Σημειώσεις Κεφαλαίου 10
- [←1]
-
Για την εκλογή βλέπε τα Acta Consistorialia (1439-1486) στo Arch. Segr. Vaticano, Arm. XXXI, τόμος 52, φύλλα 75-76:
«…Κατά το έτος 1471 από τη γέννηση τού Κυρίου … κατά τη 10η μέρα [στην πραγματικότητα στις 9] … τού μηνός Αυγούστου, περί την δέκατη πέμπτη ώρα [περίπου στις 11 π.μ.] ο αιδεσιμότατος εν Χριστώ πατέρας και κύριος, ο Φραγκισκανός καρδινάλιος ιερέας τού ναού τού αλυσοδεμένου Αγίου Πέτρου, πρεσβύτερος καρδινάλιος τής Σαβόνα, εξυψώθηκε στην ψηλότερη αποστολική κορυφή και ονομάστηκε πάπα Σίξτος Δ’ και συνδέθηκε με το κογκλάβιο που συνεδρίασε στο παρεκκλήσι τού ανακτόρου [δηλαδή στο παρεκκλήσι τού Σαν Νικκολό ντα Μπάρι] ακόμη και στο βωμό τού Αγίου Πέτρου [και] τον έφεραν πίσω στο ανάκτορο με όλους τούς καρδινάλιους, όπως είναι το έθιμο. Κατά το εν λόγω έτος την 25η μέρα τού εν λόγω μηνός Αυγούστου, που ήταν ημέρα Κυριακή, ο ιερότατος κύριός μας Σίξτος, θεία προνοία, πάπας Δ’ στέφθηκε στα σκαλιά τού Αγίου Πέτρου …»
(…Anno a nativitate Domini MCCCCLXXI die vero X … mensis Αugusti circa horam quintamdecimam reverendissimus in Christo pater et dominus, dominus Franciscus tituli Sancti Petri in Vincula presbiter cardinalis Saonensis asumptus fuit ad summum apicem apostolatus et vocatus Sixtus Quartus, et associatus fuit de conclavi quod factum fuit in cappella palatii usque ad altare Sancti Petri [et] reductus in palatium cum omnibus cardinalibus, ut est moris. Anno predicto die vero XXV predicti mensis Αugusti que fuit dies dominica sanctissimus dominus noster Sixtus divina providentia papa Quartus fuit coronatus in gradibus Sancti Petri…)
και γενικά βλέπε Pastor, Hist. Popes, IV, 201 και εξής και Gesch. d. Päpste, II (ανατυπ. 1955), 453 και εξής, με σχετικά έγγραφα στα παραρτήματα.
Ο Σίξτος ήταν «μεγάλος στο σώμα και το κεφάλι, αλλά αδύνατος στο πνεύμα» (grosso di corpo e di capo, ma sottile d’ ingegno) [Diario di Papa Sisto IV στο Bibl. Apost. Vaticana, Urb. lat. 1641, φύλλο 20]. Για τις «διομολογήσεις» τής 7ης Αυγούστου που ετοιμάστηκαν στο κογκλάβιο το οποίο εξέλεξε τον Σίξτο, βλέπε Ubaldo Mannucci, «Le Capitolazioni del conclave di Sisto IV (1471)», Rômische Quartalschrift, XXIX (1915), 73-90. Η πρώτη υπόσχεση των συγκεντρωμένων καρδιναλίων ήταν, ότι οποιοσδήποτε εκλεγόταν πάπας θα οδηγούσε τον πόλεμο εναντίον των Τούρκων σε επιτυχή κατάληξη και θα χρησιμοποιούσε τα έσοδα από τα κοιτάσματα στυπτηριας στην Τόλφα γι’ αυτόν και για κανένα άλλο σκοπό [στο ίδιο, σελ. 83].
- [←2]
-
Πρβλ. Adolf Gottlob, Aus der Camera Apostolica des 15. Jahrhunderts, Ίννσμπρουκ, 1889, σελ. 111. Οι Λορέντσο και Τζουλιάνο Μέδικοι υπηρέτησαν τον παπισμο ως διαχειριστές (depositarii) από τον Αύγουστο τού 1471 μέχρι κάποια στιγμή το 1475 και για οικονομικά ζητήματα έπρεπε κανείς να ασχοληθεί κυρίως
«με τούς αξιότιμους άνδρες Λορέντσο και Τζουλιάνο Μέδικο και τούς συνεργάτες τους εμπόρους, ακόλουθους τής παπικής κούρτης και διαχειριστές τού παπικού ταμείου»
(cum honorabilibus viris Laurentio et Juliano de Medicis et sociis mercatoribus Romanam Curiam sequentibus pecuniarum Camere Apostolice depositariis)
[πρβλ. τις πολλές εγγραφές για το 1471-1472 στο Sixti IV Introitus et Exitus Camere Apostolice Αugusti Septembris et Octobris 1471 ad fulium 1472 στο Arch. Segr. Vaticano, Reg. 487, φύλλα 1 και εξής, 100, 117, 130, 140, 148, 149, 156, 162, 170, 184, 191, 199].
Το ένα τρίτο των εσόδων από τα κοιτάσματα στυπτηρίας πήγαινε στους Μέδικους και τα δύο τρίτα στο «ταμείο και τη σταυροφορία» [στο ίδιο Arm. XXXI, τόμος 62, φύλλα 46-48, βούλλα με ημερομηνία 17 Ιουνίου 1472]. Στις 27 Απριλίου 1473 η Αγία Έδρα χρωστούσε στην τράπεζα Μεδίκων 54.000 δουκάτα [στο ίδιο, φύλλα 55-57]. Την 1η Αυγούστου 1474 ο Σίξτος δανείστηκε 22.000 φλουριά από τούς Γκουλιέλμο και Τζιοβάννι ντε Πάτσι [φύλλα 85-86], αλλά το 1475 έκανε ακόμη δουλειές με τούς Μέδικους, στους οποίους χρωστούσε τότε 20.000 φλουριά [φύλλα 113-114, «εκδόθηκε στη Ρώμη στον Άγιο Πέτρο, το έτος 1475 από την ενσάρκωση τού Κυρίου, κατά το τέταρτο έτος τής παπικής μας θητείας» (datum Rome apud Sanctum Petrum anno incamationis dominice MCCCCLXX quinto, pont. nostri anno quarto), χωρίς ένδειξη μηνός].
Η αξία τής στυπηρίας έπεσε ξαφνικά στην αγορά το 1474-1475 [βλέπε Gottlob, Aus der Camera Apostolica, σελ. 288] και τα παπικά έσοδα μειώθηκαν. Οι Μέδικοι υπέστησαν τότε ραγδαία πτώση εσόδων και για πολιτικούς λόγους ο Σίξτος Δ’ σταμάτησε τη συνεργασία με αυτούς. Για τις παπικές προσπάθειες να εγκαθιδρυθεί μονοπώλιο στην πώληση στυπτηρίας στην Ευρώπη και για τον ρόλο που έπαιξε σε αυτές η τράπεζα των Μεδίκων, βλέπε Raymond de Roover, The Rise and Decline of the Medici Bank, 1397-1494, Καίμπριτζ. Mass., 1963, ανατυπ. Νέα Υόρκη, 1966, σελ. 152-64. Όπως σημειώνει ο de Roover, η προσπάθεια τού παπισμού να αναθέτει στον εαυτό του και σε ορισμένους συγγενείς το αποκλειστικό δικαίωμα πώλησης στυπτηρίας σε χριστιανούς ήταν ίσως αντίθετη προς το εκκλησιαστικό δίκαιο [Decreti secunda pars, causa XIV, quest. IV, can. IX, (επιμ.) Aem. Friedberg, Corpus iuris canonici, I (Λειψία, 1879, ανατυπ. Graz, 1955), στήλη 737]: «Ακολουθεί βρώμικο χρήμα, που φτηνότερα αγοράζεται και ακριβότερα πουλιέται» (Turpe lucrum sequitur, qui minus emit, ut plus vendat).
Για την παρακμή τής Τράπεζας Μεδίκων, η οποία μετά βίας επιβίωνε μέχρι την εκδίωξη τής οικογένειας από τη Φλωρεντία, βλέπε de Roover, ό. π., σελ. 220-24, 358 και εξής.
- [←3]
-
Acta Consistorialia στο Arch. Segr. Vaticano, Arm. XXXI, τόμος 52. φύλλο 77, εγγραφή με ημερομηνία «Δευτέρα 22 Δεκεμβρίου 1471» (die lune XXII decembris 1471, αλλά η Δευτέρα έπεφτε στις 23 Δεκεμβρίου το 1471:
«Ο ίδιος αγιότατος κύριός μας στο εν λόγω μυστικό εκκλησιαστικό συμβούλιο δημιούργησε πέντε από πλευράς του λεγάτους καρδινάλιους, για να ζητήσουν από όλες τις επαρχίες και τα βασίλεια τού κόσμου, από τούς βασιλιάδες, ηγεμόνες και άλλους χριστιανούς, την υπεράσπιση τής Καθολικής πίστης απέναντι στους ασεβέστατους Τούρκους, που προσβάλλουν το όνομα τού Ιησού…»,
(Idem sanctissimus dominus noster in dicto consistorio secreto creavit quinque legatos de latere cardinales per universas provincias et regna mundi ad requirendum reges, principes et alios Christianos ad defensionem fidei Chatolice contra nefandissimum Turcum qui nomini Yesu infensus est…)
για το οποίο πρβλ. Pastor, Hist. Popes, IV, 219 και Gesch. d. Päpste, II (ανατυπ. 1955), 467, ενώ για τούς παπικούς λεγάτους βλέπε επίσης Marino Sanudo, Vite de’ duchi di Venetia στο RISS, XXII (Μιλάνο, 1733), 1196C] και D. Malipiero, Annali veneti, ad ann. 1471, στο Archivio storico italiano, Vll-l (1843), 69-70.
Ο Βησσαρίων πήγε στη Γαλλία το καλοκαίρι τού 1472, βρίσκοντας τον ανυπάκουο Λουδοβίκο ΙΑ’ καθόλου ικανοποιητικό και συνεργασιμο. Χωρίς να προχωρήσει στην Αγγλία, γύρισε στην Ιταλία όπου πέθανε στη Ραβέννα στις 18 Νοεμβρίου 1472 [Pastor, Gesch. d. Päpste, II, 467 69]. Ο Βοργία υπήρξε λίγο περισσότερο επιτυχής στην Ισπανία, ενώ ο Μπάρμπο πέρασε δύο ανώφελα χρόνια στη Γερμανία, την Πολωνία και τη Βοημία, στην πιο κρίσιμη περιοχή για την άμυνα ολόκληρης τής Ευρώπης εναντίον των Τούρκων [στο ίδιο, σελ. 469-71]. Για την παρατεταμένη λεγατινή αποστολή τού Βοργία στην Ισπανία (και τη Νάπολη), βλέπε [Arch. Segr. Vaticano, Reg. Vat. 680, φύλλα l-10, έγγραφα με ημερομηνία 21 Μαρτίου 1473 και μεταγενέστερα, καθώς και εκείνα με ημερομηνία από τις 30 Ιουνίου 1476 μέχρι τις 13 Αυγούστου 1477 στο Reg. Vat. 679, φύλλα 31-33, σχετικά με την εισφορά σταυροφορικού φόρου δεκάτης στην Ισπανία].
Βλέπε φύλλα 67-68, 69–70 για την προηγούμενη δημοσίευση στην Καστίλλη και Λεόν τής «αγίας σταυροφορίας και τής πληρέστερης άφεσης αμαρτιών για όλους τούς πιστούς τού Χριστού…» (sancta cruciata et plenissima peccatorum indulgentia omnibus Christi fidelibus ….) και τα φύλλα 105-107 για τον Φερράντε τής Νάπολης, από τον οποίο θα περίμενε κανείς μεγαλύτερη υποστήριξη. Για τη σταυροφορία εναντίον των Μαυριτανών στο βασίλειο τής Γρανάδας βλέπε τη βούλλα Superne dispositionis, γραμμένη στη Ρώμη την 1η Δεκεμβρίου (διορθωμένο από 1η Σεπτεμβρίου) 1475 στο ίδιο, φύλλα 77-80. Για τις αρμοδιότητες που εκχωρήθηκαν στον Μπάρμπο καθώς ξεκινούσε την αποστολή του βλέπε Reg. Vat. 680, φύλλα 34-68, 77-81, 85, 86 και εξής. O Raynaldus, Annales ecclesiastici ad ann. 1472, αριθ. 5 και εξής, τόμ. XIX (1693), σελ. 238 και εξής, δίνει πολλές επιστολές και λεπτομέρειες, που αφορούν αυτές τις πρεσβείες.
- [←4]
-
Arch. Segr. Vaticano, Arm. XXXI, τόμος 62, φύλλα 14-16, «που εκδόθηκε στη Ρώμη στον Άγιο Πέτρο, το έτος 1471 από την ενσάρκωση τού Κυρίου, τη μέρα πριν από τις καλένδες Ιανουαρίου, κατά το πρώτο έτος τής παπικής μας θητείας» (datum Rome apud Sanctum Petrum, anno incarnationis dominice MCCCCLXXI, pridie Kal. Ianuarii, pontificatus nostri anno primo), και πρβλ. Raynaldus, Annales ecclesiastici ad ann. 1471, αριθ. 72, τόμ. XIX (1693), σελ. 234-35. Η ίδια περίπου επιστολή δημοσιεύτηκε ξανά στις 17 Φεβρουαρίου 1472 [στο ίδιο, ad ann. 1471, αριθ. 18-19, σελ. 240].
- [←5]
-
Arch. Segr. Vaticano, Introitus et Exitus, Reg. 487, φύλλο 97:
«[Δαπάνες] Αυγούστου 1471: Για τούς τρεις απεσταλμένους τού Ουζούν Χασάν: Την 20ή ημέρα τού ίδιου [μήνα], ο εν λόγω κύριος ταμίας με την ως άνω εντολη έδωσε σε ρευστό στα χέρια των τριών απεσταλμένων τού Ουζούν Χασάν τετρακόσια ενετικά φλουριά, αξίας 415 φλουριών τού παπικού ταμείου, τα οποία διέταξε να δοθούν ως δώρο ο αγιότατος κύριός μας. Όπως είναι προφανές από την εντολή, περάστηκαν στις 19 τού ίδιου μηνός: 415 φλουριά».
([Exitus] Αugusti MCCCCLXXI: Pro tribus oratoribus Somcassani: Die XX eiusdem [mensis] prefatus dominus thesaurarius de mandato et per manus ut supra dedit et solvit tribus oratoribus Somcassani florenos venetos quadringentos, valentes de Camera quadringentos et quindecim, quos sanctissimus dominus noster eis dono dari mandavit ut apparet per mandatum factum die XVIIII eiusdem: fl. CCCCXV)
- [←6]
-
Intr. et Ex., Reg. 487, φύλλο 126:
«Δαπάνες Νοεμβρίου 1471: Σε δύο Τούρκους απεσταλμένους: Την 22η ημέρα τού εν λόγω [μήνα] ο κύριος ταμίας με την ως άνω εντολή έδωσε σε ρευστό στα χέρια των δύο Τούρκων απεσταλμένων 108 φλουριά τού παπικού ταμείου και 40 μπολονίνι [μπολονίνι ή μπαϊόκι (baiochi) δηλαδή παπικές πέννες], τα οποία ο κύριός μας πάπας διέταξε να τούς χορηγηθούν, με εντολή τού ιδίου στις 21 τού μηνός: 108 φλουριά και 40 μπολονίνι».
(Exitus Novembris MCCCCLXXI: Duobus Turcis oratoribus: Die XXII dicti [mensis] dominus thesaurarius de mandato et per manus ut supra solvit duobus Turcis oratoribus florenos de camera centum octo et bol. XL, quos dominus noster papa eis donari mandavit, per mandatum factum XXI eiusdem: fl. CVIII, bol. XL)
Για τα εν λόγω νομίσματα πρβλ. Friedrich von Schrötter, Wörterbuch der Münzkunde, Βερολίνο και Λειψία, 1930, σελ. 54b, 81.
- [←7]
-
Arch. di Stato di Mantova, Arch. Gonzaga, Busta 834, σημείωμα με ημερομηνία 6 Νοεμβρίου 1472: [Ο Σίξτος Δ’ έκανε έκκληση στον Λοντοβίκο Γκονζάγκα να καταβάλει κάθε προσπάθεια στη σταυροφορία εναντίον τού Τούρκου]:
«…Eμείς κάναμε μέχρι τώρα ό,τι μπορούσαμε. … Έχουμε καποια ελπίδα στον Κύριο τον Θεό μας, ότι με το ένστικτό του ο ισχυρός πρίγκηπας Ουζούν Χασάν θα εξουθενώσει και θα συντρίψει τον κοινό μας εχθρό. Θα έχει συγκεντρώσει τεράστιο στρατό που συγκροτεί γι’ αυτόν τον σκοπό, όπως μάς δήλωσε πρόσφατα ένας απεσταλμένος του και τώρα καταλαβαίνουμε, ότι από την αρχή το πράγμα γίνεται με καλό τρόπο».
(…Nos et fecimus hactenus pro viribus. … Habemus quoque spem in domino deo nostro quod eius insti[n]ctu potentissimus princeps Zuncassan hostem communem debilitabit et atteret. Habet enim ad hoc ingentes copias instructas, sicut per suum nobis oratorem nuperrime declaravit et iam intelleximus cum principium rei bene gerende dedisse)
Πρβλ. στο ίδιο, άλλο σημείωμα προς τον Λοντοβίκο με ημερομηνία 13 Νοεμβρίου 1473, για τον «διακεκριμένο ηγεμόνα Ουζούν Χασάν, φίλο των χριστιανών» (insignis princeps Zuncassan Christianorum amicus). Στις 31 Ιουλίου 1472, με παρέμβαση τού βασιλιά Φερράντε, ο Σίξτος είχε χορηγήσει σε εμπόρους από το βασίλειο τής Νάπολης το δικαίωμα να εμπορεύονται στα λιμάνια των Μαμελούκων στην Αίγυπτο, τη Συρία και τούς Αγίους Τόπους, αν και (όπως πάντα) δεν έπρεπε να εμπορεύονται αντικείμενα λαθρεμπορίου, δηλαδή «εκτός από σίδηρο, όπλα, ξυλεία και άλλα απαγορευμένα» (exceptis ferro, armis, lignaminibus, et allis prohibitis), Reg. Vat. 546, φύλλα 10-11.
- [←8]
-
Για την αποτυχία των προσπαθειών τού Ουζούν Χασάν εναντίον τού Μωάμεθ Β΄ και για την εκτέλεση τού Μαχμούτ πασά, βλέπε ιδιαίτερα Giovanni Maria Angiolello, Hist. turchesca, επιμ. I. Ursu, Βουκουρέστι, 1909, σελ. 38-63, στο οποίο πρβλ. N. di Lenna, Archivio venetotridentino, V (1924), 13-17. Τότε (1472-1473) ο Angiolello βρισκόταν στον οθωμανικό στρατό, στην υπηρεσία τού γιού τού σουλτάνου, τού Μουσταφά Τσελεμπή, τον οποίο κατά τις φήμες είχε δηλητηριάσει ο Μαχμούτ πασάς, αλλά
«εγώ, ο Τζοβάννι Μαρία, λέω ότι αυτό είναι ψέμα, γιατί την εποχή εκείνη βρισκόμουν στην υπηρεσία αυτού τού κυρίου Μουσταφά και ήταν στο σπίτι και βρέθηκα μαζί του…» [Angiolello, σελ. 63].
(jo Zuan Maria dico questo-esser falso, perch’io in quel tempo era al servitio del detto signor Mustafa, et gli stava in casa, et me trovai con lui…)
Ο ανταγωνισμός τού Ουζούν Χασάν με τούς Οθωμανούς είχε κάνει μεγάλη εντύπωση στην Ευρώπη και στον κόσμο τής Μεσογείου. Πρβλ. Joannes Adelphi, Turckisch Chronica, Στρασβούργο, 1513, χωρίς αριθ. φύλλα 8-9 (=B-ii-iii) και M. A. Halevy, «Les Guerres d’ Etienne le Grande et de Uzun-Hassan contre Mahomet II, d’ apres la Chronique de la Turquie du candiote Elie Capsali (1523)», Studia et acta orientalia, I (Βουκουρέστι, 1958), 189-98, ιδιαίτερα 193 και εξής.
Η μάχη τού Μπασκέντ (Bashkent) περιγράφεται στο οθωμανικό χρονικό τού Ασίκ Πασαζάντε [Ottoman chronicle of ‘Ashlk-Pasha-Zade, μεταφρ. R. F. Kreutel, Vom Hirtenzelt zur Hohen Pforte, Graz, 1959, σελ. 250-56], για τον οποίο βλέπε Alessio Bombaci, La Letteratura turca, 2η εκδ, Φλωρεντία και Μιλάνο, 1969, σελ. 347-51. Για το ανατολίτικο ιστορικό των γεγονότων βλέπε Halil Inalcik, «Mehmed the Conqueror (1432-1481) and His Time», Speculum XXXV (1960), 423-25.
- [←9]
-
Πρβλ. τις βούλλες Quamprimum fuimus (9 Απριλίου 1472), Etsi dispositione superna (20 Φεβρουαρίου 1473) και Cum inter cetera (27 Απριλίου 1473) στo Arch. Segr. Vaticano, Arm. XXXI, τόμος 62, φύλλα 41-42, 50-53 και 55-57, όπου με το τελευταίο έγγραφο αναλαμβάνεται η εξόφληση προς τούς Λορέντσο και Τζουλιάνο Μέδικους τού ποσού των 54.000 χρυσών δουκάτων «του ταμείου» (de camera), που είχε δαπανηθεί για τον στόλο. Πολλές βούλλες σε αυτό το αρχείο ασχολούνται με τρόπους χρηματοδότησης τής σταυροφορίας, ιδιαίτερα μέσω φόροων δεκάτης, εσόδων από στυπτηρία και επιβολής φόρου εικοστής στους Εβραίους.
Οι δαπάνες τού Σίξτου Δ’ για τον στόλο τού Καράφα κατά το κρίσιμο έτος 1472 μπορούν να εκτιμηθούν με ένα παράδειγμα από τις πηγές στo Arch. Segr. Vaticano, Intr. et Εx., Reg. 487, φύλλο 171:
«Δαπάνες Μαΐου 1472: Την εν λόγω ημέρα [4 τού μηνός] ο κύριος ταμίας με εντολή τής 30ης Απριλίου, πήρε από τα χέρια τού γενικού διαχειριστή [από τούς Μέδικους] και έδωσε στον σεβασμιώτατο άρχοντα καρδινάλιο Νάπολης [στον Καράφα] 7.777 ίδια φλουριά [δηλαδή τού παπικού ταμείου] και 25 μπολονίνι, δηλαδή 7.000 σε ενετικά χρυσά δουκάτα, έναντι αμοιβών τού στόλου κατά των Τούρκων: 7.777 φλουριά και 25 μπολονίνι» [7.777 παπικά φλουριά + 25 μπολονίνι = 7.000 χρυσά ενετικά δουκάτα, που πληρώθηκαν στον Καράφα στις 4 Μαΐου 1472].
(Exitus Maii MCCCCLXXII: Dicta die [quarta] dominus thesaurarius de mandato sibi die 30 Αprilis facto per manus depositariorum [the Medici] solvit reverendissimo domino Cardinali Νeapolitano [Carafa] florenos similes [i.e., de camera] septem millia septingentos septuaginta septem, bologninos XXV in ducatis venetis auri VII m. in deductionem stipendiorum classis contra Turcum: fl. VII m. VII c., LXXVII, 25)
Στις 9 Μαΐου ο Καράφα εισέπραξε 1.555 φλουριά και 40 μπολ., «1.400 σε ενετικά δουκάτα» (in ducatis venetis MCCCC) [στο ίδιο, φύλλο 173]. Στις 20 Μαΐου πήρε 1.041 φλουριά και 48 μπολ. [φύλλο 1791]. Στις 22 Μαΐου 2.777 φλουριά και 50 μπολ. [φύλλο 179]. Kαι στις 25 Μαΐου πήρε 24.001 φλουριά:
«… ο σεβασμιώτατος κύριος ταμίας με εντολή που δόθηκε στις 23 τού ίδιου [μήνα] πήρε από τα χέρια τού γενικού διαχειριστή και έδωσε στον σεβασμιώτατο άρχοντα καρδινάλιο Νάπολης, λεγατο τού στόλου κατά τής Τούρκων, 24.001 φλουριά, αξίας 23.028 χρυσών φλουριών σε χρυσό τού παπικού ταμείου, για υπόλοιπο και συμπλήρωση των 72.000 χρυσών φλουριών, που δίνονται συνολικά για πληρωμές τού στόλου κατά των Τούρκων για το τρέχον έτος και τα οποία 72.000 χρυσά φλουριά αντιστοιχούν σε 75.023 φλουριά τού παπικού ταμείου» [φύλλο 180].
(…rev. dominus thesaurarius de mandato sibi facto 23 eiusdem [mensis] per manus depositariorum solvit reverendissimo domino Cardinali Neapolitano classis contra Turcum legato florenos vigintiquatuor milia unum pro valore XXIII m. XXVIII florenorum auri in auro de camera pro residuo et complemento 72.000 florenorum auri in auro qui ei dantur pro integro stipendio classis contra Turcum pro isto anno et qui 72.000 florenorum auri in auro constituunt summam florenorum de camera LXXV m.: fl. XXIII m. I)
Όπως αναφέρεται σε αυτό το λογαριασμό και όπως σημειώνεται από τον Gottlob, Aus der Camera Apostolica des 15. Jahrhunderts, VI, σελ. 291, τα εν λόγω 72.000 φλουριά αντιστοιχούσαν σε 75.000 φλουριά τού παπικού ταμείου. Στις 30 Μαΐου ο Καράφα εισέπραξε κι άλλα 333 φλουριά [φύλλο 183]. Διάφορα άλλα άτομα εισέπραξαν σημαντικά ποσά για τη μίσθωση σκάφους «για χρήση στον στόλο εναντίον των Τούρκων» (ad usum classis contra Turcum) [φύλλα 181, 183], ενώ στις 27 Ιουνίου (1472)
«…o σεβασμιώτατος κύριος … υποταμίας, με εντολή τής 8ης τού μηνός, πήρε από τα χέρια τού γενικού διαχειριστή και έδωσε στον σεβασμιώτατο κύριο Φ[ίλιππο Μέδικο], τον αρχιεπίσκοπο Πίζας, 3.208 φλουριά, για ανακαίνιση και συναρμολόγηση των γαλερών τής σταυροφορίας, που κατασκευάζονται στην Πίζα … : 3.208 φλουριά» [φύλλο 190].
(… rev. dominus … vice-thesaurarius de mandato facto die 9 eiusdem per manus depositariorum solvit Pisis rev. domino P[hilippo de Medicis] archiepiscopo Pisano florenos tria millia ducentos octo pro reparatione et instructione galearum cruciate que Pisis parantur . . .: fl. ΙΙΙ m.. CC, VIII)
Για τη συλλογή σιτηρών στην περιοχή τού Φαμπριάνο
«για την υποστήριξη και τον εξοπλισμό των πλοίων, που ετοιμάζονται στην Αγκώνα εναντίον των Τούρκων»,
(pro fulciendis et muniendis navibus que Ancone parantur contra Turcum)
βλέπε R. Sassi, «Il Contributo di Fabriano alla guerra di Sisto IV contro i Turchi», Atti e memorie della deputazione di storia patria per le Marche, 5η σειρά, I (Ancona, 1937), 73-119.
- [←10]
-
Ο Malipiero, Annali veneti, ad ann. 1472 στο Arch. stor. italiano, VII-I (1843), 71-86 περιγράφει κάτι από τις ενετικές διπλωματικές σχέσεις με τον Ουζούν Χασάν. Γράφει επίσης ότι ο ενετικός, παπικός και ναπολιτάνικος στόλος αποτελούνταν από 85 γαλέρες [σελ. 74] και επαναλαμβάνει το τολμηρό κατόρθωμα τού Αντονέλλο, ενός Σικελού [σελ. 84-86]:
«Η φωτιά κράτησε 10 μέρες και δεν μπορούσαν να τη σβήσουν. Και όταν εκτιμήθηκε, είχε προκαλέσει ζημιά 100.000 δουκάτων»
(L’incendio durò 10 zorni, che’l no se potè estinguer; e fo giudicado che’l danno havesse importa 100.000 ducati).
Για τον Antonello πρβλ. Franz Babinger, Maometto il Conquistatore (1957), σελ. 473-75 και για την καταστροφή τής Σμύρνης πρβλ. Stefano Magno, Annali veneti στο Ch. Hopf, Chroniques gréco-romanes (1873), σελ. 207-8.
O A. Navagero, Storia veneziana στο RISS, XXIII (Μιλάνο, 1733), στήλες 1131, 1132-33, 113-37 δίνει μεγάλη προσοχή στον ανταγωνισμό μεταξύ Μωάμεθ Β΄ και Ουζούν Χασάν, αντανακλώντας αναμφίβολα το μεγάλο ενετικό ενδιαφέρον για τη συγκρότηση αποτελεσματικής συμμαχίας με τον δεύτερο και βέβαια ο Raynaldus, Ann. Eccl., αφιερώνει πολύ χώρο στον Ουζούν Χασάν στις εγγραφές του για τις αρχές τής δεκαετίας τού 1470.
Για την ικανοποίηση που ένιωσε η ενετική κυβέρνηση για την καταστροφή τής Σμύρνης, βλέπε Arch. di Stato di Venezia, Sen. Secreta, Reg. 25, φύλλα 161–162 (171-172) με ημερομηνία 27 Οκτωβρίου 1472, από τη Γερουσία προς τον ναυτικό γενικό διοικητή και τούς επόπτες (provveditori) τού ενετικού στόλου:
«Μέσω Κέρκυρας έχουμε λάβει πολλές επιστολές σας, με τις οποίες με τον συνήθη ζήλο, φροντίδα και επιμέλεια μάς έχετε ενημερώσει για τις καταστροφές και ερημώσεις που προκλήθηκαν από εσάς στη Σμύρνη και σε άλλα εχθρικά μέρη και για τούς αγγελιοφόρους που έφτασαν σε εσάς για την έλευση τού γαληνοτάτου κυρίου Ουζούν Χασάν. Εμείς δεν μπορούμε, τουλάχιστον όχι σε μεγάλο βαθμό, να σκοτώνουμε και παίρνουμε μεγάλη χαρά από εκείνους, που εργάζονται σκληρά και με θάρρος ενάντια στους εχθρούς μας, τούς πραγματικούς εχθρούς τής θρησκείας μας και τού χριστιανικού ονόματος ….».
(Per viam Corcyre plures litteras vestras accepimus quibus solito studio, cura, et diligentia nos facitis certiores de cladibus ac depopulationibus illatis per vos proxime Smyrnis et aliis locis hostilibus deque nuntiis ad vos perlatis de adventu serenissimi domini Ussonassan. Non possumus certe non vehementer letari et magnam capere voluptatem ex iis que strenue et fortiter gessistis adversus nostros hostes, immo hostes nostre religionis et Christiani nominis….)
Ο A. Cuglielmotti, Storia della marina pontificia, II (Ρώμη, 1886), 342-72 έχει εκμεταλλευθεί τις παλαιότερες φιλολογικές πηγές, μεταξύ των οποίων μπορούμε σημείωση τις αναφορές στον στόλο τού Καράφα από τον Stefano Infessura, Diaria rerum romanarum, ad ann. 1472, επιμ. O. Tommasini, Ρώμη, 1890, σελ. 76 και τον καρδινάλιο Τζάκοπο Αμμανάτι, Diario concistoriale, ad ann. 1472 (που αποδίδεται από τον Muratori στον Jacopo [ή Giacomo] Gherardi da Volterra) στο RISS, XXIII-3 (Città di Castello, 1904), 143, που γράφει ότι ο παπικός στολίσκος περιλάμβανε 18 γαλέρες (triremes) και δύο πλοία μεταφοράς (όχι 24 γαλέρες και έξι πλοία μεταφοράς, όπως αναφέρεται από τον Guglielmotti, II, 342-43, 353) και ότι οι Ενετοί διέθεσαν 56 πλοία (ο Guglielmotti λέει 46 γαλέρες και έξι πλοία μεταφοράς) και ο βασιλιάς Φερράντε τής Νάπολης 30 πλοία (ο Guglielmotti λέει 20, 17 γαλέρες και τρία πλοία μεταφοράς). Οι Ιωαννίτες πρόσθεσαν αργότερα δύο γαλέρες.
Θα ήταν δύσκολο να ορίσουμε με ακρίβεια το μέγεθος τού χριστιανικού στόλου, ο οποίος υπηρέτησε τελικά στο Αιγαίο. Ο Αμμανάτι. ό. π.. αφηγείται τον τρόπο με τον οποίο ο Σίξτος Δ’ ευλόγησε τις σημαίες και τα πληρώματα τεσσάρων από τις γαλέρες τού Καράφα, που είχαν τραβηχτεί στον Τίβερη στις 28 Μαΐου 1472, τη μέρα τής γιορτής των Ευχαριστιών (Corpus Domini), ενώ περιγράφει και πάλι τη σκηνή σε επιστολή γραμμένη στη Ρώμη την επόμενη μέρα προς τον καρδινάλιο Μάρκο Μπάρμπο [Epistolae Ιacobi Picolomini Cardinalis Papiensis, στο Pii Secundi P.M. Commentarii, Φρανκφούρτη, 1614, Ep. CCCCXLIX, σελ. 766, πρβλ. C. Eubel, Hierarchia catholica medii anni, II (1914, ανατυπ. 1960), 38a, από τα Acta Consistorialia].
- [←11]
-
Raynaldus, Annales ecclesiastici ad ann. 1472, αριθ. 1-5, 40-43, τόμ. XIX (1693), σελ. 237-38, 244 και ad Ann. 1473, αριθ. 1-2, σελ. 248, Babinger, Maometto, σελ. 461-64, Pastor, Hist. Popes, IV, 226-28 και Gesch. d. Päpste, II (ανατυπ. 1955), 472-74 και πρβλ. μεταγενέστερη αναφορά τού Μοτσενίγκο προς την Ενετική Γερουσία [Raynaldus, ad ann. 1474, αριθ. 13, τόμ. XIX. σελ. 255]. Bλέπε επίσης Michele Paone, «Il Cardinale Oliviero Carafa e la Terra d’ Otranto« στο Atti del congresso internazionale di studi sull’ età aragonese (που έγινε στο Μπάρι στις 15-18 Δεκεμβρίου 1968), Bari, χωρίς χρονολογία, σελ. 613-19, ο οποίος φαίνεται να νομίζει ότι η Σατάλια (Αττάλεια) είναι στην Αφρική [σελ. 614].
- [←12]
-
Guglielmotti, Storia della marina pontificia, II, 370, Pastor, Gesch. d. Päpste, II, 474.
- [←13]
-
Ο Ammanati, Diario concistoriale, ad ann. 1472, RISS, XXIII-3 (1904), 141-42, 143-44, περιγράφει με λεπτομέρεια την εμφάνιση τής οδηγούμενης από Ιταλούς πρεσβείας από τη «Λευκή Ρωσία» και τον γάμο τής Ζωής μέσω πληρεξουσίου στη βασιλική τού Αγίου Πέτρου. Ο Σίξτος Δ’ υπήρξε γενναιόδωρος προς τη Ζωή αλλά και τον αδελφό της Ανδρέα. Στις 10 Δεκεμβρίου 1477, θυμίζοντας ότι ο πατέρας τους, ο δεσπότης Θωμάς, είχε φέρει στον Πίο Β΄ τη σεβαστή κάρα τού Αγίου Ανδρέα από την πόλη τής Πάτρας «με βασιλική γενναιοδωρία» (munere regio), ο Σίξτος παραχωρούσε στον Ανδρέα πλήρη κατοχή τού σπιτιού στο Πεδίο τού Άρεως (Campus Martius), όπου ο τελευταίος ζούσε ακόμη πέντε χρόνια αφότου η αδελφή του είχε πάει στη Ρωσία:
«… Με δική μας πρωτοβουλία … αυτό το σπίτι που βρίσκεται στην περιοχή Πεδίο τού Άρεως τής πόλης και ανήκει νόμιμα σε εμάς και στο αποστολικό μας ταμείο και έχοντας υπόψη αυτούς που τώρα το κατοικούν … χωρίς κανενός είδους ενοίκιο ανειλικρινές ή προβλεπόμενο από τούς κανόνες, λύνοντας το βάρος, με όλα μαζί και τα επιμέρους δικά του έσοδα, έξοδα, προκύπτοντα, κτίρια, δικαιώματα και παρελκόμενα … στον σημερινό ένοικο παραχωρούμε, δωρίζουμε και εκχωρούμε στο διηνεκές…»,
(… motu proprio … quandam domum sitam in regione Campi Martii de urbe ad nos et cameram nostram apostolicam legitime pertinentem et spectantem quam nunc inhabitas … absque alicuius census, fictus vel canonis seu alterius cuiusvis oneris solutione cum omnibus et singulis eius ingressibus, egressibus, ortis, edificiis, iuribus, et pertinentiis suis … tenore presentium perpetuo concedimus, donamus, et assignamus…)
όπου η παραχώρηση τού έδινε το δικαίωμα να μεταβιβάζει την περιουσία στους απογόνους του [Arch. Segr. Vaticano, Reg. Vat. 583, φύλλα 89-91].
Δύο χρόνια αργότερα, στις 9 Οκτωβρίου 1479, όταν ο Aνδρέας σχεδίαζε να επισκεφθεί ο ίδιος τη Ρωσία, από την οποία δεν ήταν πιθανό ότι θα γυρνούσε στη Ρώμη πριν το τέλος τού 1481, ο Σίξτος τού χορήγησε τη συνέχιση (κατά τη διάρκεια τής απουσίας του) τής ετήσιας σύνταξης 1.800 χρυσών δουκάτών τού παπικού ταμείου (de camera), η οποία πληρωνόταν από τα έσοδα των κοιτασμάτων στυπτηρίας τής Τόλφα [για το οποίο βλέπε Reg. Vat. 563, φύλλα 122-123, βούλλα με ημερομηνία 6 Ιουλίου 1474]. O Aνδρέας χρειαζόταν τα χρήματα «για έξοδα στα οποία έπρεπε να υποβληθεί για αυτού τού είδους το προσκύνημα» (pro expensis quas te in peregrinatione huiusmodi subire oportet).
Για να καθησυχάσει τούς φόβους τού Ανδρέα για το μέλλον, ο Σίξτος τον διαβεβαίωσε ότι η σύνταξη θα συνεχιζόταν επίσης μετά την επιστροφή του στη Ρώμη και στην παπική κούρτη. Η βούλλα εκδόθηκε δωρεάν (gratis) και η παραβολή της έγινε από τον Γκασπάρε, γιο τού Φλάβιο Μπιόντο, ο οποίος είχε μακρά θητεία ως παπικός γραμματέας, Reg. Vat. 594, φύλλο 183.
Σημείωση τού μεταφραστή:
Ας προσθέσουμε εδώ την επιστολή τού Βησσαρίωνα για την ανατροφή των παιδιών τού Θωμά Παλαιολόγου μετά τον θάνατο τού τελευταίου [Bessarionis Epistolae, «Ad Paedagogum liberorum Thomae Despotae», PG 161, 678-686]:
«Εὐγενέστατε ἄνερ καὶ ἡμῶν φίλτατε φίλων, ἐδεξάμην καὶ πρότερον καὶ νῦν διὰ τοῦ Ἑρμητιανοῦ γράμματα τῆς εὐγενείας σου, πρὸς ἅ οὐκ ἀπεκρινάμην, ἀναμένων ἵνα γένηταί τις ἀποκατάστασις εἰς τὴν πρόνοιαν τῶν αὐθεντοπούλων. Ἐπειδὴ οὖν νῦν ἐγένετο, νῦν καὶ γράφω. Παραμυθεῖσθαι μὲν καὶ ὑμᾶς καὶ τοὺς αὐθεντοπούλους διὰ τὴν ἀφόρητον λύπην τοῦ μακαρίτου ἐκείνου καὶ ἁγίου δεσπότου οὐκ ἔστι τοῦ παρόντος καιροῦ· διὸ παραιτήσομαι τοῦτο τὰ νῦν. Γίνωσκε δὲ ὅτι ὁ ἁγιώτατος πάππας διὰ παρακλήσεως φίλων τινῶν καὶ οἰκείας καλοθελείας ἔταξε νὰ δίδῃ κάθε μῆνα τὰ αὐθεντόπουλα δουκάτα τριακόσια, ὥσπερ ἔδιδε και τῷ ἁγίῳ δεσπότῃ. Θέλει δὲ καὶ ὁρίζει ὁ ἁγιώτατος πάππας ἵνα τὰ μὲν διακόσια κατὰ μῆνα νὰ εἶναι διὰ τὰ τρία ἀδέλφια ἐπίσης ἀνέγκιστα, νὰ ἐξοδιάζωνται εἰς τροφὴν ἐκείνων καὶ ἀνθρώπων ὑποχειρίων αὐτῶν μικρῶν, ἕξ ἤ ἑπτὰ τοῦ καθ’ ἑνός, καὶ εἰς ἀγορὰν καὶ τροφὴν ἀλόγων τεσσάρων τὸ ὀλιγώτερον, καὶ εἰς ῥόγαν τῶν αὐτῶν ὑποχειρίων, εἰς ἐνδύματα τῶν αὐθεντοπούλων, νὰ εἶναι καλὰ ἐνδύματα, καὶ κάπου νὰ περισσεύσῃ καὶ τίποτες τὸν καθ’ ἕνα, διὰ νά βοηθηθῶσι κάπου εἰς ἀσθἐνειάν τους ἤ εἰς ἄλλην ἀνάγκην. καὶ τοῦτο θέλει νὰ γένῃ ἐξ ἅπαντος, καὶ νά μηδὲν γένῃ ἀλλέως. τὰ δὲ λοιπὰ ἑκατὸν δουκάτα τὸν μῆνα ἤγουν χίλια καὶ διακόσια τὸν χρόνον νὰ ἐξοδιάζωνται εἴς τινας ἄρχοντας καὶ καλὰ πρόσωπα, ὁποῦ νὰ εἶναι μετ’ αὐτῶν νὰ τὰ δουλεύουν καὶ νὰ τὰ συντροφιάζουν καὶ νὰ τὰ φυλάττουσιν. Ἀκοὐσας δὲ ὁ ἁγιώτατος πάππας τὸ πόσοι εἶναι αὐτοῦ, ὑπερεθαύμασε καὶ καταγινώσκεταί μας· καὶ γὰρ ἐὰν εἰς τὸν αὐθέντην τὸν μακαρισμένον ἐκεῖνον τοιοῦτον ἄνθρωπον ἐθαύμαζον πῶς εἶχεν ἐδὼ τόσους καὶ ἐκατηγόρουν τον ὅτι εἰς τὴν ξινιτείαν νὰ τρέφῃ τόσους μὲ ξένα δουκάτα καὶ ξένας ἐλπίδας, πόσῳ μᾶλλον τώρα, ὅπου ἦλθον καὶ ἄλλοι πλειότεροι παρὰ ὁποῦ ἦσαν ἐδὼ, καταγινώσκοντές των καὶ κατηγοροῦσί των, καὶ μάλιστα εἰς αὐθεντόπουλα νέα καὶ ὀρφανὰ, ὁποῦ οὔτε ἀξίωμα οὔτε ὄνομα οὔτε φήμην ἔχουσι; καὶ οὐ μόνον καταγινώσκουσί τους, ἀλλ’ οὐδὲ βούλονται νά ἐξοδιἀζωσιν ἕνα τορνέσιν πλέον, καὶ ἄμποτες μᾶς ἔταξαν νὰ τὸ φυλάξωσι τελείως καὶ νά μηδὲν μεταβληθῶσιν, ὥσπερ ἐποίησαν καὶ ἄλλοτε. Δι’ αὐτὸ εἶναι χρεία νὰ φροντίζῃ ἡ εὐγένειά σου μετὰ τοῦ ἀρχόντου τοῦ Κριτοπούλου τοῦ ἰατροῦ τοῦτο, ὁποῦ κατὰ τὸ παρὸν ἔχετε τὴν φροντίδα τῶν αὐθεντοπούλων. Ἐπαναστήσωμεν τὶς νὰ τὰ διοικῇ, ἤ τις εἶναι ἀναγκαῖος νὰ κρατηθῇ. καὶ μετὰ ταῦτα θέλουσι μερισθῆν μετὰ βουλῆς ἰδικῆς μας εἰς ἐκείνους ὁποῦ θέλωσιν ἀπομένειν. Ἐμένα γοῦν προηγουμένως φαίνεταί με ὡς ἀναγκαιότατον ὁποῦ δὲν ἠμπορεῖ νὰ λείψῃ, πρῶτον ὁ ἰατρός, δεύτερον ὁ διδάσκαλος Ἕλλην, τρίτον ὁ διδάσκαλος Λατίνος, τέταρτον ὁ δραγουμάνος· οὗτοι γοῦν εἰσὶν ἀναγκαιότατοι καὶ δὲν ἠμπορεῖ νὰ λείψωσιν. Ἔτι δὲ καὶ εἷς ἤ δύο παππάδες Λατῖνοι εἶναι ἀναγκαιότατοι διὰ νὰ ψάλλωσι λειτουργίαν λατινικὴν συνεχῶς. Εἶναι γὰρ χρεία νὰ ζῶσι τὰ παιδία λατινικῶς, ὥσπερ ἐβούλετο καὶ ὁ μακαρισμένος πατὴρ των. Καὶ οἱ ἄρχοντες ὁποῦ θέλουσιν εἶσθαι μετ’ ἐκείνους, εἶναι χρεία νὰ προσέχωσιν εἰς τοῦτο, νὰ μηδὲν φεύγωσιν ἀπὸ τὴν ἐκκλησίαν διὰ τὸ μνημόσυνον τοῦ πάππα, ὡσὰν τὸ ἐποίησαν εἰς τὴν στράταν ὁποῦ ἤρχεσθε, διότι ἄν φεύγωσιν ἀπὸ τὴν ἐκκλησίαν, εἶναι χρεία νὰ φεύγωσι καὶ ἀπὸ τὴν Φραγγίαν· οὐδὲ τινὰς γὰρ θέλει ἄνθρωπον ὁποῦ τὸν ὀνομάζει ἄπιστον καὶ αἱρετικὸν, καὶ ἀποστρέφεταί τον φανερὰ. Ἀφ’ ὅτου γοῦν τοῦτοι οἱ ἀναγκαῖοι οὕς εἴπαμεν νὰ κατασταθῶσι καὶ στηθῇ τὸ μερτικὸν των, τότε θέλει εἶσθαι. Τοῦτο δὲ θέλω τὸ καὶ τάξειν ἐγὼ ἐδὼ καὶ θέλω τοὺς καταστήσειν, τότε θέλετε ἰδεῖν τὸ ὑπόλοιπον πόσον εἶναι καὶ πόσον ἀπομένει ἀπὸ τὰ ,ασ’ φλωρία. καὶ τότε ἡ εὐγένειά σας ὅλοι ἀντάμα θέλετε ἀποκαταστήσειν τὶς νὰ ἀπομείνῃ καὶ τὶ νά ἔχῃ ὁ κάθεὶς μετὰ βουλῆς ἡμετέρας. Ἐμένα οὖν φαίνεταί μου, ὅτι ὅσον εἶναι πλείονες καὶ ἐλαφρώτεροι ὁποῦ μέλλουν νὰ ἀρκεθοῦν μέ ὀλίγον ὁ κάθεὶς, εἶναι δὲ ἄλλως χρήσιμοι, τόσον θέλει εἶσθαι κάλλιον, διότι θέλουσιν ἔχειν τὰ παιδία πλείονα συντροφίαν καὶ πλείονα δουλοσύνην καὶ πλείονα τιμὴν. Ὅμως τοῦτο θέλομεν τὸ σκέψασθαι ἀντάμα, καὶ θέλομεν ποιήσειν τὸ κάλλιον. Ἡ εὐγένειά σου εἶναι κατὰ τὸ παρὸν ὥσπερ διοικητὴς τῶν παιδίων μετὰ του Κριτοπούλου. Εἶναι γοῦν ἀνάγκη πρὸ πὰντων νά φροντίζετε τὴν παίδευσίν των καὶ τὰ ἤθη των, νά γίνουν καλὰ καὶ πεπαιδευμένα, ἄν θέλετε νά ἔχουν τιμὴν ἐδὼ. Εἰ δὲ μὴ, θέλουν τὰ καταφρονήσειν καὶ αὐτὰ καὶ ἐσᾶς ἐδὼ, καὶ οὐδὲ στραφεῖν θέλουν νὰ σᾶς ἰδοῦν. Μὲ τὸν μακαρίτην τὸν αὐθέντην τὸν πατέρα τους ἐσυντύχαμεν περὶ τούτου· καὶ ἐκεῖνος ἐβούλετο νὰ τὰ ἐνδύσῃ καὶ νὰ ποιήσῃ νὰ ζοῦν Φράγγικα παντελῶς, ἤγουν νὰ ἀκολουθοῦσι τὴν ἐκκλησίαν κατὰ πάντα ὡσὰν Λατῖνοι καὶ οὐχὶ ἀλλέως, νὰ ἐνδύνωνται λατινικῶς, νὰ μάθουν, νὰ γονατίζουν τοὺς ὑπερέχοντας καὶ πάππαν καὶ καρδιναλίους καὶ τοὺς ἄλλους αὐθέντας, νὰ ἀποσκεπάζωνται τὸ κεφάλι τους, νά τιμῶσι τοὺς χαιρετῶντας αὐτούς, ὅταν ὑπάγουν νὰ ἰδοῦν καρδινάλιν ἤ ἄλλον ὅμοιον αὐθέντην, νὰ μηδὲν καθίσουν ποσῶς, ἀμὴ νὰ γονατίζουν καὶ ἀπέκει ὅταν τοὺς εἴπῃ ἐκεῖνος νὰ σηκωθοῦσιν. Ὁ δὲ μακαρίτης ἐκεῖνος ἔλεγεν ὅτι καὶ πολλάκις αὐτοὺς τὸ εἶπε νὰ μηδὲν καθίσωσιν. Αὐτὰ οὖν ὅλα ἐνθυμᾶσθέ τα νὰ τοὺς νουθετήσετε καὶ νά τοὺς παιδεύσετε καλὰ. Ἔτι ποιήσετε ὅτι τὸ βάδισμά τους νὰ εἶναι σεμνὸν καὶ τίμιον, ἡ ὁμιλία τους χρησιμωτάτη καὶ ἡ φωνὴ τους νά εἶναι μετρία καὶ ἡρέμη, τὸ βλέμμα τους προσεκτικὸν, νὰ μηδὲν χάσκωσιν ἐδῶθεν κἀκεῖθεν. Ἄς τιμοῦν πάντας, ἄς ἀγαποῦν πάντας, ἄς συντυχαίνωσι πάντας καὶ τοὺς ἐδικοὺς των καὶ τοὺς ξένους μετὰ τιμῆς. Νὰ μὴν εἶναι ἀλαζονικοί, ἄς εἶναι ταπεινοὶ καὶ ἥρεμοι. καὶ μηδὲν ἐνθυμοῦνται ὅτι εἶναι βασιλέως ἀπόγονοι, ἀμὴ ἄς ἐνθυμοῦνται ὅτι εἶναι διωγμένοι ἀπὸ τὸν τόπον των, ὀρφανοί, ξένοι, ὁλόπτωχοι, ὅτι εἶναι χρεία νὰ ζοῦν ἀπὸ ξένα χέρια, καὶ ὅτι ἄν δὲν ἔχωσιν ἀρετὴν, ἄν δὲν εἶναι φρόνιμοι, ἄν δὲν εἶναι ταπεινοί, ἄν δὲν τιμῶσι πάντας, οὐδὲ τοὺς θέλουν τιμήσειν οἱ ἄλλοι, ἀμὴ θέλουν τους ἀποστρέφεσθαι πάντας. Αὐτὰ οὖν ὅλα φροντίσετέ τα καλὰ ἡ εὐγένειά σου μετὰ καὶ τοῦ Κριτοπούλου, ἐπειδὴ τὸ γομάρι ἀπάνω σας εἶναι. πρὸς τούτοις ἄς ἐπιμελοῦνται νὰ μάθουν γράμματα, νὰ προκόψουν, νὰ μὴν ἐνθυμοῦνται ὅτι εἶναι εὐγενικοί. Ἡ εὐγένεια χωρὶς ἀρετῆς δὲν εἶναι τίποτες καὶ εἰς πάντας μὲν τοὺς αὐθέντας, ὁποῦ ἔχουν καὶ μεγάλας αὐθεντίας καὶ ἀρχὰς, καὶ μᾶλλον εἰς αὐτοὺς ὁποῦ ἔχασαν ὅλα. Διὸ ἄς σπουδάζουν νὰ μάθωσιν, ἄς ἔχουν εὐπείθειαν καὶ ὑποταγὴν καὶ ὑπακοὴν εἰς τὴν εὐγένειάν σου, καὶ εἰς τον ἰατρὸν ὁποῦ τοὺς ἀνέθρεψε, καὶ εἰς τὸν διδάσκαλόν των, καὶ ἄς σᾶς ὑπακούωσι, καὶ ἄς ποιοῦν τὸ τούς λέγετε ἐξ ἅπαντος. Ἄς μάθῃ ὁ κάθεὶς ἀπ’ αὐτοὺς ἐκ στήθους ἕνα προσφώνημα τὸ πλέον μικρὸν εἰς τὸν πάππαν, νά τὸ εἴπωσι τὸν πάππαν γονατιστοὶ καὶ ἀποσκέπαστοι ὅταν ἔλθωσιν ἐδὼ, καὶ νὰ μηδὲν γένῃ ἀλλέως. Ὅταν περιπατοῦν εἰς τὴν στράταν καὶ οἱ ἄνθρωποι ἀποσκεπάζονταί τους καὶ τιμοῦν τους, ἄς ἀποσκεπάζωνται καὶ αὐτοὶ τὸ καπάσι των, ἤ ὁλότελα ἤ πλεῖον ἤ ὀλιγώτερον ὡς πρὸς τοὺς ἀνθρώπους. Ὁμοίως καὶ ἄν ἔρχωνται ξένοι εἰς τὸ σπῆτι τίμιοι ἄνθρωποι νὰ τοὺς βλέπουσιν, ἄς τοὺς προσηκόνουνται, ἄς τοὺς ἀποσκεπάζωνται, ἄς τοὺς παρεκβάνωσι κατὰ τοὺς ἀνθρώπους. Ἄς συντυχαίνωσι ὀλίγα μὲν, ἔντιμα δὲ καὶ εὐχαριστικὰ καὶ ταπεινὰ, νὰ μὴν γελῶσι ποσῶς, νὰ μὴν διαχέτωνται, ἀλλὰ μετὰ καθεστηκότος καὶ σοβαροῦ φρονήματος ἄς τοὺς συντυχαίνωσιν. Εἰς τὴν τροφὴν των ἄς εἶναι προσεκτικοὶ καὶ ἐγκρατεῖς. Εἰς τὸ τραπέζι των ἄς κάθωνται μετὰ προσοχῆς καὶ παιδεύσεως. Ἄν θέλετε νὰ εἶναι πεπαιδευμένοι εἰς τοὺς ἔξω, ποιήσατε νὰ εἶναι πεπαιδευμένοι εἰς τοὺς ἐδικοὺς των. Ἄς μὴν ἀναισχυντοῦν τινὰ, συνηθίσετέ τους ἀπὸ τώρα καλὰ ἤθη καὶ ταπεινὰ καὶ ἥμερα. Ἄς μανθάνωσιν ἀπὸ τώρα νὰ γονατίζουν ἐπιτήδεια καὶ εὔμορφα. καὶ νὰ μὴν τὸ ἔχωσιν ἐντροπὴν ὅτι μεγάλοι ῥηγάδες καὶ βασιλεῖς τὸ ποιοῦσιν. Ὅταν σεβαίνουν εἰς ἐκκλησίαν λατινικὴν, ἄς γονατίζουν καὶ ἄς εὔχωνται ὥσπερ οἱ Λατῖνοι. Ὑπαγένετέ τους συνεχῶς εἰς τὰς ἐκκλησίας, εἰς τὰς λειτουργίας, καὶ ἄς στέκωνται μετὰ εὐλαβείας καὶ προσοχῆς, χωρὶς γέλωτος, χωρὶς λαλίας. Ἄς γονατίζουν καὶ ἄς ἀποσκεπάζωνται ὥσπερ οἱ Λατῖνοι, καὶ ἄς μιμοῦνται ἐκείνους. Ἄν οὕτως ποιῶσι, θέλουσι βοηθηθεῖν, θέλουν ἔχειν τιμὴν παρὰ πάντας, θέλω δυνηθεῖν καὶ ἐγὼ νὰ τοὺς συνεργῶ. Εἰ δὲ τἀναντία ποιοῦσιν, ἐγὼ δὲν θέλω δυνηθεῖν νὰ τοὺς βοηθήσω οὐδὲ ὅλως, οἱ ἄνθρωποι θέλουν τους ἀποστραφεῖν, καὶ τινὰς δὲν θέλει τοὺς τιμήσειν οὐδὲ ποσῶς.
Ταῦτα δὲν λέγω γράφειν τὴν εὐγένειάν σου καὶ τοὺς ἄλλους μὲ τόσην πολυλογίαν, εὔκαιρα καὶ μάταια· ἀλλὰ διὰ νὰ τὰ λέγετε συνεχῶς τὰ αὐθεντόπουλα, νὰ ποιήσητέ τους νὰ τὰ ἀναγινώσκῃ συνεχῶς ὁ διδάσκαλός των, νὰ τὰ ἀγροικοῦν καλὰ διὰ νὰ τὰ ποιῶσιν. Ἐκείνους τὰ ἤθελα γράψειν· ἀλλ’ ἐπειδὴ ἐκεῖνοι ὡς νέοι ἀκόμι δὲν τὰ ἀγροικοῦν καλὰ, δι’ αυτὸ γράφω τα τὴν εὐγένειάν σου, νά τοὺς παραινῆτε καὶ ἀπὸ λόγου μου καὶ ἀπὸ ἐδικοῦ σας νὰ ποιῶσιν ὡσὰν γράφομεν.
Ἐνταῦθα εἶναι θανατικὸν κατὰ τὸ παρὸν. Δι’ αὐτὸ ἐφάνη καλὸν μετὰ βουλὴν τῶν ἀρχόντων ὁποῦ εἶναι ἐδὼ, καὶ μὲ τὸ θέλημα τοῦ ἁγιωτάτου πάππα, νὰ μὴν ἔλθουν τὰ αὐθεντόπουλα ἐδὼ διὰ τὸν κίνδυνον· ἀλλ’ οὐδ’ αὐτοῦ εἰς τὸν Ἀγκῶνα νὰ εἶναι, ἐπειδὴ οὐδὲ αὐτὸς ὁ τόπος εἶναι γερός, ἀμὴ νὰ διαβῆτε νὰ ὑπάγετε εἰς ἄλλην χώραν τὴν λέγουσι Τζίκολον, ὁποῦ εἶναι καλὸς ἀὴρ. νὰ στέκετε ἐκεῖ ἕως τοῦ Σεπτεμβρίου ἤ Ὀκτωβρίου μὲ τοὺς αὐθεντοπούλους καὶ τὴν αὐθεντοπούλαν. Σκέψασθε ἐσεῖς ἐν τῷ μέσῳ ἄν πρέπῃ νὰ ἀπομείνουν αὐτοῦ πάντοτε, ὡσὰν βούλονται καὶ οἱ ἄρχοντες ὁποῦ εἶναι ἐδὼ. Ὁ μακαριώτατος πάππας καὶ ἐγὼ γράφομεν τὸν λεγάτον τῆς μάρκας ὁποῦ νὰ σᾶς βοηθήσῃ καὶ νά σᾶς συνδράμῃ εἰς εἴ τι εἶναι χρεία. Αὐτοῦ εἶναι καὶ τις ἐπίσκοπος ἐδικὸς μου, ὁποῦ εἶναι τοῦ Κώμου καὶ ἦτον καὶ δουλευτὴς τοῦ ἁγίου δεσπότου. τὸ Τζίκολον εἶναι ἐνορία του, καὶ ἔχῃ καὶ ἐκεῖ καλὸν ὀσπήτιον, καὶ θέλει σας τὸ δώσειν νὰ κατοικήσετε ἐκεῖ, καὶ θέλει σας συνεργήσειν εἰς ὅ τι εἶναι δυνατὸν.
Έν Ῥώμης Αὐγούστου θ’ ,αυξε’ ἔτους. Ὁ Βησσαρίων, καρδινάλις καὶ πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως».
- [←14]
-
Οι Fr. P. Pierling, La Russie et le Saint-Siège, I (Παρίσι, 1897, ανατυπ. 1967), 161-62 και Pastor, Gesch. d. Päpste, II (ανατυπ. 1955), 474-75 γνωρίζουν για αντίγραφα τής «άδειας ασφαλούς διέλευσης» (littera passus) που έδωσε o Σίξτος Δ’ στη Ζωή, από τα αρχεία τής Mόντενα, τής Μπολώνια, τής Νυρεμβέργης και τού Λύμπεκ, αλλά φαίνεται ότι τούς ξέφυγε το αντίγραφο στο Βατικανό. Δεδομένου ότι κανένας συγγραφέας δεν παρέχει κείμενο αυτής τής άδειας, δίνω εγώ εδώ ένα [Arch. Segr. Vaticano, Reg. Vat. 660, φύλλο 314]:
«Άδεια διέλευσης για τη Ζωή, κόρη τού Θωμά Παλαιολόγου: O πάπας Σίξτος επίσκοπος, δούλος κλπ., στέλνω τον χαιρετισμό και την αποστολική ευλογία μου σε όλους και καθένα που θα εξετάσει αυτή την επιστολή. Επειδή η αγαπημένη μας εν Χριστώ κόρη, η ευγενής γυναίκα Ζωή γεννήθηκε από τον διακεκριμένης μνήμης Θωμά Παλαιολόγο, τον νόμιμο διάδοχο τής αυτοκρατορίας τής Κωνσταντινούπολης και μετά τη σφαγή τής Κωνσταντινούπολης και την ερήμωση τής Πελοποννήσου διέφυγε από τα χέρια των φοβερών Τούρκων στην αγία αποστολική έδρα, όπου βρήκε καταφύγιο στην αγκαλιά τής ευσέβειας, στην οποία την παρέλαβαν και τη διατηρούσαν πάντα σε τιμή, αποφάσισε να παρουσιαστεί στον άντρα με τον οποίο αρρραβωνιάστηκε πρόσφατα, να πάει δηλαδή με τη δική μας ευλογία στον αγαπητό μας υιό και ευγενή άνδρα Ιωάννη τού Βλαντιμίρ, Μόσχας, Νόβγκοροντ, Λασκοβίας κλπ., μεγάλο δούκα, γεννημένο από τον καθαρής μνήμης άλλοτε μεγάλο δούκα Βασίλειο, εμείς που την ίδια Zωή, τόσο καθαρής καταγωγής απόγονο, στα σπλάχνα κρατάμε τής φιλανθρωπίας, επιθυμώντας η ίδια με κάποιους από τη δική της ομάδα, όταν ως φίλοι περνούν είτε πεζοί είτε έφιπποι, να έχουν αβλαβή τα αγαθά και τα πράγματα, χωρίς εμπορικούς δασμούς, χωρίς ποσοτικό περιορισμό και χωρίς χρονικό περιορισμό κλπ. … Εκδόθηκε στη Ρώμη, στον Άγιο Πέτρο, το έτος κλπ. 1472, 11 μέρες πριν από τις καλένδες Ιουλίου [21 Ιουνίου] τού πρώτου έτους τής παπικής μας θητείας».
(Littera passus pro Zoe nata Thome Paleologi: Sixtus episcopus, servus, etc., Universis et singulis presentes litteras inspecturis salutem et apostolicam benedictionem. Cum dilecta in Christo filia nobilis mulier Zoe nata insignis memorie Thome Palaeologi, Constantinopolitani imperii legitimi successoris, quam post cladem Constantinopolis Peloponessique depopulationem e manibus immanissimorum Turchorum elapsam apostolica sancta sedes ad quam confugit gremio pietatis excepit et semper in honore habendam censuit ad virum cui nuper nobis auctoribus desponsata fuit impresentiarum cum nostra benedictione proficiscatur ad dilectum videlicet filium nobilem virum Johannem Volodomirie, Muscovie, Novoguordie, Lascovie, etc. magnum ducem, clare memorie Basilii olim magni ducis natum, nos qui eandem Zoen tam clara ortam sobole in visceribus gerimus caritatis, cupientes ipsam cum quacumque sua comitiva cumque familiaribus tam pedestribus quam equestribus salvis bonis et rebus etc. sine clausula mercimonii, sine numero, et sine termination temporis etc. … Datum Rome apud Sanctum Petrum anno, etc. millesimo quadringentesimo septuagesimo secundo, undecimo Kalendas Iulii, pontificatus nostri anno primo)
Ο N. Iorga, Notes et extraits, IV (Βουκουρέστι, 1915), έγγραφο ccxxxii, σελ. 324, δημοσιεύει ένα κάπως διαφορετικό κείμενο από τα αρχεία τής Νυρεμβέργης. Στις 22 Ιουνίου 1472 ο Σίξτος έδωσε επίσης άδεια για την έκδοση «άδειας ασφαλούς διέλευσης» (littera passus) για «απεσταλμένο» (orator) των δύο αδελφών τής Ζωής, τού Ανδρέα και τού Μανουήλ, «που ήταν αναγκαία για θεώρηση για τη δραστηριότητά τους σε διάφορα μέρη τού κόσμου» (pro eorum peragendis necessariis negotiis ad diversas mundi partes), Reg. Vat. 681, φύλλο 273.
Η Ζωή έφυγε από τη Ρώμη με μεγάλη ακολουθία στις 24 Ιουνίου (1472) και έφτασε στη Μόσχα στις 12 Νοεμβρίου. Κατά τη διάρκεια τού ταξιδιού της έμεινε στη Νυρεμβέργη από τις 10 μέχρι τις 14 Αυγούστου, όπου την υποδέχθηκαν πολύ φιλόξενα ο δήμαρχος (burgomaster) και το δημοτικό συμβούλιο [Günther Schuhmann, «Die “Kaiserin von Konstantinopel” in Nürnberg» στο Archive und Geschichts-forschung: Studien zur fränkischen und bayerischen Geschichte Fridolin Solleder zum 80. Geburtstag dargebracht, Neustadt a.d. Aisch, 1966. σελ. 148-74, ιδιαίτερα σελ. 157-65].
- [←15]
-
Pierling, La Russie et le Saint-Siège, I, 116-75 με πλήρη λεπτομέρεια. Pastor, Hist. Popes, IV, 193-94, 229-30 και Gesch. d. Päpste, II (ανατυπ. 1955), 446-47, 474-75. Alex. Eck, Le Moyen-age russe, Παρίσι, 1933, σελ. 424 και εξής. Raynaldus, Annales ecclesiastici ad ann. 1470, αριθ. 9, τόμ. XIX (1693), σελ. 209 και έτους (ad ann.) 1472, αριθ. 48-49, στο ίδιο, σελ. 245–46. Και σημειώστε στo Arch. Segr. Vaticano, Miscell., Arm. VI, τόμος 39, φύλλο 352, από τα τέλη τού 17ου αιώνα.
Ο Παύλος Β΄ υπήρξε επίσης γενναιόδωρος προς τούς εξόριστους Παλαιολόγους [Gaspare da Verona, de gestis tempore … Pauli II, επιμ. G. Zippel στο RISS, III, μέρος 16 (1904), 59, γραμμές 29-32 και Michele Canensi, De vita et pontificatu Pauli II, στο ίδιο, σελ. 138-39, με τη σημείωση 1]. Υπάρχει συνοπτική περιγραφή των παπικών σχέσεων με τη Ρωσία και την Κεντρική Ευρώπη στον Oscar Halecki, «Sixte IV et la chretiente orientale», Mélanges Eugène Tisserant, II (Πόλη Βατικανού, 1964), 241-64 (στη Βατικανή σειρά Studi e testi, 232). Βλέπε επίσης το βιβλίο τού Halecki, From Florence to Brest (1439-1596), Ρώμη, 1958, σελ. 100 και εξής (Sacrum Poloniae Millennium, τόμ. V).
- [←16]
-
H επιγραφή κάτω από τον ζωγραφικό πίνακα στο Οσπεντάλε ντι Σάντο Σπίριτο γράφει:
«Ανδρέα Παλαιολόγε Πελοποννήσιε / και Λεονάρντο Τόκκο τής δυναστείας τής Ηπείρου / έκπτωτοι από τον Τούρκο τύραννο / είμαι το κράτος που σάς τρέφει / Σοφία κόρη τού Θωμά Παλαιολόγου / παντρεμένη με τον δούκα των Ρώσων / μαζί με άλλα δώρα / αύξησα την προίκα κατά 6.000 χρυσά νομίσματα».
(Andream Palaeologum Peloponnesi / et Leonardum Toccum Epiri Dynastia / a Turcarum Tyranno Exutos / Regio Sum[p]tu Aluit / Sophiam Thomae Palaeologi Filiam / Ruthenorum Duci Nuptam / Cum Alys Muneribus / Turn Sex Mille Aureorum Dote Auxit)
Θυμάμαι με πολλή ευχαρίστηση μια παρατεταμένη απογευματινή επίσκεψη στο Ospedale τον Μαϊο τού 1957, όταν ο Pietro de Angelis, βιβλιοθηκάριος τής Lancisiana, με ξενάγησε στο διάσημο οσπιτάλιο και μού έδειξε το Βιβλίο τής Αδελφότητας τού Αγίου Πνεύματος (Liber Fraternitatis S. Spiritus) τού 15ου αιώνα, που περιείχε τα ωραία δώρα τού Σίξτου Δ’ προς το Οσπιτάλιο, το οποίο εγκατέστησε για πρώτη φορά στην παρούσα θέση ο Iννοκέντιος Γ΄.
- [←17]
-
Πρβλ. Eck, Le Moyen-age russe, σελ. 357, 425-27, 432 και εξής, Pierling, La Russie et le Saint-Siège, I, 225-28, Halecki, From Florence to Brest, σελ. 100, 104-5, 108-9, 112-13, Wm. K. Medlin, Moscow and East Rome, Γενεύη, 1952, σελ. 78 και εξής.
- [←18]
-
G. Berchet, La Repubblica di Venezia e la Persia, Τορίνο, 1865, σελ. 137-39, μετάφραση στα ιταλικά επιστολής από τον Ουζούν Χασάν προς τον δόγη τής Βενετίας, «που γράφηκε στην πύλη μας την πρώτη Δευτέρα τού μηνός Αυγούστου, στις 8 Αυγούστου ’77, με τον Μωάμεθ στο πλευρό» (data ala nostra porta die primo lune mensis Αugusti VIII LXXVII a Machometo citra). Arch. di Stato di Venezia, Commemoriali, Reg. 16, αριθ. 48, φύλλα 76/77—77/78 (78-79) και πρβλ. R. Predelli, Regesti dei Commemoriali, V (1901), βιβλίο xvi, αριθ. 65. σελ. 212-13.
- [←19]
-
Arch. di Stato di Mantova, Arch. Gonzaga, Busta 834. σημείωμα τής 2ας Οκτωβρίου 1474. Πρβλ. στο ίδιο το παπικό σημείωμα Απριλίου 1475, για τη συλλογή των φόρων δεκάτης στα εδάφη τής Μάντουα «για τη μεγάλη επιχείρηση» (propter apparatus maximos), που θα ετοιμαζόταν εναντίον των Τούρκων.
- [←20]
-
Arch. Gonzaga, Busta 85, BXXXIII, αριθ. 13, φύλλο 60.
- [←21]
-
Arch. Gonzaga, Busta 834, σημείωμα τής 1ης Ιουλίου 1475 και πρβλ. το (κατεστραμμένο) σημείωμα προς τον Λοντοβίκο με ημερομηνία 12 Σεπτεμβρίου 1475. Ο Στέφανος ο Μεγάλος, ηγεμόνας τής Μολδαβίας, τον οποίο υπαινίσσεται ο Σίξτος στο σημείωμά του τής 1ης Ιουλίου, είχε νικήσει τούς Τούρκους κοντά στη Ράχοβα (Rahovitsa), βορειοδυτικά από το Γαλάτσι (Calais) στις 10 Ιανουαρίου 1475, για το οποίο σημειώστε Pastor, Hist. Popes, IV, 285 και Gesch. d. Päpste, II (ανατυπ. 1955), 519 και R. Rosetti, «Stephen the Great of Moldavia and the Turkish Invasion», Slavonic Review, VI (1927 28), 86-103. Για τη σημασία τής σταδιοδρομίας τού Στέφανου στην ιστορία τής Ανατολικής Ευρώπης βλέπε Serban Papacostea, «La Politique exterieure de la Moldavie a l’ epoque d’ Etienne le Grand: Points de repere», Revue roumaine d’ histoire, XIV-3 (1975), 423-40.
- [←22]
-
Πρβλ. W. Heyd, Histoire du commerce du Levant, μετάφρ. Furcy Raynaud, II, (1886, ανατυπ. 1967), 399-404 και για την πτώση τού Καφφά βλέπε πιο κάτω.
- [←23]
-
Arch. Gonzaga, Busta 834, σημείωμα με ημερομηνία 17 Σεπτεμβρίου 1475 και πρβλ. στο ίδιο το (κατεστραμμένο) σημείωμα στις 30 Σεπτεμβρίου με το οποίο ο Σίξτος έστειλε στον Λοντοβίκο αντίγραφο επιστολής από τον Ματίας Κορβίνους, που περιέγραφε την τουρκική απειλή:
«…Και έτσι σκεφτείτε, αγαπημένε μας γιέ, ποιοι κίνδυνοι απειλούν ανοιχτά, εκτός αν μπορέσουμε να διεγείρουμε και να χρησιμοποιήσουμε το συντομότερο δυνατό σωτήρια θεραπεία και δεν αμφιβάλουμε ότι ανάλογα με τις εξουσίες μας θα το κάνουμε αυτό».
(… Itaque considera, dilectissime fili, quam aperta immineant pericula nisi nosmet ipso excitemus et salutaria remedia quamprimum adhibeamus, quod te pro viribus tuis non dubitamus esse facturum)
Αυτές οι εκκλήσεις δεν σταματούσαν ποτέ. Πρβλ. στο ίδιο, τα σημειώματα με ημερομηνία 17 Mαρτίου 1476 και 18 Φεβρουαρίου 1477.
- [←24]
-
Για τα στοιχεία σχετικά με τον Ουζούν Χασάν που παρέχει ο Angiolello στην Historia turchesca, βλέπε N. di Lenna στο Archivio veneto-tridentino, V (1924), 28-30, V. Minorsky στο Encycl. of Islam, IV (Leiden, 1934), 1066-68 και πρβλ. σελ. 588 (για την Tabriz), Barbara von Palombini, Bündniswerben abendländischer Mächte um Persien 1453-1600, Wiesbaden, 1968, σελ. 16-31. Σημειώστε επίσης Navagero, Storia venetiana στο RISS, XXIII, στήλη 1144AB και J. Gelcich και L. von Thallóczy, Diplomatarium relationum Reipublicae Ragusanae cum regno Hungariae, Βουδαπέστη, 1887, αριθ. 385, σελ. 630-31 (συντομογρ. Dipl. ragusanum).
- [←25]
-
Arch. Segr. Vaticano, Reg. Vat. 679, φύλλα 80-81 και πρβλ. την εξουσιοδότηση με ημερομηνία 1 Σεπτεμβρίου 1475, για τη συλλογή τού αντι-τουρκικού φόρου δεκάτης «στο βασίλειο τού λαμπρού βασιλιά Ιωάννη τής Αραγωνίας» (in regnis Ioannis Aragonum regis illustris) [στο ίδιο, φύλλα 84–85]. Την 1η Μαρτίου 1476 ο Σίξτος έγραφε στον επίσκοπο Ντομένικο Καμιζάτι τού Ριέτι, τον λεγάτο του στη Γερμανία, Ουγγαρία, Πολωνία και Βοημία, για την ανάγκη να βάλουν κατά μερός ηγεμόνες και ιεράρχες την προσωπική τους έχθρα
«να αναλάβουν και να ασκήσουν με μεγάλη γενναιοψυχία την επιχείρηση τής υπεράσπισης τής χριστιανικής δημοκρατίας εναντίον των επιθέσεων των φοβερών Τούρκων» [στο ίδιο, φύλλα 15-16],
(ad suscipiendum et magno animo prosequendum Christiane reipublice defensionis negocium adversus immanissimos Turchorum impetus)
ενώ στις 7 Μαΐου τού ίδιου έτους έγραφε στον επίσκοπο Νικκολό Σαντοννίνο τής Μόντενα, τον λεγάτο του στη Γαλλία και Βρεττάνη, Βουργουνδία και Σαβοϊα,
«μεταξύ άλλων να αυξήσουμε πραγματικά τις επιθυμίες τής καρδιάς μας για αληθινή πίστη και να διασώσουμε τις ψυχές και την ελευθερία τού ποιμνίου τού οποίου έχουμε την ευθύνη από τα υψηλότερα [της επιθυμίας] τού Κυρίου πάθη, ειδικά αυτή τη φορά που υπάρχει η απειλή προφανούς πίεσης επί των πιστών και πολύ σκληρών διωγμών από τούς Τούρκους» [στο ίδιο, φύλλα 20-21].
(sane inter cetera desideria cordis nostri incrementum vere fidei et animarum salutem ac commissi nobis gregi[s] dominici libertatem supremis [desideramus] affectibus, hoc precipue tempore quo notissima fidelium pressura et sevissima Turchorum persecutio imminet…)
- [←26]
-
Raynaldus, Annales ecclesiastici ad ann. 1475, αριθ. 23-27, τόμ. XIX (1693), σελ. 261-62. Heyd, II, 400-6, τον οποίο ο Babinger, Maometto (1957), σελ. 505-9 ακολουθεί μάλλον στενά. O Pastor, Gesch. d. Päpste, II (ανατυπ. 1955), 519 σημειώνει ότι η πτώση τού Καφφά (6 Ιουνίου) μαθεύτηκε στη Ρώμη τον Σεπτέμβριο. Ήταν αποφασιστικό πλήγμα για το ηθικό των μαχονέζων τής Χίου, για το οποίο πρβλ. Philip P. Argenti, Occupation of Chios, I (Καίμπριτζ, 1958), 226-29.
O Angiolello, Hist. turchesca, επιμ. Ursu, σελ. 72–80 είναι καλά πληροφορημένος για την πτώση τού Καφφά, η οποία έκανε βαθιά εντύπωση στην παπική κούρτη:
«…πρόσφατα κατακτήθηκε η υπέροχη και πυκνοκατοικημένη πόλη Καφφάς, αγαπημένα μας παιδιά που υπάγονται στη δικαιοδοσία των Γενουατών, με σφαγή πολλών από τούς πιστούς τού Χριστού και αφαίρεση όλων των καλών πραγμάτων από τούς κατοικους της …»,
(…nuper expugnata splendidissima ac populosa urbe Caffa dilectorum filiorum populi Ianuensium dicioni subiecta cum multorum Christi fidelium strage et bonorum omnium illius incolarum detractione…)
από τη βούλλα «Επιχειρώντας διαλογισμό» (Dum attenta meditatione), με ημερομηνία 1 Μαρτίου 1476, στo Arch. Segr. Vaticano, Reg. Vat. 679, φύλλο 90 και πρβλ. φύλλο 147.
Καθώς περνούσε ο χρόνος, ο Σίξτος Δ’ προσπάθησε να ελευθερώσει πληρωνοντας λύτρα κάποιους από τούς ατυχείς, οι οποίοι είχαν συλληφθεί από τούς Τούρκους «με την καταστροφή και λεηλασία τής πόλης τού Καφφά κατά τα προηγούμενα έτη» (annis superioribus in calamitate et direptione civitatis Caffensis), Reg. Vat. 550 (Sixti IV Bull. secret. «apud Trapezuntium», τόμος V), φύλλο 118, βούλλα με ημερομηνία 18 Σεπτεμβρίου 1479.
- [←27]
-
Πρβλ. Argenti, Occupation of Chios, Ι, 210, 509, Babinger, Maometto, σελ. 207-9, 404. Για τις Φώκαιες βλέπε Wolfgang Muller-Wiener, «Kuşadasi und Yeni-Foca: Zwei italienische Gründungsstadte des Mittelalters», Istanbuler Mitteilungen, XXV (1975), 399-420, στον οποίο έχει γίνει αναφορά πιο πάνω.
- [←28]
-
Από το 1415 περίπου το εμπόριο στην Ανατολική Μεσόγειο των Γενουατών (καθώς και εκείνο των Καταλανών) μειωνόταν σταθερά, παρά κάποιο περιστασιακά καλό έτος, ενώ εκείνο τής Βενετίας φαίνεται ότι είχε αυξηθεί περίπου κατά το ένα τρίτο στη διάρκεια τού αιώνα. Βλέπε το κάπως θεωρητικό αλλά σημαντικό άρθρο τού Eliyahu Ashtor, «The Volume of Levantine Trade in the Later Middle Ages (1370-1498)», The Journal of European Economic History, IV-3 (Ρώμη, 1975), 573-612 και (γενικά) Ashtor, «The Venetian Supremacy in Levantine Trade: Monopoly or Pre-Colonialism?», στο ίδιο, III-l (1974), 5-53. Τα οικονομικά ιδρύματα και η εμπορική ιστορία τής Γένουας εξετάζονται με κάποια λεπτομέρεια από τον Jacques Heers, Gênes au XVe siècle, Παρίσι, 1961.
- [←29]
-
Arch. Segr. Vaticano, Arm. XXXIX, τόμος 10, φύλλο 159 με ημερομηνία 29 Ιουλίου 1475 και πρβλ. Giuseppe Calamari, Il Confidente di Pio II: Card. Iacopo Ammannati-Piccolomini, 2 τόμοι, Μιλάνο, 1932, II, 530-31. Για το εν λόγω χειρόγραφο βλέπε Frank-Rutger Hausmann, «Armarium 39, tomus 10 des Archivio Segreto Vaticano: Ein Beitrag zum Epistolar des Kardinals Giacomo Ammannati-Piccolomini (1422-1479) und anderer Humanisten», Quellen und Forschungen aus Italienischen Archiven und Bibliotheken, L (1971), 112-80.
- [←30]
-
Argenti, Occupation of Chios, I, 126-46, 408. 411-4. Ο Argenti έχει ακολουθήσει διάφορες πωλήσεις και μεταβιβάσεις μετοχών, καθώς και τη γενική λειτουργία τής μαχόνα, μερικές φορές με μικροσκοπική λεπτομέρεια.
- [←31]
-
Argenti, Occupation of Chios, I, 210, 238-39, 268-69, 655-56. II, 318:
«…οι Μαχονέζοι κύριοι … κατέβαλλαν ετησίως στον βασιλιά των Τούρκων δέκα χιλιάδες χρυσά ενετικά δουκάτα για κάποιο διάστημα και στη συνέχεια καταβάλλουν δώδεκα χιλιάδες ως χαράτσι ή φόρο υποτέλειας…» (από έγγραφο με ημερομηνία 1482).
(…domini Mahonenses … solverunt annuatim regi Τurcοrum ducatos decem milia auri venetos per certa tempora et deinde solverunt et solvunt duodecim milia pro caraihio sive tributo…)
- [←32]
-
Argenti, Occupation of Chios, I, 424-27.
- [←33]
-
Το καντάρι (quintal) τού ύστερου Μεσαίωνα, που ζύγιζε περίπου 110 λίμπρες avoirdupois (16 ουγγιές ανά λίμπρα), είχε προφανώς περίπου το μισό μόνο βάρος τού σύγχρονου κανταριού (quintal), όπου στο μετρικό σύστημα 100.000 γραμμάρια = 220,46 λίμπρες avoirdupois. Η μαστίχα συνήθως συσκευαζόταν σε κουτιά βάρους δύο κανταριών, τα οποία θα ζύγιζαν γεμάτα περίπου 220 λίμπρες avoirdupois. Πρβλ. γενικά Argenti, Occupation of Chios. I, 521-24, που βρίσκω κάπως μπερδεμένο.
- [←34]
-
Argenti, Occupation of Chios. I, 484-87.
- [←35]
-
Biblioteca Nazionale Centrale di Firenze, Bibl. Magliabecchiana, χειρόγραφο ΙΙ-111 256, φύλλα 55-56, συλλογή σημειωμάτων τού Σίξτου Δ’ από τον Αύγουστο τού 1481 μέχρι τον Αύγουστο τού 1482.
- [←36]
-
Pier Desiderio Pasolini, Caterina Sforza, 3 τόμοι, Ρώμη, 1893, I, 45-46 και III, έγγραφα 52-59, σελ. 21-26 για τον αρραβώνα (κάπως τυχαίο) τού Τζιρολάμο και τής Κατερίνα. Στο ίδιο, I, 48-49 και III, έγγραφα 64-67, σελ. 29 για την κομητεία τής Ίμολα, την επιστροφή τής οποίας στα κράτη τής εκκλησίας χρειάστηκε να αγοράσει ο Σίξτος από τον δούκα τού Mιλάνου για 40.000 δουκάτα. Πρβλ. Pastor, Gesch. d. Päpste, II (ανατυπ. 1955), 490-91.
Σύμφωνα με παπικό σημείωμα με ημερομηνία 18 Ιανουαρίου 1474, απευθυνόμενο προς τον μαρκήσιο Λοντοβίκο Β΄ τής Μάντουα,
«O αγαπημένος μας γιος ευγενής Ιερώνυμος [Τζιρολάμο], υποκόμης και εξ αίματος ανηψιός μας, κατέχει την πόλη μας τής Ίμολα, αλλά πρόσφατα με τις συμβουλές των σεβάσμιων αδελφών μας, των καρδινάλιων τής Αγίας Ρωμαϊκής Εκκλησίας, για να διεκπεραιώσει τα καθήκοντα τού γενικού εκπροσώπου που τού έχουν ανατεθεί, πρέπει το συντομότερο δυνατό να τον βοηθά συνεχώς κάποιο δικό μας πρόσωπο, αφού δεν μπορεί να είναι μόνος του …»
(Dilectus filius nobilis vir Hieronymus vicecomes nepos secundum carnem noster possessionem civitatis nostre Imolensis quam nuper de consilio venerabilium fratrum nostrorum Sancte Romane Ecclesie cardinalium in vicariatum ei concessimus adire quam primum debet, et quia persone nostre assistit continue, per se ipsum non potest…)
και έτσι o Τζιρολάμο Ριάριο σχεδίαζε να στείλει υποδιοικητή του στην Ίμολα [Arch. di Stato di Mantova, Arch. Gonzaga, Busta 834].
- [←37]
-
Arch. di Stato di Mantova, Arch. Gonzaga, Busta 834:
«Πριν λίγες μέρες ήρθαν σε εμάς ρήτορες από τα αγαπημένα μας παιδιά, τον ευγενή Πέτρο Μοτσενίγκο τής Βενετίας και τον Γκαλεάτσο Μαρία δούκα τού Μιλάνου, καθώς και από τη δημοκρατία τής Φλωρεντίας, ζητώντας, και έχοντας κάνει ένωση μεταξύ τους, να τούς αφήσουμε να εισέλθουν σε όποια χώρα επιθυμούν να εισέλθουν. Μπορούμε να παρουσίασουμε πολλούς λόγους, για να δείξουμε ότι δεν είναι σωστό για τον ανώτατο ποντίφηκα, που είναι καθολικός πατέρας όλων, να συνδέεται με κάποια συγκεκριμένη συνομοσπονδία…».
(Superioribus diebus cum dilectorum filiorum nobiliorum virorum Petri Mozenici Venetiarum et Galeatii Marie Mediolani ducum necnon reipublice Florentine oratores ad nos venissent postulantes ut ligam quam inter se fecerant et in qua locum ingrediendi nobis reliquerant ingredi vellemus, adduximus multas rationes quibus eis ostendimus non decere summum pontificem, qui omnium universalis pater est, particulari alicui lige confoederari …)
Ύστερα από αυτό δόθηκαν στον Λοντοβίκο Γκονζάγκα οδηγίες με το νόημα και την αρμοδιότητα τού παπικού αρμόδιου «για τη χορήγηση και αφαίρεση αρμοδιοτήτων» (ligandi et solvendi potestas). Αυτό το σημείωμα διασώζεται επίσης σε αρχειακό μητρώο τής Μάντουα, όπου καταγράφεται μαζί με την ευγενική αλλά μάλλον όχι δεσμευτική απάντηση τού Λοντοβίκο [στο ίδιο, Busta 85, φύλλα 72-73].
- [←38]
-
Pastor, Hist. Popes, IV, 272, 278–80, 284-85 και Gesch. d. Päpste, II (ανατυπ. 1955), 507-8, 513-14, 518-19.
- [←39]
-
Arch. Segr. Vaticano, Reg. Vat. 679, φύλλα 147-150. στη βούλλα αυτή ο Σίξτος επίσης υπογραμμίζει ότι, από τον θάνατο τού προκατόχου τού Παύλου Β΄, μεγάλο μέρος των πόρων τής Αποστολικής Έδρας είχαν δαπανηθεί σε επιδοτήσεις προς τούς Ούγγρους, τον δεσπότη τού Moριά, τούς Αλβανούς ηγεμόνες, τον δεσπότη τής Άρτας, «και σε πολλούς άλλους άρχοντες, επαρχίες και λαούς» [στο ίδιο, φύλλα 147-148]. Όσο για τον Κάρολο Τολμηρό (Charles the Bold) τής Βουργουνδίας (πέθανε τον Ιανουάριο τού 1477), αν και τού άρεσε να παρουσιάζεται στον ρόλο σταυροφόρου, ποτέ δεν ξεκίνησε σοβαρές ετοιμασίες για εκστρατεία εναντίον των Τούρκων. Πρβλ. R. J. Walsh, «Charles the Bold και the Crusade…», Journal of Medieval History, III (1977), 53-86.
- [←40]
-
Allegretto Allegretti, Diari sanesi, στο RISS, XXIII (Μιλάνο, 1733), στήλες 777-78, ο οποίος δείχνει ότι οι δολοφόνοι είχαν και προσωπικούς λόγους], Malipiero, Annali veneti στο Arch. stor. italiano, VII-1 (1843), 245, Sigismondo de’ Conti (da Foligno), Le Storie de’ suoi tempi dal 1475 al 1510, 2 τόμοι, Ρώμη, 1883, I, 17. Πρβλ. Bernardino Corio, L’ Historia di Milano, Βενετία, 1554, σελ. 22-25 και βλέπε γενικά Vincent Ilardi, «The Assassination of Galeazzo Maria Sforza και the Reaction of Italian Diplomacy» στο Lauro Martines (επιμ.), Violence and Civil Disorder in Italian Cities, 1200-1500, Μπέρκλεϋ, Λος Άντζελες, Λονδίνο, 1972, σελ. 72-103.
- [←41]
-
Τέτοιο σημείωμα υπάρχει στο Arch. di Stato di Mantova, Arch. Gonzaga, Busta 834, απευθυνόμενο στον Λοντοβίκο Γκονζάγκα:
«Πρέπει τώρα, συνειδητοποιώντας τον απροσδόκητον θάνατο τού διακεκριμένης μνήμης Γκαλεάτσο Μαρία, δούκα τού Μιλάνου, να κατανοεί η ευγένειά σας γιατί λυπούμαστε πολύ, περισσότερο για μεγάλους λόγους, αλλά κυρίως για την ηρεμία τής Ιταλίας…»
(Debuit iam ut opinamur nobilitas tua intellexisse insperatam mortem insignis memorie Galeazmarie ducis Mediolani quam nos pluribus ex causis maxime vero propter quietem Italicam vehementer dolemus … )
και πρβλ. στο ίδιο το σημείωμα με ημερομηνία 1 Φεβρουαρίου 1478. Ελπίζοντας ότι ο Λοντοβίκο θα αποδεικνυόταν σταθεροποιητική δύναμη στη βόρεια Ιταλία, ο πάπας τού απένειμε το χρυσό ρόδο με σημείωμα με ημερομηνία 31 Μαρτίου 1477 [στο ίδιο, Busta 834 και Busta 85, BXXXIII, αριθ. 13, φύλλα 79-80].
- [←42]
-
Πρβλ. Pastor, Hist. Popes, IV, 290-99 και Gesch. d. Päpste, II (ανατυπ. 1955), 524-31.
- [←43]
-
Navagero, Storia veneziana στο RISS, XXIII, στήλες 1146E-1147, 1149C] για το Λεπάντο. C. Eubel, Hierarchia, II (1914, ανατυπ. 1960), 200. [Νικκολό ντα Γκαέτα, αρχιεπίσκοπος Νάξου και Πάρου]
«δεν προσφέρεται κοινή υπηρεσία εκτός από τη συνηθισμένη των 10 φλουριών ανά βαλλιστή, επειδή η εκκλησία τής Πάρου, όπως λέγεται, κατά το μεγαλύτερο μέρος της έχει καταληφθεί από τούς Τούρκους».
(non obtulit servitia communia nisi illos solitos 10 fl. pro balista, quia ecclesia Pariensis a Turcis pro maiori parte occupata dicitur)
Πρβλ. Raynaldus, Annales ecclesiastici ad ann. 1476, αριθ. 4-9, τόμ. XIX (1693), σελ. 265-66, Wm. Miller, Latins in the Levant, σελ. 611-12, Babinger, Maometto, σελ. 512-17, 526-27. Για τις δυσκολίες τού Ματίας στις σχέσεις του με τον Φρειδερίκο Γ΄ πρβλ. A. Bachmann, Urkundliche Nachtrage zur osterreichisch-deutschen Geschichte im Zeitalter Kaiser Friedrichs III., Βιέννη, 1892, αριθ. 251, 264, 371 και ιδιαίτερα 416, ενώ για τον τουρκικό πόλεμο στη Boσνία εναντίον των Ούγγρων το 1476-1477 βλέπε Angiolello, Historia turchesca, επιμ. Ursu (1909), σελ. 93-96.
- [←44]
-
Για τις τουρκικές εισβολές που έφταναν βαθιά στο Φριούλι, απειλώντας το Πορντενόνε στις 11 Νοεμβρίου 1477, για τον τρομερό φόβο για τούς εισβολείς σε ολόκληρη τη διάρκεια τής παπικής θητείας τού Σίξτου Δ’ και για τα μετέπειτα χρόνια και για τον μακροχρόνιο πόλεμο μεταξύ Φρειδερίκου Γ΄ και Ματίας Κορβίνους, που τερματίστηκε μόνο με τον θάνατο τού τελευταίου τον Απρίλιο τού 1490, βλέπε Giuseppe Vale, Itinerario di Paolo Santonino στο Carintia, Stiria e Carniola negli anni 1485-1487 (Cod. Vat. lot. 3795), Città de Vaticano, 1943, ιδιαίτερα σελ. 21-36, με πλούσια βιβλιογραφία.
To Δρομολόγιο (Itinerario) τού Σαντονίνο περιέχει συχνές αναφορές σε εκκλησίες και χωριά, «που σε επιδρομές Τούρκων όλες [οι πόλεις] καταστράφηκαν από πυρκαγιά» (que in Τurcοrum excursione omnes [ville] incendio consumpte fuere) [στο ίδιο, σελ. 154], «για περιπτώσεις, που ο τουρκικός στρατός πυρπολούσε ολόκληρες περιοχές και τούς αφαιρούσε τη λεία» (tempore quo Τurcοrum exercitus regionem omnem incendio et preda vastavit) [σελ. 164 και πρβλ. σελ. 166, 199, 202, 207, 208 σημείωση 2, 211, 216, 217, 219 (που αναφέρεται σε στρατό 15.000 Τούρκων) και αλλού].
Aριθμός αντι-τουρκικών σημειωμάτων τού Σίξτου Δ’, απευθυνομένων στον δούκα Έρκολε Α’ ντ’ Έστε τής Φερράρα διατηρούνται στο Archivio di Stato di Modena, Cancelleria marchionale (dal 1393) poi ducale (dal 1471) Estense, Carteggio di principi e signorie, Roma, Busta 1293A/8, αριθ. 65, 73 και 86 (για τον Ουζούν Χασάν), 93 και 94 (για την πτώση τού Καφφά το 1475), 103, 105, 111, 116 και 119 (για την επιτακτική ανάγκη επιδότησης για τον Κορβίνους). Σημείωμα στις 17 Ιανουαρίου 1478 υπογραμμίζει τον κίνδυνο τουρκικών εισβολών στο Φριούλι [in agro Foroiuliensi, στο ίδιο, αριθ. 125] και άλλο στις 27 Απριλίου ζητά πάλι βοήθεια από τη Φερράρα για τον σκληρά πιεζόμενο Κορβίνους [υπ’ αριθ. 127]. Δύο χρόνια πριν από αυτό, με σημείωμα στις 21 Απριλίου 1476, ο Σίξτος είχε απορρίψει αίτημα τού Λουδοβίκου ΙΑ’ τής Γαλλίας για σύγκληση γενικής συνόδου στη Λυών «για τη χρησιμότητα και αναμόρφωση τής χριστιανικής κοινοπολιτείας» (ob utilitatem et reformationem reipublice Christiane) σε υποτιθέμενη συμφωνία με το διάταγμα τής Κωνσταντίας (Constance).
Ο Σίξτος αρνούνταν την εγκυρότητα τού διατάγματος, αναφέροντας ότι οι γενικές σύνοδοι απαιτούσαν τη διαβεβαίωση όλων των χριστιανών ηγεμόνων «ότι θα παρίστανται αυτοπροσώπως» (ut personaliter interessent). Υπήρχε όμως μεγάλη διαφωνία και εχθρότητα μεταξύ των ηγεμόνων για να μπορεί να συγκληθεί σύνοδος και αν αυτού τού είδους η διαφωνία συνεχιζόταν, ο Τούρκος τελικά θα άρπαζε και την υπόλοιπή Ευρώπη και θα προσπαθούσε να καταστρέψει τη Χριστιανοσύνη. O Xριστιανικότατος βασιλιάς τής Γαλλίας έπρεπε να γνωρίζει, ότι μια σταυροφορία ήταν απαραίτητη και όχι μια σύνοδος [υπ’ αριθ. 104].
- [←45]
-
Navagero, ό. π., στήλη 1153C, Angiolello, Hist. tuchesca, επιμ. Ursu, σελ. 97-102.
- [←46]
-
Πρβλ. Navagero, ό. π., στήλες 1141-43, 1153-55, 1158-59, 1161-62 για το Σκουτάρι (Σκόδρα) και για την Κρόια passim. Για τη συνθήκη βλέπε το κείμενο και τη σημείωση που ακολουθεί. Ο Marinus Barletius, De Obsidione Scodrensi στο Philip Lonicer, Cron, turcica, III, Φρανκφούρτη, 1578, φύλλα 231-71 αποτελεί την καλύτερη πηγή για την πολιορκία τού Σκουτάρι. Πρβλ. Iorga, Gesch. d. osman. Reiches, II (Γκότα, 1909), 187 και εξής. O ιστορικός Marinus Barletius, ντόπιος τού Σκουτάρι, έζησε την τουρκική πολιορκία τού 1478 και έχει αφήσει πολύ ζωηρή περιγραφή της. Bλέπε F. Pall, «Marino Barlezio» στο Mélanges d’ histoire generale, επιμ. Const. Marinescu, II (Βουκουρέστι, 1938), 139-41 και αλλού. Για άλλες πηγές σχετικές με την πολιορκία, πρβλ. Pall, ό. π., σελ. 198-99 και βλέπε Angiolello, Hist. turchesca, επιμ. Ursu, σελ. 102-7.
- [←47]
-
Franz Miklosich και Jos. Müller, Acta et diplomata graeca, III (Βιέννη, 1865, ανατυπ. 1968), 293-98, ελληνικά κείμενα τουρκικών εγγράφων με ημερομηνία 7 έως 29 Ιανουαρίου 1479, από τα οποία ακολουθεί η συνθήκη τής 25ης Ιανουαρίου 1479:
«Ὁ μέγας αὐθέντης καὶ μέγας ἀμοιράς σουλτὰν Μεχαιμετπέειης καὶ υἱὸς τοῦ μακαρίτου μεγάλου αὐθέντου τοῦ Μουρατμπέιη, ὀμναίγω εἰς τὸν θεὀν τοῦ οὐρανοῦ καὶ τῆς γῆς καὶ εἰς τὸν μέγαν ἡμῶν προφήτην τὸν Μωάμεθ καὶ εἰς τὰ ἑπτά μουσάφια, τὰ κρατοῦμεν καὶ ὁμολογοῦμεν ἡμεῖς οἱ μουσουλμάνοι, καὶ εἰς τοὺς ρκδ’ προφήτας τοῦ θεοῦ πλειῶν τε καὶ ὀλίγων καὶ εἰς τὴν πίστιν, ὁποῦ πιστεύω καὶ ὁμολογῶ, καὶ εἰς τὴν ψυχὴν μου καὶ εἰς τὴν ψυχὴν τοῦ πατρός μου καὶ εἰς τὸ σπαθὴν, τὸ ζώνομαι. ἐπειδὴν ἡ αὐθεντία μου εἶχεν πρότερον ἀγάπην καὶ φιλίαν μετὰ τῆς ἐκλαμπροτάτης καὶ ὑψηλοτάτης αὐθεντίας τῆς Βενετίας, νῦν δὲ πάλιν βουλομένη ποιῆσαι νέαν ἀγάπην καὶ ὁρκομωτικόν εἰς βεβαίωσιν καλῆς φιλίας καὶ νέας ἀγάπης, ἐπὶ τοῦτο ἔστειλεν δὲ ἡ προειρημένη ἐκλαμπροτάτη αὐθεντία τὸν ἐξῃρημένον καὶ σοφὸν ἄρχοντα κῦρ Ἰωάννην τὸν Δαρεῖον σεκρετάριον ἀποκρισιάρην εἰς τὴν αὐθεντίαν μου, διὰ νὰ ποιήσωμεν τὴν λεγομένην ἀγάπην μὲ τὰ κάτω γεγραμμένα κεφάλαια, παλαιὰ τε καὶ νέα. ἐπὶ τούτῳ δὲ ἡ αὐθεντία μου ὑπόσχομαι διὰ τῶν ἄνω γεγραμμένων ὅρκων τὸ καθὼς ἦτον ἀγάπη καὶ φιλία πρότερον ἀνάμεσὸν μας ἤγουν μὲ τοὺς ἄρχοντας καὶ ἀνθρώπους καὶ συμμάχους αὐτῶν, κάμνω δὲ πιστὴν, καλὴν καὶ καθαρὰν ἀγάπην τὸ διὰ ξηρᾶς καὶ θαλάσσης μέσα καὶ ἔξω τοῦ Στενοῦ, μὲ χώραις, κάστροις, νησία καὶ τόπους, ὁποῦ σηκώνουσιν τὸ σημεῖον τοῦ ἁγίου Μάρκου, καὶ ὅσαις θέλουσι σηκώνειν εἰς τὸ ἑξῆς, καὶ ὅσοι τόποι εἶναι εἰς τὴν ὑποταγὴν καὶ ἐπιστασίαν αὐτῶν, καὶ εἰς πράγματα, ὁποῦ ἔχουσιν ἕως τὴν σήμερον καὶ μέλλουσιν ἕξειν εἰς τὸν μέλλοντα χρόνον. τὸ μὲν πρῶτον οὐδείς ἄνθρωπος τῆς αὐθεντίας μου νὰ μηδὲν τολμήσῃ νὰ ποίησῃ ζημίαν ἤ ἐναντίον αὐθεντίας τῆς Βενετίας, οὔτε τοὺς ἀνθρώπους αὐτῶν˙ εἰ δὲ καὶ γένῃ, νὰ ὀφείλῃ ἡ αὐθεντία μου νὰ παιδεύῃ αὐτοὺς κατὰ τὴν αἰτίαν τους˙ ὁμοίως καὶ ἡ ἐκλαμπροτάτη αὐθεντία πρὸς ἡμᾶς. ἕτερον δὲ ἐὰν ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους τῆς αὐθεντίας μου ἐπάρθη ἀπὸ τὴν σήμερον καὶ ἔμπροσθεν ἤ τόποι ἤ ἄλλον πρᾶγμαν τῆς ἐκλαμπροτάτης αὐθεντίας καὶ τῶν ἀνθρώπων της, πάλιν νὰ ἐπιστρέφεται ἐξοπίσω, τὸ ὁποῖον νὰ ὀφείλουν καὶ αὐτοὶ πρὸς τὴν αὐθεντίαν μου. καὶ οἱ ἄνθρωποι καὶ πραγματευταὶ αὐτῶν διὰ ξηρᾶς καὶ θαλάσσης νὰ ἔρχωνται εἰς πᾶν τόπον τῆς αὐθεντίας μου, καὶ νὰ εἶναι σηγοῦροι καὶ ἄνετοι μὲ πᾶσαν τὴν πραγματείαν καὶ μὲ κάτεργὰ τε καὶ καράβια˙ τὸ ὁμοίως καὶ αὐτοὶ πρὸς ἡμᾶς εἰς τόπους αὐτῶν, καὶ ὁ δούκας τῆς Ἀξίας καὶ οἱ ἀδελφοὶ του καὶ οἱ ἀδελφοὶ καὶ οἱ ἄρχοντες καὶ ἄνθρωποὶ των μὲ τὰ καράβια των καὶ ἄλλα πλευσήματα νὰ εἶναι εἰς τὴν ἀγάπην, καὶ νὰ μηδὲν ὀφείλουσι καμιὰν δουλωσύνην τὴν αὐθεντίαν μου, ἀμὴ νὰ ἀπερνοῦν ὡς Βενέτικοι, καθὼς ἦσαν πρότερον. ἕτερον δὲ, ὅσα καράβια καὶ κάτεργα ἤγουν πραγματευτάδικα καὶ ἀρματωμένα τῆς αὐθεντίας μου, ὁπόθεν καὶ ἄν εὑρεθῶσι μὲ τὰ βενέτικα, νὰ ἔχουν καλὴν συντροφίαν καὶ ἀγάπην ἀλλήλως, τὰ κουρσαρικὰ δὲ καὶ κλέπτικα, ὁπόθεν πιασθῶσιν, νὰ ἔχουν παίδευσιν. ἔτι ἄν τις Βενέτικος ποίσῃ χρέος ἤτε ἄλλον κακὸν εἰς τόποις τῆς αὐθεντίας μου, οἱ ἄλλοι Βενέτικοι νὰ μηδὲν ἀνέχωνται, καὶ ὁμοίως καὶ ἡ αὐθεντία Βενετίας πρὸς τοὺς ἐδικοὺς μας. καὶ εἰ μὲν φύγῃ σκλάβος βενέτικος καὶ ἔλθῃ εἰς Τούρκων χέρια, εἰ μὲν γένῃ μουσουλμάνος, νὰ δίδουν πρὸς τὸν αὐθέντην αὐτοῦ ἄσπρα ,α, εἴτε καὶ ἔναι χριστιανός, νὰ στρέφηται ἐξοπίσω. καὶ ἐὰν τζακισθῇ ξύλον Βενέτικον εἰς τὸν τόπον τῆς αὐθεντίας μου, ὅλοι οἱ ἄνθρωποι νὰ εἶναι ἐλευθερωμένοι, καὶ τὰ πράγματα νὰ στρέφωνται εἰς τοὺς νικοκυροὺς˙ τὸ ὁμοίως καὶ οἱ αὐτοὶ πρὸς ἡμᾶς. καὶ εἰ μὲν ἀποθάνῃ βενέτικος ἄνθρωπος εἰς τὸν τόπον τῆς αὐθεντίας μου ἄνευ διαθήκης ἤ κληρονομίας, νὰ δοθοῦν τὰ πράγματα αὐτοῦ πρὸς τὸν μπάιλον Βενετίας, ἐκεῖ δὲ, ὁποῦ δὲν εὑρίσκεται μπάιλος, νὰ δοθοῦνται εἰς Βενετίκων χέρια, ὡς τοῦ νὰ γράψῃ ἡ Βενετία, οὕτως νὰ γένῃ. ἔτι δὲ ἡ ἐκλαμπροτάτη αὐθεντία νὰ ἔχῃ ἄδειαν καὶ ἐξουσίαν ἤγουν νὰ στέλνῃ μπάιλον εἰς τὴν Κωνσταντινούπολιν μὲ τὴν φαμελίαν του κατά τὴν συνήθειαν, ὁποῖος νὰ ἠμπορῇ νὰ κρίνῃ καὶ νὰ διοικῇ εἰς πράγματα τῶν Βενετίκων κατὰ τὴν συνήθειαν αὐτοῦ, καὶ ὁ σουμπάσης νὰ ὀφείλει νά τον δίδῃ βοήθειαν καὶ συνδρομὴν. καὶ ὁ λεγόμενος μπάιλος, ὁποῦ θέλῃ εὑρίσκεσθαι κατά τοὺς καιρούς, νὰ ὀφεἰλει νὰ δίδῃ τὴν αὐθεντίαν μου καθὲν χρόνον διὰ κανίσκην φλουρία βενέτικα χιλιάδες δέκα ἀπὸ τὴν πρᾶξιν τῆς πραγματείας αὐτῶν. ἔτι δὲ ὀφείλη ἡ ἐκλαμπροτάτη αὐθεντία Βενετίας διὰ πᾶσαν αἰτίαν, ὁποῦ ἐσυνέβη μέσον ἡμῶν, καὶ διὰ πᾶν χρέος, εἴτε κοινόν, εἴτε ἴδιον, εἴτε τινῶν ἰδικῶν τους ἀνθρώπων διὰ ὅλον τὸν περασμένον καιρὸν πρὸ τῆς μάχης ἕως τὴν σήμερον νὰ δόσουν τὴν αὐθεντίαν μου δουκάτα βενέτικα ,ρ ἕως χρόνους δύο, καὶ πλέον νὰ μηδὲν δύναται ἡ αὐθεντία μου ζητεῖν χρέος κανένα περασμένον, μήτε ἐκ τὴν ἐκλαμπροτάτην αὐθεντίαν Βενετίας, μήτε ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους αὐτῆς. ἕτερον δὲ ὀφείλει ἡ ἐκλαμπροτάτη αὐθεντία Βενετίας νὰ παραδώσῃ τὴν αὐθεντίαν μου τὸ κάστρον λεγόμενον Σκώδρα ἐν τῇ Ἀλβανιτίᾳ, σωζομένου νὰ τὸ ἐκβάλῃ νὰ ἐπάρῃ τὸν ἄρχον, ὁποῦ ἔναι κεφαλὴ, καὶ τοὺς ῥωγατόρους καὶ ὅλους ἄλλους ἀνθρώπους, οἵτινες θέλουν διὰ νὰ ὑπηγένουν, ἤγουν μὲ τὰ πράγματά των, εἴ τι ἄρα καὶ ἄν ἔχουν, καὶ ἡ αὐθεντία νὰ ἐπέρνει τὰς σκεβάς καὶ ἅπασαν ἄλλην ὕλην πολεμικήν, εἴ τι ἄρα καὶ εὑρίσκεται εἰς τὸ παρὸν κάστρον ἄνευ καμίας ἐναντιώσεως. ἔτι δὲ ὀφείλει ἡ ἐκλαμπροτάτη αὐθεντία τῆς Βενετίας νὰ στρέψῃ εἰς τὴν αὐθεντίαν μου, ἤγουν τὸ νησὶ τῆς Λήμνου, σωζομένου τὸ νὰ ἐπέρνουν τὴν κεφαλὴν καὶ τοὺς ἄρχοντας καὶ ἄλλοι ἄνθρωποι, οἵτινες θελήσουν νὰ πηγένουν, νὰ ἐπέρνουν, εἴ τι ἄρα καὶ ἄν ἔχουσι, νὰ πηγένουν, ὁπόθεν θέλουν, καὶ τινὲς ὁποῦ θελήσουν, νὰ ἀπομείνουν εἰς τὸ παρὸν νησίν, νὰ εἶναι συμπαθημένοι εἰς εἴ τι ἔγενεν ἕως τόρι. ἔτι δὲ ἡ παρὼν ἐκλαμπροτάτη αὐθεντία Βενετίας νὰ παραδώσῃ πρὸς τὴν αὐθεντίαν μου τὰ παρὸν κάστροι καὶ τόπους, ἅτινα ἐπάρθησαν ἐν τῇ μάχῃ ἐκ τὴν αὐθεντίαν μου, ἤγουν ἐν τὰ μέρη τοῦ Μωρέως, σωζομένου τὸ οἱ ἄνθρωποι νὰ εἶναι εἰς τὴν ἐξουσίαν των νὰ πηγένουσι, ὁπόθεν θέλουν, ἤγουν μὲ εἴ τι ἄρα καὶ ἄν ἔχουσι, καὶ εἰ μὲν θέλουν τινὲς διὰ νὰ ἀπομείνουν εις τοὺς παρὸν τόπους καὶ κάστρα, νὰ εἶναι καὶ αὐτοἰ πάντα συμπαθημένοι, ἤγουν ἀπὸ πᾶσαν αἰτίαν, εἴ τι ἔγενεν ἕως τόρι. ἔτι δὲ ὀφείλη ἡ αὐθεντία μου νὰ στρέψῃ πρὸς αὐτοὺς τὰς ἐμποδισμένας περιοχὰς, ἤγουν εἰς τὰ παλαιὰ σύνορα τῶν καστρῶν αὐτῶν, ὁποῦ γειτονεύουσι μὲ τοὺς τόπους τῆς αὐθεντίας μου πανταχόθεν˙ διὰ βεβαίωσιν καὶ ἐπικύρωσιν τῶν ἄνωθεν γεγραμμένων κεφαλαίων καὶ ὁρκωμοτικῶν ἔγηνεν δὲ ἡ παροῦσα γραφὴ ἐν τῷ ἔτους ,ςϡπζ’ ἰνδ. ιβ’ μηνὶ ἰανουαρίῳ κε’ ἐν Κωσταντινουπόλι.»
Βλέπε επίσης Navagero, Storia veneziana στο RISS, XXIII, στήλες 1151-60, 1161-62 και πρβλ. στήλες 1168DE-69A λεπτομερώς, Diarium parmense ad ann. 1479 στο RISS, XXII (Μιλάνο, 1733), στήλες 309, 338C, Sanudo, Vite de duchi, στο ίδιο, στήλη 1210CD, Raynaldus, Annales ecclesiastici ad ann. 1478, αριθ. 40-41, τόμ. XIX (1693), σελ. 278, Angiolello, Hist. turchesca, επιμ. Ursu, σελ. 108.
O Alessio Bombaci, «Nuovi Firmani greci di Maometto II», Byzantinische Zeitschrift, XLVII (1954), 298-319, δημοσιεύει για πρώτη φορά δεκατρείς επιστολές στα ελληνικά από τον Μωάμεθ Β΄ προς τον δόγη Τζιοβάννι Μοτσενίγκο (από τις 23 Σεπτεμβρίου 1479 μέχρι τις 30 Απριλίου 1481), όλες από το Liber graecus, μητρώο τού 16ου αιώνα σε περγαμηνή στο Arch. di Stato di Venezia, Miscellanea, atti diplomatice privati, B. 45, για το οποίο βλέπε Bombaci, «Il ‘Liber graecus, un cartolario veneziano comprendente inediti documenti Οttomani in greco (1481-1504)» στο Fritz Meier (επιμ.), Westostliche Abhandlungen: Rudolf Tschudi zum 70. Gebwtstag uberrcicht, Wiesbaden, 1954, σελ. 288-303, ιδιαίτερα σελ. 291 και εξής. Tο εν λόγω μητρώο περιέχει 112 έγγραφα, εκ των οποίων εβδομηνταέξι είναι ή ήσαν στα ελληνικά (τα περισσότερα από τα οποία συνοδευόμενα από ιταλική μετάφραση, ορισμένα διασωζόμενα μόνο σε ιταλική μετάφραση). Υπάρχουν εικοσιέξι επιστολές τού Μωάμεθ Β΄ και πενηνταοκτώ τού Βαγιαζήτ Β΄.
Για τη σύναψη τής ειρήνης τού 1479 βλέπε Fr. Babinger, Johannes Darius (1414-1494): Sachwalter Venedigs im Morgenland, und sein griechischer Umkreis, Μόναχο, 1961, σελ. 84 και εξής. Για τα μεταγενέστερα στάδια πολέμου και ειρήνης σημειώστε επίσης Miller, Latins in the Levant, σελ. 479 και εξής], H. Kretschmayr, Gesch. v. Venedig, II (1920, ανατυπ. 1964), 381–82, ενώ για τις πηγές, στο ίδιο, σελ. 634-35 και Babinger, Maometto, σελ. 528-50.
- [←48]
-
Σφραντζής, Χρονικόν, PG 156, 1070AB, επιμ. Grecu, σελ. 120, 122:
Στο μεταξύ, όπως ανέφερα, ο σουλτάνος κατέλαβε το Λεοντάρι και τη γύρω περιοχή. Τότε υποδούλωσε και τον Άγιο Γεώργιο. Όταν τα είδε αυτά ο Κροκόνδυλος (Κροκόδειλος θα ήταν πιο κατάλληλο όνομα), προσκύνησε και αυτός τον σουλτάνο και παρέδωσε σε αυτόν το κάστρο του και τούς δύο γιους του. Έλαβε ως ανταμοιβή του το Λωΐ, ή καλύτερα το «ελωΐ, ελωΐ», δηλαδή «Κύριέ μου, Κύριέ μου, γιατί δεν εγκατέλειψες πιο πριν και αυτόν τον πρωτεργάτη των προαναφερθέντων κακών;»
«Τοῦ οὖν ἀμηρᾶ, ὡς δεδηλώκαμεν, δουλώσαντος τὸ Λεοντάρι καὶ τὰ περὶ αὐτό, ἐδούλωσεν ἔτι δὲ καὶ τὸν Ἅγιον Γεώργιον. Ταῦτα γὰρ ἰδόντος τοῦ Κροκοντύλου, ἢ μᾶλλον Κροκοδείλου εἰπεῖν οἰκειότερον, προσεκύνησε καὶ αὐτὸς τὸν ἀμηρᾶν καὶ τὸ κάστρον καὶ τοὺς δύο υἱοὺς αὐτοῦ αὐτῷ δέδωκεν. Αὐτὸς δὲ ἔλαβε χάριν τούτων τοῦ Λωΐ, ἢ μᾶλλον τοῦ ἐλωῒ ἐλωΐ, τουτέστι, θεέ μου, θεέ μου, ἵνα τὶ μὴ καὶ αὐτὸν προεγκατέλιπες, τῶν προλεχθέντων κακῶν πρωτεργάτην;»
Ψευδο-Σφραντζής, IV, 19, CSHB, Βόννη, σελ. 407, επιμ. Grecu, σελ. 546:
«Τοῦ οὖν ἀμηρᾶ δουλώσαντος, ὡς δεδηλώκαμεν, τὸ Λεοντάριον καὶ τὰ περί αὐτό, ἔτι δὲ καὶ τὸν ἅγιον Γεώργιον˙ ταῦτα γὰρ ἰδών ὁ Κροκόντηλος, ἤ μᾶλλον εἰπεῖν Κροκόδειλος οἰκειότερον, προσεκύνησεν καὶ αὐτὸς τὸν ἀμηρᾶν, τὸ δὲ κάστρον τοῦ ἁγίου Γεωργίου καὶ τοὺς δύο υἱούς αὐτοῦ δέδωκεν αὐτῷ˙’ αὐτὸς δὲ ἔλαβε χάριν τούτων τὸ ἐλωΐ ἤ μᾶλλον εἰπεῖν τὸ ἠλί καὶ τὰ ἑξῆς, τοῦτ’ ἔστι θεέ μου θεέ μου, ἵνα τὶ μέ ἐγκατέλιπες, ὡς εἰπεῖν μᾶλλον ἵνα τὶ μὴ καὶ αὐτὸν ἐγκατέλιπες, τῶν προελεχθέντων κακῶν πρωτεργάτην;»
O «Crocondilo Clada» αναφέρεται πολλές φορές στις επιστολές τού Τζάκοπο Μπαρμπαρίγκο (1465-1466), στο Κ. N. Sathas, Documents inédits relatifs a l’histoire de la Grèce au moyen age, 9 τόμοι, Παρίσι, 1880-90, ανατυπ. Αθήνα, 1972, τόμ. VI, συχνά αναφερόμενο πιο πάνω, στο Κεφάλαιο 8.
- [←49]
-
Στις 8 Ιανουαρίου 1481 η Γερουσία έγραψε στον σουλτάνο Μωάμεθ,
«Μάθαμε από επιστολές τής επιφανούς εξοχότητάς σας, αυτό που αργότερα υπέπεσε στην αντίληψή μας με μεγάλη ενόχληση, για το κίνημα και τούς νεωτερισμούς τού Κλαδά, τού Έλληνα ύπουλου και επαναστάτη…» [Sen. Secreta, Reg. 29, φύλλο 154 (164)],
(Havemo intexo per lettere de la vostra illustrissima Signoria quello che anche per avanti era pervenuto cum molta molestia a nostra noticia del movimento et novitate facta per el Clada grecho perfido et rebelle…)
ενώ την ίδια μέρα έγραφε στον Βεττόρε Σοράντσο, τον Ενετό ναυτικό γενικό διοικητή, δίνοντάς του εντολή να πάρει μέτρα
«για να επιδιώξετε με κάθε τρόπο και να επιδείξετε όλη τη δυσαρέσκειά μας για την απερίσκεπτη εξέγερση αυτού τού Κλαδά και εκείνων που τον ακολουθούν και να επιδιώξετε τη διατήρηση τής ειρήνης μας»
(ad persequendum in omni actione et omni demonstratione displicentie nostre ex temeraria rebellione illus Clade et sequatium suorum et in studio conservande pacis nostre)
[στο ίδιο, φύλλα 154 (164) και εξής και βλέπε παραπομπές στην επόμενη σημείωση στον Sathas, Documents inedits, I].
- [←50]
-
Bλέπε τις λεπτομερείς και πολύ κατατοπιστικές επιστολές τού Μίνιο, από τις 12 Νοεμβρίου 1479 μέχρι τις 25 Μαρτίου 1483 στο Documents inedits, VI, σελ. 117-213. Ο τίτλος «πασάς», για την προέλευση τού οποίου υπάρχει διαφωνία, συμβόλιζε την υψηλότερη τιμή στην οθωμανική αυτοκρατορία. Ο «φλαμπουλάριο» (flambulario, flamburar) των ενετικών εγγράφων ήταν ο Οθωμανός «σαντζάκ-μπέης» (sanjak-bey), ο κυβερνήτης μιας στρατιωτικής περιοχής (sanjak, σαντζάκ), που αποτελούσε υποδιαίρεση τής επαρχίας τού πασά (eyalet, pashalik, αργότερα ονομαζόμενη vilayet, βιλαέτι). Το όνομα τού δικαστή ήταν «καδής» (qadi, kadi). Πρβλ. για παράδειγμα την αναφορά τού Μinio στον «καδή Καρύταινας, Καλαβρύτων και Άργους» (i Caddi de la Charitena, Calavrita et Argos), στο ίδιο, σελ. 142, γραμμές 27-28. Και ο «σούμπασης» (subashi, subassi) ήταν ο διοικητής πόλης ή κάστρου, όπου ασκούσε τα καθήκοντα τού αξιωματικού ασφαλείας ή τού επικεφαλής τής αστυνομίας.
Για τούς αξιωματικούς τού οθωμανικού στρατού και τής αυλής εκείνη την εποχή, τα στρατιωτικά σώματα, μισθούς, λειτουργίες και παρόμοια βλέπε Şerif Βaştav, Ordo Portae: Description grecque de la Porte et de l’armée du Sultan Μehmed II, Βουδαπέστη, 1947, ο οποίος έχει δημοσιεύσει από την Εθνική Βιβλιοθήκη τού Παρισιού [MS. Grec, αριθ. 1712, φύλλα 424-26] μέρος πραγματείας για το οθωμανικό στρατιωτικό προσωπικό, γραμμένης μεταξύ 1473 και 1481. Ο σχολιασμός τού Βaştav είναι χρήσιμος.
Πολύ πιο λεπτομερής (και πολύ πιο σημαντική) είναι η έρευνα για τα οθωμανικά αξιώματα και την αυτοκρατορία στον Angiolello, Hist. turchesca, επιμ. Ursu, σελ. 123-64, η οποία προέρχεται από τη γενιά που ακολούθησε το Ordo Portae. Για τα ζητήματα αυτά βλέπε επίσης Agostino Pertusi, «Le Notizie sulla organizzazione amministrativa e militare dei Turchi nello ‘Strategicon adversum Τurcοs’ di Lampo Birago (c. 1453-1455)» στο Studi sul medioevo cristiano offerti a Raffatllo Morghen, II (Studi storici, fasc. 88-92, Ρώμη, 1974), 677-87, 693-99. O Birago περιγράφει συνοπτικά τη στρατιωτική και επαρχιακή οργάνωση τού οθωμανικού κράτους, τα τουρκικά όπλα και πανοπλίες, τη διαθέσιμη ανθρώπινη δύναμη, κλπ. (και έχει διατυπώσει σχέδια για εκστρατεία για την ανάκτηση τής Κωνσταντινούπολης).
Για τις ενετικές υποθέσεις στον Moριά το 1480-1481 και ιδιαίτερα την εξέγερση τού Κλαδά, βλέπε επίσης Sathas, I, έγγραφα 184-94, σελ. 271-81 και πρβλ. αριθ. 198, σελ. 303-4 (χρονολογούμενα τον Μάιο τού 1485), πάντοτε ενδεικτικά των ενετικών προσπαθειών διατήρησης τής ειρήνης με τούς Τούρκους. O Σάθας έχει επίσης δημοσιεύσει [από το Bρετανικό Μουσείο, Add. MS. 8586 και τη Biblioteca del Museo Civico Correr, MS. Cicogna 3533] αποσπάσματα σχετικά με την ιστορία τής Ελλάδας (1479-1497), από το ενετικό χρονικό τού Stefano Magno, Docs, inedits, VI, 214-43. Η αντιγραφή του είναι απρόσεκτη.
Ο Stefano Magno, γιος τού Andrea, γεννήθηκε περί το 1499 και πέθανε στις 14 Οκτωβρίου 1572. Το χειρόγραφό του, Annali veneti (e del mondo), διασώζεται σε πέντε τόμους στη Bibl. Correr στη Βενετία, MSS. Cicogna 3529-33. Ο πρώτος τόμος ασχολείται με την καταγωγή των οίκων πατρικίων στη Βενετία, με τις χρονολογίες αποδοχής τους στο Μεγάλο Συμβούλιο (Maggior Consiglio). Είναι αλφαβητικά καταταγμένοι, σύμφωνα με το πρώτο γράμμα τού οικογενειακού ονόματος, συνήθως μια οικογένεια σε κάθε σελίδα, με έγχρωμα οικόσημα. Η σύνταξη τού Magno καλύπτει την περίοδο από το 697 μέχρι τo 1498 (τόμοι II-V), αλλά λείπουν οι περίοδοι 1193-1366, 1389–1477 και 1482-1484, ενώ το έτος 1481 παρουσιάζεται σε 14 μόνο γραμμές κειμένου. Παρέχει αξιοσημείωτη κάλυψη, με εγγραφές που παρέχονται κατ’ έτος, γεγονότων σχεδόν οπουδήποτε στην Ευρώπη και την Ανατολική Μεσόγειο, με ιδιαίτερη προσοχή στη Βενετία και το Φριούλι, την Ιταλία, την Κεντρική Ευρώπη, την Τουρκία, την Αλβανία, τη Συρία, την Αίγυπτο, την Περσία, την Ισπανία, την Tύνιδα και την ακτή τής Μπαρμπαριάς, ενώ δεν παραλείπει ποτέ κάποια τουρκική εισβολή σε χριστιανική επικράτεια. Ο τόμος IV ασχολείται με τα χρόνια 1478-1481, τις τουρκικές επιδρομές στο Φριούλι, την πολιορκία τής Κρόιας και τις διαπραγματεύσεις ειρήνης τού Ντάριο το 1479. Ο μεγάλος όγκος τού χειρόγραφου τού Magno και το πρόβλημα τού προσδιορισμού των πηγών του έχουν δυστυχώς αποτελέσει εμπόδια για τη δημοσίευση των Annali veneti, που παραμένουν μια από τις πιο σημαντικές φιλολογικές πηγές για τις δύο τελευταίες δεκαετίες τού 15ου αιώνα.
- [←51]
-
Malipiero, Annali veneti, ad ann. 1479 στο Arch. stor. italiano, VII-1 (1843), 123, Louis Thuasne, Gentile Bellini et Sultan Mohammed II, Notes sur le sejour du peintre venitien a Constantinople, Παρίσι, 1888, σελ. 10 και σημείωση 2.
- [←52]
-
Angiolello, Hist. turchesca, επιμ. Ursu. σελ. 120-21 με παραπομπές, Thuasne, Gentile Bellini et Sultan Mohammed II, σελ. 38-57, Franz Babinger, «Ein weiteres Sultansbild von Gentile Bellini?» στο Sitzungsberichte der Osterreichischen Akademie der Wissenschaften, Philos.-hist. Kl., CCXXXVII-3 (1961), ανάτυπο 16 σελίδων με εικόνες και στο ίδιο, CCXL-3 (1962), ανάτυπο 20 σελίδων με εικόνες. «Ein vorgeblicher Gnadenbhrief Μehmeds II. für Gentile Bellini (15 Janner 1481)», Italia medioevale e umanistica, V (1962), 85-101.
O Layard ανέσκαψε τη Νεμρούδ (Nimrud) και τη Νινευή (Nineveh) κατά διαστήματα μεταξύ 1845 και 1850 για τούς θεματοφύλακες τού Βρετανικού Μουσείου και υπηρέτησε ως απεσταλμένος τής κυβέρνησής του στην Ισταμπούλ από το 1877 μέχρι το 1880.
- [←53]
-
Raynaldus, Annales ecclesiastici ad ann. 1479, αριθ. 26-29, τόμ. XIX (1693), σελ. 284-85, Iorga, Gesch. d. osman. Reiches, II, 181-82, Babinger, Maometto, σελ. 555-60, 594-95. Tα έγγραφα που δημοσιεύτηκαν ή συνοψίστηκαν από τον Iorga, Notes et extraits, IV (1915), αριθ. ccxiv-ccc, σελ. 312-76 και V (1915), αριθ. i-lxxiv, σελ. 3-58, απεικονίζουν τη γερμανική, ουγγρική και ιταλική ενασχόληση με τoν τουρκικό πόλεμο κατά τη διάρκεια των έξι ή περισσοτέρων ετών πριν το 1479. Το καλοκαίρι τού 1478 οι Τούρκοι επέδραμαν στη Στυρία και την Καρινθία, ύστερα από το οποίο οι φεουδάρχες τής Καρνιόλα απεύθυναν έντονη διαμαρτυρία και επιτίμησαν τον Φρειδερίκο Γ΄, προτρέποντάς τον να σηκωθεί από την οκνηρία και τον ύπνο του και να προστατεύσει τον λαό του από τη λεηλασία των απίστων, για το οποίο βλέπε την παλαιά αλλά χρήσιμη μονογραφία τού Karl Haselbach, Die Turkennoth im XV. Jahrhundert, Βιέννη, 1864, σελ. 46-47 και παράρτημα, σελ. ix-xv, ο οποίος δημοσιεύει το κείμενο τής διαμαρτυρίας των φεουδαρχών.
Το 1479 λεγατινές αποστολές στάλθηκαν στη Γερμανία, Ουγγαρία, Βοημία και Πολωνία, για να κηρύξουν τη σταυροφορία εναντίον των Τούρκων [Arch. Segr. Vaticano, Reg. Vat. 680, φύλλα 151 και εξής, 167 και εξής]. Στις 30 Νοεμβρίου 1482 ο Σίξτος Δ’ θρηνούσε την ευρεία έκταση και την καταστροφικότητα τής τουρκικής εισβολής, η οποία είχε εισχωρήσει στην Αυστρία και τα γειτονικά εδάφη. Πίστευαν ότι ο Μωάμεθ Β΄ ετοιμαζόταν για περαιτέρω επιθέσεις επί τής Στυρίας, τής επαρχίας τού Σάλτσμπουργκ, τής Γκορίτσια και των γειτονικών περιοχών. Ο Σίξτος είχε αποφασίσει να ανανεώσει τις προσπάθειές του εναντίον των Τούρκων, προκειμένου να πετύχει στην Ανατολική Ευρώπη κάποιο μέτρο τής επιτυχίας που είχε σημειώσει με την εκδίωξή τους από το Οτράντο το προηγούμενο έτος (βλέπε πιο κάτω, Κεφάλαιο 12, Reg. Vat. 548, φύλλα 273-278].
- [←54]
-
Babinger, Maometto, σελ. 638.
- [←55]
-
Στο ίδιο, σελ. 633. Όπως έχει πει ο Angiolello για τον Μωάμεθ Β΄, οι ωμότητές του ήσαν «αναρίθμητες» [Hist. turchesca, επιμ. Ursu, σελ. 121-23]: «… για τη σκληρότητά του, που λένε ότι είναι ατέλειωτη …» (….delle sue crudelta, le quali diro che sono infinite….).
- [←56]
-
Speros Vryonis, Jr., «The Byzantine Legacy and Ottoman Forms», Dumbarton Oaks Papers, XXIII-XXIV (1969-70), 276-78.
- [←57]
-
Halil Inalcik, «Capital Formation in the Ottoman Empire», Journal of Economic History, XXIX (1969), 112, ενώ για τον αυξανόμενο όγκο τού εμπορίου από τη βασιλεία τού Μωάμεθ Β΄ και εφεξής βλέπε Inalcik, «Bursa and the Commerce of the Levant», Journal of the Economic and Social History of the Orient, III (Leiden, I960), 131-47.
Στο σημείο αυτό μπορούμε να παρατηρήσουμε, ότι οικονομικά και δημογραφικά στοιχεία είναι δυνατό να συγκεντρωθούν με μεγάλη λεπτομέρεια από τις διασωζόμενες οθωμανικές εγγραφές, επειδή οι αξιωματούχοι επιθυμούσαν να γνωρίζουν τα γεγονότα και κανένας δεν ανησυχούσε για το κόστος τού χαρτιού. Βλέπε για παράδειγμα τα στατιστικά στοιχεία τού 16ου αιώνα που έχουν συγκεντρωθεί από τον Bernard Lewis από 21 κτηματολογικά μητρώα στα οθωμανικά αρχεία τής Ισταμπούλ για τα τέσσερα σαντζάκια τής δυτικής Παλαιστίνης (Σαφάντ, Ναμπλούς, Γάζα και Ιερουσαλήμ) με πληθυσμό περίπου 300.000 άτομα, από τα οποία η οθωμανική κυβέρνηση αποσπούσε εισόδημα περίπου 6.330.000 άσπρων ή περίπου 800.000 χρυσών νομισμάτων. Tα παλαιστινιακά σαντζάκια ανήκαν στο βιλαέτι (eyalet ή vilayet) τής Δαμασκού, το οποίο ήταν προφανώς καλοδιοικούμενο [Lewis, «Studies in the Ottoman Archives», Bulletin of the School of Oriental and African Studies (Univ. of London), XVI (1954), 469-501]. Παρόμοιες μελέτες των σαντζακίων στα Βαλκάνια και την Ελλάδα θα ήσαν ιδιαιτέρως πολύτιμες.
Στις 31 Δεκεμβρίου 1544 η Ενετική Γερουσία, αντιδρώντας στην προτεινόμενη δημοσίευση παπικής βούλλας αφορισμού εκείνων, οι οποίοι αγόραζαν στυπτηρία από τούς Τούρκους και τούς πωλούσαν «κάποια πράγματα, που θα μπορούσαν να χρησιμεύσουν σε πόλεμο εναντίον των χριστιανών» (alcune robbe delle qual si possono servir in guerra contra Christiani), όπως έκανε η Βενετία, σημείωνε ότι τουρκικά αγαθά εισέρχονταν διαρκώς στα κράτη τής εκκλησίας και ότι υπήρχε τουρκική αποικία στην παπική πόλη τής Αγκώνας [Arch. di Stato di Venezia, Sen. Secreta, Reg. 63. φύλλα 204-205 (224-225)]. Η Αγία Έδρα είχε αποκτήσει την Αγκώνα το 1532, για το οποίο πρβλ. πιο κάτω, Κεφάλαιο 13, σημείωση 50.
- [←58]
-
Για τα ευσεβή ιδρύματα και τα διάφορα θρησκευτικά κληροδοτήματα (βακούφια, ονομαζόμενα waqf, πληθ. auqaf στα αραβικά και vakif, πληθ. evkaf στα τουρκικά), βλέπε H. A. R. Gibb και Harold Bowen, Islamic Society and the West, 1-2 (Λονδίνο, 1957, ανατυπ. 1965), 165-78.
- [←59]
-
Inalcik, «Capital Formation in the Ottoman Empire», Journ. Econ. Hist., XXIX, 97-140.
- [←60]
-
Yπάρχει συνοπτική περιγραφή τού παιδομαζώματος (devshirme, ντεβσιρμέ) με βιβλιογραφία από τον V. L. Menage στο Encycl. of Islam, II (1965), 210-13. Bλέπε επίσης Speros Vryonis, Jr., «Isidore Glabas και the Turkish Devshirme», Speculum, XXX (1956), 433-43 και ιδιαίτερα «Seljuk Gulams and Ottoman Devshirmes», Der Islam, XL1 (1965), 224-52.
- [←61]
-
Πρβλ. Babinger, Maometto, σελ. 639–41 και ιδιαίτερα Gibb και Bowen, Islamic Society and the West, 1-1 (1950, ανατυπ. 1963), 43, 56–66, 107 και εξής. 145, 179 και εξής, 314 και εξής, 356. Το σύστημα τού παιδομαζώματος (devshirme) εγκαταλείφθηκε περί τα μέσα τού 17ου αιώνα [στο ίδιο, I-1, 180-81], αν και υπήρξαν λίγες μεταγενέστερες στρατολογήσεις [Menage, Encycl. of Islam, II (1965), 212b].
Παρεμπιπτόντως οι Gibb και Bowen, I-l, 113 αναφέρουν ότι η ονομασία «Υψηλή Πύλη» αναφέρεται στην επίσημη κατοικία τού μεγάλου βεζύρη, σε ένα τεράστιο κτίριο, το οποίο περιλάμβανε επίσης τα διοικητικά γραφεία τού κράτους (εκτός από εκείνα των οικονομικών) μετά το 1654, όταν ο σουλτάνος Μωάμεθ Δ’ απένειμε το κτίριο στον τότε μεγάλο βεζύρη Ντερβίς Μεχμέτ πασά, αλλά το συμπέρασμά τους ότι ο όρος «Υψηλή Πύλη» λανθασμένα εφαρμόζεται για την τουρκική κυβέρνηση πριν από τα μέσα τού 17ου αιώνα είναι ανακριβές. Οι Ενετοί χρησιμοποιούσαν την έκφραση γενιές πριν την άνοδο τού Μωάμεθ Δ’ στον θρόνο.
Σχεδόν στην τύχη διαλέγω από τις σημειώσεις μου τον όρο «Υψηλή Πύλη« (Eccelsa Porta) σε ενετικά έγγραφα τού Μαρτίου 1543 [Sen. Secreta, Reg. 63, φύλλα 2 (22), 3 (23), 4 (24), 7 (27) et passim], ενώ ακόμη σαφέστερη είναι η σύγχρονη ιταλική μετάφραση επιστολής από τον σουλτάνο Σουλεϊμάν προς τον δόγη Φραντσέσκο Ντόνα, που αναφέρεται στην «εμπιστοσύνη και την παλαιά ειλικρινή φιλία μας με την Υψηλή Πύλη σας» (la fidel et sincera amicitia vostra antiqua con la Sublime Porta nostra) στο Arch. di Stato di Venezia, Documenti turchi, σε τόμο ο οποίος τώρα επιγράφεται «A. Depeschen. Νο. 2: Verschiedenen Gesandten zu Konstantinopel» (ο τίτλος είχε προστεθεί κατά την εποχή τής αυστριακής κατοχής των ενετικών αρχείων).
Μπορούμε να βρούμε τον όρο «Υψηλή Πύλη» (Sublime Porte) στο επίσημο κείμενο επιστολής με ημερομηνία 4 Ιουνίου 1552 από την Ενετική Γερουσία προς τον σουλτάνο Σουλεϊμάν [Sen. Secreta, Reg. 68. φύλλο 32 (52)], καθώς και στα έγγραφα με ημερομηνία 19 Νοεμβρίου και 22 Δεκεμβρίου 1567 και σε πολλά άλλα έγγραφα τής ίδιας περιόδου στα Documenti turchi [στον τόμο που επιγράφεται «Νο. II: Lettere diverse del Signor Τurcο, bassa et altri, 1530 fin 1569]:
«…παρουσία τού μεγαλοπρεπούς και εντίμου Τσουμπάτ Τσαούς από την Υψηλή Πύλη»
(…alla presentia del magnifico et honorato Chubat Zaus della Sublime Porta),
«ο ταπεινός υπηρέτης Τσουμπάτ Τσαούς από την Υψηλή Πύλη…»
(l’humile servo Cubat Chiaus della Sublime Porta…)
Στην πραγματικότητα η έκφραση «Sublime Porte» εμφανίζεται στα ενετικά έγγραφα από τις αρχές τού 16ου αιώνα [Sen. Secreta, Reg. 50, φύλλο 149 (161), έγγραφο με ημερομηνία 13 Ιουνίου 1525]:
«και αυτή η επιχείρηση … των δικών μας γαλερών, που εξηγήθηκε στην Υψηλή Πύλη τής μεγαλειότητάς σας και επαινέθηκε…»
(et questa operatione de … [le] nostre galie fu etiam alhora explicata alla Sublime Porta della Celsitudine vostra, et fu commendata…) .
- [←62]
-
Bλέπε γενικά την πολύτιμη μελέτη τού Traian Stoianovich, «The Conquering Balkan Orthodox Merchant», Journal of Economic History, XX (1960), 234-313, με εκτεταμένη βιβλιογραφία, στην οποίο μπορεί να προστεθεί ο Ιoakeim Martinianou, Ἡ Μοσχόπολις, Θεσσαλονίκη, 1957, για τούς Έλληνες, Ελληνο-Βλάχους και Αλβανούς εμπόρους στην Ιταλία, την Αυστρία και τα Βαλκάνια. Η Μοσχόπολις είναι η σημερινή (σε μεγάλο βαθμό εγκαταλειμμένη) Voskopoje, είκοσι περίπου μίλια βορειοδυτικά από την Κορυτσά (Korçe).
- [←63]
-
Eck, Le Moyen-age russe (με πρόλογο τού by Henri Pirenne), σελ. 24-27, 29-32. To ρωσικό εμπόριο με την Ανατολή μέσω τής Κασπίας είχε ήδη σε μεγάλο βαθμό καταστραφεί καά τον 9ο αιώνα από την άφιξη των Πετσενέγκων και εξαφανίστηκε εντελώς ύστερα από τη μογγολική εισβολή στην Περσία και τη Χωρασμία κατά τον 11ο αιώνα [στο ίδιο σελ. 24-25]. Οι Τάταροι κατέστρεψαν τις πόλεις και τον πολιτισμό τής Ανατολικής και κεντρικής Ρωσίας, «μετατρέποντας σε έρημο ολόκληρη την περιοχή τού Κιέβου» [στο ίδιο, σελ. 25-26, 322 και εξής, 332 και εξής]. Ύστερα από την τουρκική κατάκτηση τού Καφφά το 1475, οι Τάταροι τής Κριμαίας αναγνώρισαν την επικυριαρχία τού σουλτάνου Μωάμεθ Β΄ [Mustafa A. Μohammed, «La Politique Οthomane a l’egard de la Moldavie et du khanat de Crimee vers la fin du regne du Sultan Μohammed II ‘le Conquerant’», Revue roumaine d’ histoire, XIII-3 (1974), 509-33, ιδιαίτερα σελ. 523 και εξής]. Όσο γα την άποψη τού Pirenne, την συνθετότητα των πηγών και την ανάγκη για συνετή ερμηνεία των αποδεικτικών στοιχείων, σημειώστε το εμπεριστατωμένο άρθρο τού Eliyahu Ashtor, «Quelques notes d’ un orientaliste sur la these de Pirenne», Journal of the Economic and Social History of the Orient, XIII-2 (1970), 166-94. O Ashtor υπερασπίζεται με εξαιρετικό τρόπο την άποψη τού Pirenne σε πρόσφατα άρθρα του [«Che cosa sapevano i geografi arabi dell’ Europa occidentale?» στο Rivista storica italiana, LXXXI (1969), 453-79, «Nouvelles Reflexions sur la these de Pirenne», Schweizerische Zeitschrift für Geschiehte, XX (1970), 601-7 και «Aperçus sur les Radhanites», στο ίδιο, XXVII (1977), 245-75].
- [←64]
-
Κατά τον 16ο αιώνα το ρωσικό εμπόριο αυξήθηκε δραματικά. Διεξαγόταν κυρίως με τούς Άγγλους και τούς Ολλανδούς, οι οποίοι έρχονταν συχνά από τη Λευκή Θάλασσα. Ο Eck, Le Moyen age russe, σελ. 348-65 παρέχει ενημερωτική περιγραφή αυτού τού εμπορίου, αλλά πιστεύει ότι οι Τούρκοι εμπόδιζαν τη ρωσική οικονομική επέκταση προς νότο [στο ίδιο, σελ. 352, 356], το οποίο είναι αναμφίβολα αληθές, αλλά αφθονία ρωσικών γουναρικών και άλλων προϊόντων έφταναν στη Μεσόγειο μέσω ενδιάμεσων στην Ισταμπούλ.
- [←65]
-
Η οικονομική και κοινωνική ιστορία τής οθωμανικής κυριαρχίας στη Βουλγαρία και Σερβία, Βλαχία, Τρανσυλβανία και Μολδαβία, Μακεδονία και Ελλάδα (καθώς και στην Ουγγαρία και ακόμη και στη Βοημία) δεν μπορεί να γραφεί σωστά χωρίς μεγάλη χρήση των διασωζομένων τουρκικών πηγών. Εκτός από πλούσιο αρχειακό υλικό στην Τουρκία (και την Αίγυπτο), χιλιάδες τουρκικά έγγραφα και διάφορα σχετικά φιλολογικά έργα διασώζονται σε χειρόγραφα στα Κεντρικά Ιστορικά Κρατικά Αρχεία και στην Εθνική Βιβλιοθήκη Κύριλλου και Μεθόδιου στη Σόφια και αλλού, μολονότι βέβαια λίγα σχετικά έγγραφα διασώζονται, που αφορούν τα Βαλκάνια νωρίτερα από τον 16ο αιώνα.
Έχει σημειωθεί μεγάλη πρόοδος στη στάθμιση τής κοινωνικής και πολιτιστικής επίπτωσης των Τούρκων επί των βαλκανικών λαών, αλλά τρομερά καθήκοντα εξακολουθούν να βρίσκονται μπροστά μας, όπως υπογράμμισε ο J. Kabrda, «Les problemes de etude de l’ histoire de la Bulgarie a l’ epoque de la dominance turque», Byzantinoslavica, XV (I954), 173-208, ενώ σημειώστε τού ίδιου συγγραφέα «Les Anciens Registres turcs des cadis de Sofia et de Vidin et leur significance pour l’histoire de la Bulgarie», Archiv Orientalni, XIX (Prague, 1951), 329-92 και «Les sources turques relatives a l’histoire de la dominance Ottomane en Slovaquie», στο ίδιο, XXIV (1956), 568-80.
Για τον ανεκμετάλλευτο πλούτο των οθωμανικών αρχείων στην Ισταμπούλ, την πιο σημαντική από όλες τις ευρωπαϊκές επαρχίες τής αυτοκρατορίας, βλέπε το σημείωμα τού Bernard Lewis, «The Ottoman Archives», Archives, IV (1960), 226-30. Η περιοδική βιβλιογραφία εντοπίζεται πολύ εύκολα στον J. D. Pearson, Index Islamicus (1906-1955), Καίμπριτζ, Αγγλία: Heffer, 1958, ανατυπ. 1961, ιδιαίτερα σελ. 568-88, με τα Συμπληρώματα, 1962, σελ. 178-85 και στο ίδιο, 1967, σελ. 191-92. Oι Τούρκοι «απέκοψαν από το παρελθόν τους» τούς Σέρβους και (ακόμη περισσότερο) τούς Βούλγαρους και ο A. Vaillant έχει περιγράψει τις γλωσσολογικές συνέπειες στο συνοπτικό δοκίμιό του [«Les langues slaves meridionales et la conquete turque», Byzantinoslavica, XIV (1953), 123-29]. To ελληνικό παρελθόν ήταν πολύ πιο ισχυρό για να μπορέσει να εξαλειφθεί.
- [←66]
-
Στην Κεντρική και Ανατολική Ευρώπη από τα μέσα τού 15ου αιώνα, όπως παντού και σε όλες τις εποχές, οι πολιτικές και οικονομικές υποθέσεις πήγαιναν χέρι-χέρι. Οι ηγεμόνες τής Ουγγαρίας και τής Πολωνίας υποτιμούσαν τα νομίσματά τους (που ήταν πληθωριστικό μέτρο), για να πληρώσουν τα στρατεύματά τους, καθώς οι Πολωνοί συνέχιζαν τον πόλεμο με τούς Τεύτονες Ιππότες (το 1453-1466) και τη μια εποχή ή την άλλη οι Ούγγροι πολεμούσαν εναντίον των Τούρκων, των Τσέχων και των Γερμανών. Πολωνοί και Ούγγροι έμποροι, με τα υποτιμημένα νομίσματά τους, εξήγαγαν τον πληθωρισμό των πατρίδων τους στη Βλαχία και τη Μολδαβία, όπου οι βοεβόδες αντιδρούσαν στον νομισματικό πόλεμο υποτιμώντας τα δικά τους νομίσματα και απαγορεύοντας την εξαγωγή χρυσού και ασημιού πέρα από τα σύνορα των ρουμανικών ηγεμονιών. Οι βοεβόδες επίσης περιόριζαν το διεθνές εμπόριο σε συγκεκριμένες προκαθορισμένες αγορές ή είδη πρώτης ανάγκης.
Αφότου όμως η Βλαχία και η Μολδαβία βρέθηκαν κάτω από τουρκική επικυριαρχία, οι βοεβόδες συνήθως κρατούσαν το νόμισμά τους σε ευθυγράμιση με εκείνο τής Πύλης και ως υπήκοοι που πλήρωναν φόρο υποτέλειας στον σουλτάνο, οι έμποροί τους είχαν ελεύθερη πρόσβαση στις αγορές τής Αδριανούπολης, τής Ισταμπούλ και τής Προύσας (Bursa). Καθώς για κάποιο διάστημα οι Τούρκοι ασκούσαν λιγώτερη οικονομική κυριαρχία απ’ ό,τι πολιτική, οι Ρουμάνοι (αν μπορούμε να τούς ονομάσουμε έτσι) συνεχίζοντας τούς μερκαντιλιστικούς τους περιορισμούς σε ξένα νομίσματα και εμπόριο, απολάμβαναν αξιοσημείωτης ευημερίας, μέχρις ότου οι Τούρκοι τούς πλησίασαν γρήγορα και απειλητικά κατά τον ύστερο 16ο αιώνα.
Κατά τη διάρκεια τής καλής περιόδου τους οι Βλάχοι και Μολδαβοί έμποροι έτειναν να εκτοπίζουν τούς Γενουάτες από τις οθωμανικές αγορές. Βλέπε ιδιαίτερα Matei Cazacu, «L’impact Οthoman sur les pays roumains et ses incidences monetaires (1452-1504)», Revue roumaine d’ histoire, XII-1 (1973), 159-92 και πρβλ. τη γενική έρευνα τού Carl M. Kortepeter, «Ottoman Imperial Policy and the Economy of the Black Sea Region in the Sixteenth Century», Journal of the American Oriental Society, LXXXVI-2 (1966), 86-113, ιδιαίτερα σελ. 96 και εξής.
- [←67]
-
Babinger, Maometto, σελ. 511, αντικείμενο διαρκούς συζήτησης, για το οποίο πρβλ. A. H. Lybyer, «The Ottoman Τurks and the Routes of Oriental Trade», English Historical Review, XXX (1915), 577-88 και τις παλαιότερες εργασίες που αναφέρονται εκεί. Μολονότι οι Τούρκοι ενδιαφέρονταν κυρίως για κατακτήσεις, όμως δεν αντιπαθούσαν το εμπόριο και (μέχρι τον 18ο αιώνα) επιδίδονταν σε αυτό ελεύθερα. Όμως αντικείμενο τής οθωμανικής στρατιωτικής και ναυτικής επιχείρησης ήταν ο έλεγχος τής γης και των προϊόντων της, που απέφερε επικερδείς φόρους στα Βαλκάνια και σε ολόκληρη την Ανατολική Μεσόγειο, περιλαμβανομένης τής Αιγύπτου μετά το 1517. Οι Οθωμανοί αναζητούσαν υπεροχή επί χερσαίων μαζών και χρησιμοποιούσαν τις γαλέρες τους όπως τούς γενίτσαρους, για να κρατούν ενωμένες αυτές τις χερσαίες μάζες σε φορολογητέες διοικητικές περιοχές, δηλαδή στα βιλαέτια (eyalets) που ήταν χωρισμένα σε σαντζάκια (sanjaks). Ο κύριος σκοπός των ναυτικών κρατών τής Δύσης ήταν να διατηρούν εμπορικούς σταθμούς, απ’ όπου μπορούσαν να δρέπουν πλούτο μέσω τού εμπορίου. Ενώ οι Ενετοί έπρεπε σε μεγάλο βαθμό να συγκεντρώνουν τις προσπάθειές τους στην Ανατολική Μεσόγειο, όπου οι Τούρκοι τούς συναντούσαν σε άμεση και τρομερή αντιπαράθεση, οι Πορτογάλοι μπορούσαν να περιπλέουν την Αφρική, να εισέρχονται στην Ερυθρά Θάλασσα και στον Περσικό Κόλπο και να πιέζουν για να συλλέξουν μέρος από τον πλούτο των Ινδιών. Οι Πορτογάλοι αντιμετώπιζαν τούς Τούρκους μόνο στη νότια (αραβική) περιφέρεια τής Οθωμανικής αυτοκρατορίας (μετά το 1517) και οι αντιπαραθέσεις αυτές δεν ήσαν τέτοιες, ώστε είτε να εξαντλούν τούς Πορτογάλους ή να τούς αποκλίνουν από τούς εμπορικούς τους στόχους, για το οποίο βλέπε γενικά Andrew C. Hess, «The Evolution of the Ottoman Seaborne Empire in the Age of the Oceanic Discoveries», American Historical Review, LXXV (1970), 1892-1919, με πολλή σύγχρονη βιβλιογραφία. Οι Ενετοί είχαν παγιδευτεί στη Μεσόγειο από τις υποχρεώσεις που δημιουργήθηκαν μετά την εποχή τής 4ης Σταυροφορίας, καθώς και από τη γεωγραφική τους θέση.
- [←68]
-
Kretschmayr, Gesch. v. Venedig, II (1920, ανατυπ. 1964), 265-69, 334, 347-48, 353-54.
- [←69]
-
O A. J. Toynbee, Study of History, IV (Λονδίνο, 1951), 274-89 παρέχει ενδιαφέρουσα παρέκβαση για την ιστορία των τελευταίων ημερών τής Βενετίας, καθώς προσπαθούσε να συντηρήσει την αυτοκρατορική υπόσταση τού Αγίου Μάρκου στην Ανατολή όταν δεν άντεχε πια να το κάνει, δαπανώντας άσκοπα μεγάλο αριθμό ζωών και ποσότητες θησαυρών «σε μια σφαίρα όπου η πολιτική ήταν καταστροφική από κάθε υλική άποψη» [σελ. 279]. Όταν ο Pieter Geyl, επικρίνοντας αυτές τις σελίδες στον Toynbee, ρωτά [Debates with Historians, Χρόνιγκεν και Χάγη, 1955, σελ. 113], «άραγε υπήρχε πραγματικά μεγάλο ποσοστό τής ενετικής αριστοκρατίας, που μάτωσε στους τουρκικούς πολέμους;», νομίζω ότι οι πηγές μάς επιτρέπουν να απαντήσουμε καταφατικά. Όμως μπορεί να μην είμαστε πρόθυμοι να αποδεχτούμε τον ισχυρισμό τού Toynbee, ότι ήταν όπως με τής αρχαίας «Αθήνας την μοιραία εκτροπή, που είχε ειδωλοποιήσει τον δικό της νεκρό εαυτό» [σελ. 274], όπου η Βενετία έριχνε τούς πόρους της στον μακροχρόνιο και ανεπιτυχή πόλεμο τού Χάνδακα (1645-1669) και από εκεί προσχώρησε στην Ιερή Ένωση τού πάπα Iννοκέντιου ΙΑ’ εναντίον των Τούρκων (1684-1699), παλεύοντας πάντα να ξαναδημιουργήσει το παρελθόν «σε ερωτική τρέλλα με τον νεκρό εαυτό τού μεσαιωνικού Λεβαντινού μεγαλείου της» [σελ. 281]. Νομίζω ότι η άποψη τού Toynbee λέει στην καλύτερη περίπτωση τη μσή αλήθεια και προέρχεται μάλλον από εξορθολογισμό πάρα από μελέτη των εγγράφων. Είναι προφανώς ευκολότερο για έναν ιστορικό να υποθέτει για την παρακμή τής ενετικής τύχης, όταν γνωρίζει ότι παρήκμασε, απ’ ό,τι ήταν για τη Γερουσία και το Συμβούλιο των Δέκα να διαμορφώσουν πολιτική, προσπαθώντας να σταθμίσουν τούς κινδύνους μιας επιχείρησης σε σχέση με τα κέρδη από την επιτυχία της. «Όποιος δεν τόλμησε τίποτε, δεν το απέκτησε» (Chi non s’arrischia non guadagna). Αν ο πρώτος από τούς δύο πολέμους στους οποίους αναφέρεται ο Toynbee, δεν απέτρεψε την απώλεια τής Κρήτης, ο δεύτερος ξανακέρδισε τον Μοριά για κάποιο διάστημα (ενώ και οι δύο επέφεραν σοβαρά πλήγματα στην τουρκική δύναμη και στο κύρος των Τούρκων). Η ενετική πολιτική, ακόμη και εκείνη τού Βεττόρε Καπέλλο [βλέπε, πιο πάνω, σελ. 283-85], υπαγορευόταν πάντα από πρακτικούς υπολογισμούς, πράγμα που εξηγεί την επιβίωση τής Δημοκρατίας ως ανεξάρτητου κράτους μέχρι το 1797.
- [←70]
-
Malipiero, Annali veneti, ad ann. 1467 στο Arch. stor. italiano, VIΙΙ (1843), 218.
- [←71]
-
Arch. Segr. Vaticano, Arm. XXXI, τόμος 62, φύλλα 164-170, η καταδίκη τού Λορέντσο και των συνεργατών του, που «εκδόθηκε στη Ρώμη στον Άγιο Πέτρο, το έτος ενσάρκωσης τού Κυρίου 1478, στις καλένδες Ιουνίου, κατά το έβδομο έτος τής παπικής μας θητείας» (datum Rome apud Sanctum Petrum, anno incarnationis dominice, MCCCCLXXVIII, Kal. Iunii, pontificatus nostri anno septimo», ενώ στο ίδιο, φύλλα 170-173 η επιβολή τής απαγόρευσης σε όλα τα φλωρεντινά εδάφη, που «εκδόθηκε … 10 μέρες πριν από τις καλένδες Ιουλίου [22 Ιουνίου]…» (datum … decimo Kalendas Iulii …).
Ακολούθησαν διάφορες άλλες αντι-φλωρεντινές βούλλες στη διάρκεια των επόμενων δεκατεσσάρων μηνών [στο ίδιο, φύλλα 173-183, 210-214, 216-217]. Όλοι όσοι αναλάμβαναν υπηρεσία κάτω από Φλωρεντινούς, δέχονταν πληρωμές από αυτούς ή τούς παρείχαν την παραμικρή βοήθεια ανακηρύσσονταν ως υποκείμενοι στις ίδιες εκκλησιαστικές ποινές. Μάλιστα η Φλωρεντία, το Fiesole και η Pistoia είχαν τεθεί κάτω από άμεση απαγόρευση την 1η Ιουνίου 1478, με τη βούλλα που αφόριζε τον Λορέντσο [στο ίδιο, φύλλο 169]. Ο Κάρλο ντε Μπαροντσέλλι διορίστηκε Φλωρεντινός «Ανατολικός πρόξενος» (consul Levantis) στο Πέρα στις 3 Σεπτεμβρίου 1472 [G. Müller, Documenti sulle relazioni delle città toscane coll’ oriente cristiano e con Turchi, Φλωρεντία, 1879, μέρος I, αριθ. 172, σελ. 216-17 και πρβλ. αριθ. 175]. Ο Κάρλο επέστρεψε στη Φλωρεντία το 1476 [στο ίδιο, αριθ. 182, σελ. 221].
- [←72]
-
Diarium parmense ad ann. 1478 στο RISS, XXII (Μιλάνο, 1733), στήλες 277-79 και εξής. Πρβλ. Sanudo, Vite de duchi, στο ίδιο, στήλη 1207, Raynaldus, Annales ecclesiastici ad ann. 1478, αριθ. 1-33, τόμ. XIX (1693), σελ. 270-77, Pastor, Hist. Popes, IV, 300-20. παράρτημα, αριθ. 57-58, σελ. 512-15 και Gesch. d. Päpste, II, 532-47. παράρτημα, αριθ. 123-24, σελ. 785-87 και βλέπε ιδιαίτερα Francesca Morandini, «Il Conflitto fra Lorenzo il Magnifico e Sisto IV dopo la congiura de’ Pazzi», Arch. stor. Ιtaliano, CVII (1950), 113-54, που βασίζεται στην αλληλογραφία τού Λορέντσο με τον Τζιρολάμο Μορέλλι, τον Φλωρεντινό πρεσβευτή στο Μιλάνο.
- [←73]
-
Müller, Documenti, μέρος I, αριθ. 189, σελ. 225-26.
- [←74]
-
Müller, Documenti, μέρος I, αριθ. 189, σελ. 226-28 και πρβλ. σελ. 501. αριθ. 191, σελ. 230-31. Ο σύγχρονος χρονικογράφος τής Πάρμα λέει την ιστορία συνοπτικά, συγχέοντας τον Μπαντίνι με τον «Franciscus de Bardis» [Diarium parmense στο RISS, XXII, στήλη 329CD]. Βλέπε γενικά Franz Babinger, «Lorenzo de’ Medici e la corte Οthomana», Arch. stor. italiano, CXXI (1963), 305-61, ιδιαίτερα σελ. 316-17 και Maometto, σελ. 572-75. Στο Archivio di Stato di Firenze, Dieci di Balia: Carteggi, Responsive, Reg. 25 (παλαιά αρίθμηση: CI, X, disting. 4, αριθ. 25), φύλλο 73 (επαναριθμ. ως φύλλο 78) βρίσκω την αναφορά τού Αντόνιο Μέδικου προς τούς «Δέκα Κυρίους» (Signori Dieci) σε σχέση με τον Μπερνάρντο Μπαντίνι, με ημερομηνία 12 Νοεμβρίου 1479. Ένα σχόλιο στο πίσω μέρος τής επιστολής δείχνει ότι αυτή παραλήφθηκε στη Φλωρεντία στις 16 Δεκεμβρίου.
- [←75]
-
Pastor, Hist. Popes, IV, 320-30, με παράρτημα, αριθ. 59-63, σελ. 515-18 και Gesch. d. Päpste, II, 547-57, με παράρτημα, αριθ. 125-29, σελ. 787-89, Diarium parmense ad ann. 1479-1480, στο RISS, XXII, στήλες 302K-303A, 304 και εξής, 328-29 και εξής, 335E, Sanudo, Vite de duchi, στο ίδιο, στήλες 1209–11. Η γαλλική άποψη για τις ιταλικές υποθέσεις, με κάποια αναφορά στη σχέση τού Μεγάλου Τούρκου με αυτές, συνοψιζόταν από τον Φλωρεντινό πρεσβευτή στο Παρίσι Γκουινταντόνιο σε επιστολή προς τούς Δέκα Κυρίους (Signori Dieci) από το Παρίσι στις 6 Αυγούστου 1479 [Arch. di Stato di Firenze: Dieci di Balia: Carteggi, Responsive, Reg. 25, φύλλο 123, επαναριθ. 131 και πρβλ. φύλλα 135, 139, 170].
- [←76]
-
Σε σημείωμα με ημερομηνία 20 Μαΐου. 1480, που απευθυνόταν προς τον μαρκήσιο Φεντερίκο Γκονζάγκα, ο Σίξτος Δ’ ανέφερε:
«Επιθυμώντας ότι οποιαδήποτε ένωση θα ακολουθεί τη γενική δύναμη όλης τής Ιταλίας, με την οποία όλα τα σχέδιά μας έχουν πάντοτε σχέση, για να πετύχουμε το κοινό όφελος τής χριστιανικής κοινοπολιτείας, πρόσφατα με το ενετικό κράτος καταλήξαμε σε μια ορισμένη συναντίληψη. … Όπου η ίδια αυτή η συναντίληψη δεν είναι για κανενός είδους αδίκημα, αλλά μόνο για την υπεράσπιση των θεσμών τού κράτους τής Αγίας Ρωμαϊκής Εκκλησίας, και η οποία μπορεί ακόμη να ελπίζει, ότι και τα υπόλοιπα κράτη θα έρθουν σε αυτήν, η οποία παρέχει τον τόπο για αξιότιμη είσοδο, ενώ για τον ίδιο σκοπό, για μέρες ανώτερης ειρήνης μεταξύ των υφισταμένων δυνάμεων τής Ιταλίας, επικύρωσε και η Νάπολη …» [Arch. di Stato di Mantova, Arch. Gonzaga, Busta 834].
(Cupientes ut omnium Italie potentatuum generalis aliqua unio subsequatur, ad quam omnia consilia nostra semper rettulimus, pro communi reipublice Christiane utilitate inivimus nuper quandam cum dominio Venetorum intelligentiam. … Que quidem intelligentia sine cuiusque offensione est, solum ad defensionem status Sancte Romane Ecclesie instituta, ea quidem spe ut reliqui quoque ad eandem accessuri sint quibus honorabilem ingrediendi locum reliquimus et ad eundem finem diebus superioribus pacem inter reliquos Italie potentatus Neapoli factam ratificavimus…)
Στις 16 Απριλίου 1480 συνήφθη εικοσιπενταετές σύμφωνο αμοιβαίας βοήθειας μεταξύ τού Ενετού δόγη Τζιοβάννι Μοτσενίγκο και των διαδόχων του και τού πάπα Σίξτου και των διαδόχων του «για την εξασφάλιση και ηρεμία όλης τής Ιταλίας» [Arch. Segr. Vaticano, A.A., Arm. I-XVIII, αριθ. 1443, φύλλα 100-102]. Την ίδια μέρα ο Σίξτος είχε γράψει στον δόγη, ότι ο Τζιοβάννι ντέλλα Ρόβερε, κόμης τής Σινιγκάλια (Senigallia), δούκας τής Σόρα και νομάρχης Ρώμης και ο Τζιρολάμο Ριάριο, παπικός εκπρόσωπος στην Ίμολα, «εξ αίματος ανηψιός [μας]» (secundum carnem nepotes [nostri]), θα ήσαν πάντα πιστοί στη Βενετία, η οποία είχε εκτείνει πάνω τους την προστασία της [Pasolini, Caterina Sforza, III (1893), έγγραφο αριθ. 142, σελ. 70-71].
Την 1η Μαΐου ο Ριάριο υποσχέθηκε φεουδαρχική υποταγή στους Ενετούς, οι οποίοι πήραν κάτω από τα φτερά τους «το κράτος μου, τόσο τώρα όσο και με όποιον στην Ιταλία συμβεί να το αποκτήσει στο μέλλον με οποιονδήποτε τρόπο» (statumque meum tam presentem quam quem me in Italia adipisci quoquo modo contigeret in futurum) [στο ίδιο ΙΙΙ, αριθ. 143, σελ. 71]. Tα έγγραφα διασώζονται στα ενετικά Commemoriali, Reg. 16, φύλλα 161-62.
- [←77]
-
Pasolini, Caterina Sforza, I, 104-5. O Τζιρολάμο Ριάριο φιλοδοξούσε επίσης στην κατοχή τού Πέζαρο, από το οποίο ήθελε να εκδιώξει τον Κοστάντσο Σφόρτσα, τον οποίο οι Μιλανέζοι συγγενείς του ήσαν έτοιμοι να υπερασπιστούν. Στις 17 Μαΐου 1480 απεσταλμένος τού αγωνιούντος Κοστάντσο εμφανίστηκε ενώπιον τής ενετικής Γερουσίας, «την οποία συνεχάρη για την έναρξη τής συμμαχίας με τον ανώτατο ποντίφηκα» (gratulatus est de federe inito cum summo pontifice). Επιδίωξε κάποια διαβεβαίωση για ενετική προστασία εναντίον τού Ριάριο και πληροφορήθηκε ότι η Γερουσία θα έπαιρνε υπόψη τα συμφέροντά του, αλλά ότι η Δημοκρατία δεν είχε υποχρέωση απέναντι στo Πέζαρο [Arch. di Stato di Venezia, Sen. Secreta, Reg. 29, φύλλα 101-102 (111-112)].
Για κάποιο διάστημα οι Ναπολιτάνοι έπαιζαν με την ιδέα τής ενθάρρυνσης τού Ριάριο να στοχεύσει στην Φαέντσα μάλλον και όχι στο Πέζαρο, αλλά ο Λορέντσο δεν ήθελε τον Ριάριο τόσο κοντά στη Φλωρεντία. Πολλές μηχανορραφίες βρίσκονταν σε εξέλιξη στη Νάπολη και ακόμη περισσότερες στο Μιλάνο. Ο Φεντερίγο ντα Μοντεφέλτρο, δούκας τού Ουρμπίνο, λεγόταν ότι ετοιμαζόταν να επιτεθεί στο Πέζαρο για λογαριασμό τού πάπα Σίξτου και τον Ιούνιο τού 1480 η Ενετική Γερουσία έστειλε τον Ζακκαρία Μπάρμπαρο ως πρεσβευτή της στη Ρώμη, με οδηγίες να προτρέψει τον πάπα να εγκαταλείψει κάθε είδους σχέδια για πόλεμο.
Τέτοια ήταν όμως η διπλωματική σύγχυση στην Ιταλία, ώστε η Γερουσία πληροφορούσε τον Μπάρμπαρο, ότι δυσκολεύονταν να κατανοήσουν κάποιες από τις αντιφάσεις τής πολιτικής, που φαίνονταν να επιδιώκουν οι Ιταλοί ηγεμόνες. Sen. Secreta, Reg. 29, φύλλο 108 (118), για το οποίο βλέπε γενικά Edoardo Piva, «L’Opposizione diplomatica di Venezia alle mire di Sisto IV su Pesaro e ai temativi di una crociata contro i Turchi, 1480-1481», Nuovo Archivio veneto, νέα σειρά, anno II (1902), τομ. V, μέρος 1, σελ. 49-104 (αναφερόμενο εφεξής ως Piva, I). Στο ίδιο, μέρος 2, σελ. 422-66 (Piva, II) και στο ίδιο, anno III (1903), τομ. VI, μέρος 1, σελ. 132-72 (Piva, III).
- [←78]
-
Arch. di Stato di Venezia, Sen. Secreta, Reg. 29, φύλλα 14-15 (24-25), έγγραφο με ημερομηνία 4 Μαΐου 1479. Η επιστολή εγκρίθηκε ως συνήθως από τη Γερουσία και στάλθηκε στο όνομα τού δόγη.
- [←79]
-
Sen. Secreta, Reg. 29, φύλλο 15 (25), απόφαση τής Γερουσίας επίσης με ημερομηνία 4 Μαΐου 1479.
- [←80]
-
Στο ίδιο, φύλλο 16 (26).
- [←81]
-
Στο ίδιο, φύλλα 18-21 (28-31), από την αποστολή τού Τρεβιζάν με ημερομηνία 12 Ιουνίου 1479 και γενικά σημειώστε φύλλα 30-31, 32, 34-35, 67-68, 80, 82, 86, 90 και εξής (40-41, 42, κλπ.). Οι συνθήκες παρέμεναν σε ένταση κατά μήκος τού ενετο-τουρκικού μετώπου [φύλλα 149 και εξής (159 και εξής) και στο ίδιο, Reg. 30, φύλλα 11 και εξής (21 και εξής)].
- [←82]
-
Sen. Secreta, Reg. 29, φύλλο 109 (119):
«… Από την άλλη πλευρά είναι πολύ σημαντικό για τη γενική ένωση που επιχειρείται και η οποία δεν απαιτείται από τις καταστάσεις να εξαπλωθεί, για το οποίο έχει διατυπώσει επαρκώς τη γνώμη του ο ανώτατος ποντίφηκάς μας…»
(… Altera pars importantissima est de liga generali que tentatur, et in hoc non erimus ita diffusi quoniam materia non exigit et quoniam sufficienter opinionem nostram summo pontifici declaravimus …),
για το οποίο βλέπε Piva, I, 71-72 και εξής, 90 και εξής, ο οποίος χρονολογεί λανθασμένα τις οδηγίες προς Μπάρμπαρο στις 4 Ιουνίου [στο ίδιο, I, 66 και εξής]. Ο Μπάρμπαρο είχε προηγουμένως διοριστεί Ενετός απεσταλμένος στον δούκα τής Φερράρα τον Οκτώβριο τού 1479 [Sen. Secreta, Reg. 29, φύλλα 48-49 (58-59)].
- [←83]
-
Sen. Secreta, Reg. 29, φύλλο 32 (42):
«Σε αυτόν τoν απεσταλμένο, τον Αχμέτ πασά, που ήρθε εδώ από την Αυλώνα και ο οποίος εξήγησε ότι αυτή η συμβουλή αναφέρθηκε από τον γαληνοτάτο κύριο δόγη για τη βέλτιστη διάταξη τού επιφανούς κυρίου των Τούρκων και τού εν λόγω πασά για τη διατήρηση τής ειρήνης … και τελικά για την επιθυμία αυτού τού πασά, ότι το μόνο που θα απαιτηθεί είναι να επιτεθεί μαζί με εμάς, ή ή χωρίς εμάς, τόσο στον ποντίφηκα όσο και στον βασιλιά Φερδινάνδο, όπου και οι δύο αποδεδειγμένα είναι άσπονδοι εχθροί τού κράτους μας … να απαντήσουμε με αυτόν τον τρόπο …»
(Quod oratori Achmat basse, qui ex Avalona hue venit et ea exposuit que huic consilio per serenissimum dominum ducem relata fuerunt de optima dispositione illustrissimi domini Turci et suprascripti basse ad conservationem pacis … et tandem de voluntate eiusdem basse offendendi vel una nobiscum vel sine nobis modo id requiratur tam pontificem quam regem Ferdinandum, quos ambos affirmabat esse hostes acerrimos nostri dominii … respondeatur in hunc modum …).
Η απάντηση ανέφερε ότι, με όλο τον σεβασμό προς τον πασά, τον οποίο οι Ενετοί αγαπούσαν και εκτιμούσαν (όπως και τον σουλτάνο, με τον οποίο απολάμβαναν ειρήνη, την οποία εκτιμούσαν περισσότερο κάθε μέρα που περνούσε), οι αντιμαχόμενοι στον πόλεμο τής Τοσκάνης δεν προκαλούσαν ζημιές στους πολίτες των αντιπάλων τους στα αντίστοιχα εδάφη. Οι Ενετοί έμποροι δεν υφίσταντο ζημιές ούτε στα παπικά κράτη ούτε στο ναπολιτάνικο βασίλειο. Πρβλ. Piva, I, 72-73, ο οποίος απαλλάσσει τούς Ενετούς από την κατηγορία, ότι με διάφορους τρόπους ενθάρρυναν τούς Τούρκους να εξαπολύσουν επίθεση εναντίον τής νότιας Ιταλίας.
Την άποψη τού Piva αμφισβήτησε ο Felice Fossati, «Alcuni Dubbi sul contegno di Venezia durante la ricuperazione d’ Otranto, 1480-1481», Nuovo Archivio veneto, νέα σειρά, XII (1906), 5-35 και πρβλ. το άρθρο τού ίδιου συγγραφέα «Dal 25 Iuglio 1480 al 16 Αprile 1481: L’ opera di Milano», Arch. stor. lombardo, 4η σειρά, XII (1909), 137-203. O Fossati πιστεύει ότι η Βενετία είδε στην τουρκική εισβολή ένα τρόπο να ψαλλιδιστούν τα φτερά τού Φερράντε, υποχρεώνοντάς τον να παραιτηθεί από τη φλωρεντινή επικράτεια, την οποία ο δούκας τής Καλαβρίας είχε καταλάβει κατά τη διάρκεια τού πολέμου τής Τοσκάνης (πράγμα για το οποίο επέμενε και το Μιλάνο) και να θέσει τέρμα στην περαιτέρω μεγέθυνση τής αραγωνέζικης δυναστείας στην Ιταλία. Αλλά αφού οι Τούρκοι κρατούσαν την Αυλώνα (Valona), η μόνιμη εγκατάστασή τους στο Οτράντο θα απέκλειε τούς Ενετούς από την Αδριατική και θα κατέστρεφε σύντομα την εμπορική αυτοκρατορία τής Δημοκρατίας, όπως σωστά έχει υπογραμμίσει ο Alessio Bombaci, «Venezia e l’ impresa turca di Otranto», Rivista storica Italiana, LXV1 (1954), 159-203. Πολύ πιθανόν η Βενετία ήταν ικανοποιημένη με εκείνο που συνέβη τελικά: οι Τούρκοι έθεσαν φραγμό στην αραγωνική προέλαση και απέτυχαν να εξασφαλίσουν προγεφύρωμα με διάρκεια στην Ιταλία. Ο Bombaci, ό. π., σελ. 196-97 παρέχει λανθασμένη αντιγραφή τού ενετικού κείμενου στις 23 Αυγούστου 1479. Βλέπε το πολύτιμο άρθρο του για τα «Nuovi Firmani greci di Maometto II», Byzantinische Zeitschrift, XLVII (1954), αριθ. viii-ix, σελ. 311-14, που παρέχει τα κείμενα δύο επιστολών στα ελληνικά με ημερομηνία 17 Φεβρουαρίου 1480, από τον Μωάμεθ Β΄ προς τον δόγη Τζιοβάννι Μοτσενίγκο, ζητώντας ενετική βοήθεια για τον Αχμέτ πασά, ο οποίος στελνόταν σε σημαντική ναυτική αποστολή (πρὸς τινὰς τόπους παραθαλασσίους), προφανώς στην προβλεπόμενη επίθεση κατά τού Οτράντο [βλέπε Bombaci, «Venezia e l’ impresa turca», σελ. 178-79] και δικαιολογώντας τη διατήρηση από τον Αχμέτ πασά πέντε κάστρων στη νότια Αλβανία (ή βόρεια Ήπειρο), τα οποία είχαν αρπαχτεί από τη Βενετία κατά τη διάρκεια τού προηγούμενου πολέμου (και τα οποία σωστά κατέχονταν, σύμφωνα με την ερμηνεία τού Μωάμεθ για τούς όρους τού Ιανουαρίου 1479). Ο Μωάμεθ αναφέρει ότι οι Ενετοί υπήκοοι που είχαν συλληφθεί σε εκείνους τούς τόπους είχαν ήδη πουληθεί ως σκλάβοι και η περιουσία τους είχε κατασχεθεί και προσφερόταν προς πώληση.
- [←84]
-
Bombaci, «Venezia e l’ impresa turca», σελ. 172.
- [←85]
-
Πρβλ. Bombaci, «Nuovi Firmani greci», έγγραφο αριθ. VIII, σελ. 311-12 και «Venezia e l’ impresa turca», σελ. 178-79.
- [←86]
-
Πρβλ. Sen. Secreta, Reg. 29, φύλλα 71 (81), 77 (87), επιστολές με ημερομηνία 11 Φεβρουαρίου 1480 και 23 Νοεμβρίου 1479 (το τελευταίο έγγραφο έχει εισαχθεί στο μητρώο με τη σημείωση «τοποθετημένο εδώ επειδή δεν παρέχεται στην εποχή του» (posita hic quia non data in tempore), πράγμα που εξηγεί τη σειρά με την οποία αντιγράφηκαν). Τα δύο κείμενα είναι επιστολές προς τον Μπαττίστα Γκρίττι, τον Ενετό βαΐλο στην Ισταμπούλ.
- [←87]
-
Sen. Secreta, Reg. 29, φύλλα 34-35 (44-45), για το οποίο σημειώστε Alessio Bombaci, «Venezia e l’ impresa turca di Otranto», Rivista storica italiano, LXVI (1954), 163-65. Για τούς Τόκκι βλέπε τούς γενεαλογικούς πίνακες στο Chas. Hopf, Chroniques gréco-romanes, Βερολίνο, 1873, ανατυπ. Βρυξέλλες, 1966, σελ. 530-31. Οι πίνακες τού Hopf είναι συχνά ανακριβείς και πρέπει πάντα να χρησιμοποιούνται με προσοχή. Ο γιος και διάδοχος τού Mωάμεθ, ο Βαγιαζήτ Β΄, παραχώρησε τη Ζάκυνθο στους Ενετούς (έναντι τοις μετρητοίς φόρου) με φιρμάνι τής 22ης Απριλίου 1484.
- [←88]
-
Jacopo Gherardi da Volterra, Diarium romanum, ad ann. 1480 στο RISS, XXIII-3 (1904), 12 και σημειώστε επίσης Stefano Magno, Annali veneti, ad ann. 1479, στο Hopf, Chron. gréco-romanes, σελ. 208 και αναλυτικά στον Sathas, Documents inedits, VI (1885), 215.
- [←89]
-
Στις 14 Μαΐου 1480 ο Σαντολέτο είχε γράψει ο ίδιος στον δούκα Έρκολε τής Φερράρα από τη Νάπολη, ότι ο Φέρράντε «υποψιάζεται πολύ τον Τούρκο, ο οποίος λέγεται ότι έχει 20.000 άνδρες στην Αυλώνα για να στραφεί εναντίον τής Απουλίας» (sta molto in suspecto del Τurcο, il quale se dice ha XX m. persone a la Valona per voltare verso Puglia). Βλέπε το κείμενο στη συλλογή εγγράφων που έχουν δημοσιευτεί από τον C. Foucard, «Fonti di storia napoletana nell’ Archivio di Stato di Modena: Otranto nel 1480 e nel 1481», Archivio storico per le province napoletane, VI (1881), 80.
Ο πρεσβευτής τής Φερράρα στη Βενετία, ο Αλμπέρτο Κορτέζε, είχε γράψει στον Έρκολε στις 27 τού περασμένου Μαρτίου, ότι ο Τούρκος ετοίμαζε τεράστια αρμάδα για επίθεση στην Απουλία ή τη Σικελία [στο ίδιο, σελ. 128]. Η εργασία τού Foucard είχε πρόθεση να τιμήσει την επέτειο των 400 ετών από την τουρκική κατάληψη τού Οτράντο.
- [←90]
-
Η επιστολή Σαντολέτο (χωρίς ημερομηνία) προς Έρκολε ντ’ Έστε έχει δημοσιευτεί στον Piva, III, 158-62 και βλέπε στο ίδιο, I, 77-78.
- [←91]
-
Piva, I, 160 και εξής. Μολονότι o Σαντολέτο θα έκανε τον Αχμέτ πασά να πιστέψει ότι δεν γνώριζε τίποτε για την τουρκική επιμονή να εξασφαλίσουν τις κτήσεις τού πρίγκηπα τού Τάραντα, όμως είχε ήδη γράψει στον Έρκολε ντ’ Έστε από τη Νάπολη πριν από οκτώ περίπου μήνες (στις 24 Αυγούστου 1480) ότι οι Τούρκοι «έστειλαν να ενημερώσουν τον αρχιεπίσκοπο τού Μπρίντιζι … και όλο το συμβούλιο τής επαρχίας, ότι ο Μεγάλος Τουρκος θέλει όλα όσα κατείχε ο πρίγκηπας τού Τάραντα, γιατί δεν ανήκουν στον βασιλιά…» [Foucard, «Fonti», Arch. stor. nap., VI, 93]. Διασώζεται απόσπασμα τής επιστολής τού Αχμέτ πασά προς τον Φραντσέσκο ντε Αρένις, αρχιεπίσκοπο τού Μπρίντιζι [στο ίδιο, σελ. 156]. Έχει ημερομηνία 18 Αυγούστου.
- [←92]
-
Piva, I, 74-78 και ιδιαίτερα Bombaci, «Venezia e l’ impresa turca», σελ. 179-80.
- [←93]
-
Sen. Secreta, Reg. 29, φύλλο 83 (93), έγγραφο με ημερομηνία 21 Μαρτίου 1480:
«Δεν υπάρχει πιο αποτελεσματική αντιμετώπιση και πρόβλεψη καλύτερης σωτηρίας από το να κάνουμε τον Τούρκο να διατηρεί την ειρήνη με εμάς, ενώ εφοδιάζουμε και οχυρώνουμε τα εδάφη και τούς τόπους μας στην Ανατολή και κατά συνέπεια, αυτή τη στιγμή, σε αυτό το πράγμα … πρέπει να στραφούμε με κάθε επιμέλεια, έργο και φροντίδα. Και μέχρι να γίνει η εν λόγω ειρήνη, μέχρι εκείνη τη μέρα, χωρίς να έχουν σταλεί χρήματα στην προαναφερθείσα Ανατολή, εκτός από τον δικό μας τόπο, την Κέρκυρα, από την οποία από τα πρώτα χρήματα που θα πάνε να παρθεί το ένα δέκατο τού αριθμού των 40.000 και να σταλούν 5.000 δουκάτα στον ναυτικό γενικό διοικητή μας με τάξη και με εντολή να τα διαθέτει από καιρό σε καιρό στις οχυρώσεις των εν λόγω περιοχών και τόπων σύμφωνα με την αναγκαιότητα και τη σημασία τους…»
(Nullum est efficatius remedium atque provisio magis salutaris ad faciendum quod Turcus nobis pacem servet quam munitio et fortificatio terrarum et locorum nostrorum Orientis, proinde hac tempestate huic rei … omni studio, opera et solicitudine est incumbendum. Et quoniam post factam predictam pacem ad hunc diem nihil pecuniarum missum fuit in Orientem supradicta de causa preterquam ad locum nostrum Corphoy, vadit pars quod ex primis denariis qui exigentur ex decima numero XL m. mittantur ducati quinque mille ad capitaneum nostrum generalem maris cum ordine et mandato ut illos dispenset de tempore in tempus in fortificationibus terrarum et locorum supradictorum iuxta necessitatem et importantiam illorum…).
O Βεττόρε Σοράντσο ήταν τότε ναυτικός γενικός διοικητής [στο ίδιο, φύλλο 85 (95)] και οι Ενετοί είχαν αρχίσει να φοβούνται πολύ για τις κτήσεις τους στην Ανατολική Αδριατική και στην Ελλάδα [φύλλα 90-92 (100-102)].
- [←94]
-
Sen. Secreta, Reg. 29, φύλλο 115 (125), Piva, I, 96-97.
- [←95]
-
Aντίγραφο αυτού τού σημειώματος με ημερομηνία 27 Ιουλίου 1480, που στάλθηκε προς τον μαρκήσιο Φεντερίκο Γκονζάγκα τής Μάντουα, υπάρχει στο Arch. di Stato di Mantova, Arch. Gonzaga, Busta 834. Το ίδιο κείμενο διανεμήθηκε ευρέως, «το ίδιο άλλοι γράφουν» (idem aliis scribimus).
- [←96]
-
Foucard, «Fonti», Arch. stor. nap., VI, 81 και «Relazione della presa di Otranto scritta dal commissario del duca di Bari, al duca stesso, Ludovico Sforza», στο ίδιο, σελ. 162-63, που προσδιορίζει την τουρκική δύναμη σε 150 σκάφη και περίπου 10.000 άνδρες, «μεταξύ των οποίων υπήρχαν πολλοί χριστιανοί εξωμότες από κάθε έθνος…» (tra li quali erano molti Christiani renegati de ogni natione …) και χρονολογεί την εμφάνιση τής τουρκικής αρμάδας στα ανοικτά τής ακτής τού Σαλέντο το πρωί τής 29ης Ιουλίου.
Για τη χριστιανική απώλεια και ανάκτηση τού Οτράντο, βλέπε Vincenzo Saletta, «Il Sacco di Otranto (11 Agosto 1480)», Studi meridianali, V (1972), 209-47, με πλήρη βιβλιογραφία. Σημειώστε επίσης, μεταξύ πολλών εργασιών για το θέμα, τούς P. Palumbo, «Gli Aragonesi alla guerra d’ Otranto (da documenti sincroni)», Rivista storica salentina, III (1907), 357-78, S. Panareo, «In Terra d’ Otranto dopo l’ invasione turchesca del 1480», στο ίδιο, VIII (1913), 35-56, P. Egidi, «La Politica del regno di Napoli negli ultimi mesi dell’ anno 1480», Arch. stor. per le province napolitane XXXV (1910), 697-773, με εννέα έγγραφα], M. Viora, «Angelo Carletti da Chivasso e la crociata contro i Turchi del 1480-81», Studi Francescani, νέα σειρά, XI (XXII, 1925), 319-40, με πέντε έγγραφα και πρβλ. A. Antonaci, Hydruntum (Otranto), Galatina, 1954, σελ. 159-67 και Otranto: Testi e monumenti, Galatina, 1955.
- [←97]
-
Σαντολέτο προς Έρκολε ντ’ Έστε, 2 Αυγούστου 1480 στο Arch. stor. nap., VI, 82-83. Όταν έφτασε στη Βενετία το βράδυ στις 7 Αυγούστου ψευδής αναφορά, ότι οι Τούρκοι είχαν πάρει το Οτράντο, ο πρεσβευτής των Έστε, ο Κορτέζε, έγραψε στον δούκα Έρκολε, ότι, αν επιτρεπόταν, κάποιοι από τούς πολίτες (brigata) θα άναβαν φωτιές και θα χτυπούσαν καμπάνες για να γιορτάσουν τα νέα, αν και υπήρχαν άλλοι, που δεν ήσαν καθόλου ικανοποιημένοι με την προοπτική τουρκικής επιτυχίας [στο ίδιο, σελ. 132].
- [←98]
-
Mια χωρίς ημερομηνία επιστολή από τη Νάπολη, τής οποίας το περιεχόμενο διαβιβάστηκε στις 24 Αυγούστου από τη Φλωρεντία στη Φερράρα, αναφέρει ότι η τουρκική αρμάδα στο Οτράντο περιλάμβανε 15.000 άνδρες και 400 άλογα. Λεγόταν ότι υπήρχαν συνολικά 132 σκάφη, 22 ελαφρές γαλέρες, 35 πλοία μεταφοράς και τα υπόλοιπα φούστες (fuste) και άλλα μικρά σκάφη [Arch. stor. nap., VI, 122]. Στις 26 Ιουνίου ο πολιτικός διοικητής (rector) και το συμβούλιο τής Ραγούσας είχαν γράψει στον Φερράντε, ότι η τουρκική αρμάδα αποτελούνταν από 70 σκάφη και περιλάμβανε 17 γαλέρες, 32 πλοία μεταφοράς και 20 φούστες. Πήγαινε προφανώς να ενωθεί με τον άλλο στόλο, τού οποίου το μέγεθος δεν παρέχεται. Οι Ραγουσαίοι δεν γνώριζαν τον σκοπό ή τον προορισμό κανενός από τούς στόλους [στο ίδιο, σελ. 152]. Βλέπε γενικά Raynaldus, Annales ecclesiastici ad ann. 1480, αριθ. 1-16, τόμ. XIX (1693), σελ. 286-89 για την πολιορκία τής Ρόδου. Για την πτώση τού Οτράντο, αριθ. I, 17-32, στο ίδιο, σελ. 286, 289-92. Diarium parmense στο RISS, XXII (Μιλάνο, 1733), στήλες 336-37, 343-48, 349, 352C, 357-58, Sanudo, Vite de duchi, στο ίδιο, στήλες 1211-13, Navagero, Storia veneziana στο RISS, XXIII (1733), στήλες 1165–66, Pastor, Hist. Popes, IV, 332 και εξής και (με την παράλειψη ενός αντι-ενετικού αποσπάσματος) Gesch. d. Päpste, II, 559 και εξής, Babinger, Maometto, σελ. 565-68, 588-93.
- [←99]
-
Σαντολέτο προς Έρκολε ντ’ Έστε στις 3 Αυγούστου 1480 στο Arch. stor. nap., VI, 82-83. Ο πάπας έστειλε στον Φερράντε 10.000 δουκάτα [στο ίδιο, σελ. 89, 90-91, 111, 142, 155] και οι Μιλανέζοι ανέλαβαν να διαθέσουν το ίδιο ποσό [σελ. 90, 116]. Για τις παπικές εκκλήσεις για βοήθεια που απευθύνθηκαν στους ηγεμόνες τυπικό είναι το σημείωμα στις 5 Αυγούστου, που στάλθηκε προς τον μαρκήσιο Φεντερίκο Γκονζάγκα [Arch. di Stato di Mantova, Arch. Gonzaga, Busta 834]. Οι Τούρκοι είχαν αποβιβαστεί στο Οτράντο με μεγάλο στόλο, έθεταν την πόλη υπό πολιορκία και κατέστρεφαν τα πάντα:
«φωτιά και ξίφος … έτσι αν δεν υπάρξει ταχεία θεραπεία αντιμετώπισης ίσως διεισδύσουν σε άλλες περιοχές τής Ιταλίας. … Για το λόγο αυτό, θεωρώντας επικείμενη και άμεση την καταστροφή, δεν πρέπει να υπάρχει καθυστέρηση από καμία πλευρά, αλλά το συντομότερο να υπάρξει βοήθεια χωρίς χρονοτριβή. Εσένα λοιπόν, αγαπημένε μου γιε, διὰ των οικτιρμών τού Θεού μας ικετεύουμε, αυτά που πριν από λίγες μόνο μέρες σάς έχουν παραχωρηθεί, να στείλετε προς τα εδώ χωρίς καθυστέρηση …»
(flama ferroque … ita ut nisi celeri occurratur remedio dubitandum sit ne in cetera loca Italie penetrent. … Quamobrem considerata vicina et imminenti calamitate non est aliqua ex parte cunctandum, sed celerrime ne ulterius serpat subveniendum. Te ergo, dilecte fili, per misericordiam Dei nostri obtestamur ut taxam illam qua superioribus diebus taxatus fuisti, hue sine mora mittas…).
- [←100]
-
Σαντολέτο προς Έρκολε ντ’ Έστε, 14 Αυγούστου στο Arch. stor. nap., VI, 85-88. Piva, II, 431-33. Οι απεσταλμένοι τής ονομαζόμενης «Ένωσης τής Νάπολης» πήγαν όντως στη Βενετία στις αρχές Οκτωβρίου, αλλά οι προσπάθειές τους να πείσουν τη Γερουσία να πάρει θέση εναντίον των Τούρκων υπήρξαν απολύτως ανώφελες [Piva, II, 448-49]. Ο Μπαττίστα Μπεντεντέι, ο πρεσβευτής των Έστε στη Ρώμη, πληροφορούσε τον Έρκολε στις 12 Αυγούστου, ότι το Oτράντo είχε πέσει την προηγούμενη μέρα και ότι συγκλήθηκε αμέσως εκκλησιαστικό συμβούλιo, για να εξετάσει τι έπρεπε να γίνει [Arch. stor. nap., VI, 111]. Είναι δύσκολο να καταλάβουμε με ποιόν τρόπο τα νέα ταξίδεψαν τόσο γρήγορα, εκτός αν χρησιμοποιήθηκαν σημαφόροι ή η επιστολή τού Μπεντεντέι είναι λάθος χρονολογημένη. Eπιστολές από το Λέτσε με ημερομηνία 13 τού μηνός διαβάστηκαν στον πάπα στις 19 «που επιβεβαίωναν την απώλεια τού Υδρούντος [Οτράντο]» (confirmando la perdita de Idronto) [στο ίδιο, σελ. 113], πράγμα που ήταν γνωστό στη Βενετία στις 14 τού μηνός [σελ. 132-33].
- [←101]
-
Sen. Secreta, Reg. 29, φύλλο 123 (133). Το αποτέλσμα τής ψηφοφορίας ήταν 133 υπέρ (de parte) τής εντολής, με μόνο δύο μέλη τής Γερουσίας κατά και κανένα λευκό (non sinceri).
- [←102]
-
Στο ίδιο, Reg. 29. φύλλα 123-124 (133–134). Το αποτέλεσμα τής ψηφοφορίας ήταν 160 υπέρ (de parte), με μια λευκή ψήφο και καμία αρνητική.
- [←103]
-
Diarium romanum ad ann. 1480 στο RISS, XXII1-3 (190-1), 22-23, το οποίο δίνει τις 11 Αυγούστου ως ημερομηνία τής τουρκικής κατάληψης τού Οτράντο. Πρβλ. Foucard, σελ. 88-89, για την αιματοχυσία που συνόδευσε το γεγονός. Ο Αλφόνσο έφυγε από τη Σιένα στις 7 Αυγούστου [Piva, II, 429] και βέβαια οι Φλωρεντινοί ήσαν ευτυχείς που τον έβλεπαν να φεύγει. Στις 18 τού μηνός ο Σαντολέτο έγραψε από τη Νάπολη, ότι οι Τούρκοι είχαν σκοτώσει σχεδόν όλους, εκτός από τα παιδιά τα οποία είχαν στείλει στην Αυλώνα (Valona) και στην Ισταμπούλ [Arch. stor. nap., VI, 89-90]. Ο γραμματέας τού Φερράντε έλεγε ότι μόνο δεκαεπτά άνδρες και μερικές γυναίκες είχαν σώσει τη ζωή τους στο Οτράντο, πληρώνοντας λύτρα [στο ίδιο, σελ. 92]. Ο Στέφανο Πεντινέλλι είχε διατελέσει αρχιεπίσκοπος για περίπου τριάντα χρόνια κατά την εποχή τής τουρκικής εισβολής [Eubel, Hierarchia, II, 166]. Το τέλος του περιγράφεται με κάποια λεπτομέρεια στο «Relazione della presa di Otranto», Arch. stor. nap., VI, 166, όπου γράφει ότι πέθανε από τρόμο.
- [←104]
-
Σαντολέτο προς Έρκολε ντ’ Έστε, 20 Αυγούστου στο Arch. stor. nap., VI, 92.