12. Ο Σίξτος Δ’ και η ανάκτηση τού Οτράντο (1480-1484)

<-11. Ο Πιέρ ντ’ Ωμπουσσόν και η πρώτη Πολιορκία τής Ρόδου (1480) 13. Ο Ιννοκέντιος Η’, ο σουλτάνος Τζεμ και η Σταυροφορία (1484-1490)->

12
Ο Σίξτος Δ’ και η ανάκτηση τού Οτράντο (1480-1484)

Image Image

Μετά την πτώση τού Οτράντο, λέγεται ότι ο πάπας Σίξτος Δ’ σκεφτόταν να διαφύγει στην Αβινιόν,1 αλλά γρήγορα είδε ότι η Γη τού Οτράντο (Τέρρα ντ’ Οτράντο) γινόταν τώρα η πρώτη γραμμή άμυνας των χριστιανών κατά τής μεγάλης φιλοδοξίας τού σουλτάνου Μωάμεθ. Εξοργισμένος με τον Φερράντε για την πρόσφατη λιποταξία του από την παπική υπόθεση, ο Σίξτος έπρεπε να τον βοηθήσει. Εκνευρισμένος ακόμη με τον Λορέντσο των Μεδίκων, αναγκάστηκε να συμβιβαστεί και με αυτόν. Όμως αν και επικρατούσε φόβος στη Ρώμη και τη Νάπολη, δεν φαινόταν να έχει επεκταθεί αυτός στον Άρνο, όπου ένα μετάλλιο σχεδιάστηκε το 1480, με εντολή τού Λορέντσο, από τον Φλωρεντινό γλύπτη Μπερτόλντο ντι Τζιοβάννι, τιμώντας τούς θριάμβους τού Μωάμεθ ως «αυτοκράτορα Ασίας, Τραπεζούντας και Μεγάλης Ελλάδας» (Maumhet Asie ac Trapesunzis Magneque Gretie Imperat[or]). Αν και η τελευταία περιοχή κυριαρχίας τού Μεχμέτ περιγραφόταν μάλλον διφορούμενα, όμως μπορούσε να σημαίνει τη νότια Ιταλία. Συζητιόταν τότε ότι ως ηγεμόνας τής Κωνσταντινούπολης ο Μωάμεθ είχε κάποιο δικαίωμα σε αυτό το παλαιό βυζαντινό έδαφος.2

Με βούλλα που εκδόθηκε στο τέλος τού καλοκαιριού τού 1480 ο Σίξτος Δ’ δήλωνε ότι όλη η Ευρώπη γνώριζε τώρα ότι η Ρόδος βρισκόταν υπό αδυσώπητη επίθεση και ότι το Οτράντο είχε καταληφθεί από τις άγριες ορδές τού Ισλάμ. Ο ηλικιωμένος αρχιεπίσκοπος τού Οτράντο είχε σφαγεί με τούς εφημέριους και τον κλήρο του σχεδόν πάνω στην αγία τράπεζα. Η πόλη είχε αλωθεί και οι γειτονικές περιοχές είχαν λεηλατηθεί μέχρι το Μπρίντιζι. Το μέγεθος τού τουρκικού στρατού και η έκταση τής τουρκικής νίκης μεγάλωναν μέρα με τη μέρα (eorumque exercitum et victoriam in dies continuo augeri). Πολλοί Ιωαννίτες και Ρόδιοι είχαν χαθεί, τα τείχη τού φρουρίου τού νησιού είχαν σχεδόν ισοπεδωθεί και οι χριστιανοί υπερασπιστές είχαν υποβληθεί σε πολιορκία απαράμιλλης αγριότητας. (Τα νέα τής τουρκικής αποχώρησης από τη Ρόδο δεν είχαν φτάσει ακόμη στην παπική κούρτη.) Αν τα ιταλικά κράτη δεν ενώνονταν τώρα για να στείλουν βοήθεια στο εξωτερικό, κανείς δεν μπορούσε να αμφιβάλλει ότι η νίκη θα συνόδευε τις ισλαμικές προσπάθειες.

Πόσο επικίνδυνο έχει γίνει για όλους τούς χριστιανούς, και κυρίως για τις ιταλικές δυνάμεις, να διστάζουν να πάρουν τα όπλα εναντίον των Τούρκων και πόσο καταστροφικό είναι να καθυστερούμε κι άλλο, καθένας μπορεί να το δει … , κι έτσι αν οι πιστοί, και ειδικά οι Ιταλοί, θέλουν να κρατήσουν τα κτήματα, τα σπίτια, τις συζύγους, τα παιδιά, την ελευθερία τους και την ίδια την πίστη στην οποία είναι βαπτισμένοι και αναγεννημένοι, ας μάς πιστέψουν ότι πρέπει τώρα να πάρουν τα όπλα και να πάνε στον πόλεμο!

Δεν έπρεπε να εγκαταλείπουν τις ελπίδες τους για θεία χάρη, αλλά μάλλον να κατακρίνουν τη δική τους αμέλεια, γιατί οι αμαρτίες τους είχαν καθυστερήσει το ουράνιο έλεος. Ο Σίξτος λοιπόν καλούσε τούς πιστούς να μετατρέψουν την αδελφική διαμάχη σε αγάπη, να πάρουν το σπαθί και την ασπίδα, να ζώσουν την αδυναμία τους με δύναμη και να κατανικήσουν την αλαζονεία εκείνων, «που δεν εναποθέτουν την πίστη τους στον Θεό, αλλά στη δική τους βαρβαρότητα». Οι χριστιανικές ελπίδες έπρεπε να εναποτεθούν στον Θεό, η φωνή τού οποίου υψώθηκε πάνω από τη φασαρία τής μάχης και ο οποίος έριξε το άρμα τού Φαραώ κάτω από τη θάλασσα.

Ο Σίξτος ανέφερε στη βούλλα ότι είχε στείλει όχι μικρό ποσό χρημάτων στον μεγάλο μάγιστρο ντ’ Ωμπουσσόν, χορηγώντας πλήρη άφεση αμαρτιών σε εκείνους που θα βοηθούσαν στην υπεράσπιση τής Ρόδου και στέλνοντας μεγάλο πλοίο με σιτηρά, το οποίο από κάποιο θαύμα είχε φτάσει στο νησί τρεις ημέρες πριν από την τουρκική απόβαση. Επίσης μόλις έμαθε για την πολιορκία ο Σίξτος είχε στείλει από τη Γένουα δύο μεγάλα πλοία φορτωμένα με άνδρες και όπλα και είχε κάνει έκκληση προς τον αυτοκράτορα, τούς χριστιανούς βασιλείς και όλους τούς πιστούς να βοηθήσουν τη Ρόδο και να εκδιώξουν τούς Τούρκους από την Απουλία. Τέλος είχε στείλει τον καρδινάλιο Γκαμπριέλε Ρανγκόνε στη Νάπολη με όλα τα χρήματα που είχε μπορέσει να συγκεντρώσει για να βοηθήσει τον βασιλιά Φερράντε να αποκρούσει τις επιθέσεις των Τούρκων και να επιτεθεί στον τον εχθρό από στεριά και θάλασσα. Οι παπικές προσπάθειες δεν θα σταματούσαν μέχρι την άρση τής πολιορκίας τής Ρόδου και την εκδίωξη των Τούρκων από την ιταλική χερσόνησο.3

Αν και ο Σίξτος έκρουε τον κώδωνα τού κινδύνου, ο Λορέντσο Μέδικος είχε στην πραγματικότητα ανακουφιστεί με την απόσυρση των Ναπολιτάνων συμμάχων του από τη Σιένα. Όπως έχουμε ήδη αναφέρει, ο Ενετός πρέσβης στη Ρώμη, ο Ζακκαρία Μπάρμπαρο, αναφέρθηκε (στη Νάπολη) ότι έλεγε ότι οι Ιταλοί έπρεπε στην πραγματικότητα να είναι ευγνώμονες προς τον Τούρκο, γιατί αν δεν είχε σταματήσει τον Φερράντε, «η Μεγαλειότητά του θα ήταν άρχοντας τής Σιένα, και θα προσπαθούσε να κάνει τον εαυτό τού βασιλιά τής Ιταλίας». Ο Φερράντε ισχυριζόταν ότι ο Μπάρμπαρο έκανε λάθος που έλεγε κάτι τέτοιο, γιατί επιθυμία του ήταν πάντοτε και εξακολουθούσε να είναι να δει ειρήνη στην Ιταλία και μια γενική ένωση ανοικτή σε όλα τα ιταλικά κράτη. Αυτό έπρεπε να είχε καταστεί σαφές σε όλους και ιδιαίτερα στον πάπα. Ήθελε να ενωθεί με τούς Ενετούς στον πόλεμό τους κατά των Τούρκων. Ήταν διατεθειμένος να διακινδυνεύσει όλα τα έσοδά του στον πόλεμο, διατηρώντας μόνο αρκετά για τις δικές τού δαπάνες. Όμως κανείς δεν τον είχε ακούσει, τότε μάλιστα που δεν είχε δεχθεί επίθεση από τούς Τούρκους. Υπενθύμιζε ότι είχε στείλει επιχορήγηση στους Ενετούς όταν δέχονταν επίθεση στο Nεγκροπόντε, διακινδυνεύοντας τα πλοία και τις γαλέρες του προς όφελος των Ενετών, ενώ είχε μόλις στείλει δύο πλοία να βοηθήσουν τούς Ιωαννίτες στη Ρόδο.4 Αλλά ακόμη και όταν ο Φερράντε έλεγε την αλήθεια, την έλεγε με ανειλικρινή τρόπο, γιατί αμελούσε να αναφέρει ότι τα δύο πλοία που είχε στείλει στη Ρόδο έφεραν τη σημαία τού Αγίου Μάρκου, όπως ενημέρωνε η Ενετική Γερουσία τον πρεσβευτή τους στην Ισταμπούλ, όταν έστειλαν ειδικό απεσταλμένο στην Πύλη για να εξηγήσει την αφόρητη εξαπάτηση τού Φερράντε.5

Η τουρκική απόβαση στο Οτράντο είχε φοβίσει τον Σίξτο Δ’ σχεδόν τόσο, σαν να είχε συμβεί στην Όστια τής Ρώμης. Αν και σύμμαχος τής Βενετίας, ήταν επίσης ο υπέρτατος ποντίφηκας, με ιδιαίτερη υποχρέωση να υπερασπιστεί τη χριστιανοσύνη εναντίον τού άπιστου εισβολέα. Πρόσθεσε και τη δική του φωνή στο πλήθος των εκκλήσεων προς τούς Ενετούς, οι οποίοι δεν μετέβαλλαν την πολιτική τους για αυστηρή ουδετερότητα. Θρηνούσαν για την πτώση τού Οτράντο, όπως έδωσαν εντολή στον Zακκαρία Μπάρμπαρo να πει στον πάπα, αλλά για «δεκαεπτά συναπτά έτη» είχαν πολεμήσει τον Τούρκο σχεδόν μόνοι τους, με απίστευτο κόστος σε άνδρες και χρήματα. Είχαν κάνει το καθήκον τους για την πίστη, την ελευθερία, την τύχη και την ασφάλεια τής Ευρώπης. Είχαν εξαντληθεί. Δεν μπορούσαν να κάνουν περισσότερα.6 Δύο εβδομάδες μετά την απάντηση αυτή στις παπικές ικεσίες η Γερουσία υποδέχθηκε απεσταλμένο από τον δούκα Μαξιμιλιανό τής Βουργουνδίας (στις αρχές Σεπτεμβρίου 1480). Είχε έρθει για να ζητήσει από τη Γαληνοτάτη να αναλάβει την υποστήριξη εναντίον των Τούρκων σε αυτές τις τρομερές ημέρες χριστιανικής ανάγκης. Η Γερουσία τον ενημέρωσε ότι, κατά τη μακρά περίοδο τού τρομερού πολέμου τους με τούς Τούρκους, είχαν άφθονες ευκαιρίες να παρατηρήσουν την πίστη, τη σταθερότητα, και τα ευγενικά αισθήματα των ιταλικών δυνάμεων απέναντι στη Βενετία. Οι ενάρετο γιοί τού Αγίου Μάρκου δεν είχαν βρει ανταπόκριση εκείνα τα τρομερά χρόνια για την υποδειγματική συμπεριφορά τους προς τούς συμπατριώτες τους Ιταλούς. Αν οι Ενετοί εισέρχονταν στον πόλεμο κατά των Τούρκων, απλώς προκαλούσαν άλλον ένα πόλεμο εναντίον τους. Δεν θα πετύχαιναν τίποτε άλλο, από το να αναλάβουν έναν ξένο πόλεμο (nil aliud in effectu esset quam sumere alienum bellum), διώχνοντας τις φλόγες από το σπίτι τού γείτονα για να τις ρίξουν στο δικό τους. Θα κατέληγαν υποφέροντας μόνοι το φοβερό πλήγμα τού τουρκικού μίσους και τής επίθεσης σε στεριά και θάλασσα (και σίγουρα ήσαν πιο ευάλωτοι σε επιθέσεις κατά μήκος τής ανατολικής Αδριατικής, στην Κέρκυρα και στην Ελλάδα). Όχι μόνο είχαν μάθει από την εμπειρία τού παρελθόντος τι θα μπορούσαν να περιμένουν από τούς συμμάχους τους, αλλά τα πρόσφατα νέα από τη Νάπολη ήσαν ότι ο Φερράντε δεν θα επιχειρούσε στο πεδίο τής μάχης και ότι οι υποτιθέμενοι σύμμαχοί του δεν τον βοηθούσαν.7

Ο Σίξτος, με σημειώματα στις 22 Σεπτεμβρίου 1480, είχε ζητήσει από όλους τούς χριστιανούς ηγεμόνες να στείλουν απεσταλμένους στη Ρώμη την 1η Νοεμβρίου, με πλήρη και επαρκή εξουσιοδότηση να δεσμεύουν τούς εντολείς τους για επαρκείς συνεισφορές στην υπεράσπιση τής χερσονήσου. Ο βασιλιάς Λουδοβίκος ΙΑ’ παρείχε κάθε ένδειξη ότι θα διέθετε την ισχυρή υποστήριξή του στις συμμαχικές προσπάθειες για την εκδίωξη των Τούρκων, όπως φαινόταν από τα αντίγραφα των επιστολών τού βασιλιά και τού παπικού λεγάτου στη Γαλλία, τα οποία ο Σίξτος επισύναπτε στο σημείωμα που έστειλε συγκαλώντας τη συγκέντρωση των απεσταλμένων.8 Οι δούκες Σφόρτσα τού Μιλάνου, απαντώντας στο παπικό σημείωμα, εξέφραζαν πλήρη προθυμία συνεργασίας (στις 5 Οκτωβρίου 1480), αλλά δήλωναν ότι έπρεπε να αποκατασταθεί ειρήνη στην Ιταλία πριν βοηθήσει ο Λουδοβίκος ΙΑ’, «γιατί ομολογούμε ότι δεν μπορούμε να καταλάβουμε πώς περιμένουμε ξένη βοήθεια, όταν παραβλέπουμε τα προβλήματά μας στην πατρίδα». Όταν οι Μιλανέζοι απεσταλμένοι στη Ρώμη ανέφεραν ότι η παπική κλήτευση δεν φαινόταν να έχει προκαλέσει ενθουσιώδη ανταπόκριση, οι δούκες απάντησαν στις 27 Οκτωβρίου ότι φοβούνταν ότι ο ασθενής θα μπορούσε κάλλιστα να πεθάνει πριν από την άφιξη τού γιατρού.9

Ο ασθενής ήταν προφανώς ο Φερράντε τής Νάπολης και σε ορισμένους κύκλους υπήρχε η υποψία ότι δεν θα καταλάμβανε θλίψη τούς Ενετούς αν όντως πέθαινε.

Προς ενόχληση τής ενετικής κυβέρνησης οι απεσταλμένοι τής ένωσης τής Νάπολης συγκεντρώθηκαν στη λιμνοθάλασσα στις αρχές Οκτωβρίου 1480. Δεν είχαν τίποτε να πουν για τον τουρκικό κίνδυνο, που να μην είχε ειπωθεί πολλές φορές στο παρελθόν.10 Όταν ο απεσταλμένος τού Φερράντε υπέβαλε το αίτημα «να δοθούν από αυτή την πόλη μας και από τούς άλλους δικούς μας τόπους όπλα και εφόδια για την υπεράσπιση των εδαφών και τής χώρας του» (del trar de questa nostra cita et de li altri luogi nostri arme et munitione per diffexa de le terre et paixe suo), η Γερουσία υποχρεώθηκε να αρνηθεί. Η Βενετία είχε εξαντλήσει τα δικά της εφόδια στον μακροχρόνιο πόλεμο κατά τής Πύλης.11 Και όταν έγινε πρόταση στη Γερουσία ότι, λόγω τής σπουδαιότητας των συγκεκριμένων θεμάτων, έπρεπε να αναβληθεί «για μερικές ημέρες» η αναχώρηση των Ναπολιτάνων και των άλλων απεσταλμένων, αποφασίστηκε ότι είχε περάσει ο χρόνος για να εισηγηθούν μεγαλύτερη παραμονή στη Βενετία. Οι απεσταλμένοι μάλιστα παρέμεναν «χωρίς άλλη ελπίδα και σκοπό, παρά μόνο με πλάγιο και έμμεσο τρόπο να μπορέσουν να ανατρέψουν τις προθέσεις μας [και να επιτύχουν] αυτό που δεν μπορούν να πετύχουν με τον σωστό τρόπο». Η Γερουσία είχε καταστήσει σαφές κατά την άφιξή τους, πριν περισσότερο από τρεις εβδομάδες, ότι η Δημοκρατία ήταν ευτυχής να τούς υποδεχτεί και να συζητήσει μαζί τους. Αλλά η Γερουσία είχε δώσει οριστικές απαντήσεις στα αιτήματά τους και σίγουρα ήταν σαφές ότι η συνέχιση τής παραμονής τους στη Βενετία ήταν περιττή.12

Ταυτόχρονα, η Γερουσία έγραψε στον Μπάρμπαρο στη Ρώμη ότι παρακινήθηκαν να επαναλάβουν τις οδηγίες που τού είχαν δώσει «περισσότερο από μία φορά», ότι έπρεπε να απουσιάσει από όλες τις συναντήσεις, συζητήσεις και διαπραγματεύσεις σχετικές με εκστρατεία κατά των Τούρκων, γιατί οι απεσταλμένοι των χριστιανικών δυνάμεων θα συγκεντρώνονταν σύντομα στη Ρώμη, σε απάντηση τής κλήσης που είχε εκδώσει ο πάπας για την 1η Νοεμβρίου. Στη Βενετία ήταν εύκολο να προβλέψουν, έλεγαν στον Μπάρμπαρο, τις υπέροχες ομιλίες που θα γίνονταν και τα λαμπρά σχέδια που θα προτείνονταν, τα οποία (όπως και στο παρελθόν) θα έμοιαζαν περισσότερο με πτήσεις τής φαντασίας παρά με οτιδήποτε που πλησίαζε στην πραγματικότητα.13 Μάλιστα η αντι-τουρκική διάσκεψη τού Σίξτου δεν ξεκίνησε παρά στα τέλη Νοεμβρίου14 και οι συζητήσεις δεν ήσαν λιγότερο θεαματικές, απ’ ό,τι η Γερουσία είχε θεωρήσει ότι επρόκειτο να είναι.

Αν ο Σίξτος έχει να λογοδοτήσει για πολλά ενώπιον τής ιστορίας, αυτό δεν οφείλεται στην έλλειψη προσπάθειας εναντίον των Τούρκων. Πολύ πιθανόν θα μπορούσε να είχε κάνει περισσότερα. Σίγουρα αποσπούσε την προσοχή του από τη σταυροφορία η συνεχής επιθυμία του να ικανοποιήσει την υπέρμετρη φιλοδοξία τού ανάξιου ανηψιού τού Τζιρολάμο Ριάριο. Όμως ξεκίνησε αμέσως τα σχέδια για την κατασκευή παπικού στόλου στη Γένουα και την Αγκώνα, έκανε έκκληση στην Αγγλία, τη Γερμανία και τη Γαλλία για βοήθεια εναντίον των Τούρκων εισβολέων και επέβαλε βαριά φορολογία και φόρους δεκάτης στα παπικά κράτη. Τίποτε όμως δεν μπορούσε να αναμένεται από την Αγγλία και τη Γερμανία και παρόλο που ο Λουδοβίκος ΙΑ’ έκανε μεγαλοπρεπείς προσφορές, τις συνέδεε με ανεφάρμοστους όρους. Τα ιταλικά κράτη υποψιάζονταν ιδιαιτέρως το ένα το άλλο και είχαν λόγους. Βέβαια στις 5 Νοεμβρίου 1480 οι δούκες στο Μιλάνο τόνιζαν σε επιστολή προς τούς απεσταλμένους τους στη Ρώμη, ότι η βοήθεια από τον βορρά (li subsidii ultramontani) αναμφίβολα θα αργούσε πολύ και ότι μια ενωμένη Ιταλία έπρεπε να χρησιμοποιήσει τη δική της δύναμη εναντίον των Τούρκων πριν χειροτερεύσει ο κίνδυνος. Την ίδια μέρα οι δούκες υπέγραψαν με τα χέρια τους (manu nostra) και έβαζαν τη σφραγίδα τους σε επίσημη πράξη, που παραχωρούσε στους απεσταλμένους τους πλήρη, ελεύθερη και ευρεία εξουσία να τούς δεσμεύσουν σε σταυροφορία, «γιατί είμαστε έτοιμοι να αγωνιστούμε πέρα από τη δύναμή μας για την κοινή ασφάλεια και για να νικήσουμε στον πόλεμο τούς βάρβαρους, αιμοδιψείς και άγριους Τούρκους».15

Ακόμη και στις ιδιωτικές οδηγίες που έδωσαν οι δούκες στους απεσταλμένους τους φεύγοντας από το Μιλάνο, άρχιζαν με τη δήλωση: «Δεν πιστεύουμε ότι για πολλούς αιώνες έχει πλήξει όχι μόνο την Ιταλία αλλά όλη τη χριστιανοσύνη πιο σοβαρό και επικίνδυνο πράγμα, από αυτή … την εισβολή των Τούρκων στην Καλαβρία, τόσο λόγω τής ανυπολόγιστης ισχύος και μεγάλης σκληρότητας τού εχθρού, αλλά και λόγω τής απόλυτης ντροπής που φέρνει για τη θρησκεία μας και τον χριστιανικό τρόπο ζωής…». Αν και επαινούσαν τον Σίξτο που καλούσε τούς ηγεμόνες και τις χριστιανικές δυνάμεις να βρουν τα μέσα να αποκρούσουν τον «σκύλο Τούρκο» και σε καμία περίπτωση δεν ανέφεραν ότι δεν επρόκειτο να κάνουν το καθήκον τους, οι δούκες πληροφορούσαν επίσης τούς απεσταλμένους τους ότι «δεν θα συμφωνήσετε σε οποιαδήποτε υπόσχεση και υποχρέωση συμβολής και συμμετοχής σε οποιαδήποτε δαπάνη, αν πρώτα δεν μάς ενημερώσετε και δεν πάρετε απάντηση από εμάς». Πριν αναλάβουν οτιδήποτε ήθελαν να γνωρίζουν «τι, πώς και πότε» (quid, quomodo, et quando), και φυσικά τι επρόκειτο να κάνουν οι άλλοι ηγεμόνες και δυνάμεις, «και μαζί τους να προχωρήσουμε από κοινού, και στο μέτρο που μπορούμε, να μην αποτύχουμε στο καθήκον μας ως Καθολικοί ηγεμόνες σε σχέση με την εν λόγω εκστρατεία». Στον δρόμο τους προς τη Ρώμη οι απεσταλμένοι έπρεπε να συμβουλευτούν τον Τζιοβάννι Μπεντιβόλιο στη Μπολώνια και τον Λορέντσο Μέδικο στη Φλωρεντία, που θα έδιναν αναμφίβολα στους δικούς τούς απεσταλμένους πολύ παρόμοιες οδηγίες.16

Είναι δύσκολο να πιστέψει κανείς ότι ο Σίξτος θα ένιωθε έκπληξη αν μπορούσε να διαβάσει τις ιδιωτικές οδηγίες προς τούς απεσταλμένους τού Μιλάνου. Ήξερε ότι η Αγία Έδρα και η Νάπολη έπρεπε να δώσουν το καλό παράδειγμα για τα άλλα ιταλικά κράτη. Σε εκκλησιαστικό συμβούλιο που πραγματοποιήθηκε στις 15 Δεκεμβρίου 1480 ανέλαβε να εξοπλίσει και να διατηρήσει εικοσιπέντε γαλέρες. Ο Φερράντε θα διέθετε σαράντα. Στις 20 τού μηνός ο καρδινάλιος Τζιοβάννι Μπαττίστα Σαβέλλι στάλθηκε σε βιαστική πρεσβεία στη Γένουα. Έπρεπε να επιλύσει την πολιτική διαμάχη μεταξύ των Καμποφρεγκόζο και των Αντόρνο και να ετοιμάσει τις παπικές γαλέρες για υπηρεσία κατά των Τούρκων όταν θα ερχόταν η άνοιξη, «ή μάλλον να τούς εμποδίσει», λέει ο Τζάκοπο ντα Γκεράρντι Βολτέρρα, «να επιτεθούν στην Ιταλία με μεγαλύτερη προσπάθεια και μεγαλύτερο στόλο απ’ ό,τι το περασμένο καλοκαίρι».17

Ο πάπας και οι καρδινάλιοι μαζί συμφώνησαν να συνεισφέρουν 150.000 δουκάτα για τη χριστιανική άμυνα. Τα δύο τρίτα αυτού τού ποσού θα πήγαιναν στον εξοπλισμό των εικοσιπέντε γαλερών για τις οποίες πλήρωνε ο παπισμός. Τα υπόλοιπα 50.000 θα στέλνονταν στον Ματίας Κορβίνους, ο οποίος μπορούσαν να αναμένουν ότι θα εξέτρεπε την τουρκική προσοχή από τη νότια Ιταλία στην Κεντρική Ευρώπη. Ο πάπας στρατολογούσε επίσης δύναμη τριών χιλιάδων πεζών «για την απέλαση των εχθρών τού Οτράντο» (ad expellendos Hydrunto hostes). Οι πρεσβευτές, οι οποίοι είχαν έρθει τελικά στη Ρώμη ανταποκρινόμενοι στην παπική πρόσκληση, πίστευαν ότι έπρεπε να προετοιμαστεί για ανάληψη δράσης εναντίον των Τούρκων στόλος εκατό γαλερών και ότι έπρεπε να στέλνονται στον Κορβίνους 200.000 δουκάτα κάθε έτος χριστιανικής επίθεσης. Δεδομένου ότι ο πάπας και οι καρδινάλιοι ανελάμβαναν τόσο βαριές οικονομικές υποχρεώσεις (που φαίνεται ότι ήσαν πέρα από την ικανότητά τους), τα ιταλικά κράτη και οι μεγάλες δυνάμεις έπρεπε επίσης να αναλάβουν το μερίδιό τους από το φορτίο. Σημειώματα γι’ αυτόν τον σκοπό στάλθηκαν σε όλους τούς ηγεμόνες, οι οποίοι ενημερώθηκαν για τις εισφορές τις οποίες τούς επέβαλλε η παπική κούρτη για τη σταυροφορία.18 Η Ευρώπη θα ενωνόταν για τρία χρόνια σε αντι-τουρκική ένωση. Εκτός από τις σαράντα γαλέρες του για τον χριστιανικό στόλο, ο Φερράντε θα έστελνε στον Κορβίνους 100.000 δουκάτα. Το Μιλάνο θα συνεισέφερε 30.000 στην ίδια υπόθεση και η Φλωρεντία 20.000. Η Γένουα πέντε γαλέρες. Η Φερράρα και η Σιένα τέσσερις καθεμιά. Η Μπολώνια δύο. Η Λούκκα, η Μάντουα και το Μονφερράτ μία ο καθένας. Οι χρεώσεις σε γαλέρες μπορεί να μην φαίνονται πολύ μεγάλες, αλλά είναι καλό να υπενθυμιστεί ότι ο εξοπλισμός και η διατήρηση μιας γαλέρας σε εξάμηνη υπηρεσία κόστιζε 4.000 δουκάτα.19 Η Γαλλία είχε από καιρό θεωρηθεί ως το κατ’ εξοχήν σταυροφορικό έθνος, αλλά κατά τη γνώμη τής παπικής κούρτης ο βασιλιάς Λουδοβίκος ΙΑ’ δεν είχε ακολουθήσει τα βήματα των βασιλικών προγόνων του και είχε πέσει κάτω από το επίπεδο τού πατέρα του, «ο οποίος ήταν πολύ υπάκουος στην Αποστολική Έδρα». Ο Λουδοβίκος περιφρονούσε την παπική εξουσία, περνούσε νόμους κατά τής εκκλησιαστικής ελευθερίας, αντιμετώπιζε τον κλήρο σκληρά και εισήγαγε καθημερινά κάποια ασεβή καινοτομία στη γαλλική Εκκλησία. Σε αντίθεση με κάθε προηγούμενο, σύμφωνα με την παπική κούρτη, είχε αποφασίσει ότι όλες οι εκκλησιαστικές υποθέσεις εκ πρώτης όψεως (in prima instantia) έπρεπε να διευθετούνται εντός των ορίων τού βασιλείου και όχι στην παπική κούρτη, και ότι παραπομπές πρώτου βαθμού που προέρχονταν από ελεγκτές τού παπικού δικαστηρίου (Rota) δεν είχαν σημασία στη Γαλλία. Είχε απαγορεύσει στους αποστολικούς γραμματείς να εκδίδουν ορισμένες νομικές πράξεις στο βασίλειό του, «έτσι ώστε κανένας να μη μπορεί να παράγει αποτελέσματα, παρά μόνο με εντολή του, και έτσι στα ζητήματα αυτά θεωρεί τον εαυτό του ανώτερο από τον Ρωμαίο ποντίφηκα…». Αδιάφορος για την ίδια τη σωτηρία του, ο Λουδοβίκος είχε απαγορεύσει στους υποτελείς του να εισπράττουν επιδόματα εφημέριου από την παπική κούρτη, αλλά απένειμε ο ίδιος τέτοια επιδόματα στη γαλλική Εκκλησία. Οι αγανακτισμένοι αξιωματούχοι τής παπικής κούρτης εύρισκαν τον κατάλογο των υπερβολών του σχεδόν απίστευτο. Είχε απαγορεύσει στους εκκλησιαστικούς να πηγαίνουν στη Ρώμη χωρίς την άδειά του, είχε μεταρρυθμίσει εκκλησίες και μοναστήρια (διαθέτοντας τα έσοδά τους όπως ο ίδιος έκρινε), είχε φυλακίσει και τιμωρήσει κληρικούς και τούς είχε ωθήσει εξευτελιστικά σε αποχωρητήρια, τούς είχε φορολογήσει και τούς είχε επιβάλει εισφορές και μάλιστα είχε δηλώσει δημόσια ότι τα έσοδα [fructus] που προέρχονταν από εκκλησίες έπρεπε να λαμβάνονται από τον κλήρο και να κατανέμονται μεταξύ των λαϊκών. Ήταν ένοχος για όλα αυτά τα αδικήματα, «για αυτά τα πράγματα και άλλα πολλά» (haec omnia el alia multa).20 Αυτές ήσαν λίγο πολύ οι συνήθεις κατηγορίες που απευθύνονταν σε απείθαρχους βασιλείς. Οι Γάλλοι τις είχαν ξανακούσει.

Όμως η πολιτική τού Λουδοβίκου ΙΑ’ αποτελούσε απλώς μέρος τής αυξανόμενης εκκοσμίκευσης τής εποχής του. Όπως είχε δει ο πάπας Πίος Β’, η Ευρώπη δεν ήταν ενθουσιώδης για σταυροφορίες. Μορφωμένοι κληρικοί μπορεί να ετοίμαζαν ρητορικά, ακόμη και εύγλωττα υπομνήματα για τον επείγοντα χαρακτήρα τής ενωμένης αντίθεσης προς την κίνηση των Τούρκων προς τα δυτικά, αλλά οι βασιλείς τής Γαλλίας και τής Αγγλίας ασκούσαν πλέον όλο και περισσότερο εθνικές πολιτικές, ενώ οι Αψβούργοι, οι οποίοι θα αισθάνονταν σύντομα τις σκληρές συνέπειες τής τουρκικής προέλασης, πάλευαν ασθενικά με την εσωτερική πολιτική (Hauspolitik) που είχαν κληρονομήσει από το παρελθόν. Τα ιταλικά κράτη είχαν διαφορετικά συμφέροντα και διαφορετικές παραδόσεις, που είχαν από καιρό προκαλέσει διαμάχη και καχυποψία. Δεν ήταν εύκολο να συμβιβαστούν η Βενετία και η Νάπολη, αλλά τώρα ο Τούρκος ήταν στην Ιταλία και κάτι έπρεπε να γίνει.

Ο Σίξτος Δ’ είχε ήδη στείλει τον ικανό ανηψιό του, τον Τζουλιάνο ντέλλα Ρόβερε, καρδινάλιο ιερέα τού Αλυσοδεμένου (in Vincoli) Αγίου Πέτρου, ως απεσταλμένο του στη Γαλλία.21 Ο Τζουλιάνο είχε εντολή να απευθύνει έκκληση στον Λουδοβίκο ΙΑ’ για βοήθεια εναντίον των Τούρκων και να τον καλέσει προσωπικά (ad sui presentiam) στη Ρώμη μαζί με τούς άλλους χριστιανούς ηγεμόνες ή τούς πρεσβευτές τους την 1η Νοεμβρίου 1480. Ο Λουδοβίκος καταλάβαινε από την πρόσκληση τού πάπα ότι «αλίμονο, τα πράγματα είχαν χειροτερεύσει». Αλλά ο περιορισμένος χρόνος και πολλοί άλλοι λόγοι, τούς οποίους (έλεγε) είχε ήδη εξηγήσει, δεν τού είχαν επιτρέψει να στείλει απεσταλμένους του στην παπική κούρτη. Τώρα, όμως, στις 20 Δεκεμβρίου, ήταν τελικά σε θέση να στείλει δύο απεσταλμένους, τον Ζαν ντε Σασσαίν, πρόεδρο τού δικαστηρίου τού κοινοβουλίου τού Μπορντώ και τον Ζαν Νταρς, βασιλικό αρχιοικονόμο, στρατιωτικό και άρχοντα τού Σαιν Λουπ, «και θα ενημερώσουν την Αγιότητά σας τι πιστεύουμε γι’ αυτό το ζήτημα και τι επιθυμούμε». Ο Λουδοβίκος ζητούσε από τον πάπα «να καταδεχτείτε να τούς ακούσετε και να πιστέψετε στα λόγια τους, σαν να ήσαν δικά μας».22

Οι απεσταλμένοι τού Λουδοβίκου εισήλθαν στη Ρώμη στις 8 Μαρτίου από την Πύλη Αγίου Πέτρου (Πόρτα Σαν Πιέτρο) και στις 14 τού μηνός τούς υποδέχθηκαν ο πάπας και οι καρδινάλιοι σε μυστικό εκκλησιαστικό συμβούλιο. Ο Τζάκοπο ντα Γκεράρντι Βολτέρρα γνώριζε ότι πρόσφεραν 300.000 δουκάτα για υποστήριξη τής ένωσης που διαμορφωνόταν εναντίον των Τούρκων. Πίστευε ότι ο Λουδοβίκος πρότεινε να συγκεντρωθούν 200.000 από τον γαλλικό κλήρο και 100.000 από τούς λαϊκούς, αλλά όταν έκανε τις καταχωρήσεις στο ημερολόγιό του, ο ίδιος δεν γνώριζε ακόμη με ποιους όρους συνέδεε ο Λουδοβίκος αυτές τις επιδοτήσεις.23 Οι Γάλλοι απεσταλμένοι έφεραν στην παπική κούρτη τις οδηγίες και προτάσεις που είχαν ημερομηνία 20 τού προηγούμενου Δεκεμβρίου. Απαντώντας στις επαναλαμβανόμενες εκκλησιαστικές παραινέσεις να αναλάβει το ρόλο του στην αντίσταση απέναντι στις έντονες τουρκικές καταπατήσεις τής χριστιανοσύνης, ο Λουδοβίκος δήλωνε ότι ήταν τόσο ανυπόμονος να το πράξει, όσο ανησυχούσε και για τη σωτηρία τής ψυχής του «και ότι τού φαινόταν, σύμφωνα με αυτά που γνώριζε από πόλεμο, ότι αποτελεσματική αντίσταση δεν θα μπορούσε να επιτευχθεί με κόστος χαμηλότερο από 100.000 χρυσά δουκάτα [scuta] τον μήνα και ως μερίδιό του προσφερόταν να δίνει 200.000 δουκάτα κάθε χρόνο».24

Μάλιστα αν ο πάπας τού χορηγούσε γενική φορολογική αρμοδιότητα (facultas taxandi) να επιβάλει φόρους σε εκκλησιαστικούς που είχαν εισοδήματα στη Γαλλία, σε τακτικούς και λαϊκούς κληρικούς, «θα πρόσθετε άλλα 100.000 δουκάτα». Ο Λουδοβίκος πίστευε ότι η Ιταλία μπορούσε εύκολα να διαθέσει 40.000 δουκάτα για την άμυνα κατά των Τούρκων, η Γερμανία 200.000, «όλες οι Ισπανίες» άλλες 200.000 «και ο βασιλιάς τής Αγγλίας, που είναι τόσο ισχυρός και έχει τόσα πλούσια έσοδα, 100.000 δουκάτα». Ο Λουδοβίκος είχε επίσης πληροφορηθεί ότι «οι Ενετοί είναι πρόθυμοι να δηλώσουν ότι είναι εναντίον των Τούρκων, με την προϋπόθεση ότι θα διαβεβαιωθούν ότι θα συμμετάσχει όλη η Ιταλία και δεν θα τούς αφήσουν στη μοίρα τους». Οι Γάλλοι απεσταλμένοι εξουσιοδοτήθηκαν να δεσμεύουν τον βασιλιά τους, μαζί με τούς άλλους τής Ιταλίας (una cum aliis Italiae), στην υπόσχεσή του για 300.000 δουκάτα (με πλήρη ελευθερία στην φορολόγηση τού κλήρου!) και στην πληρωμή ταυτόχρονα και με τούς ίδιους όρους, με τούς οποίους οι Ιταλοί, οι Γερμανοί, οι Ισπανοί, και οι Άγγλοι θα διέθεταν τα σωστά μερίδιά τους. Όμως στον βαθμό που οι άλλοι βασιλείς και λαοί (nationes) δεν θα ήσαν πρόθυμοι να υποστηρίξουν την σταυροφορία με τα ποσά «που αναφέρθηκαν πιο πάνω», οι απεσταλμένοι έπρεπε να μειώσουν αντίστοιχα τη γαλλική προσφορά βοήθειας (prefati oratores deducent similiter de dicta summa quam rex offert dare…). O Λουδοβίκος απαιτούσε επίσης τη διαβεβαίωση ειρήνης κατά μήκος των ανατολικών συνόρων του, «και κάνοντας την εν λόγω προσφορά δεν υποτιμά το γεγονός ότι αυτός πρέπει να είναι ασφαλής από τον βασιλιά τής Αγγλίας κατά τη διάρκεια τού πολέμου [κατά των Τούρκων] και για ένα χρόνο μετά…». Φυσικά ο Λουδοβίκος κατανοούσε, έλεγε ότι ο βασιλιάς τής Αγγλίας ήταν καλός αδελφός του «και από τούς καλύτερους φίλους που είχε στον κόσμο» (et amicum quantum haberet in mund), αλλά ο πάπας μπορούσε να καταλάβει καλά την ευθύνη που είχε ένας βασιλιάς να φροντίζει για την ασφάλεια τού βασιλείου του.25 Έμοιαζαν όλα πολύ με εκείνα που είχε γράψει η Ενετική Γερουσία στον Μπάρμπαρο τον προηγούμενο Οκτώβριο. Θα γίνονταν μεγαλοπρεπείς ομιλίες, θα προτείνονταν λαμπρά προγράμματα, αλλά τίποτε δεν θα προέκυπτε από αυτά. Παρ’ όλα αυτά η «γενική ένωση» φαινόταν να κάνει καλή αρχή, γιατί ο ναπολιτάνικος στόλος είχε μόλις σημειώσει νίκη επί των τουρκικών ναυτικών δυνάμεων στο Οτράντο.26 Οι ελπίδες ήσαν μεγάλες. Διακηρύχθηκε σταυροφορία και στις 8 Απριλίου 1481 ο πάπας απεύθυνε τη βούλλα Cogimur iubente Altissimo (Αναγκασμένοι από την εντολή τού Υψίστου) σε όλους τούς Ευρωπαίους ηγεμόνες, καλώντας τους στα όπλα κατά των Τούρκων.27

Στις 3 Μαΐου 1481 o Μωάμεθ Β’ ο Πορθητής πέθανε ξαφνικά στη Μικρά Ασία και παρά την προσπάθεια να ανεβάσουν στον θρόνο το νεότερο γιο του, τον Τζεμ Σουλτάνο, τον διαδέχθηκε ο μεγαλύτερος γιος του, ο Βαγιαζήτ Β’, που βρισκόταν από καιρό σε αντίθεση με τον πατέρα του. Η είδηση τού θανάτου τού Μωάμεθ έφτασε στη Βενετία στις 29 Μαΐου, με επιστολές από τον πρεσβευτή τής Δημοκρατίας και τον βαΐλο στην Ισταμπούλ, που είχαν ημερομηνία 4 και 6 τού μηνός.28 Φήμες για τον θάνατό του είχαν φτάσει στη Ρώμη την ίδια περίπου εποχή. Όταν το γεγονός αυτό επιβεβαιώθηκε από τούς Ενετούς (στις 2 Ιουνίου), υπήρξαν κανονιοβολισμοί, κωδωνοκρουσίες και άναψαν φωτιές σε όλη την πόλη. Εκείνο το βράδυ ο πάπας Σίξτος Δ’ πρόσφερε ευχαριστίες απελευθέρωσης στη λειτουργία τού εσπερινού στην εκκλησία τής Σάντα Μαρία ντελ Πόπολο, την οποία είχε ο ίδιος ανακατασκευάσει και όπου οι καρδινάλιοι και οι πρεσβευτές στη Ρώμη ενώνονταν τώρα μαζί του στην επίσημη έκφραση τής αγαλλίασής τους.29 Εορταστικές εκδηλώσεις για τον θάνατο τού Μωάμεθ οργανώθηκαν σε όλη την Ιταλία. Στις 4 Ιουνίου ο Σίξτος έγραφε στον μαρκήσιο Φεντερίκο τής Μάντουα, στους Φλωρεντινούς και σε άλλους, ότι ο Θεός είχε ανοίξει τον δρόμο για την ασφάλεια, «δείχνοντάς μας ένα φως από ψηλά για να μάς ελευθερώσει για πάντα από εκείνο τον κίνδυνο, ό οποίος για πολλά χρόνια έχει προκαλέσει στη χριστιανική κοινοπολιτεία τόσες πολλές συμφορές…». Τώρα ήταν η μεγάλη ευκαιρία, σύμφωνα με τον πάπα, για να εκδικηθούν τα χτυπήματα και να ανακτήσουν τις απώλειες τού παρελθόντος, πριν μπορέσουν οι Τούρκοι να τακτοποιήσουν τις υποθέσεις τους και συνεχίσουν οι γιοι τις βαρβαρότητες τού πατέρα. «Έχουμε τον στόλο μας έτοιμο στη Γένουα. Τριάντα γαλέρες και τέσσερα πλοία υπέροχα εξοπλισμένα σύντομα θα βρίσκονται στις αποβάθρες τού Τίβερη. Στην Αγκώνα επίσης εξοπλίζουμε άλλα. Και θα ενωθούν όλα σε καλή πορεία με το βασιλικό στόλο [της Νάπολης]».30 To ύφος τής έκκλησης τού πάπα καθιστά σαφές ότι συνειδητοποιούσε ότι η σταυροφορική θέρμη των Ιταλών θα υποχωρούσε με την αποχώρηση από την ανατολική σκηνή τής κυρίαρχης φυσιογνωμίας τού Μωάμεθ. Και είχε δίκιο. Μέσα σε λίγες μέρες οι Μπολωνέζοι θέλησαν να ανακαλέσουν την υπόσχεσή τους για επιδότηση, γιατί «με τον Τούρκο τύραννο νεκρό δεν μάς πιέζει πια η ανάγκη».31 Οι παπικοί επίτροποι στη Mάντουα είχαν ήδη αναφέρει στη Ρώμη ότι ο μαρκήσιος Φεντερίκο παρακρατούσε κεφάλαια που εισπράττονταν για τη σταυροφορία, γεγονός που ο Σίξτος ομολογούσε ότι δεν πίστευε.32

Ο παπικός στόλος υπό τον καρδινάλιο Πάολο ντι Καμποφρεγκόζο ένωσε τις δυνάμεις του με εκείνες τού βασιλιά Φερράντε στην πολιορκία τού Οτράντο, το οποίο ανακατέλαβαν όταν οι Τούρκοι παραδόθηκαν στις 10 Σεπτεμβρίου 1481,33 ενώ και πάλι όλη η Ιταλία πανηγύριζε. Ο πάπας Σίξτος Δ’ είχε την πρόθεση από την αρχή τής εκστρατείας, μετά την ανακατάληψη τού Οτράντο, να προχωρήσει ο στόλος με τούς Ναπολιτάνους και με πορτογαλικό στόλο εικοσιενός πλοίων υπό τον νωχελικό Γκαρσίας Μενέσες, επίσκοπο τής Εβόρα, απέναντι από τα στενά τής Αδριατικής, στο παράκτιο φρούριο τής Αυλώνας (Βαλόνα), την οποία θα καταλάμβαναν επίσης από τούς Τούρκους, μια επιχείρηση στην οποία οι Αλβανοί πιθανώς θα συμμετείχαν ευχαρίστως, αλλά τα σχέδια τού πάπα σύντομα θα ματαιώνονταν από την εμφάνιση τής πανούκλας στο Οτράντο, από την ανυπακοή των ναυτικών του και από τη γενική αντιπαλότητα τού καρδινάλιου Καμποφρεγκόζο.34

Στο μεταξύ όμως ο Σίξτος διατηρούσε ακόμη ευρύτερες φιλοδοξίες, βέβαιος ότι ο θάνατος τού Μωάμεθ ήταν η πρώτη ευκαιρία σε περισσότερες από δύο γενιές για αποτελεσματική κίνηση εναντίον των Τούρκων. Στις 15 Σεπτεμβρίου 1481 έγραφε στον επίσκοπο τής Eβόρα από το Μπρατσιάνο, ένα προπύργιο των Ορσίνι βόρεια τής Ρώμης, δίνοντάς του εντολή να βοηθήσει τον Ανδρέα Παλαιολόγο να διασχίσει το μικρό τμήμα τού Ιονίου πελάγους μέχρι τον Μοριά, έτσι ώστε ο Ανδρέας να μπορέσει να ξεκινήσει την ανακατάληψη τού δεσποτάτου τού πατέρα του, το οποίο είχαν χάσει από τον Μωάμεθ είκοσι χρόνια πριν.35 Τρεις ημέρες αργότερα, στις 18 Σεπτεμβρίου, ο Σίξτος απεύθυνε επιστολές προς τον αυτοκράτορα, τούς βασιλείς Γαλλίας, Αγγλίας, Ουγγαρίας και Ισπανίας και στους περισσότερους από τούς άλλες σημαντικούς ηγεμόνες στην Ευρώπη, πληροφορώντας τους για την ανακατάληψη τού Οτράντο, «την οποία περιμέναμε με όλη μας την καρδιά και η οποία ήταν πολύ ευχάριστη για εμάς σήμερα που τη μάθαμε από τούς ανθρώπους μας!» Η επιστολή τού δεν ήταν μόνο εύγλωττη, ήταν εξαιρετικά εύστοχη: «Αυτή είναι η στιγμή τής λύτρωσης, τής δόξας, τής νίκης, τέτοια που δεν θα μπορέσουμε ποτέ να ξανακερδίσουμε, αν την αγνοήσουμε τώρα. Με λίγη προσπάθεια ο πόλεμος μπορεί τώρα να οδηγηθεί σε αίσιο πέρας, πράγμα το οποίο αργότερα μπορεί να γίνει μόνο με πολύ μεγαλύτερο κόστος και με τις μεγαλύτερες βλάβες για τούς εαυτούς μας…»36 Σε συγχαρητήρια επιστολή προς τον καρδινάλιο Καμποφρεγκόζο, που γράφτηκε την ίδια μέρα, ο Σίξτος δήλωνε ότι η επιχείρηση, η οποία είχε αρχίσει με τόσο ευτυχή τρόπο, έπρεπε να συνεχιστεί με κάθε προσπάθεια. Η Ιταλία έπρεπε να απελευθερωθεί για πάντα από τον τουρκικό κίνδυνο. Παρότρυνε όλους τούς χριστιανούς ηγεμόνες να αναλάβουν την υπόθεση, ενώ ο Καμποφρεγκόζο έπρεπε τώρα να συνεχίσει την επίθεση, προκαλώντας τη μεγαλύτερη δυνατή ζημιά στους Τούρκους, «ώστε να μη φανούμε ανάξιοι τής ευκαιρίας που μάς έχει προσφέρει ο Θεός».37

Oι παραινέσεις τού πάπα Σίξτου ήσαν μάταιες όμως και ο καρδινάλιος Καμποφρεγκόζο έπλευσε προς την Τσιβιταβέκκια, όπου έφτασε στις αρχές Οκτωβρίου.38 Είχε υπάρξει διαφωνία στον χριστιανικό στρατό στο Οτράντο και πανούκλα πάνω στα παπικά πλοία. Ο Καμποφρεγκόζο διαβεβαίωνε τον Σίξτο ότι μια εκστρατεία όπως εκείνη που αυτός είχε οραματιστεί ήταν αδύνατη. Εν πάση περιπτώσει, η Ιταλία δεν βρισκόταν πια σε άμεσο κίνδυνο. Παρά το γεγονός ότι το Οτράντο βρισκόταν βέβαια σε ερείπια, οι Τούρκοι είχαν εκδιωχθεί από το προγεφύρωμά τους στη χερσόνησο.

Ο χρόνος περνούσε αργά στο Oτράντο, όπου η ανάμνηση των γεγονότων τού 1480-1481 παραμένει μέχρι σήμερα τόσο ζωντανή, σαν να είχαν έρθει και φύγει οι Τούρκοι μόλις πριν από λίγο καιρό. Στην άκρη τής πόλης, στον λόφο τής Μινέρβα, η εκκλησία τού Σαν Φραντσέσκο ντι Πάολα είναι εξ ολοκλήρου αφιερωμένη στη μνήμη αυτών των γεγονότων. Καθώς περνάμε από την πύλη προς τη σκάλα που οδηγεί στην εκκλησία, σύγχρονες επιγραφές πάνω σε στήλες αριστερά και δεξιά υπενθυμίζουν ότι «Οκτακόσιοι Οτραντινοί θυσιάστηκαν σε ολοκαύτωμα προς τον Θεό» (Ottocento Otrantini s’immolarono in olocausto a Dio). Οι επιγραφές αποτίουν ρητορικό φόρο τιμής στους στρατιώτες τού Aλφόνσο τής Καλαβρίας, που ανέκτησε την πόλη τον Σεπτέμβριο τού 1481:«…Στους γενναίους που πολέμησαν το 1480 [!] διώχνοντας από τις ακτές των Αυσώνων τις μουσουλμανικές ορδές» (…Voi generosi che pugnando nel 1480 [!] fugaste dai lidi ausoni le orde musulmane). Στη μέση τού κλιμακοστάσιου μια άλλη επιγραφή (στα δεξιά) σηματοδοτεί το σημείο όπου οι οκτακόσιοι μάρτυρες τού Οτράντο λέγεται ότι πέθαναν για την πίστη. Η επιγραφή αυτή εφιστά επίσης την προσοχή στη μικρή στήλη που βρίσκεται απέναντι (αριστερά καθώς ανεβαίνουμε τις σκάλες) και στήθηκε προς τιμήν τού Τούρκου δήμιου, ο οποίος, θαυμάζοντας το θέαμα τού χριστιανικού ηρωισμού, αγκάλιασε ο ίδιος την πίστη. Σύμφωνα με την παράδοση, μαρτύρησε μαζί με τα πρώην θύματά του. «… Διαβάτη, όποιος κι αν είσαι, επικρότησε τη θυσία των μαρτύρων μας και τούς θριάμβους τής χριστιανικής θρησκείας» (Passagiero, chiunque tu sei, plaudi alla fortezza dei nostri martiri e ai trionfi della cristiana religione).

Μια επιγραφή στην πρόσοψη τής εκκλησίας τού Σαν Φραντσέσκο καταγράφει την κατασκευή από τον Αλφόνσο τής Καλαβρίας ενός ιερού για τούς μάρτυρες τού Οτράντο, και «μετά τη σχεδόν καταστροφή του με το πέρασμα τού χρόνου» (vetustate pene collapsum), την αντικατάστασή του το 1614 από τη σημερινή εκκλησία, ξαναχτισμένη σε μεγαλύτερη κλίμακα και προικοδοτημένη με μεγαλύτερα έσοδα από τον Τζιανφραντσέσκο Αρνεσάννο από το Λέτσε και τη σύζυγό του Μαρτσία Λουτσία. Στο εσωτερικό τού ναού, στους τοίχους στα αριστερά και δεξιά, είναι γραμμένα τα ονόματα εκείνων που είναι γνωστό ή πιστεύεται ότι χάθηκαν κατά την τουρκική κατάληψη τής πόλης τον Αύγουστο τού 1480, καθώς και στον αγώνα για την ανάκτησή της δεκατρείς μήνες αργότερα. Μεταξύ των πρώτων διαβάζει κανείς το όνομα τού Τούρκου δήμιου «Μπερλαμπέη», τού οποίου ο δραματικός προσηλυτισμός έχει γίνει μέρος τού τοπικού θρύλου.

Στη μικρή πλατεία κάτω από τον Πύργο τού Αλφόνσο (Torre Alfonsina), στη νότια πλευρά τού λιμανιού τού Οτράντο, ένα μνημείο στήθηκε (το 1922) «για τούς ήρωες και μάρτυρες τού Οτράντο τού 1480» (agli eroi e ai martiri otrantini del MCDLXXX). Χάλκινα ανάγλυφα τού αγώνα και τής σφαγής συμπληρώνουν την ανατολική και δυτική πλευρά τού μνημείου. Εδώ κι εκεί σε όλο το παλιό Οτράντο τουρκικές μπάλες κανονιών στέκονται έξω από τις πόρτες, στα κεφαλόσκαλα και στους κήπους στις πίσω αυλές. Τώρα εκχριστιανισμένες, όπως ο ίδιος ο Μπερλαμπέης, αυτές οι πέτρινες κανονόμπαλες αποτελούν εμφανή τμήματα τής Οτραντινής διακόσμησης εδώ και πεντακόσια χρόνια.

Όταν οι Τούρκοι εισέβαλαν στην καθεδρική βασιλική τού Οτράντο το πρωί τής 11ης Αυγούστου και λέγεται ότι έσφαξαν τον αρχιεπίσκοπο Στέφανο Πεντινέλλι και τούς ιερείς του στον μεγάλο βωμό, άρχισαν τη φθορά τού υπέροχου ψηφιδωτού δαπέδου (φτιαγμένου το 1164-1166 και αποκατεστημένου το 1875), ενός από τα πιο γνωστά και πιο όμορφα στην Ιταλία. Στα δεξιά τού μεγάλου βωμού οι Οτραντινοί έχουν κατασκευάσει το «παρεκκλήσι των μαρτύρων». Οι τοίχοι είναι επενδεδυμένοι με ψηλά ντουλάπια, που περιέχουν τα οστά πεντακοσίων εξήντα περίπου από τούς οκτακόσιους μάρτυρες, γιατί ο Aλφόνσο τής Καλαβρίας είχε μεταφέρει στη Νάπολη τα λείψανα των περισσότερων από τούς άλλους.

Στον παραθαλάσσιο δρόμο, περίπου δύο χιλιόμετρα στα νότια τού Οτράντο, μπορεί κανείς να βρει ακόμη τα εκτεταμένα ερείπια τού άλλοτε γνωστού Βασίλειου μοναστηριού τού Σαν Νικόλα ντι Κάζολε. Στέκονται μέσα σε πλατιά χωράφια, ψηλότερα από τη θάλασσα, με όμορφη θέα στην περιβάλλουσα ύπαιθρο. Σήμερα όμως η περιοχή καταλαμβάνεται από αγρόκτημα (masseria), μια όχι καλοδιατηρημένη αγροικία, με γενική αταξία από σανό, κότες, κοπριά, πρόβατα και σκυλιά. Κάποτε ήταν το σπίτι τού ηγουμένου Νεκτάριου (1219/20-1235), τού οποίου το κοσμικό όνομα ήταν Νικόλαος. Δύο φορές σε περιόδους θρησκευτικής κρίσης ο Νικόλαος-Νεκτάριος είχε υπηρετήσει ως Έλληνας διερμηνέας καρδινάλιους-λεγάτους, τον Βενέδικτο τής Σάντα Σουζάννα (το 1205-1207) και τον Πελάγιο (το 1214-1215), καθώς μάταια προσπαθούσαν να πετύχουν την ένωση των εκκλησιών ύστερα από την 4η Σταυροφορία.

Το μοναστήρι και η πλούσια βιβλιοθήκη στο Κάζολε είχαν υπάρξει το κέντρο και συχνά η σκηνή των Οτραντινών ποιητών στις αλκυονίδες ημέρες τού Φρειδερίκου Β’ Χοχενστάουφεν, ενώ ένας τουλάχιστον από αυτούς, ο Ιωάννης Γράσσος (John Grassus), τον είχε ίσως συνοδεύσει περισσότερες από μία φορά στο μακρινό κυνηγετικό περίπτερο τού Καστέλ ντελ Μόντε. Σε αυτούς τούς Ιταλο-Έλληνες ποιητές πρέπει να συμπεριλάβουμε και τον ίδιο τον Nικόλαο-Νεκτάριο, τον έβδομο ηγούμενο τού Κάζολε, ο οποίος υπηρέτησε και πάλι τον παπισμό το 1223-1225 ως μεσολαβητής με την αυτοκρατορική Νίκαια. Ήταν καλός φίλος τού επιφανούς Γεώργιου Βαρδάνη, Αθηναίου διπλωμάτη και μητροπολίτη Κέρκυρας. Ο ποιητής Ιωάννης Γράσσος «Ιδρουντινός» (δηλαδή από το Οτράντο) ήταν επίσης φίλος τού Βαρδάνη. Ο Ιωάννης ήταν φλογερός Γιβελλίνος (φιλο-αυτοκρατορικός) και αυτοκρατορικός γραμματέας. Ήταν επίσης άλλοτε μαθητής και μακροχρονίως φίλος τού ηγούμενου Νεκτάριου. Ο γιος τού Ιωάννη, ο Νικόλαος Γράσσος (Nicola Grassus) έγραψε μικρά ποιήματα σε ιαμβικά τετράστιχα για τον Χριστό, την Παναγία και τούς αγίους. Ένας άλλος ποιητής τής «σχολής τού Οτράντο» ήταν ο Γεώργιος ο Χαρτοφύλαξ, αρχειοφύλακας τής εκκλησίας τής κοντινής Καλλίπολης (Γκαλλίπολι), ένας ακατέργαστος αλλά ικανός τύπος, που ξάπλωνε στους πρόποδες τού Παρνασσού και έγραφε ποιήματα αρκετά ισχυρά ώστε να ευχαριστούν τον ίδιο, αν ίσως όχι τούς συνανθρώπους του.

Πλούσιες μνήμες ήσαν ακόμη προσκολλημένες στον ιερό περίβολο τού Σαν Νικόλα τού Κάζολε, όταν οι Τούρκοι επιτέθηκαν στο μοναστήρι, έβαλαν φωτιά στις στέγες και τις έριξαν στο έδαφος, καθώς οι τρομοκρατημένοι μοναχοί τρέπονταν σε φυγή για να σώσουν τη ζωή τους. Γνωρίζουμε τα ονόματα είκοσι περίπου ηγουμένων τού Κάζολε, από την ίδρυση τού μοναστηριού το 1098-1099 μέχρι το έτος 1469, αλλά το όνομα και η μοίρα των δύστυχου ηγούμενου το 1480 μάς διαφεύγει ακόμα. Με την καταστροφή τού μοναστηριού η αργυρή εποχή τού Οτράντο έφτανε στο τέλος της. Όμως η νότια χώρα τού Σαλέντο παράκμαζε πολύ πριν η εισβολή των Τούρκων σπάσει την απαλή ηρεμία τής ζωής ανάμεσα στους ελαιώνες και τούς αμπελώνες. Δεν υπήρξε ανάκαμψη για το μοναστήρι τού Κάζολε. Μέχρι τουλάχιστον τις αρχές τού 16ου αιώνα ένας ηγούμενος και ορισμένοι μοναχοί εξακολουθούσαν να κατοικούν στον Σαν Νικόλα, που ήταν γεμάτος με τα συντρίμμια τής τουρκικής καταστροφής. Έγιναν προσπάθειες για διατήρηση ή ακόμη και ανασυγκρότηση, γιατί το μοναστήρι είχε εισόδημα από περιουσίες διάσπαρτες σε όλη τη φτέρνα τής Ιταλίας. Μάλιστα ο Σαν Νικόλα είχε υπάρξει για περισσότερο από δύο αιώνες το πλουσιότερο Bασίλειο μοναστήρι στη χερσόνησο. Αλλά από τις αρχές τού 17ου αιώνα η μονή ερημώθηκε, αν και πρέπει να σημειώσουμε ότι το 1665 δύο ιερείς έκαναν λειτουργία κάθε μέρα στην ευρύχωρη εκκλησία, για την πνευματική ευημερία των λίγων χωρικών που ζούσαν στη γύρω περιοχή. Η εκκλησία εγκαταλείφθηκε κατά τον 18ο αιώνα. Από τις αρχές τού 19ου έκλεισε, επειδή είχε καταστεί στατικά επισφαλής. Τώρα λίγα έχουν απομείνει από την εκκλησία, εκτός από ένα τοξωτό τοίχο τού κοιλώματος τού ναού με συστάδες στηλών σε κάθε πλευρά. Το κεντρικό κλίτος τού ναού έχει μετατραπεί σε αποθήκη πέτρας, στοιβαγμένης σε σωρούς προς τον τοξωτό τοίχο και σκορπισμένης γύρω σε αφθονία, θλιβερό μνημείο τής τουρκικής κατοχής για κάτι που είχε υπάρξει σημαντικός τόπος.

Η απόφαση τού Σίξτου Δ’ να αναλάβει επιθετική δράση κατά των Τούρκων σύντομα εκτράπηκε. Βέβαια στις 27 Μαΐου 1482 ευχαρίστησε τούς Ραγουσαίους για την αποστολή ειδήσεων σχετικών με «τα σχέδια και τις επινοήσεις των τυράννου των Τούρκων εναντίον των χριστιανών» (apparatus quos contra Christianos Turcorum tirannus facit et quid moliatur) και τούς προέτρεπε να τον κρατούν ενήμερο στο μέλλον, διαβεβαιώνοντάς τους ότι θα έκανε πάντοτε ό,τι μπορούσε για να αντιμετωπίσει τον τουρκικό κίνδυνο με τον ταχύτερο δυνατό τρόπο.39 Όμως η προσοχή του βρισκόταν ήδη αλλού. Ο Σίξτος είχε μάλιστα παγιδευτεί σε άλλον ιταλικό πόλεμο, τον οποίο όφειλε στις δολοπλοκίες τού ανηψιού τού Τζιρολάμο Ριάριο, ο οποίος είχε συνάψει συμμαχία με τη Βενετία εναντίον τού βασιλιά Φερράντε τής Νάπολης. Ο Ριάριο είχε εκφράσει την επιθυμία να επισκεφτεί τη Βενετία και να διαβουλευθεί με τη Σινιορία ήδη από τον Ιούλιο τού 1481.40 Πήγε στις 9 Σεπτεμβρίου και «τον υποδέχθηκαν σαν αυτοκράτορα».41

Οι Ενετοί ήθελαν να καταστρέψουν το δουκάτο των Έστε τής Φερράρας, γιατί από τότε που είχε ανεβεί στον θρόνο τού δουκάτου ο ισχυρογνώμων Έρκολε ντ’ Έστε τον Αύγουστο τού 1471, είχε προσπαθήσει να χαλαρώσει τα εμπορικά δεσμά, με τα οποία οι έμποροι στη λιμνοθάλασσα είχαν δέσει το κράτος του. Η Βενετία διατηρούσε «υπαρχηγό» (vicedominus) στη Φερράρα, για να επιβλέπει την τήρηση των διαφόρων συμφώνων, που έδεναν τα χέρια τού Έρκολε σε βάρος των υπηκόων του. Ενισχυμένος από το γάμο του με την Ελεονόρα, την κόρη τού Φερράντε, καθώς και από δεσμούς αυξανόμενης φιλίας με τον Λορέντσο Μέδικο και με τούς Σφόρτσα τού Μιλάνου, ο Έρκολε κοίταζε αλλού όταν οι έμποροί του έσπασαν τις συμβάσεις, με τις οποίες οι Ενετοί προσπαθούσαν να περιορίσουν την ελευθερία τους να εμπορεύονται. Οι αξιωματούχοι τής Φερράρας αγνόησαν τις απαλλαγές από δασμούς και τα παρόμοια, που είχε εξασφαλίσει η Δημοκρατία τα προηγούμενα χρόνια, απαλλοτρίωσαν ενετικές περιουσίες και γενικά εξόργιζαν τη Γερουσία με τις υποτιθέμενες στενοκέφαλες διαδικασίες τους.42

Απρόθυμος να ανταμείψει κάπως τον Φερράντε για την εγκατάλειψή του στον πόλεμο τής Τοσκάνης, ο πάπας Σίξτος πήρε το μέρος τού Ριάριο, ο οποίος είχε σχέδια για τη Φαέντσα και πάνω απ’ όλα επιθυμούσε να ανατρέψει τον Φερράντε και το αραγωνικό καθεστώς στη Νάπολη. Η Βενετία θα έπαιρνε τη Φερράρα για τη βοήθειά της. Στα μέσα Απριλίου ο Φερράντε εισέβαλε στα παπικά κράτη,43 ενώ περίπου δύο εβδομάδες αργότερα η Βενετία κήρυξε τον πόλεμο κατά τού Έρκολε ντ’ Έστε. Για να αντισταθμίσουν τη συμμαχία παπισμού και Βενετίας, η Νάπολη και η Φερράρα βρήκαν υποστήριξη στη Φλωρεντία και το Μιλάνο, στη Μάντουα και το Ουρμπίνο.

Ο γιος τού Φερράντε, ο Aλφόνσo, δούκας τής Καλαβρίας, μετέφερε τον πόλεμo στα τείχη τής ίδιας τής Ρώμης κατά τη διάρκεια τού τέλους τής άνοιξης και στις αρχές τού καλοκαιριού,44 ενώ η Καμπανία λεηλατούνταν από τουρκική δύναμη ιππικού, την οποία ο Aλφόνσο είχε προσλάβει μετά την παράδοση τού στρατού τού σουλτάνου στο Οτράντο.45 Όταν όμως στα τέλη Ιουλίου ο Ρομπέρτο Μαλατέστα, ο γιος τού ασεβούς Σιγκισμόντο, έφτασε στη Ρώμη επικεφαλής των παπικών και ενετικών στρατευμάτων, ο Αλφόνσο υποχώρησε νότια, πέρα από το Βελλέτρι, στα Έλη τού Ποντίνο, πηγαίνοντας προς την Τυρρηνική ακτή στην κατεύθυνση τού Άντσιο και τού Νεττούνο. Στάθηκε στο Καμπομόρτο, ένα μοναχικό σταυροδρόμι περίπου οκτώ μίλια από το Άντσιο. Εδώ ο Ρομπέρτο Μαλατέστα νίκησε τον Aλφόνσο στις 21 Αυγούστου 1482, και τον έστειλε τρέχοντας νοτιότερα προς την Τερρατσίνα και την προστασία τού ναπολιτάνικου στόλου.46 Αλλά ο Ρομπέρτο πέθανε από πυρετό λίγες εβδομάδες αργότερα. Σε λίγο η παπική παράταξη πιεζόταν τόσο σκληρά, όπως και πριν. Και ο Σίξτος Δ’, που γινόταν καχύποπτος με τούς Ενετούς, συμφώνησε ειρήνη με τη Νάπολη, τη Φλωρεντία και το Μιλάνο στις 12 Δεκεμβρίου 1482. Με τούς όρους τής συνθήκης, στην οποία μπορούσαν να περιληφθούν και οι Ενετοί αν το επιθυμούσαν, εξασφαλιζόταν η ανεξαρτησία τού δουκάτου τής Φερράρας, αλλά οι Ενετοί απέρριψαν τούς όρους και έδωσαν διέξοδο στην οργή τους επιτιθέμενοι στον Σίξτο, για την από μέρους του εγκατάλειψη τής συμμαχίας, την οποία είχε επινοήσει ο ίδιος ο ανηψιός του.47

Η επιμονή των Ενετών εναντίον τού δουκάτου τής Φερράρας προκάλεσε τη συγκρότηση ένωσης εναντίον τους. Τα μέλη της περιλάμβαναν τον παπισμό, τη Νάπολη, τη Φερράρα, τη Φλωρεντία και το Μιλάνο. Ο Σίξτος βυθιζόταν τώρα σε έναν ακόμη νέο πόλεμο με τον συνηθισμένο του ζήλο, επιβάλλοντας απαγόρευση στη Βενετία τον Μάιο τού 1483.48 Αλλά ύστερα από περισσότερο από ένα χρόνο πολύ ασύνδετης συνεργασίας με τον παπισμό, ο Λοντοβίκο Μαρία Σφόρτσα, ο αποκαλούμενος «Μαυριτανός» (il Moro), τότε κυβερνήτης τού Μιλάνου, δεν έβλεπε όφελος από τη συνέχιση τού πολέμου. Ήθελε απλώς να βρίσκονται οι Ενετοί υπό έλεγχο, όχι ηττημένοι και ως αποτέλεσμα τής αποχώρησής του από τον ανταγωνισμό οι Ενετοί κατόρθωσαν να εξασφαλίσουν πολύ ευνοϊκούς όρους στην ειρήνη τού Μπανιόλο (στις 7 Αυγούστου 1484), η οποία έβαλε οριστικό τέλος στον άδοξο πόλεμο. Ο Σίξτος Δ’ καταλάβαινε την ιδιοτέλεια, όταν την έβλεπε. Καταδίκασε την άπιστη αδιαφορία τού Μόρο για την Αγία Έδρα, ενώ η τελευταία πολιτική του πράξη ήταν η απόρριψη των όρων τού Μπανιόλο.49

Οι ειδήσεις από την Κεντρική Ευρώπη είχαν στο μεταξύ μεγαλώσει πολύ τις ανησυχίες τής παπικής κούρτης. Ο Σίξτος είχε στείλει στην ταραγμένη περιοχή τον καλό του φίλο και πιστό υπηρέτη Μπαρτολομέο ντε Μαράσκι, επίσκοπο Βενετίας (Τσιττά ντι Καστέλλο, 1474-1487) και οι αναφορές τού τελευταίου τον Οκτώβριο τού 1483 από τη Βοημία και την Ουγγαρία έδειχναν την Κεντρική Ευρώπη να διασπάται σε χάος: «…Ληστείες, ατιμώσεις, πυρπολήσεις, διαπράττονται πολλές και φρικτές δολοφονίες, σφάζονται ιερείς, έτσι ώστε αυτοί που δεν έχουν, να αποσπάσουν χρυσάφι» (…Rapinae, stupra, incendia, plurimae atque horrendae caedes committuntur, iugulantur sacerdotes ut quod non habent aurum ex[s]olvant…). Ο βασιλιάς Ματίας Κορβίνους τής Ουγγαρίας έκανε συνεχείς επιθέσεις στα εδάφη τού ασταθούς αυτοκράτορα Φρειδερίκου Γ’, ο οποίος είχε χάσει από τον δυναμικό του αντίπαλο πολλά κάστρα και πόλεις στην Καρινθία, την Καρνιόλα, τη Στυρία και την Αυστρία. Ο Φρειδερίκος σερνόταν απλώς από μέρα σε μέρα με τη συνήθη ατάραχη ανικανότητά του (et quotidie serpit serenissimus vero imperator, ad hue dormitat). Όμως πίστευαν ότι σχεδίαζε κάποια μεγάλη κίνηση, γιατί προφανώς δεν θα μπορούσε να ανεχθεί την απώλεια τόσων πολλών σημαντικών εκτάσεων. Ο επίσκοπος Μπαρτολομέο είχε φτάσει στη Βούδα στις 16 Οκτωβρίου 1483. Ο Κορβίνους τον υποδέχθηκε την επόμενη μέρα. Προσπάθησε να πείσει τον Κορβίνους, εξ ονόματος τού πάπα, «να απέχει από πόλεμο κατά τού αυτοκράτορα», θυμίζοντάς του ότι ήταν υιοθετημένος γιός τού αυτοκράτορα και ότι δεν ήταν σωστό ένας γιος να αγωνίζεται έτσι εναντίον τού πατέρα του.

Τίποτε δεν έκανε τον σουλτάνο Βαγιαζήτ Β’ πιο ευτυχισμένο από αυτόν τον πόλεμο, καθώς σχεδίαζε ακόμη μεγαλύτερα δεινά για τον Χριστιανισμό από εκείνα που είχε διαπράξει ο πατέρας του. Ο Βαγιαζήτ είχε πλέον το άφθονο χρυσάφι τού Μωάμεθ Β’ και ήταν πιο δημοφιλής μεταξύ των Τούρκων στρατιωτών από τον «αυστηρό, άπιστο και σκληρό πατέρα του». Ήξερε ότι οι Ούγγροι είχαν φθαρεί, δεν διέθεταν χρήματα και είχαν υποστεί μεγάλες απώλειες σε ανθρώπινες ζωές. Σε όλα αυτά ο Κορβίνους απαντούσε ότι στην πραγματικότητα πάντα επιθυμούσε ειρήνη με τον Φρειδερίκο, αλλά δεν έπαιρνε παρά μόνο πόλεμο από αυτόν, καθώς παρακινούσε τον γιο του Μαξιμιλιανό ή τον βασιλιά τής Πολωνίας ή άλλους να τού επιτεθούν, όταν αυτός ήταν απασχολημένος με τον Τούρκο. Ο Κορβίνους μιλούσε με αγανάκτηση και περιέγραφε με υπερβολές τις ζημιές που είχε υποστεί στα χέρια των Αψβούργων. Ο Μπαρτολομέο προσπαθούσε να τον ηρεμήσει, υπενθυμίζοντάς του ότι ο Φρειδερίκος ισχυριζόταν επίσης ότι είχε κάνει διάφορα λάθη εναντίον του, στα οποία η έντονη ευφυΐα και η ευγλωττία τού Κορβίνους είχαν έτοιμη μια ανταπάντηση. Η προσωπικότητα τού μεγάλου Ούγγρου είχε κάνει βαθιά εντύπωση στον Ιταλό επίσκοπο: «Παναγιώτατε πατέρα, ο βασιλιάς τής Ουγγαρίας είναι σαν τον Άρη, δεν σκέφτεται τίποτε άλλο πέρα από τον πόλεμο!» (Beatissime pater, rex Ungariae Mars ipse est, nihil nisi bellum cogitans!). Το βαρύ πυροβολικό τού Κορβίνους, τορμέντα και μπομπάρδες, ήταν τρομερό. Ο Μπαρτολομέο είχε δει μια πέτρινη οβίδα κανονιού βάρους 1.500 λιμπρών. Παντού στη Βούδα τα στοιχεία έδειχναν ότι ο Κορβίνους ετοιμαζόταν να διευρύνει τις προσπάθειές του εναντίον τού Φρειδερίκου και όχι να κάνει ειρήνη με αυτόν.

«Νόμιζα ότι ο βασιλιάς είχε εξαθλιωθεί από τούς καθημερινούς πολέμους του», έγραφε ο Μπαρτολομέο στον πάπα, «πράγμα που μού είχαν επίσης πει στο Κένιγκρατς (Χράντετς Κράλοβε), ενώ αναφερόμενος στους λόγους για τούς οποίους έπρεπε να κάνει ειρήνη, δεν έδινα τη μικρότερη έμφαση σε αυτόν. Θυμάμαι λοιπόν ότι περίπου στις 20 [Οκτωβρίου] κάποιος φίλος με προσκάλεσε να δω το παλάτι τού βασιλιά…». Ο πλούτος τής ιματιοθήκης τον κατέπληξε, όπου τα πολύτιμα ρούχα της ήσαν φορτωμένα με χρυσό, κοσμήματα, και μαργαριτάρια, Υπήρχαν μεγάλοι τάπητες στους τοίχους και μεγάλος αριθμός χρυσών και ασημένιων δοχείων «δουλεμένων με θαυμαστή τέχνη». Ο Μπαρτολομέο είδε ένα φανοστάτη τέτοιου βάρους, που θα είχε αξία 3.500 δουκάτων, τον οποίο περιέγραψε με όλο τον θαυμασμό τού Αναγεννησιακού εκκλησιαστικού, που τού άρεσε να περιβάλλεται από ομορφιά και χλιδή. Είχε δει σταυρούς, θαυμάσια στολίδια βωμών, πεντακόσια μεγάλα ασημένια πιάτα, τριακόσια χρυσά κύπελλα και άλλα παρόμοια υλικά, «πολύτιμα, εξαίσια βάζα» (preciosissima, exquisita vasa), «ενώ είδα μια αίθουσα τόσο φορτωμένη, που δεν νομίζω ότι θα την ξεπερνούσε η δόξα τού Σολομώντα». Ο Μπαρτολομέο δεν αναφέρει τη βιβλιοθήκη τού Κορβίνους με όμορφα χειρόγραφα. Όσες κακουχίες κι αν είχαν συναντήσει ο Κορβίνους και ο διάσημος πατέρας του Ιωάννης Χούνιαντι στο πεδίο τής μάχης, προφανώς η προσωπική φτώχεια δεν περιλαμβανόταν σε αυτές.

Όμως ο Μπαρτολομέο ντε Μαράσκι δεν επέτρεψε στον εαυτό του να καταβληθεί από το μεγαλείο τής ιδιωτικής ζωής τού Ματίας Κορβίνους και όταν αργότερα τον δέχθηκαν ενώπιον τού βασιλιά συνέχισε να κηρύσσει την ειρήνη. Ο Κορβίνους ήταν λογικός και συμπαθής, αλλά θύμωσε λίγο όταν θυμήθηκε τις αδικίες που τού είχαν κάνει στο παρελθόν. Κανείς δεν γνωρίζει καλύτερα από αυτόν τη δύναμη και τις προετοιμασίες τού Τούρκου (στις οποίες ο Μπαρτολομέο έδωσε μη απαιτούμενη έμφαση). Ήθελε ειρήνη με τις χριστιανικές δυνάμεις, αλλά αγανακτούσε ολόκαρδα με τις επιθέσεις των Αψβούργων, «ενώ όταν μιλούσε για τούς Ενετούς, τούς κατηγορούσε για υπουλότητα και όχι μόνο απέναντι στον ίδιο, αλλά απέναντι σε όλους τούς βασιλείς τής Ουγγαρίας». Ο Κορβίνους κράδαινε έγγραφα για να αποδείξει το δίκιο του και ζήτησε από τον Μπαρτολομέο να στείλει αντίγραφά τους στον πάπα και στους καρδινάλιους. Ακουγόταν λίγο σαν παρανοϊκός καθώς κατήγγειλε την προδοσία των αντιπάλων του, αλλά ακουγόταν επίσης ειλικρινής και δεν στερούνταν αίσθησης τού χιούμορ. Έλεγε ότι γνώριζε ότι η υπόθεσή του ήταν δίκαιη. Το ίδιο έλεγαν και οι ηγεμόνες τής Γερμανίας. Όταν ο Μπαρτολομέο ρώτησε με χαμόγελο αν ο τότε πόλεμος με τον αυτοκράτορα θα συντελούσε πολύ στη δόξα του, δεδομένου ότι

ένα λιοντάρι πολεμούσε με ένα ποντίκι, για μια στιγμή πιάστηκε από τη φράση, γι’ αυτό συνέχισα, προσευχόμενος να διάλεγε την καλοσύνη, την ευσέβεια και τη θρησκεία για να ξεπεράσει τις μηχανορραφίες, τις απάτες και τις ζημιές για τις οποίες μιλούσε, να στρέψει τα όπλα του εναντίον των Τούρκων, ώστε να κάνει το όνομά του πιο διάσημο και σεβαστό, ενώ έτσι θα άνοιγε τελικά ο δρόμος προς τον ουρανό, όπου θα μπορούσε να απολαύσει όχι φευγαλέα και ανούσια φήμη, αλλά αληθινή και αιώνια δόξα με τον Χριστό…

Σύμφωνα με τον Μπαρτολομέο οι ίδιοι οι Ούγγροι δεν ήθελαν τον πόλεμο, ούτε η βασίλισσα, και η αναζήτηση ειρήνης έπρεπε απλά να συνεχιστεί «μέχρι να τεθεί ένα τέλος σε αυτή την ασθένεια, από την οποία θα βλέπαμε τη χριστιανική κοινοπολιτεία να μαραζώνει: [ο βασιλιάς] απάντησε ότι θα έκανε από την πλευρά του ό,τι ήταν δυνατό, μού έδωσε το χέρι του με τη μεγαλύτερη ευγένεια και είπε στους ιεράρχες του να με οδηγήσουν στο σπίτι μου».

Οι συνομιλίες τους επαναλήφθηκαν την επόμενη μέρα, διερευνώντας το δρόμο τής ειρήνης στην Κεντρική Ευρώπη. Ο Μπαρτολομέο δείπνησε με τον Κορβίνους, τη βασίλισσα, τον βοεβόδα Στέφανο τής Τρανσυλβανίας και τον Ιωάννη ντε Προύις, τον επίσκοπο τού Γκροσβαρντάιν (Ναγκυβάραντ, Οράντεα) «έναν ευνοούμενο τού βασιλιά και τής βασίλισσας, που σέβεται πολύ την Αγιότητά σας». Παρακολούθησε και άλλες λειτουργίες τής αυλής, ενώ κήρυσσε στον βασιλιά την ειρήνη με τον Φρειδερίκο σε κάθε δυνατή ευκαιρία. Μιλούσαν για μα δίαιτα, που θα μπορούσε να συγκληθεί για τη διευθέτηση τού αυστρο-ουγγρικού πολέμου. Ο Κορβίνους θεωρούσε ότι οι Ενετοί ήσαν λίγο καλύτεροι από τούς Τούρκους. Και φυσικά οι Γερμανοί σήκωναν τα όπλα ο ένας εναντίον τού άλλου όχι με λιγότερο ενθουσιασμό απ’ ό,τι εναντίον των Τούρκων. Έτσι συνεχίζονταν οι συνομιλίες τους. Η μακροσκελής επιστολή τού Μπαρτολομέο προς τον Σίξτο Δ’ κλείνει με μια αναφορά που τού έδωσε ο βοεβόδας Στέφανος τής Τρανσυλβανίας, για την επίμονη και δυσοίωνη κίνηση των Τούρκων μέχρι το Δούναβη.50

Μια άλλη επιστολή τού επισκόπου Μπαρτολομέο προς τον πάπα, γραμμένη στη Βούδα στις 24 Οκτωβρίου 1483, σχετίζεται με τις συζητήσεις που είχε με τον Κορβίνους για τον Τζεμ σουλτάνο, «τον οποίο κρατούν οι Ιππότες τής Ρόδου». Ο Κορβίνους ονειρευόταν σχέδια να χρησιμοποιήσει τον Τζεμ εναντίον τού αδελφού τού Βαγιαζήτ Β’, τον οποίο λεγόταν τώρα ότι αντιπαθούσαν γενικά στην οθωμανική αυτοκρατορία. Μερικοί από τούς κορυφαίους πασάδες είχαν ήδη συνωμοτήσει κρυφά με τον Τζεμ για να σκοτώσουν τον Βαγιαζήτ στο πεδίο τής μάχης, αλλά το σχέδιο απέτυχε, λόγω τής βιαστικής δράσης τού ίδιου τού Τζεμ και τής υποχώρησης των στρατευμάτων του κατά την κρίσιμη στιγμή. Ένας αποστάτης πασάς, που είχε βγει από τουρκική φυλακή, βρισκόταν τότε στη Βούδα, ενθαρρύνοντας τον Κορβίνους και τον Πέτερ ντε Βάρντα, αρχιεπίσκοπο τής Κάλοσα στην Ουγγαρία, με την ελπίδα ότι μια προδοσία στην Πύλη θα μπορούσε ακόμη να ρίξει τον Βαγιαζήτ. Ο Κορβίνους πρότεινε να στείλει το πασά στη Ρώμη και ζήτησε από τον Μπαρτολομέο να επιτρέψει σε ένα μέλος τού νοικοκυριού του να συνοδεύσει τον Τούρκο στην παπική κούρτη, αίτημα το οποίο ο Μπαρτολομέο φυσικά αποδέχτηκε και έγραψε αμέσως στην Αγιότητά του, «από τον οποίο ζήτησα εξ ονόματος τού βασιλιά να δεχθεί τον Τούρκο πασά ενώπιόν του». Στον πασά έπρεπε επίσης να επιτραπεί να δει τον Τζεμ, τού οποίου ο Κορβίνους επιθυμούσε να εξασφαλίσει την κατοχή, ώστε να τον χρησιμοποιήσει ως συμβολικό ηγέτη εναντίον τού σουλτάνου. Ο Μπαρτολομέο καθιστά απολύτως σαφές ότι ο Κορβίνους ήθελε να προσθέσει το μεγαλύτερο δυνατό μέρος τής πρώην Βυζαντινής αυτοκρατορίας στην επικράτειά του, ενώ κλείνει την επιστολή του με άλλη μια έκφραση τού θαυμασμού του για τον μαχητικό μονάρχη, στους φαρδείς ώμους τού οποίου φαινόταν να στηρίζεται τότε η Κεντρική Ευρώπη.51

Εδώ και μερικά χρόνια ο τουρκικός κίνδυνος θα ήταν μάλλον μικρότερος απ’ ό,τι φαινόταν να νομίζει ο Μπαρτολομέο ντε Μαράσκι. Εν πάση περιπτώσει, μια διχασμένη Ιταλία είχε αποτινάξει τούς Τούρκους εισβολείς με σχεδόν θαυματουργό τρόπο. Όπως ο Μωυσής και οι Ισραηλίτες είχαν δραπετεύσει από τη δουλεία στην Αίγυπτο και τα εφορμώντα νερά τής Ερυθράς Θάλασσας είχαν καταπιεί τον Φαραώ και το στράτευμα που τούς καταδίωκε (Έξοδος, 14), έτσι ήταν πια νεκρός και ο σουλτάνος Μωάμεθ Β’ και έτσι τα τουρκικά στρατεύματα είχαν αναχαιτιστεί στη Ρόδο και νικηθεί στο Οτράντο. Ενώ η πόλη και η παπική κούρτη εξακολουθούσαν να στοχάζονται με θαυμασμό αυτές τις χριστιανικές νίκες, ένας ζωγράφος εργαζόταν την άνοιξη τού 1482 πάνω σε σκαλωσιές, που είχαν στηθεί στον νότιο τοίχο τού νέου μεγάλου παρεκκλησίου τού ανακτόρου (capella maior palatii) τής πρόσφατα ολοκληρωμένης Καπέλλα Σιξτίνα. Στην πραγματικότητα εργαζόταν για την κατασκευή ψηφιδωτού με το θέμα που είχε προτείνει η βούλλα, την οποία ο Σίξτος Δ’ είχε κυρώσει στα τέλη τού καλοκαιριού τού 1480. Ο κύριος εχθρός τής πίστης είχε τελικά πεθάνει σε ήττα, οι δυνάμεις του είχαν αποκρουστεί από τον Θεό, «όπως τα άρματα τού Φαραώ που έπεσαν στη θάλασσα» (qui currum Pharaonis deiecit in mare).52

Η τοιχογραφία τού πνιγμού τού Φαραώ και των Αιγυπτίων στην Καπέλλα Σιξτίνα μπορεί να θεωρηθεί σε δύο επίπεδα αναπαράστασης. Αφηγείται την ιστορία τής Εξόδου και τιμά τη μνήμη τής τουρκικής ήττας. Προς τα αριστερά τής εικόνας, ακριβώς πίσω από τον αριστερό ώμο τού Μωυσή, βρίσκεται η γενειοφόρος μορφή τού καρδιναλίου Βησσαρίωνα, που κρατά την αργυρή και επίχρυση λάρνακα, η οποία περιέχει τη σεβάσμια κάρα τού Αγίου Ανδρέα, σε στάση την οποία είχαν δει χιλιάδες τον Απρίλιο τού 1462, κατά την υποδοχή τού λειψάνου στο Βατικανό. Ο Βησσαρίων είχε πεθάνει μια δεκαετία πριν ζωγραφιστεί αυτή η τοιχογραφία, αλλά παρέμενε το σύμβολο τής αντι-τουρκικής σταυροφορίας. Η παρουσία του στην εικόνα δείχνει σαφώς ότι οι Ανατολίτικες δυνάμεις που χτυπιούνται από τα καταπίνοντα κύματα είναι στην πραγματικότητα οι Οσμανλή, οι Οθωμανοί, οι οποίοι είχαν διασχίσει τις θάλασσες για να επιτεθούν στη Ρόδο και στο Οτράντο και επί των οποίων ο μεγάλος μάγιστρος ντ’ Ωμπουσσόν και ο καρδινάλιος Καμποφρεγκόζο είχαν επιτύχει τις νίκες, στην ανάμνηση των οποίων χρησίμευε η τοιχογραφία.53 Το 1481 ο Αντρέα Γκουατσαλότι έφτιαξε χρονολογημένο μετάλλιο, με το πορτρέτο τού Σίξτου Δ’ στην εμπρόσθια όψη και στην οπίσθια τη φιγούρα τής Κωνσταντίας που κρατά μεγάλο μπαστούνι, ο αριστερός τής Αγκώνας στηρίζεται σε στήλη και στα πόδια της υπάρχουν γαλέρες, σκυφτοί Τούρκοι, όπλα και λάβαρα.54

Ο πάπας Σίξτος Δ’ είχε άφθονο χρόνο να χειρίζεται αυτό το μετάλλιο για την πλήρη ικανοποίησή του και να αναπολεί το ζωγραφικό έργο τής Καπέλλα πριν πεθάνει την Πέμπτη 12 Αυγούστου 1484.55 Η ατέλειωτη διαμάχη μεταξύ των Ορσίνι και των Κολόννα, που μαινόταν με ιδιαίτερη μοχθηρία μέσω των πρόσφατων πολέμων, απείλησε για μια στιγμή να καταστρέψει μεγάλες εκτάσεις στη Ρώμη. Οι Κολόννα μισούσαν τούς ντέλλα Ρόβερε. Ο Τζιρολάμο Ριάριο έσπευσε πίσω στην πόλη από την πολιορκία τού Παλιάνο. Η δραστήρια σύζυγός του Κατερίνα κατέλαβε το Καστέλ Σαντ’ Άντζελο. Και οι σύμμαχοί τους, οι Ορσίνι, οχυρώθηκαν απέναντι σε ενδεχόμενη επίθεση κατά μήκος τού ποταμού, στο κάστρο τού Μόντε Τζιορντάνο, στο αρχαίο Πεδίον τού Άρεως (Campus Martius). Μετά τον θάνατο τού Σίξτου ο λαός τής Ρώμης στράφηκε εναντίον τής παράταξης Ρόβερε-Ριάριο. Επευφημήθηκαν οι Κολόννα. Ο Σίξτος, ο κατασκευαστής τής Καπέλλα Σιξτίνα, ο επανιδρυτής τής Βιβλιοθήκης και των Αρχείων τού Βατικανού, ο προστάτης των τεχνών και τής λογοτεχνίας, ο καλλωπιστής τής Ρώμης και σχεδόν τριάντα άλλων πόλεων στην Ιταλία, έχει αντιμετωπιστεί σκληρά από πολλούς ιστορικούς, οι οποίοι έχουν δώσει αδικαιολόγητη αξιοπιστία στις δυσάρεστες μομφές που διατύπωσε για τη ζωή του ο σύγχρονός του χρονικογράφος Στέφανο Ινφεσσούρα.56 Αλλά ακόμη και μια γενναιόδωρη κρίση τής σταδιοδρομίας του δεν θα τον απάλλασσε από σοβαρό παράπτωμα. Αν και είχε σαφές όραμα τού τουρκικού προβλήματος και ήταν πράγματι ανήσυχος για την επίλυσή του με μεγάλη επιθετική δράση κατά τής Πύλης, ο Σίξτος ήταν αθεράπευτος και ξεδιάντροπος νεποτιστής, ο οποίος εσκεμμένα προκαλούσε σύγχυση στην ευημερία τής εκκλησίας με την άνοδο των πολλών του ανηψιών. Είχε διορίσει τούς περισσότερους από τούς καρδινάλιους, που εξέλεξαν τούς ανάξιους διαδόχους του, τον Ιννοκέντιο Η’ και τον Αλέξανδρο ΣΤ’.

<-11. Ο Πιέρ ντ’ Ωμπουσσόν και η πρώτη Πολιορκία τής Ρόδου (1480) 13. Ο Ιννοκέντιος Η’, ο σουλτάνος Τζεμ και η Σταυροφορία (1484-1490)->
error: Content is protected !!
Scroll to Top