<-10. Ο Σίξτος Δ’ και η τουρκική κατάληψη τού Οτράντο (1471-1480) | 12. Ο Σίξτος Δ’ και η ανάκτηση τού Οτράντο (1480-1484)-> |
11
Ο Πιέρ ντ’ Ωμπουσσόν και η πρώτη Πολιορκία τής Ρόδου (1480)
![]() |
![]() |
Μετά την άλωση τής Κωνσταντινούπολης περισσότερο ή λιγότερο σοβαρά περιστατικά είχαν εμπλέξει τούς Ιωαννίτες Ιππότες τής Ρόδου σε εχθροπραξίες με τούς Τούρκους, τούς Αιγυπτίους, ακόμη και με τούς Ενετούς. Παρά την αύρα τής ιπποσύνης, την οποία μεταγενέστεροι ιστορικοί τού Τάγματος έχουν ρίξει πάνω στους Ιππότες, γεγονός είναι ότι η πειρατεία και το δουλεμπόριο αποτελούσαν τις κύριες πηγές εσόδων τους. Μολονότι αντιστέκονταν στις επιθέσεις Τούρκων πειρατών, έκαναν επιδρομές σε μουσουλμανικά εμπορικά πλοία, καθώς και σε χριστιανικά πλοία που μετέφεραν μουσουλμάνους εμπορευόμενους. Από την εποχή τής εκλογής τού Πιέρ ντ’ Ωμπουσσόν, ηγούμενου τής Ωβέρνης, ως μεγάλου μάγιστρου τού Οσπιταλίου στις 17 Ιουνίου 1476,1 οι Ιππότες περίμεναν κάθε άνοιξη για να πληροφορηθούν, αν στόλος και στρατός πολιορκίας είχαν αφήσει τον Βόσπορο, για να αναλάβουν την κατάκτηση τού νησιού τους.
Όταν η Βενετία έκανε τελικά ειρήνη με τούς Τούρκους (τον Ιανουάριο τού 1479), θεωρούνταν ότι ήταν απλώς θέμα μηνών το ξεκίνημα τής επίθεσης. Για τρία χρόνια ο ντ’ Ωμπουσσόν επισκεύαζε και επέκτεινε τα τείχη και τις οχυρώσεις τής πόλης. Σήμερα εξακολουθούν να υπάρχουν περίπου εκατόν πενήντα θυρεοί τού μεγάλου μάγιστρου τοποθετημένοι στις επάλξεις τής Ρόδου. Από αυτούς σχεδόν το ένα τρίτο φέρουν το οικόσημο τού ντ’ Ωμπουσσόν, «κόκκινο σταυρό με άγκυρες σε χρυσό φόντο» (d’or à la croix ancrée de gueules), δείχνοντας κάτι από την έκταση τού έργου του για την επανοχύρωση τής πόλης. Αν και οι περισσότεροι από τούς θυρεούς τού ντ’ Ωμπουσσόν χρονολογούνται από την περίφημη πολιορκία τού 1480 και τον σεισμό τού 1481, μεγάλος αριθμός χρονολογείται στα τρία πρώτα χρόνια τής θητείας του ως μεγάλος μάγιστρος. Ο ντ’ Ωμπουσσόν έχτισε επίσης μεγάλη αποθήκη εφοδίων σε τρόφιμα και πυρομαχικά, προσέλαβε μισθοφόρους, κάλεσε τούς ιππότες τής Ευρώπης να έρθουν να υπερασπιστούν το οχυρό τους στο Αιγαίο2 και έκανε την αναπόφευκτη έκκληση προς τη Ρώμη και τούς ηγεμόνες τής Ευρώπης. Για την πολιορκία τής Ρόδου τού 1480 έχουμε δύο σχεδόν σύγχρονες φιλολογικές πηγές: τον Γκυγιώμ Καουρσέν, υποδιοικητή τού Οσπιταλίου και κάποιον Μαρί Ντυπουί, στρατιώτη ίσως (παρά το όνομα) τής Ωβέρνης, για τούς οποίους τίποτε δεν φαίνεται να είναι γνωστό, εκτός από το ότι έφτασαν στη Ρόδο λίγο μετά την αποχώρηση των Τούρκων.3 Τόσος ήταν ο τρόμος και η σύγχυση εντός των τειχών κατά τη διάρκεια τής πολιορκίας, ώστε δεν συντάχθηκαν δημόσια έγγραφα.4
Εν αναμονή κάποιας αντίδρασης από τη Δύση οι Ιωαννίτες τακτοποιούσαν το κάστρο τους στο νησί τής Κω, καθώς και εκείνο στην Αλικαρνασσό (Μποντρούμ), δέκα μίλια μακριά, στην ηπειρωτική χώρα. Στο ίδιο το νησί τής Ρόδου τα ισχυρά παράκτια κάστρα τού Φέρακλου, τής Λίνδου και τού Moνολίθου τέθηκαν σε ετοιμότητα για την αντιμετώπιση επίθεσης. Το κάστρο στο όρος Φιλέρημος, με την υπέροχη εκκλησία του τής Παναγίας, είχε αφεθεί στους Τούρκους, γιατί ήταν πολύ δύσκολη η υπεράσπισή του. Οι διπλωμάτες ήσαν επίσης δραστήριοι, όπως συμβαίνει συνήθως πριν από μεγάλη σύγκρουση όπλων. Σε συνεδρίαση τού «τακτικού συμβουλίου» στις 14 Απριλίου 1479 διατυπώθηκε προειδοποίηση ενάντια στις τουρκικές προετοιμασίες, που συνεχίζονταν στην Ισταμπούλ «εναντίον τής Ρόδου και των τόπων τής θρησκείας» (contra Rodum et loca religionis),5 αλλά στο τέλος τού καλοκαιριού τού 1479 ο Πιέρ ντ’ Ωμπουσσόν συμφώνησε επίσημα σε ανακωχή με τούς Τούρκους, με τη μεσολάβηση τού δεύτερου γιου τού σουλτάνου Μωάμεθ, τού σουλτάνου Τζεμ. Οι Τούρκοι χρειάζονταν περισσότερο χρόνο για να ετοιμάσουν τον στόλο και τον στρατό τους. Ο μεγάλος μάγιστρος ήθελε περισσότερο χρόνο, για να στείλουν τα ευρωπαϊκά μοναστήρια τα αναμενόμενα στρατιωτικά σώματα ιπποτών. Ο ντ’ Ωμπουσσόν είχε ήδη κάνει ειρήνη με τον Καΐτ μπέη, τον Μαμελούκο σουλτάνο τής Αιγύπτου, ο οποίος δεν είχε καμία επιθυμία να δει τούς Οθωμανούς να εγκαθίστανται στη Ρόδο,6 ενώ είχε εξασφαλίσει εκεχειρία τριανταενός ετών με τον Αμπού Αμρ Ουτμάν, τον ηγεμόνα τής Τυνησίας, με συμφωνία για την εξαγωγή τριάντα χιλιάδων μέτρων σιταριού χωρίς την καταβολή δασμών ή οποιονδήποτε άλλο περιορισμό. Στη γενική συνέλευση που άρχισε στις 29 Οκτωβρίου 1478 ο ντ’ Ωμπουσσόν είχε ήδη περιγράψει στους συγκεντρωμένους ιππότες τον φοβερό κίνδυνο που αντιμετώπιζαν. Είχαν διαβεβαιώσει για την αποφασιστικότητά τους να αντιταχθούν στους Τούρκους μέχρι το τέλος και είχαν αναθέσει στον μεγάλο μάγιστρο ειδικές οικονομικές και στρατιωτικές εξουσίες, ώστε να μπορέσει να αντιμετωπίσει την επερχόμενη κρίση.7
Ο Μωάμεθ Β’ συγκέντρωνε τις χερσαίες δυνάμεις του στην περιοχή τού Σκουτάρι, επί τού Βοσπόρου απέναντι από την Κωνσταντινούπολη, απ’ όπου μετακινήθηκαν σταδιακά προς νότο μέσω Προύσας (Μπούρσα), Περγάμου και Μαγνησίας για να διαχειμάσουν στον κόλπο τού Μαρμαρίς (Φύσκος). Στις αρχές Δεκεμβρίου 1479 ο Τούρκος ναύαρχος Μεσίχ πασάς, μέλος τής πάλαι ποτέ αυτοκρατορικής οικογένειας των Παλαιολόγων,8 έπλευσε με τα πρώτα πλοία στόλου, που λεγόταν ότι τελικά αριθμούσε εκατόν εξήντα πλοία. Έκανε χλιαρή προσπάθεια να εγκαταστήσει προγεφύρωμα κοντά στο κάστρο Φάνες στη βόρεια ακτή τής Ρόδου, ενώ απέτυχε και σε προσπάθεια οκτώ ημερών να καταλάβει στα βόρεια το νησί τής Τήλου, που κατείχαν οι Ιωαννίτες.9 Στη συνέχεια κατέπλευσε στο λιμάνι τού Μαρμαρίς. Στο μεταξύ στη Ρόδο ο μεγάλος μάγιστρος συνέχιζε τις προετοιμασίες του για την επικείμενη τουρκική επίθεση, κατεδαφίζοντας δύο εκκλησίες έξω από τα τείχη, μια από τις οποίες ήταν η εκκλησία τού Αγίου Αντωνίου στα βόρεια τής πόλης, ώστε να μην προσφέρουν καταφύγιο στους Τούρκους, όταν θα έφταναν. Κόπηκαν οπωροφόρα δένδρα και η ξυλεία μεταφέρθηκε στην πόλη. Κόπηκε το κριθάρι, η βρώμη και το σιτάρι και αποθηκεύτηκαν στις σιταποθήκες τής πόλης.10 Μετά τις 29 Απριλίου (1480) δεν επιτρεπόταν σε πλοία να εγκαταλείψουν το λιμάνι τής Ρόδου. Πάρθηκαν τελικές προφυλάξεις για την υπεράσπιση των κατοίκων και ορισμένων οχυρών.11
Οκτώ έθνη ήσαν επιφορτισμένα με την υπεράσπιση των οκτώ τομέων των τειχών τής πόλης και των λιμενικών εγκαταστάσεων (Γαλλία, Γερμανία, Ωβέρνη, «Ισπανία» [Αραγωνία], Αγγλία, Προβηγκία, Ιταλία και Καστίλλη), όπως θα σημειώσουμε και πάλι σε σχέση με την πολιορκία τού 1522, γιατί οι Ιωαννίτες ήσαν οργανωμένοι και ψήφιζαν κατά «γλώσσες» ή έθνη, λίγο-πολύ με τον τρόπο των εκκλησιαστικών συνόδων τού ύστερου Μεσαίωνα, των πανεπιστημίων και ορισμένων άλλων διεθνών σωμάτων. Οι Ιωαννίτες αναφέρονταν συνήθως στα οκτώ έθνη που αποτελούσαν το τάγμα τους ως «γλώσσες», όπως στην καταγραφή τού διατάγματος (γραμμένου στα γαλλικά) τού μεγάλου μάγιστρου Πέδρο Ραμόν Ζακόστα, με το οποίο ανατέθηκε το 1465 σε κάθε «γλώσσα» ο τομέας της για την υπεράσπιση των τειχών και των οχυρώσεων. Μέχρι την εποχή τού Zακόστα υπήρχαν μόνο επτά γλώσσες, αλλά το 1462 αυτός χώρισε την «Ισπανία» σε δύο γλώσσες, από τις οποίες μία περιλάμβανε Aραγωνέζους και Καταλανούς και η άλλη τούς Καστιλλιάνους και τούς Πορτογάλους. Ο κανονισμός τού Zακόστα, που διασώζεται στα «Βιβλία Συμβουλίων» (Libri Conciliorum) των Αρχείων τού Τάγματος στη Μάλτα κάτω από την ημερομηνία 3 Φεβρουαρίου 1465, θέσπισε «τη διαίρεση των θέσεων και των τειχών τής Ρόδου μεταξύ των οκτώ γλωσσών» (la partition des postes et de la muralle de Rode par les VIII langues), ενώ δεν φαίνεται ότι σημειώθηκε σημαντική ανακατανομή των θέσεων μεταξύ τής ημερομηνίας αυτής και τής τουρκικής πολιορκίας τού 1480.12
Παρά τα χρόνια τής προετοιμασίας για την επερχόμενη κρίση, ο μεγάλος μάγιστρος ντ’ Ωμπουσσόν τοποθετούσε τη μεγαλύτερη εμπιστοσύνη του στη θεία βοήθεια και έστειλε να φέρουν την εικόνα τής Παναγίας από την εκκλησία της στο όρος Φιλέρημος (η οποία δεν θα μπορούσε να αντέξει εναντίον των Τούρκων). Οι Ιταλοί έχουν ανακατασκευάσει την εκκλησία και το μοναστήρι τής Φιλερήμου, ένα όμορφο σύνολο κτιρίων, ακριβώς δίπλα από τα ανασκαμμένα θεμέλια τού αρχαίου ναού τής Αθηνάς, όπου η χριστιανική Παρθένος είχε εκτοπίσει την παγανιστική ομόλογό της. Όταν οι Τούρκοι κατέλαβαν τη Ρόδο το 1523, αυτή η εικόνα τής Παναγίας μεταφέρθηκε στη Μάλτα, όπου παρέμεινε μέχρι το τέλος τού 18ου αιώνα. Αφού συλήθηκε ο διάκοσμός της με κοσμήματα από τον Ναπολέοντα Βοναπάρτη, έφτασε στη Ρωσία το 1799, όταν ο τσάρος Παύλος Α’ έγινε μέγας μάγιστρος των Ιωαννιτών.13 Ίσως μη γνωρίζοντας τίποτε για τον παραμερισμό τής Αθηνάς από την Παναγία στο όρος Φιλέρημος, ο κατά τον 17ο αιώνα βιογράφος τού Πιέρ ντ’ Ωμπουσσόν, ο Ιησουίτης αδελφός Μπουχούρ, παρατηρεί: «Όπως το είδωλο τής Αθηνάς ήταν μοιραίο για το λαό τής Τροίας, έτσι ήταν και η εικόνα τής Παναγίας για το λαό τής Ρόδου. Πίστευαν ότι από αυτήν εξαρτιόταν η σωτηρία τής πόλης και δεν θα είχαν τίποτε να φοβηθούν, όσο αυτή ήταν ανάμεσά τους».14 Η εικόηνα τής Παναγίας μεταφέρθηκε σε επίσημη τελετή γύρω από τα τείχη και τουλάχιστον κατά την εποχή τού ντ’ Ωμπουσσόν κρατούσε την πόλη τής Ρόδου υπό την προστασία της.
Όταν ήρθε η άνοιξη, η Ρόδος είχε ανάγκη προστασίας. Αν και μεγάλος τουρκικός στόλος σύντομα θα αναπτυσσόταν στην Αδριατική για την επίθεση κατά τού Οτράντο, που θα συντάραζε ολόκληρη την Ιταλία, ένας άλλος μεγάλος στόλος άφησε τα στενά τής Καλλίπολης τις πρώτες ημέρες τού Μαΐου. Το γεγονός έγινε σύντομα γνωστό στην Ρόδο, όπου ο μεγάλος μάγιστρος στρατολογούσε όσους εκπαιδευμένους πυροβολητές και άλλους μισθοφόρους μπορούσε να βρει. Στις 19 Μαΐου (1480), για παράδειγμα, ανατέθηκε αποστολή στον Γιόχαν Μπέργκερ από το Νόρντλινγκεν, έναν έμπειρο πυροβολητή, ο οποίος είχε στρατολογηθεί ισοβίως στην υπηρεσία τού Τάγματος με μισθό ογδόντα φλουριών ετησίως σε μετρητά και άλλων είκοσι σε ρούχα, καθώς και με διπλάσια από την «καθημερινή τροφή» μοναστηριακού ιππότη. Θα έπαιρνε τις πληρωμές του από «το κοινό ταμείο μας στη Ρόδο».15
Πρέπει να ήταν ακριβώς η μέρα που ο φρουρός στο παρατηρητήριο στον λόφο τού Αγίου Στεφάνου, ο οποίος υψώνεται από την ακτή ακριβώς δυτικά τής περιτειχισμένης πόλης, σήμανε συναγερμό, ότι ο τουρκικός στόλος έφτανε σε ροδιακά ύδατα με πλήρη ταχύτητα. Το Τάγμα χρειαζόταν τις επιδεξιότητες τού Γιόχαν Μπέργκερ. Ο αναστατωμένος κόσμος συγκεντρωνόταν στα τείχη και άλλα υψώματα, για να παρακολουθήσει τα πλοία που περνούσαν το Αμμώδες Σημείο (Σαβούρρα) προς το λιμάνι τού Μαρμαρίς, όπου ενώθηκαν με το απόσπασμα που είχε φτάσει τον προηγούμενο Δεκέμβριο. Οι τουρκικές δυνάμεις επιβιβάστηκαν γρήγορα και μεταφέρθηκαν στη βόρεια ακτή τής Ρόδου, όπου αποβιβάστηκαν στις 23 Μαΐου, 1480. Οι Καουρσέν και Ντυπουί εκτιμούν ότι υπήρχαν περίπου «εκατό πλοία» στον τουρκικό στόλο.16 Άλλες πηγές προσδιορίζουν το μέγεθος τού στόλου τού Μεσίχ πασά από 84 έως 130 πλοία.17 Όμως αργότερα αναφέρθηκε στη Ρώμη ότι ο Πιέρ ντ’ Ωμπουσσόν είχε γράψει στον βασιλιά Φερράντε τής Νάπολης στις 28 Μαΐου, ότι ο τουρκικός στόλος αποτελούνταν από εκατόν εξήντα πλοία και ότι περίπου εβδομήντα χιλιάδες άνδρες είχαν αποβιβαστεί για να πολιορκήσουν την πόλη τής Ρόδου.18
Οι Τούρκοι κατέλαβαν αμέσως ως κέντρο τού καταυλισμού τους τον λόφο τού Αγίου Στεφάνου, την ακρόπολη τής αρχαίας πόλης τής Ρόδου, όπως θα έκαναν και πάλι κατά τη μοιραία πολιορκία τού 1522. Μέρος τού στόλου επέστρεψε στην ακτή τής Ανατολίας για να παραλάβει κι άλλα στρατεύματα από το Μαρμαρίς. Ύστερα από μερικές προκαταρκτικές επιθέσεις για να δοκιμαστούν οι οχυρώσεις των τειχών, οι Τούρκοι επικέντρωσαν τις επιθέσεις τους στο φρούριο Αγίου Νικολάου, με τον στέρεο πύργο του, που είχε ανεγερθεί εικοσιπέντε χρόνια πριν από τον μεγάλο μάγιστρο Πέδρο Ραμόν Ζακόστα. Ο πύργος αυτός, ή μάλλον ο διάδοχός του, εξακολουθεί να στέκεται στο τέλος τού αρχαίου μώλου που εκτείνεται στη θάλασσα προς βορρά, μπροστά από τα τείχη τής πόλης. Ο μώλος είναι ένα μεγάλο Γ, τού οποίου το κάτω μέρος αποτελείται από την προς ανατολάς επέκταση τής βόρειας σειράς τειχών τής πόλης, μπροστά από μικρότερο μώλο, που τερμάτιζε στον όμορφο τετράγωνο Πύργο Ναιγιάκ. Ο τελευταίος αυτός πύργος, που χτίστηκε λίγο μετά το 1400, υψωνόταν περίπου εκατόν πενήντα πόδια πάνω από τα λιμάνια τής Ρόδου. Μέρος του κατέπεσε κατά τη διάρκεια σεισμού τον Απρίλιο τού 1863, ενώ ο υπόλοιπος κατεδαφίστηκε αργότερα ως επικίνδυνος, αλλά είναι γνωστός από ζωγραφικά έργα εκείνης τής εποχής καθώς και μεταγενέστερα.19
Αν οι Τούρκοι καταλάμβαναν το φρούριο τού Αγίου Νικολάου και εγκαθιστούσαν κανόνια στο τέλος τού ακρωτηρίου, θα μπορούσαν να βάλλουν κατά τού κύριου (ανατολικού) λιμανιού τής Ρόδου, που ονομάστηκε αργότερα Λιμάνι Εμπορίου και να αποτρέπουν την είσοδο χριστιανικών πλοίων με ενισχύσεις σε άνδρες και πολεμικό υλικό για τις ροδιακές αμυντικές γραμμές. Οι Τούρκοι, καλά εφοδιασμένοι με πυροβολικό, όπως στην Κωνσταντινούπολη εικοσιεπτά χρόνια πριν, έστησαν πυροβολαρχία με τρία τεράστια μπρούτζινα κανόνια κοντά στην περιοχή τής εκκλησίας τού Αγίου Αντωνίου στα βόρεια τής πόλης και έβαλλαν πέρα από το στενό Μανδράκι, το αργότερα Λιμάνι Γαλερών, προς το φρούριο Αγίου Νικολάου, που απείχε διακόσια μέτρα από την ενδοχώρα.20 Οι Τούρκοι δεν μπορούσαν να εισέλθουν οι ίδιοι στο κύριο (ανατολικό) λιμάνι, το οποίο ήταν φραγμένο με αλυσίδα, που στηριζόταν σε δοκάρια στον Πύργο τού Ναιγιάκ και στον Πύργο των Μύλων, ο οποίος ονομαζόταν έτσι επειδή βρισκόταν στο τέλος γραφικής σειράς ανεμόμυλων, στον μώλο που συνόρευε με την ανατολική πλευρά τού λιμανιού. Ακόμη και χωρίς την αλυσίδα οι Τούρκοι θα βρίσκονταν ανάμεσα σε διασταυρούμενα πυρά των Ιπποτών από τούς δύο πύργους. Η αλυσίδα μπορούσε όμως να ανοίξει και να γλιστρήσουν μέσα στο λιμάνι πλοία ανεφοδιασμού πριν από τούς δυτικούς ανέμους, οι οποίοι συνήθως αγωνίζονταν για τούς υπερασπιστές τής Ρόδου.
Ο μεγάλος μάγιστρος ενημέρωνε αργότερα τον αυτοκράτορα Φρειδερίκο Γ’ ότι το φρούριο Αγίου Νικολάου είχε σχεδόν καταστραφεί από τις τριακόσιες πέτρινες μπάλες κανονιού που είχαν πέσει πάνω του,21 κάτω από την άγρια χαρά των Τούρκων. Όμως χίλιοι άνδρες εργάζονταν μέρα και νύχτα, κατασκευάζοντας οχυρώσεις κατά μήκος ολόκληρου τού μώλου, σκάβοντας τάφρο και στήνοντας ξύλινο προπύργιο γύρω από τον άσχημα χτυπημένο πύργο τού οχυρού. Μια ομάδα αποφασισμένων ανδρών τοποθετήθηκε στο φρούριο, ενώ αναλήφθηκε και η υπεράσπιση τού νότιου (προς τη στεριά) άκρου τού μώλου, γιατί εδώ τα νερά ήταν ρηχά. Αν οι Τούρκοι μπορούσαν να εγκατασταθούν στον μώλο, θα απέκοπταν το φρούριο από την πόλη και πιθανώς θα το καταλάμβαναν σύντομα. Θα μπορούσαν επίσης να απειλήσουν το λιμάνι. Αλλά φυσικά θα ήταν εξαιρετικά δύσκολο να κρατήσουν τον μώλο (εκτός αν καταλάμβαναν το φρούριο γρήγορα). Οι Ιωαννίτες εγκατέστησαν κανόνια στα βόρεια τείχη τής πόλης, απ’ όπου έβαλλαν εναντίον τής τουρκικής πυροβολαρχίας στον Άγιο Αντώνιο και μπορούσαν να κατευθύνουν προστατευτικά πυρά κατά μήκος τού μώλου. Ένα πρωί, πριν ξημερώσει, μερικοί Τούρκοι κύκλωσαν ξαφνικά το Αμμώδες Σημείο και κατευθύνθηκαν αμέσως στο φρούριο Αγίου Νικολάου, αποβιβάζοντας δύναμη επίθεσης. Οι Τούρκοι απωθήθηκαν, έχοντας επτακόσια περίπου θύματα, όπως πληροφορήθηκαν οι Ιωαννίτες από λιποτάκτες. Όμως επανέλαβαν αμέσως τον κανονιοβολισμό τού φρουρίου, ενώ ύστερα από μερικές ημέρες έκαναν κι άλλη προσπάθεια για να το καταλάβουν. Είχαν χτίσει πλωτή γέφυρα με μήκος αρκετό, ώστε να φτάνει από την ακτή κοντά στον Άγιο Αντώνιο πέρα από το Μανδράκι στο φρούριο στο τέλος τού μώλου. Σχεδιάζοντας να την ανασύρουν πάνω στο νερό με σχοινί περασμένο στο δαχτυλίδι άγκυρας, την οποία κάποιοι τολμηροί Τούρκοι είχαν στερεώσει στα βράχια στη βάση τού φρουρίου, ανακάλυψαν καθώς ξεκινούσαν τη δεύτερη επίθεσή τους, ότι η άγκυρα είχε αποσπαστεί και έτσι η γέφυρα έπρεπε να ρυμουλκείται και να ωθείται από μικρά σκάφη. Αυτή τη φορά ο Μεσίχ πασάς είχε ετοιμάσει τριάντα γαλέρες για την επίθεση, καθώς και βαριά πλοία μεταφοράς (parendariae), για να μεταφέρουν πέτρες και κανόνια στην εμβέλεια τού φρουρίου. Είχαν επίσης κατασκευαστεί αποβατικά σκάφη, για να μεταφέρουν άνδρες απέναντι και να εγκαταστήσουν προγεφύρωμα στον μώλο. Η δεύτερη επίθεση ξεκίνησε, όπως ενημέρωνε ο μεγάλος μάγιστρος τον αυτοκράτορα, τα μεσάνυχτα στις 19 Ιουνίου.22 Οι Ιωαννίτες είχαν πλήρη επίγνωση γι’ αυτό που ετοιμαζόταν. Δεν είχαν λυπηθεί ούτε προσπάθεια, ούτε δαπάνες για να αντιμετωπίσουν την πρόκληση, πιστεύοντας όπως και οι Τούρκοι ότι η Ρόδος θα άντεχε ή θα έπεφτε με τη διατήρηση ή την απώλεια τού φρουρίου τού Αγίου Νικολάου. Οι Τούρκοι επιτέθηκαν στο φρούριο στις τρεις πλευρές που ήσαν εκτεθειμένες προς τη θάλασσα και αποβίβασαν με επιτυχία αριθμό ανδρών στον μώλο. Η πλωτή γέφυρα χτυπήθηκε από βολές κανονιών των χριστιανών και διαλύθηκε, βυθίζοντας στο νερό τούς Τούρκους που προσπαθούσαν να περάσουν πάνω της. Τέσσερις γαλέρες και μερικά πλοία μεταφοράς βυθίστηκαν. Άλλα πλοία πυρπολήθηκαν και αναγκάστηκαν να αποχωρήσουν από τη σύγκρουση. Καθώς ξημέρωνε, οι χριστιανοί πυροβολητές μπορούσαν να στοχεύουν με μεγαλύτερη ακρίβεια. Σύντομα έγινε προφανές ότι και πάλι οι Τούρκοι είχαν αποτύχει να πάρουν το φρούριο. Σήμαναν παύση όλων των επιχειρήσεών τους γύρω στις 10 το πρωί. Είχαν χάσει πολλούς από τούς διοικητές τους, ενώ είχαν (όπως ανέφεραν λιποτάκτες αργότερα) 2.500 θύματα.23 Ο Μεσίχ πασάς αποφάσισε ότι δεν ήταν δυνατό να καταληφθεί το φρούριο Αγίου Νικολάου. Ο μεγάλους μάγιστρος και οι ιππότες του απεύθυναν ευχαριστίες σε ειδική τελετή προς «τον Θεό και την Παναγία τής Φιλερήμου και τον Άγιο Ιωάννη τον Πρόδρομο, για τη χάρη που τούς έκανε ο Θεός να πάρουν την νίκη ενάντια στους εχθρούς τους» (a Dieu et a Nostre Dame de Philerme et a Monseigneur saint Jehan Baptiste, de la grace que Dieu leur faisoit de obtenir victoire a l’ encontre de leurs ennemis).24
Ο Mεσίχ πασάς δεν περιόρισε φυσικά τις επιθέσεις του στο φρούριο Αγίου Νικολάου. Λίγο μετά την πρώτη επίθεση εναντίον τού φρουρίου μετακίνησε οκτώ από τα δεκαέξι μεγαλύτερα κανόνια τού προς τα νοτιοανατολικά τής πόλης, απέναντι από τα προπύργια τής Προβηγκίας και τής Ιταλίας, πίσω από τα οποία βρισκόταν η ροδιακή εβραϊκή συνοικία (Ζουφρί, Τζιουντέκα).25 Όλες οι πηγές τονίζουν τη δριμύτητα τού τουρκικού κανονιοβολισμού, που συνεχιζόταν μέρα και νύχτα και μπορούσε να ακουστεί τόσο μακριά μέχρι το νησί τής Κω στα βορειοδυτικά και το Κόκκινο Κάστρο (Σατώ Ρουζ, Καστελλόριζο) στα παράλια τής Μικράς Ασίας, καθένα από τα οποία μέρη ο Mαρί Ντυπουί τοποθετεί σε απόσταση «εκατό μιλίων από τη Ρόδο» (a cent mille de Rhodes). Ολμοβόλα βομβάρδιζαν την πόλη και οι πέτρινες μπάλες έπεφταν κατά εκατοντάδες σε αδιάκριτη αφθονία, η οποία οδηγούσε τούς μη αγωνιζόμενους σε σπηλιές και κελλάρια, καθώς και στο προστατευμένο τμήμα των τοίχων. Ρίχνονταν αναμμένα βέλη και οι καταπέλτες εκτόξευαν πύρινες μπάλες στις στέγες, αλλά οι Ιωαννίτες οργάνωναν ομάδες που έσβηναν τις πυρκαγιές μόλις ξεκινούσαν. Οι Τούρκοι προσπάθησαν να υπονομεύσουν τις προσεγγίσεις στις τάφρους και τα τείχη, αλλά αποδείχθηκαν πολύ λιγότερο έμπειροι στην υπονόμευση απ’ ό,τι θα συνέβαινε στην πολιορκία τού 1522. Προσπάθησαν να γεμίσουν τη τάφρο με πέτρες, χώμα και άλλα συντρίμμια. Τμήμα τού τειχοπετάσματος έπεσε στην τάφρο λόγω των κανονιοβολισμών. Οι Ιωαννίτες έφτιαξαν σήραγγα κάτω από τα τείχη τους και υπό την κάλυψη τής νύχτας προσπαθούσαν να φέρουν μέσα στην πόλη τις πέτρες που έριχναν οι Τούρκοι στην τάφρο. Οι Τούρκοι όμως σύντομα παρατήρησαν ότι η δουλειά που έκαναν τη μέρα καταστρεφόταν τη νύχτα και επέσπευσαν τα σχέδιά τους για γενική επίθεση. Πίσω από τα τείχη ο Πιέρ ντ’ Ωμπουσσόν είχε ήδη αποφασίσει να υψώσει κι άλλο προπύργιο και για τον λόγο αυτόν είχαν κατεδαφιστεί σπίτια. Σκάφτηκε χαντάκι μπροστά από το νέο προμαχώνα. Συμμετείχαν όλοι στις εργασίες, μεταφέροντας πέτρες, χώμα και λάσπη στους ώμους τους και δωρίζοντας χρυσό, ασήμι και άλλα πολύτιμα αντικείμενα για να βοηθήσουν στην πληρωμή των δαπανών.26 Η συνεργασία Ελλήνων και Λατίνων ήταν υπέροχη. Οι πολλές μικρές εκκλησίες στην πόλη ήσαν συνεχώς γεμάτες με άνδρες, γυναίκες και παιδιά, που εξομολογούνταν τις αμαρτίες τους, περιμένοντας να πεθάνουν σχεδόν από μέρα σε μέρα και από ώρα σε ώρα και αναπέμποντας άπειρες προσευχές προς τον ουρανό, για να σωθεί η ζωή τους και η πόλη «από τα χέρια των βρωμερών Τούρκων σκύλων» (de la main des faulx chiens Turcs).27
Κάποιοι χριστιανοί λιποτάκτες από το τουρκικό στρατόπεδο έγιναν δεκτοί στην πόλη κατά τη διάρκεια τής πολιορκίας ως μετανοημένοι αμαρτωλοί, ανυπόμονοι να επανορθώσουν για τις προηγούμενες προδοσίες τους. Ανάμεσά τους ήταν κάποιος κύριος Γεώργιος από τη Σαξωνία, χύτης κανονιών και έμπειρος πυροβολητής, ο οποίος κάποτε είχε ζήσει στη Ρόδο και στη συνέχεια μετακόμισε με τη σύζυγο και την οικογένειά του στην Ισταμπούλ, όπου η αμοιβή ήταν καλύτερη και οι ευκαιρίες αξιοποίησης τού ταλέντου του πολύ περισσότερες. Η προσωπικότητα τού Γεώργιου έκανε μεγάλη εντύπωση στον Καουρσέν, που τον γνώριζε. Ο Γεώργιος θανατώθηκε ως ύποπτος προδοσίας στο αποκορύφωμα τής τουρκικής πίεσης επί τού ιταλικού προμαχώνα. Ένας άλλος από αυτούς τούς πρόσφυγες από το στρατόπεδο τού Μεσίχ λεγόταν ότι είχε μπει στην πόλη με σαφή στόχο τη δηλητηρίαση τού μεγάλου μάγιστρου, ο οποίος έδεσε πέτρα γύρω από το λαιμό του και τον έριξε στη θάλασσα. Ο ντ’ Ωμπουσσόν υποψιαζόταν όλους εκείνους που εγκατέλειψαν την ημισέληνο για να ενωθούν μαζί του σε αυτές τις εβδομάδες τού κινδύνου, «Τούρκους και χριστιανούς» (tant Turcs que Chrestiens), από τούς οποίους λεγόταν ότι υπήρχαν περίπου εξήντα, ενώ ύστερα από την πολιορκία τούς έβαλαν σε πλοίο και τούς έστειλαν στη Ρώμη, όπου οι ιεροεξεταστές θα αποφάσιζαν ποιος ήταν ειλικρινής και ποιος σχεδίαζε να προκαλέσει ζημιά.28
Χρειάστηκε κάποιος χρόνος μέχρι να γίνουν γνωστά στη Δύση τα δεινά τής Ρόδου. Στις αρχές Ιουλίου (1480) εκπρόσωποι τού Πιέρ ντ’ Ωμπουσσόν έφτασαν στη Ρώμη, φέρνοντας νέα τής πολιορκίας και κάνοντας έκκληση για βοήθεια. Πομπές οργανώθηκαν σε όλη την πόλη, που συνέκλιναν στη Σάντα Μαρία ντελ Πόπολο, όπου ο πάπας Σίξτος Δ’ άκουσε λειτουργία και προσευχές που ψάλθηκαν κατά των Τούρκων (contra Turcum). Η βοήθεια προς τη Ρόδο έγινε θέμα σοβαρής συζήτησης. Έγιναν σχέδια για τον εξοπλισμό τεσσάρων μεγάλων πλοίων και για την αποστολή τους αμέσως στη Ρόδο με άνδρες, προμήθειες και πυροβολικό. Ήταν γνωστή η ανάγκη για άνδρες και πυρομαχικά, γιατί λεγόταν στη Ρώμη (σωστά ή λανθασμένα) ότι στη Ρόδο υπήρχε ψωμί και κρασί αρκετό για δύο χρόνια. Αλλά τα χρήματα ήσαν πάντοτε πρόβλημα στην παπική κούρτη. Ακόμη κι αν τα πλοία μπορούσαν να βρεθούν αμέσως, η εκτίμηση τής δαπάνης ανερχόταν σε 34.000 δουκάτα για περίοδο τριών μηνών. Δεν επρόκειτο να παρθούν πλοία από τη Βενετία, που ήταν πάντα εχθρική προς τούς Ιωαννίτες, ούτε από τούς Γενουάτες, που φοβούνταν την εκτροπή τού ενδιαφέροντος τού σουλτάνου από τη Ρόδο προς το δικό τους νησί τής Χίου. Ο βασιλιάς Φερράντε τής Νάπολης, που ήταν ιδιαίτερα ευνοϊκά διατεθειμένος απέναντι στους Ιππότες, μπορούσε να προσφέρει κάποια άμεση βοήθεια και ήταν πρόθυμος να το κάνει. Λαμβάνοντας όμως υπόψη το μέγεθος τού τουρκικού στόλου, θα χρειάζονταν πιθανώς οκτώ μεγάλα πλοία (nave grosse) και σαράντα έως πενήντα γαλέρες, όχι μόνο για την υπεράσπιση τής Ρόδου, αλλά για την επίτευξη αποφασιστικής νίκης επί των Τούρκων. Μερικές γαλέρες μπορούσαν να εντοπιστούν γρήγορα. Υπήρχαν έξι στο λιμάνι τής Ρόδου. Όσο για τα χρήματα, ο Σίξτος Δ’ μπορούσε να προσφέρει 10.000 δουκάτα αμέσως και ο Φερράντε παρόμοιο ποσό, αλλά χρειάζονταν 34.000 δουκάτα και οι 20.000 απλώς δεν επαρκούσαν. Στο μεταξύ ο Σίξτος Δ’ θα προχωρούσε στην παραγγελία δύο μεγάλων πλοίων, ενώ το ίδιο θα έκανε και ο Φερράντε. Έπρεπε να σταλούν στη Ρόδο με πλήρη ταχύτητα.
Στις 5 Ιουλίου ο πάπας ενημέρωνε τούς πρέσβεις που διέμεναν στη Ρώμη ότι δεν επιθυμούσε τον πόλεμο στην Ιταλία (τον λεγόμενο «πόλεμο τής Τοσκάνης»). Αν είχε συμμετάσχει στη σύγκρουση, οι λόγοι που τον είχαν ωθήσει να το πράξει ήσαν προφανείς. Τώρα η Ρόδος κινδύνευε. Ανησυχούσε πολύ για την αποστολή βοήθειας. Είχε ήδη κάνει έκκληση στους ηγεμόνες πέρα από τις Άλπεις και είχε διατάξει την προετοιμασία των πλοίων. Θα χρειάζονταν οκτώ μεγάλα πλοία και σαράντα γαλέρες, είπε στους πρέσβεις, τούς οποίους παρότρυνε έντονα να γράψουν τις κυβερνήσεις τους, για να αναλάβουν το δικό τους μερίδιο των δαπανών. Ζήτησε από τούς πρέσβεις να πάνε στο σπίτι τού καρδινάλιου Γκυγιώμ ντ’ Ετουτβίλ, τού αρχιοικονόμου του (il camerlengo), πριν από τις πέντε (ale XX hore) εκείνο το απόγευμα. Ο κόμης τής Ίμολα, ο Τζιρολάμο Ριάριο, θα ήταν επίσης εκεί. Το κόστος των οκτώ πλοίων και σαράντα γαλερών θα υπολογιζόταν στη συνέχεια για περίοδο τριών μηνών. Ένας φόρος έπρεπε να επιβληθεί για τη συγκέντρωση τού απαιτούμενου ποσού. Για να βοηθήσει τη Ρόδο ο πάπας θα έκανε ειρήνη στην Ιταλία. Οι διπλωμάτες επιδοκίμασαν θερμά την απόφαση του. Συμφώνησαν όλοι να γράψουν αμέσως στους άρχοντες και τις κυβερνήσεις τους, εκφράζοντας την ελπίδα ότι οι κατάλληλες απαντήσεις θα έρχονταν σύντομα για την αντιμετώπιση αυτής τής έκτακτης ανάγκης. Όταν συγκεντρώθηκαν στο σπίτι τού ντ’ Ετουβίλ την προκαθορισμένη ώρα (στις 5 Ιουλίου), βρήκαν παρόντα τον Ριάριο. Ναυτικοί εμπειρογνώμονες τούς πληροφορούσαν τώρα ότι τα έξοδα τού προβλεπόμενου στόλου θα ανέρχονταν σε 60.000 δουκάτα για τρεις μήνες. Αφού η εκτίμηση αυτή αυξήθηκε στη συνέχεια σε 64.000, υπολογίστηκε φόρος, διαδικασία στην οποία οι πρεσβευτές δεν κλήθηκαν να συμμετάσχουν, και ένα ποσό ανατέθηκε σε κάθε κράτος.29 Αποφασίστηκε ότι οι δύο γαλέρες τού πάπα θα εξοπλίζονταν στη Γένουα. Ο Φερράντε μπορούσε να προβλέψει για τις δικές του δύο στη Νάπολη. Ο πάπας επέκτεινε τα σχέδιά του για μεγάλη εκστρατεία κατά των Τούρκων, όταν η οθωμανική απόβαση στην Απουλία έριξε την ιταλική χερσόνησο σε πυρετώδη έξαψη. Η Ρόδος δεν ξεχάστηκε, αλλά δεν διέθετε τη γεωγραφική εγγύτητα τού Οτράντο.30 Στο μεταξύ υπολογίστηκε ο φόρος Ρόδου (tassa per defesa de Rodi) και ανατέθηκε ως εξής: 10.000 δουκάτα ο πάπας, 20.000 δουκάτα ο βασιλιάς τής Νάπολης, 20.000 ο δούκας τού Μιλάνου, 15.000 η σινιορία τής Φλωρεντίας, 8.000 ο δούκας τής Φερράρα, 4.000 η σινιορία τής Σιένα, 4.000 ο μαρκήσιος τής Μάντουα, 1.000 ο μαρκήσιος τού Mονφερράτ, 1.000 η σινιορία τής Λούκκα και 3.000 ο δούκας τής Σαβοΐας. Το σύνολο έφτανε τις 67.000 δουκάτα.31 Η Βενετία δεν συμπεριλήφθηκε στις εκτιμήσεις Η Δημοκρατία δεν θα έπαιρνε κανένα μέτρο για να βοηθήσει τη Ρόδο ή το Οτράντο, πράγμα που οι Τούρκοι θα ερμήνευαν ως εχθρική πράξη. Όμως ο Σίξτος έλπιζε ότι όταν οι Ενετοί έβλεπαν τις άλλες ιταλικές δυνάμεις να συγκεντρώνουν τούς πόρους τους για σταυροφορία, θα καταργούσαν τη συνθήκη τού Ιανουαρίου 1479 με την Πύλη και θα συμμετείχαν στη χριστιανική επιχείρηση.32
Οι συνθήκες στην Ιταλία βοηθούσαν στον προσδιορισμό τής ενετικής πολιτικής στην Ανατολή. Όπως σημειώσαμε στο προηγούμενο κεφάλαιο, οι Ενετοί και ο βασιλιάς Φερράντε τής Νάπολης ήσαν εχθροί. Αυτός ένιωθε να συντάσσεται έντονα με τούς μαχόμενους Ιππότες στη Ρόδο. Εκείνοι όχι. Είχαν επίσης πολεμήσει αρκετά με τούς Τούρκους για κάποιο διάστημα και είχαν παρατηρήσει την εποχή τού Πίου Β’ με πόσο μικρή αποτελεσματικότητα ήταν πιθανό να σχηματιστεί ιταλική ένωση εναντίον των Τούρκων. Μετά την τουρκική απόβαση στο Οτράντο, αναφερόταν από τη Νάπολη, προς αγανάκτηση τού Φερράντε, «ότι φαίνεται ότι ο Ενετός πρέσβης είχε πει στη Ρώμη ότι όλη η Ιταλία πρέπει να έχει υποχρέωση στον Τούρκο, γιατί αν δεν είχε παρουσιάσει στον βασιλιά [αυτό] το εμπόδιο, η Μεγαλειότητά του θα ήταν άρχοντας τής Σιένα και θα προσπαθούσε να γίνει ο ίδιος βασιλιάς τής Ιταλίας».33 Θα σημειώσουμε στο επόμενο κεφάλαιο τη φαρισαϊκή άμυνα τού Φερράντε κατά αυτής τής κατηγορίας και θα περιορίσουμε εδώ την προσοχή μας στις ταραγμένες υποθέσεις τής Ρόδου.
Από περίπου τα μέσα Ιουνίου (1480) οι Τούρκοι έσκαβαν γύρω από τον προμαχώνα τής Ιταλίας, προχωρώντας αργά προς τα τείχη μέσα σε καλυμμένα χαρακώματα. Έφερναν επίσης χώματα κοντά στην τάφρο, η οποία σταδιακά άρχιζε να γεμίζει, έτσι ώστε γινόταν εφικτή η ανάβαση στις επάλξεις. Λόγω τής πλήρους ανοικοδόμησης τού ιταλικού (νοτιοανατολικού) τομέα σε μεταγενέστερα χρόνια, ιδίως από τον μεγάλο μάγιστρο Φαμπρίτσιο ντελ Καρρέττο το 1515-1517, δεν είναι πλέον δυνατόν να απεικονιστούν με μεγάλη ακρίβεια ούτε οι λεπτομέρειες τής τουρκικής επίθεσης ούτε οι αντίθετες κινήσεις των χριστιανών.34 Οι Ιωαννίτες έβαλαν μερικούς ναύτες και οικοδόμους να κατασκευάσουν μεγάλο καταπέλτη ή κάποιου είδους όλμο, τον οποίο ονόμασαν «φόρο υποτέλειας» (tribute), και με τoν οποίo έριχναν βαριές πέτρες κατά των εχθρών, συνθλίβοντας πολλούς από αυτούς και προκαλώντας κάποια ζημιά στα επιχώματα. Η σύγκρουση συνεχιζόταν σκληρή ώρα με την ώρα. Οι Ιππότες συγκέντρωσαν βαρέλια με πίσσα, θειάφι, μπαρούτι, και άλλα εύφλεκτα στο βιαστικά φτιαγμένο εσωτερικό τείχος τού μεγάλου μάγιστρου, το οποίο επένδυσαν με ξυλεία, κλαδιά και πλέγματα από βέργες για να απορροφά τον αντίκτυπο από τις μπάλες των κανονιών. Οι Τούρκοι πετούσαν τώρα γράμματα πάνω από τα τείχη τής πόλης, προσφέροντας στους Έλληνες ντόπιους και στους Λατίνους κατοίκους τη ζωή τους, καθώς και την πλήρη κατοχή τής περιουσίας τους και άλλα προνόμια, ως αντάλλαγμα για άμεση παράδοση. Όμως, αν επέμεναν στην αντίθεσή τους, όσοι συλλαμβάνονταν ζωντανοί θα παλουκώνονταν και για το σκοπό αυτό (λεγόταν) είχαν ήδη ετοιμαστεί οκτώ χιλιάδες παλούκια.35
Τριανταεπτά ή τριανταοκτώ μέρες πέρασαν έτσι (19 Ιουνίου μέχρι 26 Ιουλίου), στον αδιάκοπο μόχθο άμυνας και επίθεσης.36 Τώρα όμως είχε έρθει η ώρα για τη μεγάλη επίθεση. Ο Καουρσέν μάς πληροφορεί ότι πριν την επίθεση οι Τούρκοι, σύμφωνα με τη συνήθειά τους (suo more) επικαλέστηκαν τη θεϊκή βοήθεια, πλένοντας τα σώματά τους σε εξαγνιστικές ιεροτελεστίες και ετοιμάζοντας σακκιά για λάφυρα και σχοινιά για αιχμαλώτους. Την ημέρα πριν από την επίθεση, όλη τη νύχτα και ακόμη και τα ξημερώματα εκείνης τής αξέχαστης μέρας, τα οκτώ μεγάλα κανόνια σφυροκοπούσαν τα τείχη και τα προπύργια. Σχεδόν μετέτρεψαν τα τείχη σε μάζα ερειπίων που σιγόκαιγαν, έχοντας ρίξει τριακόσιους κανονιοβολισμούς «σε τόσο μικρό χρονικό διάστημα». Η επίθεση ξεκίνησε το πρωί τής Παρασκευής 28 Ιουλίου, όταν έριξε ένας όλμος την έκκληση για δράση. Οι Τούρκοι μπορούσαν να σκαρφαλώνουν πάνω στις επάλξεις, πατώντας σε κεκλιμένο επίπεδο από ερείπια και συντρίμμια, πιο εύκολα απ’ ό,τι οι υπερασπιστές μπορούσαν να ανέβουν τα είκοσι πόδια από τις σκάλες στο εσωτερικό.37 τουρκικά λάβαρα καρφώθηκαν στα τείχη σε περισσότερα από ένα σημεία, ακόμη και στον Πύργο τής Ιταλίας. Πάνω από τη φασαρία τής σώμα-με-σώμα μάχης ακούστηκε το σήμα συναγερμού των Ιωαννιτών. Οι υπερασπιστές ξεκίνησαν αμέσως πλευρικές επιθέσεις από δεξιά και αριστερά προς τις απειλούμενες περιοχές, και απώθησαν τούς επιτιθέμενους από τις κορυφές των τειχών και των επάλξεων. Σύμφωνα με τον Μαρί Ντυπουί, ο ντ’ Ωμπουσσόν σκαρφάλωσε με σώμα Ιπποτών στο πυκνότερο σημείο τής συμπλοκής, για να αποτρέψει την κάθοδο των Τούρκων από τα τείχη στην πόλη. Κατά τη διάρκεια τής σύγκρουσης τριακόσιοι περίπου Τούρκοι ρίχτηκαν από ύψος είκοσι ποδιών, από την κορυφή των τειχών κάτω στη γειτονιά των Εβραίων (vicus Judaeorum), όπου γρήγορα φονεύθηκαν μέχρι τον τελευταίο. Περίπου 2.500 Τούρκοι, «όμορφα οπλισμένοι», είχαν αναρριχηθεί στα τείχη κατά την πρώτη επίθεση και τούς ακολούθησε γρήγορα «τεράστιο πλήθος». Αργότερα επιβεβαιώθηκε ότι 40.000 Τούρκοι είχαν πάρει μέρος στη μεγάλη επίθεση.38
Η μάχη στις ροδιακές επάλξεις κράτησε δύο ώρες, με αμφιταλαντευόμενη έκβαση, όπου «η νίκη έκλινε πότε προς εμάς, πότε προς τούς Τούρκους» (modo ad nostras modo ad Turcos victoria inclinante), αλλά όταν οι χριστιανοί άρχισαν να παίρνουν το πάνω χέρι, ήσαν σε θέση να εκμεταλλευτούν το πλεονέκτημά τους με πιο αποτελεσματικό τρόπο. Πολλοί από τούς Τούρκους απωθούμενοι τρομοκρατήθηκαν. Οπισθοχωρούσαν πέφτοντας πάνω στους επερχόμενους συντρόφους τους, ακόμη και χτυπώντας ο ένας τον ένα άλλο καθώς τούς είχε καταλάβει πανικός. Οι Ιωαννίτες περνούσαν τώρα στην επίθεση και σκότωσαν πολλούς Τούρκους καθώς εκείνοι υποχωρούσαν, συλλαμβάνοντας το χρυσό και ασημοστολισμένο οθωμανικό αυτοκρατορικό λάβαρο, το οποίο έφεραν στην πόλη πάνω από τα ερείπια των τειχών μέσα σε χριστιανικές κραυγές χαράς και θριάμβου. Οι ντ’ Ωμπουσσόν και Καουρσέν λένε (οι περιγραφές τους εδώ είναι ταυτόσημες) ότι 3.500 Τούρκοι χάθηκαν στην τελική αποτυχημένη προσπάθεια τού Μεσίχ πασά να καταλάβει την πόλη. Σύμφωνα μάλιστα με τούς πρόσφυγες που βρίσκονταν σε ετοιμότητα όταν ο Μεσίχ πασάς έκανε καταμέτρηση τού στρατού του, οι τουρκικές απώλειες σε όλη τη διάρκεια τής πολιορκίας υπολογίζονταν σε 9.000 νεκρούς και 15.000 τραυματίες. Οι πρόσφυγες αυτοί έλεγαν επίσης ότι οι Τούρκοι είχαν τρομοκρατηθεί από θαυματουργό όραμα, το οποίο είχε προκαλέσει την καταστροφική υποχώρησή τους στην τελευταία σύγκρουση: Στο αποκορύφωμα τής μάχης στα τείχη ο ντ’ Ωμπουσσόν διέταξε να υψωθεί το λάβαρο που απεικόνιζε τον εσταυρωμένο Χριστό ανάμεσα στην Παναγία και τον Άγιο Ιωάννη τον Βαπτιστή, μαζί με το λάβαρο των ίδιων των Ιωαννιτών»,39 οπότε ο εχθρός είχε δει ξαφνικά υπέροχο χρυσό σταυρό στον ουρανό και η Παρθένος (ή τουλάχιστον μια παρθένος) είχε εμφανιστεί ντυμένη σε λαμπερό λευκό και οπλισμένη με ασπίδα και δόρυ. Σε αυτό το όραμα υπήρχε επίσης ένας άνθρωπος ντυμένος με άθλια ρούχα, ίδιος ο Άγιος Ιωάννης, ο οποίος συνοδευόταν από υπέροχη ακολουθία και ερχόταν για να βοηθήσει την πόλη. Τέτοιος ήταν ο τρόπος τής χριστιανικής νίκης. Ο Καουρσέν λέει ότι κατέβηκε από τον ουρανό. Ενώ οι Ρόδιοι έκαιγαν σωρούς τουρκικών πτωμάτων για να αποφευχθεί η πανούκλα, οι Τούρκοι έλυναν τις σκηνές τους και τραβούσαν τα κανόνια τούς στην ακτή. Ο Μεσίχ πασάς, πριν επανεπιβιβάσει στα πλοία τούς άνδρες και τον εξοπλισμό του, ερήμωσε όσους κήπους, αμπελώνες και χωράφια είχαν μέχρι τότε διαφύγει και φόρτωσε στα πλοία όσα πρόβατα μπορούσε.
Σε αυτό το σημείο έφτασαν ένα απόγευμα στη Ρόδο τα δύο πλοία που είχε στείλει ο βασιλιάς Φερράντε τής Νάπολης, όπου συνάντησαν δυσμενείς ανέμους και τουρκικά πυρά, τα οποία έπληξαν το κατάρτι τού ενός πλοίου. Όμως το χτυπημένο πλοίο μπήκε εύκολα στο λιμάνι όταν ο άνεμος στράφηκε προς τα δυτικά, αλλά το άλλο χρειάστηκε να περάσει τη νύχτα με πολύ κύμα. Την επόμενη μέρα ο άνεμος κόπασε. Καθώς το δεύτερο πλοίο προσπαθούσε να μπει στο λιμάνι, το καταδίωκαν είκοσι τουρκικές γαλέρες. Το πλήρωμά του απέκρουε όλες τις επιθέσεις γενναία επί τρεις ώρες. Ο Τούρκος ναύαρχος σκοτώθηκε και το πλοίο τού βασιλιά μπήκε τελικά στο λιμάνι με πλήρη ταχύτητα. Οι Ναπολιτάνοι έφερναν τα χαρμόσυνα νέα ότι ενισχύσεις θα βρίσκονταν σύντομα καθ’ οδόν προς την πολιορκούμενη Ρόδο (αλλά φυσικά δεν γνώριζαν τίποτε για την τουρκική επίθεση στο Οτράντο). Κατ’ εντολή τού Φερράντε χορηγήθηκε στο Συμβούλιο τού Τάγματος στις 17 Αυγούστου απαλλαγή από δασμούς για οκτακόσια βαρέλια κρασί, που είχε έρθει με ένα από τα πλοία από τη Νάπολη, δεδομένου ότι το εμπόρευμα προοριζόταν αρχικά για δυτικό λιμάνι και προορισμός του έγινε η Ρόδος, όταν το πλοίο άλλαξε πορεία για να βοηθήσει τούς Ιωαννίτες εναντίον τού τουρκικού στόλου.40
Διαβάστηκαν δημοσίως επιστολές από τον πάπα Σίξτο Δ’, που διαβεβαίωναν τούς Ρόδιους ότι ο οθωμανικός στόλος θα δεχόταν επίθεση και οι Τούρκοι θα εντοπίζονταν στα ίδια τα λημέρια τους. Ο Καουρσέν λέει ότι υπήρχε μεγάλος έπαινος για τον πάπα στη Ρόδο. Η φήμη χριστιανικής αποστολής λέγεται ότι είχε επίσης φτάσει στους Τούρκους και ότι επιτάχυνε την αναχώρησή τους, με τα τελευταία στρατιωτικά τους τμήματα να φεύγουν από τη Ρόδο στις 15 Αυγούστου για το Μαρμαρίς, από το οποίο ο στόλος και ο στρατός επέστρεψαν στην Ισταμπούλ. Ο Μεσίχ πασάς απογυμνώθηκε αμέσως από τις υψηλές τιμές και τις απολαβές του από τον θυμωμένο σουλτάνο Μωάμεθ, αλλά ξαναπροωθήθηκε σε κάποιο βαθμό αυτοκρατορικής εύνοιας κατά τη διάρκεια τής βασιλείας τού γιου του Βαγιαζήτ Β’. Στο μεταξύ η χριστιανική νίκη στη Ρόδο γέμιζε όλη την Ευρώπη με αγαλλίαση. Ο αντικαγκελλάριος τού Οσπιταλίου, ο Καουρσέν, έγραψε αμέσως τη διάσημη περιγραφή τού για την πολιορκία «για να επαινέσει τον Θεό, να εξυψώσει τη χριστιανική θρησκεία και να δοξάσει τούς ιππότες τής Ρόδου».41 Στις 29 Νοεμβρίου (1480) ο βασιλιάς Λουδοβίκος ΙΑ’ τής Γαλλίας, πάντα πολύ συνδεδεμένος με τούς Ιωαννίτες, πληροφορούσε χαρούμενα το λαό τής Ανζέρ ότι η πολιορκία τής Ρόδου είχε αρθεί και 10-12.000 Τούρκοι είχαν σκοτωθεί. Έγιναν κηρύγματα και επίσημες λιτανείες, οι καμπάνες χτυπούσαν και εγκώμια για τον Θεό ψέλνονταν στις εκκλησίες, για να γιορτάσουν τη νίκη.42
Τρεις ημέρες μετά την αποχώρηση των Τούρκων, ενώ οι ιππείς προχωρούσαν ακόμη ανάμεσα σε συντρίμμια στους δρόμους, ο μεγάλος μάγιστρος ντ’ Ωμπουσσόν και τα μέλη τού συμβουλίου συγκεντρώθηκαν για να εξετάσουν τι έπρεπε να γίνει. Αποφάσισαν ότι ο ηγούμενος τής Κάπουα έπρεπε να σταλεί στην Ιταλία, για να ενημερώσει τον πάπα Σίξτο και τον βασιλιά Φερράντε για τη νίκη επί των Τούρκων και να ζητήσει περαιτέρω ενισχύσεις, «γιατί είναι βέβαια σίγουρο ότι ο εχθρός σκοπεύει να επιστρέψει». Το συμβούλιο αποφάσισε επίσης να στείλει στη θάλασσα ένα μπριγαντίνι, για να παρακολουθεί τις κινήσεις τού τουρκικού στόλου και να κρίνει αν πραγματικά αποσυρόταν από τα ροδιακά ύδατα.43 Δύο μέρες αργότερα (στις 23 Αυγούστου 1480) το συμβούλιο έλυσε δύο σχετικά προβλήματα, συμφωνώντας να στείλουν στην Ευρώπη για πώληση στα σκλαβοπάζαρα τούς Τούρκους που είχαν αιχμαλωτιστεί στο Φέρακλο και να στείλουν επίσης τούς λιποτάκτες από το τουρκικό στρατόπεδο στη Δύση, για να κριθεί η ειλικρίνεια τού σκοπού τους, όταν εγκατέλειπαν την ημισέληνο για το σταυρό.44 Έχουμε ήδη επισημάνει την καχυποψία, με την οποία ο μεγάλος μάγιστρος είχε υποδεχτεί τούς ανθρώπους, που κατέφυγαν, πραγματικά ή προσποιητά, μέσα στα τείχη τής Ρόδου κατά τη διάρκεια τής πολιορκίας.
Πριν ξεκινήσει η πολιορκία, ο μεγάλος μάγιστρος είχε διατάξει την κατεδάφιση τής εκκλησίας τού Αγίου Αντωνίου, που βρισκόταν σε ωραία θέση ανάμεσα σε κήπους στα βόρεια τής πόλης, ώστε οι πέτρινοι τοίχοι της να μην παρέχουν προστασία σε Τούρκους πυροβολητές, οι οποίοι αναμφίβολα θα την επέλεγαν ως τόπο, από τον οποίο θα κατεύθυναν τα πυρά τους προς το λιμάνι τού Αγίου Νικολάου. Στις 11 Σεπτεμβρίου 1480 το συμβούλιο αποφάσισε με ψηφοφορία να ολοκληρώσει την καταστροφή τού Αγίου Αντωνίου, επειδή η θέση του αποτελούσε διαρκή κίνδυνο για το οχυρό Αγίου Νικολάου, από το οποίο εξαρτιόταν η ασφάλεια τής Ρόδου. Ένα πλευρικό παρεκκλήσι θα γλίτωνε για τις λειτουργίες για τούς νεκρούς. Μπορούσε εύκολα να κατεδαφιστεί όταν άλλη πολιορκία φαινόταν επικείμενη. Όμως δεν θα υπήρχε ελάττωση τού αριθμού των λειτουργιών που ψέλνονταν συνήθως στον Άγιο Αντώνιο, γιατί κάποιες από αυτές μπορούσαν να γίνονται στο παρεκκλήσι και οι υπόλοιπες σε άλλες εκκλησίες, που θα ορίζονταν γι’ αυτόν τον σκοπό. Αν και όταν οι Ιωαννίτες βρίσκονταν κάποια μέρα σε πιο εξασφαλισμένο και ήρεμο μέλλον, ο Άγιος Αντώνιος έπρεπε να αποκατασταθεί και να ξαναχτιστεί, «ώστε η μνήμη εκείνων που πέθαναν να μη χαθεί μαζί τους».45
Στις αρχές Οκτωβρίου 1480 οι Ιππότες ήσαν τελικά βέβαιοι ότι ο τουρκικός στόλος είχε εγκαταλείψει εντελώς τα ροδιακά ύδατα και τα νησιά τους ήσαν ασφαλή. Έτσι το συμβούλιο συμφώνησε να επιτρέψει την αναχώρηση των πλοίων και των μισθοφόρων τού Φερράντε.46 Θα ήταν δαπανηρό να τούς διατηρήσει στην υπηρεσία τού Τάγματος, ενώ πολλά χρήματα θα χρειάζονταν προφανώς για την ανοικοδόμηση των ρημαγμένων οχυρώσεων τής πόλης και για την αντικατάσταση ορισμένων από τα σπίτια που είχαν καταστραφεί κατά τη διάρκεια τής πολιορκίας. Στις 8 Νοεμβρίου δόθηκε άδεια σε Αραγωνέζο ιππότη, στον Ραμόν Φλούβια, να φέρει μέσα στο λιμάνι και να τοποθετήσει σε καρνάγιο μια τουρκική φούστα, που είχε αιχμαλωτιστεί και την οποία το Τάγμα κατά πάσα πιθανότητα θα εξόπλιζε και θα χρησιμοποιούσε στη δική του υπηρεσία. Την ίδια μέρα το συμβούλιο ενέγραψε κάποιον Λούπο Πινιέρα, ευγενή από τη Γαλικία, ως μοναστηριακό ιππότη, σε αναγνώριση των προσπαθειών του για την υπεράσπιση τής Ρόδου κατά τη διάρκεια τής πολιορκίας.47 Κάποιος Κόσμα Τσεντουριόνε, ο οποίος είχε ολοκληρώσει την περίοδο για την οποία είχε μισθώσει το καράβι του στο Τάγμα, ζητούσε άδεια για να φύγει από το νησί. Στις 14 Νοεμβρίου ο μεγάλος μάγιστρος και το συμβούλιο δέχτηκαν την αίτηση του, δεδομένου ότι δεν υπήρχε πια επιτακτική ανάγκη να τον κρατούν εκεί. Εξοικονομήθηκαν λοιπόν περισσότερα χρήματα, αλλά οι καιροί ήσαν γεμάτοι κίνδυνους κι έτσι εκατό ή εκατόν πενήντα από τούς άνδρες που είχαν έρθει στη Ρόδο με τον ηγούμενο τής Ρώμης θα διατηρούνταν σε υπηρεσία, με μηνιαίο μισθό τρία χρυσά δουκάτα ο καθένας.48 Οι Ιωαννίτες είχαν διάφορους τρόπους αναγνώρισης και βοήθειας προς εκείνους που είχαν διακριθεί κατά το φοβερό καλοκαίρι τού 1480. Ο ευγενής Ζαν ντε Μπινύ, περιγραφόμενος ως «υποκόμης» τής Ρόδου αλλά όχι μέλος τού Τάγματος, ο οποίος με μεγάλη και επιμελή προσπάθεια είχε συγκεντρώσει στρατιωτική δύναμη με δικές του δαπάνες και αγωνίστηκε εναντίον τού εχθρού, είχε χάσει όλη την περιουσία του στο νησί και έτσι στις 18 Μαΐου 1481 το Τάγμα τού χορήγησε ετήσια σύνταξη και δύο φορές τη μέρα το συσσίτιο μοναστηριακού ιππότη.49 Στις 12 Ιουλίου 1481 ο μεγάλος μάγιστρος έγραψε ενδιαφέρουσα επαινετική επιστολή για Δομινικανό ιερέα, που χορηγούσε τη θεία ευχαριστία σε ολόκληρη τη διάρκεια τής πολιορκίας στους σκληρά πιεζόμενους υπερασπιστές τού πύργου και τού μώλου τού Αγίου Νικολάου. Ο γενναίος μοναχός είχε υποφέρει από το υγρό κρύο τής νύχτας και είχε υποστεί νευρική κατάθλιψη από την παρατεταμένη δοκιμασία (ob atgorem maris nocturnum mala validitudine nervorumque contractione affecta). Άφηνε τώρα τη Ρόδο, πηγαίνοντας κατά πάσα πιθανότητα δυτικά, για να επιδιώξει την ανάκτηση τής υγείας του σε κάποια ιαματικά λουτρά (balnea). Ο μεγάλος μάγιστρος παρακαλούσε εκείνους στους οποίους θα παρουσίαζε την επιστολή ο μοναχός, να υποδεχθούν με εύνοια κάποιον που είχε υποστεί τέτοια δεινά για την πίστη και τού οποίου το παράδειγμα θα μπορούσε να δελεάσει κι άλλους για παρόμοιες επιδόσεις.50
Στις 14 Ιουλίου 1482 ο μεγάλος μάγιστρος ζητούσε από τη βασίλισσα Ισαβέλλα τής Καστίλλης να δώσει χάρη σε κάποιον Φερνάντο ντε Βεργκόντε, ευγενή από τη Γαλικία, ο οποίος ήταν μεταξύ εκείνων που είχαν καταδικαστεί για εγκλήματα και τούς οποίους η βασίλισσα προφανώς είχε ελευθερώσει, με την προϋπόθεση ότι θα πήγαιναν στη Ρόδο και θα βοηθούσαν στην υπεράσπιση τής πόλης εναντίον των Τούρκων. Ο Βεργκόντε είχε έρθει στο νησί με ένα από τα πλοία (balinerii) τού Πέδρο Πινιέρα, επίσης «γκαγιέγο» (από τη Γαλικία), με επιστολές από την Iσαβέλλα που εξηγούσαν την κατάστασή του. Ο μεγάλος μάγιστρος ζητούσε τώρα να αποτελέσει εξιλέωση για το έγκλημα τού Βεργκόντε η επίπονη επίδοσή του κατά την πολιορκία, ενώ παρόμοιες επιστολές γράφτηκαν την ίδια μέρα για άλλους δύο ευγενείς και δεκαοκτώ μη ευγενείς, γεγονός που υποδηλώνει ότι οι Ιππότες των «γλωσσών τής Ισπανίας» (langues d’ Espaigne) είχαν στην πραγματικότητα ετερόκλητη ομάδα τυχοδιωκτών, που αγωνίζονταν μαζί τους στις ροδιακές επάλξεις.51
Όταν την Παρασκευή 28 Ιουλίου 1480 τα στρατεύματα τού Μεσίχ πασά εξαπέλυαν την τελική τους επίθεση κατά τού νότιου τείχους και των προμαχώνων τής Ρόδου, ο οθωμανικός στόλος έριχνε άγκυρα στα ανοικτά των ακτών τής Απουλίας, για να προετοιμάσει την επίθεση στη Γη τού Οτράντο. Ο σουλτάνος Μωάμεθ Β’ είχε φτάσει στο αποκορύφωμα —και τώρα στο τέλος— τής σταδιοδρομίας του. Ήταν ακριβώς ένα χρόνο μετά τούς πρώτους κανονιοβολισμούς εναντίον τού οχυρού τού Αγίου Νικολάου από την πυροβολαρχία τού Μεσίχ πασά στους κήπους τής εκκλησίας τού Αγίου Αντωνίου, όταν έφτασαν στη Ρόδο τα νέα τού θανάτου τού Μωάμεθ. Η δεύτερη μεγάλη εκστρατεία εναντίον των Ιπποτών, για την οποία (υποτίθεται) ετοιμαζόταν, δεν θα γινόταν τώρα. Στις 31 Μαΐου 1481 ο Καουρσέν αντικαγκελάριος και δημόσιος ρήτορας τού Οσπιτάλιου, έδωσε διάλεξη «για τον θάνατο τού Μεγάλου Τούρκου» (De morte Magni Thurci) ενώπιον συνέλευσης των Ιπποτών, στην οποία εκφράστηκε με άγρια χαρά:
Αν μια πέννα μπορούσε να περιγράψει την ευχαρίστηση στην καρδιά μου και η ομιλία να εξηγήσει την ευτυχία στην ψυχή μου, σήμερα έχει οπωσδήποτε δοθεί η ευκαιρία … , γιατί όχι χωρίς την αγάπη τού Θεού και τη θεϊκή κρίση, στην οποία υπόκεινται όλα τα πράγματα, η κακοφορμισμένη πληγή τής χριστιανοσύνης έχει επουλωθεί, η κατακαίουσα φωτιά έχει σβηστεί … , και παρακολουθούμε το τέλος τού σφοδρότερου εχθρού τής ορθοδοξίας. Ο Σατανάς, τού οποίου ήταν ευνοούμενος, πανηγυρίζει για την επιστροφή τού χαμένου συντρόφου του και οι κάτοικοι τής κόλασης χαιρετίζουν την έλευσή του με πολλές επιδοκιμασίες, αν μπορούμε να φανταστούμε ότι υπάρχει κάποια χαρά ανάμεσά τους. Η ζοφερή κατοικία τής αιώνιας σύγχυσης είναι η δίκαιη πληρωμή για τον απερίγραπτο τύραννο, που έχει καταστρέψει τις ψυχές τόσων παιδιών, τα οποία εξανάγκασε να αποκηρύξουν την πίστη και να κατέβουν έτσι τυφλωμένα στην κόλαση. [Είχε προκαλέσει τη μόλυνση παρθένων και οικοδεσποινών, τη σφαγή νέων και γέρων ανδρών, τη βεβήλωση ιερών λειψάνων, τη ρύπανση εκκλησιών και μοναστηριών, την καταστροφή, καταπίεση και αρπαγή βασιλείων, ηγεμονιών και πόλεων, συμπεριλαμβανόμενης τής αυτοκρατορικής Κωνσταντινούπολης, την οποία πήρε για τον εαυτό του και έκανε σκηνικό απίστευτων εγκλημάτων.]
Ο Καουρσέν σχεδόν δεν μπορούσε να βρει τα λόγια που έπρεπε να χρησιμοποιήσει, τρέμοντας και κοκκινίζοντας παρουσία τού μεγάλου μάγιστρου, για να περιγράψει αυτόν τον δεύτερο Εωσφόρο, τον δεύτερο αυτόν Μωάμεθ, αυτόν τον δεύτερο Αντίχριστο. Όταν ξεσηκώνεται η ψυχή κινείται άσκοπα η γλώσσα (Horrescit quidem animus, haeret lingua palato). Ο θάνατος τού Μωάμεθ Β’ συνοδευόταν από τις πιο εξαιρετικές εκδηλώσεις αποστροφής τής ίδιας τής Γης για τα ειδεχθή εγκλήματά του:
Την ώρα περίπου τής αναχώρησής του από τη ζωή συχνοί σεισμοί σημειώθηκαν στην Ασία, τη Ρόδο, καθώς και στα γύρω νησιά, έχοντας ιδιαίτερα δύο από αυτούς ασυνήθιστη ένταση και όντας τόσο μεγάλοι και φοβεροί, που γκρέμισαν πολλά κάστρα, φρούρια και παλάτια. Ακόμη και η θάλασσα υψώθηκε περισσότερο από δέκα πόδια και πλημμύρισε τις ακτές, ενώ ξανακυλώντας στα βάθη της βυθίστηκε τόσα πόδια όσα είχε υψωθεί και τελικά επέστρεψε στη συνηθισμένη στάθμη της. Τόσο άφθονη μάλιστα ήταν η εκπνοή [του πτώματός του], και τόσο μεγάλη η έκρηξη [velocitas] που περιοριζόταν στα έγκατα τής γης, που έστειλε επτά φορές στη γη τα βίαια τραντάγματά του και προκάλεσε ξαφνική εκροή τής θάλασσας. Το φαινόμενο είναι άξιο καταγραφής και αποτελεί κάτι που οι Ροδίτες δεν είχαν δει ποτέ πριν. Αν και εξηγείται από τις αρχές τής φυσικής, εντούτοις προμηνύει συνήθως κάποιο μεγάλο γεγονός.52
<-10. Ο Σίξτος Δ’ και η τουρκική κατάληψη τού Οτράντο (1471-1480) | 12. Ο Σίξτος Δ’ και η ανάκτηση τού Οτράντο (1480-1484)-> |