07. Ο Πίος Β’, η διάσκεψη τής Μάντουα και η τουρκική κατάκτηση τού Μοριά (1458-1461)

<-6. Ο Κάλλιστος Γ’ και η πολιορκία τού Βελιγραδίου. Ο Μωάμεθ Β' και η Αλβανία (1455-1458) 8. Ο Πίος Β’, η σταυροφορία και ο Ενετικός πόλεμος κατά των Τούρκων->

7
Ο Πίος Β’, η διάσκεψη τής Μάντουα και η τουρκική κατάκτηση τού Μοριά (1458-1461)

Image Image

Ο σουλτάνος Μωάμεθ Β’ είχε ορίσει τον φόρο υποτέλειας τού Μοριά σε 10.000 ή 12.000 δουκάτα τον χρόνο, όπως είδαμε, αλλά το 1457 η πληρωμή του καθυστερούσε για τρία χρόνια. Αν και είχαν σταλεί Τούρκοι απεσταλμένοι στον Μοριά για να ζητήσουν τον φόρο υποτέλειας, η πληρωμή του καθυστερούσε ακόμη και ο Μωάμεθ έδινε τώρα στους δεσπότες Θωμά και Δημήτριο τις εναλλακτικές λύσεις τής καταβολής τού ετήσιου φόρου για τα εδάφη τους ή τής παράδοσης τού Μοριά σε αυτόν. Σύμφωνα με τον Κριτόβουλο οι δεσπότες μάζεψαν άφθονα ποσά από τούς Αλβανούς για την πληρωμή τού φόρου, αλλά τα δαπάνησαν για τον εαυτό τους. Οι αδελφοί Παλαιολόγοι, διατηρώντας αδικαιολόγητες ελπίδες ναυτικής εκστρατείας που θα στελνόταν από τον πάπα Κάλλιστο στα ανατολικά ύδατα υπό τον καρδινάλιο Λοντοβίκο Τρεβιζάν, καθυστερούσαν να πληρώσουν, μέχρι τη στιγμή που ήταν πια πάρα πολύ αργά. Τον Απρίλιο τού 1458 ο Μωάμεθ ξεκίνησε από την Αδριανούπολη (Εντίρνε) με μεγάλο στρατό, που στρατολογήθηκε στη Μικρά Ασία, τη Μακεδονία και τη Θεσσαλία. Φτάνοντας στη Θεσσαλία, σταμάτησε μερικές ημέρες για να ξεκουραστεί ο στρατός του, για να περιμένει περισσότερα στρατεύματα και για να δώσει στους απεσταλμένους των δεσποτών την ευκαιρία να εμφανιστούν με τον φόρο υποτέλειας. Ο Κριτόβουλος λέει ότι αν είχαν έρθει απεσταλμένοι φέρνοντας τον φόρο και ζητώντας ειρήνη, ο σουλτάνος θα είχε εγκαταλείψει την εκστρατεία, «γιατί είχε να αντιμετωπίσει άλλα επείγοντα ζητήματα» (εἶχε γάρ ἄλλα τά κατεπείγοντα). Όμως δεν ήρθαν απεσταλμένοι από τούς δεσπότες κι έτσι δόθηκε η εντολή για προέλαση.

Ο οθωμανικός στρατός, διασχίζοντας τον κάμπο τής Θεσσαλίας, πέρασε από το στενό των Θερμοπυλών, περιέτρεξε την λίμνη Κωπαΐδα και στρατοπέδευσε στη Βοιωτία, στην κοιλάδα τού ποταμού Ασωπού, στην περιοχή των Πλαταιών. Ενώ οι ανιχνευτές του κατόπτευαν τούς δρόμους και τα περάσματα μέσω τού όρους Κιθαιρών προς νότο, έφτασαν απεσταλμένοι από τον Θωμά με 4.500 δουκάτα. Είχαν έρθει πάρα πολύ αργά. Ο Μωάμεθ πήρε τα χρήματα και παρατήρησε με χλευασμό ότι θα φρόντιζε για τούς όρους ειρήνης όταν θα έφτανε στον Μοριά. Έφτασε στον Ισθμό τής Κορίνθου στις 15 Μαΐου «καθώς το σιτάρι ωρίμαζε», λέει ο Κριτόβουλος, περνώντας μέσα από το Εξαμίλιον χωρίς να συναντήσει αντίσταση. Ξόδεψε κάποιο χρόνο προσπαθώντας να βομβαρδίσει το κάστρο που ήταν χτισμένο στον ψηλό βράχο τής Ακροκορίνθου, τού οποίου η μια δίοδος προσέγγισης περιβαλλόταν από τριπλά τείχη, αλλά βρίσκοντας τις προσπάθειές του μάταιες, λεηλάτησε τα γύρω χωράφια και αμπελώνες και άφησε πίσω τμήμα των δυνάμεών του τής Ανατολίας να περικυκλώσει το φρούριο και να οδηγήσει τη φρουρά του σε υποταγή από την πείνα.1 Μέσα σε λίγες ημέρες οι Τούρκοι κατέλαβαν όλες τις άλλες οχυρές θέσεις στην Κορινθία.

Προελαύνοντας στον Μοριά ο Μωάμεθ πήρε τον δρόμο προς τη Νεμέα και στη συνέχεια στράφηκε δυτικά μέσα από την περιοχή τού Φλιούντα, πέρα από την οποία έθεσε σε πολιορκία μια αρβανίτικη πόλη που ονομαζόταν Ταρσός, στον δρόμο από την αρχαία Πελλήνη προς τον Φενεό (Φονιά, δυτικά τού όρους Κυλλήνη). Η Ταρσός σύντομα παραδόθηκε, προσφέροντας τριακόσια αγόρια για ενδεχόμενη στρατολόγηση στους γενίτσαρους. Ο τοπικός οπλαρχηγός Δόξας ή Δόξης υπερασπίστηκε γενναία το φρούριο τού Φλιούντα με δύναμη Ελλήνων και Αλβανών, μέχρις ότου ο Μωάμεθ απέκοψε τη μοναδική τους πηγή νερού, οπότε προσπάθησαν να ζυμώσουν ψωμί με το αίμα σφαγμένων υποζυγίων. Ενώ αναζητούσαν όρους παράδοσης, οι Τούρκοι εισχώρησαν μέσω αφύλακτου τμήματος τού τείχους και μετέτρεψαν τούς υπερασπιστές και τούς άλλους κατοίκους σε σκλάβους. Στη συνέχεια ο Μωάμεθ επιτέθηκε και κατέλαβε την πόλη-κάστρο τής Άκοβας.2 Συνεχίζοντας προς την πόλη Ρουπέλη, όπου Έλληνες και Αλβανοί είχαν αναζητήσει καταφύγιο, καθώς το τουρκικό ιππικό ξεπάστρευε την ύπαιθρο, οι Τούρκοι προσπάθησαν επί δύο μέρες να εισβάλουν. Οι τρομοκρατημένοι υπερασπιστές αντιστάθηκαν στην επίθεση τόσο σθεναρά, ώστε ο Μωάμεθ ήταν έτοιμος να εγκαταλείψει την προσπάθεια κατάληψης τής Ρουπέλης, όταν τελικά αυτή παραδόθηκε. Ο πληθυσμός γλίτωσε τον θάνατο, αλλά στάλθηκε στην Κωνσταντινούπολη, την οποία ο σουλτάνος προσπαθούσε να επανεποικίσει. Αλλά στη Ρουπέλη οι Τούρκοι συνέλαβαν είκοσι Αλβανούς, στους οποίους είχε επιτραπεί να αποχωρήσουν από την Ταρσό, έχοντας δώσει τον λόγο τους ότι δεν θα ξαναπάρουν τα όπλα εναντίον τού σουλτάνου. Ο Μωάμεθ θανάτωσε αυτούς τούς φτωχούς φουκαράδες, αφού πρώτα έβαλε να τούς σπάσουν τα πόδια και τα χέρια.

Συνεχίζοντας την προς νότο πορεία του περνώντας από τον αρκαδικό Ορχομενό, όπου τα ερείπια μεσαιωνικού κάστρου ανταμείβουν ακόμη τη δύσκολη ανάβαση στην κορυφή τού λόφου, ο Μωάμεθ εισήλθε στην περιοχή τής αρκαδικής Μαντινείας. Είχε μαζί του τον Μανουήλ «Τζιν» Καντακουζηνό, τον οποίο οι Αλβανοί είχαν ανακηρύξει «δεσπότη» το 1453. Όμως ο Καντακουζηνός απέτυχε να πείσει τον λαό τής Παζενίκης να καταθέσει τα όπλα, οι Τούρκοι τον υποψιάστηκαν για προδοσία και διέφυγε, φτάνοντας τελικά στην Ουγγαρία (όπου πέθανε λίγα χρόνια αργότερα). Σύντομα ο Μωάμεθ έφτασε στην Τεγέα, στην καρδιά τής χερσονήσου. Τώρα οι δεσπότες διέφευγαν προς την ακτή. Ο Θωμάς στη λακωνική Μαντίνεια και ο Δημήτριος στη Μονεμβασία (την αρχαία Επίδαυρο Λιμηρά). Σύμφωνα με τον Χαλκοκονδύλη ο Μεχμέτ επιθυμούσε να κατακτήσει αυτό το περίφημο φρούριο, αλλά ενέδωσε στις συμβουλές που τού έδωσαν να μην το επιχειρήσει. Βρισκόταν πολύ μακριά από την πεπατημένη, ενώ το ανάγλυφο τής νοτιοανατολικής Λακωνίας καθιστούσε δύσκολη και επικίνδυνη την προσέγγιση. Αντί για τη Μονεμβασία επιτέθηκε στο φρούριο Μουχλί σε κορυφή λόφου (κοντά στην Τεγέα), όπου και πάλι διέκοψε την παροχή νερού και η πόλη παραδόθηκε ύστερα από τριήμερη πολιορκία.3

Προχωρώντας βορειοδυτικά μέσα από την ύπαιθρο προς την Πάτρα, την πρωτεύουσα τού Θωμά Παλαιολόγου, μέσα από απότομους και σχεδόν αδιάβατους δρόμους, ο Μωάμεθ ρήμαξε ολόκληρη την περιοχή από την οποία πέρασε. Οι κάτοικοι τής Πάτρας έφευγαν πριν φτάσει αυτός, ορισμένοι διασχίζοντας το στενό προς το Λεπάντο (Ναύπακτος). Η φρουρά, φοβούμενη τα κανόνια του, παραδόθηκε και τής χαρίστηκε η ζωή. Εντυπωσιασμένος με την περιοχή τής Πάτρας, τόσο από την τοποθεσία τής πόλης όσο και από τη γονιμότητα τού εδάφους, ο Μωάμεθ πρόσφερε σε όλους τούς κατοίκους που θα γύριζαν πίσω αμέσως επιστροφή τής περιουσίας τους και απαλλαγή από φόρους για μερικά χρόνια. Σύμφωνα με τον Κριτόβουλο, έστελνε τώρα μέρος τού στρατού του να επιδράμει στην Ήλιδα και τη Μεσσηνία, «να τις λεηλατήσουν εκτεταμένα και να τού φέρουν όλα τα λάφυρα» (III, 5). Ο ίδιος προχώρησε προς την Κόρινθο, καταλαμβάνοντας στον δρόμο του τη Βόστιτζα, το αρχαίο Αίγιο. Η Κόρινθος βρισκόταν υπό πολιορκία για πολλές εβδομάδες. Ο στρατός τού σουλτάνου ήταν κουρασμένος. Οι τουρκικές λεηλασίες τού περασμένου Μαΐου είχαν απογυμνώσει την περιοχή από ζωοτροφές για τα άλογα, τα βοοειδή και τα υποζύγια. Δεδομένου ότι ο Ματθαίος Ασάν, ο κυβερνήτης τής Κορινθίας, αρνιόταν να παραδοθεί, ο Μωάμεθ αποφάσισε να δοκιμάσει νέο κανονιοβολισμό και επίθεση.

Οι πολιορκητές γκρέμισαν μέρος τού τείχους και την πρώτη πύλη στη νοτιοδυτική πλαγιά τής Ακροκορίνθου με το κανόνι που τοποθέτησαν στον απότομο βράχο Πεντεσκούφι, ένα μίλι νοτιοδυτικά τού φρουρίου. Σύμφωνα με τον Χαλκοκονδύλη ένα από τα πέτρινα βλήματα τού κανονιού αστόχησε, δεν πέτυχε το τείχος, κατεδάφισε τον φούρνο τής φρουράς, σκότωσε έναν άνθρωπο, κατά κάποιο τρόπο σάρωσε το βόρειο παραπέτι στην εκπληκτική πορεία του και κατέστρεψε τη ναυτική αποθήκη στην κάτω πόλη. Ήταν μια μπάλα κανονιού που ζύγιζε 900 λίμπρες (450 κιλά, επτά τάλαντα) και εκτοξεύθηκε από απόσταση ενάμιση μιλίου (δεκατεσσάρων σταδίων)! Όταν δόθηκε η διαταγή για επίθεση, η κύρια δύναμη έτρεξε να ανεβεί την απότομη ανηφόρα, που ελίσσεται γύρω από τα βράχια τής δυτικής πλαγιάς. Προχώρησαν μέσα από την πρώτη πύλη στο ερειπωμένο εξωτερικό τείχος μέχρι τη δεύτερη πύλη, από την οποία απωθήθηκαν με μάχες σώμα με σώμα και ιδιαίτερα από τον εκσφενδονισμό μεγάλων πετρών, που έριχναν πάνω τους οι υπερασπιστές από τα τείχη και τούς πύργους. Παρά την αποφασιστικότητά του να παραμείνει μπροστά στην Ακροκόρινθο μέχρι να καταλάβει το κάστρο, ο Μωάμεθ διέταξε υποχώρηση από τις πύλες, αποφασίζοντας ότι τελικά η πείνα θα ήταν το καλύτερο όπλο του. Μπορούσε να περιμένει, γιατί η ομάδα επιδρομής που είχε σταλεί στην Ήλιδα και τη Μεσσηνία είχε επιστρέψει, φέρνοντας πίσω, σύμφωνα με την αναφορά που είχε ακούσει ο Κριτόβουλος, δεκαπέντε χιλιάδες πρόβατα, βόδια και άλογα, καθώς και τέσσερις χιλιάδες αιχμαλώτους. Οι τελευταίοι στάλθηκαν στον Βόσπορο για να βοηθήσουν τον επανεποικισμό των προαστείων τής Κωνσταντινούπολης. Τα πρόβατα και τα γελάδια θα υποστήριζαν τον στρατό στη μακρά πολιορκία που φαινόταν αναγκαία. Αν ο στρατός τού Μωάμεθ είχε δυσκολίες, οι συνθήκες στην Ακροκόρινθο είχαν γίνει απελπιστικές.

Οι παγιδευμένοι Κορίνθιοι είχαν καλή ηγεσία. Ο διοικητής τους, ο Ματθαίος Ασάν, ήταν κυβερνήτης όχι μόνο τής πόλης τους και τού κάστρου, αλλά επίσης «όχι μικρού μέρους τής Πελοποννήσου».4 Ήταν κουνιάδος τού δεσπότη Δημήτριου, όπως είδαμε, ενώ ήταν αναμφισβήτητα ο στρατιωτικός στυλοβάτης τής κυβέρνησης στον Μυστρά. Ο Ματθαίος απουσίαζε στην ενετική αποικία τού Ναυπλίου, όταν έμαθε για πρώτη φορά την τουρκική περικύκλωση τής Κορίνθου. Είχε σπεύσει (ο Κριτόβουλος λέει ότι τον είχε στείλει ο Δημήτριος), για να προσπαθήσει να σώσει ένα από τα ωραιότερα κάστρα στην Ανατολική Μεσόγειο. Είχε ανεβεί το ελάχιστα γνωστό και απόκρημνο μονοπάτι προς το βόρειο τείχος τής Ακροκορίνθου, υπό την κάλυψη τής νύχτας, με εβδομήντα άνδρες, καθένας από τούς οποίους μετέφερε όσα σιτηρά και εφόδια μπορούσε. Όταν θα εξαντλούνταν αυτές οι προμήθειες, θα υπήρχε πολλή γκρίνια μεταξύ των κατοίκων τής ακρόπολης, οι οποίοι φαίνεται ότι αποτελούσαν πια το σύνολο των κατοίκων τής πόλης, αφού λίγοι άνθρωποι κατοικούσαν τότε στην κάτω πόλη. Μερικοί από αυτούς πήγαν τελικά στον μητροπολίτη Κορίνθου, ο οποίος συμμερίστηκε τούς φόβους τους και συμφώνησε με τα παράπονά τους. Ενώ ο Ματθαίος προέτρεπε το λαό να παραμείνει σταθερός, ο μητροπολίτης έστειλε αγγελιοφόρο στον σουλτάνο, λέγοντάς του για την έλλειψη τροφίμων και αναφέροντας ότι η επιμονή θα τού έφερνε την επιτυχία. Ο Μεχμέτ ενημέρωσε τότε τον Ματθαίο ότι φίλοι εντός των τειχών τον είχαν πληροφορήσει για τα δεινά των αμυνομένων. Τον καλούσε να παραδώσει την Ακροκόρινθο. Οι περισσότεροι τής φρουράς είχαν αποκαρδιωθεί. Περαιτέρω αντίσταση θα έκανε απλώς τούς όρους παράδοσης πιο επαχθείς, χωρίς τη διάσωση τής ακρόπολης. Στις 6 Αυγούστου ο Ματθαίος δέχτηκε την είσοδο των Τούρκων στην Ακροκόρινθο, με την προϋπόθεση ότι οι κάτοικοι θα συνέχιζαν να ζουν εκεί χωρίς να αντιμετωπίζουν άλλα εμπόδια, αποτίοντας απλώς φόρο τιμής. Ταυτόχρονα διαπραγματεύτηκε ειρήνη για λογαριασμό των δεσποτών, που θα πλήρωναν, σύμφωνα με τον Κριτόβουλο, τρεις χιλιάδες δουκάτα (νομίσματα) κάθε χρόνο. Έπρεπε επίσης να παραχωρήσουν στην Πύλη όλες τις πόλεις και τα κάστρα που είχε καταλάβει ο σουλτάνος, καθώς και όλα τα εδάφη στα οποία είχαν μπει οι δυνάμεις του, τα οποία ο Κριτόβουλος υπολογίζει στο ένα περίπου τρίτο τού Μορέως.

Το υπόλοιπο τής χερσονήσου θα ανήκε στους δεσπότες, αλλά αφού ο σουλτάνος κατείχε την Πάτρα, τη Βόστιτζα (Αίγιο) και τα Καλάβρυτα, ο Θωμάς είχε πια χάσει την πρωτεύουσα και δύο από τις σπουδαιότερες πόλεις του. Η τουρκική απόκτηση τής Ακροκορίνθου αποτελούσε απολύτως ανεπανόρθωτη απώλεια για τούς δύο αδελφούς. Ο Ματθαίος τούς συνάντησε στην Τρύπη, κοντά στην έξοδο τού φαραγγιού τού Λαγκαδά και τούς παρουσίασε τούς όρους τού Μωάμεθ. Βρήκαν ότι δεν είχαν εναλλακτική λύση παρά να τούς αποδεχθούν, αν και ο Σφραντζής συγκλονίστηκε από την απώλεια τής Κορίνθου, «του κεφαλιού στο Μωραΐτικο σώμα», διαμαρτυρόμενος ότι οι πόλεις που είχε κερδίσει ο μεγάλος Κωνσταντίνος Δραγάσης παραχωρούνταν από τον Θωμά στον σουλτάνο «σαν να ήσαν λαχανόκηποι». Ο Μεχμέτ άφησε τετρακόσιους γενίτσαρους πίσω του ως φρουρά στην Κόρινθο, καλά εφοδιασμένους με τρόφιμα, όπλα και κανόνια. Επισκεύασε και έβαλε φρουρές σε όσες από τις κατειλημμένες πόλεις θεωρούσε ότι ήταν απαραίτητο για τη συνέχιση τής κυριαρχίας του στις περιοχές όπου βρίσκονταν αυτές. Κατεδάφισε μερικά φρούρια, στέλνοντας τούς κατοίκους τους στην Κωνσταντινούπολη να ζήσουν στα προάστεια τής πόλης, στην οποία είχε μόλις μεταφέρει από την Αδριανούπολη την πρωτεύουσα τής Οθωμανικής αυτοκρατορίας. Στο τέλος τού καλοκαιριού ο Μωάμεθ αποσύρθηκε από τον Μοριά, αφήνοντας τον γιο τού Tουραχάν, τον Ομάρ μπέη, ως κυβερνήτη τής νέας τουρκικής επαρχίας τού Μορέως. Συνέχισε προς Αθήνα, Πλαταιές, Χαλκίδα (Nεγκροπόντε), Φερές (Βελεστίνο) και τελικά έφτασε στην Αδριανούπολη.5 Είχε ερημώσει τον Μοριά.

Τον Οκτώβριο ο Μεχμέτ έστειλε απεσταλμένο στον Δημήτριο, ζητώντας σε γάμο την κόρη του Ελένη, το μοναχοπαίδι τού δεσπότη και καθιστώντας σαφές ότι η άρνησή του να στείλει το κορίτσι στην οθωμανική αυλή για να μπει στο χαρέμι τού σουλτάνου θα σήμαινε πόλεμο. Ο ίδιος απεσταλμένος αναζήτησε στη συνέχεια τον Θωμά στο Ποντικό, απέσπασε όρκο υποτέλειας από αυτόν και οργάνωσε την παράδοση των κάστρων, τα οποία ο Θωμάς έπρεπε να παραδώσει σύμφωνα με τούς όρους που είχαν συμφωνηθεί τον προηγούμενο Αύγουστο.6 Με την αποχώρηση κιόλας τού απεσταλμένου ο Θωμάς άρχιζε να μετανιώνει για την ενδοτικότητά του.

Οι ιστορικοί, μεσαιωνικοί και σύγχρονοι, έχουν πιστέψει ότι ο φιλοπόλεμος δεσπότης Θωμάς επέφερε τώρα την ολοσχερή καταστροφή τού Μοριά, υποκινούμενος από ένα γεννημένο μηχανορράφο, τον Νικηφόρο Λουκάνη. Ο τελευταίος είχε προκαλέσει μεγάλη αναταραχή στον Μοριά ήδη από την έναρξη τής αλβανικής εξέγερσης όταν, όντας συγκρατούμενος τού Τζιοβάννι «Τσεντουριόνε» Ασάν στο κάστρο Χλεμούτσι, είχε βοηθήσει στον σχεδιασμό τής απόδρασης τού Τσεντουριόνε και είχε υποστηρίξει τη μάταιη προσπάθειά του να αρπάξει την εξουσία από τον Θωμά το 1453-1454. Τώρα, τον Ιανουάριο τού 1459, ο δραστήριος Λουκάνης, τον οποίο ο Σφραντζής αποκαλεί «πανούκλα τού Μορέως» (Μορεοφθόρος), έπεισε τον Θωμά να επιτεθεί στον αδελφό του Δημήτριο, να επαναστατήσει εναντίον τού σουλτάνου Μωάμεθ «και να φάει, όπως τόσα πολλά λαχανικά, τούς όρκους που τούς είχε δώσει πριν λίγο καιρό».7 Όμως το υπόβαθρο τής τελικής ελληνο-τουρκικής σύγκρουσης, που επρόκειτο να εξαλείψει τα τελευταία υπολείμματα τής Παλαιολόγειας αρχής στον Μοριά, είναι μάλλον πιο σύνθετο, από εκείνο για παράδειγμα που έχει παρουσιάσει ο εκλιπών Ουίλιαμ Μίλλερ στη διάσημη μελέτη του για τούς Λατίνους στην Ανατολική Μεσόγειο.

Ο δεσπότης Θωμάς ήταν ο μεγάλος χαμένος το 1458 και έτσι είχε τούς περισσότερους λόγους για να προσπαθήσει να αποκαταστήσει στον Μοριά τις πολιτικές συνθήκες που υπήρχαν πριν από την εισβολή τού Μωάμεθ. Αναμφισβήτητα ο Θωμάς ήταν απερίσκεπτος και ανεύθυνος, προκαλώντας πλημμύρα την οποία δεν ήταν ικανός να ελέγξει και η οποία τελικά τον παρέσυρε. Αναμφίβολα επίσης οι επιθετικοί Έλληνες μεγιστάνες και αξιωματούχοι έκαναν ό,τι μπορούσαν για να ξεσηκώσουν τα ταραγμένα νερά, στα οποία έριχναν πάντοτε τα δίχτυα τους. Θα παρασύρονταν κι αυτοί από τον κατακλυσμό. Όμως ο Ζακυθηνός έχει παρατηρήσει ότι οι δύο δεσπότες εκπροσωπούσαν «δύο διαφορετικές πτυχές τής ελληνικής νοοτροπίας τής εποχής».8 Ο Δημήτριος δεν διέθετε τη βούληση να αντισταθεί στην οθωμανική προέλαση και ενδεχομένως είχε κακή προδιάθεση απέναντι στους Λατίνους, αν και γνωρίζουμε ότι έστειλε πρεσβείες στη Γαλλία, στη Φερράρα, στη Φλωρεντία, στον παπισμό και στο Μιλάνο, ζητώντας αναμφίβολα σε κάθε περίπτωση βοήθεια εναντίον των Τούρκων, αλλά προφανώς αμφιβάλλοντας αν οι δυτικοί χριστιανοί θα βοηθούσαν τούς ανατολικούς αδελφούς τους «σε αυτό το καταστροφικό γεγονός τής εποχής μας» (in hac calamitosa aetate nostra).9 Ο Δημήτριος προφανώς δεν είχε καμία διάθεση να διακινδυνεύσει αφανισμό, όσο ευγενής κι αν ήταν η υπόθεση. Προτιμούσε να ζει καταβάλλοντας φόρο ως υποτελής τού σουλτάνου, με τον οποίο θα δεσμευόταν με τούς δεσμούς τού προβλεπόμενου γάμου τής κόρης του. Αποδίδοντας δικαιοσύνη στον Δημήτριο πρέπει να θυμόμαστε ότι όταν έψαχνε στον ορίζοντα για σύμμαχο, ποτέ δεν βρήκε κανένα, ενώ ποτέ δεν μπορούσε να ελπίζει ότι θα νικούσε πολεμώντας. Ο Θωμάς επεδίωκε σε μεγαλύτερο βαθμό τη δυτική πολιτική των Παλαιολόγων. Ευνοούσε την ένωση των εκκλησιών και τις λατινικές συμμαχίες ως μόνη δυνατή άμυνα απέναντι στους Τούρκους. Η σύζυγός του ήταν δυτική, η Κατερίνα Zακκαρία, κληρονόμος τού γέρου Τσεντουριόνε, τού τελευταίου Φράγκου πρίγκηπα τής Αχαΐας. Και οι δύο δεσπότες είχαν σίγουρα αδυναμίες χαρακτήρα, που εύκολα θα τούς οδηγούσαν σε αποτυχία ακόμη και υπό ευνοϊκές συνθήκες, αλλά οι ρόλοι που τούς είχαν ανατεθεί κατά την τουρκική κατάκτηση τού Μορέως οδηγούσαν στην καταστροφή τους.

Ο πάπας Κάλλιστος Γ’ πέθανε στη Ρώμη στις αρχές Αυγούστου 1458. Περίπου δύο βδομάδες αργότερα εκλέχτηκε ως πάπας Πίος Β’ ο καρδινάλιος Αινείας Σύλβιος Πικκολομίνι από το Κορσινιάνο, που στέφθηκε στις 3 Σεπτεμβρίου. Ο Πίος αγαπούσε τη γενέτειρά του όχι λιγότερο από την οικογένειά του και το Κορσινιάνο μετονομάστηκε σε Πιέντσα κατά τη διάρκεια τής παπικής του θητείας.10 Στις 20 Αυγούστου (1458) το Ιερό Κολλέγιο είχε γράψει στην αγιότητά του τον Λιέγης και σε άλλους επισκόπους, ανακοινώνοντας τον θάνατο τού Κάλλιστου και την εκλογή τού καρδιναλίου Αινεία, ο οποίος από τον χαρακτήρα, τη σοφία, τη θρησκευτική του ζωή και άλλες αρετές (όπως μαθαίνουμε), καθώς και από τα εξαιρετικά επιτεύγματά του στα ιερά και τα ανθρώπινα γράμματα και σε κάθε είδους διανοητική προσπάθεια, φαινόταν να καλείται από τη θεία κρίση στη διακυβέρνηση τής εκκλησίας.11

Ανθρωπιστής, διπλωμάτης, ταξιδιώτης και πολιτικός, ο Πίος Β’ φαίνεται ότι ήταν ο μόνος πάπας που έγραφε τα απομνημονεύματά του (τα ονόμασε Commentarii) ενώ καταλάμβανε ακόμη τον θρόνο τού Αγίου Πέτρου. Ο Πίος ενδιαφερόταν από καιρό για τον ελληνικό κόσμο και παρά τις επιπολαιότητες τής νιότης του είχε για χρόνια ζήσει με βαθιά ανησυχία για την τουρκική προέλαση στην Ευρώπη.12 Λίγο μετά τη στέψη του ανακοίνωσε ότι θα συγκαλούσε στη Μάντουα ή στο Ούντινε την 1η Ιουνίου 1459 διάσκεψη όλων των μεγάλων δυνάμεων για τη διοργάνωση σταυροφορίας κατά των Τούρκων. Όμως οι Ενετοί, φοβούμενοι τη διαταραχή των πολιτικών και οικονομικών τους σχέσεων με την οθωμανική αυτοκρατορία, δεν ήσαν πρόθυμοι να επιτρέψουν τη σύγκληση τής διάσκεψης στο Ούντινε και έτσι επελέγη ως τοποθεσία η Μάντουα.13 Ο καλός φίλος τού Πίου και μαρκήσιος τού Βρανδεμβούργου Άλμπρεχτ Aκίλλες ήταν θείος τής μαρκησίας Μπάρμπαρα των Χοετζόλλερν, συζύγου τού Λοντοβίκο Β’ Γκονζάγκα, που ήταν ηγεμόνας τού μικρού κράτους τής Μάντουα για δεκαπέντε περίπου χρόνια.14 Ο ευσεβής Aινείας θα μπορούσε να είναι βέβαιος για θερμό καλωσόρισμα στη Μάντουα, στις όχθες τού Μίντσιο, εκεί όπου είχε γεννηθεί ο Βιργίλιος, ενώ για το ίδιο θα μπορούσαν να είναι βέβαιοι οι καρδινάλιοι και οι Ιταλοί και Γερμανοί ηγεμόνες, στους οποίους στηρίζονταν οι παπικές ελπίδες για σταυροφορία.

Λίγο πριν αναχωρήσει από τη Ρώμη για το μακρύ και αργό ταξίδι προς τη Μάντουα, ο πάπας Πίος ίδρυσε νέα θρησκευτική τάξη ιπποτών, που έγινε γνωστή με το όνομα τής Παναγίας τής Βηθλεέμ. Με βάση το μοντέλο των Ιωαννιτών ιπποτών τής Ρόδου, η έδρα της θα ήταν στη Λήμνο. Σκοπός της θα ήταν η προστασία των χριστιανών από τούς Τούρκους στο βόρειο Αιγαίο. Όμως δεν είναι σαφές αν πραγματικά συμμετείχαν ιππότες κάτω από τον ερυθρό σταυρό τού λαβάρου της.15 Ο Πίος άφησε τη Ρώμη στις 22 Ιανουαρίου 1459 και ύστερα από περίπλοκο και εθιμοτυπικό ταξίδι μέσω Ασσίζης και Περούτζια, Σιένας και Φλωρεντίας, Μπολώνια και Φερράρας, έφτασε στη Μάντουα στις 27 Μαΐου.16 Έχει αφιερώσει ολόκληρο το δεύτερο βιβλίο των απομνημονευμάτων του στην περιγραφή τής διαδρομής του και στις διάφορες ιστορικές και άλλες σκέψεις που έφερνε στο μυαλό του το θέαμα των πολλών πόλεων και κωμοπόλεων από τις οποίες περνούσε. Την 1η Ιουνίου, όπως είχε προγραμματιστεί, η διάσκεψη άνοιξε με ομιλία τού επισκόπου Κορώνης, ο οποίος σε μακρά αγόρευση αποδοκίμαζε την δυστυχισμένη κατάσταση τής εκκλησίας και εξηγούσε τούς λόγους για τούς οποίους ο πάπας επιδίωξε να συγκεντρώσει εκπροσώπους των κυρίων ευρωπαϊκών δυνάμεων, ώστε να αναλάβουν δράση κατά των Τούρκων. Ύστερα, όταν το εκκλησίασμα ετοιμαζόταν να αποσυρθεί, ο πάπας σήκωσε το χέρι του για σιωπή και μίλησε «με δυστυχία στα μάτια του» κατά τον Κριβέλλι. Θρηνούσε για το γεγονός ότι ενώ οι Τούρκοι δεν δίσταζαν να πεθάνουν για μια χυδαία πίστη, οι χριστιανοί ήσαν απρόθυμοι να υποστούν ακόμη και τις λιγότερες δαπάνες ή δυσκολίες για το ευαγγέλιο.17 Η διάσκεψη ξεκινούσε με κακό τρόπο. Μάλιστα η πρώτη και μοναδική γενική σύνοδός της δεν πραγματοποιήθηκε μέχρι τις 26 Σεπτεμβρίου, γιατί οι απεσταλμένοι έφταναν καθυστερημένα, έχοντας οι περισσότεροι ανεπαρκή εξουσιοδότηση από τούς αδιάφορους ηγεμόνες τής Ευρώπης. Οι προοπτικές ήσαν θλιβερές, αλλά ο πάπας αρνιόταν να αποθαρρυνθεί. Ο αυτοκράτορας Φρειδερίκος Γ’ δολοπλοκούσε συνεχώς κατά τού γιου τού Ιωάννη Χούνιαντι, τού Ματίας Κορβίνους, τον οποίον ο Πίος είχε αναγνωρίσει ως βασιλιά τής Ουγγαρίας. Ο Φρειδερίκος είχε ο ίδιος ανακηρυχτεί βασιλιάς των επιμάχων εκτάσεων (τον Μάρτιο τού 1459). Όμως ο Πίος τον προειδοποιούσε, «ότι αφού αυτό το βασίλειο έχει μέχρι σήμερα υπάρξει η ασπίδα όλης τής χριστιανοσύνης και εμείς έχουμε πάντοτε απολαύσει άνετη ασφάλεια ενώ εκείνο έδινε τις μάχες μας, δεν αμφιβάλλουμε ότι τρομερή καταστροφή θα πέσει σε όλους μας, αν ανοιχτεί αυτός ο δρόμος για το βάρβαρο πλήθος [των Τούρκων]».18

Ο Πίος Β’ είχε περάσει χρόνια στην Κεντρική Ευρώπη (όπως είδαμε), όπου είχε εκπροσωπήσει τον αυτοκράτορα σε διάφορες δίαιτες και άλλες συναντήσεις. Είχε συναντήσει τούς περισσότερους από τούς σημαντικούς ηγεμόνες και γνώριζε επίσης προσωπικά ορισμένους από αυτούς. Οι γνώσεις του για τις υποθέσεις τής Γερμανίας, τής Βοημίας, τής Αυστρίας, τής Ουγγαρίας και τής Πολωνίας υπήρξαν αναμφίβολα ένας από τούς κύριους λόγους τής εκλογής του στο παπικό αξίωμα. Κανένας στην παπική κούρτη δεν γνώριζε καλύτερα από αυτόν τον βαθμό στον οποίο οι αλληλοκτόνες διαμάχες είχαν εκθέσει στην τουρκική επίθεση την Ουγγαρία, την Καρνιόλα, την Καρινθία και τη Στυρία. Κατά την διάρκεια τής διάσκεψης τής Μάντουα υπήρχε δύσκολη ειρήνη βόρεια των Άλπεων, αλλά κανείς δεν μπορούσε να είναι βέβαιος ότι το καζάνι δεν θα τίναζε το καπάκι.

Τον Απρίλιο τού 1459, λίγο πριν τη συγκέντρωση τού Πίου στη Μάντουα, είχε γίνει διάσκεψη των Γερμανών ηγεμόνων στην πόλη τού Τσεμπ (Έγκερ). Σκοπός της ήταν η διατήρηση τής ειρήνης. Όμως παρά την προφανή επιτυχία της εξακολουθούσαν να υφίστανται μεγάλες εντάσεις. Αυτές τελικά θα οδηγούσαν σε πόλεμο. Οι Χοεντζόλλερν (στις μαρκιωνίες τού Βρανδεμβούργου) και οι Βέττιν σύμμαχοί τους (στα δουκάτα τής Σαξωνίας) αντιτάσσονταν στους Βίττελσμπαχ τού Παλατινάτου και τής Βαυαρίας-Λάντσχουτ. Αν και ο δούκας Γουλιέλμος τής Σαξωνίας είχε υποχρεωθεί να αναγνωρίσει στο Τσεμπ την άνοδο τού Χουσσίτη Γεωργίου τού Ποντιεμπράντυ στον θρόνο τής Βοημίας, την οποία ο Γουλιέλμος διεκδικούσε ως σύζυγος τής Άννας των Αψβούργων, τής μεγαλύτερης αδελφής τού εκλιπόντος βασιλιά Λάντισλας Πόστουμους, υπήρχε μεγάλη δυσαρέσκεια στους Καθολικούς κύκλους για την καλή τύχη τού «αιρετικού» (Χουσσίτη) βασιλιά. Ο αυτοκράτορας Φρειδερίκος Γ’ και ο βασιλιάς Κάζιμιρ Δ’ τής Πολωνίας διεκδικούσαν και οι δύο την ουγγρική διαδοχή και έτσι (όπως είδαμε) η κατοχή τού θρόνου τού Αγίου Στεφάνου από τον νεαρό Ματίας Κορβίνους παρέμενε ακόμη αβέβαιη.

Ρίχνοντας για μια στιγμή μια ματιά στο μέλλον, μπορούμε να πούμε ότι αυτό δεν θα ήταν καλύτερο από το παρελθόν. Από το φθινόπωρο τού 1459 μέχρι περίπου την άνοιξη τού 1461 ο Γεώργιος τού Ποντιεμπράντυ θα συνέβαλε στην πολιτική σύγχυση στη Γερμανία, προσπαθώντας, με τη βοήθεια τού αιώνιου ανακατωσούρη Μάρτιν Μάιρ να εκλεγεί ο ίδιος βασιλιάς των Ρωμαίων. Ήθελε, έλεγε, να συμβάλει στη «μεταρρύθμιση» τής αυτοκρατορίας, η οποία περνούσε άσχημα υπό τον Φρειδερίκο Γ’, τον οποίο ο πάπας Νικόλαος Ε’ είχε στέψει αυτοκράτορα στη Ρώμη (τον Μάρτιο τού 1452). Ο Ποντιεμπράντυ σκιαγραφούσε τον εαυτό του ως ασκούντα την αντιβασιλεία τής αυτοκρατορίας (υπό τον αυτοκράτορα Φρειδερίκο), όπως είχε ο ίδιος ασκήσει την αντιβασιλεία τής Βοημίας για ορισμένα έτη, όταν ο Λάντισλας Πόστουμους ήταν ανήλικος. Επρόκειτο για ματαιόδοξη ψευδαίσθηση. Οι οικονομικές συνθήκες αποτελούσαν το ίδιο σχεδόν λυπηρό συνονθύλευμα, όπως και η πολιτική κατάσταση. Σε πολλά μέρη τής αυτοκρατορίας οι δρόμοι και οι ποταμοί ήσαν ανασφαλείς για εμπόριο και ταξίδια. Οι δασμοί ήσαν πολλοί και συχνά σημαντικοί. Το αυτοκρατορικό νόμισμα ήταν διεφθαρμένο. Η Γερμανία λοιπόν δεν ήταν ευκατάστατη. Αλλά τι συνέβαινε στη Γαλλία; Καθώς ο Πίος Β’ επανεκτιμούσε το παρελθόν και μελετούσε το μέλλον καθ’ οδόν προς τη Μάντουα, ποιες ήσαν πραγματικά οι σκέψεις του για τη Γαλλία;

Ο βασιλιάς τής Γαλλίας Κάρολος Ζ’ σίγουρα δεν ήταν σταυροφόρος. Εκτός αυτού, οι Γάλλοι προτιμούσαν να κάνουν τον Ρενέ Ανδεγαυό (Ανζού), τον βασιλιά τής Νάπολης, να εκστρατεύσει κατά των μακρινών Τούρκων κατ’ εντολήν ενός πάπα, που είχε μόλις αναγνωρίσει τον βασιλικό τίτλο στον Φερράντε, τον νόθο γιο τού Αλφόνσο Ε’.19 Στις 14 Ιουλίου 1459 ο Πίος Β’ έγραφε στον Κάρολο ότι έπαιρνε σχεδόν καθημερινά νέα από την Ουγγαρία, τη Βοσνία, την Αλβανία και τον Μοριά, καθώς και από πολλά άλλα χριστιανικά εδάφη στην Ανατολή, ότι τίποτε δεν ήταν πιο επιζήμιο για τα χριστιανικά συμφέροντα στις περιοχές αυτές από την ατέλειωτη, άγονη και απαράδεκτη καθυστέρηση των δυτικών δυνάμεων να κάνουν κάποιο αποφασιστικό βήμα για λογαριασμό των απειλουμένων ομοθρήσκων τους στην Ανατολή.20 Ο Κάρολος παρέμενε ασυγκίνητος.21 Η διπλωματική εθιμοτυπία απαιτούσε ενδεχομένως την αποστολή κάποιας παπικής ειδοποίησης και στον βασιλιά Ερρίκο ΣΤ’ τής Αγγλίας, αλλά αυτός ο αβρός μονάρχης με το αβέβαιο μυαλό είχε ήδη δει τις δυνάμεις τής Υόρκης να νικούν στο Σαιντ Ώλμπανς τον Μάιο τού 1455, στην πρώτη από τις δώδεκα μάχες τού καταστροφικού Πολέμου των Δύο Ρόδων, ο οποίος θα απέσυρε την Αγγλία από τη διεθνή σκηνή για τριάντα χρόνια. Ο Φερράντε τής Νάπολης, ο οποίος είχε βοηθήσει στην εκλογή τού πάπα και χρειαζόταν την υποστήριξή του κατά των Γάλλων, έστειλε φυσικά πρεσβεία. Ο Φίλιππος ο Καλός τής Βουργουνδίας έστειλε τελικά στη Μάντουα τον ανηψιό του, τον Ιωάννη τής Κλεβ, με μεγάλη συνοδεία. Ο Ιωάννης απέσπασε παραχωρήσεις από τον πάπα και αναχώρησε, αφήνοντας πίσω του ασήμαντους εκπροσώπους και υποσχόμενος ότι η Βουργουνδία θα συνέβαλε στη μίσθωση έξι χιλιάδων ανδρών για υπηρεσία στην Ουγγαρία.22

Τελικά ήρθε και ο Φραντσέσκο Σφόρτσα με πολύ εντυπωσιακή συνοδεία. Έτρεφε αδιάκοπα τον φόβο τής γαλλικής επανεισόδου στην Ιταλία. Όμως δεν είχε καμία δυσκολία να επιβάλει στον Πίο Β’ την υποστήριξη τού Φερράντε τής Νάπολης εναντίον νέας προσπάθειας των Ανδεγαυών να καταλάβουν το νότιο ιταλικό βασίλειο, ως αποτέλεσμα εξέγερσης που είχε μόλις ξεσπάσει κατά τού Φερράντε (τον Αύγουστο τού 1459).23 Ο δούκας τού Μιλάνου θα συνέβαλε με όλες του τις δυνάμεις στον προβλεπόμενο πόλεμο κατά των Τούρκων, στον βαθμό που θα τού το επέτρεπαν οι συνθήκες στην Ιταλία (πόσο όμως θα τού το επέτρεπαν;).24 Ύστερα από την προσωπική εμφάνιση τού Φραντσέσκο Σφόρτσα στη Μάντουα, έστειλαν πρεσβείες διάφορα ιταλικά κράτη, ανάμεσά τους η Φλωρεντία, η Σιένα, η Λούκκα και η Μπολώνια. Ύστερα από παράλογες καθυστερήσεις έστειλε τελικά πρεσβεία με μεγάλη λαμπρότητα και η Ενετική Σινιορία, αλλά ο πρόσχαρος δόγης Πασκουάλε Μαλιπιέρο, που ήταν περισσότερο αφιερωμένος στην ειρήνη και τις επιδιώξεις τής αγάπης παρά στον πόλεμο, ιδιαίτερα με τούς Τούρκους, δεν θα σκεφτόταν να χρησιμοποιήσει την επιρροή του για την προώθηση μιας σταυροφορίας που μπορούσε να αποτύχει.25 Οι Ενετοί δεν είχαν πρόθεση να διακινδυνεύουν τα φρούρια και τούς εμπορικούς τους σταθμούς στον Μοριά και το Αιγαίο προκαλώντας την εχθρική προσοχή των Τούρκων, των οποίων η κατ’ ουσίαν κατάκτηση τού Μοριά το 1458 είχε σημάνει διαρκή συναγερμό στη Γερουσία. Στέλνονταν όπλα στην Κορώνη και στη Μεθώνη, στο Ναύπλιο και στο Νεγκροπόντε, όπου οι καστελλάνοι και άλλοι Ενετοί αξιωματούχοι είχαν τεθεί σε διαρκή εγρήγορση.26 Παρά την πληθώρα ωραίων λόγων, οι Ενετοί δεν θα δεσμεύονταν σε πόλεμο κατά των Τούρκων.27

Ο πάπας είχε βρει δύσκολα τα προκαταρκτικά τής διάσκεψης. Οι περισσότεροι από τούς καρδιναλίους ήσαν δυσαρεστημένοι από την αρχή, όπως τονίζει ο Πίος στα Απομνημονεύματά του (ιδιαίτερα στα βιβλία 2 και 3). Λίγη βοήθεια μπορούσε να αναμένεται από τούς δύο Γάλλους που ήσαν μέλη τού Ιερού Κολλεγίου. Από τούς Ιταλούς οι Τζάκοπο ντε Τεμπάλντι και Λοντοβίκο Τρεβιζάν διαμαρτύρονταν ανοιχτά, όπως γνώριζε καλά ο Πίος,28 ενώ ο Λοντοβίκο σύντομα επέστρεψε στην «αγαπητή» πόλη τής Ρώμης. Αλλά ο Βησσαρίων και ο Τορκεμάδα ενθάρρυναν τον πάπα και τού συμπαραστέκονταν με αφοσίωση. Οι καρδινάλιοι ήσαν ιδιαίτερα απελπισμένοι με τη Μάντουα, μια θαμπή πόλη στον βάλτο, όπου λεγόταν ότι ο αέρας ήταν λοιμώδης, ο καιρός πολύ ζεστός, το φαγητό φτωχικό, το κρασί ανούσιο και όπου «τίποτε δεν ακουγόταν εκτός από τα βατράχια».29 Οι σχέσεις τού Πίου με τον ισχυρογνώμονα Λοντοβίκο Τρεβιζάν κάθε άλλο παρά εγκάρδιες ήσαν. Ένα περίπου χρόνο αργότερα (στις 18 Σεπτεμβρίου 1460) θα απαντούσε ειρωνικά στην άρνηση τού Λοντοβίκο να αποδεχθεί την αποστολή του ως λεγάτος στην αυλή τού βασιλιά Φερράντε τής Νάπολης με το επιχείρημα τής αρθρίτιδας και τής «σύσπασης των νεύρων»: «Όπως σάς έχουμε ήδη γράψει, δεν ήμασταν τής γνώμης ότι τα πόδια σας ήταν απαραίτητα, ούτε ότι η παρούσα αναγκαιότητα απαιτούσε ευελιξία και δύναμη των άκρων. Θεωρούσαμε ότι ο βασιλιάς Φερράντε και οι δικές μας υποθέσεις είχαν ανάγκη τής ικανότητας και τής εμπειρίας σας…».30 Λίγοι πάπες έχουν αφήσει στα αρχεία τής θητείας τους τόσο σαφή σημάδια τής προσωπικότητάς τους, όσο ο ανθρωπιστής Πίος Β’.

Η κατάκτηση τής Κωνσταντινούπολης είχε αναστατώσει εκ θεμελίων την πολιτική δομή τής Κεντρικής Ευρώπης και η εντύπωση δεν ήταν μικρότερη στην Ιταλία. Το λαϊκό ενδιαφέρον για την Ελλάδα ήταν μεγάλο. Υπήρχε ανατολική μόδα στην τέχνη. Ενώ η διάσκεψη τής Μάντουα συνεδρίαζε, ο Μπενότσο Γκοτσόλι ζωγράφιζε τις θαυμάσιες τοιχογραφίες των Μάγων στο μικρό παρεκκλήσι τού Παλάτσο Μέντιτσι-Ρικάρντι στη Φλωρεντία, που δείχνει την είσοδο τού Βυζαντινού αυτοκράτορα Ιωάννη Η’ Παλαιολόγου και τού πατριάρχη Ιωσήφ Β’ στη Φλωρεντία για να συμμετάσχουν στη διάσημη σύνοδο πριν είκοσι χρόνια, ένα από τα ωραιότερα και καλύτερα διατηρημένα ζωγραφικά έργα τής ιταλικής Αναγέννησης. Αυλικοί ποιητές και ανθρωπιστές έγραφαν πολλά για τον τουρκικό κίνδυνο. Όσο η Ελλάδα γινόταν φτωχότερη, η ανάμνηση τού μεγαλείου τού βυζαντινού παρελθόντος επανερχόταν με μεγαλύτερη δριμύτητα. Ο καρδινάλιος Βησσαρίων ήταν πολύ δραστήριος στην Μάντουα, στο απόγειο τής επιρροής του, χρησιμοποιώντας όλη την ευγλωττία και το κύρος τού για να βοηθήσει την έναρξη σταυροφορίας εναντίον των Τούρκων. Στα νιάτα του ο Βησσαρίων είχε περάσει μερικά χρόνια ως μοναχός στον Μοριά, τον οποίο έβλεπε τώρα να ακολουθεί τον δρόμο τής Κωνσταντινούπολης. Η μόνη του ελπίδα ήταν ότι οι Ευρωπαίοι θα εκπλήρωναν την υποχρέωσή τους απέναντι στο Χριστιανισμό και θα διέσωζαν τούς Έλληνες ομοθρήσκους τους από την επερχόμενη επίθεση τού Ισλάμ.

Σε αντίθεση με τούς δυτικούς απεσταλμένους που έφταναν στη Μάντουα με μελετημένη απροθυμία, υπήρχε κάτι το πολύ επείγον στον τρόπο εκείνων που έρχονταν από την Αλβανία, τη Βοσνία και τη Ραγούσα, την Κύπρο, τη Ρόδο, τη Λέσβο και τον πιεζόμενο Μοριά.31 Πέρα από τούς επίσημους απεσταλμένους στην παπική αυλή είχαν εμφανιστεί και διάφοροι εξέχοντες Έλληνες. Έχοντας αναζητήσει καταφύγιο στην Ιταλία, ζητούσαν τώρα υποστήριξη από την παπική κούρτη. Μεταξύ αυτών ήσαν ευγενείς τού υψηλότερου βαθμού, ακόμη και ορισμένοι από την Κωνσταντινούπολη, που είχαν καταφέρει με τον ένα ή τον άλλο τρόπο να ξεφύγουν από τη σύλληψη, όταν έπεσε η πόλη δωδεκάμιση χρόνια πριν. Για παράδειγμα στις 30 Μαΐου 1459 ο πάπας Πίος Β’ χορηγούσε άφεση αμαρτιών, υπό ορισμένες προϋποθέσεις, σε εκείνους που θα έδιναν ελεημοσύνη για να ανακουφίσουν την αφόρητη εξαθλίωση των Δημητρίου και Μιχαήλ Λεοντάρη, κάποτε αξιωματούχων υψηλότατου βαθμού και κύρους στη βυζαντινή αυτοκρατορική αυλή, τώρα ριγμένων στη φτώχεια και πληγμένων από τις άστατες στροφές μιας εξωφρενικά κακής τύχης. Κάθε νέα άφιξη στην παπική κούρτη είχε να πει μια ιστορία ακόμη πιο δραματική από εκείνη τής προηγούμενης άφιξης. Ο Πίος εξέφραζε την ειλικρινή του λύπη για εκείνους τούς οποίες οι δυστυχίες τής ζωής είχαν ρίξει από τα υψηλά αξιώματα και τις μεγάλες περιουσίες στη θλιβερή κατάσταση των προσφύγων και πραγματικά επαιτών.32

Καθ’ οδόν από τη Φερράρα προς τη Μάντουα ο Πίος Β’ έγραψε στις 19 Μαΐου 1459 στον γνωστό Φραγκισκανό ιεροκήρυκα Τζάκοπο ντέλλα Μάρκα, παπικό νούντσιο στην Περιοχή (Μάρκε) τής Αγκώνας, στον οποίο είχε αναθέσει να κηρύξει τη σταυροφορία σε αυτή την περιοχή,33 μιλώντας του για πλήρη άφεση αμαρτιών σε όλους εκείνους, που θα υπηρετούσαν στον Μοριά για ένα χρόνο με δικά τους έξοδα.34 Την επόμενη μέρα η Αγιότητά του έγραψε ξανά στον αδελφό Τζάκοπο, ενημερώνοντάς τον ότι «ο σεβάσμιος αδελφός μας Βησσαρίων, επίσκοπος Τούσκουλου, ο ονομαζόμενος καρδινάλιος Νικαίας, θα σάς γράψει για τα προαναφερθέντα ζητήματα ύστερα από αίτησή σας και θα πρέπει να τού έχετε για όλα την απόλυτη εμπιστοσύνη που θα είχατε σε εμάς τούς ίδιους».35 Οκτώ μήνες πριν ο Βησσαρίων είχε γίνει καρδινάλιος προστάτης των Φραγκισκανών.36 Η επιστολή του προς τον Τζάκοπο, γραμμένη στη Φερράρα στις 20 Μαΐου, αποτελεί πολύ σημαντικό έγγραφο.

Ο Βησσαρίων περιέγραφε στον Τζάκοπο τον Μοριά ως μεγάλη χώρα, με ακτογραμμή περίπου οκτακοσίων μιλίων, πολύ εύφορη γη, που παρήγαγε σε αφθονία ψωμί, κρασί, κρέας, τυρί, μαλλί, βαμβάκι, λινάρι, μετάξι, ερυθροβαφές (chremisinum), σιτηρά, και τούς καρπούς από τούς οποίους φτιάχνονται οι βαφές. Με ένα δουκάτο αγοράζονταν 1.400 λίμπρες σταριού. Το κρασί δεν κόστιζε τίποτε. Τα κρέατα ήσαν φτηνά. Χόρτο και άχυρα ήσαν διαθέσιμα για αναρίθμητα άλογα. Έτσι «εκτός από τούς κατοίκους και τούς ντόπιους, η χώρα αυτή μπορεί να υποστηρίξει πενήντα χιλιάδες ιππείς χωρίς να χρειάζεται να αναζητηθούν τρόφιμα από άλλη πηγή». Κατά το προηγούμενο έτος (1458) οι Τούρκοι είχαν έρθει με ογδόντα χιλιάδες ιππείς, μεγάλο αριθμό πεζών στρατιωτών και τεράστιο συρμό αποσκευών. Παρέμειναν στον Μοριά για πέντε μήνες και απόλαυσαν τρόφιμα σε αφθονία. Μετά την αναχώρησή τους όλα ήσαν ακόμη πολύ φθηνά, «τέτοια είναι η τεράστια αφθονία όλων των πραγμάτων…». «Επίσης πέρα από τις πόλεις τού Μοριά υπάρχουν περίπου τριακόσιες περιτειχισμένες κωμοπόλεις [terrae muratae], ισχυρά οχυρωμένες, με αναρίθμητα ζώα και μεγάλο πλήθος ανθρώπων». Η θέση τού Μοριά τού έδινε εύκολη πρόσβαση προς την Ιταλία, τη Σικελία, την Κρήτη, καθώς και τα άλλα νησιά, τη Μικρά Ασία, το Ιλλυρικό, τη Μακεδονία και άλλες χριστιανικές χώρες. Αν τον κρατούσαν οι χριστιανοί, θα μπορούσαν να συγκεντρώνουν εκεί στρατεύματα για επιθέσεις κατά των Τούρκων, πράγμα που θα ήταν προφανές πλεονέκτημα για τη χριστιανοσύνη, όσο οι Τούρκοι αποτελούσαν απειλή. Οι Τούρκοι όμως το προηγούμενο έτος είχαν καταλάβει το μεγαλύτερο μέρος τού Μοριά, έχοντας έρθει με τεράστια στρατιωτική δύναμη κι έχοντας βοηθηθεί από την προδοσία κάποιων κακών ανθρώπων Λίγοι τόποι είχαν παραμείνει ελεύθεροι και σε αυτούς είχαν καταφύγει οι άρχοντες τής χώρας, τα δύο αδέλφια τού εκλιπόντος αυτοκράτορα Κωνσταντίνου.

Αυτό το έτος, κατά τον μήνα Ιανουάριο που μόλις πέρασε, ο Θεός είχε εξυψώσει το πνεύμα ενός από αυτούς τούς άρχοντες, τού δεσπότη Θωμά Παλαιολόγου τού Μορέως. Είχε πάρει τα όπλα εναντίον των απίστων για την ελευθερία τη δική του και των ανθρώπων του. Μέσα σε δύο μήνες είχε ανακτήσει όλους τούς χαμένους τόπους (κατά τον Βησσαρίωνα!), «πράγμα που ήταν και είναι μεγάλο, υπέροχο και θαυματουργό και μάς δίνει ελπίδα για σπουδαία πράγματα στο μέλλον, αρκεί να ξέρουμε πώς να χρησιμοποιήσουμε καλά αυτή την ευκαιρία». Ο σουλτάνος Μωάμεθ είχε χάσει την τρομερή φήμη του και είχε υποστεί βαριές απώλειες, αλλά θα επέστρεφε με θυμό και μεγάλη δύναμη. Οι χριστιανοί στην Ελλάδα χρειάζονταν βοήθεια, την οποία είχαν ζητήσει από τον πάπα, ο οποίος την είχε υποσχεθεί. Η Αγιότητά του και ο Βησσαρίων είχαν εναποθέσει τις ελπίδες τούς στη δίαιτα που θα πραγματοποιούνταν στη Μάντουα. Ο Μοριάς χρειαζόταν επειγόντως βοήθεια. Ο Τζάκοπο έπρεπε να στρατολογήσει σταυροφόρους, που θα επιβιβάζονταν στην Αγκώνα σε πλοίο που θα παρείχε ο πάπας. Χρειάζονταν καλοί άνδρες, με όπλα και χρήματα για ένα χρόνο, πενήντα ή σαράντα τουλάχιστον δουκάτα δικά τους ή από συνεισφορές άλλων. Ο Τζάκοπο θα χορηγούσε πλήρη άφεση αμαρτιών τόσο σε εκείνους που θα πήγαιναν οι ίδιοι σε αυτή τη σταυροφορία, όπως και σε εκείνους των οποίων η συνεισφορά θα επέτρεπε στους άλλους να πάνε. Η ταχύτητα ήταν πρωταρχικής σημασίας. Θα ήταν προτιμότερο να σταλούν πεντακόσια, τετρακόσια ή ακόμη και τριακόσια άτομα αμέσως παρά χιλιάδες πολύ αργά. Ο Τζάκοπο έπρεπε να στείλει τούς στρατολογημένους του στην Αγκώνα, όπου το παπικό πλοίο θα ήταν έτοιμο να τούς μεταφέρει αμέσως στον Μοριά. Ο Βησσαρίων έκλεινε την επιστολή του με επείγουσα έκκληση προς τον καλό μοναχό να πάρει πολύ ζεστά αυτό το ζήτημα, γιατί θα παρείχε στη χριστιανοσύνη ανεκτίμητη υπηρεσία, στην οποία θα εύρισκαν όλοι πλούσιους καρπούς και παρηγοριά.37

Η δήλωση τού Βησσαρίωνα ότι μερικές εκατοντάδες στρατεύματα τώρα ήσαν προτιμότερα από χιλιάδες αργότερα αποτελούσε δική του ιδέα. Όταν μελετούσε το τουρκικό πρόβλημα, τα συναισθήματά του έτειναν να υπερισχύουν επί τού μυαλού του. Όταν έφτασαν στη Μάντουα οι απεσταλμένοι τού δεσπότη Θωμά Παλαιολόγου, φέρνοντας στον πάπα δεκαέξι Τούρκους αιχμαλώτους, είπαν επίσης ότι ένας μικρός ιταλικός στρατός θα μπορούσε να διώξει τούς Τούρκους από τη γη τους, αλλά ίσως φοβήθηκαν να ζητήσουν πάρα πολλά. Όταν το ίδιο ερώτημα ανέκυψε στο εκκλησιαστικό συμβούλιο, ο πάπας ανέφερε ότι κατά τη γνώμη του μια τέτοια δύναμη δεν θα πετύχαινε τίποτε.38 Κανένας τής γενιάς του δεν είχε καλύτερη κατανόηση των γεγονότων τής διεθνούς ζωής από τον ίδιο. Η Ευρώπη του μάς δείχνει πόσο καλά γνώριζε τόσο τούς Έλληνες όσο και τούς Τούρκους, την παρελθούσα ιστορία τους και τις συνθήκες τής εποχής.

Όμως τη στιγμή εκείνη χρειαζόταν η οργάνωση ακόμη και μικρής δύναμης και τον Ιούλιο τού 1459 ο πάπας Πίος έγραψε στους Έλληνες άρχοντες και στους αρχηγούς των αλβανικών φυλών τού Μοριά για τη χαρά που αισθάνθηκε με την εξέγερσή τους εναντίον των Τούρκων και την επιστροφή τους στην εξουσία τού δεσπότη Θωμά Παλαιολόγου (ad vestrum catholicum principem dilectum filium nostrum). Ο πάπας μιλούσε για τον Θωμά επαινώντας τον ιδιαίτερα. Έκανε έκκληση τόσο στους Έλληνες όσο και στους Αλβανούς να παραμείνουν νομιμόφρονες σε αυτόν και να αντισταθούν γενναία στους Τούρκους, «αγωνιζόμενοι για την πατρίδα σας, τις γυναίκες σας, τα παιδιά σας, τα σπίτια σας, τις εκκλησίες και τούς χώρους ταφής και πάνω απ’ όλα για την ίδια τη θρησκεία τού Κυρίου Ημών Ιησού Χριστού, που θεμελιώθηκε πάνω στο ίδιο το πολύτιμο αίμα του και να μη διστάσετε να δώσετε τη ζωή σας και να χύσετε το αίμα σας γι’ Αυτόν, που δεν λυπήθηκε το δικό του αίμα για εμάς και για τη σωτηρία μας…».39 Μπορούμε να υποθέσουμε ότι η ελληνική μετάφραση προκαλούσε τόσο ισχυρά συναισθήματα όπως και το αρχικό κείμενο, αλλά και να αμφιβάλλουμε αν έκανε κάποια εντύπωση σε εκείνους στους οποίους απευθυνόταν.

Όσο αποθαρρυντικές κι αν ήσαν οι προοπτικές, στρατολογήθηκε τελικά μικρό σώμα τριακοσίων πεζών στρατιωτών. Η Μπιάνκα Μαρία Βισκόντι, σύζυγος τού δούκα τού Μιλάνου Φραντσέσκο Σφόρτσα, ο οποίος υπήρξε δραστήριος στη διάσκεψη τής Μάντουα, διέθεσε τούς εκατό από αυτούς ύστερα από αίτημά της. Ο Πίος Β’ διέθεσε τούς άλλους διακόσιους, «αν και δεν ενέκρινε την οικοδόμηση μεγάλων επιχειρήσεων πάνω σε τόσο αδύναμα θεμέλια, αλλά δεν μπορούσε να απογοητεύσει τον Βησσαρίωνα, ο οποίος προωθούσε με την καρδιά του αυτή την προσπάθεια».40 Οι δυνάμεις τής Μπιάνκα τέθηκαν υπό τις διαταγές τού Τζιαννόνε τής Κρεμόνα (ή Κρέμα), ενώ οι άλλες υπό τις διαταγές τού συμπατριώτη τού πάπα, τού Ντότα τής Σιένα, που ήταν πολιτικός εξόριστος από τη γενέτειρά του. Στις 14 Ιουλίου 1459 ο Πίος είχε γράψει εγκωμιαστική επιστολή προς τον δεσπότη Θωμά, ευχαριστώντας τον Θεό που είχε προκύψει ο υπερασπιστής που απαιτούσαν οι περιστάσεις. Συγχαίροντας τον Θωμά για την αρχική του νίκη επί των Τούρκων, ο πάπας τον προέτρεπε να οχυρώσει με τις κατάλληλες φρουρές τούς τόπους που είχε ανακτήσει και να πάρει όλα τα απαραίτητα μέτρα για την άμυνά τους, «ενώ αφού ζητάτε βοήθεια από εμάς για να προστατεύσετε την κτήση σας, σάς στέλνουμε προς το παρόν, ως ένδειξη τής καλής θέλησής μας, τριακόσιους πενήντα πεζούς στρατιώτες, αξιόπιστους άνδρες με εμπειρία στον πόλεμο και πλήρως ικανούς, επί των οποίων έχουν τεθεί ως διοικητές ο Τζιαννόνε τής Κρεμόνα και ό κύριος Ντότα τής Σιένα, στους οποίους έχουμε δώσει εντολή να υπακούουν την εξοχότητά σας σε όλα τα πράγματα…». Ο πάπας δήλωνε επίσης ότι, όταν κάποια συμφωνία θα επιτυγχανόταν με τούς ηγεμόνες στη Μάντουα, θα φρόντιζε για την αποστολή δυνάμεων, για να κρατήσουν τα εδάφη τού δεσποτάτου τού Μορέως εναντίον των Τούρκων. Προέτρεπε λοιπόν τον Θωμά να επιμείνει στην ιερή επιχείρησή του, με τη διαβεβαίωση ότι σύντομα θα γινόταν φανερή η θεία και η παπική βοήθεια.41

Λίγο μετά την άφιξη των Μιλανέζων και των παπικών στρατιωτών στον Μοριά, ο δεσπότης Θωμάς έγραφε επιστολή γεμάτη θερμές ευχαριστίες προς τον Φραντσέσκο Σφόρτσα, για τις πολύτιμες υπηρεσίες τού Τζιαννόνε, τον οποίον ο Θωμάς επαινούσε πάρα πολύ.42 Λίγο αργότερα, στις 2 Οκτωβρίου 1460, ο Φραντσέσκο τού απαντούσε αναγνωρίζοντας με θλίψη τις άθλιες συνθήκες στην Ελλάδα, αλλά εκφράζοντας την ελπίδα ότι τελικά ο πάπας Πίος Β’ και οι ιταλικές δυνάμεις θα έρχονταν σε βοήθεια τής πληγείσας Ελλάδας και θα έδιναν στους Τούρκους την οφειλόμενη τιμωρία τους. Υποσχόταν επίσης ότι οι πόροι τού δουκάτου τού Μιλάνου, αυτοί που ήσαν, δεν θα παρέλειπαν ποτέ να βοηθούν τον Μοριά. Χαιρόταν που ο Τζιαννόνε και οι στρατιώτες του είχαν υπάρξει τόσο χρήσιμοι, «αν και δεν είχε μπορέσει να παράσχει την προστασία ή τα πλεονεκτήματα που απαιτεί η παρούσα αναγκαιότητά σας και τα οποία θα επιθυμούσαμε διακαώς…».43

Ο δεσπότης Θωμάς είχε επιτεθεί αμέσως στην Πάτρα σε συνδυασμό με τούς Ιταλούς βοηθούς του και είχε καταφέρει να καταλάβει την κάτω πόλη με επίθεση. Όμως δεν μπόρεσε να πάρει την ακρόπολη και σύντομα Έλληνες και Ιταλοί φιλονικούσαν. Αντιπαλότητες και ζήλιες, ίσως και διαφωνίες επί των ανταμοιβών για τις μικρές νίκες τους, καθιστούσαν την περαιτέρω συνεργασία πολύ δύσκολη. Οι Ιταλοί, πολύ λίγοι σε αριθμό, γέμισαν πιθανώς φόβο όταν έμαθαν πόσο πολλοί Τούρκοι είχαν φτάσει τόσο κοντά στον Μοριά, ενώ επειδή οι πιθανότητες νίκης τους ήσαν παράλογες, αποσύρθηκαν από την ταλαιπωρούμενη χώρα, αφήνοντάς την στην τύχη της που πλησίαζε γρήγορα.44

Στις 26 Σεπτεμβρίου, μόλις τέσσερις μήνες μετά την άφιξή του στη Mάντουα, ο πάπας Πίος απευθύνθηκε στη μοναδική γενική συνεδρίαση τής διάσκεψης με τρίωρη αγόρευση, στην οποίο καταφερόταν βιαίως κατά των θηριωδιών των Τούρκων. Υπενθύμιζε τα ένδοξα κατορθώματα τής 1ης Σταυροφορίας με τούς Γοδεφρείδους και τούς Βοημούνδους της. Και τελικά προσφέρθηκε να συνοδεύσει τούς νέους σταυροφόρους στο ίδιο το πεδίο τής μάχης, αν επιθυμούσαν να το πράξει. Μετά τον πάπα μίλησε ο Βησσαρίων στο ίδιο πνεύμα, επαινώντας τον Πίο, διαβεβαιώνοντάς τον για την προθυμία των καρδιναλίων να υποσχεθούν την πλήρη υποστήριξή τους στη μεγάλη επιχείρηση και υπενθυμίζοντας την τρομερή δοκιμασία των Ελλήνων και τις ιερόσυλες φρικαλεότητες που διαπράττονταν από τούς Τούρκους σε χριστιανικές εκκλησίες.45 Οι συγκεντρωμένοι απεσταλμένοι κατέληγαν τώρα δημοσίως σε ομόφωνη απόφαση για πόλεμο κατά των Τούρκων. Στη συνέχεια ο πάπας ασχολήθηκε με τις διάφορες πρεσβείες κατά ομάδες, συγκεντρωμένες κατά έθνη, ξεκινώντας με τούς Ιταλούς. Όταν ο Φραντσέσκο Σφόρτσα πρότεινε να διαθέσουν τα χρήματα τα ιταλικά και τα άλλα δυτικά κράτη και να διαθέσουν τα στρατεύματα οι γειτονικές προς την τουρκική αυτοκρατορία χώρες, επειδή ήξεραν τούς Τούρκους καλύτερα, η πρότασή του συνάντησε μεγάλη αποδοχή. Όμως όταν ήρθε η σειρά τού Σιγκισμόντο Μαλατέστα να μιλήσει, διαφώνησε έντονα με αυτή την πρόταση, με το επιχείρημα ότι αυτοί που ζούσαν κοντά στους Τούρκους ήσαν εκείνοι που τούς φοβούνταν περισσότερο. Ο Σιγκισμόντο εξέφρασε μεγάλη εμπιστοσύνη στους Ιταλούς στρατιώτες και διοικητές, ιππείς και εξοπλισμό: «Ως εκ τούτου ζητώ από τούς άλλους να συνεισφέρουν χρήματα και από τούς Ιταλούς να διεξαγάγουν τον πόλεμο». Ο Πίος στη συνέχεια είπε ότι κι αυτός θα προτιμούσε Ιταλούς στρατιώτες, αν άλλοι λαοί μπορούσαν να διαθέσουν τα απαραίτητα κεφάλαια, αλλά μόνο η Ιταλία μπορούσε να το κάνει αυτό, ενώ στη συνέχεια πρόσθεσε όχι χωρίς ειρωνεία: «Ούτε έχουμε στρατηγούς πρόθυμους να εκστρατεύσουν εκτός Ιταλίας. Εδώ κάνουν πόλεμο χωρίς κίνδυνο για τη ζωή τους και με μεγάλο κέρδος. Οι μάχες με τούς Τούρκους είναι αιματηρές και τα μόνα βραβεία που κερδίζονται είναι οι ψυχές, τις οποίες οι στρατιώτες μας θεωρούν πολύτιμες όταν βρίσκονται μέσα στο σώμα, αλλά πολύ φθηνές όταν βρίσκονται έξω από αυτό».46

Ο πάπας ήταν ακούραστος στις προσπάθειές του για τόνωση τής αντίστασης κατά των Τούρκων. Στις 16 Νοεμβρίου 1459 έγραφε καθησυχαστικά στον Λεονάρντο Γ’ Τόκκο, δεσπότη τής Άρτας, ότι ο απεσταλμένος τού τελευταίου Μπερνάρντο Κολέλλι είχε αναφέρει στη Μάντουα τις απώλειες που υφίσταντο ο Λεονάρντο και οι παρενοχλούμενοι υπήκοοί του από τούς ύπουλους Τούρκους. Όμως ο Λεονάρντο έπρεπε να παραμένει σταθερός, επειδή ο Πίος έλπιζε να βρει τρόπο για την εκδίωξη των Τούρκων από την Ευρώπη.47 Δύο βδομάδες αργότερα, στις 29 τού μηνός, ο πάπας έγραφε στoν επίσκοπο τής Μάντουα Γκαλεάτσο Καβριάνι, στον κυβερνήτη τής Ρώμης και στον υποταμία Τζάκοπο ντε Μουτσαρέλλι, ότι ο Λεονάρντο Τόκκο θα έκανε το καθήκον του εναντίον των Τούρκων και επομένως «του δώσαμε μια από τις γαλέρες μας, που έχουν ναυπηγηθεί στη Ρώμη».48

Οι απεσταλμένοι από τη Γερμανία και τη Γαλλία έφτασαν στη Μάντουα μόλις στα τέλη Οκτωβρίου και Νοεμβρίου (1459). Οι Γάλλοι ήταν αδύνατο να αντιμετωπιστούν, γιατί οι συναντήσεις τους με τον πάπα ήσαν γεμάτες από διεκδικήσεις των Ανδεγαυών επί τής Νάπολης. Οι Γερμανοί ήσαν τόσο διχασμένοι μεταξύ τους, ώστε φαινόταν αρκετά πέρα από κάθε προσδοκία η συμμετοχή τους σε κοινή υπόθεση. Οι απεσταλμένοι τού αυτοκράτορα Φρειδερίκου και των άλλων Γερμανών ηγεμόνων προωθούσαν διάφορες μεγαλεπήβολες και ανέφικτες προτάσεις, αλλά στις 19 Δεκεμβρίου συμφώνησαν να συμβάλουν στη σταυροφορία με τις τριανταδύο χιλιάδες πεζούς και δέκα χιλιάδες ιππείς που είχαν στο παρελθόν υποσχεθεί στον πάπα Νικόλαο Β’. Οι τελικές συνεννοήσεις θα γίνονταν με παπικούς λεγάτους σε δύο δίαιτες, μία εκ των οποίων επρόκειτο να συγκληθεί στη Νυρεμβέργη και η άλλη στην Αυστρία, γιατί ήταν απαραίτητο να συναφθεί ειρήνη μεταξύ τού Φρειδερίκου και τού Ματίας Κορβίνους, «αυτόν που ονομάζουν βασιλιά τής Ουγγαρίας» (der sich nennet ein koenig zu Hungerrn), καθώς και να αποκτήσουν ελεύθερη διέλευση μέσα από την Ουγγαρία.49 Μήνες πριν, την 1η Ιουνίου, κατά την ημέρα έναρξης τής διάσκεψης, ο πάπας Πίος είχε κάνει ειδική έκκληση στους κατοίκους τής Νυρεμβέργης. Όλος ο Μοριάς βρισκόταν σε επανάσταση, τούς είχε πει, αποφασισμένος να μην υποταγεί ξανά στον τουρκικό ζυγό, αν τούς βοηθούσαν οι δυτικοί χριστιανοί. Όμως αν δεν έφτανε βοήθεια έγκαιρα, οι Μωραΐτες θα αναγκάζονταν να επιστρέψουν στην προηγούμενη δουλεία τους. Οι αναμενόμενοι απεσταλμένοι δεν είχαν έρθει (όπως είδαμε). Ήταν γέρος και κουρασμένος. Η κληρονομιά τής εκκλησίας διεκδικούσε την προσοχή του. Δεν θα ήταν δικό του λάθος αν η επιχείρηση αποτύγχανε, γιατί δεν μπορούσε να αντέξει το βάρος μόνος του.50 Επιτέλους όμως, φαινόταν ότι δεν θα χρειαζόταν να επωμιστεί το βάρος μόνος του.

Πολλά βασίζονταν στη λεγατινή αποστολή στη Γερμανία και στις 2 Ιανουαρίου 1460 ο καρδινάλιος Βησσαρίων διορίστηκε λεγάτος σε μυστικό εκκλησιαστικό συμβούλιο. Στις 14 Ιανουαρίου διακηρύχθηκε τριετής σταυροφορία εναντίον των Τούρκων, ενώ προβλεπόταν πλήρης άφεση αμαρτιών για όλους εκείνους που θα υπηρετούσαν στον στρατό για οκτώ μήνες, καθώς επίσης και για τα μέλη όλων των μοναστηριών, που θα υποστήριζαν για οκτώ μήνες κάθε μαχητή με δέκα δικούς τους θρησκευτικούς.51 Με επιστολή τής 15ης Ιανουαρίου ο πάπας Πίος ενημέρωνε τον Βησσαρίωνα ότι θα συμμετείχε στην εκστρατεία ο ίδιος αν τού το επέτρεπε η υγεία του. Είχε χορηγήσει σταυροφορικά συγχωροχάρτια πιο άφθονα από τούς προκατόχους του. Και είχε επιβάλει γενικό φόρο δεκάτης επί των αγαθών των κληρικών, χωρίς να εξαιρεί τα δικά του αποστολικά αγαθά ή εκείνα των καρδιναλίων. Ο Βησσαρίων θα είχε την εξουσία να συγκεντρώνει και να οργανώνει στρατούς, να συλλέγει τον σταυροφορικό φόρο δεκάτης, να ορίζει κήρυκες τής σταυροφορίας, να απαγγέλει εκκλησιαστικές ποινές και να λαμβάνει χρήματα κατατεθειμένα σε εκκλησίες. Δεν επρόκειτο να υπάρχει καμία απαλλαγή από την ευθύνη συνδρομής τής ανατολικής χριστιανοσύνης εναντίον των Τούρκων, ούτε καν για τα τάγματα των επαιτών μοναχών.52

Στην τελευταία του ομιλία στη συγκέντρωση τής Μάντουα ο Πίος είπε: «Ο έβδομος μήνας έχει ήδη περάσει … και βρισκόμαστε στον όγδοο. Αυτό είναι το τέλος τής διάσκεψης τής Μάντουα, την οποία δεν διαλύουμε, αλλά έχουμε αποφασίσει να μεταφέρουμε μαζί μας οπουδήποτε μεταφέρουμε την παπική κούρτη μας…». Ευχαρίστησε για τα επιτεύγματα τής διάσκεψης. «Αλλά ίσως πει κάποιος, τι καλό έχει γίνει εδώ; Για τι πράγμα πρέπει να ελπίζουν οι χριστιανοί ή να φοβούνται οι Τούρκοι;». Οι δυσφημιστές του μπορούσαν να λένε ότι τίποτε δεν είχε ολοκληρωθεί σε αυτή τη διάσκεψη, την οποία ο Πίος είχε αισθανθεί ότι έπρεπε να συγκαλέσει, γιατί δεν διέθετε, όπως έλεγε, το αγέρωχο πνεύμα τού Ευγένιου Δ’, το πανέμορφο μυαλό τού Νικολάου Ε’ και το τεράστιο θάρρος τού Κάλλιστου Γ’. Εκείνοι είχαν κηρύξει τον πόλεμο στους Τούρκους οι ίδιοι, είχαν οπλίσει στρατιώτες και είχαν εξοπλίσει στόλους, αλλά «πιστεύουμε ότι η Ρωμαϊκή Εκκλησία δεν μπορεί σε καμία περίπτωση να υποστηρίξει μόνη της μια τόσο μεγάλη πολεμική προσπάθεια… Έχουμε σκεφτεί ότι τα κοινά προβλήματα πρέπει να επιλυθούν με κοινή διαβούλευση…». Είχε σκεφτεί όταν ερχόταν στην Μάντουα, ότι θα γίνονταν περισσότερα, έλεγε με ειλικρίνεια, γιατί αυτό που είχαν υποσχεθεί οι ηγεμόνες δεν ήταν το περισσότερο που μπορούσε να γίνει, ούτε το λιγότερο. «Άλλος θα μπορούσε ίσως να υπερβάλλει με ωραία λόγια. Εμείς θα πούμε τη σκέτη και απλή αλήθεια…». Στη συνέχεια, συνοψίζοντας τις υποχρεώσεις των ηγεμόνων με χαρακτηριστική λογοτεχνική επιδεξιότητα, υπολόγιζε τον στρατό που είχαν υποσχεθεί για την υπόθεση αυτή σε περίπου ογδόντα χιλιάδες άνδρες, «ενώ εκείνος που πιστεύει ότι ο αριθμός αυτός δεν είναι αρκετός, είτε δεν έχει γνώση τής στρατιωτικής επιστήμης ή δεν εναποθέτει καμία ελπίδα στον Κύριο».53 Πριν φύγει από τη Μάντουα (στις 19 Ιανουαρίου 1460) ο Πίος εξέδωσε την περίφημη «Αδυσώπητη» (Execrabilis) βούλλα, καταδικάζοντας την προσφυγή τού πάπα σε γενική σύνοδο, όχι μόνο επειδή θεωρούσε την πρακτική αυτή αποκρουστική για τον ίδιο με βάση τούς κανόνες τής εκκλησίας, αλλά επειδή προέβλεπε ότι θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί ως τρόπος για την αποφυγή καταβολής τού φόρου δεκάτης κατά των Τούρκων.54

Ο ιστορικός Φλάβιο Μπιόντο είχε συνοδεύσει τον Πίο από τη Ρώμη στη Μάντουα, παίρνοντας μαζί του το χειρόγραφο τής «θριαμβεύουσας Ρώμης» (Roma triumphans), «με την ελπίδα ότι θα κατόρθωνε να ολοκληρώσει το έργο του», όπως είχε πει ο εκλιπών Μπαρτολομέο Νογκάρα, «πιο εύκολα στην ησυχία τής Σιένα και στην πόλη των Γκονζάγκα απ’ όσο στη Ρώμη». Ο Φλάβιο είχε ήδη διαθέσει τέσσερα χρόνια στη «θριαμβεύουσα Ρώμη» και όντως τελείωσε το έργο στη Μάντουα. Στη σύντομη επιστολή αφιέρωσης στον πάπα ο Φλάβιο εξέφραζε την πεποίθηση ότι ο Θεός θα έστεφε με δόξα και η ανθρωπότητα με επιδοκιμασία την εκστρατεία «ως βήμα κατά των Τούρκων» (quam paras in Turcos) και ότι οι Ιταλοί, Γάλλοι, Ισπανοί και Γερμανοί, τούς οποίους ο Πίος ενέπνεε να πάνε στη σταυροφορία, θα μάθαιναν από τη «θριαμβεύουσα Ρώμη» του τα μαθήματα τής αντοχής, που θα τούς δίδασκε η απομίμηση τής ανδρείας των αρχαίων Ρωμαίων.55

Παρά τη διαβεβαίωση τού Φλάβιο Μπιόντο, οι προοπτικές δεν ήσαν ενθαρρυντικές. Πολλά θα εξαρτιώνταν από την αποστολή τού Βησσαρίωνα στη Γερμανία. Παρά το γεγονός ότι ο Πίος ήθελε να αναλάβει ο αυτοκράτορας Φρειδερίκος τουλάχιστον την ονομαστική ηγεσία τής σταυροφορίας, δεν ήταν φυσικά τόσο αφελής, ώστε να υποθέτει ότι ο Φρειδερίκος, τον οποίο γνώριζε, θα μπορούσε ποτέ να μιμηθεί τον ομώνυμό του Μπαρμπαρόσσα. Όμως ο αυτοκράτορας ήταν από καιρό κατά την άποψη τού Αινεία Σύλβιου το κεντρικό πρόσωπο για την κοσμική κυριαρχία στην Ευρώπη. Σε δύο πρώιμες πραγματείες, στον «Πεντάλογο για τα πράγματα τής εκκλησίας και τής αυτοκρατορίας» (Pentalogus de rebus ecclesiae et imperii, 1443) και στο «Περί τής γέννησης και αρχής τής Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας» (De ortu et auctoritate imperii romani, 1446), ο Αινείας είχε δοξάσει την αυτοκρατορική εξουσία ως το χειροτονημένο από τον Θεό κέντρο τής χριστιανικής κοσμικής κοινωνίας.56 Η εμπειρία του από τον διαχωρισμό των συνοδιστών στη Βασιλεία τού είχε κάνει διαρκή εντύπωση. Είχε καταλήξει να πιστεύει ότι η Ευρώπη χρειαζόταν ενότητα αρχής, όσο η Εκκλησία χρειαζόταν ενότητα δόγματος. Είχε μετατραπεί σε αυτό που θα μπορούσε να ονομαστεί συντηρητικός, αντιτιθέμενος σε εκκλησιαστικές συνόδους και καχύποπτος για άλλες αντιπροσωπευτικές συνελεύσεις. Επίσης η αποτυχία τού συνοδισμού είχε αποθαρρύνει και απογοητεύσει τούς ίδιους τούς εκκλησιαστικούς μεταρρυθμιστές, οι οποίοι λίγα είχαν να προσφέρουν στην Ευρώπη μετά την αποτυχημένη επανάστασή τους στη Βασιλεία.

Ήταν δύσκολο για τον Πίο να σταματήσει να σκέφτεται με όρους «αυτοκρατορίας και θρησκευτικής μονοκρατορίας» (imperium et sacerdotium). Οι οικουμενικές αξιώσεις τού παπισμού και τής αυτοκρατορίας είχαν καταστεί σχεδόν κατηγορηματικές επιταγές. Ο Πίος, που δεν υπήρξε ποτέ βαθύς στοχαστής, δύσκολα μπορούσε να απαλλαγεί από την πολιτική παράδοση τού ύστερου Μεσαίωνα. Ήταν για αρκετά χρόνια τόσο φιλο-αυτοκρατορικός (imperialist) όσο και ο Δάντης, ο οποίος μπορούσε να διατηρεί τις ψευδαισθήσεις του, επειδή ποτέ δεν χρειάστηκε να αναλάβει τις πρακτικές υπευθυνότητες ενός υψηλού αξιώματος. Αν και ο Αινείας Σύλβιος είχε δει μεγάλο μέρος τής Ευρώπης στα ταξίδια του, ως πάπας ήταν απρόθυμος να σκέφτεται με όρους εθνικών κρατών, ιδιαίτερα καθώς η σταυροφορία έπρεπε να αποτελεί διεθνή επιχείρηση. Με μεγάλη δυστυχία αναγνώριζε την υπερηφάνεια και το κύρος τού γαλλικού έθνους, στο οποίο προσέφυγε, προτρέποντας τον Κάρολο Ζ’ να συμμετάσχει στη σταυροφορία, αλλά η οικουμενικότητα των πνευματικών αξιώσεων τού παπισμού πολύ εύκολα υποδείκνυε παρόμοια αναγνώριση τής κοσμικής αρχής τής αυτοκρατορίας. Όμως αν οι πνευματικές αξιώσεις τού πάπα δεν είχαν υποστεί καμία ύφεση ή μείωση στη διάρκεια των ετών, προφανώς η οικουμενικότητα τής αυτοκρατορικής εξουσίας, η οποία ποτέ δεν είχε αποτελέσει ιστορικό γεγονός, ήταν χίμαιρα την οποία δεν θα μπορούσε να ακολουθήσει κανένας ρεαλιστής πολιτικός.

Ήταν κρίμα φυσικά, επειδή η διεθνής σταυροφορία απαιτούσε διεθνή ηγεσία, αλλά δεν υπήρχε αυτοκρατορική πληρότητα εξουσίας, δεν υπήρχε διεθνής «αυτοκρατορία» (imperium) και δεν υπήρχε κοσμική ηγεσία για τη μεγάλη σταυροφορία την οποία ονειρευόταν ο Πίος. Προσπαθώντας να οργανώσει εκστρατεία κατά των Τούρκων ήταν αναγκαίο να λαμβάνει υπόψη την «εσωτερική πολιτική» (Hauspolitik) τού αυτοκράτορα των Αψβούργων, τις εδαφικές φιλοδοξίες των ηγεμόνων και τη τσιγκουνιά των γερμανικών διαιτών, καθώς και την ιταλική πολιτική τού Γάλλου βασιλιά και τούς αλληλοκτόνους πολέμους, που συντηρούσαν παλιές εχθρότητες και συνεχώς προκαλούσαν νέες. Ο Πίος συνειδητοποιούσε ίσως ότι μια σταυροφορία μεγάλης κλίμακας βρισκόταν πέρα από οτιδήποτε μπορούσε να πετύχει η δική του γενιά. Αλλά τότε ποιος άραγε είχε επινοήσει καλύτερο τρόπο για να προσπαθήσει να αντιμετωπίσει την τουρκική απειλή στο ανατολικό μέτωπο; Οι ελπίδες τού Πίου, αυτές που ήσαν, βρίσκονταν με τον Βησσαρίωνα στη Γερμανία.

H τύχη δεν θα μπορούσε να φέρει χειρότερη στιγμή για τη μετάβαση τού καρδινάλιου Βησσαρίωνα στη Γερμανία, καθώς είχε ξεσπάσει πόλεμος ανάμεσα στους οίκους Βίττελσμπαχ και Χοεντζόλλερν κι έτσι εδώ και καιρό οι ηγεμόνες ήσαν πολύ απασχολημένοι πολεμώντας ο ένας τον άλλο, μη βρίσκοντας χρόνο να πολεμήσουν τούς Τούρκους.57 Παρά το γεγονός ότι ο Βησσαρίων εύρισκε τούς ηγεμόνες και τις πόλεις σε βίαια μεταξύ τους αντίθεση, περίτεχνα και ανέφικτα σχέδια συζητούνταν για μεγάλη εκστρατεία κατά των Τούρκων. Ο αυτοκράτορας διαβεβαίωνε τον καρδινάλιο με επιστολές και αργότερα προσωπικά για την αφοσίωσή του στον ευγενή σκοπό που είχε διατυπωθεί στη Μάντουα, αλλά λίγες από τις μεγάλες προσωπικότητες προσήλθαν στις δήθεν σημαντικές δίαιτες που συγκλήθηκαν στη Νυρεμβέργη, τη Βορμς (Worms) και τη Βιέννη. Ήταν δύσκολη αποστολή για τον Βησσαρίωνα. Ήταν τότε περίπου εξήντα ετών, η υγεία του ήταν κακή και εύρισκε τον βορεινό χειμώνα ιδιαίτερα δριμύ. Έφτασε στη Νυρεμβέργη στις 28 Φεβρουαρίου 1460, ενώ αργότερα στις 11 Ιουλίου ο πάπας έγραφε στους πολίτες τού Άουγκσμπουργκ ότι ο λεγάτος του εργαζόταν μέρα και νύχτα.58

Μετά την αναχώρησή του από τη Mάντουα, ο Βησσαρίων κρατούσε τον πάπα καλά ενήμερο για τη διαδρομή του και για την πρόοδο των υποθέσεών τους στη Γερμανία. Οι Ούγγροι υπέφεραν συνεχώς από τουρκικές εισβολές. Ο βασιλιάς Ματίας Κορβίνους μπορούσε να βλέπει μόνο με ανησυχία τις αυτοκρατορικές μηχανορραφίες εναντίον του. Κάθε έγγραφο από εκείνα που μπορούν εύκολα να βρεθούν στα μητρώα τού Πίου Β’ στα Αρχεία τού Βατικανού, εξακολουθεί να μαρτυρά τις προσπάθειες που καταβάλλονταν από την παπική κούρτη για τη διαπραγμάτευση ειρήνης μεταξύ τού αρπακτικού αυτοκράτορα και τού νεαρού βασιλιά. Η θέση τού πάπα ήταν δύσκολη. Ο αυτοκράτορας Φρειδερίκος Γ’ ήταν κάποτε προστάτης του και από καιρό φίλος του. Η ικανότητα τού Mατίας να διατηρηθεί εναντίον των Τούρκων, ακόμη και εναντίον τής Μαγυάρικης αριστοκρατίας, ήταν ακόμη αβέβαιη. Όμως ο Πίος όντως υποστήριξε σθεναρά τον Ματίας εναντίον τού Φρειδερίκου, ενώ φοβούμενος ότι οι Ούγγροι θα μπορούσαν να εξαναγκαστούν σε νέα ανακωχή με τούς Τούρκους, υποσχέθηκε σαράντα χιλιάδες δουκάτα από το παπικό ταμείο την άνοιξη τού 1460, έχοντας επίγνωση τού γεγονότος ότι το ποσό ήταν ανεπαρκές, αλλά ήταν προφανώς το μόνο που μπορούσε να διαθέσει, με δεδομένες τις άλλες υποχρεώσεις του για το προσεχές καλοκαίρι.59

Μια ιδιαίτερα σημαντική δίαιτα θα συγκαλούνταν τον Μάιο (1460) υπό την αιγίδα τού αυτοκράτορα Φρειδερίκου στη Βιέννη, όπου ο Βησσαρίων έφτασε στις 4 τού μηνός. Ο Φρειδερίκος τού επιφύλαξε ευγενική υποδοχή, αλλά δεν είχαν έρθει ηγεμόνες, παρά μόνο μερικοί απεσταλμένοι, χωρίς εντολή ούτε εξουσιοδότηση να δεσμεύσουν τούς εντολείς τους σε σημαντική δράση. Ο Βησσαρίων υποχρεωνόταν να αποδεχτεί άλλη μια μακρά και πολύ εκνευριστική αναβολή. Η δίαιτα δεν ξεκίνησε επίσημα πάρα λίγο μετά τα μέσα Σεπτεμβρίου, όταν δεν είχε έρθει ακόμη προσωπικά κανένας από τούς εκλέκτορες ηγεμόνες, ενώ πολλές πόλεις ήσαν αρκετά ικανοποιημένες που δεν εκπροσωπούνταν.60 Στις 14 τού μηνός ο Βησσαρίων είχε δει σε προκαταρκτική συνεδρίαση τον Φρειδερίκο, τον καγκελάριο τού τελευταίου και το αυτοκρατορικό συμβούλιο. Τρεις ημέρες αργότερα ξεκινούσε η αποθαρρυντική επιχείρηση, η οποία επεκτάθηκε σε μεγάλο μέρος τού Οκτωβρίου. Στην πραγματικότητα η δίαιτα τής Βιέννης ήταν αρκετά εντυπωσιακή υπόθεση. Παρά το γεγονός ότι οι εκλέκτορες ηγεμόνες τής Σαξωνίας και τού Βρανδεμβούργου δεν είχαν μπει στον κόπο να στείλουν εκπροσώπους, είχαν έρθει τελικά δώδεκα περίπου χαμηλότεροι ηγεμόνες. Είχαν εμφανιστεί δέκα αρχιεπίσκοποι και επίσκοποι. Εκατόν δέκα πόλεις είχαν προσκληθεί να στείλουν αναπληρωτές. Τριαντατέσσερις από αυτές είχαν στείλει περίπου ογδόντα άτομα να μιλήσουν για λογαριασμό τους. Μάλιστα οι ομιλίες δεν τελείωναν ποτέ. Οι Γερμανοί έδιναν υποσχέσεις και ενέκριναν πολλά ψηφίσματα.61

Η λεγατινή αποστολή τού Βησσαρίωνα δεν ήταν παρά μία από τις προσπάθειες τού πάπα να ξεκινήσει σταυροφορία. Ο καρδινάλιος Χουάν ντε Καρβαχάλ βρισκόταν στην Ουγγαρία για τέσσερα περίπου χρόνια. Άλλοι λεγάτοι είχαν σταλεί στη Γαλλία, Αγγλία, Σκωτία, Σκανδιναβία, Καστίλλη, Καταλωνία και αλλού. Είχε καταβληθεί τεράστια προσπάθεια. Τα αποτελέσματα δεν ήσαν παρά συγκλονιστική απογοήτευση. Υποσχέσεις δίνονταν σε διάφορους τόπους. Όρκοι δίνονταν και πολλά έγγραφα συντάσσονταν. Τώρα στη Βιέννη, στις 4 Οκτωβρίου, ο αυτοκράτορας Φρειδερίκος δήλωνε ο ίδιος έτοιμος να ακολουθήσει τις αποφάσεις τής Μάντουα, αλλά οι αντιπρόσωποι των ηγεμόνων και των πόλεων επέμεναν να διαβουλευθούν από κοινού, διορίζοντας ως εκπρόσωπό τους τον Χάινριχ Λόυμπινγκ, ο οποίος εκπροσωπούσε τον Ντίτερ φον Ίζενμπουργκ, τον αντι-παπικό αρχιεπίσκοπο τού Mάιντς, ενώ ο Λόυμπινγκ αποδεικνυόταν έμπειρος στην παρεμβολή δυσκολιών.62 Λεγόταν ότι ήταν απαραίτητη περαιτέρω εξέταση τής εκστρατείας. Ο αυτοκράτορας προειδοποίησε τούς συνέδρους για τον κίνδυνο τής καθυστέρησης. Έγιναν γενικές διακηρύξεις υπέρ τής σταυροφορίας, oι οποίες ήσαν ωραίες, έλεγε ο Βησσαρίων, «στο βαθμό που τα λόγια πρέπει κάποτε να οδηγούν σε έργα» (dummodo facta verbis aliquando respondeant)! Οι Γερμανοί εκκλησιαστικοί εκλέκτορες δεσμεύονταν από τις υποσχέσεις που είχαν δοθεί για λογαριασμό τους στη Μάντουα, υπενθύμιζε ο Βησσαρίων. Ο δούκας τής Βουργουνδίας, είχε μόλις ανανεώσει την προσφορά του για έξι χιλιάδες άνδρες (για υπηρεσία στην Ουγγαρία). Ο βασιλιάς τής Βοημίας είχε βάλει να κηρύσσουν τη σταυροφορία στην επικράτειά του. Και οι Ούγγροι λεγόταν ότι είχαν υποσχεθεί είκοσι χιλιάδες άνδρες, παρά τον πόλεμο που υπήρχε στη χώρα τους.

Ο Βησσαρίων έλεγε ότι χρειάζονταν 60-70.000 άνδρες για να ανακαταλάβουν την Κωνσταντινούπολη και να διώξουν τούς Τούρκους από την Ευρώπη. Ο πάπας και οι Ιταλοί θα διέθεταν τον στόλο. Αν η Γερμανία παρείχε τις σαρανταδύο χιλιάδες άνδρες που ζητούνταν, η επιχείρηση μπορούσε να ξεκινήσει. Δεν χρειαζόταν να ξοδεύουν τόσο πολύ χρόνο σε θέματα δευτερεύουσας σημασίας, να ανησυχούν για βοήθεια από τη Γαλλία και για λεπτομέρειες τής εκστρατείας όπως η διαδρομή, οι διοικητές, η διάρκεια ή τι θα γινόταν σε περίπτωση ήττας. Είχαν υπάρξει τόσο πολλές δίαιτες, όλες με μικρή συμμετοχή. Τίποτε δεν είχε προκύψει από αυτές, εκτός από «καλά λόγια και στόμφο» (bona verba et magniloquentia). Οι Τούρκοι συνέχιζαν να σημειώνουν πρόοδο. Το καλοκαίρι είχε περάσει και οι Έλληνες είχαν χάσει τον Μοριά. Ο σουλτάνος είχε υποτάξει περισσότερες από σαράντα οχυρωμένες κωμοπόλεις. Πολλοί Έλληνες είχαν σκοτωθεί, ενώ είχαν συλληφθεί τριάντα χιλιάδες αιχμάλωτοι. Η Ουγγαρία είχε καταστραφεί. Πάνω από είκοσι χιλιάδες άτομα είχαν οδηγηθεί στην αιχμαλωσία. Αν περνούσε η Ουγγαρία υπό τον τουρκικό ζυγό, σύντομα θα ερχόταν η σειρά τής Γερμανίας. Αυτοί οι μήνες αποτελούσαν μεγάλη δοκιμασία για τον Βησσαρίωνα. Ήταν κουρασμένος και οξύθυμος, αποθαρρυμένος και άρρωστος. Σε ένα σημείο τής ομιλίας του ενώπιον τής συνέλευσης δήλωσε με μεγάλη ζωηρότητα: «Χρειαζόμαστε όπλα, όπλα σάς λέω. Και ισχυρούς άνδρες, όχι λόγια. Ένα στρατό καλά εφοδιασμένο, όχι κομψή και στιλβωμένη ρητορική. Χρειαζόμαστε την ανθεκτική δύναμη των στρατιωτών, όχι τη μεγαλοστομία των ωραίων ομιλιών!»63

Όμως οι εκπρόσωποι στη δίαιτα δεν μπορούσαν να αναλάβουν σοβαρές δεσμεύσεις. Οι εντολείς τους μπορούσαν φυσικά να κάνουν όλα όσα είχαν στη διάθεσή τους. Οι αποφάσεις προηγούμενων διασκέψεων, ακόμη και εκείνης που είχε πραγματοποιηθεί στη Μάντουα, δέσμευαν μόνο εκείνους που είχαν εκπροσωπηθεί, όχι «το γερμανικό έθνος, το μισό τού οποίου δεν έχει ακόμη προσέλθει» για να συζητήσει το πρόβλημα. Μια άλλη δίαιτα ήταν απαραίτητη, στην οποία έπρεπε να έλθει ο αυτοκράτορας, γιατί μόνο με αυτόν τον τρόπο θα μπορούσαν να ληφθούν αποφάσεις επί των προτάσεων, που είχαν διατυπωθεί στη Μάντουα.64 Μάταια ο Βησσαρίων διαμαρτυρόταν ότι αυτό δεν ήταν απάντηση. Ο αυτοκράτορας είχε πει πολλές φορές ότι, αν και θα μπορούσε να στείλει εκπροσώπους σε μια τέτοια δίαιτα, δεν θα ερχόταν προσωπικά. Δεν υπήρχε τρόπος αντιμετώπισης των γερμανικών υπεκφυγών και ελιγμών και τίποτε δεν είχε ολοκληρωθεί όταν οι εκπρόσωποι γυρνούσαν στις πατρίδες τους. Όμως με επιμονή τού Πίου Β’ ο Βησσαρίων πέρασε σχεδόν ένα χρόνο στον δυσάρεστο βορρά.65 Όταν έχανε και ο ίδιος ο πάπας κάθε ελπίδα στρατολόγησης γερμανικού ανθρώπινου δυναμικού για τη σταυροφορία, ο Βησσαρίων θα προσπαθούσε να αποκαταστήσει αρμονία μεταξύ Βιέννης και Βούδας. Μολονότι δεν ήταν δυνατή μακροχρόνια ειρήνη, επιτεύχθηκε τελικά η ανακωχή τού Λάξενμπουργκ στις 6 Σεπτεμβρίου 1461. Περίπου τρεις εβδομάδες αργότερα ο Βησσαρίων ξεκινούσε από την αυτοκρατορική αυλή για την Ιταλία, ευτυχισμένος που άφηνε τούς βαρβάρους, τούς «από τη φύση τους εχθρικούς προς τούς Έλληνες και τούς Λατίνους», και απαλλασσόταν από τις ταραχές των ζαλισμένων φοιτητών στη Βιέννη. Έφτασε στη Μπολώνια στις 23 Οκτωβρίου και στη Ρώμη στις 20 Νοεμβρίου.66

Ενώ οι διπλωμάτες λογομαχούσαν στη Μάντουα, στη Βιέννη και αλλού, ο «Μεγάλος Τούρκος» (Gran Turco) Μωάμεθ Β’ βρισκόταν σε κίνηση. Στις 20 Ιουνίου 1459, τρεις εβδομάδες μετά την έναρξη τής διάσκεψης τής Μάντουα, η Σεμέντρια (Σμεντέρεβο) είχε ανοίξει τις πύλες της στον Μωάμεθ. Μέσα στους επόμενους λίγους μήνες ολόκληρη η Σερβία υπέκυψε τελικά, με πολύ μικρή αντίσταση, στα στρατεύματα των Οθωμανών. Η πτώση τού βόρειου δεσποτάτου συνοδευόταν από την υποδούλωση πολλών χιλιάδων Σέρβων. Ενώ οι στρατιώτες του ολοκλήρωναν την κατάκτηση, ο Μωάμεθ μάθαινε για την εξέγερση τού Θωμά στον Μοριά, έχοντας πιθανώς ενημερωθεί για πρώτη φορά από απεσταλμένο τού Δημήτριου, που ζητούσε βοήθεια εναντίον τού αδελφού του. Ο Χαλκοκονδύλης φαίνεται να υπονοεί ότι ο Μεχμέτ βρισκόταν στα Σκόπια (Ουσκούμπ) όταν έμαθε τα νέα.67 Εν πάση περιπτώσει, άφηνε προς το παρόν την καταστολή τής εξέγερσης στους Μωραΐτες διοικητές του, αν και χρειάστηκε να κάνει ο ίδιος δύο σημαντικές αλλαγές στις τάξεις τους. Ο Χαλκοκονδύλης επαναλαμβάνει φήμη εκείνης τής εποχής ότι ο Ομάρ μπέης, ο διοικητής Θεσσαλίας και Μοριά, ο οποίος μερικές φορές κατοικούσε στο παλαιό ανάκτορο των Ατσαγιόλι στην Ακρόπολη τής Αθήνας, ενθάρρυνε την επικίνδυνη αποστασία τού Θωμά. Αυτό είναι πολύ απίθανο. Φαίνεται όμως ότι η αδιαφορία ή αμέλεια τού Ομάρ μπέη είχε επιτρέψει στην κατάσταση να ξεφύγει από τον έλεγχο. Ο σουλτάνος έστελνε τώρα για να τον αντικαταστήσει τον Χαμζά Zενέβισι τον «Γερακοτρόφο», έναν Αλβανό που είχε ασπαστεί το Ισλάμ.68 Φτάνοντας ο Χαμζά έθεσε τον Ομάρ μπέη υπό κράτηση, μαζί με τον πεθερό τού τελευταίου Αχμέτ, ο οποίος είχε υπηρετήσει ως υποδιοικητής του στον Μοριά. Η χώρα βρισκόταν σε δυστυχώς ταραχώδη κατάσταση. Η διαβολική ιδιοφυΐα τού Θωμά, ο Νικηφόρος Λουκάνης, είχε βρει γόνιμο έδαφος για τα επαναστατικά του σχέδια. Ο Κριτόβουλος εξετάζει εκτενώς τούς αρπακτικούς και ύπουλους τρόπους των Ελλήνων μεγιστάνων και αξιωματούχων, που ευθυγραμμίζονταν πρώτα με τον ένα δεσπότη και στη συνέχεια με τον άλλο και τούς διατηρούσαν σε κατάσταση σταθερής εχθρότητας ο ένας προς τον άλλο.69

Ο δεσπότης Θωμάς είχε πολιορκήσει την Πάτρα με τη βοήθεια των ιταλικών στρατευμάτων, που είχαν στείλει σε βοήθειά του ο πάπας Πίος και η δούκισσα Μπιάνκα Μαρία τού Μιλάνου. Όμως ο Χαμζά δεν είχε δυσκολία στην ανακούφιση τής πόλης, γιατί ο Θωμάς και ο στρατός του εγκατέλειψαν την πολιορκία κατά την προσέγγισή του, αποσυρόμενοι στη «Μεγαλόπολη, που σήμερα ονομάζεται Λεοντάρι», όπου είχε συγκεντρωθεί ο Μωραΐτικος στρατός με την εμφανή πρόθεση να δώσει μάχη με τούς Τούρκους, όταν εκείνοι θα έφταναν. Τα στρατεύματα τού σουλτάνου κινήθηκαν προς νότο κατά μήκος τής ακτής τής Ήλιδας, στράφηκαν προς την ενδοχώρα στο ύψος τής Ιθώμης και κατευθύνθηκαν προς το Λεοντάρι, όπου βρήκαν τις δυνάμεις τού Θωμά αναπτυγμένες στους λόφους. Μόλις αντιλήφθηκαν την κατάσταση, οι Τούρκοι συζητούσαν κατά πόσον έπρεπε να εδραιωθούν στη θέση τους ή να προχωρήσουν προς Μουχλί, όπως είχαν αρχικά την πρόθεση. Αλλά ο Γιουνούς μπέης, ο διοικητής τού ιππικού, βλέποντας πόσο άσχημα διάσπαρτες ήσαν οι δυνάμεις τού Θωμά, τούς έτρεψε σε φυγή με την πρώτη επίθεση, σκοτώνοντας περίπου διακόσιους από αυτούς. Οι υπόλοιποι βρήκαν κάλυψη στο Λεοντάρι, το οποίο οι Τούρκοι υπέβαλαν σε σύντομη πολιορκία και όπου έκαναν την εμφάνισή τους η πείνα και η πανούκλα. Επιβαρυμένοι από τούς αιχμαλώτους που είχαν πάρει από την επαρχία τής Αχαΐας μετά την ελευθέρωση τής Πάτρας, οι Τούρκοι συνέχισαν προς Μουχλί, αφήνοντας τον Γιουνούς μπέη να βοηθήσει τον Δημήτριο στον Μυστρά.70

Αν και ο Λουκάνης ήταν πεπεισμένος ότι θα έπαιρνε την Κόρινθο με συνωμοσία, την οποία υποτίθεται ότι ετοίμαζαν πράκτορές του εντός των τειχών τού φρουρίου,71 η κατάληψη των Καλαβρύτων ήταν η μόνη στρατιωτική επιτυχία τού Θωμά εναντίον των Τούρκων. Προφανώς στα Καλάβρυτα πιάστηκαν αιχμάλωτοι οι δεκαέξι Τούρκοι, τούς οποίους ο Θωμάς έστειλε με πρεσβεία του στον πάπα Πίο Β’ το καλοκαίρι τού 1459. Ο δεσπότης δεν έκανε μισά πράγματα. Καθώς επιτίθετο στους Τούρκους, ανέλαβε ακόμη πιο έντονο πόλεμο εναντίον τού Δημήτριου, για να στερήσει από τον αδύναμο αδελφό του το μερίδιό του στην Παλαιολόγεια κληρονομία στον Μοριά. Ο Δημήτριος προφανώς έδωσε εντολή στον γενναίο Ματθαίο Ασάν, που βρισκόταν τότε σε πρεσβεία προς τον σουλτάνο Μωάμεθ, να ζητήσει βοήθεια από τον σουλτάνο, ο οποίος έλπιζε να πάρει την πριγκήπισσα Ελένη στο χαρέμι του. Ο Κριτόβουλος αναφέρει μια ιστορία που κυκλοφορούσε τότε στην Υψηλή Πύλη και στο βόρειο Αιγαίο, ότι ο Δημήτριος είχε προτείνει την ανταλλαγή όλων των μωραΐτικων κτήσεών του με άλλες εκμεταλλεύσεις, πιθανώς τα νησιά τής Λήμνου και τής Ίμβρου, υπό την άμεση κυριαρχία τού σουλτάνου. Φαινόταν όμως ότι σύντομα ο Δημήτριος λίγα θα είχε να ανταλλάξει. Οι διοικητές ορισμένων βασικών τού φρουρίων διακήρυξαν την ανεξαρτησία τους από το ετοιμόρροπο καθεστώς του. Έχασε έτσι το κάστρο τής Καρύταινας στην κορυφή τού λόφου και εκείνο τού Αγίου Γεωργίου νότια από αυτό, τη Βορδόνια και την Κάστριτζα κοντά στη Σπάρτη, καθώς και την Καλαμάτα, τη Ζαρνάτα, το Λεύκτρον (Μπωφόρ) και το μεγαλύτερο μέρος τής χερσονήσου τής Μάινας, όπου οι τελευταίοι αυτοί τόποι καταλήφθηκαν από τον Θωμά. Ο Δημήτριος πολιόρκησε το Λεοντάρι, ακόμη και την Άκοβα, ενώ βρήκε στους Γεώργιο Παλαιολόγο και Μανουήλ Βουχάλη διοικητές για να τον βοηθήσουν να προωθήσει την εκστρατεία κατά τού Θωμά, ο οποίος διέσπασε όμως την πολιορκία τού Λεονταρίου και έστειλε τον Δημήτριο και τούς διοικητές του να τρέξουν για κάλυψη στον Μυστρά. Προσχώρησαν και οι Αλβανοί στη συμπλοκή, λεηλατώντας ό,τι μπορούσαν και αλλάζοντας πλευρές, λέει ο Σφραντζής, «δύο φορές τη βδομάδα». Οι φτωχοί κάτοικοι τού Μορέως υφίσταντο ανείπωτη δυστυχία. Οι τουρκικές δυνάμεις στην Κόρινθο, τις Αμύκλες και την Πάτρα βρήκαν την ευκαιρία μέσα στη σύγχυση να στείλουν ομάδες επιδρομών, συλλαμβάνοντας και σκοτώνοντας ανθρώπους, περιπαίζοντας τούς δεσπότες και τούς μεγιστάνες, που σήκωναν τα σπαθιά τους ο ένας εναντίον τού άλλου. Ο Σφραντζής, ο οποίος υπηρετούσε τον Θωμά εκείνη την περίοδο, έβλεπε με τα μάτια του την πλήρη και παράλογη ερείπωση τής Αρκαδίας.72

Οι δύο δεσπότες, αναγνωρίζοντας καθυστερημένα τον κίνδυνο στον οποίο η διαμάχη τους είχε εκθέσει τούς ανθρώπους τους και τις περιουσίες τους, ήρθαν μαζί στην εκκλησία τής Κάστριτζας και έδωσαν όρκους να ζουν σε ομόνοια μεταξύ τους. Ο μητροπολίτης Σπάρτης έκανε παρουσία τους ευχαριστήρια λειτουργία. Όταν σήκωσε ενώπιον τού εκκλησιάσματος τη θεία κοινωνία λέγοντας «μετά φόβου Θεοῦ, πίστεως και ἀγάπης προσέλθετε…», οι αδελφοί βγήκαν μπροστά και υποσχέθηκαν να διατηρήσουν την ειρήνη. Όμως ο κοινός κίνδυνος δεν παράγει πάντοτε ομόνοια. Οι δύο δεσπότες έβλεπαν τα προβλήματά τους και εκείνα τού Μορέως πολύ διαφορετικά, όπως είδαμε. Ο Δημήτριος διαπίστωνε ότι ήταν δυνατό να ζήσει υπό τουρκική ηγεμονία, ενώ ο αδελφός του δεν μπορούσε να ζήσει έτσι. Αυτή τη φορά ήταν ο Δημήτριος, σύμφωνα με τις πληροφορίες που πήρε ο Σφραντζής, εκείνος που αναστάτωσε την ασυνήθιστη αρμονία για την οποία είχαν δεσμευτεί οι αδελφοί στην Κάστριτζα. Βασιζόμενος στην προοπτική τουρκικής βοήθειας ξανάρχισε τον πόλεμο και οι φτωχοί κάτοικοι τού Μορέως γνώριζαν για μία ακόμη φορά τις σκληρές βιαιοπραγίες ενός απείθαρχου στρατού, συνηθισμένου στη λεηλασία.73 Ο Χαλκοκονδύλης περιγράφει ότι ο σουλτάνος Μωάμεθ, ύστερα από την απομάκρυνση τού Ομάρ μπέη, διόρισε στην ανώτατη διοίκηση Θεσσαλίας και Μοριά τον Χριστιανό εξωμότη Zαγάν πασά, ο οποίος ήταν κυβερνήτης τής Καλλίπολης. Ο Zαγάν πασάς είχε κερδίσει γρήγορα φήμη, όταν κάποια στιγμή νωρίτερα είχε συλλάβει τον Μορεζίνα, τον πιο διαβόητο πειρατή τού Αιγαίου. Τώρα ο Zαγάν πασάς πήγαινε με στρατό στον Μοριά, τον Μάρτιο τού 1460, βαδίζοντας κατευθείαν προς την πόλη τής Παλαιο-Αχαΐας στον Πατραϊκό κόλπο. Ο Θωμάς βομβάρδιζε τον τόπο, αλλά αναχώρησε βιαστικά καθώς πλησίαζε ο Ζαγάν πασάς. Οι Ιταλοί που είχαν σταλεί από τον πάπα Πίο και τη δούκισσα Μπιάνκα Μαρία συμμετείχαν επίσης σε αυτήν την εμπλοκή, σύμφωνα με τον Χαλκοκονδύλη, ο οποίος προσθέτει ότι οι Έλληνες είχαν ετοιμάσει κανόνι για την επίθεσή τους στην Αχαΐα, αλλά δεν είχαν μεγάλη επιτυχία, επειδή δεν διέθεταν έμπειρο πυροβολητή (τηλεβολιστή), ενώ ο υπόλοιπος πολιορκητικός εξοπλισμός τους ήταν ανεπαρκής για την κατάληψη τής πόλης. Ο Θωμάς υποχώρησε προς νότο, λεηλάτησε τη Λακωνία (τώρα ήταν που κατέλαβε την Καλαμάτα από τον Δημήτριο) και πολιόρκησε τη Μαντίνεια, την οποία, σύμφωνα με τον Χαλκοκονδύλη, επίσης δεν μπόρεσε να καταλάβει.74 Σε αυτό το σημείο ο Θωμάς, ο οποίος θεωρούσε ότι δεν είχε μέλλον με τις ασήμαντες νίκες και με την εξάντληση των πόρων του, έστειλε απεσταλμένους στον Μεχμέτ για να ζητήσουν ειρήνη.

Χωρίς την ενεργό παρέμβαση των Ενετών κανένας δεν θα μπορούσε να ελπίζει σε επιτυχία εναντίον των Τούρκων. Λίγο πριν την αναχώρησή του από τη Mάντουα, ο Πίος Β’ είχε στείλει τον Γκρεγκόριο Λόλλι, σύντροφο τής νιότης του, σε αποστολή στη Σινιορία, να συζητήσει τη συμμετοχή τής Δημοκρατίας στην προτεινόμενη εκστρατεία εναντίον τού ανατολικού εχθρού.75 Η Γερουσία παρουσίασε τούς ενετικούς όρους στις 15 Ιανουαρίου 1460. Ο Πίος έπρεπε να εκχωρήσει στη Σινιορία όλα τα χρήματα που προέρχονταν από τη συλλογή φόρων δεκάτης, εικοστής και τριακοστής, καθώς και τα έσοδα από την πώληση συγχωροχαρτιών και από το κήρυγμα τής σταυροφορίας. Τα κονδύλια αυτά θα χρησιμοποιούνταν για τον εξοπλισμό και τη συντήρηση τού ενετικού στόλου. Ο Πίος έπρεπε επίσης να υποσχεθεί ότι η Ραγούσα, η Αγκώνα, η Ρόδος και η Μυτιλήνη ή κάποια άλλα κράτη θα διέθεταν δέκα καλά εξοπλισμένες γαλέρες για να υπηρετήσουν υπό τον διοικητή τού στόλου και να παραμείνουν στην υπηρεσία «ακόμη και μέχρι το τέλος τού πολέμου» (usque ad finem belli). Η Βενετία θα ετοίμαζε τον στόλο της για ανάληψη δράσης κατά των Τούρκων μόλις συγκεντρωνόταν στην Ουγγαρία στρατός τουλάχιστον εβδομήντα χιλιάδων πολεμιστών, εκ των οποίων πενήντα χιλιάδες έπρεπε να είναι έφιπποι (equites). Οι Ενετοί θα έπαιρναν και θα κρατούσαν υπό την Αγία Έδρα «ως διαρκή και ελεύθερη παπική αντιπροσωπεία (vicariate) ή φέουδο» (sub perpetuo et libero vicariatu seu feudo) όλες τις πόλεις, κάστρα και άλλoυς τόπους που θα καταλάμβαναν οι δυνάμεις τους από τον εχθρό. Ο πάπας θα παρείχε χωρίς χρέωση, από την παπική περιοχή (march) τής Αγκώνας ή από άλλες πηγές, το σιτάρι και τις ζωοτροφές που θα χρειαζόταν ο στόλος. Επιπλέον, αν οι Τούρκοι επιτίθεντο σε ενετικό έδαφος (η Δαλματία βρισκόταν πάντοτε σε κίνδυνο) πριν ξεκινήσει η χριστιανική εκστρατεία, ο Πίος έπρεπε να συμφωνήσει να διατεθούν άμεσα στη Σινιορία οι φόροι δεκάτης και τα έσοδα από την πώληση συγχωροχαρτιών, «και εκτός αυτού η Αγιότητά του υπόσχεται [έπρεπε να αναφέρει η συμφωνία] να δίνει και να καταβάλει στην εν λόγω επιφανέστατη Σινιορία κάθε μήνα οκτώ χιλιάδες δουκάτα, για την προστασία των τόπων … που ανήκουν στη Σινιορία και που συνορεύουν με την επικράτεια των Τούρκων».76

Ήταν δύσκολη η διαπραγμάτευση με τούς Ενετούς στο τουρκικό ζήτημα, εκτός αν βρίσκονταν οι ίδιοι σε άμεσο κίνδυνο. Όταν τον Φεβρουάριο τού 1460 ο Πίος με τη σειρά του προσπάθησε να εισπράξει «τα έσοδα από φόρους δεκάτης, κηρύγματα και συγχωροχάρτια» (decime, predicationes, et indulgentie) από ενετικά εδάφη, ο απεσταλμένος του συνάντησε στη Γερουσία ευγενική αλλά σταθερή άρνηση να επιτρέψει τέτοιες εισφορές ή συλλογές. Στον ισχυρισμό ότι τέτοια έσοδα ήσαν «εκκλησιαστικά πράγματα» (res ecclesiastice) και δεν θα έπρεπε να τα αρνούνται, η Γερουσία απάντησε (την 1η Μαρτίου) ότι η Βενετία ήταν πρόθυμη να συμμορφωθεί με όλες τις πιθανές παπικές απαιτήσεις, ιδιαίτερα όταν αυτές αφορούσαν την «ιερή εκστρατεία εναντίον των Τούρκων» (sancta expeditio contra Turcum). Οι πιστοί γιοι τού Αγίου Μάρκου ήσαν τόσο ανήσυχοι όσο καθένας για να βοηθήσουν στην εξόντωση τού κοινού εχθρού τής χριστιανοσύνης:

… Διαβεβαιώνουμε την Αγιότητά του, τον ανώτατο ποντίφηκα, ότι όταν μπουν σε τάξη οι υποθέσεις τής χριστιανοσύνης και συγκεντρωθεί στρατός ξηράς, έχουμε κάθε πρόθεση να τιμήσουμε ολόψυχα την υποχρέωσή μας να ετοιμάσουμε και να στείλουμε τον στόλο μας εναντίον των Τούρκων. Από την πλευρά μας δεν θα παραλείψουμε τίποτε που μπορεί να σχετίζεται με το καθήκον μας και την καταστροφή τους. Όμως για να ετοιμαστεί αυτό ο στόλος, θα χρειαστούμε όχι μόνο τα κεφάλαια που προέρχονται από τον φόρο δεκάτης, το κήρυγμα και τα συγχωροχάρτια, αλλά περισσότερα, πολύ περισσότερα, όπως μπορεί εύκολα να φανταστεί κανείς, ενώ τα κεφάλαια αυτά θα τα πάρουμε από δικούς μας πόρους, για να εξασφαλιστεί η επιτυχής έκβαση αυτής τής ιερής επιχείρησης.

Η Γερουσία υπενθύμιζε στον Πίο, μέσω τού απεσταλμένου του, ότι είχε παραχωρήσει ευγενικά τα έσοδα από φόρους δεκάτης και συγχωροχάρτια στους Γερμανούς και τούς άλλους. Η Βενετία χρειαζόταν τέτοια κεφάλαια για δικές της προετοιμασίες, όταν θα ερχόταν η ώρα. Αλλά αν οι φόροι δεκάτης συλλέγονταν τώρα, ο Τούρκος θα κήρυσσε αμέσως πόλεμο κατά τής Βενετίας, «με προφανή κίνδυνο για τις υπερπόντιες κτήσεις μας και για τόσες χιλιάδες ψυχές». Επιπλέον, αν μάθαιναν οι Γερμανοί και οι Ούγγροι ότι τα έσοδα φόρων δεκάτης και πώλησης συγχωροχαρτιών συλλέγονταν σε ενετικό έδαφος και στέλνονταν αλλού (πιθανότατα στη Ρώμη), θα υπέθεταν ότι η Βενετία δεν είχε διάθεση να κατασκευάσει και να εξοπλίσει στόλο και θα χαλάρωναν τις προσπάθειές τους κατά των Τούρκων. Αυτό θα ήταν τραγωδία για τη χριστιανοσύνη.77 Ο Πίος κατανοούσε την απάντηση τής Γερουσίας.

Ενώ ο Θωμάς Παλαιολόγος επιδίωκε ειρήνη στον Μοριά, ο Μωάμεθ Β’ έστρεφε την προσοχή του προς την ανατολή. Ήθελε να πορευτεί εναντίον τού Ουζούν Χασάν τού Ντιγιάρ-Μπακρ (της ελληνιστικής Άμιδας, σήμερα Ντιγιάρμπακιρ) στη Μεσοποταμία, ο οποίος, ύστερα από τον θάνατο τού Ιμπραήμ μπέη, τού «Μεγάλου Καραμάνου», ήταν ο βασικός εχθρός τού Μωάμεθ στην Ανατολή. Ο Ουζούν Χασάν είχε παντρευτεί την Θεοδώρα, που αποκαλούνταν Δέσποινα-Χατούν, την κόρη τού αυτοκράτορα Ιωάννη Δ’ Κομνηνoύ («Καλογιάννη») τής Τραπεζούντας.78 Είχε διαμορφωθεί αντι-οθωμανική συμμαχία μεταξύ Ουζούν Χασάν και Ιωάννη Δ’. Ο πρώτος ζούσε υπό τον αιώνιο φόβο τού «Μεγάλου Τούρκου», ενώ ο Ιωάννης είχε μόλις αναγκαστεί να αναγνωρίσει τουρκική επικυριαρχία επί τής Τραπεζούντας και είχε συμφωνήσει σε ετήσιο φόρο υποτέλειας τριών χιλιάδων χρυσών νομισμάτων.79 Όμως τότε περίπου πέθανε ο Ιωάννης, αφήνοντας ένα αγόρι ως διάδοχό του. Δεδομένου ότι οι περιστάσεις απαιτούσαν ισχυρότερη εξουσία από εκείνη που θα μπορούσε να προσφέρει ένα αγόρι, ανέβηκε στον θρόνο ως συναυτοκράτορας ο έμπειρος αδελφός τού Ιωάννη, ο Δαυίδ Κομνηνός. Παρ’ όλα αυτά η συμμαχία τού Ουζούν Χασάν και των Μεγαλοκομνηνών έχασε το μεγαλύτερο μέρος τής αποτελεσματικότητάς της. Αν οι ανατολικές δυνάμεις που φοβούνταν την Πύλη είχαν κατορθώσει να καταλήξουν σε συμφωνία με τα δυτικά κράτη για συντονισμένη επίθεση εναντίον τής Οθωμανικής αυτοκρατορίας, ο Μεχμέτ θα είχε ενδεχομένως τεθεί σε σοβαρό κίνδυνο, αλλά μια τέτοια συμμαχία δεν ήταν εφικτή κατά τον 15ο αιώνα.80

Όμως γίνονταν τότε σοβαρές σκέψεις στην παπική κούρτη για τη δυνατότητα μιας συμμαχίας ανατολής-δύσης. Ο Μωάμεθ Β’ ήθελε να κάνει ισχυρή επίδειξη δύναμης στην Ανατολή, να κρατήσει τον Ουζούν Χασάν υπό έλεγχο και να μεγαλώσει τον φόβο του για την Πύλη. O Μωάμεθ λοιπόν δεν ήταν απρόθυμος να επιστρέψει στην «προ τού πολέμου κατάσταση» (status quo ante bellum) στον Μοριά, υπό την προϋπόθεση ότι ο Θωμάς θα εγκατέλειπε την πολιορκία των τουρκικών οχυρών που προσπαθούσε να καταλάβει, θα επέστρεφε εκείνα που είχε κατορθώσει να καταλάβει, θα πλήρωνε αμέσως φόρο υποτέλειας τριών χιλιάδων δουκάτων και θα εμφανιζόταν ενώπιον Τούρκου απεσταλμένου στην Κόρινθο εντός είκοσι ημερών. Οι όροι αυτοί φαίνονταν αποδεκτοί στον Θωμά αλλά, λόγω τής απερίσκεπτης άρνησης των υπηκόων του να τον βοηθήσουν, δεν μπορούσε να συγκεντρώσει τα χρήματα. Αυτή ήταν η τελευταία σταγόνα. Ο Μεχμέτ ανέβαλε τη σχεδιαζόμενη εκστρατεία εναντίον τού Ουζούν Χασάν και τον Μάιο τού 1460 συγκέντρωσε τις δυνάμεις του για τελική εκστρατεία στον Μοριά.81

Σε εικοσιεπτά μέρες ο Μεχμέτ προέλασε από την Αδριανούπολη στην Κόρινθο, όπου ο Κριτόβουλος λέει ότι περίμενε τον δεσπότη Δημήτριο να έρθει σε αυτόν εντός τριών ημερών. Ο δεσπότης όμως δεν εμφανίστηκε, στέλνοντας στη θέση του τον Ματθαίο Ασάν με πολλά δώρα. Δόθηκε στον Ασάν παρατεταμένη ιδιωτική ακρόαση, στην οποία συμμετείχε επίσης ο Μαχμούτ πασάς, αλλά ο σουλτάνος είχε αποφασίσει την εκκαθάριση τής ελληνικής αρχής τού Μοριά και δεν άλλαζε γνώμη. Έβαλε να συλλάβουν τον Ασάν την επομένη τής άφιξής του. Ο Μεχμέτ τώρα εισέβαλλε στα εδάφη τού Δημητρίου, όχι σε εκείνα τού εχθρού του Θωμά. Από το Άργος έστειλε τη νύχτα των Μαχμούτ Πασά με μεγάλη δύναμη στον Μυστρά, όπου έφτασε τα ξημερώματα και περικύκλωσε την πόλη. Ο Δημήτριος παρέμενε στο κάστρο στο λόφο. Ο Μαχμούτ πασάς τού έστειλε τον Θωμά, τον γιο τού Kαταβοληνού, τον Έλληνα γραμματέα τού σουλτάνου, ο οποίος προσπάθησε να τον πείσει να εγκαταλείψει την πόλη, την πρωτεύουσα τού «δεσποτάτου» και κέντρο τού Ελληνισμού στον Μοριά για διακόσια χρόνια. Ο Δημήτριος δήλωσε ότι έπρεπε πρώτα να απελευθερωθεί ο Ασάν και να τού φέρει γραπτές υποσχέσεις (πιστά), πιθανώς για την ασφάλειά του και για το τι θα έπαιρνε ως αντάλλαγμα για την επικράτειά του. Ο Κριτόβουλος λέει ότι όλη η παράσταση ήταν μια φάρσα, σχεδιασμένη για δημόσια κατανάλωση.82 Ο Μαχμούτ πασάς έδωσε την εγγυητική επιστολή στον Ασάν για να την πάει στον Δημήτριο. Μαζί του πήγε και ο Χαμζά Ζενέβισι, που ήταν φίλος τού δεσπότη. Ο Δημήτριος επέστρεψε μαζί τους στο στρατόπεδο τού Μαχμούτ πασά, ο οποίος τον υποδέχθηκε με τις δέουσες τιμές και στις 30 Μαΐου ανέλαβε την πόλη και το κάστρο τού Μυστρά.

Ο σουλτάνος Μωάμεθ εμφανίστηκε την επόμενη μέρα, σύμφωνα με τον Κριτόβουλο και κάλεσε αμέσως τον δεσπότη Δημήτριο, ο οποίος προσήλθε με σοβαρούς φόβους για την επόμενη κίνηση. Ο Μωάμεθ τον τίμησε, αφού σηκώθηκε από το κάθισμά του για να τον χαιρετήσει καθώς έμπαινε στη σκηνή, άπλωσε το δεξί του χέρι, τον κάθισε στο πλάι του και τού απευθύνθηκε με καλά λόγια για να απομακρύνει τούς φόβους του και να τον καθησυχάσει για το μέλλον.83 Ο Σφραντζής αναφέρει ότι ο Μεχμέτ είπε:

Αφού οι υποθέσεις σας, ώ δέσποτα, έχουν φτάσει σε αυτό το σημείο, είναι αδύνατο για εσάς να κυβερνήσετε πια αυτόν τον τόπο. Παρ’ όλα αυτά, επειδή έχουμε αποφασίσει να σάς έχουμε σαν πατέρα μας και να παντρευτούμε την κόρη σας, παραδώστε αυτόν τον τόπο σε εμάς. Εσείς και η κόρη σας φύγετε μαζί μας. Και θα σάς αναθέσουμε άλλο τόπο για τη συντήρηση και ευημερία σας.84

Ο Μεχμέτ στη συνέχεια έστειλε στη Μονεμβασία, όπου διέμεναν η γυναίκα και η κόρη τού Δημήτριου και απαίτησε την παράδοσή τους από τούς Mονεμβασιώτες, οι οποίοι παρέδωσαν τη δυστυχισμένη δέσποινα και την Ελένη, αλλά αρνήθηκαν να παραδώσουν την πόλη και το φρούριο, ενώ λέγεται ότι ενημέρωσαν τούς αξιωματικούς τού σουλτάνου και τού δεσπότη που είχαν έρθει να αναλάβουν, ότι η ισχυρή θέση τής Μονεμβασίας ήταν

δώρο τού Θεού και όποτε ήθελε Αυτός να γίνει ο τόπος τουρκικός, «θα γινόταν η επιθυμία Του»! Στο μεταξύ όμως δεν θα παρέδιδαν το δώρο τού Θεού στον σουλτάνο. Λέγεται ότι ο Μεχμέτ θαύμασε τη θαρραλέα απάντηση. Ο τολμηρός κυβερνήτης τής Μονεμβασίας, κάποιος Μανουήλ Παλαιολόγος, αναγνώριζε τον δεσπότη Θωμά ως άρχοντα τής πόλης. Όταν ο τελευταίος θα ζητούσε καταφύγιο στην Ιταλία, οι απειλούμενοι κάτοικοι θα αναγκάζονταν να αναζητήσουν αλλού κάποιον να κυβερνήσει και να τούς υπερασπιστεί εναντίον των Τούρκων.85

Ακολουθώντας τη συμβουλή τού δεσπότη Θωμά, οι Μονεμβασιώτες έστειλαν πρεσβεία στην παπική κούρτη στα τέλη καλοκαιριού τού 1460, προτρέποντας τον πάπα Πίο να αποδεχθεί την εκχώρηση τής πόλης τους. «Ο πάπας συγκινήθηκε τόσο πολύ», μάς πληροφορεί ο ίδιος ο Πίος στα Απομνημονεύματά του (Commentarii), «που έκλαψε καθώς αναλογιζόταν την αβεβαιότητα των επιγείων πραγμάτων… Στη συνέχεια έστειλε τον νομάρχη (Τζεντίλε ντε Μαρκόλφι τού Σπολέτο) να απονείμει δικαιοσύνη και να συμπληρώσει την προμήθεια σταριού τής πόλης, που είχε εξαντληθεί εντελώς».86 Τα έγγραφα τού Βατικανού καθορίζουν τη χρονολογία των παπικών ενεργειών. Στις 27 Φεβρουαρίου 1461 ο Πίος επιβεβαίωσε όλες τις χορηγίες και τα προνόμια που είχαν πριν οι Μονεμβασιώτες και στη συνέχεια διόρισε τον Τζεντίλε ντε Μαρκόλφι κυβερνήτη τής πόλης και των εξαρτήσεών της. Οι Moνεμβασιώτες θα παρέδιδαν σε αυτόν όλους τούς οχυρωμένους τόπους και θα τού έδειχναν ανεπιφύλακτα υπακοή.87 Στις 10 Ιουλίου (1461) ο Πίος διόρισε τον Πορτογάλο στρατιωτικό Λόπε ντε Βαλντάρο «διοικητή τής πόλης τής Μονεμβασίας» (capitaneus civitatis Monobasie). Θα έδινε τον όρκο φεουδαρχικής υποταγής στην Αγία Έδρα με τον κατάλληλο τρόπο, τον οποίο όρκο τήρησης τού αξιώματος θα επιτηρούσε ο παπικός οικονόμος, ο καρδινάλιος Λοντοβίκο Τρεβιζάν ή ο αναπληρωτής τού τελευταίου.88

Έντεκα μέρες αργότερα, στις 21 Ιουλίου (1461), ο Πίος αντικατέστησε τον Μαρκόλφι με τον Φραγκίσκο τής Σάντα Ανατόλια, ηγούμενο τής μονής τού Σαν Νικολό τού Όσιμο. O Φραγκίσκος θα κυβερνούσε τη Μονεμβασία και τις εξαρτήσεις της, καθώς και όλους τούς τόπους τής περιοχής που θα ελευθερώνονταν από τούς άπιστους εντός ενός έτους. Οι όροι τής αποστολής τού ηγουμένου δείχνουν ότι ο πάπας είχε μεγάλες προσδοκίες από αυτόν.89 Αλλά οι Moνεμβασιώτες, παρά την παπική επιβεβαίωση των μεγάλων προνομίων, των οποίων απολάμβαναν για γενιές υπό τούς Βυζαντινούς αυτοκράτορες, δεν εύρισκαν ούτε ευχαρίστηση ούτε αίσθημα ασφάλειας κάτω από τη σημαία με τα κλειδιά τού Αγίου Πέτρου και το 1462 αποδέχτηκαν την εξουσία τής Ενετικής Δημοκρατίας.90

Ο σουλτάνος Μωάμεθ πέρασε τέσσερις μέρες στον Μυστρά (31 Μαΐου έως 3 Ιουνίου 1460), προσθέτοντας στις οχυρώσεις του, ενώ κατά την αναχώρησή του άφησε πίσω του φρουρά τετρακοσίων ανδρών. Από εκεί συνέχισε, παίρνοντας μαζί του τον Δημήτριο, στην πόλη Βορδόνια, που έπεσε σε αυτόν χωρίς αγώνα, αφού οι φοβισμένοι άρχοντες είχαν τραπεί σε φυγή. Στη συνέχεια ήρθε σε πόλη-κάστρο στις πλαγιές τού Ταϋγέτου που ονομάζεται Καστρίον από τον Κριτόβουλο και προσδιορίζεται ως Κάστριτζα από τον Σφραντζή. Η πόλη ήταν χτισμένη σε δυσπρόσιτο ύψος και η μοναδική της προσπέλαση προστατευόταν από τριπλό τείχος, επί τού οποίου οι γενίτσαροι εξαπέλυσαν μια ή δύο ισχυρές επιθέσεις χωρίς αποτέλεσμα. Ο Ψευδο-Σφραντζής λέει ότι οι κάτοικοι παραδόθηκαν υπό τον όρο ότι θα μπορούσαν να διατηρήσουν τα δικαιώματα και τα έθιμά τους, στο οποίο ο σουλτάνος συμφώνησε, υποσχόμενος να προσθέσει περαιτέρω οφέλη σε αυτά που ήδη διέθεταν. Όμως όταν αυτοί ξεπρόβαλαν από την ακρόπολη, ο σουλτάνος διέταξε να αποκεφαλίσουν μερικούς άνδρες και να παλουκώσουν άλλους, ενώ έγδαρε ζωντανό τον αρχηγό τους. Ο Κριτόβουλος δεν λέει τίποτε για την υποτιθέμενη παραβίαση από τον σουλτάνο τής υπόσχεσής του (ενώ δεν υπάρχει καμία λέξη για τέτοια δολιότητα ούτε στο μικρό χρονικό τού Σφραντζή, ούτε στον Χαλκοκονδύλη), αλλά αναφέρει ότι το φρούριο έπεσε στην επίθεση τής δεύτερης ημέρας και οι υπερασπιστές, που είχαν απωθηθεί σε στενό μονοπάτι και δεν είχαν τροφή και νερό, παραδόθηκαν χωρίς όρους. Από τούς τετρακόσιους επίλεκτους άνδρες στην ακρόπολη μόνο τριακόσιοι είχαν επιζήσει των επιθέσεων των Τούρκων. Ο σουλτάνος διέταξε την άμεση εκτέλεση όλων αυτών, την υποδούλωση των γυναικών και των παιδιών και την καταστροφή τής κωμόπολης.91

Οι Τούρκοι κατέλαβαν το Λεοντάρι χωρίς πρόβλημα, γιατί οι τρομοκρατημένοι κάτοικοι είχαν διαφύγει προς τα δυτικά, προς την κατά πολύ ισχυρότερη πόλη Γαρδίκι, η οποία έλεγχε πέρασμα τού Ταϋγέτου που ονομαζόταν Ζυγός. Όταν απορρίφθηκε η συνήθης προσφορά του για παράδοση, ο Μωάμεθ αποφάσισε να οδηγήσει σε λιμοκτονία τούς κατοίκους τού Γαρδικιού και τούς πολυάριθμους επισκέπτες του στο απόρθητο ύψωμα. Αλλά η έλλειψη τροφίμων και νερού, η ανελέητη ζέστη τού καλοκαιριού, οι τρομακτικές συνθήκες συνωστισμού και η απουσία προοπτικής οποιασδήποτε βοήθειας οδήγησαν τούς δύστυχους φουκαράδες τής ακρόπολης στην κορυφή τού στενού βράχου σε παράδοση ύστερα από πολιορκία μιας μόνο μέρας. Σύμφωνα με την πολύ αμφίβολη περιγραφή τού Ψευδο-Σφραντζή, ο σουλτάνος, αφού είχε και πάλι διαβεβαιώσει ότι κανένας δεν θα θιγόταν ή υποδουλωνόταν, παρ’ όλα αυτά οδήγησε όλους τούς άνδρες, τις γυναίκες και τα παιδιά μαζί σε μικρό χώρο, τούς έδεσε και διέταξε να τούς σκοτώσουν. Ούτε ένας από τούς πρόσφυγες από το Λεοντάρι δεν επέζησε τής σφαγής, λέει ο Χαλκοκονδύλης, που δηλώνει ότι είχε ενημερωθεί από ανθρώπους που ζούσαν στην περιοχή, ότι ο σουλτάνος θανάτωσε περίπου έξι χιλιάδες άτομα ύστερα από την κατάληψη τού Γαρδικιού. Αν και προφανώς αποτροπιασμένος από τη βαναυσότητα τού σουλτάνου, ο Χαλκοκονδύλης δεν λέει τίποτε για παραβιασμένη υπόσχεση, ούτε ο Σφραντζής ή ο Κριτόβουλος. Η ηγετική οικογένεια τού Γαρδικιού, οι Βουχαλείς, θα είχαν υποστεί την ίδια μοίρα αν δεν έκανε έκκληση για λογαριασμό τους στον σουλτάνο ο μπεηλερμπέης Mαχμούτ πασάς. Η σύζυγος τού Μανουήλ Bουχάλη, προφανώς αρχηγού τής οικογένειας, ήταν ξαδέλφη τού Μαχμούτ πασά. Τον πλήρωσαν άσχημα για την καλοσύνη του. Όταν έφευγαν, τούς εφοδίασε με συνοδεία για το Ποντικό στη δυτική ακτή, αλλά πριν επιβιβαστούν σε πλοίο που βρήκαν εκεί, σκότωσαν όλα τα μέλη τής συνοδείας και στη συνέχεια απέπλευσαν για την Κέρκυρα και από εκεί για τη Νάπολη.92

Στο μεταξύ ο σουλτάνος Μωάμεθ συνέχιζε τη σταδιοδρομία κατάκτησης, παίρνοντας τις πόλεις και κάστρα Άγιος Γεώργιος, Καρύταινα, Ανδρούσα και Ιθώμη. Δεν υπήρξε περαιτέρω αντίσταση. Ύστερα από τη φρίκη τού Γαρδικιού οι διοικητές των Μωραΐτικων φρουρίων έστελναν απεσταλμένους στον σουλτάνο, προσφέροντάς του την παράδοση των εξουσιών τους, μεταξύ άλλων κάποιου τόπου που ονομαζόταν Σαλβάριον καθώς και τής Κυπαρισσίας, τής γνωστής κατά τον Μεσαίωνα ως Αρκαδίας, μιας καλά οχυρωμένης πόλης, ναυστάθμου τής περιοχής. Συγκεντρώνοντας τούς άνδρες και τις γυναίκες και των δύο αυτών τόπων, που έφταναν τις δέκα χιλιάδες, ο Μεχμέτ φαινόταν έτοιμος να τούς σκοτώσει, αλλά τελικά τούς έστειλε στην Ισταμπούλ να εγκατασταθούν στις προαστιακές περιοχές. Λίγα είχαν απομείνει από το «δεσποτάτο» τού Μορέως.93

Ο δεσπότης Θωμάς δεν ήταν σε θέση να προστατεύσει το δικό του τμήμα τού δεσποτάτου από την ακατανίκητη τουρκική επίθεση. Στερούνταν τα στρατεύματα και τούς πόρους για αποτελεσματική αντίσταση. Η μικρή ιταλική του δύναμη, έτσι κι αλλιώς μικρών δυνατοτήτων (όπως είχε προβλέψει ο Πίος Β’), είχε ήδη διασκορπιστεί. Τα μέλη της έζησαν για κάποιο διάστημα από τη λεηλασία τής χώρας που υποτίθεται ότι υπερασπίζονταν και τελικά εξαφανίστηκαν. Όταν ο Θωμάς είδε ότι δεν υπήρχε ελπίδα να πολεμήσει τον Τούρκο και δεν υπήρχε ασφάλεια στον Μοριά εκτός από την ενετική επικράτεια, άφησε το νότιο προπύργιό του τής Καλαμάτας στο Μεσσηνιακό Κόλπο και κατευθύνθηκε στο Ναυαρίνο.94 Ο Μεχμέτ επισκεπτόταν τώρα την Κορώνη και στη συνέχεια διέσχισε το δυτικό πόδι τού Μορέως προς Μεθώνη. Οι ενετικές αρχές, περιλαμβανομένων προφανώς των Μάουρο Καραβάλλο και Τζιοβάννι Μπέμπο, των καστελλάνων και επιτρόπων (provveditori) Κορώνης και Μεθώνης αντίστοιχα, προέτρεψαν τον Θωμά να εγκαταλείψει το ενετικό λιμάνι τού Ναυαρίνου και να μην επιχειρήσει αντίσταση εκεί. Τού πρόσφεραν πλοία για να φύγει. Πήγε στο Μαράθι και μαθαίνοντας ότι ο Μεχμέτ έστηνε το στρατόπεδό του κοντά στο Ναυαρίνο, σαλπάρισε με τη σύζυγό του Κατερίνα, τα παιδιά του και αριθμό Μωραϊτών ευγενών από το λιμάνι τού Πόρτο Λόνγκο για την Κέρκυρα, όπου έφτασε στις 28 Ιουλίου. Ο ιστορικός Σφραντζής έφτασε με άλλο πλοίο στις 2 Αυγούστου, χωρίς να έχει αποφασίσει αν θα συνέχιζε για Κρήτη ή για το μοναστήρι τού Αγίου Νικολάου, που είχε ιδρύσει ο παππούς του από τη μητέρα του κοντά στη Bέροια τής Μακεδονίας.

Οι Ενετοί ανανέωσαν τις συνθήκες τους με τον σουλτάνο Μωάμεθ και προσπάθησαν να εμφανιστούν όσο πιο φιλόξενοι μπορούσαν. Όμως ακόμη κι έτσι το τουρκικό ιππικό εισέβαλε στην περιοχή τού Ναυαρίνου, αιχμαλωτίζοντας μερικούς Αλβανούς και σκοτώνοντας αριθμό Ενετών υπηκόων. Ο ίδιος ο Μωάμεθ ίππευσε μέχρι τα τείχη τής Μεθώνης, σύμφωνα με τον Χαλκοκονδύλη, ενώ όταν κάποιοι από τούς κατοίκους τον πλησίασαν «με σημαία ανακωχής» (ὡς ἐπί σπονδαῖς), έβαλε να τούς θανατώσουν. Ο σουλτάνος σύντομα αποσύρθηκε στη βορειοδυτική γωνία τής χερσονήσου, όπου ο Ζαγάν πασάς εργαζόταν δραστήρια στην Αχαΐα και την Ήλιδα. Είχε καταλάβει τα Καλάβρυτα με προφανή συμπαιγνία τού διοικητή τους Δόξα, Αλβανού οπλαρχηγού, ο οποίος είχε πολεμήσει εναντίον τού Μωάμεθ δύο χρόνια πριν στον Φλιούντα και τώρα γδερνόταν ζωντανός με εντολή τού σουλτάνου. Ο Σφραντζής πίστευε ότι ο Δόξας άξιζε την τιμωρία του, αφού δεν παρέμεινε πιστός ούτε στους δεσπότες, ούτε στον σουλτάνο και ακόμη ούτε στον Θεό.95

Ο Zαγάν πασάς κατέλαβε επίσης τα παλιά Φράγκικα κάστρα Χλεμούτσι και Σανταμέρι («του Σαν Ομέρ»), όπου το δεύτερο βρισκόταν ακριβώς βόρεια τού βουνού με το ίδιο όνομα. Στο Σανταμέρι ο Ζαγάν πασάς παραβίασε τούς όρους παράδοσης που είχε αποδεχθεί, θανατώνοντας και υποδουλώνοντας τούς κατοίκους, προς αγανάκτηση τού σουλτάνου Μωάμεθ, ο οποίος είχε επιτέλους κατανοήσει ότι ο τρόμος και η απελπισία των Ελλήνων και Αλβανών θα τούς έκανε, όπως και το θάρρος, να απορρίπτουν εγγυήσεις ασφάλειας, τις οποίες θα φοβούνταν να εμπιστευτούν. Ο σουλτάνος έβαλε να αναγγελθεί στο στρατόπεδο η απελευθέρωση των αιχμαλώτων που είχαν πιαστεί στο Σανταμέρι, ενώ αφαίρεσε από το Ζαγάν πασά την ανώτατη διοίκηση τού Μοριά, αντικαθιστώντας τον με τον Χαμζά Ζενέβισι.96

Φεύγοντας από τον Μοριά στο τέλος τού καλοκαιριού ο Μωάμεθ πήρε μαζί του τον δεσπότη Δημήτριο και τη σύζυγο και την κόρη τού τελευταίου μέχρι τη Λιβαδειά, όπου άφησε τον Δημήτριο, τις γυναίκες και το μεγαλύτερο μέρος τού στρατού να ταξιδέψουν με βραδύτερο ρυθμό. Συνέχισε με την προσωπική του ακολουθία προς την Αδριανούπολη, όπου έφτασε στα μέσα φθινοπώρου. Ο Δημήτριος τον ακολούθησε σύντομα στην αυλή και, σύμφωνα με τον Κριτόβουλο, ο Μεχμέτ τού έκανε αμέσως γενναιόδωρη παραχώρηση, δίνοντάς του τα νησιά Ίμβρο και Λήμνο, καθώς και τμήματα τής Θάσου και τής Σαμοθράκης. Στην πραγματικότητα οι περισσότεροι από τούς κατοίκους των νησιών αυτών είχαν μεταφερθεί στην Ισταμπούλ, «αλλά το συνολικό ετήσιο εισόδημα από αυτά τα νησιά», λέει ο Κριτόβουλος, «ήταν 300.000 [άσπρα] σε μικρά ασημένια νομίσματα τού βασιλείου».97 Ο Μωάμεθ τού έδωσε επίσης την πόλη τής Aίνου στις εκβολές τού Έβρου (Μαρίτσα), με τις πλούσιες αλυκές της, που έφερναν άλλα 300.000 άσπρα. Εκτός από αυτές τις επιδοτήσεις, ο Μεχμέτ διέταξε να δίνονται κάθε χρόνο στον Δημήτριο σε τρεις δόσεις επιπλέον 100.000 άσπρα από το νομισματοκοπείο τής Αδριανούπολης, πράγμα που έδινε στον Δημήτριο (σύμφωνα με τον Κριτόβουλο) ετήσιο εισόδημα 700.000 άσπρων.98 Αργότερα ο Σφραντζής άκουσε αναφορά ότι ο Δημήτριος, όντας «γέρος και άρρωστος», είχε αποσυρθεί με σύνταξη πενήντα χιλιάδων άσπρων ετησίως. Ο Μωάμεθ πέρασε τον χειμώνα τού 1460-1461 στην Ισταμπούλ, ολοκληρώνοντας έτσι μια αξιόλογη δεκαετία στην ιστορία τής Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Ο Κριτόβουλος λέει ότι ο Μωάμεθ είχε καταλάβει περίπου διακόσιες πενήντα οχυρωμένες πόλεις, κάστρα και κωμοπόλεις τού Μοριά.99 Ο Δημήτριος πέρασε τα τελευταία χρόνια τής ζωής του υπό το βιβλικό όνομα Δαβίδ σε μοναστήρι στην Αδριανούπολη, όπου και πέθανε το 1470. Η φτωχή γυναίκα του, μια Aσάνινα, τον ακολούθησε σύντομα στον τάφο. Η κόρη τους, η ατυχής πριγκήπισσα Ελένη, είχε πεθάνει από την πανούκλα λίγο πριν από τον πατέρα της. Ο άγνωστος ρήτορας που συνέθεσε θρήνο προς τιμήν της δεν μπορούσε να βρει δάκρυα αρκετά για να θρηνήσει τον θάνατό της.100

Όταν ο Θωμάς Παλαιολόγος τράπηκε σε φυγή μπροστά στους Τούρκους, έφερε μαζί του το κεφάλι (κάρα) τού Αγίου Ανδρέα, το οποίο διατηρούνταν από καιρό στον μητροπολιτικό ναό τής Πάτρας. Έφτασε στην Αγκώνα στις 16 Νοεμβρίου 1460 και στη συνέχεια, ύστερα από πρόσκληση τού πάπα Πίου Β’, πήρε τον δρόμο για τη Ρώμη. Στις 9 Μαρτίου 1461 ο πρέσβης τής Μάντουα στη Ρώμη έγραφε στη μαρκησία Μπάρμπαρα:

Το περασμένο Σάββατο, που ήταν 7 τού μηνός, ήρθε εδώ ο δεσπότης τού Μορέως. Είναι αναμφίβολα όμορφος άντρας, με ωραία, σοβαρή εμφάνιση και ευγενικό και ήρεμο αρχοντικό παράστημα. Πρέπει να είναι περίπου πενηνταέξι ετών. Φορούσε καφτάνι από μαύρο καμηλό με λευκό γούνινο καπέλο επενδεδυμένο με μαύρο βελούδινο σατέν, με ζώνη γύρω του. Όπως κατάλαβα είχε εβδομήντα ιππείς και άλλους τόσους πεζούς, αλλά όλα τα άλογα ήταν δανεισμένα, εκτός από τρία που ήταν δικά του…

Ο Πίος τον υποδέχθηκε σε εκκλησιαστικό συμβούλιο, που συγκλήθηκε στην Αίθουσα τού Παπαγάλου (Camera del Pappagallo), στην ανατολική πτέρυγα τού Ανάκτορου τού Βατικανού. Τού έδωσε μηνιαία σύνταξη 300 δουκάτων, στην οποία οι καρδινάλιοι πρόσθεσαν άλλα 200. Διέθεσαν αρχικά στον Θωμά το παπικό παλάτι κοντά στην εκκλησία των Τεσσάρων Εστεμμένων Μαρτύρων (Santi Quattro Coronati) και στη συνέχεια τού έδωσαν διαμέρισμα στο Οσπιτάλιο τού Αγίου Πνεύματος (Ospedale di S. Spirito). Την Γ’ Κυριακή των Νηστειών (15 Μαρτίου 1461) ο πάπας τού πρόσφερε το χρυσό ρόδο, ως ένδειξη εκτίμησης και αναγνώρισης τής τραγωδίας που τον είχε πλήξει.101

Είχε ζητηθεί από τον Θωμά να παραδώσει την κάρα τού Αγίου Ανδρέα στον πάπα Πίο Β’ και στις 12 Απριλίου 1462, σε συναισθηματικές τελετές γεμάτες δάκρυα και κηρύγματα, ο καρδινάλιος Βησσαρίων παρέδωσε το πολύτιμο κειμήλιο στον πάπα. Η παράδοση έλαβε χώρα σε ξύλινη εξέδρα που είχε στηθεί στην προς την πόλη πλευρά τής γέφυρας Πόντε Μόλλε (σήμερα Πιάτσα Καρντινάλε Κονσάλβι), όπου μικρό εκκλησάκι τού Aγίου Ανδρέα και μεγάλη επιγραφή στο μικρό νεκροταφείο των Προσκυνητών (Πελλεγκρίνι) εξακολουθεί να υπενθυμίζει τη δραματική υποδοχή τού αδελφού τού Αγίου Πέτρου στη Ρώμη.102 Χιλιάδες παρακολούθησαν το γεγονός, ενώ στη συνέχεια μακρές πομπές μετέφεραν το ιερό κεφάλι στη βασιλική τού Βατικανού, όπου ο Πίος έχτισε αργότερα το κυκλικό παρεκκλήσι τού Αγίου Ανδρέα. Ο Πίος θα ταφόταν σε αυτό το εκκλησάκι, το οποίο εξαφανίστηκε με την κατεδάφιση τού παλαιού ναού τού Αγίου Πέτρου. Θεωρούσε την απόκτηση τού λειψάνου ως ένα από τα κύρια γεγονότα τής παπικής του θητείας. Οι τελετές που συνόδευσαν την υποδοχή τού λειψάνου αναμφίβολα φαίνονταν σε αυτόν ως αποτελεσματική προπαγάνδα για τη σταυροφορία που είχε διακηρυχθεί στη Μάντουα.

Εκτεταμένες προετοιμασίες είχαν γίνει ενόψει των τελετών. Αντικαταστάθηκαν τα ετοιμόρροπα σκαλιά τής βασιλικής τού Βατικανού, μια ξύλινη εξέδρα (loggia) για την παπική ευλογία χτίστηκε πάνω στο κεφαλόσκαλο και κατεδαφίστηκαν τα σπίτια που παρεμβάλλονταν στην πλατεία, για να καθαριστεί η σκηνή για την επίσημη είσοδο τού Αγίου Ανδρέα στη βασιλική. Μετακίνησαν τούς τάφους των από καιρό νεκρών παπών από το κεντρικό κλίτος τής βασιλικής και τούς τοποθέτησαν κατά μήκος των τοίχων, για να δημιουργηθεί χώρος και διάδρομοι για τα πλήθη που θα παρακολουθούσαν την υποδοχή τού Αγίου Ανδρέα στον τόπο μαρτυρίου τού Αγίου Πέτρου.

Στα κηρύγματά τους κατά την παραλαβή τού λειψάνου ο Πίος και ο Βησσαρίων εξέφραζαν την ένθερμη ελπίδα ότι με την εκδίωξη των Τούρκων από την Ελλάδα ίσως κάποια μέρα ο Άγιος Ανδρέας επέστρεφε στην πατρίδα του, στην Πάτρα. Τελικά τον Σεπτέμβριο τού 1964, πέντε αιώνες μετά την τελετή τού 1462, στην οποία ο Πίος αφιερώνει σχεδόν ολόκληρο το πρώτο μισό τού ογδόου βιβλίου των Απομνημονευμάτων του (Commentarii), ο καρδινάλιος Αυγουστίνος Μπέα, επικεφαλής παπικής αποστολής, επέστρεψε δεόντως το λείψανο μέσα στην αρχική ασημένια και επίχρυση λειψανοθήκη του στον μητροπολίτη Πατρών Κωνσταντίνο. Όσο για τον φτωχό Θωμά Παλαιολόγο, είχε βρει καταφύγιο στη Ρώμη, όπου για κάποιο διάστημα τον τάιζαν και τον πότιζαν οι καρδινάλιοι, αλλά οι εκκλήσεις του προς διάφορα κράτη να τον βοηθήσουν να ανακτήσει το χαμένο δεσποτάτο περνούσαν πάντοτε απαρατήρητες. Βασανιζόταν από συνεχή μελαγχολία και πέθανε σχεδόν ξεχασμένος στις 12 Μαΐου 1465, στο κατάλυμα που είχε ετοιμαστεί γι’ αυτόν στο Oσπιτάλιο τού Αγίου Πνεύματος, κοντά στο Βατικανό.103

Κατά την πρώιμη περίοδο τής διαμονής του στη Ρώμη ο Θωμάς Παλαιολόγος είχε κάνει μεγάλη εντύπωση στην παπική κούρτη και εκτός από την κάρα τού Αγίου Ανδρέα φαίνεται ότι έχει αφήσει πίσω του περίεργο μνημείο, που υπάρχει ακόμη σε άριστη κατάσταση στο Βατικανό. Λέγεται ότι ο Θωμάς ήταν το μοντέλο για το άγαλμα τού Αγίου Παύλου, που έφτιαξε ο γλύπτης Πάολο Ρομάνο και βρισκόταν μαζί με αντίστοιχο άγαλμα τού Αγίου Πέτρου στη βάση των σκαλοπατιών που οδηγούσαν προς τις μπροστινές πύλες τής βασιλικής τού Βατικανού, από την εποχή τού Πίου Β’ μέχρι εκείνη τού Πίου Θ’, όταν τα δύο αγάλματα αντικαταστάθηκαν από κολοσσιαίες πέτρινες μορφές των αποστόλων, φτιαγμένες από τούς ντε Φάμπρις και Ταρντολίνι, που σήμερα στέκονται στις δύο πλευρές τής προσέγγισης προς τη βασιλική. Το 1847 τα παλιά αγάλματα των Πέτρου και Παύλου, για το τελευταίο από τα οποία (όπως μόλις είπαμε) ο Πάολο Ρομάνο φέρεται ότι έχει αντιγράψει τα χαρακτηριστικά τού δεσπότη Θωμά, απομακρύνθηκαν από την είσοδο και τοποθετήθηκαν αρχικά στο σκευοφυλάκιο τού Αγίου Πέτρου και από εκεί στο Μουσείο Πέτρου (Μουζέο Πετριάνο). Κατά τα τελευταία χρόνια μετακινήθηκαν και πάλι, αυτή τη φορά στον προθάλαμο των άνω αιθουσών που προετοιμάστηκαν για τη Σύνοδο των Επισκόπων, στη βόρεια πτέρυγα τού παλαιού ανακτόρου (που χτίστηκε από τον Nικόλαο Ε’), στις αίθουσες τις οποίες ο Σίξτος Δ’ μετέτρεψε σε Βιβλιοθήκη τού Βατικανού. Τα εν λόγω δύο αγάλματα έχουν ποικιλοτρόπως αποδοθεί στους Μίνο ντα Φιέζολε, Μίνο ντελ Ρεάμε και Πάολο ντι Μαριάνο [Ρομάνο], «τον πρώτο και μόνο σημαντικό γλύπτη στη Ρώμη τού 15ου αιώνα (Κουατροτσέντο)».104 Όμως από χρόνια ο Ευγένιος Μυντζ δημοσίευσε αποσπάσματα, από παπικούς οικονομικούς λογαριασμούς, που καταγράφουν πληρωμές προς τον Πάολο Ρομάνο για το άγαλμα τού Αγίου Παύλου, «στον αξιότιμο κύριο Πάολο Μαριάνι, γλύπτη τής πόλης … έναντι τού μισθού του και τής αμοιβής του για την κατασκευή τού γλυπτού τού Αγίου Παύλου, που θα τοποθετηθεί στα σκαλιά … τής βασιλικής [του Αγίου Πέτρου]» (honorabili viro magistro Paulo Mariani scultori de Urbe … pro parte eius salarii et mercedis sculturae per eum factae statuae sancti Pauli ponendae super scalis … basilicae [S. Petri]).105 Τα βάθρα των αγαλμάτων τού Αγίου Παύλου και τού Αγίου Πέτρου φέρουν ακόμη το οικόσημο τού Πίου Β’, τουρκικές ημισέληνους πάνω σε σταυρό, σύμβολο τής αφοσίωσής του στη Σταυροφορία.

Image

<-6. Ο Κάλλιστος Γ’ και η πολιορκία τού Βελιγραδίου. Ο Μωάμεθ Β' και η Αλβανία (1455-1458) 8. Ο Πίος Β’, η σταυροφορία και ο Ενετικός πόλεμος κατά των Τούρκων->
error: Content is protected !!
Scroll to Top