09. Ο Παύλος Β’, η Βενετία και η πτώση τού Νεγκροπόντε (1464-1471)

<-8. Ο Πίος Β', η σταυροφορία και ο Ενετικός πόλεμος κατά των Τούρκων 10. Ο Σίξτος Δ’ και η τουρκική κατάληψη τού Οτράντο (1471-1480)->

9
Ο Παύλος Β’, η Βενετία και η πτώση τού Νεγκροπόντε (1464-1471)

Image Image

Μετά τον θάνατο τού Πίου Β’ οι καρδινάλιοι έσπευσαν στη Ρώμη, όπου είχαν συμφωνήσει να συγκληθεί το κογκλάβιο για την εκλογή τού διαδόχου του. Αν και οι πηγές περιλαμβάνουν τα συνήθη συγκρουόμενα στοιχεία, οι καρδινάλιοι εισήλθαν προφανώς στο κογκλάβιο το βράδυ τής 29ης Αυγούστου 1464. Το κογκλάβιο έγινε στο παρεκκλήσι τού Αγίου Νικολάου τού Μπάρι (S. Niccolò da Bari), κάτω από τις τοιχογραφίες τού Φρα Αντζέλικο, απέναντι από την επιμήκη «Μεγάλη Αίθουσα» (Aula Prima), που οδηγεί από το «Μεγάλο Παρεκκλήσι» (Capella Maior) στο ανάκτορο τού Βατικανού. Σύμφωνα με εκλογική διομολόγηση, που υπέγραψαν όλοι οι καρδινάλιοι εκτός από τον Λοντοβίκο Τρεβιζάν, συμφωνούσαν να συνεχίσουν τον πόλεμο εναντίον των Τούρκων, στον βαθμό που θα το επέτρεπαν οι πόροι τής εκκλησίας. Συμφωνούσαν επίσης να χρησιμοποιήσουν τα έσοδα των ορυχείων στυπτηρίας στην Τόλφα για την «έναρξη τής σταυροφορίας κατά των Τούρκων» (inchoata expeditio in Turcos). Την επόμενη μέρα, στις 30 Αυγούστου, ο όμορφος Πιέτρο Μπάρμπο, ένας πλούσιος Ενετός, ανηψιός τού πάπα Ευγένιου Δ’, εξελέγη πάπας με το όνομα Παύλος Β’ ύστερα από μία και μόνο ψηφοφορία. Από το παράθυρου τού σκευοφυλακίου τού παρεκκλησίου τού Σαν Νικολό, πίσω από τον αριστερό τοίχο τής αψίδας, τα χαρμόσυνα νέα ανακοινώθηκαν στο ικανοποιημένο πλήθος, που είχε συγκεντρωθεί κάτω στην «Αυλή τού Στρατάρχη» (Cortile del Maresciallo).1

Αν και γνωστός ως καρδινάλιος Βενετίας, ο Παύλος Β’ δεν ήταν ευνοϊκά διακείμενος απέναντι στη γενέτειρά του, η οποία τον Μάιο τού 1459 είχε αντιταχθεί τόσο σθεναρά στον διορισμό του ως επισκόπου Πάδουας, που τελικά είχε αναγκαστεί να εγκαταλείψει την έδρα.2 Οι Ενετοί δεν τον είχαν σε ιδιαίτερη υπόληψη, όπως ούτε κι αυτός εκείνους. Στις 5 Σεπτεμβρίου (1464) η Γερουσία ξεκινούσε την επιλογή πρεσβείας υποταγής αποτελούμενης από δέκα ευγενείς, που θα πήγαιναν στη Ρώμη για να συγχαρούν τον Παύλο για την άνοδό του στον αποστολικό θρόνο. Πολλοί από εκείνους που είχαν αρχικά επιλεγεί αρνήθηκαν να πάνε και πλήρωσαν το συνηθισμένο πρόστιμο άρνησης.3 Επισήμως βέβαια η Γερουσία επέλεξε να χαιρετήσει την εκλογή τού Παύλου με χαρά, «με την δέουσα απερίγραπτη χαρά και ευτυχισμένη στάση» (incredibili, ut par est, gaudio et leticia affecti).4

Ο χρόνος πρέπει να ήταν κατάλληλος για ενετική επίθεση εναντίον τής Πύλης, γιατί οι Τούρκοι φαίνονταν κουρασμένοι από τις πολλές μάχες, οι γενίτσαροι ήσαν δυσαρεστημένοι και ο σουλτάνος Μωάμεθ Β’ ήταν κυρίως περιορισμένος στο παλάτι του, σε κακή κατάσταση υγείας για ολόκληρη τη διάρκεια τού 1464-1465. Ο Παύλος διακήρυξε αμέσως την αφοσίωσή του στη σταυροφορία. Σε συνάντηση με τον μαρκήσιο Λοντοβίκο Γκονζάγκα στις 22 Σεπτεμβρίου (1464) επανεπιβεβαίωνε την πρόθεσή του να συνεχίσει τις προσπάθειες τού προκατόχου του εναντίον των ασεβών Τούρκων. Δήλωνε επίσης ότι είχε επιλέξει τούς καρδινάλιους Γκυγιώμ ντ’ Ετουβίλ και Χουάν ντε Καρβαχάλ ως επιτρόπους τής σταυροφορίας, με οικονομική εποπτεία και ευθύνη για την επιχείρηση. Προέτρεπε τον Λοντοβίκο να μην αφήσει να κρυώσει ούτε στο ελάχιστο η αφοσίωσή του στο σταυροφορικό ιδεώδες, αφού τίποτε δεν ήταν πιο αποδεκτό από τον Θεό από τον αγώνα κατά τού Ισλάμ.5 Αυτή ήταν η επικρατούσα αντίληψη στο Ιερό Κολλέγιο. Στα πλαίσια δέσμευσης που είχαν αναλάβει απέναντι στον άστατο δόγη Κριστόφορο Μόρο από τα τέλη Αυγούστου, μετά τον θάνατο τού Πίου Β’ και πριν από την εκλογή τού Παύλου, οι καρδινάλιοι είχαν στείλει περίπου σαράντα χιλιάδες δουκάτα «του παπικού ταμείου» (de camera) στον Ματίας Κορβίνους, τον βασιλιά τής Ουγγαρίας, «για την επιδότηση τής ιερής εκστρατείας εναντίον των ασεβών Τούρκων» (pro subventione sancte expeditionis adversus impium Turcum).6

Προς το τέλος τού Σεπτεμβρίου (1464) ένας απεσταλμένος τού Ουζούν Χασάν ετοιμαζόταν να φύγει από τη Βενετία, όπου είχε βρεθεί για κάποιο χρονικό διάστημα. Ο Ουζούν Χασάν, κάποτε άρχοντας τού Ντιγιάρ-Μπακρ (τής κλασσικής Άμιδας, τού τουρκικού Ντιγιάρμπακιρ) και ηγεμόνας των Τουρκομάνων Ακ-Κογιουνλού (Ασπροπροβατάδων), είχε γίνει ηγέτης τής Περσίας. Ο απεσταλμένος είχε φέρει επιστολές από τον κύριό του, προτείνοντας συμμαχία ενάντια στον μισητό σουλτάνο Μωάμεθ, τού οποίου η επιθετικότητα προκαλούσε στους ανατολικούς εχθρούς του όχι λιγότερο φόβο από εκείνο που προκαλούσε στους Ιταλούς και στους Ούγγρους. Η Γερουσία έσπευδε με απόλυτη ικανοποίηση να επιταχύνει το ταξίδι επιστροφής τού απεσταλμένου τού Ουζούν Χασάν στη Συρία «με τις γαλέρες τής Βηρυτού», απ’ όπου θα έφτανε στην πατρίδα του και θα μετέφερε την ενετική αποδοχή τής πρότασης τού Ουζούν Χασάν να συλλάβουν τις δυνάμεις τού Οθωμανού σουλτάνου με κίνηση τεράστιας πένσας. Η Γερουσία διαβεβαίωνε τον Ουζούν Χασάν ότι ο νέος πάπας, «κορυφή και ηγεμόνας των χριστιανών» (capo e principe de’ Christiani), αναζητούσε αποτελεσματικούς τρόπους για να πετύχει την καταστροφή τού σουλτάνου.7

Καθώς συζητιούνταν σχέδια και προτάσεις στη Ρώμη, τη Βενετία και τη Βούδα για δυτική επίθεση εναντίον των Τούρκων, ο Μωάμεθ Β’ έκανε προφανώς αντιπερισπασμό, για να διαιρέσει τούς χριστιανούς αντιπάλους του. Μαθαίνουμε γι’ αυτόν από επιστολή τής 13ης Ιανουαρίου 1465 τής Ενετικής Γερουσίας προς τον πρεσβευτή της στη βασιλική αυλή τής Ουγγαρίας:

Με την … επιστολή σας [της παρελθούσας 17ης Noεμβρίου] λάβαμε γνώση τού αιτήματος που δηλώνετε ότι υπέβαλε ο επιφανέστατος άρχοντας βασιλιάς [Κορβίνους] στο όνομα τού Τούρκου για έκδοση άδειας ασφαλούς διέλευσης για δύο από τούς απεσταλμένους του, προκειμένου να διαπραγματευθούν ειρήνη και για την άρνηση τού εν λόγω βασιλιά [να αποδεχτεί το αίτημα] … Απαντούμε ότι η Αυτού Μεγαλειότητα φαίνεται ότι έχει πάρει συνετή απόφαση και ότι πολύ σωστά έχει καταλήξει στο ίδιο συμπέρασμα, στο οποίο αναγκαστικά καταλήξαμε και εμείς, ύστερα από διάφορες προσπάθειες και αιτήματα για ειρήνη προς τον εν λόγω Τούρκο, μέσω τού καγκελλαρίου βαΐλου μας στην Κωνσταντινούπολη πέρυσι, αργότερα μέσω Ελλάδας και τώρα μέσω Αλβανίας και δια τού Σκεντέρμπεη. Θεωρούσαμε πάντα και θεωρούμε ότι πρόκειται για περίτεχνες χειρονομίες και επιφυλακτικές κινήσεις από την πλευρά τού Τούρκου, όχι με σκοπό την ειρήνη, αλλά για την καλύτερη ικανοποίηση τού πόθου του για εξουσία…8

O Σκεντέρμπεης συνέχιζε να μάχεται, ενώ περιστασιακά αντάλλασσε μάταιες βολιδοσκοπήσεις ειρήνης με τούς Τούρκους. Αν και οι σχέσεις του με τη Βενετία δεν ήσαν εντελώς φιλικές, η Δημοκρατία ήταν πάντοτε πρόθυμη να συνεργαστεί μαζί του εναντίον των Τούρκων.9 Κάθε επιτυχία του στην Αλβανία κατέληγε σε τελικό όφελος τού Αγίου Μάρκου. Τα τουρκικά διαβήματα για ειρήνη διαψεύδονταν από αναφορές που έπαιρνε η Βενετία από την Ανατολική Μεσόγειο. Στις 30 Απριλίου 1465 η Γερουσία έγραφε στον δόκτορα Νικολό ντα Κανάλε, τον νέο πρεσβευτή της στην παπική κούρτη, ότι σημείωμα από την αποικιακή κυβέρνηση τής Κρήτης με ημερομηνία 29 Μαρτίου, καθώς και επιστολές από τον Ενετό ναυτικό γενικό διοικητή, ανέφεραν ότι ο σουλτάνος Μωάμεθ συγκέντρωνε στόλο «με μεγάλο ενδιαφέρον σε όλες τις προσπάθειες του» (magno studio omnique conatu suo), για επίθεση εναντίον τής αρμάδας τής Δημοκρατίας στα ανατολικά ύδατα και στις πόλεις και τα εδάφη της στην Ελλάδα και τα νησιά. Η πληροφορία αυτή λεγόταν ότι επιβεβαιωνόταν από επιστολή γραμμένη στην Κωνσταντινούπολη από «ορισμένους Έλληνες ομήρους των Τούρκων» προς κάποιον Νικολό Κορνέρ, Ενετό ευγενή στην Κρήτη, η αποικιακή κυβέρνηση τής οποίας φαίνεται ότι είχε αποφασίσει την αποστολή αυτής τής επιστολής στη Βενετία, ύστερα και από λόγια που είχε ακούσει στον Χάνδακα από «Κωνσταντινουπολίτη ευγενή», ο οποίος περιγραφόταν ως φίλος τού καρδινάλιου Βησσαρίωνα (qui alias stetit cum reverendissimo domino cardinale Niceno).10 Όπως ο Σκεντέρμπεης έτσι και η Βενετία δεν είχε άλλη επιλογή, παρά να συνεχίσει τον ζοφερό αγώνα κατά των Τούρκων.

Ο Παύλος Β’ ήταν επίσης διατεθειμένος να συνεχίσει τα σταυροφορικά σχέδια τού προκατόχου του, αλλά όταν ερχόταν στο πρόβλημα τής χρηματοδότησης τού πολέμου ήταν τόσο πρακτικός, όσο κάθε Ενετός έμπορος. Αν και οι σχέσεις του με τη Βενετία τού άφηναν κάποιο ανικανοποίητο, όπως σε πολλούς άλλους πάπες πριν και μετά από αυτόν, αναγνώριζε τα δεινά των συμπατριωτών του στην Ανατολή. Σε γενικές γραμμές προσπαθούσε να αποφύγει σοβαρή ρήξη με τη Δημοκρατία, ώστε η τελευταία να μην υποχρεωθεί να κάνει ειρήνη με τούς Τούρκους, οι οποίοι λεγόταν ότι ήσαν πρόθυμοι να το κάνουν, όπως μπορούσε να διαβεβαιώσει ο Πάολο Μπαρμπαρίγκο, ο Ενετός βαΐλος στην Ισταμπούλ, από προσωπική συζήτηση που είχε τον Φεβρουάριο τού 1465 με τον μεγάλο βεζύρη Μαχμούτ πασά. Ο σουλτάνος Μωάμεθ είχε μόλις διατάξει την απελευθέρωση τού Μπαρμπαρίγκο από φυλάκιση, ως χειρονομία φιλίας, ενώ ο Μαχμούτ είχε εκφράσει έκπληξη για το γεγονός ότι η Δημοκρατία ασκούσε επίμονο πόλεμο εναντίον τής Πύλης.11

Οι Ενετοί ενδιαφέρονταν, ίσως ακόμη έλπιζαν, αλλά απαιτούσαν την εκχώρηση τού Μοριά και τής Λέσβου, καθώς και την αναγνώριση τής ουγγρικής επικυριαρχίας επί μεγάλου μέρους τής Βοσνίας, όρους στους οποίους ο Μεχμέτ δύσκολα θα μπορούσε να αναμένεται να συναινέσει (ιδίως επειδή, όπως επρόκειτο να δείξουν μεταγενέστερα γεγονότα, ο σουλτάνος θα δεχόταν την ειρήνη με τη Βενετία μόνο σε τιμή που η Γερουσία έπρεπε να αρνηθεί να πληρώσει). Ενώ οι Ενετοί δαπανούσαν τα χρήματά τους σε στόλο που δεν κέρδιζε μάχες και δεν κατακτούσε εδάφη, καθώς και σε στρατηγό που διέσωζε τη σορό φιλοσόφου από τούς Τούρκους, ο Mεχμέτ περνούσε τον καιρό του χτίζοντας παλάτι στην Κωνσταντινούπολη και συνεχίζοντας τον εξωραϊσμό τής νέας πρωτεύουσάς του και μελετώντας ελληνική φιλοσοφία και την «Μαθηματική Σύνταξη» (Almagest) τού Πτολεμαίου με τον Γεώργιο Aμηρούτζη και τον Γεώργιο Τραπεζούντιο.12

Αν και ο Παύλος Β’ έκανε κάτι για τη σταυροφορία, σίγουρα δεν διέθετε την εγκάρδια αφοσίωση τού προκατόχου του στην υπόθεση. Ο καρδινάλιος Τζάκοπο Αμμανάτι μπορούσε να γράφει με πολλή αλήθεια για τον παλιό του φίλο Πίο Β’:

Δεν μπορεί κανείς να πει αν ήταν πιο τυχερός στον θάνατο ή στη ζωή. Αναδείχθηκε ως ανώτατος ποντίφηκας με τις δικές του δυνάμεις [virtute sua] και πέτυχε αιώνια δόξα στη θρησκεία και στην ιδιοφυΐα. Συνάντησε ένα θάνατο ο οποίος, αν κοιτάξετε απλώς τον κόσμο, δεν θα μπορούσε να είναι πιο θαυμάσιος. … Πέθανε για την αλήθεια και για τη λύτρωση ενός υπόδουλου λαού, προσφέροντας τον εαυτό του ως θυσία στον Θεό και αφήνοντας παράδειγμα στους ιερείς γι’ αυτό που έπρεπε να κάνουν κι εκείνοι για τούς δικούς τους λαούς…13

Όμως δεν ήταν παράδειγμα που μπορούσε να ακολουθήσει ο παπικός έμπορος τής Βενετίας. Αλλά ο Παύλος Β’ έκανε ό,τι μπορούσε, με τον δικό του τρόπο, ενώ θέσπισε στην αρχή τής παπικής τού θητείας ειδική επιτροπή για τη σταυροφορία, στην οποία διόρισε τούς καρδινάλιους Βησσαρίωνα, Γκυγιώμ ντ’ Ετουβίλ και Χουάν ντε Καρβαχάλ. Οι επίτροποι επρόκειτο να εισπράττουν τα κέρδη από το παπικό μονοπώλιο των ορυχείων στυπτηρίας στην Τόλφα, «επτά βουνών στυπτηρίας» (που είχαν ανακαλυφθεί στις αρχές τού 1461), καθώς και τα περισσότερα από τα έσοδα από συγχωροχάρτια και σταυροφορικούς φόρους δεκάτης, πόρους τούς οποίους έπρεπε να δαπανούν στον πόλεμο κατά των Τούρκων. Παρά τις κουραστικές διπλωματικές ανταλλαγές τίποτε δεν επιτεύχθηκε, γιατί τα ιταλικά κράτη αρνούνταν να συμφωνήσουν στις εισφορές που πρότειναν οι επίτροποι, οι οποίοι προσπαθούσαν να εκτιμήσουν τις απαιτήσεις τής σταυροφορίας ύστερα από διαβούλευση με τούς σκληρά πιεζόμενους Ενετούς.14

Οι Φλωρεντινοί αποτελούν μια τέτοια περίπτωση και ένα παράδειγμα μπορεί να χρησιμεύσει για πολλά. Στις 16 Μαΐου 1465 ο Παύλος Β’ έκανε έκκληση στη Σινιορία για συνεισφορά, για να βοηθήσουν τούς Ούγγρους εναντίον τού Μωάμεθ Β’, τού «κοινού εχθρού και καταστροφής των χριστιανών». Ο πάπας δήλωνε ότι κατά την πρόσφατη συνάντηση των ιταλικών δυνάμεων, όταν είχε ζητήσει βοήθεια εναντίον των Τούρκων, ο Φλωρεντινός εκπρόσωπος είχε συμφωνήσει να δώσει δύο χιλιάδες δουκάτα τον μήνα,15 «αν και αυτό φάνηκε μικρό ποσό σε όλους τούς παρόντες και αναμφίβολα πολύ μικρότερο από εκείνο που θα έπρεπε να υποσχεθεί το πολύ ευημερών κράτος σας». (μάλιστα είχαν ζητηθεί από τη Φλωρεντία πενήντα χιλιάδες ετησίως.) Ο βασιλιάς Mατίας (Κορβίνους) είχε γράψει για την απεγνωσμένη ανάγκη να ανακοπεί η αδιάκοπα αυξητική πορεία τής τουρκικής παλίρροιας και ο πάπας είχε διαβεβαιώσει τούς Φλωρεντινούς ότι η ουγγρική δύναμη ήταν απλώς μικρή για να ανταποκριθεί στο έργο. Η επιδότηση τής Ουγγαρίας αποτελούσε στην πραγματικότητα υπεράσπιση τής Ιταλίας. Ο πάπας ζητούσε να μην υπάρξει καθυστέρηση: «όποιος δώσει γρήγορα, είναι σαν να έδωσε δυο φορές» (bis dedit qui cito dedit). Αν η Σινιορία δυσκολευόταν να διαθέσει ολόκληρο το ποσό, «πράγμα που δύσκολα μπορούμε να πιστέψουμε, προσευχόμαστε να δώσετε τώρα τουλάχιστον το μισό» [δηλαδή 12.000 δουκάτα]. Την 1η Ιουνίου η Σινιορία απάντησε, αναγνωρίζοντας τη δέσμευση τής Φλωρεντίας και επαινώντας την κομψότητα τού παπικού στυλ καθώς και την ορθότητα τής παπικής συλλογιστικής, «αλλά προκύπτουν πολλές και σοβαρές δυσκολίες, που το καθιστούν πολύ δύσκολο για εμάς, οι οποίοι δεν μπορούμε να δούμε με ποιο τρόπο μπορεί να αναληφθεί δράση σύμφωνα με τη θέλησή σας και τη δική μας επιθυμία, η οποία συνοδεύει πάντα αυτό που θέλει ένας ποντίφηκας». Η τιμή των δημητριακών ήταν υψηλή. Ο φόβος τής πανούκλας είχε παραλύσει την πόλη, ενώ υπήρχαν και άλλα προβλήματα. Η Σινιορία λοιπόν δεν φοβόταν να ζητήσει από την Αγιότητά του να ακούσει με κατανόηση την έκκλησή τους να απαλλαγούν, γιατί η ανάγκη τούς ωθούσε να ζητήσουν την κατανόηση τού ανώτατου ποντίφηκα, τού οποίου ήσαν πολύ αφοσιωμένοι γιοι.16 Η ανειλικρίνεια τής επιστολής συναγωνιζόταν την ευγένειά της. Ο Πίος Β’ είχε εξοικειωθεί πολύ με το νόημα τέτοιου είδους επικοινωνιών. Οι Φλωρεντινοί δεν επρόκειτο να βοηθήσουν τούς Ενετούς να βγάλουν τα κάστανα από τη φωτιά, αλλά όταν μια τέτοια επιστολή ερχόταν από οποιοδήποτε από τα δώδεκα περίπου κράτη στην Ιταλία, καθώς και απαντήσεις ίσως λιγότερο ευγενικές από πέντε-έξι βασιλιάδες και ηγεμόνες τής Δυτικής Ευρώπης, τότε ήταν πάρα πολύ σαφές ότι καμία μεγάλη σταυροφορία, όπως την είχε οραματιστεί ο Πίος Β’, δεν επρόκειτο να λάβει χώρα κατά τη διάρκεια τής παπικής θητείας τού Παύλου Β’.17

Παρά το γεγονός ότι τα παπικά κράτη ήσαν τόσο απρόθυμα όσο και άλλα στην καταβολή τού σταυροφορικού φόρου δεκάτης, ο Παύλος Β’ είχε καταφέρει να στείλει πολύ σημαντικά ποσά στον Ματίας Κορβίνους, για να βοηθήσει τούς Ούγγρους εναντίον των Τούρκων. Ο βιβλιοπώλης Βεσπασιάνο ντα Μπίστιτσι, καλά ενημερωμένος παρατηρητής τής εποχής, λέει ότι ο Παύλος Β’ έστειλε στον Κορβίνους περίπου 80.000 δουκάτα μόνο το έτος 1465.18 Σύμφωνα με τούς λογαριασμούς των «Σταυροφοριών» (Cruciata) που διατηρούνται στο Αρχείο τού κράτους (Archivio di Stato) στη Ρώμη, η επιτροπή για τη σταυροφορία πράγματι παρέδωσε στους Ούγγρους απεσταλμένους 57.500 χρυσά φλουριά από τούς πόρους που προέρχονταν από το μονοπώλιο στυπτηρίας στις 23 Μαΐου 1465,19 ενώ στις 28 Απριλίου 1466 έγινε και άλλη επιχορήγηση 10.000 ουγγρικών δουκάτων.20 Όμως εκφράζονταν πικρά παράπονα στην Ενετική Γερουσία ότι ούτε στη Ρώμη, ούτε στο Βένετο ο υψηλός κλήρος αναλάμβανε το μερίδιό του στον πόλεμο κατά των Τούρκων, ο οποίος είχε σχεδόν εξαντλήσει οικονομικά τη Δημοκρατία.21 Το κόστος τού πολέμου υπερέβαινε τα κέρδη τού εμπορίου. Στις 26 Σεπτεμβρίου 1465 η Γερουσία ενημέρωνε τον πάπα Παύλο ότι, καθώς η Βενετία πάλευε σχεδόν μόνη της εναντίον των Τούρκων, η δαπάνη διατήρησης των δυνάμεών της σε στεριά και θάλασσα είχε υπερβεί το επαχθές ποσό των 700.000 δουκάτων σε ένα έτος.22

Στις αρχές τής άνοιξης τού 1465 οι Ενετοί και οι Ιωαννίτες, οι κύριοι χριστιανοί αντίπαλοι των Τούρκων στην ανατολική Μεσόγειο, βρέθηκαν σε σύγκρουση, που φαινόταν ότι θα λειτουργούσε υπέρ τού σουλτάνου Μωάμεθ. Τότε ορισμένες ενετικές γαλέρες έπλεαν από Αλεξάνδρεια προς Ρόδο, όπως έκαναν συχνά, αλλά αυτή τη φορά είχαν πάνω τους αριθμό Μαυριτανών εμπόρων (plerique mercatures mauri), που είχαν μαζί τους πολύτιμα εμπορεύματα. Οι Ενετοί είχαν υποχρεωθεί να πάρουν τούς Μαυριτανούς στα πλοία, «ώστε εκτός από τον φοβερό πόλεμο που έχουμε με τον Τούρκο, να μην προκαλέσουμε και το μίσος τού σουλτάνου [της Αιγύπτου] εναντίον μας» (όπως η Γερουσία θεώρησε απαραίτητο να εξηγήσει στον βασιλιά Εδουάρδο Δ’ τής Αγγλίας στις 9 Σεπτεμβρίου 1465), «στον οποίο γνωρίζαμε ότι ο Τούρκος είχε στείλει απεσταλμένους για να [τον πείσουν να] κηρύξει τον πόλεμο σε εμάς». Καθώς οι ενετικές γαλέρες πλησίαζαν στο λιμάνι τής Ρόδου, ο Πέδρο Ραμόν Ζακόστα, ο μεγάλος μάγιστρος (1461-1467), τούς επιτέθηκε με αρκετές γαλέρες των Ιωαννιτών και άλλα εξοπλισμένα σκάφη. Μερικοί Ενετοί τραυματίστηκαν κατά τη συμπλοκή, ενώ κάποιοι ακόμη σκοτώθηκαν. Οι γαλέρες τους κατασχέθηκαν σαν να επρόκειτο για λάφυρα πολέμου. Οι Μαυριτανοί ρίχτηκαν στις ροδιακές φυλακές. Πολύ γρήγορα τα πράγματα πήγαν από το κακό στο χειρότερο.

Όταν τα νέα τής σύλληψης των Μαυριτανών διαδόθηκαν στη Συρία και την Αίγυπτο, όπου υπήρχαν πολλοί Ενετοί έμποροι καθώς και Ενετοί πρόξενοι στη Δαμασκό και την Αλεξάνδρεια, ο σουλτάνος διέταξε να συλληφθούν και να οδηγηθούν αλυσοδεμένοι στο Κάιρο όλοι οι πολίτες και υπήκοοι τής Δημοκρατίας. Κρατούνταν «υπό σκληρή φυλάκιση» (duris carceribus) και απειλούνταν με θάνατο, γιατί ο σουλτάνος θεωρούσε τη Βενετία υπεύθυνη για τα δεινά των Μαυριτανών. Μη παίρνοντας ικανοποίηση από τον μεγάλο μάγιστρο παρά τις επανειλημμένες προσπάθειες να διαπραγματευθεί μαζί του —«σε αυτό το σημείο, γαληνότατε βασιλιά, δεν μπορούμε να αποσιωπήσουμε το γεγονός ότι, αν και ο μεγάλος μάγιστρος δηλώνει ότι ο ίδιος είναι υπέρμαχος τής πίστης, η καρδιά του βρίσκεται πολύ μακριά από τέτοιο σκοπό»— η Γερουσία έδωσε εντολή στον Ενετό ναυτικό γενικό διοικητή Τζάκοπο Λορεντάν να αναστείλει κάθε δραστηριότητα εναντίον των Τούρκων και να προχωρήσει αμέσως προς την Ρόδο, όπου (ειρηνικά αν ήταν δυνατόν) να προσπαθήσει να εξασφαλίσει την απελευθέρωση των Μαυριτανών.

Ταξιδεύοντας προς τη Ρόδο, ο Λορεντάν προσπάθησε για τρεις ολόκληρες ημέρες με επιστολές και απεσταλμένους να πείσει τον μεγάλο μάγιστρο να απελευθερώσει τούς Μαυριτανούς και να επιστρέψει τα εμπορεύματά τους, αλλά αντίθετα με τις συμβουλές πολλών από τούς ιππότες ο μεγάλος μάγιστρος αρνήθηκε να το πράξει, «με απίστευτη επιμονή και φιλαργυρία», παρά το γεγονός ότι οι ζωές και οι περιουσίες τόσο πολλών Ενετών κρέμονταν τότε από μια κλωστή.

Τελικά όμως έγιναν ειρηνικές ρυθμίσεις μεταξύ τού επίμονου γενικού διοικητή και τού απείθαρχου μεγάλου μάγιστρου. Οι Μαυριτανοί αφέθηκαν ελεύθεροι και τα αγαθά τους, ή όσα μπόρεσαν να βρεθούν, τούς επιστράφηκαν. Όμως πριν γίνει αυτό εφικτό με «ομόνοια και συμφωνία», οι Ενετοί είχαν θεωρήσει απαραίτητο να πραγματοποιήσουν απόβαση στη Ρόδο. Η Γερουσία εξέφραζε ευγενικά τη λύπη της αν κατά τη διαδικασία αυτή είχε συμβεί κάτι δυσάρεστο για τη μεγαλειότητά του. Ο Εδουάρδος Δ’ είχε γράψει στη Βενετία, με πρωτοβουλία των Ιωαννιτών τής Αγγλίας, που διαμαρτύρονταν για την ενετική εισβολή στο νησιωτικό οχυρό.

Η Γερουσία επιβεβαίωνε την ορθότητα και τη δικαιοσύνη τής δράσης τους, σημειώνοντας ότι οι Μαυριτανοί είχε πλέον επιστρέψει στα σπίτια τους. Όμως η απελευθέρωση των Ενετών από τις φυλακές στο Κάιρο και η επιστροφή των αγαθών τους δεν επρόκειτο να επιτευχθεί χωρίς πολύ μεγάλη δαπάνη για τη Δημοκρατία. Ενετός πρεσβευτής είχε σταλεί στον σουλτάνο, «αλλά δεν υπάρχει αμφιβολία ότι με το συνήθη βάρβαρο τρόπο θα απαιτήσει από εμάς μεγάλο χρηματικό ποσό για να απαλλάξει τούς ανθρώπους μας από τη φοβερή μοίρα τους», πολύ πιθανό πολλές χιλιάδες δουκάτα. Αν ο αιδεσιμότατος άρχοντας ηγούμενος τού Οσπιταλίου στην Αγγλία διέθετε πληρέστερη γνώση και ακριβέστερη περιγραφή των γεγονότων στη Ρόδο, σίγουρα θα είχε αποφύγει να προχωρήσει σε καταγγελία κατά τής Βενετίας. Μάλιστα αν ο ίδιος ο άρχοντας είχε βρεθεί στη Ρόδο, η σοφία και η εξουσία του θα είχαν δείξει το δρόμο προς μια εντελώς ειρηνική λύση.23

Η Γερουσία είχε στείλει μάλιστα απεσταλμένο, τον Φίλιππο Κορρέρ, στην αυλή τού σουλτάνου, για να διαμαρτυρηθεί για την αδικία που γινόταν τότε στους πολίτες και τούς υπηκόους τής Δημοκρατίας. Ακόμη και η εμφανής απειλή να εγκαταλείψουν τα ενετικά προξενεία στη Δαμασκό και την Αλεξάνδρεια και να διατάξουν όλους τούς Ενετούς εμπόρους να εγκαταλείψουν τα εδάφη των Μαμελούκων απέτυχε να εξασφαλίσει πλήρη ικανοποίηση από την κυβέρνηση τού σουλτάνου.24 Το θέμα σερνόταν επ’ άπειρον. Την ώρα που οι Ενετοί πολεμούσαν με τούς Τούρκους, έπρεπε να παζαρεύουν και να διαμαρτύρονται με τούς Μαμελούκους. Επτά χρόνια αργότερα (στις 22 Ιουλίου 1472), ένα γνωστός Ενετός διπλωμάτης, ο Τζιοβάννι Έμο, ανέλαβε αποστολή από τον δόγη να πάει μέσω Μεθώνης στην Αλεξάνδρεια και από εκεί στο Κάιρο στην αυλή τού σουλτάνου, για να διαμαρτυρηθεί και πάλι σε αυτόν για τις ζημιές και απώλειες που είχαν υποστεί Ενετοί έμποροι σε εδάφη Μαμελούκων, όπου ακόμη και ο πρόξενος τής Δημοκρατίας στη Δαμασκό είχε υποστεί ατιμωτικό ξυλοδαρμό. Ο Έμο έπρεπε επίσης να προβάλει το «ζήτημα τού πιπεριού, που δίνεται στους ανθρώπους μας υγρό και γεμάτο άμμο και βότσαλα» (humefactum et terra lapidibusque plenum) και να ζητήσει την τιμωρία εκείνων, «που στο πρόσωπο τού προξένου μας έχουν τραυματίσει τη Σινιορία μας», ώστε στο μέλλον να μη διαπράττονται τέτοια αδικήματα. Έπρεπε επίσης να ζητήσει αποκατάσταση των ζημιών των εμπόρων.25

Στις αρχές τής άνοιξης και το καλοκαίρι τού 1466 ο σουλτάνος Μωάμεθ Β’ οδήγησε μεγάλο στρατό στην Αλβανία εναντίον τού Σκεντέρμπεη, αλλά απέτυχε να πάρει με πολιορκία το ορεινό φρούριο τής Κρόιας. Ήταν δαπανηρή εκστρατεία. Λεγόταν ότι οι Τούρκοι είχαν κατασκευάσει το κάστρο τού Ελμπασάν σε ένα μήνα26 και το Ελμπασάν απέδειξε σύντομα την αξία του, αφού αντιστάθηκε σε αλβανική επίθεση την επόμενη άνοιξη. Από τα μέσα περίπου Μαΐου τού 1466 εξαπλώνονταν φήμες ότι ο Σκεντέρμπεης είχε ηττηθεί και ότι περίπου 14.000 χριστιανοί είχαν σκοτωθεί σε καταστροφική σύγκρουση με τούς Τούρκους. Μπορεί κανείς και τώρα να αισθανθεί στην αλληλογραφία την ατμόσφαιρα συναγερμού. Ακόμη και οι Φλωρεντινοί ήσαν στενοχωρημένοι από την ανησυχητική είδηση. Ο Πιέρο Μέδικος, γιος και διάδοχος τού μεγάλου Κόσιμο, λέγεται ότι είχε αισθανθεί θλίψη και είχε χύσει δάκρυα για την τουρκική επίθεση κατά τής Αλβανίας, προσφέροντας στον Παύλο Β’ βοήθεια μέσω παλιού φίλου τού πατέρα του, τού Τιμότεο Μαφφέι, τού ανθρωπιστή ηγούμενου τού Φίσκολε και αργότερα αρχιεπίσκοπου Ραγούσας (1467-1470).27 Η ήττα τού Σκεντέρμπεη θα ήταν πλήγμα για τη Βενετία και οι Μέδικοι δεν είχαν ριχτεί στο κλάμα για τη δυστυχία τής Βενετίας.

Ο θάνατος τού δούκα τού Μιλάνου Φραντσέσκο Σφόρτσα στις 8 Μαρτίου 1466 απειλούσε να ανατρέψει την ισορροπία δυνάμεων στην Ιταλία. Στη Ρώμη, το Μιλάνο και τη Φλωρεντία υπήρχε φόβος για την ειρήνη στην Ιταλία και παρακολουθούσαν κάθε κίνηση που γινόταν στη Βενετία και τη Νάπολη. Όμως η Γερουσία τής Βενετίας διαβεβαίωνε έναν Αλβανό απεσταλμένο στις αρχές Ιουλίου 1466, ότι θα έδιναν στον Σκεντέρμπεη όλη τη βοήθεια που θα μπορούσαν να δώσουν. Ήσαν ικανοποιημένοι από την υπεράσπισή του τής Κρόιας, «και όσο για τα λεφτά που ζητά, ασφαλώς επιθυμούμε να μπορούσαμε να [τον] ικανοποιήσουμε … στον μέγιστο δυνατό βαθμό τής επιθυμίας του, αλλά πρέπει να τον ενημερώσουμε ότι έχουμε υποστεί τεράστιες και αφόρητες δαπάνες τόσο στη στεριά όσο και στη θάλασσα, όχι μόνο στην Αλβανία και τη Δαλματία, αλλά και στον Μοριά, το Νεγκροπόντε και άλλα μέρη στην ανατολή». Ο Σκεντέρμπεης είχε διαμαρτυρηθεί για την ανεπάρκεια τής βοήθειας που τού είχε στείλει η Βενετία, ενώ η Γερουσία απαντούσε ότι εκτός από το πεζικό που τού είχαν υποσχεθεί, είχαν στείλει επίσης τον οπλαρχηγό (κοντοττιέρε) Τσιμαρόστο με την ομάδα του από έμπειρους άνδρες. Ο θάνατος τού οπλαρχηγού είχε σίγουρα προκαλέσει σύγχυση στις τάξεις, αλλά πριν πεθάνει είχε διαμαρτυρηθεί στη Βενετία, ότι

οι στρατιώτες του είχαν υποστεί κακομεταχείριση από υπηκόους τής εξοχότητάς του, χωρίς πρόθεση τής εξοχότητάς του, όπως γνωρίζουμε, αλλά αυτός ήταν ο κύριος λόγος που άλλοι Ιταλοί οπλαρχηγοί που χρησιμοποιούμε δεν είναι πρόθυμοι να πάνε στην Αλβανία. Αλλά για να επανέλθουμε στο θέμα των χρημάτων, απαντάμε ότι, αν και, όπως αναφέρθηκε, επιβαρυνόμαστε με πολλούς τρόπους από αβάσταχτα έξοδα, όμως, λόγω σεβασμού προς την εξοχότητά του, θα προσπαθήσουμε προς το παρόν να τού στείλουμε δύο χιλιάδες δουκάτα από εδώ και θα διατάξουμε να τού δοθούν άλλα χίλια δουκάτα από τον επίτροπό μας στην Αλβανία.28

Παρά το γεγονός ότι έπρεπε να συνεχίζουν να προετοιμάζονται για πόλεμο, τα περισσότερα μέλη τής Ενετικής Γερουσίας εύρισκαν κάποια παρηγοριά σε συζητήσεις για ειρήνη. Λίγοι όμως από αυτούς μπορούσαν να συμφωνήσουν στον τρόπο με τον οποίο θα τερμάτιζαν τον πόλεμο. Τη Δευτέρα 28 Ιουλίου (1466) εγκρίθηκε πρόταση από τη Γερουσία, ότι

αύριο και την Τετάρτη όλα τα μέλη τού Κολλέγιου πρέπει να συγκεντρωθούν και να παραμείνουν μαζί και να μη φύγουν όσο ο γαληνότατος άρχοντας δόγης παραμένει. Τίποτε άλλο δεν θα συζητηθεί ή εξεταστεί στο Κολλέγιο εκτός από το προαναφερθέν ζήτημα [ειρήνη με τούς Τούρκους] υπό ποινή δέκα λιρών για καθένα [που θα αγνοήσει αυτή την εντολή]. … Την Πέμπτη θα συγκληθεί αυτό το συμβούλιο [η Γερουσία]. Aπαιτείται να πάρουν μέρος όλοι, όπως θα φανεί καλύτερο σε κάθε μέλος, σύμφωνα με τη γνώμη του για τον τρόπο και τη μέθοδο για να φτάσουμε σε ειρήνη ή ανακωχή με τον Τούρκο. … . Και στο συμβούλιο αυτό [της Γερουσίας] τίποτε άλλο δεν μπορεί να γίνει, αν δεν ξεκαθαριστεί πρώτα το ζήτημα αυτό για δράση.29

Αναφορές που έφταναν στην παπική κούρτη έφερναν μαζί τους αίσθηση σχεδόν ανεπανόρθωτης καταστροφής. Ο Παύλος Β’ έκανε κι άλλη έκκληση προς τις μεγάλες δυνάμεις, γράφοντας στον Φίλιππο τής Βουργουνδίας στα τέλη τού 1466:

Αγαπημένε μου γιε: Ο Σκεντέρμπεης, ο γενναίος αθλητής τού Χριστού, ηγεμόνας μεγάλου μέρους τής Αλβανίας, ο οποίος έχει αγωνιστεί για την πίστη μας επί περισσότερα από είκοσι χρόνια, έχει δεχτεί επίθεση από τεράστιες τουρκικές δυνάμεις και τώρα έχει ηττηθεί στη μάχη, έχει απογυμνωθεί από κάθε εξουσία και έχει οδηγηθεί ανυπεράσπιστος και άπορος στις ακτές μας. Οι Αλβανοί συμπολεμιστές τού έχουν σφαγιαστεί, ορισμένοι από αυτούς έχουν υποβιβαστεί σε άθλια δουλεία. Οι πόλεις, οι οποίες μέχρι τώρα είχαν αντισταθεί στις επιθέσεις των Τούρκων για λογαριασμό μας, έχουν πλέον τεθεί υπό την κυριαρχία τους. Οι γειτονικοί λαοί που κατοικούν στην Αδριατική έχουν τρομοκρατηθεί από την εγγύτητα τού κινδύνου. Παντού υπάρχει μπροστά στα μάτια μας πανικός, θλίψη, θάνατος και αιχμαλωσία. Είναι τρομερό να ακούμε πόσο μεγάλη αναταραχή έχει καταλάβει τα πάντα. Είναι θλιβερό θέαμα να βλέπει κανείς τα πλοία με τούς πρόσφυγες να καταφθάνουν στα ιταλικά λιμάνια. Οικογένειες σε ένδεια, απογυμνωμένες από όλα τα υπάρχοντά τους, διωγμένες από τα σπίτια τους, συνωστίζονται παντού στις ακτές. Απλώνουν τα χέρια τους προς τον ουρανό, γεμίζουν τις καρδιές μάς με τούς θρήνους τους. Αναρίθμητα κακά τις περικυκλώνουν, αλλά ο Τούρκος ηγεμόνας, νικηφόρος, περήφανος, τερατώδης, εφοδιασμένος με μεγαλύτερες δυνάμεις από ποτέ, ορμά προς τα εμπρός, διεκδικώντας τη μία χώρα μετά την άλλη.30

Αν και η επιστολή τού πάπα προς τον Φίλιππο τής Βουργουνδίας δεν υπερέβαλλε τον τρόμο και τη δυστυχία που είχαν προκαλέσει οι Τούρκοι στην Αλβανία, είχε κάνει λάθος στην πεποίθησή του ότι ο Σκεντέρμπεης είχε ηττηθεί. Στην πραγματικότητα ο Μωάμεθ είχε αποσυρθεί από την πολιορκία τής Κρόιας τον Ιούνιο τού 1466 προς Δυρράχιο, σκορπώντας μπροστά του τον θάνατο και την καταστροφή. Είχε όμως αφήσει τον Μπαλαμπάν μπέη μπροστά στην Κρόια, με εντολή να διατηρήσει την περικύκλωση τού φρουρίου, μέχρι να το καταλάβει με επίθεση ή από την πείνα. Στο μεταξύ σοβαρή επιδημία πανούκλας μαινόταν στη Θεσσαλία, τη Μακεδονία και τη Θράκη, εκτεινόμενη μέχρι τη Μικρά Ασία. Προκάλεσε υψηλή θνησιμότητα στην Ισταμπούλ, όπου, σύμφωνα με τον Κριτόβουλο, οι νεκροθάφτες δεν προλάβαιναν τα περισσότερα από εξακόσια άτομα που πέθαιναν καθημερινά. Ο Μεχμέτ καθυστέρησε την επιστροφή του στην πρωτεύουσα (το 1466), πορευόμενος προς βορρά μετά την απόσυρσή του από την Αλβανία στην περιοχή τού Δούναβη, βόρεια τής Σόφιας, μεταξύ Βιδινιού και Νικόπολης, όπου πέρασε το φθινόπωρο στα βουνά, επιστρέφοντας στην Ισταμπούλ μόνο όταν η πανούκλα είχε εξαφανιστεί με την έλευση τού χειμώνα.31

Στα τέλη τού έτους ο Σκεντέρμπεης έκανε βιαστικό ταξίδι στην Ιταλία, για να ζητήσει βοήθεια άμεσα από τον Φερράντε στη Νάπολη και τον Παύλο Β’ στη Ρώμη. Αν και η Γερουσία τής Ραγούσας είχε ετοιμαστεί τον Μάιο (1466) να εφοδιάσει τον Σκεντέρμπεη με μπαρούτι, ποτάσσα και θειάφι, στις 2 Νοεμβρίου ψήφισαν να στείλουν αντιπροσωπεία τριών ευγενών, για να ζητήσουν «να μην έρθει στη Ραγούσα ‘λόγω καλού σεβασμού’ (ob bonum respectum)», που σήμαινε για τον φόβο των Τούρκων.32 Στις 27 Νοεμβρίου ο Αγκοστίνο ντε Ρόσσι, ο Μιλανέζος πρέσβης στη Ρώμη, έγραφε στη δούκισσα Μπιάνκα Μαρία και στον γιο της Γκαλεάτσο Μαρία Σφόρτσα, ότι ο Σκεντέρμπεης είχε χάσει «όλο το κράτος του εκτός από την Κρόια». Είχε φτάσει στην Απουλία, θα πήγαινε πρώτα στον Φερράντε και στη συνέχεια θα ερχόταν στη Ρώμη για να ζητήσει την υποστήριξη που χρειαζόταν.33 Στις 14 Δεκεμβρίου ο πρέσβης τής Μάντουα στο Βατικανό Τζιοβάννι Πιέτρο Αρριβαμπένε, περιέγραφε την άφιξη τού Σκεντέρμπεη στη Ρώμη: «Ο άρχοντας Σκεντέρμπεης έφτασε εδώ την Παρασκευή [12 Δεκεμβρίου 1466] και τα νοικοκυριά των καρδιναλίων στάλθηκαν να τον συναντήσουν. Είναι άνθρωπος προχωρημένης ηλικίας, μετά τα εξήντα. Έχει έρθει με λίγα άλογα, φτωχός άνθρωπος. Καταλαβαίνω ότι θα ζητήσει βοήθεια».34

Ο Αγκοστίνο ντε Ρόσσι και ο συνάδελφός του πρεσβευτής στη Ρώμη Λορέντσο ντα Πέζαρο κρατούσαν τη μιλανέζικη αυλή καλά ενημερωμένη για αυτά που μάθαιναν στην παπική κούρτη. Παρακολουθούσαν από πολύ κοντά τον Παύλο Β’. Άλλωστε ήταν Ενετός. Μετά τον θάνατο τού Φραντσέσκο Σφόρτσα ήταν διάχυτος ο φόβος ότι η ιταλική ειρήνη δεν μπορούσε να διατηρηθεί. Η αντι-Mέδικοι εξόριστοι από τη Φλωρεντία είχαν συγκεντρωθεί στη Βενετία, όπου ο οπλαρχηγός (κοντοττιέρε) Μπαρτολομέο Κολλεόνι ενθαρρυνόταν να στραφεί κατά των Μεδίκων. Πίστευαν ότι οι Ενετοί είχαν βλέψεις για μιλανέζικα εδάφη. Θα προτιμούσαν να κάνουν ειρήνη με τούς Τούρκους, ενώ είχαν κάποιες δυσκολίες με τον σύμμαχό τους Ματίας Κορβίνους, τού οποίου οι δυνάμεις είχαν καταλάβει στρατηγικό πέρασμα κοντά στο Σπαλάτο (Σπλιτ) «ενάντια στην επιθυμία των Ενετών και περιφρονώντας τους» (contro voluntà et a despecto de Venetiani). Οι Ενετοί προσπαθούσαν να κρύψουν την ενόχλησή τους. Έπρεπε να ανεχτούν αυτή την ένδειξη ουγγρικής φιλοδοξίας λόγω τού τουρκικού πολέμου, αλλά ήταν κατανοητό στη Ρώμη «ότι είχαν πικρό το στομάχι» (che ne hanno amaro il stomacho). Ο πάπας προσπαθούσε να διατηρήσει την ειρήνη και να κρατήσει τούς Ενετούς σε αναμονή. Έλεγε στους απεσταλμένους στην κούρτη για τα τεράστια ποσά που είχε δαπανήσει στον τουρκικό πόλεμο και για τη συνεχιζόμενη ανάγκη να εφοδιάζει τον Ματίας Κορβίνους και τον Σκεντέρμπεη με επιδοτήσεις. Σύμφωνα με τον τελευταίο, οι Τούρκοι είχαν επιδράμει στα ενετικά εδάφη στη Δαλματία κατά τη στιγμή τής αναχώρησής του από την Αλβανία. Είχαν πάρει περισσότερους από τέσσερις χιλιάδες αιχμαλώτους, καθώς και πολλά λάφυρα, πράγμα που καθιστούσε σαφές ότι μικρή άμεση πιθανότητα υπήρχε για ειρήνη ή ανακωχή μεταξύ Δημοκρατίας και Πύλης. Ο πάπας είχε στείλει τον συμπατριώτη του Μπερτούτσο Κονταρίνι στους Ενετούς, για να πει «οι γείτονες να μην εμπιστεύεστε να κάνετε ούτε ειρήνη ούτε ανακωχή με τον Τούρκο για να ξαναρχίσετε τον πόλεμο στην Ιταλία» (adiungendoli che non se fidano de fare ni pace ni tregua col Turcho per innovare guerra in Italia).35

Οι πρέσβεις τού Μιλάνου στη Ρώμη έγραφαν στη δούκισσα Μπιάνκα και στον Γκαλεάτσο Μαρία ότι ο Παύλος Β’ είχε κατευθύνει τον Σκεντέρμπεη να γράψει στον Αλβανό απεσταλμένο στη Βενετία, «ότι ο πάπας αρνείται να δώσει οποιαδήποτε επιχορήγηση που θα χρησιμοποιηθεί εναντίον των Τούρκων στην Αλβανία, πριν πρώτα εξασφαλίσει στην Ιταλία ότι δεν υπάρχει πιθανότητα πολέμου εδώ και ότι όλες οι άλλες ιταλικές δυνάμεις συμφωνούν σε αυτό, εκτός από τούς Ενετούς, οι οποίοι μάλλον παρακωλύουν. Μπορεί λοιπόν κανείς να βεβαιώσει ότι το όλο θέμα εξαρτάται από αυτούς. … Ο ίδιος ο Σκεντέρμπεης έχει επίσης γράψει για το θέμα αυτό και έχει στείλει την επιστολή στη Βενετία». Οι πρεσβευτές πίστευαν ότι ο Παύλος θα έδινε στον Σκεντέρμπεη «κάποια επιδότηση, αλλά μικρή μόνο».36 Στις 7 Ιανουαρίου 1467 ο καρδινάλιος Φραντσέσκο Γκονζάγκα έγραφε στον πατέρα του μαρκήσιο Λοντοβίκο, ότι μυστικό εκκλησιαστικό συμβούλιο είχε συγκληθεί εκείνο το πρωί για το θέμα τής υποβοήθησης τού Σκεντέρμπεη: Ο Παύλος Β’ είχε πει ότι θα έδινε πέντε χιλιάδες δουκάτα, αλλά ήταν απρόθυμος να δώσει περισσότερα, με την αιτιολογία ότι έπρεπε να φροντίσει για τις δικές του υποθέσεις, εκφράζοντας ανησυχία για ορισμένες πιθανές εξελίξεις. Στη συνέχεια ο καρδινάλιος Λάτινο Ορσίνι άρχισε να λέει ότι η Αυτού Αγιότητα δεν είχε λόγο να φοβάται από καμία πηγή, αλλά ο πάπας στράφηκε προς αυτόν με θυμό, με την πληροφορία ότι γνώριζε με βεβαιότητα, ότι ο Φερράντε τής Νάπολης σχεδίαζε επίθεση κατά των κρατών τής εκκλησίας. Στις 12 τού μηνός ο καρδινάλιος Γκονζάγκα έγραφε και πάλι στον πατέρα του, ότι είχε συμμετάσχει σε άλλο μυστικό εκκλησιαστικό συμβούλιο εκείνο το πρωί, σχετικό με «τις υποθέσεις τού Σκεντέρμπεη, στον οποίο θα δοθούν μόνο πέντε χιλιάδες δουκάτα».37

Ο Σκεντέρμπεης παρέμεινε στη Ρώμη ακόμη ένα μήνα ή περισσότερο, περιμένοντας επιδότηση από τον πάπα,

αλλά η Αγιότητά του θέλει προφανώς να δει τι μορφή θα πάρουν οι υποθέσεις τής Ιταλίας, γιατί αν πρόκειται να υπάρξει πόλεμος, έχει την πρόθεση οι πρώτες δαπάνες του να αφορούν τη δική του προστασία. Από την άλλη πλευρά λέει ότι θέλει ακόμη να ξέρει τι συμβολή είναι διατεθειμένη να κάνει η Μεγαλειότητά του [ο Φερράντε]. Τού έχει γράψει [ο Πάπας στον Φερράντε] και αναμένει την απάντησή του, προκειμένου να διαπιστώσει αν αυτό που θα κάνει ο βασιλιάς [για τον Σκεντέρμπεη], μαζί με τη βοήθεια τού πάπα, θα είναι επαρκές για τις ανάγκες τής Αλβανίας, έτσι ώστε να μη ξοδεύουν χρήματα άσκοπα! Στο μεταξύ ο Σκεντέρμπεης είναι πολύ θλιμμένος και σχεδόν απελπισμένος.

Οι πρέσβεις τού βασιλιά τής Ουγγαρίας βρίσκονταν επίσης στη Ρώμη, αναζητώντας την ετήσια επιδότησή τους από την Αγία Έδρα για την «επιχείρηση τού Τούρκου» (impresa del Turcho). Στη Ρώμη βρισκόταν επίσης ο μεγάλος μάγιστρος Πέδρο Ραμόν Ζακόστα και μεγάλος αριθμός Ιωαννιτών ιπποτών (Hospitallers), γιατί η γενική συνέλευση τού τάγματος συγκαλούνταν στη Ρώμη (από τις 12 Δεκεμβρίου 1466 μέχρι τις 7 Φεβρουαρίου 1467). Λεγόταν ότι οι Ιωαννίτες βρίσκονταν με χρέος 200.000 δουκάτων. Υποτίθεται ότι είχε επιβληθεί εισφορά στους πολεμιστές μοναχούς, «να πληρώνουν τα τρία τέταρτα των εισοδημάτων τους κάθε χρόνο», που θεωρείτο αρκετή για να αποπληρώσουν το χρέος σε τρία χρόνια. Όμως ο λογιστικός έλεγχος των οικονομικών τού τάγματος αποκάλυπτε τώρα ότι είχαν ξοδέψει όλα τα εισοδήματά τους και τα χρέη τους είχαν αυξηθεί σε 250.000 δουκάτα. Αποφασίστηκε λοιπόν ότι κάθε «Αδελφός» (Frate) έπρεπε να καταβάλλει το μισό τού εισοδήματός του για τα επόμενα πέντε χρόνια, πράγμα το οποίο, όπως πίστευαν, θα ήταν αρκετό για την επανεξασφάλιση τής φερεγγυότητας τού τάγματος, «εφόσον ο Θεός δεν αυξήσει το χρέος, όπως συνέβη την πρώτη φορά».38 Πέντε μέρες μετά την ολοκλήρωση τής γενικής συνέλευσης ο Παύλος Β’ εξέδωσε τη βούλλα «Quamvis ex commissο» (στις 12 Φεβρουαρίου 1467), περιγράφοντας τα πολλαπλά χρέη τού Τάγματος, προβλέποντας συνολική οικονομική μεταρρύθμιση και απαιτώντας πλήρη αποπληρωμή εντός πέντε ή έξι ετών. Δέκα μέρες μετά πέθανε ο μεγάλος μάγιστρος Ζακόστα (στις 22 Φεβρουαρίου), κουρασμένος τόσο από τα χρέη, όσο και από τούς Τούρκους.39

Οι Λορέντσο ντα Πέζαρο και Αγκοστίνο ντε Ρόσσι ανέφεραν στη μιλανέζικη κυβέρνηση στις 24 Ιανουαρίου (1467) ότι ενώ ο Σκεντέρμπεης ήταν «σχεδόν απελπισμένος, με μικρή ελπίδα να πάρει βοήθεια από τον πάπα για την Κρόια και την Αλβανία», ο Παύλος Β’ έχανε το ενδιαφέρον του για τη σοβαρότητα τής κατάστασής του. Κάποιος Πάολο Κονταρίνι, ένας Ενετός, είχε πει στον πάπα ότι δεν ήταν απαραίτητο να προχωρήσει σε περαιτέρω έξοδα για την υπεράσπιση τής Κρόιας, «επειδή η Σινιορία τής Βενετίας έχει πάρει τον τόπο υπό την προστασία της και θα φρόντιζε να τον φρουρεί καλά, ενώ το πεζικό τους και άλλες δυνάμεις βρίσκονται μέσα [στο φρούριο]». Λεγόταν ότι ο Σκεντέρμπεης κατάλαβε τις μοχθηρές προθέσεις τής Βενετίας και απείλησε να παραδώσει την Κρόια και την υπόλοιπη Αλβανία στους Τούρκους.40 Αν και η επιστολή τού πρεσβευτή ήταν αρκετά αντι-ενετική, για να ευχαριστήσει τη δούκισσα Μπιάνκα και τον Γκαλεάτσο Μαρία, παραμένει ύποπτη υπό το φως των ενετικών εγγράφων.

Ο Σκεντέρμπεης είχε ήδη παραμείνει υπερβολικά στη Ρώμη. Η Κρόια αντιστεκόταν ακόμη στους Τούρκους. Όμως ο Παύλος Β’ δεν έδειχνε ότι θα τού έδινε τις πέντε χιλιάδες δουκάτα για τα οποία είχε μιλήσει στο εκκλησιαστικό συμβούλιο τής 7ης Ιανουαρίου. Βέβαια ήταν πρόθυμος να τού διαθέσει μέρος τού φεουδαρχικού «ενοικίου» (census), το οποίο υποτίθετο ότι έπρεπε να καταβάλλει κάθε χρόνο το ναπολιτάνικο βασίλειο στην Αγία Έδρα. Ορισμένοι από τούς καρδιναλίους είχαν πείσει τον Σκεντέρμπεη να παραμείνει λίγο ακόμα. Τού πρόσφεραν δικά τους χρήματα και τού έλεγαν ότι θα συγκαλούνταν σύντομα άλλο εκκλησιαστικό συμβούλιο, στο οποίο οι καρδινάλιοι πίστευαν ότι ο Παύλος θα μπορούσε να πειστεί να τού χορηγήσει την αναγκαία επιδότηση.

Το εκκλησιαστικό συμβούλιο όντως πραγματοποιήθηκε στις 13 Φεβρουαρίου (1467). Το ζήτημα τής βοήθειας προς τον Σκεντέρμπεη πρέπει να προέκυψε αμέσως. Ο Παύλος Β’ δήλωνε τώρα ότι ήταν διατεθειμένος να συνεισφέρει δύο χιλιάδες δουκάτα στην αλβανική υπόθεση, για το οποίο ορισμένοι από τούς καρδιναλίους διαμαρτυρήθηκαν, λέγοντας ότι η Αυτού Αγιότητα έπρεπε να διαθέσει τουλάχιστον επτά ή οκτώ χιλιάδες. Ο Παύλος είπε απαντώντας, ότι δεν είχε αντίρρηση να δανείσουν οι καρδινάλιοι στον Σκεντέρμπεη κάποιο τέτοιο ποσό και αυτός θα πρόβλεπε για την επιστροφή του από τα έσοδα των ορυχείων στυπτηρίας [στην Τόλφα]. Η ιδέα δεν φάνηκε ελκυστική στους καρδιναλίους, δεδομένου ότι ήταν γνωστό ότι ο Παύλος είχε «τα χρήματα στην κασέλα» (il dinaro in capsa).41

Οι Μιλανέζοι πρέσβεις ενημέρωναν την κυβέρνησή τους την ίδια μέρα (13 Φεβρουαρίου), ότι μέχρι τότε ο «φτωχούλης Σκεντέρμπεης» (Scandarbecho povereto) δεν είχε πάρει σχεδόν τίποτε από τον πάπα, ο οποίος μετά βίας είχε πληρώσει τα έξοδα διαβίωσής του. Αλλά ο Παύλος τον έστελνε πίσω στον Φερράντε με τη λεγόμενη χορηγία των 7.500 δουκάτων, που έπρεπε να καταβληθούν από το ναπολιτάνικο «ενοίκιο» (census), υπό την προϋπόθεση ότι ο Φερράντε θα πρόσθετε σε αυτά το ίδιο ποσό από δικούς του πόρους (de li soy). Πέρα από αυτό, σύμφωνα με τούς Μιλανέζους πρεσβευτές, ο Σκεντέρμπεης δεν είχε πάρει τίποτε, ενώ ακόμη κι αυτό αποτελούσε «υπόθεση αιχμής» (una cosa in acre), επειδή το ίδιο το ποσό τού «ενοικίου» δεν ήταν τακτοποιημένο ζήτημα. Καθώς ο Σκεντέρμπεης ετοιμαζόταν να φύγει από τη Ρώμη για τη Νάπολη, πήρε θλιβερά νέα από την Αλβανία, «ότι όλοι οι άνθρωποι σε εκείνους τούς τόπους … ήσαν απελπισμένοι και πολύ δυστυχισμένοι» (como tutti li homeni de quelle terre … stavano desperati et malissimo contenti).42 Ύστερα από πέντε σχεδόν εβδομάδες στην παπική κούρτη, θλιβερές εβδομάδες, ο Αλβανός «υπερασπιστής» έπαιρνε το δρόμο για τη Νάπολη. Στις 14 Φεβρουαρίου (1467) o Λορέντσο ντα Πέζαρο έγραφε στη δούκισσα Μπιάνκα και στον Γκαλεάτσο Μαρία: «Ο Σκεντέρμπεης αναχώρησε σήμερα, σε απόγνωση, γιατί δεν έχει λάβει χρήματα από τον πάπα. Ένας καρδινάλιος τού έδωσε διακόσια δουκάτα … Σε αποδοκιμαστικούς τόνους έλεγε τις προάλλες σε έναν καρδινάλιο, ότι θα κάνει μάλλον πόλεμο εναντίον τής εκκλησίας παρά εναντίον των Τούρκων!»43

Πέντε μέρες αργότερα, στις 19 τού μηνός, ο Λορέντσο και ο συνάδελφός του Αγκοστίνο ντε Ρόσσι έστειλαν στην Μπιάνκα και στον Γκαλεάτσο μερικές επιπλέον λεπτομέρειες: Ο Σκεντέρμπεης είχε αφήσει τη Ρώμη, «λέγοντας ότι δεν πίστευε ότι θα μπορούσε κανείς να βρει μεγαλύτερη σκληρότητα σε όλο τον κόσμο απ’ ό,τι μεταξύ αυτών των ιερέων!»44 Η αναχώρησή του είχε καθυστερήσει, γιατί δεν είχε χρήματα αρκετά για να πληρώσει το λογαριασμό του στο πανδοχείο (hostaria), όπου είχε διαμείνει. Όμως ο καρδινάλιος τού Αγίου Σίξτου τού έδωσε διακόσια δουκάτα, εκ των οποίων, καθώς ξεκινούσε για τη Νάπολη, τού είχαν απομείνει μόνο σαράντα. Την τελευταία στιγμή, ακούγοντας πόσο φτωχός ήταν όντως ο Σκεντέρμπεης, ο Παύλος Β’ τού έστειλε τελικά 2.300 δουκάτα, «κι έτσι έφυγε».

Ο Φερράντε τής Νάπολης υπήρξε πιο γενναιόδωρος από τον πάπα, παρέχοντας αμέσως στον Σκεντέρμπεη χρήματα, προμήθειες και όπλα.45 Οι Ενετοί, παρά τις αναφορές των Μιλανέζων απεσταλμένων, έδωσαν διαβεβαιώσεις για τη συνέχιση τής βοήθειάς τους. Επιστρέφοντας στην πατρίδα τού ο Σκεντέρμπεης μπήκε στο πεδίο τής μάχης με σημαντικό στρατό, για μια τελευταία συνάντηση με τον Μπαλαμπάν μπέη, ο οποίος στο μεταξύ είχε πάρει ισχυρές ενισχύσεις και είχε θέσει πάλι την Κρόια υπό πολιορκία. Ο Σκεντέρμπεης βασάνιζε τούς Τούρκους μέρα και νύχτα. Την άνοιξη τού 1467, πιθανότατα τον Απρίλιο, νίκησε σώμα βοηθητικών στρατευμάτων που στελνόταν στον Μπαλαμπάν, συλλαμβάνοντας μάλιστα τον αδελφό τού τελευταίου Γιουνούς, που ήταν διοικητής τους. Τότε σκοτώθηκε και ο ίδιος ο Μπαλαμπάν από πυροβολισμό σε ξέφρενη επίθεση εναντίον τής Κρόιας και οι Τούρκοι εγκατέλειψαν βιαστικά την πολιορκία, υποχωρώντας με φοβισμένη αταξία στη Μακεδονία.46

Ο Αγκοστίνο ντε Ρόσσι είχε ενημερώσει τη δούκισσα Μπιάνκα και τον Γκαλεάτσο Μαρία στις 11 Μαρτίου (1467), ότι είχαν φτάσει νέα στη Ρώμη ότι οι Τούρκοι ετοίμαζαν «μεγάλους στρατούς» (grandi armate) για επιθέσεις κατά των χριστιανών από στεριά και θάλασσα, αν και δεν ήταν ακόμη σαφές πού θα επιδίωκαν να διαπράξουν την «καταστροφή» τους (ruina).47 Τουρκικός στόχος θα ήταν τελικά η Αλβανία. Ο σουλτάνος Μωάμεθ Β’ επέστρεψε το καλοκαίρι με άλλο μεγάλο στρατό. Χιλιάδες διέφυγαν έντρομοι από την Αδριατική ακτή προς την Ιταλία, αφήνοντας πίσω όλα τους τα υπάρχοντα. Το Δυρράχιο, εκτός από στρατιωτικό προσωπικό, ήταν πια σχεδόν ακατοίκητο. Όμως η πόλη ήταν καλά εφοδιασμένη και τα τείχη της ισχυρά. Ο Μωάμεθ δεν έκανε καμία σοβαρή προσπάθεια για να την καταλάβει, αν και μεγάλη τουρκική δύναμη ιππικού λεηλάτησε τη γύρω χώρα. Η Κρόια βρισκόταν σε σοβαρό κίνδυνο κατά το μεγαλύτερο μέρος τού Ιουλίου, αλλά σύντομα ο σουλτάνος και ο στρατός του αναχώρησαν προς ανατολάς. Η τουρκική εκστρατεία τού 1467 ήταν ακόμη λιγότερο αποτελεσματική από εκείνη τού προηγούμενου έτους. Οι Αλβανοί και οι Ενετοί σύμμαχοί τους εξακολουθούσαν να κατέχουν την Κρόια. Αλλά ακόμη μια ζοφερή επίσκεψη τής πανούκλας συνέβη το 1467, ενώ και πάλι ο σουλτάνος πέρασε τον χειμώνα στα βαλκανικά βουνά πριν επιστρέψει στην Ισταμπούλ, κατά τα φαινόμενα τον Φεβρουάριο τού 1468.48 Μάλιστα η πανούκλα επέστρεφε σχεδόν κάθε χρόνο, προσθέτοντας στις τρομερές κακουχίες που είχαν επιβάλει στους δύστυχους κατοίκους των Βαλκανίων η τουρκική λεηλασία και η σκληρή διοίκηση.

Οι ενετικές ναυτικές και στρατιωτικές επιχειρήσεις κατά τη διάρκεια τού 1466 αποδείχθηκαν ελάχιστα πιο επιτυχημένες από τις αντίστοιχες των Τούρκων. Στα τέλη Απριλίου ο Βεττόρε Καπέλλο, ο αρχηγός τής φιλοπόλεμης παράταξης στη λιμνοθάλασσα, αντικατέστησε τον Τζάκοπο Λορεντάν ως ναυτικός γενικός διοικητής. Ο Καπέλλο απέπλευσε με εικοσιπέντε γαλέρες για τα ενετικά λιμάνια τής Ανατολικής Μεσογείου και από εκεί για τον κόλπο τής Θεσσαλονίκης και το βορειότερο άκρο τού Αιγαίου, όπου και κατέλαβε τα νησιά Ίμβρο, Θάσο και Σαμοθράκη. Επρόκειτο για καλή αρχή. Στη συνέχεια κατευθύνθηκε προς το Αθηναϊκό λιμάνι τού Πειραιά, με στόλο αποτελούμενο τώρα από εικοσιοκτώ γαλέρες. Επιτέθηκε στην Αθήνα και πέτυχε την παράδοση τού Λιγουριού, βορειοανατολικά τού Ναυπλίου, το οποίο ο Τζάκοπο Μπαρμπαρίγκο, επιστάτης (provveditore) τού Μοριά, είχε αναφέρει σε επιστολή τής 17ης Νοεμβρίου (1465) ότι είχε καταληφθεί από τούς Τούρκους. Ο Καπέλλο έστελνε ειδήσεις για τις νίκες του με διάφορες επιστολές προς τον δόγη (ή μάλλον προς τη Γερουσία), η τελευταία από τις οποίες προερχόταν από την Κορώνη στις 18 Ιουλίου (1466), για την οποία έλαβε ως απάντηση την υψηλότερη τιμητική διάκριση για τις σημαντικές υπηρεσίες που είχε προσφέρει στη Δημοκρατία στη στεριά και τη θάλασσα (με ημερομηνία 5 Σεπτεμβρίου).49

Ο Καπέλλο είχε πράγματι κάνει λαμπρό ξεκίνημα. Για κάποια στιγμή φαινόταν ότι θα μπορούσε να ανακτήσει την πόλη τής Αθήνας, την οποία η Βενετία κατείχε για μερικά χρόνια (1394-1402/3), την περίοδο μεταξύ τής κυριαρχίας των δουκών Νέριο Α’ Ατσαγιόλι και τού νόθου γιού του, τού Αντόνιο Α’. Οι Τούρκοι είχαν καταλάβει την κάτω πόλη στις 4 Ιουνίου 1456 και την Ακρόπολη λίγο αργότερα.50 Είχαν βρει το σχεδόν απόρθητο φρούριο χρήσιμο ως σταθμό διοίκησης, ενώ η κατοχή τού Πειραιά πρέπει να είχε βοηθήσει τις δραστηριότητές τους στο Αιγαίο. Όπως σημειώσαμε στο προηγούμενο κεφάλαιο, ο Ομάρ μπέης είχε αποσυρθεί στην Αθήνα στις αρχές φθινοπώρου τού 1465, κατά τη διάρκεια τού αγώνα του εναντίον των Σιγκισμόντο Μαλατέστα και Τζάκοπο Μπαρμπαρίγκο, γιατί η Αθήνα εφοδιαζόταν τότε καλύτερα με τρόφιμα και ζωοτροφές απ’ ό,τι ο Μοριάς.51

Ο Καπέλλο είχε αποβιβάσει τα στρατεύματά του στην Αττική ακτή και βάδισε με αυτά πριν το ξημέρωμα τα τέσσερα μίλια μέχρι την Αθήνα (στις 12 Ιουλίου 1466, σύμφωνα με τον Στέφανο Μάνιο). Πήρε την κάτω πόλη, προφανώς χωρίς σοβαρή αντίσταση. Χωρίς να πειράξει τον ελληνικό πληθυσμό, έκαψε τα τουρκικά πλοία στον Πειραιά. Όμως δεν μπόρεσε να βγάλει την τουρκική φρουρά από την Ακρόπολη και αποσύρθηκε στις αρχές Αυγούστου από την Αθήνα στην Παλιά Πάτρα,52 την οποία ο Μπαρμπαρίγκο είχε προσπαθήσει να καταλάβει με δύο χιλιάδες άνδρες, με τα υπολείμματα των στρατευμάτων τού Μπερτόλντο ντ’ Έστε και τού Σιγκισμόντο Μαλατέστα. Όταν η επιτυχία φαινόταν εφικτή, εμφανίστηκε ξαφνικά ο Ομάρ μπέης, απαρατήρητος και απροσδόκητα. Ο γραμματέας τού Μαλατέστα λέει ότι είχε μαζί του δώδεκα χιλιάδες ιππείς. Απωθώντας τις ενετικές δυνάμεις προς τη θάλασσα, ο Ομάρ μπέης πήρε περίπου εκατό αιχμαλώτους και σκότωσε περίπου εξακόσιους στη μάχη. Οι αιχμάλωτοι θανατώθηκαν αργότερα στην Ισταμπούλ.53 Ο Μπαρμπαρίγκο σκοτώθηκε στη σύγκρουση και το σώμα του παλουκώθηκε από τούς Τούρκους στην Πάτρα. Μερικές μέρες αργότερα κατέφθασε στην περιοχή ο Καπέλλο, πολύ αργά για να βοηθήσει τον Μπαρμπαρίγκο, αλλά αποφασισμένος να τον εκδικηθεί. Ο Καπέλλο επιτέθηκε στον Ομάρ μπέη στην Πάτρα, αλλά ηττήθηκε με βαριές απώλειες. Οι αναφορές του προς τη Γερουσία, που γράφτηκαν στην Πάτρα στις 9 και 15 Αυγούστου, δεν είχαν πια περιχαρείς τόνους, ενώ στις 7 Σεπτεμβρίου (1466) οι γερουσιαστές τού απαντούσαν σε πολύ λιγότερο ευτυχείς τόνους από εκείνους τής προηγούμενης επιστολής τους, δύο μόλις ημέρες πριν. Θρηνούσαν τον θάνατο τού Μπαρμπαρίγκο και των γενναίων συντρόφων του, αλλά υπενθύμιζαν στον Καπέλλο ότι έτσι ήσαν οι τύχες τού πολέμου. Έπρεπε να υποφέρει την ήττα με υπομονή, να προσπαθήσει να διατηρεί την τιμή και την υπόληψη τής Δημοκρατίας και να διαφυλάσσει καλά (όπως ο ίδιος είχε γράψει ότι έκανε) την ασφάλεια των ανδρών και τού στόλου που είχαν εμπιστευθεί στην ευθύνη του.54

Όμως η χειρότερη είδηση που ερχόταν από την Ανατολή δεν ήταν η αναφορά ότι ο τουρκικός στόλος σύντομα θα απέπλεε από τον Βόσπορο. Ήταν η επίμονη τώρα ασθένεια τού Βεττόρε Καπέλλο. Η Γερουσία φοβόταν ότι δεν μπορούσε πια να διοικεί (quod … idem capitaneus personam suam exercere non posset). Αν τίθετο εκτός μάχης, ο ενετικός στόλος και οι τύχες τής Δημοκρατίας θα βρίσκονταν στο χείλος τής αβύσσου. Στις 25 Μαρτίου (1467) λοιπόν η Γερουσία πήρε απόφαση να τον αντικαταστήσει. Ο νέος γενικός διοικητής θα έπαιρνε τον ίδιο μισθό και θα υπόκειτο στους ίδιους όρους που είχαν συνοδεύσει την εκλογή τού Καπέλλο.55

Πέντε μέρες αργότερα (στις 30 τού μηνός) οι γερουσιαστές αναγνώριζαν ότι «είναι πρόδηλο σε ολόκληρο αυτό το συμβούλιο και σε όλους στην πόλη με πόσο θάρρος, μεγαλείο καρδιάς και επιμέλεια ο ευγενής Βεττόρε Καπέλλο έχει διαχειριστεί τις υποθέσεις μας». Η απόφαση να προχωρήσουν στην εκλογή τού διαδόχου του είχε γίνει απαραίτητη λόγω τού φόβου ότι δεν θα μπορούσε πλέον να συνεχίσει, αλλά τώρα πολλές επιστολές, μερικές από τις οποίες γραμμένες με το δικό του χέρι, έφερναν την καθησυχαστική είδηση, ότι ο ίδιος είχε ανακάμψει από τον πυρετό του και ότι σε λίγες μέρες θα επέστρεφε στις γαλέρες του για να αναλάβει και πάλι τη διοίκηση τού στόλου. Αν έτσι είχαν τα πράγματα, δεν θα ήταν συνετό να τον αντικαταστήσουν και «ως εκ τούτου λαμβάνεται η απόφαση ότι η εκλογή νέου διοικητή πρέπει να αναβληθεί για οκτώ ημέρες ή για όσο περισσότερο κριθεί σκόπιμο από τη Σινιορία και το Κολλέγιο, έτσι ώστε με την παραλαβή περαιτέρω ειδήσεων, τις οποίες πρέπει να έχουμε εντός τής προαναφερθείσας περιόδου, να είναι δυνατό να αναλάβουμε πιο κατάλληλη δράση».56

Μια βδομάδα αργότερα όλοι στη Βενετία ήξεραν ότι ο Καπέλλο ήταν νεκρός.57 Όλοι ήξεραν ότι ήταν αναντικατάστατος, αλλά έπρεπε να εκλεγεί νέος γενικός διοικητής. Ο διάδοχος τού Καπέλλο θα έπαιρνε μηνιαίο μισθό εκατό δουκάτων και τα συνήθη επιμίσθια. Από την κοινοποίηση τής εκλογής του έπρεπε να απαντήσει εντός εικοσιτεσσάρων ωρών. Άρνηση τής ανάθεσης θα συνεπαγόταν πρόστιμο ύψους χιλίων δουκάτων. Ο Τζάκοπο Λορεντάν επανεκλέχτηκε στη θέση αυτή και αποδέχτηκε την εκλογή του.58

Η ήττα τού Καπέλλο στην Πάτρα ήταν το τελευταίο σημαντικό γεγονός στη ζωή του. Διατάζοντας τούς επιζώντες τής σφυροκοπημένης δύναμής του να επανεπιβιβαστούν στις γαλέρες, είχε πλεύσει μέσω τού Αρχιπελάγους προς το Νεγκροπόντε, όπου και αρρώστησε. Στις 13 Μαρτίου 1467 πέθανε από καρδιακή προσβολή, «αυτό που οι Έλληνες λένε ‘καρδιακό’» (che i Greci chiamano “cardiaco“).59 Ο Σανούντο αναφέρει ότι κατά τούς τελευταίους πέντε μήνες τής ζωής του, μετά την ήττα του από τούς Τούρκους, λεγόταν ότι δεν είχαν δει ποτέ τον Καπέλλο να χαμογελά.60 Τα τελευταία χρόνια ο τάφος του έχει ξανατοποθετηθεί πάνω από την κύρια πύλη τής εκκλησίας τής Σάντα Έλενα στη Βενετία, όπου το σώμα του ενταφιάστηκε μετά την επιστροφή του. Αυτός γονατίζει μπροστά στην Αγία Ελένη. Ο τάφος βρίσκεται πίσω τους. Η δυναμική απόδοση τής φυσιογνωμίας τού Καπέλλο, με τη ρεαλιστική απεικόνιση των χαρακτηριστικών του, είναι ένα από τα ωραιότερα έργα τού γλύπτη Αντόνιο Ρίτσο (αν πράγματι το έργο είναι δικό του). Η επιγραφή αναφέρει: «Στα χέρια τού Θεού ο Βεττόρε Καπέλλο, ναυτικός διοικητής με σημαντικά κατορθώματα, που γεννήθηκε 63 χρόνια πριν το σωτήριο έτος 1467 και χάθηκε τρεις μέρες πριν τις 15 Μαρτίου στην Εύβοια. Εδώ τα οστά του, η ψυχή του στον ουρανό» (D. IM. Victor Cappellus imperator maritimus maximis rebus gestis III et LX annos natus ab anno salutis MCCCCLXVII, III Idus Marcias in Euboia perrit, hic eius ossa, in caelo anima).

Η ασθένεια τού Καπέλλο και η ανησυχία για τον στόλο τους δεν ήσαν ο μόνες έγνοιες τής Γερουσίας εκείνες τις ενοχλητικές μέρες. Μια διαβούλευση τής 30ης Μαρτίου (1467) προσδιορίζει ένα ακόμη πρόβλημα και ρίχνει πλήρες φως στην αποτυχία τού σταυροφορικού ιδανικού να διαμορφώσει τα μυαλά των εμπόρων και να αλλάξει το λεγόμενο πνεύμα τού καπιταλισμού:

Όπως είναι γνωστό, αν και έχουμε εμπλακεί σε αυτόν τον απελπισμένο πόλεμο με τούς Τούρκους, οι Αγκωνίτες δεν σταματούν ποτέ να ταξιδεύουν με τα εμπορικά πλοία τους [naves] και άλλα σκάφη [navigia] στα Δαρδανέλλια και την Κωνσταντινούπολη, εκεί όπου τώρα σχεδιάζουν να στείλουν, μεταξύ άλλων, πλοίο επτακοσίων ελαφρών «τόνων» [butamm VII c.]. Όχι μόνο συνεχίζουν το εμπόριο με τούς Τούρκους, από τούς οποίους υφιστάμεθα σοβαρές ζημιές, αλλά μεταφέρουν ακόμη και όπλα και πυρομαχικά, με τα οποία διεξάγεται ο εναντίον μας πόλεμος πιο εύκολα και αποτελεσματικά. Υπάρχει περαιτέρω κίνδυνος τα πλοία τους να παραληφθούν και να εξοπλιστούν εναντίον μας από τούς Τούρκους, και έτσι πρέπει να αντιμετωπίσουμε και αυτούς τούς πρόσθετους κινδύνους.

Υποβλήθηκε λοιπόν στη Γερουσία και ψηφίστηκε η πρόταση ότι το Κολλέγιο έπρεπε να στείλει γραμματέα στην Αγκώνα, για να δηλώσει με κατάλληλο και ξεκάθαρο τρόπο, ότι

λόγω των απωλειών και κινδύνων που αναφέρθηκαν πιο πάνω, … δεν είμαστε πρόθυμοι να συνεχίσουν να καταπλέουν στα Δαρδανέλια και την Κωνσταντινούπολη τα εμπορικά πλοία και σκάφη τους, όσο ο εν λόγω πόλεμος διαρκεί, και ότι από τώρα και στο εξής γνωρίζουμε στην … κοινότητα [της Αγκώνας], ότι αν τα πλοία τους ξεκινούν για αυτούς τούς τόπους και συλλαμβάνονται από τον στόλο μας ή [άλλα] πλοία, θα τα θεωρούμε ως υποκείμενα σε δήμευση [capi potuisse], ως λάφυρα ενός δίκαιου και σωστού πολέμου.61

Στις 6 Απριλίου (1467) η Γερουσία μπορούσε να υπενθυμίζει με ικανοποίηση την απόφαση τής προηγούμενης εβδομάδας να στείλει γραμματέα για να προειδοποιήσει τούς Αγκωνίτες κατά τού περαιτέρω εμπορίου με τούς Τούρκους. Είχε μόλις έρθει η είδηση ότι μεγάλο αγκωνίτικο πλοίο είχε αφήσει το λιμάνι πριν αρκετό καιρό, είχε περάσει από τα ύδατα τής Ραγούσας και κατευθυνόταν τότε στα Δαρδανέλλια. Αναφερόταν επίσης ότι μεταξύ άλλου φορτίου (περιλαμβανομένων και πυρομαχικών) είχε πάνω του 1.500 σακιά γαλέτας (sacchi M Vc. biscocti), τα οποία προορίζονταν σαφώς για τον τουρκικό στόλο, που ετοιμαζόταν τότε για δράση στον ναύσταθμο τής Ισταμπούλ. Οι Τούρκοι θα κρατούσαν σίγουρα το αγκωνίτικο πλοίο (ή έτσι αναφερόταν) και θα το εξόπλιζαν επίσης για ανάληψη δράσης κατά των Ενετών. Έπρεπε λοιπόν να σταλούν επιστολές στον γενικό διοικητή με την επόμενη γαλέρα που θα αναχωρούσε από τη λιμνοθάλασσα (καθώς και με άλλους τρόπους) και να τού πουν ότι έπρεπε να προσπαθήσει να παρεμποδίσει το πλοίο και να κατάσχει τις γαλέτες και τα πυρομαχικά που κουβαλούσε. Αν φαινόταν σκόπιμο, ο γενικός διοικητής έπρεπε επίσης να καταλάβει το πλοίο.62 Μέσα σε λίγες ώρες πρέπει να είχε φτάσει στη Βενετία η είδηση ότι ο γενικός διοικητής Βεττόρε Καπέλλο ήταν νεκρός, αλλά οι επόπτες (provveditori) με τον στόλο θα προσπαθούσαν να εξασφαλίσουν την εκτέλεση των εντολών τής Γερουσίας.

Κάθε άνοιξη το ίδιο ερώτημα συζητιόταν στη Βενετία: Πού θα χτυπούσε τώρα ο Τούρκος; Στη διατύπωση τής αποστολής τού Τζάκοπο Λορεντάν με τον επαναδιορισμό του ως ναυτικού γενικού διοικητή, ο δόγης Κριστόφορο Μόρο ξεκινούσε με τη δήλωση ότι η προετοιμασία από τον Μωάμεθ Β’ ισχυρού στόλου και στρατού ξηράς θεωρείτο ευρέως ότι είχε ως στόχο της το Νεγκροπόντε. Ο Λορεντάν λοιπόν έπρεπε να σπεύσει στη Μεθώνη και από εκεί στο Νεγκροπόντε. Έλαβε δέκα χιλιάδες δουκάτα για να τα δαπανήσει στον στόλο, κυρίως στις παλαιότερες γαλέρες, «και θα φροντίζουμε να σάς στέλνουμε κι άλλα χρήματα από καιρό σε καιρό». Θα είχε επίσης τα χρήματα που βρίσκονταν στην κατοχή τού Καπέλλο όταν αυτός πέθανε. Το Νεγκροπόντε έπρεπε να κρατηθεί με κάθε κόστος. Ήταν η «ασπίδα και βάση τού κράτους μας στην Ανατολή». Ο Λορεντάν θα μετέφερε επίσης δύο χιλιάδες δουκάτα στην αποικιακή κυβέρνηση τής Κέρκυρας για την αγορά σιταριού και την παραγωγή γαλέτας για τον στόλο, καθώς και άλλα χίλια στους Ενετούς αξιωματούχους τού Νεγκροπόντε για τον ίδιο σκοπό. Έπρεπε να παρεμποδίζει όσο καλύτερα μπορούσε το αγκωνίτικο εμπόριο εφοδίων και πυρομαχικών με την Ισταμπούλ, ενώ τέλος (μεταξύ άλλων οδηγιών) έπαιρνε εντολή να πάει 1.500 δουκάτα, πέραν των ποσών που έχουν ήδη αναφερθεί, στον Πάολο Πριούλι, τον νεοδιορισμένο επόπτη (provveditore) τού Μοριά «για την αγορά αλόγων για τον άρχοντα Τζιρολάμο ντε Νοβέλλο»,63 έναν από τούς διαδόχους τού Μαλατέστα.

Λίγο μετά τον επαναδιορισμό τού Λορεντάν ως γενικού διοικητή, ο δόκτωρ Νικολό ντα Κανάλε, ο οποίος είχε πρόσφατα υπηρετήσει ως Ενετός πρεσβευτής στη Γαλλία και στη συνέχεια στην Αγία Έδρα, ονομάστηκε επόπτης (provveditore) τής πόλης και τού νησιού τού Νεγκροπόντε (στις 26 Απριλίου 1467). Θα πληρωνόταν μηνιαίο μισθό 100 δουκάτων και θα έπαιρνε μαζί του ένα γραμματέα (νοτάριο) από το αρχείο, που θα μπορούσε να έχει έναν υπάλληλο, «και εσείς θα έχετε οκτώ υπαλλήλους, όλους με δαπάνες τής Σινιορίας μας». Οι οδηγίες που είχε, όπως και εκείνες τού Λορεντάν, ήσαν να κρατήσει την πόλη και το νησί με κάθε κόστος, ενώ η αποστολή που παρέλαβε από τον δόγη τον διέταζε:

Αν τύχει, Θεός φυλάξοι, και αρρωστήσει ή υποστεί κάποια αναπηρία ο ναυτικός γενικός διοικητής, ώστε να μην είναι σε θέση να συνεχίσει ή αν πεθάνει, σάς διατάζουμε …. αν συμβεί κάποιο από τα παραπάνω απρόβλεπτα, να αναλάβετε αμέσως ως διοικητής των γαλερών τού στόλου μας … , αναλαμβάνοντας την ευθύνη τής εν λόγω αρχηγίας μέχρις ότου … ο γενικός διοικητής ανακτήσει την προηγούμενη υγεία του. …64

Η ενετική υποψία ότι ο σουλτάνος Μωάμεθ σχεδίαζε επίθεση κατά τού Νεγκροπόντε ήταν απολύτως δικαιολογημένη. Η επίθεση όμως δεν θα ερχόταν πριν περάσουν λίγα ακόμη χρόνια. Και όταν ήρθε, δυστυχώς για τη Βενετία και γι’ αυτόν, ο Κανάλε θα ήταν μάλιστα ναυτικός γενικός διοικητής.

Στο μεταξύ, καθώς οι Αγκωνίτες συνέχιζαν το εμπόριό τους με τούς Τούρκους, οι Ενετοί είχαν την ικανοποίηση τής κατάληψης ορισμένων από τα σκάφη τους. Στις 7 Σεπτεμβρίου (1467) η Γερουσία ψήφισε να σταλούν αυτά στη Βενετία με όλα τα φορτία τους, εκτός από τη γαλέτα, την οποία ο γενικός διοικητής μπορούσε να κρατήσει για τις ανάγκες των δικών του πληρωμάτων. Η Γερουσία ήθελε επίσης και όλα τα γραπτά αποδεικτικά στοιχεία, που είχαν σχέση με την αποστολή «λαθραίων» (res vetitae) από τούς Αγκωνίτες στην Ισταμπούλ65 και στις 22 τού μηνός εξήγησαν την ενέργειά τους στην κυβέρνηση τής Φλωρεντίας, η οποία δεν απείχε η ίδια από συναλλαγές με τον Τούρκο. Μάλιστα τα αγκωνίτικα πλοία ταξίδευαν από την Ισταμπούλ προς την Ιταλία όταν συνελήφθησαν, αλλά οι Αγκωνίτες (σύμφωνα με την Ενετική Γερουσία) είχαν ξεδιάντροπα εφοδιάσει την Ισταμπούλ με «όπλα, μπαρούτι και κάθε είδους πυρομαχικά, που δεν διαθέτει ο εχθρός».66 Ένα χρόνο αργότερα (στις 2 Σεπτεμβρίου 1468), το θέμα τέθηκε ξανά ενώπιον τής Γερουσίας. Αγκωνίτης απεσταλμένος είχε φτάσει στη Βενετία και έκανε έκκληση στη Σινιορία, «ότι θα ήταν επιθυμητό να επιστραφούν κάποια λαθραία και άλλα εμπορεύματα από το γραφείο των “συνηγόρων τής κοινότητας” (αβογκαντόρι ντελ κομούν) και επίσης να επιτραπεί στους συμπολίτες του … τής Αγκώνας … να δούν τα εμπορεύματά τους να μεταφέρονται στο Ρίμινι». Η Γερουσία απάντησε ότι το θέμα δεν βρισκόταν πια στα χέρια της, αλλά ο απεσταλμένος μπορούσε, αν επιθυμούσε, να φέρει την υπόθεσή του στους «συνηγόρους» (αβογκαντόρι) και σε άλλους εμπλεκόμενους αξιωματούχους τού κράτους.67

Όταν άρχισε ο πόλεμος, Ενετοί έμποροι είχαν φυλακιστεί και μερικοί είχαν εκτελεστεί από την Πύλη. Μερικοί είχαν αψηφήσει ανείπωτους κινδύνους για να προστατεύσουν τα εμπορικά τους συμφέροντα στην οθωμανική αυτοκρατορία. Καθώς τα χρόνια περνούσαν, το ενετικό εμπόριο με υπηκόους τής Πύλης είχε μηδενιστεί. Τα έσοδα τού κράτους υπέφεραν αναλόγως. Η Βενετία έφερε το μεγάλο βάρος τού κόστους τής επίθεσης κατά των Τούρκων, τόσο των επιδοτήσεων προς τον Ματίας Κορβίνους, όσο και των δικών της προσπαθειών σε στεριά και θάλασσα. Οι πολιτικοί τής σκληρά πιεζόμενης Δημοκρατίας δεν μπορούσαν να διαπραγματευτούν ειρήνη με τον Μωάμεθ Β’, ο οποίος προτιμούσε μάλλον κατάσταση πολέμου, παρακινούμενος συνεχώς από Φλωρεντινούς και Γενουάτες στην πρωτεύουσα, οι οποίοι δεν ήσαν δυσαρεστημένοι με τη συνεχιζόμενη δυσφορία τής Βενετίας.68 Ο Μεχμέτ απάντησε με απόλυτη άρνηση σε ενετική πρεσβεία, που πρότεινε ειρήνη στη βάση τής διατήρησης από κάθε πλευρά εκείνων που κατείχε τότε, απαιτώντας την επιστροφή των νησιών τής Ίμβρου και τής Λήμνου, καθώς και την καταβολή ετήσιου φόρου υποτέλειας από τη Δημοκρατία,69 η οποία δεν ήταν φυσικά διατεθειμένη να αποδεχθεί οποιαδήποτε τέτοια απόδειξη κατωτερότητας.

Οι Ενετοί δεν εύρισκαν συμμάχους στη Δυτική Ευρώπη. Μόνο η αμοιβαία αναγκαιότητα έδενε τούς Ούγγρους και τούς Αλβανούς σε αυτούς. Ο παπισμός ήταν συνήθως έτοιμος να βοηθήσει κάθε πρόσωπο ή δύναμη εχθρική προς τούς Τούρκους, αλλά οι πάπες είχαν μόνο χρήματα, τα οποία βέβαια αποτελούσαν «το νεύρο τού πολέμου» (nervus belli), παρά το γεγονός ότι οι Ενετοί είχαν σχεδόν τριπλάσιο εισόδημα από τον παπισμό, τουλάχιστον σε πιο φυσιολογικές εποχές.70 Λίγοι αγαπούσαν τη Βενετία εκτός από τούς Ενετούς. Ο θαυμαστής τους Βησσαρίων έκανε ακόμη ό,τι μπορούσε για να κηρύξει τον πόλεμο κατά των Τούρκων, αλλά ο Πίος Β’ τούς αντιμετώπιζε με περιφρόνηση, ενώ ακόμη και ο συμπατριώτης τους Παύλος Β’ βρισκόταν συνεχώς σε αντίθεση μαζί τους. Ο Παύλος ήταν επίσης αληθινός Ενετός. Δεν ήθελε να επενδύσει πολύ στις προσπάθειες τού Σκεντέρμπεη εναντίον των Τούρκων, μέχρις ότου εξασφαλίσει ότι τα χρήματά του θα χρησιμοποιούνταν επικερδώς. Η αντιδημοτικότητα των Ενετών δεν περιοριζόταν στην ιταλική χερσόνησο, όπως είχε καταστήσει σαφές ο Λουδοβίκος ΙΑ’ προς τον Πίο Β’, όταν τού έστειλε την ενοχλητική πρεσβεία την άνοιξη τού 1464, η οποία με βασιλική εντολή είχε αναβάλει την αναχώρηση τού Φιλίππου τής Βουργουνδίας για τη σταυροφορία μέχρι την αποκατάσταση ειρήνης μεταξύ Γαλλίας και Αγγλίας. Οι πρεσβευτές το Λουδοβίκου ΙΑ’ είχαν πάρει εντολή να δηλώσουν ως γνώμη του, ότι

δεν θα ήταν αξιότιμο ούτε για τον πάπα ούτε για τον δούκα τής Βουργουνδίας να αναλάβουν την εν λόγω επιχείρηση μαζί με πραγματικούς εμπόρους [τους Ενετούς], αυθάδεις και κοινούς, οι οποίοι δεν διεξάγουν αυτόν τον πόλεμο από σεβασμό για τον Θεό, αλλά για δικό τους λογαριασμό και με τον ειδικό σκοπό να αμυνθούν απέναντι στον Τούρκο και να αποκομίσουν μεγάλο κέρδος με τα χρήματα τού πάπα και τού δούκα τής Βουργουνδίας. Έπρεπε να υπηρετήσουν στην αρμάδα, όπως επιθυμούσαν οι Ενετοί, οι οποίοι είναι πιο ισχυροί στη θάλασσα από τον πάπα και τον δούκα τής Βουργουνδίας, λόγω των πλοίων τους και τον κτήσεών τους στο εξωτερικό. Αν οι Βενετοί το έκαναν αυτό για την αγάπη τού Θεού, θα είχαν κάνει πριν πολλά χρόνια αυτό που θέλουν να κάνουν τώρα, ειδικά όταν ο πάπας βρισκόταν στη Μάντουα για το σκοπό αυτό, και δεν θα είχαν επιτρέψει την ήττα τού πρίγκηπα τού Μορέως, ούτε τού βασιλιά τής Βοσνίας, τον οποίων είχαν επιτρέψει την καταστροφή με την κατάληψη των κρατών τους, ακριβώς όπως είχαν κάνει με την Κωνσταντινούπολη!71

Η φήμη των Ενετών για αποκλειστικά δικές τους επιδιώξεις ήταν διαδεδομένη και μεγάλωνε τις δυσκολίες τους στην εξασφάλιση βοήθειας εναντίον των Τούρκων. Όταν ο Ενετός απεσταλμένος Τζιοβάννι Γκονέλα σταμάτησε στο Μιλάνο στον δρόμο του προς τη Γένουα τον Οκτώβριο τού 1467, ο δούκας Γκαλεάτσο Μαρία Σφόρτσα είχε κάτι να τού πει σχετικά με την αντιδημοτικότητα των συμπατριωτών του. Αναζητώντας το δούκα για να πάρει άδεια από αυτόν, ο Γκονέλα τον βρήκε σε παρεκκλήσι. Ο Γκαλεάτσο Μαρία έδιωξε τούς συνοδούς του και μίλησε στον Γκονέλα ιδιαιτέρως με ειλικρίνεια:

Σας είπα χθες … μέρος εκείνων που θέλω να σάς πω πριν την αναχώρησή σας, [αλλά] θέλω να σάς πω επιπλέον αυτά τα λίγα λόγια. Εσείς οι Ενετοί έχετε ασφαλώς συμπεριφερθεί πολύ άσχημα, αφού έχοντας το καλύτερο κράτος στην Ιταλία δεν είστε ικανοποιημένοι με αυτό και διαταράσσετε την ειρήνη και τα κράτη των άλλων. Αν ξέρατε την κακία που νιώθουν παντού όλοι οι άνθρωποι εναντίον σας, θα σάς σηκώνονταν τα μαλλιά και θα αφήνατε τον καθένα να ζει [σε ειρήνη] στο δικό του κράτος. Πιστεύετε άραγε ότι αυτές οι ιταλικές δυνάμεις που έχουν συνενωθεί είναι φιλικές η μία προς την άλλη; Σίγουρα όχι! Αλλά η ανάγκη τις οδήγησε να συνενωθούν, εξαναγκασμένες από τον φόβο που έχουν για εσάς και την εξουσία σας. Καθένας θα καταβάλει κάθε δυνατή προσπάθεια για να ψαλλιδίσει τα φτερά σας…

Πιστέψτε με, σάς λέω την αλήθεια. … Αφήστε καθένα να κατευθύνει τη δική του ζωή, αφήστε τον ήσυχο. … [Οι Ενετοί τον είχαν υποχρεώσει σε συμμαχία με τον βασιλιά τής Νάπολης Φερράντε, «που είναι θανάσιμος εχθρός μου!»]. Έχετε ξοδέψει αρκετά χρήματα και έχετε κάνει και άλλους να τα ξοδέψουν. Κηρύσσετε την ειρήνη και κάνετε όσο περισσότερο πόλεμο μπορείτε. … [Η Βενετία έχει αποξενώσει τον Παύλο Β’, που ήταν ο ίδιος Ενετός. Ο Φερράντε προέτρεπε το δούκα να τα σπάσει με τη Βενετία. Και οι Φλωρεντινοί και Γενουάτες, όπως και τα άλλα ιταλικά κράτη, περίμεναν την ώρα τους.] Oι αυθέντες (signori) έχουν μεγάλο πλεονέκτημα απέναντι στις αυθεντίες (signorie), επειδή οι τελευταίες πρέπει να στηρίζονται σε άλλους, ενώ οι αυθέντες (signori) είναι πάντα μόνοι τους. Ένας αυθέντης (signore) μετράει περισσότερο και κάνει περισσότερα με πενήντα χιλιάδες δουκάτα απ’ ό,τι μια αυθεντία (signoria) με εκατό χιλιάδες, γιατί ένας αυθέντης βλέπει τι κάνουν οι στρατιώτες του και οι στρατιώτες κάνουν ό,τι μπορούν παρουσία των κυρίων τους. … Είστε ελεύθεροι να έχουμε ειρήνη ή πόλεμο.

Αν θέλετε ειρήνη, θα την έχετε. Αν θέλετε πόλεμο, θα έχετε τον πιο επικίνδυνο πόλεμο που είχατε στην [όλη] εποχή σας. Είστε μόνοι και έχετε όλο τον κόσμο εναντίον σας, όχι μόνο στην Ιταλία, αλλά ακόμη και πέρα από τα βουνά. Να είστε βέβαιοι ότι οι εχθροί σας δεν κοιμούνται. Πάρτε καλή συμβουλή, γιατί, μα το Θεό, τη χρειάζεστε! Ξέρω τι λέω. Έχετε υπέροχο κράτος και μεγαλύτερο εισόδημα από οποιαδήποτε δύναμη στην Ιταλία. Μην το σπαταλάτε, «η έκβαση τού πολέμου είναι αμφίβολη» (dubius est eventus belli)…72

Ο Γκαλεάτσο Μαρία ήξερε για ποιο πράγμα μιλούσε. Οι ηγεμόνες των ιταλικών κρατών, συμπεριλαμβανομένου τού Παύλου Β’, βρίσκονταν σε πανικό μετά τον θάνατο τού πατέρα του Γκαλεάτσο Μαρία το προηγούμενο έτος. Για παράδειγμα στις 9 Μαρτίου 1467 ο Παύλος είχε απευθύνει παπική βούλλα προς τον μαρκήσιο Λοντοβίκο Γκονζάγκα και όλες τις κύριες δυνάμεις στη χερσόνησο, προειδοποιώντας τους ότι η αποχώρηση τού Φραντσέσκο Σφόρτσα από τη σκηνή ήταν δυνατόν να διαταράξει την πολιτική ισορροπία στην Ιταλία. Τούς προέτρεπε όλους (έχοντας αναμφίβολα ιδιαίτερα στο μυαλό του τη γενέτειρά του Βενετία) «να τηρήσουν την ειρήνη στην Ιταλία» (ut pacem italicam servarent). Ο τουρκικός κίνδυνος αυξανόταν μέρα με τη μέρα. «Χωρίς αμφιβολία», έγραφε ο Παύλος στον Γκονζάγκα, «αποτελεί κοινή γνώση ότι αν δεν παραμείνει σφιχτή και σταθερή η ιταλική ειρήνη [fedus], πλανάται καταστροφή όχι μόνο πάνω από όλους τούς Ιταλούς, αλλά ακόμη και πάνω από όλους τούς χριστιανούς». Ο Nικόλαος Ε’ είχε επικυρώσει με μεγάλη σοφία την ειρήνη [του Λόντι] και ο Παύλος την είχε ο ίδιος εγκρίνει. Ήταν η αναγκαία ασπίδα τής Ιταλίας και έπρεπε να διατηρείται με αδιάλειπτη επαγρύπνηση. Ο Τούρκος βρισκόταν πάντα στον ορίζοντα. Παρά την επιτακτική αναγκαιότητα τής σταυροφορίας, υπήρχαν εκείνοι που ήσαν έτοιμοι να διαταράξουν την ηρεμία τής Ιταλίας —λοιμώδης και μισητή σκέψη— αλλά ο Παύλος δεν αμφέβαλλε ούτε στιγμή ότι ο μαρκήσιος συμμεριζόταν την άποψή του για την επιτακτική ανάγκη να διατηρηθεί η ειρήνη. Προέτρεπε τον Λοντοβίκο (και τις άλλες δυνάμεις) να κάνει ό,τι είναι δυνατόν για τη διατήρηση τής «γενικής ιταλικής ειρήνης» (pax universalis italica), χωρίς την οποία η χερσόνησος θα έπεφτε θύμα ανείπωτης διχόνοιας.73

Ο τουρκικός κίνδυνος ήταν κάτι που καταλάβαιναν οι Ενετοί. Κανένας δεν ήξερε καλύτερα από αυτούς ότι ο Παύλος Β’ δεν υπερέβαλλε ή τουλάχιστον δεν υπερέβαλλε πολύ. Σε περιγραφή αποστολής από τον δόγη τής 2ας Ιουνίου (1467), που όριζε τούς Πιέτρο Μοροζίνι και Τζιοβάννι Σοράντσο ως ειδικούς απεσταλμένους στην Αγία Έδρα, αυτοί έπαιρναν την εντολή να πληροφορήσουν τον ποντίφηκα, ότι

πάντοτε ήταν επιθυμία μας να διατηρούμε … πρεσβευτές στην αυλή τής Αυτού Αγιότητας, ενώ στην πραγματικότητα ο λόγος για τον οποίο δεν υπάρχουν στην παπική κούρτη διαθέσιμοι πρεσβευτές μας αυτή τη στιγμή οφείλεται απλώς στην επιθυμία μας να μη θιγεί η αξιοπρέπεια … τού αιδεσιμότατου πατέρα και άρχοντα καρδινάλιου λεγάτου [Χουάν ντε Καρβαχάλ], ο οποίος σε όλες τις ενέργειές του επιδεικνύει τόσο πολλή σοφία και περίσκεψη, ώστε έχει επάξια κερδίσει την εκτίμηση ολόκληρης τής πόλης μας, αλλά τώρα είναι αλήθεια, ότι κάτω από την πίεση των εξελίξεων στην Τουρκία, έχουμε αποφασίσει να μη καθυστερήσουμε άλλο και να στείλουμε σε εσάς τούς πρεσβευτές μας.

Οι Μοροζίνι και Σοράντσο έπρεπε να ενημερώσουν τον πάπα ότι η Αλβανία βρισκόταν σε τρομακτικό κίνδυνο, «λόγω τής προσέγγισης τού Τούρκου στην εν λόγω επαρχία με πολύ ισχυρό στρατό», ο οποίος, σύμφωνα με διάφορες αναφορές που έφταναν στη Βενετία, είχε ήδη πλησιάσει στα αλβανικά σύνορα.

Η Γερουσία ήταν εκνευρισμένη αλλά και φοβισμένη, γιατί «παρά το γεγονός ότι αυτός ο πολύ βάρβαρος και πανούργος εχθρός … έχει επιδείξει πρόθεση να φύγει από τον Ελλήσποντο με μεγάλο στόλο, έτσι ώστε να πρέπει να αντιμετωπίσουμε τις φρικτές προσπάθειές του προβλέποντας την επέκταση τού στόλου μας με μεγαλύτερο αριθμό γαλερών απ’ ό,τι μέχρι τώρα … καθώς και την οχύρωση όλων των παράκτιων κτήσεών μας με μισθωμένο στρατό, με τεράστια και ουσιαστικά αφόρητη δαπάνη», ο σουλτάνος τελικά δεν επικέντρωνε τις προσπάθειές του στον εξοπλισμό των γαλερών του, αλλά προφανώς σχεδίαζε εισβολή στην Αλβανία. Κατανοούσε πολύ σαφώς τη σημασία τής Αλβανίας «για τα ιταλικά πράγματα» (ad res italicas) και στόχευε στην κατάληψη τού Δυρραχίου. «Παρά το γεγονός ότι, παρά τις απίστευτες δαπάνες τού στόλου μας», όπως έπρεπε να πουν στον πάπα οι Ενετοί πρεσβευτές,

καθώς και των δυνάμεων που έχουμε στείλει στην Πελοπόννησο, στο Νεγκροπόντε και στις παράκτιες κτήσεις μας, δεν έχουμε σταματήσει να στέλνουμε πεζικό σε μεγάλους αριθμούς στην Αλβανία και να βοηθάμε τον υπέροχο άρχοντα Σκεντέρμπεη, όμως γνωρίζουμε πολύ καλά, ότι απαιτούνται μεγαλύτερη δύναμη και πιο αποτελεσματικές μονάδες, για να κατασταλεί μια τόσο μεγάλη επίθεση και ο κίνδυνος που απειλεί ολόκληρη τη χριστιανοσύνη.

Και επομένως θα παρακαλέσετε την Αγιότητά του … να κρίνει άξια προσοχής, με τη συνήθη σύνεσή του και την υπερβολική σοφία του, αυτή τη [θλιβερή] κατάσταση πραγμάτων … και να παράσχει γρήγορα εκείνες τις σωτήριες θεραπείες, που απαιτεί το μέγεθος τού κινδύνου. Γιατί αν [ο σουλτάνος], Θεός φυλάξοι, καταλάβει την ακτή τής Αλβανίας, τίποτε άλλο δεν απομένει, παρά να περάσει αυτός στην Ιταλία όποτε επιθυμεί, για την καταστροφή ολόκληρης τής χριστιανοσύνης!74

Ο ενετικός γενικός διοικητής Τζάκοπο Λορεντάν ανακουφίστηκε μάλλον με την επικέντρωση τού σουλτάνου Μωάμεθ στην Αλβανία. Ο Λορεντάν ήταν ικανός και έμπειρος, αλλά δεν διέθετε την ορμή και την τόλμη τού Βεττόρε Καπέλλο. Αν και ήταν διατεθειμένος να υπακούσει σε εντολές, ο Λορεντάν απελευθερώθηκε από σοβαρή ευθύνη με την απόφαση τής Γερουσίας (στις 22 Ιουλίου 1467) ότι ο στόλος δεν έπρεπε να επιχειρεί πολύ μακριά από τα στενά τής Καλλίπολης και δεν έπρεπε να αποβιβαστεί στο νησί τής Μυτιλήνης.75 Οι Ενετοί κάρφωναν την προσοχή τους στην Αλβανία, όπου ο Μεχμέτ προσπαθούσε για μια ακόμη φορά να καταλάβει την Κρόια. Αν και δεν κατόρθωσε να επιβάλει την παράδοση τού φρουρίου και αναγκάστηκε να αποσυρθεί ύστερα από τη συνηθισμένη λεηλασία τής γης, τουρκικές ομάδες επιδρομών μπορούσαν τώρα να φτάνουν όποτε ήθελαν στην ακτή τής Αδριατικής από τη Βοσνία. Η Ερζεγοβίνη ερημώθηκε. Η Ραγούσα βρισκόταν σε κίνδυνο. Η μακρά εκστρατεία ήταν ενδεχομένως πολύ επίπονη για τον ηλικιωμένο Σκεντέρμπεη. Πέθανε στις 17 Ιανουαρίου 1468 στο Αλέσσιο (Λες), όπου θάφτηκε στον καθεδρικό ναό τού Σαν Νικολό, που αργότερα μετατράπηκε σε τζαμί.

Η είδηση τού θανάτου τού Σκεντέρμπεη έφτασε στη Βενετία πριν από τις 13 Φεβρουαρίου, ημερομηνία κατά την οποία ολόκληρη η Αλβανία βρισκόταν σε «μεγάλη ταραχή και νευρικότητα» (magno tumullu et trepidatione). Ο αρχιεπίσκοπος Δυρραχίου Παύλος Άγγελος (1460-1469) βρισκόταν τότε στη Βενετία, έχοντας έρθει ως απεσταλμένος για λογαριασμό τού Σκεντέρμπεη. Βρισκόταν εκεί για αρκετό καιρό. Η Γερουσία τον θεωρούσε καλό και πιστό φίλο και ήθελε να σπεύσει αυτός στην Αλβανία, για να χρησιμοποιήσει την επιρροή του επί τής χήρας, τού γιού, των ακολούθων και των υπηκόων τού Σκεντέρμπεη, για να προσπαθήσει να βάλει κάποια τάξη στη σύγχυση. Η Γερουσία ψήφισε να δοθούν στον αρχιεπίσκοπο διακόσια είκοσι δουκάτα, τα οποία αυτός ισχυρίστηκε προφανώς ότι τού χρωστούσε η Δημοκρατία, ενώ ψήφισε να τον στείλει στον δρόμο του με τη διαβεβαίωση ότι οι κόποι του θα ανταμείβονταν. Ήθελαν να συνεργαστεί αυτός με τον Φραντσέσκο Καπέλλο, τον πρόσφατα διορισμένο Ενετό «επιστάτη» (provveditore) στην Αλβανία, ενώ ψήφισαν επίσης να στείλουν άλλους διακόσιους πεζούς και εκατό πυροβολητές (ballistarii ac sclopeterii),76 που θα ήσαν μάλλον πιο χρήσιμοι από τον αρχιεπίσκοπο.

Μια δεκαετία αργότερα ο Μωάμεθ Β’ απομάκρυνε το σώμα τού Σκεντέρμπεη, όταν, όπως θα δούμε, οι Τούρκοι εισέβαλαν στην Αλβανία (το 1478) και κατέκτησαν από τούς Τόκκο τα τελευταία απομεινάρια τού δεσποτάτου τής Ηπείρου και τής παλατινής (palatine) κομητείας τής Κεφαλονιάς (το 1479).77 Έχουμε ήδη σημειώσει την ενετική απόκτηση μεγάλου μέρους τής δαλματικής ακτής με αγορά από τον βασιλιά Λάντισλας τής Νάπολης (τον Ιούλιο τού 1409), την οποία η Δημοκρατία έθεσε σε εφαρμογή με τη δύναμη των όπλων στα χρόνια που ακολούθησαν, μέχρις ότου το 1420-1422 οι σημαίες με το λιοντάρι τού ευαγγελιστή ανέμιζαν στα τείχη των περισσότερων από τα στρατηγικά λιμάνια κατά μήκος των ανατολικών ακτών και των νησιών τής Αδριατικής.78 Μερικές φορές φαινόταν ότι οι Ραγουσαίοι θα έπεφταν και πάλι κάτω από ενετική κυριαρχία, όπως είχε συμβεί το 1205. Όμως θα διατηρούσαν την ανεξαρτησία τους κάτω από την ονομαστική επικυριαρχία τής Ουγγαρίας. Αν και εύρισκαν τη ζωή αβέβαιη, δεν την εύρισκαν απελπιστική. Η Ραγούσα ήταν σημαντικό ενδιάμεσο σημείο μεταξύ χριστιανοσύνης και Ισλάμ και οι «στολίσκοι» (argosies) μετέφεραν εμπορεύματα προς πώληση σε δυτικά αλλά και τουρκικά λιμάνια. Το γνωστό παλάτι των πολιτικών διοικητών (rectors), το «κνέζεβ ντβορ» (knezev dvor, παλάτι τού δούκα) ξαναχτιζόταν τότε (το 1468), ενώ τότε άρχιζε η μακρά σειρά των Ραγουσαίων συγγραφέων από τον Ίλια Κρίγιεβιτς μέχρι τον Γιούνιγια Πάλμοτιτς, οι οποίοι για δύο περίπου αιώνες έγραφαν έπη και δράματα, τραγούδια και στίχους, ιερατικά και εγκώμια στα σερβοκροατικά, στα ιταλικά και στα λατινικά. Έντονα επηρεασμένοι από τον ιταλικό πολιτισμό, οι συγγραφείς αυτοί είχαν συχνά τούς Τούρκους ως θέμα τους.

Καθώς οι προοπτικές για ειρήνη στην Ιταλία βελτιώνονταν, ο Παύλος Β’ υποσχόταν τη συνεχή αφοσίωσή του στη σταυροφορία σε παπική βούλλα που ετοιμάστηκε «στη μνήμη τού μελλοντικού βασιλιά» (ad futuram rei memoriam) στις 22 Φεβρουαρίου 1468. Θρηνούσε για την «καταστροφική κατάσταση τής εποχής μας και τη βάρβαρη, αδυσώπητη πίεση των Τούρκων κατά των χριστιανών» (calamitosa modernis temporibus conditio et seva contra Christicolas ingensque Turchorum perseveratio). Ήθελε να θέσει τούς πόρους τής Αγίας Έδρας στη διάθεση εκείνων που μπορούσαν να τoυς χρησιμοποιήσουν για την υπεράσπιση τής πίστης και των πιστών. Μάλιστα έλεγε ότι, από τον θάνατο τού προκατόχου τού Πίου Β’, είχε ξοδέψει όχι μικρό μέρος αυτών των πόρων, 200.000 φλουριά στην πραγματικότητα, σε επιδοτήσεις για να βοηθήσει τούς Ούγγρους, τούς δεσπότες τού Μοριά και τής Άρτας, τον άρχοντα Σκεντέρμπεη στην Αλβανία και «πολλούς άλλους μεγιστάνες, επαρχίες και λαούς». Όπως και ο Χριστός, εκπρόσωπος τού οποίου ήταν ο ίδιος, ο Παύλος θα έχυνε το αίμα του για τη χριστιανική υπόθεση, ενώ θεωρούσε ως υπόδειγμα Χριστιανού ηγεμόνα τον Φραγκίσκο Β’, δούκα τής Βρετάννης (1458-1488), από τη βοήθεια τού οποίου ήξερε ότι μπορούσε να εξαρτάται.79

Στα μέσα Μαΐου 1468 η Ενετική Γερουσία γνώριζε ότι ο Μωάμεθ Β’ είχε περάσει στην Ανατολία σε εκστρατεία κατά τού Ουζούν Χασάν. Υπήρχε λοιπόν για λίγο κάποια ανακούφιση και χαλάρωση στους επιβαίνοντες στον ενετικό στόλο. Μάλιστα πολλοί γερουσιαστές πίστευαν ακόμη ότι θα μπορούσε να επιτραπεί στον γενικό διοικητή Λορεντάν να επιστρέψει στην πατρίδα του.80 Αλλά η ανάμνηση τού Βεττόρε Καπέλλο κυριαρχούσε στη Γερουσία και η φιλοπόλεμη παράταξη επικράτησε. Δύο εβδομάδες αργότερα (στις 3 Ιουνίου) ο δόγης έγραφε στον Λορεντάν:

Ποτέ, κατά την κρίση οποιουδήποτε, δεν έχει υπάρξει πιο ελπιδοφόρα και ευνοϊκή περίοδος από τώρα για να ξεκινήσει εκστρατεία εναντίον τού Τούρκου, τού άγριου εχθρού τής πίστης μας. Η ευκαιρία μάς έχει χορηγηθεί από τον Θεό αυτή τη στιγμή, όταν, πέρα από τις κακές συνθήκες στις περιοχές του και κυρίως την πανούκλα, αυτός βρίσκεται πολύ μακριά, σε μακρινές χώρες τής [Μικράς] Ασίας, από όπου δεν μπορεί να επιστρέψει πριν πολλές μέρες και μήνες. Επίσης ολόκληρος ο στρατός του θα επανέλθει μάλλον σε κακή κατάσταση. Κατά συνέπεια, τοποθετώντας την ελπίδα μας στην επιείκεια τού Παντοδύναμου Θεού και βασιζόμενοι στο θάρρος και την εμπειρία σας, επιθυμούμε και, μαζί με τη Γερουσία, σάς δίνουμε την εντολή … ύστερα από την παραλαβή των είκοσι χιλιάδων δουκάτων που σάς στέλνουμε, … επικοινωνώντας με τον «επιστάτη» μας (provveditore) στον Μοριά και ζητώντας επίσης τη γνώμη τού πιστού μας κόμη Μέκρα ….να εξετάσετε την έναρξη μιας τέτοιας εκστρατείας, όπως θα σάς φανεί έντιμο και κατάλληλο.

Για να εξασφαλίσει την επιτυχία στην επιχείρηση ο Λορεντάν έπρεπε να προσλάβει από την Κρήτη, την Κέρκυρα και άλλα ενετικά εδάφη τούς άνδρες που πίστευε ότι θα χρειαζόταν. Έπρεπε να χρησιμοποιήσει μέρος από τα είκοσι χιλιάδες δουκάτα που θα έπαιρνε σύντομα για τη στρατολόγηση περισσότερων «στραντιότι», έτσι ώστε να έχει δύο χιλιάδες τέτοιους έτοιμους για δράση. Η Σινιορία θα τού έστελνε αμέσως τετρακόσιους περίπου πεζούς στρατιώτες υπό την ηγεσία τριών ή τεσσάρων κοντοσταύλων (constables). Ο Τζάκοπο Βενιέρ, ο διοικητής τού Κόλπου (Αδριατικής), θα διατασσόταν να αφήσει δύο γαλέρες για την προστασία των ενετικών φρουρίων και σταθμών στις αλβανικές ακτές και να πλεύσει προς τα ανατολικά με τις υπόλοιπες γαλέρες του, για να τεθεί υπό τις εντολές τού Λορεντάν.81

Σε λίγες μέρες έφυγε επιστολή προς Ρώμη, που περιέγραφε αυτή τη χρυσή ευκαιρία να χτυπήσουν στην Πύλη ενώ ο σουλτάνος απουσίαζε στην Ανατολία. Η νίκη απέναντι στους Τούρκους ήταν γραφτό από τον Θεό να έρθει την εποχή τού Παύλου Β’, όπως ο δόγης Κριστόφορο Μόρο έγραφε στην Αγιότητά του κατόπιν εντολής τής Γερουσίας και δεν έπρεπε να αφήσουν να γλιστρήσει από τα δάχτυλά τους η επιτυχία.82 Ο Παύλος έβλεπε επίσης χρυσή ευκαιρία σε αυτά τα νέα από την Ανατολή, όπως προκύπτει από την αντίδραση τής Γερουσίας στην απάντηση τού πάπα:

Με τη συνηθισμένη αφοσίωση και τον υιικό σεβασμό μας λάβαμε το σημείωμα τής Αγιότητάς σας με ημερομηνία τις 2 τού τρέχοντος μηνός, που αναφέρεται σε δύο φόρους δεκάτης, που η Αγιότητά σας σε άλλες περιπτώσεις μάς επέτρεψε να συλλέγουμε κάθε χρόνο από εκκλησιαστικούς. Η Αγιότητά σας δηλώνει σε αυτό το σημείωμα, ότι είχε [προηγουμένως] συμφωνήσει για τούς δύο φόρους δεκάτης, προκειμένου να εκδιωχθεί ο Τούρκος από την Αλβανία … , αλλά ότι τώρα, δεδομένου ότι ο ίδιος ο Τούρκος είναι πολύ μακριά … , έπρεπε να είμαστε ικανοποιημένοι με ένα μόνο φόρο δεκάτης.

Βέβαια, απαντούσε η Γερουσία, ο Τούρκος ήταν μακριά, αλλά η δύναμή του ήταν ακόμη τόσο μεγάλη, που μπορούσε να χτυπήσει και να καταστρέψει χριστιανούς σε όποιο σημείο τής Ανατολικής Μεσογείου επέλεγε. Μάλιστα ο πάπας πρέπει να είχε ακούσει ότι τουρκικές δυνάμεις είχαν μόλις επιτεθεί στην Άνδρο, είχαν σκοτώσει τον άρχοντα τού νησιού, είχαν λεηλατήσει την πόλη και είχαν πάρει μαζί τους ως αιχμαλώτους τεράστιο αριθμό από τούς κατοίκους. Χιλιάδες επί χιλιάδων Τούρκοι είχαν πραγματοποιήσει πρόσφατα τις θανατηφόρες επιδρομές τους τόσο δυτικά, όσο η Σένια (Σεν) και η Ζάρα (Ζάνταρ), «δηλαδή στις πόρτες τής Ιταλίας» (fores scilicet Italie), καταστρέφοντας τα πάντα με φωτιά και ξίφος και παίρνοντας μαζί τους απίστευτη λεία σε γελάδια και αιχμαλώτους. Η Βενετία πολεμούσε τούς Τούρκους μόνη. Χρειαζόταν απελπισμένα και τούς δύο φόρους δεκάτης.83

Ο Παύλος χορήγησε και πάλι τον διπλό φόρο και η Γερουσία τον ευχαρίστησε στις 8 Οκτωβρίου με νέες ιστορίες τουρκικών επιδρομών και θηριωδιών στην Κροατία και τη Δαλματία.84 Παρ’ όλη τη ρητορική, ούτε οι Ενετοί ούτε οι Ούγγροι κατάφεραν να κάνουν αποτελεσματική επίθεση εναντίον τής Πύλης κατά το διάστημα τής απουσίας τού σουλτάνου, ο οποίος επέστρεψε στην Ισταμπούλ κατά το τέλος Νοεμβρίου (1468), έχοντας πετύχει την κατάκτηση μεγάλου μέρους τής Καραμανίας.85

Ο Στέφανο Μάνιο υπενθυμίζει επίσης την επίθεση κατά τού νησιού τής Άνδρου. Τουρκική μοίρα από έντεκα επιμήκεις ελαφρούς δρόμωνες (φούστες) είχε ξεκινήσει από το λιμάνι τής Μιλήτου («Παλάτια») με πρόθεση να επιτεθεί στη Λήμνο, αλλά δεν μπόρεσε να αποβιβάσει ενόπλους. Όμως τέσσερις από τις φούστες απέπλευσαν για την Άνδρο, την οποία κατέλαβαν με επίθεση, σκοτώνοντας τον άρχοντα τού νησιού Τζιοβάννι Σομμαρίπα και δεκατρείς άλλους, παίρνοντας εβδομήντα αιχμαλώτους και συσσωρεύοντας λάφυρα που ακούστηκε ότι είχαν αξία δεκαπέντε χιλιάδων δουκάτων. Ο Μάνιο μάς δίνει επίσης ενετικό υπολογισμό, που χρονολογείται από την περίοδο αυτή (1467-1468), για περίπου 121 μωραΐτικα κάστρα, εκ των οποίων περισσότερα από πενήντα λεγόταν ότι ήσαν στα χέρια των Τούρκων και περισσότερα από σαράντα βρίσκονταν σε ερείπια. Εικοσιέξι ανήκαν στη Βενετία, αλλά εννέα από αυτά περιγράφονταν ως κατεστραμμένα.86

Επαναλαμβανόμενες σκηνές θανάτου και καταστροφής μετέτρεπαν τη ζωή σε αφόρητη δυσκολία για τούς Έλληνες, Σέρβους, Ούγγρους και άλλους στην περιφέρεια τής τουρκικής εξουσίας, γιατί η επέκταση βρισκόταν πάντα στην ημερησία διάταξη κατά τη διάρκεια των τριάντα ετών τής μακράς βασιλείας τού Μωάμεθ Β’. Μια άλλη καταστροφή για τούς χριστιανούς βρισκόταν ακριβώς μπροστά και επρόκειτο να εμπλέξει τούς Ενετούς καθώς και τούς Έλληνες. Στις 8 Μαρτίου 1469 ο Νικολό ντα Κανάλε ανέλαβε τη βαριά υπευθυνότητα τού ναυτικού γενικού διοικητή, και

επειδή τόσο με επιστολές όσο και με διάφορα άλλα μέσα έχουμε την είδηση, ότι ο Τούρκος, ο ωμότατος εχθρός τού ονόματος τού Χριστού, ετοιμάζει ισχυρό στόλο και δυνατό στρατό ξηράς για να επιτεθεί στην πόλη μας τού Νεγκροπόντε, καθώς και στο Ναύπλιο στη Ρωμανία, επιθυμούμε και σάς δίνουμε εντολή, λόγω τής εξαιρετικής σημασίας τού ζητήματος, να επισπεύσετε το ταξίδι σάς με τη μεγαλύτερη δυνατή ταχύτητα … προς Μεθώνη και Νεγκροπόντε, προκειμένου να αντιμετωπίσετε, με τη συνήθη σύνεση και ανδρεία σας και με τη βοήθεια τής χάρης τού Θεού, τούς κινδύνους που θα μπορούσαν κάλλιστα να μάς περιμένουν εκεί…

Υπενθύμιζαν στον Κανάλε ότι τόσο στην υπεράσπιση τού Nεγκροπόντε καθώς και σε οποιαδήποτε άλλη κατάσταση έκτακτης ανάγκης που θα συναντούσε, θα έπρεπε να ζητήσει βοήθεια σε γαλέρες και άλλα πλοία όχι μόνο από ενετικά εδάφη, «αλλά και από τον γαληνότατο βασιλιά τής Κύπρου [Ιάκωβο Β’], ο οποίος έχει προσφερθεί και μάς έχει υποσχεθεί όχι απλώς τις γαλέρες του, αλλά κάθε είδους βοήθεια και υποστήριξη, καθώς και από τούς ιππότες τής Ρόδου και οποιουσδήποτε άλλους, όπως θα μπορούσε να φανεί καλύτερο σε εσάς σε περίπτωση ανάγκης…»87

Ο πόλεμος μεταξύ Βενετίας και Πύλης είχε συνεχιστεί χρόνο με τον χρόνο, αποτελώντας ζοφερή και επίπονη επιχείρηση. Αν και ο Μωάμεθ Β’ είχε σοβαρούς περισπασμούς στη Μικρά Ασία, ο ίδιος δεν είχε υποστηρίξει τα ενετικά ανοίγματα για ειρήνη. Κατά τη διάρκεια τού καλοκαιριού τού 1469 ο Νικολό ντα Κανάλε ηγήθηκε στόλου είκοσι περίπου σκαφών σε εκστρατεία επιδρομής κατά μήκος τμημάτων τής μακεδονικής ακτής, χτυπώντας τα περίχωρα τής Θεσσαλονίκης και λεηλατώντας άγρια την πόλη τής Αίνου. Είχε μικρότερη επιτυχία στην ακτή τής Μικράς Ασίας, αλλά κυκλώνοντας τον Μοριά ο Κανάλε κατέλαβε τη Βόστιτζα (Αίγιο) στον κόλπο τής Πάτρας. Ο Μεχμέτ ανέθετε τώρα στον περίφημο Μαχμούτ πασά, ο οποίος είχε χάσει προσωρινά την εύνοια τής αυλής, την ευθύνη τού οθωμανικού στόλου, ο οποίος είχε συγκροτηθεί με τον πιο αποφασιστικό τρόπο.88 Ο Μεχμέτ είχε εξαγριωθεί από την άλωση τής Αίνου και τώρα παρακινούνταν να αναλάβει μια μεγάλη περιπέτεια, την οποία είχε εδώ και πολύ καιρό στο μυαλό. Ήταν η κατάληψη τής μεγάλης πόλης και τού νησιού τού Νεγκροπόντε, ίσως τού κύριου ενετικού κέντρου και ναυτικής βάσης στην Ανατολική Μεσόγειο.

Κατά τον 15ο αιώνα οι Χουσσίτες ήσαν οι ακούσιοι, απρόθυμοι σύμμαχοι των Τούρκων, όπως και οι Λουθηρανοί κατά τον 16ο αιώνα. Λίγοι υπήρχαν στην παπική κούρτη που δεν θεωρούσαν τούς αιρετικούς ως χειρότερους από τούς άπιστους και οι οποίοι δεν θα ήσαν έτοιμοι να μεταφέρουν στρατό και πόρους από τα ανατολικά μέτωπα προς οποιαδήποτε περιοχή τής χριστιανοσύνης, όπου η Αγία Έδρα συναντούσε αιρετική αντίθεση. Η επιμονή στην παραλαβή τής θείας ευχαριστίας σε «δύο είδη», οίνο και άρτο, χαρακτήριζε ακόμη και τούς πιο μετριοπαθείς «οπαδούς και των δύο στοιχείων» [Utraquists, από το λατινικό sub utraque specie (και τα δυο στοιχεία)] ως διαφωνούντες. Όμως η αποτυχία συμμόρφωσης σε παπική δήλωση πίστης ή πειθαρχία αποτελούσε απειλή για το δόγμα τής παπικής απολυταρχίας σε θρησκευτικά ζητήματα, την οποία ο Πίος Β’ είχε προβάλει στην παπική βούλλα «Αποτρόπαια» (Execrabilis).

Στις αρχές τής άνοιξης τού 1462 o Πίος είχε κηρύξει άκυρες τις Συμφωνίες τής Βασιλείας, που είχαν θεσπιστεί στη Τζίχλαβα τον Ιούλιο τού 1436, επί των οποίων οι Τσέχοι πρόκριτοι και η σύνοδος τής Βασιλείας έλπιζαν να οικοδομήσουν θρησκευτική ειρήνη και μέσω των οποίων προσδοκούσαν να πετύχουν την επιστροφή τής Βοημίας στους κόλπους τού Καθολικισμού. Οι διαπραγματευτές των Συμφωνιών είχαν αποδυναμώσει τα πιο άκαμπτα αιτήματα που είχαν διατυπώσει οι Χουσσίτες (Hussites) με τα Τέσσερα Άρθρα τής Πράγας, αλλά η μετάληψη «με τα δύο στοιχεία» (sub utraque specie) είχε εξασφαλιστεί τουλάχιστον για όλους τούς ενήλικες τής Βοημίας, που ήθελαν να κοινωνήσουν. Όμως η Αγία Έδρα δεν είχε ποτέ επικυρώσει τις Συμφωνίες και η ανυποχώρητη απόρριψή τους από τον Πίο είχε προετοιμάσει το έδαφος για την ανανέωση τού πολέμου μεταξύ εκείνων που ήθελαν τον οίνο και εκείνων που ήθελαν την όστια (άζυμο). Ο πόλεμος ήρθε τελικά την άνοιξη τού 1467, κατά τη διάρκεια τής παπικής θητείας τού Παύλου Β’. Απορρίπτοντας τις Συμφωνίες ο Πίος είχε επίσης αρνηθεί να αποδεχθεί την υπακοή τού Γεωργίου τού Ποντιεμπράντυ, τού βασιλιά τής Βοημίας, εκτός αν ο Γεώργιος απαγόρευε σε όλο το βασίλειο την πρόσβαση των λαϊκών στο δισκοπότηρο, δηλαδή στον οίνο τής θείας ευχαριστίας. Αν το έκανε αυτό ο Γεώργιος, θα προκαλούσε εμφύλιο πόλεμο στη Βοημία, ενώ η εναλλακτική λύση οδηγούσε αναπόφευκτα σε ρήξη με τη Ρώμη. Στο μεταξύ, για να ενισχύσει τη θέση του στην Ευρώπη και για να προλάβει παπική δράση εναντίον του, ο Γεώργιος είχε κάνει συνθήκη αμοιβαίας βοήθειας με τον Κάζιμιρ Δ’ τής Πολωνίας στο Γκλόγκαου τής Σιλεσίας (Μάιος και Ιούνιος 1462), όπου μέρος τής συμφωνίας τους ήταν να προστατεύουν ο ένας τον άλλο κατά των Τούρκων. Με αμφίβολη ειλικρίνεια ο Γεώργιος προσπαθούσε να εμφανιστεί ως σταυροφόρος και εκείνο το καλοκαίρι έστειλε τον Γάλλο Αντουάν Μαρινί στη Βενετία με πρόταση για σύσταση ένωσης ηγεμόνων (των βασιλιάδων Γαλλίας, Βοημίας, Πολωνίας και Ουγγαρίας, των δουκών Βουργουνδίας και Σαξωνίας, καθώς και τού δόγη και τής Σινιορίας τής Βενετίας), «για την ερείπωση και εξόντωση τού κοινού εχθρού». Η Γερουσία, επαινώντας το έργο τού Μαρινί με τα πιο εγκωμιαστικά λόγια, πίστευε ότι έπρεπε να ενταχθεί στο σχέδιο και ο πάπας, γιατί η αυθεντία τής Αγίας Έδρας θα πρόσθετε τα μέγιστα στην επιτυχία τής επιχείρησης.89

Παρόμοιες προτάσεις είχαν γίνει συχνά στο παρελθόν και θα γίνονταν συχνά τα επόμενα χρόνια. Η συγκεκριμένη ήταν πιο λεπτομερής (και οι υπέρ τού Ποντιεμπράντυ ιστορικοί προσπάθησαν να την εμφανίσουν πιο σημαντική) από τις περισσότερες από εκείνες που είχαν προβληθεί στο παρελθόν. Όμως η Αγία Έδρα δεν περιλήφθηκε στο βοημικό σχέδιο, το οποίο η παπική κούρτη δεν έπαιρνε στα σοβαρά, και έτσι δεν θεωρούσε ότι έπρεπε να διαλέξει ανάμεσα στον Γεώργιο ως σταυροφόρο και τον Γεώργιο ως προστάτη των αιρετικών.

Με τη βούλλα «Πετυχαίνοντας εναντίον [των εχθρών τής ιερότατης θρησκείας]» (Profecturos adversus [sacrosancte religionis hostes]), που εκδόθηκε σε δημόσιο εκκλησιαστικό συμβούλιο στις 16 Ιουνίου 1464, ο Πίος Β’ είχε δηλώσει ότι θα ήταν δύσκολο να αντιμετωπιστούν με επιτυχία οι εχθροί τής πίστης στο εξωτερικό (foris) ενώ επιτίθεντο εκείνοι που βρίσκονταν στο εσωτερικό (intus). Η αίρεση, που αναπαρήγαγε το σχίσμα, δεν ήταν λιγότερο επικίνδυνη και σιχαμερή από την καταδικαστέα δολιότητα των Τούρκων. Οι τελευταίοι μπορούσαν να σκοτώνουν μόνο σώματα. Οι αιρετικοί κατέστρεφαν ψυχές. Στη Βοημία υπήρχαν εκείνοι που είχαν πέσει στην αίρεση των Βαλδενσιανών, αμφισβητώντας την πρωτοκαθεδρία τής Ρωμαϊκής Έδρας. Αυτή η ανήκουστη αίρεση είχε επιστρέψει υπό την επιρροή τού Ιωάννη Χους, τού οποίου οι οπαδοί αποκαλούνταν Χουσσίτες και Ταβορίτες. Ο Γεώργιος τού Ποντιεμπράντυ, «ο οποίος τώρα λειτουργεί ως βασιλιάς τής Βοημίας» (qui nunc se gerit pro rege Βohemie), είχε γεννηθεί και μεγαλώσει ανάμεσά τους, ενώ λεγόταν ότι ακόμη συμμετείχε στην αίρεσή τους και δεν έδειχνε ότι επιθυμούσε να την απορρίψει. Ο Πίος, επανεξετάζοντας την ιστορία, όπως την έβλεπε, των συνόδων Κωνσταντίας και Βασιλείας, εντρυφούσε στις Συμφωνίες και στην (κατ’ αυτόν) επιθετική εμμονή εκείνων που έπαιρναν τη θεία ευχαριστία και με τούς δύο τρόπους (Utraquists), στην εμμονή τής «κοινωνίας τού δισκοπότηρου», την οποία ο Πίος θεωρούσε ως «ειδικού σκοπού» (ad hoc) παραχώρηση προς τούς συνοδιστές (conciliarists) στη Βασιλεία, λάθος αποφασισμένη τότε και όχι πια αποδεκτή. Ο Γεώργιος είχε πάρει την Πράγα «με όπλα και παγίδες» (per arma et insidias), που ήταν το πρώτο από τα πολυάριθμα εγκλήματα του. Είχε αποδεχθεί τον αιρετικό Ιωάννη Ροκυτσάνα ως αρχιεπίσκοπο Πράγας. Οι δυο αυτοί μπορεί να ήσαν ακόμη ένοχοι, σύμφωνα με τις φήμες, για τη δηλητηρίαση τού βασιλιά τής Ουγγαρίας και τής Βοημίας Λάντισλας Πόστουμους (Posthumus), ο οποίος είχε πεθάνει ύστερα από ασθένεια εξήντα ωρών. «Η αλήθεια βρισκόταν στο σκοτάδι» (Veritas in obscuro erat), αλλά αυτό ήταν το προανάκρουσμα τού ανεβάσματος τού Γεώργιου στον θρόνο τής Βοημίας από τούς Χουσσίτες. Κατηγορώντας τον τώρα για πιθανή αίρεση, ο Πίος καλούσε τον Γεώργιο να εμφανιστεί «ενώπιον μας, οπουδήποτε βρισκόμαστε, εντός εκατόν ογδόντα ημερών», για να απαντήσει «για αμαρτίες και παραβάσεις» (super delictis et excessibus) και να υποβληθεί στην κρίση τής Αγίας Έδρας.90 Εξήντα μέρες αργότερα ο Πίος ήταν νεκρός, και η κλήτευση κατέπεσε, αλλά όχι για πολύ καιρό.

Στις 2 Αυγούστου 1465 οι καρδινάλιοι Βησσαρίων, Καρβαχάλ και Μπεράρντο Ερόλο ανανέωσαν την κλήτευση τού Γεώργιου τού Ποντιεμπράντυ από τον Πίο στο όνομα τού Παύλου Β’, γιατί «ο εν λόγω Γεώργιος δεν μεταστρέφεται από τις αιρέσεις και τα σφάλματά του» (Georgius a dictis heresibus suis et erroribus minime est conversus). Όχι, βυθιζόταν όλο και πιο βαθιά στον βούρκο τής δολιότητας, ενώ καθημερινά σχεδίαζε όλο και χειρότερα αίσχη κατά τής πίστης και των πιστών.91 Τέσσερις μέρες αργότερα, στις 6 τού μηνός, ο Παύλος Β’ εξουσιοδότησε τον Ρούντολφ φον Ρύντεσχαϊμ, επίσκοπο τού Λάβαντ (στην Καρινθία) και παπικό λεγάτο του στην πόλη τής Σιλεσίας Μπρέσλαου (σήμερα Βρότσλαβ στην Πολωνία), να απελευθερώσει όλους τούς υποτελείς και υπηκόους τού Γεώργιου από οποιουσδήποτε όρκους φεουδαρχικής υποταγής είχαν ορκιστεί ή από πράξεις φόρου τιμής που απέτιαν σε αυτόν. Απαγορεύονταν όλες οι συμμαχίες μαζί του, συμπεριλαμβανομένων των γάμων με τούς γιους και τις κόρες του. Ανακηρυσσόταν απαράδεκτος, παντελώς απόβλητος.92

Τελικά ξέσπασε εμφύλιος πόλεμος στη Βοημία την άνοιξη τού 1467, όταν ο Γεώργιος αντιμετώπισε φατρία Καθολικών βαρώνων με επικεφαλής τον Ζντένεκ τού Στέρνμπεργκ, τούς δυσαρεστημένους Καθολικούς αστούς τού Μπρέσλαου και τού Πίλσεν, καθώς και τούς παπικούς λεγάτους Λορέντσο Ροβερέλλα και Ρούντολφ φον Ρύντεσχαϊμ, ο τελευταίος από τούς οποίους έγινε επίσκοπος Μπρέσλαου τον Απρίλιο τού 1468. Ο Γεώργιος αντιμετώπισε επίσης την εχθρότητα τού αυτοκράτορα Φρειδερίκου Γ’ και (σημαντικότερο από όλα) την από καιρό λανθάνουσα, τρομερή εχθρότητα τού Mατίας Κορβίνους, βασιλιά τής Ουγγαρίας. Δεδομένου ότι ο πάπας ήταν σύμμαχος τού Κορβίνους κατά των Τούρκων απίστων, έτσι και ο Κορβίνους ήταν σύμμαχος τού πάπα κατά τού Βοημού αιρετικού.

Ο Βίκτοριν, γιος τού Γεώργιου Ποντιεμπράντυ, εισέβαλε στην Αυστρία τον Ιανουάριο και τον Φεβρουάριο τού 1468, όχι χωρίς κάποια πρόκληση, ενώ ο Mατίας Κορβίνους αντέδρασε αμέσως στην επείγουσα έκκληση για βοήθεια τού Φρειδερίκου Γ’. Ο στρατός τού Κορβίνους, ενεργώντας από κοινού με τα αυτοκρατορικά στρατεύματα και εκείνα των Τσέχων επαναστατημένων βαρώνων, εισήλθε στη νότια Μοραβία τον Απρίλιο. Ο Μωάμεθ Β’ είχε ήδη διασχίσει τον Βόσπορο και ξεκινούσε την εκστρατεία του στην Καραμανία, με πλήρη βεβαιότητα ότι τα δυτικά του μέτωπα δεν θα δέχονταν επίθεση, παρά την ενετική έκκληση προς τον Παύλο Β’ να αδράξει τη θαυμάσια ευκαιρία για επίθεση εναντίον των Τούρκων στην Ευρώπη, όσο ο σουλτάνος απουσίαζε στη Μικρά Ασία. Ξεκινούσε τώρα σχεδόν ένας χρόνος μελαγχολικού, ασύνδετου πόλεμου στην Κεντρική Ευρώπη, σε χώρες που θα ήσαν εκτεθειμένες σε τουρκική επίθεση αμέσως μετά το τέλος τού αιώνα. Ύστερα από περίοδο ανακωχής, κατά την οποία οι αντιτιθέμενοι στον Ποντιεμπράντυ βαρώνοι εξέλεξαν βασιλιά Βοημίας τον Κορβίνους (με πολύ αντικανονικό τρόπο), ο Γεώργιος αντεπιτέθηκε πιο δυναμικά στους εχθρούς του. Οι Τσέχοι νίκησαν τούς Ούγγρους κοντά στην πόλη τής Μοραβίας Χράντιστε στις 2 Νοεμβρίου 1469, αλλά ο αγώνας συνεχιζόταν και ο Κορβίνους δεν υποχωρούσε από την αξίωσή του για το στέμμα τού προστάτη τής Πράγας Αγίου Βέντσεσλας. Μάλιστα ο Κορβίνους ήθελε επίσης να εκλεγεί βασιλιάς των Ρωμαίων, να χρησιμεύσει ως συνάδελφος και φυσικός κληρονόμος τού Φρειδερίκου Γ’, ιδέα την οποία ο τελευταίος δεν εύρισκε ελκυστική και έτσι οι νέοι σύμμαχοι σύντομα έγιναν και πάλι εχθροί.

Για να ρίξουμε μια ματιά στο μέλλον για λόγους πληρότητας, ο θάνατος τού Γεώργιου Ποντιεμπράντυ τον Μάρτιο τού 1471 έφερε τον Κορβίνους ελαφρώς μόνο πιο κοντά στον θρόνο τής Βοημίας. Ο Λάντισλας Β’ τής Πολωνίας, ο δεκαετής γιος του Κάζιμιρ Δ’, εξελέγη διάδοχος τού Γεώργιου. Ο αγώνας όμως συνεχιζόταν μέχρι την ειρήνη τού Όλομουτς (στη Μοραβία) το 1478, η οποία άφησε ανενόχλητη τη βασιλική παρουσία (και τον τίτλο) τού Λάντισλας στη Βοημία, ενώ άφησε τον Κορβίνους (επίσης με τον τίτλο τού βασιλιά τής Βοημίας), να έχει στην κατοχή του τη Μοραβία, τη Σιλεσία, ακόμη και τη Λουσατία. Αρκετά ειρωνικά, όταν πέθανε ο Κορβίνους, τον Απρίλιο τού 1490, τον διαδέχθηκε στην Ουγγαρία ο Λάντισλας, τού οποίου η αδύναμη και ανίκανη εξουσία μέχρι το 1516 βοήθησε να προετοιμαστεί το έδαφος για την τουρκική νίκη στο Μόχατς μια δεκαετία αργότερα και να γίνει η Ουγγαρία «το νεκροταφείο τής Ευρώπης».93

Στο μεταξύ η Ενετική Γερουσία παρακολουθούσε με αποθάρρυνση και αποδοκιμασία τον αλληλοκτόνο πόλεμο μεταξύ των χριστιανών στον βορρά. Στις 16 Μαρτίου 1469, βάσει εντολών τής Γερουσίας, ο δόγης Κριστόφορο Μόρο έγραφε στον Φραντσέσκο Σανούντο, τον Ενετό πρεσβευτή στην παπική κούρτη, ότι τα νέα από την Ουγγαρία έδειχναν σαφώς ότι η απερίσκεπτη «επιχείρηση» (impresia) τού Ματίας Κορβίνους κατά τού Γεωργίου Ποντιεμπράντυ δεν ήταν απλώς πολύ δύσκολη υπόθεση, αλλά στην πραγματικότητα αδύνατη. Με λίγη προσπάθεια ο Κορβίνους θα μπορούσε εύκολα να παρακινηθεί να εγκαταλείψει τον πόλεμό του εναντίον των Τσέχων, σύμφωνα με την επιστολή τού δόγη, και να στρέψει τα όπλα του εναντίον τής τρέλλας και τής αγριότητας τού Τούρκου. Ο Σανούντο έπρεπε επομένως να εξηγήσει στον Παύλο Β’ ότι ο σουλτάνος Μωάμεθ, «ήδη άμεσος γείτονας τής Ιταλίας» (vicinus iam Italie finibus), οδηγούσε κάθε μέρα στη σκλαβιά πλήθη χριστιανών. Οι δυνάμεις τού Μεχμέτ είχαν καταστρέψει και ερημώσει τόσο πολύ τα εδάφη των κόμητων τής Σένια (Σεν), ώστε ήταν οικτρά προφανές ότι αν οι κόμητες δεν έπαιρναν σύντομα ένοπλη βοήθεια, οι Τούρκοι θα καταλάμβαναν κάστρα και πόλεις, με ανεπανόρθωτη ζημιά για τη χριστιανοσύνη και κυρίως για την Ιταλία, η οποία έτσι κι αλλιώς ήταν «σε επαφή και συνδεόμενη με το κράτος των ανωτέρω κόμητων [της Σένια]». Ο Σανούντο έπρεπε να προσπαθήσει να πείσει τον πάπα να φροντίσει για τούς κινδύνους και τα προβλήματα των φτωχών χριστιανών, που ήσαν ακριβώς απέναντι από τη στενή λωρίδα τής βόρειας Αδριατικής. Οι Ενετοί ήθελαν να εγκαταλειφθεί για λίγο η «επιχείρηση», που εκτυλισσόταν τότε εναντίον τού βασιλιά τής Βοημίας. Ο Κορβίνους έπρεπε να καταλήξει σε κάποια συμφωνία με τον αυτοκράτορα Φρειδερίκο Γ’ και να χρησιμοποιήσει τούς πόρους του εναντίον των Τούρκων. Θα ήταν πολύ καλύτερο γι’ αυτόν να υπερασπιστεί το βασίλειό του, παρά να υποστεί τουρκικές επιθέσεις για τον αμφίβολο σκοπό τής επίθεσής του στους Τσέχους.94

Eνώ οι Ενετοί πίστευαν πολύ σωστά ότι ο Κορβίνους θα εύρισκε καλύτερο τρόπο χρήσης των ανδρών και των χρημάτων του στη διεύρυνση τής ουγγρικής άμυνας κατά των Τούρκων παρά στην επίθεση κατά των οπαδών τού Ποντιεμπράντυ, η Γερουσία είχε κουραστεί να αμύνεται η ίδια εναντίον των Τούρκων. Η ισχύς τής φιλοπόλεμης παράταξης είχε μειωθεί πολύ μετά τον θάνατο τού Βεττόρε Καπέλλο. Υπήρχε επιθυμία για κατάληξη σε συμφωνία με τον Μωάμεθ Β’, αν ήταν δυνατόν, αλλά η Δημοκρατία δεν είχε εκπρόσωπο στην Πύλη. Για ακόμη μια φορά λοιπόν, τον Ιούλιο τού 1469, η Γερουσία στράφηκε προς τον Δαβίδ [Μαυρογόνατο] «τον Εβραίο», έναν Ενετό υπήκοο τού Χάνδακα, που είχε προσπαθήσει να τούς βοηθήσει σε προηγούμενη διπλωματική αποστολή. Ο Δαυίδ έπρεπε τώρα να πάει στην Ισταμπούλ «χωρίς καμία ένδειξη ότι η μετάβασή σας εκεί προέρχεται από επιθυμία ή γνώση μας» (senza alcuna demostration che questa tua andata sia de nostra volunta ne saputa). Δεδομένου ότι ο Δαυίδ είχε καλές σχέσεις με το μεγάλο βεζύρη Μαχμούτ πασά και με τον γιατρό τού Μωάμεθ, τον Ιταλό Εβραίο Γιακούμπ πασά, τον «κύριο Τζάκομο τον γιατρό», φαινόταν πιθανό ότι θα μπορούσε να ανοίξει την πόρτα για περαιτέρω διαπραγματεύσεις.95

Κατά τη διάρκεια τού καλοκαιριού και τού φθινοπώρου τού 1469 οι Ενετοί παρακολουθούσαν τούς Ούγγρους σχεδόν τόσο στενά, όσο και τούς Τούρκους. Η Γερουσία ήθελε ειρήνη και για διάφορους λόγους δεν ήταν ικανοποιημένη με τον Τζιοβάννι Έμο, τον πρέσβη τής Δημοκρατίας στον Ματίας Κορβίνους. Στις 25 Σεπτεμβρίου (1469) ο δόγης ή μάλλον η Γερουσία επιβεβαίωνε την παραλαβή των επιστολών τού Έμο με ημερομηνία 22 και 28 Αυγούστου και 5 Σεπτεμβρίου, που αφορούσαν τις προσπάθειές τού να ακολουθήσει τις οδηγίες τους. Ο Έμο περιέγραφε τις συζητήσεις του με τον Κορβίνους, με τον αρχιεπίσκοπο Ιωάννη Βιτέζ τού Γκραν (Έστεργκομ), και με τον επίσκοπο Άλμπερτ Χάνγκατς τού Βέσπρεμ «για την υπόθεση των Τούρκων» (super negotio Turcorum).

Η Γερουσία πίστευε ότι ο Έμο είχε μιλήσει πολύ ελεύθερα και τον συμβούλευε, όταν εμπλεκόταν σε τέτοιες συζητήσεις, να μιλά με τέτοια επιφύλαξη και προσοχή,

ώστε με τα λόγια σας να μην αφαιρείται από εμάς το δικαίωμα και η εξουσία, που έχει δώσει σε εμάς ο βασιλιάς, να κάνουμε ειρήνη ή ανακωχή με τούς Τούρκους μόνοι μας, χωρίς τη Μεγαλειότητά του. Βλέποντας ότι έχετε χειριστεί το ζήτημα με διαφορετικό τρόπο [από τις οδηγίες μας] και σε αντίθεση με την επιθυμία και την πρόθεσή μας, θελήσαμε συνεπώς να σάς στείλουμε αυτή την υπενθύμιση. Επιπλέον, επειδή υπαινιχθήκατε την οικονομική επιχορήγηση που δώσαμε στη βασιλική του Μεγαλειότητα εναντίον των Τούρκων, πρέπει να έχετε κατά νου και να κατανοείτε … τις μεγάλες, μάλλον τις αβάσταχτες δαπάνες, με τις οποίες επιβαρυνόμαστε τώρα τόσο στη στεριά όσο και στη θάλασσα….

Την εποχή εκείνη ήταν εντελώς αδύνατο για τη Βενετία να δώσει στον Ματίας Κορβίνους κι άλλη οικονομική επιδότηση και έτσι, όταν η συζήτηση στρεφόταν στα χρήματα, ο Έμο έπρεπε να είναι πιο προσεκτικός. Όφειλε επίσης να θεωρεί αυτές τις οδηγίες του απολύτως μυστικές. Μεταξύ άλλων θεμάτων η Γερουσία είχε δώσει εντολή στον Έμο να μιλήσει στον Κορβίνους για τούς άρχοντες τής Σένια (Σεν) με μεγάλη επιδοκιμασία, «και πρέπει να ζητήσετε … από τη μεγαλειότητά του στο όνομά μας, να επιστήσει την προσοχή τού διοικητή των δυνάμεών του στην εν λόγω περιοχή, ώστε να μην παρενοχλεί τούς εν λόγω θαυμάσιους άρχοντες [της Σένια]. Περιμένουμε … να μάθουμε τι έχετε καταφέρει στο ζήτημα αυτό και τι … σάς έχει απαντήσει η μεγαλειότητά του…». Και η Γερουσία καθιστούσε σαφές με περαιτέρω οδηγίες ότι μέχρι τότε δεν ήταν ευχαριστημένη για τον τρόπο με τον οποίο ο Έμο διεκπεραίωνε την αποστολή του.96

Όμως την επόμενη άνοιξη η Γερουσία αντιμετώπιζε μάλλον καλύτερα τις προσπάθειες τού Έμο, συγχαίροντάς τον για τον τρόπο με τον οποίο είχε υπερασπιστεί τη Δημοκρατία εναντίον κάποιας πληροφορίας (sinistra informatio) που είχε φτάσει στα αυτιά τού Mατίας Κορβίνους και εκφράζοντας την ικανοποίησή της ότι ο τελευταίος αντιμετώπιζε ευγενικά και δίκαια τον κόμη τής Σένια Στέφανο ντε Φρανγκιπάνι.97

Η κομητεία τής Σένια αποτελούσε γραμμή άμυνας κατά των Τούρκων, όπως παρέμεινε για χρόνια μετά το Μόχατς, όταν θα γινόταν καταφύγιο για τούς Σλάβους, που τρέπονταν σε φυγή μπροστά στους Τούρκους. Οι πρόσφυγες έγιναν γνωστοί ως Ούσκοκ, στα ιταλικά Ουσκόκι. Υπό τούς Αψβούργους οι Ούσκοκ θα έμπαιναν στη θάλασσα ως κουρσάροι και θα γίνονταν απειλή για την ενετική ναυτιλία και αγκάθι στα πλευρά τής Τουρκίας. Το 1469 οι Ενετοί ήθελαν να προστατεύσουν τούς κόμητες και τούς ντόπιους τής Σένια (οι οποίοι είχαν μόλις πέσει υπό ουγγρική κυριαρχία) ως συμμάχους εναντίον των Τούρκων, όσο μικροί κι αν ήσαν αυτοί. Κανένας σύμμαχος δεν ήταν τόσο μικρός ώστε να μην είναι χρήσιμος, γιατί ο τουρκικός πόλεμος προφανώς κατανάλωνε τούς πόρους τού ενετικού κράτους με ρυθμό ταχύτερο από εκείνον, με τον οποίο μπορούσαν να τούς αναπληρώνουν το εμπόριο και οι φόροι. Το Νεγκροπόντε βρισκόταν σε προφανή κίνδυνο και η υπεράσπισή του θα ήταν δαπανηρή.

Λεγόταν ότι ο Παύλος Β’ είχε πρόσφατα δημοσιεύσει παπικές βούλλες (η Γερουσία φαινόταν να αμφιβάλλει λίγο)

σε ορισμένες πόλεις και κωμοπόλεις, ιδιαίτερα στις δικές μας, … απαγορεύοντας υπό την ποινή τής εκκλησιαστικής απαγόρευσης τη ναυτιλία στα εδάφη και τις αγορές των απίστων, όμως, επειδή φαίνεται να συμφωνεί ότι στο θέμα αυτό πρέπει να ακολουθήσουμε το έθιμο των προγόνων μας, οι οποίοι ζητούσαν άδεια από τούς ανώτατους ποντίφηκες τού παρελθόντος για ταξίδια στα εδάφη των απίστων, γίνεται πρόταση [στη Γερουσία], να γράψει το Κολλέγιο για το ζήτημα αυτό προς τον πρέσβη μας στην παπική κούρτη, με οποιονδήποτε κατάλληλο τρόπο φανεί καλύτερος στο Κολλέγιο, για να πάρει από την Αγιότητά του την άδεια για [προς ανατολάς] ταξίδια, για όσο χρονικό διάστημα αποδειχθεί εφικτό.

Το εμπόριο με τη μουσουλμανική Ανατολική Μεσόγειο έπρεπε να βοηθήσει τη χρηματοδότηση τού πολέμου με τη μουσουλμανική Τουρκία και η Γερουσία ενέκρινε την πρόταση με 103 ψήφους υπέρ, 16 κατά και 11 ουδέτερες ή αδέσμευτες ψήφους. Παρ’ όλα αυτά, η πρόταση δεν φαίνεται να τέθηκε σε ισχύ.98

Καθώς τώρα οι Ενετοί έλπιζαν και εργάζονταν για ειρήνη στην Ιταλία, μεγάλο μέρος τής αλληλογραφίας τής Γερουσίας κατευθυνόταν προς τον σχηματισμό και τη συντήρηση μιας ένωσης των κρατών στη χερσόνησο και στην Ευρώπη, που θα μπορούσε να βοηθήσει τη Βενετία εναντίον των Τούρκων και η οποία εν πάση περιπτώσει θα άφηνε τη Δημοκρατία ελεύθερη, να υπερασπιστεί τα συμφέροντά της στην Ανατολική Μεσόγειο. Η μια επιστολή μετά την άλλη υπογράμμιζε τον τουρκικό κίνδυνο. Τελικά ένα σημείωμα πανικού έμπαινε τώρα στον σάκκο αλληλογραφίας τής Γερουσίας τής 8ης Μαρτίου 1470, απευθυνόμενο στον Φραντσέσκο Τζουστινιάν, πρεσβευτή τους τότε στην παπική κούρτη. Η Γερουσία είχε ήδη μάθει, πριν τις 8 τού μηνός, για «πολύ μεγάλη τουρκική προετοιμασία» (maximi Turcorum apparatus), που απειλούσε τις ενετικές αποικίες στην Ανατολή, καθώς πληροφορούσαν τον Τζουστινιάν, αλλά μόνο εκείνη την ημέρα είχαν ενημερωθεί για την έκταση τού κινδύνου, τον οποίο περιέγραφαν σε υστερόγραφο τού σημειώματός τους τής 8ης τού μηνός, το κείμενο τού οποίου είχε ήδη εγκριθεί από τη Γερουσία πριν φτάσουν τα κακά μαντάτα στη λιμνοθάλασσα.99

Μέρα με τη μέρα έρχονταν φοβερές αναφορές από την Ανατολή για γιγαντιαίες προετοιμασίες τού «Μεγάλου Τούρκου» (Gran Turco) σε στεριά και θάλασσα «για την καταστροφή των χριστιανών» (ad pernciem Christianorum). Όλοι περίμεναν ότι η πρώτη επίθεση θα στρεφόταν κατά ενετικών εδαφών, «και θα ξεράσει τη δηλητηριώδη βλέννα του εναντίον μας». Αν η Δημοκρατία αποτύγχανε να αντισταθεί στην επίθεση, τότε οι Τούρκοι θα εισέρχονταν στο Αιγαίο, θα λεηλατούσαν τις ανυπεράσπιστες ακτές και θα ερήμωναν τα νησιά, «για τον πόθο τής περιπλάνησης και τής διακωμώδησης» (pro libidine vagando et debachando). Όπως έγραφε η Γερουσία στις 15 Μαρτίου 1470 στον Τζουστινιάν, που βρισκόταν στην παπική κούρτη, είχαν συχνά προτρέψει τον Παύλο Β’ για την απόλυτη αναγκαιότητα μιας ιταλικής ειρήνης (pax Italica), αν και, όπως είδαμε, η Βενετία θεωρούνταν ότι ήταν εκείνη η δύναμη, που ήταν πιθανότερο να σπάσει την ιταλική ειρήνη μετά τον θάνατο τού Φραντσέσκο Σφόρτσα. Τώρα η ανάγκη για παπική ηγεσία και για ανάληψη δράσης ήταν απελπιστική. Ο πάπας ήταν ο τιμονιέρης τής χριστιανοσύνης, έγραφε η Γερουσία στον Τζουστινιάν, και η δική του πλοήγηση προς το λιμάνι τής ειρήνης στην Ιταλία θα ήταν το μοναδικό καταφύγιο τής χερσονήσου από τα φουσκωμένα κύματα και τη θύελλα, που συγκεντρωνόταν, μιας τουρκικής εισβολής.100 Αν ο Ναύσταθμος (Αρσενάλε) ήταν τόσο καλά εξοπλισμένος με άνδρες, πολεμοφόδια και γαλέρες, όσο ήταν η ενετική γραμματεία με αλληγορίες και καλολογικά στοιχεία, η Γερουσία θα είχε λιγότερα να φοβάται από τούς Τούρκους.

Στις 7 Ιουλίου (1470) η Γερουσία έβλεπε πια την επερχόμενη καταστροφή και έγραφε στον Τζουστινιάν, καθώς και στους Αντρέα Βεντραμίν και Λοντοβίκο Φοσκαρίνι, οι οποίοι είχαν ενταχθεί μαζί του στη Ρωμαϊκή αποστολή, να ζητήσουν ακρόαση από τον Παύλο Β’ αμέσως μετά την παραλαβή αυτής τής επιστολής. Έπρεπε να προσφέρουν στον Παύλο τις πολύ ταπεινές ευχαριστίες τής Δημοκρατίας για την πατρική του βοήθεια και κυρίως για την προσφορά του ενός μέρους των εσόδων από τα ορυχεία στυπτηρίας τής Tόλφα [sua oblatio aluminum], την οποία ήθελε η Γερουσία να επισημαίνει ο πάπας με βούλλες και να καθιστά τη χορήγησή της χωρίς προϋποθέσεις. «Να προσθέσετε επιπλέον, σε διάψευση εκείνων που προσπαθούν κακόβουλα να ελαχιστοποιήσουν τη σοβαρότητα τού κινδύνου μας, ότι ο Τούρκος έχει στείλει στόλο τριακοσίων πενήντα πλοίων υπό τον Μαχμούτ Πασά έξω από τα Δαρδανέλλια και επίσης ότι ο ίδιος έχει έρθει με τεράστιο και δυνατό στρατό, για να πολιορκήσει την πόλη τού Νεγκροπόντε».101

Λεγόταν ότι οι δυνάμεις τού Μωάμεθ ξεπερνούσαν τις εκατό χιλιάδες άνδρες. Όσο για τον αριθμό των πυροβόλων, κανονιών και πολιορκητικών μηχανών του, έλεγαν ότι ήσαν «απροσδιόριστου μεγέθους και δύναμης», «τέτοια και πολλά» (tanta et talia), ενώ, αν και τα αριθμητικά στοιχεία που τούς είχαν δοθεί ήσαν αξιόπιστα (κατά τη Γερουσία), ξεπερνούσαν κάθε πιθανότητα να γίνουν πιστευτά. Όλες οι σκέψεις για εμπόριο και συναλλαγές, φορτωτικές και μεσιτικές αμοιβές, έμπαιναν στην άκρη. Οι Ενετοί εξόπλιζαν γαλέρες, πλοία μεταφοράς και κάθε είδους σκάφη και τα έστελναν με πεζούς στρατιώτες, βαλλιστές και πυρομαχικά στον Νικολό ντα Κανάλε, τον ναυτικό γενικό διοικητή. «Και συμπιέζουμε όχι μόνο χρήματα από κάθε πηγή, αλλά ακόμη και αίμα, τρόπος τού λέγειν, από τις ίδιες τις φλέβες μας, για να βοηθήσουμε την προαναφερθείσα πόλη, αν είναι δυνατόν, ώστε να μην πέσει τέτοια σφαγή και καταστροφή σε όλους τούς χριστιανούς [στο Nεγκροπόντε], που θα ήταν ανεπανόρθωτη αν η πόλη, Θεός φυλάξοι, δεχόταν την επίθεση τέτοιου άγριου και λυσσαλέου εχθρού».

Ό,τι όμως κι αν προσπαθούσαν να κάνουν οι Ενετοί δεν θα εξυπηρετούσε σε τίποτε, αν ο πάπας και οι άλλοι χριστιανοί ηγεμόνες δεν ενώνονταν μαζί τους «δυναμικά και σύντομα» (potenter et celeriter) σε τεράστιο κίνημα κατά των Τούρκων. Αυτό ήταν το μήνυμα που οι Τζουστινιάν, Βεντραμίν και Φοσκαρίνι έπρεπε να βροντούν στα αυτιά τού πάπα «επιμελώς και συνεχώς» (sedulo et continue). Η επιτυχία τού Μεχμέτ στο Νεγκροπόντε θα τού έδινε τον έλεγχο τής θάλασσας και θα ήταν το προοίμιο τουρκικής εισβολής στην Ιταλία. Καμιά περιγραφή, οσοδήποτε εύγλωττη, των δεινών των Nεγκροποντίνων, την οποία θα παρουσίαζαν οι Ενετοί απεσταλμένοι στην παπική κούρτη, δεν θα μπορούσε να απεικονίσει την πραγματικότητα τού επικείμενου κίνδυνου. Η Ρόδος, η Κύπρος και τα άλλα νησιωτικά οχυρά σε χριστιανικά χέρια βρίσκονταν στην ίδια καταιγίδα. Γι’ αυτά, καθώς και για τις δικές της κτήσεις, η Βενετία θα κατέβαλε κάθε δυνατή προσπάθεια, αλλά η δύναμή της ήταν αναντίστοιχη με την απεραντοσύνη τού έργου.102

Καθ’ όλη τη διάρκεια των μηνών τού 1469-1470 που περνούσαν αργά, οι Ενετοί παρότρυναν και τελικά παρακαλούσαν σχεδόν απεγνωσμένα για το σχηματισμό μιας «γενικής ένωσης» (liga generalis) στην Ιταλία, τόσο για να εξασφαλίσει τη θέση τους στη χερσόνησο πολεμώντας τούς Τούρκους στην Ελλάδα και τα νησιά, καθώς και για να εξασφαλίσει από τούς χριστιανούς συμμάχους κάποιου είδους βοήθεια κατά τού κοινού εχθρού τής χριστιανοσύνης.103 Οι προσπάθειές τους φαινόταν να οδηγούν σε επιτυχία όταν στις 9 Ιουλίου (1470) αναβίωσαν η ειρήνη τού Λόντι και η ένωση (λίγκα) τού 1454.104 Ήταν πολύ αργά.

Μέσα σε τρεις μέρες η Βενετία επρόκειτο να υποστεί μία από τις μεγαλύτερες καταστροφές τής ιστορίας της, την πτώση τού Nεγκροπόντε στον Μωάμεθ Β’, ενώ η τελική επικύρωση τής ένωσης από τα συμβαλλόμενα μέρη δεν ήρθε πριν τις 22 Δεκεμβρίου 1470.105 Καθώς αυξανόταν από μέρα σε μέρα ο φόβος στην Ενετική Γερουσία, αλλά η πλήρης έκταση τής καταστροφής δεν ήταν ακόμη γνωστή, ήρθε η κάπως πιο χαρούμενη είδηση ότι ο βασιλιάς Φερράντε είχε προσφέρει στον Ενετό πρεσβευτή στην αυλή του δέκα γαλέρες ως ναπολιτάνικη συμβολή στη χριστιανική υπόθεση.106 Δέκα γαλέρες θα ήταν πραγματικά υπέροχη ενίσχυση τής ναυτικής δύναμης τής Δημοκρατίας, αν ο Φερράντε τις διέθετε πραγματικά, αλλά ακόμη κι αν το έκανε, όλοι γνώριζαν ότι ολόκληρη η ενετική αυτοκρατορία (αν ήταν τέτοια) στην Ανατολική Μεσόγειο, «όλη η κατάστασή μας στην Ανατολική Μεσόγειο» (universus status noster Levantis), θα βρισκόταν και πάλι σε τρομακτικό κίνδυνο. Από τη στιγμή που ο τουρκικός στόλος είχε βγει από τα Δαρδανέλλια οι Κρητικοί ζούσαν μέσα στον φόβο και τον τρόμο. Για να καθησυχαστούν προτάθηκε στη Γερουσία (στις 31 Ιουλίου 1470) να σταλεί απευθείας στον Χάνδακα ο οπλαρχηγός (κοντοττιέρε) Aντρεόνο ντα Πάρμα μαζί με την ομάδα του, αλλά η πρόταση πήρε μόνο δεκατέσσερις ψήφους υπέρ και απορρίφθηκε. Προτάθηκε στη συνέχεια και ψηφίστηκε με 157 ψήφους υπέρ και χωρίς αρνητικές ψήφους να αποπλεύσει ο Αντρεόνο για Μεθώνη και να τεθεί κάτω από τις διαταγές τού γενικού διοικητή Νικολό ντα Κανάλε, «ο οποίος θα φροντίσει για την πόλη, το νησί τής Κρήτης και τις άλλες κτήσεις μας, όπως έχει την υπευθυνότητα, καθώς και εντολές και ελευθερία να δράσει».107

Η ψηφοφορία για την τοποθέτηση των μισθοφόρων τού Αντρεόνο ντα Πάρμα στη Μεθώνη είχε αναμφίβολα επισπευσθεί από την άφιξη επώδυνων ειδήσεων από την Ανατολή. Το απόγευμα ή νωρίς το βράδυ τής ίδιας Τρίτης 31ης Ιουλίου (1470) η Γερουσία ενέκρινε την αποστολή τής παρακάτω επιστολής προς τον αυτοκράτορα Φρειδερίκο Γ’, τον βασιλιά τής Νάπολης Φερράντε, τον Ματίας Κορβίνους τής Ουγγαρίας, τον Γκαλεάτσο Μαρία Σφόρτσα τού Μιλάνου, τον Μπόρσο ντ’ Έστε τής Μόντενα (Φερράρα), τη δημοκρατία τής Φλωρεντίας και άλλους ηγεμόνες, η οποία αναφέρει:

Σήμερα έφτασε σε εμάς αναφορά από τη Ναύπακτο [Λεπάντο], την πόλη μας στην Αιτωλία, ότι ο τερατώδης εχθρός τού Χριστού, ο Τούρκος, έχει τελικά καταλάβει με έφοδο την πόλη τού Nεγκροπόντε, την οποία είχε πολιορκήσει … με στρατό απερίγραπτου μεγέθους και ότι ο ίδιος έχει επιβάλει κάθε μορφής σκληρότητα στα θύματά του, σύμφωνα με τον αχρείο και φοβερό χαρακτήρα του. Παρ’ όλα αυτά, ούτε έχουμε συντριβεί από αυτή την απώλεια ούτε έχει υποκύψει το πνεύμα μας, αλλά μάλλον έχουμε αφυπνιστεί περισσότερο και είμαστε [πλέον] αποφασισμένοι, με την έλευση αυτών των μεγαλύτερων κινδύνων, να αυξήσουμε τον στόλο μας και να στείλουμε νέες φρουρές, προκειμένου να ενισχύσουν και να διατηρήσουν την κατοχή των άλλων κτήσεών μας στην Ανατολή και να προσφέρουν βοήθεια στους άλλους χριστιανικούς λαούς, των οποίων η ζωή απειλείται από τον αμείλικτο εχθρό. …108

Σύμφωνα με επιστολή κάποιου Τζερόνιμο Λόνγκο, Ενετού διοικητή γαλέρας, ο τουρκικός στόλος είχε βγει από τα Δαρδανέλλια στις 3 Ιουνίου (1470) με 300 σκάφη, εκ των οποίων 108 λεγόταν ότι ήσαν γαλέρες, 60 πλοία μεταφοράς και τα υπόλοιπα φούστες. Αναφερόταν ότι πάνω στα σκάφη βρίσκονταν 70.000 άνδρες. «Ο στόλος κατευθυνόταν δυτικά προς το ενετικό νησί τού «Ευρίπου» (Έγκριπο) ή Νεγκροπόντε (Εύβοια), ενώ, όπως η Ενετική Γερουσία γνώριζε καλά, διοικητής του ήταν ο Μαχμούτ πασάς. Ο Λόνγκο, που βρισκόταν τότε με τον ενετικό στόλο στο Αιγαίο, μάς πληροφορεί ότι ο Μαχμούτ κατέλαβε την Ίμβρο (στις 5 Ιουνίου), αλλά απέτυχε να καταλάβει τη Λήμνο (8-12 Ιουνίου). Στη συνέχεια έπλευσε προς τη Σκύρο, όπου άλωσε το βορεινό χωριό τού Αγίου Γεωργίου (στις 13 Ιουνίου), αλλά δεν μπόρεσε να καταλάβει το καλά υπερασπιζόμενο φρούριο. Μεταγενέστερος προβληματισμός οδήγησε σύντομα τον Λόνγκο να αναθεωρήσει την αρχική του εκτίμηση για το μέγεθος τού τουρκικού στόλου:

Αρχικά τα υπολόγισα σε 300 σκάφη. Τώρα πιστεύω ότι είναι 400, κατανεμημένα με τον εξής τρόπο: 100 γαλέρες, 150 φούστες, δύο μεγάλες γαλέρες (γαλλεάσσες), ένα πλοίο 500 «τόνων» [bote] και πλοία μεταφοράς τα υπόλοιπα. Η θάλασσα έμοιαζε με δάσος. Αυτό ακούγεται απίστευτο, αλλά είναι καταπληκτικό να το βλέπεις! … Το Νεγκροπόντε βρίσκεται σε κίνδυνο και αν πέσει θα χαθεί ολόκληρο το κράτος μας στην Ανατολική Μεσόγειο μέχρι την Ιστρία…109

Ο Μαχμούτ πασάς, μετά την ανεπιτυχή προσπάθειά του στη Σκύρο, κύκλωσε το Κάβο Ντόρο, το Μαντέλο και την Κάρυστο (στο νότιο άκρο τού νησιού τού Νεγκροπόντε) και έπλευσε μέχρι τον πορθμό, παίρνοντας το κάστρο των Στύρων, που βρισκόταν στο στενό ακριβώς απέναντι από τον Μαραθώνα. Στις 15 Ιουνίου (1470) ο στόλος του αγκυροβόλησε σε οπτική επαφή με την αρχαία Αυλίδα στον κόλπο τού «Μπούρκιο» (μετέπειτα Βούρκος), κοντά στην εβραϊκή κοινότητα τού Νεγκροπόντε (Τζιουντέκκα). Οι στρατιώτες που επέβαιναν στις γαλέρες και στα πλοία μεταφοράς αποβιβάστηκαν στον ορμίσκο τής Μιλλεμότσα, κοντά στην πόλη τού Νεγκροπόντε. Στις 18 τού μηνός ο στρατός ξηράς, υπό τον ίδιο τον σουλτάνο Μωάμεθ, εισήλθε στη σκηνή και άρχισε η πολιορκία που από καιρό περίμενε και φοβόταν η Βενετία. Ο Νικολό ντα Κανάλε, ο Ενετός γενικός διοικητής, που ακολουθούσε τον τουρκικό στόλο (σε απόσταση ασφαλείας) με άσκοπη αναποφασιστικότητα, ξαφνικά απέπλευσε προς Κρήτη, όπου τρομοκράτησε τούς κατοίκους σχεδόν μέχρι θανάτου, επειδή παρεξήγησαν την προσέγγισή του ως εκείνη τού Μαχμούτ και των Τούρκων.110

Παρ’ όλα αυτά, οι υπερασπιστές τού Νεγκροπόντε απέρριψαν την απαίτηση τού σουλτάνου Μωάμεθ για παράδοση (στις 25 Ιουνίου). Ο Τζάκομο Ριτσάρντο, που υπήρξε αυτόπτης μάρτυρας των γεγονότων που περιγράφει, λέει ότι ο σουλτάνος πρόσφερε στους κατοίκους τού Νεγκροπόντε δεκαετή απαλλαγή από κάθε είδους φόρους, ενώ σε κυρίους που κατείχαν μια βίλλα ήταν πρόθυμος να δώσει δύο. Στον βαΐλο Πάολο Ερίτσο και στους διοικητές ή επιτρόπους Αλβίζε Κάλμπο και Τζιοβάννι Μποντουμιέρ δόθηκαν διαβεβαιώσεις για άνετη ζωή στο Νεγκροπόντε ή στην Ισταμπούλ, επειδή ο σουλτάνος γνώριζε ότι δεν θα μπορούσαν να επιστρέψουν στη Βενετία αν παρέδιδαν την ευβοϊκή υπευθυνότητά τους. Η προσφορά είχε γίνει μέσω τού Μαχμούτ πασά και τού εξωμότη διερμηνέα Ντομένικο Ντεμουνέσσι. Οι τελευταίοι είχαν πει ότι η Βενετία είχε κάνει την πόλη δική της. Ο αγώνας θα τελείωνε σε δέκα ή δώδεκα μέρες. Τότε θα έβλεπαν ποιος θα είχε την πόλη. Ο βαΐλος, μιλώντας μέσω υφισταμένου του, ολοκλήρωσε την άρνησή του να παραδώσει την πόλη στον σουλτάνο Μωάμεθ με μια προσβολή, την οποία ο σουλτάνος δεν θα μπορούσε να ξεχάσει: «Πείτε στον άρχοντά σας να πάει να φάει κρέας γουρουνιού και ύστερα να έρθει να μάς συναντήσει στο χαντάκι!»111

Με αυτά τα λόγια ο κύβος ερρίφθη και τα τουρκικά κανόνια άρχισαν να σφυροκοπούν τα τείχη τής πόλης. Δύο χιλιάδες Τούρκοι ιππείς αλώνιζαν στο νησί, σκοτώνοντας όλους τούς Έλληνες και Λατίνους πάνω από δεκαπέντε ετών, «κάνοντας τούς υπόλοιπους σκλάβους» (e fecero schiavi li altri). Σύμφωνα με την περιγραφή στα «Ενετικά χρονικά» (Annali veneti) τού Μαλιπιέρο, 14.000 Τούρκοι έχασαν τη ζωή τους κατά την πρώτη επίθεση στην πόλη, 16.000 στη δεύτερη μάχη (seconda battaglia), η οποία έγινε στις 30 Ιουνίου και 5.000 στην τρίτη επίθεση, η οποία άρχισε στις 5 Ιουλίου. Την ημέρα τής τρίτης επίθεσης αποκαλύφθηκε προδοσία εντός των πολιορκουμένων τειχών, όταν μια ηλικιωμένη γυναίκα αποκάλυψε ότι ο Τομμάζο Σκιάβο, ο Δαλματός οπλαρχηγός (κοντοττιέρε) με 500 πεζούς υπό τις διαταγές του, σκόπευε να προδώσει την πόλη στους Τούρκους το ίδιο βράδυ. Οι συνωμότες φονεύθηκαν αμέσως και το σώμα τού Τομμάζο σύντομα αιωρούνταν κρεμασμένο από τα πόδια από το μπαλκόνι τού παλατιού τού βαΐλου.

Η αποικιακή κυβέρνηση τού Νεγκροπόντε έστελνε τώρα δύο αγγελιοφόρους στον γενικό διοικητή Κανάλε, εκλιπαρώντας τον για βοήθεια. Ένας από τούς αγγελιοφόρους πέρασε με ασφάλεια από τις τουρκικές γραμμές. Ο άλλος συνελήφθη και θανατώθηκε με ανασκολοπισμό. Οι Τούρκοι ξεκίνησαν την τέταρτη επίθεσή τους στις 8 Ιουλίου. Λέγεται ότι τούς είχε κοστίσει 15.000 απώλειες, «έτσι ώστε ο άρχοντας Τούρκος, βλέποντας ότι οι δυνάμεις του τα πήγαιναν άσχημα, έστειλε μήνυμα σε όλες τις περιοχές του, ότι αφήνοντας έναν [ικανό] άνθρωπο σε κάθε νοικοκυριό, όλοι οι άλλοι έπρεπε να έρθουν και να βοηθήσουν σε αυτό το εγχείρημα».

Ο Μωάμεθ δεν θα χρειαζόταν περαιτέρω ενισχύσεις, γιατί οι Ενετοί πλησίαζαν στο τέλος τής αντοχής τους. Στις 11 Ιουλίου, δύο ώρες πριν από την αυγή, οι Τούρκοι άρχισαν να μεταφέρουν όλους τούς άνδρες που βρίσκονταν πάνω στον στόλο τους στην ακτή τού μικρού κόλπου τού Μπούρκιο, στο σημείο όπου δέκα κανόνια είχαν ισοπεδώσει τα τείχη τής εβραϊκής συνοικίας (Τζιουντέκκα) τού Νεγκροπόντε. Γέμιζαν τις τάφρους με «βαρέλια γεμάτα πτώματα» (botti piene di corpi morti). Καθώς πλησίαζε το σκοτάδι άρχισαν την πέμπτη και τελευταία επίθεση, συγκεντρώνοντας τη δύναμή τους στα χερσαία τείχη, γιατί στην περιοχή ανατολικά τής πόλης είχαν χώρο για να συγκεντρώσουν τις δυνάμεις τους.

«Αυτοί πού ήσαν μέσα δεν μπορούσαν να αντισταθούν», όπως μαθαίνουμε από την περιγραφή τού Μαλιπιέρο, «επειδή δεν είχαν καμία δύναμη επικουρίας, και έτσι το πρωί τής 12ης Ιουλίου, δύο ώρες μετά το ξημέρωμα, οι Τούρκοι εισήλθαν στο Νεγκροπόντε». Όμως οι Ενετοί συνέχιζαν να πολεμούν όλη τη μέρα, από την πλατεία μέχρι τούς κλεισμένους με οδοφράγματα δρόμους. Προτιμούσαν να πεθάνουν «με το σπαθί στο χέρι για την υπεράσπιση τής πατρίδας τους, πάρα να πέσουν στα χέρια των Τούρκων». Ο Μωάμεθ μπήκε στην κατεστραμμένη πόλη στις 14 τού μηνός. «Στην τελευταία επίθεση σκοτώθηκαν 27.000 Τούρκοι, άρα σε πέντε επιθέσεις 77.000 από αυτούς έχασαν τη ζωή τους. Από τούς Ενετούς, σύμφωνα με την έκθεση αυτή, 6.000 έχασαν τη ζωή τους στην πόλη και στο νησί».112

Σχεδόν έναν αιώνα πριν ο Ιταλός ναύαρχος Λουίτζι Φινκάτι, τις γνώσεις τού οποίου αντικαθιστούσε η κοινή λογική, υπολόγιζε τον πληθυσμό τής πόλης τού Nεγκροπόντε (στην δεκαέξι εκταρίων περιτειχισμένη έκτασή της) σε περίπου 2.500 κατοίκους. Προσθέτοντας το πολύ 300 περίπου πρόσφυγες (οι οποίοι είχαν πολύ καλύτερα σημεία στο νησί για να αναζητήσουν καταφύγιο από τούς Τούρκους), καθώς και 300 βαλλιστές από την Κρήτη, τούς 400 μισθοφόρους που είχαν φτάσει πρόσφατα και τούς 500 πεζούς υπό τον Τομμάζο Σκιάβο, δεν πρέπει να υπήρχαν στο Νεγκροπόντε περισσότερα από 4.000 άτομα κάθε ηλικίας και κατάστασης εκείνο τον αξέχαστο Ιούλιο τού 1470. Αν και τα χρονικά τής Μπολώνια ανεβάζουν το μέγεθος τού στρατού ξηράς τού Μωάμεθ σε «300.000 άτομα»,113 ο Φινκάτι ήξερε ότι «μειώνοντάς τον στις 20.000 θα εξακολουθούσε να είναι υπερβολικός αριθμός και μεγαλύτερος από τον απαιτούμενο».114

Σίγουρα ο Μωάμεθ είχε αρκετούς στρατιώτες για γενική σφαγή, όταν οι Τούρκοι θα έπαιρναν την πόλη. Ο Αλβίζε Κάλμπο έπεσε μαχόμενος στην πλατεία (piazza). Ο Τζιοβάννι Μποντουμιέρ σκοτώθηκε στο σπίτι τού Πάολο Αντρεότσο, που επέζησε και είπε την ιστορία. Ο βαΐλος Πάολο Ερίτσο είχε παραδώσει το κάστρο που ήταν χτισμένο στη μέση τού πορθμού όταν ο Μαχμούτ πασάς και ο διερμηνέας Ντεμουνέσσι τού υποσχέθηκαν την ασφάλεια εκείνων που είχαν αναζητήσει καταφύγιο πίσω από τις κινητές του γέφυρες. Ο Μεχμέτ όμως διέταξε την εκτέλεσή τους. Τα σώματά τους ρίχτηκαν στον πορθμό. Έδεσαν το Ερίτσο σε δύο σανίδες και τον έκοψαν στη μέση. Η τουρκική κατάκτηση ήταν πλήρης. Ο Μωάμεθ διέταξε την επιστροφή τού στόλου του στα Δαρδανέλλια, ενώ λίγο μετά τα μέσα Ιουλίου ξεκίνησε τη δική του πορεία επιστροφής στην Ισταμπούλ μέσω Θήβας, Θεσσαλίας και Θεσσαλονίκης. Ο Κανάλε παρακολουθούσε την επιστροφή τού Μαχμούτ πασά στην Ισταμπούλ από την ίδια προσεκτική απόσταση, από την οποία είχε παρακολουθήσει τον καπουδάν πασά (ναύαρχο) να πορεύεται στο Νεγκροπόντε. O Mαχμούτ παρατηρούσε για την ευγένεια τής ενετικής συνοδείας: «μας μεταχειρίζεται καλά ο στόλος τής Σινιορίας» (e ben trattado dall’ armada della Signoria).115

Την ώρα περίπου που βρισκόταν σε εξέλιξη η τελευταία επίθεση (στις 11 Ιουλίου), ο Νικολό ντα Κανάλε είχε εμφανιστεί ξαφνικά στον πορθμό τής Αταλάντης (Τάλαντα), έχοντας κυκλώσει το βόρειο άκρο τού νησιού. Ερχόμενος με αυτό τον τρόπο είχε προσθέσει δύο ημέρες στο ταξίδι του από την Κρήτη και είχε αποφύγει την επαφή με τον τουρκικό στόλο, που βρισκόταν στον πορθμό νότια τού (μη υφιστάμενου πλέον), μέσα στη θάλασσα κάστρου τού Νεγκροπόντε. Η διαδρομή τού Κανάλε υποδεικνύει δειλία και όχι τακτική. Αν είχε επιτεθεί και καταστρέψει την τουρκική γέφυρα πλοίων που συνέδεε το νησί τού Νεγκροπόντε με την ηπειρωτική χώρα, θα μπορούσε ενδεχομένως να είχε σπάσει την πολιορκία. Λεγόταν ότι είχε έρθει με πενηνταδύο γαλέρες, μια μεγάλη γαλέρα (galia grossa) και δεκαοχτώ «πλοία» (nave), αλλά ότι είχε αποφασίσει να περιμένει την ενίσχυση τού στόλου του πριν προσφέρει επικουρία στο Νεγκροπόντε.116 Την επόμενη μέρα ήταν πια πολύ αργά. Κάνοντας μια απόπειρα επίθεσης εναντίον τής τουρκικής γέφυρας πλοίων αποσύρθηκε σε απόγνωση και σφραγίστηκε η μοίρα τού Νεγκροπόντε.

Ο Νικολό ντα Κανάλε ήταν διδάκτορας νομικής, πιο δοσμένος στα βιβλία παρά στις μάχες. Η εκλογή του στη γενική διοίκηση ήταν λάθος τής Γερουσίας. Αν ο Κανάλε υπήρξε αποτυχία στην ανώτατη διοίκηση, οι διοικητές (sopracomiti) των γαλερών του αποτελούσαν επίσης θλιβερό συνάφι. Όπως αναγνώριζε τώρα η Γερουσία, η διαφθορά ήταν διαδεδομένη στις ενετικές ναυτικές δυνάμεις. Οι διοικητές των γαλερών έγραφαν στους καταλόγους στρατολόγησης ονόματα ανθρώπων που δεν υπηρέτησαν ποτέ. Πολλοί από αυτούς είχαν γίνει ακόμη και συγκαλυμμένοι έμποροι, που μετέφεραν εμπορεύματα προς πώληση από λιμάνι σε λιμάνι, σε αντίθεση προς το ενετικό δίκαιο και έθιμο. Όταν ήρθε η ώρα για την πρόσληψη βαλλιστών, προσέλαβαν μάγειρες, εμπόρους κρασιών και υπηρέτες (…circa ballistarios in quorum numero scriptos esse intelleximus choquos, caniparios, famulos).117 Όμως πριν παραδώσει τη διοίκησή του στον διάδοχό του Πιέτρο Μοτσενίγκο, ο Κανάλε όντως έκανε μια κακοσχεδιασμένη και μάλλον δαπανηρή προσπάθεια να ξαναπάρει το Νεγκροπόντε. Η επιτιθέμενη δύναμή του κόπηκε σε κομμάτια από το τουρκικό ιππικό. Η αποτυχία ήταν αναπόφευκτη, εν μέρει επειδή, όπως λέει ο Μαλιπιέρο, «κανένας από την αρμάδα δεν τούς έδωσε βοήθεια».118

Με την πτώση τού Νεγκροπόντε η Βενετία είχε υποστεί σχεδόν την χειρότερη απώλειά της σε ολόκληρο τον 15ο αιώνα. Η πόλη είχε υπάρξει, μετά την Κρήτη, ο κύριος ναύσταθμός της στο Αιγαίο. Οι Τούρκοι απέκτησαν γρήγορα το υπόλοιπο τού νησιού και ο Ομάρ μπέης επέστρεψε στον Μοριά, όπως λέγεται με 25.000 στρατιώτες. Η Βόστιτζα, το σύγχρονο Αίγιο, σύντομα παραδόθηκε στους Τούρκους. Όταν ο διοικητής και η φρουρά τής πόλης τής Καλαμάτας εγκατέλειψαν το φρούριο, ο επιστάτης (provveditore) Τζάκομο Μαρτσέλλο διέταξε το πλήρωμα τής γαλέρας του να πυρπολήσει τον τόπο, ώστε να μη τον αρπάξουν οι Τούρκοι και τον κρατήσουν κατά των Ενετών.119 Στη Βενετία εκείνο το καλοκαίρι έφτανε η μια κακή είδηση μετά την άλλη. Και ο Μαλιπιέρο παρατηρούσε περίλυπα, «τώρα φαίνεται πραγματικά ότι το μεγαλείο τής Βενετίας έχει μειωθεί και η υπερηφάνεια μας έχει σαρωθεί».120

Στις 18 Αυγούστου (1470) η Γερουσία έστειλε στους Ενετούς απεσταλμένους στην παπική κούρτη περιγραφή τής πτώσης τού Νεγκροπόντε, βασισμένη σε επιστολή τής 18ης Ιουλίου τού γενικού διοικητή Κανάλε, καθώς και σε άλλες επιστολές από διάφορους διοικητές γαλερών, που έγραφαν όλοι τα ίδια θλιβερά νέα. Η τρομακτική επίδραση των βλημάτων των τουρκικών κανονιών είχε σχεδόν ισοπεδώσει τούς χοντρούς τοίχους και τα βαριά γωνιακά οχυρώματα τής πόλης. Ύστερα από πολυάριθμες σκληρές συγκρούσεις των υπερασπιστών με τούς Τούρκους, ο γενικός διοικητής είχε πλησιάσει την πόλη με το μεγαλύτερο μέρος τού στόλου, με πρόθεση να καταστρέψει μια γέφυρα, που είχαν φτιάξει οι Τούρκοι στο πάνω άκρο τού Ευβοϊκού πορθμού (in parte superiori canalis). Η τουρκική απάντηση ήταν άμεση. Πριν από την αυγή στις 11 Ιουλίου οι αντιτιθέμενες πλευρές εισήλθαν σε «πάλη … γενική και συνολική πολύ σοβαρή επιχείρηση … , όπου οι δύο πλευρές πολεμούσαν θαρραλέα και επίμονα ολόκληρη εκείνη την ημέρα και τη νύχτα που ακολούθησε» (prelium … generale et omnium atrocissimum … , quod pertinacissime et audacissime utrimque pugnantibus per diem ilium totum et in sequentem noctem duravit). Δεν μπορούσαν να νικήσουν, δεν μπορούσαν να αντισταθούν στους Τούρκους, των οποίων οι άνδρες είχαν συγκεντρωθεί από κάθε επαρχία τής Οθωμανικής αυτοκρατορίας, κοντινή και μακρινή. Είχαν 150.000 άνδρες, σύμφωνα με τη Γερουσία, ενώ η δύναμή τους αυξανόταν κάθε ώρα που περνούσε, καθώς νέες αφίξεις μεγάλωναν τον αριθμό της. Οι Ενετοί και Νεγκροποντίνοι υπερασπιστές τής πόλης σκοτώθηκαν, τραυματίστηκαν και εξαντλήθηκαν πέρα από τα όρια τής αντοχής. Οι Τούρκοι τελικά ξεχύθηκαν στα θρυμματισμένα τείχη και στους προμαχώνες περί την πρώτη ώρα τής ημέρας, στις 12 τού μηνός. Άνδρες, γυναίκες και παιδιά άνω των δέκα ετών θανατώθηκαν. Όμως δεν ήταν αναίμακτη νίκη για τούς Τούρκους, γιατί πολλοί από αυτούς σκοτώθηκαν, ενώ τα ενετικά κανόνια βύθισαν τις γαλέρες τους και τις πυρπόλησαν. Το άθλιο τέλος τού χριστιανικού Νεγκροπόντε, σύμφωνα με τη Γερουσία, θα αποδεικνυόταν αρχή ακόμη μεγαλύτερων δεινών για τη χριστιανοσύνη.

Οι Ενετοί απεσταλμένοι στην παπική κούρτη είχαν οδηγίες να τονίσουν τη σοβαρότητα τής κατάστασης στον Παύλο Β’, ο οποίος έτσι κι αλλιώς ήταν Ενετός. Όχι μόνο οι ακτές τής Ιταλίας, αλλά αυτές ολόκληρης τής Μεσογείου ήσαν πια εκτεθειμένες σε επιθέσεις, αφού το χριστιανικό προπύργιο τού Νεγκροπόντε είχε καταληφθεί από τον εχθρό. Νούντσιοι και λεγάτοι έπρεπε να σταλούν στον αυτοκράτορα, στον βασιλιά τής Ουγγαρίας, στον βασιλιά τής Πολωνίας, καθώς και σε άλλους ηγεμόνες στο ανατολικό μέτωπο, που θα εξαπέλυαν «κατάλληλη και έγκυρη» (commode et valide) επίθεση κατά των Τούρκων. Τα προβλήματα στη Βοημία έπρεπε να μπουν στην άκρη προς το παρόν. Ο πάπας έπρεπε να στείλει επίσης λεγάτους στον βασιλιά τής Γαλλίας, στον δούκα τής Βουργουνδίας, «ακόμη και στην Αγγλία και την Ισπανία».121 Η κούρτη αντιμετώπιζε με διαβεβαιώσεις αυτά τα αιτήματα,122 αλλά ο Παύλος Β’ λίγα μπορούσε να κάνει για να βοηθήσει τη Βενετία ή να εμποδίσει τούς Τούρκους.

Η ενετική διπλωματική αλληλογραφία, όπως και εκείνη των περισσοτέρων κρατών κατά τον 15ο αιώνα, διατυπωνόταν συνήθως με θρησκευτικούς όρους. Ο Οθωμανός σουλτάνος ήταν «σκληρότατος» (crudelissimus) ή «τερατωδέστατος εχθρός τού χριστιανικού ονόματος» (immanissimus Christians nominis hostis), ενώ υπήρχαν συχνές αναφορές στη «Χριστιανική δημοκρατία» (respublica Christiana) και στην «τήρηση τής Καθολικής πίστης» (fides Catholica servanda). Οι Ενετοί θεωρούσαν τούς εαυτούς τους (αν και απρόθυμα) ως υπερασπιστές τού Χριστιανισμού κατά τού Ισλάμ και έτσι ήταν. Όποτε μπορούσαν, προσπαθούσαν να αποφύγουν τον πόλεμο, αλλά στον πόλεμο, όπως στις επιχειρήσεις, δεν ήθελαν να χάνουν. Η νίκη μπορεί να έφερνε κέρδος. Η ήττα συνεπαγόταν πάντοτε ζημιά.

Ο γενικός διοικητής Κανάλε, αν και είχε υπηρετήσει τη Βενετία και ως διπλωμάτης, ήταν ηττοπαθής και είχε σίγουρα αποδειχθεί δειλός και ανίκανος διοικητής. Πολλά μέλη τής Γερουσίας ήθελαν τώρα να εκλέξουν αμέσως νέο ναυτικό γενικό διοικητή, καθώς και δύο «επόπτες» (provveditori) που θα υπηρετούσαν μαζί του.123 Το έκαναν μέσα σε λιγότερο από δύο εβδομάδες. Ο Πιέτρο Μοτσενίγκο επιλέχτηκε να διαδεχθεί τον Κανάλε (στις 30 Αυγούστου). Η εντολή που είχε από τον δόγη τον υποχρέωνε να σπεύσει να αναλάβει τη διοίκησή του. Οι Μαρίνο Mαλιπιέρο και Λοντοβίκο Μπέμπο θα πήγαιναν μαζί τους ως «επόπτες» (provveditori), σύντροφοι και σύμβουλοι, ενώ «σε αυτό … το γρήγορο ταξίδι» (in hac … celeri navigatione), το οποίο θα αναλάμβαναν σε τόσο μικρό χρονικό διάστημα από την εντολή, έπρεπε να σταματήσουν στην Κέρκυρα, τη Μεθώνη και την Κορώνη, για να ενθαρρύνουν με τη δική τους παρουσία και συμβουλή τούς αξιωματούχους και υπηκόους τής Δημοκρατίας, στους οποίους η απώλεια τού Νεγκροπόντε είχε προφανώς προκαλέσει τρόμο.124

Ο Παύλος Β’, από την παιδική του ηλικία στη Βενετία, είχε πάντοτε αντιληφθεί τη σημασία τού Νεγκροπόντε για τη Δημοκρατία. Ως πάπας καταλάβαινε πολύ καλά την σημασία τής απώλειάς του για τη χριστιανοσύνη. Μεταξύ 14 και 18 Σεπτεμβρίου 1470 έγραψε στους μαρκησίους Λοντοβίκο Γκονζάγκα τής Μάντουα και Γουλιέλμο Παλαιολόγο τού Μομφερράτ, καθώς και στον βασιλιά Ιωάννη Β’ τής Αραγωνίας-Καταλωνίας και στους δούκες Μπόρσο ντ’ Έστε τής Μόντενα (Φερράρα) και Aμαδέο Θ’ τής Σαβοΐας. Οι παραλήπτες των σημειωμάτων του είχαν αναμφίβολα μάθει, έλεγε, για την τρομακτική πρόοδο τού σουλτάνου Μωάμεθ Β’, ο οποίος είχε εισβάλει στην υπέροχη πόλη τού Νεγκροπόντε από στεριά και θάλασσα με ακατανίκητο εξοπλισμό και με την άθλια σκληρότητα που πρέπει να αναμένεται από την εκ γενετής αγριότητά του. Ο Μωάμεθ ήθελε πολύ και δεν εργαζόταν για τίποτε άλλο παρά για την απόλυτη εξαφάνιση τού χριστιανικού ονόματος, με κάθε είδους βαρβαρότητα για την οποία ήταν ικανός. Αγωνιζόταν όχι μόνο για την υποταγή των εδαφών των χριστιανών γειτόνων του, αλλά και για την κατάκτηση και ερείπωση τής Ιταλίας, «της ευγενέστατης των επαρχιών» (provinciarum nobilissima). Ο κίνδυνος βασάνιζε τον Παύλο, όπως ο ίδιος έγραφε στους ηγεμόνες, «πέρα από κάθε περιγραφή» (supra quam credibile res sit ipsa). Όλα τα ιταλικά κράτη έπρεπε να ενωθούν στην αντίθεση προς τον εχθρό και στη συνέχεια οι άλλες χριστιανικές δυνάμεις έπρεπε να τα βοηθήσουν.

Για τον λόγο αυτόν είχαν ήδη έρθει στη Ρώμη διάφοροι Ιταλοί πρέσβεις. Ο Παύλος περίμενε τούς άλλους με μεγάλη ανυπομονησία, ενώ έκανε έκκληση προς εκείνους στους οποίους είχε απευθύνει τα σημειώματά του, ότι αμέσως μετά την ανάγνωση τής παρούσας επιστολής, να μάς στείλετε … ως απεσταλμένο σας έναν έντιμο, θεοφοβούμενο άνθρωπο, ένθερμο για τη διαφύλαξη τής χριστιανικής κοινοπολιτείας, με πλήρη εξουσιοδότηση να διαπραγματευτεί και να συνάψει γενική ένωση στην Ιταλία, γιατί όσο η ιταλική αποτυχία κατάληξης σε συμφωνία τροφοδοτεί το θράσος τού Τούρκου τύραννου και ενθαρρύνει την προέλασή του, ακριβώς έτσι το θάρρος του θα διαλυθεί όταν μάθει ότι η ένοπλη δύναμη των Ιταλών είναι ενωμένη σε κοινή συμφωνία. … Αγαπημένοι μου γιοί, δεν πρέπει να υπάρξει καθυστέρηση, γιατί ο εχθρός μας, που φαίνεται ότι τίποτε δεν επιθυμεί περισσότερο από την αιματηρή εξόντωση όλης τής χριστιανοσύνης, [βρίσκεται] ήδη στο λαρύγγι μας, δυναμώνει κάθε μέρα και ανανεωμένος από τη νίκη που είχε, ενισχύεται στην απόφασή του, έτσι ώστε η παραμικρή καθυστέρηση να τού δίνει την ευκαιρία για την κοινή καταστροφή μας…125

Οι Φλωρεντινοί και ο βασιλιάς τής Νάπολης Φερράντε είχαν ήδη στείλει απεσταλμένους στην παπική κούρτη. O Mιλανέζος «ρήτορας» (orator) αναμενόταν σύντομα. Αλλά ενώ φαινόταν ότι η Ιταλία χρειαζόταν πολύ την ειρήνη, έδειχνε σαν να την περιμένει πόλεμος. Οι απεσταλμένοι τής Φλωρεντίας και τής Νάπολης είχαν ενημερώσει τον Παύλο Β’ ότι η ενετική κυβέρνηση είχε πρόσφατα αποφασίσει να αλλάξει την πορεία τού ποταμού Μίντσιο και να εκτρέψει τα ύδατά του σε άλλο κανάλι. Ο μαρκήσιος τής Μάντουα Λοντοβίκο Γκονζάγκα και ο δούκας τού Μιλάνου Γκαλεάτσο Μαρία Σφόρτσα ήσαν εξαιρετικά θορυβημένοι από την ενετική πρόταση, η οποία (όπως ο Παύλος ενημέρωνε τον δόγη Κριστόφορο Μόρο στις 17 Σεπτεμβρίου), δεν θα μπορούσε να έχει έρθει σε χειρότερη στιγμή. Όπως οι Ενετοί έπρεπε να γνωρίζουν, η χριστιανική Δημοκρατία ποτέ δεν είχε βρεθεί σε τόσο επικίνδυνη ανάγκη για ειρήνη και συνεργασία τα τελευταία χίλια χρόνια. O Παύλος παρακαλούσε λοιπόν τον δόγη και τη Σινιορία, αν οι αναφορές για τα σχέδιά τους για τον Μίντσιο ήσαν αληθινές, να θέσουν κατά μέρος κάθε σκέψη για το έργο και να βοηθήσουν την παπική κούρτη για την εγκαθίδρυση στην Ιταλία μια τέτοιας ειρήνης, που θα επέτρεπε να αποκρουστεί ο κίνδυνος και να διατηρηθεί το «παρθένο μεγαλείο» τής χριστιανοσύνης.126

Η Βενετία είχε προφανώς πιο σοβαρές ανησυχίες από την αλλαγή τής πορείας τού Mίντσιο. Απειλούνταν το εμπόριό της στην Ανατολική Μεσόγειο. Με επιστολή τής 8ης Οκτωβρίου 1470 προς τον Κάρολο Τολμηρό, τον δούκα τής Βουργουνδίας η Γερουσία αναφερόταν και πάλι στο «μέγεθος και τις αγριότητες» (magnitudο et atrocitas) τής κατάληψης τού Νεγκροπόντε από τον σουλτάνο Μωάμεθ, ο οποίος (όπως έλεγαν) έκανε ένα ακόμη βήμα για την εισβολή και την καταστροφή όλων των χριστιανικών νησιών τής Ανατολικής Μεσογείου.127 Η Γερουσία ανησυχούσε ιδιαίτερα για την Κρήτη, «που είναι το κύριο κράτος μας στην Ανατολική Μεσόγειο» (que est caput status nostri Levantis),128 ο κύριος σταθμός διαμετακόμισης για το εμπόριο τής Δημοκρατίας με την Αίγυπτο και τη Συρία. Η ειρήνη ήταν πιο σημαντική από τον ποταμό Μίντσιο, τουλάχιστον για την ώρα, γιατί η Βενετία χρειαζόταν απελευθέρωση από τις διαμάχες στην Ιταλία, για να χρησιμοποιήσει τούς πόρους της κατά των Τούρκων στην Ανατολή.

Όμως στις 16 Οκτωβρίου (1470) η Γερουσία μπορούσε να αναφέρει μια ενδιαφέρουσα εξέλιξη στους πρεσβευτές της στην παπική κούρτη:

Δύο απεσταλμένοι έχουν παρουσιαστεί ενώπιόν μας τις τελευταίες ημέρες, από τις λαμπρότατες κυρίες Μαρία [σουλτάνα Μάρα], τη μητριά τού άρχοντα Τούρκου, και Αικατερίνη, χήρα τού εκλιπόντος υπέροχου κόμη τού Τσίλλι [του Ούλριχ, ο οποίος σκοτώθηκε από τούς Ούγγρους σε διάσκεψη στο φρούριο τού Βελιγραδίου τον Νοέμβριο τού 1456]. Είναι και οι δύο κόρες τού εκλιπόντος επιφανέστατου άρχοντα δεσπότη Σερβίας [του Γεωργίου Μπράνκοβιτς, που πέθανε το 1456]. Οι απεσταλμένοι δήλωναν εξ ονόματος των δύο κυριών, οι οποίες, πριν κινηθεί ο Τούρκος εναντίον τού Νεγκροπόντε, είχαν προσπαθήσει με δική τους πρωτοβουλία να τον παρακινήσουν να κάνει ειρήνη με εμάς, γιατί και οι δύο κυρίες είναι Χριστιανές και έχουν καλή διάθεση απέναντι στους χριστιανούς και ιδιαίτερα απέναντί μας. Ο Τούρκος είχε απαντήσει σε αυτές, ότι ήταν λάθος στιγμή για μια τέτοια ειρήνη, λόγω των τεράστιων εξόδων στα οποία είχε υποβληθεί και τής προετοιμασίας που είχε κάνει για την εκστρατεία την οποία είχε αποφασίσει να ξεκινήσει.

Όμως μετά την κατάληψη τού Νεγκροπόντε οι κυρίες και πάλι με δική τους πρωτοβουλία είχαν προσπαθήσει να πείσουν τον εν λόγω Τούρκο να κάνει ειρήνη. Τις έχει πληροφορήσει ότι αν στείλουμε κάποιον σε αυτόν για τις διαπραγματεύσεις, θα είναι έτοιμος να καταλήξει σε διακανονισμό με εμάς. Ήταν πρόθυμος και είχε εξουσιοδοτήσει να έρθουν οι προαναφερόμενοι απεσταλμένοι σε εμάς στη Βενετία και να ρωτήσουν για τις επιθυμίες μας, προσφέροντας άδεια ασφαλούς διέλευσης σε περίπτωση που θα αποφασίζαμε να στείλουμε κάποιον σε αυτόν και να έρθει σε συμφωνία μαζί του. Έχουμε απαντήσει στους εν λόγω απεσταλμένους, όπως θα δείτε από το επισυναπτόμενο αντίγραφο [τού κειμένου μας], ενώ η επιθυμία μας και οι οδηγίες προς εσάς είναι να ενημερώσετε για όλα αυτά την Αγιότητά του, τον ανώτατο ποντίφηκα…

Προσθέστε επίσης ότι καταλαβαίνουμε πολύ καλά, ότι αυτό είναι ένα από τα συνήθη πονηρά κόλπα τού Τούρκου, στον οποίο πιστεύουμε ότι δεν πρέπει να δείχνεται καμία απολύτως εμπιστοσύνη, γιατί ποθεί την καταστροφή τής πίστης και τής θρησκείας μας. Λαμβάνοντας όμως υπόψη την παρούσα κατάσταση των πραγμάτων, έχουμε κρίνει καλύτερο να παίξουμε το δικό του παιχνίδι τής προσποίησης [secum dissimulare] και να συνεργαστούμε με αυτόν…129

Την ίδια μέρα (16 Οκτωβρίου 1470) η Γερουσία ενέκρινε ένα δεύτερο έγγραφο προς τούς Ενετούς πρέσβεις στην παπική κούρτη, δίνοντάς τους εντολή να επιστήσουν την προσοχή τού Παύλου Β’, ότι η ειρήνη στη χερσόνησο έπρεπε να επιβεβαιωθεί και να ανανεωθεί η ιταλική ένωση. Μια εκστρατεία εναντίον των Τούρκων θα απαιτούσε περισσότερο χρόνο και προετοιμασία από εκείνο που φαινόταν να επιτρέπουν οι τότε συνθήκες. Οι εβδομάδες περνούσαν και αν δεν ήταν έτοιμος ένας στόλος μέχρι το επόμενο καλοκαίρι, τέτοιου μεγέθους και δύναμης ώστε να αντιστοιχεί στις δυνάμεις τού εχθρού, μόνο να φοβούνται θα μπορούσαν για το μέλλον τής Ιταλίας.130 Οι Ενετοί ταύτιζαν πάντα τη μοίρα τους στην Ανατολική Μεσόγειο με την ευημερία τής Ιταλίας. Αν και η παπική κούρτη γενικά συμφωνούσε μαζί τους, τα άλλα κράτη τής χερσονήσου δεν συμφωνούσαν. Όμως η Γερουσία δεν είχε εντελώς άδικο, γιατί ο Μωάμεθ Β’ δεν έκανε σχέδια για την Ιταλία, όπως θα έδειχναν τα γεγονότα ύστερα από μια δεκαετία. Στο μεταξύ οι καχυποψίες και οι εχθροπραξίες συνεχίζονταν, αναστατώνοντας τόσο τις σχέσεις μεταξύ των ιταλικών κρατών, ώστε να δηλώνει ο Παύλος Β’ στα τέλη Οκτωβρίου (1470), ότι αν οι συνθήκες στη χερσόνησο γίνονταν ανυπόφορες για την Αγία Έδρα, θα έφευγε από την Ιταλία και θα πήγαινε στην Αβινιόν!131

Παρά τη δυσπιστία τής Ενετικής Γερουσίας απέναντι στον Τούρκο, στα τέλη Νοεμβρίου (1470) δύο απεσταλμένοι, οι Νικολό Κόκο και Φραντσέσκο Καπέλλο, που είχαν νομίμως εκλεγεί, ετοιμάζονταν να αναχωρήσουν για την Υψηλή Πύλη, ως απάντηση στην πρεσβεία των πριγκηπισσών από τη Σερβία. Σύμφωνα με τις οδηγίες που είχαν, έπρεπε να πάνε μέσω Κέρκυρας, όπου θα περίμεναν για άδεια ασφαλούς διέλευσης ή διαβατήριο προκειμένου να εισέλθουν στην τουρκική επικράτεια. Από την Κέρκυρα έπρεπε να προχωρήσουν προς την Κωνσταντινούπολη από στεριά ή θάλασσα, όπως θα προέκυπτε από το κείμενο τού διαβατηρίου τους. Έπρεπε να εξηγήσουν στον σουλτάνο, «ότι αν και η τύχη, στα χέρια τής οποίας βρίσκεται ο καθορισμός όλων των ανθρώπινων υποθέσεων, είχε επιτρέψει να βρεθούμε σε πόλεμο με την Εξοχότητά του, όμως πρόθεσή μας ήταν πάντα και εξακολουθεί ειλικρινά να είναι, να ζήσουμε ειρηνικά με την Εξοχότητά του, όπως έχουμε κάνει για πολλές γενιές με τούς επιφανέστατους προγόνους του». Έντιμοι και κατάλληλοι όροι ειρήνης θα μπορούσαν απλώς να είναι, «ότι καθένας πρέπει να κατέχει και να διατηρεί ότι κατέχει και διατηρεί τώρα…», ενώ η ειρήνη έπρεπε να περιλαμβάνει «όλους τούς άρχοντες τού αρχιπελάγους τού Αιγαίου, καθώς και τον γαληνότατο βασιλιά τής Κύπρου, τον σεβασμιότατο άρχοντα μεγάλο μάγιστρο τής Ρόδου με το τάγμα [των Ιωαννιτών] και τον επιφανέστατο άρχοντα τής Αγίας Μαύρας (Λευκάδας)».132 Η ειρήνη θα ήταν διπλά ευπρόσδεκτη, γιατί αναφορές από όλα τα ενετικά εδάφη στην Ανατολική Μεσόγειο πρόβλεπαν σοβαρή έλλειψη σιτηρών, που έφερνε μαζί της την απειλή λιμού.133

Με την επιστροφή του στη Βενετία ο Νικολό ντα Κανάλε είχε παραπεμφθεί σε δίκη από τούς «συνηγόρους τής κοινότητας». Κατηγορούνταν ότι δεν είχε κάνει σοβαρή προσπάθεια να βοηθήσει το Νεγκροπόντε, ενώ στη συνέχεια, όταν η πόλη είχε σαφώς χαθεί, με την ανόητη προσπάθεια να την ανακτήσει, «είχε βάλει σε εμφανέστατο κίνδυνο μεγάλο αριθμό ταλαντούχων ανθρώπων και όλο τον στόλο υπό τις διαταγές του» (mettendo in evidentissimo periculo tanto numero de valenti huomini cum tuta larmada a lui commessa). Κρίθηκε ένοχος και καταδικάστηκε σε εξορία και περιορισμό στο Πορτογκρουάρο τού Φριούλι.134 Έξι ή επτά εβδομάδες μετά τη δίκη τού Κανάλε παρενέβη για λογαριασμό του ο φίλος του Παύλος Β’ (στις 24 Δεκεμβρίου 1470), προτρέποντας τον δόγη Κριστόφορο Μόρο και τη Γερουσία να άρουν τα μέτρα που είχαν πάρει εναντίον του, εκτιμώντας τις προηγούμενες υπηρεσίες του προς την Δημοκρατία και την αφοσίωσή του στην Αγία Έδρα.135 Δύο μήνες αργότερα, στις 20 Φεβρουαρίου (1471), ο Παύλος έγραψε και πάλι, διαμαρτυρόμενος για την μη παραλαβή απάντησης από τον δόγη στην προηγούμενη επιστολή του. Τον έθλιβε και τον εξέπληττε η σιωπή τού δόγη. Έχοντας πλέον πληρέστερη γνώση των πραγματικών περιστατικών, ο Παύλος ήταν περισσότερο πεισμένος από ποτέ για την αθωότητα τού Κανάλε για την κατηγορία τής αμέλειας ή άλλου εφαρμοστέου παραπτώματος. Επαναλάμβανε την έκκλησή του για απαλλαγή τού Κανάλε και έλπιζε αυτή τη φορά ότι θα υπήρχε ταχεία απάντηση στην επιστολή του.136 Οι προσπάθειές του ήσαν ανώφελες. Ο Κανάλε πέθανε στην εξορία τού Φριούλι.

Για τα δεδομένα τής εποχής του η τιμωρία τού Κανάλε δεν ήταν καθόλου αυστηρή. Ο Μωάμεθ Β’ πολλές φορές εκτελούσε τούς ακατάλληλους ή αποτυχημένους διοικητές. Όμως η Βενετία θα μπορούσε κάλλιστα να είχε υποκύψει στο σχολαστικό ενδιαφέρον τού Παύλου Β’ για τον Κανάλε, γιατί η ιταλική ειρήνη, για την οποία η Γερουσία έκανε εκκλήσεις επί ένα και περισσότερο χρόνο, είχε τελικά επιβεβαιωθεί. Όπως είχε γράψει ο Παύλος προς τον παπικό κυβερνήτη τής Μπολώνια στις 24 Δεκεμβρίου (1470), με τη χάρη τού Αγίου Πνεύματος στις 22 τού παρόντος μηνός … καταλήξαμε, ανανεώσαμε, ευλογήσαμε και θέσαμε σε ισχύ μια ένωση (λίγκα) όλων των δυνάμεων στην Ιταλία, εναποθέτοντας την ελπίδα μας στον Κύριο, ότι από αυτή τη συνομοσπονδία, ένωση, και λίγκα θα προέλθει μια εκστρατεία εναντίον [του Τούρκου] τού τερατώδους κοινού εχθρού τής χριστιανικής πίστης, έτσι ώστε να αντιμετωπιστεί αυτός ο μεγάλος κίνδυνος και η μεγάλη κρίση συνδυάζοντας τις δυνάμεις μας.137

Η ειρήνη τού Λόντι (τού 1454) είχε ήδη επανέλθει σε ισχύ, η λεγόμενη ιταλική λίγκα είχε αναβιώσει. Η είδηση έφτασε γρήγορα στη Βενετία. Ο Παύλος Β’ μιλούσε για εκστρατεία κατά των Τούρκων, αλλά οι Νικολό Κόκο και Φραντσέσκο Καπέλλο βρίσκονταν καθ’ οδόν προς Ισταμπούλ, για να κάνουν ειρήνη με την Πύλη, αν μπορούσαν. Η Γερουσία ενέκρινε νέες οδηγίες «προς τούς ομιλητές μας προς τον Τούρκο», που στέλνονταν ως συνήθως στο όνομα τού δόγη, λέγοντάς τους (στις 2 Ιανουαρίου 1471) ότι

… με επιστολές από τούς πρεσβευτές μας στην πόλη τής Ρώμης έχουμε ενημερωθεί ότι στις 22 τού περασμένου Δεκεμβρίου, με θεία βοήθεια, ανασυστάθηκε η γενική ένωση τής Ιταλίας τού πάπα Νικολάου Ε’ … και αναδιαμορφώθηκε, μεταξύ τού ανώτατου ποντίφηκα και όλων των άλλων ιταλικών δυνάμεων, μια εξέλιξη την οποία ποθούσαμε όλοι και η οποία είναι σίγουρα πολύ συμφέρουσα για τις υποθέσεις τής χριστιανοσύνης. Δεδομένου ότι, όπως βλέπετε, μετά την αναχώρησή σας [από τη Βενετία] τα πράγματα έχουν αλλάξει, είναι αναγκαίο για εμάς να καθυστερήσουμε για λίγο την εκτέλεση τής απόφασής μας [deliberatio] και συνεπώς επιθυμία δική μας και τής Γερουσίας και οδηγίες μας προς εσάς είναι ότι, αν κατά την παραλαβή τής παρούσας επιστολής δεν έχετε αναχωρήσει από την Κέρκυρα και δεν έχετε αρχίσει το ταξίδι σας προκειμένου να βρεθείτε ενώπιον τού άρχοντα Τούρκου, όπως πιστεύουμε ότι είναι λογικό να υποθέτουμε, πρέπει να σταματήσετε και να καθυστερήσετε την αναχώρησή σας μέχρι να σάς γράψουμε κάτι διαφορετικό.

Αν έχει φτάσει αγγελιοφόρος με άδεια ασφαλούς διέλευσης, τότε θα δικαιολογηθείτε, είτε ότι η καθυστερημένη άφιξη τής άδειας ασφαλούς διέλευσης σάς υποχρεώνει να γράψετε σε εμάς και να περιμένετε την απάντησή μας, είτε για δήθεν ασθένεια τού ενός από εσάς, είτε, τέλος, να ισχυριστείτε αμφιβολία για κάποιο άρθρο στην προαναφερθείσα άδεια ασφαλούς διέλευσης, εκφράζοντας την αμφιβολία σας με ευγενικό και διπλωματικό τρόπο. Όμως αν κατά τύχη έχετε ήδη φύγει από την Κέρκυρα, που σημαίνει ότι αυτή η επιστολή έχει φτάσει σε εσάς καθ’ οδόν, επιθυμούμε … όταν βρεθείτε ενώπιον τού Τούρκου άρχοντα, να προσπαθήσετε να διαπραγματευτείτε ειρήνη με την Εξοχότητά του με τις διατάξεις και τούς όρους που έχουμε συμπεριλάβει στην περιγραφή τής αποστολής σας, ότι δηλαδή ο καθένας μας πρέπει να διατηρήσει αυτά που κατέχει τώρα και να μην αποκτήσει τίποτε περισσότερο…

Αν όμως ο άρχοντας Τούρκος είναι απρόθυμος [να συμφωνήσει σε αυτό], να αναφέρετε τη δική μας θέση με τέτοιο τρόπο, ώστε να αποτρέψετε την εξοχότητά του από τη λήψη απόφασης, διατυπώνοντας πολύ προσεκτικά την ανάγκη να γράψετε σε εμάς. Με άλλους τρόπους και με τα κατάλληλα μέσα θα είστε σε θέση να μάθετε τις τελικές απαιτήσεις του, έτσι ώστε αυτές οι διαπραγματεύσεις για την ειρήνη να μην εγκαταλειφθούν εντελώς. Θα μάς κρατάτε ενήμερους με γρήγορο ταχυδρομείο.138

Υπήρχε κάποια αίσθηση στη Γερουσία ότι οι Κόκο και Καπέλλο έπρεπε να προχωρήσουν προς την Πύλη, ανεξάρτητα από το σημείο στο οποίο θα παραλάμβαναν την επιστολή, αλλά οι υποστηρικτές αυτής τής άποψης προφανώς δεν κατόρθωσαν να συγκεντρώσουν αρκετές ψήφους, ώστε να εξασφαλίσουν την υπερψήφισή της.139 Στις 22 Μαρτίου (1471) η Γερουσία ενημέρωνε τον Βεττόρε Σοράντσο, τον πρεσβευτή τους στη Νάπολη, ότι η Φλωρεντινοί είχαν ξαφνικά εγείρει εντελώς απρόσμενες αντιρρήσεις στην «υπογραφή τού κειμένου τής ανανέωσης τής γενικής ένωσης». Έτσι φαινόταν πιθανό ότι η ειρήνη στην Ιταλία θα έμπαινε σε κίνδυνο ακριβώς τη στιγμή, που ο Μωάμεθ Β’ συγκέντρωνε στην Ισταμπούλ όλους τούς διαθέσιμους πεζούς και ιππείς από τα Κάνινα και την Αυλώνα (Βαλόνα) τής Αλβανίας, πράγμα που αποτελούσε σίγουρο σημάδι (τουλάχιστον κατά τη γνώμη τής Γερουσίας), ότι τουρκική αρμάδα θα αναχωρούσε σύντομα από την Ισταμπούλ.140

Στο μεταξύ, αν και ο Παύλος Β’ έκανε ό,τι καλύτερο μπορούσε για να βοηθήσει τούς Ενετούς, εκείνοι νόμιζαν ότι ήταν σε θέση να κάνει μεγαλύτερες οικονομικές προσπάθειες για λογαριασμό τους. Παρ’ όλα αυτά ο Παύλος έκανε κάτι. Στις 18 Ιανουαρίου 1471 έγραψε στον Ελιά ντε Μπουρντέιγ, τον αρχιεπίσκοπο τής Τουρ, ότι η επιστολή τού τελευταίου στις 17 Οκτωβρίου τού προηγούμενου έτους ήταν πάρα πολύ ενθαρρυντική, αφού αναφερόταν εξ ολοκλήρου «στην καταστολή τής λύσσας και τής ερεθισμένης τρέλλας των Τούρκων» (circa reprimendam rabiem ac vexonias furias Turchorum). Ο Παύλος, μαθαίνοντας την είδηση τής καταστροφής τού Νεγκροπόντε, είχε περιγράψει τη συνακόλουθη φρίκη του και είχε υπογραμμίσει τούς φόβους του για το μέλλον στον σεβάσμιο αδελφό του τής Τουρ και σε άλλα μέλη τής αρχιεπισκοπής. Με τη σειρά του ο Ελιά είχε προφανώς οργανώσει λιτανείες για να επικαλεστεί το έλεος τού Παντοδύναμου και για να παρακινήσει τον Λουδοβίκο ΙΑ’ να πάρει μέτρα εναντίον τού Τούρκου δράκου για τη σωτηρία τής χριστιανοσύνης. Μάλιστα ο Ελιά είχε κάνει άμεση και δημόσια έκκληση προς τη Μεγαλειότητά του ενώπιον διακεκριμένης συγκέντρωσης, η οποία περιλάμβανε τον εξομολογητή τού βασιλιά Ζαν Μποσάρ, επίσκοπο τής Αβράνς, ενώ ο Λουδοβίκος είχε μάλιστα προτείνει (όπως έγραφε ο Ελιά στις 17 Οκτωβρίου), να πάρει τα όπλα «για την υπεράσπιση και σωτηρία τού χριστιανικού λαού» (pro defensione ac salute populi Christiani). Τίποτε περισσότερο δεν ήθελε από τη βασιλική του μεγαλειότητα, έγραφε τώρα ο Παύλος, από το να αναλάβει σταυροφορία που θα τού πρόσφερε αθάνατη αξία στον ουρανό και διαρκή δόξα στη γη. Ο Παύλος ήθελε από τον Ελιά να συνεχίσει να πιέζει τον Λουδοβίκο ΙΑ’ να αναλάβει την ιερή επιχείρηση, ενώ δήλωνε ότι ήταν ο ίδιος πρόθυμος (με τις συνήθεις λέξεις) να χύσει το αίμα του και να δώσει τη δική του ζωή «αν ήταν αναγκαίο», αλλά δυστυχώς «το τουρκικό τέρας μεγαλώνει από ώρα σε ώρα μπροστά στα μάτια μας…».141

Οι Ενετοί εύρισκαν συνολικά ανεπαρκείς τις προσπάθειες τού Παύλου Β’ για την κήρυξη πολέμου εναντίον τού Μωάμεθ Β’ και τις οικονομικές του προβλέψεις ανάξιες για εκπρόσωπο τού Χριστού, ο οποίος τούς φαινόταν να εγκαταλείπει τη χριστιανική υπόθεση και να εκθέτει το ποίμνιό του στον κίνδυνο τού λύκου που πλησίαζε.142 Ο Παύλος και οι συμπατριώτες του είχαν την ίδια εμπορική νοοτροπία. Ενώ εκείνοι θρηνούσαν για τις ζημιές που υφίσταντο από τον πόλεμο με τούς Τούρκους, ο ίδιος θρηνούσε για τη δαπάνη των πόρων του στον πόλεμο. Η Γερουσία προσπαθούσε με ατέρμονες επαναλήψεις να πείσει τον Παύλο, ότι ο σουλτάνος αποτελούσε απερίγραπτο κίνδυνο για την Ιταλία και τη χριστιανοσύνη και ότι αν η Βενετία δεν έπαιρνε σύντομα μεγάλη βοήθεια από την Αγία Έδρα και τις άλλες ιταλικές δυνάμεις, πιθανώς δεν θα μπορούσε να αντέξει μόνη της στον άνισο αγώνα.143 Μάλιστα η Γερουσία ήθελε τώρα, ως ελάχιστο από τον πάπα, την άμεση επιχορήγηση με 50.000 δουκάτα χωρίς περιορισμούς και, επιπλέον, όλα τα έσοδα που περιέρχονταν στην Αγία Έδρα από τα ορυχεία στυπτηρίας στην Τόλφα. Αν και αντί να περιμένουν για τα έσοδα από την πώληση τής στυπτηρίας, θα προτιμούσαν συγκεκριμένο χρηματικό ποσό, «το οποίο θα ήταν καλύτερο για εμάς ως πιο βέβαιο και γρήγορο και μάλιστα παρόλο που ολόκληρο αυτό το ποσό [τα 50.000 δουκάτα συν τα έσοδα από την πώληση τής στυπτηρίας] δεν είναι αυτό που απαιτεί το μέγεθος τού προβλήματος, όπως έχουμε επανειλημμένα δηλώσει, αλλά παρ’ όλα αυτά είναι φρόνιμο να θέλουμε τα πράγματα που μπορούμε [να πάρουμε], αφού δεν μπορούμε [να πάρουμε] τα πράγματα που θέλουμε…».144 Μάλιστα ο Παύλος είχε ήδη κάνει τη ζητηθείσα «δωρεά στυπτηρίας» (aluminum donatio), αλλά υπήρχε τόση διαφωνία ως προς την τιμή και τον τρόπο πώλησης, που η επιδότηση λίγο καλό απέδιδε στους Ενετούς και τα παράπονα και οι διαμαρτυρίες τους συνεχίζονταν.145

Κατά τη διάρκεια τού 1470-1471 ο Παύλος Β’ είχε την ευκαιρία περισσότερες από μία φορά να υπενθυμίσει στον Κάρολο τον Τολμηρό τής Βουργουνδίας την παπική απόδοση στη σταυροφορία των κερδών από τα ορυχεία στυπτηρίας στην Τόλφα. Μολονότι ο Κάρολος είχε προχωρήσει σε συμφωνία με τον πάπα (στις 5 Μαΐου 1468) ότι στις κτήσεις του θα επιτρεπόταν μόνο στυπτηρία που ανήκε στην Αγία Έδρα, είχαν περάσει δύο χρόνια από τότε που είχε αναλάβει τη δέσμευση αυτή. Τώρα φαινόταν να υπάρχει περαιτέρω αναβολή, πριν μπορέσει η παπική στυπτηρία να πωληθεί στο δουκάτο τής Βουργουνδίας και στις εξαρτήσεις του στην καθορισμένη τιμή της. Ο Παύλος φοβόταν ότι μια τέτοια καθυστέρηση θα ήταν επιζήμια για τη σχεδιαζόμενη σταυροφορία.146 Στη Φλάνδρα υπήρχε μικρότερο ενδιαφέρον για τη σταυροφορία απ’ ό,τι στην Ιταλία.

Οι Σκωτσέζοι επίσκοποι, όντας ακόμη πιο μακριά από την τουρκική απειλή, προφανώς έδειχναν λίγο ενθουσιασμό για τη σταυροφορία και απέφευγαν το κόστος. Τον Ιανουάριο (1471) αριθμός από αυτούς είχε απειληθεί με αφορισμό λόγω τής αποτυχίας του να διαβιβάσει στο παπικό ταμείο (Κάμερα Αποστόλικα) «ορισμένα χρηματικά ποσά», τα οποία είχαν συλλεχθεί σύμφωνα με τη σταυροφορική βούλλα τού Πίου Β’. Ο Παύλος απαιτούσε την άμεση εξόφληση των χρεών τού επισκόπου προς το παπικό ταμείο, «γιατί η πίστη μας βρίσκεται σε πολύ τρομερό κίνδυνο».147 Στην Ανατολική Μεσόγειο αισθάνονταν τον κίνδυνο. Μετά την τουρκική κατάληψη και λεηλασία τού Νεγκροπόντε ο φόβος είχε εισέλθει σε κάθε χριστιανικό σπίτι στο Αιγαίο, φτάνοντας και στο παλάτι τού μεγάλου μάγιστρου και στα πανδοχεία των Ιπποτών στη Ρόδο. Μια επιστολή τού Παύλου Β’ προς τον μεγάλο μάγιστρο Τζιοβάννι Μπαττίστα Ορσίνι και το Μοναστήρι των Ιωαννιτών στις 20 Ιανουαρίου (1471) μάς δίνει γεύση των συνθηκών στο νησί:

Λάβαμε την επιστολή σας … και κατανοήσαμε αρκετά ευκρινώς ότι έχετε αμφιβολίες και φόβους για την πόλη τής Ρόδου, λόγω τής δύναμης και τής αυξανόμενης ορμής των τρομερών Τούρκων. Ασφαλώς πρέπει να φοβόμαστε, αλλά όχι έτσι ώστε να σταματήσουμε την αναζήτηση βοήθειας και μέτρων αποκατάστασης. Καθόλου. Πρέπει να προχωρήσουμε με μεγαλύτερη προσοχή και ταχύτητα. Μην απογοητεύεστε [nolite vobis ipsis deesse], αλλά πάρτε θάρρος. Σχεδιάζουμε, μαζί με τις ιταλικές και άλλες χριστιανικές δυνάμεις, να πάρουμε τέτοια μέτρα … που θα αναχαιτίσουν τη μεγάλη επίθεση [που φοβάστε]. Θα βοηθάμε πάντα αυτή την πόλη, την οποία αγαπάμε όσο και τη δική μας, στον μέγιστο βαθμό των δυνατοτήτων μας. Αλλά επειδή καταλαβαίνουμε ότι οι πύργοι τού [Φρουρίου του] Αγίου Νικολάου, τού λιμανιού και τού μώλου δεν φυλάσσονται τόσο καλά και επιμελώς όπως θα έπρεπε, και επίσης ότι η πόλη δεν είναι καλά οχυρωμένη κατά μήκος των τάφρων, θα θέλαμε να σάς προειδοποιήσουμε να πάρετε κάθε προληπτικό μέτρο κατά τής αμέλειας και τής έλλειψης ενδιαφέροντος για το ζήτημα αυτό…

Ο Παύλος διέταζε να τεθούν οι πύργοι κάτω από άγρυπνο σύστημα παρακολούθησης και φρούρησης, «υπό ημερήσια και νυχτερινή επιτήρηση» (sub diurna ac nocturna custodia) και να συγκεντρωθούν αποθέματα πυρομαχικών για περίπτωση έκτακτης ανάγκης. Έπρεπε να ενισχυθούν οι οχυρώσεις κατά μήκος των τάφρων «και να μην υπάρχει καθυστέρηση, αλλά σπουδή!»148

Οι οχυρώσεις τής Ρόδου θα ενισχύονταν από τον διάσημο διάδοχο τού Ορσίνι, τον Πιέρ ντ’ Ωμπουσσόν και θα ήσαν απαραίτητες, αλλά οι Ιππότες είχαν ακόμη μια δεκαετία για να προετοιμαστούν για τη μεγάλη επίθεση, που ήδη φαινόταν αναπόφευκτη. Στο μεταξύ ο Παύλος Β’ συνέχιζε να γράφει επιστολές ελπιδοφόρας διαβεβαίωσης σε όποιον βρισκόταν σε σύγκρουση με τούς Τούρκους. Για παράδειγμα στις 10 Φεβρουαρίου (1471) ενθάρρυνε τον Αλβανό οπλαρχηγό Ιωάννη Μπαλίσκι να συνεχίσει την αντίστασή τού στον άπιστο δυνάστη και την αφοσίωσή του στη χριστιανική πίστη. Ο Ιωάννης δεν έπρεπε να αποθαρρύνεται στην αντίθεσή του με τον σουλτάνο από την εγγύτητα των Τούρκων προς την πατρίδα του. Έπρεπε να ελπίζει, να αναμένει μάλιστα, ότι ο Θεός δεν θα επέτρεπε στη χριστιανοσύνη να ζήσει για πολύ ακόμη «μέσα σε αυτή τη δίωξη, τη θλίψη και τον φόβο, αλλά [ότι] θα μάς ελευθερώσει σύντομα από τα νύχια αυτού τού δράκου, θα τον συντρίψει και θα τον κατατροπώσει με τη δύναμή Του». Μια συμμαχία είχε συσταθεί σε όλη την Ιταλία (universalis liga Italie), προκειμένου να οργανωθεί εκστρατεία κατά τού «άπιστου σκύλου» Μωάμεθ. Δεν υπήρχε ανάγκη να υποκύψει ο Ιωάννης στους τουρκικούς δελεασμούς ή να φοβάται. Στη σταθερότητα θα εύρισκε τη σωτηρία καθώς και την ασφάλεια.149

Δεδομένου ότι στις 28 Φεβρουαρίου 1471, από όσα γνώριζαν στη Βενετία, η τουρκική άδεια ασφαλούς διέλευσης για τούς Κόκο και Καπέλλο δεν είχε φθάσει ακόμη στην Κέρκυρα, την 1η Μαρτίου η Γερουσία έγραψε στους δύο απεσταλμένους να επιστρέψουν στην πατρίδα τους, γιατί θα ήταν ανάρμοστο για την αξιοπρέπεια τής Δημοκρατίας να περιμένουν αυτοί κι άλλο.150 Αφού τώρα φαινόταν απίθανη η επίτευξη τής μικρής πιθανότητας αποφυγής τού πολέμου μέσω διαπραγματεύσεων, η Γερουσία ενδιαφέρθηκε πολύ για την άφιξη μιας δεύτερης πρεσβείας από τον Ουζούν Χασάν, τού οποίου ο απεσταλμένος ανέπτυξε με πολλά λόγια τη δύναμη και την επιθυμία τού κυρίου του να προχωρήσει εναντίον των Τούρκων , στην οποία ευγενή επιχείρηση, όπως ήταν αυτονόητο, έλαβε την ενθουσιώδη ενθάρρυνση τής Γερουσίας.151 Όμως λίγο πριν από τις 11 Μαρτίου ήρθε η είδηση από την Κέρκυρα ότι η τουρκική άδεια ασφαλούς διέλευσης είχε φτάσει τελικά και ότι οι Κόκο και Καπέλλο είχαν ξεκινήσει για την Πύλη. Όμως οι Ενετοί απεσταλμένοι στη Ρώμη και τη Νάπολη πήραν οδηγία να ενημερώσουν τον πάπα και τον βασιλιά Φερράντε, ότι η Γερουσία επρόκειτο να συνεχίσει με ζήλο και επαγρύπνηση την οργάνωση τού ενετικού στόλου για εκστρατεία κατά των Τούρκων,152 των οποίων οι προετοιμασίες για νέα επίθεση κατά των χριστιανικών φρουρίων στην Ανατολή βρίσκονταν στο στάδιο τής ολοκλήρωσης.153

Τα σύννεφα που συγκεντρώνονταν δεν απέκλειαν κάθε ελπίδα για λιακάδα. Ο Παύλος Β’ ήθελε να πιστεύει ότι κάτι σημαντικό μπορούσε να προκύψει ακόμη και από την προσωπική συμμετοχή τού αυτοκράτορα Φρειδερίκου στη δίαιτα που συγκαλούσε στο Ρέγκενσμπουργκ τη μέρα τής γιορτής τού Αγίου Γεωργίου (23 Απριλίου 1471). Ο Φρειδερίκος θα μπορούσε να κινηθεί ο ίδιος, γιατί οι Τούρκοι δεν λυπούνταν τα δικά του κληρονομικά εδάφη.154 Μάλιστα στις αρχές Ιουνίου ήρθε η είδηση ότι ο Μωάμεθ Β’ είχε εισβάλει σε εδάφη τού Φρειδερίκου, με «πολύ μεγάλη καταστροφή στη χώρα τού αυτοκράτορα» (vastation grandissime nel paixe de lo imperador). Η ενετική κυβέρνηση έστελνε εσπευσμένα δυνάμεις από την περιοχή τής Βιτσέντσα προς τα σύνορα τού Φριούλι και τής Ιστρίας, «για να αντιμετωπίσουν τούς εν λόγω Τούρκους αν προέλαυναν πιο πέρα».155 Τον Σεπτέμβριο η Γερουσία ανακάλεσε τον Νικολό Κόκο από την Ισταμπούλ, όπου ο Καπέλλο είχε πεθάνει, γιατί οι όροι τού σουλτάνου ήσαν πέρα από την τιμή που ήταν διατεθειμένη να πληρώσει η Δημοκρατία για την ειρήνη.156

Θρηνώντας την «παρεξήγηση» που είχε προκύψει μεταξύ Βενετίας και Πύλης κατά τη διάρκεια τής αποστολής τού Κόκο, η Γερουσία ήθελε να συνεχιστεί η προσπάθεια να γίνει ειρήνη με τούς Τούρκους, στέλνοντας άλλο πρεσβευτή στην Ισταμπούλ.157 Επιλέχτηκε για την αποστολή αυτή ο γραμματέας Μάρκο Αουρέλιο.158 Στις 21 Απριλίου (1472) η Γερουσία κατέληξε στο συμπέρασμα, ύστερα από εβδομάδες αναποφασιστικότητας, ότι ο Αουρέλιο έπρεπε να προχωρήσει προς Κέρκυρα και να περιμένει περαιτέρω εντολές. Θα πήγαινε μαζί του κάποιος Θεόδωρος, απεσταλμένος τής Tουρκο-Σέρβας πριγκήπισσας Μάρας και τής κόμισσας τού Τσίλλι. Πήγαν και οι δύο στην Κέρκυρα, αλλά οι οδηγίες προς τον Αουρέλιο και η αναχώρησή του για την Ισταμπούλ καθυστερούσαν όσο η Γερουσία περίμενε για νέα από την επίθεση τού Ουζούν Χασάν εναντίον τού Μωάμεθ Β’, στην οποία θα επανέλθουμε στο επόμενο κεφάλαιο. Επιτράπηκε τελικά στον Νικολό Κόκο να γυρίσει στην πατρίδα από την Κέρκυρα, όπου είχε διαταχθεί να παραμείνει επιστρέφοντας από την Ισταμπούλ, ώστε να μπορέσει να δώσει στον Αουρέλιο οποιαδήποτε χρήσιμη πληροφορία είχε αποκτήσει στον Βόσπορο.159

Στις 31 Αυγούστου 1472 η Γερουσία ψήφισε τελικά ότι δεν έπρεπε να χαθεί περισσότερος χρόνος για τη διατύπωση τής αποστολής τού Αουρέλιο, έτσι ώστε, όταν θα έφτανε η τουρκική άδεια ασφαλούς διέλευσής του, να μπορούσε να ξεκινήσει για την Πύλη. Το ζήτημα θα αποφασιζόταν την επόμενη μέρα, αλλά όποιοι όροι κι αν εγκρίθηκαν τελικά από τη Γερουσία αυτοί δεν έχουν καταγραφεί στα Μυστικά Αρχεία της (Senatus Secreta).160 Όμως το γεγονός αυτό δεν χρειάζεται να μάς απασχολεί αδικαιολόγητα, επειδή στις 12 Δεκεμβρίου ο Αουρέλιο ανακλήθηκε στη Βενετία από την Κέρκυρα «λόγω μεγάλης αλλαγής των γεγονότων» (ob rerum maximam factum mutationem),161 αφού δεν υπήρχε λόγος για αποστολή στην Ισταμπούλ, επειδή ο Μωάμεθ ετοιμαζόταν για μεγάλη επίθεση κατά τού Ουζούν Χασάν, στον οποίο η Γερουσία είχε στείλει ως απεσταλμένο τον ατρόμητο Κατερίνο Ζένο και για τον οποίο προσπαθούσαν έντονα να συγκεντρώσουν βοήθεια, ρυθμίζοντας ώστε ένας χριστιανικός στόλος να χτυπούσε τούς Τούρκους από τα δυτικά, καθώς ο Ουζούν Χασάν θα τούς επιτίθετο από τα ανατολικά. Τα αρχεία τής Γερουσίας δείχνουν ότι με δεδομένες τις εμπλεκόμενες αποστάσεις και τις δυσκολίες επικοινωνίας οι Ενετοί έκαναν ό,τι μπορούσαν για να βοηθήσουν τον Ουζούν Χασάν σε μία από τις μεγαλύτερες στρατιωτικές επιχειρήσεις τής εποχής.162

Tώρα πια δεν υπήρχε o πάπας Παύλος Β’. Αφού προέδρευσε σε εξάωρο εκκλησιαστικό συμβούλιο και στη συνέχεια απόλαυσε τρία πεπόνια στο δείπνο, πέθανε κατά τη διάρκεια τής νύχτας τής 26ης Ιουλίου 1471,163 ευρισκόμενος φαινομενικά στην καλύτερη κατάσταση τής υγείας του. Έξι μήνες πριν από το απρόσμενο τέλος του, ύστερα από διαβούλευση με την επιτροπή των καρδιναλίων, η οποία είχε την ευθύνη των κονδυλίων για την προώθηση τής σταυροφορίας (συναντήθηκαν στο σπίτι τού Βησσαρίωνα), ο Παύλος είχε υποσχεθεί το ένα τέταρτο των εσόδων του στον πόλεμο κατά των Τούρκων, τα οποία (έλεγε) ανέρχονταν σε 50.000 δουκάτα ετησίως. Αυτό το γνωρίζουμε από επιστολή τής 17ης Ιανουαρίου (1471), την οποία ο καρδινάλιος Φραντσέσκο Γκονζάγκα έστειλε στον πατέρα του, τον μαρκήσιο Λοντοβίκο Β’ τής Μάντουα. Εκτός από τα έσοδα από το παπικό μονοπώλιο στυπτηρίας (την “cruciata“), το οποίο είχε ήδη παραχωρηθεί στη σταυροφορία, ο πάπας υποστήριζε ότι τα συνολικά του έσοδα δεν ξεπερνούσαν τα 200.000 δουκάτα και ως απόδειξη τής καλής του πίστης είχε προτείνει να ανοίξει στους πρεσβευτές των ιταλικών κρατών τα παπικά λογιστικά βιβλία, τόσο τα δικά του όσο και των προκατόχων του. Όμως η προσφορά αυτή δεν ικανοποιούσε το διπλωματικό σώμα, ιδιαίτερα τούς Ενετούς, οι οποίοι πίστευαν ότι ο πάπας έπρεπε να πουλήσει όλα τα κοσμήματά του και να αφιερώσει όλα τα εισοδήματά του στη σταυροφορία, κρατώντας μόνο εκείνα που θα αρκούσαν για απλή επιβίωση. Οι σκληρά πιεζόμενοι Ενετοί ζητούσαν επίσης να διαθέσουν οι καρδινάλιοι τα μισά τους έσοδα στον πόλεμο κατά τής Πύλης. Πίστευαν «ότι η Αγιότητά του πρέπει να προσδιορίσει πόσες γαλέρες προτίθεται να διατηρήσει για την επιχείρηση, λέγοντας ότι δεν ήθελαν αυτή την προσφορά χρημάτων, ούτε το ένα τέταρτο [του παπικού εισοδήματος]. Επειδή είχε περάσει η ώρα, το θέμα αναβλήθηκε για άλλο εκκλησιαστικό συμβούλιο…»164

Όμως η αποχώρηση τού Παύλου από την ταραγμένη σκηνή συνεπαγόταν την εκλογή νέου πάπα. Νέα σχέδια έπρεπε να γίνουν, νέες δεσμεύσεις να εξασφαλιστούν από την Αγία Έδρα. Χωρίς αμφιβολία ο Παύλος είχε τη σταυροφορία στην καρδιά του από τις πρώτες εβδομάδες τής παπικής του θητείας. Είχε δει τούς Τούρκους να επιφέρουν σκληρότερα χτυπήματα σε λατινικά εδάφη, απ’ ό,τι είχε δει ο προκάτοχός του. Παρ’ όλα αυτά, είχε επιμείνει ότι το μόνο που μπορούσε να δώσει στον γενναίο Σκεντέρμπεη ήταν επιδότηση πέντε χιλιάδων δουκάτων, ενώ ακόμη και αυτό το ποσό δεν θα ερχόταν ολόκληρο. Η πτώση τού Νεγκροπόντε τού είχε κάνει βαθιά εντύπωση, όπως σε όλους τούς συγχρόνους του, αλλά πεθαίνοντας άφησε θησαυρό από μαργαριτάρια, κοσμήματα, χρυσό, ασήμι, πολύτιμα στολίδια και αρχαία νομίσματα, την αξία των οποίων ο Μιλανέζος απεσταλμένος στο Βατικανό εκτιμούσε σε ένα περίπου εκατομμύριο δουκάτα. Ο Παύλος είχε δηλώσει ο ίδιος σε εκκλησιαστικό συμβούλιο, που είχε συνεδριάσει όχι πολύ πριν από τον θάνατό του, ότι θα δαπανούσε μισό εκατομμύριο δουκάτα για τη σταυροφορία, αν οι ηγεμόνες τής Ευρώπης πήγαιναν μαζί σε εκστρατεία κατά των Τούρκων,165 αλλά ήξερε καλά ότι δεν θα πήγαιναν.

Η Βενετία ήθελε να διαδεχθεί τον Παύλο Β’ ο Έλληνας καρδινάλιος Βησσαρίων. Την 1η Αυγούστου (1471), την ίδια μέρα που έφτασε στη λιμνοθάλασσα η είδηση τού θανάτου τού Παύλου, η Γερουσία έγραφε στον Αλβίζε Ντονάτο, στον πρεσβευτή τους στην αυλή τού Φεντερίγκο ντα Μοντεφέλτρο τού Ουρμπίνο, εκφράζοντας την τεράστια εκτίμησή τους για τον Φεντερίγκο και ζητώντας τη βοήθειά του για να επιτευχθεί η εκλογή τού Έλληνα καρδινάλιου,166 ο οποίος είχε σχεδόν ανέβει στον θρόνο τού Αγίου Πέτρου το 1455. Ο Βησσαρίων ήταν, όπως όλοι γνώριζαν, ο πιο έντονα αντι-Τούρκος από τα μέλη τού Ιερού Κολλεγίου.

<-8. Ο Πίος Β', η σταυροφορία και ο Ενετικός πόλεμος κατά των Τούρκων 10. Ο Σίξτος Δ’ και η τουρκική κατάληψη τού Οτράντο (1471-1480)->
error: Content is protected !!
Scroll to Top