10. Ο Σίξτος Δ’ και η τουρκική κατάληψη τού Οτράντο (1471-1480)

<-9. Ο Παύλος Β', η Βενετία και η πτώση τού Νεγκροπόντε (1464-1471) 11. Ο Πιέρ ντ’ Ωμπουσσόν και η πρώτη Πολιορκία τής Ρόδου (1480)->

10
Ο Σίξτος Δ’ και η τουρκική κατάληψη τού Οτράντο (1471-1480)

Image Image

Οι καιροί ήσαν κακοί και σύντομα θα γίνονταν χειρότεροι. Οι Ενετοί είχαν ήδη υποστεί το μεγαλύτερο πλήγμα τους στον πόλεμο με την απώλεια τού Νεγκροπόντε. Οι Γενουάτες φοβούνταν για την επιβίωση τής μακρινής τους αποικίας στον Καφφά, ενώ το μέλλον τού οικισμού τους στη Χίο βρισκόταν υπό αμφισβήτηση. Οι Ιωαννίτες ιππότες στη Ρόδο έπρεπε πάντοτε να υπολογίζουν το ενδεχόμενο τουρκικής επίθεσης μεγάλης κλίμακας. Οι Ναπολιτάνοι θα ένιωθαν σύντομα το δυνατό κτύπημα τής ανηλεούς επιθετικότητας τού σουλτάνου. Ο νέος ποντίφηκας έπρεπε να δώσει μεγάλη προσοχή στις ανατολικές υποθέσεις.

Στις 9 Αυγούστου 1471 κογκλάβιο δεκαοκτώ καρδιναλίων ανέβασε στον θρόνο ένα Φραγκισκανό θεολόγο, τον Φραντσέσκο ντέλλα Ρόβερε, καρδινάλιο ιερέα τού Αλυσοδεμένου (in Vincoli) Aγίου Πέτρου. Πήρε το όνομα Σίξτος Δ’.1 Για μερικά χρόνια είχε τη φήμη μεταρρυθμιστή και αρχικά φαινόταν ότι ανησυχούσε για τη διατήρηση τής ειρήνης στην Ιταλία, ώστε να προστατευτούν τα λατινικά συμφέροντα στην Ανατολή. Ήταν φίλος τού Γκαλεάτσο Μαρία Σφόρτσα, δούκα τού Μιλάνου, ο οποίος είχε βοηθήσει να εξασφαλιστεί η εκλογή του, ενώ ο Λορέντσο των Μεδίκων είχε έρθει ο ίδιος στη Ρώμη ως επικεφαλής φλωρεντινής πρεσβείας, για να απευθύνει χαιρετισμούς και να δηλώσει υπακοή στον Σίξτο, που έκανε το Ρωμαϊκό υποκατάστημα τής τράπεζας των Μεδίκων οικονομικό εκπρόσωπο τής Αγίας Έδρας.2 Ο Σίξτος είχε εκλεγεί εν μέσω αναφορών και φημών για τουρκικές λεηλασίες, ειδικά στη Στυρία, ενώ ενετική πρεσβεία που έφτασε στη Ρώμη στις 28 Νοεμβρίου υπογράμμιζε τον τουρκικό κίνδυνο. Ο Σίξτος γνώριζε καλά την δική του υποχρέωση ως προς αυτό το ζήτημα, αλλά η εχθρότητα μεταξύ τού σουλτάνου Μωάμεθ Β’ και τού Ουζούν Χασάν, τού ισχυρού Τουρκομάνου άρχοντα των Ακ-Κογιουνλού (Ασπροπροβατάδων), ο οποίος τότε εξουσίαζε από την Καππαδοκία μέχρι την Περσία, έδινε καλές υποσχέσεις για το μέλλον. Οι Ενετοί διπλωμάτες έκαναν ό,τι μπορούσαν για να εξασφαλίσουν τη βοήθεια τού Ουζούν Χασάν εναντίον τής Πύλης. Σε μυστικό εκκλησιαστικό συμβούλιο στις 23 Δεκεμβρίου ο Σίξτος όρισε πέντε αντι-τουρκικές πρεσβείες «εκ μέρους του» (de latere), στέλνοντας τον Βησσαρίωνα στη Γαλλία, την Βουργουνδία και την Αγγλία, τον Ροδρίγο Βοργία στην Ισπανία, τον Άντζελο Καπράνιτσα στην Ιταλία, τον Μάρκο Μπάρμπο στη Γερμανία, την Ουγγαρία και την Πολωνία και τον Ολιβιέρο Kαράφα στο βασίλειο τής Νάπολης, όπου θα έμπαινε επικεφαλής στόλου.3

Μια βδομάδα αργότερα ο Σίξτος δημοσίευσε εγκύκλιο επιστολή (στις 31 Δεκεμβρίου 1471), ζητώντας την ενωμένη δράση τής χριστιανοσύνης κατά τού κοινού εχθρού. Εξέφραζε την βαθιά λύπη του, που «η θηριωδέστατη φυλή των Τούρκων, οι οπαδοί τού ασεβούς σκύλου Μωάμεθ, είχαν υψωθεί ραγδαία σε βάρος τής χριστιανικής πίστης». Είχαν καταλάβει χριστιανικές χώρες στη Μικρά Ασία και στα Βαλκάνια, είχαν πάρει την Κωνσταντινούπολη και πολλές άλλες χώρες και πόλεις τής Βυζαντινής αυτοκρατορίας και διψούσαν ακόμη για χριστιανικό αίμα. Η δύναμή τους αυξανόταν με τις κατακτήσεις τους. Είχαν σαρώσει με φωτιά και ξίφος μέσω τής Ουγγαρίας ακόμη και το εσωτερικό τής Γερμανίας. Ο Σίξτος εξιστορούσε τις αγριότητες των Τούρκων με θλιβερή ευγλωττία και θρηνούσε για την πτώση τού Νεγκροπόντε. Φιλοδοξία τού Τούρκου ήταν να εξαλείψει το όνομα τού Χριστιανού από το πρόσωπο τής γης.4 Η Ευρώπη δεν πήρε υπόψη την προειδοποίησή του και ελάχιστα ανταποκρίθηκε στις παπικές πρεσβείες του.

Παρά τη χριστιανική προπαγάνδα για νέα σταυροφορία, τον Μωάμεθ Β’ απασχολούσαν περισσότερο τα σύννεφα που συγκεντρώνονταν στα ανατολικά σύνορά του και όχι οι εναντίον του προετοιμασίες τού Σίξτου Δ’. Ο Μωάμεθ δεν μπορούσε να αισθάνεται ασφαλής στις δυτικές κατακτήσεις του πριν καταστρέψει την τώρα αυξημένη δύναμη τού Τουρκομάνου ηγεμόνα Ουζούν Χασάν, με τον οποίο οι Ενετοί βρίσκονταν σε στενή και συνεχή επαφή. Το 1469 ο Ουζούν Χασάν είχε κατορθώσει να ελέγχει μεγάλο κράτος, που περιλάμβανε την Καππαδοκία, την Αρμενία, το Κουρδιστάν, τη Μεσοποταμία και τη δυτική Περσία, ενώ γινόταν αναπόφευκτη η σύγκρουση με τούς Οθωμανούς, που είχαν υποτάξει τα άλλα τουρκικά κράτη τής Μικράς Ασίας. Τρεις απεσταλμένοι τού Ουζούν Χασάν βρίσκονταν στην παπική κούρτη τον Αύγουστο τού 1471, όταν ο παπικός ταμίας τούς κατέβαλε 400 «ενετικά φλουριά», αξίας 415 φλουριών «του παπικού ταμείου» (de camera), με πληρωμή που έγινε με εντολή τού Σίξτου,5 ο οποίος υποδέχθηκε δύο Τούρκους απεσταλμένους τον επόμενο Νοέμβριο και διέταξε να καταβληθεί και σε αυτούς παρόμοια διπλωματική επιδότηση.6 Ένα χρόνο αργότερα, στις 6 Νοεμβρίου 1472, ο Σίξτος έγραφε στον μαρκήσιο Λοντοβίκο Β’ Γκονζάγκα τής Μάντουα, ότι ο σουλτάνος σκεφτόταν πάντα να ξεσπάσει το μίσος του κατά των χριστιανών και να πετύχει την καταστροφή τους. Λεγόταν ότι ο Μεχμέτ σχεδίαζε ακόμη και επίθεση εναντίον τής Ιταλίας την άνοιξη τού 1473, αλλά ο Πανοσιολογιότατος τοποθετούσε τις ελπίδες του στον Θεό και στον Ουζούν Χασάν για να εξαντλήσουν τον κοινό εχθρό, ενώ Τουρκομάνος απεσταλμένος τον είχε διαβεβαιώσει πρόσφατα ότι ο Ουζούν Χασάν είχε συγκεντρώσει τεράστιες δυνάμεις γι’ αυτό τον ευγενή σκοπό.7

Η οθωμανική πρεσβεία στην παπική κούρτη είχε αναμφίβολα επιδιώξει να καρφώσει την παπική προσοχή στην Ιταλία (πράγμα που συνήθως ήταν εύκολο να γίνει), πιθανώς με απειλές ενός ή τού άλλου είδους, καθώς και θέτοντας τα ιταλικά κράτη σε αμυντική στάση, για να αποδυναμώσει οποιαδήποτε επιθετική ενέργεια θα μπορούσαν να ξεκινήσουν εναντίον τού οθωμανικού δυτικού μετώπου. Αλλά σκοπός των πρεσβειών τού Ουζούν Χασάν στην παπική κούρτη ήταν ακριβώς να εξασφαλίσουν μια τέτοια εκτροπή τής δύναμης τού Μωάμεθ Β’. Η επικοινωνία ήταν αργή, λόγω των μεγάλων αποστάσεων που έπρεπε να ταξιδεύουν οι Τουρκομάνοι απεσταλμένοι, ενώ τα νέα που έφερναν στην παπική κούρτη ήσαν πιθανώς ξεπερασμένα από τα πράγματα και δεν είχαν πια σημασία κατά τη στιγμή τής άφιξής τους. Όπως πάντα ο Μεχμέτ κινούνταν όταν είχε το πλεονέκτημα και ύστερα από εκτεταμένες προετοιμασίες πορεύτηκε στην Ανατολία τον Οκτώβριο τού 1472, συνοδευόμενος από τούς δύο γιους του, τον Μουσταφά και τον Βαγιαζήτ Τσελεμπή. Πέρασε προφανώς το χειμώνα κατασκηνώνοντας κοντά στην Αμάσεια. Ο τουρκικός στρατός ήταν τεράστιος, γιατί ήταν σαφές ότι ο σουλτάνος έτρεφε μεγάλο σεβασμό στην αποτελεσματικότητα τού Ουζούν Χασάν στο πεδίο τής μάχης. Ύστερα από αρχική αποτυχία στις όχθες τού Ευφράτη κοντά στο σημαντικό φρούριο τού Ερζιντζάν (την 1η Αυγούστου 1473), ο Μεχμέτ συνάντησε και νίκησε τον Ουζούν Χασάν σε αποφασιστική μάχη κοντά στο Μπασκέντ (περίπου στις 11 Αυγούστου). Ο Μαχμούτ πασάς συμβούλευσε να μην καταδιώξουν τον ηττημένο Τουρκομάνο, γιατί οι Οθωμανοί δύσκολα θα μπορούσαν να διατηρήσουν τον έλεγχο των εδαφών που θα κατακτούσαν. Ο Μεχμέτ συμφώνησε στην απόσυρση των δυνάμεών του προς τα δυτικά, αλλά στη συνέχεια το μετάνιωσε και έβγαλε ξανά τον Μαχμούτ πασά από τη θέση τού μεγάλου βεζύρη ενώ, έχοντας κι άλλα παράπονα εναντίον του, έβαλε να θανατώσουν τον μεγάλο πασά αμέσως μετά την επιστροφή τους στην Ισταμπούλ.8

Στο μεταξύ, κατά τη διάρκεια των ετών 1471-1472, ο πάπας Σίξτος είχε δαπανήσει πάνω από 144.000 χρυσά φλουριά για τον στόλο που θα οδηγούσε στη σταυροφορία ο καρδινάλιος Oλιβιέρο Καράφα. Είχε επίσης καταλήξει σε συμφωνίες με τη Βενετία και τη Νάπολη, οι οποίες επρόκειτο να διαθέσουν στόλους για την επερχόμενη προσπάθεια κατά των Τούρκων. Οι εκταμιεύσεις από το παπικό ταμείο για τον παπικό στόλο ξεπερνούσαν τα 72.000 χρυσά φλουριά για καθένα από αυτά τα δύο έτη.9 Στις αρχές Ιουνίου 1472 ο Καράφα απέπλευσε από την Όστια για τη Νάπολη και από εκεί για τη Ρόδο, όπου συγκεντρώνονταν οι ναυτικές δυνάμεις τής Βενετίας και τής Νάπολης. Λεγόταν ότι η χριστιανική αρμάδα είχε φτάσει σε συνολική δύναμη ογδονταεπτά περίπου γαλερών και δεκαπέντε πλοίων μεταφοράς, εκ των οποίων περισσότερα από τα μισά ήσαν ενετικά. Ως επίδειξη δύναμης, για να καθησυχαστεί ο Ουζούν Χασάν και οι σύμμαχοί του στην Καραμανία, οι Ενετοί ανέκτησαν από τούς Οθωμανούς τις οχυρές πόλεις Σελεύκεια, Σεκίν (τα αρχαία Σύεδρα), και Κώρυκο, τις οποίες έδωσαν ξανά στον Κασίμ μπέη, τον άρχοντα τής Καραμανίας, τον οποίο είχε διώξει από τα εδάφη του ο Μωάμεθ Β’.

Τον Αύγουστο τού 1472 οι σταυροφόροι επιτέθηκαν στην Αττάλεια, στη νότια ακτή τής Μικράς Ασίας, σπάζοντας την αλυσίδα που υποτίθεται ότι εμπόδιζε την είσοδο στο λιμάνι. Πυρπόλησαν τις αποθήκες κοντά στην προκυμαία καθώς και τα προάστια, αλλά δεν κατόρθωσαν να πάρουν την πόλη, που ήταν έντονα οχυρωμένη. Οι Ναπολιτάνοι, ευρισκόμενοι σε συνεχή διαφωνία με τούς Ενετούς, απέσυραν τον στόλο τους από την εκστρατεία και επέστρεψαν στην πατρίδα τους. Διοικητής τής ενετικής μοίρας ήταν ο Πιέτρο Μοτσενίγκο, που σύντομα θα γινόταν δόγης. Μαζί με τον Καράφα εξαπέλυσε επιτυχημένη επίθεση επί τής σημαντικής αλλά ανεπαρκώς υπερασπιζόμενης πόλης τής Σμύρνης (στις 13 Σεπτεμβρίου 1472). Παρά το γεγονός ότι ο Καράφα ήθελε να κρατήσει την πόλη ως κέντρο για μεταγενέστερες επιχειρήσεις, οι Ενετοί την πυρπόλησαν ολοσχερώς και σώριασαν διακόσια δεκαπέντε κεφάλια Τούρκων στα πλοία τους, ως ζοφερό σύμβολο τής εκ μέρους τους καταστροφής τής οθωμανικής φρουράς. Στη συνέχεια οι Mοτσενίγκο και Καράφα τα πήγαιναν λιγότερο καλά, ενώ η εκστρατεία πολύ λίγη πραγματική βοήθεια πρόσφερε στον Ουζούν Χασάν. Δεν έγινε επίθεση στην Ισταμπούλ, μολονότι ο Μωάμεθ απουσίαζε από εκεί, όπως είδαμε, στη σημαντική εκστρατεία του εναντίον τού Ουζούν Χασάν. Ο Μοτσενίγκο είχε βοηθήσει μήνες πριν στο τολμηρό σχέδιο κάποιου Αντονέλλο, ο οποίος είχε καταφέρει να βάλει φωτιά στο τουρκικό οπλοστάσιο στην Καλλίπολη τον Φεβρουάριο τού 1472, αλλά προφανώς δεν έκανε καμία προσπάθεια να εισέλθει βίαια στα Δαρδανέλλια κατά τη διάρκεια τής εκστρατείας.10

Καθώς πλησίαζε το νέο έτος και ο χειμώνας γινόταν πιο δριμύς, ο ενετικός στόλος αποσύρθηκε στο Ναύπλιο και τη Μεθώνη, ενώ ο Καράφα επέστρεψε στην Ιταλία με τις παπικές γαλέρες. Μπήκε στη Ρώμη στις 23 Ιανουαρίου 1473, φέρνοντας μαζί του μερικούς Τούρκους αιχμαλώτους και κάποια κομμάτια τής αλυσίδας που απέκλειε την είσοδο τού λιμανιού τής Αττάλειας. Σε ολόκληρη τη διάρκεια τής περιπετειώδους εκστρατείας τού 1472, κατά την οποία οι σταυροφόροι λυμαίνονταν τις μεγάλες ακτογραμμές τής νότιας και τής δυτικής Μικράς Ασίας, δεν στάλθηκε στο Αιγαίο οθωμανικός στόλος για να τούς αντιταχθεί. Οι Οθωμανοί έπαιζαν γενικά προσεκτικό παιχνίδι ναυτικού πολέμου, ξέροντας πότε να εμπλακούν σε σύγκρουση και πότε να την αποφύγουν, ενώ ο Μπάμπινγκερ μάς υπενθυμίζει ότι από τη ναυμαχία τής Καλλίπολης (29 Μαΐου 1416) μέχρι εκείνη τής Ναυπάκτου (7 Οκτωβρίου 1571) ποτέ δεν υπέστησαν σοβαρή ήττα στη θάλασσα.11 Τα κομμάτια τής αλυσίδας τού Καράφα τοποθετήθηκαν πάνω από την κύρια πύλη τού Αγίου Πέτρου, όπου παρέμεναν μέχρι την ανακατασκευή τής βασιλικής κατά τον επόμενο αιώνα. Αργότερα τοποθετήθηκαν πάνω από την πόρτα που οδηγεί στα Αρχεία τής Βασιλικής, στα δεξιά τού σκευοφυλακίου,12 όπου μπορεί κάποιος να τα δει και τώρα. Ο Σίξτος Δ’ είχε πληρώσει ακριβά γι’ αυτό το αναμνηστικό.

Ο Σίξτος αναζητούσε υποστήριξη για τη σταυροφορία από οπουδήποτε μπορούσε να τη βρει και για μια στιγμή σκέφτηκε ότι την είχε βρει στη Ρωσία. Η Ζωή Παλαιολογίνα, η νεώτερη κόρη τού εκλιπόντος δεσπότη Θωμά, είχε ζήσει στη Ρώμη για κάποια χρόνια, σε σπίτι στο «Πεδίο τού Άρεως» (Campus Martius), ως κηδεμονευόμενη τής Αγίας Έδρας. Είχαν ήδη γίνει (και είχαν αποτύχει) προσπάθειες να την παντρέψουν με τον Φεντερίκο Γκονζάγκα, γιο τού επιφυλακτικού μαρκησίου Λοντοβίκο τής Μάντουα, καθώς και με τον Τζέημς Β’ των Λουζινιάν, τον μάλλον ασταθή βασιλιά τής Κύπρου. Δεν είχε προίκα, εκτός από εκείνη που θα τής διέθετε ο πάπας. Όμως μέσω Ιταλών απεσταλμένων ο Ιβάν Γ’, ο μεγάλος πρίγκηπας τής Μόσχας, είχε ενδιαφερθεί γι’ αυτήν και τελικά (στις 25 Μαΐου 1472) οι απεσταλμένοι του εμφανίστηκαν σε μυστικό εκκλησιαστικό συμβούλιο στη Ρώμη για να ζητήσουν τη Ζωή ως σύζυγό του. Μια εβδομάδα αργότερα, την 1η Ιουνίου, παντρεύτηκε μέσω πληρεξουσίου με τον Ιβάν, ο οποίος (όπως έλπιζαν) θα τούς παρείχε βοήθεια εναντίον των Τούρκων και θα αποδεχόταν ίσως προτάσεις για την ένωση τής Ρωμαϊκής Καθολικής και τής Ρωσικής Ορθόδοξης Εκκλησίας.13

Εν πάση περιπτώσει, όταν η Ζωή άφησε τη Ρώμη στις 24 Ιουνίου για το μεγάλο ταξίδι προς Μόσχα μέσω βόρειας Ιταλίας και Γερμανίας, ο Σίξτος προετοίμασε την ασφαλή διέλευσή της στέλνοντας πριν από αυτήν επιστολές επαίνων και προστασίας στις πόλεις και τούς ηγεμόνες, μέσω των εδαφών των οποίων θα ταξίδευε η Ζωή.14 Όπως είναι γνωστό, ο παπισμός υπήρξε γενναιόδωρος προς τον πατέρα τής Ζωής, παρέχοντάς του μηνιαία σύνταξη, η οποία συνεχίστηκε και μετά τον θάνατό του προς όφελος των παιδιών του. Ένας ζωγραφικός πίνακας στο Οσπιτάλιο τού Αγίου Πνεύματος στη Σάξια (κοντά στο Βατικανό), το οποίο ο Σίξτος Δ’ ανακατασκεύασε και επέκτεινε, υπενθυμίζει επίσης τη γενναιοδωρία τού πάπα προς τον Ανδρέα, τον αδελφό τής Ζωής, καθώς και προς τον Λεονάρντο Γ’ Τόκκο, φυγάδα δεσπότη τής Άρτας, στους οποίους ο Παύλος Β’ είχε χορηγήσει αρκετές χιλιάδες χρυσά φλουριά το 1465-1467 «ως βοήθεια στον πόλεμο κατά των Τούρκων».15 Όπως αναφέρει η επιγραφή κάτω από τον πίνακα, ο οποίος τιμά τη μνήμη τού γάμου τής Ζωής με τον Ιβάν, ο Σίξτος τής έδωσε προίκα 6.000 χρυσών δουκάτων μαζί με άλλα δώρα, για να τη βοηθήσει να ξαναξεκινήσει τη ζωή της στον παγωμένο βορρά, από τον οποίο δεν στάλθηκε βοήθεια κατά των Τούρκων. Η Ζωή ξαναγκάλιασε αμέσως την Ορθοδοξία και η ενότητα τής εκκλησίας αποτελούσε θέμα που συζητιόταν μόνο ακροθιγώς, με μικρή πρόθεση οποιασδήποτε πραγματικής δέσμευσης απέναντι στη Λατινική Εκκλησία.16

Αν και χοντρή και άσχημη, η Ζωή ήταν ευφυής και κατόρθωσε να ασκήσει μεγάλη επιρροή στη Μόσχα, όπου υπήρξε γνωστή ως Σοφία. Ο γάμος της με τον Ιβάν Γ’ άρχιζε νέα εποχή στην ιστορία και την πολιτική ιδεολογία τής ρωσικής Ορθοδοξίας. Ο Ιβάν Γ’ γινόταν κληρονόμος τού Βυζαντίου, προστάτης όλων των Ορθοδόξων χριστιανών, ενώ είκοσι χρόνια αργότερα (το 1492) ο μητροπολίτης Ζώσιμος χαιρέτιζε τον πρίγκηπα τής Μόσχας ως «ηγεμόνα και μονάρχη όλης τής Ρωσίας, νέο καίσαρα (τσάρο) Κωνσταντίνο στη νέα πόλη τού Κωνσταντίνου, τη Μόσχα». Η Μόσχα διαδεχόταν την Κωνσταντινούπολη ως «Τρίτη Ρώμη» και η Μοσχοβίτικη Εκκλησία γινόταν το κέντρο τής αληθινής πίστης, μιμούμενη στο εκκλησιαστικό πεδίο τις νέες αξιώσεις τού μεγάλου πρίγκηπά της για οικουμενική εξουσία. Η ηγεμονία τής Μόσχας πετούσε ψηλά με τα φτερά τού Βυζαντίου. Ο Ιβάν Γ’ υιοθέτησε ως σημαία του τον δικέφαλο αετό των Παλαιολόγων, εισήγαγε στην αυλή του αυτοκρατορικό τελετουργικό και έχτισε παλάτια και εκκλησίες στη Μόσχα, την οποία προσπάθησε να κάνει αντάξια τού νέου αξιώματος που τού είχε απονείμει η Ζωή.17 Υπό αυτές τις συνθήκες η παπική κούρτη δεν θα μπορούσε να προσδοκά βοήθεια από τη Ρωσία κατά των Τούρκων, ενώ τα γεγονότα σύντομα θα καθιστούσαν σαφές ότι και οι ελπίδες που είχε εναποθέσει στον Τουρκομάνο ηγεμόνα ήσαν καταδικασμένες να οδηγήσουν σε παρόμοια απογοήτευση.

Ο Ουζούν Χασάν είχε χάσει λίγα εδάφη ως αποτέλεσμα τής ήττας του τον Αύγουστο τού 1473 και είχε έγκαιρα ενημερώσει τούς Ενετούς για την πρόθεσή του να επαναλάβει την επίθεσή του κατά τού Οθωμανού σουλτάνου.18 Ο Σίξτος Δ’ έκανε ό,τι μπορούσε για να βοηθήσει την υπόθεση τού Τουρκομάνου, το μέλλον τής οποίας ταύτιζε με εκείνο των ιταλικών κρατών. Στις 2 Οκτωβρίου 1474, για παράδειγμα, έγραφε στον μαρκήσιο Λοντοβίκο τής Μάντουα και σε διάφορους άλλους Ιταλούς ηγεμόνες, ότι η εχθρότητα τού Ουζούν Χασάν προς τον Μωάμεθ τούς είχε εξυπηρετήσει όλους καλά και θα μπορούσε να είναι ακόμη πιο χρήσιμη στο μέλλον. Όμως αν αυτός σταματούσε την πίεσή του επί τής Οθωμανικής αυτοκρατορίας, η ιταλική χερσόνησος και ολόκληρη η χριστιανοσύνη θα βρίσκονταν σε προφανή κίνδυνο. Για να εξασφαλιστεί λοιπόν η δική τους ασφάλεια, οι χριστιανοί έπρεπε να διατηρούν τον Ουζούν Χασάν στην απόφασή του να συνεχίσει τον πόλεμο κατά τού Μωάμεθ, «επειδή κατά πάσα πιθανότητα δεν θα προσφερθεί ποτέ ξανά μια τέτοια ευκαιρία». Για ακόμη μια φορά Τουρκομάνος απεσταλμένος είχε έρθει στην παπική κούρτη, προτρέποντας να επιτεθούν οι χριστιανοί κατά τού Τούρκου με στρατό και [ο Ουζούν Χασάν] υποσχόταν ότι, αν αυτό γινόταν, θα έπεφτε και πάλι πάνω στον Τούρκο με ισχυρό στρατό και δεν θα εγκατέλειπε τον πόλεμο μέχρι την καταστροφή τού Τούρκου. Ο απεσταλμένος τού Ουζούν Χασάν είχε επιμένει για απάντηση, επειδή ήθελε να επιστρέψει στον ηγεμόνα του όχι καθησυχασμένος με λόγια, αλλά βέβαιος για εκείνα που πραγματικά θα έκαναν οι χριστιανοί.

Ο Σίξτος φοβόταν ότι αν ο χριστιανικές δυνάμεις δεν άδραχναν αυτή την ευκαιρία, ο Ουζούν Χασάν θα αναγκαζόταν να κάνει συνθήκη με τον Μωάμεθ, η οποία προφανώς θα απέβαινε απολύτως σε βάρος τής χριστιανοσύνης.

«Είμαστε έτοιμοι να κάνουμε τόσα, όσα επιτρέπει η δύναμή μας», έγραφε ο Σίξτος στον μαρκήσιο τής Μάντουα, «και θα φέρουμε αυτό το βάρος μόνοι, γιατί δεν θα επιβαρύνουμε κανένα. Οι πόροι μας όμως δεν είναι επαρκείς και συνεπώς είναι απαραίτητο να προσφύγουμε στην Εξοχότητά σας και στις άλλες ιταλικές δυνάμεις». Παρακαλούσε τον Λοντοβίκο να στείλει στην παπική κούρτη απεσταλμένο «με πλήρη εξουσιοδότηση» (cum pleno mandalo), για να διαβουλευθεί με τούς εκπροσώπους των άλλων ιταλικών κρατών και ηγεμόνων (στους οποίους έστελνε παρόμοια σημειώματα) για τη χρηματοδότηση εκστρατείας που θα βάδιζε από τη στεριά εναντίον των Τούρκων. Μπορεί να ήθελαν να στηρίξουν τις σταυροφορικές προσπάθειες τού βασιλιά Mατίας Κορβίνους τής Ουγγαρίας ή να προτιμούσαν να χτυπήσουν τον Τούρκο με κάποιον άλλο τρόπο, αλλά τα σχέδια έπρεπε να ετοιμαστούν γρήγορα, «ώστε να γνωρίζουμε τι είδους οριστική απάντηση θα δώσουμε στον [Tουρκομάνο] απεσταλμένο και στον ηγεμόνα του».19 Στις 23 Οκτωβρίου (1474) o Λοντοβίκο απαντούσε στον Σίξτο ότι σύμφωνα με το παπικό αίτημα διόριζε τον γιο του, τον καρδινάλιο Φραντσέσκο Γκονζάγκα, ως απεσταλμένο του, για να ασχοληθεί με ζητήματα που αφορούσαν την προτεινόμενη εκστρατεία εναντίον των Τούρκων. Ο Φραντσέσκο θα είχε πλήρη εξουσιοδότηση να δεσμεύει τον μαρκήσιο για τη σταυροφορία.20 Ήταν ευγενική απάντηση καθώς και ασφαλής, γιατί φαινόταν απίθανο για κάποιο χρονικό διάστημα ότι τα ιταλικά κράτη θα κινούνταν και πάλι από κοινού εναντίον των Τούρκων, μετά την εκστρατεία τού 1472, η οποία είχε κοστίσει στη Ρώμη, τη Βενετία και τη Νάπολη πολύ περισσότερα από αυτά που δικαιολογούσαν τα μάλλον ισχνά αποτελέσματά της.

Ο επείγων χαρακτήρας και η συχνότητα των εκκλήσεων τού πάπα Σίξτου Δ’ για ανάληψη δράσης εναντίον των Τούρκων διαψεύδουν κάθε ισχυρισμό ότι οι επιστολές του συντάσσονταν απλώς για τα πρακτικά. Σε σημείωμα τής 1ης Ιουλίου 1475 συνέχιζε τις φορτικές αιτήσεις του προς τον μαρκήσιο τής Mάντουα για ενίσχυση κατά των Τούρκων. Ο δόγης Πιέτρο Μοτσενίγκο είχε μόλις στείλει τα ανησυχητικά νέα από τη Βενετία, ότι ο σουλτάνος σχεδίαζε μεγάλη εκστρατεία, για να εκδικηθεί για την πρόσφατη τουρκική ήττα στη Μολδαβία, ενώ ο πάπας αγωνιούσε να συνειδητοποιήσει ο Λοντοβίκο ότι όχι μόνο η Μολδαβία, αλλά ολόκληρη η Ευρώπη βρισκόταν σε κίνδυνο. Ζητούσε κατάλληλη επιχορήγηση από τη Mάντουα, για να σταλεί αυτή σε εκείνους που έφεραν το βάρος τής τουρκικής εχθρότητας κατά μήκος τού ανατολικού μετώπου.21 Στις 17 Σεπτεμβρίου (1475) ο Σίξτος έγραφε και πάλι στον μαρκήσιο, απαιτώντας την άμεση αποστολή στην παπική κούρτη απεσταλμένου τής Μάντουα. Είχε προηγουμένως ζητήσει την αποστολή απεσταλμένου μέχρι την 1η Νοεμβρίου, αλλά, «λόγω των επικρεμάμενων κινδύνων» (imminentia pericula), δεν θα επέτρεπε τόσο μεγάλη καθυστέρηση (είχε μόλις φθάσει στη Ρώμη η είδηση ότι οι Τούρκοι είχαν καταλάβει τη γενουάτικη αποικία τού Καφφά στις αρχές Ιουνίου).22 Παρόμοιες επιστολές στάλθηκαν σε άλλους Ιταλούς ηγεμόνες (et aliis hoc idem scribimus),23 αλλά εκείνοι δεν κινήθηκαν περισσότερο απ’ ό,τι ο μαρκήσιος τής Μάντουα.

Αν ο Ουζούν Χασάν πραγματικά περίμενε περαιτέρω βοήθεια από τη Δύση, θα ήταν απογοητευμένος. Είχε κι άλλους λόγους για απογοήτευση, ακόμη και στην ίδια του την οικογένεια, γιατί είχε υποχρεωθεί να καταστείλει μια επανάσταση ενός από τούς γιους του και να πορευτεί εναντίον τού αδελφού του Ουβαΐς. Το 1475-1476 η πανούκλα ρήμαξε την Περσία. Η εκστρατεία κατά των Οθωμανών αρχικά αναβλήθηκε και στη συνέχεια εγκαταλείφθηκε. Η Βενετία και ο παπισμός έκαναν ό,τι μπορούσαν για να κρατήσουν ζωντανή στο μυαλό τού Ουζούν Χασάν την ιδέα ότι μια ταυτόχρονη επίθεση από ανατολή και δύση θα συνέτριβε τελικά τον Μωάμεθ Β’ σαν ανάμεσα σε δύο μυλόπετρες, αλλά η ενετική πολιτική υπέστη σοβαρό πλήγμα όταν πέθανε ο Ουζούν Χασάν στην Ταμπρίζ στις αρχές Ιανουαρίου 1478. Ο θάνατός του υπήρξε σημαντικός παράγοντας στην απόφαση τής Δημοκρατίας να κάνει ειρήνη με την Πύλη ένα χρόνο αργότερα.24

Ο Σίξτος έψαχνε παντού για τα χρήματα με τα οποία θα πολεμούσε τούς Τούρκους, ενώ θρηνούσε για το κολοσσιαίο βάρος που αντιμετώπιζε η Εκκλησία στην προσπάθεια να ανακόψει την επιθετικότητά τους. Στην βούλλα «Υπεράσπιση τής Καθολικής πίστης» (Catholice fidei defensionem) τής 1ης Δεκεμβρίου 1475 δήλωνε ότι ο σουλτάνος Μωάμεθ Β’ ενθουσιαζόταν από την συνεχιζόμενη τουρκική καταστροφή τής χριστιανικής ζωής και περιουσίας και ότι προσπαθούσε με όλες του τις δυνάμεις να πετύχει την υποταγή των υπόλοιπων περιοχών τής χριστιανοσύνης, που δεν είχαν ακόμη λεηλατηθεί. Τα έσοδα τής Αγίας Έδρας δεν ήσαν επαρκή για να παράσχουν την απαιτούμενη προστασία. Όλοι οι πιστοί έπρεπε να δώσουν τη βοήθειά τους, ώστε να μην υπάρξει καμία χαλάρωση τής μακροχρόνιας παπικής προσπάθειας κατά των απίστων. Οι βασιλείς τής Καστίλλης και τής Λεόν είχαν χρησιμοποιήσει το ένα τρίτο τού φόρου δεκάτης εναντίον των μουσουλμάνων στη Γρανάδα, αλλά για κάποιο διάστημα έδιναν αυτά τα χρήματα σε διάφορα εκκλησιαστικά και λαϊκά πρόσωπα, για διάφορους εκκλησιαστικούς και λαϊκούς σκοπούς. Όλες αυτές οι ανάρμοστες εκτροπές τού εισοδήματος από αυτά τα «τρίτα» έπρεπε να σταματήσουν και να επαναποδοθούν οι πόροι στις ενοριακές εκκλησίες, από τις οποίες είχαν γίνει οι συλλογές. Ο Σίξτος όμως επεσήμαινε ότι αν τα έσοδα από αυτά τα τρίτα χωρίζονταν σε δύο ίσα μέρη, ένα από αυτά θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί «για την υπεράσπιση τής ορθόδοξης Εκκλησίας και για εκστρατεία κατά των Τούρκων για δύο χρόνια» (αλλά έπρεπε να διοχετεύεται μέσω τού παπικού ταμείου), ενώ το άλλο μισό θα παρέμενε στις ενορίες, για τη συντήρηση τού ιστού των εκκλησιών τους. Η σταυροφορία θα έπαιρνε λοιπόν όχι μικρή ώθηση, χωρίς ιδιαίτερο μειονέκτημα για τις εκκλησίες, που είχαν από καιρό στερηθεί των εν λόγω εσόδων. Ο Σίξτος λοιπόν διέταζε «με δική του πρωτοβουλία» (motu proprio) ότι τα «τρίτα» έπρεπε να κατανέμονται μεταξύ τού παπικού ταμείου (για χρήση εναντίον των Τούρκων) και των ενοριακών εκκλησιών Καστίλλης και Λεόν (για τη συντήρηση των ιστών τους), με τη αναγγελία κυρώσεων εναντίον εκείνων των προσώπων, λαϊκών ή εκκλησιαστικών, που θα επιδίωκαν να παραβούν ή να εμποδίσουν την απόφασή του.25

Η Βενετία είχε το μεγαλύτερο μερίδιο από τις δυτικές δυνάμεις στην Ανατολική Μεσόγειο και υπέφερε τις βαρύτερες απώλειες στον μακροχρόνιο πόλεμο με την Πύλη. Όμως οι Γενουάτες υπέφεραν επίσης, όταν οι Τούρκοι κατέλαβαν τη πλούσια αποικία τους στον Καφφά τής Κριμαίας (τον Ιούνιο τού 1475), ενώ αμέσως μετά κατέλαβαν την Τάνα στην Αζοφική Θάλασσα. Η απώλεια ανθρώπινης ζωής στον Καφφά συνοδευόταν από γενική κατάσχεση χρημάτων και εμπορευμάτων.26 Η Παλαιά και η Νέα Φώκαια είχαν ήδη ρημαχτεί σκληρά είκοσι χρόνια πριν (το 1455) από τον Τούρκο ναύαρχο Γιουνούς μπέη, ενώ ύστερα από αυτό το γεγονός τα κέρδη τού εμπορίου στυπτηρίας είχαν βέβαια μειωθεί.27 Η Γένουα λίγα είχε τώρα να δείξει, ύστερα από τρισήμιση αιώνες προσπάθειας στην Ανατολική Μεσόγειο.28 Αλλά είχε περάσει ο καιρός που οι Ενετοί μπορούσαν να χαίρονται με τις ατυχίες των Γενουατών και δεδομένου ότι οι Τούρκοι ήσαν αυτοί που κέρδιζαν από αυτές τις ατυχίες, οι Ενετοί δεν είχαν λόγους να είναι ικανοποιημένοι. Ήταν όπως ένας παλιός φίλος τού Πίου Β’, ο καρδινάλιος Τζάκοπο Αμμανάτι, έγραφε σε άλλο μέλος τού Ιερού Κολλέγιου, στον Φραντσέσκο Γκονζάγκα: η Ευρώπη βρισκόταν σε επικίνδυνη αναταραχή, με τούς χριστιανούς ηγεμόνες να κροταλίζουν τα χέρια τους ο ένας στα αυτιά τού άλλου. «Η λεηλασία τού Καφφά μάς έχει γεμίσει με θλίψη». Ο πάπας είχε γράψει στους ηγεμόνες. Τι άλλο μπορούσε να κάνει;29

Βέβαια εξακολουθούσε ακόμη να υπάρχει μια σημαντική γενουάτικη εγκατάσταση στην Ανατολική Μεσόγειο. Για ένα σχεδόν αιώνα μετά την πτώση τού Καφφά οι Γενουάτες «μαχονέζοι» (mahonesi) εξακολουθούσαν να κρατιούνται στο νησί τής Χίου (μέχρις ότου οι Τούρκοι τούς έδιωξαν από εκεί τον Απρίλιο τού 1566). Τα έσοδά τους από την υπεργολαβική συλλογή των φόρων, τελών και δασμών τής Χίου, από το τοπικό εργοστάσιο σαπωνοποιίας, από την πώληση κρασιού και μεταξιού και από την παραγωγή περισσότερων από διακόσια κιβώτια μαστίχας κάθε χρόνο, μετά βίας αρκούσαν για την κάλυψη των δαπανών διοίκησης τού νησιού. Η απληστία των αξιωματούχων, οι κερδοσκοπίες των τραπεζιτών και οι λεηλασίες των πειρατών έδιναν στη ζωή το χαρακτηριστικό τής διαρκούς κρίσης. Οι «μαχονέζοι» (mahonesi), που ανήκαν σε ευγενείς οικογένειες, ασκούσαν κάποια πολιτική επιρροή στη Γένουα, η οποία ήταν συνεχώς υποχρεωμένη να τούς βοηθά στη μπερδεμένη διεκπεραίωση των υποθέσεων στη Χίο, όπου το τοπικό νόμισμα ήταν πιθανώς διεφθαρμένο, η δικαιοσύνη πήγαινε στραβά, υπήρχε κακοδιαχείριση στον εφοδιασμό με τρόφιμα, χειραγώγηση των φόρων και παραμέληση των οχυρώσεων. Υπήρχαν συχνά λόγοι για διαφωνίες και παρεξηγήσεις. Οι «μαχονέζοι» βρίσκονταν σε μια επιχείρηση, την οποία έλπιζαν ότι το γενουάτικο κράτος θα αγόραζε από αυτούς, αλλά η κυβέρνηση στην πατρίδα δεν μπορούσε ποτέ να βρει τα χρήματα για να εξαγοράσει τα δικαιώματα, τα οποία είχε υποθηκεύσει κατά την εποχή τής κατάκτησης και για τα οποία είχαν πληρώσει οι πρώτοι «μαχονέζοι». Μέχρι τις δύο περίπου τελευταίες δεκαετίες τής «μαχονέζικης» κατοχής τής Χίου, όταν πια η γενουάτικη θέση είχε γίνει σχεδόν γελοία εν όψει τής τουρκικής εξουσίας, η Δημοκρατίας φαίνεται ότι πάντα προγραμμάτιζε αυτή την εξαγορά μιας εξουσίας, την οποία δεν είχε ποτέ ασκήσει. Για περισσότερο από δύο αιώνες λοιπόν η «μαχόνα», μια ανώνυμη εταιρία, μάζευε τα έσοδα τής Χίου μέσω των δικών της ταμιών (massarii). Οι μέτοχοι, πολλοί από τούς οποίους κατοικούσαν στη Χίο, ζούσαν από την εταιρεία και αυτό ήταν το μόνο που τούς ένοιαζε, μέχρι να μπορέσουν να πουλήσουν τα δικαιώματά τους στο κράτος.

Οι μέτοχοι τής «μαχόνα» κατείχαν 38 μεγάλες μετοχές (carati grossi), καθεμιά από τις οποίες ήταν διαιρετέα σε οκτώ μικρότερες (carati piccoli), εκ των οποίων υπήρχαν λοιπόν 304 μετοχές. Τρεις μεγάλες μετοχές (carati grossi) αποτελούσαν ένα βασικό δωδέκατο (duodenum) τής συνολικής επένδυσης των «μαχονέζων», η οποία ήταν στην πραγματικότητα 12⅔ δωδέκατα (duodena). Οι διορισμοί στις περισσότερες από τις προσοδοφόρες θέσεις στο νησί (όπου οι διοριζόμενοι υπηρετούσαν τη «μαχόνα» και όχι το κράτος) γίνονταν με κλήρωση μεταξύ των κατόχων των βασικών δωδεκάτων (duodena), τα οποία όμως ήσαν με οποιοδήποτε τρόπο υποδιαιρεμένα σε μικρές ή μεγάλες μετοχές (carati), τις οποίες κατείχε σημαντικός αριθμός διαφορετικών προσώπων, που ανήκαν κυρίως στη λεγόμενη οικογένεια των Τζουστινιάνι. Από αυτούς τούς μετόχους ή από πρόσωπα δικής τους επιλογής επιλέγονταν οι εν λόγω υπάλληλοι. Έτσι η συμμετοχή στη «μαχόνα» δεν απέδιδε μόνο κέρδος (θεωρητικά τουλάχιστον), το ποσό τού οποίου ήταν συνάρτηση τού αριθμού των κατεχομένων μετοχών (carati), αλλά παρείχε και εργασία, για την οποία καταβαλλόταν μισθός, στις περισσότερες περιπτώσεις μεγαλύτερος από το εισόδημα που προερχόταν από τις μετοχές τού μετόχου στην εταιρεία.30 Η τάση να κερδίσουν όσο το δυνατόν περισσότερα και σύντομα ήταν πολύ ισχυρή, γιατί οι Τούρκοι έριχναν πιο βαριά τη σκιά τους πάνω στις υποθέσεις τού νησιού με κάθε δεκαετία που περνούσε και κανείς δεν ήξερε πότε τα σύννεφα θα έφερναν τελικά την καταιγίδα.

Υπήρχαν δύο λόγοι για τούς οποίους η Γένουα συνέχιζε να κρατά τη Χίο πολύ μετά τον καιρό που το νησί απέφερε κέρδη. Πρώτος λόγος ήταν ότι η Χίος αποτελούσε το τελευταίο απομεινάρι τής γενουάτικης αποικιακής αυτοκρατορίας. Η υπερηφάνεια έκανε την εγκατάλειψή της πολύ δύσκολη. Δεύτερος λόγος ήταν ότι οι «μαχονέζοι» έτρεφαν την παρατεινόμενη ελπίδα ότι κάποια μέρα το κράτος θα επανεξαγόραζε, έναντι τού συχνά αναφερόμενου ποσού των 152.250 λιρών, τα δικαιώματα που τούς είχε εκχωρήσει με σειρά μισθώσεων ή συμβάσεων, οι οποίες αποτελούσαν το καταστατικό τής εταιρείας τους. Η Γένουα δεν είχε ποτέ χρήματα αρκετά για αυτή την επανεξαγορά, ενώ κατά τη διάρκεια των τελευταίων ετών τής «μαχόνα» η κυβέρνηση τής πατρίδας προφανώς λίγο ενδιαφέρον είχε για τη Χίο, που μπορούσε να καταληφθεί από τούς Τούρκους σχεδόν οποιαδήποτε στιγμή. Με τη σειρά τους οι «μαχονέζοι» τής Χίου έδειχναν μικρό ενδιαφέρον για τη Γένουα, εκτός ως πιθανή πηγή βοήθειας για τη συγκέντρωση τού φόρου υποτέλειας (και κάνοντας «δώρα») περίπου 12.000 δουκάτων, που έπρεπε να παραδίδεται έγκαιρα κάθε χρόνο στην Πύλη.31 Αργότερα επιτρεπόταν να καθυστερεί η πληρωμή τού φόρου για τρία ολόκληρα χρόνια (όπως την περίοδο 1534-1536), αλλά με τον ένα ή τον άλλο τρόπο φαίνεται ότι γενικά ο φόρος συγκεντρωνόταν και τελικά πληρωνόταν στο ακέραιο. Για πολλές γενιές οι Τούρκοι ανέχονταν τη «μαχόνα» στη Χίο, αν και περισσότερο από μία φορά (όπως το 1534 και το 1552) αρνήθηκαν να ενθαρρύνουν την αποστολή δημάρχου (ποντεστά) από τη Γένουα. Πιθανώς οι πασάδες στην Ισταμπούλ πίστευαν ότι ένας φόρος υποτέλειας 10-12.000 δουκάτων τον χρόνο, χωρίς έξοδα ή προβλήματα διοίκησης, ήταν περισσότερος από εκείνα που θα μπορούσαν να αποσπάσουν από τούς κατοίκους, αν είχαν την άμεση κατοχή τού νησιού.

Η ζωή δεν ήταν δυσάρεστη στη Χίο. Στο σύνολό τους οι Έλληνες υφίσταντο καλή μεταχείριση, όπως προέβλεπε η συμφωνία μεταξύ τού ναυάρχου Σιμόνε Βινιόζο και των ηγετών τής βυζαντινής κοινότητας κατά τη στιγμή τής κατάκτησης το 1346. Οι Εβραίοι είχαν λιγότερα νομικά δικαιώματα, αλλά τούς κακομεταχειρίζονταν λιγότερο απ’ ό,τι σε πολλά άλλα μέρη. Οι Λατίνες γυναίκες βρίσκονταν στη Χίο, όπως και στη Γένουα, σε συγκριτικά ευνοϊκή κοινωνική κατάσταση. Η σκληρή και αβέβαιη ζωή που ζούσαν οι σύζυγοί τους στη θάλασσα έχει αφήσει τα ονόματα πολλών χηρών στα Χιακά έγγραφα των γενουάτικων αρχείων. Οι νόμοι που αφορούσαν διαθήκες στη Χίο, όπως και στη Γένουα, ήσαν γεμάτοι με περίπλοκες ιδιαιτερότητες, που δεν χρειάζεται να μάς απασχολήσουν εδώ.

Κατά την προηγούμενη περίοδο οι «μαχονέζοι» κέρδιζαν αρκετά μεγάλα μερίσματα από τις εκμεταλλεύσεις τής Χίου και των Φωκαιών. Οι φορολογικοί τους υπάλληλοι ή ταμίες (massarii) είχαν αναλάβει τα έσοδα που καταβάλλονταν πριν στους Βυζαντινούς, από τούς οποίους ο Βινιόζο είχε πάρει το νησί. Αυτοί οι φορολογικοί τους υπάλληλοι εκλέγονταν από τούς μετόχους τής «μαχόνα» και για την άσκηση πίεσης επί δύστροπων φορολογούμενων μπορούσαν να επιστρατεύουν τη βοήθεια τού τοπάρχη (ποντεστά) και των καστελλάνων. Οι ίδιοι συνέλεγαν τα πρόστιμα που επιβάλλονταν από τα δικαστήρια, τον παλαιό βυζαντινό φόρο γης ή «ακρόστιχον», διάφορους ειδικούς φόρους κατανάλωσης (gabelle), καθώς και πολλαπλότητα άλλων φόρων και επιβολών. Στους Έλληνες κατοίκους επιβαλλόταν για κάποιο διάστημα επαχθής κεφαλικός φόρος (καπνικόν), που μπορούσε να ανέρχεται σε έξι υπέρπυρα τον χρόνο και ήταν αρκετός για να προκαλέσει μετανάστευση από το νησί. Όμως ο κεφαλικός φόρος καταργήθηκε τον Μάρτιο τού 1396 και αντικαταστάθηκε από ετήσιο φόρο εστίας δύο υπερπύρων, από τον οποίο εξαιρούνταν ορισμένες ομάδες εργαζομένων, που πλήρωναν άλλους φόρους. Υπήρχαν ειδικοί φόροι στο μετάξι, το κρασί, το ξύδι, τα κατοικίδια ζώα, τα ακίνητα, σε ορισμένα είδη προσωπικής ιδιοκτησίας και στη χρήση μέτρων και σταθμών. Επιβάλλονταν δασμοί στην άλεση δημητριακών, ακόμη και στα τυχερά παιχνίδια (commerchium baratarie), ενώ ειδική εισφορά ύψους ενός και αργότερα τριών τοις εκατό επιβαλλόταν στις εισαγωγές και εξαγωγές, γνωστή ως «εισφορά των Χίων … επιβαλλόμενη για τις δαπάνες που γίνονται για τον φόβο των Τούρκων» (drictus Chii … impositus pro expensis faciendis ob metum Turchorum). Η εισφορά αυτή (drictus) επιβαλλόταν σχεδόν κρυφά για την άμυνα κατά των Τούρκων. Για να αποφευχθεί η ανάγκη επεξήγησής της, οι Τούρκοι στη Χίο απαλλάσσονταν από την πληρωμή της.32

Το έδαφος τής Χίου δεν ήταν άγονο. Παρήγαγε σύκα, πορτοκάλια, λεμόνια, καρύδια, λάδι, κερί, ακόμη και κάποια ποσότητα βαμβακιού και σιτηρών. Η «μαχόνα» είχε το μονοπώλιο τής μαστίχας, στυπτηρίας, πίσσας και τού αλατιού. Η παραγωγή τής μαστίχας ήταν περιορισμένη και φροντιζόταν με προσοχή, ώστε να διατηρείται τόσο η υγεία των φυτών όσο και η τιμή. Όμως κατά τον 16ο αιώνα, όταν η ετήσια παραγωγή ήταν ίσως περισσότερο από 25 τοις εκατό μειωμένη σε σχέση με εκείνη τού προηγούμενου αιώνα (μείωση από περίπου 430 σε περίπου 300 εκατόκιλα ετησίως),33 το εμπόριο μαστίχας λεγόταν ότι απέφερε συνολικά περίπου 30.000 δουκάτα τον χρόνο.34

Τα κέρδη που πραγματοποιούσαν τα ορυχεία στυπτηρίας τής Φώκαιας είναι πολύ γνωστά σε όλους τούς ιστορικούς τής οικονομίας τής μεσαιωνικής Ανατολικής Μεσογείου. Το 1480-1481, κατά τη στιγμή των τουρκικών επιθέσεων κατά τής Ρόδου και τού Οτράντο, ορισμένοι «μαχονέζοι» ασχολούνταν με το εμπόριο στυπτηρίας με τούς Τούρκους, πράγμα που εξόργιζε τον πάπα Σίξτο Δ’, ο οποίος προσπαθούσε να οργανώσει σταυροφορία. Με σημειώματα της 30ης Σεπτεμβρίου 1480, που απευθύνονταν στους «μαχονέζους», στον δόγη και τούς «γέροντες» τής Γένουας, καθώς και στον εκπρόσωπο (vicar) τής εκκλησίας τής Χίου, ο Σίξτος ανανέωνε την απαγόρευση τού «εμπορίου στυπτηρίας με τούς Τούρκους» (negotiatio aluminum Turcorum) υπό την ποινή τού αφορισμού. Το Χιώτικο εμπόριο τουρκικής στυπτηρίας όχι μόνο έφερνε κέρδη στην Πύλη, αλλά ήταν ασυμβίβαστο και με την άμυνα τής Χίου, ενώ προκαλούσε ζημιά στις πωλήσεις παπικής στυπτηρίας από τα κοιτάσματα τής Τόλφα, τα έσοδα των οποίων προορίζονταν για τη σταυροφορία. Ο πάπας διέταζε την κατάσχεση όλης τής τουρκικής στυπτηρίας στη Χίο και την παρακράτησή της μέχρι να δώσει περαιτέρω εντολές για τον τρόπο διάθεσής της.35

Ήταν πολύ πιο εύκολο για τον πάπα να διακηρύσσει μια τέτοια απαγόρευση στην παπική κούρτη απ’ ό,τι να τηρούν αυτή την απαγόρευση οι «μαχονέζοι» στη Χίο. Δεν μπορούσαν να αποφύγουν τις συναλλαγές με τούς Τούρκους. Ήθελαν φυσικά να αποφύγουν προβλήματα μαζί τους. Η στυπτηρία παρέμενε πρόβλημα, αλλά υπήρχαν βέβαια κι άλλα προϊόντα που μπορούσαν να μετατραπούν σε χρήματα. Η πίσσα παραγόταν από την απόσταξη τού τερεβινθέλαιου, που παραγόταν από το δέντρο τερέβινθος (τσικουδιά, κοκκορεβυθιά), που φυόταν στη Χίο. Την χρησιμοποιούσαν για τη στεγανοποίηση (καλαφάτισμα) των ραφών σε πλοία και πιθανώς για στεγανοποίηση κάτω από στέγες από σχιστόλιθο και κεραμίδια. Στο νησί γινόταν βυρσοδεψία και βαφή δερμάτων. Η μεταξουργία ήταν προφανώς αρκετά σημαντική, απασχολώντας πολλούς υφαντές. Παράγονταν επίσης μάλλινα υφάσματα, αν και δεν είναι σαφές κατά πόσον εκτρέφονταν στο νησί πολλά πρόβατα. Παρ’ όλα αυτά η Χίος ήταν πιο σημαντική ως σταθμός διαμετακομιστικού εμπορίου παρά ως περιοχή παραγωγής ή κατεργασίας. Διατηρούνταν ζωηρό εμπόριο με την Αγγλία, τη Φλάνδρα και την Ισπανία, καθώς και με την κυβέρνηση τής πατρίδας, την Ελλάδα, τη Συρία, την Αίγυπτο και την οθωμανική Αυτοκρατορία. Ασιατικά φάρμακα και μπαχαρικά μεταφορτώνονταν στη Χίο προς κύρια λιμάνια τής Δυτικής Ευρώπης. Η απώλεια τού νησιού δεν θα βελτίωνε την οικονομία τής κυβέρνησης στην πατρίδα Γένουα, ενώ θα κατέστρεφε τα τελευταία υπολείμματα γενουάτικου γοήτρου στην Ανατολή.

Aν οι Ενετοί εύρισκαν μικρή αιτία για ικανοποίηση στην απώλεια τού Καφφά για τούς Γενουάτες, δεν μπορούσαν να βρουν περισσότερη στην οικτρή κατάσταση των υποθέσεων τής Ιταλίας. Ο Σίξτος Δ’ θα έριχνε σύντομα τη χερσόνησο σε αναταραχή για τα συμφέροντα τού ανηψιού του, τού Τζιρολάμο Ριάριο, ο οποίος στις 17 Ιανουαρίου 1473 αρραβωνιάστηκε την Κατερίνα Σφόρτσα, φυσική κόρη τού Γκαλεάτσο Μαρία, δούκα τού Μιλάνου και στον οποίο με την ανοχή τού δούκα εκχώρησε την Ίμολα ως παπική εκπροσώπηση (vicariate) το επόμενο φθινόπωρο.36 Η Φλωρεντία όμως είχε περισσότερους λόγους από τη Βενετία για να αναρωτιέται προς τα πού θα οδηγούσε η νεποτιστική πολιτική τού Σίξτου. Δεδομένου ότι ήταν γνωστό ότι ο Ριάριο φιλοδοξούσε επίσης να γίνει άρχοντας τής Φαέντσα και τού Φορλί, ο Λορέντσο Μέδικος είχε αρχίσει να φοβάται πολύ τούς ελιγμούς τού πάπα. Ο Λορέντσο δεν ανησυχούσε ειδικά για τις φιλοδοξίες τού Σίξτου και τού Ριάριο, αλλά αν ο πάπας μπορούσε να φέρει την Ούμπρια και τη Ρομάνια κάτω από τον αποτελεσματικό του έλεγχο, τότε θα είχε την Τοσκάνη ανάμεσα σε πάνω και κάτω μυλόπετρα. Έναν αιώνα πριν, μετά την αναδιάρθρωση των κρατών τής εκκλησίας από τον στρατιώτη καρδινάλιο Αλμπορνόζ, οι Φλωρεντινοί είχαν διεξαγάγει τον ονομαζόμενο Πόλεμο των Οκτώ Αγίων εναντίον τού πάπα Γρηγόριου ΙΑ’, ώστε να μην πετύχει εκείνος αυτό, που ο διάδοχός του Σίξτος φαινόταν τώρα να οραματίζεται. Ήταν πάντοτε πιθανό ότι η Φλωρεντία, παλιά πατρίδα τής αντιπαπικής παράταξης (Parte Guelfa), θα έπαιρνε και πάλι τα όπλα εναντίον τού παπισμού.

Η διχόνοια άρχιζε και στις 2 Noεμβρίου 1474 η Βενετία συνήψε με το Μιλάνο και τη Φλωρεντία σύμφωνο εικοσιπέντε ετών, στο οποίο σύντομα προσχώρησε το δουκάτο τής Φερράρα. Ο Σίξτος Δ’ αρνήθηκε να αποτελέσει μέρος τής ένωσης, η οποία διακήρυσσε ως σκοπό της τη διατήρηση τής ειρήνης στην Ιταλία. Παρά το γεγονός ότι έγραφε στον μαρκήσιο Λοντοβίκο Γκονζάγκα στις 11 Απριλίου 1475 ότι θα ήταν κακό για τον ανώτατο ποντίφηκα, «ο οποίος είναι καθολικός πατέρας όλων», να διαμορφώσει συμμαχία με οποιαδήποτε συγκεκριμένη ένωση,37 θα μπορούσε να είχε εξηγήσει την άρνησή του με λιγότερο αφηρημένο τρόπο. Πίστευε ότι η ένωση είχε σχεδιαστεί για να περιορίσει την Αγία Έδρα από την πλήρη διοίκηση των κρατών τής εκκλησίας, ενώ έβλεπε σε αυτήν εμπόδιο για τη συνεχιζόμενη πρακτική τού νεποτισμού του. Ο βασιλιάς τής Νάπολης Φερράντε, επίσης καχύποπτος για την ένωση, πλησίαζε πιο στενά τον πάπα, τον οποίο επισκέφθηκε για τρεις μέρες στη Ρώμη προς το τέλος Ιανουαρίου 1475, πιθανόν επιστρέφοντας για άλλες δύο μέρες στα μέσα Φεβρουαρίου. Φαινομενικά συζητούσαν την αναγκαιότητα οργάνωσης νέας ιταλικής συμμαχίας εναντίον τού Μωάμεθ Β’, αλλά αναμφίβολα εξέταζαν επίσης την έννοια τής βόρειας ιταλικής ένωσης, την οποία και οι δύο κατανοούσαν ως αντίθετη προς τα συμφέροντά τους.38

Δεν είναι ούτε εύκολο ούτε αναγκαίο για τον σύγχρονο ιστορικό να προσδιορίσει την ευθύνη για τις επερχόμενες συγκρούσεις στην Ιταλία σε ένα ή δύο από τούς συμμετέχοντες. Όμως οι συγκρούσεις αυτές όντως είχαν ως αποτέλεσμα την επακόλουθη είσοδο των Γάλλων και των Ισπανών στη χερσόνησο και δυστυχώς μείωσαν την επί μακρόν συνεχιζόμενη ευημερία τής Ιταλίας. Η Βενετία βρισκόταν σε ιδιαίτερα δύσκολη θέση όλα αυτά τα χρόνια, γιατί δεν βρισκόταν μόνο σε πόλεμο με την Πύλη, αλλά ήταν αντιδημοφιλής σε όλη την Ιταλία και δεν την εμπιστεύονταν σε όλη την Ευρώπη, όπως ο Μωάμεθ Β’ γνώριζε καλά. Καθώς εμφανίζονταν προβλήματα στον ιταλικό ορίζοντα, ο Τούρκος ετοιμαζόταν να κινηθεί προς τα δυτικά. Στις 5 Φεβρουαρίου 1476 ο Σίξτος Δ’ εξέδωσε την παπική βούλλα «Για όσο περισσότερη ενίσχυση» (Quamvis ad amplianda), επιβάλλοντας φόρο δεκάτης (με την πλήρη συγκατάθεση τού Καρόλου τού Τολμηρού) στους εξαντλούμενους πιστούς στο δουκάτο τής Βουργουνδίας και σε άλλες κτήσεις τού Καρόλου, «λόγω των καταστροφικών συνθηκών τής εποχής … και τής μεγάλης τουρκικής επίθεσης» (calamitosa moderni temporis conditio … ingensque Turchorum persecutio). O Σίξτος αποδοκίμαζε την αδιάκοπη επιτυχία τού Μωάμεθ υπό το λάβαρο τού Σατανά, την εισβολή στην Αλβανία, την πτώση τού Καφφά και τη σφαγή και υποδούλωση των πιστών σε ολόκληρα τα Βαλκάνια. Ο αλαζονικός Τούρκος ετοίμαζε και πάλι ισχυρούς στρατούς και στόλους, για να υποτάξει όλη τη χριστιανοσύνη «αν μπορεί» (si possit), με προφανή κίνδυνο για τούς πιστούς και την πίστη.39

Ενώ ο Τούρκος διατηρούσε την πίεση στο ανατολικό μέτωπο, η ειρήνη τής Ιταλίας βρισκόταν σε επισφαλή ισορροπία. Η δύναμη τού μιλανέζικου δουκάτου στον βορρά κρατούσε σε ισορροπία τη διαδεδομένη φιλοδοξία στο νότιο βασίλειο τής Νάπολης. Από την εποχή τού κατακτητή Καρόλου Α’ (1266-1285), οι ηγεμόνες τής Νάπολης, Ανδεγαυοί και Αραγωνέζοι εξ ίσου, φαίνονταν να έχουν υπερβολική ιδέα για τη δύναμη και τούς πόρους τής επικράτειάς τους, όπως άλλωστε είχαν οι περισσότεροι από τούς συγχρόνους τους στην Ιταλία και αλλού στην Ευρώπη. Το βασίλειο, αγέρωχο και γραφειοκρατικό καθεστώς, είχε οργανωθεί για να παίξει διεθνή πολιτική. Όταν η προσφορά δημητριακών ήταν χαμηλή, το εμπόριο σιτηρών γινόταν βασιλικό μονοπώλιο και για παράδειγμα μπορούσε να επιτρέπεται ή όχι εξαγωγή στη Βενετία, όπως υποδείκνυε η σκοπιμότητα κάθε δεδομένης στιγμής. Αλλά μετά τον Ροβέρτο τον Σοφό, ο οποίος πέθανε το 1343, η ναπολιτάνικη κυβέρνηση ήταν συνήθως ανίκανη και συνεχώς μαστιζόταν από εσωτερικές διαμάχες. Οι αγρότες ζούσαν με φρούτα, κάστανα, κρασί και με το λίγο κρέας και στάρι που μπορούσαν να βρουν.

Το μιλανέζικο δουκάτο, ευρισκόμενο στην εύφορη πεδιάδα τής Λομβαρδίας και καλά ποτιζόμενο από τον Πάδο, δεν είχε το πρόβλημα να φέρει φαγητό στο τραπέζι όπως οι Ενετοί, οι οποίοι εξαρτιούνταν πολύ από τις εισαγωγές. Η μιλανέζικη πολιτική μπορούσε εύκολα να βασίζεται σε πολιτική βούληση και όχι σε οικονομική αναγκαιότητα. Όμως κατά την όγδοη δεκαετία τού 15ου αιώνα ο δούκας τού Μιλάνου Γκαλεάτσο Μαρία Σφόρτσα, ο οποίος, αν και ενδεχομένως κατακριτέος προσωπικά, υπήρξε ο στυλοβάτης τής ειρήνης στην Ιταλία, δολοφονήθηκε το πρωί τής 26ης Δεκεμβρίου 1476 στην εκκλησία τού Αγίου Στεφάνου από τρεις νεαρούς Mιλανέζους ευγενείς, μαθητές τού ανθρωπιστή Κόλα Μοντάνο, οι οποίοι υποτίθεται ότι πυρπολήθηκαν από τη μελέτη των αρχαίων κλασσικών για να απαλλάξουν το κράτος από ένα τύραννο.40 Όποια κι αν ήσαν τα ελαττώματά του, το πολιτικό όραμα τού Γκαλεάτσο Μαρία φαίνεται ότι ήταν ευρύτερο από εκείνο τού Λορέντσο των Μεδίκων. Για τον Σίξτο Δ’ ο θάνατός του σήμαινε το τέλος τής ειρήνης στην Ιταλία. Ο πάπας απεύθυνε σημειώματα σε όλες τις ιταλικές δυνάμεις την 1η Ιανουαρίου 1477, προτρέποντας να διατηρήσουν την ειρήνη και θρηνώντας για τον «ξαφνικό θάνατο» (insperata mors) τού Γκαλεάτσο Μαρία,41 ενώ κατά το έτος αυτό η ειρήνη διατηρήθηκε κατά το μεγαλύτερο μέρος, παρά το γεγονός ότι η Φλωρεντία, η Βενετία και το Μιλάνο διατηρούσαν την επικίνδυνη ευθυγράμμισή τους εναντίον τού παπισμού και τής Νάπολης, δυνάμεις στις οποίες προσχώρησε η Σιένα φοβούμενη τη Φλωρεντία.42 Η Ιταλία ήταν σαν ηφαίστειο, που μπορούσε να εκραγεί ανά πάσα στιγμή.

Στην Ανατολή όμως ο αγώνας με την Πύλη συνεχιζόταν χωρίς μείωση. Στις 15 Φεβρουαρίου 1476 ο Mατίας Κορβίνους είχε πάρει το τουρκικό φρούριο Σάμπατς ύστερα από τριάντα μέρες πολιορκίας, συλλαμβάνοντας φρουρά 1.200 περίπου γενιτσάρων, ενώ στη συνέχεια είχε φτάσει μέχρι τη Σεμέντρια (Σμεντέρεβο), αλλά η ενθουσιαστική υποστήριξη τού Σίξτου Δ’ και των Ενετών, που βρίσκονταν σε ολόκαρδη συμφωνία στα αντι-τουρκικά τους συναισθήματα, αντισταθμιζόταν από την άρνηση τού αυτοκράτορα Φρειδερίκου Γ’ να προσφέρει οποιαδήποτε βοήθεια. Ο Φρειδερίκος εξακολουθούσε να μην επιτρέπει στον Mατίας να αποκτήσει πλοία και όπλα από τα εδάφη του χωρίς να πληρώνει τέλη και τελωνειακούς δασμούς. Δεν έκανε καν προσπάθεια να σταματήσει τις επιδρομές των Γερμανών ιπποτών στη βόρεια ουγγρική επικράτεια, πόσο μάλλον τις συνεχείς και θανατηφόρες επιδρομές που εξαπέλυαν οι Τούρκοι από τη Βοσνία μέσω Κροατίας επί των παλαιών δουκάτων τής Καρνιόλα και τής Καρινθίας. Η επιχείρηση των Τούρκων ήταν ασυνήθιστη. Η Ελλάδα δεν υπέφερε λιγότερο από την Κεντρική Ευρώπη. Μολονότι απέτυχε μια τουρκική επίθεση κατά των σθεναρών τειχών τής Ναυπάκτου (Λεπάντο) τον Ιούλιο τού 1476, η Νάξος αλώθηκε το επόμενο έτος, ενώ το 1479 εκκλησιαστική πηγή παρουσιάζει τη νησιωτική επισκοπή Νάξου και Πάρου ως ευρισκόμενη σε μεγάλο βαθμό στα χέρια των Τούρκων.43

Στους Ενετούς ο πόλεμος φαινόταν χωρίς τέλος κατά τη διάρκεια των πιο σκοτεινών μηνών και ετών στην ιστορία τής Δημοκρατίας. Είχαν περισσότερους λόγους ανησυχίας, όπως είδαμε, με την τεταμένη πολιτική κατάσταση στην Ιταλία, ενώ πρέπει να προστεθεί ότι αύξαναν συνεχώς την ένταση, επιδιώκοντας να αναπληρώσουν τις απώλειές τους στην Ανατολική Μεσόγειο με εδαφικά κέρδη στην ιταλική χερσόνησο. Τούρκοι επιδρομείς οδηγούσαν την ανελέητη λεηλασία τους στην Ίστρια και το Φριούλι (το 1477), ενώ οι πυρκαγιές σε δάση, αγροικίες και χωριά ήσαν ορατές στη Βενετία από το καμπαναριό στην Πλατεία τού Αγίου Μάρκου. Η επιμήκης έκταση τού Φριούλι νότια τού Φοροτζούλιο/Τσιβιντάλε, τού Ούντινε και τού Πορντενόνε αποτελούσε σχεδόν ανυπεράσπιστη επίπεδη περιοχή, που προστατευόταν μόνο από το εύκολα παρακαμπτόμενο ύψωμα τού Κονελιάνο στα βορειοδυτικά. Υπήρχε λόγος να φοβούνται οι Ενετοί, που έπρεπε να τα καταφέρουν μόνοι τους, ενώ ο Ματίας Κορβίνους είχε πάλι εμπλακεί σε πόλεμο με τον Φρειδερίκο Γ’ και είχε εγκαταλείψει την προσπάθεια ελέγχου των συνεχών επιθέσεων των Τούρκων και των Βόσνιων «σακκομάννι» τους προς τα δυτικά.44 Όταν οι Ενετοί επιδίωξαν μέσω τής διπλωματίας τον τερματισμό τού πολέμου, στον οποίο έχαναν τόσο πολλά και κέρδιζαν τόσο λίγα, οι προσπάθειές τους απέβησαν άκαρπες, γιατί ο σουλτάνος Μωάμεθ Β’ με φανερή ανειλικρίνεια επέμενε σε σχεδόν αδύνατες συνθήκες ειρήνης, ενώ όταν οι όροι του γίνονταν δεκτοί, επέβαλλε επιπλέον όρους ή άλλαζε γνώμη. Τον Ιούνιο τού 1478 το μεγάλο αλβανικό φρούριο τής Κρόιας (Κρούγιε), το προπύργιο τού Σκεντέρμπεη, παραδόθηκε στον Μεχμέτ ύστερα από πολιορκία που κράτησε περισσότερο από ένα έτος. Παρά τη διαβεβαίωση τού σουλτάνου ότι θα τούς χάριζε τη ζωή, σκοτώθηκαν πολλοί από τούς κατοίκους. Δεν είχαν άλλη λύση παρά να παραδοθούν, έχοντας υποχρεωθεί, σύμφωνα με τούς Ιταλούς χρονικογράφους Ναβαγκέρο και Αντζολέλλο, να φάνε τα άλογα, τα σκυλιά τους, «και οτιδήποτε άλλο μπορούσαν να φάνε».45 (Οι Τούρκοι κράτησαν την Κρόια, το «Λευκό Κάστρο», για περισσότερο από τέσσερις αιώνες.) Βορειότερα πάρθηκαν το Δρίβαστο (Ντριστ) και το Αλέσσιο (Λες), αλλά η ενετική φρουρά και οι τρομοκρατημένοι κάτοικοι στο Σκουτάρι (Σκόδρα) αντιστάθηκαν, με γενναιότητα που πήγαζε από απελπισία, στην τρομακτική πολιορκία, που ξεκίνησε τον Μάιο τού 1478 και δεν είχε ακόμη καταλήξει σε αποτέλεσμα όταν συνήφθη τελικά ειρήνη μεταξύ Δημοκρατίας και Πύλης στις αρχές τού επόμενου έτους. Με έναν από τούς όρους τής συνθήκης αυτής το Σκουτάρι δόθηκε τότε στους Τούρκους.46 Οι Ενετοί είχαν κρατήσει το φρούριο για περισσότερο από ογδόντα χρόνια. Όπως και η Κρόια, περνούσε τώρα υπό τουρκική κυριαρχία για περισσότερο από τέσσερις αιώνες (το 1913 ενσωματώθηκε στη νέα Αλβανία, μετά τον θρίαμβο τής βραχύβιας Βαλκανικής Ένωσης επί τής Τουρκίας).

Δεκαέξι περίπου χρόνια πολέμου μεταξύ Βενετίας και Πύλης τερματίζονταν επιτέλους στις 25 Ιανουαρίου 1479, με ειρήνη την οποία διαπραγματεύτηκε στην Ισταμπούλ ο διπλωμάτης Τζιοβάννι Ντάριο, στον οποίο είχαν δοθεί έκτακτες εξουσίες από την Ενετική Γερουσία, τής οποίας ήταν γραμματέας. Οι Ενετοί παραχωρούσαν πια επισήμως στην Πύλη το Σκουτάρι και την Κρόια, τα νησιά τής Λήμνου και τού Νεγκροπόντε και το άγριο ακρωτήριο τής Μάινας στον νότιο Μοριά. Συμφωνούσαν να επιστρέψουν στην Πύλη εντός δύο μηνών τις δικές τούς κατακτήσεις στον Μοριά, ενώ η Πύλη με τη σειρά της αναλάμβανε να επιστρέψει στη Δημοκρατία μερικά από τα εδάφη που είχαν καταλάβει οι Τούρκοι στον Μοριά, την Αλβανία και τη Δαλματία. Οι Ενετοί δεσμεύονταν επίσης να καταβάλουν εντός δύο ετών το ποσό των 100.000 χρυσών δουκάτων, το οποίο οι Μπαρτολομέο Ζόρζι και Τζιρολάμο Μιτσιέλ, οι μισθωτές των τουρκικών ορυχείων στυπτηρίας, που διέφυγαν από την Ισταμπούλ με το ξέσπασμα τού πολέμου, όφειλαν ακόμη στη Πύλη. Υπόσχονταν επίσης την ετήσια καταβολή στην Πύλη 10.000 δουκάτων σε αντάλλαγμα για το γενικό δικαίωμα ελεύθερου εμπορίου εντός τής Οθωμανικής αυτοκρατορίας και για απαλλαγή από δασμούς εισαγωγών και εξαγωγών. Θα επιτρεπόταν στη Βενετία να διατηρεί βαΐλο στην Ισταμπούλ με πολιτική εξουσία επί των συμπατριωτών του που κατοικούσαν στην οθωμανική πρωτεύουσα.47

Όμως μικρότερα εδαφικά προβλήματα εξακολουθούσαν να παραμένουν άλυτα, ιδιαίτερα στον Μοριά, όπου οι τοπικοί Τούρκοι πασάδες, φλαμπουλάρηδες (flambulari), δικαστές και φρούραρχοι (subashis) φιλονικούσαν με τον Μπαρτολομέο Μίνιο, τον Ενετό επιστάτη (provveditore) και διοικητή τού Ναυπλίου, για το τι ανήκε στη Βενετία και τι στην Πύλη. Η αποστασία τού Αλβανού διοικητή Θεόδωρου Μπούα, που ενώθηκε με τη μεγάλη εξέγερση τού Κορκόδειλου Κλαδά στη Μάνη, προκαλούσε μεγάλη αγωνία στους Ενετούς αξιωματούχους στον Μοριά. Με τις συνεχείς επιθέσεις τους κατά των Τούρκων οι εξεγερμένοι έθεταν σε κίνδυνο την πρόσφατη συνθήκη ειρήνης. Ο Κλαδάς, ο οποίος ήταν ένας από τούς τελευταίους Μωραΐτες οπλαρχηγούς που είχαν εγκαταλείψει τον αγώνα για τη σωτηρία τού Μοριά από τούς Τούρκους είκοσι χρόνια πριν48 και είχε υπηρετήσει καλά τη Γαληνοτάτη κατά τη διάρκεια τού πρόσφατου πολέμου, τώρα αρνιόταν να αποδεχθεί την ενετική εκχώρηση τής Μάινας στην Πύλη, όπως πρόβλεπε η συνθήκη τού Ιανουαρίου τού 1479.49 Οι εξεγερμένοι όμως δεν τα πήγαν καλά όταν διαπληκτίστηκαν οι Κλαδάς και Θεόδωρος Μπούας. Ο τελευταίος επέστρεψε σε ενετικά εδάφη και φυλακίστηκε στη Μονεμβασία, ενώ ο Κλαδάς υποχρεώθηκε τελικά να διαφύγει, όταν τού επιτέθηκε τουρκικός στρατός, που τόλμησε να σκαρφαλώσει στα άνυδρα υψώματα Κακαβούλια. Δραπετεύοντας στη Νάπολη, ο Κλαδάς μπήκε στην υπηρεσία τού βασιλιά Φερράντε, για τον οποίο πολέμησε αργότερα στην Ήπειρο στο πλευρό τού Τζιοβάννι, τού γιου τού Σκεντέρμπεη. O Mπαρτολομέο Μίνιο είχε άλλα προβλήματα. O Tούρκος «φλαμπουλάρης» (flambulari) τού Νεγκροπόντε επέδραμε στα βορειοανατολικά παράλια τού Μορέως. Ο Mίνιο διαμαρτυρήθηκε στον Ενετό βαΐλο στην Ισταμπούλ, παραπονούμενος επίσης στον ηλικιωμένο Ομάρ μπέη, ο οποίος το 1482 προκάλεσε την αντικατάσταση τού ταραχώδη κυβερνήτη με πιο ειρηνικό διάδοχο.50

Στις αρχές Αυγούστου 1479 έφτασε στη Βενετία Εβραίος απεσταλμένος τού σουλτάνου Μωάμεθ Β’, για να προσκαλέσει τον δόγη Τζιοβάννι Μοτσενίγκο να παρακολουθήσει την τελετή περιτομής ενός από τούς εγγονούς του και για να τού ζητήσει να στείλει ένα καλό ζωγράφο πορτραίτων (un bon depentor che sapia retrazer) στην Ισταμπούλ.51 Ο δόγης, προβάλλοντας την πίεση των επίσημων καθηκόντων του, απέρριψε την πρόσκληση τού σουλτάνου στην τελετή, αλλά η Σινιορία επέλεξε αμέσως τον ζωγράφο Τζεντίλε Μπελλίνι για να ικανοποιήσει το δεύτερο αίτημα τού σουλτάνου. Ο Μπελλίνι, με τα έξοδά του πληρωμένα από το κράτος, έφυγε από τη Βενετία με μια από τις «γαλέρες τής Ρωμανίας» (galie di Romania) στις 3 Σεπτεμβρίου. Έφτασε στην Ισταμπούλ προς το τέλος τού μήνα και παρέμεινε στην οθωμανική αυλή για δεκαπέντε περίπου μήνες (μέχρι τα μέσα Ιανουαρίου 1481). Το μεγάλο παλάτι στην Κωνσταντινούπολη είχε τελικά ολοκληρωθεί. Ο Μεχμέτ ήθελε να στολίσει τούς τοίχους με έργα Ιταλού ζωγράφου αποδεδειγμένου ταλέντου. Ο Μπελλίνι δεν ζωγράφισε μόνο το διάσημο πορτρέτο τού Μωάμεθ (με ημερομηνία 25 Νοεμβρίου 1480), που βρίσκεται σήμερα στην Εθνική Πινακοθήκη (National Gallery) τού Λονδίνου, αλλά διακόσμησε και τούς τοίχους τού νέου παλατιού με ερωτικές σκηνές, τις οποίες μπορούσε να ατενίζει ο κουρασμένος σουλτάνος με αναμνήσεις ηδονών, την απόλαυση των οποίων πρέπει να έκανε πια πολύ δύσκολη η κακή κατάσταση τής υγείας του, η αρθρίτιδα και η παχυσαρκία. Αυτά τα ζωγραφικά έργα απομακρύνθηκαν από το παλάτι από τον γιο τού Μωάμεθ και διάδοχό του, τον Βαγιαζήτ Β’, που δεν ήταν θαυμαστής τού πατέρα του. Πωλήθηκαν για ασήμαντα ποσά στο παζάρι τής Ισταμπούλ, όπου το πορτραίτο τού Μωάμεθ αγοράστηκε από Ενετό έμπορο. Τέσσερις αιώνες αργότερα περιήλθε στην κατοχή τού Σερ Ώστεν Χένρυ Λέιαρντ (1817-1894), τού Βρετανού πρεσβευτή στην Πύλη και καλού φίλου των Τούρκων, περνώντας μετά τον θάνατο τής χήρας του στην Εθνική Πινακοθήκη (το 1917).52

Παρά τις τραγικές απώλειες τού μεγάλου πολέμου, η Βενετία είχε ακόμη το Λεπάντο (τη Ναύπακτο), που στεκόταν σαν φρουρός στη βόρεια ακτή τού Κορινθιακού κόλπου. Είχε επίσης το Ναύπλιο, με το εξαρτημένο από αυτό κάστρο Θερμησίας (Thermisi), «ένα απόρθητο φρούριο» (una fortezza inespugnabile), όπου υπήρχαν πλούσιες αλυκές απέναντι από το νησί τής Ύδρας. Είχε εκεί κοντά τον οχυρωμένο πύργο που ονομαζόταν Καστρί, καθώς και το ερειπωμένο φρούριο στο Κιβέρι, στην απέναντι από το Ναύπλιο πλευρά τού στενού κόλπου. Είχε τη Μονεμβασία, με την τραχιά ενδοχώρα των Βάτικων, τα δίδυμα λιμάνια Μεθώνης και Κορώνης, τα «μάτια» πάντοτε τής Δημοκρατίας στον Μοριά, καθώς και τα νησιά Κέρκυρα, Τσιρίγο (Κύθηρα) και Κρήτη, Αίγινα, Τήνο και Μύκονο, καθώς και μερικά άλλα στο νοτιοανατολικό Αιγαίο. Όσο κι αν διαμαρτυρόταν ο Ματίας Κορβίνους και θρηνούσε ο Σίξτος Δ’ για την ειρήνη τού Ιανουαρίου 1479, η αλήθεια αναμφίβολα ήταν ότι η Βενετία είχε φθάσει σε σημείο, όπου δεν μπορούσε πιά να συνεχίζει τον ολέθριο πόλεμο.

Οι χειρότεροι φόβοι τού Mατίας Κορβίνους δεν επαληθεύτηκαν, αν και οι Τούρκοι «σακκομάννι» (saccomanni) λεηλατούσαν την Καρνιόλα και παρενοχλούσαν την Ουγγαρία. Τον Οκτώβριο τού 1479 ο βοεβόδας τής Τρανσυλβανίας Στέφεν Μπάτορυ και ο βάνος τής Τέμεσβαρ (Τιμισοάρα) Πάουλ Κίνισι νίκησαν μεγάλο τουρκικό στρατό στο «Πεδίο τού ψωμιού» (Kenyermezo), στις όχθες τού ποταμού Μαρός (Μούρες), πετυχαίνοντας μια από τις πιο αξιόλογες νίκες στα μακρά χρονικά τής ουγγρικής αντίθεσης προς τούς Τούρκους. Όμως δεν υπήρχε τρόπος να σταματήσει η τουρκική καταστροφή και το επόμενο καλοκαίρι 16.000 περίπου επιδρομείς λεηλάτησαν ξανά την Καρνιόλα, την Καρινθία και τη Στυρία, παίρνοντας μεγάλο αριθμό αιχμαλώτων, στους οποίους περιλαμβάνονταν πεντακόσιοι εκκλησιαστικοί.53 Ο αναγνώστης που βλέπει την ιστορία αυτών των ετών ως απλά κουραστική καταγραφή θανάτου και καταστροφής, πρέπει να σταματήσει για μια στιγμή και να σκεφτεί, τι θα σήμαινε να ζούσε ανάμεσα σε αυτά τα δεινά.

Ίσως οι κάτοικοι τής ελληνικής ηπειρωτικής χώρας, τού Μοριά και των νησιών τού Αιγαίου να μην ήσαν πάντοτε και άμεσα σε χειρότερη θέση υπό τούς Τούρκους, απ’ ό,τι ήσαν υπό τούς Ελληνο-Λατίνους δυνάστες ή την Ενετική Σινιορία. Έχει επίσης διατυπωθεί ο ισχυρισμός ότι οι ορεινοί δρόμοι στη Σερβία και τη Βοσνία ήσαν ασφαλέστεροι μετά τις τουρκικές κατακτήσεις σε σχέση με τα προηγούμενα χρόνια των τοπικών ληστρικών βαρώνων. Όμως η τουρκική καταστροφικότητα είναι πάρα πολύ καλά βεβαιωμένη, ώστε να μη μπορούμε να δυσπιστούμε, ενώ οι μεταγενέστερες δεκαετίες τού 15ου αιώνα αποτελούν τραγικό χρονικό τής τρομερής λεηλασίας, την οποία επέφερε το ελαφρύ ιππικό των Τούρκων, οι ακιντζή ή σακκομάννι. Μπορούμε επίσης να αμφιβάλλουμε αν «φαινόταν μάλιστα την εποχή τού Πορθητή ότι η βυζαντινή ασφάλεια τού ένδοξου παρελθόντος, η «ρωμαϊκή ειρήνη» (pax romana) είχε επιστρέψει και ότι όλοι μπορούσαν να την απολαμβάνουν».54 Ακόμη και ο συγγραφέας που το γράφει αυτό πιστεύει ότι είναι πιθανό να μη βρίσκεται μάλιστα μακριά από την αλήθεια η δήλωση τού Τεόντορο Σπαντουνίνο, ότι ο Μωάμεθ Β’ προκάλεσε τον θάνατο 873.000 ανθρώπων, «επειδή κατά μέσο όρο αυτό θα σήμαινε ετησίως περίπου 29.000 θύματα για τον άνδρα, ο οποίος έκανε τον κόσμο να τρέμει. Και ο αριθμός αυτός δεν περιλαμβάνει την τρομερή συγκομιδή που αποκόμιζε ο μαύρος θάνατος (πανούκλα), ως αποτέλεσμα τής δίνης τού πολέμου κατά τη διάρκεια των τόσων χρόνων βασιλείας τού Πορθητή επί τού λαού του, έτσι ώστε τεράστιες εκτάσεις από τις χώρες που είχαν πληγεί από την πανούκλα να ερημωθούν και να χαθούν…».55 Σε πολλούς δρόμους υπήρχε μεγαλύτερη ειρήνη απ’ ό,τι μέχρι τότε, επειδή δεν είχαν απομείνει ούτε ταξιδιώτες ούτε ληστές, αλλά είναι εύκολο για τον δυτικό να ζωγραφίζει πάρα πολύ ζοφερή εικόνα. Στην πραγματικότητα η τουρκική κατάκτηση ένωσε ευρεία περιοχή Ορθοδοξίας στα Βαλκάνια υπό τον πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως, η έκθεση τού οποίου στη μουσουλμανική μισαλλοδοξία, την πολιτική καταπίεση και τον οικονομικό εκβιασμό ήταν ίσως λιγότερο ανυπόφορη από τις προηγούμενες επιπτώσεις τής λατινικής κυριαρχίας. Και τώρα τουλάχιστον υπήρχε λιγότερη από τη μνησικακία που προκαλούσε η θεολογική διαμάχη με τη Ρώμη.

Πρόσφατες μελέτες τής οικονομικής ιστορίας τής Ανατολικής Μεσογείου για τούς δύο αιώνες που ακολούθησαν την τουρκική κατάληψη τής Κωνσταντινούπολης έχουν τροποποιήσει προγενέστερες περιγραφές οικονομικής στασιμότητας. Το πέρασμα των χρόνων έφερε αναγέννηση τού εμπορίου στα Βαλκάνια στα πλαίσια τής λεγόμενης «Οθωμανικής ειρήνης» (pax Ottomanica), γιατί ο μουσουλμανικός νόμος και το οθωμανικό κράτος ευνοούσαν γενικά την τάξη των εμπόρων. Όμως τεχνίτες και έμποροι πιάνονταν στους περιορισμούς ενός άκαμπτου συστήματος συντεχνιών, το οποίο η Ανατολή γνώριζε αρκετά, καθώς και η Δύση. Φαίνεται επίσης ότι οι Οθωμανοί ανέλαβαν ό,τι είχε απομείνει από το βυζαντινό, το σερβικό και άλλα φορολογικά συστήματα και τα προσάρμοσαν με δεξιοτεχνία στις δική τους χρήση, «στη θέση τους» (in situ) για να το πω έτσι, πράγμα που έκανε τη ζωή ευκολότερη για τούς συντηρητικούς αγρότες, που ήξεραν τι να περιμένουν από έτος σε έτος.56 Η εν γένει μικρή προσφορά μεταλλικών νομισμάτων σε κυκλοφορία, οι επιβολές τού κράτους σε νόμισμα καλής ποιότητας, καθώς και η τάση τής στρατιωτικής ελίτ να συσσωρεύει χρυσό, έκαναν την ανταλλαγή συχνή μέθοδο διακίνησης μικρότερων ποσοτήτων αγαθών. Η οθωμανική ειρήνη καθιστούσε πια εφικτή τη σημαντική αύξηση τού πληθυσμού, στην Ελλάδα και αλλού, ύστερα από περισσότερο από δύο αιώνες συνεχών πολέμων.

Η οικονομική ανάκαμψη των Βαλκανίων ήρθε πολύ μετά την εποχή τού Μωάμεθ τού Πορθητή, αλλά αυτός βοήθησε να ξεκινήσει η διαδικασία. Σε ορισμένες περιοχές κατά μήκος τού Δούναβη και τής Μαύρης Θάλασσας Τούρκοι έμποροι ή εκπρόσωποί τούς πουλούσαν περσικά μεταξωτά, ιταλικά μάλλινα, ινδικά μπαχαρικά και χρωστικές ουσίες, καθώς και μοχαίρ και βαμβακερό ύφασμα Ανατολίας. Οι Τούρκοι και ιδιαίτερα οι Έλληνες έμποροι αποτελούσαν συνηθισμένο θέαμα στην Αγκώνα, τη Φλωρεντία και τη Βενετία, ενώ εκπρόσωποι ιταλικών επιχειρήσεων ήσαν άμεσα διαθέσιμοι στις αγορές μεταξιού τής Προύσας (τής τουρκικής Μπούρσα). Η δυτική ενδοχώρα τής Μαύρης Θάλασσας εφοδίαζε την Ισταμπούλ με σιτάρι, κρέας, μαλλί, δέρματα και άλλα προϊόντα, αλλά η περιοχή σταδιακά έκλεισε για την ιταλική ναυτιλία. Σύμφωνα με τον Ιναλτσίκ, «το 1490 από τούς 157 έμπορους που έμπαιναν στον Καφφά δια θαλάσσης, 16 ήσαν Έλληνες, 4 Ιταλοί, 2 Αρμένιοι, 3 Εβραίοι, 1 Ρώσος και 1 Moλδαβός. Οι υπόλοιποι 130 ήσαν μουσουλμάνοι Ο μουσουλμάνος σπάνια διείσδυε εσωτερικά από αυτά τα λιμάνια. Τα αγαθά μεταφέρονταν στην Πολωνία, στο Χανάτο τής Κριμαίας, στο Χανάτο των Καζάκων (Dasht-i Kipchak) και στη Ρωσία από τοπικούς εμπόρους ή από Αρμένιους, Εβραίους και Έλληνες (κυρίως Οθωμανούς υπηκόους)».57

Καθώς περνούσε ο καιρός, Τούρκοι, Εβραίοι και Έλληνες έκαναν περιουσίες ως υπεργολάβοι φοροσυλλέκτες ή δασμοσυλλέκτες. Σαράφηδες και κοσμηματοπώλες, κατασκευαστές κλωστοϋφαντουργικών και μεσίτες συγκέντρωναν μερικές φορές τεράστια ποσά, αλλά τα πλουσιότερη μέλη τής οθωμανικής κοινωνίας ήσαν τα υψηλόβαθμα μέλη τής στρατιωτικής τάξης, εκ των οποίων υπήρχαν πολλοί στην πρωτεύουσα Ισταμπούλ και στην έδρα τής ανώτατης στρατιωτικής διοίκησης Αδριανούπολη, την τουρκική Εντίρνε, όπου τα στρατιωτικά αποθέματα συγκεντρώνονταν για τις συχνές εκστρατείες στην Κεντρική Ευρώπη και απ’ όπου διάφορα προϊόντα, κυρίως υφάσματα, στέλνονταν επίσης σε όλα τα Βαλκάνια. Ιπποσκευές, σέλλες, μπότες, παπούτσια και άλλα δερμάτινα είδη φτιάχνονταν στην Αδριανούπολη. Μεγάλες ποσότητες μάλλινου υφάσματος υφαίνονταν στη Θεσσαλονίκη, ειδικά για τούς γενίτσαρους. Το σίδερο παραγόταν στη Σόφια, χρησιμοποιούνταν εκτενώς στην Κωνσταντινούπολη και μεταφερόταν σε διάφορα μέρη τής Ανατολικής Μεσογείου από την Κωνσταντινούπολη και την Αδριανούπολη. Ήταν πολύτιμο αγαθό, η πρώτη ύλη των εξοπλισμών. Πολυάριθμες παπικές βούλλες και σημειώματα απαγόρευαν την πώληση σίδερου στους μουσουλμάνους, πράγμα που φυσικά γινόταν τακτικά, γιατί υπήρχαν πάντοτε μεγάλα κέρδη από το λαθρεμπόριο.

Από τον ύστερο 15ο μέχρι τον 18ο αιώνα οι Τούρκοι ήσαν διεθνείς έμποροι και τραπεζίτες. Πασάδες, μπέηδες και σπαχήδες (sipahis) επένδυαν σημαντικά ποσά σε εμπορικές επιχειρήσεις και δάνειζαν χρήματα με τόκο στους Βαλκάνιους χωρικούς, για να τούς βοηθήσουν να πληρώσουν τούς κεφαλικούς τους φόρους. Ακόμη και οι ιμάμηδες (Μουσουλμάνοι «ιερείς» ή ηγέτες προσευχής) ασχολούνταν με αυτήν την προσοδοφόρα επιχείρηση. Τα επιτόκια έτειναν να αυξάνονται με τον πληθωρισμό στα τέλη τού 16ου αιώνα (ενδεχομένως μέχρι και 25 τοις εκατό), ενώ χωρικοί σε μεγάλες περιοχές τής Οθωμανικής αυτοκρατορίας παγιδεύονταν από την τοκογλυφία σε τέλμα, από το οποίο δεν μπορούσαν ποτέ να βγουν. Ευσεβή ιδρύματα (βακούφια, στα τουρκικά evkaf) τοποθετούσαν τα κεφάλαιά τους σε γέφυρες με διόδια, αλευρόμυλους, αμπελώνες, ξενώνες, καταστήματα, σαγματοποιίες, λουτρά, αρτοποιεία, βυρσοδεψεία και παρόμοια, ενώ μερικές φορές ιδρύονταν ως οικογενειακά ιδρύματα, το εισόδημα των οποίων θα στήριζε τούς απογόνους τού ιδρυτή τους.58 Μεταξύ των μουσουλμάνων, καθώς και των χριστιανών, υπήρχαν πολλοί που πίστευαν ότι η φιλανθρωπία άρχιζε από το σπίτι.

Οι μηχανισμοί αγοράς και πώλησης με πίστωση ήσαν ιδιαίτερα αναπτυγμένοι στην οθωμανική Αυτοκρατορία. Οι μεγάλοι έμποροι επιδίωκαν το διεθνές εμπόριο με σημαντικό βαθμό οικονομικής εξειδίκευσης, ακολουθώντας τις συναλλαγματικές ισοτιμίες στις κύριες χρηματαγορές τής Ευρώπης και τής Ανατολικής Μεσογείου. Αλλά οι μουσουλμανικοί νόμοι και τα έθιμα τής κληρονομιάς διαιρούσαν την περιουσία ενός πλούσιου άντρα με τον θάνατό του σε κληροδοτήματα για τις διάφορες συζύγους του, για τα συχνά πολυάριθμα μέλη τής οικογενείας του και για τα ευσεβή ιδρύματα, στα οποία η μουσουλμανική κοινωνία απέδιδε τόσο μεγάλη σημασία. Τα ιδρύματα ήσαν τα μοναδικά μη φυσικά πρόσωπα που αναγνώριζε ο μουσουλμανικός νόμος. Κάθε γενιά επιχειρηματιών έπρεπε να ξεκινήσει από την αρχή. Η επί αιώνες ύπαρξη τής τράπεζας των Μεδίκων αποτελούσε ευρωπαϊκό φαινόμενο. Τέτοιες επιχειρήσεις δεν υπήρχαν στην οθωμανική αυτοκρατορία.59

Μετά τη λεηλασία τής Ρώμης το 1527 οι Ιταλοί αποκτούσαν μια όλο και πιο ζοφερή άποψη για τη ζωή, ενώ οι κάτοικοι τής πρώην Βυζαντινής αυτοκρατορίας απολάμβαναν μεγάλο βαθμό εσωτερικής ειρήνης υπό τούς Οθωμανούς. Όμως για τούς Έλληνες η πτώση τής «Θεοφύλακτης» πόλης τους στον Βόσπορο σήμαινε το τέλος μιας εποχής, χωρίς σαφή αρχή μιας άλλης. Όλα φαίνονταν αφημένα στο κενό. Οι μάζες των ανθρώπων στην Ελλάδα και τα Βαλκάνια δεν περνούσαν καλά, διαχωριζόμενες από τούς κατακτητές από το τριπλό εμπόδιο τής γλώσσας, τής θρησκείας και τής παράδοσης. Μια αντικειμενική εκτίμηση τής αποτελεσματικότητας τής οθωμανικής κυβέρνησης πρέπει πάντως να περιμένει τη δημοσίευση πολύ περισσότερων εγγράφων από τα κρατικά αρχεία τής Ισταμπούλ (τα Basvekalet Arsivi). Οι δυτικοί ιστορικοί έτειναν να θεωρούν τούς αξιωματούχους τής Πύλης διεφθαρμένους, γιατί τα δώρα ή η «δωροδοκία», η προσδοκία για «μπαξίσι», αποτελούσαν τρόπο ζωής, αλλά στην πραγματικότητα λίγα γνωρίζουμε για τη δικαστική και διοικητική ιστορία τής Οθωμανικής Αυτοκρατορίας κατά τη μεγάλη περίοδο τού 15ου και τού 16ου αιώνα.

Από το τέλος τού 14ου αιώνα ο τουρκικός φόρος σε αγόρια, το «ντεβσιρμέ» (παιδομάζωμα), που εισπραττόταν από τις πόλεις και την ύπαιθρο, αποτελούσε πηγή ανησυχίας για τούς γονείς νεαρών γιών (και οδύνης όταν το ντεβσιρμέ έπεφτε στο νοικοκυριό τους). Τον φόρο σε αγόρια αποσπούσαν ευρέως από τα Βαλκάνια και αργότερα από τις διασωζόμενες χριστιανικές κοινότητες τής Ανατολίας.60 Κατά τη διάρκεια τής εποχής τού Μωάμεθ Β’ και μετά από αυτήν, ο φόρος λαμβανόταν περίπου κάθε πέντε χρόνια, συνήθως σε αγόρια ηλικίας μεταξύ περίπου δώδεκα και δεκαοκτώ ετών (ή και ακόμη μεγαλύτερων), τα οποία μεταφέρονταν στην Ισταμπούλ, προσηλυτίζονταν στο Ισλάμ, διδάσκονταν τουρκικά και τελικά εκπαιδεύονταν για στρατιωτική θητεία στο σώμα των γενίτσαρων. Μερικές φορές τα έβαζαν να εργάζονται στη γη τής Ανατολίας, ενώ μάθαιναν τουρκικά. Κάποιοι από τούς ευφυέστερους νεοσύλλεκτους εκπαιδεύονταν σε διοικητικά αξιώματα τού κράτους, απ’ όπου μετά το 1453 προέρχονταν οι βεζύρηδες, οι επαρχιακοί κυβερνήτες, οι στρατηγοί και οι υψηλοί αξιωματούχοι τής Πύλης.61

Η σταδιακή εμφάνιση πλούσιων Ελλήνων εμπόρων δεν ελαφραίνει πάρα πολύ τα σκούρα χρώματα τής εικόνας. Υπάρχουν πάντοτε εκείνοι, τούς οποίους η ευκαιρία, οι οικογενειακές συνδέσεις και η δική τους επιχειρηματικότητα θα καθιστούν εξαιρέσεις σε κάθε γενικό κανόνα δυστυχίας, αλλά εν πάση περιπτώσει ο πλούτος, η δύναμη και το κύρος των Φαναριωτών ήρθε αργά, φτάνοντας (είναι αλήθεια) σε ασυνήθιστα ύψη τον 18ο αιώνα, όταν άρχιζαν να ονειρεύονται την αναβίωση τού παλαιού Βυζαντίου.62 Στο μεταξύ ο Μωάμεθ ο Πορθητής συνέχιζε τον ανηλεή του πόλεμο εναντίον τού Χριστιανισμού για σχεδόν τριάντα χρόνια μετά την άλωση τής Κωνσταντινούπολης, εμπλεκόμενος τελικά στις θεαματικές επιχειρήσεις στη Ρόδο και το Οτράντο. Η ηπειρωτική Ελλάδα και ο Μοριάς προστέθηκαν στην οθωμανική αυτοκρατορία, τα Βαλκάνια είχαν υποδουλωθεί εντελώς, ενώ τρομερές επιθέσεις εξαπολύθηκαν επί τής Βλαχίας και τής Ουγγαρίας, τής Κροατίας, τής Καρνιόλα και τής Καρινθίας, τής Στυρίας και τής Αυστρίας. Αν οι Έλληνες και κάποιοι από τούς βαλκανικούς λαούς υπέστησαν τα περισσότερα, οι Ιταλοί υπέστησαν επίσης σοβαρές απώλειες. Ήσαν οι Τούρκοι εκείνοι που προκάλεσαν την πτώση τού ιταλικού εμπορίου, η οποία συχνά αποδίδεται στα ταξίδια τού Κολόμβου και στο άνοιγμα νέων Ατλαντικών εμπορικών δρόμων. Στην πραγματικότητα η ανακάλυψη αυτών των νέων διαδρομών ήταν εν μέρει συνέπεια των δυσκολιών που αντιμετώπιζε τώρα το ιταλικό εμπόριο στην ανατολική πλευρά τής Μεσογείου. Οι Ενετοί είχαν πολεμήσει τούς Τούρκους σχεδόν μόνοι τους για περίπου δεκαέξι χρόνια, ενώ κάποιες φορές φαινόταν ότι περισσότεροι από έξι αιώνες ενετικού εμπορίου στα ανατολικά ύδατα πλησίαζαν μάλλον στο τέλος τους. Μια εξασθενημένη Βενετία προέκυψε από τον πόλεμο τού 1463-1479, ενώ ακολούθησαν μια γενιά αργότερα οι επιθέσεις εναντίον της από τούς δυτικούς της γείτονες τής Ένωσης τού Καμπραί. Στα μέσα τής δεκαετίας τού 1470 οι Τούρκοι κατέλαβαν τις γενουάτικες αποικίες τού Καφφά στην Κριμαία και Tάνα στην Αζοφική θάλασσα, θέτοντας έτσι τέρμα στην μακρά ιστορία των γενουάτικων επιχειρήσεων στη Μαύρη Θάλασσα.

Η Μαύρη Θάλασσα έγινε τουρκική λίμνη, σε μεγάλο βαθμό κλειστή για τα ιταλικά εμπορικά πλοία. Κατά τη διάρκεια τής βασιλείας τού Πορθητή το εμπόριο μειώθηκε στον Δούναβη, ο οποίος μαζί με το Σάβα σχημάτιζαν μεγάλη λεωφόρο μεταξύ Αδριατικής και Μαύρης Θάλασσας από τις πρώτες μέρες τού Ρωμαϊκού αποικισμού και τής εγκαθίδρυσης λεγεώνων στην αρχαία Δακία. Παρά τις πολυάριθμες διακοπές στη χρήση της, αυτή η λεωφόρος είχε χρησιμεύσει για τη σύνδεση τής Ιταλίας και τής Κεντρικής Ευρώπης με τη Μαύρη Θάλασσα κατά το μεγαλύτερο μέρος τού Μεσαίωνα. Οι γραμμές εμπορίου και ταξιδιών είχαν φυσικά διασπαστεί συχνά από Σλάβους και Αβάρους, Βούλγαρους, Μαγυάρους και Γερμανούς, Πετσενέγκους, Ούζους, Κουμάνους (Πολόβτσι) και άλλους. Όμως από τον 7ο αιώνα περίπου ο όγκος τού εμπορίου έτεινε να αυξάνεται, ενώ οι Βυζαντινοί άντεχαν οικονομικά να αγοράζουν ειρήνη στα Βαλκάνια, πληρώνοντας φόρο τιμής όταν αυτό ήταν αναγκαίο, γιατί συνήθως έπαιρναν πάλι πίσω τα χρήματά τους, λόγω τού ευνοϊκού εμπορικού ισοζυγίου που απολάμβαναν με τούς πιο πρωτόγονους λαούς στα βόρεια σύνορά τους. Ο εκλιπών Ανρί Πιρέν διατηρούσε τη γνωστή άποψη, σύμφωνα με την οποία αφενός οι Άραβες έκλεισαν τη δυτική Μεσόγειο από τα τέλη τού 7ου αιώνα, προκαλώντας το πραγματικό τέλος τής αρχαιότητας και την αρχή τού Μεσαίωνα, αφετέρου η Φραγκική Γαλατία (Gaul) ήταν κατά μεγάλο μέρος αποκλεισμένη από το εμπόριο με την Ιταλία και την Ανατολή και στράφηκε ξανά προς καθαρά αγροτική οικονομία, ενώ τέλος ο χρυσός εγκαταλείφθηκε απέναντι στον μονομεταλλισμό τού ασημιού, οι αγορές έγιναν τοπικές και οι πόλεις εξαφανίστηκαν. Αν και οι επικριτές τού Πιρέν έχουν ισχυριστεί ότι αγνόησε πολλά ιστορικά γεγονότα που δεν συνάδουν με τη θεωρία του και έδωσε ανεπαρκή προσοχή στη χρονολογική σειρά των γνωστών γεγονότων από τον 7ο μέχρι τον 10ο αιώνα, ο φίλος και συνάδελφός του, ο Αλεξάντρ Εκ, έχει εφαρμόσει κάποιες από τις ιδέες του στην ιστορία τής νότιας Ρωσίας κατά τον 11ο και 12ο αιώνα. Ο Eκ έχει δει τον ίδιο αποκλεισμό τής νότιας Ρωσίας από τις εμπορικές διαδρομές που οδηγούσαν στο Βυζάντιο, στον κάτω Δούναβη, στην Κριμαία, ακόμη και στη Δύση, ως αποτέλεσμα των εισβολών των Κουμάνων, οι οποίοι λέγεται ότι είχαν κάνει περίπου πενήντα εισβολές στη νότια Ρωσία μεταξύ 1055 και 1210. Τα κάποτε ευημερούντα κέντρα εμπορίου καταστράφηκαν από αυτές τις επιδρομές και μετατράπηκαν σε τοπικές απλώς αγορές: «διαλύθηκαν μετατρεπόμενες σε τοπικές» (ils se disloquaient, en se localisant). Κατά τον 13ο αιώνα, σύμφωνα με τον Εκ, οι επιδρομές των Τατάρων ολοκλήρωσαν τη διαδικασία και η κοινωνία τής νότιας Ρωσίας μετατράπηκε σε καθαρά αγροτική οικονομία.63 Αλλά η τουρκική ηγεμονία επί τής Μαύρης Θάλασσας και η επιχειρηματικότητα των Βαλκανίων εμπόρων (καθώς και η παρακμή των Τατάρων), συνέβαλαν ώστε να ξαναμπεί η Ρωσία στην τροχιά τού Μεσογειακού εμπορίου,64 ενώ καθώς ο οικονομικός ρυθμός επιταχυνόταν στα Βαλκάνια προς το τέλος τού 16ου αιώνα, γαιοκτήμονες (καθώς και περιπετειώδεις έμποροι) άρχιζαν να ευημερούν και πάλι. Στη Ρωμυλία και τη Βουλγαρία, στη Σερβία και τη Βοσνία, στη Βλαχία και την Ουγγαρία, άρχιζαν να διαμορφώνονται μεγάλα αγροκτήματα εγκατεστημένων γαιοκτημόνων, να αυξάνεται πολύ η δουλοπαροικία και να κερδίζονται μεγάλα ποσά από την καλλιέργεια σιτηρών και την κτηνοτροφία, κυρίως από μέλη τής οθωμανικής στρατιωτικής τάξης.65

Όταν οι Τούρκοι έκλεισαν τη Μαύρη Θάλασσα για την ιταλική ναυτιλία, η Πύλη σταδιακά οργάνωσε τούς πόρους τής περιοχής προς όφελος τού κράτους. Βλάχοι και Μολδαβοί, Εβραίοι και Αρμένιοι, Τούρκοι και Έλληνες, και όχι μόνο εκείνοι στην Ισταμπούλ, ήσαν σε θέση να αναλάβουν τις συναλλαγές που άλλοτε βρίσκονταν σε ενετικά και γενουάτικα χέρια.66 Στην πολυδιαβασμένη του βιογραφία τού Μωάμεθ Β’, ο εκλιπών Φραντς Μπάμπινκγερ έχει τονίσει ένα γνωστό θέμα, στο οποίο έχουμε ήδη αναφερθεί:

Μπορεί να υποστηριχθεί χωρίς υπερβολή ότι ακόμη και η ανακάλυψη των νέων θαλάσσιων δρόμων μέσω τού Ατλαντικού, με τις βαθιές αλλαγές που προκάλεσαν αυτοί στην οικονομία τής Δύσης, πρέπει να εξετάζεται σε σχέση με την εδαφική επέκταση των Οθωμανών στην περιοχή τής Μαύρης Θάλασσας. Tα ταξίδια των εξερευνήσεων προς τον Νέο Κόσμο είχαν σκοπό να βρουν άλλη σύνδεση με την Ινδία και το εσωτερικό τής Ασίας, γιατί οι δρόμοι που ακολουθούνταν μέχρι τότε ήσαν πια εντελώς αποκλεισμένοι από τα μουσουλμανικά κράτη και δεν μπορούσε πια να υπάρχει ελπίδα για μακροπροθέσμως εξάλειψη αυτού τού εμποδίου.67

Αν ο αναγνώστης δεν βρίσκει τίποτε καινοφανές στο παραπάνω, τότε θα καταλαβαίνει ότι τα γεγονότα αυτά ήσαν εξίσου προφανή και για εκείνους που ζούσαν κατά τα τέλη τού 15ου αιώνα. Η οικονομική σημασία των κατακτήσεων τού Μωάμεθ Β’ είχε γίνει καλά κατανοητή από τούς Ενετούς, οι οποίοι ξεκινούσαν με τον πόλεμο τού 1463-1479 δύο και πλέον αιώνες αποφασιστικής προσπάθειας εναντίον τής Οθωμανικής αυτοκρατορίας, για να αποτρέψουν τη διάλυση ολόκληρου τού εμπορικού κατεστημένου τής Δημοκρατίας στην Ανατολική Μεσόγειο, γιατί όταν το λάβαρο με το φτερωτό λιοντάρι δεν θα ανέμιζε πια στα φρούρια τού Μοριά, στα νησιά τού Αιγαίου και στην Κρήτη, η Βενετία θα βυθιζόταν στο επίπεδο οποιουδήποτε άλλου κράτους στην Ιταλία. Εκεί βέβαια έχει ήδη επεκτείνει την εξουσία τής για να συμπεριλάβει το Φριούλι στα βόρεια (το 1420) και το Μπέργκαμο στη δύση (1441), φτάνοντας στον ποταμό Άντα ως σύνορό της με το μιλανέζικο δουκάτο, ενώ η ίδια πίεζε προς νότο, εναντίον τής Φερράρας, τής Ραβέννας και τής Τσέρβια.68 Έτσι προστάτευε τις πύλες τού ευρωπαϊκού της εμπορίου στη στεριά, όπως προσπαθούσε να κάνει στη θάλασσα στην Ανατολική Μεσόγειο. Οι κατακτήσεις της σε «ενδοχώρα» (τέρρα φέρμα) ήσαν πολύ δαπανηρές, αλλά ήσαν και πολύ προσοδοφόρες. Ήσαν όπως εκείνες στο εξωτερικό (d’ oltre mare), όπου τα κέρδη ήσαν υψηλά αν κατόρθωνε να διατηρήσει τη θέση της. Ίσως δεν ήταν μόνο η υπερηφάνεια, όπως φαίνεται να πιστεύει ο Τόυνμπι,69 αυτή που διατηρούσε τούς Ενετούς στον μακροχρόνιο αγώνα κατά των Τούρκων. Όπως υπενθύμιζε ο δούκας τού Μιλάνου Γκαλεάτσο Μαρία Σφόρτσα στον Ενετό διπλωμάτη Τζιοβάννο Γκονέλα τον Οκτώβριο τού 1467, «η έκβαση τού πολέμου είναι αμφίβολη» (dubius est eventus belli).70 H Βενετία μπορούσε να νικήσει στη θάλασσα και να ηττηθεί στη στεριά (ή αντίστροφα), αλλά δεν μπορούσε να διατηρηθεί εναντίον των Τούρκων αποσυρόμενη από τον αγώνα. Αν ξόδευε εκατομμύρια στους τουρκικούς πολέμους, κέρδιζε επίσης εκατομμύρια στην Ανατολή.

Περί το 1478 η αμφιταλαντευόμενη αντίθεση τού Λορέντσο των Μεδίκων με τις κοσμικές φιλοδοξίες τού Σίξτου Δ’ είχε δημιουργήσει κατάσταση επικίνδυνης εχθρότητας μεταξύ τής Σινιορίας τής Φλωρεντίας και τής Αγίας Έδρας. Ο ανηψιός τού πάπα Τζιρολάμο Ριάριο, ο άρχοντας τής Ίμολα, καθώς και η παλαιά φλωρεντινή οικογένεια των Πάτσι ένωσαν τις δυνάμεις τους για να ανατρέψουν τούς Μεδίκους, πράγμα που κατά τη γνώμη τους θα ελευθέρωνε τα παπικά χέρια για τη δημιουργία των κρατών τής εκκλησίας και την αποκατάσταση τής ελευθερίας στη Δημοκρατία επί τού Άρνου. Την Κυριακή 26 Απριλίου 1478, κατά τη διάρκεια τού εορτασμού τής μεγάλης λειτουργίας στον Καθεδρικό (Ντουόμο) τής Φλωρεντίας, η λεγόμενη συνωμοσία των Πάτσι επιδίωξε να πετύχει τούς σκοπούς αυτούς με τη δολοφονία τού Λορέντσο Μέδικου και τού αδελφού του Τζουλιάνο, των εγγονών τού μεγάλου Κόσιμο. Ο Τζουλιάνο έπεσε κάτω από τα χτυπήματα των Φραντσέσκο ντε Πάτσι και Μπερνάρντο Μπαντίνι ντε Μπαροντσέλλι. Ο Λορέντσο όμως τραυματίστηκε ελαφρά μόνο και διέφυγε πίσω από την ορειχάλκινη πόρτα τού Παλαιού Σκευοφυλακίου, την οποία ο ανθρωπιστής Άντζελο Πολιτσιάνο κλείδωσε αμέσως πίσω του. Οι συνωμότες απέτυχαν επίσης στις προσπάθειές τους να καταλάβουν το Παλιό Παλάτι (Παλάτσο Βέκκιο) και να ξεσηκώσουν με την κραυγή τής ελευθερίας τον λαό για να τούς υποστηρίξει. Σχεδόν όλοι οι ένοχοι σφαγιάστηκαν στις ώρες και τις ημέρες που ακολούθησαν, ενώ ο Λορέντσο εκμεταλλεύτηκε τον ενθουσιασμό, για να βγάλει από τη μέση και διάφορους άλλους εχθρούς του. Αλλά ο Μπερνάρντο Μπαντίνι, που ήταν ο πρώτος που είχε χτυπήσει τον Τζουλιάνο, διέφυγε με ναπολιτάνικη γαλέρα στην Ισταμπούλ, όπου είχε φίλους και συγγενείς (κάποιον Κάρλο ντε Μπαροντσέλλι, που υπηρετούσε ως πρόξενος τής Φλωρεντίας στο Πέρα την περίοδο 1472- 1476). Η επακολουθήσασα έκδοσή του αποτελεί ενδιαφέρον κεφάλαιο στην ιστορία των φλωρεντινών σχέσεων με την οθωμανική αυλή. Από την ποταπή απόπειρα κατά τής ζωής του μπροστά στο ιερό τής Σάντα Ρεπαράτα ο Λορέντσο Μέδικος εξασφάλιζε πιο αποφασιστικά τον έλεγχο τού κράτους από κάθε άλλη φορά. Μάταια ο Σίξτος Δ’ τού επέβαλε την ποινή τού μεγάλου αφορισμού (την 1η Ιουνίου) και την απαγόρευση στους αγανακτισμένους πολίτες και άλλους υπηκόους τής Φλωρεντίας (22 Ιουνίου).71 Τον Ιούλιο οι πρωταίτιοι τού μεγάλου ανταγωνισμού, που προσέλκυσε την προσοχή ολόκληρης τής Ευρώπης, προσέφυγαν στον ονομαζόμενο «πόλεμο τής Τοσκάνης».72

Από την εξέταση ενός μεγάλου θέματος μπορούμε να κατέβουμε για λίγο σε ένα μικρό και να παρακολουθήσουμε εν συντομία την τύχη τού Μπερνάρντο Μπαντίνι ντε Μπαροντσέλλι, ο οποίος, μετά τη φυγή του στην Ισταμπούλ, συνελήφθη από τον Μωάμεθ Β’, κατά πάσα πιθανότητα στις αρχές Μαΐου 1479. Στις 18 Ιουνίου ένας γραμματέας τής Σινιορίας έγραψε στον Λορέντσο Καρντούτσι, τον Φλωρεντινό πρόξενο στο Πέρα:

Με επιστολές τού Μπερνάρντο Περούτσι έχουμε μάθει με μεγάλη χαρά ότι ο ενδοξότατος ηγεμόνας [Μεχμέτ] έχει συλλάβει τον Μπερνάρντο Μπαντίνι, τον ειδεχθή πατροκτόνο και προδότη τής πατρίδας του και δηλώνει ότι ο ίδιος είναι πρόθυμος να κάνει με αυτόν ό,τι θέλουμε, απόφαση ασφαλώς σύμφωνη με την αγάπη και τη μεγάλη εύνοια που έχει πάντα δείξει απέναντι στη Δημοκρατία και τον λαό μας [natione], καθώς και με τη δικαιοσύνη τής Γαληνοτάτης Αυτού Μεγαλειότητας. … [Και] παρόλο που ως αποτέλεσμα των αναρίθμητων στο παρελθόν ωφελημάτων τής ενδοξότατης Μεγαλειότητάς του για τη Δημοκρατία και τον λαό μας τού χρωστάμε το μεγαλύτερο χρέος και είμαστε οι πιο πιστοί και υπάκουοι γιοί τής Αυτού Μεγαλειότητας, όμως, λόγω αυτού τού τελευταίου ωφελήματος, θα ήταν αδύνατο να περιγραφεί ο βαθμός στον οποίο έχει αυξηθεί η υποχρέωσή μας προς τη Γαληνοτάτη Μεγαλειότητά του…73

Ο ιστορικός τής Ιταλίας μπορεί να το βρίσκει θλιβερό να σημειώνει ότι κατά τη διάρκεια των ετών, όταν η Βενετία πάλευε, έστω και απρόθυμα, για τη χριστιανική υπόθεση στην Ελλάδα και το Αιγαίο, οι Φλωρεντινοί έπαιρναν τέτοιες χάρες από την Πύλη, ώστε να γίνονται «οι πιο πιστοί και υπάκουοι γιοί» τού σουλτάνου, αλλά προφανώς οι αλληλοεξοντωτικές αντιπαλότητες στη χερσόνησο είχαν για αιώνες μετατρέψει τέτοιες εξελίξεις σε τμήμα τής αναμενόμενης πορείας των γεγονότων.

Στις 5 Ιουλίου 1479 και ξανά στις 10 τού μηνός η Σινιορία έστειλε επιστολές προς τον πρόξενο και τούς Φλωρεντινούς εμπόρους στο Πέρα, παίρνοντας τελικά την επιστολή τού πρόξενου (με ημερομηνία 8 Μαΐου), που περιείχε την ίδια είδηση που είχε στείλει ο Μπερνάρντο Περούτσι από την Ισταμπούλ, «για τη σύλληψη εκεί τού Μπερνάρντο Μπαντίνι, ασεβούς πατροκτόνου και στασιαστή εναντίον μας».

Ο πρόξενος ενημερωνόταν ότι στελνόταν ο Αντόνιο Μέδικος ως ειδικός απεσταλμένος στην Πύλη. Αναμενόταν να βρίσκεται «καθ’ οδόν, το αργότερο εντός οκτώ ημερών, για το ταξίδι από τη στεριά». Ο σουλτάνος είχε πει ότι θα κρατούσε τον δολοφόνο μέχρι τα μέσα Αυγούστου και έτσι η βιασύνη ήταν αναγκαία για τη Σινιορία, για να μεριμνήσει για την επιστροφή του στη Φλωρεντία. Τίποτε στον κόσμο δεν φαινόταν να έχει μεγαλύτερη σημασία από την τιμωρία τού Μπαντίνι, ενημερωνόταν ο πρόξενος, ο οποίος έπρεπε να μεριμνήσει, ώστε ο ένοχος να παραμείνει ζωντανός και να προσφέρει επίσης κάθε δυνατή βοήθεια στον απεσταλμένο Αντόνιο των Μεδίκων μετά την άφιξή του στην Ισταμπούλ. Δόθηκαν πλήρεις οδηγίες στον Αντόνιο, ο οποίος έπρεπε να εξοικειωθεί πλήρως με τις τελετές που συνόδευαν την υποδοχή πρεσβευτών στην Πύλη και εφόσον τού χορηγούνταν ακρόαση, έπρεπε να εξηγήσει «την υπόθεσή μας τής 26ης Απριλίου τού περασμένου έτους» (il caso nostro de di 26 di aprile dello anno passato), δηλαδή να περιγράψει στον σουλτάνο τη δολοφονία τού Τζουλιάνο, την απόπειρα δολοφονίας τού Λορέντσο και την πολιτική σημασία των γεγονότων αυτών στις υποθέσεις τής Φλωρεντίας. Οι οδηγίες προς τον Αντόνιο έχουν ημερομηνία 11 Ιουλίου. Έφυγε για την Ισταμπούλ στις 14 τού μηνός. Η αποστολή του υπήρξε επιτυχής και γύρισε στη Φλωρεντία στις 24 Δεκεμβρίου, φέρνοντας μαζί του τον άθλιο Μπαντίνι. Στις 29 τού μηνός ο Μπαντίνι κρεμάστηκε από τα παράθυρα τού Μπαρτζέλλο. Ο Λεονάρντο ντα Βίντσι σχεδίασε το αιωρούμενο σώμα του. Το σχέδιο βρίσκεται τώρα στο Μουσείο Μποννά τής Μπαγιόν. Η Σινιορία έστειλε στον σουλτάνο επίσημη ευχαριστήρια επιστολή στις 11 Μαΐου 1480, μαζί με δικαιολογίες για την αποτυχία των φλωρεντινών πλοίων να ταξιδέψουν στην Ισταμπούλ για κάποιο χρονικό διάστημα: οι συνθήκες στην Ιταλία καθιστούσαν το ταξίδι αδύνατο χωρίς σοβαρότατο κίνδυνο για τούς άνδρες, τα πλοία και τα εμπορεύματα.74

Στο μεταξύ ο βασιλιάς Φερράντε τής Νάπολης είχε εισέλθει στον «πόλεμο τής Τοσκάνης» στο πλευρό τού πάπα, με την ελπίδα να αποκτήσει τη Σιένα, η οποία υποστήριζε η ίδια τον πάπα. Ο Λορέντσο Μέδικος έκανε εκκλήσεις για βοήθεια, που έγιναν ευνοϊκά δεκτές στη Βενετία, το Μιλάνο, τη Φερράρα και τη Γαλλία. Κατά τα προηγούμενα έξι χρόνια ο Λουδοβίκος ΙΑ’ απειλούσε τον πάπα με την επαναφορά τής Πραγματιστικής Κύρωσης (Pragmatic Sanction, η οποία υπό βασιλική προστασία υποστήριζε τις ελευθερίες τής γαλλικής Εκκλησίας) και με την υποτιθέμενη ανάγκη σύγκλησης οικουμενικής συνόδου για εκκλησιαστική μεταρρύθμιση. Οι Ενετοί θα υποστήριζαν οποιαδήποτε ενέργεια κατά τού Φερράντε. Ο Σίξτος Δ’, έντρομος από τον συνασπισμό που σχηματιζόταν εναντίον του, χαλάρωσε τις απαγορεύσεις κατά τού Λορέντσο και των Φλωρεντινών στις 4 Απριλίου 1479 και κήρυξε προσωρινή αποκατάσταση τής ειρήνης. Οι αντίπαλοί του, πιστεύοντας ότι η χειρονομία τού πάπα ήταν προσπάθεια να εξευμενίσει τούς Γάλλους, οι οποίοι ήσαν υπέρ τής Φλωρεντίας, αρνήθηκαν τις δειλές προτάσεις του για ειρήνη και στις 27 Μαΐου τού έστειλαν μέσω τού Ενετού πρεσβευτή στην Αγία Έδρα τελεσίγραφο ότι αν δεν συνάψει τελική ειρήνη εντός οκτώ ημερών (μη δίνοντάς του, με τον τρόπο αυτό, αρκετό χρόνο για να συμβουλευτεί τη Νάπολη και τη Σιένα), θα ανακαλούσαν τούς πρέσβεις τους από την παπική κούρτη. Ο Σίξτος Δ’ δεν είχε άλλη επιλογή, παρά να αρνηθεί. Οι πρεσβευτές των ιταλικών κρατών στον συνασπισμό έφυγαν από τη Ρώμη τον Ιούνιο. Αλλά αν η ματαιότητα τής ελπίδας τού Λορέντσο για βοήθεια από τη Γαλλία είχε γίνει πια προφανής το φθινόπωρο τού 1479, οι προσδοκίες τού πάπα από τον Φερράντε επρόκειτο σύντομα να φανούν εξίσου απατηλές. Τον Δεκέμβριο ο Λορέντσο έκανε τη διάσημη επίσκεψή του στη Νάπολη, απευθύνοντας προσωπικά έκκληση για ειρήνη και ο Φερράντε, ο οποίος ήταν τόσο ασταθής όσο και αναξιόπιστος, εγκατέλειψε τη συνεννόησή του με τον πάπα, ο οποίος δεν διέθετε τώρα τα μέσα για να πετύχει νίκη. Ο πόλεμος σερνόταν με ασυστηματοποίητο τρόπο μέχρι τον Νοέμβριο τού 1480, όταν φλωρεντινή πρεσβεία στη Ρώμη έκανε ειρήνη με τον πάπα, ο οποίος τελικά ήρε τις εκκλησιαστικές απαγορεύσεις στις 3 Δεκεμβρίου 1480.75 Λίγο αργότερα ο Μπάτσο Ποντέλλι άρχισε το έργο του στην εκκλησία τής Παναγίας τής ειρήνης (Σάντα Μαρία ντέλλα Πάτσε), το οποίο εξακολουθεί να στέκει ως μνημείο τής ειρήνης τού Σίξτου με τούς Φλωρεντινούς.

Το σύμφωνο τού Λορέντσο Μέδικου με τον Φερράντε τής Νάπολης, που επικυρώθηκε τον Μάρτιο τού 1480, δεν απελευθέρωσε αμέσως τη Φλωρεντία από τις κακουχίες και την πίεση τού πολέμου. Η έλλειψη εμπιστοσύνης τού πάπα Σίξτου προς τον Φερράντε τον έστρεφε τώρα έντονα προς τούς Ενετούς, από τούς οποίους ο Λορέντσο εξακολουθούσε να ελπίζει για υποστήριξη. Προέκυψε αλλαγή στις διπλωματικές σχέσεις στη χερσόνησο. Η Αγία Έδρα και η Βενετία αντιμετώπιζαν την τριπλή συμμαχία Νάπολης, Φλωρεντίας και Μιλάνου. Όμως η μεταβολή αυτή δεν ήταν τόσο μεγάλη, όσο θα μπορούσε κανείς να υποθέτει, γιατί η Βενετία και η Νάπολη βρίσκονταν ακόμη σε αντίθετες πλευρές. Όταν ο Σίξτος ενώθηκε με τούς Ενετούς, διατύπωσε τον ισχυρισμό κάθε πολιτικού που εισέρχεται σε συμμαχία με εχθρική πρόθεση: τα έκανε όλα για την ειρήνη.76 Ο τολμηρός γιος τού Φερράντε, ο δούκας τής Καλαβρίας Αλφόνσο, εισήλθε στη Σιένα προς το τέλος Ιουνίου, ενώ τον Αύγουστο ο ανηψιός τού Σίξτου Τζιρολάμο Ριάριο πρόσθεσε την κομητεία τού Φορλί στην κατοχή του τής Ίμολα.77 Ο Ριάριο διατηρούσε διαρκή απογοήτευση για το γεγονός ότι η συνωμοσία των Πάτσι δεν είχε κατορθώσει να σκοτώσει τον Λορέντσο. Ο πάπας εξακολουθούσε να ελπίζει για την εκδίωξη των Μεδίκων από τη Φλωρεντία με τον ένα ή τον άλλο τρόπο. Τώρα όμως ο Μωάμεθ Β’ πρόσφερε στον Λορέντσο πολύ μεγαλύτερη υπηρεσία από την έκδοση τού Μπαντίνι. Απάλλαξε επίσης τούς Ενετούς από την αναγκαιότητα λήψης πιο δραστήριων και δαπανηρών μέτρων κατά των Ναπολιτάνων. Στα τέλη Ιουλίου 1480 οι Τούρκοι αποβιβάζονταν δυναμικά στο Οτράντο, στη φτέρνα τής ιταλικής μπότας.

Οι Ενετοί, έχοντας κάνει ειρήνη με τον σουλτάνο Μωάμεθ τον Ιανουάριο τού 1479, είχαν την πρόθεση να παραμείνουν σε ειρήνη μαζί του. Τον Απρίλιο ένας Τούρκος απεσταλμένος, ο Λούφτι μπέης, εμφανίστηκε ενώπιον τού δόγη Τζιοβάννι Moτσενίγκο και τού Κολλέγιου. Έφερνε επιστολές από τον Μωάμεθ και εξηγούσε τις «εντολές» (comandamenti) τού τελευταίου προς τη Σινιορία, ζητώντας την επιβεβαίωση τής ειρήνης «μεταξύ τής Υψηλότητάς σας και ημών», όπως έγραφε η Γερουσία προς τον σουλτάνο στις 4 Μαΐου, «μέσω διαπραγματεύσεων με τον πιστότατο γραμματέα μας Τζιοβάννι Ντάριο». Η Γερουσία επιβεβαίωσε όλα τα άρθρα τού συμφώνου που είχε κάνει ο Ντάριο με την Πύλη και το έκαναν αυτό «με χαρούμενη καρδιά», ορκιζόμενοι να συμμορφωθούν προς κάθε λεπτομέρεια τής συμφωνίας. Ένας βαΐλος θα στελνόταν αμέσως στην Κωνσταντινούπολη. Είχε ήδη επιλεγεί. Θα εξασφάλιζε οτιδήποτε αναγκαίο για την «τήρηση των άρθρων» (observantia dei capitoli) από την πλευρά τής Βενετίας, ενώ η Γερουσία παρακαλούσε τον σουλτάνο να διατάξει «όλους τούς μπέηδες σαντζακίων (sanjakbeyis) και τούς φρούραρχους (subashis)» σε τουρκικά εδάφη που συνόρευαν με εκείνα τής Δημοκρατίας, να μην προβάλουν αδικαιολόγητες απαιτήσεις προς τούς Ενετούς αξιωματούχους. Έπρεπε να ζουν όλοι μαζί σαν καλοί γείτονες, «με την καλή φιλία που έχει αποκατασταθεί μεταξύ μας» (ala bona amicicia reintegrata fra nuy).78

Ο Μπαττίστα Γκρίττι θα υπηρετούσε ως βαΐλος τής Δημοκρατίας στην Ισταμπούλ. Όμως τώρα υποβαλλόταν πρόταση στη Γερουσία, η οποία ψηφίστηκε με εβδομήντα ψήφους υπέρ, δύο κατά και τέσσερις λευκές (non sinceri), για την αποστολή «αξιότιμου ρήτορα» (honorabilis orator) στην Πύλη. Άρνηση αποδοχής τής θέσης συνεπαγόταν την επιβολή προστίμου πεντακοσίων δουκάτων. Εξελέγη ο Μπενεντέττο Τρεβιζάν και συμφώνησε να πάει. Ως πρέσβης θα έπαιρνε μηνιαίο μισθό διακόσια δουκάτα για τούς πρώτους τέσσερις μήνες στο αξίωμα και στη συνέχεια εκατό δουκάτα. Θα τού επιτρεπόταν να πάρει μαζί του γραμματέα (ο οποίος μπορούσε να έχει έναν υπάλληλο), εφημέριο, δέκα αρσενικούς υπηρέτες (domicelli) και ένα μάγειρα, όλους «με δαπάνες τής Σινιορίας μας», ενώ τού επιτρεπόταν να δαπανά πέντε δουκάτα την ημέρα για τη συντήρηση ολόκληρου τού νοικοκυριού του.79

Στις 21 Μαΐου η Γερουσία αποφάσισε ότι ο Τρεβιζάν έπρεπε να αναχωρήσει για τις νέες υπευθυνότητές του με τη μεγαλύτερη δυνατή ταχύτητα.80 Η περιγραφή τής αποστολής του, με ημερομηνία 12 Ιουνίου, προέβλεπε τη διαδρομή του με κάθε λεπτομέρεια. Δεν έπρεπε να παραμείνει σε κανένα μέρος περισσότερο από δύο μέρες. Το ταξίδι προς την Ισταμπούλ θα τον έφερνε πρώτα στο Σπαλάτο (Σπλιτ), μετά στο Καττάρο (Κότορ), από εκεί στην περιοχή τού Αντίβαρι (Μπαρ), στη συνέχεια στο Ντούλτσινιο (Ούλτσιν), το Δυρράχιο, την Κέρκυρα, τη Ναύπακτο, τη Μεθώνη, την Κορώνη και το Ναύπλιο και από εκεί στις ακτές τού Βοσπόρου, όπου θα παρουσίαζε τις συστατικές επιστολές του «σύμφωνα με το έθιμο» (iuxta consuetudinem) και θα μοίραζε στους πασάδες τα δώρα που έφερνε μαζί του (η αξία των οποίων είχε καθοριστεί από το Κολλέγιο). Σε ολόκληρη τη διαδρομή ο Τρεβιζάν έπρεπε να ερευνήσει λεπτομερώς τα πριν τον πόλεμο σύνορα μεταξύ τής ενετικής και τής τουρκικής επικράτειας, καθώς και τις πρόσφατες δραστηριότητες των Τούρκων φρουράρχων (subashis) και διοικητών (flamburi). Έπρεπε να εξετάσει τα διάφορα προβλήματα που αφορούσαν εισαγωγές και εξαγωγές εμπορευμάτων και αλατιού, τα οποία είχαν προκαλέσει δυσκολίες κατά το παρελθόν. Ο Τρεβιζάν έπρεπε να μάθει ό,τι μπορούσε για τέτοια θέματα, ώστε να μπορέσει να μεριμνήσει για την κατάλληλη επίλυση όλων των διαφορών μεταξύ τού σουλτάνου και τής Σινιορίας και συνεπώς να εγγυηθεί τη συνέχιση τής δύσκολα επιτευχθείσας ειρήνης.

Όπως κάθε πρέσβης, Ενετός ή άλλος, έπρεπε να έχει τα μάτια του και τα αυτιά του ανοιχτά, ώστε να μαθαίνει ό,τι μπορούσε για πράγματα που θα είχαν ενδεχομένως επιπτώσεις για το εμπόριο ή για την εξωτερική πολιτική τής κυβέρνησής του. Όμως η Γερουσία τώρα επιθυμούσε ιδιαίτερα να πληροφορηθεί «αν βρίσκονται εκεί [στην Ισταμπούλ] απεσταλμένοι τού βασιλιά Φερράντε, καθώς και τού βασιλιά τής Ουγγαρίας και κατά πόσον έχουν καταλήξει σε οποιοδήποτε είδος ειρήνης ή προσπαθούν να καταλήξουν, ενώ θα εργαστείτε σε αντίθεση με τις μηχανορραφίες τους, οι οποίες θα υποκινούνται όλες από την κακή διάθεση απέναντί μας και θα στοχεύουν σε βάρος μας, ώστε να γίνει κατανοητή η υπουλότητά τους…». Είχε αναφερθεί στη Βενετία ότι ο άρχοντας τής Άνδρου, ο Κρουζίνο Β’ Σομμαρίπα, είχε συλληφθεί από τούς Τούρκους, μαζί με μεγάλο αριθμό άλλων προσώπων «και με όλα τα υπάρχοντά τους» (et … cum omni supelectile). Ο Τρεβιζάν έπρεπε να διαπιστώσει αν αυτό ήταν αλήθεια. Αν ήταν αλήθεια, έπρεπε να εξακριβώσει αν η σύλληψη τού Κρουζίνο είχε συμβεί πριν ή μετά τη σύναψη τής ειρήνης. Αλλά ακόμη και αν είχε συμβεί πριν τη «σύναψη τής ειρήνης» (pax conclusa), ο Τρεβιζάν έπρεπε να κάνει τα πάντα για να εξασφαλίσει την απελευθέρωση όλων των αιχμαλώτων.81 Για μήνες και χρόνια κάθε ενετική προσπάθεια επρόκειτο να κατευθύνεται προς την ειρήνη με τούς Τούρκους. Οι οδηγίες τής Γερουσίας στις 3 Ιουνίου 1480 προς τον Ζακκαρία Μπάρμπαρο, τον νέο πρεσβευτή τους στην παπική κούρτη, τού έδιναν εντολή να εργαστεί για την ειρήνη στην Ιταλία και να αποφύγει την εμπλοκή στη γενική ένωση (λίγκα) που σχεδιαζόταν (ή τουλάχιστον συζητιόταν) κατά των Τούρκων.82 Η Γερουσία θεωρούσε ότι αρκετά αντιμετώπιζαν η Βενετία και η Αγία Έδρα από την εχθρότητα τού Φερράντε, τού Λορέντσο Μέδικου και των Μιλανέζων, επειδή (όπως υπενθύμιζαν στον Μπάρμπαρο) ο Φερράντε ήταν αδίστακτος, πλήρως αναξιόπιστος, έτοιμος να δίνει και να παραβαίνει υποσχέσεις σύμφωνα με τις εκάστοτε εμμονές του, ενώ φοβόταν τη συμμαχία που είχε συνάψει πρόσφατα ο Σίξτος με τη Δημοκρατία. Οι Τούρκοι διατηρούσαν μεγάλο ναυτικό εξοπλισμό σε ετοιμότητα στην Αυλώνα (Βαλόνα). Μπορεί να έκαναν επίθεση στην Ιταλία άμεσα, αν έβλεπαν τα ιταλικά κράτη σε ένοπλη σύγκρουση μεταξύ τους. Μάλιστα μερικούς μήνες πριν (στις 23 Αυγούστου 1479), κατά τη διάρκεια τού πολέμου τής Τοσκάνης, η Γερουσία είχε αρνηθεί ευγενικά την πρόταση τού Γεντούκ Αχμέτ πασά, τού κατακτητή τού Καφφά (το 1475) και τώρα κυβερνήτη τής επαρχίας (σαντζακίου) Αυλώνας, να επιτεθεί στον πάπα και στον βασιλιά τής Νάπολης, τούς οποίους χαρακτήριζε και τούς δύο ως τούς χειρότερους εχθρούς τής Σινιορίας. Ο απεσταλμένος τού Αχμέτ πασά στη Βενετία είχε δηλώσει ότι ο κύριός του ήταν έτοιμος να επιτεθεί, με ή χωρίς ενετική βοήθεια.83 Προφανώς οι Τούρκοι εξέταζαν σοβαρά την εισβολή στο βασίλειο τής Νάπολης επί τουλάχιστον ένα χρόνο πριν την απόβασή τους στο Οτράντο. Παρ’ όλα αυτά δεν μπορούσαν να γίνουν τελικά σχέδια πριν τις αρχές Ιανουαρίου 1480, όταν ο Αχμέτ πασάς πήγε στην Ισταμπούλ και ο Μωάμεθ Β’ έδωσε τη συγκατάθεσή του για την επιχείρηση.84

Έτσι λοιπόν η εκστρατεία τού σουλτάνου Μωάμεθ βρισκόταν στα σκαριά για αρκετό καιρό. Οι Ενετοί δεν είχαν κάνει τίποτε για να τον αποτρέψουν μεγεθύνοντας τα προφανή της έξοδα και τις πιθανές δυσκολίες. Πρέπει να γνώριζαν τι βρισκόταν σε εξέλιξη από τα τέλη Μαρτίου 1480, όταν έφτασε στη Βενετία επιστολή τού Μεχμέτ τής 27ης Φεβρουαρίου, που ζητούσε να βοηθηθεί ο Αχμέτ πασάς στην επικείμενη ναυτική επιχείρησή του.85 Αν και στην πραγματικότητα δεν ενθάρρυναν τον σουλτάνο να επιτεθεί στη νότια Ιταλία, όμως κράτησαν το μυστικό του. Ο Μωάμεθ ήταν φοβερό, απρόβλεπτο άτομο. Οι δυνάμεις που συγκέντρωνε εναντίον τού ναπολιτάνικου βασιλείου μπορούσαν ανά πάσα στιγμή να χρησιμοποιηθούν εναντίον των κτήσεων τής Δημοκρατίας στην Ελλάδα. Η Βενετία ήθελε να διατηρήσει την ειρήνη, που τής είχε κοστίσει τόσο πολύ, να προστατεύσει τούς σταθμούς της στην Ελλάδα και την Αδριατική και να συνεχίσει το κερδοφόρο εμπόριό της με την οθωμανική αυτοκρατορία, για το προνόμιο τού οποίου πλήρωνε δέκα χιλιάδες δουκάτα ετησίως. Κανείς δεν μπορούσε να είναι ποτέ βέβαιος ότι ο Μεχμέτ δεν θα κατήγγειλε την ειρήνη με τη μία ή την άλλη πρόφαση. Τα ενετικά μάτια σάρωναν διαρκώς την ανατολική ακτή τής Αδριατικής, όπου οι πόλεις και τα φρούρια που ανήκαν στην Γαληνοτάτη υπέφεραν συχνά από απροσδόκητες και αδικαιολόγητες τουρκικές επιθέσεις.86

Την ατμόσφαιρα βάραινε η ανησυχία. Κατά τη διάρκεια τού τέλους τού καλοκαιριού τού 1479 ο Λεονάρντο Γ’ Τόκκο, ο κατ’ όνομα δεσπότης Άρτας, δούκας Λευκάδας (Αγίας Μαύρας) και παλατινός κόμης Κεφαλονιάς και Ζακύνθου, είχε τραπεί σε φυγή για να σώσει τη ζωή του από τουρκική αρμάδα, που κατέπλεε από την Αυλώνα προς τη νησιωτική του βάση τής Αγίας Μαύρας. Καθώς ο Τούρκος διοικητής κατέπλεε τον δίαυλο τής Κέρκυρας, συνάντησε τον Ενετό ναυτικό γενικό διοικητή «με ορισμένες από τις γαλέρες μας», γράφει ενετική επιστολή τής 7ης Σεπτεμβρίου 1479, «τον οποίο χαιρέτησε και τίμησε ο εν λόγω διοικητής καθώς περνούσε δίπλα τους, κατευθυνόμενος στο κράτος τού άρχοντα Λεονάρντο και πηγαίνοντας πρώτα στη Σάντα Μάουρα, την οποία βρήκε εγκαταλειμμένη από τον εν λόγω άρχοντα και βάζοντας [στον τόπο] φρουρά Τούρκων, συνέχισε προς την Κεφαλονιά, κατέλαβε το νησί, ύστερα το φρούριο, λεηλατώντας τα πάντα. Έκαψε και κατέστρεψε το κάστρο (castello), ερημώνοντας ολόκληρο το νησί…». Οι ενετικές γαλέρες, όντας σε ειρήνη με τον Μεγάλο Τούρκο (Gran Turco), στέκονταν στο πλάι και παρακολουθούσαν την παντελή ερήμωση τής κληρονομιάς των Τόκκο, ενώ η Δημοκρατία άρχιζε να προβάλει αίτημα προς την Πύλη για την κατοχή τού νησιού τής Ζακύνθου.87

Ο Λεονάρντο αναζήτησε καταφύγιο στη Νάπολη, όπου τον υποδέχθηκε καλά ο βασιλιάς Φερράντε, την ανηψιά τού οποίου Φραντσέσκα Μάρτσανο είχε παντρευτεί δύο χρόνια πριν και όπου οι απόγονοί του θα ζούσαν σε ευημερία μέχρι τα τέλη τού 19ου αιώνα. Σύμφωνα με τον χρονικογράφο Tζάκοπο Γκεράρντι ντα Βολτέρρα, ο Λεονάρντο εμφανίστηκε στη Ρώμη στις 29 Φεβρουαρίου 1480 με τούς αδελφούς του Τζιοβάννι και Αντόνιο και τον γιο του Κάρλο, για να ζητήσει σύνταξη από τον Σίξτο Δ’. Τον συνάντησαν στην Πόρτα [Σαν Τζιοβάννι] Λατερανέζε οι «οικογένειες» (famiglie) των καρδιναλίων και τον πήγαν σε σπίτι που είχε ετοιμαστεί γι’ αυτόν μεταξύ τής Βία Πελλικιάρια και των Μπότεγκε Οσκούρε, κοντά στη σημερινή Πιάτσα ντελ Τζεσού. Ο Σίξτος τον υποδέχθηκε δύο μέρες μετά την άφιξή του, τον συμπόνεσε για την κακοτυχία του, τού έδωσε χίλια δουκάτα, τού υποσχέθηκε δύο χιλιάδες τον χρόνο και εξέφρασε την ελπίδα ότι θα τού έδινε ακόμη περισσότερα «αν ο Θεός μάς χαρίσει παύση των [εν λόγω] πολέμων».88

Αργότερα, μετά την τουρκική εισβολή στο Οτράντο, ο Νικολό Σαντολέτο, ο πρεσβευτής τής Φερράρα στη Νάπολη, έγραφε στον δούκα Έρκολε Α’ ντ’ Έστε για την αποστολή που αναλάμβανε (τον Απρίλιο τού 1481) προς τον Aχμέτ πασά στην Αυλώνα, εξ ονόματος των Ναπολιτάνων, να προσπαθήσει να οργανώσει ανταλλαγή αιχμαλώτων. Διαμαρτυρόμενος για την αγάπη και εκτίμηση τού Φερράντε προς τον «Μεγάλο Τούρκο» και τον Αχμέτ πασά, ο Σαντολέτο εξέφραζε την έκπληξη τού βασιλιά για την εισβολή στο Οτράντο. Ο Μωάμεθ είχε δώσει στον Φερράντε τις πληρέστερες διαβεβαιώσεις ειρήνης και φιλίας σε μια ανταλλαγή πρεσβειών και μάλιστα τού είχε γράψει επιστολή, στην οποία είχε «ορκιστεί στο δικό τού κεφάλι ότι ήθελε δίκαιη ειρήνη και φιλία με την Αυτού Μεγαλειότητα και ότι η Μεγαλειότητά του έπρεπε να παραμένει πεπεισμένη ότι ποτέ δεν θα ερχόταν για να τον βλάψει». Ο Φερράντε είχε πιστέψει ότι κανένας ηγεμόνας πάνω στη γη δεν κρατούσε τον λόγο του πιο πιστά από τον «Μεγάλο Τούρκο». Η επίθεση στο Οτράντο αποτελούσε μεγάλη έκπληξη (πράγμα που δεν ήταν αλήθεια, όπως γνώριζε καλά ο Σαντολέτο).89 Ο Φερράντε γνώριζε τα πάντα για το μέγεθος τού τουρκικού στόλου στην Αυλώνα, ενημέρωνε ο Σαντολέτο τον Αχμέτ πασά, αλλά ο ίδιος δεν πήρε κανένα μέτρο εναντίον του, «γιατί ποτέ δεν μπορούσε να σκεφτεί τη ζημιά που ήταν διατεθειμένοι να τού κάνουν» (perche non mai se pote dare ad intendere the la fosse preparata a li danni suoi). Δεν είχε σκεφτεί ποτέ ότι η αρμάδα θα χρησιμοποιούνταν για εχθρική απόβαση σε ναπολιτάνικο έδαφος, αλλά ακόμη κι έτσι (σύμφωνα με τον Σαντολέτο) ο Φερράντε στενοχωριόταν για τη ζημιά που είχε υποστεί στο Οτράντο λιγότερο απ’ ό,τι λυπόταν για την ελάττωση τής αγάπης και τής καλής διάθεσης, που είχε δημιουργηθεί μεταξύ αυτού και τού Μεγάλου Κυρίου (Gran Signore). Ο Αχμέτ πασάς, απαντώντας στις ευγενικές ερωτήσεις πληγωμένης αθωότητας τού Σαντολέτο, αναγνώριζε «ότι είναι αλήθεια ότι ο Μεγάλος Κύριος είχε γράψει στον άρχοντα βασιλιά αυτή την επιστολή και τον αγαπούσε σαν καλό αδελφό, αλλά ότι η Μεγαλειότητά του δεν τον αντιμετώπισε ούτε ως αδελφό ούτε καν ως φίλο, [γιατί] ο βασιλιάς υποδεχόταν πάντα τούς εχθρούς τού Μεγάλου Κυρίου …, και ότι αυτή ήταν η αιτία αυτού τού πολέμου».90

Ανάμεσα στους πιο σημαντικούς από αυτούς τούς πρόσφυγες ήταν φυσικά ο Λεονάρντο Tόκκο, αν και ο Φερράντε ήταν φίλος και με πολλούς άλλους. Ο Αχμέτ πασάς ενημέρωνε επίσης τον Σαντολέτο ότι αν ο Φερράντε ήθελε ειρήνη με τον Μεγάλο Κύριο, έπρεπε να τού παραδώσει το κράτος το οποίο κατείχε στη νότια Ιταλία ο εκλιπών Τζιοβάννι Αντόνιο ντελ Μπάλτσο Ορσίνι, ο πρίγκηπας τού Τάραντα, «το οποίο δεν ανήκει στον άρχοντα βασιλιά και το οποίο δεν ήταν σωστό να καταλάβει η Μεγαλειότητά του με τον τρόπο με τον οποίο το είχε καταλάβει». Όταν ο Σαντολέτο διαμαρτυρήθηκε για την πλήρη δικαιοσύνη, λαϊκή έγκριση και παπική επικύρωση τής ανάληψης από τον Φερράντε τής κληρονομιάς τού Τάραντα, ο Αχμέτ πασάς δήλωσε με απόλυτο τρόπο ότι ο βασιλιάς είχε δηλητηριάσει τον πρίγκηπα τού Τάραντα, μετά το οποίο η συνομιλία τους συνεχίστηκε με διαρκή και (κατά τον Σαντολέτο) μάλλον τρομακτική διαφωνία.91

Πρεσβείες ανταλλάσσονταν μεταξύ Βενετίας και Ισταμπούλ και οι πολιτικοί τής λιμνοθάλασσας σύντομα κατηγορήθηκαν ότι ενθάρρυναν τούς Τούρκους να επιτεθούν στην Απουλία και τη Σικελία. Ο Αχμέτ πασάς φαίνεται ότι ενθάρρυνε τον σουλτάνο, παρουσιάζοντας τούς Ενετούς ως ευνοϊκά διατεθειμένους να βοηθήσουν τις τουρκικές προσπάθειες.92 Αρχικά όμως οι Ενετοί δεν ήσαν βέβαιοι αν η τουρκική αρμάδα στην Αυλώνα επρόκειτο να χρησιμοποιηθεί εναντίον τής Ρόδου ή τής Απουλίας ή ακόμη και εναντίον ενετικού εδάφους. Στις 21 Μαρτίου 1480 είχε παρθεί απόφαση από τη Γερουσία, να σταλούν πέντε χιλιάδες δουκάτα στον Βεττόρε Σοράντσο, τον ναυτικό γενικό διοικητή, για να οχυρώσει στρατηγικά σημεία κατά των Τούρκων όπως νόμιζε καλύτερα. Από τότε που είχε γίνει ειρήνη με την Πύλη, εκτός από τη συνήθη αποστολή χρημάτων στους Ενετούς αξιωματούχους στην Κέρκυρα, δεν είχαν σταλεί χρήματα στους ενετικούς σταθμούς στην ανατολική Αδριατική ή στην Ελλάδα.93

Οι Τούρκοι φαινόταν να βάζουν τόσα πολλά σίδερα στη φωτιά, που η Ενετική Γερουσία περίμενε αναμφίβολα να τηρήσουν τη μεταξύ τους ειρήνη. Αναμένονταν πάντα με αγωνία νέα για τις ανατολικές υποθέσεις. Επιστολές εισέρρεαν στη Γερουσία με καθημερινή τακτικότητα, ενώ οι απαντήσεις ήσαν συνήθως γρήγορες και πάντα προσεκτικές. Στις 2 Ιουλίου (1480) η Γερουσία έγραφε στον ναυτικό γενικό διοικητή Σοράντσο ότι είχαν μόλις λάβει τέσσερα γράμματα από τον ίδιο, το τελευταίο από τα οποία είχε γραφεί στην Κέρκυρα στις 24 Ιουνίου, καθώς και μια αναφορά από κάποιον Μάρκο ντε Μέλλο. Από αυτές τις επιστολές είχαν μάθει όχι μόνο για την αναχώρηση τού στόλου τού σουλτάνου από την Ισταμπούλ, αλλά και για τη διαίρεσή του σε δύο τμήματα, όπου το μεγαλύτερο κατευθυνόταν στη Ρόδο και τα υπόλοιπα κατευθύνονταν στην Αδριατική (deque adventu residui in Culphum). Ο Σοράντσο έπρεπε να κρατά τις δυνάμεις του ενωμένες στην Αδριατική, αλλά να μένει έξω από τον δρόμο των Τούρκων. Όμως αν έκαναν επίθεση σε ενετικές κτήσεις, αυτός έπρεπε να τις υπερασπιστεί. Αλλά αν η τουρκική αρμάδα συνέχιζε προς Απουλία, ο Σοράντσο έπρεπε να παραμείνει στην Αδριατική ή να αγκυροβολήσει στην Κέρκυρα, όπως θα έκρινε ότι ήταν καλύτερο.94

Καθώς περνούσαν οι μέρες, η ένταση αυξανόταν. Οι μικροφιλοδοξίες τού Τζιρολάμο Ριάριο και η βαθιά ριζωμένη εχθρότητα των Ενετών προς τον Φερράντε τής Νάπολης μετέτρεπαν σε τραγική φάρσα τις συζητήσεις για αντι-τουρκική ένωση. Στις 25 Ιουλίου 1480 η Νάπολη, το Μιλάνο, η Φλωρεντία και η Φερράρα ανανέωσαν τη συμμαχία τους για εικοσιπέντε χρόνια. Επρόκειτο για αντιστάθμισμα τού συμφώνου μεταξύ Σίξτου και Βενετίας. Στο μεταξύ ανιχνευτές παρακολουθούσαν το νότιο άκρο τής Αδριατικής, ενώ η παπική κούρτη προσπαθούσε να συλλέξει εισφορές για να βοηθήσει τούς πολιορκούμενους Ιππότες τού Αγίου Ιωάννη στο μακρινό νησί τής Ρόδου. Στις 27 Ιουλίου ο Σίξτος απεύθυνε ένα σχεδόν υστερικό σημείωμα προς τούς Ιταλούς ηγεμόνες. Είχε καλέσει απεσταλμένους στη Ρώμη, έλεγε, για να πάρουν τα αναγκαία μέτρα για την άμυνα τής Ρόδου. Όμως οι απεσταλμένοι είχαν εκφράσει τον φόβο ότι ο πόλεμος θα ξεσπούσε στην Ιταλία και ήθελαν διαβεβαιώσεις γι’ αυτό από τον πάπα, ο οποίος έγραφε στους ηγεμόνες:

Σίγουρα δεν είμαστε εκείνοι, όπως είπαμε [στους απεσταλμένους], που σκοπεύουν να διαταράξουν την ιταλική ειρήνη, την οποία σε ολόκληρη τη διάρκεια τής αρχιεροσύνης μας προσπαθήσαμε πάντα να διατηρήσουμε με κάθε προσπάθεια, προφύλαξη και επαγρύπνηση, ειδικά αυτή την εποχή, που μάς προσβάλλει αυτός ο τεράστιος κίνδυνος, έτσι ώστε να μη σκεφτόμαστε τίποτε άλλο, εκτός από τον τρόπο με τον οποίο τα ιταλικά κράτη θα μπορούσαν με ενότητα σκοπού να αντισταθούν στην τρομερή δύναμη των Τούρκων. … [Τώρα] έχουμε τον εχθρό μπροστά στα μάτια μας. Τον έχουν ήδη δει, έτοιμο να χτυπήσει στην επαρχία τής Απουλίας με μεγάλο στόλο. Αν αρπάξει τη Ραγούσα ή τη Ρόδο (Θεός φυλάξοι!), δεν θα απομείνει τίποτε από την ασφάλειά μας. … Ακούστε την πατρική φωνή μας, αναλογιστείτε τον κοινό κίνδυνο και κρίνετε μόνοι σας πόσο μεγάλη είναι η ανάγκη να επιταχύνουμε το βήμα μας. … Eίμασταν οι πρώτοι που κάναμε ό,τι μπορούσαμε. … Δεν μπορούμε να δράσουμε μόνοι [και] όλοι οι άνθρωποι θα μάς απαλλάξουν από κάθε κατηγορία, αν μέσα σε τόσο σαφή καταστροφή αγνοηθούν οι πατρικές εκκλήσεις μας!95

Στις 28 Ιουλίου (1480), τρεις μέρες μετά την ανανέωση τής λίγκας (ένωσης) τής Νάπολης, μία μέρα μετά το ξέφρενο σημείωμα τού πάπα προς τούς ηγεμόνες, οι Τούρκοι έκαναν απόβαση στην ανατολική ακτή τής χερσονήσου τού Σαλέντο. Αποβιβάστηκαν κοντά στο Οτράντο, λιγότερο από πενήντα μίλια από την αλβανική ακτή, όπου είχαν συγκεντρωθεί υπό τον Αχμέτ πασά στην Αυλώνα. Η Ευρώπη συγκλονίστηκε, η Ιταλία τρομοκρατήθηκε και υπήρχε αγωνία για το τι θα επακολουθούσε στο μέλλον. Ήταν άραγε απλώς εκστρατεία κατά τού Φερράντε τής Νάπολης; Ο σουλτάνος μισούσε τον Αραγωνέζο, τον σύμμαχο τού Σκεντέρμπεη. Ή μήπως ήταν το προοίμιο για ευρείας κλίμακας εισβολή στην Ιταλία; Λέγεται ότι ο Μεχμέτ θεωρούσε τον εαυτό του ως κατακτητή τού κόσμου, όπως ο Αλέξανδρος ή ο Καίσαρας. Οι άνθρωποι τής εποχής δεν ήσαν καλύτερα καταρτισμένοι από εμάς για να δώσουν τις απαντήσεις και είχαν λιγότερο χρόνο για να μελετήσουν τις ερωτήσεις. Όπως έγραφε ο Σαντολέτο στον δούκα τής Φερράρα την 1η Αυγούστου,

Σήμερα το πρωί τέσσερις ιππείς έχουν έρθει [στη Νάπολη], καλπάζοντας με υπερβολική ταχύτητα από την Απουλία και την περιοχή τού Οτράντο. Έχουν πάει να βρουν τον άρχοντα βασιλιά στην Αβέρσα, όπου πήγε χθες το βράδυ και τού φέρνουν τα νέα ότι οι Τούρκοι αποβιβάστηκαν στο Οτράντο με 150 πλοία και έχουν κάνει τρεις επιθέσεις κατά τού κάστρου. Τα νέα έχουν διαδοθεί στη Νάπολη. Όμως δεν έχω καμία σίγουρη πληροφορία, εκτός από το ότι ο άρχοντας βασιλιάς έχει πράγματι επιστρέψει εσπευσμένα από την Aβέρσα μέσα σε μια ώρα…

Λίγο αργότερα ο Σαντολέτο μπορούσε να προσθέτει σε υστερόγραφο στην επιστολή, ότι η είδηση τής τουρκικής απόβασης ήταν σίγουρα αληθινή: «ο αριθμός των πλοίων είναι αβέβαιος, αλλά η αρμάδα είναι τόσο μεγάλη, που πιστεύεται ότι περιλαμβάνει όλα τα πλοία που ήσαν στη Ρόδο!»96

Ενώ ο πάπας σχεδίαζε να αποκτήσει το Πέζαρο για τον ανηψιό του και να διώξει τούς Μέδικους από τη Φλωρεντία και ενώ ο βασιλιάς τής Νάπολης επιδίωκε να αποκτήσει τη Σιένα και να βρει κάποιον τρόπο για να επιτεθεί στους Ενετούς, ο Τούρκος είχε χτυπήσει. Τη νύχτα τής 2ας Αυγούστου ο βασιλιάς έγραψε στον γιο του, τον Αλφόνσο τής Καλαβρίας, καλώντας τον να επιστρέψει από τη Σιένα με τα στρατεύματά του. Στη συνέχεια έγραψε στον πάπα «με τον καλύτερο τρόπο» (in optima forma), βάζοντας στην άκρη την εχθρότητα απέναντι στον κοινό κίνδυνο. Ο Σαντολέτο πίστευε ότι ο βασιλιάς θα ζητούσε σύντομα από όλα τα μέλη τής λίγκας τής Νάπολης να τον βοηθήσουν. Αναφερόταν ότι οι Τούρκοι είχαν ήδη πάρει τρία χωριά, δηλαδή το Κουτροφιάνο, με 300 σπίτια (fochi) και υπέροχο κάστρο, καθώς και τα Σολιάνο και Ριζιλιάνο, το ένα με 80 σπίτια και το άλλο με εκατό περίπου. Πίστευαν ότι εκεί βρίσκονταν περίπου 18.000 Τούρκοι. Ο αριθμός των ιππέων ήταν άγνωστος. Λεγόταν ότι είχαν πολλά πλοία, 18 μεγάλες γαλέρες και πάνω από 120 άλλα σκάφη, χωρίς να συνυπολογίζονται τα πλοία μεταφοράς (palandarie). Τότε έφτασε ιππέας από τον Τάραντα, «που λέει ότι υπάρχουν πάνω από 350 πλοία και ότι οι Τούρκοι έχουν επιτεθεί στο κάστρο τού Οτράντο και έχουν απλωθεί μέχρι το Λέτσε, καίγοντας χωριά, συλλαμβάνοντας αιχμαλώτους και σκοτώνοντας μικρά παιδιά σαν να ήσαν σκυλιά . … Για απόψε δεν έχω τίποτε άλλο να αναφέρω, εκτός από το ότι ο γραμματέας [του βασιλιά] λέει ότι αυτή η επιχείρηση ξεκινά από τη Σινιορία τής Βενετίας».97

Διαδίδονταν φήμες συχνά και γρήγορα τόσο για το μέγεθος τού τουρκικού στόλου όσο και για την έκταση τής επιτυχίας του. Ο Αχμέτ πασάς πρέπει να είχε λίγο περισσότερα από 70 πλοία, αλλά λιγότερους από 10.000 άνδρες. Καθώς περνούσε ο χρόνος, οι εκτιμήσεις για την τουρκική δύναμη γίνονταν λιγότερο ευφάνταστες. Αλλά η εισβολή στην Γη τού Οτράντο (Τέρρα ντ’ Οτράντο) ενώ η πολιορκία τής Ρόδου βρισκόταν σε εξέλιξη (από τις 23 Μαΐου μέχρι τις 18 Αυγούστου 1480), αποτελούσε φοβερή επίδειξη τουρκικής δύναμης.98

Καθώς στέλνονταν εκκλήσεις για βοήθεια στα ιταλικά κράτη και στους Ευρωπαίους μονάρχες, είπαν στον Σαντολέτο ότι ο Φερράντε δεν είχε χρήματα, πράγμα που δεν πίστευε, αλλά ο πρεσβευτής από τη Λούκκα τον διαβεβαίωνε ότι ήταν αλήθεια. Ο Φερράντε χρωστούσε από 80.000 μέχρι 100.000 δουκάτα και έψαχνε παντού για χρήματα. Ήθελε από τούς συμμάχους του, ιδιαίτερα από το Μιλάνο, να τον βοηθήσουν πέρα από τις ανειλημμένες υποχρεώσεις τους, επειδή (όπως έλεγε ο γραμματέας του) επηρεάζονται και τα δικά σας συμφέροντα όταν το σπίτι τού γείτονά σας παίρνει φωτιά.99 Το πρωί τής 14ης Αυγούστου έφτασε στη Νάπολη η τρομερή είδηση ότι το Οτράντο είχε πέσει (στις 11 τού μηνός). Ο Φερράντε κάλεσε τον Σαντολέτο και τούς πρέσβεις τού Μιλάνου και τής Φλωρεντίας και μακρηγορούσε για τη σοβαρότητα τής κατάστασης: «μπορείτε να δείτε σαφώς την καταστροφή τής Ιταλίας» (chiaro si può vedere la destructione de Italia). Έστελνε απεσταλμένο στη Ρώμη, για να παρακαλέσει τον πάπα να πείσει τη Βενετία να ενωθεί με τούς Ναπολιτάνους συμμάχους στην άμυνα εναντίον των Τούρκων. Ο Σαντολέτο πρότεινε όμως, να στείλουν όλα τα συμμαχικά κράτη απεσταλμένους απευθείας στη Βενετία. Ίσως η Βενετία αρνιόταν να βοηθήσει, αλλά τότε τουλάχιστον θα γνώριζαν «σε ποιο ύψος νερού ήσαν βουτηγμένοι». Υπήρξε γενική συμφωνία ότι ήταν καλή ιδέα.100

Όμως στο μεταξύ, στις 9 Αυγούστου, η Ενετική Γερουσία είχε διατάξει τον διοικητή μιας μοίρας που κατευθυνόταν στην Κέρκυρα (για να ενταχθεί στην αρμάδα τού γενικού διοικητή) να αποφύγει τον τουρκικό στόλο, αλλά αν «Θεός φυλάξοι!» (quod Deus avertat!) συναντούσε τούς Τούρκους στον δρόμο του, έπρεπε να παραμείνει σε απόσταση, «δίνοντας με κανονιοβολισμούς και άλλα σημεία τον οφειλόμενο χαιρετισμό και τιμή» (facendoli pero cum bombarde et altri segni la debita salutatione et honori), χωρίς να παρεκκλίνει από την πορεία του.101 Την ίδια μέρα η Γερουσία ανανέωνε τις οδηγίες προς τον Μπάρμπαρο να αποφύγει ακόμη και συζήτηση γενικής ένωσης (λίγκας) κατά των Τούρκων.102 Η ναπολιτάνικη έκκληση είχε λοιπόν απορριφθεί πριν καν υποβληθεί. Η Βενετία θα προχωρούσε ξανά σε πόλεμο με τούς Τούρκους μόνο για τη δική της διάσωση ή για τη διάσωση των κτήσεών της στην Ανατολική Μεσόγειο.

Ο δούκας Αλφόνσο, έχοντας ανακληθεί από την Τοσκάνη από τον έξαλλο πατέρα του, έσπευσε προς νότο από τη Σιένα στις αρχές Αυγούστου, αλλά δεν είχε φτάσει βοήθεια στη μικρή φρουρά τού Οτράντο, όταν αυτή υπέκυψε σε τουρκική επίθεση ύστερα από πολιορκία δύο εβδομάδων. Η πόλη λεηλατήθηκε. Οι γηραιότεροι κάτοικοι φονεύθηκαν, οι νεότεροι υποδουλώθηκαν. Ο Στέφανο Πεντινέλλι, ο ηλικιωμένος αρχιεπίσκοπος τού Οτράντο, σφάχτηκε μαζί με όλους τούς ιερείς του. Οι εκκλησίες καταστράφηκαν ή μετατράπηκαν σε στάβλους και καταλύματα για τούς στρατιώτες. Το κοντινό μοναστήρι τού Σαν Νικόλα ντι Κάζολε υπέφερε ιδιαίτερα (θα επανέλθουμε στη φήμη του και στα δεινά του στο κεφάλαιο 12). Ιερά λείψανα ρίχτηκαν στα σκυλιά, όπως τόσα πολλά οστά. Παρθένες βιάστηκαν στους βωμούς. Καμιά σκληρότητα δεν ξεχάστηκε, καμιά ασέβεια δεν εμποδίστηκε. Το κεφάλι κάθε ευγενούς κόπηκε και καρφώθηκε σε λόγχη. Ο Τζάκοπο ντα Βολτέρρα, που μάς δίνει αυτή τη ζωηρή περιγραφή, φοβόταν ότι η τουρκική πυρκαγιά θα έκαιγε όλη την Ιταλία και την υπόλοιπη Ευρώπη.103 Οι «οκτακόσιοι μάρτυρες» τού Οτράντο έγιναν θρύλος, που εξακολουθεί να λατρεύεται στην πόλη τους.

Αν και ο αρχιεπίσκοπος Στέφανο είχε προτρέψει όλους να πολεμήσουν και να πεθάνουν για την πίστη, ο Φερράντε παρατηρούσε ότι θα ήταν προτιμότερο να είχε εκείνος δαπανήσει τα 18.000 δουκάτα που αποθησαύριζε και να είχε επισκευάσει τα τείχη και ενισχύσει τη φρουρά τού Οτράντο.104 Μιλούσε πολύ για το θέμα αυτό. Οι Τούρκοι είχαν εγκαταστήσει προγεφύρωμα στην χερσόνησο τού Σαλέντο, από το οποίο θα μπορούσαν να επεκτείνουν τις δραστηριότητές τους. Και όπως γνώριζαν όλοι στην Ιταλία, τώρα πια μπορεί να είχαν ήδη καταλάβει και το νησί τής Ρόδου.

<-9. Ο Παύλος Β', η Βενετία και η πτώση τού Νεγκροπόντε (1464-1471) 11. Ο Πιέρ ντ’ Ωμπουσσόν και η πρώτη Πολιορκία τής Ρόδου (1480)->
error: Content is protected !!
Scroll to Top