχώρων της, πλήρη ελευθερία των χριστιανών να πηγαινοέρχονται στους Αγίους Τόπους χωρίς φόρο ή άλλου είδους πληρωμή και την εκχώρηση όλων των πρώην χριστιανικών χωρών, περιλαμβανόμενης ακόμη και τής Κωνσταντινούπολης, όταν ο Καϊτμπέης και ο Τζεμ θα πετύχαιναν την κατάκτηση τής πόλης από τον Βαγιαζήτ.23

Ακόμη και αν ο πάπας δεν την πίστευε, η προσφορά, αν πραγματικά είχε γίνει, ήταν εξαιρετική. Αλλά τώρα, την άνοιξη τού 1492, άλλος απεσταλμένος τού Μεγάλου Τούρκου ερχόταν στη Ρώμη μέσω Αγκώνας, φέρνοντας μαζί του ως δώρο προς τον παπισμό τη σιδερένια αιχμή τής λόγχης με την οποία ο Λογγίνος (Longinus) είχε κεντήσει την πλευρά τού Χριστού στη Σταύρωση. Ο απεσταλμένος έφερνε επίσης διαμαρτυρία προς τον πάπα κατά τού μεγάλου μάγιστρου ντ’ Ωμπουσσόν, που παρείχε συνεχώς άσυλο στους κουρσάρους που λυμαίνονταν τα τουρκικά ύδατα. Θεωρούνταν επίσης ότι ο απεσταλμένος έφερνε ίσως τα 40.000 δουκάτα για τη συντήρηση Τζεμ για το έτος 1492. Η ενετική κυβέρνηση ενημέρωσε τον πάπα ότι ο Βαγιαζήτ ετοίμαζε στόλο εξήντα περίπου πλοίων, εκ των οποίων εικοσιπέντε ήσαν γαλέρες. Στην αρχή οι Ενετοί είχαν υποθέσει ότι ο εν λόγω εξοπλισμός επρόκειτο να στραφεί εναντίον των πειρατών, αλλά, λαμβάνοντας υπόψη το μέγεθός του, η Ραγούσα φαινόταν ως πιο πιθανός στόχος.24

Οι προειδοποιήσεις για τον τουρκικό κίνδυνο διέφεραν στις εκτιμήσεις για το μέγεθος των ετοιμασιών τού Βαγιαζήτ. Στις 7 Μαΐου (1492) η Ενετική Γερουσία πήρε από τούς Σοφούς (Savi) το κείμενο μιας επιστολής, που έπρεπε να διαβιβαστεί, εφόσον εγκρινόταν, στον Τζιρολάμο Ντονάτο, ο οποίος ήταν πρεσβευτής τής Σινιορίας στη Ρώμη κατά το προηγούμενο έτος. Ο Ντονάτο έπρεπε να ζητήσει ακρόαση από τον πάπα, σύμφωνα με αυτή την επιστολή και να τον πληροφορήσει ότι ο σουλτάνος συγκέντρωνε ισχυρό στρατό στην Αδριανούπολη, καθώς και στόλο περισσότερων από «ογδόντα σκάφη, συμπεριλαμβανομένων και τριάντα γαλερών» σε συγκεκριμένους ναυτικούς σταθμούς. Ως συνήθως oι Τούρκοι κρατούσαν τα σχέδιά τους μυστικά. Υπήρχαν όμως εκείνοι που πίστευαν ότι ο στρατός προοριζόταν για πολιορκία τού Βελιγραδίου και ο στόλος για επίθεση εναντίον τής Ραγούσας. Ο οθωμανικός στόλος, μεγαλύτερος από όλες τις προηγούμενες εκτιμήσεις, προοριζόταν να αναχωρήσει από την Καλλίπολη στις 4 Απριλίου, που ήταν η ημερομηνία τής τελευταίας ενημέρωσης τής Γερουσίας από την Ισταμπούλ. Δεδομένου ότι πρόσφατε είχε γίνει και είχε επικυρωθεί ειρήνη μεταξύ τού Τούρκου σουλτάνου και τού σουλτάνου τής Αιγύπτου, οι δυνάμεις τού Βαγιαζήτ, που γινόταν ολοένα πιο τολμηρός και αλαζονικός, μπορούσαν να έχουν μόνο χριστιανικό στόχο. Αν και η Βενετία βρισκόταν επίσης σε ειρήνη με τούς Τούρκους, και μάλιστα ανέμενε να τηρήσουν την ειρήνη, η Γερουσία έπαιρνε μέτρα «για την καλή ασφάλεια των τόπων και των πλοίων μας» (pro bona securitate locorum et navigiorum nostrorum). Δυστυχώς, όπως η επιστολή συνεχίζει, η Γερουσία θα ήθελε αν ήταν δυνατό να ζητήσει από τον Ντονάτο να μεταφέρει πιο χαρούμενες ειδήσεις (delectabiliora) στην Αγιότητά του. Ακόμη κι έτσι, υπενθύμιζαν στον Ιννοκέντιο ότι είχε στα χέρια του «εκείνο το όργανο που είναι το πιο κατάλληλο για τον περιορισμό τής όρεξης και τής φιλοδοξίας τού εν λόγω Τούρκου». Tο όργανο (instrumentum) ήταν ο αδελφός τού Βαγιαζήτ, ο Τζεμ σουλτάνος, τού οποίου η παρουσία στη Ρώμη, όπως πριν η φρούρησή του από τούς Ιωαννίτες, είχε βοηθήσει για μερικά χρόνια στον μετριασμό τής «όρεξης και φιλοδοξίας» τού Βαγιαζήτ. Με την αλάθητη σοφία του η Αγιότητά του σίγουρα θα ήξερε πώς να χρησιμοποιήσει την καλότυχη κατοχή τού Τζεμ, τόσο για την προώθηση των δικών της υποθέσεων, όσο και για την οικουμενική ευημερία τού χριστιανικού ποιμνίου.25

Στις 19 Μαΐου (1492) ο Φερράντε τής Νάπολης πληροφορούσε τον γραμματέα τού Τζιοβάννι Ποντάνο, ο οποίος είχε σταλεί πίσω στη Ρώμη, ότι αναφορές από την Κέρκυρα και τη Βενετία αποκάλυπταν ότι μια τουρκική αρμάδα είχε βγει στη θάλασσα και ότι ο σουλτάνος έκανε επίσης μεγάλες προετοιμασίες για να βάλει στρατό στο πεδίο τής μάχης. Ο Φερράντε ετοίμαζε τις δικές του ναυτικές δυνάμεις και παράτασσε πάνοπλους άνδρες. Ο Ποντάνο έπρεπε να ενημερώσει τον πάπα για αυτές τις εξελίξεις και να στείλει την είδηση στο Μιλάνο, τη Φλωρεντία, τη Φερράρα, τη Γαλλία, την Καστίλλη και την Ουγγαρία. Δεδομένου ότι ο πάπας ήταν η κεφαλή τού χριστιανικού κόσμου, ο Φερράντε αισθανόταν ότι ειδική ευθύνη βάρυνε τούς ώμους του για την κοινή ασφάλεια, ενώ με τον Τζεμ σουλτάνο η Αγιότητά του είχε ένα όργανο εξαιρετικής χρησιμότητας, που μπορούσε να χρησιμοποιηθεί εναντίον τής Πύλης.26

Ο Ιννοκέντιος Η’ ανταποκρίθηκε στην έκκληση από τη Νάπολη. Η χριστιανική αμέλεια και αποχαύνωση δεν είχε κάνει τίποτε για να συγκρατήσει την τουρκική επιθετικότητα, όπως έγραφε ο ίδιος στον Φραντσέσκο Γκονζάγκα, τον μαρκήσιο τής Μάντουα, σε σημείωμα με ημερομηνία 14 Ιουλίου (1492). Ο βασιλιάς Φερράντε «που βρισκόταν πιο κοντά στον κίνδυνο» (qui et ipse periculo propinquior est), είχε ενημερώσει την παπική κούρτη ότι ο σουλτάνος Βαγιαζήτ, με μεγάλο στρατό ξηράς στρατολογημένο στα Ασιατικά και ευρωπαϊκά εδάφη του, είχε κινηθεί προς την Ουγγαρία και επρόκειτο να κατέβει προς την Ήπειρο. Είχε στείλει μπροστά ισχυρές δυνάμεις και σχεδίαζε να τις ακολουθήσει και ο ίδιος. Είχε καλέσει τον στόλο του από τα Δαρδανέλια. Κάποιοι έλεγαν ότι αναμενόταν να πάει στα Aκροκεραύνια και την Κέρκυρα, όπου επρόκειτο να ενωθεί με μικρότερο στόλο, που είχε ήδη τραβηχτεί σε εκείνα τα νερά. Σύμφωνα με τις αναφορές, απίστευτος αριθμός κανονιών στέλνονταν προς τις απειλούμενες περιοχές. Η εκτεταμένη ακτογραμμή τού Φερράντε ήταν εκτεθειμένη σε επίθεση, αν και αυτός είχε τοποθετήσει ισχυρές φρουρές σε διάφορα σημεία τής επικράτειάς του. Τα μέσα που είχε στη διάθεσή του δεν επαρκούσαν για παρατεταμένη εκστρατεία. «Οι δικοί του κίνδυνοι είναι και δικοί μας. Ο κοινός εχθρός μπορεί να εισέλθει στα σπίτια μας από την δική του πόρτα, γιατί αν καταληφθεί οποιαδήποτε γωνία τής επικράτειάς του, θα άνοιγε το δρόμο για την καταστροφή και άλλων χριστιανών». Η Περιοχή (Marche) τής Αγκώνας ήταν εκτεθειμένη σε επίθεση και η προστασία της ήταν δαπανηρή. Για άλλη μια φορά λοιπόν ο Ιννοκέντιος στράφηκε προς όλους τούς ηγεμόνες και δυνάμεις τής Ευρώπης, μεταξύ των οποίων ήταν και ο Φραντσέσκο Γκονζάγκα. Έπρεπε να αναλογιστούν τούς κινδύνους, στους οποίους ήσαν εκτεθειμένες η πίστη και οι χώρες τους. Έπρεπε να διαβουλευτούν με την Αγία Έδρα και να τής προσφέρουν βοήθεια για να αποτρέψει την καταστροφή. «Αν ενωθούμε μαζί στο πνεύμα και τη δύναμη, θα βοηθήσουμε την υπόθεση τού Θεού και θα αναζητήσουμε τη δική μας ασφάλεια και δόξα» (Si quod possumus omnes coniunctis animis ac viribus efficere voluerimus, iuvabit deus causam suam simulque securitati et glorie nostre prospiciet).27

Μερικές φορές φαινόταν σαν να εξαρτιόταν η παπική, η ενετική, η ναπολιτάνικη και η τουρκική εξωτερική πολιτική από το τι θα γινόταν με τον Τζεμ σουλτάνο. Προς το τέλος τού καλοκαιριού η Ενετική Γερουσία μιλούσε γι’ αυτό εκτεταμένα προς τον πρεσβευτή της στη Νάπολη.28 Όταν ανέκυπτε το αμήχανο ερώτημα τού ποιος θα μπορούσε να χρησιμοποιήσει τον Τζεμ σε εκστρατεία εναντίον τού αδελφού του, ήταν δύσκολο να βρεθεί ικανοποιητική απάντηση. Θα μπορούσε ο Κορβίνους, αλλά ήταν νεκρός. Οι Ενετοί ήθελαν να αποφύγουν τον πόλεμο με την Πύλη. Ούτε ο Ιννοκέντιος ούτε ο Φερράντε είχαν τούς πόρους για να ξεκινήσουν μια λεγόμενη σταυροφορία. Μολονότι ο συναγερμός που σημάνθηκε τον Μάιο τού 1492 αποδείχθηκε «λίγο δυνατός» (un peu fort), κανείς δεν μπορούσε να είναι σίγουρος πότε ή πού ή αν ο Τούρκος θα χτυπούσε. Εκτός από τις συνήθεις παρενοχλήσεις κατά μήκος των συνόρων τής Δαλματίας και εκτός από τούς κουρσάρους που ακολουθούσαν αμέσως μετά τον τουρκικό στόλο, οι Ενετοί πολίτες και υπήκοοι λίγα είχαν να φοβούνται εκείνο το καλοκαίρι είτε στη στεριά ή στο Αρχιπέλαγος. Και οι Τούρκοι δεν έκαναν επιθέσεις ούτε εναντίον τού Βελιγραδίου ούτε εναντίον τής Ραγούσας.29

Η είδηση ότι η σιδερένια αιχμή τής Ιερής Λόγχης βρισκόταν καθ’ οδόν προς τη Ρώμη φαίνεται ότι είχε προκαλέσει τόση αναταραχή στην παπική κούρτη, όση και η ενετική αναφορά ότι ο Βαγιαζήτ ετοίμαζε στόλο. Στις 4 Μαΐου (1492) οκτώ καρδινάλιοι, συμπεριλαμβανομένων των Bοργία και Τζουλιάνο ντέλλα Ρόβερε, συναντήθηκαν στην Αίθουσα τού Παπαγάλου τού παλατιού τού Βατικανού για να συζητήσουν τις τελετές που έπρεπε να συνοδεύουν την υποδοχή τού κειμηλίου. Μερικοί είχαν τη γνώμη ότι η αιχμή τής λόγχης έπρεπε να τύχει τής επισημότητας και ευλάβειας που είχε τύχει η κάρα τού Αγίου Ανδρέα, όταν την είχαν φέρει στη Ρώμη την εποχή τού Πίου Β’. Όμως άλλοι συνιστούσαν επιφυλακτικότητα, επισημαίνοντας ότι δήθεν αυθεντικές αιχμές τής Ιερής Λόγχης διατηρούνταν στη Νυρεμβέργη και σε άλλες πόλεις, όπως στο Παρίσι, «όπου στο παρεκκλήσι τού βασιλιά διατηρείται μια παρόμοια αιχμή λόγχης». Άλλοι όμως αναφέρονταν σε «συγκεκριμένο πολύ παλαιό χρονικό», σύμφωνα με το οποίο η αιχμή τής λόγχης είχε στην πραγματικότητα παραμείνει στην Κωνσταντινούπολη, όπου αποτελούσε αντικείμενο δημόσιου προσκυνήματος «μέχρι αυτούς τούς χρόνους» (usque ad hec tempora). Μάλιστα υπήρχαν πολλοί μάρτυρες, που ζούσαν ακόμη και είχαν δει την αιχμή τής λόγχης στην Κωνσταντινούπολη, πριν καταλάβουν οι Τούρκοι την πόλη το 1453. Λεγόταν ότι οι Ενετοί είχαν προσφέρει κάποτε 70.000 δουκάτα για το κειμήλιο, αλλά ο σουλτάνος δεν το παραχωρούσε σε αυτούς. Μερικοί από τούς καρδιναλίους ή άλλοι που ρωτήθηκαν εξέταζαν το ενδεχόμενο ο Βαγιαζήτ, ο κύριος εχθρός τής χριστιανοσύνης, να έκανε κάλλιστα το δώρο του μάλλον «με χλευασμό και με άλλο τρόπο απ’ ό,τι ο χλευασμός» (in derisum et derisionem quam aliter). Έχοντας μελετήσει αυτά και άλλα παρόμοια ζητήματα, οι οκτώ καρδινάλιοι έθεσαν το θέμα στον πάπα. Αν και οι περισσότεροι από τούς καρδινάλιους-ιερείς είχαν τη γνώμη ότι η Αυτού Αγιότης έπρεπε να πάρει την αιχμής τής λόγχης από τον Τούρκο απεσταλμένο χωρίς επισημότητα, αναμένοντας την κατάλληλη διερεύνηση των ισχυρισμών για αυθεντικότητα των κειμηλίων στη Νυρεμβέργη και στη Σαιν-Σαπέλ στο Παρίσι, ο Ιννοκέντιος Η’ αποφάσισε διαφορετικά και έστειλε στην Αγκώνα τον ανιψιό του Νικολό Τσίμπο, τον Τουρκόφωνο αρχιεπίσκοπο τής Αρλ, μαζί με τον Λούκα Μπόρσανο, επίσκοπο τού Φολίνιο, για να παραλάβουν την αιχμή τής λόγχης και να τη φέρουν με επίσημη πομπή στη Ρώμη.30

Οι Τσίμπο και Μπόρσανο έφυγαν από τη Ρώμη στις 7 Μαΐου (1492). Ο Αλντέλλο Πικκολομίνι, ένας εφημέριος από τη Σιένα, «ο συνάδελφός μου», λέει ο Μπούρχαρτ, «στο γραφείο τελετών», πήγε μαζί τους για να αναλάβει την ευθύνη τής γενικής πομπής και των τελετών που θα ήσαν απαραίτητες κατά μήκος τής διαδρομής. Στις 24 τού μηνός ο καρδινάλιος Τζουλιάνο ντέλλα Ρόβερε τής Όστια έφυγε από τη Ρώμη με τον καρδινάλιο Γεώργιο Κόστα τής Λισαβώνας, έχοντας διοριστεί λεγάτοι τού πάπα (de latere), για να συναντήσουν την πομπή καθ’ οδόν στο Νάρνι. Στο μεταξύ η παπική κούρτη είχε μάθει για την αναχώρηση τού νεαρού Φερράντε [Β’], πρίγκηπα τής Κάπουα, από Νάπολη προς Ρώμη. Ο πάπας είχε στείλει τον γιο του, τον Φραντσεσκέττο Τσίμπο, να συναντήσει τον Φερράντε στα νότια όρια των εδαφών τής εκκλησίας.31 Στις 27 Μαΐου ο Φερράντε εισήλθε στη Ρώμη από την Πύλη Ασινάρια, όπου τον υποδέχθηκαν οι καρδινάλιοι τού Μπενεβέντο και τής Σιένας. Ο Ινφεσσούρα λέει ότι ήρθε «με 900 ιππότες και 260 μουλάρια φορτωμένα με κουτιά και πράγματα». Ο πάπας υποδέχθηκε τον Φερράντε στην Αίθουσα τού Παπαγάλλου, με τούς καρδινάλιους καθισμένους γύρω του σε κύκλο, «με τρόπο εκκλησιαστικού συμβουλίου» (more consistoriali). Ο πρίγκηπας τής Κάπουα αναφέρθηκε στον παππού του, τον βασιλιά Φερράντε, στον πατέρα του, τον Αλφόνσο τής Καλαβρίας, καθώς στον εαυτό του, σε σύντομη ομιλία προς τον πάπα, στην οποία ο Ιννοκέντιος απάντησε με την ίδια συντομία. Aφού χαιρέτησε τούς καρδιναλίους, αρχίζοντας από τον Βοργία, με «φιλί στο στόμα» (oris osculum), ο πρίγκηπας κάθισε μετά τον καρδινάλιο τής Σιένα. Στη συνέχεια προσέγγισαν τον παπικό θρόνο τα μέλη τής ακολουθίας του. Σε λίγο επιτράπηκε στους Ναπολιτάνους να επιστρέψουν στα δωμάτιά τους.32 Κατά την παραμονή του στη Ρώμη, ο Φερράντε

είχε προσκληθεί από τον καρδινάλιο Aσκάνιο [Σφόρτσα] σε δείπνο, που διήρκεσε από την εικοστή μέχρι την πέμπτη ώρα τής νύχτας [από τις 5:00 μ.μ. μέχρι τις 2:00 π.μ. περίπου], στο οποίο υπήρχαν τόσο πολλά και υπέροχα πιάτα και πολυτελή πράγματα, που θα ήταν αδύνατο να περιγραφούν εδώ με λεπτομέρειες. … Αρκεί να ειπωθεί ότι αν ερχόταν ο βασιλιάς τής Γαλλίας ή κάποιος άλλος αντίστοιχος, τίποτε περισσότερο δεν θα μπορούσε να είχε γίνει. Τίποτε δεν έχει αναφερθεί με ακρίβεια για τον λόγο τού ερχομού του.33

Όμως ο λόγος ήταν σαφώς κατανοητός στο Παρίσι και στο Μιλάνο. Στις 29 Μαΐου ο Τούρκος απεσταλμένος εισήλθε στη Ρώμη από την Πόρτα ντελ Πόπολο, αφού τον είχαν υποδεχθεί, ύστερα από κάποια σύγχυση, ο κόμης τού Πιτιλιάνο Νικολό Ορσίνι, ο Φραντσεσκέττο Τσίμπο και διάφοροι ευγενείς τής Ρώμης. Είχε μόνο πέντε υπηρέτες μαζί του. Ο Τζόρτζιο Μποκιάρντι, αδελφός τού αρχιεπισκόπου τής Αρλ, είχε έρθει μαζί του για να χρησιμεύσει ως διερμηνέας. Ο απεσταλμένος ίππευσε μέσα στην πόλη ανάμεσα στους Ορσίνι και Φραντσεσκέττο, ακολουθούμενος από τούς πρέσβεις τής Πολωνίας, τής Βενετίας, τού Μιλάνου, τής Φλωρεντίας και τής Σιένας. Η έφιππη συνοδεία προχώρησε από την Πόρτα ντελ Πόπολο κατά μήκος τής (σημερινής) Βία ντελ Κόρσο μέχρι την εκκλησία τής Σάντα Μαρία στη Βία Λάτα), όπου έστριψαν δεξιά και προχώρησαν για κάποια απόσταση περνώντας από την Πλατεία Ανθέων (Κάμπο ντέι Φιόρι), από εκεί βορειοδυτικά προς την Πλατεία Αγίου Πέτρου και προς το σπίτι κάποιου Μπαρτολομέο Μονιάνι, κάποτε παπικού αρχιθαλαμηπόλου, που είχε ετοιμαστεί ως κατοικία τού απεσταλμένου κατά τη διάρκεια τής παραμονής του στη Ρώμη. Φτάνοντας ο απεσταλμένος ευχαρίστησε τη συντροφιά που τον συνόδευσαν και αποχώρησαν όλοι,34 προφανώς ανυπόμονοι να μάθουν νέα για την πρόοδο των καρδιναλίων ντέλλα Ρόβερε και Κόστα, τούς οποίους ο πάπας είχε στείλει στο Νάρνι, για να μεταφέρουν τη σιδερένια αιχμή τής Ιερής Λόγχης στη Ρώμη.

Ο Γιόχαν Μπούρχαρτ είχε ετοιμάσει περίτεχνα σχέδια για την υποδοχή τού κειμηλίου. Οι καρδινάλιοι Όστιας και Λισαβώνας είχαν προφανώς φτάσει στη Ρώμη λίγο μετά την άφιξη τού Τούρκου απεσταλμένου. Παρά τη ζέστη και την απειλή βροχής, από την οποία είχε υπάρξει πολλή τον τελευταίο καιρό, ο ασθενικός Ιννοκέντιος Η’ πήγε ο ίδιος τις πρώτες πρωινές ώρες τής 31ης Μαΐου (1492) στην εκκλησία τής Σάντα Μαρία ντελ Πόπολο, όπου ακριβώς έξω από την πύλη τής πόλης τον περίμεναν οι δύο καρδινάλιοι, με την αιχμή τής λόγχης σε κρυστάλλινο αρτοφόριο. Ήταν η μέρα τής γιορτής τής Αναλήψεως. Ο πάπας μπήκε και παρέμεινε στην εκκλησία αρκετή ώρα για να προσευχηθεί μπροστά στο ιερό και για να φορέσει ένα πλούσιο pluvial και μια πολύτιμη τιάρα. Στη συνέχεια ακολούθησε τη μακρά σειρά αξιωματούχων, ιεραρχών και καρδιναλίων έξω από την εκκλησία στην πλατεία. Tο κουβούκλιο (baldacchino) εγκαταλείφθηκε, εξαιτίας τής πίεσης τού πλήθους έξω από την εκκλησία. Περίπου σαράντα η περισσότερα βήματα πέρα από την Πόρτα ντελ Πόπολο στεκόταν ο Τζουλιάνο ντέλλα Ρόβερε και ο συνάδελφός του τής Λισαβώνας.

Καθώς πλησίαζε ο Ιννοκέντιος, προχωρήσαν για να τον συναντήσουν. Ο καρδινάλιος Τζουλιάνο παρουσίασε στον πάπα το κρυστάλλινο αρτοφόριο που περιείχε την αιχμή τής λόγχης. Ο Ιννοκέντιος έβγαλε την τιάρα του πριν την παραλάβει «και την φίλησε ευλαβικά» (et illud osculatus est reverenter). Ήταν δύσκολο τώρα να οργανώσουν πομπή για την επιστροφή στον Άγιο Πέτρο. Μεγάλο πλήθος πλημμύριζε την περιοχή γύρω από την πύλη και μπροστά από την εκκλησία τής Σάντα Μαρία ντελ Πόπολο. Ο παπικός αρχιθαλαμηπόλος χρειάστηκε πάνω από μία ώρα για να καταφέρει να ξεκινήσει η πομπή. Ο κλήρος τής πόλης ήταν τόσο ενθουσιασμένος και ταραχώδης, όσο και τα μέλη των Ρωμαϊκών συντεχνιών και αδελφοτήτων. Οι άνθρωποι των συντεχνιών αρνιούνταν να ακολουθήσουν τούς κληρικούς, ενώ διαφωνούσαν και μεταξύ τους για το προβάδισμα. Τελικά ένας καρδινάλιος τούς διέταξε να προχωρήσουν ή να αποχωρήσουν επί ποινή. Προχώρησαν και ακολούθησαν οι κληρικοί. Ο Μπούρχαρτ έχει καταγράψει επιμελώς τη σειρά τής πομπής. Ναπολιτάνοι ευγενείς τής ακολουθίας τού νεαρού πρίγκηπα τής Κάπουα βοηθούσαν στη μεταφορά τού παπικού κουβούκλιου (baldocchino). Παρά τη δυσκολία στην αρχή, η πομπή πλέον κινούνταν εύκολα. Η διαδρομή είχε όλη καθαριστεί και είχαν κρεμαστεί λάβαρα, λέει ο Μπούρχαρτ, από το Παλάτσο Μαρτέλλι μέχρι τη βασιλική τού Αγίου Πέτρου. Κάτω από τη στοά τής βασιλικής η πομπή διαλύθηκε. Ο κουρασμένος πάπας, προφανώς άρρωστος, έδωσε στο πλήθος την ευλογία του, ενώ ο Ροδρίγο Βοργία κρατούσε το αρτοφόριο που περιείχε την αιχμή τής λόγχης. Πλήρης άφεση αμαρτιών χορηγήθηκε σε εκείνους που είχαν παρακολουθήσει την υποδοχή τού πολύτιμου κειμήλιου.

Ο Τούρκος απεσταλμένος, τον οποίο ο Μπούρχαρτ αποκαλεί «Χασίμ μπέη» (Chasimpuerg), πλησίασε τώρα τον πάπα και τού παρέδωσε επιστολές. Με τον Τζόρτζιο Μποκιάρντι να ενεργεί ως διερμηνέας, εξήγησε ότι ο σουλτάνος Βαγιαζήτ είχε στείλει την αιχμή τής λόγχης στη Ρώμη. Ο απεσταλμένος ζήτησε τότε την άδεια να δει τον Τζεμ σουλτάνο. Ο πάπας απάντησε ότι θα δει τις επιστολές αργότερα και στη συνέχεια θα δώσει την απάντησή του. Τις έδωσε για φύλαξη στον Νικολό Τσίμπο, τον αρχιεπίσκοπο τής Αρλ. Οι επιστολές δεν ανοίχτηκαν ούτε διαβάστηκαν κατά τη στιγμή τής παράδοσής τους στον πάπα, γιατί λεγόταν ότι ο απεσταλμένος είχε φέρει τη σύνταξη 40.000 δουκάτων για τον Τζεμ και αυτές θα περιλάμβαναν αναφορά στο γεγονός. (Όμως ο απεσταλμένος δεν είχε φέρει τα χρήματα, τα οποία ο Βαγιαζήτ σύντομα θα αρνούνταν να πληρώσει.) Ο Ιννοκέντιος αποσύρθηκε στο παλάτι, ενώ οι καρδινάλιοι εισήλθαν στον Άγιο Πέτρο. Ο καρδινάλιος τού Αγίου Κλήμεντα έκανε δημόσια λειτουργία, στην οποία συμμετείχε ευσυνείδητα ο Φερράντε τής Κάπουα. Η παρουσία τού νεαρού πρίγκηπα προκάλεσε διάφορα προβλήματα εκκλησιαστικού πρωτοκόλλου, τα οποία ο ακούραστος Μπούρχαρτ κατόρθωσε να επιλύσει.35

Ο Σιγκισμόντο ντε Κόντι έχει διασώσει το κείμενο τής επιστολής τού σουλτάνου Βαγιαζήτ προς τον πάπα, στην οποία απλώς τονίζει ότι έστελνε στη Ρώμη την αιχμή τής λόγχης που είχε κεντήσει την πλευρά τού μεγάλου προφήτη Ιησού Χριστού. Ο σουλτάνος ζητούσε να επιτραπεί στον απεσταλμένο του να δει τον Τζεμ σουλτάνο και να φέρει γρήγορα πίσω στην Ισταμπούλ καθησυχαστικά νέα για την καλή υγεία τού ίδιου τού πάπα.36 Δεν αναφερόταν τίποτε για τα χρήματα, αν και αναμφίβολα ο απεσταλμένος ρωτήθηκε για τις προθέσεις τού κυρίου του στο ζήτημα αυτό.

Την Κυριακή 3 Ιουνίου (1492) η εγγονή τού πάπα Μπαττιστίνα παντρεύτηκε τον Λουίτζι τής Αραγωνίας, μαρκήσιο τού Γκεράτσε και θείο τού πρίγκηπα τής Κάπουα. Η τελετή πραγματοποιήθηκε στο παλάτι τού Βατικανού, «στην πρώτη αίθουσα μετά τον θάλαμο τού ποντίφηκα, πάνω από τον κήπο» (in prima camera post aulam pontificum, supra hortum), που είχε ετοιμαστεί μεγαλοπρεπώς για την περίσταση. Τον γάμο έκανε ο αρχιεπίσκοπος Τζιοβάννι ντε Σάκκι τής Ραγούσας, παρουσία τού πάπα, των καρδιναλίων τού Αλυσοδεμένου Αγίου Πέτρου, τού Μπενεβέντο και τής Σάντα Αναστάζια, τού πρίγκηπα τής Κάπουα, τής κόρης τού πάπα και μητέρας τής νύφης Τεοντορίνα, τής αδελφής τής νύφης Περέττα, τού Φραντσεσκέττο Τσίμπο και τής συζύγου του Μανταλένα, κόρης τού Λορέντσο τού Μεγαλοπρεπούς, τού δούκα τού Αμάλφι Αλφόνσο Πικκολομίνι «και πολλών άλλων βαρώνων [και] ευγενών σαράντα στον αριθμό ή περίπου τόσων». Ο ανθρωπιστής και πολιτικός Τζιοβάννι Τζιοβιάνο Ποντάνο, πρώτος γραμματέας τού βασιλιά τής Νάπολης, ήταν επίσης παρών και βοήθησε τον Λουίτζι στην τελετή, τα πλήρη στοιχεία τής οποίας παρέχονται από τον Μπούρχαρτ.37

Την επόμενη μέρα, στις 4 τού μηνός, έγινε μυστικό εκκλησιαστικό συμβούλιο, στο οποίο ανατέθηκε στον Φερράντε, τον πρίγκηπα τής Κάπουα, το βασίλειο τής Νάπολης, regnum Sicilie, απόφαση που θα ίσχυε μετά τον θάνατο τού πατέρα του, τού Αλφόνσο τής Καλαβρίας και τού παππού του, τού βασιλιά Φερράντε. Δύο μέρες αργότερα ο πρίγκηπας τής Κάπουα αναχώρησε για τη Νάπολη, συνοδευόμενος από τούς καρδινάλιους τής Σιένα και τού Μπενεβέντο πέρα από την Πόρτα Ασινάρια. Έφυγε λίγο μετά το μεσημέρι, δείπνησε στη Γκροτταφερράτα και πέρασε τη νύχτα στο Μαρίνο.38 H ανάθεση στον νεαρό Φερράντε είχε καταστεί αναγκαία από παπική διακήρυξη σε δημόσιο εκκλησιαστικό συμβούλιο (τον Νοέμβριο τού 1489), ότι ο οίκος τής Αραγωνίας αποκληρωνόταν και ότι το βασίλειο τής Νάπολης επανερχόταν μέσω κατάσχεσης στην Αγία Έδρα.

Ο πάσχων ποντίφηκας υποδέχθηκε τον Οθωμανό απεσταλμένο σε αποχαιρετιστήρια ακρόαση στις 14 Ιουνίου, κατευθύνοντάς τον να προειδοποιήσει τον σουλτάνο Βαγιαζήτ, ότι αν παραβίαζε την υπόσχεσή του για ειρήνη, οι χριστιανοί θα χρησιμοποιούσαν τον Τζεμ σουλτάνο εναντίον του. Καμία επίθεση εναντίον τής Ουγγαρίας δεν θα γινόταν ανεκτή. Όμως ο Βαγιαζήτ συνέχιζε να συσσωρεύει τις δυνάμεις του, όπως προειδοποιούσαν οι Ενετοί τον βασιλιά Φερράντε,39 ενώ οι δραστηριότητες τού Ιννοκέντιου Η’ σύντομα θα τελείωναν. Ο γραμματέας του, ο Σιγκισμόντο ντε Κόντι, γράφει ότι η υποδοχή τής Ιερής λόγχης «ήταν σχεδόν η τελευταία πράξη τού Ιννοκέντιου». Η παπική του θητεία ήταν γεμάτη από πόλεμο και φόβο τού πολέμου, έτσι ώστε δεν είχε τολμήσει ακόμη να εκπληρώσει τον όρκο του να επισκεφθεί το ιερό τής Σάντα Μαρία ντι Λορέτο. Μάλιστα σπάνια είχε τη δυνατότητα να πατήσει το πόδι του έξω από τα τείχη τής πόλης και σε τέτοιες περιπτώσεις μόνο για να πάει στην Όστια με μεγάλη φρουρά ή στη βίλλα του στη Μαλιάνα, επί τής Βία Πορτέζε έξι μίλια από τη Ρώμη.40

Ο Ιννοκέντιος ήταν άρρωστος για δύο περίπου χρόνια. Ο γραμματέας του μάς πληροφορεί ότι έπασχε από τεταρταίο πυρετό και ουρολογικές διαταραχές, αν και η ικανότητα τού ηλικιωμένου γιατρού του, τού Τζάκομο ντι Σαν Τζενέζιο κατάφερναν να κρατούν σε εκκρεμότητα για κάποιο διάστημα τις χειρότερες επιπτώσεις των παθήσεών του. Μετά τον θάνατο τού Τζάκομο οι νέοι γιατροί τού πάπα δεν μπόρεσαν να αντιμετωπίσουν το πρόβλημα.41 Από τις αρχές τής άνοιξης τού 1492 η χειροτέρευση τής κατάστασης τού Ιννοκέντιου έγινε πολύ έντονη. Στις 8 Απριλίου είχε πεθάνει ο Λορέντσο Μέδικος, «ο πρώτος πολίτης τής Ιταλίας» (il primo cittadino d’ltalia). Ο θάνατός του απομάκρυνε από την πολιτική σκηνή τον κύριο υποστηρικτή τής διατήρησης τής ειρήνης στη χερσόνησο, την οποία θεωρούσε ως τον καλύτερο τρόπο αντιμετώπισης τής συνεχούς απειλητικής γαλλικής επέμβασης στις ιταλικές υποθέσεις. Ο Φραντσεσκέττο, ο γιος τού Ιννοκέντιου, ήταν παντρεμένος, όπως γνωρίζουμε, με τη Μανταλένα, την κόρη τού Λορέντσο. Ο πάπας αισθάνθηκε έντονα τον θάνατο τού Λορέντσο, αλλά την αίσθηση τής απώλειας προκαλούσαν περισσότερο πολιτικές παρά προσωπικές εκτιμήσεις. Καθώς η κατάσταση τού πάπα χειροτέρευε από μέρα σε μέρα, οι καρδινάλιοι επέστρεψαν στη Ρώμη, παρά τη ζέστη στα μέσα Ιουλίου. Οι τελευταίες ημέρες τού Ιννοκέντιου Η’ καταγράφονται λεπτομερώς στις επιστολές που έστελνε στους Οκτώ (Otto di Pratica) ο Φλωρεντινός πρέσβης Φίλιππο Βαλόρι.42

Ο Βαλόρι αναφέρει ότι οι καρδινάλιοι ήρθαν όλοι στο παλάτι στις 17 Ιουλίου (1492). Πήραν την αιχμή τής ιερής λόγχης, που βρισκόταν στο δωμάτιο τού πάπα, για να την επιστρέψουν στο θησαυροφυλάκιο τού Αγίου Πέτρου.43 Έδωσαν επίσης την άδειά τους, για να διανείμει ο πάπας 48.000 δουκάτα μεταξύ των συγγενών του. Από τις 18 έως τις 21 Ιουλίου ο Ιννοκέντιος ήταν πολύ άσχημα, σημείωσε μια μικρή βελτίωση και στη συνέχεια υπέστη σοβαρή υποτροπή. Οι γιατροί του θεώρησαν την κατάσταση απελπιστική και σταμάτησαν να τού δίνουν φάρμακα. Το πρωί τής 20ης τού μηνός οι καρδινάλιοι συγκεντρώθηκαν και πήραν μέτρα για την εξασφάλιση τής διακυβέρνησης κατά τη διάρκεια τής ασθένειας τού πάπα και για την αναμενόμενη περίπτωση τού θανάτου του. Ανέθεσαν εκατό τοξότες στον Νικολό Ορσίνι, κόμη τού Πιτιλιάνο, για την αστυνόμευση των δρόμων, καθώς και διακόσιους πεζούς στρατιώτες, για να φρουρούν τις πύλες και τις γέφυρες τής πόλης.44 Αυτά έγιναν στις 20 Ιουλίου. Στις 23 τού μηνός η δύναμη πεζικού τού Ορσίνι αυξήθηκε σε τετρακόσιους, ενώ στρατολογήθηκαν κι άλλοι εκατό άνδρες ως ειδική φρουρά για τον Τζεμ σουλτάνο.45

Καθώς η κατάσταση τού πάπα χειροτέρευε, αυξανόταν η ένταση στην παπική κούρτη και στην πόλη. Ο Βαλόρι ενημέρωνε τούς εντολείς του στη Φλωρεντία ότι στις 24 Ιουλίου μια συγκέντρωση των καρδιναλίων ανέθεσε όλη την αρμοδιότητα τού Ιερού Κολλέγιου στον Ραφφαέλε Ριάριο, τον προϊστάμενο τού παπικού ταμείου (Καμεράριο ή Καμερλένγκο). Η στρατολόγηση πεζικού αυξήθηκε σε οκτακόσιους άνδρες, για να φρουρούν το Μπόργκο, το Βατικανό και άλλα μέρη τής πόλης. Εκτός αυτού, ο δραστήριος ηγούμενος τού Σαιν Ντενί, Ζαν ντε Μπιλιέρ-Λαγκρολά, ο οποίος ήταν πρέσβης τού Καρόλου Η’ στην Αγία Έδρα, έγινε κυβερνήτης τής Ρώμης, με δύναμη τετρακοσίων ανδρών. Στον κόμη τού Πιτιλιάνο ανατέθηκε η προστασία τού Μπόργκο και τού Βατικανού. Τώρα είχε τουλάχιστον οκτακόσιους πεζούς στρατιώτες υπό τις διαταγές του, ενώ είχαν ληφθεί μέτρα για την αντιμετώπιση κάθε έκτακτης ανάγκης που μπορούσε να ανακύψει σε ακτίνα δύο περίπου μιλίων από την πόλη. Το πρωί τής 25ης τού μηνός οχυρώθηκαν το Βατικανό και διάφορα άλλα μέρη. Τοποθετήθηκε πυροβολικό σε στρατηγικές θέσεις. Ο Τζεμ σουλτάνος μεταφέρθηκε στο διαμέρισμα πάνω από την Καπέλλα Σιξτίνα, «σε μια πολύ ισχυρή θέση», γράφει ο Βαλόρι, «όπου θα είναι τόσο ασφαλής, όσο θα ήταν στο Καστέλ Σαντ’ Άντζελο». Εκείνο το πρωί ο πάπας είχε πάρει την τελευταία κοινωνία. Οι γιατροί του είχαν πει ότι δεν θα ζούσε μέχρι τα μεσάνυχτα. Οι διαπραγματεύσεις συνεχίζονταν μεταξύ των καρδιναλίων, εν όψει τού επικείμενου κογκλάβιου.46

Οι γιατροί τού πάπα δεν είχαν κάνει λάθος. Η κατάσταση τού Ιννοκέντιου Η’ ήταν απελπιστική. Πέθανε το βράδυ στις 25 προς 26 Ιουλίου 1492. Το Ιερό Κολλέγιο συγκεντρώθηκε στο Ανάκτορο τού Βατικανού. Ως συνήθως ύστερα από θάνατο πάπα, ο καρδινάλιοι που είχε δημιουργήσει αυτός συνόδευσαν το σώμα του στον Άγιο Πέτρο. Ο καστελλάνος τού Σαντ’ Άντζελο ορκίστηκε φεουδαρχική υποταγή στο Κολλέγιο, πράγμα που αποτελούσε άλλη συνήθη διαδικασία κατά τον θάνατο ποντίφηκα (obitu pontificis). Οι εγκατεστημένοι στη Ρώμη πρεσβευτές των ιταλικών κρατών πρόσφεραν στο Κολλέγιο την υποστήριξη και τούς πόρους των κρατών τους, εφόσον χρειαζόταν, ευγενική αλλά όχι πολύ σημαντική χειρονομία. Οι καρδινάλιοι έδειχναν ιδιαίτερα ενωμένοι. Η πόλη βρισκόταν στα όπλα, αλλά δεν υπήρχε οχλαγωγία. Οι Ορσίνι και οι Κολόννα ήσαν τόσο φιλειρηνικοί, όσο και οι υπόλοιποι τοπικοί βαρώνοι. Κάποιοι από αυτούς είχαν δηλώσει την υποστήριξή τους προς την κυβέρνηση τής πόλης για τη διατήρηση τής τάξης. Η περίοδος πένθους, μαζί με τις τελετές που τη συνόδευαν, θα ξεκινούσε το Σάββατο στις 28 τού μηνός και θα κρατούσε εννέα μέρες. Το κογκλάβιο θα ξεκινούσε τη δέκατη μέρα (6 Αυγούστου). Η πόλη παρέμενε εκπληκτικά ήσυχη. Στο παρασκήνιο βρίσκονταν σε εξέλιξη διαπραγματεύσεις μεταξύ των καρδιναλίων. Καθώς ξεκινούσε το κογκλάβιο, ο Βαλόρι ενημέρωνε τούς Οκτώ (Otto di Pratica) στη Φλωρεντία ότι οι καρδινάλιοι Ολιβιέρο Καράφα τής Νάπολης και Γεώργιος Κόστα τής Λισαβώνας, που έχαιραν μεγάλης εκτίμησης, φαίνονταν ως οι πιο πιθανοί υποψήφιοι για την τριπλή τιάρα.47

Ο Ιννοκέντιος Η’ θάφτηκε στις 5 Αυγούστου στον παλιό Άγιο Πέτρο, κοντά στον μεγάλο βωμό τής Παναγίας, απέναντι από τον τάφο τού Παύλου Β’, «τον οποίο προσπάθησε να μιμηθεί ως καλός και αξιέπαινος ποντίφηκας».48 Δεν είχε υπάρξει πολύ κάλος πάπας. Ίσως δεν είχε επιλέξει αρκετά υψηλό υπόδειγμα προς μίμηση. Σύμφωνα με τον Σιγκισμόντο ντε Κόντι, την προηγουμένη τού θανάτου του ο Ιννοκέντιος είχε καλέσει τούς καρδινάλιους στο παλάτι και, αν και η φωνή του ήταν πολύ αδύναμη, εξέφραζε κάπως εκτεταμένα τη λύπη ότι δεν είχε καταφέρει να ανταποκριθεί στο φορτίο που είχε τεθεί επάνω του. Ζήτησε τη συγγνώμη τους και τούς προέτρεψε σε πνεύμα σύμπνοιας να εκλέξουν έναν καλύτερο πάπα από εκείνον που είχαν.49 Μένει να δούμε αν θα το έκαναν.

Ένα διεφθαρμένο Κολλέγιο δεν θα μπορούσε να παράγει υψηλόφρον κογκλάβιο. Ο Ιννοκέντιος Η’ μπορεί να έλπιζε για διάδοχο καλύτερον από εκείνον, αλλά οι προοπτικές εκλογής άξιου πάπα δεν ήσαν καλές, λαμβάνοντας υπόψη την κοσμικότητα καρδιναλίων όπως ο Ασκάνιο Σφόρτσα, ο Ροδρίγο Βοργία, ο Τζουλιάνο και οι άλλοι ντέλλα Ρόβερε, ο Ραφαέλε Ριάριο, ο Τζιαντζάκομο Σκλαφενάτι, ο Λορέντσο Τσίμπο, ο Αντονιότο Παλαβιτσίνι, ο Μαφφέο Γκεράρντο, ο Φεντερίγκο ντι Σαν Σεβερίνο και ο Μπαττίστα Ορσίνι. Κατά τη διάρκεια παπικού μεσοδιαστήματος ο καρδινάλιος Καμεράριος (Καμερλένγκο) κυβερνούσε την πόλη και τα κράτη τής εκκλησίας. Στη θέση αυτή ο Ριάριο έδειξε ότι ήταν ικανός.

Στις 6 Αυγούστου 1492 εικοσιτρείς καρδινάλιοι εισήλθαν στο κογκλάβιο, που πραγματοποιήθηκε στο παρεκκλήσι τού Σαν Νικολό ντα Μπάρι, στο ανάκτορο τού Βατικανού. Ο κυνισμός με τον οποίο οι περισσότεροι από αυτούς επιδίωκαν τις δουλειές τους είναι εκπληκτικός. Η ατμόσφαιρα στο κογκλάβιο ήταν τεταμένη, λόγω τής εχθρότητας μεταξύ Μιλάνου και Νάπολης, η οποία απειλούσε να βυθίσει την Ιταλία στον πόλεμο. Ο Ιννοκέντιος Η’ ήταν τόσο απαραίτητος για τη διατήρηση τής ειρήνης όσο και ο Λορέντσο Μέδικος και τώρα είχαν πεθάνει και οι δύο. Ο Ασκάνιο Σφόρτσα εκπροσωπούσε τα συμφέροντα τού αδελφού του, τού Λοντοβίκο Μόρο. Ο βασιλιάς Φερράντε υποστήριζε λοιπόν τον Τζουλιάνο ντέλλα Ρόβερε, τον πιο πικρό εχθρό τού Aσκάνιο και τον πιο διακεκριμένο αντίπαλο. Έχουμε πολλές πληροφορίες για το κογκλάβιο, συμπεριλαμβανομένων των τριών ψηφοφοριών στο διάστημα 8-10 Αυγούστου, αλλά και πάλι υπάρχει κενό στο ημερολόγιο τελετών τού Γιόχαν Μπούρχαρτ (ο οποίος ήταν παρών στο κογκλάβιο), το οποίο εκτείνεται από τις 14 Ιουνίου μέχρι τις 2 Δεκεμβρίου 1492. Τις πρώτες πρωινές ώρες τής 11ης Αυγούστου ανακοινώθηκε η εκλογή τού καρδιναλίου Ροδρίγο Βοργία ως πάπα Αλέξανδρου ΣΤ’. Κατά τον Πάστορ η εκλογή, αν και αναμφισβήτητα έγκυρη, υπήρξε αποτέλεσμα σιμωνίας και μηχανορραφιών (durch masslose simonistische Umtriebe erzielt).50

Φαίνεται ότι ορισμένα ιστορικά θέματα προορίζονται για ατέρμονα διαμάχη. Ένα από αυτά είναι το κατά πόσον η εκλογή τού Αλέξανδρου ΣΤ’ υπήρξε πραγματικά σιμωνιακή. Το πρόβλημα είναι στην πραγματικότητα πιο περίπλοκο απ’ ό,τι φαίνεται να έχει συνειδητοποιήσει ο Πάστορ. Πριν από χρόνια ο Πικόττι εξέφρασε ορισμένες τεχνικές επιφυλάξεις κατά πόσον ο Ροδρίγο Βοργία ήταν κυριολεκτικά ένοχος για σιμωνία: «δεν μπορεί να είναι σιμωνία, όταν η τιμή δεν καθορίζει τη βούληση τού δικαιούχου, αλλά το πολύ να ενισχύει την απόφαση που έχει ήδη ληφθεί» (non potendo essere simonia, quando il prezzo non determina la volonta di chi lo riceve, ma tutt’al piu lo rafforza nella deliberazione gia presa).51 Δηλαδή υπάρχει διαφορά ανάμεσα στη δωροδοκία και την ανταμοιβή. Ο Πικόττι πίστευε ότι ο Ασκάνιο μπήκε στο κογκλάβιο με πρόθεση να κάνει πάπα τον Βοργία, για να προστατεύσει τα μιλανέζικα συμφέροντα και να ματαιώσει το στόχο τού κύριου εχθρού του, τού Τζουλιάνο ντέλλα Ρόβερε. Αναμφίβολα αυτός ήξερε ποια θα ήταν η ανταμοιβή του, μέσω προηγούμενης συνεννόησης με τον Βοργία, αλλά το κίνητρο των δραστηριοτήτων του στο κογκλάβιο δεν ήταν κυρίως η προσδοκία αυτής τής ανταμοιβής. Οι τρεις ψηφοφορίες στις 8-10 Αυγούστου διασώζονται σε ένα μοναδικό αντίτυπο σε χειρόγραφο τού Βατικανού.52 Η ανάλυση και ερμηνεία τους θα προκαλούσε σύγχυση, εκτός αν υπήρχαν πολλά άλλα αποδεικτικά στοιχεία, γιατί ακόμη και η τρίτη ψηφοφορία δεν παρείχε καμία υπόσχεση για την εκλογή τού Βοργία πριν το ηλιοβασίλεμα τής 10ης Αυγούστου.53 Δεν ήταν σπάνιο σε ένα κογκλάβιο κάθε καρδινάλιος να ψηφίζει δύο ή τρεις υποψηφίους. Μερικές φορές αυτές οι ψήφοι ήσαν χειρονομίες ευγένειας. Μερικές φορές, στις πρώτες ψηφοφορίες ήσαν σχεδιασμένες για να παραπλανήσουν τούς αντιπάλους κάποιου. Όμως μετά την τρίτη ψηφοφορία, περίπου στις επτά το απόγευμα στις 10 Αυγούστου 1492, ο Aσκάνιο Σφόρτσα έγραψε σημείωμα μέσα από το ίδιο το κογκλάβιο προς τον αδελφό του Λοντοβίκο Μόρο, ότι οι καρδινάλιοι είχαν αποφασίσει να εκλέξουν ως πάπα τον αντικαγκελάριο Ροδρίγο Βοργία «αύριο το πρωί».54 Και πράγματι, το επόμενο πρωί, στις 11 τού μηνός, πραγματοποιήθηκε η τελευταία ψηφοφορία. Υπήρχε ήδη κάποιος φόβος γαλλικής εκστρατείας κατά τής Νάπολης και ο αντικαγκελάριος προφανώς θεωρήθηκε ότι θα ήταν ισχυρός και ανεξάρτητος πάπας. Τη φορά αυτή πήρε όλες τις ψήφους, εκτός από τη δική του, την οποία έδωσε στον Καράφα.55

Κατά την κρίσιμη στιγμή στο κογκλάβιο, ο Aσκάνιο, που δεν είχε πιθανότητες να εκλεγεί ο ίδιος, κατεύθυνε τούς οπαδούς του να ορίσουν τον Ροδρίγο Βοργία ως υποψήφιό τους και το έκαναν. Οι ψήφοι τους, μαζί με εκείνες των υποστηρικτών τού ίδιου τού Βοργία, είχαν κερδίσει την εκλογική νίκη, για την οποία ο Aσκάνιο ευχαριστούσε τον Θεό στην επιστολή του προς τον Μόρο. Ο γερουσιαστής Ρώμης Αμπρότζιο Μιραμπίλια έγραφε στον Μπαρτολομέο Κάλκο, τον δουκικό γραμματέα τού Μιλάνου, ότι ο Ασκάνιο «ήταν η μόνη αιτία που έγινε αυτός πάπας» (e stato causa luy solo de farlo papa).56 Όταν το αποτέλεσμα είχε κριθεί, όλοι οι καρδινάλιοι προσχώρησαν στον χορό τής σύμφωνης γνώμης, ακόμη και ο Τζουλιάνο ντέλλα Ρόβερε, ο οποίος αντιπαθούσε τον Βοργία όσο και τον Ασκάνιο. Ο παπικός γραμματέας και χρονικογράφος Σιγκισμόντο ντε Κόντι λέει ότι η εκλογή ήταν ομόφωνη57 και κατά τη διάρκεια τού δεύτερου δεκαπενθήμερου τού Αυγούστου το Ιερό Κολλέγιο ενημέρωνε όλη την Ευρώπη για την τελική αρμονία απόψεων που επικράτησε στο κογκλάβιο.58 Παρ’ όλα αυτά, ο Ενετός απεσταλμένος στο Μιλάνο εξέφραζε τη δυσαρέσκεια κι άλλων εκτός από τούς συμπατριώτες του, όταν ενημέρωνε τον συνάδελφό του από τη Φερράρα, «ότι από σιμωνία και χίλιες φαυλότητες και αισχρότητες το παπικό αξίωμα έχει πωληθεί, πράγμα που είναι επονείδιστο και απεχθές» και ότι όταν η Γαλλία και η Ισπανία κατανοήσουν το μέγεθος τής παράβασης τού νέου πάπα, θα αποσύρουν την υπακοή τους σε αυτόν.59 Ίσως ο Ασκάνιο ήταν περισσότερο ένοχος για σιμωνία στις εκλογές τού Αυγούστου 1492 απ’ ό,τι ο φίλος του Ροδρίγο Βοργία, αλλά προφανώς ο Ενετός απεσταλμένος στο Μιλάνο δεν ήταν επαρκώς ευαίσθητος στην κατά τούς κανόνες διάκριση μεταξύ δωροδοκίας και ανταμοιβής, όταν επρόκειτο για παπικές εκλογές. Όμως όσο περισσότερο μελετούσε ο Πικόττι το κογκλάβιο τού 1492, τόσο πιο πολύ μετακινιόταν προς την άποψη τής σιμωνίας. Ο ίδιος έχει παρατηρήσει ότι ίσως δεν είναι τυχαίο ότι δεν υπάρχουν λογαριασμοί παπικού εισοδήματος και δαπανών στις εγγραφές εσόδων-εξόδων (Introitus et Exitus) για τον Αύγουστο τού 1492 —τα βιβλία φαίνεται ότι έχουν παραβιαστεί— και ότι εικονικές οφειλές προφανώς εφευρέθηκαν, ως οφειλόμενες στους καρδινάλιους Καμποφρεγκόζο, Ντομένικο ντέλλα Ρόβερε, Σανσεβερίνο και Ορσίνι, για πληρωμή από το παπικό ταμείο (Κάμερα Αποστόλικα).60

Ο Τζουλιάνο ντέλλα Ρόβερε θεωρούνταν γαλλόφιλος, μολονότι, όπως είδαμε, τον συμπαθούσε επίσης ο βασιλιάς Φερράντε τής Νάπολης. Η διακεκριμένη θέση τού Τζουλιάνο σε όλη τη διάρκεια τής παπικής θητείας τού Ιννοκέντιου Η’ είχε προδιαθέσει εναντίον του πολλούς από τούς συναδέλφους του. Η φοβερή διάθεσή του (animo terribile) τον είχε αποξενώσει από τον ακέραιο καρδινάλιο Φραντσέσκο Τοντεσκίνι Πικκολομίνι τόσο πολύ, όσο και η ακολασία τού Ροντρίγκο Βοργία. Παρ’ όλα αυτά θα ερχόταν ο καιρός τού Τζουλιάνο. Η εκλογή τού Αυγούστου τού 1492 αποτέλεσε έκπληξη τόσο για την παπική κούρτη όσο και για την Ευρώπη. Ο Boργία δεν φαινόταν να έχει μεγάλη υποστήριξη, αλλά ο Τζιανναντρέα Μποκάτσο, ο επίσκοπος τής Μόντενα και απεσταλμένος τής Φερράρας στην Αγία Έδρα, υπενθύμιζε στη δούκισσα Ελεονώρα σε επιστολή τής 4ης Αυγούστου, ότι ο τεράστιος πλούτος του τον έκανε ισχυρό υποψήφιο για τον παπισμό. Μπορούσε να διαθέσει την προσοδοφόρα αντικαγκελλαρία, «που είναι σαν δεύτερη παπική έδρα» (ch’e uno altro papato), καθώς και τις πόλεις Τσίβιτα Καστελλάνα και Νέπι, το φρούριο τού Σοριάνο, ένα μοναστήρι στη Λ’ Άκουϊλα αξίας 1.000 δουκάτων, άλλο ένα τέτοιο στο Αλμπάνο και δύο μεγαλύτερα στο βασίλειο τής Νάπολης, την επισκοπή τού Πόρτο με έσοδα 1.200 δουκάτα, τη μονή τού Σουμπιάκο με είκοσι δύο χωριά (castelli) που έφερναν 2.000 δουκάτα, καθώς και όπως λεγόταν δεκαέξι εξαιρετικές επισκοπές στην Ισπανία, συμπεριλαμβανομένης τής Βαλένθια αξίας 16.000, τής Καρθαγένης αξίας 7.000 και τής Μαγιόρκα αξίας 6.000, για να μην μιλήσουμε για τα διάφορα πλούσια μοναστήρια και άλλα επιδόματα εφημέριου.61 Ο Μποκάτσο δεν αναφέρει το μεγάλο παλάτι τού Boργία στη Ρώμη, το σημερινό Παλάτσο Σφόρτσα-Τσεζαρίνι στην Kόρσο Βιττόριο Εμμανουέλε, που βρίσκεται κοντά στο σπίτι που ανήκε τότε στη Βανότσα ντε Κατανέι στην Πιάτσα Μπράνκα, ανάμεσα στην γέφυρα τού Σαντ’ Άντζελο και στο Κάμπο ντέι Φιόρι.62 Η Βανότσα είχε υπάρξει ερωμένη τού Boργία. Ήταν η μητέρα τεσσάρων από τα παιδιά του, όπως τής περίφημης Λουκρητίας (Λουκρέτσια) και τού κακόφημου Τσέζαρε. Ο Boργία ήταν αρκετά πρόθυμος να δώσει το παλάτι του, είτε ως αμοιβή ή ως ανταμοιβή στον Aσκάνιο Σφόρτσα, ο οποίος υπήρξε αποκλειστικά υπεύθυνος για την εκλογή του.

Στις 12 Αυγούστου, τη μέρα μετά την εκλογή, ο πρέσβης τής Φλωρεντίας Φίλιππο Βαλόρι έγραφε στους Οκτώ (Otto di Pratica): «Οι εξοχότητές σας θα μάθουν για τον τρόπο με τον οποίο έγινε αυτή η εκλογή από τον κύριο Νικολό Μικελότσι, ο οποίος θα φύγει από εδώ σε λίγες ημέρες. Για καλούς λόγους είναι προτιμότερο να μην τα γράψω και εν πάση περιπτώσει πολλές λεπτομέρειες δεν μπορούν να περιγραφούν τόσο καλά σε επιστολή, όσο με το στόμα». Στον Aσκάνιο Σφόρτσα ο Ροντρίγκο υποσχέθηκε (και έδωσε) την αντικαγκελλαρία και το Παλάτσο Βοργία, το φρούριο τού Νέπι, την ουγγρική επισκοπή τού Έρλαου (Έγκερ) με ετήσια έσοδα 10.000 δουκάτων, «και πολλά άλλα πράγματα» (et molte altre cose). Ο καρδινάλιος Μπαττίστα Ορσίνι θα έπαιρνε τη Ρόκκα Σοριάνο και την πόλη τού Μοντιτσέλλι, τη θέση τού λεγάτου στην Αγκώνα, «και την εκκλησία τής Καρθαγένης στην Ισπανία, που φέρνει 5.000 δουκάτα ετησίως». Ο καρδινάλιος Τζιοβάννι Κολόννα πήρε τη μονή τού Σουμπιάκο μαζί με αριθμό χωριών, που έφερναν 3.000 δουκάτα ή περισσότερα τον χρόνο, «με την οποία μονή και τα εδάφη της ο πάπας κάνει τον οίκο των Κολόννα γαιοκτήμονες (padroni) στο διηνεκές». Στον Τζιοβάννι Μπαττίστα Σαβέλλι υποσχέθηκαν την Τσίβιτα Καστελλάνα, την επισκοπή τής Μαγιόρκα και άλλες χάρες. Στον Ραφφαέλε Ριάριο δόθηκαν ισπανικά επιδόματα εφημερίου αξίας 4.000 δουκάτων και τού υποσχέθηκαν ότι το σπίτι που καταλάμβανε ο Aσκάνιο Σφόρτσα στην Πιάτσα Ναβόνα θα αποκαθίστατο για τα παιδιά τού εκλιπόντος κόμη Τζιρολάμο. Ο Σανσεβερίνο πήρε το σπίτι τού Ροντρίγκο Βοργία στο Μιλάνο, καθώς και άλλα πράγματα. Στον Aντονιόττο Παλλαβιτσίνι χορηγήθηκε η επισκοπή τής Παμπλόνα και στον Τζιοβάννι Μιτσιέλ εκείνη τού Πόρτο. Οι Σκλαφενάτι και Ντομένικο ντέλλα Ρόβερε πληρώθηκαν επίσης το αντίτιμο των ψήφων τους. Η άνοδος τού Boργία στον παπικό θρόνο δεν υπήρξε δημοφιλής ούτε στην πόλη ούτε στην παπική κούρτη, αλλά όλοι αισθάνονταν την ανάγκη να την επαινούν και να εκφράζουν ικανοποίηση.63

Ο Ινφεσσούρα επαναλαμβάνει το τρέχον κουτσομπολιό ότι, ακόμη και πριν αρχίσει το κογκλάβιο, ο Ροντρίγκο Βοργία είχε στείλει τέσσερα κάρρα φορτωμένα με ασήμι στο παλάτι τού Aσκάνιο Σφόρτσα, με το σκεπτικό ότι θα ήσαν ασφαλέστερα εκεί απ’ ό,τι στο δικό του, όπου όλα λεγόταν ότι αποτελούσαν μέρος τής τιμής τής ψήφου τού Aσκάνιο. Αλλά ο Iνφεσσούρα λέει επίσης ότι πέντε καρδινάλιοι αρνήθηκαν να πουλήσουν τις ψήφους τους: ο Καράφα, ο Πικκολομίνι, ο Κόστα, ο Μπαττίστα Ζένο και φυσικά ο Τζουλιάνο ντέλλα Ρόβερε. Υπήρχαν μερικοί ακόμα: ο Τζιρολάμο Μπάσσο ντέλλα Ρόβερρε, ο Λορέντσο Τσίμπο και o νεαρός Τζιοβάννι Μέδικος δεν είχαν καμία πρόθεση να πουλήσουν τις δικές τους, τουλάχιστον όχι στον Ροντρίγκο Βοργία. Παρ’ όλα αυτά, όταν ο ηλικιωμένος Μαφφέο Γκεράρντο, ο καρδινάλιος πατριάρχης τής Βενετίας, υπέκυψε στις παρακλήσεις των οπαδών τού Boργία και τού έδωσε την τελευταία ψήφο που χρειαζόταν, εκλέχτηκε ο εκπρόσωπος τού Χριστού και το κογκλάβιο τελείωσε. Οι Ενετοί ήσαν αηδιασμένοι με τη σκέψη ότι πάπας θα ήταν ο Bοργία. Στις 28 Αυγούστου ο απεσταλμένος τής Γαληνοτάτης στο Μιλάνο είπε στον Φερραρέζο συνάδελφό του, όπως έχουμε επισημάνει ότι η εξαγορά τού παπισμού ήταν «επαίσχυντη και απεχθής υπόθεση» (cosa ignominiosa et detestabile) και ότι ανέμενε πλήρως ότι η Γαλλία και η Ισπανία θα αρνούνταν την υπακοή τους, όταν συνειδητοποιούσαν τη συγκλονιστική έκταση τής σιμωνίας τού Boργία.64 Δεν ήσαν όλοι όμως τόσο δυστυχισμένοι. Ο νέος πάπας θεωρούνταν γενικά ενεργητικός, ευφυής, καταδεκτικός, όμορφος, καλά ενημερωμένος και πολύ αποτελεσματικός. Την Κυριακή 26 Αυγούστου, παρά την σκόνη και τη ζέστη, η στέψη τού πάπα Αλεξάνδρου ΣΤ’ γιορτάστηκε, όπως έγραφε ο πρεσβευτής τής Μάντουα στη Ρώμη προς τον κύριό του, «με περισσότερη λαμπρότητα και φανφάρες από κάθε άλλο πάπα που έχει στεφθεί στην εποχή μας».65

Ο Αλέξανδρος ΣΤ’ ξεκίνησε αρκετά καλά την παπική του θητεία, με προσπάθεια να επιβάλει νόμο και τάξη στη Ρώμη, όπου, αν μπορούμε να πιστέψουμε τον Ινφεσσούρα, πάνω από διακόσιες είκοσι δολοφονίες είχαν διαπραχθεί από την αρχή τής τελευταίας ασθένειας τού Ιννοκέντιου Η’ μέχρι τη δική του ενθρόνιση. Διατηρούσε αυστηρή οικονομία στο νοικοκυριό του, τού οποίου οι δαπάνες λεγόταν ότι ανέρχονταν μόνο σε επτακόσια δουκάτα τον μήνα. Ο Αλέξανδρος σπάνια υπέκυπτε στους δελεασμούς τής καλής μαγειρικής, αν και ο Ινφεσσούρα αναφέρει ότι είχε γεμάτο κελλάρι κρασιών στον πύργο στο Πόρτο όταν τον παραχώρησε στον καρδινάλιο Μιτσιέλ, και οι καλοφαγάδες τού Ιερού Κολλέγιου δεν αγωνιούσαν να προσκληθούν σε δείπνο στο αποστολικό ανάκτορο. Ο Αλέξανδρος διαβεβαίωνε τούς Ιταλούς απεσταλμένους ότι επιθυμούσε πολύ τη διατήρηση τής ειρήνης στη χερσόνησο, προκειμένου να αντιμετωπίσει σωστά το αιώνιο πρόβλημα των Τούρκων. Εδώ ο θείος του Κάλλιστος Γ’ είχε σκιαγραφήσει την πορεία που έπρεπε αυτός να ακολουθήσει.66

Στο μεταξύ στο νησί τής Ρόδου ο καρδινάλιος μεγάλος μάγιστρος Πιέρ ντ’ Ωμπουσσόν έγραφε σε ένα παπικό γραμματέα ότι ο ίδιος και οι Ιωαννίτες «ένιωσαν όχι μικρή ευχαρίστηση» μαθαίνοντας για την εκλογή τού Αλεξάνδρου ΣΤ’, ο οποίος ήταν καρδινάλιος προστάτης τού Τάγματός τους και με τη σοφία και την υψηλοφροσύνη τού οποίου θα μπορούσε κανείς να ελπίζει να δει την Ανατολή να ελευθερώνεται από την τουρκική τυραννία: «Ο Μέγας Αλέξανδρος κατέκτησε κάποτε την Ανατολή και την υποβίβασε σε ένα ενιαίο κράτος [monarchia]: Η παράδοση υπενθυμίζει όχι λίγους Αλεξάνδρους, οι οποίοι έχουν λάμψει με επιφανή έργα». Και δεν αναμένονταν λιγότερα από τον νέο Αλέξανδρο.67 Κατά τη διάρκεια τής τελικής ασθένειας τού Ιννοκέντιου και τον εννιάμερων τού πένθους που ακολούθησε τον θάνατό του, οι προετοιμασίες για το κογκλάβιο και η τήρηση τής τάξης στην πόλη απασχολούσαν τούς παρενοχλούμενους αξιωματούχους που μπαινόβγαιναν στο Βατικανό. Ο Τζεμ σουλτάνος είχε περιοριστεί, όπως έχουμε σημειώσει, στα δωμάτια πάνω από την Καπέλλα Σιξτίνα. Τώρα επέστρεφε στα πιο ελκυστικά καταλύματα των δικών του διαμερισμάτων. Όμως αυτή η πιο άκαμπτη παρακολούθηση είχε διαρκέσει περίπου τρεις εβδομάδες και είχε αυξήσει πολύ τη νευρικότητά του. Στις 13 Οκτωβρίου 1492 το ενετικό Συμβούλιο των Δέκα (Consiglio dei Dieci) προειδοποίησε τον Αντρέα Καπέλλο, απεσταλμένο τής Δημοκρατίας στην Αγία Έδρα, να συμβουλεύσει τον Αλέξανδρο ότι ο Τζεμ ήταν «άσχημα πιεσμένος σε χώρο και κατάσταση κατά την παρούσα στιγμή» (male contentus de loco et statu, in quibus de presenti reperitur). Πίστευαν ότι ο Τζεμ είχε βρει τον τρόπο και τα μέσα διαφυγής. Το μόνο που τού έλειπε ήταν ο τόπος στον οποίο θα διέφευγε, με ελπίδες να βελτιώσει την τύχη του.68 Δύο μέρες αργότερα η ενετική κυβέρνηση ανέθεσε στον Καπέλλο να παροτρύνει τον Τζεμ μέσω ενδιάμεσου να κάνει υπομονή και να μη θέσει σε κίνδυνο με οποιαδήποτε σκέψη διαφυγής την καλή διάθεση τού πάπα, τού βασιλιά τής Γαλλίας και των Ιωαννιτών απέναντί του. Οι Ενετοί, των οποίων ο απεσταλμένος στο Μιλάνο δύο μήνες νωρίτερα φαινόταν να προτιμά το εκκλησιαστικό σχίσμα από τη γενική αναγνώριση τού Αλέξανδρου ΣΤ’, αναφέρονταν τώρα στον τελευταίο ως «καθολικό ποιμένα και πατέρα τής χριστιανικής κοινοπολιτείας». Έπρεπε να κάνουν τον Τζεμ να κατανοήσει ότι κάθε προσπάθεια διαφυγής θα κατέστρεφε τις δικές του λαμπρές ελπίδες για το μέλλον, και θα τον εξέθετε προσωπικά σε πολύ προφανή κίνδυνο. Έπρεπε να είναι ικανοποιημένος να περιμένει, γιατί «ο χρόνος τής δικής του δόξας» (el tempo della propria gloria sua) δεν ήταν πια τόσο μακριά και να εμπιστεύεται την αγάπη και την εκτίμηση, την οποία οι ενάρετοι Ενετοί διατηρούσαν για τον ίδιο και για την υπόθεσή του.69 Ο Αλέξανδρος ανταποκρίθηκε στην ανησυχία των Ενετών μεταφέροντας τον Τζεμ από το Βατικανό στο Καστέλ Σαντ’ Άντζελο, όπου, όπως προφανώς αναφέρθηκε, θα ήταν περισσότερο ασφαλής από τις επίμονες προσπάθειες να τον δηλητηριάσουν.70 Οι Ενετοί ήξεραν για ποιο πράγμα μιλούσαν, γιατί ο Τζεμ είχε έλθει σε επαφή μαζί τους μέσω μυστικού πράκτορα, ζητώντας την αποστολή μιας γαλέρας ή φούστας, η οποία θα μπορούσε να τον παραλάβει από τον Τίβερη.71 Ύστερα από αιχμαλωσία δέκα ετών, ο δυστυχής Τζεμ είχε συνειδητοποιήσει πολύ καλά ότι η «στιγμή τής δόξας» δεν ερχόταν ποτέ.

Παρά το γεγονός ότι ο Αλέξανδρος ΣΤ’ επέμενε καθημερινά στους Ιταλούς απεσταλμένους ότι ήθελε ειρήνη στη χερσόνησο και φιλοδοξούσε «να είναι καλός πατέρας για όλους», ο Φλωρεντινός απεσταλμένος Φίλιππο Βαλόρι είχε πλήρη επίγνωση ότι η Αυτού Αγιότης μηχανορραφούσε συνεχώς για συμμαχία τού Βατικανού με το Μιλάνο και τη Βενετία. Με τον αποκλεισμό τού βασιλιά Φερράντε τής Νάπολης, με τον οποίο βρίσκονταν σε αντίθεση τόσο ο Αλέξανδρος όσο και ο Λοντοβίκο Μόρο, μια τέτοια συμμαχία θα ανέτρεπε την ισορροπία δυνάμεων στην Ιταλία, την οποία προωθούσε τόσο καιρό ο Κόσιμο Μέδικος και (με μία καταστροφική παρέκκλιση) ο Λορέντσο ο Μεγαλοπρεπής. Ο Βαλόρι ενημέρωσε τούς Οκτώ (Otto di Pratica) στις 16 Ιανουαρίου 1493 ότι είχε μάθει από καρδινάλιο που ήταν σε θέση να γνωρίζει, ότι οι Ενετοί είχαν άγχος για τη διατήρηση τής ειρήνης και για τη μη μεταβολή των συνθηκών στην Ιταλία. Δεν ήθελαν να ενταχθούν σε συμμαχία με τον πάπα, «επειδή δεν έχουν μεγάλη εμπιστοσύνη στις επιχειρήσεις των ιερέων» (per non havere molta fede nelle imprese de preti). Επίσης ο εν λόγω καρδινάλιος είχε πει στον Βαλόρι ότι ο Ενετός βαΐλος στην Ισταμπούλ είχε εκδιωχθεί από τον σουλτάνο Βαγιαζήτ, «όταν πιάστηκαν ορισμένες από τις κρυπτογραφημένες επιστολές του» από τούς Τούρκους και ότι τώρα η Δημοκρατία έστελνε σε πρεσβεία στον Βόσπορο τον Ντομένικο Τρεβιζάν, κάποτε απεσταλμένο στην Αγία Έδρα. Στο μεταξύ, όπως αναφέρει ο Βαλόρι, ο Γενουάτης Τζιόρτζιο Μποκιάρντι, αδελφός τού Νικολό Μποκιάρντι-Τσίμπο, αρχιεπίσκοπου τής Αρλ, είχε επιστρέψει από αποστολή στην Ισταμπούλ, όπου τον είχε στείλει ο πάπας, για να προσπαθήσει να πείσει τον σουλτάνο να πληρώσει την «πρόβλεψη» των 40.000 δουκάτων για τον Τζεμ σουλτάνο. Ο Μποκιάρντι ανέφερε ότι ο Βαγιαζήτ αρνιόταν να καταβάλλει τη σύνταξη πια και ότι μάλιστα ετοιμαζόταν να κατασκευάσει πλοία για την ανανέωση τού ναυτικού εξοπλισμού του.72 Ιταλοί απεσταλμένοι, κάνοντας χατίρια στην Πύλη, κρατούσαν αναμφίβολα καλά πληροφορημένους τούς συμβούλους τού Βαγιαζήτ. Είχαν υπάρξει πολλοί μικροί πόλεμοι στην Ιταλία μετά την ειρήνη τού Λόντι, αλλά συνολικά είχε διαρκέσει η αρμονία στην Ιταλία. Τώρα έσπαγε. Αν το γεγονός είχε κάποιο ενδιαφέρον για τον σουλτάνο, ο οποίος αντιλαμβανόταν ότι δεν ήταν αναγκαίο να πληρώνει τη σύνταξη τού Τζεμ, ήταν ακόμη πιο ενδιαφέρον για τον βασιλιά τής Γαλλίας, ο οποίος είδε σύντομα χρυσή ευκαιρία, να διεκδικήσει την παλαιά του αξίωση επί τού βασιλείου τής Νάπολης.

Δεδομένου ότι οι εσωτερικές υποθέσεις τής Ιταλίας είχαν πάντοτε πολύ σημαντική σχέση με το λεγόμενο τουρκικό ζήτημα (όπως γνώριζε ο σουλτάνος), πρέπει να ρίξουμε τουλάχιστον μια βιαστική ματιά σε αυτές. Τα γεγονότα είναι γνωστά. Ολοένα και μεγαλύτερο χάσμα ανοιγόταν ανάμεσα στον Αλέξανδρο ΣΤ’ και τον Φερράντε τής Νάπολης, καθώς και μεταξύ τού τελευταίου και τού Λοντοβίκο Μόρο. Ας ασχοληθούμε πρώτα με τον ανταγωνισμό μεταξύ Νάπολης και Μιλάνου. Εδώ ο Λοντοβίκο προσπαθούσε να εξαπατήσει τον νεαρό ανηψιό του Τζιανγκαλεάτσο Σφόρτσα, ως αντιβασιλέας τού οποίου υπηρετούσε από το 1479 στη δουκική αρχή τού Μιλάνου. Όμως ο μάλλον αδύναμος Τζιανγκαλεάτσο, που είχε τώρα ενηλικιωθεί, παντρεύτηκε την Ισαβέλλα, μια εγγονή τού Φερράντε, προς τον οποίον εκείνη απεύθυνε αγανακτισμένες εκκλήσεις για βοήθεια κατά τού σφετερισμού από τον Λοντοβίκο τής θέσης τού συζύγου της. Δεδομένου ότι ο Λοντοβίκο είχε μάλλον την πρόθεση να εκθρονίσει τον νεαρό δούκα, προφανώς δεν μπορούσε να βρεθεί ειρηνική επίλυση τής σύγκρουσης ανάμεσα σε αυτόν και τον Φερράντε.73 Ο Αλέξανδρος ΣΤ’ γκρίνιαζε επίσης στον Φερράντε, με το παρακάτω σημαντικό μήλο τής έριδος μεταξύ τους, που οδηγούσε παρεμπιπτόντως τη Φλωρεντία προς την πλευρά τής Νάπολης.

Όταν πέθανε ο Ιννοκέντιος Η’, ο γιος του Φραντσεσκέττο Τσίμπο έφυγε από τη Ρώμη και πήγε στη Φλωρεντία. Παντρεύτηκε την Μανταλένα, κόρη τού Λορέντσο και τώρα στρεφόταν στους Μέδικους για προστασία. Ενθυμούμενος τα προβλήματα τού Τζιρολάμο Ριάριο μετά τον θάνατο τού Σίξτου Δ’, ο Φραντσεσκέττο πούλησε τα αξιώματα που είχε στο Τσερβετέρι (στην Ετρουρία) και στην Ανγκουϊλάρα (περίπου δεκαπέντε μίλια βορειοδυτικά τής Ρώμης), καθώς και στο Μοντεράνο, το Βιάνο και άλλα εδάφη και κάστρα τής Καμπανίας (στον Τζεντίλε Βιρτζίνιο Ορσίνι για 45.000 χρυσά δουκάτα. Η συναλλαγή πραγματοποιήθηκε στις 3 Σεπτεμβρίου 1492 στο παλάτι (και παρουσία) τού καρδινάλιου Τζουλιάνο ντέλλα Ρόβερε, κοντά στην εκκλησία τής Αγίας Αγνής Έξω από τα Τείχη (S. Agnese Fuori le Mura). Ο Ορσίνι ήταν επικεφαλής διοικητής των ναπολιτάνικων δυνάμεων. Τόσο ο Λορέντσο ο Μεγαλοπρεπής όσο και ο γιος τού Πιέρο είχαν παντρευτεί κόρες τής οικογένειας Ορσίνι. Οι ντέλλα Ρόβερε γνώριζαν και ενέκριναν την σχεδιαζόμενη πώληση, από τη στιγμή που ο Φραντσεσκέττο είχε αποκαλύψει για πρώτη φορά τις προθέσεις του. Μια εν παρόδω αναφορά στην πώληση αυτή είχε γίνει στον Αλέξανδρο ΣΤ’, ο οποίος δεν την είχε απαγορεύσει, θεωρώντας ότι τίποτε δεν θα προέκυπτε από την πρόταση, αφού η μεταβίβαση αυτών των επί Ρωμαϊκού εδάφους περιουσιών προϋπέθετε κύρωση δική του αλλά και τού Ιερού Κολλέγιου. Όμως η διαπραγμάτευση τής πώλησης ολοκληρώθηκε και ο Βιρτζίνιο κατέλαβε τελικά τις πόλεις, προς αγανάκτηση τού πάπα. Ο Αλέξανδρος διαμαρτυρήθηκε για τη συναλλαγή σε εκκλησιαστικό συμβούλιο, επικρίνοντας τον ντέλλα Ρόβερε ότι ενθάρρυνε τον Βιρτζίνιο, που ήταν μεγάλος εχθρός τής Αγίας Έδρας. Όταν αργότερα έλεγαν τα ίδια και οι φίλοι του, ο Τζουλιάνο τούς απαντούσε ότι ήταν καλύτερα που πήρε τις πόλεις ο Βιρτζίνιο, παρά να πήγαιναν αυτές στους Σφόρτσα.

Ο Φερράντε τής Νάπολης είχε επίσης υποθάλψει τη φιλοδοξία τού Βιρτζίνιο Ορσίνι να αποκτήσει τις δύο πόλεις. Λαμβάνοντας υπόψη το σημαντικό ποσό που απαιτούνταν για την αγορά τους, φαίνεται πιθανό ότι Πιέρο Μέδικος και ενδεχομένως ο Φερράντε τον είχαν βοηθήσει να συγκεντρώσει τα χρήματα. Ο Αλέξανδρος ΣΤ’ εύρισκε την κατάσταση απαράδεκτη, γιατί ο Βιρτζίνιο και η ρωμαϊκή βαρωνία αποτελούσαν απειλή για τον παπισμό. Οι καρδινάλιοι Τζουλιάνο ντέλλα Ρόβερε και Ασκάνιο Σφόρτσα αναπόφευκτα συγκρούονταν στο εκκλησιαστικό συμβούλιο. Περί το τέλος τού έτους 1492 ο Τζουλιάνο αποσύρθηκε από τη Ρώμη στο κάστρο που είχε κατασκευάσει γι’ αυτόν (το 1483-1486) ο Μπάτσιο Ποντέλλι, κοντά στον σημερινό σταθμό τής Αρχαίας Όστια (Ostia Antica). Παρόλες τις διαβεβαιώσεις τού Αλεξάνδρου για την ασφάλειά του, ο ντέλλα Ρόβερε αρνιόταν να επιστρέψει στη Ρώμη.74 Η υπόθεση τής Ανγκουϊλάρα ήταν κάτι περισσότερο από μία από εκείνες τις ασήμαντες τρικυμίες, που φυσούσαν πάντα πάνω από τη ρωμαϊκή Καμπανία. Μάλιστα οι Ενετοί φοβούνταν, μήπως η διαμάχη που προκαλούσε αυτή η υπόθεση παρείχε στους Τούρκους «περίπτωση και ευκαιρία» (occasio et opportunitas) για σχεδιασμό εισβολής στην Ιταλία.75

Υπήρχαν και άλλες αιτίες διαφωνίας μεταξύ τού Αλέξανδρου ΣΤ’ και τού Φερράντε τής Νάπολης, μια από τις οποίες προσείλκυε μεγάλη προσοχή εκείνη την εποχή. Ο Λάντισλας, βασιλιάς Ουγγαρίας και Βοημίας, προσπαθούσε να εξασφαλίσει την ακύρωση τού γάμου του με την Βεατρίκη, χήρα τού Ματίας Κορβίνους και κόρη τού Φερράντε. Το ζήτημα τής απαιτούμενης κατ’ εξαίρεση άδειας συζητήθηκε στις 8 Ιανουαρίου 1493 παρουσία τού πάπα σε πολύωρο εκκλησιαστικό συμβούλιο, που κράτησε από μία το μεσημέρι μέχρι τις οκτώ περίπου το βράδυ.76 Στα τέλη Φεβρουαρίου οι καρδινάλιοι Καράφα και Πικκολομίνι διαμαρτυρήθηκαν για λογαριασμό τής Βεατρίκης στον πάπα, ο οποίος είπε ότι ήθελε ακόμη περισσότερο χρόνο για να σκεφτεί το πρόβλημα, αν και τούς άφησε με την «καλή ελπίδα» (buona speranza) ότι θα ικανοποιούσε το αίτημα τού Φερράντε.77 Στο τέλος τού μήνα ο Αλέξανδρος άφησε τον Φλωρεντινό απεσταλμένο Βαλέρι με την εντύπωση ότι θα στέλνονταν στην Ουγγαρία παπικά σημειώματα, που θα διευθετούσαν το ζήτημα υπέρ τής βασίλισσας.78 Όμως το θέμα σερνόταν επί χρόνια, μέχρις ότου αρκετά μετά τον θάνατο τού Φερράντε ο Αλέξανδρος ΣΤ’ ακύρωσε τελικά τον γάμο τής Bεατρίκης με τον Λάντισλας (στις 3 Απριλίου 1500) και τής επέβαλε σιωπή στο διηνεκές.79

Ενώ το ζήτημα τής ουγγρικής ακύρωσης απασχολούσε τα μυαλά των διαφόρων μελών τής παπικής κούρτης, ο πάπας έλαβε επιστολή από τον βασιλιά Λάντισλας με ημερομηνία 1 Μαρτίου (1493), στην οποία ο τελευταίος ανακοίνωνε, «ότι είχε κερδίσει μεγάλη και μοναδική νίκη επί των Τούρκων, που είχαν εισβάλει στο βασίλειο τής Ουγγαρίας, καθώς και ότι είχε σκοτώσει και ρίξει κάτω περίπου 15.000 άνδρες, ενώ έφερνε πίσω από τη σύγκρουση πολλά λάφυρα».80 Αν αυτή ήταν καλή είδηση για όλη την Ιταλία, πιο δυσοίωνες ειδήσεις έρχονταν από τη Γαλλία, κάνοντας τούς Ενετούς περισσότερο διατεθειμένους να ακούσουν τα ανοίγματα τού πάπα για μια συμμαχία και αυξάνοντας πολύ την προσήνεια των χειρονομιών τού Φερράντε απέναντι στην Αγιότητά του. Υπήρχε μάλιστα και κάποια συζήτηση για γάμο μεταξύ φυσικής κόρης τού Φερράντε και τού γιου τού πάπα, τού Τσέζαρε Βοργία, ο οποίος πρόσφατα είχε γίνει αρχιεπίσκοπος Βαλένθια, αλλά δεν είχε καμία πρόθεση να παραμείνει ιερέας. Ο πάπας επέστρεφε ήπιες απαντήσεις στα διάφορα μηνύματα τού Φερράντε και ο βασιλιάς ενθαρρύνθηκε να ζητήσει την αποστολή τού Τζεμ σουλτάνου στη Νάπολη, όπου θα γνώριζε πώς να χρησιμοποιήσει το κύριο πιόνι στη σκακιέρα τής πολιτικής εξουσίας στην Ανατολική Μεσόγειο προς μεγαλύτερο όφελος τής χριστιανοσύνης. Ο Φερράντε καυχιόταν κιόλας ότι λόγω τής φιλικότητας και τής κατανόησης που υπήρχε τώρα μεταξύ τού Αλέξανδρου ΣΤ’ και τού ίδιου, ο πάπας τού είχε παραδώσει «την πλήρη φύλαξη και διαχείριση τού άρχοντα Τζεμ σουλτάν» (tota custodia et gubernatio domini Zen Sultani). Όταν ο Φερράντε έστειλε νέα αυτής τής υποτιθέμενης εξέλιξης απευθείας στην Ισταμπούλ, η Πύλη έστειλε πράκτορα στη Βενετία, στο κέντρο πληροφόρησης τής ευρωπαϊκής πολιτικής ενημέρωσης, για να ανακαλύψει αν η αλήθευε η αναφορά. Την 1η Απριλίου 1493 το Συμβούλιο των Δέκα (Consiglio dei Dieci) έδωσε εντολή στον γραμματέα να ενημερώσει τον πράκτορα ότι ο Τζεμ βρισκόταν στη Ρώμη, φρουρούμενος πιο προσεκτικά από ποτέ και ότι μάλιστα ο πάπας και ο βασιλιάς τής Νάπολης βρίσκονταν σε μεγάλη διαφωνία, επειδή ο βασιλιάς κρατούσε κάποιο κάστρο (Ανγκουϊλάρα) μέσω ενέργειας ενός από τούς βαρώνους του, «και αυτό είναι απολύτως βέβαιο» (et questo e certissimo).81 Στις 10 Απριλίου το Συμβούλιο των Δέκα έγραφε στον Αντρέα Καπέλλο, τον πρεσβευτή τους στην Αγία Έδρα, σε απάντηση επιστολής που τούς είχε στείλει στις 3 τού μηνός με την ενδιαφέρουσα πληροφορία ότι ο ευνούχος Αλή πασάς είχε στείλει έναν από τούς συγγενείς του ως απεσταλμένο στη Ρώμη, κάνοντας συγκεκριμένες προτάσεις στον πάπα, «οι οποίες εξυπηρετούσαν και ικανοποιούσαν την Αυτού Αγιότητα και ήσαν πολύ επωφελείς για τη χριστιανοσύνη». Ο Τούρκος απεσταλμένος είχε πάει στη Απουλία για να πάρει δύο από τούς γιους του, τούς οποίους θα έφερνε πίσω στη Ρώμη και θα άφηνε ως ομήρους στον πάπα, ως απόδειξη τής ειλικρίνειας των προσφορών τού κυρίου του. Μετά την επιστροφή τού απεσταλμένου ο πάπας ήθελε να μιλήσει απευθείας μαζί του ο Καπέλλο, ώστε να μπορέσει να ενημερώσει την ενετική κυβέρνηση από πρώτο χέρι για τα σχετικά θέματα. Ο Καπέλλο έπαιρνε εντολή να ευχαριστήσει θερμά τον πάπα για την λεπτότητα που έδειχνε στο ζήτημα αυτό και να επαινέσει την προθυμία του να ακούει όλους εκείνους που έρχονταν σε αυτόν από την Πύλη, αλλά ο ίδιος ο Καπέλλο έπρεπε να αποφύγει την άμεση ενασχόληση με τον απεσταλμένο, αν αυτός επέστρεφε πραγματικά στην παπική κούρτη με τούς γιους του ως ομήρους. Όμως ο Καπέλλο έπρεπε να προτρέψει τον πάπα να κρατά τη Βενετία ενήμερη για όλα όσα θα έλεγε ο απεσταλμένος.82 Την ίδια στιγμή οι Δέκα έγραφαν στον Καπέλλο ότι ένας τυχοδιώκτης κακής φήμης που ονομαζόταν Λακτάντιο Μπέντσιο, ο οποίος ισχυριζόταν ότι ήταν ανηψιός τού καρδινάλιου Πικκολομίνι και μέλος τού νοικοκυριού τού Ασκάνιο Σφόρτσα, είχε πάει στην Ισταμπούλ τον Σεπτέμβριο τού 1492. Από εκεί υποτίθεται ότι θα πήγαινε στη Ρώμη. Οι Δέκα είχαν δώσει εντολή στους καπετάνιους και τούς αξιωματούχους τους στο εξωτερικό να συλλάβουν τον Μπέντσιο, αλλά μέχρι τώρα δεν είχαν μάθει αν το είχαν καταφέρει. Ο Καπέλλο έπρεπε να μάθει με κάθε μυστικότητα αν είχε φτάσει ο Μπέντσιο στη Ρώμη. Έπρεπε να γίνουν έρευνες με τη μεγαλύτερη δυνατή διακριτικότητα, αν αυτός βρισκόταν στα νοικοκυριά τού Πικκολομίνι ή τού Σφόρτσα. Ο άνθρωπος προφανώς δεν βρισκόταν εκεί για καλό. Αν ήταν δυνατόν, ο πάπας έπρεπε να τον συλλάβει και να κατασχέσει τα χαρτιά του. Ίσως χρειάζονταν βασανιστήρια για να αποκαλύψει τον λόγο για τον οποίο είχε πάει στην Πύλη. Ο Καπέλλο έπρεπε να προσπαθήσει να μάθει αν ο Μπέντσιο είχε υπηρετήσει ποτέ στο νοικοκυριό οποιουδήποτε από τούς δύο καρδινάλιους και σε καταφατική περίπτωση αν ήταν πράγματι ανηψιός τού Πικκολομίνι. Εν πάση περιπτώσει η Αγιότητά του έπρεπε να πειστεί, να μην αποκαλύψει ποτέ την πηγή αυτής τής προειδοποίησης σχετικά με τον Μπέντσιo.83

Τώρα πια υπήρχαν εγκάρδιες σχέσεις μεταξύ τού Αλέξανδρου ΣΤ’ και τής ενετικής κυβέρνησης. Στις 9 Απριλίου (1493) οι Ενετοί ανέθεσαν στον Αντρέα Καπέλλο να ζητήσει από τον πάπα να περιλάβει ειδική αναφορά στον Τζεμ σουλτάνο στα άρθρα τής προτεινόμενης συμμαχίας μεταξύ Αγίας Έδρας και Γαληνοτάτης.84 Με τούς όρους τής συνθήκης η Σινιορία συμφωνούσε να διαθέσει στον πάπα διακόσιους πάνοπλους άνδρες, αν αυτός δεχόταν επίθεση (από τον Βιρτζίνιο Ορσίνι). Όμως αν ήταν αυτός ο επιτιθέμενος, η Βενετία δεν ήταν υποχρεωμένη να τον βοηθήσει. Από την άλλη πλευρά, αν οι Τούρκοι επιτίθεντο στους Ενετούς, ο πάπας συμφωνούσε να τούς παραδώσει τον Τζεμ σουλτάνο, για να τον χρησιμοποιήσουν όπως μπορούσαν.85 Στις 23 Απριλίου, δύο μέρες πριν από την προγραμματισμένη ανακοίνωση τού συμφώνου στη Βενετία, τη Ρώμη και το Μιλάνο, η Γερουσία ενημέρωνε τον Κάρολο Η’ τής Γαλλίας ότι η νέα αυτή τριπλή συμμαχία είχε συσταθεί για τη διατήρηση τής ειρήνης και τής ηρεμίας σε όλη την Ιταλία. Η Φερράρα, η Μάντουα και η Σιένα συμπεριλήφθηκαν ως σύμμαχοι των τριών μεγάλων. Ένα ειδικό άρθρο στα πλαίσια τής συνθήκης εγγυόταν προσεκτικά ότι η ειρήνη και φιλία μεταξύ Γαλλίας και Βενετίας, δεν μπορούσε ούτε επρόκειτο να παραβιαστεί ή να καταπατηθεί με οποιονδήποτε τρόπο από οποιεσδήποτε υποχρεώσεις αναλάμβαναν οι Ενετοί βάσει τής συνθήκης.86

Η συμμαχία τού πάπα, τού δόγη τής Βενετίας και τού δούκα τού Μιλάνου εορτάστηκε την Πέμπτη 25 Απριλίου (1493), μέρα τής γιορτής τού Αγίου Μάρκου τού Ευαγγελιστή. Ειδική λειτουργία έγινε στη Ρώμη στην εκκλησία τού Αγίου Μάρκου, στην οποία ο πάπας πήγε έφιππος. Λόγω τού αριθμού των αρχιθαλαμηπόλων (chamberlains) που ήσαν παρόντες, διαμαρτύρεται ο Μπούρχαρτ, ο πάπας και οι καρδινάλιοι ήσαν άβολα συνωστισμένοι στη χορωδία. Ο πάπας χορηγούσε πλήρη άφεση αμαρτιών, «ως ένδειξη χαράς για ένα τόσο μεγάλο σύμφωνο». Ο Μπαρτολομέο Φλόρες, επίσκοπος Σούτρι και Νέπι, κήρυξε ένα απλό κήρυγμα, ζητώντας συγνώμη για τη λιτότητα των παρατηρήσεών του, επειδή δεν είχε καν μιας ημέρας ειδοποίηση ότι επρόκειτο να κάνει κήρυγμα. Διάβασε τα άρθρα τής συνθήκης. Ειπώθηκαν προσευχές για την ειρήνη με νέα αυτοπεποίθηση, ότι εκείνοι που εμπιστεύονταν τον Παντοδύναμο δεν είχαν λόγο «να φοβούνται τα όπλα κανενός εχθρού».87 Όμως ο Αλέξανδρος ΣΤ’ δεν εναπέθετε την εμπιστοσύνη του αποκλειστικά στον Παντοδύναμο, γιατί δύο εβδομάδες αργότερα ο Φερράντε τής Νάπολης πληροφορούσε απεσταλμένο του στην Ισπανία ότι υπήρχαν περισσότεροι στρατιώτες από ιερείς στη Ρώμη.88 Το επόμενο Ιούνιο (1493) η κόρη τού Αλέξανδρου Λουκρητία (Lucrezia) παντρευόταν στο Βατικανό τον Τζιοβάννι Σφόρτσα, εξάδελφο τού Λοντοβίκο Μόρο και τού καρδινάλιου Ασκάνιο, προσθέτοντας έτσι δυναστική σύνδεση στην τριπλή συμμαχία.

Όσον αφορά τον δυστυχή Τζεμ σουλτάν, είχε καταλήξει να μη φοβάται τίποτε τόσο, όσο την ανία. Εύρισκε ότι ο χρόνος περνούσε με την ίδια ματαιότητα στη Ρώμη, όπως και στη Γαλλία. Κάποιες φορές συμμετείχε σε παπικές έφιππες πομπές, ενώ φαινόταν ότι είχε αναπτύξει κάποιο είδος φιλίας με τον γιο τού πάπα Χουάν, τον δούκα τής Γκάντια.89 Mία από τις πιο ενδιαφέρουσες δημόσιες εμφανίσεις τού Τζεμ πραγματοποιήθηκε ένα απόγευμα Κυριακής, στις 5 Μαΐου (1493), όταν συνόδευσε την αυλή σε μακρινή εκδρομή μέσα στη Ρώμη. Ένας σταυρός ήταν ευδιάκριτος στην έφιππη πομπή. Ο Τζεμ ίππευε ανάμεσα στον κόμη Νικολό Ορσίνι τού Πιτιλιάνο και τον Χουάν Βοργία, δούκα τής Γκάντια. Ο τελευταίος φορούσε τουρμπάνι και ήταν ντυμένος «αλά τουρκέσκα», ίσως από ευγένεια προς τον Τζεμ. Ακολουθούσε ο πάπας, «προηγούμενος τού σταυρού» (precedente cruce), ενώ τον ακολουθούσαν πέντε καρδινάλιοι και σειρά συνοδών. Το ημερολόγιο τού Μπούρχαρτ και μια επιστολή τού Φλωρεντινού πρέσβη Βαλόρι προσδιορίζουν την πορεία τους μέσα από το Τραστέβερε και πέρα από τη γέφυρα τής Σάντα Μαρία, γνωστή σήμερα ως Πόντε Ρόττο, κατά μήκος τής (σημερινής) Βία ντέι Κέρκι μέχρι την εκκλησία τού Σαν Γκρεγκόριο Μάγκνο, όπου έστριψαν αριστερά, περνώντας από τούς Σάντι Τζοβάννι ε Πάολο στον Καίλιο λόφο, μέχρις ότου έφτασαν στο Κολοσσαίο. Μια δεξιά στροφή τούς έφερε στη συνέχεια στη βασιλική τού Σαν Τζιοβάννι στο Λατερανό, όπου αφίππευσαν. Ο πρακτικός πάπας, που έπρεπε να πληρώσει τούς λογαριασμούς, εξέτασε την οροφή. Οι Τζεμ και Χουάν μπήκαν μαζί στην εκκλησία για να δουν τον τάφο τού πάπα Μαρτίνου Ε’, ο οποίος εξακολουθεί να βρίσκεται εκεί ανενόχλητος, καθώς και διάφορα άλλα αξιοθέατα, που παρουσιάζουν ενδιαφέρον για τον περιηγητή κάθε αιώνα. Ανεβαίνοντας πάλι στα άλογά τους ίππευσαν προς βορρά μέχρι την Σάντα Μαρία Ματζόρε, από εκεί δυτικά μέχρι τούς Αγίους Αποστόλους και τον Σαν Μαρτσέλλο, κατά μήκος τής (σημερινής) Βία ντελ Κόρσο στην πλατεία Σάντα Μαρία ντελ Πόπολο, «και από εδώ στρέφοντας αριστερά κατά μήκος τού δρόμου δίπλα στο ποτάμι», λέει ο Μπούρχαρτ, «πέρα από το σπίτι τού καρδινάλιου τής Πάρμας, από τη γέφυρα τού Σαντ’ Άντζελο, επέστρεψαν στο αποστολικό ανάκτορο».90 Ο καιρός στη Ρώμη μπορεί να είναι ωραίος τον Μάιο.

Κάθε βδομάδα κακά νέα έφταναν στη Βενετία, όπου στις 3 Ιουνίου 1493 αναφέρθηκε ότι Τούρκοι κουρσάροι είχαν συλλάβει δύο ενετικά πλοία στα ύδατα ανοικτά τής Μεθώνης. Ένα άλλο είχε συλληφθεί έξω από το κοντινό νησί τού Τσιρίγο (Κύθηρα). Στάλθηκαν ενετικές γαλέρες στην ταραγμένη περιοχή, ενώ ο Ντομένικο Τρεβιζάν, που είχε μόλις επιστρέψει από την Ισταμπούλ, στελνόταν πίσω να καταθέσει διαμαρτυρία στην Πύλη. Ο Τζερόνιμο Κονταρίνι, διοικητής δύο γαλερών που περιπολούσαν στην ακτή τής Μπαρμπαριάς, ανέκτησε τα αιχμαλωτισμένα πλοία στις 10 Αυγούστου, ύστερα από ναυμαχία καταδίωξης με τούς κουρσάρους μέσα στο λιμάνι τής Τρίπολης, το οποίο καταστράφηκε από τη συμπλοκή. Στις 20 Ιουνίου η ενετική κυβέρνηση πήρε την είδηση ότι ο κόμης Μπερναρντίνο ντε Φρανγκιπάνι (Φρανκοπάν) έχοντας αποτύχει να ανακτήσει τα κάστρα που στην Κροατία που είχε πάρει από αυτόν ο Ματίας Κορβίνους, είχε περάσει με το μέρος των Τούρκων, οι οποίοι είχαν στείλει περίπου πέντε χιλιάδες άνδρες στη Σένια (το σημερινό Σεν). Έχτισαν φρούριο στον Άγιο Γεώργιο, πέντε μίλια από τη Σένια, δέκα μίλια από τα νησιά Βέλια (Κρκ) και Άρμπε (Ραμπ). «Αν έπαιρναν τη Σένια», γράφει ο χρονικογράφος Mαλιπιέρο, «θα υπήρχε μεγάλος κίνδυνος να χαθεί ολόκληρος ο κόλπος τού Κουαρνέρο». Τον Νοέμβριο (1493) ο βασιλιάς των Ρωμαίων Μαξιμιλιανός έστειλε πρεσβεία στους Ενετούς ζητώντας τους να ενωθούν μαζί του σε κοινή δράση εναντίον των Τούρκων και πήρε την απάντηση ότι όταν οι χριστιανοί ηγεμόνες κινούνταν εναντίον των Τούρκων, η Σινιορία θα κινούνταν μαζί τους. Θύμιζαν στον Mαξιμιλιανό ότι οι Ενετοί σπανίως είχαν λιγότερες από σαράντα γαλέρες σε υπηρεσία για να αποτρέπουν τουρκικές λεηλασίες στη θάλασσα.91 Κι έτσι συνεχιζόταν. Γράφονταν επιστολές, στέλνονταν πρεσβείες. Τουρκικά στρατεύματα προέλαυναν στην Αυστρία και την Τρανσυλβανία. Κουρσάροι επιτίθεντο σε διάφορα μέρη τής Μεσογείου. Όμως οι τουρκικές επιδιώξεις δεν ήσαν πια τής μεγάλης κλίμακας την οποία είχαν κατά τη διάρκεια τής ζωής τού Μωάμεθ τού Πορθητή. Μόνο τα αντικείμενα των επιθέσεών τους στενοχωρούνταν ιδιαίτερα. Ο Mαξιμιλιανός, ο Λάντισλας και οι Ενετοί είχαν να φοβούνται τα περισσότερα. Ο Αλέξανδρος ΣΤ’ ενδιαφερόταν περισσότερο για την ιταλική πολιτική παρά για τη σταυροφορία, αλλά όπως πάντα τα δύο αυτά προβλήματα πήγαιναν μαζί. Αν ο Κάρολος Η’ τής Γαλλίας μπορούσε να πειστεί να ακολουθήσει τον δρόμο και να μιμηθεί την δόξα των σταυροφόρων προγόνων του, η απειλή τής γαλλικής εκστρατείας εναντίον τής Νάπολης θα μπορούσε να αποφευχθεί και ο ίδιος ο παπισμός θα μπορούσε να γλιτώσει ποιος ξέρει από ποια καταστροφή. Οι Γάλλοι εξοπλίζονταν. Θα ήταν καλό να στρέψουν αλλού τα όπλα τους, εναντίον των Τούρκων.

Σύμφωνα με τον Ινφεσσούρα, υπήρχε φήμη ότι στις 11 Ιουνίου 1493 ένας Τούρκος απεσταλμένος έφερε στον Αλέξανδρο ΣΤ’ 90.000 δουκάτα, ως φόρο τιμής για τη συντήρηση και τον περιορισμό τού Τζεμ σουλτάνου, το οποίο ποσό αντιστοιχούσε σε «σύνταξη» δύο ετών και εφοδίαζε τον Τζεμ με 10.000 δουκάτα, επειδή ο τελευταίος «ήθελε να ζει με δικές του δαπάνες». Ο Ινφεσσούρα λέει ότι υποδέχθηκαν τον απεσταλμένο στη Ρώμη με μεγάλη τιμή, «και όλοι θαύμασαν που ο Μεγάλος Τούρκος έστελνε φόρο τιμής στον πάπα και την Εκκλησία τού Θεού».92 Ο πρέσβης τής Φλωρεντίας Βαλόρι αναφέρει απλώς μερικά δώρα μικρής αξίας, τα οποία ο Τούρκος απεσταλμένος έφερε στον Αλέξανδρο, μαζί με τα συγχαρητήρια τού σουλτάνου Βαγιαζήτ για την άνοδό του στον παπικό θρόνο. Είναι πολύ πιθανό ότι ο Αλέξανδρος δεν εισέπραξε καθόλου χρήματα από την Ισταμπούλ με την ευκαιρία αυτή. Καθώς ο απεσταλμένος τού Βαγιαζήτ ετοιμαζόταν να επιστρέψει στην πατρίδα του, έλαβε παπική επιστολή με ημερομηνία 22 Ιουνίου για να την πάρει πίσω στον κύριό του. Ο πάπας ευχαριστούσε τον σουλτάνο για την ικανοποίηση που είχε εκφράσει για την άνοδό του στο παπικό αξίωμα και τού ζητούσε να απέχει από κάθε επίθεση εναντίον χριστιανών, ως καλύτερη απόδειξη τής φιλίας που υποστήριζε ότι διατηρούσε με την Αγία Έδρα, «ώστε να διατηρηθεί η μεταξύ μας καλή διάθεση» (sic enim mutua inter nos benivolentia servabitur). Ο Τούρκος απεσταλμένος είχε δει τον Τζεμ, είχε μιλήσει μαζί του και μπορούσε επομένως να αναφέρει την έκταση τής ευημερίας του.93 Παρά το γεγονός ότι κάτι καλό μπορούσε να προκύψει από αυτή την ανταλλαγή διπλωματικών αβροτήτων, και όντως αυτές βοηθούσαν να κρατηθούν ανοικτοί οι δίαυλοι επικοινωνίας, όπως είναι φυσικό καμία πλευρά δεν τις έπαιρνε πολύ σοβαρά. Θα δούμε σύντομα τον Αλέξανδρο ΣΤ’ να προτρέπει τούς χριστιανούς ηγεμόνες να ξεκινήσουν σταυροφορία.

Οι Ιταλοί είχαν μάθει να ζουν με τον φόβο γαλλικής εισβολής, αλλά τώρα η απειλή σαφώς αυξανόταν. Οι προσεκτικοί άνδρες συνειδητοποιούσαν ότι οι Γάλλοι αποτελούσαν πολύ μεγαλύτερο κίνδυνο για την Ιταλία από τούς Τούρκους. Η πολιτική τού Φερράντε απέναντι στον παπισμό αιωρούνταν πάντοτε πέρα-δώθε, σαν εκκρεμές. Καμία από τις ρυθμίσεις που έκανε δεν κρατούσε ποτέ πολύ καιρό, αλλά τώρα ήθελε να διευθετήσει την υπόθεση τής Ανγκουϊλάρα. Ήταν γνωστό ότι ο Κάρολος Η’ έστελνε πρεσβεία στη Ρώμη, για να ζητήσει από τον Αλέξανδρο ΣΤ’ να τού αναθέσει το βασίλειο τής Νάπολης.94 Ο Φερδινάνδος ο Καθολικός, ο οποίος θεωρούσε ότι οι υποθέσεις τής Νάπολης είχαν σχέση με το στέμμα τής Αραγωνίας, παρακολουθούσε τούς γαλλικούς ελιγμούς με φόβο. Στα μέσα καλοκαιριού τού 1493, ενώ μια ισπανική πρεσβεία βρισκόταν στη Ρώμη, ο Φερράντε έσπευσε να κάνει ειρήνη με τον πάπα, ο οποίος συμφώνησε να απελευθερώσει τον Βιρτζίνιο Ορσίνι και να εκχωρήσει σε αυτόν το Τσερβετέρι (την Ανγκουϊλάρα ως κληρονομικά παπικά φέουδα έναντι καταβολής 35.000 δουκάτων. Στις 24 Ιουλίου ο Βιρτζίνιο και ο καρδινάλιος Τζουλιάνο ντέλλα Ρόβερε ήρθαν στην Ρώμη. Δείπνησαν με τον πάπα και η ειρήνη φαινόταν ότι είχε αποκατασταθεί. Απομακρύνθηκαν οι φρουροί από τις πύλες τής πόλης. Ανέμενε να φανεί για πόσον καιρό θα διαρκούσε η επανασυμφιλίωση.95

Ένας Φλωρεντινός μάρτυρας που συμμετείχε στις συναλλαγές μεταξύ πάπα και εκπροσώπων τού Βιρτζίνιο στις 16 Αυγούστου (1493) έστειλε στις 17 τού μηνός πλήρη αναφορά στους Οκτώ (Otto di Pratica) για το τι ειπώθηκε και τι έγινε. Το ζήτημα τής Ανγκουϊλάρα διευθετήθηκε. Διαβάστηκε ένα συμβόλαιο γάμου, που προέβλεπε την ένωση τού μικρότερου γιου τού Αλεξάνδρου, τού Γιοφφρέδο, με φυσική κόρη τού δούκα Αλφόνσο τής Καλαβρίας, διαδόχου τού ναπολιτάνικου θρόνου. Προίκα τής νεαρής κοπέλας θα ήταν το πριγκηπάτο τού Σκιλάτσε και η κομητεία τού Καριάτι εγγυημένο εισόδημα 10.000 δουκάτων ετησίως το καθένα, στο οποίο άθροισμα ο πάπας δεσμεύθηκε να ανταποκριθεί, δίνοντας έτσι στον Γιοφφρέδο και τη νύφη του 20.000 τον χρόνο. Ο πάπας συμφώνησε επίσης να δώσει στη νύφη, τη Μαντόνα Σάνθια, κοσμήματα αξίας 10.000 δουκάτων. Ύστερα από πολλές άλλες διατάξεις και δηλώσεις υποχρεώσεων, ο γάμος έγινε μέσω πληρεξούσιου, με τα ευφυολογήματα και τα γέλια που προκαλούσαν μερικές φορές τέτοιες τελετές. Στη συνέχεια ο πάπας μίλησε εκτεταμένα για τη μεγάλη φιλία που διατηρούσε πάντα με τον Φερράντε. Ο καρδινάλιος Καράφα και ο Ισπανός πρέσβης, που ήσαν αυτόπτες μάρτυρες τής διαδικασίας, επαίνεσαν τον Αλέξανδρο για το αίσιο τέλος των εχθροπραξιών με τον Βιρτζίνιο και τον βασιλιά Φερράντε, «λέγοντας ότι ασφαλώς αφού η Αγιότητά του, βρισκόταν τώρα σε ειρήνη και με όρους φιλίας με τούς γειτονικούς βαρώνους και άρχοντες, μπορούσε να ειπωθεί ότι ήταν περισσότερο πάπας απ’ ό,τι ήταν μέχρι τότε».96

Όμως αυτή δεν ήταν η άποψη που είχαν τώρα στο Μιλάνο και τη Βενετία. Ο πάπας είχε προφανώς επιδιώξει συμμαχία μαζί τους, κυρίως για να ασκήσει πίεση στον Φερράντε και τον Βιρτζίνιο Ορσίνι. Έχοντας πετύχει τον σκοπό του, φαινόταν να υιοθετεί φιλο-αραγωνική πολιτική, προφανώς αφήνοντας τούς Σφόρτσα στα κρύα τού λουτρού. Οι Ενετοί μπορούσαν να φροντίσουν τον εαυτό τους. Ο Λοντοβίκο Μόρο δεν θα είχε άλλη διέξοδο, παρά να ρίξει τον εαυτό του στην αγκαλιά τού Γάλλου συμμάχου του. Τότε θα μπορούσε να φανεί πόσο παραγωγικές ήσαν οι ειρηνευτικές προσπάθειες τού Αλεξάνδρου. Εν πάση περιπτώσει, η φιλία του με τον Φερράντε δεν θα διαρκούσε πολύ. Εδώ και αρκετό καιρό ο Πιέρο Μέδικος και οι Οκτώ είχαν διατηρήσει τη Φλωρεντία σε συμπόρευση με τη Νάπολη, ειδικά κατά τη διάρκεια τής μακράς πορείας τής υπόθεσης τής Ανγκουϊλάρα. Όταν ο Βιρτζίνιο και ο καρδινάλιος Τζουλιάνο έκαναν την ειρήνη τους με τον πάπα και φαινόταν ότι ο νεαρός Δον Γιοφφρέδο θα παντρευόταν πραγματικά τη Δόννα Σάνθια, ο Πιέρο Μέδικος ξαφνικά αλλά απολύτως κατανοητά εκδήλωσε επιδέξια την επιθυμία του να καταλήξει σε συμφωνία με τον πάπα.97 Από τη διπλωματική αλληλογραφία τής περιόδου μπορούμε, με τη σοφία τής ύστερης γνώσης, να αντιληφθούμε από τώρα την συμπαράταξη των δυνάμεων, τις οποίες θα αντιμετώπιζε ο Κάρολος Η’, όταν θα εισέβαλε στην Ιταλία τον επόμενο χρόνο.98

Για κάποιο διάστημα οι ιταλικές αυλές αναζητούσαν ειδήσεις σχετικές με τις προθέσεις τού Αλέξανδρου ΣΤ’ όσον αφορά το Ιερό Κολλέγιο, το οποίο περιλάμβανε πολλά μέλη, των οποίων η ανεξαρτησία δεν άρεσε πολύ στον πάπα. Πριν από την εκλογή του στην χηρεύουσα θέση (sede vacante), ο Αλέξανδρος είχε αποδεχτεί μαζί με άλλα μέλη τού κογκλάβιου τα συνήθη άρθρα τής διομολόγησης, σύμφωνα με τα οποία (μεταξύ άλλων περιορισμών) ο καρδινάλιος που θα εκλεγόταν πάπας δεν έπρεπε να αυξήσει τον αριθμό των μελών τού Ιερού Κολλέγιου χωρίς την πλήρη συγκατάθεση των μελών του.99 Όμως στις 20 Σεπτεμβρίου 1493 ο Αλέξανδρος δημιούργησε δώδεκα καρδινάλιους, ορισμένοι από τούς οποίους θα είχαν εξέχουσα θέση στα μεταγενέστερα χρόνια.

Ο Ινφεσσούρα λέει ότι μόνο επτά καρδινάλιοι είχαν συναινέσει σε αυτή τη μαζική προαγωγή, η οποία αποξένωσε τούς Τζουλιάνο ντέλλα Ρόβερε, Καράφα, Κόστα, Καμποφρεγκόζο, Κόντι και Πικκολομίνι. Αυτή ικανοποίησε τούς Σφόρτσα, γιατί μπορούσε να συμβάλει στην αποκατάσταση τής επιρροής τού καρδινάλιου Ασκάνιο στην παπική κούρτη. Τα αιτήματα διαφόρων σημαντικών ηγεμόνων ελήφθησαν υπόψη σε αυτές τις προαγωγές, εκτός από το ότι κανένας εκπρόσωπος τής Νάπολης δεν ονομάστηκε παραλήπτης κόκκινου καπέλου. Ο Σιγκισμόντο ντε Κόντι σχολιάζει τη σημασία τής παράλειψης. Ο πάπας, ο οποίος υποκινούνταν πάντοτε από ιδιοτέλεια, αποξενώθηκε και πάλι από τον Φερράντε, παρά τις πρόσφατες προσπάθειες συμφιλίωσης και τον γάμο δι’ αντιπροσώπου τού Γιοφφρέδο Βοργία με την Δόννα Σάνθια. Οι καρδινάλιοι που δημιουργήθηκαν στις 20 Σεπτεμβρίου ήσαν: Ο Ραϋμόν Περάουντι, επίσκοπος Γκουρκ στην Καρινθία, ο Ζαν ντε Μπιλέρ, ηγούμενος τού Σαιν Ντενί και επίσκοπος Λομπέζ, ο Μπερναρντίνο Λόπεζ ντε Καρβαχάλ, επίσκοπος Καρθαγένης, ο Τζων Μόρτον, αρχιεπίσκοπος τού Καντέρμπουρυ, ο Φρέντερικ Κάζιμιρ, διοικητής Κρακοβίας και γιος τού βασιλιά τής Πολωνίας, ο Ντομένικο Γκριμάνι, πατριάρχης Ακουιλέια, θεολόγος και γιος τού δόγη Αντόνιο Γκριμάνι, ο Μπερναρντίνο Λουνάτι τής Παβίας, αποστολικός πρωτονοτάριος, υποστηρικτής των Σφόρτσα, ο Αλεσσάντρο Φαρνέζε, σημαντικός αξιωματούχος τής κούρτης, επίσκοπος τού Μοντεφιασκόνε και Κορνέτο, αδελφός τής ερωμένης Τζούλια τού πάπα και αργότερα πάπας Παύλος Γ’, ο Τζουλιάνο Τσεζαρίνι, Ρωμαίος και επίσκοπος τού Άσκολι, ο Ιππόλιτο ντ’ Έστε, τότε δεκαπέντε ετών, γιος τού Έρκολε, δούκα τής Φερράρας, ήδη αρχιεπίσκοπος Γκραν (Έστεργκομ) στην Ουγγαρία, ο Τζιοβάννι Αντόνιο Σαντζόρτζιο από την Πιατσέντσα, νομομαθής, επίσκοπος Αλεσσάντρια και, ως δωδέκατος, ο γιος τού πάπα, ο Τσέζαρε Βοργία, αρχιεπίσκοπος Βαλένθια, ένας νεαρός άνδρας, λέει ο Σιγκισμόντο ντε Κόντι, «μεγάλων ελπίδων και πολύ καλού χαρακτήρα» (sed spei magnae et indolis optimae).100 Αυτή η εκτεταμένη δημιουργία καρδιναλίων, αν και αποξένωσε κάποια δυναμικά στοιχεία τού Κολλεγίου, ιδιαίτερα τον Τζουλιάνο ντέλλα Ρόβερε, ενίσχυσε την επιρροή τού πάπα στο εκκλησιαστικό συμβούλιο.

Ύστερα από τη διαφαινόμενη απώλεια τής Σένια (Σεν) στους Τούρκους, ο Αλέξανδρος ΣΤ’ έγραψε στους Καθολικούς ηγεμόνες στις 2 Οκτωβρίου 1493, απευθύνοντας έκκληση σε αυτούς για «συμβουλή και βοήθεια … για τον τόσο μεγάλο κίνδυνο για την Ιταλία και για τη χριστιανική θρησκεία» (consilia et auxilia … in tanto Italie et Christiane religionis periculo). Αν και ανέφερε ότι από την πλευρά του δεν θα παρέλειπε τίποτε για την προστασία των ιταλικών ακτών, έγραφε ότι «αυτή επιχείρηση δεν σηκώνει καθυστέρηση, αλλά απαιτεί άμεση προετοιμασία». Ζητούσε από τον Τζιανγκαλεάτσο Σφόρτσα και τον Λοντοβίκο Μόρο, τούς δούκες τού Μιλάνου, να τον ενημερώσουν εντός δύο εβδομάδων για το είδος τής συμβολής τους στην κοινή υπόθεση.101 Στις 19 τού μηνός ο Φλωρεντινός εκπρόσωπος Αντόνιο Γκουϊντότι ντι Κόλλε έγραφε στους Οκτώ (Otto di Pratica) από τη Ρώμη ότι ο πάπας είχε αποφασίσει να στείλει απεσταλμένο στην Ισταμπούλ, για να καταστήσει σαφές στον σουλτάνο ότι η συνέχιση των τουρκικών επιθέσεων εναντίον χριστιανών στην Κροατία και αλλού θα είχαν μόνο ως αποτέλεσμα την παράδοση τού Τζεμ σουλτάνου στους Ευρωπαίους ηγεμόνες, για να τον χρησιμοποιήσουν ως αιχμή τού δόρατος μιας σταυροφορίας, μεγαλύτερης και ισχυρότερης από εκείνη στην οποία θα μπορούσαν να αντισταθούν οι οθωμανικές δυνάμεις. Ο Γκουϊντότι έγραφε επίσης ότι ο πάπας σχεδίαζε να υπενθυμίσει στους ηγεμόνες την επικίνδυνη κατάσταση των χριστιανικών υποθέσεων «και να τούς παροτρύνει σε εκστρατεία κατά των Τούρκων, δείχνοντας πόσο μεγάλη νίκη μπορούσε να αναμένεται με τη βοήθεια τού αδελφού τού Τούρκου, ο οποίος βρίσκεται εδώ». Οι Ενετοί πίεζαν πάντα τον πάπα να απειλήσει τον σουλτάνο ότι ο Τζεμ θα στελνόταν πραγματικά σε μια τέτοια εκστρατεία. Όταν ο Αλέξανδρος αποφάσισε να στείλει δύο από τούς αδελφούς Μποκιάρντι στην Ισταμπούλ, η ενετική κυβέρνηση βιαζόταν να πάνε αυτοί από τη συντομότερη διαδρομή, αλλά φυσικά η Σινιορία δεν θα τούς επέτρεπε να πάνε με κρατική γαλέρα. Οι πολιτικοί τής Δημοκρατίας δεν ήσαν διατεθειμένοι να διακινδυνεύσουν ούτε κατ’ ελάχιστο τις συνεχείς διακηρύξεις τους για ουδετερότητα, όσο μπορούσαν αυτοί να διατηρούν την ειρήνη με την Πύλη. Στην πραγματικότητα οι παπικοί απεσταλμένοι δεν έφυγαν από τη Ρώμη μέχρι τον Ιούνιο τού 1494. Ο Τζόρτζιο Μποκιάρντι παρέμεινε στην Ισταμπούλ μέχρι αργά τον Σεπτέμβριο.102 Όμως τότε πια κοσμοϊστορικά γεγονότα συνέβαιναν στην Ιταλία. Με τούς Γάλλους εισβολείς ο παπισμός αντιμετώπιζε πιο τρομακτικό εχθρό από τούς Τούρκους. Όταν ο Μποκιάρντι επέστρεψε στην Ιταλία τον Νοέμβριο (1494), συνάντησε μεγαλύτερες εκπλήξεις από εκείνες που είχε νιώσει στην Ισταμπούλ. Θα επανέλθουμε σε αυτόν σύντομα.

Στις 7 Οκτωβρίου 1493 ο Φερράντε τής Νάπολης είχε γράψει στον Λουίτζι Παλαντίνι, τον πρεσβευτή του στη Ρώμη, σε σχέση με το παπικό σημείωμα που παρότρυνε τούς χριστιανούς ηγεμόνες να ενωθούν εναντίον των Τούρκων. Ο Παλαντίνι έπρεπε να ενημερώσει τον πάπα ότι η Ιταλία χρειαζόταν την ένωση εναντίον των «υπερορείων» (ultramontanes) καθώς και εναντίον των Τούρκων. Αλλά ο Αλέξανδρος ΣΤ’ είχε πραγματικά στα χέρια του το κλειδί εναντίον τής Πύλης στο πρόσωπο τού Τζεμ, τον οποίον ο σουλτάνος φοβόταν τόσο πολύ. Δεδομένου ότι η Αγιότητά του είχε καλές σχέσεις με όλους τούς ηγεμόνες και ήταν πολύ πιο σεβαστός από κάθε άλλο ποντίφηκα που είχε καταλάβει το θρόνο εδώ και πολύ καιρό, μπορούσε να προχωρήσει με τόλμη. Άνδρες και πολεμοφόδια έπρεπε να σταλούν αμέσως στην Κροατία. Ο Αλέξανδρος δεν έπρεπε να κάνει αυτό που είχαν κάνει τόσοι πολλοί πάπες στο παρελθόν, που ξεκινούσαν με ωραία λόγια και εύγλωττα σημειώματα και στη συνέχεια άφηναν κάθε προσπάθεια να σκορπιστεί στον άνεμο, με αποτέλεσμα οι Τούρκοι να γίνονται κάθε μέρα και πιο ισχυροί. Έπρεπε να σταλεί παπικός απεσταλμένος στην Ισταμπούλ, για να διαμαρτυρηθεί για τη λεηλασία στην Κροατία και να απειλήσει τον σουλτάνο ότι θα καλέσει τούς Ευρωπαίους ηγεμόνες στα όπλα και θα χρησιμοποιήσει τον Τζεμ για τη θεραπεία των χριστιανικών παραπόνων. Ο Αλέξανδρος έπρεπε να πάρει σταθερή θέση, «επειδή οι Τούρκοι είναι τέτοιοι, που όταν το βάζεις στα πόδια μπροστά τους, δεν σταματούν να σε κυνηγούν, αλλά όταν τούς αντιμετωπίζεις, σταματούν!» Η Ουγγαρία χρειαζόταν εσωτερική σταθερότητα, η οποία θα υπήρχε αν ο βασιλιάς Λάντισλας αναγνώριζε δίκαια τη Βεατρίκη ως σύζυγό του. Η ενότητα των βαρώνων και των ιεραρχών τής Ουγγαρίας ήταν απαραίτητη για να μπορέσει το βασίλειο να αντιταχθεί στους Τούρκους. Ο Φερράντε έλεγε ότι ενδιαφερόταν εξίσου για το κοινό καλό στο ζήτημα αυτό, καθώς και για την σωστή αναγνώριση τής δυστυχισμένης του κόρης.103 Η προσοχή τού Αλέξανδρου στρεφόταν ήδη προς βορρά, προς την Ουγγαρία.

Ο Όρσo Ορσίνι, επίσκοπος τού Τεάνο, είχε σταλεί ως λεγάτος εκ μέρους τού πάπα (a latere) στον Λάντισλας τής Ουγγαρίας και τής Βοημίας και στον Ιωάννη Αλβέρτο, τον βασιλιά τής Πολωνίας. Σκοπός του ήταν να εξασφαλίσει την επιστροφή στην Καθολική ορθοδοξία των αιρετικών κοινοτήτων στη Βοημία και να βοηθήσει τούς δύο βασιλείς να συνθέσουν τις διαφορές τους, ως προοίμιο τής συμμετοχής τους στη σταυροφορία. Ο Ιωάννης Αλβέρτος έκανε ειρήνη με τούς Τούρκους, αλλά ο Oρσίνι δημοσίευσε στην Ουγγαρία και τη Βοημία την παπική βούλα «Από την ορθόδοξη πίστη» (Orthodoxe fidei) τής 18ης Οκτωβρίου, 1493, παρέχοντας πλήρη άφεση αμαρτιών σε όλους τούς χριστιανούς που θα υπηρετούσαν υπό τον Λάντισλας στην «αγία εκστρατεία» (sancta expeditio) για έξι μήνες ή θα πέθαιναν στο καθήκον πριν την παρέλευση τής περιόδου αυτής. Η άφεση θα χορηγούνταν επίσης σε άτομα και θρησκευτικούς οίκους που θα διέθεταν μισθοφόρους για την προβλεπόμενη επιχείρηση. Οι θρησκευτικοί οίκοι έπρεπε να βάζουν στο πεδίο τής μάχης έναν έφιππο ένοπλο για κάθε δέκα μέλη τους. Οι μισθοφόροι θα έπαιρναν επίσης άφεση αμαρτιών αν ήσαν φτωχοί. Πλήρης άφεση αμαρτιών χορηγούνταν επίσης, ύστερα από τη συνήθη εξομολόγηση και απαλλαγή, σε όλους εκείνους που θα συνεισέφεραν στη σταυροφορία με τις διάφορες δεξιότητες και εργασίες τους, σε γιατρούς, φαρμακοποιούς (aromatarii), χειρουργούς, υποδηματοποιούς, μάγειρες, κρεοπώλες, σιδηρουργούς και ξυλουργούς, κατασκευαστές τροχών (carpentarii), ειδικούς μηχανικούς και τεχνίτες κάθε είδους, καθώς και σε εμπόρους φαρμάκων, τροφίμων και άλλων αναγκαίων για τον πόλεμο, σε κήρυκες τής σταυροφορίας, σε γυναίκες που θα φρόντιζαν τούς αρρώστους στα στρατόπεδα, καθώς και σε ορισμένα άλλα άτομα, των οποίων οι προσπάθειες θα προωθούσαν την ιερή υπόθεση στα ανατολικά μέτωπα. Κάθε άλλη άφεση αμαρτιών έπρεπε να ανασταλεί για ένα χρόνο στην Ουγγαρία.104

Στο μεταξύ ο Φερράντε είχε γράψει στον πρεσβευτή του στη Βενετία (στις 12 Οκτωβρίου 1493) ότι το πλήγμα που είχαν επιφέρει οι Τούρκοι επί των χριστιανών στην Κροατία έπρεπε να προκαλέσει καθένα να σκεφτεί. Η Νάπολη και η Βενετία στέκονταν ως πύλες προς την Ευρώπη. Οι Τούρκοι προσπαθούσαν να καταλάβουν ολόκληρη τη Δαλματία. Είχαν φτάσει στην Αδριατική. Αν οι ηγεμόνες και κυρίως ο πάπας έκαναν το καθήκον τους, οι Τούρκοι θα αναγκάζονταν να αποχωρήσουν ακόμη και από την Ελλάδα. Ο Φερράντε υπενθύμιζε τις ενετικές προσπάθειες για μεγάλο χρονικό διάστημα για τη διατήρηση τής ειρήνης στην Ιταλία (στις οποίες φυσικά είχε πάντοτε συμπαρασταθεί). Τώρα, όμως, κάθε μέρα που περνούσε καθιστούσε σαφέστερη την πρόθεση των Γάλλων να κατέβουν στην Ιταλία και να επιτεθούν στο βασίλειο τής Νάπολης. Οι Ενετοί έπρεπε οπωσδήποτε να συνειδητοποιήσουν, όπως και κάθε άλλος, «ότι η κίνηση των Γάλλων μέσα στην Ιταλία εναντίον μας δεν μπορεί να επιτευχθεί χωρίς να διαταραχθεί η ειρήνη [reposo] των ιταλικών κρατών». Η κατάκτηση κι άλλων κρατών θα ακολουθούσε αναπόφευκτα εκείνη τής Νάπολης, «γιατί οι Γάλλοι είναι θρασείς και κακοί γείτονες, ενώ και σε άλλες περιπτώσεις έχουν κάνει κακό στην Ιταλία». Κάθε φορά που οι Γάλλοι απολάμβαναν ειρήνη στην πατρίδα τους, οι σκέψεις τους στρέφονταν πάντα στις ζημιές που μπορούσαν να κάνουν στην Ιταλία. Οι Ενετοί έπρεπε να προβληματιστούν για τον κίνδυνο που βρισκόταν μπροστά, με τούς Τούρκους ακριβώς στις πύλες και με τούς Γάλλους μέσα στη χερσόνησο (cioe li Turchi ad le porte et Francesi dentro Italia)! Η Σινιορία είχε ήδη βοηθήσει τούς Ναπολιτάνους εναντίον τής προηγούμενης γαλλικής εισβολής. Είχε κατανοήσει το δικό της συμφέρον και ο απειλούμενος Φερράντε έλπιζε ότι η Δημοκρατία θα το κατανοούσε και πάλι.105

Επί χρόνια ο Φερράντε είχε συμβάλει όσο κάθε ηγεμόνας τής εποχής του στην πολιτική αναταραχή στην Ιταλία. Σε αυτές τις ημέρες ανάγκης δυσκολευόταν να εξασφαλίσει συμμάχους, με τούς οποίους θα αντιμετώπιζε την αναμενόμενη εισβολή των Γάλλων. Μάταια ικέτευε, με τη μια επιστολή μετά την άλλη, για ένωση των ιταλικών κρατών για την αντιμετώπιση των επικείμενου κινδύνου από τον Κάρολο Η’ και από την πιθανότητα να επωφεληθούν οι Τούρκοι από την αναταραχή, στην οποία προφανώς θα βυθιζόταν η χερσόνησος.106 Στις 25 Οκτωβρίου (1493) ο Φερράντε ενημέρωσε τον Αλέξανδρο ΣΤ’ ότι έστελνε σε τρεις μέρες εκπρόσωπο στη Ρώμη με 6.000 δουκάτα ως «επιχορήγηση για τη Σένια», διαβεβαιώνοντας τον πάπα ότι όχι μόνο σε αυτό αλλά σε όλα τα άλλα ζητήματα έθετε τούς πόρους του στη διάθεση τού πάπα.107 Όμως παρ’ όλες τις χειρονομίες που έκανε για να κερδίσει την αποδοχή και υποστήριξη τού πάπα, ο Φερράντε διαπίστωνε ότι ο Αλέξανδρος παρέμενε εχθρικός απέναντι σε αυτόν και στα συμφέροντα τής Νάπολης. Ο αρραβώνας τής Δόννα Σάνθια και τού Γιοφφρέδο Βοργία φαινόταν ότι δεν είχε πετύχει τίποτε. Καταλανοί και οι δύο και «Αρκάδες» και οι δύο (Arcades ambo), ο Φερράντε και ο Ροδρίγο Βοργία ήξεραν καλά ότι δεν μπορούσαν να εμπιστεύονται ο ένας τον άλλον.

Στη Ρώμη είχαν συγκληθεί διασκέψεις για να φροντίσουν για την υπεράσπιση τής χριστιανοσύνης εναντίον των Τούρκων. Η Βενετία είχε εκπροσωπηθεί κρυφά σε αυτές τις συζητήσεις και στη Δημοκρατία θα επιβαλλόταν φόρος 25.000 δουκάτων ως μερίδιό της στις δαπάνες. Μολονότι διακήρυσσαν ότι δεν έπρεπε να γίνει τίποτε που θα έθετε σε κίνδυνο την τουρκo-ενετική ειρήνη, μέχρι τη στιγμή που μια γενική εκστρατεία των Ευρωπαίων ηγεμόνων θα ήταν πραγματικά έτοιμη να ξεκινήσει εναντίον των Τούρκων, οι πολιτικοί στη λιμνοθάλασσα ήσαν διατεθειμένοι να συνεισφέρουν 32.000 δουκάτα για χρήση εναντίον τού εχθρού στην Κροατία.108 Όμως όλες οι σκέψεις για σταυροφορία δεν ήσαν παρά επιδίωξη χίμαιρας, όσο ο Κάρολος Η’ ήταν αποφασισμένος για την κατάκτηση τής Νάπολης. Ο αυτοκράτορας Φρειδερίκος Γ’ είχε πεθάνει στα τέλη Αυγούστου 1493 και ο γιος του Μαξιμιλιανός τον είχε διαδεχθεί, γεμάτος φιλόδοξα σχέδια για επιθετική δράση κατά των Τούρκων. Ο Μπούρχαρτ καταγράφει την άφιξη στη Ρώμη στις 11 Ιανουαρίου 1494 τού Μάρκαρντ Μπραϊζάχερ, «γιατρού και στρατιώτη» (doctor et miles) σε πρεσβεία από τον Μαξιμιλιανό προς τον πάπα. Ο Μαξιμιλιανός είχε προσπαθήσει να αποτρέψει τον Κάρολο από τη σχεδιαζόμενη ναπολιτάνικη περιπέτειά του. Υπήρχαν φιλικές σχέσεις για κάποιο διάστημα μεταξύ τού Μαξιμιλιανού και τού Φερράντε. Μια επιστολή τής 8ης Ιανουαρίου τονίζει ότι ο Mαξιμιλιανός προσπαθούσε να αποσπάσει τον Λοντοβίκο Μόρο από την επικίνδυνη σχέση του με τον Γάλλο βασιλιά.109 Ο Μπραϊζάχερ μπορούσε να είναι σίγουρος ότι θα τον άκουγαν με συμπάθεια στη Ρώμη, γιατί ήταν αυτονόητο ότι ο πάπας προτιμούσε να πάει ο Κάρολος σε σταυροφορία σε κάποιο ανατολικό μέτωπο σε συνεργασία με τον Mαξιμιλιανό, παρά να μπει στην Ιταλία με πρόθεση την κατάκτηση τής Νάπολης. Αλλά κατά τη διάρκεια των συζητήσεων έφτασε στη Ρώμη στις 27 Ιανουαρίου 1494 η είδηση ότι ο Φερράντε είχε πεθάνει στη Νάπολη στις 25 τού μηνός. Τον διαδεχόταν ο γιος του Αλφόνσο.110 Ο θάνατος τού παλιού βασιλιά και η άνοδος στον θρόνο ενός νέου αποτελούσαν σημάδι και πρόσκληση προς τον Κάρολο να συνεχίσει τα σχέδιά του για εισβολή στην Ιταλία. Όποιο δικαίωμα στο στέμμα κι αν είχε ο Φερράντε «εκ των πραγμάτων» (de facto), ύστερα από τριανταπέντε περίπου χρόνια εξουσίας, αυτό τερματιζόταν με τον θάνατό του και ο Κάρολος ήταν αποφασισμένος να μην παραμείνει πια ο Αλφόνσο στον τρεμάμενο θρόνο.

<-13. Ο Ιννοκέντιος Η’, ο σουλτάνος Τζεμ και η Σταυροφορία (1484-1490) 15. Αλέξανδρος ΣΤ’ και Κάρολος Η’. Η γαλλική εκστρατεία στην Ιταλία (1494-1495)->
error: Content is protected !!
Scroll to Top