13. Ο Ιννοκέντιος Η’, ο σουλτάνος Τζεμ και η Σταυροφορία (1484-1490)

<-12. Ο Σίξτος Δ' και η ανάκτηση τού Οτράντο (1480-1484) 14. Ιννοκέντιος Η’ και Αλέξανδρος ΣΤ’, Κάρολος Η’ και Φερράντε Α’ (1490-1494)->

13
Ο Ιννοκέντιος Η’, ο σουλτάνος Τζεμ και η Σταυροφορία (1484-1490)

Image Image

Όταν πέθανε ο Μωάμεθ Β’ Πορθητής στις 3 Μαΐου 1481, είχε μόνο δύο επιζώντες γιούς. Μεγαλύτερος ήταν ο Βαγιαζήτ [Β’], τότε κυβερνήτης τής μακρινής Αμάσειας, που κατέλαβε την Ισταμπούλ στις 20 Μαΐου και ανέλαβε τον έλεγχο τής κυβέρνησης. Η άνοδος τού Βαγιαζήτ στον θρόνο διευκολύνθηκε πολύ από την υποστήριξη των γενιτσάρων, ο οποίοι εξουδετέρωσαν τις προσπάθειες τού μεγάλου βεζύρη Καραμάνι Μωάμεθ για λογαριασμό τού νεώτερου και αγαπημένου γιου του εκλιπόντος σουλτάνου, τού πρίγκηπα Τζεμ, κυβερνήτη τής Καραμανίας (Καραμάν). Ο Καραμάνι Μωάμεθ προσπάθησε να συγκαλύψει τον θάνατο τού Πορθητή αρκετό καιρό, ώστε να δώσει χρόνο στον Τζεμ σουλτάνο να φτάσει στην πρωτεύουσα, αλλά το σχέδιό του απέτυχε και έχασε τη ζωή του σε εξέγερση των Γενιτσάρων, που μετέφεραν το κεφάλι του στους δρόμους τής Ισταμπούλ. Το σύνθημά τους ήταν «σουλτάνος ο Βαγιαζήτ και διπλή πληρωμή». Ο Βαγιαζήτ αντάμειψε τη νομιμοφροσύνη τους με ειδικό χρηματικό δώρο, το οποίο στη συνέχεια μετατράπηκε σε δαπανηρή συνήθεια κατά την άνοδο κάθε νέου σουλτάνου στον θρόνο.1

Στο μεταξύ ο Τζεμ Σουλτάνος βρισκόταν σε εξέγερση. Η ασυνήθιστη τροπή που θα έπαιρνε η τύχη του από αυτή τη στιγμή θα τον μετέτρεπε σε θρυλική φυσιογνωμία στην ανατολική αλλά και στη δυτική λογοτεχνία. Ο Τζεμ γεννήθηκε στην Αδριανούπολη στις 22 Δεκεμβρίου 1459. Η μητέρα του, στην οποία ήταν πολύ αφοσιωμένος, λέγεται ότι ήταν Σλάβα πριγκήπισσα.2 Όπως οι περισσότεροι Οθωμανοί πρίγκηπες, απέκτησε από νωρίς εμπειρία πολιτικής και στρατιωτικής διοίκησης. Ενδιαφερόταν επίσης για στον αθλητισμό και είχε την ικανότητα λογοτεχνικής σύνθεσης. Τον Δεκέμβριο τού 1474 διαδέχθηκε τον αδελφό του Μουσταφά ως κυβερνήτης Καραμανίας, εγκαθιστάμενος μαζί με το προσωπικό του στο Ικόνιο (Κόνυα). Ήταν υπεύθυνος για τις τουρκικές διαπραγματεύσεις με τον Πιέρ ντ’ Ωμπουσσόν, τον μεγάλο μάγιστρο των Ιωαννιτών, πριν το νησί τής Ρόδου υποβληθεί στην ασυνήθιστη πολιορκία τού 1480, την οποία περιγράψαμε πιο πάνω, στο κεφάλαιο 11. Τώρα ο Τζεμ καταλάμβανε την Προύσα (Μπούρσα) ως κέντρο τής αντιπολίτευσής του. Πρότεινε διαίρεση τής αυτοκρατορίας: θα διατηρούσε αυτός την Ασία και ο Βαγιαζήτ θα διοικούσε την ευρωπαϊκή Τουρκία. Ο σουλτάνος όμως δεν ήθελε να ακούσει τίποτε τέτοιο και μετά από δεκαοκτώ μέρες ο Τζεμ αναγκάστηκε να εγκαταλείψει την Προύσα, καθώς ο αυτοκρατορικός στρατός προχωρούσε εναντίον του. Στις 20 Ιουνίου (1481) ο Τζεμ ηττήθηκε άσχημα κοντά στο Γενί-Σεχίρ και ο μικρός στρατός του διασκορπίστηκε. Μετά βίας κατόρθωσε να διαφύγει στην παλιά του πρωτεύουσα Κόνυα (Ικόνιο) και από εκεί στις 28-29 Ιουνίου στα ορεινά οχυρά τής Κιλικίας μαζί με τη μητέρα του, το χαρέμι του, τις κόρες του και τον γιο του Μουράτ, ο οποίος αργότερα κατοίκησε στη Ρόδο.

Η σταδιοδρομία τού Τζεμ σουλτάνου ως ηγεμόνα είχε τερματιστεί. Μέσω Ταρσού, Αδάνων, Χαλεπιού, Δαμασκού, όπου πέρασε επτά βδομάδες και Ιερουσαλήμ έφτασε στο Κάιρο, όπου στα τέλη Σεπτεμβρίου 1481 τον υποδέχθηκε με αβρότητα ο Μπούρτζι Μαμελούκος «σουλτάνος» Καϊτμπέης (1468-1495). Από την Αίγυπτο ο Τζεμ έκανε το προσκύνημα στη Μέκκα, ο μόνος πρίγκηπας τού οίκου του που το έκανε. Επέστρεψε στο Κάιρο στις 20 Φεβρουαρίου 1482, προσπαθώντας για άλλη μια φορά να διαπραγματευτεί κάποια διανομή τής Οθωμανικής αυτοκρατορίας με τον νικηφόρο Βαγιαζήτ, ο οποίος δεν τού υποσχέθηκε τίποτε περισσότερο από μια σύνταξη.

Βρίσκοντας υποστήριξη στην Ανατολία, ο Τζεμ αποφάσισε και πάλι να δοκιμάσει τις πιθανότητές του στη ρουλέτα τού πολέμου και συγκεντρώνοντας γρήγορα τις δυνάμεις του στο Χαλέπι τον Απρίλιο και στις αρχές Μαΐου (1482), προχώρησε προς την Αττάλεια (Αντάλυα), όπου ενώθηκαν μαζί του κι άλλες ενισχύσεις. Κύριος σύμμαχός του ήταν ο Καραμάνογλου Κασίμ μπέης, ο «Μεγάλος Καραμάνος» (Gran Caramano), τον οποίο οι Δυτικοί γνώριζαν ως βασιλιά τής Κιλικίας και ο οποίος ήθελε να ξαναπάρει τα εδάφη και την κυριαρχία, που είχε αφαιρέσει ο Πορθητής από τον πατέρα του.3 Παρά το γεγονός ότι ο στρατός τού Τζεμ πήρε την Ηράκλεια (Ερεγλί) και την Άγκυρα, δεν μπόρεσε να καταλάβει την καλά υπερασπιζόμενη Κόνυα (Ικόνιο). Καθώς ο Βαγιαζήτ βάδιζε εναντίον του στα μέσα Ιουνίου, ο Τζεμ υποχρεώθηκε και πάλι να διαφύγει στις απόκρημνες ορεινές περιοχές τής Κιλικίας. Παρόλο που τώρα πιεζόταν σκληρά από όλες τις πλευρές, χωρίς πόρους ή κατανοητή ελπίδα επιτυχίας, η άγρια υπερηφάνεια τού Τζεμ τον έκανε να αρνηθεί την προσφορά τού Βαγιαζήτ για μια καλή σύνταξη, αν αναλάμβανε ειρηνική διαμονή στην Ιερουσαλήμ, η οποία βρισκόταν ασφαλώς εντός τού βεληνεκούς τής δύναμης τού Αιγύπτιου σουλτάνου. Ο Τζεμ σύντομα διαπίστωσε ότι ήταν αναγκαίο να αφήσει τις δυνάμεις του να φύγουν και επιβιβάστηκε στην αρχαία Κώρυκο (Gorigos, τουρκικά Korgos), στις ακτές τής Ελάσσονος Αρμενίας, σε πλοίο για το νησί τής Ρόδου, όπου έφτασε στις 29 Ιουλίου (1482). Είχε πάρει από τον μεγάλο μάγιστρο πληρέστατες διαβεβαιώσεις για την ασφάλειά του, πριν πάρει την ασυνήθιστη απόφαση να ζητήσει βοήθεια από τούς χριστιανούς άπιστους (γκιαούρ).4 Οι Ιωαννίτες είχαν κάνει περίτεχνες προετοιμασίες για τον ερχομό του.

Γιορταστικό πνεύμα διέπνεε την οχυρωμένη πόλη τής Ρόδου, καθώς οι Ιππότες και οι κάτοικοι τής πόλης περίμεναν την άφιξη τού Τζεμ σουλτάνου. Ο μεγάλος μάγιστρος Ντ’ Ωμπουσσόν είχε διατάξει να κατασκευαστεί μια ξύλινη σχεδία στην ακτή όπου θα αποβιβαζόταν ο Τζεμ. Την κάλυψαν με χρυσοκέντητα μεταξωτά υφάσματα. Οι κάτοικοι συνωστίστηκαν στην ακτή για να παρακολουθήσουν την αποβίβαση τού Τζεμ και παρατάχθηκαν κατά μήκος των σπαρμένων με λουλούδια δρόμων, από τούς οποίους θα περνούσε. Πολλοί από αυτούς ανέβηκαν στις στέγες των σπιτιών τους. Όμορφα κορίτσια και οι μητέρες τους παρακολουθούσαν από παράθυρα στολισμένα με υπέροχα κεντήματα. Αξιωματούχοι τού Τάγματος, ιππότες και ακόλουθοι ίππευαν πλουσιοπάροχα στολισμένα άλογα σε πομπή που εκτεινόταν από το παλάτι τού μεγάλου μάγιστρου μέχρι κάτω στην ακτή. Προχωρούσαν σε ζεύγη μέσα από τα στενά δρομάκια. Ο μεγάλος μάγιστρος ίππευε μόνος, υπέροχα στολισμένος. Περίλαμπρος σε χρυσοκέντητα ρούχα αποτελούσε εντυπωσιακή εικόνα. Σταμάτησε απέναντι από την εκκλησία τού Σαν Σεμπαστιάνο, για να περιμένει τον Τζεμ στην Πλατεία (Piazza).

Όταν η γαλέρα που μετέφερε τον Τζεμ σουλτάνο ελλιμενίστηκε και αυτός πάτησε στη σχεδία, τον υποδέχθηκαν οι άρχοντες τού Μεγαλόσταυρου με όλες τις τιμές που άρμοζαν σε ηγεμόνα ανώτατου βαθμού. Κανόνια έβαλλαν από πυροβολεία στα τείχη και τούς πύργους. Δόθηκε στον Τζεμ «το πιο όμορφο άλογο». Όλα τα σημαντικά μέλη τής ακολουθίας του ανέβηκαν επίσης σε άλογα και η συντροφιά άρχισε να κινείται σιγά-σιγά, κάτω από τούς ήχους τρομπετών, τυμπάνων και άλλων οργάνων. Η θλίψη τής σκηνής έπληξε τα παρακολουθούντα πλήθη, που ξέσπασαν σε χειροκροτήματα στη θέα τού Οθωμανού πρίγκηπα. Όταν ο Τζεμ έφτασε στην εκκλησία τού Σαν Σεμπαστιάνο, βρήκε τον μεγάλο μάγιστρο να τον περιμένει ήσυχα μέσα στο ιπποτικό μεγαλείο των έφιππων ιπποτών και των σημαιών που ανέμιζαν. Ο Τζεμ έβαλε τον δείκτη του στο στόμα του τρεις φορές, σαν να ζητούσε σιωπή, γιατί «τέτοιο είναι το έθιμο των Τούρκων ηγεμόνων, όταν ανταλλάσσουν επίσημους χαιρετισμούς». Οι Τζεμ και Ντ’ Ωμπουσσόν άπλωσαν τα χέρια τους ο ένας προς τον άλλο και είπαν καθένας λόγια χαιρετισμού. Στη συνέχεια το έφιππο σύνολο κινήθηκε προς τα εμπρός, πάλι σε ζευγάρια. Ένας διερμηνέας ίππευε δίπλα στους Τζεμ και Ντ’ Ωμπουσσόν. Σε λίγο έφτασαν στο Πανδοχείο τής Γαλλίας (Ωμπέρζ ντε Φρανς), επί τής οδού των Ιπποτών, το οποίο είχε πολυτελώς ετοιμαστεί για τον Τζεμ και την ακολουθία του. Ο μεγάλος μάγιστρος πρότεινε ότι ο φιλοξενούμενός του θα ήθελε να ξεκουραστεί από τις κακουχίες τού ταξιδιού του. Παρά την παχυσαρκία του, ο Τζεμ αφίππευσε με ευελιξία, καθώς Τούρκοι συνοδοί τού παρείχαν εθιμοτυπική βοήθεια από τις δύο πλευρές, ανέβηκε τα σκαλιά τού Πανδοχείου και αποσύρθηκε στα δωμάτιά του, πολύ ικανοποιημένος, σύμφωνα με τούς Καουρσέν και Μπόσιο, με τη φιλικότητα, την ευγένεια και τη μεγαλοπρέπεια τής υποδοχής και φιλοξενίας, που τού είχαν προσφέρει οι Ιππότες τού Αγίου Ιωάννη.5

Ο τροχός τής τύχης γύριζε θαυμάσια για τούς ιππότες. Μέσα σε δύο χρόνια είχαν δει τη θέση τους να αλλάζει, από μια απελπιστική πολιορκία, που θα μπορούσε να είχε οδηγήσει στην ανατροπή τους, σε θέση σχεδόν διαιτητή τού οθωμανικού πεπρωμένου. Έτσι φαινόταν τουλάχιστον, ακόμη και στον σουλτάνο Βαγιαζήτ, με τον οποίο οι Ιππότες βρέθηκαν σύντομα σε επικοινωνία. Στις 17 Αυγούστου 1482 ο Πιέρ ντ’ Ωμπουσσόν και το συμβούλιο τού Τάγματος αποφάσισαν να στείλουν τον Τζεμ σουλτάνο στην Ευρώπη, προφανώς ύστερα από δικό του αίτημα.6 Δέκα μέρες αργότερα ήσαν έτοιμοι να στείλουν πρέσβεις στην Πύλη. Το κείμενο τής «αρχαίας ειρήνης» (pax antiqua) τού μεγάλου μάγιστρου Ζαν ντε Λαστίκ αναθεωρήθηκε και λήφθηκαν υπόψη τα θέματα που έπρεπε να αντιμετωπιστούν στην Ισταμπούλ. Το Οσπιτάλιο δεν είχε την πρόθεση εφεξής να αποτίει φόρο τιμής, να δίνει ετήσια δώρα ή να στέλνει πρεσβεία στην Πύλη κάθε χρόνο.7

Με πρόταση στο συμβούλιο στις 31 Αυγούστου (1482) επικυρώθηκε η απόφαση να σταλεί ο Τζεμ σουλτάνος στη Γαλλία, για να αναζητήσει βοήθεια από τον Λουδοβίκο ΙΑ’ για να ανακτήσει την πατρική κληρονομιά του. Από τη Γαλλία ήθελε να πάει στην Ουγγαρία ή σε κάποια άλλη χώρα, από την οποία θα μπορούσε να επιχειρήσει, με δυτική βοήθεια, να οδηγήσει εκστρατεία εναντίον τού αδελφού του. Ο Πιέρ ντ’ Ωμπουσσόν διέταξε λοιπόν την ετοιμασία των πλοίων (navis thesauri oneraria) που θα μετέφεραν τον Τζεμ στη Γαλλία και όρισε ορισμένα μέλη τού Τάγματος για να τον συνοδεύσουν και να φροντίσουν για τα εμπλεκόμενα έξοδα. Οι ρυθμίσεις αυτές εξηγούνταν στον Τζεμ μέσω διερμηνέων «ειδικευμένων στα λατινικά και στα τουρκικά» και όντας ικανοποιημένος, επικύρωσε τα σχέδια των Ιωαννιτών «με τη συνήθη τουρκική υπογραφή του» (signo turchico solito). Είχε ήδη υποσχεθεί ότι, αν με τη θεία (και τη δυτική) βοήθεια καθόταν ποτέ στον θρόνο τού πατέρα του και εξασφάλιζε τον «πατρικό έλεγχο» (dicio paterna), αυτός και οι απόγονοί του θα διατηρούσαν «διαρκή ειρήνη» σε στεριά και θάλασσα με τον μεγάλο μάγιστρο τού Οσπιτάλιου και με τούς διαδόχους του. Εγγυήθηκε ελευθερία εμπορίου στους πολίτες και εμπόρους τής Ρόδου, στους οποίους θα επιτρεπόταν να εξάγουν τρόφιμα από τις κτήσεις του χωρίς πληρωμή εμπορικών φόρων (gabella commercii) ή οποιωνδήποτε άλλων δασμών. Θα επιτρεπόταν στους Ιωαννίτες να παίρνουν κάθε χρόνο από την Τουρκία τριακόσιους χριστιανούς, αναμφίβολα δούλους, για να τούς εγκαθιστούν σε νησιά που ανήκαν στο Τάγμα. Ο Τζεμ υποσχέθηκε στον μεγάλο μάγιστρο και στο Τάγμα 150.000 δουκάτα, για την εξόφληση των δαπανών που αναλάμβαναν για εκείνον και την ακολουθία του. Ορκίστηκε να τούς επιστρέψει όλα τα νησιά που είχε πάρει ο πατέρας του από τούς χριστιανούς, δίνοντας στον μεγάλο μάγιστρο και στο Τάγμα το δικαίωμα να τα διαθέσουν με όποιο τρόπο επιθυμούσαν. Και ξανά, όταν οι διερμηνείς εξήγησαν τα άρθρα τής συμφωνίας στον Τζεμ, τα επικύρωσε «με τη συνήθη τουρκική υπογραφή του» (signo turchico solito).8 Οι Ιωαννίτες είχαν χρησιμοποιήσει προς ιδιαίτερο όφελος τη διαμονή τού Τζεμ ανάμεσά τους.

Ο Τζεμ σουλτάνος και οι τριάντα συνοδοί του έμειναν στη Ρόδο μόνο πέντε εβδομάδες. Την 1η Σεπτεμβρίου (1482) επιβιβάστηκαν στο «Μεγάλο Πλοίο τού Ταμείου» (Grande Nef du Tresor), υπό τη διοίκηση τού Γκυ ντε Μπλανσφόρ, ανηψιού τού μεγάλου μάγιστρου, με προορισμό τη Γαλλία ή μάλλον τη Σαβοΐα. Την προηγούμενη τής αναχώρησής του ο μεγάλος μάγιστρος οργάνωσε συμπόσιο προς τιμήν τού Τζεμ, που λέγεται ότι τον ευχαρίστησε ιδιαίτερα και τον κατέπληξαν η ποικιλία των τροφίμων και η μεγαλοπρέπεια τής εξυπηρέτησης.9

Στο μεταξύ ο μεγάλος μάγιστρος Πιέρ ντ’ Ωμπουσσόν ασχολιόταν ήδη με τον πιο πετυχημένο γιο τού Πορθητή. Αμέσως μετά την άφιξη τού Τζεμ σουλτάνου στη Ρόδο, ο ντ’ Ωμπουσσόν είχε ενημερώσει τον πάπα Σίξτο Δ’, καθώς και τούς βασιλιάδες και τούς κύριους ηγεμόνες τής Ευρώπης, για το πιόνι το οποίο η μοίρα είχε τοποθετήσει στα χέρια των Ιωαννιτών. Τώρα ο ντ’ Ωμπουσσόν διαπραγματευόταν «αληθινή ειρήνη», για την οποίο ο πάπας είχε χορηγήσει άδεια, με τον σουλτάνο Βαγιαζήτ, σύμφωνα με την οποία οι Ρόδιοι θα απολάμβαναν ελευθερία εμπορίου σε όλα τα μέρη τής Οθωμανικής αυτοκρατορίας, πληρώνοντας μόνο τα συνήθη τέλη και δασμούς. Επιπλέον ο Βαγιαζήτ δεσμευόταν ο ίδιος να καταβάλλει κάθε χρόνο την 1η Αυγούστου 35.000 ενετικά δουκάτα για την αξιότιμη συντήρηση και φύλαξη τού αδελφού τού Τζεμ. Δεδομένου ότι τα έσοδα των Ιπποτών είχαν υποστεί κάποια μείωση ως συνέπεια τής μεγάλης πολιορκίας τού 1480, ο Βαγιαζήτ «από μόνος του», συμφωνούσε να καταβάλλει κάθε χρόνο (επίσης την 1η Αυγούστου) άλλες 10.000 ενετικά δουκάτα στα χέρια τού μεγάλου μάγιστρου στη Ρόδο. Αυτή η ειρήνη φέρει ημερομηνία 7 Δεκεμβρίου (1482). Η συμφωνία ήταν ότι ο Τζεμ έπρεπε να διατηρείται «ήσυχος και ειρηνικός …, έτσι ώστε να μην κηρυχτεί πόλεμος εναντίον τού Βαγιαζήτ για λογαριασμό του».10

Ποτέ πριν και ποτέ ξανά δεν θα μπορούσαν οι χριστιανοί να εξασφαλίσουν τέτοιου μεγέθους διπλωματικό πλεονέκτημα απέναντι στην Πύλη, όπως εκείνο που τούς παρείχε η απόκτηση τού ατόμου τού Τζεμ σουλτάνου. Στις 3 Ιανουαρίου 1483 ο μεγάλος μάγιστρος ντ’ Ωμπουσσόν έγραφε στον πάπα ότι η ειρήνη με τον Βαγιαζήτ τιμούσε το χριστιανικό Τάγμα και κέρδιζε μια ιδιαιτέρως αναγκαία ανάπαυλα για τούς υπηκόους τού Οσπιταλίου στην Ανατολική Μεσόγειο. Παρείχε εγγύηση για την ασφάλεια τού κάστρου τού Αγίου Πέτρου (Μποντρούμ) στην αρχαία Αλικαρνασσό, το οποίο είχε επί καιρό υπηρετήσει και θα υπηρετούσε τώρα ακόμη περισσότερο ως καταφύγιο για τούς χριστιανούς, που μπορούσαν να ξεφύγουν από τη δουλεία στην τουρκική Μικρά Ασία. Ο ντ’ Ωμπουσσόν μιλούσε επίσης για τα πλεονεκτήματα που απέρρεαν για τη Ρόδο από τις συμφωνίες αμοιβαίων εμπορικών συναλλαγών που είχαν γίνει με την Πύλη. Ο Βαγιαζήτ είχε εξαναγκαστεί σε αυτή τη συνθήκη «λόγω τού αδελφού του, που βρίσκεται στα χέρια μας». Αλλά ο ντ’ Ωμπουσσόν και το μοναστήρι στη Ρόδο θα παρέμεναν παρ’ όλα αυτά σε επιφυλακή και θα συνέχιζαν την επανοχύρωση τής πόλης τους, που ήταν ήδη το ισχυρότερο φρούριο στον κόσμο, σαν να υπήρχε πόλεμος μεταξύ Ιωαννιτών και Τούρκων. Η ειρήνη δεν θα εισήγαγε υπνηλία στο ενδιαφέρον τού Τάγματος για την αυτοσυντήρησή του. Η κατοχή τού Τζεμ επέβαλλε υπέροχο περιορισμό στον Βαγιαζήτ, ο οποίος είχε πρόσφατα θανατώσει τον Αχμέτ πασά, αυτόν που είχε καταλάβει το Οτράντο, υποψιαζόμενος προδοσία, «ενώ … μερικοί από τούς επικεφαλής κατήδες (δικαστές) και σουμπάσηδες (φρούραρχους) τής πόλης τής Κωνσταντινούπολης έχουν στραγγαλιστεί», όλοι λόγω τής υποτιθέμενης μεροληψίας τους υπέρ τού Τζεμ. Ο ντ’ Ωμπουσσόν θα κρατούσε την παπική κούρτη ενήμερη για περαιτέρω εξελίξεις .11

Στο μεταξύ ο Τζεμ σουλτάνος είχε αποβιβαστεί με ασφάλεια στη Βιλλφράνς, στην επικράτεια τού δούκα Καρόλου Α’ τής Σαβοΐας, στις 15 Οκτωβρίου 1482. Τον οδήγησαν την επόμενη μέρα στη Νίκαια (Νις), «όπου υπήρχαν πολλές όμορφες γυναίκες», γράφει ο Σανταντίν, ο βιογράφος τού Τζεμ, «καθώς και αρκετοί πολύ ευχάριστοι κήποι».12 Μετά από τέσσερις μήνες στη Νίκαια ο Τζεμ μεταφέρθηκε στο Σαμπερύ, την πρωτεύουσα τής Σαβοΐας, και από εκεί προφανώς στο Λεζ Εσέλ στoν Γκυέρ και όχι στo Ρουμιγύ, πόλη διοικούμενη από τούς Ιωαννίτες ιππότες, όπου έφτασε στις 20 Φεβρουαρίου 1483. Στις 27 Ιουνίου τον μετακίνησαν στο Πουέτ στο Ντωφίν. Τώρα πια οι Ιππότες είχαν εγκαταλείψει σχεδόν κάθε πρόσχημα φιλοξενίας. Ο φτωχός Τζεμ ήταν απλώς αιχμάλωτος και ο ίδιος το ήξερε καλά. Κρατήθηκε για περίπου δύο μήνες στο Πουέτ και στη συνέχεια τον μετακίνησαν στα κάστρα τού Ροσσινάρ και τού Σασσενάζ, σε καθένα από τα οποία πέρασε άλλους δύο μήνες. Τότε ήταν που, όπως φαίνεται, ο Τζεμ ερωτεύτηκε την Φιλιππίν-Ελέν, την όμορφη κόρη τού Ζακ, βαρώνου τού Σασσενάζ. Γύρω στον Φεβρουάριο τού 1484 μετακίνησαν τον Τζεμ από το Ντωφίν στην περιοχή τού άνω Κρεζ. Παραμένουν κάποιες αμφιβολίες ως προς τις λεπτομέρειες τής διαδρομής του. Ο Λουδοβίκος ΙΑ’ τής Γαλλίας, που είχε πεθάνει στο τέλος Αυγούστου 1483, δεν είχε δείξει ενδιαφέρον για την υποστήριξη τής φιλοδοξίας τού Τζεμ να αντικαταστήσει τον αδελφό τού Βαγιαζήτ στον θρόνο τής Ισταμπούλ, ανεξάρτητα από τις παραχωρήσεις που ο Τζεμ θα ήταν πρόθυμος να υποσχεθεί στους χριστιανούς.13 Ο Ματίας Κορβίνους ήταν ο μόνος πιθανός σταυροφόρος στην Ευρώπη, από γεωγραφική αναγκαιότητα, γιατί είχε την ατυχία να έχει τούς Τούρκους γείτονες.

Ο Τζεμ σουλτάνος διέμεινε για μικρό διάστημα στο Μπουργκανέφ, στην Κρεζ, στο διαμέρισμα ντε Γκερέτ, σημαντική έδρα των Ιωαννιτών, κέντρο τής Γλώσσας τής Ωβέρνης (Langue d’Auvergne) των Ιωαννιτών και πατρίδα τού μεγάλου μάγιστρου ντ’ Ωμπουσσόν, αλλά οι ιππότες σύντομα τον μετακίνησαν στο κάστρο τού Μοντέιγ λε Βικόμτ, το οποίο ανήκε στον αδελφό τού μεγάλου μάγιστρου, στον Αντουάν ντ’ Ωμπουσσόν, έναν από τούς ήρωες τής πολιορκίας τής Ρόδου. Πάντα φοβούμενοι μήπως ο Τζεμ εγκαθιδρύσει κάποια επικοινωνία με τούς υπηρέτες του ή το περιβάλλον του, οι Ιππότες τον μετακινούσαν συχνά. Ύστερα από δύο μήνες στο Mοντέιγ, τον πήγαν στο Μορτερόλ, πιθανώς τον Μάιο τού 1484, κέντρο διοίκησής τους στην επισκοπή τής Λιμόζ. Τον Ιούλιο τού 1484 τον μετέφεραν στο Μπουαλαμύ, στην περιοχή τής Κρεζ. Το κάστρο ανήκε στον Αντουάν ντε Μπλανσφόρ, τον αδελφό τού Γκυ, τού φύλακα τού Τζεμ. Εδώ ο Τζεμ παρέμεινε για δύο χρόνια, αναπολώντας το παρελθόν και ζώντας με ελπίδες για το μέλλον.14 Οι ημέρες του ήσαν ανυπόφορα βαρετές και οι νύχτες του γεμάτες με όνειρα για απόδραση.

Γύρω στον Ιούλιο τού 1486 ξαναπήγαν τον Τζεμ σουλτάνο στο κάστρο τού Μπουργκανέφ, όπου ένας πύργος, γνωστός ακόμη ως «Πύργος Ζιζίμ» (La Tour Zizim), είχε κατασκευαστεί το 1484 ειδικά ως κατοικία του. Ο πύργος ήταν εξοπλισμένος με ειδικές κουζίνες, τουρκικά λουτρά και διαμερίσματα για τούς μουσουλμάνους συνοδούς του, καθώς και για τούς Ιωαννίτες φρουρούς του. Είχαν ληφθεί όλα τα προληπτικά μέτρα, ώστε να είναι αδύνατη η απόδραση, γιατί ο Τζεμ αποτελούσε αντικείμενο ατέλειωτων μηχανορραφιών από την πλευρά των διαφόρων ηγεμόνων και ο ίδιος είχε την τάση να σκέφτεται την απόδραση σε κάθε πιθανή περίπτωση.15 Τελικά, ύστερα από δύσκολες διαπραγματεύσεις μεταξύ τής γαλλικής αυλής και τής παπικής κούρτης, υπήρξε συμφωνία να αναλάβει ο πάπας την επιμέλεια τού Τζεμ. Στις 10 Νοεμβρίου 1488 ή κάπου τότε ο Τζεμ άφησε τελικά το Μπουργκανέφ για το ιστορικό ταξίδι του στη Ρώμη. Στις 5 Δεκεμβρίου επιβιβάστηκε σε σκάφος στη Λυών, για να καταπλεύσει «πολύ αργά» (molto adagio) τον Ροδανό μέχρι την Αβινιόν, όπου η πρόοδος τού ταξιδιού του μπορούσε να σταματήσει ανά πάσα στιγμή, αν οι συνεχιζόμενες διαπραγματεύσεις εξελίσσονταν άσχημα. Αλλά οι Ιωαννίτες, στην ευθύνη των οποίων παρέμενε, φοβούμενοι (και πολύ σωστά) ότι θα μπορούσε να προκύψει κάποιο εμπόδιο που θα καθυστερούσε την αναχώρηση τού Τζεμ από τη Γαλλία, άρχισαν ξαφνικά να ταξιδεύουν πιο γρήγορα. Στις 11 Φεβρουαρίου (1489) ο Τζεμ και οι φρουροί του έφτασαν στην Τουλόν, όπου ήταν αγκυροβολημένο το «Μεγάλο Πλοίο τού Θησαυροφυλακίου» (Grande Nef du Tresor) και δύο μεγάλες γαλέρες τού Τάγματος. Χρειάστηκε να περιμένουν δέκα μέρες για ευνοϊκούς ανέμους, αλλά τελικά απέπλευσαν από την Τουλόν στις 21 Φεβρουαρίου κατευθυνόμενοι στην ιταλική ακτή και τη Ρώμη. Αντίθετα προς κάθε προσδοκία του, ο Τζεμ σουλτάνος είχε περάσει σχεδόν επτά χρόνια στη Σαβοΐα και τη Γαλλία.16

Κατά τη δική τους εποχή οι Ιωαννίτες Ιππότες είχαν κατηγορηθεί για παραβίαση τής άδειας ασφαλούς διέλευσης και των υποσχέσεων που είχαν δώσει στον Τζεμ σουλτάνο. Όμως το γαλλικό στοιχείο ήταν κυρίαρχο στο Οσπιτάλιο και το που θα παρέδιδαν τον Τζεμ θα εξαρτιόταν αναπόφευκτα από την απόφαση τού Γάλλου βασιλιά. Σίγουρα οι Ιππότες παρεμπόδισαν τον Τζεμ να πάει στην Ουγγαρία ή ακόμη και να εγκαθιδρύσει άμεση επαφή με τον Ματίας Κορβίνους, ο οποίος το 1486-1487 επεξεργαζόταν σχέδια σε συνεννόηση με τον δούκα Έρκολε ντ’ Έστε τής Φερράρας για απόδραση ή απελευθέρωση τού Τζεμ από τη γαλλική κατοικία του, ώστε να μπορέσει να πορευτεί μαζί με τον ουγγρικό στρατό και να διώξει τον αδελφό του από τον θρόνο των Οθωμανών.17 Κατά τη διάρκεια τού μεγαλύτερου μέρους τού έτους 1487 ο Κορβίνους συνέχιζε τις προσπάθειές του για να εξασφαλίσει την απελευθέρωση τού Τζεμ. Οι Ενετοί όμως διατηρούσαν επίμονη αντίθεση και έκαναν έκκληση στον πάπα να πείσει τον Γάλλο βασιλιά να τον στείλει στη Ρώμη. Στο μεταξύ ο Ενετός απεσταλμένος στην αυλή τού Καρόλου Η’ έκανε ό,τι μπορούσε για να εμποδίσει τις προσπάθειες μιας περίπλοκης ουγγρικής πρεσβείας, η οποία προσπαθούσε (μάταια) να πετύχει την αποστολή τού Τζεμ στη Βούδα. Έχει συχνά ειπωθεί ότι οι Ιωαννίτες δεν ήθελαν να χάσουν τα 45.000 δουκάτα, που ο σουλτάνος έπρεπε να καταβάλει ετησίως για την επιμέλεια τού αδελφού του. Όμως ο ιστορικός τού Τάγματος, ο Μπόσιο, ισχυρίζεται ότι ο Τζεμ φιλοξενούνταν με τη μεγαλοπρέπεια που άρμοζε στο πριγκηπικό του αξίωμα. Η φρούρησή του ήταν επίσης δαπανηρή. Το Οσπιτάλιο έπρεπε να αναλαμβάνει το κόστος πολλών πρεσβειών σε διάφορες αυλές, για ζητήματα σχετικά με την επιμέλειά του ή την πιθανή χρησιμοποίησή του προσωπικά σε μια σταυροφορία.18

Η διπλωματική αλληλογραφία τού τέλους τής δεκαετίας τού 1480 δείχνει τις επανειλημμένες προσπάθειες που κατέβαλαν για να αναλάβουν την κατοχή τού Τζεμ σουλτάνου ο Ματίας Κορβίνους και ο πεθερός τού Φερράντε τής Νάπολης,19 ο Φερδινάνδος τής Αραγωνίας, ο Μαμελούκος σουλτάνος Καϊτμπέης τής Αιγύπτου και ο διάδοχος τού πάπα Σίξτου Δ’, ο Ιννοκέντιος Η’. Ανατολικές και δυτικές πηγές δείχνουν ότι ίδιος ο Τζεμ ανέμενε να πάει στην Ουγγαρία, από όπου με τη βοήθεια τού Κορβίνους θα μπορούσε να εισβάλει στη Ρωμυλία. Τελικά, όπως είδαμε, ο Κάρολος Η’ τής Γαλλίας συμφώνησε να παραδώσει τον Τζεμ στον πάπα Iννοκέντιο, στην ταραγμένη εποχή και στις άκαρπες προσπάθειες τού οποίου για την αντιμετώπιση τού «ανατολικού ζητήματος» θα έρθουμε σύντομα. Τα δεινά τού Τζεμ θα χρησίμευαν ως κύριο θέμα στην προπαγάνδα που απευθυνόταν στην Ανατολή, γιατί ο Ιννοκέντιος σχεδίαζε σταυροφορία. Ο Τζεμ έφτασε στην Τσιβιταβέκκια τής ιταλικής ακτής στις 6 Μαρτίου (1489). Εισήλθε στη Ρώμη ανάμεσα στις τρεις και τέσσερις το απόγευμα στις 13 Μαρτίου.20 Ο Πιέρ ντ’ Ωμπουσσόν είχε ήδη λάβει την αμοιβή του. Λίγες μέρες πριν, στις 9 τού μηνός, είχε γίνει καρδινάλιος σε μυστικό εκκλησιαστικό συμβούλιο,21 προφανώς όχι επειδή είχε σώσει τη Ρόδο για τον Χριστιανισμό, αλλά επειδή είχε παραδώσει τον Τζεμ στον παπισμό. Ο ερχομός τού Τζεμ υπήρξε μεγάλο γεγονός. Σύμφωνα με τον Σιγκισμόντο ντε Κόντι υπήρχε από καιρό μια προφητεία διαδεδομένη σε όλη τη χριστιανοσύνη, ότι ο ηγεμόνας (princeps) των Τούρκων θα ερχόταν στη Ρώμη πριν από το έτος 1484 «και θα διέμενε στο Βατικανό». Η άφιξη τού Τζεμ στην πόλη και η εγκατάστασή του στο Βατικανό εκπλήρωναν την προφητεία με τον πιο ευοίωνο τρόπο, προς χαρά τού λαού στη Ρώμη και αλλού.22

Επί αιώνες, όπως η μέρα ακολουθούσε τη νύχτα, εξίσου σίγουρα τον θάνατο ενός πάπα ακολουθούσε η εκλογή άλλου. Όμως είχε περάσει η εποχή που μεσολαβούσαν μεγάλα ενδιάμεσα διαστήματα, όπως εκείνα που είχαν προηγηθεί τής εκλογής τού Ιννοκέντιου Δ’ και τού Γρηγόριου Ι’, τού Σελεστίνου Ε’ και τού Ιωάννη ΚΒ’. Το 1484 όλοι γνώριζαν ότι ο Σίξτος Δ’ θα είχε σύντομα διάδοχο. Στις 26 Αυγούστου εικοσιπέντε καρδινάλιοι συγκεντρώθηκαν για το κογκλάβιο στο ανάκτορο τού Βατικανού, όπου είχαν ετοιμαστεί κελλιά γι’ αυτούς στη νεόκτιστη Καπέλλα Σιξτίνα. Τα κελλιά ανατέθηκαν με κλήρωση. Οι καρδινάλιοι θα έτρωγαν και θα κοιμούνταν σε αυτά. Ως συνήθως σε κάθε καρδινάλιο επιτρεπόταν να έχει δύο συνοδούς (conclavistae), οι οποίοι θα τον υπηρετούσαν και θα μοιράζονταν τον γενικό περιορισμό μέχρι την εκλογή νέου πάπα. Δύο από τα σεβάσμια μέλη τού κογκλάβιου ήσαν άρρωστοι, και έτσι επιτράπηκαν στον καθένα τρεις συνοδοί. Νωρίς το πρωί τής 27ης τού μηνός ο Ενετός καρδινάλιος Μάρκο Μπάρμπο και μερικοί από τούς συναδέλφους του έψαλαν λειτουργία στο παρεκκλήσι τού Σαν Νικολό ντα Μπάρι, ακριβώς απέναντι από την αίθουσα (τη μετέπειτα Sala Regia) προς τη Σιξτίνα, ενώ ύστερα από ορισμένες άλλες τελετές όλοι οι καρδινάλιοι αποσύρθηκαν στη λεγόμενη τρίτη αίθουσα (aula tertia), τη σημερινή ανατολική πτέρυγα τής Σάλα Ντουκάλε, όπου συνέχιζαν τις συζητήσεις που είχαν αρχίσει σχετικά με τις εκλογικές «διομολογήσεις». Έκαναν διάφορες οικονομικές προβλέψεις για τον εαυτό τους και όλοι πλην ενός συμφώνησαν σε μια σειρά άρθρα (capitula), τα οποία επρόκειτο να εκδοθούν σε τρεις βούλλες εντός των πρώτων τριών ημερών μετά την στέψη, στην πιθανή περίπτωση όπου ένας από αυτούς θα εκλεγόταν πάπας.23

Τα άρθρα αυτά, στα οποία συμφώνησαν εικοσιτέσσερις καρδινάλιοι, προέβλεπαν ότι ο νέος πάπας έπρεπε να δαπανήσει, αν χρειαζόταν, όλα τα έσοδα από τα ορυχεία στυπτηρίας τής Tόλφα στη «Σταυροφορία» (Cruciata), για την υπεράσπιση τής χριστιανοσύνης εναντίον των Τούρκων. Αν τα έσοδα δεν έφταναν στο ποσό των 50.000 δουκάτων, ο πάπας θα διέθετε κι άλλα κονδύλια, ώστε να φτάσει το άθροισμα σε αυτό το ποσό. Όμως συμπεριλαμβανόμενο σε αυτό θα ήταν κι ένα ποσό, που δεν θα υπερέβαινε τα 8.000 δουκάτα, για την υποστήριξη των ευγενών προσφύγων που είχαν διαφύγει από τούς Τούρκους. Τα έσοδα από τα ορυχεία στυπτηρίας θα διατίθεντο λοιπόν, όπως έπρεπε, για τη σταυροφορία. Όταν οι ευρωπαϊκές δυνάμεις θα ήσαν τελικά έτοιμες να ξεκινήσουν πραγματική επίθεση κατά των Τούρκων, η Εκκλησία θα συνεισέφερε 100.000 δουκάτα από τα έσοδα στυπτηρίας, καθώς και από την επιβολή φόρων δεκάτης, την πώληση συγχωροχαρτιών και άλλες κατάλληλες πηγές εσόδων. Οι καρδινάλιοι ήσαν οι ίδιοι σε ετοιμότητα, για να συμβάλουν με 20.000 δουκάτα στην περαιτέρω πρόοδο τής εν λόγω «γενικής εκστρατείας». Ο νέος πάπας έπρεπε επίσης να μεταρρυθμίσει την παπική κούρτη «στην κεφαλή και τα μέλη» (in capite et membris) τρεις μήνες μετά τη στέψη του και να συγκαλέσει το συντομότερο δυνατό γενική σύνοδο, «με τη μορφή των αρχαίων συνόδων, σε ασφαλή και κατάλληλο τόπο».

Σκοπός αυτής τής συνόδου θα ήταν να κηρύξει τη σταυροφορία, και να πραγματοποιήσει τη μεταρρύθμιση ολόκληρης τής εκκλησίας σε σχέση με την πίστη και την ηθική ζωή τού κοσμικού και τακτικού κλήρου, των στρατιωτικών ταγμάτων, των ηγεμόνων και των μικρών και μεγάλων πόλεων (communitales). Ο πάπας δεν θα έκανε κανέναν καρδινάλιο, αν δεν ήταν πάνω από τριάντα ετών και διδάκτορας τής θεολογίας ή τού κανονικού ή αστικού δικαίου, «ή τουλάχιστον, όσον αφορά γιους και ανηψιούς ηγεμόνων, αν είχε επαρκείς γνώσεις». Σε προσπάθεια περιορισμού τού νεποτισμού οι καρδινάλιοι απαιτούσαν να μην προσθέτει ο πάπας περισσότερους από ένα (καταλλήλων προσόντων) συγγενή στο Ιερό Κολλέγιο, το οποίο δεν έπρεπε ποτέ και σε καμία περίπτωση να υπερβαίνει σε αριθμό τούς εικοσιτέσσερις καρδινάλιους. Ο πάπας δεν έπρεπε να αποξενώνει εκκλησιαστικά εδάφη, δικαιώματα ή περιουσία με φεουδαρχική παραχώρηση ή άλλο τρόπο. Δεν έπρεπε να συμμετέχει σε πόλεμο ή να συνάπτει συμμαχίες με κανένα βασιλιά, δούκα, ηγεμόνα, άρχοντα ή πόλη, χωρίς τη ρητή συγκατάθεση των δύο τρίτων των καρδιναλίων. Δεδομένου ότι οι βούλλες που επρόκειτο να εκδοθούν και να αναγγείλουν αυτές και άλλες τέτοιες δεσμεύσεις εκ μέρους τού νέου πάπα επρόκειτο να «έχουν την ισχύ διατάγματος και διαρκούς νόμου», τα μέλη τού Κολλεγίου με την ευκαιρία αυτή (όπως είχαν συχνά κάνει σε παρόμοιες «διομολογήσεις» σε παρελθόντες χρόνους) οραματίζονταν τη διοίκηση τής εκκλησίας, ως αιρετή συνταγματική μοναρχία.24 Όμως ακόμη και ο πιο πλήρης ελπίδων για εκλογή καρδινάλιος μπορούσε να βάλει την υπογραφή του κάτω από αυτά τα άρθρα, γιατί ήξερε (όπως είχε αποφανθεί ο Ιννοκέντιος ΣΤ’, όταν εξελέγη πάπας κάτω από παρόμοιες συνθήκες), ότι η οριοθέτηση τής εξουσίας τού ανώτατου ποντίφηκα ήταν παράνομη.

Το κογκλάβιο τού 1484 χαρακτηρίστηκε από έντονη ψηφοθηρία. Ο παπικός τελετάρχης Γιόχαν Μπούρχαρτ έλαβε μέρος στις διαδικασίες και έχει διατηρήσει εξαιρετικά πλήρη περιγραφή τους στο Ημερολόγιό του (Diarium), συμπεριλαμβανομένων των ονομάτων των συνοδών όλων των καρδιναλίων, καθώς και τού φαγητού που σερβιριζόταν κατά τη διάρκεια τού κογκλάβιου. Ως συνήθως, η ψηφοφορία πραγματοποιήθηκε στο παρεκκλήσι τού Σαν Νικολό ντα Μπάρι, το οποίο δεν υφίσταται πλέον. Ο αντικαγκελλάριος Ροδρίγο Βοργία, ο πιο σημαντικός από τούς καρδιναλίους που υποστήριζαν την ειρήνη τού Μπανιόλο, μπήκε στο παρεκκλήσι ως πάπας, τουλάχιστον κατά τη δική του άποψη. Βγήκε από αυτό παραμένοντας καρδινάλιος. Ο καρδινάλιος Mάρκο Μπάρμπο πήρε έντεκα ψήφους στην πρώτη ψηφοφορία, που έγινε το πρωί τής 28ης Αυγούστου. Στη συνέχεια ο δραστήριος καρδινάλιος Τζουλιάνο ντέλλα Ρόβερε εργάστηκε όλη μέρα και όλη νύχτα για λογαριασμό τού φίλου του, τού καταδεκτικού Γενουάτη Τζιοβάννι Μπαττίστα Τσίμπο, καρδινάλιου τής Σάντα Τσετσίλια και επισκόπου τής Μολφέττα, ο οποίος υπέγραφε τις αιτήσεις ορισμένων καρδιναλίων εκείνη τη νύχτα γονατισμένος στο κελί του. Ο καρδινάλιος Φραντσέσκο Πικκολομίνι τής Σιένα, διασκεδάζοντας με την τροπή των γεγονότων, παρατηρούσε: «Τα πράγματα γίνονται ανάποδα: ο πάπας υπογράφει γονατισμένος και εμείς, που υποβάλλουμε τα αιτήματά μας, στεκόμαστε όρθιοι!» Όμως μέχρι το πρωί τής 29ης τού μηνός ο Τσίμπο είχε 17 έως 19 ψήφους, που εξασφάλιζαν την εκλογή του. Ο καρδινάλιος τής Σιένα, που ασκούσε καθήκοντα διακόνου καταμετρητή, έκανε την ανακοίνωση από το παράθυρο στο σκευοφυλάκιο, πίσω από το ιερό τού παρεκκλησίου: «Σας ανακοινώνω νέα μεγάλης χαράς. Έχουμε πάπα! Ο σεβασμιότατος άρχοντας καρδινάλιος τής Moλφέττα εκλέχτηκε και έχει επιλέξει το όνομα Ιννοκέντιος Η’». Το πλήθος φώναζε εγκρίνοντας κάτω στην αυλή. Χτυπούσαν καμπάνες στο παλάτι τού Βατικανού και στη βασιλική τού Αγίου Πέτρου, ενώ τυφεκιοφόροι τής φρουράς τού παλατιού έριχναν πυροβολισμούς για τον εορτασμό τής ανάδειξης νέου πάπα.25

Ο Τζουλιάνο ντέλλα Ρόβερε είχε υπάρξει υπεύθυνος για την ανάδειξη τού Τσίμπο σε επίσκοπο, σε καρδινάλιο και τώρα σε πάπα. Η κυριαρχία τής επιρροής του γινόταν αισθητή ακόμη και πριν από τη στέψη, η οποία έλαβε χώρα έξω από τον Άγιο Πέτρο στις 12 Σεπτεμβρίου. Την επόμενη μέρα ο Μπονφραντσέσκο Αρλόττι, ο πρέσβης τής Φερράρας στην Αγία Έδρα, έγραφε για τον Τζουλιάνο: «Ενώ μπορούσε να κάνει λίγα ή τίποτε με τον θείο του [Σίξτος Δ’], μπορεί να κάνει τα πάντα με το νέο πάπα».26 Δύο εβδομάδες πριν από αυτό, στις 29 Αυγούστου, ο έξυπνος Γκουϊνταντόνιο Βεσπούτσι, ο Φλωρεντινός πρέσβης, έγραφε στον Λορέντσο Μέδικο, ότι ο Ιννοκέντιος Η’ είχε πολύ ευγενική διάθεση, υστερούσε μάλλον σε «λογοτεχνία» (letteratura), αλλά δεν ήταν εντελώς αδαής, ενώ ήταν το πλάσμα τού Τζουλιάνο ντέλλα Ρόβερε, τού καρδινάλιου τού Αλυσοδεμένου Αγίου Πέτρου, ο οποίος τον είχε κάνει καρδινάλιο: «Δείτε λοιπόν, την καλή επιστολή που φεύγει για τον Αλυσοδεμένο Άγιο Πέτρο: αυτός είναι πάπας και περισσότερο από πάπας (et lui e Papa et plusquam Papa)!»27 Μετά την εκλογή, στις 29 Αυγούστου, όταν οι καρδινάλιοι είχαν φύγει από το Βατικανό για τα δικά τους σπίτια, «ορισμένοι λυπημένοι, αλλά άλλοι χαρούμενοι», ο καρδινάλιος τού Αγίου Πέτρου «παρέμεινε στο παλάτι με τον πάπα».28 Τον Δεκέμβριο ο πάπας έκανε στρατιωτικό διοικητή τής εκκλησίας τον αδελφό τού καρδινάλιου, τον Τζιοβάννι ντέλλα Ρόβερε, που ήταν τότε νομάρχης τής Ρώμης και πήρε από αυτόν τον όρκο αφοσίωσης «με τον κατάλληλο και συνηθισμένο τρόπο».29

Μεταξύ των διαφόρων πρεσβειών που στάλθηκαν στη Ρώμη για να υποβάλουν την υπακοή τους στον νέο πάπα, εκείνη των Ιπποτών τού Αγίου Ιωάννη τής Ιερουσαλήμ έφερε πολύ βίαια το ανατολικό ζήτημα ενώπιον τής παπικής κούρτης. Όπως μάς πληροφορεί ο Μπόσιο, ο Ιννοκέντιος Η’ είχε ενημερώσει τον μεγάλο μάγιστρο ντ’ Ωμπουσσόν για τον θάνατο τού προκατόχου του και τη δική του ανάδειξη στο παπικό αξίωμα με «σημείωμα αγάπης» (breve amorevolissimo), που στάλθηκε από τη Ρώμη στις 12 Σεπτεμβρίου (1484) και έφτασε στη Ρόδο στις 18 Οκτωβρίου. Μάλλον άσκοπα, αλλά σύμφωνα με την επιστολική εθιμοτυπία, ο νέος πάπας προέτρεπε τον ντ’ Ωμπουσσόν σε αδιάκοπη επαγρύπνηση για την υπεράσπιση τής Καθολικής πίστης. Ο αντικαγκελλάριος τού Τάγματος Γκυγιώμ Καουρσέν επελέγη ως επικεφαλής τής πρεσβείας, η οποία ύστερα από ταξίδι σαράντα ημερών με γαλέρα από τη Ρόδο προς την Αγκώνα έκανε την επίσημη είσοδό της στη Ρώμη στις 23 Ιανουαρίου 1485 από την πύλη τής Σάντα Μαρία ντελ Πόπολο, όπου την υποδέχθηκαν η παπική «οικογένεια» (famiglia) και φρουρά, διάφοροι επίσκοποι και ιεράρχες, τα νοικοκυριά των καρδιναλίων, καθώς και οι εγκατεστημένοι στη Ρώμη πρεσβευτές των Ευρωπαίων ηγεμόνων. Ο παπικός τελετάρχης Γιόχαν Μπούρχαρτ είχε αφήσει να εννοηθεί ότι υπερβολικές τελετές είχαν συνοδεύσει την είσοδό τους στην πόλη, γιατί ο πάπας και οι καρδινάλιοι δεν έστελναν συνήθως τις δικές τους «οικογένειες» (famiglie) να σηματοδοτήσουν την άφιξη ιεραρχών, από τη στιγμή που αυτοί ήσαν «απλοί υπήκοοι» τής Ρωμαϊκής Εκκλησίας. Εξαιρέσεις γίνονταν για τούς αρχιεπίσκοπους τού Μάιντς, τού Τριρ και τής Κολωνίας, επειδή ήσαν εκλέκτορες τής Αγίας Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας.30 Εν πάση περιπτώσει, λίγες ημέρες μετά την υποδοχή τους στην Πόρτα ντελ Πόπολο, ο πάπας τούς υποδέχθηκε στο ανάκτορο τού Βατικανού, στην Αίθουσα τού Παπαγάλου (Sala del Pappagallo). Τον Ιννοκέντιο συνόδευαν οι καρδινάλιοι με τον τρόπο μυστικού εκκλησιαστικού συμβουλίου, αλλά σε αυτή την περίπτωση οι θύρες τής αίθουσας αφέθηκαν ανοικτές. Σύμφωνα με τον Μπόσιο ήσαν παρόντες οι πρεσβευτές, καθώς και πολυάριθμοι επίσκοποι, ιεράρχες και άλλα μέλη τής παπικής κούρτης, που είχαν συγκεντρωθεί για να παρακολουθήσουν την τελετή και να ακούσουν την επίσημη προσφώνηση τού αντικαγκελλάριου ενώπιον τού παπικού θρόνου.31

Εξ ονόματος τού μεγάλου μάγιστρου ο Καουρσέν προχώρησε σε γλοιώδη έκφραση υπακοής προς τον Ιννοκέντιο, «τον όγδοο πάπα αυτού τού ονόματος, τον αληθινό, μοναδικό και αναμφισβήτητο εκπρόσωπο τού Κυρίου ημών Ιησού Χριστού, διάδοχο τού Πέτρου τού Αποστόλου και ποιμένα τής Καθολικής και Oικουμενικής Εκκλησίας». Όταν τα καλά νέα τής εκλογής τού Ιννοκέντιου έγιναν γνωστά στη Ρόδο, οι Ιππότες, οι πολίτες, καθώς και άλλοι κάτοικοι τού νησιού είχαν αγαλλιάσει: «Οι Ρόδιοι ελπίζουν, ευλογημένε πατέρα, να δουν την τουρκική τυραννία να σβήνει κάτω από την ευτυχέστατη αρχιεροσύνη σας!» Υποθέτοντας κάποια μυστικιστική σχέση ανάμεσα στον Ιννοκέντιο, τον όγδοο πάπα με αυτό το όνομα, και τον σταυρό με οκτώ ακίδες τού Οσπιταλίου τού Αγίου Ιωάννη, ο Καουρσέν υπενθύμιζε διάφορες τουρκικές θρασύτητες και την πρόσφατη πολιορκία με κάποιες μάλλον παρατραβηγμένες κλασσικές νύξεις. Έλεγε πολλά για την πολιορκία και για τον ηρωισμό τού ντ’ Ωμπουσσόν και καλά έκανε. Μιλούσε για ένα από τα μεγάλα γεγονότα και έναν από τούς πιο γενναίους άνδρες τού αιώνα. Καταλήγοντας ο Καουρσέν ζήτησε τη βοήθεια τού πάπα και προστασία για τούς ιππότες. Ο Πάριντε Γκράσσι σημειώνει ότι μίλησε «πολύ κομψά», ενώ ο Μπόσιο έχει ενσωματώσει την αγόρευση στην ιστορία τού Τάγματος.32 Οι Ιππότες είχαν διαβεβαιωθεί για εγκάρδιο καλωσόρισμα στην παπική κούρτη και η πομπώδης ρητορική τού Καουρσέν είχε τύχει ιδιαίτερης προσοχής και εκστατικής αποδοχής, γιατί ο πάπας ήταν πολύ ανήσυχος τότε με την αυξημένη συσσώρευση τουρκικών δυνάμεων στη νότια Αδριατική, στην Αυλώνα (Βαλόνα).33

Ο Ιννοκέντιος απάντησε με συντομία αλλά ευγενικά στην ομιλία τού Καουρσέν, αποδεχόμενος την υπακοή των Ιωαννιτών και εγκωμιάζοντας τα κατορθώματα τού ντ’ Ωμπουσσόν και τού Τάγματος. Έλεγε ότι άξιζαν κάθε τιμής και ήσαν αντάξιοι τής Αγίας Έδρας. Λίγες μέρες αργότερα ο Καουρσέν και οι συνάδελφοί του απεσταλμένοι έγιναν δεκτοί από τον πάπα σε ιδιωτική ακρόαση, για να συζητήσουν τις υποθέσεις τού Τάγματος. Έδωσαν στον πάπα δώρα, συμπεριλαμβανομένου ενός βάζου γεμάτου με καθαρό βάλσαμο, για τα οποία τούς ευχαρίστησε. Χορήγησε στο Τάγμα ορισμένα πνευματικά προνόμια, που μνημονεύονται σε επιστολή τής 28ης Απριλίου (1485). Απένειμε επίσης στον Καουρσέν τον βαθμό τού παλατινού κόμη και αποστολικού γραμματέα. Οι απεσταλμένοι επέστρεψαν αρκετές φορές για να συζητήσουν τις υποθέσεις τους με τον πάπα, ο οποίος εξέφρασε ισχυρή επιθυμία να μεταφερθεί ο Τζεμ σουλτάνος σε κάποιο φρούριο στο παπικό κράτος τού πατριμόνιου (Patrimonium Sancti Petri), όπου μπορούσε να συνεχίσει να φυλάσσεται από τούς Ιωαννίτες. Ο Καουρσέν και οι συνάδελφοί του είπαν όμως ότι δεν είχαν εξουσιοδότηση να ασχοληθούν με αυτό το πρόβλημα και ο πάπας τούς ζήτησε να το συζητήσουν με τον ντ’ Ωμπουσσόν όταν θα επέστρεφαν στη Ρόδο. Τούς παρασχέθηκαν πολλές τιμές κατά τη διάρκεια τής παραμονής τους στη Ρώμη. Στη γιορτή τής Υπαπαντής κρατούσαν τον «ουρανό» (baldachino) τού πάπα, μαζί με τούς πρεσβευτές τής Νάπολης, τού Μιλάνου και τής Φλωρεντίας. Έλαβαν επίσης επιστολές από τον βασιλιά Φερράντε, που τούς ζητούσε να περάσουν από τη Νάπολη στον δρόμο τής επιστροφής τους στη Ρόδο, γιατί είχε να συζητήσει μαζί τους υποθέσεις πολύ μεγάλης σημασίας. Μάλιστα ένας από τούς απεσταλμένους των Ιωαννιτών πήγε στη Βενετία, προφανώς για να δει τα αξιοθέατα. Ο Καουρσέν και ο επικεφαλής των Τουρκόπουλων τού Τάγματος (Turcopolier) συνέχισαν προς Νάπολη, όπου έμαθαν ότι ο Φερράντε, όπως και ο πάπας, ήθελε να εξασφαλίσει την κατοχή τού Τζεμ. Τού έδωσαν την ίδια απάντηση που είχαν δώσει και στον Ιννοκέντιο, ενώ συμφώνησε και αυτός να απευθυνθεί στον ντ’ Ωμπουσσόν.34 Η παραμονή στην Ρώμη αποτέλεσε για τον Καουρσέν και τούς συναδέλφους του απεσταλμένους μια εμπειρία, που μπορούσαν να θυμούνται με χαρά όταν επέστρεψαν στο όμορφο νησί τής Ρόδου, μακριά από τις μηχανορραφίες και τα προνόμια τής παπικής κούρτης.

Ανάμεσα σε όλες τις κουραστικές τελετές που διεκδικούσαν την προσοχή τού Ιννοκέντιου Η’ από εβδομάδα σε εβδομάδα (και τις οποίες ο Μπούρχαρτ περιγράφει με πολλή προσοχή και κάθε λεπτομέρεια), η παπική κούρτη άρχιζε να κάνει τα πιο εκτεταμένα σχέδια για τη σταυροφορία. Όμως κατά τη διάρκεια των οκτώ ετών τής παπικής θητείας τού Ιννοκέντιου τα σχέδια αυτά θα ματαιώνονταν από γεγονότα στο ταραχώδες βασίλειο τής Νάπολης, όπου η εξέγερση των βαρώνων εναντίον τού βασιλιά Φερράντε και τού γιού του, τού Αλφόνσο τής Καλαβρίας, η «συνωμοσία των βαρώνων» (la congiura dei baroni), θα ενέπλεκε την κούρτη με επικίνδυνο τρόπο και θα εξέτρεπε τούς παπικούς πόρους από το ανατολικό ζήτημα.35 Όταν ξέσπασε ο πόλεμος των βαρώνων στις αρχές τού καλοκαιριού τού 1485, διατυπωνόταν ο φόβος ότι η μία ή η άλλη πλευρά μπορούσε κάλλιστα να κάνει έκκληση προς τούς Τούρκους για βοήθεια.36 Όπως κι αν συνέβη, ο Ιννοκέντιος ακολούθησε την αντι-αραγωνική πολιτική τού Τζουλιάνο ντέλλα Ρόβερε, η οποία βρισκόταν σε αρμονία με τη δική του εχθρότητα απέναντι στον Φερράντε.37 Από την άλλη πλευρά ο Λοντοβίκο Mόρο δάνειζε στον Φερράντε το βάρος τού δουκάτου τού Μιλάνου. Ο Λορέντσο Μέδικος απέρριψε επίσης τα ανοίγματα τού πάπα και υποστήριξε τη Νάπολη εναντίον τού παπισμού. Από την άποψη αυτή ο Λορέντσο διατηρούσε απλώς την παλιά πολιτική τού Κόσιμο, δηλαδή τής τριπλής συμμαχίας που έδενε μαζί για καιρό τη Φλωρεντία, το Μιλάνο και τη Νάπολη.38 Η Ουγγαρία πήρε επίσης το μέρος τής Νάπολης, γιατί ο Ματίας Κορβίνους είχε παντρευτεί μια κόρη τού Φερράντε. Ο Ματίας μάλιστα διατηρούσε ειρήνη με τούς Τούρκους προκειμένου να προωθήσει την αντι-παπική πολιτική του και οι Τούρκοι λεγόταν ότι είχαν αναλάβει να παρεμποδίσουν τούς Ενετούς από παροχή αποτελεσματικής βοήθειας προς τον πάπα.39 Παρά το γεγονός ότι ο Ιννοκέντιος είχε άρει τον Φεβρουάριο τού 1485 την απαγόρευση που είχε επιβάλει ο Σίξτος Δ’ στη Βενετία, η Γερουσία δεν είχε καμία πρόθεση να βάλει στρατεύματα στο πεδίο τής μάχης για να υποστηρίξει τον πάπα, αλλά τελικά παραιτήθηκε από τις υπηρεσίες τού οπλαρχηγού (κοντοττιέρε) Ρομπέρτο ντι Σανσεβερίνο,40 ο οποίος μπήκε στη Ρώμη στις 10 Νοεμβρίου (1485) από την πύλη τής Σάντα Μαρία ντελ Πόπολο, όπου τον συνάντησαν διάφορα μέλη των νοικοκυριών τού πάπα και των καρδιναλίων και απεσταλμένοι των διαφόρων δυνάμεων. Ο αυτοκρατορικός απεσταλμένος τον πέρασε από την πύλη στο όνομα τού αυτοκράτορα, υπέρμαχου τής εκκλησίας. Ο Ρομπέρτο οδηγήθηκε στη συνέχεια στο παπικό παλάτι, όπου τον υποδέχθηκαν στις αίθουσες τού παπικού ταμείου (Κάμερα Αποστόλικα), στον συνήθη τόπο υποδοχής ηγεμόνων.41

Στις 30 Νοεμβρίου ο Ρομπέρτο ντι Σανσεβερίνο έδωσε τον όρκο αφοσίωσης ως σημαιοφόρος (γκονφαλονιέρε) τής εκκλησίας, ορκιζόμενος ότι «στο εξής από αυτή την ώρα θα είμαι πιστός και υπάκουος στον Ευλογημένο Πέτρο, στην Αγία Ρωμαϊκή Εκκλησία και σε εσάς κύριέ μου πάπα Ιννοκέντιε Η’, καθώς και στους διαδόχους σας που θα αναλαμβάνουν κανονικά το αξίωμα». Ήταν εντυπωσιακή τελετή (στην οποία ο Ρομπέρτο είχε φτάσει λίγο αργά), όμως όχι τόσο περίτεχνη όσο θα μπορούσε να είναι, γιατί ο Ρωμαϊκός κλήρος αναμφίβολα δεν είχε ακόμη συνέλθει από το παρατεταμένο πένθος που είχε ακολουθήσει τον θάνατο τού νεαρού καρδινάλιου Τζιοβάννι ντ’ Αραγκόνα στις 17 Οκτωβρίου 1485, ο οποίος είχε προφανώς υποκύψει στην πανούκλα στη Ρώμη, ενώ βρισκόταν σε αποστολή για τον πατέρα τού Φερράντε.42 Στην πομπή που ακολούθησε την ανάληψη των καθηκόντων του ως σημαιοφόρος, ο Ρομπέρτο ίππευε ανάμεσα στον καρδινάλιο Ρoντρίγκο Βοργία, παπικό αντικαγκελάριο και κυβερνήτη τής Ρώμης και τον Τζιοβάννι ντέλλα Ρόβερε, νομάρχη Ρώμης και στρατιωτικό γενικό διοικητή τής εκκλησίας.43 Μπήκε στο πεδίο τής μάχης εναντίον των ναπολιτάνικων δυνάμεων στις 28 Δεκεμβρίου.44

Ο πάπας Ιννοκέντιος Η’ είχε κάποια υποστήριξη εναντίον τού Φερράντε, ιδιαίτερα από τούς συμπατριώτες του Γενουάτες, οι οποίοι άρχιζαν προετοιμασίες για στόλο. Ο καρδινάλιος Τζουλιάνο ντέλλα Ρόβερε πήγε στη Γένουα για να τούς ενθαρρύνει. Ο πόλεμος των βαρώνων διήρκεσε έναν ολόκληρο χρόνο ή περισσότερο, με τις περισσότερες επιτυχίες να σημειώνονται από τις ναπολιτάνικες δυνάμεις υπό τον Αλφόνσο τής Καλαβρίας. Όμως τον χειμώνα τού 1485-1486 ο Σανσεβερίνο διέσπασε μια περικύκλωση τής Ρώμης από τα στρατεύματα τού Αλφόνσο και των Ορσίνι, αν και τον επόμενο Μάιο ο Αλφόνσο τον νίκησε στο Μοντόριο και προέλασε πάλι εναντίον τής Ρώμης, ενώ Φλωρεντινοί παράγοντες προσπαθούσαν να παρασύρουν τις κύριες πόλεις στα παπικά κράτη από την υποταγή τους στον Ιννοκέντιο. Ο καρδινάλιος ντέλλα Ρόβερε ήταν η ραχοκοκαλιά τής αντίθεσης στον Φερράντε. Με συμβουλή του ο Ιννοκέντιος προσέφυγε στον Κάρολο Η’ τής Γαλλίας και στον δούκα Ρενέ τής Λωρραίνης, με αποτέλεσμα την αναβίωση των Ανδεγαυών αξιώσεων επί τής Νάπολης και τής Σικελίας. Ήταν επικίνδυνο παιχνίδι. Βίαιες διαφορές απόψεων εκφράζονταν στο εκκλησιαστικό συμβούλιο ως προς τη σκοπιμότητα αυτής τής κίνησης, την οποία ο Φερδινάνδος και η Ισαβέλλα των Ισπανιών παρακολουθούσαν με φυσικό φόβο. Προέτρεπαν τον Ιννοκέντιο να κάνει ειρήνη. Οι Γενουάτες έφτιαχναν τον στόλο τους για να μεταφέρουν τον Ρενέ στη Νάπολη.45 Όμως ο πόλεμος πήγε τόσο άσχημα για τον Ιννοκέντιο, που σύντομα ήταν έτοιμος να ακούσει τις ισπανικές εκκλήσεις για ειρήνη. Μια συμφωνία επιτεύχθηκε τελικά στη Ρώμη στις 11 Αυγούστου 1486. Ο ανθρωπιστής Τζιοβάννι Τζιοβιάνο Ποντάνο εκπροσωπούσε τον Φερράντε. (Ο Κάρολος Η’ τής Γαλλίας είχε υποσχεθεί στον πάπα οικονομική και στρατιωτική βοήθεια, αλλά φαινόταν ότι δεν υπήρχε μεγάλη πιθανότητα να έφτανε σε μορφή που θα τον βοηθούσε ιδιαίτερα.) Ένα μήνα μετά την επίσημη αναγγελία τής συνθήκης (στις 12 Σεπτεμβρίου), ο Φερράντε, φοβούμενος τούς Γάλλους, αποδείχθηκε διαλλακτικός, αναγνωρίζοντας ότι το βασίλειό του ήταν παπικό φέουδο, υποσχόμενος να καταβάλλει την παλαιά φεουδαρχική εισφορά (census) και τα καθυστερούμενα και συμφωνώντας να χορηγήσει αμνηστία στους επαναστατημένους βαρώνους εφόσον αναγνώριζαν την εξουσία του.46

Ο βασιλιάς Φερράντε ήταν πρακτικός άνθρωπος. Δεν έβλεπε κανένα λόγο να παζαρεύει υπερβολικά όρους, τούς οποίους δεν είχε την πρόθεση να τηρήσει. Η πόλη τής Λ’ Άκουϊλα, η οποία είχε γίνει αντικείμενο αιματηρών διεκδικήσεων στις αρχές τού πολέμου των βαρώνων, υποτίθεται ότι θα διάλεγε μόνη της μεταξύ παπικής ή ναπολιτάνικης επικυριαρχίας, σύμφωνα με τη συνθήκη τής 11ης Αυγούστου (1486). Τον Σεπτέμβριο όμως ο Φερράντε κατέλαβε ύπουλα την πόλη και σκοτώθηκε στον σάλο ο φιλο-παπικός αρχιδιάκονος Βεσπασιάνο ντε Γκαλιόφφι, αδελφός τού επισκόπου.47 Ο Φερράντε ποτέ δεν επέτρεπε στις υποσχέσεις να εμποδίζουν την πολιτική. Οι επαναστατημένοι βαρώνοι πλήρωσαν βαρύ τίμημα για την αδυναμία τού παπικού τους συμμάχου. Η συνεννόηση μεταξύ Φερράντε και Ματίας Κορβίνους, καθώς και η συνεχιζόμενη απειλή τής τουρκικής επίθεσης κατά των ιταλικών ακτών, οδήγησε τελικά τη Βενετία σε σύμφωνο με τον παπισμό. Την 1η Φεβρουαρίου 1487 το σύμφωνο ανακοινώθηκε στη Ρώμη με σαλπίσματα που αντηχούσαν μέσα στους αρχαίους δρόμους. Θα διαρκούσε εικοσιπέντε χρόνια «και από κει και πέρα για όσο διάστημα ευχαριστεί τα [συμβαλλόμενα] μέρη».48

Το προφανές τέλος τού πολέμου με τη Νάπολη και το παπικό-ενετικό σύμφωνο αύξαναν τις ελπίδες τής παπικής κούρτης, αλλά η πολιτική οικονομία τής Ιταλίας ήταν χαοτική. Έλειπαν τα θεσμικά μέσα για την επίτευξη ειρήνης στη χερσόνησο, όπου κάθε ηγεμόνας προσπαθούσε να λεηλατήσει τούς γείτονές του και κάθε κράτος επιδίωκε το δικό του άμεσο πλεονέκτημα, χωρίς ιδιαίτερο σεβασμό για τις συνέπειες. Ο παπισμός είχε παγιδευτεί στη δίνη όσο κάθε άλλη ιταλική δύναμη, ανίκανος να ηγηθεί τής σταυροφορίας και μετά βίας μπορώντας να την κηρύσσει. Τον Απρίλιο τού 1486 ο οπλαρχηγός (κοντοττιέρε) Μποκκολίνο Γκουτσόνι κατέλαβε την παπική πόλη Όσιμο, λίγα μίλια νότια τής Αγκώνας. Βρισκόταν σύντομα σε αλληλογραφία με τούς Τούρκους, στους οποίους πρότεινε να δεχθεί να εισέλθουν στην περιοχή τού Μάρκε. Oi ανεπαρκείς δυνάμεις τού Ιννοκέντιου δεν μπορούσαν να τον εκτοπίσουν, αλλά ο Λορέντσο Μέδικος τον εξαγόρασε το καλοκαίρι τού 1487, ως χειρονομία φιλίας προς τον αμήχανο ποντίφηκα, στην πολιτική τού οποίου ο φιλόδοξος Φλωρεντινός επιθυμούσε τώρα να κυριαρχήσει.49 Ο Σίξτος Δ’ είχε δίκιο. Η αποτυχία να προχωρήσουν αποφασιστικά εναντίον των Τούρκων μετά τον θάνατο τού Μωάμεθ Β’ είχε προκαλέσει την απώλεια κάθε περαιτέρω ευκαιρίας. Οι χριστιανοί στην Ελλάδα και τα Βαλκάνια έμπαιναν στη μακρά νύχτα τής Τουρκοκρατίας, μη μπορώντας να κάνουν πολλά για τον εαυτό τους εναντίον μιας στρατιωτικής δύναμης, που τούς κρατούσε σε θλιβερή υποταγή.

Οι επόμενοι μήνες και το παπικό-ενετικό σύμφωνο δεν μείωναν τη φιλοδοξία τού Ματίας Κορβίνους να ψαρέψει στα ταραγμένα νερά τής Ιταλίας. Στις αρχές τού 1487 η Αγκώνα απέρριψε την επικυριαρχία τού πάπα σε μυστικές διαπραγματεύσεις με τον Κορβίνους και τον Απρίλιο τού επόμενου έτους ύψωσε την ουγγρική σημαία στην κορυφή τού πύργου τού δημαρχείου και την έδεσε στα κατάρτια των πλοίων, σηματοδοτώντας την αποδοχή των Aγκωνιτών για την προστασία τού Κορβίνους.50 Ο Κορβίνους βιαζόταν να εξασφαλίσει την κατοχή τού Τζεμ σουλτάνου, τού οποίου το πρόσωπο θα τον εφοδίαζε με όπλο, που θα μπορούσε να χρησιμοποιήσει εναντίον τής Πύλης, όπλο μεγαλύτερης αξίας για την Ουγγαρία από οποιοδήποτε φρούριο στο ανατολικό μέτωπο. Μάλιστα ο Τζεμ ήθελε να πάει στην Ουγγαρία όταν αναζήτησε καταφύγιο στη Ρόδο,51 πιστεύοντας ότι ο Κορβίνους, ο οποίος φερόταν να σχεδιάζει εκστρατεία εναντίον τού σουλτάνου Βαγιαζήτ, ήταν ο μόνος ηγεμόνας στην Ευρώπη που ήταν πιθανό και μπορούσε να προσπαθήσει να τον τοποθετήσει στον θρόνο τού πατέρα του. Την εποχή εκείνη η Βενετία, ευρισκόμενη σε ειρήνη με τούς Τούρκους ύστερα από τον μακροχρόνιο πόλεμο που τελείωσε τον Ιανουάριο τού 1479, δεν ήταν πρόθυμη να δει και πάλι την Ανατολή στις φλόγες για λογαριασμό τού Τζεμ.52 Στο μεταξύ ο Κορβίνους ήταν αρκετά ικανοποιημένος βλέποντας τις ιταλικές δυνάμεις σε ένοπλη σύγκρουση μεταξύ τους. Η στάση του ενθάρρυνε τον Φερράντε στην κοντόφθαλμη εχθρότητά του απέναντι στο Βατικανό, που εκδηλωνόταν με μελετημένες προσβολές τού πάπα και αδικαιολόγητες παρεισφρήσεις στις εκκλησιαστικές υποθέσεις.53 Τελικά στις 11 Σεπτεμβρίου 1489, σε δημόσιο εκκλησιαστικό συμβούλιο, κηρύχθηκε ότι ο Φερράντε είχε χάσει μέσω κατάσχεσης το βασίλειο τής Νάπολης, που ήταν παπικό φέουδο και τώρα (λεγόταν) επανερχόταν δια αναστροφής στην Αγία Έδρα. Όμως η αδιαλλαξία τού Φερράντε σε καμία περίπτωση δεν κόπαζε, ενώ άρπαζε κάθε διπλωματική ευκαιρία για να δείξει την περιφρόνησή του προς τον πάπα, που έμοιαζε με αρκετά θλιβερή φιγούρα, ψάχνοντας μάταια για βοήθεια από το Μιλάνο, τη Φλωρεντία ή τη Βενετία. Ο Ιννοκέντιος έλεγε ότι θα έφευγε από την Ιταλία αν οι Ιταλοί συνέχιζαν να τον αφήνουν εκτεθειμένο, τώρα στην αυθάδεια τού Φερράντε και αργότερα στην ένοπλη επίθεση του.54

Η Αβινιόν ήταν ακόμη φυσικά παπική πόλη (όπως παρέμεινε μέχρι το 1791) και μόνο εκεί ο Ιννοκέντιος Η’, αν πραγματικά μιλούσε σοβαρά, θα μπορούσε να σκεφτεί να πάει. Οι γαλλικές σχέσεις με τον παπισμό ήσαν ιδιαίτερα στενές τότε, γιατί ο Κάρολος Η’ χρειαζόταν ορισμένες απαλλαγές για τον εσπευσμένο γάμο του με την Άννα τής Βρετάνης, η οποία είχε αρραβωνιαστεί ένα χρόνο πριν τον Μαξιμιλιανό των Αψβούργων, τον βασιλιά των Ρωμαίων.55 Τώρα όμως ήταν απολύτως σαφές για τον Ιννοκέντιο ότι ούτε ο Λορέντσο Μέδικος ούτε ο Λοντοβίκο Σφόρτσα θα τον βοηθούσαν ποτέ εναντίον τής Νάπολης. Για να έχει ειρήνη, έπρεπε να την πετύχει ο ίδιος.

Η αποτυχία να επιτευχθεί ειρήνη στη χερσόνησο είχε εμποδίσει τον Ιννοκέντιο Η’ να έχει την ικανοποίηση να δει την έναρξη μιας σταυροφορίας εναντίον των Τούρκων. Από τούς πρώτους μήνες τής παπικής του θητείας έφταναν στην παπική κούρτη ανησυχητικές ειδήσεις τουρκικών δραστηριοτήτων. Λεγόταν ότι ο Βαγιαζήτ ετοίμαζε μεγάλο στόλο για επίθεση εναντίον τής Ιταλίας. Στις 21 Νοεμβρίου 1484 ο Ιννοκέντιος απεύθυνε επιστολή προς τα ιταλικά κράτη και όλους τούς Ευρωπαίους ηγεμόνες, ενημερώνοντάς τους ότι πληροφορίες που είχαν μόλις έρθει από τον Φερράντε τής Νάπολης, από τον μεγάλο μάγιστρο τής Ρόδου, καθώς και από άλλες πηγές, καθιστούσαν σαφή την έκταση τής τουρκικής απειλής, ιδιαίτερα για την Ιταλία. Η ώρα ήταν επιτακτική. Η υπεράσπιση τής χριστιανοσύνης έπρεπε να απασχολεί όλους τούς ηγεμόνες (η επιστολή είχε σταλεί σε εικοσιεννέα κράτη), και ο πάπας ζητούσε να σταλούν σε αυτόν απεσταλμένοι, με πλήρη και επαρκή εξουσία να δεσμεύουν για τη βοήθεια των εντολέων τους.56 Την ίδια μέρα ο Ιννοκέντιος έγραψε στον βασιλιά Mατίας Κορβίνους τής Ουγγαρίας, καλώντας τον να κάνει ειρήνη με τον αυτοκράτορα Φρειδερίκο Γ’ και να στρέψει τα νικηφόρα όπλα του εναντίον των Τούρκων.57

Αν ο κίνδυνος φαινόταν μεγάλος —και οι Ραγουσαίοι επιβεβαίωναν ότι ήταν— μεγάλη ήταν και η ευκαιρία. Ο Mατίας Κορβίνους, παρά τον ιδιωτικό του πόλεμο με τον ηλικιωμένο αυτοκράτορα, φαινόταν ότι θεωρούσε τον εαυτό του αρκετά ισχυρό για να τα βάλει με τον σουλτάνο Βαγιαζήτ, ιδιαίτερα επειδή ο τελευταίος δεν καθόταν πολύ σταθερά στον θρόνο, τον οποίο διεκδικούσε ο αδελφός τού Τζεμ σουλτάνος. Το 1483 ο Κορβίνους είχε εξοπλίσει στρατό 70.000 ανδρών (λεγόταν),58 και είχε προσπαθήσει να πείσει τις σχετιζόμενες δυνάμεις να αφήσουν τον Τζεμ να ενωθεί μαζί του στην Ουγγαρία. Όμως ο επιθετικός πόλεμος αποτελούσε παράδοση τού οθωμανικού σουλτανάτου. Ο Βαγιαζήτ μπορούσε να διατηρήσει καλύτερα τη θέση του και να προβλέψει για το μέλλον του μέσω κατακτήσεων. Τουρκικά στρατεύματα εισέβαλαν σε αυτοκρατορική επικράτεια, αλλά ο Ματίας Γκέρεμπ, ο βάνος τής Κροατίας, πέτυχε εντυπωσιακή νίκη εναντίον τους, ενθαρρύνοντας τον Κορβίνους και ερεθίζοντας πολύ τον Βαγιαζήτ. Προς το τέλος τού 1483 ο σουλτάνος είχε στείλει απεσταλμένους στον Κορβίνους, προσφέροντας εκεχειρία με όρους ευνοϊκούς για την Ουγγαρία. Ύστερα από κάποιες διαπραγματεύσεις ο Κορβίνους αποδέχτηκε τούς όρους και συμφωνήθηκε πενταετής εκεχειρία. Ο Κορβίνους υπενθύμιζε στους Ευρωπαίους ηγεμόνες ότι η υπεράσπιση τής χριστιανοσύνης αποτελούσε ευθύνη, την οποία μοιράζονταν από κοινού (σταθερή παπική επωδός), και αφού εκείνοι είχαν αμελήσει να ανταποκριθούν στην υποχρέωσή τους, αυτός έπρεπε να φροντίσει για την ευημερία τού δικού τού βασιλείου.59

Το καλοκαίρι τού 1484 ο σουλτάνος Βαγιαζήτ εισέβαλε στη Μολδαβία, με τη βοήθεια των Τατάρων τής Κριμαίας. Κατέλαβε δυο πολύ σημαντικές οχυρωμένες πόλεις στη Μαύρη Θάλασσα, την Κίλια και το Άκκερμαν (Ασπρόκαστρο, τώρα Μπιλχορόντ Ντνεστρόφσκυ), ακριβώς νότια τής Οδησσού. Οι χριστιανικές προσπάθειες ανάκτησης αυτών των πόλεων θα αποδεικνύονταν μάταιες. Όταν ο Κορβίνους διαμαρτυρήθηκε για αυτήν την επίθεση, ο Βαγιαζήτ απάντησε ότι η Μολδαβία δεν είχε συμπεριληφθεί στους όρους τής εκεχειρίας. Στην πραγματικότητα Ούγγροι και Τούρκοι δεν είχαν λόγους να εμπιστεύονται ο ένας τον άλλο και ο Βαγιαζήτ προφανώς δεν είχε την πρόθεση να τηρήσει τούς όρους τής ανακωχής. Μια τουρκική δύναμη περίπου 7.000 επιδρομέων ξέσπασε στην περιοχή γύρω από το Τέμεσβαρ (η σύγχρονη Τιμισοάρα στη δυτική Ρουμανία), όπου στις 13 Σεπτεμβρίου 1484 ο Πάουλ Κίνισι τούς αντιμετώπισε και τούς κατέστρεψε σε μάχη. Αρκετά κατανοητά, ο Κορβίνους έστρεφε και πάλι τις σκέψεις του στη σταυροφορία. Από όλους τούς αποδέκτες τής επιστολής τού πάπα τής 21ης Νοεμβρίου, στην οποία μόλις αναφερθήκαμε, αυτός είχε τη μεγαλύτερη ανάγκη να συλλογιστεί το περιεχόμενό της.60

Στις 30 Νοεμβρίου (1484) ο Ιννοκέντιος Η’ έγραφε στον μεγάλο μάγιστρο Πιέρ ντ’ Ωμπουσσόν, αναγνωρίζοντας την παραλαβή των ειδήσεων που τού είχε στείλει σχετικά με τις επιτυχίες των Τούρκων στη Μολδαβία και την αύξηση τού ναυτικού τους εξοπλισμού, θλιβερά γεγονότα που επιβεβαιώνονταν και από πληροφορίες που συγκεντρώνονταν από τη Νάπολη. Με τη συνηθισμένη καταγγελία τού λυσσασμένου Τούρκου ο Ιννοκέντιος ενημέρωνε τον ντ’ Ωμπουσσόν για το περιεχόμενο τής εγκυκλίου του τής 21ης Νοεμβρίου. Εξέφραζε την ελπίδα ότι οι ηγεμόνες θα ανταποκρίνονταν «σαν άνδρες σε μια τόσο ιερή επιχείρηση». Διαβεβαίωνε τον μεγάλο μάγιστρο για τη δική του παπική προσήλωση στην ευγενή υπόθεση τής προστασίας των χριστιανών. Και τέλος τον προειδοποιούσε να βρίσκεται σε επιφυλακή εναντίον οποιωνδήποτε παγίδων ή δελεασμών μπορούσε να απλώσει το ερπετό στη Ρόδο από τη γειτονική Ισταμπούλ.61 Μπορεί κανείς να φανταστεί αν και κατά πόσο ο υπερασπιστής τής Ρόδου χρειαζόταν τέτοιες προειδοποιήσεις από τον άλλοτε επίσκοπο τής Μολφέττα.

Ο Ιννοκέντιος υπενθύμιζε επίσης στον Φερδινάνδο τής Αραγωνίας, ηγεμόνα τής Σικελίας, ότι η νησιωτική του επικράτεια μπορούσε κάλλιστα να αποτελεί τον επόμενο στόχο τής τουρκικής απληστίας για κατάκτηση. Για χρόνια η Ουγγαρία δεχόταν σχεδόν ετήσια πλήγματα. Μπορούσε κανείς να ελπίζει ότι θα ερχόταν η ώρα, όταν την τολμηρή αλαζονεία τού εχθρού θα κατέστειλε κοινός πόλεμος (publicum bellum), τον οποίο θα ξεκινούσε εναντίον του ο χριστιανικός κόσμος. Ο Τούρκος είχε πάρει την Ασία και την Ελλάδα, ενώ οι χριστιανοί βρίσκονταν σε σύγκρουση μεταξύ τους. Τώρα έστρεφε την προσοχή του προς την Ιταλία και τη Σικελία. Μέρα και νύχτα ο Ιννοκέντιος δεν σκεφτόταν τίποτε άλλο, έλεγε, ενώ προειδοποιούσε τον Φερδινάνδο ότι η Ιταλία και η Σικελία ήσαν απροετοίμαστες για να αντέξουν μεγάλης κλίμακας επίθεση.62

Οι υπάλληλοι στα παπικά γραφεία πρέπει να θυμούνταν για πολύ καιρό τα τέλη Νοεμβρίου 1484, όταν ο τουρκικός τρόμος γέμιζε το μυαλό τού νέου πάπα. Επιστολές στέλνονταν σε όλες τις γωνιές τής χριστιανοσύνης, περιγράφοντας τον κίνδυνο, απευθύνοντας έκκληση για ειρήνη και ενότητα και ζητώντας την αποστολή απεσταλμένων στη Ρώμη με εξουσιοδότηση για λήψη απόφασης και δέσμευση. Μεταξύ των διαφόρων επιστολών που είχαν γραφεί (ή τουλάχιστον χρονολογηθεί) στις 21 τού μηνός, ήταν μία προς τον Φερράντε τής Νάπολης, για τη δυνατότητα τής Ιταλίας να αμυνθεί μόνο αν λαμβάνονταν τα κατάλληλα μέτρα.63

Η παπική κούρτη χρησιμοποιούσε τα μέσα που διέθετε για να αποτρέψει τον προφανή κίνδυνο. Είχε ήδη ζητηθεί από τον Πιέρ ντ’ Ωμπουσσόν να προειδοποιήσει τον σουλτάνο Βαγιαζήτ, ότι μια χριστιανική ομοσπονδία θα έφερνε πίσω τον Τζεμ «με δύναμη και όπλα» (vi et armis) να εξουσιάσει την οθωμανική αυτοκρατορία, αν ο Βαγιαζήτ έκανε πόλεμο εναντίον οποιουδήποτε χριστιανού ηγεμόνα. Λεγόταν ότι η αναχώρηση τού τουρκικού στόλου από τα Δαρδανέλια και η είσοδός του στα ύδατα τής Μεσογείου θα θεωρούνταν ως πράξη επιθετικότητας και παραβίαση τού συμφώνου μεταξύ τής Πύλης και των Ιπποτών τής Ρόδου. Ο Βαγιαζήτ είχε τότε διακηρύξει τις φιλειρηνικές του προθέσεις και είχε μάλιστα δωρίσει στον ντ’ Ωμπουσσόν ένα από τα κύρια λείψανα που είχε πάρει ο Μωάμεθ ο Πορθητής από το θησαυροφυλάκιο τής Αγίας Σοφίας, το δεξί χέρι τού Ιωάννη τού Βαπτιστή, το οποίο είχε κάποτε βαφτίσει τον Χριστό στον ποταμό Ιορδάνη.64 Όσο ελκυστική κι αν είναι για το σύγχρονο μυαλό αυτή η διπλωματική διακίνηση λειψάνων, οι περισσότεροι αξιωματούχοι στην παπική κούρτη γνώριζαν πολύ καλά ότι η Ισταμπούλ δεν ήταν ασθενέστερη και η Ρόδος δεν γινόταν ισχυρότερη με την απόκτηση από τον μεγάλο μάγιστρο ενός από τα πολλά δεξιά χέρια τού Ιωάννη τού Βαπτιστή, έστω και αν η έρευνα αποκάλυπτε ότι οι Ιππότες είχαν πάρει το αληθινό και αυθεντικό λείψανο.

Τα νεύρα τού πολέμου βρίσκονταν στα χρήματα και όχι στον αποξηραμένο μυ τού δεξιού χεριού τού Αγίου Ιωάννη τού Προδρόμου. Στις 2 Φεβρουαρίου 1485 ο Ιννοκέντιος Η’ έγραφε πάλι στον Φερράντε τής Νάπολης για το τουρκικό ζήτημα. Ένας στόλος εξήντα γαλερών και είκοσι πλοίων μεταφοράς χρειαζόταν μόνο για την άμυνα τής Ιταλίας, σύμφωνα με τον πάπα, ο οποίος σημείωνε ότι για οποιαδήποτε επιθετική ενέργεια θα απαιτούνταν πολύ μεγαλύτερη ναυτική δύναμη. Η διατήρηση κάθε γαλέρας σε υπηρεσία θα κόστιζε 500 δουκάτα (aurei) τον μήνα και η αντίστοιχη ενός πλοίου μεταφοράς 1.000 δουκάτα, συνολικά δηλαδή 200.000 δουκάτα για περίοδο τεσσάρων μηνών, δηλαδή για όσο διάστημα κάθε χρόνο η Ιταλία θα χρειαζόταν προστατευτικό στόλο εναντίον τουρκικής επίθεσης. Αλλά σε αυτό πρέπει να προσθέσουμε, συνέχιζε η Αγιότητά του, 1.000 δουκάτα ανά γαλέρα για την εναλλαγή των σκελετών είκοσι γαλερών, δεδομένου ότι μόνο σαράντα θα διατηρούνταν σε υπηρεσία ανά πάσα στιγμή, πράγμα που θα ανέβαζε το κόστος σε 220.000 δουκάτα. Ακολουθώντας ένα τύπο που είχε επινοηθεί σε άλλη περίπτωση, ο πάπας πρότεινε να πληρώσει 40.000 δουκάτα και πίστευε ότι ο βασιλιάς τής Νάπολης και ο δούκας τού Μιλάνου έπρεπε να καταβάλουν καθένας από 75.000. Οι Φλωρεντινοί έπρεπε να αξιολογηθούν για 30.000. Ο Φερράντε θα μάθαινε περισσότερες λεπτομέρειες από τον παπικό απεσταλμένο στη Νάπολη.65

Ο Ραϋνάλδος παρέχει τις περαιτέρω λεπτομέρειες των αδημοσίευτων σημειωμάτων τού Ιννοκέντιου. Ο δούκας Έρκολε ντ’ Έστε τής Φερράρας υπολογίστηκε για 8.000 δουκάτα, όπως και οι τής Σιένα. Οι μαρκήσιοι τής Μάντουα και τού Μονφερράτ σε 6.000 και 2.000 αντίστοιχα. Οι τής Λούκκα σε 2.000 και ο δεσπότης τού Πιομπίνο σε 1.000. Δεδομένου ότι θα καταβάλλονταν προσπάθειες για να συγκεντρωθούν πόροι από άλλες πηγές, το συνολικό ποσό που αναζητιόταν υπερέβαινε κατά πολύ το ποσό που ο Ιννοκέντιος είχε θεωρήσει απαραίτητο για τον στόλο. Δεν μπορούσε να αναμένεται ότι κάθε κράτος θα πλήρωνε το ποσό που είχε προϋπολογιστεί. Οι Φλωρεντινοί, για παράδειγμα, ισχυρίζονταν ότι δεν μπορούσαν να πληρώσουν καθόλου. Ο πόλεμος με τη Γένουα τούς είχε κοστίσει πάρα πολύ, γεγονός που οδήγησε τον Ιννοκέντιο να τούς προειδοποιήσει για τούς πολύ μεγάλους κινδύνους που βρίσκονταν μπροστά (με επιστολή τής 23ης Φεβρουαρίου 1485), ενώ επεσήμαινε τα αναπόφευκτα πλεονεκτήματα μιας δίκαιης ειρήνης.66

Ο πάπας επιδίωξε μιλανέζικη παρέμβαση για το σταμάτημα τού πολέμου ανάμεσα στη Φλωρεντία και τη Γένουα, ώστε τα ιταλικά κράτη να ενώσουν τις δυνάμεις τους για την υπεράσπιση τής χερσονήσου κατά των Τούρκων. Ο πατέρας τού Λορέντσο Μέδικου, ο Πιέρο, είχε αγοράσει από τούς Γενοβέζους πριν είκοσι σχεδόν χρόνια (το 1468) τη Σαρτσάνα, η οποία έλεγχε τον παραλιακό δρόμο από τη Λιγουρία προς την Τοσκάνη. Όμως περίπου δώδεκα χρόνια αργότερα οι Γενουάτες είχαν επωφεληθεί από τις δυσκολίες τής Φλωρεντίας στον πόλεμο που ακολούθησε τη συνωμοσία Πάτσι, και είχαν ανακτήσει τη Σαρτσάνα. Το 1484 οι Φλωρεντινοί πήραν την Πιετρασάντα, δεκαπέντε μίλια νότια τής Σαρτσάνα. Έγινε συμφωνία, με την οποία οι Φλωρεντινοί θα κρατούσαν την Πιετρασάντα και οι Γενουάτες τη Σαρτσάνα, αλλά οι όροι τής συμφωνίας δεν τηρήθηκαν και ξέσπασε πάλι πόλεμος (οι Φλωρεντινοί επανάκτησαν τελικά τη Σαρτσάνα το 1487).67 Με Τούρκους ή χωρίς Τούρκους, η ειρήνη ήταν σπάνιο αγαθό στην Ιταλία.

Ο Ιννοκέντιος Η’ έκανε και πάλι έκκληση στον Φερδινάνδο τής Αραγωνίας να στείλει ισχυρό στόλο στη Σικελία, όπου υπήρχε φόβος τουρκικών αποβάσεων. Αν και προέτρεπε άλλους ηγεμόνες να προστατεύσουν τα εδάφη τους, ο πάπας ακολουθούσε τη δική του συμβουλή. Τούς πρώτους μήνες τού 1485 έδωσε εντολή στον καρδινάλιο Μπαττίστα Ορσίνι, λεγάτο τού Μάρκε, να επιβλέψει τις οχυρώσεις τής Αγκώνας και των νότιων παραλίων τού Πιτσένο.68 Στάλθηκε σημείωμα επαίνου προς κάποιον Στέφανο Κόρσο, με ημερομηνία 25 Μαΐου 1486, για την επαγρύπνησή του στην προστασία τού Φάνο και των γειτονικών περιοχών από τουρκικές επιδρομές.69 Τουρκικές φούστες εμφανίζονταν συχνά στην Αδριατική την άνοιξη τού 1486. Στις 12 Ιουνίου ο Ιννοκέντιος διέταξε να οργανωθεί ακτοφυλακή κατά μήκος τής ακτής τού Μάρκε, για να προειδοποιήσει τούς κατοίκους για πιθανές αιφνιδιαστικές αποβάσεις και να καταστήσει έτσι δυνατές τις συντονισμένες αντεπιθέσεις κατά τού εχθρού.70

Παρόλο που ο Βαγιαζήτ Β’ δεν αντιμετώπιζε τούς εχθρούς του με μεγαλύτερη ειλικρίνεια απ΄ όση εκείνοι τον ίδιο, οι τουρκικές φούστες που επιχειρούσαν στα ανοικτά των ακτών τής Αδριατικής ανήκαν πιθανότατα σε κουρσάρους, των οποίων οι επιδρομές αποτελούσαν ιδιωτική υπόθεση και δεν αναλαμβάνονταν με εντολή τής Πύλης. Σε αυτοκρατορικό φιρμάνι του στις αρχές Ιουλίου 1486 ο Βαγιαζήτ αναγνώριζε την παραλαβή στην Ισταμπούλ μιας επιστολής από την Ενετική Σινιορία, που διαμαρτυρόταν ότι κουρσάροι, προφανώς, στην Αδριατική, είχαν ληστέψει και βυθίσει ορισμένα ενετικά πλοία. Ο Βαγιαζήτ καθιστούσε σαφή την αποδοκιμασία τέτοιων λεηλασιών και αναγνώριζε το δικαίωμα τής Δημοκρατίας να τιμωρεί τούς πειρατές, όπως είχε συμφωνηθεί στις «διομολογήσεις» που υπήρχαν μεταξύ των δύο κρατών. Δήλωνε επίσης ότι είχε διατάξει τον διοικητή (σαντζάκ μπέη) και τον δικαστή (καδή) τής Αλβανίας να εξετάσουν όλο το θέμα, να τιμωρήσουν τούς ενόχους, να αποκαταστήσουν τις ζημίες και να υποβάλουν αναφορά στην Πύλη. Η Σινιορία προσκαλούνταν επίσης να στείλει δικό της εκπρόσωπο, για να διενεργήσει έρευνα.71 Ο Βαγιαζήτ δεν ήθελε ανανέωση τού πολέμου με τη Βενετία, όχι με τον Τζεμ σουλτάνο σε χριστιανικά χέρια, αλλά οι Τούρκοι προφανώς δεν λυπούνταν το λίγο που είχε απομείνει από τη λεγόμενη γενουάτικη αυτοκρατορία στην Ανατολική Μεσόγειο.

Η γενουάτικη αποικία στη Χίο έκανε έκκληση στον πάπα για προστασία από τις συχνές παρενοχλήσεις των Τούρκων. Ο Ιννοκέντιος απάντησε ότι όλοι οι ισχνοί πόροι του χρησιμοποιούνταν για την υπεράσπιση τής Ιταλίας, αλλά θα έστελνε βοήθεια στην Χίο, όταν μπορούσε.72 Στο μεταξύ, ζήτησε από το μεγάλο μάγιστρο ντ’ Ωμπουσσόν, ο οποίος (όπως ξέρουμε) είχε σύμφωνο μη επίθεσης με τον Βαγιαζήτ, να αναλάβει τη γενουάτικη αποικία υπό την προστασία του.73 Το γεγονός ότι ο πατέρας τού Ιννοκέντιου είχε γεννηθεί στο νησί τής Ρόδου,74 ήταν όπως γίνεται αντιληπτό ένας επιπλέον λόγος για την ανησυχία του για τούς αποίκους, που ζούσαν εν μέσω τουρκικής θάλασσας. Σε κάθε περίπτωση υποστήριζε ότι έκανε ό,τι μπορούσε για να οργανώσει μεγάλη επίθεση κατά τής Πύλης. Κατά τη διάρκεια αυτής τής περιόδου ο Βαγιαζήτ ποτέ δεν φαινόταν να βρίσκεται πολύ μακριά από τις σκέψεις τού Ιννοκέντιου. Έγραφε στους Φερδινάνδο και Ισαβέλλα, τούς βασιλείς Ισπανίας (reges Hispaniarum) στις 8 Φεβρουαρίου 1486, να συνεχίσουν τον πόλεμο εναντίον των Μαυριτανών και όταν τούς καταβάλουν (debellati), να στρέψουν τα όπλα τους εναντίον των Τούρκων, για να πετύχουν αντίστοιχη νίκη επί τού εν λόγω «άγριου εχθρού».75 Όταν ο Κάζιμιρ Δ’ τής Πολωνίας ζήτησε σταυροφορική βούλλα, ο πάπας διέταξε να τού σταλεί. Ο Κάζιμιρ είχε επίσης ζητήσει το δικαίωμα να παρακρατήσει τα τρία τέταρτα των ποσών που θα εισπράττονταν, εμβάζοντας μόνο το ένα τέταρτο στην Αγία Έδρα. Χορηγήθηκε αμέσως άδεια γι’ αυτό, αν και ο Ιννοκέντιος τού υπενθύμιζε ότι συνηθιζόταν πάντα να στέλνεται το ένα τρίτο τέτοιων εισπράξεων στο παπικό ταμείο (Κάμερα Αποστόλικα), όπου υπήρχε επείγουσα ανάγκη χρημάτων για τις επιχειρήσεις εναντίον των Τούρκων.76

Τον Δεκέμβριο τού 1486 ο Ιννοκέντιος έστειλε τον Γάλλο εκκλησιαστικό Ραϋμόν Περάουντι στον αυτοκράτορα Φρειδερίκο Γ’, για να συζητήσουν το ενδεχόμενο γερμανικής συμμετοχής στη σταυροφορία. Την ίδια στιγμή ο Ισπανός θεολόγος Γκράτιαν τής Βιλλανόβα, γενικός επίτροπος των Καρμελιτών, στάλθηκε στην αυλή τού Μαξιμιλιανού στην Ολλανδία. Αν και ο Φρειδερίκος πίστευε ότι είχε λόγους να διαμαρτύρεται εναντίον τού πάπα, επιφύλαξε εκπληκτικά ευνοϊκή υποδοχή στο σχέδιο για σταυροφορία. Ο Γκράτιαν τής Βιλλανόβα επέστρεψε στη Ρώμη τον Απρίλιο (1487), για να αναφέρει την έγκριση τού Μαξιμιλιανού. Για τον Περάουντι αυτή ήταν η αρχή μιας διακεκριμένης διπλωματικής σταδιοδρομίας, η οποία θα εκτεινόταν επί είκοσι περίπου χρόνια, μέχρι τον θάνατό του το 1505. Τα μεταγενέστερα χρόνια θα τον εύρισκαν νούντσιο ή λεγάτο στη Γερμανία, τη Γαλλία και την Ιταλία. Θα έπαιρνε την επισκοπή τής Γκουρκ το 1491 και το κόκκινο καπέλο τού καρδινάλιου το 1493. Ο Τριτέμιους έχει αφήσει λαμπρό αφιέρωμα στον ζήλο τού Περάουντι για δικαιοσύνη και στην περιφρόνησή του για τα εγκόσμια αγαθά. Ενθαρρυμένος από τις επιστολές τού Περάουντι και την αναφορά τού Γκράτιαν, ο Ιννοκέντιος δήλωσε στις 20 Απριλίου (1487) ότι αφιέρωνε το σύνολο των εσόδων τής Ρωμαϊκής Εκκλησίας στη σταυροφορία, διατηρώντας μόλις τα απαραίτητα για την υποστήριξη τού παπικού νοικοκυριού, ενώ διακήρυξε ότι οι καρδινάλιοι έδιναν με τη θέλησή τους πολύ περισσότερο από το ένα δέκατο των εισοδημάτων τους για τον ίδιο ευγενή σκοπό.77 Στις 13 Νοεμβρίου (1487) ο Ιννοκέντιος δημοσίευσε τη βούλλα Universo pene orbi, στην οποία ανέπτυσσε τη σοβαρότητα τής τουρκικής απειλής για τη Γερμανία και την Ιταλία, επιβεβαιώνοντας την αποφασιστικότητά του να μην αφήσει καμία πέτρα χωρίς να την αναποδογυρίσει, για να αφυπνίσει τη Χριστιανοσύνη για την ανάληψη επιθετικής δράσης. Ανήγγειλε την ετοιμότητα τού αυτοκράτορα να πάει στη σταυροφορία με τούς άλλους βασιλείς και ηγεμόνες, ενώ επέβαλλε φόρο δεκάτης ενός έτους σε όλα τις αυτοκρατορικές εκκλησίες και κληρικούς. Ο Περάουντι και ο Γκράτιαν τής Βιλλανόβα ονομάστηκαν γενικοί συλλέκτες τού φόρου δεκάτης στα αυτοκρατορικά εδάφη, με όλες τις συνήθεις αρμοδιότητες και δικαιώματα που αφορούσαν τη λειτουργία τους.78

Ο Γκράτιαν τής Βιλλανόβα έπρεπε και πάλι να προσπαθήσει να παρακινήσει τον αυτοκράτορα, τούς Γερμανούς εκλέκτορες και ηγεμόνες, και ιδιαίτερα τον Μαξιμιλιανό, να προετοιμαστούν για πόλεμο κατά των Τούρκων. Οι οδηγίες που πήρε με ημερομηνία 12 Απριλίου 1487, τόνιζαν τον μεγάλο κίνδυνο που αντιμετώπιζε η Ευρώπη. Οι ηγεμόνες έπρεπε να αφυπνιστούν από τον λήθαργο τους. Τα γεγονότα θα αποδείκνυαν ότι ο κίνδυνος δεν ήταν τόσο μεγάλος, όσο πίστευε ο πάπας. Όμως κάθε φορά που οι ηγεμόνες ξυπνούσαν από τον λήθαργο τους, ήταν πολύ πιθανό να βρεθούν σε πόλεμο μεταξύ τους. Ο Mαξιμιλιανός είχε εμπλακεί ιδιαιτέρως στη Φλάνδρα και είχε σοβαρές διαφορές με τη Γαλλία. Ο Φρειδερίκος Γ’ έπρεπε να συνεχίσει τον πόλεμο με τον Ματίας Κορβίνους, ενώ στη συνέχεια προσπαθούσε να συγκεντρώσει δυνάμεις στη Γερμανία, για να ξανακερδίσει την Αυστρία από τον νικηφόρο Κορβίνους.79 Ο Ιννοκέντιος συνέχιζε τις προφανώς μάταιες προσπάθειές του να συμβάλλει στην ομόνοια μεταξύ των χριστιανών ηγεμόνων. Έστειλε πρεσβεία στον Κάρολο Η’ τής Γαλλίας και τον προειδοποίησε με πολλές επιστολές να συνθέσει τις διαφωνίες του με τον Μαξιμιλιανό, επισημαίνοντας πόσο καλύτερο θα ήταν να χύσει τουρκικό αντί για χριστιανικό αίμα. Ο Κάρολος δεν απάντησε.

Οι συνθήκες στην Ολλανδία πήγαιναν από το κακό στο χειρότερο. Οι επαναστατημένοι αστοί τής Μπρυζ (Bruges) συνέλαβαν αιχμάλωτο τον Μαξιμιλιανό στις αρχές Φεβρουαρίου 1488. Κρατούμενος υπό περιορισμό για περισσότερο από τρεις μήνες, έστειλε απεσταλμένους στον πάπα, ζητώντας τη βοήθειά του.80 Ο Φρειδερίκος προετοιμαζόταν για στρατιωτική δράση και ζητούσε εκκλησιαστικές κυρώσεις εναντίον των προκλητικών Φλαμανδών. Λίγο αργότερα ο αρχιεπίσκοπος Χέρμαν τής Κολωνίας έθετε τη Γάνδη, τη Μπριζ και την Υπρ υπό εκκλησιαστική απαγόρευση.81 Όσο για τον πάπα, συνέχιζε να φωνάζει για ειρήνη, αλλά δεν υπήρχε ειρήνη.

Στις 4 Μαΐου 1488 επιβλήθηκε σταυροφορικός φόρος δεκάτης σε όλους τούς αξιωματούχους τής παπικής κούρτης χωρίς εξαίρεση, περιλαμβανομένων των καρδιναλίων.82 Η σταυροφορική επιβολή υπήρξε αποτυχία στη Γερμανία. Ένα χρόνο πριν (στις 26 Ιουνίου 1487) ο Μπέρτολτ φον Έννεμπεργκ, αρχιεπίσκοπος τού Μάιντς (1484-1504), καθώς και οι εκλέκτορες τής Σαξωνίας και τού Βρανδεμβούργου έκαναν έκκληση στον Ιννοκέντιο για απαλλαγή από τον φόρο δεκάτης που έπρεπε να καταβληθεί στην αυτοκρατορία, επικαλούμενοι ότι η γερμανική Εκκλησία είχε καταστραφεί από τον πόλεμο και είχε εξαθλιωθεί από τις αποσπάσεις χρηματικών ποσών. Η γερμανική Εκκλησία βρισκόταν βέβαια επί αιώνες στα χέρια οικογενειών ευγενών, των οποίων οι νεώτεροι γιοι ζούσαν σαν βρυκόλακες με το αίμα και τα λάφυρα των αποθαρρυμένων ποιμνίων τους. Ο Γιοχάνες Τριτέμιους, ηγούμενος τού μοναστηριού των Βενεδικτίνων στο Σπόνχαϊμ, λέει ότι ο κλήρος συνεδρίαζε για να διαμαρτυρηθεί για τον φόρο δεκάτης σε διάφορους τόπους σε όλη την αυτοκρατορία, ενώ τελικά προσέφυγε στην παλιά διαδικασία τής προσφυγής όχι σε πάπα κακά πληροφορημένο, αλλά στον πάπα που ήταν πια καλά ενημερωμένος.83 Ο Ιννοκέντιος αναγκάστηκε να εγκαταλείψει κάθε ελπίδα να δει τον φόρο δεκάτης να συλλέγεται από τούς Γερμανούς, οι οποίοι, ως συνήθως, δεν θα πλήρωναν πρόθυμα το μερίδιό τους στο κόστος για μια εκστρατεία εναντίον των Τούρκων. Έτσι κι αλλιώς είχαν ως πρώτη γραμμή άμυνας τούς Ούγγρους, τούς οποίους αντιπαθούσαν. Άραγε τι γινόταν όμως στη Γαλλία, στην παραδοσιακή πατρίδα των σταυροφόρων;

Τον Νοέμβριο τού 1487 ο Ιννοκέντιος έστειλε τον Λιονέλλο Τσερεγκάτο από τη Βιτσέντσα, τότε επίσκοπο Τράου (Τρογκίρ στη Δαλματία) και τον παπικό πρωτονοτάριο Αντόνιο Φλόρεζ ως νούντσιους στο Παρίσι, όπου την Κυριακή 20 Ιανουαρίου (1488) ο Τσερεγκάτο έδωσε γλαφυρή ομιλία ενώπιον τού Καρόλου Η’ και των μελών τής αυλής του. Ύψωσε μπροστά στα μάτια τους το υπόδειγμα των σταυροφόρων προγόνων τους και το αντιπαρέβαλε με τη δική τους αποτυχία να ανταποκριθούν στις τρομερές ανάγκες τής εκκλησίας και των χριστιανών γειτόνων τους στην Ιταλία, που ζούσαν κάτω από τον συνεχή φόβο τής τουρκικής εισβολής. Σύντομα όμως ήρθε η είδηση τής φυλάκισης τού Μαξιμιλιανού από τούς Φλαμανδούς και στη συνέχεια η είδηση τής απαγόρευσης που είχε επιβληθεί στις κύριες πόλεις τους, εναντίον τής οποίας ο Κάρολος διαμαρτυρήθηκε, με το σκεπτικό ότι η Φλάνδρα ήταν γαλλικό φέουδο και ότι οι Φλαμανδοί ήσαν αρκετά δικαιολογημένοι στην αντίθεσή τους με τις αξιώσεις των Αψβούργων.84 Η αντι-ρωμαϊκή παράταξη στη γαλλική αυλή, οι υπερασπιστές τής παλιάς Πραγματιστικής Κύρωσης τής Μπουρζ, ήσαν ικανοποιημένοι με την τροπή των γεγονότων.

Ο Ραϋμόν Περάουντι πήγαινε τώρα στη Γαλλία, όπου έλπιζαν ότι θα μπορούσε να πετύχει κάποιο βαθμό ειρήνης μεταξύ Καρόλου Η’ και Μαξιμιλιανού. Από τη Γαλλία ο Περάουντι επέστρεψε στη Γερμανία, για να συμμετάσχει στο Ράιχσταγκ, που άρχισε στις 6 Ιουλίου τού 1489 στην Φρανκφούρτη επί τού Μάιν. Έφερνε μαζί του παπικό σημείωμα με ημερομηνία 12 Απριλίου που απευθυνόταν σε όλους τούς χριστιανούς ηγεμόνες, με το οποίο ο Ιννοκέντιος υπογράμμιζε και πάλι την αμεσότητα τού τουρκικού κινδύνου και προειδοποιούσε για την τρομερή αύξηση τής τουρκικής δύναμης. Προέτρεπε τούς ηγεμόνες να στείλουν αμέσως απεσταλμένους στη Ρώμη, με επαρκή εξουσιοδότηση ώστε να δεσμεύουν τούς εντολείς τους σε σχέδιο για τη σταυροφορία. Έπρεπε να υπάρχει ειρήνη στην Ευρώπη. Ο Ιννοκέντιος δήλωνε ότι δεν ήταν μόνο πρόθυμος να διαθέσει όλους τούς πόρους τής Αγίας Έδρας για την σταυροφορία, αλλά, αν κρινόταν αναγκαίο, να λάβει ο ίδιος μέρος στην εκστρατεία. Ενημέρωνε τούς Γερμανούς ότι είχε γράψει στο ίδιο πνεύμα και στους άλλους Ευρωπαίους ηγεμόνες και εξέφραζε την ελπίδα ότι και αυτοί θα αφουγκράζονταν την παραίνεση και τις προσευχές τού πατέρα τους στη Ρώμη.85 Ο Περάουντι είχε το χάρισμα τού διαπραγματευτή. Στην ετοιμολογία και τη θερμή συμπεριφορά πρόσθετε την απαλή και ευγενική επιμονή τού γεννημένου διπλωμάτη. Μέσα σε δέκα μέρες είχε βοηθήσει στην επίτευξη τής ειρήνης μεταξύ τού Μαξιμιλιανού και των Γάλλων απεσταλμένων στο Ράιχσταγκ.

Στις 21 Ιουλίου (1489) ο Περάουντι έγραφε στον πάπα ότι περίπου στις 10:00 μ.μ. το προηγούμενο βράδυ «είχε συναφθεί ειρήνη και είχε συνομολογηθεί με όρκο ενώπιόν του, ως αποστολικού νούντσιου, από τον Μαξιμιλιανό, τον γαληνότατο βασιλιά των Ρωμαίων, και τούς απεσταλμένους τού Γάλλου βασιλιά, η οποία έπρεπε να τηρείται στο διηνεκές μεταξύ των εν λόγω βασιλέων». Τα άρθρα τής ειρήνης, έγραφε ο Περάουντι, θα διαβιβάζονταν στη Ρώμη το ταχύτερο δυνατό. Οι επιστολές τού Περάουντι έφτασαν την Πέμπτη 30 Ιουλίου και δόθηκαν στον πάπα ακριβώς πριν από το μεσημεριανό γεύμα. Αυτός διέταξε να σταλεί αίτημα συγκέντρωσης στις 4:30 μ.μ. [pro hora XX] σε όλους τούς καρδιναλίους που βρίσκονταν τότε στη Ρώμη, καθώς και στους πρεσβευτές τής αυτοκρατορίας, τής Γαλλίας, των Ισπανιών, τής Ουγγαρίας και ορισμένων από τα ιταλικά κράτη. Ύστερα από σύντομη διάσκεψη με τούς καρδινάλιους, ο πάπας υποδέχθηκε ενώπιόν του τούς πρέσβεις. Οι πρεσβευτές, έχοντας κάνει τις γονυκλισίες τους ενώπιον τού πάπα και των καρδιναλίων που κάθονταν στον συνηθισμένο κύκλο, άκουσαν την ανακοίνωση τού πάπα για την ειρήνη, για την οποία μπορούσαν να ενημερώσουν τούς εντολείς τους αμέσως. Όμως η Αυτού Αγιότητα αρνήθηκε να τούς εφοδιάσει με αντίγραφα των επιστολών τού Περάουντι. Εκείνο το βράδυ στο Βατικανό και στο κοντινό κάστρο τού Σαντ’ Άντζελο, μπροστά στα σπίτια ορισμένων από τούς καρδιναλίους, ακόμη και αξιωματούχων τής κούρτης, άναψαν φωτιές ως ένδειξη πανηγυρισμών.86

Στο μεταξύ ο Ιννοκέντιος Η’ είχε στείλει τρίτο απεσταλμένο στη Γαλλία, τον Μπαλντασσάρε ντα Σπίνο, για να συνεργαστεί με τούς Τσερεγκάτο και Φλόρεζ. Ο Μπαλντασσάρε έφερε νέες προτάσεις στον Κάρολο Η’ για τη διευθέτηση ορισμένων εκκλησιαστικών προβλημάτων και για την παράδοση τού Τζεμ Σουλτάνου στην Αγία Έδρα. Πρέπει να ήταν ο Μπαλντασσάρε, όπως έχει πει ο Πασκίνι, αυτός που έγραψε στον Iννοκέντιο στις 17 Φεβρουαρίου 1488 ότι είχε φτάσει στο Παρίσι εκείνο το απόγευμα και ότι είχε βρει τούς Τσερεγκιέτο και Φλόρεζ στη Ρυ Σαιν Ζακ, όπου είχαν καταλύσει στο πανδοχείο των Δύο Αγγέλων. Μάς έχει αφήσει ελκυστική περιγραφή τής άφιξής του στην πόλη και τής πρώτης του συνάντησης με τούς νούντσιους στο πανδοχείο.87

Η αποστολή τους πήρε κάποιο χρόνο, αλλά οι Τσερεγκάτο και Φλόρεζ πέτυχαν τελικά διπλωματικό χτύπημα όχι μικρών διαστάσεων, κερδίζοντας τη συγκατάθεσή τού Καρόλου Η’ για την αποστολή τού Τζεμ σουλτάνου στη Ρώμη. Ο μεγάλος μάγιστρος Πιέρ ντ’ Ωμπουσσόν ήταν από καιρό έτοιμος να τον παραδώσει στον πάπα. Αν ο παπισμός αποσπούσε κάποιο αντίτιμο για τις χάρες του, έπρεπε επίσης να πληρώνει πάντα με τη σειρά του. Όπως είδαμε, ο ντ’ Ωμπουσσόν έγινε καρδινάλιος (στις 9 Μαρτίου 1489), πράγμα που ήταν συναρπαστική είδηση για τούς Ιωαννίτες. Ο πάπας έστειλε το κόκκινο καπέλο στη Ρόδο, όπου ο ντ’ Ωμπουσσόν το παρέλαβε σε επίσημη τελετή στην εκκλησία τού Αγίου Ιωάννη τού Βαπτιστή στο Κολλάκιο, στην πλατεία, απέναντι από το παλάτι των μεγάλων μάγιστρων, στις 29 Ιουνίου, τη μέρα τής γιορτής των Αγίων Πέτρου και Παύλου.88 Χρειάστηκε να γίνουν άλλες παραχωρήσεις στον Κάρολο Η’. Οι Ιωαννίτες θα συνέχιζαν να φρουρούν τον Τζεμ. Ο πάπας θα έπαιρνε τα 45.000 δουκάτα τον χρόνο που καταβάλλονταν από τον σουλτάνο για τη συντήρηση τού Τζεμ, αλλά σε περίπτωση όπου ο πάπας παρέδιδε τον Τζεμ σε οποιαδήποτε άλλη δύναμη χωρίς τη συγκατάθεσή τού Καρόλου Η’, θα πλήρωνε πρόστιμο 1.000 λίμπρες χρυσού, με δέσμευση την οποία εγγυάτο δημόσια σύμβαση, εγκεκριμένη από το Ιερό Κολλέγιο.89

Όπως ήταν αναμενόμενο, ο Φερράντε τής Νάπολης είχε κάνει ό,τι μπορούσε για να ματαιώσει τα σχέδια τού πάπα και των Ενετών. Οι τελευταίοι προέτρεπαν για τη μεταφορά τού Τζεμ σουλτάνου στη Ρώμη, ώστε να μην τον πάρει με κάποιον τρόπο στα χέρια του ο εχθρός τους Mατίας Κορβίνους. Ο Φερράντε είχε προσφέρει στον μεγάλο μάγιστρο μεγάλα χρηματικά ποσά, χωρίς αμφιβολία για λογαριασμό τού Κορβίνους, για να σταλεί ο Τζεμ στη Νάπολη, ενώ είχε εξετάσει ακόμη και το ενδεχόμενο απαγωγής του, καθώς θα τον μετέφεραν από τη Γαλλία στη Ρώμη.90 Αλλά, όπως έχουμε ήδη αναφέρει, η μεταφορά τού Τζεμ από την Προβηγκία στη Ρώμη πραγματοποιήθηκε με ασφάλεια, παρά το θυελλώδες ταξίδι. Εισήλθε στην πόλη το απόγευμα τής 13ης Μαρτίου 1489 από την Πύλη Πορτέζε στο Τραστέβερε, όπου τον συνάντησαν οι οικογένειες (famiglie) τού πάπα και διαφόρων καρδιναλίων, καθώς και ορισμένες ομάδες λαϊκών αξιωματούχων. Υψηλή εκκλησιαστικοί έβγαζαν τούς σκούφους τους (birette) και ο Τούρκος έκλινε το σκεπασμένο με τουρμπάνι κεφάλι του. Ο παπικός τελετάρχης Μπούρχαρτ συμμετείχε στις διαδικασίες και μάς έχει αφήσει λεπτομερή περιγραφή τους.

Ύστερα από παρατεταμένους χαιρετισμούς, ο Τζεμ σουλτάνος ίππευσε ανάμεσα στον γιο τού πάπα Φραντσεσκέττο Τσίμπο και στον ανηψιό τού μεγάλου μάγιστρου Γκυ ντε Μπλανσφόρ, ηγούμενο τής Ωβέρνης, ο οποίος ήταν ο επικεφαλής φρουρός του για χρόνια. Έξω από την πύλη τής πόλης ένας Αιγύπτιος απεσταλμένος, σταλμένος από τον σουλτάνο Καϊτμπέη για να συζητήσει τι έπρεπε να γίνει με τον Τζεμ,91 είχε υποδεχτεί τον Οθωμανό πρίγκηπα με ανατολίτικη δουλοπρέπεια που είχε συναρπάσει τον Μπούρχαρτ, ο οποίος ήταν μεγάλη αυθεντία στην αυλική εθιμοτυπία. Οι τελετές υποδοχής ξεκίνησαν κάπως περίεργα, όταν ο Μπλανσφόρ είχε κάποιες διαφωνίες ως προς το πρωτόκολλο με τον Εμίλιο Παριζιάνο ντ’ Άσκολι, τον γερουσιαστή Ρώμης, καθώς και με τούς πρέσβεις τής Νάπολης, τής Βενετίας, και κάποιους άλλους που είχαν στενούς δεσμούς με τον πάπα. Ο ηγούμενος αρνήθηκε να παραχωρήσει την τιμητική του θέση σε οποιονδήποτε από αυτούς. Ο γερουσιαστής Ρώμης τελικά ίππευσε μπροστά, αλλά οι πρεσβευτές χρειάστηκε να παραμείνουν πίσω. Ο Μπούρχαρτ ίππευε δίπλα στον διερμηνέα τού Τζεμ. Από την Πόρτα Πορτέζε η μακρά πομπή διέσχισε τον ποταμό από τις αρχαίες γέφυρες τής νησίδας Τιμπερίνα και στράφηκε απότομα αριστερά, διασχίζοντας την Πιάτσα Τζουντέα και το Κάμπο ντέι Φιόρι, στον δρόμο προς το παλάτι τού Βατικανού. Τεράστια πλήθη είχαν συγκεντρωθεί για να δουν τον Τζεμ. Κανείς από τις χιλιάδες που τον είδαν σε αυτήν την περίπτωση και σε άλλες δεν μπορούσε να ξεχνά ότι ήταν ο ίδιος ο γιός τού Πορθητή τής Κωνσταντινούπολης, που είχε γεμίσει τον δυτικό κόσμο με τον τρόμο για σχεδόν τριάντα χρόνια.

Την επόμενη μέρα, το Σάββατο 14 Μαρτίου (1489), σε δημόσιο εκκλησιαστικό συμβούλιο που ξεκίνησε νωρίς το πρωί, ο Ιννοκέντιος Η’ απένειμε τα κόκκινα καπέλα στους νέους καρδινάλιους που ήσαν παρόντες. Ύστερα από αυτό ο Τζεμ σουλτάνος έκανε την εναγωνίως αναμενόμενη είσοδό του στο εκκλησιαστικό συμβούλιο. Με τούς Φραντσεσκέττο Τσίμπο και Μπλανσφόρ στις δύο πλευρές του και με ενόπλους αρχιφύλακες μπροστά και δεκατέσσερις δικούς του ακολούθους πίσω, ο Τζεμ μπήκε στο εκκλησιαστικό συμβούλιο και εμφανίστηκε ενώπιον τού πάπα. Αν και η προσδοκία ήταν ότι ο Τζεμ θα απέδιδε υπακοή στον πάπα με τον τουρκικό τρόπο, δηλαδή αγγίζοντας το πάτωμα και φιλώντας το χέρι του, αρνήθηκε να το κάνει. Αρνήθηκε επίσης να προσκυνήσει ενώπιον τού πάπα. Στην πραγματικότητα λίγο έσκυψε το σκεπασμένο με τουρμπάνι κεφάλι του. Στη συνέχεια ανέβηκε τα σκαλιά προς το θρόνο, αγκάλιασε την Αγιότητά του και φίλησε ελαφρά τον δεξιό του ώμο, με το κεφάλι καλυμμένο σε όλον αυτό τον αντισυμβατικό χαιρετισμό. Στάθηκε μπροστά στον πάπα, δήλωσε μέσω τού διερμηνέα του ότι ήταν χαρούμενος που βρισκόταν στη Ρώμη, ενώ με λίγες ευγενικές φράσεις είπε ότι θα εξηγούσε άλλα πράγματα κατ’ ιδίαν. Ο Ιννοκέντιος απάντησε ότι η εξοχότητά του (nobilitas sua) είχε μεταφερθεί στη Ρώμη προς όφελός του. Δεν έπρεπε να έχει αμφιβολίες γι’ αυτό, αλλά να ζει ευτυχισμένα. Είχαν κανονιστεί όλα, ώστε να καταλήξουν σε καλό αποτέλεσμα. Ο Τζεμ είπε ότι το πίστευε αυτό, ευχαρίστησε τον πάπα και στη συνέχεια βημάτισε προς τα πίσω. Αγκάλιασε τούς καρδινάλιους τον ένα μετά τον άλλον, καθώς στέκονταν στον συνήθη κύκλο τους. Ύστερα οι Τούρκοι συνοδοί του πλησίασαν τον παπικό θρόνο. Γονατίζοντας καθένας και αγγίζοντας το πάτωμα με το δεξί του χέρι, έδειξαν την υπακοή τους με ασπασμό. Στη συνέχεια ο Τζεμ επέστρεψε στα δωμάτιά του στο παλάτι.92

Ο Ραϋμόν Περάουντι δεν είχε μικρότερη επιτυχία στη Γερμανία, όπως είδαμε, από όση οι Τσιερεγκάτο και Φλόρεζ στη Γαλλία. Ταξίδεψε και κήρυξε τη σταυροφορική άφεση αμαρτιών και τώρα βοηθούσε τον επίσκοπο Άντζελο τού Όρτε, παπικό νούντσιο στην ουγγρική αυλή, να πραγματοποιήσει την πολυπόθητη εκεχειρία μεταξύ τού γέρου Φρειδερίκου Γ’ και τού Ματίας Κορβίνους.93 Η αποστολή τού Άντζελο δεν ήταν εύκολη. Ο Κορβίνους, επιθυμώντας την αποστολή τού Τζεμ σουλτάνου στην Ουγγαρία, όπου κι ίδιος ο Τζεμ ήθελε να πάει, φοβόταν ότι τα σχέδια τού Ιννοκέντιου Η’ για την εκστρατεία εναντίον των Τούρκων περιλάμβαναν την τοποθέτηση τού Τζεμ πάνω σε ενετικό στόλο. Ο Κορβίνους έλεγε στον νούντσιο ότι απλώς δεν πίστευε ότι οι Ενετοί ενδιαφέρονταν για πόλεμο κατά των Τούρκων. Ήθελαν να επιδιώξουν τις δικές τους φιλοδοξίες. Ένας Τούρκος απεσταλμένος είχε βρεθεί στη Βούδα για κάποιο χρονικό διάστημα. Τώρα που είχε φύγει για την πατρίδα του (όπως έγραφε ο Άντζελο στον πάπα), ο Κορβίνους προφανώς σχεδίαζε να στείλει Ούγγρο απεσταλμένο στην Ισταμπούλ: «Νομίζω, μακαριότατε πατέρα, ότι η Μεγαλειότητά του κινείται ανάμεσα στην ελπίδα και τον φόβο και θέλει να βάλει ένα πόδι σε δύο παπούτσια!» (Puto, pater beatissime, quod Maiestas sua inter spem et metum naviget et pedem unum in duobus calceis inhabere velit!). Όμως αν ο πάπας έβαζε τον Τζεμ πάνω σε ενετικό στόλο, τότε ο Κορβίνους θα συμβιβαζόταν αμέσως με τον σουλτάνο (illico cum Turco federa faciat), «και δεν μπορώ να πείσω τη Μεγαλειότητά του, ότι πρέπει να ζητείται μόνο η συμβουλή τής Ενετικής Σινιορίας, αλλά και η συμβουλή τής ίδιας τής Αυτού Μεγαλειότητας, καθώς και των άλλων χριστιανών ηγεμόνων». Ο Άντζελο διαβεβαίωνε τον Κορβίνους ότι ο πάπας δεν θα έπαιρνε ανάρμοστη απόφαση.94

«Σας λέω, άρχοντα λεγάτε μου», απαντούσε ο Κορβίνους, «ότι ο πάπας δεν μπορεί να κάνει τίποτε με τον Τούρκο [τον Τζεμ σουλτάνο], εκτός από εκείνο που αποφασίζει ο βασιλιάς τής Γαλλίας. Τον παρέλαβε [τον Τζεμ] με αυτή τη συμφωνία. Το όλο θέμα βρίσκεται στα χέρια τού [καρδινάλιου Ζαν] ντε λα Μπαλύ. Αυτός κανονίζει τα πάντα, αν και ο βασιλιάς τής Γαλλίας συμφωνούσε πλήρως ότι [ο Τζεμ] έπρεπε να έρθει στα χέρια μου».

Προφανώς δεν ήταν μικρή η έχθρα που ένιωθε ο Κορβίνους για τον Ζαν ντε λα Μπαλύ, καρδινάλιο τής Ανζέρ (πέθανε το 1491), ο οποίος είχε συμμετάσχει στις διαπραγματεύσεις που οδήγησαν στην παράδοση τού Τζεμ σουλτάνου από τούς Ιωαννίτες στον πάπα.95 Ο ντε λα Μπαλύ ανέλαβε μάλιστα την επιμέλεια τού Τζεμ στην Τσιβιταβέκκια στις 10 Μαρτίου 1489, όπου τον είχε φέρει ο Γκυ ντε Μπλανσφόρ. Ο καρδινάλιος είχε συνοδεύσει τότε τον Τζεμ στη Ρώμη, όπου έφτασαν στις 13 τού μηνός. Ο επίσκοπος Άντζελο προσπαθούσε να ηρεμήσει τον θυμωμένο Κορβίνους:

Γαληνότατε βασιλιά, αυτές οι λεπτομέρειες είναι άγνωστες σε μένα. … Νομίζω ότι ο κύριός μας [ο πάπας] έχει στα χέρια του τον Τούρκο [τον Τζεμ] χωρίς όρους, αλλά η Αγιότητά του θέλει να ακούσει τις επιθυμίες [vota] των χριστιανών ηγεμόνων, ώστε να αποφασίσει με τον καλύτερο και πιο σοφό τρόπο την κήρυξη τού πολέμου και ας καταδεχτεί η Μεγαλειότητά σας να θυμηθεί ότι ο κύριός μας [ο πάπας] σάς παρακαλεί ιδιαιτέρως να μην εμπιστεύεστε τόσο τούς πληροφοριοδότες [delatores], οι οποίοι θέλουν πάντα να προκαλούν προβλήματα.

«Μπορεί να μην πιστεύετε, κύριε λεγάτε μου, αυτά που λέω. Δεν προέρχονται από το πρόσωπο που νομίζετε. Έχω τις πληροφορίες μου από αλλού και από καλή πηγή». Ο Κορβίνους έδειξε τότε στον νούντσιο δύο επιστολές από τον Αιγύπτιο σουλτάνο, γραμμένες στα αραβικά και τουρκικά και όταν πιέστηκε ευγενικά από τον νούντσιο για το περιεχόμενο των επιστολών, φαίνεται ότι ο Κορβίνους το ξανασκέφτηκε και άλλαξε θέμα συζήτησης (velut obaudiens alio sermonem divertit).96

Όμως υπήρχαν περισσότερα προβλήματα στην Ουγγαρία από αυτά που μπορούσαν να βρεθούν στην αυλή. Οι συνθήκες στα ανατολικά εδάφη που συνόρευαν με την Τουρκία δεν είχαν κατασταλάξει. Οι Ούγγροι επίσκοποι ζητούσαν τη συμβουλή τού νούντσιου για τον τρόπο μεταχείρισης «γυναικών των οποίων οι άνδρες ή ανδρών των οποίων οι γυναίκες ήσαν σκλάβοι [servi] τού Τούρκου εχθρού». Η συμβίωση με άλλο σύντροφο ήταν συχνά η συνέπεια τού συζυγικού χωρισμού. Το ερώτημα ήταν κατά πόσον μπορούσαν να δίνονται τα θεία μυστήρια σε εκείνους που επέμεναν σε τέτοια συμβίωση. Οι άνδρες ή γυναίκες σύζυγοι μπορεί να κρατούνταν επ’ αόριστον από τούς Τούρκους. Δεδομένου ότι οι σύζυγοί τους δεν είχαν μεγαλύτερη επιτυχία στην άσκηση σεξουαλικής εγκράτειας απ’ ό,τι στην απελευθέρωση των απόντων συντρόφων τους, αν τούς απαγορεύονταν τα μυστήρια απειλούσαν ότι θα μετανάστευαν στους Τούρκους «και, όπως γνωρίζει η Αγιότητά σας, το να περάσουν στους Τούρκους είναι εύκολο για τούς Ούγγρους και τούς Σλάβους».97 Ο νούντσιος πίστευε ότι τέτοιες περιπτώσεις έπρεπε να παραπέμπονται στη Ρώμη για τακτοποίηση.

Ο Ματίας Κορβίνους τα είχε πάει καλά κατά τη διάρκεια αυτών των τελευταίων ετών. Ως αποτέλεσμα τού τρίτου πολέμου του με τον Φρειδερίκο Γ’ είχε καταλάβει τη Βιέννη τον Ιούνιο τού 1485, κάνοντάς την πρωτεύουσά του, ενώ από εκεί είχε επιδράμει στη Στυρία, την Καρινθία και την Καρνιόλα. Είχε όμως συμφωνηθεί εκεχειρία, όπως έχουμε σημειώσει, μεταξύ Φρειδερίκου και Κορβίνους (στις 19 Φεβρουαρίου 1490). Επρόκειτο να διαρκέσει μέχρι τις 8 Σεπτεμβρίου, αλλά λιγότερο από δύο μήνες μετά τη σύναψή της ο Κορβίνους πέθανε (στις 6 Απριλίου 1490). Ο γιος τού Μαξιμιλιανού Φρειδερίκος έσπευδε σύντομα προς ανατολάς για να επανακτήσει τη Βιέννη και τις υπόλοιπές επικράτειες των Αψβούργων.98

Για επτά σχεδόν χρόνια ο Τζεμ σουλτάνος ήταν αιχμάλωτος των Ιωαννιτών στη Γαλλία. Η φυλάκισή του στο Βατικανό θα διαρκούσε σχεδόν άλλο τόσο. Όμως κατά τη διάρκεια όλων των ετών που πέρασε στη Ρώμη, όπως και σε εκείνα που είχε περάσει στην Ωβέρνη, ο Τζεμ δεν έπαψε ποτέ να διεγείρει προσωπικά την πιο ζωηρή περιέργεια. Ούτε μειώθηκε η πολιτική του σημασία, όπως θα έχουμε άφθονες ευκαιρίες να διαπιστώσουμε, γιατί παρέμενε η κύρια φυσιογνωμία γύρω από την οποία θα οργανωνόταν κάθε σταυροφορία, με τον φαινομενικό σκοπό να εκδιώξει τον «σφετεριστή» Βαγιαζήτ Β’ από την Ισταμπούλ και από την Ευρώπη. Αν και ο Τζεμ ήταν πολύ νεότερος από τον αδελφό του, υποστήριζε ότι ήταν ο αληθινός διάδοχος τού Πορθητή, αφού ο Βαγιαζήτ είχε γεννηθεί πριν από την άνοδο τού πατέρα τους στον θρόνο.99 Αυτοί που τον είχαν στα χέρια τους προτιμούσαν να τον θεωρούν ως τον Μεγάλο Τούρκο.

Σύμφωνα με τον Καουρσέν ο Τζεμ σουλτάνος ήταν εικοσιοκτώ ετών κατά την εποχή τής φυγής του και έτσι θα ήταν τριανταπέντε όταν ήρθε στη Ρώμη το 1489. Ο Σιγκισμόνοτο ντε Κόντι δίνει μάλιστα την ηλικία του ως τριανταπέντε, αλλά ο Ματτέο Μπόσσο θεωρεί ότι ήταν περίπου σαράντα. Η παχυσαρκία τού Τζεμ τον έκανε να δείχνει μεγαλύτερος απ’ ό,τι πραγματικά ήταν. Όταν έφτασε στη Ρώμη, ήταν στην πραγματικότητα εικοσιεννέα ετών, έχοντας γεννηθεί στις 22 Δεκεμβρίου 1459. Ψηλός και δυνατός στην εμφάνιση, ο Τζεμ έδινε την εντύπωση σκληρότητας και εύκολα εξωθούνταν σε θυμό. Ο Καουρσέν λέει ότι Τζεμ είχε μικρό στόμα, μεγάλα χείλη και μπλε μάτια (oculis … ceruleis), με βαριά φρύδια, αετίσια μύτη, σκούρα επιδερμίδα και λεπτή, καλοκομμένη γενειάδα. Η παχυσαρκία τον έκανε αδέξιο στο βάδισμα. Ο ζωγράφος Μαντένια, ο οποίος τον έβλεπε στο Βατικανό, πίστευε ότι περπατούσε σαν ελέφαντας. Παρ’ όλα αυτά διατηρούσε την ευκινησία τής νιότης, ενώ λεγόταν ότι ήταν έμπειρος ιππέας. Η φωνή του ήταν διαπεραστική, ιδιαίτερα όταν υψωνόταν, αλλά ήταν συνήθως ολιγόλογος. Τού άρεσε να τρώει και κατανάλωνε τροφή σαν να ήταν το στομάχι του καμίνι, λέει ο Καουρσέν, ο οποίος παρατηρεί ότι ο Τζεμ έτρωγε και έπινε «με μεγαλύτερη λαιμαργία από εκείνη που άρμοζε σε πρίγκηπα». Ο Μαντένια αναφέρει ότι είχε πέντε γεύματα την ημέρα και κοιμόταν λίγο μετά από κάθε γεύμα. Ο Καουρσέν λέει ότι ο Τζεμ απέφευγε το κρασί, εκτός αν ήταν αρωματισμένο με μπαχαρικά, αλλά ο Μαντένια δηλώνει ότι ήταν εθισμένος στον Βάκχο. Ήταν ιδιαίτερα λάτρης των φρούτων και τού έντονα ζαχαρωμένου νερού. Έτρωγε λίγο ψωμί και πολύ κρέας. Ίδρωνε πολύ, αλλά λουζόταν συχνά, τού άρεσε να κολυμπά και δεν είχε ενδοιασμό να κολυμπά γυμνός. Απολάμβανε το πλούσιο ντύσιμο. Σύμφωνα με τον Καουρσέν ο Τζεμ ήταν αυστηρός μουσουλμάνος, αρνούμενος να ανεχθεί τη μέθη οποιουδήποτε από τούς οπαδούς του. Το εύρισκε δύσκολο να παραμένει σε ένα μέρος και μπορούσε να κοιμάται άλλοτε σε ένα δωμάτιο, άλλοτε σε άλλο και μερικές φορές στη βεράντα. Ήταν μορφωμένος, με εξαιρετική γνώση τουρκικών και περσικών. Απολάμβανε την ποίηση. Η μητέρα του, λέει ο Καουρσέν, ήταν πριγκήπισσα τής Σερβίας. Παρά την παχυσαρκία του και το γεγονός ότι ήταν άστεγος εξόριστος, ο Τζεμ διατηρούσε σοβαρή και βασιλική αξιοπρέπεια. Αν και αρχικά η παπική κούρτη σκέφτηκε να εγκαταστήσει τον Τζεμ στο Σπολέτο ή στο Ορβιέτο, αποφάσισαν τελικά να τον κρατήσουν στο Βατικανό.100 Θεωρείτο ότι ο Βαγιαζήτ συνωμοτούσε συνεχώς κατά τής ζωής του. Αρχοντικός γιος μεγάλου πατέρα, ο Τζεμ σουλτάνος ζούσε σαν πρίγκηπας. Σύμφωνα με τον Σιγκισμόντο ντε Κόντι η συντήρησή του κόστιζε στον παπισμό 15.000 δουκάτα ετησίως.101 Ο πάπας δεν διαμαρτυρόταν. Είχε μεγάλα σχέδια για τον Τζεμ.

Στα μάτια τής Δύσης η διαδοχή στο οθωμανικό κράτος είχε φανεί πάνω από μια φορά ως αβέβαιη υπόθεση. Φαίνεται δύσκολο να πιστέψει κανείς ότι οι πιθανότητες τού Τζεμ σουλτάνου να εκτοπίσει τον αδελφό του ήσαν περισσότερες από την ψευδαίσθηση που έκανε την εξορία του υποφερτή (και ήταν αρκετά μελαγχολικός), αλλά αναπόφευκτα ο Τζεμ είχε κάποιους οπαδούς ανάμεσα σε όλες τις πολιτικά αρθρωμένες ομάδες, που ήσαν δυσαρεστημένοι από την εξουσία τού Βαγιαζήτ. Με την πάροδο τού χρόνου, πολύ μετά τον θάνατο τού Τζεμ, αυτή η δυσαρέσκεια κατέστησε εφικτό το πραξικόπημα (coup d’etat) τού γιου τού Βαγιαζήτ, τού Σελήμ, ο οποίος εκθρόνισε τον πατέρα του και παραμέρισε τον αδελφό του Αχμέτ (το 1512). Τα γεγονότα αυτά βρίσκονται περισσότερα από είκοσι χρόνια στο μέλλον. Στο μεταξύ ο Βαγιαζήτ είχε προβλήματα στην Ανατολή, ενώ δεν ήταν καλά προετοιμασμένος για να αντέξει μεγάλης κλίμακας επιθέσεις από τη Δύση. Βρισκόταν σε πόλεμο με τον Αιγύπτιο σουλτάνο Καϊτμπέη, τού οποίου ο στρατός είχε νικήσει τούς Τούρκους το 1486. Ο Βαγιαζήτ είχε χάσει τότε τα Άδανα και την Ταρσό. Όμως, παρά το γεγονός ότι αυτοί οι τόποι ανακτήθηκαν δύο χρόνια αργότερα, χάθηκαν και πάλι, όταν οι Αιγύπτιοι σημείωσαν άλλη μια νίκη επί των Τούρκων στα μέσα Αυγούστου 1488, σε αιματηρή μάχη που δόθηκε μεταξύ των βουνών Aμανός (σήμερα Νουρ Νταγλαρί στη νοτιοδυτική Τουρκία) και τού κόλπου τής Ισσού.

Στις 28 Μαΐου (1488) οι Ιωαννίτες και οι κάτοικοι τής πόλης τής Ρόδου είχαν παρακολουθήσει έναν οθωμανικό στόλο να περνά δίπλα από το νησί τους και να κατευθύνεται προς τις ακτές τής Συρίας, όπου δέκα από τις γαλέρες χάθηκαν αργότερα σε καταιγίδα. Στο ταξίδι επιστροφής οι Τούρκοι πέρασαν πάλι δίπλα από τη Ρόδο στις 8 Σεπτεμβρίου. Έριξαν μεγάλη ομοβροντία πυροβολικού σε χαιρετισμό τής φρουράς τής Ρόδου, η οποία απάντησε με βολές από τα πολλά κανόνια που είχαν τοποθετηθεί στους αμυντικούς πύργους κατά μήκος των τειχών. Ο Τούρκος διοικητής έστειλε τον ξάδελφό του στη στεριά, με σημείωμα που μετέφερε «χίλιους χαιρετισμούς» (mille saluti, το σημείωμα ήταν γραμμένο στα ιταλικά) και ορισμένα πολύτιμα δώρα σε εκδήλωση ευγένειας προς τον μεγάλο μάγιστρο, ο οποίος επιφύλαξε στους Τούρκους ευγενική υποδοχή. Ο στόλος συνέχισε την πορεία του προς την Ισταμπούλ. Οι Ιωαννίτες παρακολουθούσαν φυσικά τον μεγάλο αλλά αβέβαιης έκβασης αγώνα μεταξύ Τουρκίας και Αιγύπτου με ιδιαίτερο ενδιαφέρον. Στις 4 Σεπτεμβρίου ο μεγάλος μάγιστρος έγραφε στον πάπα ότι ο Τζεμ σουλτάνος ήταν η αιτία τού πολέμου μεταξύ των ανατολικών δυνάμεων, οι οποίες είχαν στείλει πρεσβείες στη Ρόδο. Ο Καϊτμπέης εργαζόταν σκληρά για μια δυτική συμμαχία τόσο πριν όσο και μετά τη νίκη του και αγωνιούσε πολύ να σταλεί ο Τζεμ στην Αίγυπτο.102

Αυτό ήταν το υπόβαθρο των σχεδίων τού Ιννοκέντιου Η’ για σταυροφορία κατά τη διάρκεια τού έτους 1489. Το προηγούμενο έτος μέρος τού στόλου που είχε προετοιμάσει ο σουλτάνος Βαγιαζήτ για επίθεση κατά τής Συρίας, κατά τη διάρκεια τής μεγάλης τουρκικής εκστρατείας εναντίον των Μαμελούκων, είχε στην πραγματικότητα εκτραπεί σε επίθεση εναντίον τής Μάλτας, πράγμα που είχε οδηγήσει τον ίδιο τον Φερδινάνδο τής Αραγωνίας να ετοιμάσει στόλο για την υπεράσπιση τού νησιού. Υπήρχε ο φόβος ότι ο σουλτάνος θα προσπαθούσε να ιδρύσει τουρκικό λιμάνι στη Μάλτα, από όπου θα μπορούσε να επιτεθεί στη Σικελία και την Ιταλία.103 Το σύμφωνο μη επίθεσης τού Βαγιαζήτ με τούς Ιωαννίτες είχε προφανώς περιορισμένη χρησιμότητα, ενώ φυσικά ο παπισμός ήταν ο κύριος εχθρός τής Πύλης. Τα παπικά έγγραφα συνήθως χαρακτήριζαν το Ισλάμ και τούς Τούρκους με τον πιο προσβλητικό τρόπο. Έχουμε ήδη δει ότι ένας Αιγύπτιος απεσταλμένος ήταν από τούς πρώτους που χαιρέτισαν τον Τζεμ σουλτάνο καθώς έμπαινε στη Ρώμη. Μολονότι αυτός ο αξιωματούχος δεν ήταν καθόλου πιο πρόθυμος από τον Τζεμ να φιλήσει το πόδι τού πάπα,104 προέτρεπε τον Ιννοκέντιο να κηρύξει τον πόλεμο στον Βαγιαζήτ.

Ο Μπόσιο λέει ότι στην παπική κούρτη γινόταν μεγάλη συζήτηση για τον Αιγύπτιο απεσταλμένο και ότι ο πάπας έστειλε νούντσιο στον Καϊτμπέη. Ο Βαγιαζήτ ανησύχησε. Στέλνοντας αμέσως δικό του απεσταλμένο στη Ρόδο, διαμαρτυρήθηκε στον μεγάλο μάγιστρο ότι η μεταφορά τού αδελφού τού Τζεμ σουλτάνου από τη Γαλλία στην παπική κούρτη αποτελούσε παραβίαση τού συμφώνου μεταξύ Πύλης και Τάγματος. Η εχθρική πρόθεση τού παπισμού ήταν εμφανής, ανέφερε ο απεσταλμένος, από την παρουσία τής αιγυπτιακής πρεσβείας στη Ρώμη. Γνωρίζοντας τη διχόνοια μεταξύ των χριστιανών ηγεμόνων και πόσο μικρή προοπτική υπήρχε πραγματικά για σταυροφορία, ο μεγάλος μάγιστρος έστειλε στον σουλτάνο διάφορες διαβεβαιώσεις, σημειώνοντας ότι ο πάπας δεν είχε δικές του δυνάμεις και εξαρτιόταν από τούς ηγεμόνες. Ο βασιλιάς τής Γαλλίας ήταν πολύ ισχυρός. Ο Τζεμ στα χέρια του θα ήταν ενδεχομένως επικίνδυνος για τον Βαγιαζήτ. Ο τρόπος για να έχει ειρήνη ο Βαγιαζήτ, την οποία έλεγε ότι ήθελε, ήταν να απέχει η τουρκική αρμάδα από επιχειρήσεις στη Μεσόγειο, γιατί η αναχώρηση των γαλερών από την Καλλίπολη θα ήταν ο ασφαλέστερος τρόπος για να ενωθούν οι χριστιανοί ηγεμόνες.105

Ο πάπας συνέχιζε να ψάχνει τρόπο για να ενώσει τούς χριστιανούς ηγεμόνες και (όπως ο ντ’ Ωμπουσσόν είχε αναγνωρίσει στον Βαγιαζήτ), δεν ήταν εύκολη υπόθεση. Ήταν εποχή κατασκοπείας και συνωμοσιών. Ο δηλητηριαστής παραμόνευε στη σκιά. Στις 7 Μαΐου 1490 κάποιος Κριστόφορο Καστρατσάνο, που ονομαζόταν επίσης Μακρίνο, κάποτε άρχοντας τού Καστέλ Λεόνε στην περιοχή Φάνο τού Μάρκε τής Αγκώνας, καταδικάστηκε σε θάνατο, επειδή προσπαθούσε να δηλητηριάσει την κρήνη στην αυλή τού Μπελβεντέρε, από όπου έπαιρναν νερό τόσο για το τραπέζι τού πάπα, όσο και για εκείνο τού Τζεμ σουλτάνου. Δύο χρόνια πριν, παπικές δυνάμεις είχαν αποβάλει τον Μακρίνο από το φέουδό του, το οποίο δόθηκε σε άλλον. Ο Ινφεσσούρα αναφέρει τη φήμη τής εποχής (ut fertur), ότι ο Mακρίνο στην απελπισία του είχε πάει στον Μεγάλο Τούρκο στην Ισταμπούλ, όπου είχε τύχει καλής υποδοχής και τού είχε χορηγηθεί τέσσερις φορές αυτοκρατορική ακρόαση. Υποτίθεται ότι ο Βαγιαζήτ τού είχε δώσει μεγάλα χρηματικά ποσά, δύο ενδύματα κεντημένα με χρυσάφι, καθώς και ένα διαμάντι αξίας 400 δουκάτων. Λέγεται επίσης ότι είχε υποσχεθεί στον Μακρίνο την πόλη τού Nεγκροπόντε και τη διοίκηση διακοσίων εξοπλισμένων γαλερών, ενώ τού είχε προσφέρει και διάφορα άλλα κίνητρα,

προκειμένου ο εν λόγω Mακρίνο να πάει ο ίδιος στη Ρώμη και να ρίξει κάποιο δηλητήριο, το οποίο θα έπαιρνε από την Κωνσταντινούπολη σε μικρή αμπούλα, στην κρήνη έξω από την Πύλη των Κήπων (Porta Viridaria), κοντά στο παπικό ανάκτορο, γιατί από αυτή την κρήνη οι κύριοι ένοικοι τού παλατιού έπαιρναν το νερό τους, ειδικά ο παναγιώτατος άρχοντάς μας [ο πάπας] και ο Τούρκος, δεύτερος γιος τού Μεγάλου Τούρκου [Μωάμεθ Β’] και αδελφός τού προαναφερθέντος σουλτάνου τής Κωνσταντινούπολης…

Το δηλητήριο αυτό είχε το πλεονέκτημα ότι σκότωνε σε πέντε μέρες, όχι νωρίτερα.

Ο αδιάκριτος Mακρίνο είχε συλληφθεί στη Βενετία πριν ακόμη πάει στη Ρώμη, όπου στάλθηκε για να δικαστεί από τον πάπα. Η εξασφάλιση τής κατοχής τού Mακρίνο φαίνεται ότι ήταν ένα από τα σημαντικότερα θέματα που απασχολούσαν τον Ιννοκέντιο Η’ κατά τη διάρκεια τού Δεκεμβρίου τού 1489. Ο Μακρίνο ομολόγησε την ενοχή του. Ισχυρίστηκε όμως ότι ο σουλτάνος είχε προσληφθεί πολλούς άνδρες για να κάνουν τη δουλειά στην οποία αυτός είχε αποτύχει, «έτσι ώστε ο πάπας και οι άλλοι να μη μπορέσουν να ξεφύγουν». Ο Μακρίνo υποστήριζε ότι υπήρχαν κι άλλοι εμπλεκόμενοι στη δική του συνωμοσία, τα ονόματα των οποίων δεν γνώριζε ο Ινφεσσούρα, αλλά μεταξύ των οποίων λεγόταν ότι ήταν ο Δομινικανός μοναχός, ο οποίος είχε δηλητηριάσει τον Ματίας Κορβίνους τής Ουγγαρίας τη Μεγάλη Τετάρτη (αλλά η 6η Απριλίου 1490 έπεφτε Τρίτη και ο Κορβίνους δεν δηλητηριάστηκε). Ο Μακρίνο βασανίστηκε και εκτελέστηκε. Το σώμα του κόπηκε στα τέσσερα, και (για να αποθαρρυνθούν άλλοι επίδοξοι δολοφόνοι) τα τέσσερα κομμάτια κρεμάστηκαν σε διαφορετικές πύλες τής πόλης. Επί τέσσερις ή πέντε μέρες μετά τον σκληρό θάνατο τού Μακρίνο, σύμφωνα με τον Ινφεσσούρα, η Ρώμη και τα περίχωρά της τυλίχτηκαν σε σκοτεινά σύννεφα και σαρώθηκαν από καταρρακτώδεις βροχές. Υπήρχαν εκείνοι που απέδιδαν τα φαινόμενα στην οργή τού Χριστού, γιατί ο Μακρίνο είχε αντιμετωπιστεί με τρόπο αντίθετο με το παράδειγμα που είχε δώσει Εκείνος, για έλεος, αυτοσυγκράτηση και ταπεινότητα.106

Παρά το γεγονός ότι ο Ινφεσσούρα μάς πληροφορεί ότι τίποτε αξιόλογο δεν συνέβη στη Ρώμη τον Μάιο και τον Ιούνιο τού 1489 (η πόλη αποτελούσε απλώς το σκηνικό των πιο σκανδαλωδών ληστειών, ανθρωποκτονιών και πράξεων ιεροσυλίας),107 ο Ιννοκέντιος Η’ είχε εκδώσει σημείωμα στις 8 Μαΐου, καλώντας τούς εκπρόσωπους των ευρωπαϊκών δυνάμεων να συναντηθούν στη Ρώμη, για να κάνουν σχέδια για τη σταυροφορία κατά των Τούρκων.108 Άλλα σημειώματα στάλθηκαν στις αρχές Δεκεμβρίου, ορίζοντας την 25η Μαρτίου (1490) ως ημερομηνία έναρξης τής διάσκεψης. Ένας από αυτά, για παράδειγμα, με ημερομηνία 7 Δεκεμβρίου (1489), στάλθηκε στον Ραϋμόν Περάουντι, για να τον προωθήσει στον βασιλιά Κάζιμιρ Δ’ τής Πολωνίας, ζητώντας του να στείλει πληρεξούσιους στη διάσκεψη, για να δώσουν συμβουλή για το τουρκικό πρόβλημα και να βοηθήσουν στην προετοιμασία τής σταυροφορίας. Ο ίδιος ο Περάουντι έγραψε στον βασιλιά τής Πολωνίας από το Λιντς στις 20 Ιανουαρίου 1490, στέλνοντας τη επιστολή του μαζί με το παπικό σημείωμα. Πληροφορούσε τον Κάζιμιρ ότι ο πάπας Ιννοκέντιος, από την πρώτη ημέρα τής παπικής του θητείας μέχρι αυτήν ακριβώς την ώρα, δεν σκεφτόταν τίποτε άλλο, πέρα από τον τρόπο με τον οποίο θα μπορούσε να υπερασπιστεί τη χριστιανοσύνη εναντίον των Τούρκων. Τώρα, η κατοχή τού Τζεμ σουλτάνου πρόσφερε εξαιρετική ευκαιρία. Ο Τζεμ είχε υποσχεθεί ότι, αν αποκτούσε τον θρόνο τού πατέρα του μέσω τής βοήθειας των χριστιανών, θα απέσυρε τούς Τούρκους από την Ευρώπη και ακόμη θα εγκατέλειπε την Κωνσταντινούπολη. Ο Ιννοκέντιος είχε λοιπόν στείλει λεγάτους, έλεγε ο Περάουντι στον βασιλιά, σε όλες τις ευρωπαϊκές αυλές, για να τούς ζητήσει να σταματήσουν να πολεμούν μεταξύ τους και να ενώσουν τούς λαούς τους στην κοινή υπόθεση τής σταυροφορίας. Ο Περάουντι έλεγε ότι είχε ο ίδιος πάει στη Γαλλία και στη συνέχεια στη Γερμανία. Το αποτέλεσμα ήταν η εγκαθίδρυση ειρήνης μεταξύ τού Καρόλου Η’ και τού Μαξιμιλιανού. Υπήρχε ειρήνη στη Βρεττάνη, στη Φλάνδρα, στην Αγγλία και στην Μπραμπάντ. Τώρα εργαζόταν για τη σύναψη ειρήνης μεταξύ τού αυτοκράτορα Φρειδερίκου Γ’ και τού Mατίας Κορβίνους τής Ουγγαρίας. Δεν είχε αμφιβολία ότι θα συνέθετε σύντομα τις διαφορές τους. Κλείνοντας ικέτευε τον Κάζιμιρ, ως καλό Καθολικό και ευσεβή βασιλιά, να προσέξει το αίτημα τού πάπα. Σε υστερόγραφο τής επιστολής του, την ίδια μέρα, ο Περάουντι πρόσθετε ότι τον είχαν μόλις δεχτεί σε ακρόαση ο αυτοκράτορας Φρειδερίκος και ο Μαξιμιλιανός. Ήθελαν να αναβληθεί η διάσκεψη μέχρι τα μέσα Απριλίου. Ο Περάουντι δήλωνε ότι ο πάπας θα καλούνταν να ανοίξει τις εργασίες τής διάσκεψης στις αρχές τού Μαΐου και έλπιζε ότι ο Κάζιμιρ θα φρόντιζε, ώστε να βρίσκονται απεσταλμένοι του έγκαιρα στη Ρώμη.109

Καθώς προχωρούσε ο μήνας Μάρτιος τού 1490, ο Ιννοκέντιος Η’ ανακοίνωσε σκόπιμα και εκ προθέσεως ότι είχε γράψει στους ηγεμόνες μήνες πριν, προειδοποιώντας τους ότι ο Οθωμανός σουλτάνος ετοίμαζε στόλο και καλώντας τους να στείλουν εκπροσώπους τους στη Ρώμη πριν από τη μέρα τής γιορτής τού Ευαγγελισμού τής Θεοτόκου (25 Μαρτίου), για να ασχοληθούν με το καθήκον τής θέσης σε κίνηση μιας εκστρατείας «εναντίον των Τούρκων» (contra Turcum). Εξέφραζε την ελπίδα ότι η εκτέλεση των σταυροφορικών σχεδίων μπορούσε εύκολα να εξασφαλιστεί «μέσω τού Τούρκου [Τζεμ Σουλτάνου]», λέει ο Μπούρχαρτ, «ο οποίος κατοικεί μαζί με την Αγιότητά του, είναι αληθινός διάδοχος τού πατέρα του [Μωάμεθ Β’], πολυαγαπημένος από τούς υπηκόους του και πικρός εχθρός τού αδελφού του, ο οποίος εξουσιάζει τώρα την τουρκική αυτοκρατορία…».110 Όταν ήρθε η 25η Μαρτίου, μετά τον εορτασμό επίσημης λειτουργίας τού Αγίου Πνεύματος στην Καπέλλα Σιξτίνα, ο Πιέτρο Μάνσι από τη Βιτσέντσα, ο νεαρός επίσκοπος τής Τσεζένα, κήρυξε εύγλωττο κήρυγμα ενώπιον τού πάπα, των καρδινάλιων και των απεσταλμένων των χριστιανικών δυνάμεων.

Ο Πιέτρο μίλησε για τις άγρυπνες νύχτες τού πάπα, που τις πέρασε ανησυχώντας για την τουρκική απειλή και για τις τελικά επιτυχείς προσπάθειές του να διασφαλίσει την ειρήνη στην Ιταλία. Σχολίασε την παπική πρόσκληση προς τούς χριστιανούς ηγεμόνες να ενωθούν σε μεγάλη εκστρατεία κατά των Τούρκων και ανέφερε τον μεγάλο αριθμό πρεσβευτών, που είχαν έρθει στη Ρώμη για τη διάσκεψη. Ο Θεός είχε παραχωρήσει μεγάλη δύναμη στους ηγεμόνες, προκειμένου να την χρησιμοποιήσουν για τη διάσωση τεράστιου αριθμού χριστιανών από τη συντριπτική δουλεία υπό την οποία ζούσαν, στα εδάφη που είχαν κατακτηθεί από τούς Τούρκους. Κάθε Χριστιανός έπρεπε να κάνει ό,τι μπορούσε. Αλλιώς δεν ήταν Χριστιανός. Αν μπορούσε να συμβάλει κάπως στη σταυροφορία, η ίδια η σωτηρία του εξαρτιόταν από αυτό. Άραγε δεν ήταν καλύτερο για έναν άνθρωπο να χρησιμοποιεί τις επτά ή οκτώ δεκαετίες τής ζωής του (το πολύ), αγωνιζόμενος για την ευημερία τού χριστιανικού κόσμου, για τον Χριστό και την αιώνια ζωή, από το να τις σπαταλά σε ευχαρίστηση και μαλθακότητα, που οδηγούσε στην αιώνια καταδίκη και στις άσβεστες φλόγες τής κόλασης; Ο Πιέτρο υπενθύμιζε τις ένδοξες μέρες τής 1ης Σταυροφορίας, όταν περίπου 300.000 άνδρες (έλεγε) πήραν το σταυρό ύστερα από έκκληση τού πάπα Ούρμπαν Β’, και ο Γοδεφρείδος τού Μπουγιόν, μαζί με τον αδελφό του Βαλδουίνο τής Βουλώνης, τον Χιού λε Μαιν τής Γαλλίας και τον Βοημούνδο εκτέλεσαν τα ηρωικά κατορθώματά τους, κερδίζοντας χώρες, ένα πριγκηπάτο και ένα βασίλειο στους Αγίους Τόπους. Μίλησε επίσης για τούς ηγέτες και τα επιτεύγματα μεταγενέστερων σταυροφοριών, «το σύνολο των οποίων οι μέρες δεν είναι αρκετές για να μετρήσουν» (quae omnia numerare dies non sufficeret). Σε άλλη τέτοια εκστρατεία και σε παρόμοια δόξα καλούσε τώρα ο Ιννοκέντιος Η’ όλους εκείνους, που φιλοδοξούσαν να επιδείξουν την πίστη τους και να πετύχουν την αιώνια ζωή.

Επιδαψιλεύοντας πλούτο κλασσικών και βιβλικών αναφορών στο κείμενό του, ο Πιέτρο επανεξέταζε τις εκτεταμένες κατακτήσεις που είχαν πετύχει οι μουσουλμάνοι στη διαδρομή των αιώνων, κατά τη διάρκεια των περιόδων μεγαλύτερης δύναμής τους. Τώρα όμως οι δυνάμεις τους δεν ήσαν πια ανίκητες. Άσχημα κλονισμένοι από τις ήττες που τούς είχαν προκαλέσει οι Αιγύπτιοι, οι Τούρκοι φαίνονταν να έχουν χάσει όλη την πολεμική τους ανδρεία. Ο Τζεμ σουλτάνος, το άτομο τού οποίου ο πάπας είχε αποκτήσει με μεγάλο κόστος, ήταν ο νόμιμος ηγεμόνας των Τούρκων, που τον αγαπούσε και επιθυμούσε την επιστροφή του. Ήταν ο Τζεμ αυτός, τον οποίον ο σφετεριστής αδελφός του φοβόταν σαν την πανούκλα. Ο Τζεμ θα συνόδευε την επικείμενη σταυροφορία, «που δεν είναι τέτοια ώστε να σημειώσουν πρόοδο, αλλά για να λύσουν τις υποθέσεις τους» (non quidem ut vobis proficiat, sed ut rem suam agat). Από το μίσος των Οθωμανών αδελφών μεταξύ τους, οι χριστιανοί θα αποκόμιζαν μεγάλα οφέλη. Όμως η καθυστέρηση ήταν επικίνδυνη, γιατί οι μουσουλμάνοι, Τούρκοι, Αιγύπτιοι και άλλοι, μπορεί να συνέθεταν τις διαφορές τους. Τότε θα ερήμωναν και πάλι χριστιανικά εδάφη, καίγοντας πόλεις, βεβηλώνοντας εκκλησίες, καταστρέφοντας οικογένειες, παραβιάζοντας γυναίκες, υποδουλώνοντας πλήθη και διαπράττοντας άλλα κακουργήματα, τα οποία ο Πιέτρο ανατρίχιαζε να αναφέρει ή να συλλογιστεί. Αν συνέβαινε αυτό, έλεγε ο Πιέτρο στους ακροατές του, η γενιά τους θα χαρακτηριζόταν από αιώνια ατιμία.

Τελειώνοντας με έκκληση προς τούς Ούγγρους και τούς Γερμανούς, τούς Γάλλους και τούς Ιταλούς, τούς Πολωνούς, τούς Άγγλους και τούς Σκωτσέζους, παραπονέθηκε για τούς εμφύλιους πολέμους τους και τούς προέτρεψε να καλπάσουν στις λεωφόρους τής πίστης και τής δόξας: «Θυμηθείτε τι έκαναν οι πρόγονοί σας! Ξανακερδίστε οι ίδιοι την ιερή πόλη τής Ιερουσαλήμ, τον ιερό τάφο τού Σωτήρα μας. … Αφήστε στην ιστορία πράξεις αντάξιες κάθε επαίνου και μίμησης…».111 Μετά την παπική ευλογία ο Πιέτρο Μάνσι ανακοίνωσε επταετή άφεση αμαρτιών για τη σταυροφορία. Το κήρυγμά του είχε ευφράδεια, αλλά ήταν εξωπραγματικό, ενώ ήταν πιο πιθανό να κερδίσει την επιδοκιμασία των αξιωματούχων τής κούρτης, παρά εκείνη των λαϊκών απεσταλμένων στη διάσκεψη.

Στη διάσκεψη συμμετείχαν πολλοί αντιπρόσωποι των μεγάλων δυνάμεων, αλλά οι Ενετοί δεν είχαν στείλει απεσταλμένους στη Ρώμη για να πάρουν μέρος στις εργασίες της, επιθυμώντας να διατηρήσουν τη δύσκολα επιτευχθείσα ειρήνη τους με την Πύλη και να διαφυλάξουν «την ειρήνη, την ησυχία και την ευτυχία τής Σινιορίας τους» ( la pace et el quieto et felicita de la sua Signoria).112 Σε μια συγκέντρωση καρδιναλίων και απεσταλμένων στο αποστολικό ανάκτορο στις 3 Ιουνίου, ο Ιννοκέντιος Η’ επανεξέτασε τα μέτρα που είχε προσπαθήσει να πάρει κατά το παρελθόν για την προώθηση τής σταυροφορίας. Τόνισε την προσπάθεια και τα κονδύλια που είχε δαπανήσει για να πάρει την επιμέλεια τού Τζεμ σουλτάνου, ο οποίος θεωρούνταν πάντοτε ως το κλειδί για την ήττα τού σουλτάνου Βαγιαζήτ. Η παλίρροια στις υποθέσεις τής Ανατολικής Μεσογείου είχε ανέβει και οι χριστιανικές δυνάμεις δεν έπρεπε να επιτρέψουν στην ευκαιρία επιτυχίας τους να υποχωρήσει με την επόμενη αλλαγή των συνθηκών. Οι απεσταλμένοι έπρεπε να σχεδιάσουν το μέγεθος, τον χαρακτήρα και τούς τόπους στρατολόγησης των στρατιωτικών και ναυτικών δυνάμεων. Έπρεπε να μελετήσουν όλα τα προβλήματα που είχαν σχέση με την ανώτατη διοίκηση και τις αναφερόμενες σε αυτήν διοικήσεις. Τις πιθανές δαπάνες τής εκστρατείας και τις καλύτερες πηγές χρημάτων για να αντιμετωπίσουν τις δαπάνες αυτές. Τον χρόνο έναρξης και την πιθανή διάρκεια των επιχειρήσεων στη στεριά και τη θάλασσα. Έπρεπε να μελετήσουν και όλα τα άλλα ζητήματα εφοδιασμού και εξοπλισμών, στρατηγικής και κατανομής των δαπανών μεταξύ των διαφόρων εμπλεκομένων κρατών. Έπρεπε επίσης να εξεταστεί η σκοπιμότητα επιβολής από τον πάπα ειρήνης ή ανακωχής «με αποστολική εξουσία» (auctoritate apostolica) επί των χριστιανών ηγεμόνων, ακολουθώντας το προηγούμενο τού Σίξτου Δ’, ώστε να καταστεί εφικτή μια κοινή εκστρατεία εναντίον των Τούρκων. Ο Ιννοκέντιος ήταν έτοιμος να συμμετάσχει ο ίδιος σε αυτή την εκστρατεία. Ήθελε να διαβάσουν όλοι οι ηγεμόνες την ιστορία των σταυροφοριών και να σημειώσουν τα ένδοξα έργα των προγόνων τους, έτσι ώστε να μπορέσουν να μιμηθούν στην εποχή τους τα ηρωικά κατορθώματα των προηγούμενων γενεών.113 Επρόκειτο για παλαιά προτροπή. Η Ευρώπη την άκουγε εδώ και χρόνια. Μόνο η παπική επιμέλεια τού αδελφού ενός σουλτάνου ήταν κάτι το καινούργιο.

Ύστερα από διαβούλευση και συζήτηση, οι απεσταλμένοι απάντησαν εγγράφως στις παπικές οδηγίες και εκκλήσεις. Πρώτα απ’ όλα εξέφραζαν την ευγνωμοσύνη και την ικανοποίησή τους, ότι ο πάπας ήθελε να ξεκινήσει σταυροφορία και ότι είχε πετύχει να κερδίσει την επιμέλεια τού Τζεμ σουλτάνου, για τη χρησιμότητα τού οποίου στην επιχείρηση ήσαν όλοι πεπεισμένοι και για το άτομο τού οποίου, έλεγαν οι απεσταλμένοι, έπρεπε να παίρνονται οι πιο προσεκτικές προφυλάξεις εναντίον των δολοπλοκιών τού Βαγιαζήτ. Οι απεσταλμένοι πίστευαν ότι θα χρειάζονταν τρεις μεγάλες δυνάμεις (exercitus), δύο στρατοί ξηράς και ένας επαρκής στόλος. Από τις δυνάμεις αυτές η Αγία Έδρα και τα ιταλικά κράτη θα διέθεταν τη μία, οι Γερμανοί, Ούγγροι, Bοημοί και Πολωνοί τη δεύτερη και οι Γάλλοι, Ισπανοί, Πορτογάλοι και Ναβαρρέζοι θα διέθεταν την τρίτη. Όσο για την ανώτατη διοίκηση, οι Γερμανοί απεσταλμένοι υποστήριζαν ότι αν ο ηλικιωμένος Φρειδερίκος Γ’ ή ο γιος του Μαξιμιλιανός, ο βασιλιάς των Ρωμαίων, έπαιρναν μέρος στην εκστρατεία, ο ένας ή ο άλλος έπρεπε να επιλεγεί ως αρχιστράτηγος. Αλλά οι άλλοι απεσταλμένοι προτιμούσαν, μετά την ολοκλήρωση τής στρατολόγησης, να εκλέξουν οι ηγεμόνες «γενικό διοικητή» με τη συμβουλή και τη συγκατάθεση τού πάπα, αν και καθένας από τούς τρεις στρατούς έπρεπε να έχει τον δικό του εκλεγμένο διοικητή.

Θεωρούνταν επίσης ότι, αν ήταν πρακτικά εφικτό, ο ίδιος ο πάπας έπρεπε να συνοδεύει την εκστρατεία για διάφορους λόγους, μεταξύ των οποίων για να διευθετεί «διαφορές και διαφωνίες, αν (Θεός φυλάξοι) προέκυπταν τέτοιες στο εκστρατευτικό σώμα». Κάθε έθνος έπρεπε να καλύπτει οικονομικά τον δικό του στρατό, να φορολογεί τον κλήρο και τον λαό για τα απαιτούμενα κονδύλια, θέμα για το οποίο, έλεγαν, ήταν απαραίτητη περαιτέρω συζήτηση. Έπρεπε να υπάρξει πρόβλεψη για αναπληρώσεις, ειδικά αν κάποια καταστροφή έπληττε περισσότερο από το ένα τρίτο κάποιου στρατού. Οι απεσταλμένοι είχαν τη γνώμη ότι η εκστρατεία έπρεπε να διαρκέσει τρία χρόνια. Οι πιο δεσμευτικοί όρκοι έπρεπε να αποσπαστούν από τα κατάλληλα πρόσωπα, ότι όλοι οι στρατοί θα ξεκινούσαν εναντίον τού Τούρκου τον ίδιο μήνα και μάλιστα, αν ήταν δυνατό, την ίδια μέρα. Οι στόχοι τής επίθεσης έπρεπε να προσδιοριστούν σε μυστικές επικοινωνίες μεταξύ των ηγεμόνων, σε συνεννόηση με τον πάπα. Όμως στην αρχή φαινόταν πιθανό ότι οι Γερμανοί και οι σύμμαχοί τους θα πήγαιναν μέσω Ουγγαρίας και Βλαχίας για να κάνουν την επίθεσή τους εναντίον των Τούρκων. Ο πάπας έπρεπε να τούς εξασφαλίσει άδεια ασφαλούς διέλευσης από τα χριστιανικά εδάφη. Ο στόλος θα επιτίθετο στους Τούρκους στον Μοριά, στο Νεγκροπόντε και στα νησιά. Οι Γάλλοι και οι Ισπανοί, μαζί με στρατιωτική δύναμη Ιταλών, έπρεπε να λεηλατήσουν την ευρύτερη περιοχή τής Αλβανίας.

Ο στρατός τού «Γερμανικού έθνους» μπορούσε να συγκεντρωθεί στη Βιέννη. Οι άλλες δυνάμεις στην Αγκώνα, το Μπρίντιζι, ή ακόμη και στη Μεσσίνα τής Σικελίας. Υπενθύμιζαν στην Αγιότητά του και άλλες λεπτομέρειες που έπρεπε να διεκπεραιωθούν, όπως άδειες ασφαλούς διέλευσης για την προέλαση και επιστροφή των στρατευμάτων, απόσπαση υποσχέσεων από όλους τούς στρατιώτες, ότι δεν θα προκαλούσαν ζημιές σε πρόσωπα ή περιουσίες στις περιοχές από τις οποίες θα περνούσαν, καθώς και επιβολή φόρων για την υποστήριξη τής επιχείρησης (gabelle et impositiones, passagia, pedagia, aliaque onera). Σε όλα τα σημαντικά σημεία κατά μήκος των γραμμών τής πορείας έπρεπε να ικανοποιείται η ανάγκη για τρόφιμα και άλλες προμήθειες. Έπρεπε να μελετηθεί πολύ η διαίρεση και διοίκηση των περιοχών, τις οποίες θα κατακτούσαν ενδεχομένως από τούς Τούρκους. Έπρεπε να αποτραπεί η επίθεση των μουσουλμανικών κρατών τής Αφρικής στις νότιες απολήξεις τής Ευρώπης, κατά την περίοδο που οι χριστιανικές δυνάμεις θα ήσαν απασχολημένες στην Ανατολή. Οι απεσταλμένοι κατέληγαν ότι η ειρήνη στην Ευρώπη ήταν το απαραίτητο προοίμιο για τη σταυροφορία.114

Στις 26 Ιουλίου (1490) ο Ιννοκέντιος Η’ επαίνεσε τούς απεσταλμένους για την επιμελή μελέτη τους των προβλημάτων που απαιτούσαν λύση πριν μπορέσει να ξεκινήσει η σταυροφορία. Τόνισε και πάλι τη μεγάλη αξία τής συμμετοχής τού Τζεμ σουλτάνου στην εκστρατεία και τάχθηκε εναντίον των κακών και επικίνδυνων συνεπειών τής καθυστέρησης. Κάθε μέρα «νέοι άνδρες» έρχονταν στο προσκήνιο μεταξύ των Τούρκων, που δεν είχαν δει ποτέ τον Τζεμ, δεν τον γνώριζαν και δεν διατηρούσαν συμπάθεια γι’ αυτόν. Ο Ματίας Κορβίνους είχε ήδη προειδοποιήσει την παπική κούρτη γι’ αυτό το γεγονός, όταν ζητούσε την επιμέλεια τού Τζεμ. Ο Τζεμ ήταν θνητός. Μπορούσε να πεθάνει ανά πάσα στιγμή (minimo momenta). Όσο περισσότερο απουσίαζε από την Τουρκία, τόσο λιγότερο ένθερμος θα ήταν να επιστρέψει εκεί και καθώς η ελπίδα τής επιστροφής του μειωνόταν μεταξύ των ανθρώπων του, υπήρχε και αντίστοιχη μείωση τής φήμης του. Η Αυτού Αγιότητα συμφωνούσε σε γενικές γραμμές με τούς απεσταλμένους για την αναγκαιότητα στρατολόγησης τριών στρατών, αποτελεσματικής αντιμετώπισης των πολλαπλών ζητημάτων χρηματοδότησης και εφοδιασμού, για τον εξοπλισμό με επαρκή όπλα και κανόνια, για την πρόσληψη ικανών πλοηγών και ναυτικών και ούτω καθεξής. Βασίζοντας την άποψή του σε προηγούμενες εκτιμήσεις για τη σταυροφορία, ο Ιννοκέντιος θεωρούσε ότι θα επαρκούσαν 15.000 πάνοπλοι ιππότες, για καθέναν από τούς οποίους «πρέπει να υπολογίζουμε πέντε άλογα»,115 μαζί με 80.000 πεζούς στρατιώτες.

Όμως οι ηγεμόνες έπρεπε να αποφασίσουν, τόσο για το πόσοι άνδρες ήσαν αναγκαίοι, όσο και για το πόσους μπορούσαν να συντηρήσουν. Όσο για τον γενικό διοικητή (imperator) τού στρατεύματος, ο πάπας είπε ότι ο αυτοκράτορας ή ο βασιλιάς των Ρωμαίων, αφού αυτοί ήσαν οι υπερασπιστές τής εκκλησίας, έπρεπε να αναλάβουν την ανώτατη διοίκηση, αν κάποιος από αυτούς συμμετείχε στη σταυροφορία. Ακολουθώντας τον τρόπο των σεβαστών προκατόχων του, ο Ιννοκέντιος θα έκανε ό,τι μπορούσε για να προωθήσει τη μεγάλη επιχείρηση και θα πήγαινε και ο ίδιος στην Ανατολική Μεσόγειο, αν οι υποθέσεις τής εκκλησίας και των παπικών κρατών τού επέτρεπαν να το πράξει. Οι ηγεμόνες έπρεπε να επιβάλλουν τις απαιτήσεις από τούς λαϊκούς στους λαούς τους. Ο πάπας θα φρόντιζε για τη φορολόγηση τού κλήρου για τον ιερό πόλεμο, που θεωρούσε ότι θα διαρκούσε πέντε χρόνια και όχι τρία. Η πρώτη εκστρατεία έπρεπε να ξεκινήσει το επόμενο έτος, γιατί μπορούσε κανείς να ελπίζει ότι ο νικηφόρος σουλτάνος τής Αιγύπτου (Bαβυλωνίας), θα ενθαρρυνόταν έτσι να επιτεθεί επίσης στους Τούρκους. Ο Ιννοκέντιος απάντησε λεπτομερώς σε κάθε άρθρο τού υπομνήματος των απεσταλμένων, στους στόχους τής επίθεσης, στους τόπους συγκέντρωσης, στις άδειες ασφαλούς διέλευσης, στις οικονομικές επιβολές, στα τρόφιμα και τις προμήθειες, στη φρούρηση και διοίκηση των κατακτημένων εδαφών, στη συγκράτηση των μουσουλμανικών κρατών στην Αφρική και στη διατήρηση τής ειρήνης στην Ευρώπη. Αλλά οδυρόταν ότι οι απεσταλμένοι είχαν έρθει στη Ρώμη χωρίς πλήρη εξουσιοδότηση να δεσμεύουν τούς εντολείς τους. Είχαν αναφέρει πολύ συχνά «εφόσον εγκρίνουν οι ηγεμόνες μας» (ad approbationem principum vestrorum). Η Αγιότητά του είχε ζητήσει και επιθυμούσε παθιασμένα να έρθουν οι πρέσβεις στη διάσκεψη «με πλήρη εξουσιοδότηση διαβούλευσης, στάθμισης και απόφασης» (cum mandatis plenis consulendi et tractandi ac deliberandi): «Ως εκ τούτου, σάς προτρέπουμε … και από το πάθος τού Λυτρωτή μας …, τού οποίου η υπόθεση διακυβεύεται, σάς διατάζουμε, αν από την εξουσιοδότηση που έχετε δεν μπορείτε τώρα να προχωρήσετε περαιτέρω, είτε επιστρέφοντας ή με επιστολές σας, να υποκινήσετε έτσι τούς ηγεμόνες σας, ώστε να αναλάβουν και να φέρουν σε πέρας αυτή την ιερή εκστρατεία, μη επιτρέποντας σε αυτό το πλεονέκτημα τού χρόνου και τού Τζεμ να χαθεί…»116

Για μια ακόμη φορά τα παπικά σχέδια για σταυροφορία αποτύγχαναν. Ο Ματίας Κορβίνους είχε πεθάνει πριν συγκεντρωθεί πλήρως η σταυροφορική διάσκεψη στη Ρώμη. Κατά τα πρώτα χρόνια του ο Κορβίνους χρειάστηκε να καταστείλει εξεγέρσεις στην Ουγγαρία, αλλά όταν ήταν ελεύθερος, είχε στρέψει την προσοχή του προς τη Βοσνία και τη Δύση. Είχε αγωνιστεί με τούς Γερμανούς, τούς Τσέχους και τούς Πολωνούς πολύ περισσότερο απ’ ό,τι με τούς Τούρκους. Στις αρχές τής άνοιξης τού 1490 δεν ήταν ακόμη πενήντα ετών, στο απόγειο τής επιτυχίας του. Είχε εμπειρία χερσαίου πολέμου με τούς Τούρκους και κανείς δεν θα κέρδιζε όσο ο ίδιος από μια χριστιανική νίκη επί τού οθωμανικού καθεστώτος στα Βαλκάνια. Είχε δημιουργήσει μόνιμο στρατό, υποστηριζόμενο από φορολογία ευρείας βάσης. Θα μπορούσε να χρησιμοποιήσει τον Τζεμ σουλτάνο για να επωφεληθεί. Θα μπορούσε να έχει αναλάβει αντι-τουρκική επιθετική δραστηριότητα. Όμως η αποτυχία του να εξασφαλίσει την κατοχή τού προσώπου τού Τζεμ είχε κάνει τεταμένες τις ουγγρικές σχέσεις με την Αγία Έδρα και είχε αυξήσει την πικρία του απέναντι στη Βενετία, πράγματα που ήσαν άσχημα προμηνύματα για τις σταυροφορικές ελπίδες τού Ιννοκέντιου. Αλλά τώρα ο Κορβίνους ήταν νεκρός. Η ισχυρότερη φυσιογνωμία στην Ανατολική Ευρώπη είχε χαθεί. Με την άνοδο τού αδύναμου Λάντισλας Β’ τής Βοημίας στον ουγγρικό θρόνο, οι αρπακτικοί και ιδιοτελείς Μαγυάροι ευγενείς πήραν τον έλεγχο τού βασιλείου. Η Ουγγαρία κατέληξε σε φεουδαρχικό τέλμα. Φόροι δεν συλλέγονταν πια, ο μόνιμος στρατός διαλύθηκε, οι πόλεις συρρικνώθηκαν και η αγροτιά καταπιεζόταν. Το προπύργιο που προστάτευε την Κεντρική Ευρώπη κατά των Τούρκων είχε καταρρεύσει.

<-12. Ο Σίξτος Δ' και η ανάκτηση τού Οτράντο (1480-1484) 14. Ιννοκέντιος Η’ και Αλέξανδρος ΣΤ’, Κάρολος Η’ και Φερράντε Α’ (1490-1494)->
error: Content is protected !!
Scroll to Top