<-7. Ο Πίος Β’, η διάσκεψη τής Μάντουα και η τουρκική κατάκτηση τού Μοριά (1458-1461) | 9. Ο Παύλος Β’, η Βενετία και η πτώση τού Νεγκροπόντε (1464-1471)-> |
8
Ο Πίος Β’, η σταυροφορία και ο Ενετικός πόλεμος κατά των Τούρκων
![]() |
![]() |
Αν και περισσότερα από ένα χωρία των Απομνημονευμάτων τού πάπα Πίου Β’ έχουν γραφεί με πονηριά, δεν μπορεί να υπάρχει η παραμικρή αμφιβολία για την πραγματική και μάλιστα επιτακτική αφοσίωσή του στη σταυροφορία. Όμως τα προβλήματα που είχε να αντιμετωπίσει φαίνονταν ανυπέρβλητα. Υπήρχαν αρκετές δυσκολίες στην Ιταλία, όπου εκτός από τα τέσσερα σημαντικά κράτη τού Μιλάνου, τής Βενετίας, τής Φλωρεντίας και τής Νάπολης υπήρχαν πολυάριθμοι μικρότεροι κύριοι (σινιόρι) και ηγεμονίες (σινιορίε), που ενδιαφέρονταν πολύ για την ανεξαρτησία τους. Τα περισσότερα από τα ιταλικά κράτη, μικρά και μεγάλα, έτρεφαν δικαιολογημένες υποψίες το ένα για το άλλο. Προστατεύονταν από τούς αντιπάλους και τούς γείτονές τους μέσω πολύπλοκης και πολλές φορές ακατανόητης διπλωματίας ισοζυγίου δυνάμεων, στην οποία ο Πίος εμπλεκόταν αναγκαστικά όσο και καθένας από τούς διάφορους ηγεμόνες. Όμως ο μεγαλύτερος από μόνος του κίνδυνος που αντιμετώπιζε ο παπισμός, ήταν η πιθανότητα βίαιας γαλλικής επανεισόδου στη χερσόνησο για την εκδίωξη τού Φερράντε από τη Νάπολη και την επανεγκαθίδρυση τού παλαιού Ανδεγαυού βασιλείου τής «Σικελίας».
Κάθε πολιτικό γεγονός ή στρατιωτικό επεισόδιο που συνέβαινε στην Ιταλία και ήταν αρκούντως σημαντικό για να αποσπάσει την προσοχή τού πάπα από τη σταυροφορία, είχε τις επιπτώσεις του στη χριστιανική άμυνα εναντίον των Τούρκων. Ο Τζιοβάννι Αντόνιο ντελ Μπάλτσο Ορσίνι, πρίγκηπας τού Τάραντα, είχε καταλήξει να τρέφει τόση εχθρότητα εναντίον τού βασιλιά Φερράντε τής Νάπολης, ώστε εργαζόταν έντονα για την αντικατάσταση τού τελευταίου από τον Ανδεγαυό διεκδικητή τού ναπολιτάνικου θρόνου. Αριθμός (Ιταλικών) φεουδαρχικών οικογενειών στο βασίλειο, ενθυμούμενος τώρα το πρώην γαλλικό καθεστώς σχεδόν με νοσταλγία, δεν είχε ποτέ αντιμετωπίσει πολύ φιλικά την κυριαρχία των Καταλανών. Αλλά ένας νότιος ιταλικός πόλεμος ήταν κάτι που ο Πίος Β’ δεν ήθελε και στις 3 Φεβρουαρίου 1459 έγραφε στον πρίγκηπα Τζιοβάννι τού Τάραντα, ζητώντας του να λύσει ειρηνικά τις διαφορές του με τον βασιλιά Φερράντε.1 Στις 27 Φεβρουαρίου ο Πίος ενημέρωνε τον δούκα τού Μιλάνου Φραντσέσκο Σφόρτσα ότι έπαιρνε ειδήσεις καθημερινά από τον παπικό λεγάτο στο βασίλειο τής Νάπολης, ότι οι σχέσεις μεταξύ Φερράντε και πρίγκηπα Τάραντα επιδεινώνονταν συνεχώς και ότι πίστευε ότι ο πόλεμος ήταν επικείμενος.2 Αυτή ήταν η δυσμενέστερη εξέλιξη, γιατί ο Πίος προσπαθούσε τότε να εξασφαλίσει δυνάμεις για να υπηρετήσουν κατά των Τούρκων.3 Δεν χρειάζεται να σταματήσουμε εδώ για να εξετάσουμε τα πολλά παπικά σημειώματα που αναφέρονταν στις δυσκολίες τού Φερράντε στον νότο με τον πρίγκηπα τού Τάραντα και την παράταξη των Ανδεγαυών.4 Παρά τις προσπάθειες και παραινέσεις τού Πίου ο πόλεμος ξέσπασε. Αποδείχθηκε μακροχρόνιος αγώνας (1459-1464), που εμπόδιζε μέχρι το τέλος τής παπικής του θητείας τις προσπάθειές του να οργανώσει σταυροφορία. Η υποστήριξή του, καθώς και εκείνη τού Φραντσέσκο Σφόρτσα (η Φλωρεντία και η Βενετία παρέμειναν ουδέτερες), διασφάλισε στον Φερράντε τον θρόνο του. Ο Σκεντέρμπεης, πάντοτε πιστός υπηρέτης τού καταλανικού βασιλικού οίκου τής Νάπολης, έστειλε αλβανική δύναμη ιππικού στη νότια Ιταλία τον Σεπτέμβριο τού 1460.5 Στις 10 Οκτωβρίου ο πρίγκηπας Τζιοβάννι τού Τάραντα έστειλε επιστολή διαμαρτυρίας στον Σκεντέρμπεη, τού οποίου την ενδιαφέρουσα απάντηση είχαμε ήδη την ευκαιρία να σημειώσουμε.6
Στις αρχές Σεπτεμβρίου τού επόμενου έτους (1461) ο ίδιος ο Σκεντέρμπεης διέσχισε την Αδριατική φτάνοντας στην Απουλία.7 Λεγόταν ότι τη δύναμή του αποτελούσαν περίπου χίλιοι ιππείς και δύο χιλιάδες πεζοί. Υπηρέτησε πέντε πλήρεις μήνες στην Ιταλία απέναντι στον αρχηγό μισθοφόρων (κοντοττιέρε) Τζάκοπο Πιτσινίνο, φόβητρο τού Πίου Β’, στον πρίγκηπα τού Τάραντα και στον Ιωάννη Ανδεγαυό, σώζοντας μάλιστα το ναπολιτάνικο βασίλειο για λογαριασμό τού Φερράντε. Στις αρχές Φεβρουαρίου 1462 ανακλήθηκε στην Αλβανία καθώς πλησίαζαν οι Τούρκοι.8
Κατά τη διάρκεια τού νότιου ιταλικού πολέμου οι Γάλλοι έκαναν διάφορες προσπάθειες για να βοηθήσουν τούς Ανδεγαυούς και περισσότερες από μία χειρονομίες προς τον πάπα. Στις 27 Νοεμβρίου 1461, σε συνεδρίαση τού βασιλικού συμβουλίου στην Τουρ, ο νέος βασιλιάς τής Γαλλίας Λουδοβίκος ΙΑ’ κατάργησε την Πραγματιστική Κύρωση τής Μπουρζ (Pragmatic Sanction of Bourges), αποκαθιστώντας έτσι φαινομενικά την γαλλική υπακοή στην Αγία Έδρα, σε προσπάθεια να κερδίσει τον Πίο, ώστε να στηρίξει αυτός τις διεκδικήσεις των Ανδεγαυών στη Νάπολη (ή τουλάχιστον να τον κρατήσει σε ουδετερότητα, όταν ο Λουδοβίκος θα προωθούσε αυτές τις διεκδικήσεις με τη δύναμη των όπλων).9 Λίγους μήνες αργότερα ο Λουδοβίκος έκανε κι άλλη προσφορά για παπική συναίνεση στα γαλλικά σχέδια για τη Νάπολη. Τον Μάρτιο τού 1462 Γάλλοι απεσταλμένοι στην Αγία Έδρα ανακοίνωσαν επίσημα σε δημόσιο εκκλησιαστικό συμβούλιο, τού οποίου προέδρευε ο πάπας, ότι ο Λουδοβίκος ΙΑ’ «θα έστελνε στην Ελλάδα εναντίον των Τούρκων σαράντα χιλιάδες ιππείς και τριάντα χιλιάδες τοξότες, δύναμη που θα μπορούσε εύκολα να εκδιώξει τον Μωάμεθ από την Ευρώπη και να ανακτήσει για δεύτερη φορά τη Συρία και τον ιερότατο Πανάγιο Τάφο τού Χριστού», υπό την προϋπόθεση ότι το βασίλειο τής Νάπολης θα επιστρεφόταν στον οίκο των Ανδεγαυών και η Γένουα θα επέστρεφε στη γαλλική κυριαρχία. Όμως ο Πίος καταλάβαινε την ανειλικρίνεια όταν την έβλεπε και στην απάντησή του προς τούς απεσταλμένους «αναφέρθηκε όσο πιο συνοπτικά μπορούσε στη χιμαιρική, φαντασιώδη και ανούσια προσφορά εβδομήντα χιλιάδων μαχητών, ώστε να φαίνεται ότι δεν έπαιρνε σοβαρά τις ανοησίες».10
Η αποτυχία τής Διάσκεψης τής Μάντουας ήταν αποθαρρυντική, όπως και οι υποθέσεις τής Νάπολης. Οι Τούρκοι είχαν καταλάβει την Τραπεζούντα στα τέλη τού καλοκαιριού τού 1461, όπως θα δούμε, επιφέροντας το τελευταίο πλήγμα στην ελληνική Ορθοδοξία. Όμως λόγω τής γνωστής περιέργειας τού Μωάμεθ Β’ για το χριστιανικό δόγμα, περισσότεροι από έναν δυτικοί είχαν σκεφτεί ότι θα μπορούσε ενδεχομένως να προσηλυτιστεί στην πραγματική πίστη. Ο Πίος, ακολουθώντας τα βήματα τού Ραμόν Λουλ, τού Ιωάννη τής Σεγκόβια, τού Νικολάου τής Κούζα και ιδιαίτερα τού Χουάν ντε Τορκερμάδα, πίστεψε για λίγο ότι αντιμετωπίζοντας το Ισλάμ η προσφυγή στον λόγο θα ήταν προτιμότερη από τη χρησιμοποίηση των όπλων. Κατά τη διάρκεια μιας περιόδου σχεδόν ανεξήγητης φαντασίας και παραλογισμού, προφανώς στα τέλη τού έτους 1461, έγραψε τη μακροσκελή του «Επιστολή προς τον Μεχμέτ» (Epistola ad Mahumetem). Φαίνεται πράγματι να είχε σκεφτεί ότι ο Μεχμέτ θα μπορούσε να προσηλυτιστεί, μόνο αν μπορούσε να καταλάβει ότι ο Χριστός ήταν ο λυτρωτής. Ο συνεχής πόλεμος με τη χριστιανική Ευρώπη θα οδηγούσε τούς Τούρκους στην καταστροφή. Για ογδόντα χρόνια πολεμούσαν τούς Ούγγρους και ποτέ δεν είχαν μπορέσει να περάσουν πιο πέρα από τον Σάβα και τον Δούναβη. «Ένα είναι το έθνος σας και σχεδιάζει τη δύναμή σας!» (Una te gens tuasque vires agitat). Αλλά τι γίνεται με τούς γενναίους Ισπανούς, τούς δυνατούς Γάλλους, τούς πολλούς Γερμανούς, τούς ισχυρούς Άγγλους, τούς τολμηρούς Πολωνούς και τούς πλούσιους, ισχυρούς και στρατιωτικά επιδέξιους Ιταλούς; «Το θέμα είναι τι γίνεται, αν θέλετε, με τούς Ιταλούς ή τούς Γάλλους ή τούς Γερμανούς, πολυάνθρωπους και πολύ ισχυρούς λαούς;» (Quid facias, si tibi cum Italis aut Gallis aut Germanis res fuerit, amplissimis et robustissimis populis?)
O Χριστιανισμός ήταν ο μόνος οθωμανικός δρόμος για την τελική επιτυχία και ευημερία. Ας έπαιρνε ο Μεχμέτ ως πρότυπό του τον προκάτοχό του Κωνσταντίνο:
«Έτσι, χωρίς καμία αμφιβολία και για σένα έντιμo θα είναι να είσαι μαζί μας στη σοφία τής λατρείας τού Χριστού και να μιμηθείς τον Κωνσταντίνο: ακριβώς όπως οι Ρωμαίοι με τον Κωνσταντίνο έγιναν Xριστιανοί, έτσι και οι Τούρκοι πρέπει να γίνουν μαζί σου, για να είναι η βασιλεία σου πάνω απ’ όλα τα πράγματα που υπάρχουν στον κόσμο και το όνομά σου να μην ξεχαστεί ποτέ. Οι Λατίνοι τής επιστολής σου και οι Έλληνες και οι βάρβαροι θα πανηγυρίζουν».11
Ο Πίος λοιπόν υποσχόταν στον Μεχμέτ παγκόσμια κυριαρχία, αλλά ακόμη μεγαλύτερα πράγματα βρίσκονταν μπροστά. Είχε μιλήσει μόνο για επίγεια εξουσία και ανθρώπινη δόξα. «Τα πράγματα φθείρονται και είναι φευγαλέα…» (Caduca haec et fluxa sunt…). Τα πάντα σε αυτόν τον κόσμο φτάνουν σε τέλος. Άνδρες πεθαίνουν, βασίλεια ανατρέπονται, η φήμη ξεθωριάζει. Υπήρχαν καλύτερα πράγματα προς επιδίωξη, πάνω απ’ όλα η εν Χριστώ σωτηρία. Αν και τα διασωζόμενα χειρόγραφα καθιστούν σαφές ότι η «Επιστολή προς τον Μεχμέτ» (Epistola ad Mahumetem) τού Πίου είχε κάποια κυκλοφορία στην Ευρώπη, σίγουρα ποτέ δεν στάλθηκε στον Μωάμεθ. Περαιτέρω προβληματισμοί αναμφίβολα τον έπεισαν για το ανεφάρμοστό της. Ο Πίος δεν αναφέρεται στην επιστολή αυτή στα Απομνημονεύματά του, ενώ οι σκέψεις του σύντομα επέστρεψαν στη Σταυροφορία.
Εν μέσω των πολλαπλών περισπασμών τής παπικής του θητείας ο Πίος είχε κάνει ελάχιστα για να οργανώσει εκστρατεία εναντίον των Τούρκων. Μάλιστα, όπως παρατηρούσε σε μικρή ομάδα έξι πιστών καρδιναλίων, τούς οποίους είχε καλέσει για διαβουλεύσεις στις αρχές Μαρτίου 1462,
Αδελφοί μου, ίσως εσείς, όπως σχεδόν όλοι οι άλλοι, πιστεύετε ότι παραμελούμε το κοινό καλό, γιατί μετά την επιστροφή μας από τη Μάντουα oύτε κάναμε, oύτε είπαμε τίποτε για την απώθηση των Τούρκων και την προστασία τής θρησκείας και αυτό μάλιστα ενώ ο εχθρός μάς πιέζει περισσότερο κάθε μέρα. Έχουμε παραμείνει σιωπηλοί. Δεν το αρνούμαστε. Δεν έχουμε κάνει τίποτε εναντίον των εχθρών τού Σταυρού. Είναι προφανές. Αλλά η αιτία τής σιωπής μας δεν ήταν η αδιαφορία, αλλά ένα είδος απελπισίας. Λείπει η δύναμη, όχι η επιθυμία…».12
Το ναπολιτάνικο πρόβλημα δεν αποτελούσε τη μοναδική ανησυχία του. Από την αρχή τής παπικής του θητείας η Ουγγαρία είχε συχνά διεκδικήσει την προσοχή του. Η κατοχή τού θρόνου από τον Ματίας Κορβίνους απειλούνταν διαρκώς από τις μηχανορραφίες και τις επιθέσεις τού αυτοκράτορα Φρειδερίκου Γ’, ο οποίος ήταν αποτελεσματικός μόνο όταν προκαλούσε προβλήματα.
Περίπου δύο μήνες πριν από τη συνάντηση τού πάπα Πίου με τούς έξι καρδινάλιους, η Ενετική Γερουσία είχε αποφασίσει στις 4 Ιανουαρίου 1462, με 162 θετικές ψήφους (έναντι μόνο οκτώ αρνητικών και τριών λευκών), να γράψει στην Αγιότητά του για ζήτημα εξαιρετικής σημασίας. Συμφώνησαν μάλιστα να τού στείλουν αντίγραφο τής από 15 Δεκεμβρίου (1461) επιστολής, που είχαν πρόσφατα πάρει από τον γραμματέα τους Πιέτρο Τομμάζι, τον οποίο διατηρούσαν ως απεσταλμένο εγκατεστημένο στην ουγγρική αυλή. Ο Πιέτρο είχε γράψει στον δόγη και τη Σινιορία «περί τού τουρκικού ζητήματος» (circa materiam Turchorum), αφού είχε απευθυνθεί στον Ματίας Κορβίνους ενώπιον συνάθροισης ιεραρχών και βαρώνων τού βασιλείου, σύμφωνα με τις οδηγίες που είχε πάρει (μέσω τού δόγη) από τη Γερουσία. Οι Ούγγροι χρειάζονταν επιδότηση για να συντηρήσουν την άμυνα τής χώρας τους εναντίον των Τούρκων. Ζητούσαν επίσης παπική παρέμβαση, ώστε να κάνει τον αυτοκράτορα Φρειδερίκο Γ’ να σταματήσει τις δραστηριότητές του κατά τού Ματίας Κορβίνους. Στην αντίθετη περίπτωση θα ήσαν υποχρεωμένοι να κάνουν ειρήνη με τούς Τούρκους, η οποία θα αποτελούσε εμπόδιο για την «ιερή εκστρατεία», την οποία παπικός απεσταλμένος είχε συζητήσει με τη Γερουσία.13
Οι Ενετοί επανεξέταζαν με προσεκτικό τρόπο την τουρκική πολιτική τους. Είχαν προκληθεί από τουρκικές επιθέσεις εναντίον τής Κορώνης και τής Μεθώνης και είχαν στείλει απεσταλμένο στον σουλτάνο, για να διαμαρτυρηθεί γι’ αυτή την αδικαιολόγητη επιθετικότητα. Ο Ματίας Κορβίνους είχε ακούσει να λένε γι’ αυτόν τον απεσταλμένο. Όταν λοιπόν η Γερουσία έγραφε στον Πιέτρο Τομμάζι (την ίδια μέρα που έγραφε και στον πάπα), τού ζητούσαν να εξηγήσει τον λόγο αυτής τής αποστολής στην Πύλη. Έπρεπε επίσης να δηλώσει ότι η Σινιορία βρισκόταν σε στενή επαφή με τον πάπα, ο οποίος είχε στείλει απεσταλμένο στη λιμνοθάλασσα για να συζητήσουν την σταυροφορία. Η Αγιότητά του είχε διακαή επιθυμία να οργανώσει εκστρατεία κατά των Τούρκων. Είχε ήδη ξεκινήσει να κάνει σχέδια, ενώ προσπαθούσε να αναγκάσει τούς χριστιανούς ηγεμόνες να κάνουν το καθήκον τους στην ιερή επιχείρηση. Ο βασιλιάς και οι βαρώνοι τής Ουγγαρίας μπορούσαν να είναι βέβαιοι ότι η ενετική κυβέρνηση θα κατέβαλλε κάθε δυνατή προσπάθεια για να τερματιστούν οι δυσκολίες τους με τον Φρειδερίκο Γ’.14 Κατά την εποχή τού πατέρα τού Ματίας Κορβίνους, τού Ιωάννη Χούνιαντι, οι Ούγγροι ήσαν το προπύργιο τής χριστιανοσύνης. Η Βενετία ήθελε να συνεχίσει να τούς χρησιμοποιεί εναντίον των Τούρκων.
Παρά την πόζα που έπαιρνε ο Λουδοβίκος ΙΑ’, κανένας δεν έβλεπε σταυροφόρο στο πρόσωπό του.15 Αν και οι Φλωρεντινοί, ακόμη και οι Ενετοί, φαίνονταν πρόθυμοι να παίξουν επικίνδυνο παιχνίδι τύχης με τούς Γάλλους, ο Φραντσέσκο Σφόρτσα ήταν αμετάπειστα αντίθετος με τα σχέδια των Ανδεγαυών για τη Νάπολη.
Δεν ξεχνούσε ούτε στιγμή ότι ο μακρινός ξάδελφος τού Λουδοβίκου ΙΑ’, ο ποιητής πρίγκηπας Κάρολος τής Ορλεάνης, είχε σοβαρή διεκδίκηση επί τού δουκικού θρόνου τού Μιλάνου μέσω τής μητέρας του, τής Βαλεντίνας Βισκόντι. Ο ίδιος ο Πίος Β’, αν και περιστασιακά δίσταζε υπό την πίεση των ατυχιών, ήταν εξίσου αντίθετος στο να επιτραπεί στους Γάλλους να επαναποκτήσουν στήριγμα στην Ιταλία, για λόγους που έχουμε ήδη αναφέρει. Όμως έπρεπε να βρεθεί βοήθεια για τη σταυροφορία, αλλά από πού θα ερχόταν αυτή;
Όταν τον Μάρτιο τού 1462 ο Πίος κάλεσε τούς έξι καρδινάλιους για να διαβουλευθούν μαζί του, τούς είπε τις σκέψεις και τα σχέδια που είχαν για κάποιο διάστημα αρχίσει να παίρνουν μορφή στο μυαλό του: «Έχουμε περάσει πολλές άγρυπνες νύχτες διαλογιζόμενοι, γυρνώντας από το ένα πλευρό στο άλλα και θρηνώντας τις δυστυχισμένες συμφορές τής εποχής μας». Η καρδιά του είχε πρηστεί, έλεγε, και το αίμα του έβραζε από οργή καθώς σκεφτόταν την αυθάδεια των Τούρκων και τη συνεχιζόμενη καταστροφή από αυτούς τής ανατολικής χριστιανοσύνης:
Λαχταρούσαμε να κηρύξουμε πόλεμο εναντίον των Τούρκων και να βάλουμε μπροστά κάθε δυνατή προσπάθεια για την υπεράσπιση τής θρησκείας, αλλά όταν μετράμε τη δύναμή μας σε σχέση με εκείνη τού εχθρού, είναι σαφές ότι η Εκκλησία τής Ρώμης δεν μπορεί να νικήσει τούς Τούρκους με τούς δικούς της πόρους. … Είμαστε πολύ κατώτεροι από τούς Τούρκους, εκτός αν ενώσουν τις δυνάμεις τους οι χριστιανοί βασιλείς. Επιδιώκουμε να το πετύχουμε αυτό. Αναζητούμε τρόπους. Κανένας εφικτός τρόπος δεν παρουσιάζεται. Όταν σκεφτόμαστε τη σύγκληση συνόδου, η Μάντουα μάς διδάσκει ότι η ιδέα είναι μάταιη. Όταν στέλνουμε απεσταλμένους για να ζητήσουμε βοήθεια από τούς ηγεμόνες, τούς περιγελούν. Όταν επιβάλλουμε φόρο δεκάτης στον κλήρο, παραπέμπουν σε μελλοντική σύνοδο. Όταν εκδίδουμε συγχωροχάρτια και ενθαρρύνουμε τη συνεισφορά χρημάτων έναντι πνευματικών δώρων, μάς κατηγορούν για φιλαργυρία. Οι άνθρωποι νομίζουν ότι μοναδικός μας σκοπός είναι να συγκεντρώσουμε χρυσάφι. Κανείς δεν πιστεύει αυτά που λέμε. Βρισκόμαστε σαν αφερέγγυοι έμποροι, χωρίς πίστωση. Οτιδήποτε κάνουμε ερμηνεύεται με τον χειρότερο τρόπο και δεδομένου ότι όλοι οι ηγεμόνες είναι πολύ άπληστοι και όλοι οι ιεράρχες τής εκκλησίας είναι σκλάβοι τού χρήματος, μετρούν τη δική μας διάθεση με βάση τη δική τους.
Όμως κατά τη διάρκεια των σιωπηλών ημερών και νυχτών του ο Πίος έψαχνε για λύση στο πρόβλημα αυτό, ενώ τώρα ενημέρωνε τούς έξι καρδινάλιους ότι πίστευε ότι θα βρισκόταν η λύση στη Βουργουνδία. Λίγο μετά την πτώση τής Κωνσταντινούπολης, ο δούκας Φίλιππος ο Καλός είχε δώσει επισημότατο όρκο να πάει σε σταυροφορία εναντίον τού σουλτάνου Μωάμεθ Β’, αν έστω μόνο ένας από τούς μεγαλύτερους μονάρχες τής Ευρώπης, τον οποίο θα μπορούσε να ακολουθήσει χωρίς να θίγεται η αξιοπρέπειά του, ξεκινούσε πρώτος την ίδια ιερή επιχείρηση. Είχε περάσει σχεδόν μια δεκαετία. Δεν είχε εμφανιστεί τέτοιος ηγέτης και έτσι ο ίδιος ο πάπας, «μεγαλύτερος από βασιλιά ή αυτοκράτορα, ο εκπρόσωπος τού Χριστού», πρότεινε τώρα να ηγηθεί αυτός τής σταυροφορίας, στην οποία η Βουργουνδία είχε δεσμευτεί με όρκο να συμμετάσχει. Ο βασιλιάς τής Γαλλίας θα ντρεπόταν να στείλει λιγότερους από δέκα χιλιάδες άνδρες, αφού είχε υποσχεθεί ανοιχτά εβδομήντα χιλιάδες. Η κοινή γνώμη θα υποχρέωνε τούς Γερμανούς, Άγγλους και Ισπανούς να στείλουν ευμεγέθη στρατιωτικά σώματα. Οι Ούγγροι δεν θα απογοήτευαν τον πάπα. Η σταυροφορία ήταν δική τους υπόθεση. Ο Πίος είχε την πεποίθηση ότι όταν ερχόταν η ώρα, οι Ενετοί θα διέθεταν τον στόλο. Οι Αλβανοί, Βόσνιοι, Σέρβοι, Βλάχοι και Βούλγαροι θα στέκονταν στο ύψος των περιστάσεων, όταν θα έβλεπαν το πανίσχυρο στράτευμα των σταυροφόρων να ανακαταλαμβάνει την Ελλάδα από τούς Τούρκους. Τέτοιο ήταν το σχέδιο τού Πίου: να πάει ο ίδιος στη σταυροφορία. Ύστερα από σύσκεψη μερικών ημερών οι έξι καρδινάλιοι εξέφρασαν την έγκρισή τους, δηλώνοντας ότι η ιδέα ήταν αντάξια τού πάπα, «ο οποίος σαν ποιμένας δεν δίσταζε να θυσιάσει τη ζωή του για το ποίμνιό του».16
Όπως είχε τονίσει ο Πίος στους έμπιστους καρδιναλίους του, η δέσμευση τής Βενετίας θα ήταν απαραίτητη από την αρχή, γιατί ούτε οι Βουργουνδοί ούτε οι Γάλλοι θα συμμετείχαν στην εκστρατεία, αν δεν βασίζονταν σε ενετική μεταφορά. Θα μπορούσε μάλιστα να ελπίζει κανείς σε ενετική συνεργασία, γιατί στις 10 Δεκεμβρίου 1461 η Δημοκρατία είχε εγγράψει τον απειλούμενο βασιλιά Στέφεν Τομάσεβιτς τής Βοσνίας και τούς διαδόχους του στην ενετική αριστοκρατία, ενώ δέκα μέρες αργότερα η ίδια τιμή είχε απονεμηθεί και στον καρδινάλιο Βησσαρίωνα, ο οποίος είχε πάει στη Βενετία ως παπικός λεγάτος «για το ζήτημα τής Σταυροφορίας» (per la materia della Crociata).17 Ύστερα από τη διάσκεψή του με τούς καρδιναλίους, στις 8 Μαρτίου 1462 ο πάπας έγραψε επιστολή με το δικό του χέρι προς τον δόγη Πασκουάλε Μαλιπιέρο18 και μολονότι η ενετική απάντηση τής 19ης Μαρτίου ήταν μάλλον ασαφής, περιείχε υπόσχεση βοήθειας στον σχεδιαζόμενο πόλεμο εναντίον των Τούρκων. Υποσχόμενοι να τηρήσουν την εχεμύθεια, που ο Πίος επιθυμούσε να τηρηθεί προς το παρόν, οι εκπρόσωποι τής Γαληνοτάτης έστελναν την επίσημη διαβεβαίωσή τους ότι τα σχέδιά του θα αποκαλύπτονταν μόνο σε εκείνους, των οποίων οι ανάγκες τού κράτους επέβαλλαν να ζητηθεί η γνώμη. Οι Ενετοί, με λόγια μεγάλου επαίνου για τη «λαμπρή» πρόθεση τού Πίου να πάει ο ίδιος στη σταυροφορία, ομολογούσαν την πεποίθησή τους ότι το παράδειγμά του θα αφύπνιζε τούς άλλους ηγεμόνες από τον λήθαργο. Ότι θα τούς έκανε να πάρουν μέτρα για την ασφάλεια των κρατών τους. Ότι θα δέσμευε τον Φίλιππο τής Βουργουνδίας στη διάσημη υπόσχεσή του «να πάει προσωπικά και να συνεχίσει τον πόλεμο κατά των Τούρκων» (proficisci personaliter et bellum gerere contra Turcos). Και ότι θα ανάγκαζε τον βασιλιά τής Γαλλίας να στείλει τουλάχιστον δέκα χιλιάδες άνδρες στην εκστρατεία. Όμως έπρεπε να εγκαθιδρυθεί ειρήνη, όπως γνώριζε καλά ο Πίος, μεταξύ τού αυτοκράτορα Φρειδερίκου Γ’ και τού βασιλιά Mατίας Κορβίνους, για να ελευθερωθούν τα δυτικά σύνορα τού τελευταίου και να μπορέσει αυτός να εισβάλει στη Σερβία (Ράσκια) ή σε κάποιο άλλο τουρκικό έδαφος.19
Την επομένη, στις 20 Μαρτίου (1462), η Γερουσία έγραφε και πάλι στον πάπα, στέλνοντας νέα για τις ανάγκες και τις προθέσεις τού Κορβίνους, τα οποία είχε μόλις λάβει με επιστολή τής 4ης Μαρτίου από τον Ενετό απεσταλμένο στην ουγγρική αυλή.20 Ο Κορβίνους ζητούσε δύναμη ιππικού τεσσάρων χιλιάδων ανδρών για υπηρεσία εναντίον των Τούρκων. Παρά τη δαπάνη στην οποία είχε υποβληθεί η Δημοκρατία διατηρώντας ασυνήθιστα μεγάλο στόλο, πάντοτε απαραίτητο λόγω των συνεχών κρίσεων στην Ανατολή, καθώς και στην παροχή φρουρών για τα ενετικά εδάφη που ήσαν εκτεθειμένα σε τουρκική επίθεση, η Δημοκρατία ήταν όμως διατεθειμένη, να πληρώσει εύλογο μέρος των εμπλεκομένων δαπανών, ενισχύοντας έτσι την Ουγγαρία κατά τής Πύλης.21 Επρόκειτο για πολύ καλή αρχή. Αν και ήταν κατανοητό στη Ρώμη ότι ο δόγης Πασκουάλε Μαλιπιέρο θα ανέβαλλε τον πόλεμο με την Πύλη όσο το δυνατόν περισσότερο, όλοι οι ενημερωμένοι παρατηρητές στην Ανατολική Μεσόγειο γνώριζαν ότι ο πόλεμος ήταν αναπόφευκτος. Όμως ο Μαλιπιέρο πέθανε στις 5 Μαΐου 1462, ύστερα από θητεία σχεδόν πέντε ετών ως δόγης. Μια βδομάδα αργότερα (στις 12 τού μηνός) εξελέγη ως διάδοχός του ο Κριστόφορο Μόρο. Ο καλλιεργημένος Μαλιπιέρο θύμιζε στον Κρετσμάιερ ηγούμενο (abbé) τού παλαιού καθεστώτος (ancien régime), αλλά ήταν πολύ ανώτερος από τον άπληστο και υποκριτικό Μόρο, τού οποίου η έλλειψη θάρρους, όταν η σταυροφορία φαινόταν σχεδόν στον ορίζοντα, τού χάρισε σύντομα την περιφρόνηση και την αποδοκιμασία των συγχρόνων του.22
Οι Ενετοί δεν είχαν επιτρέψει το 1459 να διεξαχθεί η παπική διάσκεψη στο Ούντινε, ενώ είχαν φυσικά αρνηθεί να δώσουν άδεια, για να κηρυχθεί η σταυροφορία οπουδήποτε στα εδάφη τους. Υπήρχαν πάρα πολλοί παρατηρητές στη βόρεια Ιταλία, έτοιμοι να αναφέρουν όλες τις αντι-τουρκικές δραστηριότητες στην Πύλη. Τώρα που οι Ενετοί ετοιμάζονταν σοβαρά για πόλεμο, φαινόταν ίσως ότι παρεμπόδιζαν τις δικές τους προσπάθειες με την πλήρη μυστικότητα στην οποία επέμεναν. Αλλά φυσικά φοβούνταν πολύ επιθέσεις κατά φρουρίων και εμπορικών τους φυλακίων στην Ανατολική Μεσόγειο. Γι’ αυτούς ο πόλεμος εναντίον τού Τούρκου έπρεπε να είναι όλα ή τίποτε. Ήθελαν είτε μια μεγάλη σταυροφορία υποστηριζόμενη από τα μεγαλύτερα κράτη στην Ευρώπη, με κάθε πιθανότητα επιτυχίας ή τη σχολαστική διατήρηση τής ειρήνης, ώστε να εξασφαλίζονται οι ενετικές αποικίες στην Ανατολή από μεγάλης κλίμακας επιθέσεις των Τούρκων. Οι σταθμοί τους στο Νεγκροπόντε (Χαλκίδα), στο Λεπάντο (Ναύπακτος) και στο Ναύπλιο, τη Μεθώνη και την Κορώνη, καθώς και στην Κρήτη και στο Αρχιπέλαγος, τούς εξέθεταν στην πάντοτε παρούσα πιθανότητα εύκολα οργανωμένων επιθέσεων σε ευρύ μέτωπο, μάλιστα πολύ ευρύ για να μπορούν να ανταπεξέλθουν. Για χρόνια οι Ενετοί έπαιζαν το ειρηνικό παιχνίδι τής άμυνας, πάντοτε δαπανηρό, ενώ ο επιθετικός Τούρκος χτυπούσε εδώ κι εκεί σε χριστιανικά εδάφη στην Ανατολική Μεσόγειο, οπουδήποτε η μέγιστη ευκαιρία μπορούσε να σημαίνει ελάχιστη δαπάνη. Κάθε νέα τουρκική κατάκτηση πρόσθετε τόσο στην επιθυμία τού επιτιθέμενου όσο και στους πόρους του, με τούς οποίους θα επέφερε κι άλλο πλήγμα. Οι Ενετοί αναζητούσαν υλικό κέρδος μέσα από την ειρήνη και το εμπόριο, οι Τούρκοι μέσα από τον πόλεμο και τη λεηλασία. Κατά τη γνώμη των Ενετών ήσαν όλα πολύ καλά για τούς πάπες να κηρύσσουν σταυροφορίες και για τούς ηγεμόνες να δίνουν υποσχέσεις, αλλά η Βενετία θα έχανε τα περισσότερα, αν αποτύγχανε η σταυροφορία. Τώρα όμως η φιλοδοξία τού Τούρκου είχε αυξηθεί τόσο πολύ, η εχθρότητά του ήταν τόσο έντονη, ώστε ακόμη και η επιφυλακτική πλειοψηφία στη Γερουσία τής Βενετίας μπορούσε σαφώς να δει ότι ο πόλεμος ερχόταν.
Η οθωμανική προέλαση στην Ανατολή όσο και στη Δύση έμοιαζε ακαταμάχητη. Οι δυνάμεις τού σουλτάνου Μωάμεθ Β’ κατέλαβαν την Άμαστρι (σήμερα Άμασρα) στη Μαύρη Θάλασσα το καλοκαίρι τού 1459, παίρνοντάς την από τούς Γενουάτες, οι οποίοι δεν ήσαν σε θέση να αντισταθούν, ενώ δύο χρόνια αργότερα ο σουλτάνος ξεκινούσε κι άλλη αξέχαστη εκστρατεία στη Μικρά Ασία. Έχοντας αντικαταστήσει τον κυβερνήτη τής Σινώπης κατά την προς ανατολάς πορεία του, ο Μεχμέτ συμφώνησε σε ειρήνη, ύστερα από μια ή δύο εχθρικές συναντήσεις, με τον Ουζούν Χασάν, η οικογένεια τού οποίου είχαν υπάρξει ηγεμόνες τού Ντιγιάρ-Μπακρ (Άμιδας) στη βόρεια Μεσοποταμία πριν από την εποχή τού Τιμούρ τού Χωλού (Ταμερλάνου). Ο Ουζούν Χασάν ήταν ηγεμόνας τής Τουρκομανικής φυλής των Ακ-Κογιουνλού («Ασπροπροβατάδων») από το 1454, ενώ είχε πλέον εισέλθει σε πολύ επιτυχημένη σταδιοδρομία κατακτήσεων, εναντίον των κρατών που βρίσκονταν γύρω από το κληρονομικό του φέουδο τού Ντιγιάρ-Μπακρ. Γύρω στο 1458 είχε παντρευτεί, όπως είδαμε, την πανέμορφη «δέσποινα» Θεοδώρα (Ντέσπινα-Χατούν), λίγο πριν τον θάνατο τού πατέρα της, τού αυτοκράτορα Ιωάννη Δ’ τής Τραπεζούντας («Καλογιάννη»), έχοντας υποσχεθεί στον τελευταίο τη βοήθειά του εναντίον των Οθωμανών, όταν θα ήταν αναγκαία.23
Όμως όταν είχε έρθει η ώρα για να κρατήσει την υπόσχεσή του, ο Ουζούν Χασάν, έχοντας προβλήματα στην πατρίδα του, είχε στείλει στον σουλτάνο Μωάμεθ τη μητέρα του Σάρα-Χατούν, μια από τις πιο σημαντικές φυσιογνωμίες τού τουρκομανικού κόσμου, για να παρέμβει για λογαριασμό του. Το τίμημα τής ειρήνης ήταν η εγκατάλειψη τού συμμάχου του και συγγενή, τού αυτοκράτορα Δαυίδ Κομνηνού τής Τραπεζούντας. Ύστερα από συνεχή ιστορία, αν και όχι πάντοτε περήφανη, άνω των δυόμιση αιώνων, η «αυτοκρατορία» τής Τραπεζούντας (τώρα περιορισμένη ως επί το πλείστον στην πόλη και τη γύρω περιοχή της) παραδόθηκε στα τέλη τού καλοκαιριού τού 1461, προσφέροντας λίγη μόνο αντίσταση στον Μωάμεθ και στον μεγάλο βεζύρη Μαχμούτ πασά. Οι διαπραγματεύσεις για την παράδοσή της είχαν γίνει από τον σχολαστικό Γεώργιο Aμηρούτζη, ταμία και επικεφαλής τής αυτοκρατορικής ιματιοθήκης (πρωτοβεστιάριο) τής Τραπεζούντας.24 Λόγω τού ρόλου που διαδραμάτισε στην παράδοση τής πόλης, ο Αμηρούτζης, εξάδελφος τού Μαχμούτ πασά, κέρδισε την εύνοια τού σουλτάνου Μωάμεθ, ο οποίος είχε προσθέσει τώρα στην τεράστια επικράτειά του το σύνολο σχεδόν τής βόρειας ακτής τής Μικράς Ασίας.
Ύστερα από εξαιρετικά δύσκολη αλλά τελικά επιτυχημένη εκστρατεία εναντίον τού Βλάντ Γ’ Ντράκουλ, αργότερα γνωστού ως «Τέπες» (Ανασκολοπιστή), τού περιβόητου βοεβόδα τής Βλαχίας, την άνοιξη και στις αρχές τού καλοκαιριού τού 1462,25 o σουλτάνος Μωάμεθ πέρασε στη Μικρά Ασία στα τέλη Αυγούστου. Κατευθύνθηκε με μικρό σώμα γενιτσάρων στην βόρεια ακτή τού κόλπου τού αρχαίου Aδραμυττίου, απέναντι από το νησί τής Λέσβου. Σύντομα έφτασε ο Μαχμούτ πασάς με μεγάλο στόλο. Η Μυτιλήνη καταλήφθηκε στα μέσα Σεπτεμβρίου ύστερα από σύντομη αντίσταση και το υπόλοιπο νησί παραδόθηκε αμέσως. Αν και οι πηγές διαφέρουν στις λεπτομέρειες, τείνουν να λένε λίγο-πολύ το ίδιο πράγμα. Ο Mαχμούτ και ο σουλτάνος προφανώς συμφώνησαν να αποδεχθούν τούς όρους τής παράδοσης που είχε προτείνει ο Νικολό Γκατελούζο, ο άρχοντας τής Λέσβου, ότι οι Τούρκοι έπρεπε να τούς χαρίσουν τα κεφάλια και τα υπάρχοντα (salvando le teste et l’havere).26 Ο Μεχμέτ πέρασε τέσσερις ημέρες στο νησί, διάστημα κατά το οποίο διέταξε να πριονιστούν και να κοπούν στα δύο τετρακόσιοι περίπου Λατίνοι, χαρίζοντας έτσι στα θύματα τα κεφάλια τους και σεβόμενος τη συμφωνία που είχε κάνει μαζί τους.27 Με αίσθηση επιτυχίας, χωρίς αμφιβολία, ο Μωάμεθ στη συνέχεια επέστρεψε στο στρατόπεδό του, αφήνοντας τον Μαχμούτ να απελάσει το πιο υποσχόμενο τρίτο των Μυτιληναίων στην Ισταμπούλ. Ένα άλλο τρίτο δόθηκαν ως δούλοι στους γενίτσαρους και άλλους στρατιώτες. Στους τυχερούς υπόλοιπους, στους φτωχούς, ηλικιωμένους και ασθενείς, επιτράπηκε να παραμείνουν στην πόλη τους διατηρώντας όση περιουσία είχαν και «σώζοντας τα κεφάλια και τα υπάρχοντά τους» (salvo le teste et salvo l’havere). Ο τελευταίος ηγεμόνας τής οικογένειας των Γκατελούζο, ο Νικολό, διάδοχος και δολοφόνος τού αδελφού του Ντομένικο, στάλθηκε στην Iσταμπούλ όπου φυλακίστηκε και σύντομα θανατώθηκε.28 Άραγε δεν υπήρχε τρόπος να ανακοπεί η τουρκική προέλαση; Η αγωνία εξελισσόταν σε φόβο στο νησί τής Ρόδου, από το οποίο οι Ιωαννίτες ιππότες έκαναν έκκληση για βοήθεια προς το σύνολο τής δυτικής χριστιανοσύνης.29
Οι Γκατελούζοι ήσαν γενουάτικη οικογένεια με οικονομική και πολιτική σημασία στον κόσμο τού Αιγαίου. Για δύο αιώνες οι Γενουάτες είχαν, με ελάχιστες αποτυχίες, ελέγξει την εξαγωγή στυπτηρίας όχι μόνο από τα ορυχεία τής Παλαιάς και Νέας Φώκαιας (le Foglie), στον κόλπο τής Σμύρνης, αλλά και από αυτά στην ενδοχώρα τής Ανατολίας, τής Θράκης και των ελληνικών νησιών. Οι Γκατελούζοι είχαν αναμιχθεί έντονα τόσο στην εξόρυξη όσο και στην εμπορία τής στυπτηρίας, τού μαγικού συστατικού που καθιστούσε δυνατή σχεδόν κάθε βελτίωση τής κλωστοϋφαντουργίας στην Ιταλία, στην Αγγλία και στη Φλάνδρα. Όπως έχουμε ήδη δει (στο Κεφάλαιο 5), οι Τούρκοι είχαν καταλάβει τις δύο Φώκαιες στα τέλη τού 1455. Όμως η στυπτηρία συνέχιζε να ρέει προς τα δυτικά, στα ευρωπαϊκά βαφεία, προς μεγάλο κέρδος των Τούρκων. Η χριστιανοσύνη λοιπόν βοηθούσε έτσι στον εφοδιασμό τής Πύλης με οικονομικά μέσα για περαιτέρω κατακτήσεις, γιατί η τιμή τής στυπτηρίας αυξανόταν από χρόνο σε χρόνο, φθάνοντας σε αξεπέραστα ύψη την εποχή τής τουρκικής κατάληψης τής Λέσβου. Το νησί τής Χίου είχε γίνει κέντρο μεγάλου μέρους τού εμπορίου στυπτηρίας. Όμως μετά την άλωση τής Κωνσταντινούπολης ο Μωάμεθ Β’ είχε αποσπάσει φόρο υποτέλειας έξι χιλιάδων δουκάτων από τούς «μαχονέζους». Το 1456 αύξησε τον φόρο σε δέκα χιλιάδες, ενώ το επόμενο έτος απαίτησε τριάντα χιλιάδες. Οι Γενουάτες έχασαν το μονοπώλιό τους και το εμπόριο στυπτηρίας τής Χίου καταστράφηκε.
Δεν είναι παράξενο λοιπόν ότι, όταν το 1461 ο Τζιοβάννι ντα Κάστρο ανακάλυπτε τεράστια αποθέματα στυπτηρίας στην Τόλφα τής Ιταλίας, κοντά στην Τσιβιταβέκκια, θα ερχόταν στον Πίο Β’, τον οποίο γνώριζε καλά, και θα τού ανακοίνωνε:
Σήμερα σάς φέρνω τη νίκη επί των Τούρκων. Κάθε χρόνο αποσπά από τούς χριστιανούς πάνω από 300.000 δουκάτα για τη στυπτηρία, με την οποία βάφουμε το μαλλί σε διάφορα χρώματα. Γιατί αυτή δεν υπάρχει μεταξύ των Λατίνων, παρά μόνο σε πολύ μικρή ποσότητα. … Αλλά έχω βρει επτά βουνά τόσο πλούσια σε αυτό το υλικό, που θα μπορούσαν να καλύψουν επτά κόσμους. Αν δώσετε εντολές για πρόσληψη εργατών, κατασκευή καμινιών και λιώσιμο τού μεταλλεύματος, θα διαθέσετε στυπτηρία σε όλη την Ευρώπη και ο Τούρκος θα χάσει όλα τα κέρδη του. Θα έρθουν σε εσάς και έτσι θα υποστεί διπλή ζημιά. Υπάρχει εκεί αφθονία ξύλου και νερού. Έχετε εκεί κοντά το λιμάνι τής Τσιβιταβέκκια, όπου μπορούν να φορτώνονται πλοία και να αποπλέουν προς τα δυτικά. Τώρα μπορείτε να εξοπλίσετε πόλεμο εναντίον των Τούρκων. Τα μεταλλεία αυτά θα σάς προμηθεύσουν τα νεύρα τού πολέμου, δηλαδή τα χρήματα, ενώ θα τα πάρουν από τούς Τούρκους.30
Ως πάπας ο Πίος ήταν δύσπιστος γι’ αυτό το δώρο από τον ουρανό, αλλά ο Τζιοβάννι ντα Κάστρο δεν υπερέβαλλε για το εύρημά του. Τα ορυχεία στην Τόλφα μπήκαν σύντομα στην παραγωγή. Το 1468 ο Πίος απαγόρευσε στους χριστιανούς εμπόρους να εισάγουν ανατολική στυπτηρία στην Ευρώπη. Ακολουθώντας τη συμβουλή τού Τζιοβάννι ντα Κάστρο, ο Πίος και οι διάδοχοί του αποφάσισαν να χρησιμοποιήσουν τα έσοδα από την Tόλφα αποκλειστικά για τη σταυροφορία (allume della crociata). Το εμπόριο στυπτηρίας μετατράπηκε σε ιερό μονοπώλιο τής Αγίας Έδρας και η παράβαση τού παπικού εμπορίου φαινόταν να γίνεται αμαρτία τόσο σοβαρής φύσης, που ένας συνηθισμένος εξομολογητής δεν μπορούσε να δώσει άφεση στον δράστη.31
Την άνοιξη τού 1463 η κατάληψη τής Βοσνίας από τον σουλτάνο Μωάμεθ εξέθετε σε τουρκικές επιθέσεις την ενετοκρατούμενη Δαλματία, την πόλη τής Ραγούσας και τα ιταλικά λιμάνια στην Αδριατική.32 Οι σχέσεις μεταξύ Πύλης και Γαληνοτάτης Δημοκρατίας ήσαν τεταμένες εδώ και αρκετό καιρό. Οι προοπτικές για ειρήνη δεν βελτιώνονταν, όταν (όπως μόλις επισημάναμε), ο δόγης Πασκουάλε Μαλιπιέρο πέθανε το Μάιο τού 1462. Ήταν ο ηγέτης τής παράταξης τού κατευνασμού. Η επιλογή τού Κριστόφορο Μόρο ως διαδόχου του χαροποίησε την παπική κούρτη. Ο Πίος Β’ και ο Βησσαρίων έβλεπαν φανερά στον Mόρο έναν υπερασπιστή τής απειλούμενης πίστης, ενώ διασώζονται οι επιστολές τουλάχιστον δεκατριών καρδιναλίων, που τον συνέχαιραν για την προαγωγή του στο αξίωμα τού δόγη.33 Αν και η παράταξη τού Μαλιπιέρο συνέχιζε να συνιστά διπλωματία και αυτοσυγκράτηση στις σχέσεις με την οθωμανική κυβέρνηση, ένα ασήμαντο περιστατικό προκαλούσε τώρα τον πόλεμο, που ήταν αναμφίβολα αναπόφευκτος μεταξύ των στρατιωτικών και εμπορικών αυτοκρατοριών, τα συμφέροντα των οποίων βρίσκονταν σε προφανή σύγκρουση. Οι δύο δυνάμεις είχαν συμφωνήσει στην ειρήνη τού Σεπτεμβρίου 1430 (η οποία επιτεύχθηκε αφότου οι Ενετοί είχαν χάσει τη Θεσσαλονίκη από τούς Τούρκους), με έκδοση των προδοτών και αμοιβαία επιστροφή των δραπετών σκλάβων, των κλοπιμαίων και παρομοίων,34 όρο τον οποίον οι Τούρκοι δεν είχαν τηρήσει με μεγάλη ευσυνειδησία όλα αυτά τα χρόνια, παρά το γεγονός ότι αυτός είχε ανανεωθεί με την τουρκο-ενετική συνθήκη τού 1454. Τώρα όμως ένας Αλβανός σκλάβος που ανήκε στον Τούρκο διοικητή (σούμπαση) τής Αθήνας λεγόταν ότι είχε διαφύγει στην Κορώνη (το 1462), έχοντας κλέψει από τον κύριό του 100.000 άσπρα. Εξασφάλισε άσυλο στο σπίτι τού Τζιρολάμο Βαλλαρέσσο, Ενετού σύμβουλου στην Κορώνη, ο οποίος λεγόταν ότι είχε πάρει κάποια από τα κλεμμένα χρήματα. Λόγω τού υποτιθέμενου προσηλυτισμού τού δραπέτη στον Χριστιανισμό, το αίτημα για την επιστροφή του στον Αθηναίο διοικητή δεν γινόταν αποδεκτό.35 Σύμφωνα με τον Κριτόβουλο, ο Ομάρ μπέης, στον οποίος είχε ανατεθεί και πάλι η διοίκηση τής Ελλάδας λόγω των σημαντικών υπηρεσιών του εναντίον τού Βλαντ Ντράκουλ στον Δούναβη, εξαπέλυσε αιφνιδιαστική επίθεση κατά τής Ναυπάκτου, την οποία σχεδόν κατέλαβε τον Νοέμβριο τού 1462.36 Ο Ισά μπέης, που είχε διαδεχθεί τον Ζαγάν πασά ως διοικητής τού Μοριά, επιτέθηκε στο Άργος, το οποίο πήρε εύκολα στις 3 Απριλίου 1463, με τη βοήθεια ενός Έλληνα ιερέα, η έχθρα τού οποίου για τούς Λατίνους ήταν προφανώς μεγαλύτερη από τον φόβο του για τούς Τούρκους.37
Μετά την απώλεια τού Άργους η Γερουσία τής Βενετίας άρχιζε να κάνει τελικές προετοιμασίες για τον αναμενόμενο πόλεμο με τον «Μεγάλο Τούρκο» (Gran Turco) και στις 17 Μαΐου 1463 απάντησε θετικά σε ουγγρική πρεσβεία, που ζητούσε ενετική βοήθεια εναντίον τής Πύλης, «αναπτύσσοντας τη δύναμη και το μεγαλείο τού Τούρκου και τούς κινδύνους που απειλούσαν το βασίλειο τής Ουγγαρίας και τη χριστιανοσύνη». Η Γερουσία αναγνώριζε τις ευγενικές εκφράσεις φιλίας και σεβασμού τού βασιλιά Ματίας Κορβίνους. Τόνιζε ότι η Δημοκρατία διατηρούσε παρόμοια συναισθήματα για την μεγαλειότητά του. Και τού υποσχόταν επιχορήγηση τριών χιλιάδων δουκάτων τον μήνα για έξι μήνες, με τη διαβεβαίωση ότι η επιχορήγηση θα συνεχιζόταν για μεγαλύτερο διάστημα, αν το καθιστούσαν απαραίτητο οι ανάγκες τού βασιλείου του για άμυνα απέναντι στους Τούρκους. Οι Ενετοί εύρισκαν επίσης την ευκαιρία να υπενθυμίσουν στον βασιλιά τις δικές τους μεγάλες δαπάνες για τη διατήρηση τού στόλου τής Δημοκρατίας εναντίον τού Τούρκου, καθώς και για τη φρούρηση των εδαφών τους στην Ανατολική Μεσόγειο από τις προερχόμενες από παντού επιθέσεις και αυτοκρατορικές φιλοδοξίες.38
Οι Ενετοί υπέστησαν περαιτέρω ζημιές από επιδρομές στην περιοχή τής Κορώνης και τής Μεθώνης. Ο Αλβίζε (ή Λουΐτζι) Λορεντάν, ναυτικός γενικός διοικητής, βρισκόταν τότε στο Αιγαίο με δεκαεννέα γαλέρες. Προσπαθούσε να μεριμνήσει για την επιστροφή τού Άργους και όταν τού το αρνήθηκαν ζήτησε μεγάλες ενισχύσεις για επίθεση κατά τού νησιού τής Λέσβου, το οποίο είχαν καταλάβει οι Τούρκοι.39 Όταν το θέμα συζητήθηκε στην Ενετική Γερουσία, ο Βεττόρε Καπέλλο υποστήριξε τον πόλεμο σε παθιασμένη ομιλία, την οποία αναφέρει ο Χαλκοκονδύλης. Η αποστολή πρεσβείας στην οθωμανική αυλή για να ζητήσει την επιστροφή τού Άργους και να επιλύσει ειρηνικά τις διαφορές μεταξύ Δημοκρατίας και Πύλης θα ερμηνευόταν ως σημάδι αδυναμίας. Θα ήταν πρόσκληση για περαιτέρω τουρκική επιθετικότητα. Η επίσκεψη τού Μωάμεθ στο Nεγκροπόντε (το 1458) είχε γίνει για να εξετάσει τις οχυρώσεις, με σκοπό την επίθεση εναντίον τής πόλης και τού νησιού σε κάποιο μεταγενέστερο χρόνο. Η Βενετία έπρεπε να στείλει στρατό εναντίον αυτού τού βαρβάρου, τού οποίου η δύναμη αυξανόταν συνεχώς καθώς προχωρούσε από τη μια κατάκτηση στην άλλη. Ο πόλεμος ήταν αναπόφευκτος. Η παράταξη τής ειρήνης ερωτοτροπούσε με την αυτοκαταστροφή. Ο πόλεμος θα έδειχνε στον Τούρκο την έκταση τής ενετικής δύναμης, ενώ τίποτε άλλο δεν θα ανέκοπτε την προέλασή του. Δισταγμοί και καθυστερήσεις είχαν προκαλέσει την απώλεια τής Κωνσταντινούπολης, τού Μοριά και τώρα τής Βοσνίας. Ο Καπέλλο τοποθετούσε ξεκάθαρα μεγάλο μέρος τής ευθύνης γι’ αυτές τις συμφορές σε ενετικούς ώμους. Αναφερόταν ευρέως σε όλη την Ευρώπη ότι η Βενετία είχε θυσιάσει την ανατολική χριστιανοσύνη για εμπορικά πλεονεκτήματα. Η Δημοκρατία έπρεπε να πάρει τα όπλα εναντίον τής Πύλης σε συμμαχία με τούς Ούγγρους και τον παπισμό, να ανακαταλάβει τον Μοριά και από εκεί να προχωρήσει μέσα στην οθωμανική επικράτεια, ενώ οι Ούγγροι θα εξαπέλυαν επίθεση από τον Δούναβη. Αν η Βενετία δεν υπερασπιζόταν τις κτήσεις της στην Ανατολική Μεσόγειο, θα τις έχανε. Η εναλλακτική λύση στον πόλεμο ήταν η ατίμωση και η ήττα. Ήταν εύγλωττη ομιλία και ο Καπέλλο είχε τον τρόπο του. Αν και υπήρχαν πολλοί στη Γερουσία που ήσαν αντίθετοι με τούς αναπόφευκτους κινδύνους και τα έξοδα τής τακτικής που υποστήριζε, η κήρυξη πολέμου κατά τής οθωμανικής κυβέρνησης πέρασε με μικρή πλειοψηφία στις 28 Ιουλίου 1463.40
Η θέση τού Βεττόρε Καπέλλο είχε σίγουρα ενισχυθεί από την παρουσία στη Βενετία τού καρδινάλιου Βησσαρίωνα, τον οποίον είχε στείλει ο Πίος Β’ ως λεγάτο τής Αποστολικής Έδρας στις 5 Ιουλίου 1463,41 για να μεταφέρει διαβεβαιώσεις τής παπικής υποστήριξης προς τη Γερουσία και να γνωστοποιήσει την πρόθεση τού πάπα να καλέσει και πάλι τούς χριστιανούς ηγεμόνες στα όπλα εναντίον των Τούρκων.42 Ο Βησσαρίων είχε φτάσει στη Βενετία στις 22 τού μηνός, πηγαίνοντας μέσω Μπολώνια.43 Τον υποδέχθηκαν με μεγάλο σεβασμό οι υψηλότεροι αξιωματούχοι τής Δημοκρατίας, τούς οποίους όμως εξακολουθούσε να βρίσκει σε μεγάλο βαθμό αναποφάσιστους. Αν και ήσαν ευτυχείς που έπαιρναν την άδεια για την είσπραξη των σταυροφορικών φόρων δεκάτης, εικοστής και τριακοστής, την οποία είχαν δώσει εντολή στον πρεσβευτή τους στη Ρώμη να ζητήσει γι’ αυτούς, δίσταζαν να κηρύξουν κατάσταση πολέμου μεταξύ Βενετίας και Πύλης. Στις 26 Ιουλίου ο Βησσαρίων έγραφε στον πάπα:
Δεν καταλαβαίνω και μπορώ μόνο να απορώ γιατί αυτοί οι κύριοι είναι τόσο απρόθυμοι να εκφράσουν την επιθυμία τους να τα σπάσουν με τούς Τούρκους, αφού τη συγκεκριμένη στιγμή έχουν δαπανήσει τα μεγαλύτερα ποσά στον στόλο και στις χερσαίες δυνάμεις, τις οποίες ετοίμασαν και συνεχίζουν να ετοιμάζουν, ακόμη και μεταφέροντας άνδρες στην Πελοπόννησο. Εξάλλου είναι γνωστό ότι στην πραγματικότητα επιθυμούν απολύτως να τα σπάσουν. Μάλιστα πολλοί άνθρωποι πιστεύουν ότι ο διοικητής τους [Λορεντάν] το έχει ήδη πράξει. Έχουν επίσης αποφασίσει να στείλουν επιχορήγηση στους Ραγουσαίους. Έχουν στείλει απεσταλμένο στους Ούγγρους. Και τώρα στέλνουν έναν άλλο και σε άλλες δυνάμεις βόρεια των Άλπεων. Τα κάνουν όλα αυτά ανοιχτά, ενώ πριν, όπως γνωρίζει η Αγιότητά σας, φοβούνταν ακόμη και την εμφάνιση τής δραστηριότητας αυτού τού είδους. Έχουν πιθανώς λόγους, για τούς οποίους δεν θέλουν να εμφανιστούν ανοιχτά.44
Τρεις ημέρες αργότερα όμως, στην αναφορά του τής 29ης τού μηνός, είχε την ικανοποίηση να γράφει στον πάπα ότι ο πόλεμος είχε επισήμως κηρυχθεί τα μεσάνυχτα τής 28ης.45
Η σταυροφορία είχε γίνει το μεγαλύτερο γεγονός τής ζωής τού Βησσαρίωνα και ενώ βρισκόταν στη Βενετία, την αγαπημένη του ιταλική πόλη, ετοίμαζε οδηγίες για εκείνους που επρόκειτο να κηρύξουν τη σταυροφορία. Αυτές οι οδηγίες έχουν ημερομηνία 24 Αυγούστου και 1 Σεπτεμβρίου 1463. Πρώτο μέλημα τού Βησσαρίωνα ήταν ότι δεν θα επιτρεπόταν σε κανένα να εμποδίζει τούς «κήρυκες τού σταυρού» (predicatores crucis), των οποίων οι προσπάθειες έπρεπε να υποστηρίζονται, αν προέκυπτε ευκαιρία, από «εκκλησιαστικές μομφές και άλλα ένδικα μέσα, ακόμη και από την επίκληση (αν χρειαζόταν) βοήθειας από τον κοσμικό βραχίονα». Άφεση αμαρτιών εκατό ημερών χορηγούνταν σε εκείνους, οι οποίοι με διάθεση μετάνοιας άκουγαν τούς ιεροκήρυκες. Ο λόγος τού κηρύγματος τής σταυροφορίας ήταν τριπλός: να δημοσιοποιηθούν τα φοβερά τραύματα που είχαν προκαλέσει οι Τούρκοι στη χριστιανοσύνη, να αναζητηθεί βοήθεια για τούς χριστιανούς που είχαν μετατραπεί από τούς Τούρκους σε δούλους, και να οικοδομηθεί η άμυνα τής Δύσης, «ώστε αυτό που παραμένει ακόμη σε εμάς να μην περάσει στα χέρια των Τούρκων». Η φιλοδοξία τού «Μεγάλου Τούρκου» (Gran Turco) είχε μεγαλώσει τόσο πολύ, ώστε να θέλει να κατακτήσει «όλο τον κόσμο και ιδιαίτερα την Ιταλία». Κάθε μέρα αποκτούσε κι άλλο βασίλειο και αύξανε τη δύναμή του.46
Οι Ενετοί έπρεπε να συνεχίσουν τον πόλεμο που είχαν μόλις αρχίσει, ενώ «… εκείνοι που έχουν ζήσει κακή ζωή μέχρι τώρα, που έχουν υπάρξει ένοχοι για ανθρωποκτονία, κλοπή, λεηλασία, εμπρησμό και κάθε είδους έγκλημα, έχουν τώρα την ευκαιρία να αγωνιστούν με τέτοιο τρόπο, ώστε όχι μόνο να μην υποστούν τιμωρία για αυτά τα εγκλήματα, αλλά ακόμη και να εξασφαλίσουν την πλήρη άφεση όλων των αμαρτιών τους και να επιτύχουν την αιώνια ζωή…». Σταυροί από κόκκινο πανί θα καρφώνονταν με καρφίτσες στα ενδύματα πρόσφατα κερδισμένων σταυροφόρων, που θα μπορούσαν αργότερα να ράψουν στη θέση τους το «σημάδι τής σωτηρίας» (signum salutiferum). Ειδική προσευχή θα συνόδευε την τελετή ανάληψης τού σταυρού. Εκείνοι που θα υπηρετούσαν στη σταυροφορία για έξι ή οκτώ μήνες θα έπαιρναν «πληρέστατη συγχώρεση όλων των αμαρτιών τους» (plenissima omnium peccatorum suorum remissio). Μοναχοί και μοναχές στα μοναστήρια κάθε τάγματος θα μπορούσαν να κερδίσουν την ίδια άφεση, εφοδιάζοντας έναν ένοπλο άνδρα για κάθε δέκα μέλη τού μοναστηριού τους. Οι σταυροφόροι, οι οικογένειές τους, καθώς και οι περιουσίες τους θα βρίσκονταν υπό την ειδική προστασία τής Αγίας Έδρας. Κάθε ιεροκήρυκας έπρεπε να φροντίζει για την τοποθέτηση κατάλληλης κασέλας σε μεγάλη εκκλησία κάθε πόλης ή κωμόπολης, για την συγκέντρωση των κεφαλαίων που θα συλλέγονταν. Ως συνήθως θα υπήρχαν τρία κλειδιά, εκ των οποίων ένα θα κρατούσε ο τοπικός εφημέριος ή ο αναπληρωτής του, ένα ο αρχιμανδρίτης και ένα ο ίδιος ο ιεροκήρυκας. Είχε δοθεί εντολή για την προώθηση τής ιερής υπόθεσης με ειδικές πομπές, λιτανείες και προσευχές. Οι κήρυκες είχαν εξουσιοδοτηθεί να ακούν τις εξομολογήσεις των σταυροφόρων και να τούς χορηγούν άφεση αμαρτιών. Όμως δεν θα χορηγούνταν άφεση αμαρτιών σε αιρετικούς, ενόχους σιμωνίας, δημόσια αμαρτωλούς, σε εκείνους που έκλεβαν τούς σταυροφορικούς φόρους δεκάτης, μετέφεραν όπλα στους Τούρκους ή επεδίωκαν να παρεμποδίσουν ή να αποθαρρύνουν τούς σταυροφόρους από τη μεγάλη επιχείρηση, σε τοκογλύφους που δεν προχωρούσαν ούτε σε αποκατάσταση ούτε σε οικονομικό συμβιβασμό, καθώς και σε άλλες τέτοιες κατηγορίες ανθρώπων, απαράδεκτων για τη χριστιανική πίστη.47
Η σταυροφορία κηρυσσόταν τώρα στην Πλατεία τού Αγίου Μάρκου ενώπιον μεγάλου πλήθους. Επιβάλλονταν φόροι δεκάτης, εικοστής και τριακοστής και διορίζονταν συλλέκτες. Παρ’ όλα αυτά υπήρχαν σκοτεινά σύννεφα στον ανατολικό ορίζοντα, όπως ο Βησσαρίων όφειλε να ενημερώσει την παπική κούρτη:
Μου έχει αναφερθεί πρόσφατα από ευγενείς εδώ στη Βενετία, ότι οι Ροδίτες [οι Ιππότες τού Αγίου Ιωάννη] έχουν συνάψει ειρήνη με τούς Τούρκους. Δεν μπορούσα να το πιστέψω, αλλά προχθές έλαβα επιστολές από φίλο μου από τη Χίο, που είναι συνετό άτομο και καλά ενημερωμένο. Μεταξύ άλλων γράφει, όχι χωρίς πικρία, ότι το γεγονός είναι αληθινό και αναπτύσσει πόσο μεγάλη ντροπή αποτελεί αυτό για όλους τούς χριστιανούς και πόσο μεγάλη ζημιά προκαλεί στις εν λόγω περιοχές. Πληρώνουν στον Τούρκο ως φόρο υποτέλειας (αλλά το ονομάζουν δώρο, όχι φόρο υποτέλειας) 3.000 δουκάτα, ενώ τώρα τού έχουν δώσει 5.000 σε δώρα. … Εδώ η Γερουσία έχει ασχοληθεί με τον Σκεντέρμπεη με αυτόν τον τρόπο. Τού στέλνουν τώρα δώρο 4.000 δουκάτων για το επόμενο καλοκαίρι. Στις αρχές τής άνοιξης θα τού στείλουν πεντακόσιους ιππείς και ίδιο αριθμό πεζών στρατιωτών. Εκεί πέρα [στην Αλβανία] θα τον εφοδιάσουν με επιδοτήσεις για δέκα περίπου χιλιάδες άνδρες, που θα μπορέσουν να κάνουν πόλεμο με τον Τουρκο. …48
Όμως καθώς ο Σκεντέρμπεης μελετούσε τον ρόλο του στην επερχόμενη επίθεση, φαινόταν να έχει κάποια αμφιβολία ως προς το πιθανό αποτέλεσμα. Σκεπτόμενος το δικό του μέλλον, είχε στείλει πρεσβεία στη Βενετία και είχε ζητήσει τη διαβεβαίωση ότι αν οι Τούρκοι κατάφερναν να τον διώξουν από την Αλβανία, η Σινιορία θα τού έδινε γη σε ενετικό έδαφος, «ώστε αυτός να είναι σε θέση να ζει με την ελπίδα τής επιστροφής στο δικό του κράτος». Οι απεσταλμένοι του έλαβαν τη μάλλον ασαφή διαβεβαίωση ότι η Δημοκρατία σίγουρα θα το έπραττε.49
Από την εποχή τής διάσκεψης τής Μάντουα είχαν υπάρξει ατέλειωτες συζητήσεις για τη σταυροφορία και πολλά παράπονα των ανθρώπων για τις σταυροφορικές επιβολές. Μετά την αναχώρησή του από τη Μάντουα ο Πίος Β’ είχε σταματήσει για λίγο στη Μπολώνια στα τέλη Ιανουαρίου 1460. Στη συνέχεια, με την έναρξη τής Σαρακοστής, παπικό σημείωμα είχε διαβαστεί στην εκκλησία τού Αγίου Πετρωνίου στη Μπολώνια, με το οποίο κάθε λαϊκός, άνδρας ή γυναίκα, έπρεπε να καταβάλει το ένα τριακοστό τού εισοδήματός του και οι ιερείς έπρεπε να καταβάλουν το ένα δέκατο. Η επιβάρυνση θα ίσχυε για τρία χρόνια. Σύμφωνα με το Χρονικό τής Μπολώνια, όποιος αρνιόταν να πληρώσει θα στερούνταν εξομολόγηση και κοινωνία: «Έτσι πολλοί άνθρωποι, που δεν ήσαν πρόθυμοι να πληρώσουν τέτοια ποσά, ούτε εξομολογούνταν, ούτε κοινωνούσαν. Τον φόρο αυτόν δεν τον εισέπρατταν από καμία πόλη, παρά μόνο από τη Μπολώνια.50 Σημείωσε, εσύ που διαβάζεις, ότι ο πάπας είπε ότι ήθελε αυτές τις πληρωμές για να κάνει πόλεμο εναντίον των Τούρκων, αλλά αυτό δεν ήταν αλήθεια, γιατί έκανε το αντίθετο. Ήταν καθαρή ληστεία».51
Όποια κι αν ήταν η στάση τής Μπολώνια, από την εποχή τής αποστολής Βησσαρίωνα το καλοκαίρι τού 1463 οι Ενετοί έβλεπαν την ανάγκη υποστήριξης τής σταυροφορίας. Δέκα χρόνια είχαν περάσει από την πτώση τής Κωνσταντινούπολης. Οι Τούρκοι γίνονταν όλο και μεγαλύτερη απειλή για τις ενετικές αποικίες στην Ανατολική Μεσόγειο. Νίκη θα σήμαινε απαλλαγή από συνεχή φόβο και απογοήτευση, ενδεχομένως αύξηση τού πλούτου στη Δημοκρατία και ακόμη πιο ωραία κτίρια στο Μεγάλο Κανάλι. Ίσως η ενετική φιλοδοξία προχωρούσε ακόμη περισσότερο και οι ευγενικοί έμποροι στη λιμνοθάλασσα μοιράζονταν οι ίδιοι κάποιες από τις ιδέες, τις οποίες ο Πίος Β’ αποδίδει στον Οττόνε ντε Νικκολίνι, τον Φλωρεντινό πρέσβη στην παπική κούρτη:
Παναγιώτατε, τι σκέφτεστε; Πρόκειται να κηρύξετε πόλεμο στους Τούρκους, αναγκάζοντας ίσως την Ιταλία να γίνει υπήκοος των Ενετών; Ό,τι θα κερδηθεί στην Ελλάδα διώχνοντας τούς Τούρκους θα γίνει περιουσία των Ενετών, οι οποίοι, μετά την υποδούλωση τής Ελλάδας, θα απλώσουν τα χέρια τους στην υπόλοιπη Ιταλία. … Τούς βοηθάτε σε αυτό ευθυγραμμιζόμενος μαζί τους εναντίον των Τούρκων και δεν βλέπετε σε τι είδους άβυσσο εκσφενδονίζετε την Ιταλία. Υφαίνετε δίχτυ διαρκούς δουλείας για τη χώρα σας. Για να μην αναφέρω τις ζημιές για την Ιταλία, άραγε τι θα γίνει με την Εκκλησία τής Ρώμης;
Ο Νικκολίνι δεν ήταν δυσαρεστημένος που η Βενετία βρισκόταν τελικά σε πόλεμο με την Πύλη. Κατά τη γνώμη του και οι δύο δυνάμεις απειλούσαν την ευημερία τής Ιταλίας και έπρεπε να αφεθούν να εξαντλήσει η μία την άλλη, πράγμα που θα ήταν πολύ καλό. Ο Πίος, που δεν αγαπούσε ιδιαίτερα τούς Ενετούς, απαντούσε σε αυτά:
… Παραδεχόμαστε ότι οι Ενετοί, όπως όλοι οι άνθρωποι, επιθυμούν περισσότερα από αυτά που έχουν. Ότι έχουν στόχο την κυριαρχία στην Ιταλία και τολμούν να φιλοδοξούν να γίνουν κύριοι τού κόσμου. Αλλά αν οι Φλωρεντινοί έφταναν στη δύναμη των Ενετών, θα είχαν επίσης την ίδια φιλοδοξία για αυτοκρατορία. Αποτελεί κοινό λάθος ότι κανένας δεν είναι ικανοποιημένος με αυτά που έχει. Κανενός κράτους τα εδάφη δεν είναι αρκετά πλατιά. … Θα προτιμούσατε να υπακούτε στη Βενετία ή στους Τούρκους; … Εμείς προτρέψαμε τούς Ενετούς να κάνουν πόλεμο για την υπεράσπιση τής θρησκείας. Έχουν υπακούσει. Τώρα, όταν ζητήσουν βοήθεια, πρέπει να την αρνηθούμε; … Αρκεί σε εμάς, ότι αν η Βενετία κατακτήσει, θα νικήσει ο Χριστός.52
Στη συνομιλία την οποία έτσι αναφέρει ο Πίος Β’ ότι είχε με τον πρεσβευτή τής Φλωρεντίας Νικκολίνι (στα τέλη Σεπτεμβρίου 1463), ο τελευταίος επαναλάμβανε απλώς τις γνωστές απόψεις τού γέρου Κόσιμο των Μεδίκων για την εξωτερική πολιτική τής Φλωρεντίας. Από την εποχή τής ανάληψης τής εξουσίας στο Μιλάνο από τον Φραντσέσκο Σφόρτσα (με τη βοήθεια κεφαλαίων των Μεδίκων), ο Κόσιμο είχε επιμείνει σε συμμαχία με το Μιλάνο κατά τής υπερβολικής ισχύος τής Βενετίας. Αν ο Τούρκος αποδυνάμωνε τη Βενετία, τόσο το καλύτερο για τον Τούρκο. Ο Κόσιμο, σαν καλός Χριστιανός, χωρίς αμφιβολία αισθανόταν ότι το μυαλό του και τα συναισθήματά του βρίσκονταν σε διαφωνία στο ζήτημα τής σταυροφορίας. Όμως ο Κόσιμο δεν θα μπορούσε να βλέπει με συμπάθεια τις προσπάθειες τού Πίου να ενισχύσει τον παπικό έλεγχο επί τής Ρομάνια και τής Ούμπρια, οι οποίες περιέβαλλαν την Τοσκάνη από τα βόρεια, τα ανατολικά και τα νότια. Συμμαχία με το Μιλάνο εναντίον τής Βενετίας, συνεννόηση με τη Νάπολη κατά τού παπισμού, αυτή έτεινε να είναι η εξωτερική πολιτική των Μεδίκων για περίπου μισό αιώνα. Οι αστοί στον Άρνο ήθελαν ειρήνη στην Ιταλία, που ήταν καλή για επιχειρήσεις και ασφαλέστερη για αυτούς, αλλά ήθελαν επίσης κυριαρχία επί τής Τοσκάνης (συμπεριλαμβανομένων τής Σιένα και τής Λούκκα), ενώ εύρισκαν μερικές φορές αυτούς τούς δύο στόχους ασυμβίβαστους μεταξύ τους. Αλλά όσο πολύπλοκη κι αν γινόταν η θέση τους από αυτή την άποψη, η παράταξη των Μεδίκων στη Φλωρεντία ήσαν βέβαιοι ότι δεν επιθυμούσαν να συμμετάσχουν σε σταυροφορία εναντίον τού «Μεγάλου Τούρκου» (Gran Turco), ο οποίος μπορεί να κατόρθωνε να διαλύσει την ενετική αυτοκρατορία στην Ανατολική Μεσόγειο. Θα συνεισέφεραν στην υπόθεση μόνο τόσο, όσο θα απαιτούσαν από αυτούς η κοινή γνώμη και οι περιστασιακές τύψεις συνείδησης.
Είναι λοιπόν σαφές ότι η σταυροφορία δεν επρόκειτο να είναι δημοφιλής στην Ιταλία, αν μια χριστιανική νίκη επί των Τούρκων επρόκειτο να είναι επίσης ενετική νίκη. Η αποστολή τού Βησσαρίωνα το καλοκαίρι τού 1463 αντιμετωπιζόταν με κάποια καχυποψία. Ο χρονικογράφος από τη Μπρέσσια Κριστόφορο ντα Σόλντο μάς πληροφορεί ότι όσο ήταν στη Βενετία ο Βησσαρίων έκανε ό,τι τού έλεγε η Σινιορία να κάνει (και σίγουρα τα πήγαινε καλά με τούς Ενετούς, τούς οποίους θαύμαζε). Ο Κριστόφορο δείχνει ότι η σταυροφορία κηρύχθηκε ευρέως στη Βόρεια Ιταλία. Όσο περισσότερο πλήρωνε κανείς, τόσο μεγαλύτερη ήταν η άφεση των αμαρτιών του. Μάλιστα με είκοσι δουκάτα αγοραζόταν πλήρης άφεση αμαρτιών. Όμως οι παραινέσεις των κηρύκων λίγα πράγματα πέτυχαν στη Μπρέσσια και υπήρχαν λίγοι που πλήρωσαν, γιατί η όλη προσπάθεια φαινόταν σαν «τέχνασμα για να πάρουν χρήματα» (cattaria de dinari). Tην εποχή τού καρναβαλιού τού 1464 ένας Φραγκισκανός μοναχός που ονομαζόταν Ρομπέρτο εμφανίστηκε στη Μπρέσσια, πολύ αποτελεσματικός ιεροκήρυκας, αλλά δεν μπόρεσε να πείσει τούς κατοίκους να πληρώσουν την επιβολή. Έθεσε περίοδο δεκαπέντε ημερών, μετά την οποία σε εκείνους που δεν θα είχαν πληρώσει θα επιβαλλόταν η ποινή τού μεγαλύτερου αφορισμού, στην οποία θα συμπεριλαμβάνονταν ιερείς, μοναχοί και όλοι οι ενορίτες. Η προθεσμία τού Ρομπέρτο έληξε την Παρασκευή 16 Μαρτίου 1464. Πολύ λίγοι είχαν πληρώσει. Επομένως την Κυριακή, στις 18 τού μηνός, ο Ρομπέρτο κήρυξε από τον άμβωνα τής Μητρόπολης (Duomo) και απήγγειλε κατάρα για όσους είχαν αρνηθεί να πληρώσουν, καθώς και σε όποιον ιερέα ή μοναχό χορηγούσε άφεση αμαρτιών σε οποιονδήποτε τέτοιο δράστη. «Οι άνθρωποι τής Μπρέσσια δεν σεβάστηκαν ιδιαίτερα τον αφορισμό και την κατάρα, ειδικά εκείνοι που είχαν κάποια κατανόηση, γιατί γνώριζαν ότι δεν είχε καμιά αρμοδιότητα να διακηρύξει τέτοιον αφορισμό». Όμως ο χαμηλότερος λαός φοβήθηκε και πολλοί από αυτούς πλήρωσαν τελικά το ένα τριακοστό τού εισοδήματός τους.53
Οι Ενετοί, έχοντας από καιρό διστάσει να αντιμετωπίσουν τον «Μεγάλο Τούρκο» (Gran Turco), έλπιζαν τώρα να κατακτήσουν ολόκληρο τον Μοριά, που λεγόταν ότι άξιζε 300.000 δουκάτα ετησίως σε τέλη και δασμούς. Οι περισσότεροι από τούς ανθρώπους τής εποχής πίστευαν ότι οι Ενετοί ενδιαφέρονταν μόνο για τα εμπορικά τους συμφέροντα και όχι για την τύχη τής ανατολικής χριστιανοσύνης. Αυτή ήταν σίγουρα η γνώμη τού πάπα Πίου Β’, ο οποίος μάς ενημερώνει με κάποιες λεπτομέρειες για την ενετική προετοιμασία. Μεγάλες δυνάμεις ιππικού καθώς και πεζικό στάλθηκαν στον Μοριά από την Ιταλία. Τρεις χιλιάδες τοξότες είχαν προσληφθεί από την Κρήτη, πολλοί Αλβανοί είχαν στρατολογηθεί, ενώ ο Πίος εκτιμά ότι ο ενετικός «στρατός θα μπορούσε να πάει στη μάχη με περισσότερους από τριάντα χιλιάδες μαχητές». Ο στόλος τού Λορεντάν είχε ενισχυθεί ιδιαίτερα. «Το υποτιθέμενο αντικείμενο τού πολέμου», μάς πληροφορεί ο πάπας, «ήταν να αποτρέψουν την επιθετικότητα και να υπερασπιστούν τη χριστιανική θρησκεία. [Οι Ενετοί] κατηγορούσαν τούς Τούρκους για κατάληψη τού Άργους και λεηλασία τού Λεπάντο (Ναυπάκτου) κατά παράβαση τής συνθήκης». Όμως προσθέτει τα εξής σε δύο ενδιαφέροντα και χαρακτηριστικά αποσπάσματα, τα οποία έχουν διαγραφεί από τις έντυπες εκδόσεις των Απομνημονευμάτων του:
Καμία από αυτές τις σκέψεις δεν ώθησε τούς Ενετούς να εξοπλίσουν τόσο ισχυρό στόλο και να υποστούν τέτοια βαριά δαπάνη. Οι έμποροι δεν ενδιαφέρονται καθόλου για τη θρησκεία και μίζεροι άνθρωποι δεν θα ξοδέψουν χρήματα για να εκδικηθούν γι’ αυτήν. Ο λαός δεν βλέπει κακό στην ατίμωση, αν τα χρήματά του είναι ασφαλή. Ήταν η σφοδρή επιθυμία για εξουσία και η ακόρεστη απληστία για κέρδος αυτή που έπεισε τούς Ενετούς να εξοπλίσουν τέτοιες δυνάμεις και να υποστούν τέτοια δαπάνη. … [Οι Ενετοί σκέφτονταν μόνο ότι ο Μοριάς ήταν ένα από τα κέντρα τού παγκόσμιου εμπορίου, που παρήγαγε σε αφθονία κρασί, σιτάρι και όλα τα άλλα αναγκαία για τη ζωή.] Τούς είχε καταλάβει η επιθυμία να κατακτήσουν μια πολύ πλούσια επαρχία. Ξόδευαν χρήματα για να βγάλουν περισσότερα χρήματα. Ακολουθούσαν τα φυσικά τους ένστικτα. Βρίσκονταν έξω για εμπόριο και ανταλλαγή. Τούς είχε παροτρύνει σε αυτό μια συνωστισμένη πόλη, που δεν μπορούσε πια να αντέξει τον εαυτό της. Εκείνοι τούς οποίους αποκαλούν ευγενείς, οι οποίοι έχουν τον έλεγχο τής κυβέρνησης, είχαν αυξηθεί σε σημαντικό βαθμό, αν και όλοι είναι σκλάβοι στα ανέντιμα επαγγέλματα τού εμπορίου. Νόμιζαν ότι έπρεπε να στήσουν αποικία και ότι δεν υπήρχε καλύτερο μέρος από την Πελοπόννησο για να ιδρύσουν αποικία. Αυτές ήσαν οι πραγματικές αιτίες, για τις οποίες εξόπλισαν στόλο. Όλες οι άλλες ήσαν προσποιητές. Είναι ανόητος όποιος νομίζει ότι ένας λαός μπορεί να πειστεί για ευγενείς πράξεις αν δεν έχει δικό του υλικό όφελος.54
Η ενετική άποψη ήταν αναμφίβολα εκείνη που αποδόθηκε στον δόγη Λεονάρντο Ντονάτο, ενάμιση περίπου αιώνα αργότερα, κατά τον ανταγωνισμό με τον πάπα Παύλο Ε’ επί τού ζητήματος τής αύξησης των εκκλησιαστικών ιδιοκτησιών στη Βενετία. Σύμφωνα με την άποψη αυτή, οι πολίτες τής Δημοκρατίας ήσαν τόσο καλοί χριστιανοί, όσο και ο πάπας (Siamo Cristiani quanto il papa).
Οι Ενετοί φαίνονταν να κάνουν καλή αρχή, τώρα που είχαν εμπλακεί σε πόλεμο κατά των Τούρκων. Διόρισαν διοικητή των χερσαίων δυνάμεων στον Μοριά τον νεαρό μαρκήσιο Μπερτόλντο ντ’ Έστε, συγγενή τής κυβερνώσας οικογένειας τής Φερράρα και τής Mόντενα. Το Άργος ανακαταλήφθηκε στις αρχές Αυγούστου με λίγη δυσκολία55 και το λάβαρο με το λιοντάρι τού ευαγγελιστή ανέμισε ξανά στο γραφικό ύψωμα τής Λάρισσας. Tο Εξαμίλιον παρέμενε το σύμβολο τής ασφάλειας κατά των Τούρκων, η γραμμή Μαζινό τού Μοριά, όχι μόνο για τούς Έλληνες, αλλά ακόμη, σε πρώτη φάση, για τούς Ενετούς. Όμως ήταν μάταιο πράγμα για την ασφάλεια, αφού είχε ανακατασκευαστεί και καταστραφεί περίπου οκτώ ή εννέα φορές στα σαράντα χρόνια από το 1423 μέχρι το 1463. Στις δύο πρώτες εβδομάδες τού Σεπτεμβρίου τού τελευταίου αυτού έτους οι Ενετοί το ανακατασκεύασαν με μεγάλους πέτρινους ογκόλιθους, χρησιμοποιώντας, όπως λέγεται, τριάντα χιλιάδες άνδρες στο έργο. Εκατόν τριανταέξι αμυντικοί πύργοι χτίστηκαν κατά διαστήματα στα έξι μίλια τού μήκους του. Ένα ιερό αφιερωμένο στον Άγιο Μάρκο κατασκευάστηκε στο κέντρο τού τείχους, που προστατευόταν επιπλέον με βαθιά τάφρο. Οι Ενετοί άρχιζαν τώρα την πολιορκία τής Κορίνθου. Ο Oμάρ μπέης σύντομα εμφανίστηκε μπροστά στο Εξαμίλιον, αλλά έπρεπε να απομακρυνθεί από το βεληνεκές των ενετικών κανονιών. Υπήρξε σειρά συγκρούσεων μεταξύ των ενετικών και τουρκικών δυνάμεων νότια τού μεγάλου τείχους. Όμως στις 20 Οκτωβρίου οι Ενετοί ηττήθηκαν άσχημα και ο Μπερτόλντο ντ’ Έστε πληγώθηκε θανάσιμα, χτυπημένος στο κεφάλι από πέτρα. Πέθανε έξω από την Κόρινθο στις 4 Νοεμβρίου 1463. Η πολιορκία τής πόλης έπρεπε να εγκαταλειφθεί. Οι Ενετοί αποσύρθηκαν στο Εξαμίλιον και στο Ναύπλιο.56
O Oμάρ μπέης, «φλαμπουλάρης τού Μοριά» (flambulare della Morea), που δεν είχε τολμήσει να επιτεθεί στο Εξαμίλιον με τα δικά του ανεπαρκή στρατεύματα, είχε απευθύνει έκκληση για ενισχύσεις. Περίμενε τώρα την άφιξη τού Mαχμούτ πασά, τις πιθανότητες τού οποίου να καταλάβει το τείχος θεωρούσε όμως αμφίβολες. Μάλιστα συμβούλευσε τον Μαχμούτ πασά να μη συνεχίσει την προέλασή του, αλλά να ενημερώσει τον σουλτάνο ότι μπροστά του βρισκόταν μεγάλη επιχείρηση. Ανέφερε ότι ο ίδιος είχε πλησιάσει πολύ κοντά στον ενετικό στρατό και είχε δει περισσότερα από δύο χιλιάδες (μικρά) κανόνια και τετρακόσιες μπομπάρδες, καθώς και τοξότες και ασπιδοφόρους. Μια τέτοια δύναμη σίγουρα δεν θα επέτρεπε τουρκική στρατοπέδευση στον Ισθμό. Παρ’ όλα αυτά ένας Αλβανός αγγελιοφόρος από την Τουρκοκρατούμενη Κόρινθο κατευθύνθηκε στον Μαχμούτ στη Θεσσαλία, για να τον παροτρύνει να συνεχίσει προς νότο, γιατί οι Ενετοί δεν περίμεναν επίθεση. Ο Μαχμούτ αποφάσισε να δοκιμάσει. Είχε ήδη αποφασίσει να έρθει μέχρι τη Λιβαδειά στη Βοιωτία. Μόλις έφτασε εκεί, πήρε την εκπληκτική είδηση ότι οι Ενετοί είχαν εγκαταλείψει το Εξαμίλιον.
Εκείνο το βράδυ έκανε προετοιμασίες για την προέλασή του. Κατά τη διάρκεια τής νύχτας αποσύρθηκε από την περιοχή των Πλαταιών, διερχόμενος από τα περάσματα τού Κιθαιρώνα υπό την κάλυψη τού σκότους. Με το ξημέρωμα είχε φθάσει στον Ισθμό, πάνω στην ώρα για να δει τα ενετικά πλοία να μπαίνουν στη θάλασσα. Η ενετική ανώτατη διοίκηση, απογοητευμένη από την πρόσφατη ήττα της και με τα στρατεύματά της να πάσχουν από δυσεντερία, είχε αποφασίσει να οπισθοχωρήσει στο Ναύπλιο. Ο Μαχμούτ πασάς βρήκε λοιπόν τον Ισθμό εγκαταλειμμένο. Στρατοπέδευσε εκεί για λίγο και στη συνέχεια κατευθύνθηκε προς το Άργος μέσω Κορίνθου. Το Εξαμίλιον καταστράφηκε. Έχοντας χτιστεί εν μέρει χωρίς κονίαμα, ήταν ευκολότερο να γκρεμιστεί παρά να χτιστεί. Λεηλατήθηκαν τα απομεινάρια τού στρατοπέδου των Ενετών στα Ίσθμια, ενώ Τούρκοι ιππείς και γενίτσαροι καταδίωξαν τα αποκομμένα ενετικά στρατεύματα μέχρι το Ναύπλιο. Εδώ, με εξόρμηση που έγινε από την πόλη, επικεφαλής τής οποίας ήταν κάποιος Τζιοβάννι ντέλλα Τέλα, οι Τούρκοι απωθήθηκαν με βαριές απώλειες. Όμως τα στρατεύματα τού Μαχμούτ ανέκτησαν το Άργος με την πρώτη επίθεση. Ο Χαλκοκονδύλης λέει ότι συνέλαβαν την ενετική φρουρά εβδομήντα ανδρών, τούς οποίους έστειλαν στον σουλτάνο στην Ισταμπούλ. Σύμφωνα με τον Κριτόβουλο, ο Μαχμούτ έστειλε όλους τούς κατοίκους τού Άργους να προστεθούν στον πληθυσμό τής Ισταμπούλ και ισοπέδωσε τη μωραΐτικη πόλη. Τουρκική φρουρά τοποθετήθηκε προφανώς στο κάστρο Λάρισσα στην κορυφή τού λόφου. Τα στρατεύματα τού Μαχμούτ κατευθύνθηκαν επίσης στο νότιο τμήμα τού Μορέως. Διάφορες πόλεις και φρούρια που είχαν ετοιμαστεί να αναγνωρίσουν την αρχή τής Βενετίας επέστρεψαν γρήγορα στην υποταγή στους Οθωμανούς. Ο Mαχμούτ και το κύριο σώμα τού στρατού διέσχισαν την περιοχή τής Τεγέας μέχρι το Λεοντάρι. Ο Ισά μπέης απομακρύνθηκε από τη διοίκηση τού Μοριά. Ο Zαγάν πασάς αποκαταστάθηκε στο αξίωμα και στάλθηκε στην Πάτρα και σε ορισμένους άλλους τόπους στο βόρειο τμήμα τής χερσονήσου, για να επιθεωρήσει τις οχυρώσεις τους και να τούς εφοδιάσει με τρόφιμα και άλλα αναγκαία. Ύστερα ο Μαχμούτ πασάς διέταξε τον Ομάρ μπέη να αναλάβει τη διοίκηση τού στρατού, ο οποίος τότε περιλάμβανε περίπου είκοσι χιλιάδες άνδρες και να επιτεθεί στην ενετική επικράτεια στον νότο. Ολόκληρο το καθεστώς τής Δημοκρατίας στον Μοριά σώθηκε πιθανότατα από την έλευση τού χειμώνα.57
Σύμφωνα με τον Χαλκοκονδύλη, ο Ομάρ μπέης επέδραμε στην περιοχή τής Μεθώνης με τον στρατό που είχε πλέον τεθεί υπό τις διαταγές του, κατέλαβε μια μικρή πόλη και έστειλε περίπου πεντακόσιους αιχμαλώτους στον Μαχμούτ πασά, ο οποίος είχε ανακληθεί στην Ισταμπούλ από τον σουλτάνο Mεχμέτ.58 Οι πεντακόσιοι αιχμάλωτοι στάλθηκαν επίσης στην Ισταμπούλ, όπου ο Μωάμεθ έβαλε να τούς κόψουν όλους στα δύο, βαρβαρότητα η οποία στην περίπτωσή του δεν χρειάζεται να διεγείρει αδικαιολόγητη δυσπιστία. Όμως πηγή μας είναι ο Χαλκοκονδύλης, ο οποίος έζησε και έγραψε στην Αθήνα, μακριά από τη σκηνή τής αποτρόπαιης αυτής μαζικής εκτέλεσης. Μπορεί ίσως να αναπαρήγαγε μια ιστορία η οποία λεγόταν τότε στο εξωτερικό, τής οποίας υπάρχει μάλιστα και συνέχεια (λέγεται δε…). Λεγόταν ότι ένα βόδι είχε πάει ανάμεσα στα κομμένα στα δύο σώματα, με πένθιμο μουγκανητό, και είχε βάλει μαζί τα δύο μισά ενός σώματος, αν και βρίσκονταν πεταμένα σε σημαντική απόσταση μεταξύ τους. Αυτό που ήταν ακόμη πιο αξιοσημείωτο, ήταν ότι την επόμενη μέρα, όταν τα δύο μισά αυτού τού σώματος είχαν χωριστεί και πάλι, το βόδι τα αναζήτησε ανάμεσα σε όλα τα υπόλοιπα τής σφαγής και τα έβαλε πάλι μαζί. Ο προληπτικός σουλτάνος, ο οποίος είχε δει με τα μάτια του το δεύτερο (και πιο εντυπωσιακό) θαύμα, διέταξε να ταφούν τα δύο μισά αυτού τού σώματος και να τοποθετηθεί το βόδι στον αυτοκρατορικό κήπο τού παλατιού (Σεράι), για να ζήσει εύκολη ζωή ως προάγγελος αβέβαιου μέλλοντος. Ο σουλτάνος πίστευε ότι σε αυτή την ασυνήθιστη περίπτωση είχε δει σημάδι καλής τύχης για τούς ανθρώπους, στους οποίους ανήκε το άτυχο θύμα. Όμως δεν υπήρχε τρόπος να ξέρουν αν ήταν Ενετός ή Αλβανός.59 Ασφαλώς δεν ήταν Έλληνας και προφανώς δεν θα μπορούσε να είναι Τούρκος.
Στις 12 Σεπτεμβρίου 1463 οι Ενετοί και ο βασιλιάς Ματίας Κορβίνους τής Ουγγαρίας δεσμεύτηκαν σε σταυροφορία, ενώ στις 19 Οκτωβρίου οι πολιτικοί τής Δημοκρατίας σχημάτισαν συμμαχία εναντίον των Τούρκων με τον πάπα Πίο Β’ και τον δούκα τής Βουργουνδίας Φίλιππο τον Καλό για περίοδο τριών ετών.60 Τον προηγούμενο Ιούλιο ο Κορβίνους είχε κάνει επιτέλους ειρήνη με τον αυτοκράτορα Φρειδερίκο Γ’ τής Γερμανίας, ο οποίος, όπως είδαμε, εποφθαλμιούσε ο ίδιος τον ουγγρικό θρόνο. Ο Κορβίνους είχε τότε υποσχεθεί την πλήρη αξιοποίηση όλων των πόρων του στον πόλεμο κατά των Τούρκων, αναμφίβολα καθησυχασμένος από την ευτυχή τροπή που έπαιρναν τα πράγματα. Οι Ενετοί αναλάμβαναν τώρα να εξοπλίσουν σαράντα γαλέρες για επιθετική δράση.61 Στα τέλη Σεπτεμβρίου ο Κορβίνους εισήλθε στη Βοσνία με στρατό τεσσάρων χιλιάδων περίπου ανδρών, προχωρώντας χωρίς σοβαρή αντίσταση μέχρι την πόλη τής Γιάιτσε. Η κάτω πόλη έπεσε στα χέρια του μετά από τέσσερις ημέρες, αν και οι γενίτσαροι στο πάνω φρούριο χρειάστηκε να υποχρεωθούν σε λιμοκτονία μέχρι να παραδοθούν, αλλά παραδόθηκαν τελικά στις 16 Δεκεμβρίου. Στους περισσότερους αιχμαλώτους προσφέρθηκαν οι εναλλακτικές λύσεις είτε να ενταχθούν στον ουγγρικό στρατό ή να αναχωρήσουν χωρίς όπλα. Ο Κορβίνους χάριζε παντού τη ζωή στις τουρκικές φρουρές. Ο διοικητής τής φρουράς τής Γιάιτσε και τετρακόσιοι επιλεγμένοι αιχμάλωτοι μεταφέρθηκαν στην Ουγγαρία, παρέχοντας αδιάψευστη απόδειξη τής νίκης επί των Τούρκων. Κατά τη διάρκεια τής εκστρατείας του ο Κορβίνους έστειλε απεσταλμένο στη Βενετία, αναζητώντας κεφάλαια για να συνεχίσει την επιτυχία του. Η Γερουσία εξέφρασε τη λύπη της, που δεν μπορούσε να τον βοηθήσει. Αφότου είχαν εισέλθει στον πόλεμο, οι χερσαίες δυνάμεις και ο στόλος τούς κόστιζαν περισσότερα από 600.000 δουκάτα σε ετήσια βάση.62 Έτσι τουλάχιστον είπαν στον απεσταλμένο. Όμως με ή χωρίς τη βοήθεια τής Δημοκρατίας, λέγεται ότι ο Κορβίνους έχει καταλάβει εξήντα τόπους στη Βοσνία, πολλούς από αυτούς οχυρωμένους. Πίστευαν ευρέως ότι η νίκη είχε επαναφέρει τη Βοσνία στη χριστιανοσύνη και εξασφάλιζε το μέλλον τής Ερζεγοβίνης.63 Τα πράγματα δεν ήσαν έτσι, αλλά τον Ιούλιο και Αύγουστο τού 1464 το φρούριο τής Γιάιτσε άντεξε σε φοβερή πολιορκία, στην οποία υποβλήθηκε υπό την προσωπική διοίκηση τού σουλτάνου Μωάμεθ Β’, ο οποίος, μαθαίνοντας τα νέα τής προέλασης τού Κορβίνους από τον Σάβα, αναγκάστηκε να ρίξει τα βαριά κανόνια του στο ποτάμι, να εγκαταλείψει τις αποσκευές του και να υποχωρήσει προς τη Σόφια. Όμως νέος τουρκικός στρατός συγκεντρώθηκε γρήγορα στη Σόφια. Ο σουλτάνος τον ανέθεσε στον Μαχμούτ πασά, απέναντι στον οποίο ο Κορβίνους με τη σειρά του τράπηκε σε φυγή προς βορρά. Η Βοσνία είχε σε μεγάλο βαθμό ερημωθεί. Παρέμενε στο μεγαλύτερο μέρος της στα χέρια των Τούρκων, οι οποίοι εξαπέλυσαν επαναλαμβανόμενες αλλά μάταιες επιθέσεις επί τής Γιάιτσε (η οποία το 1472 έγινε πρωτεύουσα τού Νικολάου Ουζλάκυ, τον οποίο ο Κορβίνους έκανε ηγεμόνα τού νέου βασιλείου τής Βοσνίας). Κάποιες από τις δυσκολίες τού Μωάμεθ Β’ το 1464 είχαν σχέση με την κακή κατάσταση τής υγείας του. Όπως και ο πατέρας του, έδειχνε τώρα ισχυρή τάση προς το πάχος. Οι καταχρήσεις και οι κακουχίες των συνεχών εκστρατειών άρχιζαν να αφήνουν τα ανεξίτηλα σημάδια τους στον οργανισμό του. Όταν επέστρεψε στην Ισταμπούλ στο τέλος αυτού τού καλοκαιριού ηττών, παρέμεινε στην πρωτεύουσα για περισσότερο από ένα χρόνο.64
Στις αρχές τού 1464 η Δημοκρατία τού Αγίου Μάρκου έκανε αλλαγές στις διοικήσεις της, τόσο στη στεριά όσο και στη θάλασσα. Ο Σιγκισμόντο Παντόλφο Μαλατέστα, ο τύραννος τού Ρίμινι, τον οποίον ο Πίος Β’ θεωρούσε ως «πρίγκηπα τής κακίας»65 αλλά καλό στρατιώτη, έγινε γενικός διοικητής των χερσαίων δυνάμεων στον Μοριά, ενώ ο Ορσάτο Τζουστινιάν αντικαθιστούσε ως ναύαρχος στο Αιγαίο τον Αλβίζε Λορεντάν, ο οποίος ήταν άρρωστος. Ο Τζουστινιάν διατάχθηκε να καταλάβει αν μπορούσε τη Μυτιλήνη.66 Η Γερουσία σχεδίαζε να κρατήσει τούς Τούρκους απασχολημένους σε όλα τα μέτωπα. Στις 5 Απριλίου (1464) ενημέρωσαν τον Τζουστινιάν ότι στρατολογούσαν «πολεμιστές με πανοπλίες και πεζικό» (gentes armigerae et pedites) σε μεγάλους αριθμούς, για να τούς στείλουν στην Αλβανία το συντομότερο δυνατό, να πολεμήσουν μαζί με τον Σκεντέρμπεη και τούς αντι-Τούρκους οπλαρχηγούς.67 Την ίδια μέρα έγραφαν στον Αλβίζε Φοσκαρίνι, τον απεσταλμένο τους στην Αγία Έδρα, ότι είχαν προσφάτως μάθει από τον Τζάκοπο Ζάνε, τον υποπρόξενό τους στη Νάπολη, ότι ο Σκεντέρμπεης είχε πάει στην αυλή τού βασιλιά Φερράντε και σύντομα θα επισκεπτόταν τον πάπα. Ο Φοσκαρίνι έπρεπε να κάνει επίσημη επίσκεψη στον Σκεντέρμπεη, αν και όταν ερχόταν στην παπική κούρτη, να τού κάνει ιδιαίτερες τιμές και να βοηθήσει τον πάπα να τον επισπεύσει προς τη Βενετία, όπου, όπως καταλάβαιναν, προγραμμάτιζε επίσης να εμφανιστεί. Όσο πιο γρήγορα ερχόταν στη Βενετία, τόσο πιο γρήγορα θα μπορούσε να επιστρέψει στην Αλβανία, όπου η παρουσία του θα ήταν απολύτως απαραίτητη στην επερχόμενη επίθεση εναντίον των Τούρκων.68
Ο Ορσάτο Τζουστινιάν, σύμφωνα με τις οδηγίες που είχε, επιτέθηκε στο νησί τής Λέσβου τον Απρίλιο και τον Μάιο, πολιορκώντας την πόλη τής Μυτιλήνης για έξι βδομάδες, μέχρις ότου ο Μαχμούτ πασάς με μεγάλο οθωμανικό στόλο τον υποχρέωσε σε εσπευσμένη αποχώρηση (στις 18 Μαΐου 1464).69 Ο Τζουστινιάν έκανε άλλη μια προσπάθεια κατά τής Λέσβου τον επόμενο μήνα, αλλά απέτυχε κι αυτή. Στις αρχές Ιουλίου έπλευσε στη Μεθώνη, όπου και πέθανε στις 11 τού μηνός, εντελώς αποθαρρυμένος. Ήδη ο πόλεμος έπαιρνε φόρο ζωής από τούς Ενετούς διοικητές. Διορίστηκε στη θέση του ο Τζάκοπο Λορεντάν και ξεκίνησε για τη Ρόδο με σαρανταδύο γαλέρες. Από το καταφύγιο των Ιωαννιτών όργωνε το ανατολικό Αιγαίο μέχρι την Τένεδο, κάνοντας εντυπωσιακή επίδειξη δύναμης στο στόμιο των Δαρδανελλίων, με την οποία δεν πέτυχε τίποτε.70
Οι Ενετοί είχαν διορίσει τον Σιγκισμόντο Μαλατέστα διοικητή των χερσαίων δυνάμεών τους στον Μοριά, μόνον όταν είχε γίνει απολύτως σαφές ότι κανένας άλλος Ιταλός οπλαρχηγός (κοντοττιέρε) δεν θα δεχόταν τη θέση. Φοβούνταν την εντύπωση που θα έκανε ο διορισμός του στην παπική κούρτη. Ο Πίος Β’ ήθελε να διατηρήσει τον Μαλατέστα στις δυσχερείς συνθήκες στις οποίες αυτός είχε υποβαθμιστεί και δεν ήταν υπεράνω τής παραχώρησης από τον Μαλατέστα εδαφών στους Πικκολομίνι. Ο χρόνος και τα χρήματα που είχε αφιερώσει στην πάλη του με τον Μαλατέστα είχαν υπάρξει εμπόδιο στα σχέδιά του για τη σταυροφορία. Στη Ρώμη υπήρχε φόβος ότι ο Μαλατέστα θα προσπαθούσε να εκμεταλλευτεί τη νέα του θέση και τις διαβεβαιώσεις που έπαιρνε από τούς Ενετούς, για να βοηθήσει στο ξαναχτίσιμο τής κατεστραμμένης τύχης του στην Ιταλία, καθώς και για να πολεμήσει τούς Τούρκους στον Μοριά. Η αποστολή του θα διαρκούσε δύο χρόνια. Αναχώρησε για τη διοίκησή του στο τέλος Ιουνίου, περίπου δύο μήνες αργότερα απ’ ό,τι είχε υποσχεθεί στη Σινιορία. Αν και συνεχώς βασανιζόμενος από τούς εχθρούς του, τούς οποίους παρακινούσαν πάντοτε οι Πικκολομίνι, ο Μαλατέστα είχε καταφέρει να στείλει πριν από αυτόν στον Μοριά 1.400 άλογα για τούς πάνοπλους άνδρες του, 400 έφιππους βαλλιστές και 300 πεζούς. Πρέπει να είχε φτάσει στον Μοριά στα μέσα Ιουλίου (1464), αν και ο χρονικογράφος Μαλιπιέρο λέει ότι αποβιβάστηκε στη Μεθώνη στις 8 Αυγούστου.71 Οι δυνάμεις του αργότερα αυξήθηκαν σε μέγεθος, αλλά η αποτελεσματικότητά τους μειωνόταν με κάθε μήνα που περνούσε, λόγω έλλειψης προμηθειών, συγκρούσεων με τούς Τούρκους και των συνθηκών πείνας τις οποίες έφερε σύντομα στον Μοριά ο πόλεμος. Ο Μαλατέστα δεν είχε ποτέ επαρκή στρατιωτική βάση για να κάνει εκείνο που περίμενε από αυτόν η Δημοκρατία.72 Είχε λόγους να είναι δυσαρεστημένος με τον τρόπο με τον οποίον η Γαληνοτάτη διεξήγαγε τις στρατιωτικές της υποθέσεις και αποδείχθηκε ανίκανος ή απρόθυμος να συνεργαστεί με τον Αντρέα Ντάντολο, τον επιστάτη (provveditore) τού Μορέως.73
Αν και ο Μαλατέστα έκανε ορισμένες επιθέσεις κατά τουρκικών θέσεων και κατέλαβε μερικούς τόπους, συμπεριλαμβανομένης και τής κάτω πόλης τού Μυστρά (στις 16 Αυγούστου 1464), απέτυχε στην προσπάθειά του να καταλάβει το κάστρο των Βιλλεαρδουίνων και των Παλαιολόγων στην κορυφή τού λόφου. Υποχώρησε στη Μεθώνη στα τέλη τού φθινοπώρου, όταν έλαβε την είδηση ότι ο Ομάρ μπέης βρισκόταν στον δρόμο του για να σπάσει την ιταλική πολιορκία. Αργότερα ο Μαλατέστα πήγε στο Ναύπλιο, όπου αρρώστησε. Είχε πάρει από τον Μυστρά το σώμα τού Πλατωνικού φιλοσόφου Γεωργίου Γεμιστού Πλήθωνος. Αργότερα έθαψε τον Πλήθωνα σε όμορφη σαρκοφάγο στον καθεδρικό ναό τού Ρίμινι, στην παλιά εκκλησία τού Αγίου Φραγκίσκου, την οποία ο Λεόνε Μπαττίστα Αλμπέρτι είχε μετατρέψει το 1450 σε «Ναό των Μαλατέστα» (Tempio Malatestiano).74 Επρόκειτο για κάτι περισσότερο από συναισθηματική χειρονομία ενός προστάτη τής τέχνης και τού ανθρωπισμού προς διάσημο λόγιο, τον οποίον ο Μαλατέστα είχε κάποτε προσπαθήσει να δελεάσει να παραμείνει στο Ρίμινι. Οι Μαλατέστα γνώριζαν προσωπικά τον Πλήθωνα πριν από περισσότερα από σαράντα χρόνια, από την εποχή που η Κλεόπα Μαλατέστα από το Πέζαρο είχε παντρευτεί τον δεσπότη Θεόδωρο Β’ τού Μυστρά (1407-1443), αδελφό τού τελευταίου αυτοκράτορα Κωνσταντίνου ΙΑ’.75
Ο Σιγκισμόντο Μαλατέστα δεν είχε επιτυχία στον Μοριά. Σύμφωνα με τον Αντζιολέλλο, ο Μαλατέστα είχε στερηθεί την υποστήριξη τού ενετικού στόλου κατά την πολιορκία τού Μυστρά (τον Οκτώβριο τού 1464), όταν ο ναύαρχος Λορεντάν διατάχτηκε να πάει από τα Μωραΐτικα ύδατα στη Ρόδο, ως συνέπεια προβλημάτων με τούς Ιωαννίτες. Η αποτυχία του να καταλάβει το κάστρο τού Μυστρά —«αφού η γη είχε ήδη καταληφθεί» (che la terra era già presa)— αποδόθηκε σε αυτό το γεγονός.76 Ύστερα από δεκαοκτώ σκληρούς μήνες στον Μοριά, ο Μαλατέστα απαλλάχθηκε τελικά από την ενετική υπηρεσία και αναχώρησε για την Ιταλία στις 25 Ιανουαρίου 1466. Βρισκόταν στη Βενετία τον επόμενο Μάρτιο. Επέστρεψε στο Ρίμινι (με τα οστά τού Πλήθωνα) στις 14 Απριλίου. Και κλήθηκε τον επόμενο μήνα στη Ρώμη, όπου ο διάδοχος τού Πίου Β’, ο Ενετός Παύλος Β’, υποδέχθηκε τον αφορισμένο με κάθε τιμή ως αθλητή τού Χριστού, απονέμοντάς του το χρυσό ρόδο, ενώ πιθανώς τα κόκκαλα τού Πίου θα έτριζαν στον τάφο του. Στην πραγματικότητα ο Μαλατέστα είχε κάνει ό,τι μπορούσε στον Μοριά. Η αμφιταλαντευόμενη πολιτική των Ενετών δεν είχε καταφέρει να τού διαθέσει άνδρες και προμήθειες.77 Κατά τη στιγμή τής αναχώρησής του οι ενετικές υποθέσεις στον Μοριά βρίσκονταν σε χειρότερη θέση από εκείνη που ήσαν όταν έφτανε εκεί. Όμως δεν ήταν ο Μαλατέστα υπεύθυνος για την επιδείνωση τής ενετικής θέσης στην ταραγμένη χερσόνησο.
Μπορούμε να παρακολουθήσουμε την πορεία αυτής τής επιδείνωσης στις πολύ ενδιαφέρουσες και λεπτομερείς αναφορές τού Τζάκοπο Μπαρμπαρίγκο, ο οποίος διαδέχθηκε τον Αντρέα Ντάντολο ως Ενετός επιστάτης (provveditore) τού Μοριά, για να συμβουλεύει τον Μαλατέστα στη διεξαγωγή τού πολέμου εναντίον των τουρκικών δυνάμεων υπό τον Ομάρ μπέη. Οι αναφορές τού Μπαρμπαρίγκο εκτείνονται από τις 5 Ιουνίου 1465 μέχρι ακριβώς μετά τα μέσα Μαρτίου 1466.78 Παρακολουθούσε τις κινήσεις τού Ομάρ μπέη με μεγάλη προσοχή. Από βδομάδα σε βδομάδα, σχεδόν από μέρα σε μέρα, έστελνε γι’ αυτές πληροφορίες στην κυβέρνηση στην πατρίδα του. Τώρα ο Τούρκος διοικητής βρισκόταν στο Μουχλί, ύστερα σε επιδρομή ή πολιορκώντας κάποιο ενετικό οχυρό, ενώ τελικά ερχόταν η είδηση ότι είχε πάει στην Αθήνα, λόγω τής σοβαρής έλλειψης τροφίμων και ζωοτροφών στον Μοριά (σύμφωνα με επιστολή από την Κορώνη στις 14 Οκτωβρίου 1465). Κατά τούς πρώτους μήνες που κάλυπταν οι αναφορές τού Μπαρμπαρίγκο είχαν χάσει τη ζωή τους με τον ένα ή τον άλλο τρόπο τόσο πολλοί πάνοπλοι άνδρες, ώστε η ενετική διοίκηση είχε συνήθως περίσσεια αλόγων (και έλλειψη ζωοτροφών). Οι στρατιώτες, ιππείς και πεζοί, ήσαν απλήρωτοι και με πεσμένο το ηθικό. Ο επιστάτης είχε πρόβλημα με τούς χαμηλότερους αρχηγούς (condottieri) τής Δημοκρατίας, τούς υφισταμένους τους και τούς «κοντόσταυλους» (constables). Ο Μπαρμπαρίγκο έβλεπε ελαφρώς μόνο πιο αισιόδοξη άποψη τής ζωής και των υποθέσεων τού Μοριά στους αρχικούς μάλλον παρά στους τελευταίους μήνες τής εκεί παραμονής του.
«Όταν σκέφτομαι τις υποθέσεις τής επαρχίας αυτής», έγραψε στον δόγη Κριστόφορο Μόρο στις 25 Ιουλίου 1465 (σε επιστολή που στην πραγματικότητα προοριζόταν φυσικά για τη Γερουσία), «όπως έχουν εξελιχθεί μέχρι τώρα, καθώς και την κατάσταση στην οποία εξακολουθούν να βρίσκονται, μπορώ μόνο να αισθάνομαι τη βαθύτερη θλίψη ότι τόσα πολλά χρήματα και προσπάθειες έχουν δαπανηθεί με τόσο λίγη χρησιμότητα για την Εξοχότητά σας…». Όμως αν ο δόγης ήταν κύριος τού Μοριά, θα μπορούσε να θεωρεί επίσης τον εαυτό του «κύριο όλης τής Ελλάδας» (signor de tuta Gretia). Από τούς πόρους τού Μορέως και μόνο μια δύναμη κατοχής θα μπορούσε να υποστηρίξει δέκα χιλιάδες άνδρες, ιππείς και πεζούς, αλλά οι ασθενικές δυνάμεις τής Δημοκρατίας δεν ήσαν σε θέση ούτε να επεκτείνουν την ενετική κυριαρχία στη χερσόνησο ούτε να διατηρήσουν την τρέχουσα θέση τους απέναντι στην τουρκική δύναμη. Βέβαια στη Βενετία διατηρούσαν ελπίδες ότι αν οι Ούγγροι έμπαιναν στη μάχη, οι Μαλατέστα και Μπαρμπαρίγκο θα πετύχαιναν σπουδαία έργα στον Μοριά, αλλά,
Θέλω να επισημάνω στην Υψηλότητά σας, ότι αν ο γαληνότατος βασιλιάς τής Ουγγαρίας ξεκινήσει για την Κωνσταντινούπολη με όχι μεγαλύτερη δύναμη από εκείνη που έχουμε εμείς σε αυτή τη χώρα, δεν θα μπορέσουμε να πετύχουμε τίποτε περισσότερο από αυτό που κάνουμε, γιατί ο Ομάρ μπέης με χίλιους Τούρκους και μερικούς αγρότες, λαμβάνοντας υπόψη τούς τόπους που κατέχει, είναι εύκολα αρκετά ισχυρός, ώστε να αποτρέψει ακόμη και την εμφάνισή μας [στο πεδίο τής μάχης]. Είναι στη φύση μου να εκφράζω τα συναισθήματά μου ανοιχτά, επειδή, όπως η Υψηλότητά σας γνωρίζει, δεν μπορώ να έχω μία γνώμη στην καρδιά μου και να εκφράζω άλλη…
Κατά τη γνώμη τού Μπαρμπαρίγκο η ενετική αρμάδα, υπό τις διαταγές τού γενικού διοικητή Τζάκοπο Λορεντάν, έπρεπε να παραμείνει σε μωραΐτικα ύδατα και να μην απομακρυνθεί στα Δαρδανέλλια (ούτε καν στο Νεγκροπόντε). Θα μπορούσε να καθηλώσει πολλούς Τούρκους και να στοιχίσει στον σουλτάνο άνδρες και χρήματα, που ίσως αυτός προτιμούσε να χρησιμοποιήσει στην Ανατολία ή εναντίον των Ούγγρων. Θεωρούσε ότι ο Ματίας Κορβίνους θα έμπαινε στον πόλεμο τον Αύγουστο. Στην Ανατολία ο σουλτάνος έπρεπε να στρέψει την προσοχή του στις ταραγμένες υποθέσεις τής Καραμανίας και στη γνωστή εχθρότητα τού Ουζούν Χασάν.79 Οι Τούρκοι δεν θα μπορούσαν να στείλουν φέτος στόλο στη θάλασσα. Οι άνθρωποι τού Ομάρ μπέη συνέχιζαν να διαδίδουν φήμες στο εξωτερικό. Οι Ενετοί δεν έπρεπε να τις λαμβάνουν σοβαρά υπόψη και να χάνουν «τον μεγαλύτερο καρπό σε αυτόν τον Μοριά» (grandissimo fructo in questa Amorea). Η Υψηλότητά του έπρεπε να συγχωρήσει τον Μπαρμπαρίγκο, αν μιλούσε πολύ ειλικρινά. Προσπαθούσε να σώσει τις ενετικές δυνάμεις στον Μοριά. Ήθελε να στείλει η Γερουσία δύο χιλιάδες ιππείς και τρεις χιλιάδες πεζούς τον επόμενο Φεβρουάριο, ώστε να μπορέσουν να φτάσουν τον Μάρτιο ή στις αρχές Απριλίου, και «αμέσως κοντά στο Εξαμίλιον» (ad uno tracto ad serare l’Eximilia). Χρειαζόταν τρόφιμα και άλλες προμήθειες, «οι οποίες είναι απαραίτητες, όπως καταλαβαίνει η εξοχότητά σας». Αν το Εξαμίλιον γινόταν ασφαλές, οι Μωραΐτες θα μπορούσαν να σπείρουν και να δρέψουν τούς καρπούς τους. Θα αισθάνονταν ασφαλείς και πρόθυμα θα πλήρωναν τούς φόρους τους, όπως την εποχή τής ελληνικής εξουσίας στη χερσόνησο. «Θα ήταν πολύ καλύτερο να αναλάβουμε αυτή τη δαπάνη τώρα, παρά να ξοδεύουμε και να ξοδεύουμε για τίποτε». Τα αναγκαία στρατεύματα θα μπορούσαν να έρθουν με την εμπορική νηοπομπή (muda) τον Μάρτιο.80 Ήθελε τη στρατολόγηση ανδρών, όχι «el ragazo», αλλά «el saccomano», γιατί οι τελευταίοι ήσαν σχεδόν τόσο πολύτιμοι στον Μοριά, όσο οι άνδρες με πανοπλίες. Οι «σακομάνι» (saccomani) ήσαν γρήγορα κινούμενοι «επιδρομείς», εξοπλισμένοι με θώρακα, κράνος και ελαφρά όπλα. Χωρίς αυτούς, ο Μπαρμπαρίγκο ήταν βέβαιος, οι Ενετοί δεν θα πήγαιναν πουθενά. Αν η Γερουσία αποφάσιζε να μην ικανοποιηθούν οι απαιτήσεις του, τότε καλό θα ήταν, να εύρισκε κάποιον «έντιμο τρόπο» (via honesta) να κάνει ειρήνη με τούς Τούρκους.
Υπήρχαν πολλά αξιόλογα άτομα ανάμεσα στους Έλληνες και τούς Αλβανούς, που είχαν αποδείξει την πίστη τους στη Δημοκρατία. Έπρεπε όλοι να αντιμετωπίζονται με τον ίδιο τρόπο, ανάλογα με τα προσόντα τους. Μερικοί όμως από τούς ηγέτες των «στραντιότι» (stradioti) ήσαν τόσο φτωχοί, που δεν μπορούσαν να παραμένουν στο πεδίο και να στηρίζουν τις οικογένειές τους. Ο Μπαρμπαρίγκο λοιπόν ζητούσε την άδεια να διανέμει μεταξύ αυτών των ηγετών χίλια δουκάτα ετησίως. Μακροπρόθεσμα η Βενετία θα εξοικονομούσε το διπλάσιο ποσό. Η στρατολόγηση περισσοτέρων «στραντιότι» θα γινόταν ευκολότερη, ενώ ακόμη και εκείνοι που είχαν υποχρεωθεί να υπηρετήσουν τούς Τούρκους, θα προσελκύονταν πάλι σε υποταγή στον Άγιο Μάρκο.81
Ο Oμάρ μπέης είχε περιορίσει εύκολα τις δυνάμεις τού Μαλατέστα στα ενετικά φρούρια και φυλάκια. Ο Μαλατέστα διαμαρτυρόταν ασταμάτητα για έλλειψη χρημάτων, καλών στρατιωτών και προμηθειών. Αν ο Λορεντάν παρέμενε σε Μωραΐτικα ύδατα με τις τριάντα γαλέρες του, οι δυνάμεις τού Ομάρ μπέη θα ακινητοποιούνταν και δεν θα μπορούσαν να συντηρούνται από επιδρομές σε ενετικά εδάφη. Ο Μοριάς μετατρεπόταν σε σύνολο ερειπωμένων και εγκαταλειμμένων χωριών. Σταφύλια, σύκα και ελιές δεν θα μπορούσαν να μαζευτούν με ασφάλεια όταν θα ερχόταν η ώρα. Στα τέλη Ιουνίου ο Μπαρμπαρίγκο αντιμετώπισε σοβαρή ταραχή. Τριακόσιοι στρατιώτες τού πεζικού, «που πέθαιναν από την πείνα» (chi morivano da fame), απαιτούσαν χρήματα. Υποσχέθηκε να τούς καταβάλει κάτι την επόμενη μέρα. Ένας από τούς αρχηγούς (κοντοττιέρι), ο Φραντσέσκο ντα Τιάνο, είπε στους Μπαρμπαρίγκο και Μαλατέστα, «ότι οι πεζοί και οι πάνοπλοι άνδρες του» τον πίεζαν καθημερινά, λέγοντας ότι θα πέθαιναν από την πείνα και ότι σε οκτώ μήνες είχαν εισπράξει αποδοχές δυόμιση μόνο μηνών…». Ο Φραντσέσκο και η ομάδα του, για να υπηρετήσουν τη Βενετία, ήθελαν να πληρώνονται κάθε μήνα. Διαφορετικά ας τούς έδιναν την άδειά τους (licentia) «και θα πήγαιναν στη ευχή τού Θεού». Είχαν κατακτήσει τη Μαντίνεια και είχαν σώσει τη Μάινα (Μάνη) για λογαριασμό τής Βενετίας. Δεν είχαν πάρει χρήματα γι’ αυτό, «ούτε μια καλή λέξη από την εξοχότητά σας, ούτε από τον επιφανή άρχοντα τής Βενετίας» (ma pur una bona letera nè da la illustrissima Signoria vostra nè da gentilhomo da Veniexia), ούτε καν ένα ευχαριστώ.
Όσο για τον Φραντσέσκο ντα Τιάνο, έναν πολύ γνωστό αρχηγό (κοντοττιέρε), αυτός είχε πληρώσει τη Βενετία και τον Μοριά. Είχε χάσει τον γιο του και τον αδελφό του. Τώρα ήταν μόνος του. Η ομάδα του είχε φθαρεί. Τα λεφτά του είχαν χαθεί. Γερνούσε και δεν είχε ούτε γη ούτε υπάρχοντα. Είχε κάνει ό,τι καλύτερο μπορούσε και δεν είχε ανταμειφθεί καλά για τις προσπάθειές του. Είχε γράψει στον συμβολαιογράφο του (cancellier) στη Βενετία να ζητήσει την απαλλαγή του, «και δεν ήθελε να μείνει πια σε αυτή τη χώρα» (et non voleva più star in questo paexe). Επί δύο ολόκληρα χρόνια δεν είχε πάρει ούτε «μια μικρή επιδότηση» (una minima subvention) για να διατηρήσει την ομάδα του. Τούς είχε δει να πουλάνε τα όπλα τους, τις μπότες τους, τις ζωές τους, μάταια. Τούς είχε δει να πεθαίνουν από την πείνα. Είχε βαρεθεί.82
Ο Σιγκισμόντο Μαλατέστα ήθελε να πετύχει κάτι στον Μοριά, αλλά τίποτε δεν μπορούσε να γίνει με τα στρατεύματα που βρίσκονταν υπό τις διαταγές του και λιμοκτονούσαν. Μπορούσε να βασίζεται στον Μπαρμπαρίγκο, που θα έστελνε άλλη μία έκκληση προς τη Βενετία για άνδρες και χρήματα, «γιατί αυτός ο κύριος ήταν μόνο με τον Φραντσέσκο ντα Τιάνο, οι άλλοι δεν είχαν χρήματα» (perche questo signore he rimasto solo con Francesco da Othiano, ne altri ce che sia da conto).83 Από όλους τούς υποδιοικητές ή στρατιωτικούς υπεργολάβους τού Σιγκισμόντο μόνο ο Φραντσέσκο ντα Τιάνο «άξιζε κάτι». Τελικά οι καλοταϊσμένοι ευγενείς που συγκεντρώθηκαν στην αίθουσα τής Γερουσίας, στο παλάτι τού δόγη στη Βενετία, αποφάσισαν να κάνουν κάτι για τον Φραντσέσκο και προς το τέλος τής πρώτης εβδομάδας τού Αυγούστου (1465) ο Μπαρμπαρίγκο μπορούσε να πει στον Φραντσέσκο ότι η Γερουσία είχε εγκρίνει γι’ αυτόν ετήσιο εισόδημα 300 δουκάτων ισοβίως, «μια πολύ μεγάλη πράξη τής υψηλότητάς του [δηλαδή τού δόγη, στο όνομα τού οποίου στελνόταν η επιστολή τής Γερουσίας], μεγάλου οφέλους…» (unde grandemente ringratiava quella Celsitudine vostra, di tanto beneficio…)84 Αλλά τι έκαναν οι φτωχοί Έλληνες και Αλβανοί; Πώς περνούσαν αυτοί, όταν η ομάδα τού Φραντσέσκο περνούσε τόσο άσχημα; Υπήρχαν πολλοί Έλληνες και Αλβανοί, που ισχυρίζονταν ότι είχαν υπηρετήσει τη Βενετία για τρία χρόνια χωρίς να έχουν πάρει τίποτε, «και εν μέρει λένε την αλήθεια» (et in parte dixe el verο). Ο Μπαρμπαρίγκο τούς έδινε τη συνήθη διαβεβαίωση, «ότι κατακτώντας αυτή τη χώρα, όπως ελπίζεται με τη χάρη τού Θεού, η Υψηλότητά σας θα ανταποδώσει σε όλους τούς υπηρέτες της».85
Περιστασιακά κάποια αναφορά δράσης ανακουφίζει τις θλιβερές εκκλήσεις τού Μπαρμπαρίγκο προς την κυβέρνηση τής πατρίδας. Έχοντας προτρέψει τον Μαλατέστα να αναλάβει επιδρομή είτε στον Μυστρά ή στην Καρύταινα, «για να δώσει κάποια φήμη σε αυτόν τον στρατό», ο Μπαρμπαρίγκο ήταν ευτυχής που έγραφε στον δόγη στις 8 Ιουλίου (1465) ότι περίπου στις έξι το πρωί στις 4 τού μηνός «ο άρχοντας αυτός ξεκίνησε με πεντακόσιους περίπου ιππείς και πεζούς, μαζί με τετρακόσιους περίπου έφιππους στραντιότι». Την επόμενη μέρα έφτασαν στην Καρύταινα και εξαπέλυσαν επίθεση εναντίον των Τούρκων, «και σκότωσαν περίπου σαράντα από αυτούς, πήραν δεκαπέντε ζωντανούς, δέκα περίπτερα [σκηνές], 120 άλογα, 600 γελάδια, 2.000 κοκόρια, 100 υποζύγια και πολλά μουλάρια, γουρούνια και άλλα πράγματα που ανήκαν σε Αλβανούς και Τούρκους, ενώ πολλά άτομα από την Καρύταινα, άνδρες και γυναίκες, … έχουν έρθει εδώ. Αυτό το βράδυ ή το πρωί ο άρχοντας θα είναι εδώ με όλα τα λάφυρα».86 Ο Μπαρμπαρίγκο είχε την ευκαιρία στις 12 Αυγούστου (1465) να γράψει στον δόγη ότι ο Σιγκισμόντο Μαλατέστα ήταν ευχαριστημένος με μια επιστολή τού δόγη, «αυτό το ανθρώπινο γράμμα» (tal humane lettere), που είχε μόλις παραδοθεί σε αυτόν. Ο Σιγκισμόντο είχε εκφράσει την ευγνωμοσύνη του λέγοντας ότι ήταν και θα συνέχιζε να είναι καλός και πιστός γιος και υπηρέτης τής Σινιορίας. Ήταν όμως πολύ ανήσυχος, γιατί είχε ακούσει από τη Βενετία ότι ο αδελφός τού Ντομένικο Μαλατέστα Noβέλλο ήταν ετοιμοθάνατος και ότι δεν υπήρχε ελπίδα να ζήσει. Ο Σιγκισμόντο φοβόταν ότι ο διάδοχος τού Πίου Β’, ο πάπας Παύλος Β’, θα προσπαθούσε να αρπάξει την Τσεζένα ενώ ο ίδιος πολεμούσε τούς Τούρκους. Ζήτησε από τον Μπαρμπαρίγκο να γράψει αμέσως στον δόγη, ζητώντας να ληφθούν κατάλληλα μέτρα για να αποτραπεί κάθε τέτοια κίνηση από την πλευρά τού Παύλου. Η απώλεια τής πόλης θα αποτελούσε τη «συνολική καταστροφή» τού οίκου του. Οι Μαλατέστα, έλεγε, κατείχαν την Τσεζένα για περισσότερο από τριακόσια χρόνια. Ο Μπαρμπαρίγκο πρόσθεσε τη δική του έκκληση σε εκείνη τού Σιγκισμόντο, υπενθυμίζοντας τη μακροχρόνια νομιμοφροσύνη των Μαλατέστα προς τη Βενετία «και την καλή συμπεριφορά αυτού τού κυρίου σε αυτή την επιχείρηση» (et boni portamenti de questo signore a questa impresa).
Ο Σιγκισμόντο ήθελε να ζητήσει άδεια να πάει στην Ιταλία για τη χειμερινή περίοδο, έτσι ώστε να μπορέσει να ενημερώσει πληρέστερα τη Σινιορία (έλεγε) για τις πιεστικές ανάγκες τού ενετικού εκστρατευτικού σώματος στον Μοριά. Θα επέστρεφε την άνοιξη. Σκεφτόταν φυσικά την Τσεζένα. Ο Μπαρμπαρίγο τού είπε ότι η Γερουσία δεν θα χορηγούσε την άδεια (licentia) και ότι θα ήταν σοβαρό ατόπημα να τη ζητήσει. Αν ο Σιγκισμόντο εγκατέλειπε τον Μοριά, όλοι θα πίστευαν με βεβαιότητα ότι «η εν λόγω επιχείρηση επρόκειτο να εγκαταλειφθεί» και ότι «όλα θα αναποδογυρίζονταν» (che tuto anderia sottosopra). Ο Σιγκισμόντο είπε ότι δεχόταν τη συμβουλή τού Μπαρμπαρίγκο και θα έστελνε ένα από τα κύρια μέλη τής ακολουθίας του, τον κύριο Μαριότο, προκειμένου να παρακολουθήσει τις υποθέσεις στη Βενετία. Ο Mαριότο λοιπόν πήγαινε για δύο λόγους, «ένα για το θέμα τής Τσεζένα και τον άλλο για απαραίτητες υποθέσεις αυτής τής επιχείρησης» (una per el factο de Cesena, l’altra per le cosse necessarie a questa imprexa), ενώ και για τούς δύο ο Μπαρμπαρίγκο τον συνιστούσε θερμά στον δόγη και στη Γερουσία.87
Αν ο Σιγκισμόντο φοβόταν παπική κίνηση εναντίον τής Τσεζένα από τον Παύλο Β’, ο οποίος δεν τον αντιπαθούσε, μπορεί να φανταστεί κανείς με τι άγχος είχε αρχίσει τη Μωραΐτικη εκστρατεία κατά τη διάρκεια τής παπικής θητείας τού Πίου Β’, που τον μισούσε. Όμως οι Μαλατέστα κινδύνευαν πραγματικά να χάσουν την Τσεζένα, ενώ σε περίοδο κατά την οποία ο Σιγκισμόντο ήταν άρρωστος (και υπήρχαν φήμες ότι είχε πεθάνει), ο αποκληρωμένος γιος του Ρομπέρτο, ο Παύλος Β’ και η Βενετία εποφθαλμιούσαν όλοι την περιουσία τής οικογένειας, το ίδιο το Ρίμινι καθώς και την Τσεζένα. Ο Μαλατέστα Νοβέλλο πέθανε στις 20 Νοεμβρίου (1465). Ο Ρομπέρτο κατέλαβε για λίγο την Τσεζένα και στη συνέχεια υποχρεώθηκε να την παραδώσει στα στρατεύματα τού Παύλου Β’ σε αντάλλαγμα για μικρότερης σημασίας εδαφικές παραχωρήσεις. Στη συνέχεια ο Παύλος ήγειρε αξιώσεις για το Ρίμινι. Δεν ήταν λοιπόν παράξενο, που ο Σιγκισμόντο ήθελε να επιστρέψει στην πατρίδα του.88
Καθώς περνούσε ο καιρός, ο Μπαρμπαρίγκο αποφάσισε ότι θα ήταν πολύ δαπανηρό να επανδρώσει το Εξαμίλιον. Με επιστολές στις 10 και 25 Νοεμβρίου (1465) και στις 22 Ιανουαρίου τού επόμενου έτους προέτρεπε για την οχύρωση τής Γλαρέντζας, η οποία ίσως δεν είχε ποτέ επανοχυρωθεί από τα ερείπια στα οποία την είχε μετατρέψει ο Κωνσταντίνος Δραγάσης τριανταπέντε χρόνια πριν. Η Γλαρέντζα θα πρόσφερε κέντρο επιθέσεων εναντίον των Τούρκων από την Πάτρα μέχρι την Καλαμάτα. Ο Μπαρμπαρίγκο ανέφερε επίσης ότι μέχρι τις 25 Νοεμβρίου, ύστερα από έξι μήνες στον Μοριά, είχε λάβει μόνο 18.000 δουκάτα για να καλύψει τις πολλαπλές υποχρεώσεις, στις οποίες το αξίωμά του τον υποχρέωνε να ανταποκριθεί.89 Μάλιστα η συνεχής και αφοπλιστική έλλειψη πόρων, όπως διαμαρτυρόταν στη μια επιστολή μετά την άλλη, είχε γεμίσει με δυσαρέσκεια τα θλιμμένα στρατεύματά του και τα παρακινούσε καθημερινά σε λιποταξία. Όσο για τον Σιγκισμόντο Μαλατέστα, οι οδηγίες που είχε ο Μπαρμπαρίγκο ήσαν να συνεργαστεί μαζί του, πράγμα που είχε προσπαθήσει να κάνει. Όμως όταν από τις αρχές Νοεμβρίου οι ενετικές υπηρεσίες είχαν αναφέρει ότι υπήρχαν λίγες τουρκικές δυνάμεις στον Μοριά και ότι θα μπορούσε κανείς να πάει οπουδήποτε με εκατό ιππείς,90 ο Μπαρμπαρίγκο αισθανόταν ότι δεν υπήρχε πλέον καμία δικαιολογία για την αδράνεια τού Μαλατέστα. Αλλά εκείνος παρέμενε αδρανής. Ήθελε να επιστρέψει στην πατρίδα του και να φροντίσει τις υποθέσεις του. Ο Μπαρμπαρίγκο ήταν ευτυχής όταν τελικά ο «αρχηγός» (κοντοττιέρε) απέπλευσε για την Ιταλία. Με την έλευση τής άνοιξης τού 1466 ο Μπαρμπαρίγκο πληροφορήθηκε τον διορισμό τού Βεττόρε Καπέλλο ως γενικού διοικητή, που αντικαθιστούσε τον Τζάκοπο Λορεντάν και χάρηκε για την αλλαγή που γινόταν στην ανατολική ναυτική διοίκηση. Θα χαιρόταν κι αυτός αν έφευγε όπως ο Μαλατέστα. Θα έφευγε ένα βάρος από τούς κουρασμένους ώμους του (όπως ο ίδιος είχε γράψει από τη Μεθώνη στις 21 Οκτωβρίου 1465), «γιατί δεν έχω την πρόθεση να λέγεται στο μέλλον ότι κατά την εποχή τού Τζάκοπο Μπαρμπαρίγκο χάθηκε ο Μοριάς ή η Μεθώνη και η Κορώνη».91 Το πεπρωμένο θα τον γλύτωνε από αυτή την ατίμωση. Ο Μοριάς δεν θα έπεφτε κατά την εποχή του, αλλά, όπως θα δούμε στο επόμενο κεφάλαιο, θα έπεφτε εκείνος υπερασπιζόμενος τον Μοριά.
Όταν άρχισε ο τουρκο-ενετικός πόλεμος, ο Πίος Β’ τον θεωρούσε ως τμήμα τής σταυροφορίας την οποία είχε κηρύξει στη Μάντουα. Ακολουθώντας το πρώτο στάδιο τού πολέμου, το οποίο θα διαρκούσε για μεγάλο χρονικό διάστημα (1463-1479), έχουμε προχωρήσει πέρα από την παπική θητεία τού Πίου, στην οποία πρέπει τώρα να επιστρέψουμε. Πρέπει να σημειώσουμε επίσης μερικούς από τούς ανθρώπους στην παπική κούρτη, των οποίων τα λογοτεχνικά ταλέντα χρησιμοποιήθηκαν ως δημοσιολόγοι για τη σταυροφορία. Εκείνοι συνέτασσαν τις σταυροφορικές βούλλες και σημειώματα, ενώ ορισμένοι από εκείνους ήσαν πιθανώς υπεύθυνοι για διάφορα ποιήματα και προφητείες που αφορούσαν τούς Τούρκους. Ήσαν όλοι τους θαυμαστές τής ελληνικής λογοτεχνίας, ακόμη κι όταν δεν γνώριζαν τη γλώσσα, ενώ, όπως και ο ίδιος ο Αινείας Σύλβιος, οι περισσότεροι από αυτούς είχαν αναμφίβολα εκπλαγεί από την πτώση τής Κωνσταντινούπολης.
Οι ανθρωπιστές διατηρούσαν στενές σχέσεις με τον βυζαντινό κόσμο από το τέλος τού προηγούμενου αιώνα, όταν το 1395 ο Τζάκοπο Άντζελι ντε Σκαρπερία είχε πάει στην Κωνσταντινούπολη για να σπουδάσει ελληνικά. Τον είχαν ακολουθήσει τα επόμενα χρόνια άλλοι μελετητές και αναζητητές ελληνικών χειρογράφων, όπως ο Γκουαρίνο ντα Βερόνα, ο οποίος πέρασε πέντε χρόνια στην Ανατολή (1405-1410), ο Τζιοβάννι Αουρίσπα, ο οποίος έκανε δύο σημαντικά ταξίδια στην Κωνσταντινούπολη, φέρνοντας πίσω περίπου διακόσια πενήντα ελληνικά χειρόγραφα, καθώς και ο Φραντσέσκο Φιλέλφο, ο οποίος έζησε και σπούδασε στην Κωνσταντινούπολη για επτά χρόνια (1420-1427), επιστρέφοντας στην Ιταλία με Ελληνίδα σύζυγο και χειρόγραφα σαράντα περίπου διαφορετικών Ελλήνων συγγραφέων. Ο κατάλογος μπορεί εύκολα να επεκταθεί. Οι περισσότεροι ανθρωπιστές, ειδικά όταν ήσαν λόγιοι των ελληνικών, ήσαν δημοσιολόγοι για τη σταυροφορία. Για παράδειγμα ο Φιλέλφο για χρόνια έκανε ομιλίες και έγραφε επιστολές προς τούς πάπες και τούς ηγεμόνες, προτρέποντας για ενωμένη δράση κατά των Τούρκων.
Ο φόβος των Τούρκων αποτελούσε μάλιστα μία από τις λίγες περιοχές συμφωνίας μεταξύ των ανθρωπιστών. Η αξία τους ως λαϊκών κηρύκων τής σταυροφορίας δεν πρέπει να ξεχνιέται, όταν μάλιστα λαμβάνεται υπόψη η προστασία που τούς παρείχαν οι πάπες. Ανθρωπιστές γραμματείς και συνοψιστές στην κούρτη συνέτασσαν τις συνταρακτικές εκκλήσεις που απεύθυναν οι πάπες προς τη χριστιανοσύνη. Είναι γνωστή η προσοχή που πρόσφερε ο Νικόλαος Ε’ σε τέτοιους λόγιους. Ο Κάλλιστος Γ’, ως αμαθής ειδικός τού κανονικού δικαίου (canonist), φέρεται ότι τούς είχε παραμελήσει. Μπορούμε όμως να παρατηρήσουμε ότι ο επαναδιορισμός τού Πότζο Μπρατσολλίνι, ενός «πολίτη τής Φλωρεντίας» (civis Florentinus), ως παπικού γραμματέα αποτελούσε μία από τις πρώτες πράξεις τής παπικής θητείας τού Κάλλιστου, που έγινε μάλιστα στις 20 Απριλίου 1455, την ίδια μέρα τής στέψης του.92 Αν και ο Πότζο δεν ήταν υπόδειγμα λογοτεχνικής ακεραιότητας, υπήρξε προφανώς χρήσιμο άτομο στον περίγυρο. Στις 5 Μαρτίου 1457 ο Κάλλιστος διόρισε ως παπικό γραμματέα τον Ανδρέα Τραπεζούντιο, τον γιο τού γνωστού Γεώργιου και έκτοτε το όνομά του εμφανίζεται συνεχώς στα μητρώα. Η επιστολή διορισμού περιλαμβάνει επαινετικά λόγια για τον Γεώργιο, ο οποίος κατείχε ακόμη γραμματειακή θέση.93 Αν και οι προσδοκίες των ανθρωπιστών για επικερδή απασχόληση στην παπική κούρτη μερικές φορές απογοητεύονταν, ένας λόγος ήταν αναμφίβολα ότι υπήρχαν λιγότερες διαθέσιμες θέσεις από τούς υποψηφίους που τις διεκδικούσαν. Και άλλα άτομα εκτός από τούς ανθρωπιστές και τούς γιους τους έπαιρναν αναπόφευκτα πολλούς από τούς διορισμούς σε θέσεις παπικών νοταρίων και γραμματέων. Έτσι βρίσκουμε ότι στις 25 Αυγούστου 1457 ο Κάλλιστος διόρισε τον Ιάκωβο (Τζέημς), νόθο γιο τού βασιλιά Ιωάννη Β’ τής Κύπρου, ως παπικό νοτάριο.94 Ο διορισμός αυτός είχε μικρότερη σχέση με τη σταυροφορία απ’ όση με την κυπριακή πολιτική. Ο Ιωάννης είχε ζητήσει επικύρωση τής τοποθέτησης τού γιου του ως αρχιεπισκόπου Λευκωσίας, στην οποία ο παπισμός δεν συναίνεσε ποτέ, αν και για κάποιο χρονικό διάστημα ο Ιάκωβος απολάμβανε των εσόδων τής αρχιεπισκοπικής έδρας. Λίγα χρόνια αργότερα ο Ιάκωβος [Β’] έγινε βασιλιάς τής Κύπρου (1464-1473) παραμερίζοντας την ετεροθαλή αδελφή του Σαρλόττα. Ο Πίος Β’ υποστήριζε τις κληρονομικές αξιώσεις τής Σαρλόττας, αλλά ο Παύλος Β’ αναγνώρισε τον Ιάκωβο, ο οποίος το 1468 θα παντρευόταν την Κατερίνα Κορνέρ (Κορνάρο), από τη οποία το νησιωτικό βασίλειο τής Κύπρου θα περνούσε στη Βενετία το 1489.95
Ο Πίος Β’ έχει συχνά κατηγορηθεί για παραμέληση των ανθρωπιστών, αν και υπήρξε γενναιόδωρος προστάτης των αρχιτεκτόνων, οικοδόμων, ζωγράφων, γλυπτών, χρυσοχόων, αντιγραφέων, μικρογράφων, κεντητών και άλλων ειδικευμένων τεχνιτών. Ήταν αναμφισβήτητα ακραίος νεποτιστής, όπως επιβεβαιώνουν απόλυτα οι τρεις τόμοι τού γραφείου του (officio) στα Αρχεία τού Βατικανού (Regg. Vatt. 515-517), ενώ έχει ειπωθεί ότι «η προτίμησή του για το Κορσινιάνο [της γενέτειράς του, που μετονομάστηκε σε Πιέντσα], αποτελούσε φυσική συνέπεια τού νεποτισμού του».96 Βέβαια ο Πίος παρέμενε πάντοτε καλός ανθρωπιστής με αυτογνωσία και ανήσυχος για διάκριση. Αλλά ούτε ο άνθρωπος ούτε η σταδιοδρομία του ως πάπας μπορούν να περιγραφούν με απλό τρόπο. Αν ήταν «ανθρωπιστής», ήταν επίσης πολύ περισσότερα. Η άοκνη αναζήτησή του για περιπέτεια, η αγάπη του για τα ταξίδια και η πείνα του για γνώση, όλα τόσο προφανή στα Απομνημονεύματά του, επέβαλαν χαρακτηριστικά όρια στη διάθεσή του για ενδοσκόπηση. Αφιέρωσε λίγο χρόνο για να εξερευνήσει το εγώ του. Η επιθυμία του για αναγνώριση έδωσε σταδιακά τη θέση της στην αποφασιστικότητά του να προωθήσει τον τουρκικό πόλεμο. Η εκλογή του ως πάπα τού είχε προφανώς εξασφαλίσει θέση στον ναό τής φήμης. Ήταν αποφασισμένος να ανταποκριθεί στη μεγάλη πρόκληση τής εποχής του. Φυσικά με τα μάτια τού μυαλού του μπορούσε πάντοτε να βλέπει τον εαυτό του στον ρόλο τού Χριστιανού υπερασπιστή εναντίον των απίστων, αλλά γνώριζε πολύ καλά ότι η αποτυχία του ως σταυροφόρος λίγη λάμψη θα πρόσθετε στο όνομά του. Ήξερε ότι οι ιστορικοί απένειμαν τις δάφνες σε όσους επιτύγχαναν, όχι σε όσους αποτύγχαναν. Ο τουρκικός κίνδυνος αποτελεί το κύριο θέμα των Απομνημονευμάτων του, όπως ακριβώς αποτελούσε το μεγάλο πρόβλημα τής παπικής του θητείας.97
Παραμένει άγνωστο αν ο Πίος Β’ παραμέλησε πραγματικά τούς ανθρωπιστές τής εποχής του. Ο Πάστορ (Pastor) μάς έχει σοφά προειδοποιήσει ότι «η τελευταία λέξη για τη στάση τού Πίου Β’ απέναντι στους λόγιους (literati) εξακολουθεί να μη μπορεί να ειπωθεί, γιατί το σχετικό χειρόγραφο υλικό δεν έχει ακόμη ερευνηθεί επαρκώς».98 Ο Πίος επιθυμούσε αρμονία στην παπική κούρτη. Ο εκ μέρους του διορισμός ανθρωπιστών περιοριζόταν σε εκείνους, που επιδίωκαν τον λεγόμενο «αυλικό» (curial) ανθρωπισμό, που απέφευγαν την ομολογία τού ρεπουμπλικανισμού και την υπεράσπιση τής ελευθερίας. Σε αυτό έμοιαζε τόσο με τούς προκατόχους όσο και με τούς διαδόχους του, ενώ πρέπει να αναγνωριστεί ότι στις συναλλαγές τού Πίου με την κυβέρνηση τής Σιένα, για παράδειγμα, όπως σχεδόν σε κάθε πολιτική γνώμη που διατύπωσε αυτός στα Απομνημονεύματά του, αποκαλύπτει έντονα αριστοκρατική, αντι-δημοκρατική νοοτροπία. Καμία κοινότητα που αντιμετώπιζε πολιτική αναταραχή δεν θα μπορούσε να συμβάλει στη σταυροφορία. παπικοί γραμματείς με ανθρωπιστικές τάσεις επέλεγαν συνήθως πολύ ασφαλή θέματα για τις λογοτεχνικές τους συνθέσεις. Εγκωμίαζαν τη χριστιανική «περιφρόνηση τού κόσμου» (contemptus mundi) και συζητούσαν μεταξύ τους τον τόπο ευχαρίστησης στην ενάρετη ζωή. Μιλούσαν για τα δεινά τής φιλαργυρίας, τις παγίδες τής φιλοδοξίας και τα πλεονεκτήματα μιας φτώχειας που αγωνιούσαν να αποφύγουν. Μυημένοι στα παπικά μυστικά (secreta papae), γνώριζαν τούς κινδύνους από την εμπλοκή στη χαρακτηριζόμενη από διαμάχες πολιτική εκείνης τής περιόδου. Όπως και οι διάδοχοί τους στην παπική κούρτη, τώρα οι περισσότεροι από αυτούς προσπαθούσαν να αποφύγουν τη δημόσια έκφραση πολιτικών απόψεων. Από θητεία σε θητεία η παπική προστασία άλλαζε πιο γρήγορα από την παπική πολιτική και οι γραμματείς απολύονταν τόσο εύκολα, όσο διορίζονταν. Ο ανταγωνισμός για τις θέσεις ήταν έντονος και ενίοτε αδίστακτος. Οι θέσεις μπορεί να αγοράζονταν, και συχνά αγοράζονταν, ενώ ο μισθός αποτελούσε ετήσιο επίδομα μέχρι τον θάνατο ή την απόλυση.
Ο φόβος και η απογοήτευση οδηγούσαν τούς ανθρωπιστές γραμματείς σε φιλονικία. Μερικές φορές επιτίθεντο ο ένας στον ηθικό χαρακτήρα τού άλλου, καθώς και στο λατινικό του στυλ, βυθίζοντας τις πένες τους στο μαύρο μελάνι τού υβρεολόγιου. Όμως σε γενικές γραμμές διεκπεραίωναν καλά τα καθήκοντά τους, παρά το γεγονός ότι τα αρχειακά μητρώα τηρούνταν λιγότερο καλά στο Βατικανό και στο Καστέλ Σαντ’ Άντζελο απ’ όσο στη Βενετία, όπου υπήρχε μεγαλύτερη πειθαρχία στο αρχείο και σε άλλα γραφεία τού κράτους. Η σταυροφορία αποτελούσε πάντοτε ασφαλές θέμα για δοκίμιο, κήρυγμα ή ομιλία και οι παπικοί γραφείς και γραμματείς παρασύρονταν σε άσκηση, η οποία απαιτούσε προσοχή σε όλες τις επίσημες περιπτώσεις. Για χρόνια, και μάλιστα επί σειρά γενεών, ούτε οι συγγραφείς ούτε τα ακροατήριά τους έδειχναν να κουράζονται από τέτοια σταυροφορικά κηρύγματα.
Ο Φόιγκτ έχει συντάξει σημαντικό κατάλογο μελετητών και λογίων, που προσέφυγαν μάταια στον Πίο Β’ για προστασία, την οποία ο Νικόλαος Ε’ είχε δώσει μερικές φορές με άκριτη γενναιοδωρία.99
Δεσμευμένος στη σταυροφορία και σε δαπανηρά οικοδομικά προγράμματα στην Πιέντσα και τη Σιένα, ο Πίος δεν διέθετε τα χρήματα, τα οποία ο Νικόλαος είχε βρει διαθέσιμα για ηγεμονικά δώρα προς τούς ανθρωπιστές. Συγγραφέας ο ίδιος, με πραγματικό ταλέντο και άνθρωπος τού πνεύματος, ο Πίος ήταν απίθανο να ανταμείψει τις ποιητικές διαχυτικότητες κάποιου Τζιανναντόνιο Πορτσέλλιο με πολλά χρήματα ή αποδοχή, ενώ δύσκολα θα μπορούσε να αναμένεται να αποτίσει φόρο τιμής στην αυθάδεια τού Φιλέλφο.100 Όμως, μεταξύ των πρώτων διορισμών του βρίσκουμε εκείνο τού διάσημου Τζιαννότσο Μανέττι ως παπικού γραμματέα στις 27 Νοεμβρίου 1458.101 Ένα μήνα πριν από αυτόν είχε διορίσει ως παπικό γραμματέα (17 Οκτωβρίου) άλλον ανθρωπιστή, τον Λοντρίζιο Κριβέλλι από το Μιλάνο.102 Ο ξάδελφος τού Πίου Γκρεγκόριο Λόλλι, γιος τής θείας του Μπαρτολομμέα, δεν πήρε διορισμό μέχρι τις 28 Σεπτεμβρίου 1459.103 Ο Λόλλι παρέμενε κοντά στον πάπα καθ’ όλη τη διάρκεια τής παπικής του θητείας και το όνομά του προβάλλει ιδιαίτερα στα μητρώα.
Ο Πίος ήταν πάντοτε φίλος και θαυμαστής τού μορφωμένου αρχαιολάτρη Φλάβιο Μπιόντο από το Φορλί, τού οποίου το βιβλίο «Θραμβεύουσα Ρώμη» έλαβε ως αφιερωμένο σε αυτόν. Την 1η Ιανουαρίου 1463 ο Πίος διόρισε τον Γκάσπαρο, γιο τού Φλάβιο, ως παπικό γραμματέα στη θέση τού αγαπημένου του πατέρα, ο οποίος είχε υπηρετήσει τον παπισμό για τριάντα περίπου χρόνια.104 Το όνομα τού Γκάσπαρο υπάρχει ακόμη σε πολλά μητρώα. Αποδείχθηκε τόσο προσεκτικός στο καθήκον, όσο και ο πατέρας του. Ο γραφικός του χαρακτήρας αναγνωρίζεται από ενυπόγραφο σημείωμά του μια δεκαετία αργότερα.105 Στο μεταξύ ο θάνατος είχε αποσπάσει από την υπηρεσία στην παπική κούρτη τον Τζιαννότζο Μανέττι και τον Πότζο Μπρατσολίνι (πέθαναν και οι δύο τον Οκτώβριο τού 1459). Όμως στις 29 Μαρτίου 1464 ο γιος τού Πότζο, ο Μπαττίστα Πότζο, διδάσκαλος των τεχνών και ειδικός τού κανονικού δικαίου από τη Φλωρεντία, προσλήφθηκε ως «συνοψιστής αποστολικών επιστολών».106 Τρεις ημέρες αργότερα (την 1η Απριλίου) παρόμοιο διορισμό πήρε και ο Σιενέζος Αγκοστίνο Πατρίτσι.107 Ο Πατρίτσι, παλιός φίλος τού πάπα, ιδιαίτερος γραμματέας του και συνεχώς σύντροφός του, σχημάτιζε με τον ανθρωπιστή Τζάκοπο Αμμανάτι, τον ποιητή Τζιανναντόνιο Καμπάνο, τον «Γκόρο» Λόλλι και μερικούς άλλους τον εσωτερικό κύκλο, μέσα στον οποίο ζούσε ο Πίος την καθημερινή του ζωή. Το πρωτότυπο χειρόγραφο των Aπομνημονευμάτων τού Πίου, που διατηρείται τώρα στη Βιβλιοθήκη τού Βατικανού (Cod. Reg. Lat. 1995), είναι γραμμένο σε μεγάλο βαθμό με τη γραφή τού Πατρίτσι. Κανείς δεν ήξερε καλύτερα από τούς Πατρίτσι και Λόλλι, Αμμανάτι και Καμπάνο, την αφοσίωση τού Πίου στο σταυροφορικό ιδανικό. Το ζούσαν μαζί του μήνα με τον μήνα, ενώ πρέπει να είχε γίνει μέρος τού ιστού τής ζωής τους, όπως ήταν τής δικής του.108 Αν και μερικοί ιστορικοί έχουν βρει δύσκολο να αποδεχτούν τον Πίο και να απορρίψουν τον Αινεία, η σταυροφορία δεν ήταν «ανθρωπιστική προσπάθεια τού πάπα για την επίτευξη αθανασίας». Ο Τούρκος ήταν ο κύριος εχθρός τής πίστης. Επομένως ο Πίος ήταν ο κύριος εχθρός τού Τούρκου. Επιπλέον η υποστήριξή του προς τη σταυροφορία δύσκολα μπορεί να εξορθολογιστεί με όρους πολιτικών κινήτρων, γιατί αν και η ηγεσία τής σταυροφορίας είναι βέβαιο ότι θα συνέβαλλε στο ανέβασμα τού πεσμένου κύρους τού παπισμού, αυτή δεν ήταν σε θέση να εξασφαλίσει παπική ηγεμονία στην Ιταλία.
Η αποφασιστικότητα τού πάπα Πίου Β’ να πάει ο ίδιος στο εξωτερικό για τη σταυροφορία, οτιδήποτε κι αν συνέβαινε, αποτελεί μια από τις πιο ευγενείς εικόνες τού 15ου αιώνα (Κουατροτσέντο). Στις αρχές Ιουλίου 1463 είχε συγκαλέσει διάσκεψη των ιταλικών δυνάμεων, στην οποία προσήλθαν εκπρόσωποι τής Βενετίας και τής Νάπολης, τού Μιλάνου και τής Φλωρεντίας, τής Μάντουα και τής Μόντενα, τής Σιένα, τής Μπολώνια και τής Λούκκα. Αν και η Γένουα, η Σαβοΐα και το Μομφερράτ δεν έστειλαν εκπροσώπους, ο δούκας τής Βουργουνδίας έστειλε, και αυτό ήταν πιο σημαντικό. Επικεφαλής τής βουργουνδικής αποστολής ήταν ο Γκυγιώμ Φιλάστρ, επίσκοπος τού Τουρναί, στον οποίο η παπική κούρτη επιφύλαξε θερμή υποδοχή. Ο Πίος, σε δημόσιο εκκλησιαστικό συμβούλιο στις 22 Οκτωβρίου (1463), δημοσίευσε την εκ μέρους του κήρυξη πολέμου κατά των Τούρκων στη βούλλα «προφήτης Ιεζεκιήλ» (Ezechielis prophetae), την οποία διάβασε στη συγκέντρωση ο Γκόρο Λόλλι. Ο πάπας επανεξέταζε τις χριστιανικές αποτυχίες στην Ανατολή και τη σκληρή προέλαση των Τούρκων και ανέπτυσσε αναλυτικά στον κόσμο την απόφασή του να πάει στην εκστρατεία. Ο Πίος είχε ακούσει τα μουρμουρητά και τούς ψιθύρους των ανθρώπων: «…Τι θα κάνετε στον πόλεμο εσείς, ένας γέρος, ένας άρρωστος ιερωμένος; Δεν είναι ο πόλεμος για εσάς, ούτε μπορείτε ούτε πρέπει να χτυπήσετε με το σπαθί. … Εσείς πρέπει να ευλογείτε τη δίωξη των πολέμων» (…Quid ages in bello senex, aegrotus sacerdos? non est bellare tuum, nec potes nec debes ferire gladio. … Tuum est iusta bella gerentibus benedicere). Δεν πρότεινε να χύσει ο ίδιος τουρκικό αίμα, αλλά η θρησκεία βρισκόταν σε κίνδυνο:
Θα πολεμήσουμε με τη δύναμη τού λόγου, όχι με το ξίφος. Θα βοηθήσουμε τούς πολεμιστές με τις προσευχές μας. Θα πάρουμε τη θέση μας στην ψηλή γέφυρα τού πλοίου ή σε κάποια κοντινό ύψωμα γης, για να ευλογούμε τούς στρατιώτες μας και να στέλνουμε κατάρες στον εχθρό. … Αυτό μπορούμε να κάνουμε και αυτό θα κάνουμε με όλες μας τις δυνάμεις. Ο Κύριος δεν θα περιφρονήσει τη συντετριμμένη και ταπεινή καρδιά!109
Η αποφασιστικότητα να δει τη σταυροφορία να ξεκινά χαρακτήριζε σχεδόν κάθε κίνηση και έκφραση τού ποντίφηκα, ο οποίος, ένα μήνα πριν (στις 23 Σεπτεμβρίου 1463) είχε απευθυνθεί στους καρδιναλίους σε μυστικό εκκλησιαστικό συμβούλιο, τονίζοντας ότι με την επίτευξη τής ειρήνης στην Ιταλία η μεγάλη εκστρατεία κατά των Τούρκων αποτελούσε επιτέλους εφικτή επιχείρηση. Είχε πει μερικά από τα πράγματα που θα δημοσιεύονταν στη βούλλα «προφήτης Ιεζεκιήλ» (Ezechielis prophetae), αλλά είχε κάνει και κάποιες παρατηρήσεις, τις οποίες δεν επιθυμούσε να μεταδώσει στον κόσμο: «Περιφρονούν τούς ιερωμένους», έλεγε στους καρδινάλιους,
και οι κληρικοί έχουν κακό όνομα. Οι άνθρωποι λένε ότι αφιερώνουμε τον χρόνο μας στην ευχαρίστηση, στη συσσώρευση χρημάτων, στην εξυπηρέτηση φιλοδοξίας, πηγαίνοντας βόλτες με χοντρά μουλάρια και όμορφα άλογα, μακραίνοντας συνεχώς τα κρόσσια στα ενδύματά μας και τριγυρνώντας στις πόλεις με χοντρά μάγουλα κάτω από κόκκινο καπέλο και φαρδιά κουκούλα, συντηρώντας σκυλιά για κυνήγι, σπαταλώντας σημαντικά ποσά σε ηθοποιούς και παράσιτα και μη κάνοντας τίποτε για την υπεράσπιση τής πίστης! Δεν παρερμηνεύουν εντελώς την πραγματικότητα. Υπάρχουν πολλοί μεταξύ των καρδιναλίων και των άλλων μελών τής παπικής κούρτης που κάνουν αυτά τα πράγματα. Αν θέλουμε να ομολογήσουμε την αλήθεια, η πολυτέλεια και η αλαζονεία τής αυλής μας είναι υπερβολική. Γι’ αυτό τον λόγο είμαστε απεχθείς στους ανθρώπους, που δεν μάς ακούνε όταν λέμε την αλήθεια!
Ο σεβασμός προς τούς κληρικούς πρέπει να αποκατασταθεί με τα ίδια μέσα που έχουν οικοδομήσει το μεγάλο κύρος τής εκκλησίας: «η αποχή, η αγνότητα, η αθωότητα, ο ζήλος για την πίστη, η θρησκευτική θέρμη, η περιφρόνηση τού θανάτου και η επιθυμία για μαρτύριο έχουν τοποθετήσει τη Ρωμαϊκή Εκκλησία πάνω από όλο τον κόσμο».110
Ο Πίος πίστευε ότι δεν υπήρχε καλύτερος τρόπος από τη σταυροφορία για να πραγματοποιηθεί η ηθική απολύτρωση τής κούρτης καθώς και εκείνη τής χριστιανοσύνης. Απεσταλμένοι στάλθηκαν αμέσως στους Ενετούς, τούς Ούγγρους και τούς Βουργουνδούς, στους οποίους ο Πίος πίστευε ότι θα μπορούσε να στηρίζεται για τη σταυροφορία, καθώς και στην Αυστρία, τη Βαυαρία και τη Φρανκονία, την Πρωσία, την Πολωνία, τη Σαξωνία και τη Ρηνανία, την Αγγλία, τη Σκωτία και τη Σκανδιναβία, τη Γαλλία, τις Ισπανίες και τη Σαβοΐα.111 Αν και η απάντηση τής Ευρώπης ήταν αμφίβολη από την αρχή, ο Πίος επέμενε στην πρόθεσή του. Οι Ενετοί βρίσκονταν ήδη σε πόλεμο. Ο Φίλιππος τής Βουργουνδίας, ο οποίος θεωρούσε την ανάκαμψη από παράξενη ασθένεια ως προειδοποίηση από τον ουρανό και ως ευκαιρία να εκπληρώσει τον σταυροφορικό του όρκο, διαβεβαίωνε την κούρτη ότι δεν θα καθυστερούσε πια.112 Ο πάπας, ο δόγης και ο δούκας ήσαν όλοι σε προχωρημένη ηλικία και άρρωστοι, γεγονός το οποίο αναμφίβολα προκαλούσε σχόλια τόσο στις δυτικές αυλές όσο και στην Ανατολή. Όταν ο σουλτάνος Μωάμεθ Β’ πληροφορήθηκε το παπικό διάταγμα τού Οκτωβρίου 1463, ο ίδιος φέρεται ότι είχε πει, ότι θα γλύτωνε τούς φτωχούς γέροντες από τον κόπο ενός μακρινού ταξιδιού, μπαίνοντας πρώτος στο πεδίο τής μάχης και αναζητώντας τους στις πατρίδες τους: «Εκεί, αν θέλουν, ας αγωνιστούν εναντίον μου για την αυτοκρατορία».113 Η ενετική άποψη ήταν εδώ και αρκετό καιρό ότι ένας τέτοιος αγώνας ήταν αναπόφευκτος. Λίγους μήνες πριν (στις 28 Ιουνίου 1463), η Γερουσία είχε γράψει στον βασιλιά Aλφόνσο Ε’ τής Πορτογαλίας με ομόφωνη συμφωνία, ότι «ο άθλιος εχθρός τους, ο Τούρκος, είχε οδηγηθεί σε τέτοια ασυνήθιστη αλαζονεία και δίψα για εξουσία, που φαινόταν ότι δεν τον χωρούσε πια ολόκληρος ο κόσμος!»114
Οι Τούρκοι και η σταυροφορία γέμιζαν την ιταλική διπλωματική αλληλογραφία κατά τη διάρκεια τού πολυάσχολου χειμώνα τού 1463-1464. Τα ιταλικά κράτη ανησυχούσαν πολύ για χρήματα και για την ισορροπία δυνάμεων στη χερσόνησο. Μια επιστολή των Μιλανέζων απεσταλμένων στη Ρώμη Όττο ντελ Καρρέττο και Αγκοστίνο ντε Ρόσσι προς τον Φραντσέσκο Σφόρτσα καθιστούσε καταστροφικά σαφή τη δυσκολία, ίσως και την αδυναμία οργάνωσης σταυροφορίας κατά των Τούρκων. Το πρόβλημα ήταν κυρίως αυτό τής γενικής αντιπάθειας προς τη Βενετία, η οποία κατά την άποψη των ανθρώπων τής εποχής θα ήταν η μόνη που επρόκειτο να επωφεληθεί από χριστιανική νίκη στην Ανατολή.115 Αυτό δεν αποτελούσε αντικείμενο, για το οποίο το Μιλάνο και η Φλωρεντία θα μπορούσαν να εργάζονται με ικανοποίηση. Υπήρχε διαδεδομένος φόβος ότι τα πλουσιότερα ιταλικά κράτη επρόκειτο να κληθούν να καταβάλουν μεγάλο μέρος των δαπανών. Η Φλωρεντινή Σινιορία για παράδειγμα διαμαρτυρόταν προς τον απεσταλμένο της στη Ρώμη, ότι ενώ οι Ούγγροι, οι Γερμανοί, και άλλες χώρες που συνόρευαν με τουρκικά εδάφη δεν διέθεταν οι ίδιες πόρους, προφανώς πίστευαν ότι υπήρχε ανεξάντλητο θησαυροφυλάκιο στην Ιταλία.116 Όταν ο Πίος Β’ ρώτησε τον Σιενέζο εκπρόσωπο στην παπική κούρτη Λεονάρντο ντε Μπενβολιέντι αν είχε πάρει απάντηση από την κυβέρνησή του στο αίτημα για σταυροφορικό φόρο τριακοστής (που επιβαλλόταν στο εισόδημα των λαϊκών), εκείνος απάντησε ότι δεν είχε πάρει, αναμφίβολα λόγω των δυσκολιών τής διεξαγωγής συνεδριάσεων τού συμβουλίου με αριθμό πολιτών, που απουσίαζαν από τη Σιένα εξαιτίας τού φόβου τής πανούκλας. Κατά τη διάρκεια τής συνομιλίας τους ο Πίος τού είπε: «Δεν θέλουμε να αγγίξουμε τα χρήματα. Μαζέψτε τα μόνοι σας και ξοδέψτε τα σε οτιδήποτε θα φανεί στους πολίτες ως πιο αποτελεσματικό εναντίον των Τούρκων, είτε σε γαλέρες ή σε οτιδήποτε άλλο επιλέξετε!»117
Ο πρέσβης τής Μάντουα Τζάκομο ντ’ Αρέτσο έγραφε στον μαρκήσιο Λοντοβίκο Β’ Γκονζάγκα για παπική ακρόαση που χορηγήθηκε σε καρδιναλίους και πρεσβευτές που κατοικούσαν στη Ρώμη στις 6 Οκτωβρίου, κατά την οποία ο Πίος περιέγραψε τις έξι κύριες προϋποθέσεις για την έναρξη επιτυχούς πολέμου εναντίον των Τούρκων: την αναγνώριση τής επιχείρησης ως σταυροφορίας, την εκλογή ενιαίου διοικητή, την επιλογή καθορισμένου χρόνου και τόπου συγκέντρωσης, την επαρκή χρηματοδότηση, τη μεταφορά και τις προμήθειες, καθώς και καθορισμένες ισοτιμίες νομισματικών ανταλλαγών. Όταν όμως ο Πίος ζήτησε από τούς πρεσβευτές τις απαντήσεις των κυβερνήσεών τους στο αίτημα για τον φόρο τριακοστής,
μόνο ο πρεσβευτής τής Λούκκα απάντησε ότι είχε την απάντηση και ότι η κοινότητά του ήταν διατεθειμένη να πληρώσει τον φόρο ελεύθερα και με καλή διάθεση. Παρόμοια μίλησε και ο Μπολωνιέζος πρεσβευτής, λέγοντας ότι, αν και δεν είχε πάρει την απάντηση, ο Πανοσιολογιότατος μπορούσε να διοικεί τούς Μπολωνιέζους ως υπηκόους του και ότι δεν αμφέβαλλε ότι θα υπάκουαν στο αίτημα. Όλοι οι υπόλοιποι απάντησαν, εν συντομία, ότι ανέμεναν την απάντηση…118
Έτσι πήγαινε από βδομάδα σε βδομάδα.
Στις 25 Ιανουαρίου 1464 ο Μιλανέζος πρέσβης ντελ Καρρέττο είχε ακρόαση με τον πάπα, ο οποίος τον επέπληξε για την καθυστέρηση τού Φραντσέσκο Σφόρτσα να δώσει τη βοήθεια που έχει υποσχεθεί στη σταυροφορία, ενώ, με δεδομένες τις φιλικές σχέσεις μεταξύ πάπα και δούκα Μιλάνου, ο τελευταίος έπρεπε να ήταν ο πρώτος που θα βοηθούσε και θα έδινε το καλό παράδειγμα στους άλλους. Ο πρέσβης τον διαβεβαίωνε για την καλή διάθεση και τις τελικές προθέσεις τού Σφόρτσα,
αλλά ότι στην πραγματικότητα τα πράγματα δεν είναι τόσο εύκολο να γίνουν όσο πιστεύουμε και συζητάμε, ενώ στο σημείο αυτό τού είπα πολλούς λόγους για τις δυσκολίες μας, όπως η πείνα στη χώρα και ο φόβος τής πανούκλας, που εμποδίζουν το εμπόριο και τις ανταλλαγές. Επίσης εξαιτίας αυτού τού φόβου τής πανούκλας έχει καθυστερήσει στην [μιλανέζικη] επικράτεια η είσοδος τού νούντσιου τής Αγιότητάς του και για τον ίδιο λόγο έχουν απαγορευθεί το κήρυγμα, οι συγκεντρώσεις και άλλα πράγματα που βοηθούν την εκστρατεία…119
Μάλιστα η επιδημία πανούκλας ήταν σοβαρή. Οι εκθέσεις άλλων πρεσβευτών αναφέρονται συχνά σε αυτήν, ενώ ο Μπενβολιέντι τής Σιένα εξέφραζε συνεχώς φόβους για τον εαυτό του και την οικογένειά του.
Η διπλωματική αλληλογραφία των δύο τελευταίων ετών τής παπικής θητείας τού Πίου Β’ αποτελεί διδακτικό και μάλιστα διασκεδαστικό ανάγνωσμα. Ο ιστορικός μπορεί να παρακολουθεί σε λεπτομέρεια ατέλειωτη ποικιλία μικροελιγμών και μακρά σειρά δηλώσεων υπεκφυγής, όλων διατυπωμένων με όρους βαθιάς υιικής αφοσίωσης στον πάπα και αθάνατης προσήλωσης στην υπόθεση τής χριστιανοσύνης εναντίον των απίστων. Σπανίως το διπλωματικό επάγγελμα έχει ασκήσει με τέτοια επιδεξιότητα τη λεπτή τέχνη τής ευγενικής υπεκφυγής ή έχει εξηγήσει την αποτυχία τήρησης υποσχέσεων με τόσο πολλές ευφυείς δικαιολογίες. Η ζήλεια, το προσωπικό συμφέρον, καθώς και η μυωπία ξεπερνούσαν τούς θρησκευτικούς ενδοιασμούς, ξεπερνούσαν το συναίσθημα ανθρωπιάς για τούς ανατολικούς χριστιανούς που καταπιέζονταν από τούς Τούρκους, ενώ ξεπερνούσαν ακόμη και το ενδιαφέρον για την κοινή ασφάλεια των ίδιων των ιταλικών κρατών. Πρέπει κανείς να αναγνωρίσει δίκαια την απελπιστική θέση στην οποία βρίσκονταν το Μιλάνο και η Φλωρεντία. Θα μπορούσαν να λυπούνται στη σκέψη και μόνο ότι οι Ενετοί θα καταλάμβαναν ολόκληρο τον Μοριά, την «πιο ευγενή επαρχία» (nobilissima provincia). Και συζητιόταν πολύ στη Ρώμη από τις αρχές Νοεμβρίου 1463, ότι το τουρκικό φρούριο τής Κορίνθου είχε πέσει και ότι η Βενετία ήταν κυρία τού Μορέως.120 Άραγε πώς θα μπορούσαν το Μιλάνο και η Φλωρεντία να υποστηρίξουν τη σταυροφορία χωρίς να μεγαλώνουν τη δύναμη τής Βενετίας μέχρι σημείου αδιαμφισβήτητης υπεροχής στην χερσόνησο και κατά συνέπεια κυριαρχίας επί αυτών των ιδίων; Ποτέ δεν βρήκαν την απάντηση σε αυτό το ερώτημα, το οποίο όμως αποτελούσε μεγάλο πρόβλημα τόσο για τον παπισμό, όσο και για τούς ηγεμόνες τού Μιλάνου και τής Φλωρεντίας. Αλλά ο Πίος Β’ είχε στο μυαλό του φτάσει σε λύση, όπως είχε ο ίδιος αναφέρει απαντώντας στις διαμαρτυρίες τού Φλωρεντινού πρέσβη Nικκολίνι. Όσο κι αν φαινόταν ειρωνικό, οι Ενετοί έκαναν το έργο τού Κυρίου και ήταν θαυμαστό στα μάτια του.
Ο Πίος είχε επίσης την πρόθεση να διεκπεραιώσει το δικό του μερίδιο στο έργο και στις 11 Νοεμβρίου 1463 έγραψε στον Αντόνιο Μπερτίνι), επίσκοπο τού Φολίνιο, αποστολικό νούντσιο και συλλέκτη στο δουκάτο τού Μιλάνου, ότι θα φορολογούνταν όλοι οι πόροι τής Ιταλίας για τον εξοπλισμό τού σταυροφορικού στόλου και στρατού, ενώ αυτό γινόταν με τη συμβουλή των καρδιναλίων και με τη συναίνεση των διαφόρων ηγεμόνων, ιεραρχών και πρέσβεων, που είχαν πρόσφατα κληθεί στη Ρώμη για να εξετάσουν το ζήτημα. Έχουμε ήδη αναφερθεί σε αυτή τη διάσκεψη, που άρχισε στις 22 Σεπτεμβρίου και τελείωσε ένα μήνα αργότερα με τη δημοσίευση τής βούλλας «προφήτης Ιεζεκιήλ» (Ezechielis prophetae), που προωθούσε τη σταυροφορία. Ο πάπας ενημέρωνε τον Αντόνιο ότι φόρος δεκάτης επρόκειτο να συλλέγεται για τρία χρόνια από όλα τα εκκλησιαστικά εισοδήματα στην Ιταλία και στις όμορες περιοχές. Θα απαιτούνταν το ένα τριακοστό όλων των λαϊκών εισοδημάτων, καθώς και το ένα εικοστό τής περιουσίας καθώς και των εισοδημάτων των Εβραίων, από οπουδήποτε κι αν προέρχονταν, περιλαμβανομένων και των κερδών από τοκογλυφία. Ο Αντόνιο, αυτοπροσώπως ή μέσω αναπληρωτή (όπως και άλλοι παραλήπτες τέτοιων επιστολών), έπρεπε να συλλέξει τούς αναφερθέντες φόρους από όλα τα πρόσωπα και τις επιχειρήσεις που τούς χρωστούσαν, ανεξάρτητα από τον τίτλο ή την ταπεινότητα τής κοινωνικής τους θέσης.121 Οι ακόμη αχρησιμοποίητες αρχειακές πηγές για την ιστορία τής βαρυσήμαντης παπικής θητείας τού Πίου Β’ είναι εκτεταμένες. Ο Φόιγκτ δεν είχε πρόσβαση στα Αρχεία τού Βατικανού. Μάλιστα κανένας βιογράφος τού Πίου δεν έχει επιχειρήσει συστηματική έρευνα τού διαθέσιμου στο Βατικανό υλικού. Αδημοσίευτα κείμενα με σημασία μπορούν να επιλέγονται σχεδόν τυχαία. Οι στενές αναλογίες αυτής τής μελέτης περιορίζουν την ποσότητα τής λεπτομέρειας που μπορεί να καταγραφεί, ως επεξήγηση των προσπαθειών τού Πίου να στείλει (και μάλιστα να ηγηθεί ο ίδιος) την εκστρατεία, την οποία οι ανατολικοί χριστιανοί χρειάζονταν τόσο απεγνωσμένα. Αν ο βασιλιάς τής Γαλλίας ή ο δούκας τής Βουργουνδίας διέθεταν τη μισή από την αφοσίωσή του στο «ιερό έργο», οι επόμενοι τέσσερις αιώνες τής βαλκανικής ιστορίας θα μπορούσαν να έχουν διαφορετική χροιά.
Τόσο μεγάλος ήταν ο γενικός κυνισμός των ιταλικών αυλών, που οι πρέσβεις στην παπική κούρτη τής Ρώμης δυσκολεύονταν να πιστέψουν την ειλικρίνεια τού Πίου Β’. Πρότειναν διάφορα κίνητρα για τις κυβερνήσεις τους, που θα βοηθούσαν να εξηγηθεί σε αυτές η αποφασιστικότητά του όχι μόνο να προωθήσει τη σταυροφορία με οποιοδήποτε κόστος, αλλά να πάει ο ίδιος ως σταυροφόρος στην Ανατολή, ακόμη κι αν αυτό σήμαινε κατ’ ουσίαν μαρτύριό του για ένα ανέφικτο ιδανικό. Στις 12 Νοεμβρίου 1463 ο Ενετός δόγης Κριστόφορο Μόρο έγραψε στον Πίο πόσο μεγάλη ευλογία ήσαν για τη Δημοκρατία η απόφαση τού πάπα να πάει στη σταυροφορία και η εμπνευσμένη πρεσβεία τού καρδινάλιου Βησσαρίωνα, καθώς ο ειδεχθής Τούρκος διψούσε για τη σφαγή των χριστιανών. Με γλοιώδη τόνο ο δόγης διαβεβαίωνε τον πάπα ότι θα πήγαινε επίσης, παρά το γεγονός ότι η υγεία του κάθε άλλο παρά εύρωστη ήταν και η ηλικία του ήταν προχωρημένη.122 Όμως μπορεί κανείς να διαβάσει εύκολα ανάμεσα στις γραμμές τής επιστολής τού δόγη. Στην πραγματικότητα δεν περίμενε ότι θα πήγαινε ο Πίος. Όμως ο πρέσβης τής Σιένα, ο Λεονάρντο ντε Μπενβολιέντι, ο οποίος είχε παρακολουθήσει τον αγώνα τού Πίου μήνα με τον μήνα, επιβαρυμένο από την κακή υγεία και τις οδυνηρότατες επιθέσεις τής αρθρίτιδας, τον είχε εκτιμήσει διαφορετικά. Γράφοντας στην κυβέρνηση τής Σιένα την ίδια μέρα (12 Νοεμβρίου 1463), προσπαθώντας να πείσει την ίδια τη γενέθλια πόλη τού πάπα να επιβάλει και να εισπράξει τούς σταυροφορικούς φόρους, ο Μπενβολιέντι απέτιε μακροσκελή φόρο τιμής στον Πίο: «Πιστεύω ειλικρινά ότι ο Θεός έχει στείλει αυτόν τον ιερό ποντίφηκα για την ασφάλεια τού χριστιανικού λαού Του, τού εγκαταλειμμένου από όλους τούς άλλους χριστιανούς ηγεμόνες σε μια τόσο μεγάλη μάστιγα, καθώς αυτή η φοβερή πορεία των Τούρκων, οι οποίοι έχουν ήδη καταλάβει το ένα βασίλειο μετά το άλλο σε σύντομο χρονικό διάστημα και έχουν μετατρέψει τούς χριστιανούς με τη βία σε απίστους…». Ο Πίος είχε δαπανήσει ατέλειωτη προσπάθεια, φροντίδα και χρήματα για την Ουγγαρία. Ήταν ο στυλοβάτης τού Mατίας Κορβίνους, τον οποίο παρενοχλούσαν εσωτερικές διαφωνίες καθώς και η τουρκική επιθετικότητα. Η απόφασή του να πάει προσωπικά στη σταυροφορία είχε ξεσηκώσει τούς Ενετούς και είχε δεσμεύσει τούς Βουργουνδούς. Αν δεν υπήρχε ο Πίος, οι Τούρκοι θα είχαν προκαλέσει μεγαλύτερη καταστροφή από τούς Γότθους. Τώρα υπήρχε ελπίδα επιτυχίας στον πόλεμο κατά των Τούρκων, λέει ο Μπενβολιέντι, «και πιστεύω ότι δεν έχει υπάρξει για πολλά χρόνια πιο ένδοξος ποντίφηκας από αυτόν!»123 Είχε δίκιο, απόλυτο δίκιο.
Στις αρχές Αυγούστου 1463 ο Φραντσέσκο Φιέλφο απεύθυνε ρητορική έκκληση προς τούς Ενετούς να συνεχίσουν με αδυσώπητο ζήλο τον πόλεμο κατά των Τούρκων, τις επιτυχίες και την υποτιθέμενη ηθική κατάπτωση των οποίων περιέγραφε σχεδόν με ευχαρίστηση.124 Όμως ο Φραντσέσκο Σφόρτσα προειδοποιούσε τον πάπα ότι ο Μωάμεθ Β’ μπορούσε να βάλει στο πεδίο τής μάχης 300.000 άνδρες και ότι είχε διάφορους μουσουλμάνους συμμάχους, οι οποίοι για το δικό τους συμφέρον δεν θα επέτρεπαν την καταστροφή τής Οθωμανικής αυτοκρατορίας.125 Παρά το γεγονός ότι ήρθαν εγκαίρως τα περαιτέρω δυσάρεστα νέα μιας ακόμη καθυστέρησης των Βουργουνδών, που υποτίθεται ότι επιβλήθηκε αυτή τη φορά από τον Λουδοβίκο ΙΑ’ τής Γαλλίας, ο πάπας με την υποστήριξη οκτώ καρδιναλίων συνέχιζε τα σχέδιά του για την προσωπική του συμμετοχή στη σταυροφορία, αφήνοντας τον Φίλιππο να αντιμετωπίσει την επιτίμηση ότι είχε απογοητεύσει τη θρησκεία σε αυτή την περίοδο τής πιο τρομερής ανάγκης.126 Στο μεταξύ όμως ο πάπας και οι Ενετοί προχωρούσαν στα σχέδιά τους για επίθεση εναντίον των Τούρκων, με την προσδοκία ότι ο Φίλιππος θα έπαιζε σημαντικό ρόλο σε αυτή την επίθεση.
Ενεργώντας για λογαριασμό τής Γερουσίας (στις 2 Μαρτίου 1464), ο δόγης Κριστόφορο Μόρο έγραφε στον δόκτορα Νικολό ντα Κανάλε, τον Ενετό πρεσβευτή στη γαλλική αυλή, ότι ο δρόμος για χριστιανική νίκη περνούσε από την Ουγγαρία. Όμως τέτοια ήταν η «φτώχεια και ερήμωση» (paupertas et depopulatio) τού απειλούμενου βασιλείου τού Ματίας Κορβίνους, που χρειαζόταν χρήματα, πολλά χρήματα,
με τα οποία θα μπορέσει να προχωρήσει δυνατά εναντίον τού εχθρού, ενώ, αν και έχουμε εμπλακεί σε βαρύτατες δαπάνες, έχουμε παρ’ όλα αυτά προσφέρει στη γαλήνια Υψηλότητά του 60.000 δουκάτα για το τρέχον έτος, μικρό ποσό και εντελώς ανεπαρκές για τη συγκέντρωση στρατού για υπηρεσία κατά τού εχθρού. … Ο ανώτατος ποντίφηκας και εμείς πασχίζουμε σθεναρά για να είναι τα πάντα έτοιμα, ώστε να ξεκινήσουμε προσωπικά σε αυτή την εκστρατεία, ενώ ούτε στη στεριά ούτε στη θάλασσα δεν φειδόμαστε πόρων ή δύναμης. Πιστεύουμε ότι ο ενδοξότατος άρχοντας δούκας τής Βουργουνδίας έχει κάνει και θα κάνει το ίδιο πράγμα, έτσι ώστε, όπως προβλέπουν οι συμφωνίες μας, να ενταχθεί και εκείνος σε αυτό το εγχείρημα. … Στον Μοριά οι υποθέσεις μας πηγαίνουν αρκετά καλά. Όλος ο «βραχίονας» τής Μάινας, που αποτελεί μεγάλο μέρος τής επαρχίας, παραμένει πιστός και υπάκουος σε εμάς. Οι άνθρωποί μας πολεμούν τούς Τούρκους σε αυτή την περιοχή, για να ελευθερώσουν τούς χριστιανούς από το μαρτύριο τού εχθρού. Αυτό που μόλις μάθαμε από επιστολή με ημερομηνία 13 Φεβρουαρίου από την κυβέρνησή μας στην Κέρκυρα, για τη σύγκρουση με τον «φλαμπουλάρη» (flambulari) τού Μοριά, θα το δείτε από αντίγραφο τής επιστολής που σάς επισυνάπτουμε. …127
Αν και οι Ενετοί έκαναν καλό σταυροφορικό κήρυγμα, δεν μπορεί να υπάρχει αμφιβολία ότι πρωταρχικός στόχος τους ήταν η κατάκτηση τού Μορέως. Και αν πετύχαιναν, δεν είχαν καμία πρόθεση να επιστρέψoυν κανένα μέρος τής χερσονήσου στους Παλαιολόγους. Διαφωνούσαν με την παρουσίαση τού δεσπότη Θωμά Παλαιολόγου ως σταυροφόρου. Στις 17 Μαΐου (1464) η Γερουσία (ή μάλλον ο δόγης) αναγνώριζε την παραλαβή των επιστολών με ημερομηνία 7 και 9 τού μηνός από τον Λοντοβίκο Φοσκαρίνι, τον πρέσβη τους στην παπική κούρτη. Ο Πίος Β’ είχε αφήσει τη Σιένα για να πάει στη Ρώμη, «απ’ όπου σε συγκεκριμένο χρόνο θα μπορούσε να βρίσκεται στην Αγκώνα» (ut inde ad statutum tempus Ancone esse possit). Μεταξύ άλλων θεμάτων ενδιαφέροντος, ο Φοσκαρίνι ενημέρωνε τη Γερουσία ότι ο δεσπότης Θωμάς βρισκόταν με τον Πίο, στον οποίο είχε παραδώσει τον βραχίονα τού Αγίου Ιωάννου και άλλα κειμήλια. Στη Βενετία πίστευαν ότι ο Θωμάς είχε κάθε πρόθεση να καταπλεύσει με τον παπικό στόλο στον Μοριά. Όμως η Γερουσία είχε εξετάσει αυτή την πιθανότητα, όπως ο δόγης έγραφε τώρα στον Φοσκαρίνι, και αν ο τελευταίος είχε την παραμικρή υποψία ότι αυτό μπορούσε να συμβεί,
θέλουμε να εξασφαλιστεί ότι θα πάτε το συντομότερο δυνατόν ενώπιον τού Ρωμαίου ποντίφηκα και με τα αρμόζοντα και κατάλληλα λόγια [διαμαρτυρίας], όπως θα σάς τα συστήσει η κρίση σας, να πείτε στην Αγιότητά του ότι, όπως γνωρίζει καλά, έχουμε αναλάβει οι ίδιοι, εδώ και έναν ολόκληρο χρόνο, την εκστρατεία στον Μοριά με κολοσσιαία δαπάνη και κίνδυνο για τούς εαυτούς μας … για να ελευθερώσουμε [τον Μοριά] από τη δουλεία και την τυραννία των εχθρών τής πίστης μας. Επειδή έχουμε ακούσει ότι ο δεσπότης Θωμάς ισχυρίζεται ότι πηγαίνει στον Μοριά, πράγμα που θα μπορούσε να προκαλέσει τρομερά και άτοπα σκάνδαλα, θέλουμε να ρωτήσουμε την Αγιότητά του και, ως υπάκουοι γιοί του, να ζητήσουμε πολύ πιστά, για το καλό τής επιχείρησης την οποία θεωρεί σημαντική, με οποιονδήποτε τρόπο φανεί καλύτερος … στην Αγιότητά του, να λάβει μέτρα για να διασφαλίσει ότι ο εν λόγω δεσπότης δεν θα ξεκινήσει για τον Μοριά…
Οι Ενετοί αντιτάσσονταν επίσης έντονα στη μετάβαση στον Μοριά τού Ασάν Ζακκαρία, πράγμα για το οποίο ο Φοσκαρίνι έπρεπε να ενημερώσει τον πάπα, ο οποίος (σύμφωνα με τον Ζακκαρία), ήθελε να συνοδεύσει αυτός τούς σταυροφόρους. Αν πήγαινε ο Ζακκαρία, η Γερουσία ήταν βέβαιη ότι θα προέκυπταν αναπόφευκτα «αντιξοότητες και διαιρέσεις» (inconvenientia et divisiones) και η εκστρατεία θα ξεκινούσε με άσχημο τρόπο.128
Ο Πίος Β’ πήρε τον σταυρό στις 18 Ιουνίου 1464 στον Άγιο Πέτρο. Έφυγε από τη Ρώμη την ίδια μέρα για τη μακρινή Αγκώνα, από όπου σκόπευε να πάει μέσω Αδριατικής στο Μπρίντιζι και στο Λέτσε και στη συνέχεια στον Μοριά. Ανέβηκε τον Τίβερη μέχρι το Οτρίκολι, γιατί ήταν πιο εύκολο γι’ αυτόν να ταξιδεύει στο ποτάμι,129 ενώ από εκεί πήγε δια ξηράς στο Νάρνι, στο Τέρνι, στο Σπολέτο και στην Ασσίζη, όπου έφτασε στις 3 Ιουλίου. Πολύ γέρος, πολύ κουρασμένος και θανάσιμα άρρωστος, ταξίδευε αργά. Η ζέστη ήταν καταπιεστική. Μερικές φορές οι δρόμοι ήσαν γεμάτοι κόσμο. Έφτασε στο Φαμπριάνο στις 7 Ιουλίου. Στο Λορέτο αφιέρωσε χρυσό δισκοπότηρο στο εξοχικό πέτρινο παρεκκλήσι τής Θεοτόκου, ενώ στις 19 Ιουλίου έφτασε τελικά στην Αγκώνα.130 Τώρα τον Πίο συναντούσαν οκτώ καρδινάλιοι. Εγκαταστάθηκε στο επισκοπικό μέγαρο,131 το οποίο βρισκόταν σε ψηλό βράχο, στο βόρειο άκρο τής πόλης, δίπλα στον καθεδρικό ναό τού Αγίου Κυριάκου, όπου τα πέτρινα λιοντάρια που γνώριζε ο Πίος φρουρούν ακόμη την όμορφη πύλη. Από το μέγαρο μπορούσε να βλέπει έξω τα λαμπυρίζοντα νερά τής Αδριατικής και να αναζητά στον ορίζοντα την πρώτη εμφάνιση των γαλερών που περίμενε από τη Βενετία. Ανοικοδομημένο προς το τέλος τού 19ου αιώνα, το επισκοπικό μέγαρο στην Αγκώνα καταστράφηκε κατά τη διάρκεια τού πολέμου τής περιόδου 1939-1945. Τη θέση του έχει πάρει μικρό μουσείο, στον μπροστινό τοίχο τού οποίου μια επιγραφή υπενθυμίζει τώρα τον χώρο ως τόπο θανάτου τού Πίου Β’. Πράγματι, έτσι ήταν.
Η πανούκλα είχε φτάσει στην Αγκώνα στα μέσα καλοκαιριού τού 1464, αν και μέχρι τότε λίγοι είχαν πεθάνει από αυτήν. Φαινόταν απίθανο στον πρεσβευτή τής Μάντουα ότι ο πάπας θα παρέμενε στην πόλη, αλλά ο δόγης τής Βενετίας αναμενόταν σε δεκαπέντε ή είκοσι μέρες. Μερικές ομάδες Καταλανών, Ισπανών, Σαξώνων και Γάλλων σταυροφόρων βρίσκονταν καθ’ οδόν ή είχαν ήδη φτάσει. Τώρα πια η ζέστη ήταν αβάσταχτη. Σε κανένα δεν άρεσε η Αγκώνα. Οι τιμές ήσαν υψηλές και υπήρχε μεγαλύτερη έλλειψη νερού παρά κρασιού.132 Παρά το γεγονός ότι η υγεία τού πάπα αναφερόταν καλύτερη στις 10 Ιουλίου,133 ήταν ξεκάθαρο τόσο στους καρδινάλιους όσο και στους γιατρούς του, ότι αν επέμενε στην απόφασή του να συνεχίσει, θα τον εύρισκε σύντομα ο θάνατος. Οι περισσότεροι από τούς καρδιναλίους άρχιζαν να ενδιαφέρονται λιγότερο για τη σταυροφορία απ’ όσο για το κογκλάβιο, που σύντομα θα εξέλεγε τον διάδοχό του.
Η πόλη και η παπική κούρτη ήσαν γεμάτες από φήμες ότι ο Τούρκος είχε στήσει το στρατόπεδό του τριάντα μίλια από τη Ραγούσα, την οποία απειλούσε να καταστρέψει αν η κυβέρνηση έστελνε στον πάπα τα δύο πλοία που τού είχε υποσχεθεί. Ότι τα εδάφη τής Ραγούσας λεηλατούνταν ήδη. Και ότι οι Ραγουσαίοι δεν διέθεταν επαρκείς προμήθειες σε σιτηρά, ώστε να αντέξουν πολιορκία. Ο Πίος διέταξε την αποστολή σιτηρών στην πόλη, προς την οποία πρότεινε να σαλπάρει ο ίδιος μαζί με τον ηλικιωμένο Χουάν ντε Καρβαχάλ, τον καρδινάλιο τού Σαντ’ Άντζελο, για να σπάσει την πολιορκία των Τούρκων. Όμως τέσσερις μέρες αργότερα έφτασαν νέα για αποχώρηση των Τούρκων. Η παπική κούρτη περίμενε τώρα την άφιξη τού ενετικού στόλου με τον δόγη Κριστόφορο Μόρο πάνω σε αυτόν.134 Ο δόγης υποχρεώθηκε τελικά να έρθει, αφού πρώτα αρνήθηκε λόγω τής ηλικίας του, αλλά ο Βεττόρε Καπέλλο είχε πει στη Γαληνοτάτη Υψηλότητά του ότι αν δεν συνόδευε τη σταυροφορία με τη θέλησή του, θα υποχρεωνόταν να το πράξει, «επειδή εμάς μάς ενδιαφέρει περισσότερο η ευημερία και η τιμή αυτού τού τόπου παρά το δικό σας πρόσωπο!» (όπως μαθαίνουμε από τον Μαρίνο Σανούντο). Οι αρχειακές καταγραφές παρέχουν εύγλωττη μαρτυρία τής ευρείας δυσαρέσκειας, την οποία είχε προκαλέσει σε ολόκληρη την πόλη, καθώς και στη Γερουσία, η άνανδρη συμπεριφορά τού δόγη.
Αν και ο Πίος Β’ είχε φτάσει στην Αγκώνα δύο περίπου βδομάδες νωρίτερα και περίμενε να ενταχθεί στον σταυροφορικό στόλο το ενετικό στρατιωτικό σώμα, ο Μόρο δεν είχε αποπλεύσει μέχρι τις αρχές Αυγούστου. Όμως επιβιβάστηκε στις γαλέρες του στις 30 Ιουλίου, οπότε η είδηση διαβιβάστηκε αμέσως στον Ενετό πρεσβευτή στην παπική κούρτη. Τώρα ο Μόρο χρονοτριβούσε, προς ακραία ενόχληση των συμπολιτών του, που έβλεπαν ότι ντροπιάζονταν οι ίδιοι στα μάτια τού χριστιανικού κόσμου από τη μικροψυχία τού δόγη τους. Την 1η Αυγούστου λοιπόν έγινε πρόταση στη Γερουσία, να πάνε αμέσως στον γαληνότατο άρχοντα δόγη τέσσερις ευγενείς από το Κολλέγιο και με όλα τα σχετικά και κατάλληλα λόγια να απαιτήσουν με σεβασμό και αποφασιστικότητα από την Υψηλότητά του, στο όνομα τού Θεού, να κινηθεί την ίδια κιόλας νύχτα και να σπεύσει στην Αγκώνα με κάθε δυνατή ταχύτητα, υπενθυμίζοντας στην εξοχότητά του ότι αυτή ήταν η καθολική επιθυμία όχι μόνο ολόκληρου τού Συμβουλίου, αλλά και ολόκληρης τής πόλης, λόγω τής τεράστιας σημασίας τού ζητήματος και τού κίνδυνου μομφής και ατίμωσης, που θα συνεπαγόταν για όλους αυτή η καθυστέρηση, περιλαμβανομένης τής εξοχότητάς του.135
Καθώς ήρθε ο Αύγουστος, η κατήφεια γινόταν πιο βαθιά στην Αγκώνα. Ο Πίος ήταν πολύ άρρωστος. Οι γιατροί μιλούσαν για «ρευματικό πυρετό» (febre fleumatica), «και αναφέρουν ότι αν μπει στη θάλασσα, δεν θα ζήσει ούτε δύο μέρες».136 Κάθε μέρα που περνούσε, η κατάστασή του επιδεινωνόταν. Στις 12 Αυγούστου κατέπλευσε στο λιμάνι τής Αγκώνας ο δόγης με δώδεκα γαλέρες.137 Τρεις ημέρες αργότερα πέθανε ο Πίος Β’, ενώ στις 18 τού μηνός ο δόγης έβαλε πλώρη για την Ιστρία και από εκεί για τη Βενετία.138 Δεν θα υπήρχε σταυροφορία.
Ο θάνατος τού Πίου Β’ είχε ματαιώσει τον υψηλότερο σκοπό τής ζωής του. Ίσως αυτό ήταν καλό για τη μνήμη του, καθώς και για την Ευρώπη. Οι προσπάθειές του ήσαν καταδικασμένες σε αποτυχία. Αν είχε μεγαλύτερη επιτυχία, χιλιάδες θα έχαναν τη ζωή τους στην ενδεχόμενη αποτυχία. Δεν ήταν ότι η λεγόμενη σταυροφορία είχε καταστεί πολιτικός και κοινωνικός αναχρονισμός. Η λαϊκή υποστήριξη για τον αντι-τουρκικό πόλεμο αυξανόταν και εξασθένιζε κατά καιρούς. Είχε φτάσει σε χαμηλή άμπωτη την εποχή τού Πίου, εν μέρει λόγω τής αμοιβαίας έχθρας και των αντικρουόμενων συμφερόντων των ηγεμόνων και ιδιαίτερα λόγω τής διαδεδομένης εχθρότητας προς τη Βενετία. Όταν ο Αινείας Σύλβιος, ο καιροσκόπος τον οποίον ο Θεός είχε ανυψώσει στον παπικό θρόνο, αντιπαρέβαλλε το πλούσιο κτήμα του στο παλάτι τού Βατικανού με τη φτώχεια τού σπιτιού του στο Κορσινιάνο, δεν μπορούσε παρά να σκέφτεται πόσα χρωστούσε στον Παντοδύναμο. Η αφοσίωσή του στη σταυροφορία φαίνεται ότι ήταν απεγνωσμένη αλλά ειλικρινής προσπάθεια να ξεπληρώσει εκείνη την οφειλή.
<-7. Ο Πίος Β’, η διάσκεψη τής Μάντουα και η τουρκική κατάκτηση τού Μοριά (1458-1461) | 9. Ο Παύλος Β’, η Βενετία και η πτώση τού Νεγκροπόντε (1464-1471)-> |