06. Ο Κάλλιστος Γ’ και η πολιορκία τού Βελιγραδίου. Ο Μωάμεθ Β’ και η Αλβανία (1455-1458)

<-5. Κίνδυνοι και προβλήματα μετά την άλωση τής Κωνσταντινούπολης (1453-1455) 7. Ο Πίος Β’, η διάσκεψη τής Μάντουα και η τουρκική κατάκτηση τού Μοριά (1458-1461)->

6
Ο Κάλλιστος Γ’ και η πολιορκία τού Βελιγραδίου. Ο Μωάμεθ Β’ και η Αλβανία (1455-1458)

Image Image

Η θεαματική νίκη τού σουλτάνου Μωάμεθ Β’ στον Βόσπορο είχε προσθέσει αφάνταστα στα δεινά και τα βάρη τού πάπα Νικολάου Ε’, ο οποίος πέθανε το βράδυ τής 24-25 Μαρτίου 1455 ύστερα από αρκετές σοβαρές και παρατεταμένες ασθένειες.1 Στο νεκροκρέβατό του ο Νικόλαος παρέδωσε γνωστή απολογία για την παπική του θητεία, στην οποία ο Tζιανότσο Μανέττι έχει αναφερθεί με ασυνήθιστη λεπτομέρεια. Ο πάπας υπερασπιζόταν όχι μόνο το τεράστιο οικοδομικό του πρόγραμμα, αλλά και τις προσπάθειές του για λογαριασμό τής Κωνσταντινούπολης, θρηνώντας την αδικία και την μυωπία πολλών επικριτών του.2 Οπωσδήποτε όμως ούτε ο Νικόλαος ούτε η παπική κούρτη μπορούσαν να είναι ικανοποιημένοι από τα αποτελέσματα τής παπικής πολιτικής στην Ανατολική Μεσόγειο, καθώς ο Μωάμεθ Β’ οργάνωνε τις στρατιωτικές του επιτυχίες με σκοπό το κέρδος. Κατά τη διάρκεια τού καλοκαιριού τού 1454 τουρκικός στόλος πενηνταέξι σκαφών είχε καταπλεύσει στη Μαύρη Θάλασσα. Επιτέθηκε στο λιμάνι σιτηρών Μονκάστρο (το βυζαντινό Μονόκαστρο, την αρχαιοελληνική Τύρα στις εκβολές τού Δνείστερου), το οποίο αντιστάθηκε γενναία στην επίθεσή τους. Κατέλαβε τη Σεβαστούπολη (την αρχαία Διοσκουριάδα) στις εκβολές τού ποταμού Φάσιδος (σήμερα Ριόνι) στην αρχαία Κολχίδα, ενώ εμφανίστηκε στις 11 Ιουλίου κάτω από τα τείχη τού Καφφά (τής αρχαίας Θεοδοσίας στην Κριμαία) η οποία, όπως είδαμε, αναγκάστηκε να πληρώσει φόρο υποτέλειας. Ο στόλος επέβαλε επίσης φόρο υποτέλειας στον ανυπεράσπιστο πληθυσμό τής Γοτθίας στην Κριμαία.3 Ο Αινείας Σύλβιος είχε δίκιο. Κάθε φορά που άκουγαν για τούς Τούρκους, ήσαν άσχημα νέα.

Οι Τούρκοι, στρατιωτικοί άνθρωποι που λίγο ασχολούνταν ακόμη με τη βιομηχανία ή το μεγάλης κλίμακας εμπόριο, ζούσαν από τις κατακτήσεις τους. Ενώ τυπώνονταν στην Ευρώπη αφίσες προειδοποίησης των χριστιανών εναντίον των Τούρκων, οι Σέρβοι, Έλληνες, Λατίνοι και άλλοι στα κατακτημένα εδάφη στην Ανατολή βίωναν με πικρή πληρότητα τούς δεινούς φόβους, τούς οποίους φώναζαν συνεχώς οι δυτικοί ιεροκήρυκες. Ο Μεχμέτ επέβαλε ετήσιο φόρο υποτέλειας 12.000 δουκάτων (νομισμάτων) στη Σερβία, 10.000 ή 12.000 στο ελληνικό «δεσποτάτο» τού Μορέως, 6.000 στη Χίο, 3.000 στη Μυτιλήνη (Λέσβο) και απροσδιόριστα ποσά για την Τραπεζούντα και την υπόλοιπη περιοχή τού Πόντου.4 Στο δεσποτάτο τού Μορέως οι συνθήκες ήσαν ιδιαίτερα κακές. Έχουμε ήδη δώσει κάποια προσοχή στην αλβανική εξέγερση, την οποία είχε ακολουθήσει η ελληνική απώλεια τής Κωνσταντινούπολης. Τώρα υπήρχαν ακόμη και αιτήματα από την ελληνική αριστοκρατία για άμεση εξάρτηση από την Υψηλή Πύλη και όχι από τούς δεσπότες Θωμά και Δημήτριο. Κάποιες φορές, τα δύο αδέλφια σκέφτονταν τη φυγή από τις παρενοχλούμενες επικράτειές τους, ενώ κάποιες άλλες αναλάμβαναν προφανώς το αντιδημοφιλές καθήκον τής συγκέντρωσης τού τουρκικού φόρου υποτέλειας, τον οποίο οι Έλληνες δεν πλήρωναν πιο πρόθυμα από τούς Αλβανούς, πιστεύοντας ότι μεγάλο μέρος των χρημάτων τού φόρου θα κολλούσε στα δάχτυλα των δεσποτών. Λίγη εμπιστοσύνη μπορούσε να υπάρχει γι’ αυτούς τούς τελευταίους Παλαιολόγους. Μια κάποτε πλούσια κοινωνία παράκμαζε ραγδαία σε χάος. Είχαν υπάρξει πάρα πολλοί πόλεμοι, ενώ το μέλλον φαινόταν πιο μαύρο ακόμη και από το παρελθόν. Ο ελληνικός πληθυσμός τού Μοριά περίμενε φοβισμένα το αναπόφευκτο. Όλοι ήξεραν τι ερχόταν. Το μόνο ερώτημα ήταν πότε θα ερχόταν.

Μετά την άλωση τής Κωνσταντινούπολης ο πάπας Νικόλαος Ε’ έστρεφε τα μάτια του με ελπίδα προς τον Aλφόνσο Ε’ τον «Καλόκαρδο», τού οποίου η ισχύς εκτεινόταν από τις όχθες τού ποταμού Έμπρο στην Ισπανία, μέχρι τις ακτές τής Αδριατικής και την Αλβανία και η επιρροή τού οποίου γινόταν αισθητή στην Κύπρο, τη Ρόδο και την Αίγυπτο. Παρά τις μεγάλες υποσχέσεις του, ο Αλφόνσο έκανε λιγότερα από αυτά που μπορούσε, αν και ο Πάστορ τον αδικεί γράφοντας ότι «ο Αλφόνσο ούτε τώρα ούτε αργότερα δεν σήκωσε καν το χέρι του για την υπεράσπιση τής χριστιανοσύνης».5

Μετά τον θάνατο τού Νικολάου Ε’ η θέση τού Aλφόνσο φαινόταν να ενισχύεται απρόσμενα, όταν στις 8 Απριλίου 1455 δεκαπέντε καρδινάλιοι εξέλεξαν τον Καταλανό ειδικό τού κανονικού δικαίου Αλφόνσο Βοργία (Αλόνσο ντε Μπόρχα) ως πάπα Κάλλιστο Γ’. Μάλιστα η τιάρα είχε σχεδόν ανατεθεί στον μεγάλο καρδινάλιο Βησσαρίωνα, που είχε πάρει οκτώ ψήφους νωρίτερα στο κογκλάβιο, αλλά η αντίθεση τού Αλαίν ντε Κετιβύ, καρδιναλίου τής Αβινιόν και τού Λοντοβίκο Τρεβιζάν, τού κοσμικού καρδινάλιου τής Ακουιλέια, στοίχισε στον Έλληνα ανθρωπιστή με τη μακρά γενειάδα την εκλογή, την οποία θα μπορούσε να είχε κερδίσει αν ήταν πιο αποτελεσματικός πολιτικός.6 Αφού οι εκλέκτορες ήσαν διασπασμένοι από τις συνεχείς πιέσεις των αντιτιθέμενων παρατάξεων των Ορσίνι και των Κολόννα, ο Κάλλιστος Γ’ έγινε πάπας ως υποψήφιος συμβιβασμού: όντας εβδομήντα επτά ετών, πίστευαν ότι ήταν πολύ γέρος για να κρατήσει πολύ.7 Δεδομένου ότι ο νέος πάπας είχε κάποτε διατελέσει γραμματέας τού βασιλιά Αλφόνσο και τον είχε υπηρετήσει σε διάφορες διπλωματικές σχέσεις, υπήρχε διαδεδομένος φόβος ότι η εκλογή του θα έθετε σε κίνδυνο την ειρήνη τού Λόντι και τη νεοσυσταθείσα Ιταλική Ένωση (Λίγκα).

Στις 8 Απριλίου ο καρδινάλιος τής Aκουιλέια είχε γράψει στον Λοντοβίκο Β’ Γκονζάγκα, τον μαρκήσιο τής Μάντουα, ότι οι καρδινάλιοι είχαν εκλέξει ως πάπα τον Aλφόνσο Boργία, τον πρώην καρδινάλιο τής Βαλένθια, περίπου στις 10 το πρωί (circha le XIV hore) και εξέφραζε την ελπίδα ότι «με τη μοναδική καλοσύνη και αρετή του, η εκλογή αυτή θα ήταν χρήσιμη για ολόκληρη τη χριστιανοσύνη».8 Όμως οι Ενετοί, οι Φλωρεντινοί και οι Γενουάτες ανησυχούσαν σοβαρά ότι θα διαταρασσόταν η ισορροπία δυνάμεων στη χερσόνησο. Ο Αντόνιο Γκουϊντομπόνο, ο Μιλανέζος πρέσβης στη Βενετία, ενημέρωνε τον δούκα Φραντσέσκο Σφόρτσα με επιστολή τής 12ης Απριλίου, ότι «σε αυτή την πόλη [Βενετία] οι περισσότεροι άνθρωποι είναι πολύ δυσαρεστημένοι, τόσο επειδή αυτό το αξίωμα έφυγε από τούς Ιταλούς, αλλά και επειδή νομίζουν όλοι ότι η Αυτού Μεγαλειότητα ο βασιλιάς τής Αραγωνίας θα έχει την Εκκλησία στη διάθεσή του με όποιον τρόπο θέλει και θα καταστεί πιο αλαζονικός από ποτέ».9 Ο Μιλανέζος πρέσβης στη Γένουα Τζιοβάννι ντε λα Γκουάρντια έστειλε παρόμοια έκθεση στον Σφόρτσα από τη Λιγουρία στις 14 Απριλίου: η εκλογή τού Κάλλιστου Γ’ ήταν πολύ δυσάρεστη για τούς Γενουάτες, γιατί οι Καταλανοί ήσαν μακροχρόνιοι εχθροί τους και επειδή φαινόταν ότι είχε επινοηθεί «για την εύνοια τής Ιερής Βασιλικής Μεγαλειότητας τού βασιλιά τής Αραγωνίας» (per gli favori de la Sacra Regia Maesta del re de Ragona…).10 Όμως την επόμενη μέρα (15 Απριλίου) ο Γενουάτης δόγης Πιέτρο ντε Καμποφρεγκόζο έγραφε στον Κάλλιστο για την τεράστια, απίστευτη χαρά που ένιωσαν οι συμπατριώτες του με την εκλογή εκείνου, τού οποίου οι διάσημες και θαυμαστές αρετές τον είχαν κάνει γνωστό σε ολόκληρο τον κόσμο, τον κατάλληλο πάστορα για εκείνους τούς δύσκολους καιρούς, όπου η αγριότητα των Τούρκων αυξανόταν συνεχώς και όπου αυτός φαινόταν ότι ήταν ο μόνος που μπορούσε να φέρει ειρήνη μεταξύ των εστεμμένων κεφαλών τής Ευρώπης, καθώς και να αφυπνίσει τούς αδρανείς ανθρώπους και να τούς εξοπλίσει εναντίον των απίστων.11

Και σε άλλα έγγραφα εκείνης τής εποχής αναπτύσσεται αυτό το επιχείρημα, ενώ σίγουρα η σύντομη παπική θητεία τού Κάλλιστου Γ’, ο οποίος ήταν ντόπιος τής Βαλένθια και διαποτισμένος με το ισπανικό πνεύμα τής Ανακατάκτησης (Reconquista), χαρακτηρίστηκε από ειλικρινή, αν και αναποτελεσματική, αφοσίωση στη σταυροφορία κατά τού Μωάμεθ Β’ και των Τούρκων.

Ο Κάλλιστος Γ’ στέφθηκε στις 20 Απριλίου 1455, όπου οι τελετές διαταράχθηκαν από τη φατριαστική διαμάχη.12 Όμως σύντομα έφτασαν πρεσβείες για να συγχαρούν τον νέο πάπα για την άνοδό του στον θρόνο. Στις πρεσβείες αυτές συμμετείχαν διακεκριμένοι πολίτες που στάλθηκαν από τη Λούκκα, τη Σιένα, τη Μπολώνια, τη Φλωρεντία και τη Βενετία. Ο Αλφόνσο Ε’ τής Νάπολης και ο Φρειδερίκος Γ’ τής Γερμανίας έστειλαν επίσης πρέσβεις, όπου τον τελευταίο εκπροσωπούσε ειδικά ο ακούραστος Αινείας Σύλβιος. Ο αντι-τουρκικός πόλεμος ήταν το πρωταρχικό μέλημα των ανθρώπων. Οι Ενετοί πρέσβεις είχαν πάρει οδηγίες να δώσουν στον Κάλλιστο την ευγενή διαβεβαίωση ότι «μόλις δούμε ότι οι άλλες χριστιανικές δυνάμεις κινούνται δυναμικά κατά των Τούρκων, τότε θα ακολουθήσουμε κι εμείς τα βήματα των προγόνων μας, με την ίδια καλή διάθεση, την οποία έχουμε εκδηλώσει και στο παρελθόν».13 Οι Ενετοί γνώριζαν πόσο απίθανη ήταν η προοπτική τής δυναμικής κίνησης των «άλλων χριστιανικών δυνάμεων» (aliae Christianae potentiae) κατά των Τούρκων, παρά τον ήδη διάσημο όρκο που έδινε ο Κάλλιστος συχνά, ότι θα έδινε όλες του τις δυνάμεις, «χύνοντας ακόμη και το δικό του αίμα», για την ανάκτηση τής Κωνσταντινούπολης, την απελευθέρωση των υπόδουλων χριστιανών στην Ανατολή και την καταστροφή τής διαβολικής αίρεσης τού ασεβούς και δολίου Μωάμεθ.14 Ο κόσμος είχε αλλάξει από τις παλιές ημέρες τού πάπα Ούρμπαν Β’, αλλά στο στήθος τού ηλικιωμένου πάπα κτυπούσε καρδιά αληθινού σταυροφόρου. Ο Φραγκισκανός Γκαμπριέλε ντα Βερόνα έγραφε από τη Ρώμη στον αδελφό Τζιοβάννι ντα Καπιστράνο:

Αυτός ο νέος πάπας πάντοτε μιλάει, πάντοτε σκέφτεται την εκστρατεία [εναντίον των Τούρκων]. Ο αδελφός Λοντοβίκο ντα Μπολώνια, ένας λαϊκός που έχει μόλις επιστρέψει από την Ιερουσαλήμ και είναι πολύ έμπειρος στις τουρκικές υποθέσεις, μιλάει συχνά με τον πάπα, μερικές φορές για δύο ώρες. Ο αδελφός Βαλεντίνο ντα Τρεβίζο έχει εύκολη πρόσβαση σε αυτόν, όσο συχνά θέλει. Ο πάπας θέλει να τον ακούει και τον συμβουλεύεται συχνά, γιατί μιλάει καλά και πληροφορημένα γι’ αυτά τα ζητήματα. Τις άλλες υποθέσεις ο πάπας τις διεκπεραιώνει με μία μόνο λέξη, αλλά αυτό το ζήτημα που σχετίζεται με την πίστη το σκέφτεται πολύ και τον απασχολεί συνεχώς. Το συζητάει πάντοτε και το τριγυρίζει στο μυαλό του. Κοιμάται και τρώει ελάχιστα, ενώ οι άνθρωποι απορούν όλοι για τον μεγάλο ενθουσιασμό ενός τόσο γέρου ανθρώπου, για αυτή την επίπονη και δύσκολη υπόθεση. Ό,τι κι αν αρχίσει να συζητά, στρέφεται πάντοτε σε αυτό το θέμα. Μα φορά ήμουν παρών ενώ βρισκόταν στο τραπέζι, και βλέποντας τη χρυσή αλατιέρα, που ανήκε στον προκάτοχό του Νικόλαο, φώναξε: «Πάρτε την από εδώ, πάρτε την από εδώ! Χρησιμοποιήστε την κατά των Τούρκων! Μού αρκεί μια πήλινη!» Έχει αφαιρέσει από μεγάλο αριθμό βιβλίων τη χρυσή ή ασημένια διακόσμησή τους —ο Νικόλαος είχε βάλει αυτά τα βιβλία στη Βιβλιοθήκη τού Βατικανού, γιατί ήταν μεγάλος μελετητής των καλών τεχνών και μανιώδης συλλέκτης βιβλίων— και την έχει μετατρέψει σε χρήματα για χρήση [κατά των Τούρκων] Λέγεται ότι είχε 200.000 δουκάτα όταν έγινε πάπας. Τα έχει ξοδέψει, καθώς και άλλα 60.000 που είχε αφήσει ο Νικόλαος, για την προετοιμασία στόλου και τη στρατολόγηση στρατιωτών.15

Στις 14 Απριλίου (1455) ο Κάλλιστος έστειλε στον βασιλιά Λάντισλας Πόστουμους τής Βοημίας και Ουγγαρίας, που ήταν ακόμη αγόρι, την πληροφορία τής ανόδου του στον παπικό θρόνο και ανακοίνωνε την απόφασή του, χύνοντας ακόμη και το δικό του αίμα αν χρειαζόταν, ότι «αυτοί οι ειδεχθέστατοι εχθροί τού χριστιανικού ονόματος [οι Τούρκοι] πρέπει να εκδιωχθούν εντελώς όχι μόνο από την πόλη τής Κωνσταντινούπολης, την οποία έχουν προσφάτως καταλάβει, αλλά από ολόκληρη την επικράτεια τής Ευρώπης».16 Αυτή ήταν ενθαρρυντική είδηση και στις 21 Ιουλίου οι Ούγγροι ηγέτες έγραψαν στον Κάλλιστο από τη Βούδα, ότι «δεδομένου ότι ο κόσμος μας χτυπήθηκε με τρόμο από τούς άπιστους, πιστεύαμε ότι δύσκολο θα μπορούσαμε να γυρίσουμε στην εποχή τού θλιβερού και απρόσμενου θανάτου … τού πάπα Νικολάου Ε’», ο οποίος είχε κερδίσει τον έπαινο τού χριστιανικού κόσμου λόγω τής ποιμαντικής του φροντίδας για τούς κινδυνεύοντες Ούγγρους. Όμως είχαν παρηγορηθεί από την είδηση τής ανόδου τού Κάλλιστου στον παπικό θρόνο. Ο θρήνος τους είχε δώσει τη θέση του στη χαρά, γιατί είχε βρεθεί αντάξιος διάδοχος, που θα προστάτευε τη χριστιανοσύνη, θα ανακτούσε την Κωνσταντινούπολη και θα έδιωχνε τούς Τούρκους από την Ευρώπη:

Πόσο πολύ η αξιολύπητη κατάσταση των χριστιανών έχει πλέον ανάγκη τής προστασίας τής αγιότητάς σας … μπορεί να γίνει πλήρως κατανοητό από την έκθεση, την οποία ο λεγάτος τής Αποστολικής Έδρας μόλις έφερε από τη δίαιτα τού Νόιστατ, όπου ύστερα από την απώλεια πολύτιμου χρόνου και διάψευση των ελπίδων μας μόνο αυτό επιτεύχθηκε: ότι θα πανηγυρίζει ο εχθρός μας που δεν επιτεύχθηκε τίποτε!17

Στις 15 Μαΐου 1455 ο Κάλλιστος επιβεβαίωσε τη σταυροφορική βούλλα τού προκατόχου του, τής 30ής Σεπτεμβρίου τού προηγούμενου έτους, εξηγώντας ορισμένες από τις αμφίβολες διατάξεις της και καταργώντας όλα τα συγχωροχάρτια που είχαν χορηγηθεί από τη σύνοδο τής Κωνσταντίας, αν δεν συνδέονταν με τη σταυροφορία. Έθεσε την 1η Μαρτίου 1456 ως ημερομηνία αναχώρησης «όλων των χριστιανών ηγεμόνων και λαών»,18 ενώ διόρισε ή έστειλε λεγάτους στην Ουγγαρία, Γερμανία, Πολωνία, Αγγλία και Γαλλία.19 Στις 8 Σεπτεμβρίου ο ίδιος ο Κάλλιστος απένειμε τον σταυρό σε δύο από αυτούς τούς απεσταλμένους, στους καρδινάλιους Αλαίν ντε Κετιβύ και Χουάν ντε Καρβαχάλ, που πήγαιναν στη Γαλλία και την Ουγγαρία αντιστοίχως, καθώς και στον Πέδρο ντε Ουρρέα, τον αρχιεπίσκοπο τής Ταρραγώνα, ο οποίος στελνόταν εναντίον τουρκικού στόλου, που μάστιζε τα νησιά και τις ακτές τής ηπειρωτικής χώρας στο Αιγαίο και το Ιόνιο. Ο επίσκοπος Τζιοβάννι Καστιλιόνε τής Παβίας είχε παρακολουθήσει την τελετή στον Άγιο Πέτρο και έγραφε γι’ αυτήν την επομένη μέρα στον Φραντσέσκο Σφόρτσα: «Η Αγιότητά του τέλεσε την πράξη με μεγάλη αφοσίωση και πολλά δάκρυα. Έχει τη μεγαλύτερη και διακαή επιθυμία να προχωρήσει εναντίον τού Τούρκου και είναι κρίμα που παρεμποδίζεται στις προσπάθειές του, κυρίως από τον Τζάκοπο [Πιτσινίνο]», τον αρχηγό μισθοφόρων (κοντοττιέρε), που απειλούσε τότε τα παπικά κράτη και τα εδάφη τής Σιένα.20 Οι δραστηριότητες τού Πιτσινίνο αποτελούσαν επικίνδυνη και ενοχλητική απόσπαση τής προσοχής, αλλά ο Κάλλιστος συγκεντρωνόταν στη σταυροφορία με την πιο επίμονη αποφασιστικότητα.

Όμως η σταυροφορία συνάντησε πολλές αποτυχίες κατά τη διάρκεια τής σύντομης παπικής θητείας τού Κάλλιστου. Ο Πέδρο ντε Ουρέα, ο αρχιεπίσκοπος τής Tαρραγώνα, τον οποίο ο πάπας είχε κάνει γενικό διοικητή τού στόλου που θα προστάτευε τα νησιά και τις ακτές τού Ιονίου και τού Αιγαίου, ήταν αποστολικός λεγάτος στην Aραγωνία, Καταλωνία και Βαλένθια. Θα έπαιζε τα επόμενα χρόνια σημαντικό ρόλο στις υποθέσεις τού στέμματος τής Αραγωνίας. Ο Ουρρέα είχε δεκαέξι «τριήρεις» υπό τις διαταγές του. Δέκα ακόμη κατασκευάζονταν. Και ο πάπας είχε επιπλέον πλοία στο λιμάνι τής Αγκώνας.21 Στον Ουρρέα είχαν ανατεθεί δύο μέλη Ιπποτικών Ταγμάτων ως διοικητές των μαχίμων δυνάμεών του, ο Αντόνιο Ολτσίνα και ο Αντόνιο Φρεσκομπάλντι.22 Δεν σαλπάρισαν ποτέ εναντίον των Τούρκων. Ενώθηκαν με τον στόλο τού βασιλιά Aλφόνσο Ε’ σε πόλεμο κατά των Γενουατών, των παραδοσιακών εχθρών τής Αραγωνίας-Καταλωνίας. Επιτέθηκαν επίσης στους Ενετούς. Ο Κάλλιστος τούς κατήγγειλε τελικά ως προδότες και την εκ μέρους τους προδοσία τής πίστης ως προσβολή για τη χριστιανοσύνη. Διαμαρτυρήθηκε στον Αλφόνσο: «Ω βασιλιά τής Αραγωνίας, βοήθησε τον πάπα Κάλλιστο, μην τον αφήνεις μόνο του και ο Θεός θα κάνει μακρά τη βασιλεία σου. Διαφορετικά θα νιώσεις την οργή του!»23 Στις 15 Απριλίου 1456 ο πάπας απομάκρυνε τούς Ουρρέα, Ολζίνα και Φρεσκομπάλντι με αγανακτισμένη βούλλα καθαίρεσης για τις επιθέσεις τους εναντίον ομοθρήσκων χριστιανών «και για τη διάπραξη πολλών άλλων αχαρακτήριστων ενεργειών».24 Όσο απογοητευτική κι αν ήταν αυτή η εμπειρία, έδειχνε μόνο να κάνει τον πάπα να εργάζεται σκληρότερα από ποτέ για την εξαπόλυση επίθεσης εναντίον των Τούρκων.

Κήρυκες τής σταυροφορίας, πωλητές συγχωροχαρτιών και συλλέκτες τού φόρου δεκάτης στέλνονταν σε όλο το μήκος και πλάτος τής Ευρώπης, από τη Νορβηγία και τη Σουηδία μέχρι την Κορσική και τη Σικελία, από την Πορτογαλία μέχρι την Πολωνία, και από την Ιρλανδία και τη Σκωτία μέχρι τη Γερμανία και τη Δαλματία.25 Οι επαίτες μοναχοί χρησιμοποιήθηκαν πολύ ως ιεροκήρυκες, κυρίως οι Φραγκισκανοί. Από τα πιο ενδιαφέροντα κείμενα είναι μια επιστολή σταλμένη από τον Κάλλιστο Γ’ προς τον Δομινικανό Τζιοβάννι ντε Κούρτε, παπικό νούντσιο στην Περιοχή (Μάρκε) τής Αγκώνας.26 Ο πάπας υπενθύμιζε στον αδελφό Τζιοβάννι τη φρίκη τής τουρκικής κατάληψης τής Κωνσταντινούπολης και τον ενημέρωνε ότι φόρος δεκάτης επιβαλλόταν «σε ολόκληρο τον χριστιανικό κόσμο», σε όλα τα εκκλησιαστικά εισοδήματα. Όμως για την επιβολή του ο μοναχός έπρεπε να ζητήσει τη γνώμη των επισκόπων τής Περιοχής ή των εκπροσώπων τους. Σε κάθε πόλη έπρεπε να επιλεγούν ένας ή δύο συλλέκτες, που θα συγκέντρωναν τον φόρο δεκάτης και θα κατέγραφαν τα πλήρη ονόματα εκείνων που πλήρωναν και των ποσών που πλήρωναν. Μάλιστα αυτά τα αρχεία έπρεπε να φυλάσσονται σε δύο αντίτυπα, για εξασφάλιση από απώλεια ή κλοπή. Πλήρεις εκκλησιαστικές τιμωρίες επρόκειτο να επιφυλάσσονται για δυστροπούντες κληρικούς, οι οποίοι θα στερούνταν τα επιδόματα, θα τιμωρούνταν με πρόστιμο, θα παραδίδονταν στον κοσμικό βραχίονα και θα φυλακίζονταν. Έπρεπε να κινητοποιηθούν λαϊκοί κήρυκες, οι οποίοι θα ανέπτυσσαν σωστά το περιεχόμενο των παπικών επιστολών όσον αφορά τον φόρο δεκάτης που επιβαλλόταν στον λαό, θα τούς προέτρεπαν να συμβάλουν στην υπεράσπιση τής πίστης ή να ενταχθούν, αν μπορούσαν, στην επερχόμενη εκστρατεία κατά των Τούρκων.

Με τις συμβουλές και τις υποδείξεις των επισκόπων ή των εκπροσώπων τους, συνεχίζει η παπική επιστολή, ο αδελφός Τζιοβάννι έπρεπε να τοποθετήσει στο σκευοφυλάκιο κάθε καθεδρικού ναού ή άλλης σημαντικής εκκλησίας κασέλα με τέσσερις κλειδαριές και κλειδιά, όπου το ένα κλειδί θα κρατούσε ο τοπικός επίσκοπος, το δεύτερο ο ίδιος ο αδελφός, το τρίτο οι δύο συλλέκτες και το τέταρτο δύο σοβαροί και καλοί πολίτες τής κοινότητας. Όλα τα χρήματα που συγκεντρώνονταν έπρεπε να τοποθετούνται σε αυτή την κασέλα, με γραμματέα σε ετοιμότητα για να καταγράφει τα ονόματα εκείνων που πλήρωναν καθώς και τα εν λόγω ποσά, έτσι ώστε όλοι να είναι βέβαιοι ότι όλα τα χρήματα που θα συγκέντρωναν, θα τα δαπανούσαν αποκλειστικά για τις ανάγκες τής πίστης. Η έκταση αυτών των προφυλάξεων δείχνει ότι σε άλλους χρόνους και άλλους τόπους είχαν συμβεί σοβαρές καταχρήσεις, όπως γνωρίζουμε καλά και από άλλες πηγές. Τέλος ο πάπας ενημέρωνε τον αδελφό Τζιοβάννι και όλους τούς άλλους νούντσιους που έπαιρναν παρόμοιες επιστολές, ότι επρόκειτο να εξοπλίσει και να διατηρήσει τουλάχιστον δεκαπέντε γαλέρες (τριήρεις) ή, αν αυτή η ναυτική δύναμη προερχόταν από άλλες πηγές, να δαπανήσει τα κεφάλαια σε στρατό ξηράς.27

Παρά τις προφυλάξεις τού πάπα Κάλλιστου, αποκρύβονταν ποσά από εκκλησιαστικούς παράγοντες. Ξεφύτρωναν ψευτοσυλλέκτες και ψευτοκήρυκες, για να αξιοποιήσουν τις δυνατότητες καταχρήσεων.28 Ρίχνοντας προς στιγμή μια ματιά στο μέλλον μπορούμε να σημειώσουμε ότι στις 28 Δεκεμβρίου 1456 ο πάπας έγραψε στον επίσκοπο τού Αρέτσο ότι είχε ενημερωθεί για κλοπή κεφαλαίων που συλλέγονταν στα πλαίσια τού σταυροφορικού φόρου δεκάτης από κάποιον Λεονάρντο, ιερέα τού Αρέτσο, όταν εκείνος υπηρετούσε ως εφημέριος στην εκκλησία τής Σαρσίνα. Ο Λεονάρντο έπρεπε να συλληφθεί, «όπου κι αν βρισκόταν», να φυλακιστεί και να υποχρεωθεί να επιστρέψει τα χρήματα που είχε κλέψει. Ενημέρωνε τον επίσκοπο ότι οποιαδήποτε εκ μέρους του αμέλεια για τη σύλληψη τού Λεονάρντο θα συνεπαγόταν εκκλησιαστική μομφή.29 Σε σημείωμα στις 26 Μαρτίου 1457 ο πάπας, ενώ επαινούσε την επιμέλεια τού Γκυγιώμ Πονγκ ντε Φενολλέ (τότε στη Βαρκελώνη), εξέφραζε έντονη δυσαρέσκεια για ορισμένες οικονομικές παρατυπίες στην καταλανική αρχιεπισκοπή, που είχαν υποπέσει στην αντίληψή του.30 Οι συνθήκες δεν ήσαν καλύτερες σε άλλες περιοχές. Γινόταν υπεξαίρεση σταυροφορικών πόρων στα εδάφη τής γενουάτικης Δημοκρατίας για παράδειγμα, ενώ σε επιστολή τής 26ης Μαΐου (1457) ο Κάλλιστος διέταζε τούς επιτρόπους του στη Γένουα να συλλάβουν και να καλέσουν σε απολογία τούς ενόχους αυτής τής σοβαρής παρατυπίας.31 Λιγότερο από δύο μήνες αργότερα (στις 15 Ιουλίου) ο Κάλλιστος έγραφε στον επίσκοπο τού Φέλτρε: «Με δυσαρέσκεια έχουμε μάθει ότι κάποιος Ιωάννης ντε Ρέβο, που ψευδώς παρουσιάζεται ως αντιπρόσωπος τού πάπα και τού επιτρόπου τής Αποστολικής Έδρας, έχει κηρύξει τη σταυροφορία σε ολόκληρο το δουκάτο τής Αυστρίας και χωρίς άδεια τής Αποστολικής Έδρας χορηγεί ανήκουστα συγχωροχάρτια, με τα οποία λέγεται ότι έχει υπεξαιρέσει από τούς αφοσιωμένους και αδαείς ανθρώπους αυτών των περιοχών χρήματα και σημαντική ποσότητα εμπορευμάτων».32 Ήταν εξοργιστικό αλλά συνεχώς επαναλαμβανόμενο πρόβλημα και στις 4 Δεκεμβρίου τού ίδιου έτους (1457) ο πάπας έγραψε στον καρδινάλιο Λοντοβίκο Τρεβιζάν, παραπονούμενος για τούς άθλιους μοναχούς, που «βρίσκονταν πολύ έξω από τον δρόμο των πολλών και κατέστρεφαν την καλή Σταυροφορία» (in malum exemptum plurimorum et perditionem bonorum Cruciate).33

Μολονότι στο μεταξύ η ανταπόκριση στη σταυροφορία ήταν κάποιες φορές αποθαρρυντική, υπήρχαν μερικές φωτεινές αποχρώσεις στην εικόνα. Έτσι οι καρδινάλιοι Βησσαρίων, ντ’ Ετουβίλ, Τρεβιζάν, Καπράνιτσα, Ορσίνι και Μπάρμπο, οι οποίοι είχαν διοριστεί ως επιτροπή για την προώθηση τού ιερού πολέμου (sanctum bellum), ήσαν σε θέση να γράψουν στον μαρκήσιο Λοντοβίκο Β’ Γκονζάγκα τής Μάντουα στις 15 Φεβρουαρίου 1456, ευχαριστώντας τον για τις χιλιάδες δουκάτα που είχαν συλλεγεί στα εδάφη του και για τη διακηρυγμένη πρόθεσή του να εξοπλίσει μία γαλέρα σε υπηρεσία κατά των Τούρκων. Ζητούσαν μάλιστα να πληροφορηθούν από τον μαρκήσιο Λοντοβίκο αν η γαλέρα του θα ήταν έτοιμη την 1η τού επομένου Απριλίου, ημερομηνία κατά την οποία ο πάπας Κάλλιστος είχε δηλώσει ότι ο λεγάτος του θα αναλάμβανε την ευθύνη τού παπικού στόλου. Ζητούσαν επίσης να μάθουν αν ο μαρκήσιος θα ήταν διατεθειμένος να συντηρήσει το πλοίο με δικά του έξοδα κατά τη διάρκεια τής σταυροφορίας.34 Την ίδια μέρα (15 Φεβρουαρίου 1456) ο ίδιος ο Κάλλιστος έκανε περαιτέρω έκκληση στον μαρκήσιο, στον οποίο (έλεγε) οι καρδινάλιοι θα έγραφαν επίσης, να ενημερώσει την Αγία Έδρα το συντομότερο δυνατό και με τη μεγαλύτερη δυνατή ακρίβεια «πότε, πόση και τι είδους βοήθεια» επρόκειτο να δώσει στον παπικό στόλο, ο οποίος ετοιμαζόταν για υπηρεσία κατά των Τούρκων στα ανατολικά ύδατα. Ήταν απαραίτητο να γνωρίζει, γιατί ο καρδινάλιος λεγάτος επρόκειτο να αποπλεύσει με τον στόλο την 1η τού προσεχούς Απριλίου.35 Ο εν λόγω λεγάτος ήταν ο γνωστός Λοντοβίκο Τρεβιζάν, καρδινάλιος πατριάρχης Aκουιλέια, ο οποίος είχε ήδη γράψει στον μαρκήσιο στις 17 Δεκεμβρίου 1455 ότι «εκείνη τη μέρα» ο πάπας τον είχε επιλέξει, με την ομόφωνη γνώμη τού Ιερού Κολλεγίου, ως αποστολικό λεγάτο και διοικητή «ολόκληρου τού στόλου που ετοιμάζεται εναντίον των Τούρκων».36

Ο Λοντοβίκο Τρεβιζάν μαζί με τον Αλαίν ντε Κετιβύ ήσαν σε μεγάλο βαθμό υπεύθυνοι για την απρόσμενη άνοδο τού Κάλλιστου Γ’ στον θρόνο τού Αγίου Πέτρου. Πολύ δικαιολογημένα λοιπόν, για μερικές εβδομάδες μετά από αυτήν, ο ίδιος ασκούσε μεγάλη επιρροή στην παπική κούρτη.37 Ο ανθρωπιστής Λοντρίζιο Κριβέλλι αναφέρει ότι ο Λοντοβίκο «νόμιζε ότι θα μπορούσε να χρησιμοποιεί τον δύστυχο γέρο με όποιον τρόπο ήθελε». Καθώς εδραιωνόταν στο Βατικανό, ο Λοντοβίκο είχε αρχίσει να αναλαμβάνει, αλλά πολύ σύντομα έγινε προσβλητικός τόσο για τον πάπα όσο και για τούς φιλόδοξους συγγενείς τού τελευταίου. Ο Λοντοβίκο απομακρύνθηκε από το παπικό ανάκτορο και βρισκόταν για κάποιο διάστημα σε σημαντικό κίνδυνο, λέει ο Κριβέλλι, μέχρι να αντιληφθεί την έκταση τής προσκόλλησης τού πάπα στη σταυροφορία. Τότε ο Λοντοβίκο προσφέρθηκε να πάει στην εκστρατεία, προς μεγάλη ευχαρίστηση τού πάπα, γιατί ο πανούργος καρδινάλιος είχε μεγάλη εμπειρία στα όπλα από την εποχή τού Ευγένιου Δ’. Ήταν επίσης πολύ πλούσιος. Μάλιστα κάποιοι άνθρωποι πίστευαν ότι επρόκειτο να παραιτηθεί από τούς μεγάλους θησαυρούς του, για να βοηθήσει τη σταυροφορία «ως αξιομνημόνευτο και άκρως αξιέπαινο παράδειγμα». Όμως δεν ήταν αυτή η πρόθεση τού Λοντοβίκο. Σύμφωνα με τον Κριβέλλι ο Λοντοβίκο ήταν μάλιστα απρόθυμος να πλεύσει με τον στόλο όταν ήρθε η ώρα, γιατί ο Κάλλιστος είχε υποσχεθεί ότι θα ετοίμαζε τριάντα γαλέρες, ενώ μόνο επτά ήσαν πραγματικά έτοιμες για δράση. Λέγεται ότι τότε ο Κάλλιστος συγκάλεσε μυστικό εκκλησιαστικό συμβούλιο, στο οποίο επιτέθηκε στον καρδινάλιο «με τα πιο πικρά λόγια» και τον απείλησε με εκκλησιαστικό δικαστήριο. Ο Λοντοβίκο ανέλαβε τη διοίκηση τού στόλου.38 Όμως πιθανώς λίγα μπορούσαν να αναμένονται από μια εκστρατεία, τής οποίας ο διοικητής είχε ήδη ξεγράψει τις πιθανότητες επιτυχίας της πριν ακόμη αναχωρήσει.

Οι προετοιμασίες τού Κάλλιστου Γ’ το 1455-1456 για τον στόλο έχουν καταγραφεί αρκετά λεπτομερώς σε μητρώο που διατηρείται στα Κρατικά Αρχεία τής Ρώμης.39 Η διάθεση των κεφαλαίων ανατέθηκε στον Σιενέζο τραπεζίτη Αμπρότζιο Σπανόκι. Ο Πέδρο (Πέρε) Τόρες τής Βαρκελώνης ορίστηκε «εκτελεστής τού έργου των εν λόγω γαλερών» (executor operum dictarum galearum), ενώ ως «φροντιστές τού έργου των γαλερών» (provisores operum galearum) οι Τζιοβάννι Τζάκομπι από τη Ρώμη και Νικολό ντα Φαμπριάνο πληρώνονταν ο καθένας πέντε φλουριά τον μήνα. Η πρώτη εντολή πληρωμής (mandatum), με ημερομηνία 22 Οκτωβρίου 1455, έδινε είκοσι φλουριά σε δύο στεγανωτές. Ακολουθούσε εντολή πληρωμής 18 φλουριών για 1.000 λίμπρες σιδήρου για καρφιά και άλλα εξαρτήματα των γαλερών. Οι χρεώσεις για πίσσα, κάνναβη και ξυλεία είναι όλες σημειωμένες προσεκτικά, καθώς και οι δαπάνες για 760 πέτρινες μπάλες κανονιού και 9.000 μικρότερες μπάλες για πυροβόλα χειρός, μαζί με τις δαπάνες για θώρακες, κράνη, λόγχες, βαλλίστρες, τόξα, σπαθιά, τσεκούρια, αλυσίδες και άγκυρες, σημαίες και σκηνές, γαλέτα και χαρτί γραφής. Ήταν εύκολο, αν και δαπανηρό, να εξοπλιστεί ο στόλος, αλλά ήταν εντελώς διαφορετικό θέμα (όπως ο πάπας θα ανακάλυπτε σύντομα) να σταλεί για αποτελεσματική δράση στα ανατολικά ύδατα εναντίον των Τούρκων.

Στο μεταξύ ο Κάλλιστος Γ’ είχε άλλα προβλήματα, ειδικά στον πόλεμο με τον αρχηγό μισθοφόρων (κοντοττιέρε) Τζάκοπο Πιτσινίνο στην κεντρική Ιταλία. Αν και ο απρόβλεπτος Αλφόνσο τής Αραγωνίας-Καταλωνίας και Νάπολης είχε πάρει τον σταυρό με θεατρική δραματική κίνηση την 1η Νοεμβρίου 1455,40 αυτός υποστήριζε τον Πιτσινίνο εναντίον τής Σιένα και τού παπισμού. Τον Ιούνιο τού 1455 ο Κάλλιστος είχε πληροφορήσει τούς Ενετούς απεσταλμένους στη Ρώμη ότι ο πόλεμος με τον Πιτσινίνο τού είχε ήδη κοστίσει πάνω από 70.000 δουκάτα, «που θα ήταν καλύτερο να είχαν δαπανηθεί εναντίον των Τούρκων», αλλά ότι ο Πιτσινίνο έπρεπε να εξαλειφθεί ως απειλή για την ειρήνη τής Ιταλίας, επειδή η ειρήνη ήταν το απαραίτητο προοίμιο για τη σταυροφορία.41 Ενώ ο Aλφόνσο είχε το θράσος να προτείνει να γίνει ο Πιτσινίνο διοικητής τού στρατού, που θα διατηρούσε η ιταλική Ένωση εναντίον των Τούρκων, ο «κοντοττιέρε» είχε στην πραγματικότητα προσπαθήσει να κάψει τον παπικό στόλο, που ετοιμαζόταν τότε για υπηρεσία στην Ανατολή.42

Όμως, δεδομένης τής υποστήριξης τού Αλφόνσο προς τον Πιτσινίνο, λίγα μπορούσαν να κάνουν εναντίον του οι Σιενέζοι και ο Κάλλιστος. Έπρεπε λοιπόν να τον εξαγοράσουν. Έτσι τον Σεπτέμβριο τού 1456 ο Πιτσινίνο αποσύρθηκε από την επικράτεια τής Σιένα στο βασίλειο τής Νάπολης.43 Ο Κάλλιστος μπορούσε και πάλι να δίνει όλη την προσοχή του στις προετοιμασίες για τον αντι-τουρκικό πόλεμο.

Η πλήρης προσοχή τού πάπα ήταν σίγουρα αναγκαία. Όπως είχαν γράψει στις 11 Ιουνίου 1455 οι Ραγουσαίοι στον Ιωάννη Χούνιαντι, τον οποίο εξακολουθούσαν να αποκαλούν από ευγένεια «άρχοντα κυβερνήτη τής Ουγγαρίας», ο άγριος ηγεμόνας των Τούρκων είχε ήδη προσθέσει (στον πόθο και τη φιλοδοξία τής φαντασίας του) ολόκληρη τη χριστιανοσύνη στην κυριαρχία του «και φλέγεται από την επιθυμία να κατακτήσει τον κόσμο».44 Ξανά και ξανά τα δημοσιευμένα έγγραφα από τη Ραγούσα μαρτυρούν τον φόβο και τρόμο που είχε εμπνεύσει ο «Μεγάλος Τούρκος», τού οποίου οι δυνάμεις εξάπλωναν όλεθρο με τις συνεχείς επιδρομές τους στην Αλβανία, τη Βοσνία και τη Σερβία, τη Βλαχία και την Τρανσυλβανία. Οι Ραγουσαίοι έγραφαν τη μια επιστολή μετά την άλλη, υπογραμμίζοντας τον τουρκικό κίνδυνο, προς τον βασιλιά Λάντισλας Πόστουμους τής Ουγγαρίας (και Βοημίας), τον Ιωάννη Χούνιαντι, τον Ούλριχ τού Τσίλλι και άλλους ευγενείς και υψηλούς εκκλησιαστικούς. Τα νέα τής ιδιαίτερης δυσαρέσκειας τού σουλτάνου είχαν τρομοκρατήσει τούς Ραγουσαίους τόσο, όπως ενημέρωναν τον Λάντισλας, ώστε «ήσαν πια εντελώς στερημένοι από ικανότητα κρίσης».45

Ο φόβος τής τουρκικής κυριαρχίας ήταν τόσο ευρέως εξαπλωμένος στα Βαλκάνια και στην Ελλάδα, όσο ήταν στην Ιταλία και στην Ουγγαρία. Ο Τουραχάν μπέης είχε επιβάλει μορφή ειρήνης στον Μοριά, καταστέλλοντας τούς Αλβανούς και εκφοβίζοντας τούς δεσπότες. Όμως οι Έλληνες, όπως και οι Ραγουσαίοι, είχαν εναποθέσει τις λίγες ελπίδες τους στη λήψη βοήθειας από τη Δύση. Ο Θωμάς Παλαιολόγος έστειλε τον ανθρωπιστή Ιωάννη Αργυρόπουλο, «διδάσκαλο των τεχνών και τής ιατρικής», στον πάπα Κάλλιστο, το πάθος τού οποίου για τη σταυροφορία σχεδόν ισοσκέλιζε τον κατάφωρο νεποτισμό του. Με επιστολή τής 15ης Μαρτίου 1456 ο πάπας συνιστούσε τον Aργυρόπουλο στον Φραντσέσκο Σφόρτσα, «ως κάποιον που υπήρξε πάντοτε Καθολικός και πρωτοπόρος και υπερασπιστής στην Ελλάδα τής ένωσης, που έχει επιτευχθεί [μεταξύ των Εκκλησιών], εκτός τού ότι είναι πολύ μορφωμένος και στις δύο γλώσσες και προικισμένος με πολλές αρετές».46 Όπως επισήμαινε ο Κάλλιστος στην επιστολή του, ο Θωμάς ήταν ο «αδελφός τού εκλιπόντος αυτοκράτορα των Ελλήνων». Μετά την άλωση τής Κωνσταντινούπολης ο Θωμάς προσπάθησε μερικές φορές να διορθώσει την αρπακτική του στάση. Οι σχέσεις του με τούς Ενετούς είχαν βελτιωθεί ελαφρά, αλλά μόνο ελαφρά, με την ανταλλαγή πρεσβειών.47 Οι πρέσβεις μπορούσαν να πηγαινοέρχονται και αυτό έκαναν. Ανεξάρτητα από το πόσο εύγλωττοι ή διακεκριμένοι ήσαν, λίγη βοήθεια κατόρθωσαν να εξασφαλίσουν για τον Μοριά που κινδύνευε. Ο Φραντσέσκο Σφόρτσα, για παράδειγμα, είχε πάρα πολλά να κάνει, ακόμη και χωρίς να προστίθεται ο Τούρκος στα άλλα προβλήματά του. Η Ιταλία και η Δύση είχαν χάσει την εμπιστοσύνη τους στις παπικές προθέσεις. Οι σταυροφορικοί φόροι δεκάτης και οι πωλήσεις συγχωροχαρτιών θεωρούνταν δυστυχώς, αυτή τη στιγμή εσφαλμένα, απλώς ως τρόποι πλουτισμού τού πάπα, των καρδιναλίων, καθώς και τού συνόλου τού κατεστημένου τής παπικής κούρτης στη Ρώμη.

Η αποτυχία τού βασιλιά Λάντισλας Γιαγκελλόνιου στη Βάρνα (το 1444) και τού Ιωάννη Χούνιαντι στο Κοσσυφοπέδιο (το 1448) είχαν κάνει το «αποστολικό βασίλειο» τής Ουγγαρίας, που ήταν πάντοτε θέατρο έντονης εσωτερικής διαφωνίας, να μοιάζει λιγότερο με χριστιανικό σύνορο απέναντι στους Τούρκους απ’ όσο με λεωφόρο προσέγγισής τους στην καρδιά τής Ευρώπης. Παρά τις περιστασιακές επιτυχίες εναντίον των Τούρκων, κακά νέα έφταναν συνεχώς από την Κεντρική Ευρώπη. Η σημαντική πόλη ορυχείων τού Νόβο Μπόρντο, που βρισκόταν στην ορεινή περιοχή μεταξύ Κοσσυφοπέδιου και ποταμού Μοράβα, υποβλήθηκε σε αποφασιστική τουρκική πολιορκία με επικεφαλής τον ίδιο τον σουλτάνο Μωάμεθ Β’. Ο δεσπότης τής Σερβίας Γεώργιος Μπράνκοβιτς είχε εξασφαλίσει την επιστροφή της από τούς Τούρκους πριν περισσότερο από μια δεκαετία (1444-1455), μετά τη συνθήκη τής Αδριανούπολης, αλλά ο νεαρός σουλτάνος είχε αποφασίσει να ξαναπάρει την πόλη. Ύστερα από σαράντα μέρες επίθεσης το Νόβο Μπόρντο παραδόθηκε στις αρχές Ιουνίου 1455 και περισσότεροι από τριακόσιους από τούς πιο ανδρείους νέους του εντάχθηκαν στις τάξεις των γενίτσαρων. Η ευημερία τού τόπου καταστράφηκε σε μεγάλο βαθμό και η φήμη του σταδιακά ξεχάστηκε. Όμως όταν η μνήμη του ήταν ακόμη νωπή, η κατάληψή του από τούς Τούρκους είχε κάνει βαθιά εντύπωση.48

Οι ουγγρικές δίαιτες μπορεί να έπαιρναν αποφάσεις για ανάληψη επιθετικής δράσης κατά των Τούρκων και να απεύθυναν επί χρόνια εκκλήσεις προς τον πάπα και τον αυτοκράτορα, αλλά η έλλειψη ειρήνης στο βασίλειο και εμπιστοσύνης στην κυβέρνησή του καθιστούσαν μη πιθανή την αποτελεσματική δράση. Ο Χούνιαντι είχε γίνει αντιβασιλέας (gubernator) τού βασιλείου από το 1446, μέχρι την ενηλικίωση τού Λάντισλας Πόστουμους, αλλά είχε παραιτηθεί από το αξίωμα το 1452, αν και οι περισσότεροι Ούγγροι εξακολουθούσαν να τον αντιμετωπίζουν ως πραγματικό κυβερνήτη τους. Ο Λάντισλας ήταν αγόρι μικρών δυνατοτήτων. Βρισκόταν πλήρως υπό την επιρροή τού κόμη Ούλριχ τού Τσίλλι, που μισούσε τον Χούνιαντι περισσότερο από τον Τούρκο. Ο Λάντισλας ήταν γεμάτος εχθρότητα προς τον εξάδελφό του αυτοκράτορα Φρειδερίκο Γ’, ο οποίος είχε επωφεληθεί από τα χρόνια τής κηδεμονίας πάνω του και έτσι δεν υπήρχε ελπίδα να συνεργαστούν αυτοί κατά τής Πύλης. Μάλιστα ο Λάντισλας θα προτιμούσε να πλήξει τον Φρειδερίκο και όχι τον Τούρκο, φιλοδοξία άλλωστε που φαινόταν ευκολότερα επιτεύξιμη. Ο παπικός λεγάτος Χουάν ντε Καρβαχάλ δεν μπορούσε να επιβάλει αρμονία μεταξύ των δύο ηγετών, οι οποίοι, όσο ασήμαντοι κι αν ήσαν οι ίδιοι, είχαν συμβολική σημασία για τη σταυροφορία λόγω των υψηλών τίτλων τους. Ο Κάλλιστος ήταν απασχολημένος όλες αυτές τις εβδομάδες και μήνες στη συγκέντρωση πόρων (όπως είδαμε), με την επιβολή φόρου δεκάτης και με άλλους τρόπους για την υποστήριξη τής «διακηρυγμένης σταυροφορίας εναντίον των Τούρκων» (cruciata publicata contra Turchas).49 Οι φόροι δεκάτης και τα κέρδη τής τοκογλυφίας συλλέγονταν από Εβραίους, για να βοηθήσουν «σε αυτό το ιερό έργο εναντίον τού άγριου Τούρκου, για την ήττα του και για την εξύψωση τής χριστιανικής πίστης».50

Μια μεγάλη δίαιτα συγκεντρώθηκε στη Bούδα στις 6 Φεβρουαρίου 1456. Ο Καρβαχάλ περιέγραψε τις παπικές προετοιμασίες για τον στόλο που επρόκειτο να επιτεθεί στην τουρκική αυτοκρατορία στο ίδιο το κέντρο της, καθώς και τις ενισχύσεις που αναμένονταν από τον βασιλιά Αλφόνσο Ε’ και από τον δούκα Φίλιππο τής Βουργουνδίας. Πλήρης άφεση αμαρτιών θα χορηγούνταν σε κάθε στρατιώτη, που θα έπαιρνε τα όπλα εναντίον των Τούρκων. Ήταν σε αυτή τη δίαιτα, στις 14 Φεβρουαρίου, που ο Καρβαχάλ απένειμε στον περίφημο Μινορίτη μοναχό Τζιοβάννι ντα Καπιστράνο ένα σταυρό που είχε σταλεί από τον πάπα και τού έδωσε ειδικό παπικό σημείωμα να κηρύσσει τη σταυροφορία.51 Η δίαιτα αυτή διακήρυξε εισφορά ενός χρυσού φλουριού από κάθε αγροικία και άρχισε να κάνει ετοιμασίες για τη σίτιση και στέγαση των πολλών σταυροφόρων, οι οποίοι, όπως υπέθεταν, θα διέρχονταν από την Ουγγαρία στον δρόμο τους προς την ανατολή. Ο βασιλιάς Λάντισλας συμμετείχε στη δίαιτα, η οποία τελικά αποφάσισε στις 6 Απριλίου να αναλάβει το πεδίο εναντίον των Τούρκων τον Αύγουστο, αλλά την επόμενη μέρα, δυστυχώς, ερχόταν η είδηση ότι ο Μωάμεθ Β’ κινιόταν ήδη προς τον Δούναβη.52

Μετά την κατάληψη τού Νόβο Μπέρντο ο σουλτάνος Μωάμεθ είχε περάσει το χειμώνα τού 1455-1456 σχεδιάζοντας ακόμη μεγαλύτερη εκστρατεία κατά τής Σερβίας και τής Ουγγαρίας. Θεωρούσε την τελευταία αυτή χώρα, παρά τις εσωτερικές της δυσκολίες, ως τον πιο τρομερό εχθρό του στην Ευρώπη, δεδομένου ότι η Βενετία ήταν πρόθυμη να διατηρήσει την ειρήνη για εμπορικούς λόγους. Οι Τούρκοι πίστευαν ότι το βασικό εμπόδιο για την κατάκτηση τής Ουγγαρίας ήταν το ισχυρό φρούριο τής Άλμπα Γκρέκα ή Βελιγραδίου στον Δούναβη. Όταν θα είχε καταληφθεί, θα ήταν ανοικτός ο δρόμος για τη Βούδα. Δυτικοί τής εποχής και μερικοί σύγχρονοι ιστορικοί έχουν αναφέρει, με μεγάλη δόση υπερβολής, ότι περισσότεροι από 150.000 άνδρες είχαν συγκεντρωθεί στην πεδιάδα μεταξύ Κωνσταντινούπολης και Αδριανούπολης, καθώς και ότι ο σουλτάνος είχε ετοιμάσει στόλο διακοσίων περίπου ποταμόπλοιων, που θα στέλνονταν στο Δούναβη και θα συγκεντρώνονταν στο Βιδίνι.53 Μια γερμανική πηγή στα τέλη Αυγούστου 1456 λέει όμως ότι ο Mεχμέτ δεν είχε περισσότερα από εικοσιένα πλοία!54 Τα σκάφη μετρούνταν πιο εύκολα από τούς άνδρες. Αν ο Μεχμέτ διέθετε τριάντα χιλιάδες άνδρες κατά την πολιορκία τού Βελιγραδίου, ο αριθμός ήταν επαρκής.

Ο Χούνιαντι ήταν δραστήριος ολόκληρο τον Ιούνιο και στις αρχές Ιουλίου, μετακινούμενος από τόπο σε τόπο, αναζητώντας πλοία αρκετά ώστε να εμποδίσουν την προέλαση τού τουρκικού στολίσκου στον Δούναβη και δυνάμεις αρκετές ώστε να βοηθήσουν κατά την περικύκλωση τού Βελιγραδίου, όταν ο τουρκικός στρατός θα έφτανε και θα έθετε την πόλη υπό πολιορκία. Σκόπευε να συγκεντρώσει τις δυνάμεις του στο Κόβιν, που βρίσκεται απέναντι από τη συμβολή τού Μοράβα στον Δούναβη και αποτελούσε το συνηθισμένο σημείο αναχώρησης των ουγγρικών εκστρατειών εναντίον των Τούρκων. Ήταν το καλύτερο μέρος για να ανακοπεί η προς τα δυτικά πορεία των τουρκικών γαλερών και πλοίων μεταφοράς. Ο Χούνιαντι ζήτησε από τον Καρβαχάλ να στείλει στο Κόβιν όλους εκείνους που είχαν πάρει το σταυρό, ενώ στις 22 Ιουνίου (1456) απεύθυνε έκκληση από το Τέμεσβαρ (σήμερα Τιμισοάρα) προς τις γερμανικές πόλεις στην Τρανσυλβανία, πληροφορώντας τους ότι ο στρατός τού σουλτάνου βρισκόταν μόλις τέσσερις ημέρες πορείας νότια τού Δούναβη. Αλλά δεν κατόρθωσε να συγκεντρώσει στρατό στο Κόβιν,55 ενώ για μια ακόμη φορά ο Σέρβος δεσπότης Γεώργιος Μπράνκοβιτς παρέμεινε σε απόσταση από τον κίνδυνο, προτιμώντας για προφανείς λόγους την ουδετερότητα από την εχθρική εμπλοκή με τούς Τούρκους.

Το Βελιγράδι δεν είχε ποτέ βρεθεί σε μεγαλύτερο κίνδυνο. Λεγόταν ότι ο Τζιοβάννι ντα Καπιστράνο είχε δώσει τον σταυρό σε 27.000 άνδρες μόνο στην Ουγγαρία, ενώ ο Καρβαχάλ και άλλοι κήρυκες σε επιπλέον 13.000, χωρίς να υπολογίζονται οι σταυροφόροι που είχαν στρατολογηθεί στη Γερμανία. Όμως θα περνούσαν εβδομάδες μέχρι να είναι έτοιμοι οι περισσότεροι από αυτούς να αναλάβουν υπηρεσία στις όχθες τού Δούναβη. Στο μεταξύ ο Μεγάλος Τούρκος προέλαυνε με εκπληκτική ταχύτητα. Ο Καπιστράνο ανακλήθηκε από την αποστολή που είχε να κηρύσσει τη σταυροφορία. Εισήλθε στο φρούριο τού Βελιγραδίου στις 2 Ιουλίου με περίπου 2.500 άνδρες, όπου τον υποδέχθηκαν ήχοι μουσικής και επευφημίες των κατοίκων. Ο Χούνιαντι είχε δώσει εντολή να αφήσει ο Καπιστράνο ορισμένους από τούς άνδρες του στο Βελιγράδι και να τον συναντήσει με τούς υπόλοιπους στο Κόβιν. Ο Μιχαήλ Σίλαγκι, γαμπρός τού Χούνιαντι και στρατιωτικός διοικητής Βελιγραδίου, διαφώνησε με αυτή την πρόταση, με το αιτιολογικό ότι ήταν ήδη πολύ αργά και ο Καπιστράνο ήταν πιο απαραίτητος στο Βελιγράδι. Αλλά ύστερα από λειτουργία, κήρυγμα και γεύμα ο Καπιστράνο ξεκίνησε να κατέβει τον Δούναβη με τρία καράβια γεμάτα στρατιώτες. (Το Κόβιν απέχει σαράντα περίπου μίλια από το Βελιγράδι.) Σχεδόν αμέσως μετά την αναχώρηση τού Καπιστράνο ο Σίλαγκι έμαθε ότι ο τουρκικός στολίσκος είχε περάσει δυτικά από το Κόβιν, χωρίς να μπορέσει ο Χούνιαντι να τον παρεμποδίσει. Αν και ενημέρωσε τον Καπιστράνο αμέσως, ο τελευταίος ήταν αποφασισμένος να ενταχθεί με τούς άνδρες του στον Χούνιαντι. Ξαφνικά όμως, μια όμορφη ανέφελη ημέρα εξαφανίστηκε σε βίαιη καταιγίδα, όπως μάς λένε, και ο Καπιστράνο με τούς άνδρες του υποχρεώθηκε να επιστρέψει στο Βελιγράδι εκείνη τη νύχτα από τη στεριά.56

Κατά τον χρόνο περίπου τής επιστροφής τού Καπιστράνο έφτασε επίσης στο Βελιγράδι αριθμός άλλων σταυροφόρων από το Πετερβαρντάιν (Πετροβάραντιν), τούς οποίους είχε στείλει ο Φραντσέσκο ντε Όντι, επίσκοπος Ασσίζης και βασικός εκπρόσωπος τού καρδιναλίου Καρβαχάλ στην Ουγγαρία.57 Στις 3 Ιουλίου ο Καπιστράνο έγραψε στον Φραντσέσκο από το Βελιγράδι ότι μέσα σε μια ώρα είχε παραλάβει επιστολές από αυτόν, καθώς και τούς σταυροφόρους, μαζί με τα πυρομαχικά που έφεραν, «για τα οποία είμαι ιδιαίτερα ευγνώμων» (li quali me sono stati gratissimi). Οι Τούρκοι, ενημέρωνε τον Φραντσέσκο, κατείχαν όλο τον Δούναβη κάτω από το Βελιγράδι, «και τώρα περιμένουμε από αυτούς πολιορκία σε αυτό το κάστρο» (et ogy aspectamo da loro la obsidione ad questo castello). Η χριστιανική κοινοπολιτεία, η Καθολική πίστη, ο τοπικός πληθυσμός και το βασίλειο τής Ουγγαρίας ήσαν εκτεθειμένοι σε άμεσο κίνδυνο. Ο Ιωάννης Χούνιαντι εμπλεκόταν καθημερινά σε μάχες σώμα με σώμα με τούς Τούρκους, αλλά ποιος θα μπορούσε να αντισταθεί σε τέτοιο μεγάλο στρατό αν δεν έρχονταν άλλοι σε ενίσχυσή του; Ο Καπιστράνο ζητούσε από τον καλό επίσκοπο Ασσίζης να ενημερώσει τον Καρβαχάλ για τη φοβερή κατάσταση, ώστε ο καρδινάλιος λεγάτος να απευθύνει και πάλι έκκληση στον βασιλιά Λάντισλας και στους εκκλησιαστικούς και κοσμικούς ηγεμόνες, «που ήσαν πρόθυμοι να πληρώσουν και να επιδοτήσουν την αντίσταση σε αυτό τον μεγάλο κίνδυνο» (che vogliano prestare favore et subsidio ad resistere ad questo gran periculo), γιατί δεν υπήρχε πια χρόνος για να κοιμούνται αυτοί και να απολαμβάνουν τις ανέσεις τους. Είχε έρθει η ώρα να ξυπνήσουν από τον λήθαργο. Αν ο βασιλιάς τής Ουγγαρίας και οι άλλοι ηγεμόνες, βαρώνοι και ιεράρχες τού βασιλείου δεν ήθελαν προσωπικές επισκέψεις από τούς Τούρκους, αν ήσαν πρόθυμοι να υπερασπιστούν τις κτήσεις τους, τότε ας έρχονταν στο Βελιγράδι, ή τουλάχιστον ας έστελναν τις στρατιωτικές δυνάμεις τους! Διαφορετικά, σύντομα θα έπρεπε να εκδιώξουν τούς Τούρκους από τα ίδια τα σπίτια τους. Το Βελιγράδι ήταν ο τόπος για να τούς αντισταθούν, να δώσουν τη μάχη μαζί τους, διαφορετικά εκείνοι που ήσαν ήδη κυρίαρχοι τού Δούναβη θα γίνονταν οι ίδιοι κύριοι και τής Ουγγαρίας. Ο Φραντσέσκο έπρεπε να γράψει στον Καρβαχάλ, για να προσπαθεί μέρα και νύχτα να ξεσηκώσει τον βασιλιά και τούς άλλους άρχοντες να έρθουν προς βοήθεια τού Βελιγραδίου. Ο Καπιστράνο δεν μπορούσε τότε να γράψει στον Καρβαχάλ, «λόγω τής μεγάλης θλίψης, πόνου και κόπωσης που υποφέρω…» (per la grande afflictione, dolore et fatiga, quali sostengo…). Προέτρεπε λοιπόν τον Φραντσέσκο να το κάνει γι’ αυτόν.58

Την ίδια μέρα που ο Καπιστράνο έγραφε στον Φραντσέσκο ντε Όντι, το Σάββατο 3 Ιουλίου, προωθημένες μονάδες τού τουρκικού ιππικού έφταναν σχεδόν στο Βελιγράδι.59 Όμως πριν ξεκινήσει η πολιορκία, ο Καπιστράνο αποφάσισε και πάλι να εγκαταλείψει την πόλη. Ήθελε να διατηρηθεί η σύνδεση τού Βελιγραδίου με την ύπαιθρο προς τα βόρεια και δυτικά, απ’ όπου έπρεπε να έρχονται προμήθειες και ενισχύσεις. Οι Τούρκοι αργούσαν να επιβάλουν τον αποκλεισμό τους κατά μήκος τού Δούναβη. Έτσι στις 4 Ιουλίου ο Καπιστράνο άφησε το Βελιγράδι, παίρνοντας μαζί του τέσσερις μοναχούς. Υποσχέθηκε να επιστρέψει σύντομα με αρκετούς σταυροφόρους, για να καταπλήξει τούς χριστιανούς και να κατατροπώσει τούς Τούρκους. Στο μεταξύ ο Χούνιαντι είχε κινηθεί από το Κόβιν πάνω στην αριστερή όχθη τού Δούναβη προς την περιοχή απέναντι από το Βελιγράδι, περιμένοντας με την αγωνία τής προσμονής την άφιξη περισσότερων ουγγρικών στρατευμάτων. Στις 7 Ιουλίου εμφανίστηκε κάτω από τα τείχη τού Βελιγραδίου το κύριο σώμα τού στρατού τού Μωάμεθ. Η πεδιάδα και το λοφώδες τοπίο στα νότια τής πόλης ήταν τόσο καλυμμένα με λευκές σκηνές, που φαινόταν να είχε υπάρξει «πρόσφατη χιονόπτωση». Ο τουρκικός στρατός είχε χωριστεί σε δύο τμήματα. Το περίπτερο τού σουλτάνου, στο οποίο ανέμιζε η πράσινη σημαία του, στήθηκε ανάμεσα στα ευρωπαϊκά στρατεύματα, προς τη δεξιά όχθη τού Δούναβη. Ένας πασάς είχε στρατοπεδεύσει κατά μήκος τής δεξιάς όχθης τού Σάβα με τα στρατεύματα τής Ανατολίας, που αποτελούσαν την αριστερή πτέρυγα τού στρατού.60

Στις 10 Ιουλίου (1456) ο καρδινάλιος Καρβαχάλ έγραψε στον Φραντσέσκο Σφόρτσα από τη Βούδα, ζητώντας του να στείλει αμέσως τα στρατεύματα που είχε υποσχεθεί, εξασφαλίζοντάς τους «ισχυρή και πλήρη άδεια ασφαλούς διέλευσης» (pieno et valido salvoconducto) από τον αυτοκράτορα, τον βασιλιά τής Ουγγαρίας και τον κόμη τού Τσίλλι, αμέσως μόλις εισέρχονταν στην Αλβανία. Όταν τα στρατεύματα τού Σφόρτσα θα έφταναν στα γερμανικά σύνορα, ο Καρβαχάλ θα έστελνε ανθρώπους να τα συναντήσουν. Ο επίσκοπος Ασσίζης ήταν δραστήριος, στρατολογώντας και υποδεχόμενος σταυροφόρους (pellegrini). O Καπιστράνο κήρυττε. Υπήρχε μεγάλη ελπίδα, σχεδόν βεβαιότητα, για εγκαθίδρυση ομόνοιας μεταξύ τού αυτοκράτορα και τού βασιλιά τής Ουγγαρίας. Ο Καρβαχάλ θα έστελνε στον Σφόρτσα κι άλλα νέα καθώς θα εξελίσσονταν τα γεγονότα, αλλά ήξερε ότι δεν θα ήταν απαραίτητο να γράφει συχνά, «γιατί καταλαβαίνουμε ότι η Αγιότητά του σάς γράφει συχνά και ενημερώνει την εξοχότητά σας, την οποία μακάρι ο Θεός να διατηρεί πάντοτε ασφαλή». Πριν στείλει την επιστολή του, ο Καρβαχάλ πρόσθεσε ως υστερόγραφο ότι ο Τούρκος είχε στον Δούναβη διακόσιες μεγάλες γαλέρες, αμέτρητα πολλά άλλα μικρά σκάφη και στη στεριά 200.000 άνδρες. «Για να τούς αντισταθούμε έχουμε στείλει πολλούς που έχουν πάρει το σταυρό, και κάθε μέρα στέλνουμε κι άλλους, αλλά δεν κάνουμε σχεδόν τίποτε σε σχέση με το πλήθος [τού εχθρού]. Ο επιφανέστατος άρχοντας Ιωάννης [Χούνιαντι] … έχει στήσει το στρατόπεδό του απέναντι από εκείνο τού Τούρκου, αλλά είναι αρκετά άνισο σε ισχύ σε σύγκριση με εκείνο τού Τούρκου!»61

Το Βελιγράδι ήταν ίσως ένα από τα ισχυρότερα φρούρια τής Ευρώπης. Ευρισκόμενο στη συμβολή των ποταμών Δούναβη και Σάβα, στεκόταν ψηλά στη δεξιά όχθη και των δύο ποταμών. Το 1433 ο Βουργουνδός ιππότης Μπερτραντόν ντε λα Μπροκέρ είχε επισκεφτεί το Βελιγράδι επιστρέφοντας από τούς Αγίους Τόπους και είχε εντυπωσιαστεί πολύ με την ισχυρή του θέση και τα περίτεχνα οχυρωματικά του έργα.62 Το 1440 ο σουλτάνος Μουράτ Β’ είχε αποτύχει να πάρει την πόλη σε πολιορκία που κράτησε έξι μήνες. Λεγόταν ότι ο Καρατζά μπέης συμβούλευε τώρα τον Μωάμεθ να διδαχθεί από την εμπειρία τού πατέρα του και να θέσει το Βελιγράδι υπό πολιορκία, χωρίς να προσπαθήσει να πάρει την πόλη με επίθεση. Ήθελε από τον νεαρό σουλτάνο να χρησιμοποιήσει τον στρατό του σε πορεία προς τα δυτικά, για να κατακτήσει όλες τις «σλαβονικές» περιοχές μεταξύ Σάβα και Δραύου, απομονώνοντας έτσι το Βελιγράδι από την ενδοχώρα που το στήριζε. Ο Μεχμέτ απέρριψε την ιδέα. Θα έπαιρνε την πόλη σε δύο βδομάδες και θα τηρούσε τη νηστεία τού Ραμαζανιού στη Βούδα, μέσα σε δύο μήνες.63

Το πυροβολικό τού σουλτάνου στήθηκε σύντομα απέναντι στα τείχη και τούς αμυντικούς πύργους τού Βελιγραδίου. Όλα τα κανόνια των Τούρκων και οι περισσότερες από τις άλλες πολιορκητικές μηχανές ήσαν επανδρωμένα με Ιταλούς, Γερμανούς, Βόσνιους, Σλάβους, ακόμη και Ούγγρους. Ως συνήθως αρνησίθρησκοι Ευρωπαίοι μηχανικοί είχαν θέσει τις δεξιότητες και γνώσεις τους στη διάθεση τού σουλτάνου, ανυπόμονοι για το προσωπικό τους κέρδος, έναντι οποιουδήποτε κόστους για τη ζωή ή την ελευθερία των ομοθρήσκων τους χριστιανών που θα δέχονταν την επίθεση. Καθώς πλησίαζαν οι Τούρκοι, ο βασιλιάς Λάντισλας είχε αφήσει τη Βούδα με πρόσχημα το κυνήγι και είχε διαφύγει στη Βιέννη. Οι Ούγγροι ευγενείς, διχασμένοι στην υποταγή τους μεταξύ τού Ούλριχ τού Τσίλλι και τού Ιωάννη Χούνιαντι, καθυστερούσαν να ανταποκριθούν στη σταυροφορία. «Δεν υπήρχε κανείς στην Ουγγαρία για να πάρει τα όπλα εναντίον των Τούρκων. Ο βασιλιάς και οι βαρώνοι είχαν μείνει στην πατρίδα».64 Για τούς κατακτητές τής Κωνσταντινούπολης οι οχυρώσεις τού Βελιγραδίου έμοιαζαν αναμφίβολα με δουλειά δύο εβδομάδων και οι βρυχηθμοί των τουρκικών κανονιών σύντομα θα ηχούσαν από το Βελιγράδι μέχρι το Σέγκεντ.65 Οι Τούρκοι κρατούσαν την πολιορκημένη πόλη σε σφιχτή λαβή, καθώς οι χερσαίες δυνάμεις τους είχαν αναπτυχθεί κατά μήκος των τειχών και ο στόλος τους βρισκόταν αγκυροβολημένος έξω από το λιμάνι.

Τελικά ορισμένοι Μαγυάροι βαρώνοι έσπευσαν με τούς οπαδούς τους να ενωθούν με τον Χούνιαντι, στον οποίο ο καθένας είχε εναποθέσει όποια ελπίδα υπήρχε για τη διάσωση τού Βελιγραδίου από την καταστροφή από τούς Τούρκους, των οποίων οι προετοιμασίες είχαν γίνει σε γιγαντιαία κλίμακα. Είχαν φέρει όπλα, πυροβόλα και πολιορκητικές μηχανές όλων των ειδών. Ο εξοπλισμός τους περιλάμβανε εικοσιδύο τεράστια κανόνια, καθένα από τα οποία είχε μήκος εικοσιεπτά πόδια και μεταφέρθηκαν στο Βελιγράδι με μεγάλη εφευρετικότητα και κόστος. Φαινόταν να μην υπάρχει όριο στον αριθμό των μικρότερων κανονιών.66 Οι Τούρκοι είχαν επίσης φέρει μαζί τους επτά ειδικά ολμοβόλα, «με τα οποία εκσφενδόνιζαν με θαυμαστό τρόπο τεράστιες στρογγυλές πέτρες από ψηλά, σκοτώνοντας ανθρώπους μέρα και νύχτα, χωρίς σταματημό, τόσο στο κάστρο όσο και στην πόλη». Αν και τέτοιες πέτρες εκσφενδονίζονταν ακατάπαυστα σε πολυσύχναστες συνοικίες, ο Τζιοβάννι ντα Ταλιακότσο μάς πληροφορεί ότι σκότωσαν μία μόνο γυναίκα, «το οποίο νομίζω ότι ήταν μεγάλο θαύμα, καθώς το βράδυ κανείς δεν μπορούσε να πάρει προληπτικά μέτρα εναντίον τους». Στη διάρκεια τής ημέρας μπορούσαν να τις βλέπουν, να υπολογίζουν την τροχιά τους και να φεύγουν από το σημείο πτώσης τους. Οι Τούρκοι είχαν στήσει τεράστια αντίσκηνα. Τα λάβαρά τους ήσαν «ακατανόητα» για τον αδελφό Τζιοβάννι, «αλλά το έμβλημα τού Μεγάλου Τούρκου είχε μια ημισέληνο πάνω σε πράσινο λιβάδι». Τεράστιοι αριθμοί από καμήλες, βόδια και βουβάλια από τη Μικρά Ασία, τη Σερβία και τη Βοσνία είχαν μεταφέρει «βέλη, τόξα και προμήθειες». Ο έντρομος μοναχός ήταν γοητευμένος από τα σύνεργα τού τουρκικού στρατοπέδου και αναφέρει τα διάφορα είδη κάρρων και αμαξών που είχαν μεταφέρει τα κανόνια. Σημειώνει επίσης τα μουσικά όργανα, τα τελετουργικά βιβλία και ενδύματα, τούς μύλους για το άλεσμα σιτηρών, τούς φούρνους για το ψήσιμο τού ψωμιού, καθώς και διάφορες σκάφες που περιείχαν άπειρο αριθμό πραγμάτων. Οι Τούρκοι είχαν σκεφτεί τα πάντα, γιατί είχαν φέρει ακόμη και πλήθος σκυλιών για να φάνε τα χριστιανικά πτώματα, από τα οποία πρόβλεπαν προφανώς μεγάλους αριθμούς. Φαινόταν μάλιστα ότι δεν είχαν έρθει για να πολιορκήσουν ένα φρούριο, αλλά για να καταλάβουν την ίδια την Ουγγαρία, καθώς και άλλα βασίλεια. Μάλιστα λιποτάκτες από το τουρκικό στρατόπεδο είχαν πει στον Ταλιακότσο και τούς συναδέλφους του ότι ο σουλτάνος είχε ορκιστεί στον προφήτη Μωάμεθ και στη δική του ζωή ότι μέσα σε δύο μήνες θα είχε καταλάβει την Ουγγαρία και θα δειπνούσε στη Βούδα.67

Σύμφωνα με τον αδελφό Τζιοβάννι ντα Ταλιακότσο, ο Χούνιαντι υπήρξε μάρτυρας τής συνάθροισης ετερόκλητου στρατού περίπου 60.000 ανδρών, οι περισσότεροι από τούς οποίους είχαν μαζευτεί κάτω από τη σημαία τού σταυρού σε μαζικό κίνημα δέκα περίπου ημερών. Ο Καπιστράνο τούς έκανε κήρυγμα με αδιάκοπη μανία, προτρέποντάς τους να ομολογήσουν τις αμαρτίες τους, γιατί ο πάπας είχε χορηγήσει σε όλους εκείνους που θα αγωνίζονταν για την πίστη πλήρη άφεση από όλες τις αμαρτίες τους. Ο διακαής υπερασπιστής τής ορθοδοξίας αποδείχθηκε επίσης ότι είχε το πρακτικό μυαλό στρατιώτη: «Όποιοι σταθούν πλάι μας εναντίον των Τούρκων είναι φίλοι μας! Σέρβοι, σχισματικοί, Βλάχοι, Εβραίοι, αιρετικοί και οποιοιδήποτε άπιστοι βρεθούν δίπλα μας σε αυτή τη θύελλα, θα τούς αγκαλιάσουμε ως φίλους. Τώρα εναντίον των Τούρκων, εναντίον των Τούρκων πρέπει να πολεμήσουμε!» Οι υποτιθέμενοι 60.000 άνδρες τού Χούνιαντι ήσαν κάτοικοι των πόλεων και αγρότες, άποροι και ιερείς, φοιτητές, καλόγεροι, επαίτες μοναχοί και ερημίτες, οι περισσότεροι απειροπόλεμοι και ανεπαρκώς εξοπλισμένοι, αλλά φλεγόμενοι με φανατική αποφασιστικότητα από τα παθιασμένα κηρύγματα τού γέρου Φραγκισκανού ιεροκήρυκα. Στην πραγματικότητα αυτός δεν ήταν στρατός τού Χούνιαντι, αλλά τού Καπιστράνο. Ο Χούνιαντι δεν τούς εμπιστευόταν. Εναντίον τού τουρκικού εξοπλισμού αυτοί οι σταυροφόροι είχαν ξίφη, ρόπαλα, σφεντόνες, μαγκούρες βοσκών και ασπίδες, καθώς και ορισμένες βαλλίστρες, τόξα, τουφέκια, όλμους μολύβδου και γάντζους.68 Αλλά αυτός ο «στρατός» σίγουρα απείχε πολύ από τις εκτιμήσεις τού καλού μοναχού τού Tαλιακότσο. Ο Χούνιαντι φαίνεται ότι είχε πολύ λίγους άνδρες υπό την άμεση διοίκησή του, αν και μπορεί να υπήρχαν τέσσερις χιλιάδες καλά οπλισμένοι και αποτελεσματικοί στρατιώτες στη χριστιανική πλευρά.69

Ο αδελφός Τζιοβάννι λέει ότι δεν υπήρχαν άλογα, εκτός από εκείνα που μετέφεραν προμήθειες. Όμως ο Χούνιαντι είχε καταφέρει να συγκεντρώσει περίπου σαράντα ή πενήντα ποταμόπλοια (για να δεχθούμε τη χαμηλότερη εκτίμηση), στα οποία τοποθέτησε τούς πιο αποφασισμένους οπαδούς του. Από αυτούς τούς άνδρες έπρεπε να εξαρτάται για να τον βοηθήσουν να αποκτήσει πρόσβαση στο εσωτερικό λιμάνι και στο φρούριο τού Βελιγραδίου, που βρισκόταν σε περίπλοκο τοπίο επί ισθμού, στη συμβολή τού Δούναβη και τού Σάβα. Έντονα ρεύματα με ισχυρές δίνες υπήρχαν στο ποτάμι κατά μήκος των δύο πλευρών τού απότομου υψώματος, στο οποίο ήταν χτισμένη η πόλη και το φρούριο. Η χερσαία πλευρά βρισκόταν στα νοτιοανατολικά και προστατευόταν από ψηλούς βράχους και καλά επινοημένα τείχη. Ο Χούνιαντι ρύθμισε μέσω αγγελιοφόρου, ώστε τα σκάφη στο λιμάνι τού Βελιγραδίου να εξοπλιστούν και να επανδρωθούν από ανθρώπους τής πόλης, σκληραγωγημένους ναυτικούς εμπόρους, οι οποίοι, λέει o Tαλιακότσο, αν και ελαττωματικοί στο Καθολικό δόγμα, ήσαν «πολύ έμπειροι μαχητές στο νερό, που δεν έστρεφαν τα νώτα τους» (in aqua doctissimi certatores, nec terga vertunt).70

Ο Χούνιαντι είχε προγραμματίσει την προσπάθειά του να εισέλθει στο Βελιγράδι από το ποτάμι για τις 14 Ιουλίου. Οι συνθήκες στην πόλη είχαν γίνει απελπιστικές και ήταν πια ζήτημα ζωής ή θανάτου. Τα νέα για τις τεράστιες προετοιμασίες τού σουλτάνου Μεχμέτ και τα τεράστια αποθέματα τροφίμων και υλικού που μετακινούνταν προς το μέτωπο με ατέλειωτους συρμούς εφοδιασμού είχαν προκαλέσει σοβαρότατη ανησυχία στην Ευρώπη για το μέλλον τής Ουγγαρίας. Αν και, ως συνήθως, ο σουλτάνος είχε προσπαθήσει να κρατήσει όσο το δυνατόν περισσότερο μυστικό τον στρατιωτικό του στόχο, ολόκληρη η Ευρώπη ήξερε πια ότι στόχος ήταν το Βελιγράδι, ενώ οι περισσότεροι θεωρούσαν ότι η πόλη έπρεπε αναμφίβολα να θεωρείται χαμένη. Ο πάπας Κάλλιστος Γ’, όπως θα δούμε, είχε εργαστεί άγρια βδομάδα τη βδομάδα και έστελνε στόλο στα ανατολικά ύδατα με πρόθεση να βασανίσει τις τουρκικές ακτές, ακόμη και να επιτεθεί στην ίδια την Ισταμπούλ. Όμως οι άλλοι Ευρωπαίοι ηγεμόνες δεν έκαναν τίποτε για να βοηθήσουν, παρακολουθώντας απλώς με ήρεμη αδιαφορία, αν βρίσκονταν μακριά από τη σκηνή, ή ακούγοντας με φοβισμένη απάθεια, αν ζούσαν κοντά στους Ούγγρους, τις δυνατές εκρήξεις των κανονιών που ξεσπούσαν στα τείχη τού Βελιγραδίου. Αυτός ο κανονιοβολισμός συνεχιζόταν μέρα με τη μέρα. Τα μεγαλύτερα κανόνια είχαν διατεθεί σε τρεις ομάδες πυροβολαρχιών, με αναρίθμητες μικρότερες τοποθετημένες μεταξύ τους, για να διατηρούν προστατευτικό πυρ. Οι πύργοι ήσαν ευδιάκριτοι στόχοι και οι επάλξεις τους κατεδαφίζονταν ταχύτερα απ’ όσο μπορούσαν να επιδιορθώνονται. Ο αδελφός Τζιοβάννι μάς διαβεβαιώνει ότι «μέσα σε δέκα μέρες σχεδόν όλα τα τείχη τής ακρόπολης είχαν ισοπεδωθεί». Παρέμεναν όμως οι εσωτερικοί πύργοι τής ακρόπολης, λέει, το οποίο προφανώς σημαίνει ότι οι οχυρώσεις τού κάστρου που βρίσκονταν πάνω σε βράχο στην πόλη άντεχαν καλύτερα τον βομβαρδισμό.71 Αλλά ήταν σαφές ότι αν δεν εμφανιζόταν σύντομα μεγάλη δύναμη επικουρίας, το Βελιγράδι θα έπεφτε στους Τούρκους.

Οι Χούνιαντι και Καπιστράνο συσκέφθηκαν στο Σλάνκαμεν, μερικά μίλια βόρεια τού Βελιγραδίου και δυσκολεύονταν να συμφωνήσουν σε πρόγραμμα δράσης. Ο Γεώργιος Μπράνκοβιτς αναφέρει σε επιστολή τής 13ης Ιουλίου (1456) ότι ο Χούνιαντι συγκέντρωνε ποταμόπλοια στο Σλάνκαμεν, εκεί όπου ο ποταμός Τάις συναντά τον Δούναβη, και ότι πολλοί σταυροφόροι συγκεντρώνονταν εκεί. Ο Μπράνκοβιτς υποστήριζε ότι ήταν έτοιμος να βοηθήσει τον Χούνιαντι με όποιο τρόπο μπορούσε, αλλά δεν έκανε κανένα αποφασιστικό βήμα προς αυτή την κατεύθυνση. Ανέφερε επίσης ότι υπήρχε λιμός στο τουρκικό στράτευμα, όπου ένα χρυσό φλουρί δεν αρκούσε για να αγοραστεί ψωμί αρκετό για την ημερήσια ανάγκη πέντε ανδρών. Τα άλογα δεν είχαν τίποτε να φάνε, εκτός από το χορτάρι που εύρισκαν στα χωράφια. Κάθε μέρα αρρώσταιναν και πέθαιναν άνδρες.72 Όμως περιέγραφε τις συνθήκες στο Βελιγράδι ως παρόμοιες ή ακόμη και χειρότερες από εκείνες στο τουρκικό στρατόπεδο.

Το μέγεθος τού τουρκικού στρατεύματος και η φήμη τού Πορθητή προκαλούσαν πανικό στην Ιταλία. Στις 28 Ιουλίου ο Φραντσέσκο Σφόρτσα έγραφε στον Τζάκοπο Καλκατέρρα, απεσταλμένο του στη Ρώμη, πώς είχε μόλις μάθει ότι ένας εκπρόσωπος τού Καρβαχάλ, που περνούσε από τη Βενετία στον δρόμο του προς τη Ρώμη, είχε πει ότι ο Τούρκος είχε ενισχύσει τις χερσαίες και τις ναυτικές του δυνάμεις τόσο, ώστε να έχει τώρα 300.000 άνδρες ασχολούμενους με την πολιορκία τού Βελιγραδίου! Ο εκπρόσωπος φερόταν επίσης να έχει δηλώσει ότι οι Ούγγροι δεν μπορούσαν να βοηθήσουν τούς πολιορκημένους. Υπήρχε φόβος ότι θα κατέληγαν σε συμφωνία με τον Τούρκο, «ο οποίος λέει ότι δεν θέλει τίποτε άλλο από τούς Ούγγρους και τούς Γερμανούς, πέρα από [ελεύθερη] διέλευση προς την Ιταλία και επομένως προσφερόταν να τούς δώσει ομήρους».73 Πριν προχωρήσει πολύ η πολιορκία, ο Χούνιαντι μπορεί όντως να είχε σκεφτεί να εξασφαλίσει από τον σουλτάνο όσο πιο ευνοϊκή ειρήνη μπορούσε. Ο Καπιστράνο μπορεί να τον είχε πείσει να έχει εμπιστοσύνη στη βοήθεια τού Θεού και στις δικές του προσπάθειες. Εν πάση περιπτώσει, συνέχισε με τα σχέδιά του για ανακούφιση τής αυξανόμενης πίεσης επί τού Βελιγραδίου. Θα κατέβαινε τον Δούναβη από το Σλάνκαμεν. Οι δυνάμεις του ίσως αριθμούσαν τώρα πια 18.000 άνδρες.74

Ο Χούνιαντι ολοκλήρωσε τις προετοιμασίες του κατά τη διάρκεια τής νύχτας 13 προς 14 Ιουλίου. Νωρίς το επόμενο πρωί η ποικιλία των πλοίων του και οι αποφασισμένοι άνδρες του κατέπλεαν το γρήγορο ρεύμα τού Δούναβη προς γραμμή τουρκικών πλοίων, που βρίσκονταν στη σειρά κατά μήκος τού ποταμού, ακριβώς πριν τη συμβολή του με τον Σάβα στο Βελιγράδι. Οι χερσαίες δυνάμεις τής σταυροφορίας πορεύονταν με τον Χούνιαντι και τον Καπιστράνο κατά μήκος τής δεξιάς όχθης τού Δούναβη, προσπαθώντας να συμβαδίζουν όσο μπορούσαν με τα πλοία τους. Τα τουρκικά πλοία ήσαν δεμένα μεταξύ τους με αλυσίδες και αποτελούσαν σιδηροδέσμιο φραγμό που εμπόδιζε την προσέγγιση τού ουγγρικού στόλου στην πόλη. Οι Τούρκοι χαιρέτισαν τις μικρές επερχόμενες δυνάμεις με χλευασμό, βέβαιοι για τη νίκη, αλλά δέχθηκαν επίθεση στο πίσω μέρος από σκάφη προερχόμενα από το Βελιγράδι, τα οποία είχαν βγει από το λιμάνι για να συνδυάσουν την επίθεσή τους με εκείνη των ομοθρήσκων τους χριστιανών που κατέβαιναν το ποτάμι. Η 14η Ιουλίου ήταν Τετάρτη, μέρα που οι Τούρκοι θεωρούσαν κακό οιωνό και είχαν δίκιο. Αφότου τα σκάφη τού Χούνιαντι επιτέθηκαν στον τουρκικό κλοιό, η μάχη διήρκεσε πέντε ώρες, καθώς οι χριστιανοί προσπαθούσαν να διασπάσουν τη γραμμή. Οι ηρωικές τους προσπάθειες ανταμείφθηκαν τελικά. Το σιδερένιο εμπόδιο διασπάστηκε σε αρκετά σημεία. Τρεις μεγάλες τουρκικές γαλέρες βυθίστηκαν με όλους τούς επιβαίνοντες. Άλλα τέσσερα πλοία κατελήφθησαν με όλο τον εξοπλισμό τους. Τα υπόλοιπα είτε οδηγήθηκαν στην ακτή ή έφτασαν στα προηγούμενα αγκυροβόλιά τους. Περισσότεροι από πεντακόσιους Τούρκους είχαν χάσει τη ζωή τους.75

Ο Χούνιαντι εισήλθε στο Βελιγράδι με τα καλύτερα στρατεύματά του στις 15 Ιουλίου. Ο Καπιστράνο πήγε μαζί του. Αποκαταστάθηκε η σύνδεση τής πόλης με τη βόρεια ενδοχώρα, πράγμα που ήταν απαραίτητο για την προσκόμιση προμηθειών. Ο Δούναβης, λέει ο αδελφός Τζιοβάννι ντα Ταλιακότσο, είχε ανακτηθεί από τούς χριστιανούς. Η παρουσία των Χούνιαντι και Καπιστράνο έδινε νέα πνοή στην άμυνα. Τα τείχη επισκευάστηκαν με κάποιο τρόπο και προφανώς διατηρήθηκαν για λίγες ημέρες. Κατά τη διάρκεια τής πολιορκίας τής Κωνσταντινούπολης οι Τούρκοι κανονιοβολούσαν τα τείχη όλη τη μέρα και οι χριστιανοί τα επισκεύαζαν όλη τη νύχτα. Στο Βελιγράδι όμως, οι Τούρκοι εύρισκαν προφανώς ανυπόφορες τις θερμές εκρήξεις των κανονιών μέσα στη ζέστη των μέσων Ιουλίου. Έπλητταν τα τείχη όλη τη νύχτα και οι υπερασπιστές μοχθούσαν για την επισκευή τους όλη τη μέρα, κάτω από τον ανελέητο ήλιο.76 Η πολιορκία τού Βελιγραδίου είναι σχεδόν τόσο ενδιαφέρουσα, σχεδόν τόσο σημαντική, όσο εκείνη τής Κωνσταντινούπολης.

Ο τουρκικός στρατός στρατοπέδευε νότια και ανατολικά τού Βελιγραδίου, γύρω από τα χερσαία τείχη. Το κύριο σώμα των Ούγγρων και των σταυροφόρων βρισκόταν προς τα νοτιοδυτικά, στην απέναντι από τούς Τούρκους όχθη τού Σάβα. Μετά την ήττα των πλοίων τού στον Δούναβη, ο σουλτάνος Μωάμεθ έφθειρε διαρκώς τα εξωτερικά τείχη τής πόλης με βολές κανονιών. Προκλήθηκαν τρία μεγάλα ρήγματα, τα οποία δεν μπορούσαν να επισκευαστούν και ο Μεχμέτ ετοιμαζόταν για τη μεγάλη επίθεση. Επέλεξε το βράδυ τής 21ης Ιουλίου, μιας άλλης Τετάρτης. Παρά τη σχεδόν καταστροφή τού στολίσκου του την προηγούμενη εβδομάδα, ο προληπτικός σουλτάνος θεωρούσε ακόμη την Τετάρτη ως τυχερή του μέρα. Οι περισσότεροι Τούρκοι την θεωρούσαν ως τη χειρότερη από τις επτά ημέρες, ενώ τα γεγονότα θα επιβεβαίωναν και πάλι την προκατάληψή τους εναντίον των μεσοβδομαδιάτικων ημερών. Όμως ο προκαταρκτικός κανονιοβολισμός υπήρξε τόσο έντονος, ώστε λίγες μέρες αργότερα ο Χούνιαντι ανέφερε με επιτρεπτή δόση υπερβολής ότι ο Μεχμέτ είχε μετατρέψει το «φρούριο σε χωράφι».77

Η από καιρό αναμενόμενη τουρκική επίθεση ερχόταν τώρα νωρίς το απόγευμα τής 21ης Ιουλίου, αφού είχε περάσει η φοβερή ζέστη τής ημέρας και οι άνδρες μπορούσαν να μάχονται με πανοπλίες χωρίς να ασφυκτιούν. Οι υπερασπιστές απώθησαν τις πρώτες επιθέσεις, αλλά καθώς συνεχιζόταν η μάχη, λεγόταν ότι επτακόσιοι περίπου Τούρκοι είχαν σκαρφαλώσει στα τείχη και είχαν μπει στο Βελιγράδι. Πίστευαν ότι είχαν καταλάβει την πόλη. Έστησαν πέντε σημαίες στα κατεστραμμένα εξωτερικά τείχη. Υπήρχε ταραχή μεταξύ των ευγενών στο εσωτερικό φρούριο. Έβαλαν τα τιμαλφή τους στα πλοία και τώρα πολλοί από αυτούς ήθελαν να διαφύγουν. Όλο και περισσότεροι Τούρκοι συνέρρεαν μέσα από τις κατεστραμμένες επάλξεις και σύντομα επιτέθηκαν στη γέφυρα που οδηγούσε στη δεύτερη περιοχή άμυνας τής πόλης. Οι χριστιανοί υπερασπίζονταν κάθε μέτρο εδάφους. Πάλευαν με τούς γενίτσαρους από πόρτα σε πόρτα και από δρόμο σε δρόμο. Ο φρικτός αγώνας συνεχιζόταν για ώρες. Οι μεγάλοι χώροι μεταξύ των εξωτερικών τειχών και τού κάστρου ήσαν γεμάτοι Τούρκους, όπως και οι τάφροι κάτω από τα τείχη. Αλλά ο Χούνιαντι και η ουγγρική διοίκηση είχαν προφανώς πιάσει τούς εισβολείς σε ενέδρα. Οι υπερασπιστές υπήρξαν πολύ πιο πολυάριθμοι στα εξωτερικά τείχη απ’ όσο θεωρούσαν οι θριαμβευτές Τούρκοι, που είχαν αρχίσει να επιδίδονται σε λεηλασία. Άρχισαν να ρίχνουν αναμμένες δέσμες ξερών κλαδιών εμποτισμένες με θειάφι κατά των εχθρών τους, τόσο εκείνων που βρίσκονταν εντός των τειχών, όσο και εκείνων που βρίσκονταν κάτω στις τάφρους. Η δράση ήταν αιφνίδια και εναρμονισμένη. Ήταν επίσης απρόσμενη. Τώρα φαινόταν να υπάρχουν περισσότεροι σταυροφόροι απ’ όσους είχαν υπολογίσει οι Τούρκοι. Ξεπρόβαλλαν από το κάστρο και έσφαζαν εκείνους τούς οποίους δεν είχαν σκοτώσει οι φωτιές ή τούς ακρωτηρίαζαν με άθλια βασανιστήρια. Τώρα πια είχε ξημερώσει και μαζί με τον ζεστό και φωτεινό ήλιο τής 22ας Ιουλίου ερχόταν η μέρα τής γιορτής τής Αγίας Μαρίας Μαγδαληνής.78

Οι γενίτσαροι είχαν πληγεί ιδιαίτερα σκληρά. Οι τάφροι ήσαν γεμάτες πτώματα Τούρκων. Εντός των τειχών οι δρόμοι και τα περάσματα είχαν αποκλειστεί από νεκρούς απίστους. Όμως ο Ταλιακότσο μάς πληροφορεί ότι σχεδόν εξήντα χριστιανοί είχαν κερδίσει το στέμμα τού μαρτυρίου στη μάχη αν και πολύ μεγαλύτερος αριθμός είχαν τραυματιστεί.79

Όταν ο Χούνιαντι έκανε περιοδεία επιθεώρησης νωρίς το πρωί τής 22ας Ιουλίου, έμεινε έκπληκτος με την έκταση τής χριστιανικής επιτυχίας και παρατηρούσε ότι είχε δοθεί ισχυρή ώθηση για την ουγγρική ελευθερία. Όμως θυμόταν τη Βάρνα και το Κόσσοβο και έδωσε εντολές κανένας στο Βελιγράδι να μη βγει έξω από τα τείχη επιχειρώντας κατά των Τούρκων. Οι ναυτικοί διατάχτηκαν να μη μεταφέρουν κανένα είτε στον Δούναβη ή στον Σάβα. Ο Χούνιαντι περίμενε κι άλλη τουρκική επίθεση και φοβόταν ότι θα σφαγιαζόταν η εύπιστη ορδή των «σταυροφόρων» που είχε ακολουθήσει τον Καπιστράνο. Χιλιάδες αυτών των απλών ανθρώπων είχαν στρατοπεδεύσει στην απέναντι όχθη τού Σάβα. Μάλλον περίμεναν ένα θαύμα και δεν θα απογοητεύονταν. Σημειώθηκε αναταραχή μεταξύ τους. Σηκώθηκαν σημαίες. Ακούγονταν φωνές. Ο Καπιστράνο βρισκόταν ανάμεσά τους. Στο μεταξύ στην άλλη πλευρά τού ποταμού μικρό σώμα χριστιανών τοξοτών, που είχε ανέβει σε λόφο έξω από τα τείχη κατά παράβαση των εντολών τού Χούνιαντι, υπέπεσε στην αντίληψη ομάδας τουρκικού ιππικού, που τούς επιτέθηκε και απωθήθηκε από τα βέλη. Στην απέναντι όχθη τού Σάβα ο Καπιστράνο ύψωσε τη φωνή του προς τούς σταυροφόρους: «Αυτή είναι η μέρα τής νίκης την οποία περιμέναμε! Ας περάσουμε απέναντι κι ας ανεβούμε [στην πόλη]! Μην φοβάστε τούς Τούρκους. Μπορούμε να τούς φάμε σαν ψωμί!» Στη συνέχεια επέλεξε δύο από τούς συνοδούς του αδελφούς, τον Τζιοβάννι ντα Ταλιακότσο και τον Αμπρότζιο Ακουϊλάνο και μαζί με τον σημαιοφόρο του πέρασε τον στενό Σάβα μαζί με δύο ναύτες με μικρό σκάφος. Κουρασμένος από την νηστεία και την ολονύχτια αγρυπνία του, ο Καπιστράνο άρχιζε την απότομη ανάβαση από τις όχθες τού ποταμού προς τις τάφρους κάτω από τα σπασμένα τείχη τής πόλης. Πρέπει να ανέβαινε με πιο αργό ρυθμό από τούς πέντε συντρόφους του. Για πολλές ημέρες ελάχιστα είχε φάει ή κοιμηθεί. Ήταν περίπου μία το μεσημέρι.80 Κάποιοι άνθρωποι έξω από τα τείχη τον είδαν και «σύντομα έτρεχαν χαρούμενα προς αυτόν, σαν να έτρεχαν προς τον πατέρα τους». Άλλοι έρχονταν από την πόλη για να τον δουν, παρά τις εντολές τού Χούνιαντι, που απαγόρευαν την έξοδο από τα τείχη. Το πλήθος γινόταν όλο και μεγαλύτερο. Τώρα ο Καπιστράνο έβλεπε τα καμένα πτώματα των Τούρκων να στοιβάζονται στις τάφρους και τα χαντάκια, «και σκεφτόταν τον μεγάλο κίνδυνο από τον οποίο είχε ξεφύγει ολόκληρη η χριστιανοσύνη την προηγούμενη νύχτα». Σφίγγοντας τα χέρια του και σηκώνοντας τα μάτια του στον ουρανό σε προσευχή, έλεγε ότι ο Θεός, που είχε χαρίσει στις προσπάθειές τους τόσο ευοίωνο ξεκίνημα, θα τούς βοηθούσε να τελειώσουν αυτό που είχαν αρχίσει.

Οι Τούρκοι από τα πυροβολεία έβλεπαν το αυξανόμενο πλήθος. Φοβούνταν επίθεση. Τώρα πια, λέει ο Ταλιακότσο, περίπου 2.000 άνθρωποι είχαν μαζευτεί γύρω από τον Καπιστράνο. Κρατώντας το μπαστούνι του, πάνω στο οποίο είχε χαραγμένο το όνομα τού Ιησού, ο μεγάλος ιεροκήρυκας άρχισε να κινείται προς τις πλησιέστερες τουρκικές πυροβολαρχίες. Περπατούσε αργά, φωνάζοντας «Ιησού! Ιησού!». Χίλιοι άνδρες τον ακολουθούσαν. Οι τρομαγμένοι Τούρκοι υποχώρησαν από τα κανόνια τους στη δεύτερη γραμμή πυροβολαρχιών. Η απίστευτη προέλαση συνεχίστηκε πέρα από αυτήν προς την τρίτη γραμμή, πίσω από την οποία βρισκόταν το στρατόπεδο τού ίδιου τού σουλτάνου. Οι σταυροφόροι είχαν απωθήσει τούς Τούρκους πέρα από τα κανόνια τους, τα οποία άρπαξαν αμέσως. Κανένα κανόνι, όπως μάς λένε, δεν ήταν έτοιμο για πυροδότηση. Τα σιδερένια κλειδιά βρίσκονταν ακόμη στις τρύπες τους (foramina), στις οποίες μπήκε ο δαυλός για να ανάψουν. Ήσαν όλα πολύ αξιόλογα, ενώ ο Ταλιακότσο παραδέχεται ότι δεν υπήρχαν περισσότερες από μια περιγραφή, για τον τρόπο με τον οποίο ο Καπιστράνο και οι σταυροφόροι μαζί του είχαν πετύχει το κατόρθωμά τους.

Στο μεταξύ η δύναμη με τον Καπιστράνο είχε αυξηθεί περίπου στο τριπλάσιο τού αρχικού της μεγέθους, αλλά ο ανυπόμονος γέρος, που έτρεφε την ψυχή του επί σαράντα χρόνια με όνειρα μαρτυρίου, τώρα προχωρούσε μπροστά από όλους αυτούς, προς κατάπληξη των μοναχών που προσπαθούσαν να συμβαδίζουν μαζί του. Πριν από την τουρκική αντεπίθεση ο Καπιστράνο σκαρφάλωσε στην κορυφή μικρού υψώματος, έτσι ώστε να μπορεί να τον βλέπει ο εχθρός και να τον ακούν οι σταυροφόροι. Προέτρεψε τούς οπαδούς του σε μάχη για την υπεράσπιση τής απειλούμενης πίστης, λέγοντάς τους να αντισταθούν στους Τούρκους, να μην τούς σκοτώσουν, «γιατί ο ευσεβής πατέρας λαχταρούσε τον προσηλυτισμό και την ταπείνωση των Τούρκων, όχι τον θάνατό τους». Στη μέση τής μάχης αρνήθηκε την προστασία ασπίδας. Ο Ταλιακότσο λέει ότι οι χριστιανοί έστρεψαν τα κανόνια που είχαν καταλάβει εναντίον των Τούρκων, «και ίσως η Μαρία η Μαγδαληνή, τη μέρα τής γιορτής τής οποίας συνέβησαν αυτά τα πράγματα, εφοδίαζε τα κανόνια με φωτιά και πέτρα!» Αυτή η μάχη, όπως και εκείνη τού Δούναβη μια βδομάδα πριν, κράτησε περίπου πέντε ώρες και έληξε με ήττα των Τούρκων και νίκη των σταυροφόρων. Εκείνη τη νύχτα υπήρχε τεράστια αγαλλίαση στο Βελιγράδι και στο χριστιανικό στρατόπεδο. Ο Μωάμεθ Πορθητής είχε υποστεί εκπληκτική ήττα, η είδηση τής οποίας σύντομα θα αντηχούσε σε όλη την Ευρώπη.

Οι Τούρκοι έθαψαν βιαστικά όσους δικούς τους νεκρούς μπόρεσαν, πριν αρχίσουν την τρομοκρατημένη και άτακτη υποχώρησή τους, αφήνοντας πίσω τους τεράστια αποθέματα στρατιωτικού εξοπλισμού και προμηθειών. Απομάκρυναν τον σουλτάνο με άμαξα, που ήταν τραυματισμένος στο αριστερό πόδι και στον αριστερό μηρό. Εκατόν σαράντα άλλες άμαξες ή κάρρα απομάκρυναν Τούρκους αξιωματούχους που ήσαν τραυματίες, μερικούς από τούς οποίους θα έθαβαν αργότερα κατά μήκος τού δρόμου προς τη Σόφια. Ο ηττημένος τουρκικός στρατός συνέχιζε την υποχώρησή του με αναγκαστικές πορείες για δέκα μέρες. Όμως πριν εγκαταλείψουν το στρατόπεδο στο Βελιγράδι, είχαν καταστρέψει ή πυρπολήσει όσον εξοπλισμό είχαν μπορέσει, για να μην πέσει αυτός σε χριστιανικά χέρια. Είχαν κάψει όλες τις γαλέρες που είχαν διασωθεί από τη ναυμαχία στον Δούναβη και όλα τα πολεμοφόδια που είχαν αποθηκεύσει στην εκκλησία τής Αγίας Μαρίας Μαγδαληνής, ενώ έκαψαν και την εκκλησία. Το επόμενο πρωί οι έκπληκτοι χριστιανοί, συμπεριλαμβανομένου των Χούνιαντι και τού προσωπικού του, περιόδευσαν το τουρκικό στρατόπεδο, παίρνοντας όσα είχαν απομείνει σε αυτούς ως λάφυρα τής νίκης, δηλαδή τα εικοσιδύο γιγαντιαία κανόνια και αναρίθμητα μικρά, άμαξες και κάρρα, δομικά υλικά, ασπίδες, σκουτάρια, όπλα, διάφορα σκεύη, ρούχα, κοσμήματα, βιβλία (εκ των οποίων ένα πήρε ο Ταλιακότσο), καθώς και γελάδια, βόδια, καμήλες και βουβάλια. Εκεί είδαν επίσης με βλοσυρή ικανοποίηση τούς τάφους και τα άταφα πτώματα αναρίθμητων Τούρκων, που ποτέ δεν θα εξουσίαζαν πια χριστιανούς. Ο Χούνιαντι έβαλε να μεταφέρουν τα κανόνια στο Βελιγράδι με μεγάλη επισημότητα, εν μέσω χαρούμενων εορτασμών «και εκεί βρίσκονται μέχρι και σήμερα, προς έκπληξη και θαυμασμό όλων εκείνων που τα βλέπουν».81

Είναι προφανές ότι ο Τζιοβάννι ντα Ταλιακότσο δεν αποδίδει τον ρόλο ήρωα στον Ιωάννη Χούνιαντι. Στις αναφορές του στις 28 Ιουλίου 1456 και στις 15 Σεπτεμβρίου 1457, καθώς και στη μακροσκελή επιστολή του προς τον Τζάκοπο ντέλλα Μάρκα με ημερομηνία 22 Ιουλίου 1460, ο αδελφός Τζιοβάννι υποδεικνύει ότι ο διστακτικός Χούνιαντι παρέμενε ασφαλής επί πλοίου, το οποίο κινιόταν πέρα δώθε μεταξύ Δούναβη και Σάβα, τόσο κατά την τρομερή νύχτα στις 21 προς 22 Ιουλίου, όσο και κατά και τη χριστιανική επίθεση το απόγευμα στις 22 τού μηνός, επιστρέφοντας στο φρούριο τού Βελιγραδίου μόνο όταν είχε αρχίσει η αποχώρηση των Τούρκων.82 Υπάρχει αρκετή σύγχυση στις πηγές, μερικές από τις οποίες περιγράφουν ουγγρική βίαιη εξόρμηση από την πόλη, όταν ο Χούνιαντι είδε την ευκαιρία να καταλάβει ή να καταστρέψει τα κανόνια τού Μωάμεθ Β’. Η επίθεση αυτή λέγεται ότι είχε ακολουθήσει προηγούμενο, απερίσκεπτο εγχείρημα των «σταυροφόρων» εναντίον των Τούρκων, από το οποίο όμως ανακλήθηκαν από τον Καπιστράνο έγκαιρα και διέφυγαν από την καταστροφή. Οι δύο αυτές δράσεις φάνηκαν μάλλον ως αντιπερισπασμός στους Τούρκους, οι οποίοι αρχικά δυσκολεύονταν να κατανοήσουν τον στόχο των χριστιανών. Τέτοια είναι η περιγραφή τού Ούγγρου ιστορικού Μπονφίνι, ο οποίος προσπάθησε να συνδυάσει τις συγκρουόμενες αναφορές σε ενιαία περιγραφή, από την οποία ο Χούνιαντι προβάλλει ως ο ήρωας τής πολιορκίας τού Βελιγραδίου, αποτελώντας πάντοτε παράδειγμα για ολόκληρο το χριστιανικό στράτευμα με τα λόγια και τις πράξεις του.83 Ο Μπονφίνι, ο οποίος σύμφωνα με τον Χόφερ εμπνεύστηκε από τα διφορούμενα μηνύματα τού Αινεία Σύλβιου και τού Χούνιαντι, είναι στην πραγματικότητα ο συγγραφέας τού μύθου των άθλων τού Ούγγρου ήρωα στο Βελιγράδι.84 Όμως σε αυτές τις σελίδες δεν έχουμε λόγο να εξετάσουμε ή να πάρουμε θέση στα εμπλεκόμενα αμφιλεγόμενα ζητήματα.

Για το ζήτημα αυτό ο Αινείας Σύλβιος έγραψε δύο χρόνια μετά την πολιορκία τού Βελιγραδίου:

«Ο Καπιστράνο δεν αναφέρει πουθενά τον Χούνιαντι, ούτε ο Χούνιαντι τον Καπιστράνο, στις επιστολές που έγραψαν για τη νίκη, είτε προς τον Ρωμαίο ποντίφηκα είτε προς φίλους τους. Καθένας τούς λέει ότι ο Θεός έδωσε τη νίκη στους χριστιανούς μέσα από τη δική του προσπάθεια. Το ανθρώπινο μυαλό ποθεί την τιμή και μοιράζεται την κυριαρχία και τον πλούτο πιο εύκολα απ’ όσο τη δόξα. Ο Καπιστράνο μπορούσε να αντέχει σωστά την περιφρόνηση, να αδιαφορεί για τις απολαύσεις, να δαμάζει την επιθυμία, αλλά δεν μπορούσε να διώξει μακριά τη δόξα».85

Είτε πρέπει να πιστωθεί κυρίως στον Καπιστράνο είτε στον Χούνιαντι, το Βελιγράδι αποτέλεσε εμπνέουσα επιτυχία για τον Χριστιανισμό και σημαντική αποτυχία για το Ισλάμ.

Αν ο Ιωάννης Χούνιαντι, ενθυμούμενος τη Βάρνα και το Κόσσοβο, δεν έβλεπε ελπίδα διάσωσης τού Βελιγραδίου και δεν εμπιστευόταν την απειροπόλεμη και απείθαρχη ορδή των σταυροφόρων που είχαν ακολουθήσει τον Καπιστράνο, δύσκολα μπορεί κανείς να τον κατηγορήσει. Το βράδυ τής 22ας Ιουλίου, αμέσως μετά την ολοκλήρωση τής χριστιανικής επίθεσης εναντίον τού τουρκικού στρατοπέδου, ο Καπιστράνο έγραψε την πρώτη από τις τρεις επιστολές του προς τον Κάλλιστο Γ’ για τα γεγονότα που είχαν συμβεί στο Βελιγράδι. Έγραφε συνοπτικά και γρήγορα, όπως έλεγε, γιατί ήταν κουρασμένος μετά την επιστροφή του από τη μάχη:

Βρισκόμασταν σε τέτοια δοκιμασία και κάτω από τόσο τρομερές δυσκολίες, που όλοι νόμιζαν ότι δεν χρειαζόταν να προσφερθεί περαιτέρω αντίσταση στη δύναμη των Τούρκων, ενώ ο ίδιος ο διοικητής Χούνιαντι, στην πραγματικότητα ο τρόμος των Τούρκων και ο γενναίος υπερασπιστής των χριστιανών, πίστευε ότι το φρούριο τού Βελιγραδίου έπρεπε να εγκαταλειφθεί, γιατί τόσο έντονα και ακατάπαυστα είχαν επιτεθεί οι άγριοι μουσουλμάνοι στην ακρόπολη και είχαν σφυρηλατήσει τα τείχη με τόσο πολλά κανόνια και είχαν πολεμήσει τόσο σκληρά εναντίον των ανδρών μας, που μάς είχαν εγκαταλείψει οι δυνάμεις μας και οι καλύτεροι στρατιώτες είχαν καταβληθεί από τρόμο. Αλλά εν μέσω τής θλίψης μας ο Κύριος μάς επανέφερε στη ζωή, γιατί όταν ο άγριος εχθρός εκδιώχθηκε από την πόλη και αποσύρθηκε με πανούργο τρόπο, προκειμένου να στήσει παγίδες στους άνδρες μας, καθώς εκείνοι θα επιχειρούσαν προς τα έξω, αν και ο άρχοντας Χούνιαντι είχε διατάξει να μην εγκαταλείψει το φρούριο κανένας από τούς στρατιώτες μας, οι σταυροφόροι δεν πήραν σοβαρά υπόψη την εντολή του, αλλά όρμησαν πάνω στον εχθρό, βάζοντας τούς εαυτούς τους σε σοβαρό κίνδυνο. Αλλά εγώ, ο ελάχιστος από τούς υπηρέτες τής Αγιότητάς σας, όταν ήταν αδύνατο να τούς ανακαλέσω από τα τείχη, κατέβηκα στο πεδίο τής μάχης και έτρεχα πέρα δώθε, καλώντας τους πίσω στην αρχή και στη συνέχεια ενθαρρύνοντάς τους και βάζοντάς τους σε τάξη, ώστε να μην περικυκλωθούν από τον εχθρό. Τέλος ο Κύριος, ο οποίος μπορεί να φέρει τη λύτρωση σε λίγους καθώς και σε πολλούς, ευτυχώς μάς έδωσε τη νίκη και προκάλεσε τη φυγή τού τεράστιου στρατού των Τούρκων και οι άνδρες μας κατέλαβαν όλα τα κανόνια και τις διαβολικές μηχανές τους, με τις οποίες νόμιζαν ότι θα υπέτασσαν στους εαυτούς τους ολόκληρη τη χριστιανοσύνη…86

Ο καρδινάλιος λεγάτος Χουάν ντε Καρβαχάλ είδε επίσης το χέρι τού Θεού στην τουρκική ήττα κι ενώ σε επιστολή τής 29ης Ιουλίου προς τον Φραντσέσκο Σφόρτσα αποτίει φόρο τιμής στην ικανότητα και τη σύνεση τού Χούνιαντι, λέει ότι ο διοικητής (gubernator) δεν διέθετε επαρκείς δυνάμεις για να προχωρήσει εναντίον των Τούρκων. Ήσαν οι φτωχοί σταυροφόροι εκείνοι που έκαναν τον πόλεμο. Ο Καπιστράνο κάλεσε τον Ιησού και εισακούστηκε.87 Ήταν ασφαλώς αξιοσημείωτη νίκη και καλύτερα κατανοητή από τούς χριστιανούς που συμμετείχαν σε αυτήν ως σημάδι θείας εύνοιας.

Σε άλλη επιστολή του προς τον πάπα (17 Αυγούστου), ο Καπιστράνο έγραφε ότι ο Σέρβος δεσπότης Γεώργιος Μπράνκοβιτς είχε αναφέρει στον Καρβαχάλ και σε αυτόν ότι περισσότεροι από 24.000 Τούρκοι είχαν σκοτωθεί στη μάχη τού Βελιγραδίου, προσθέτοντας μεταξύ άλλων ότι είχε έρθει η ώρα να ανακτήσουν τούς Αγίους Τόπους και την Ιερουσαλήμ, την Ελλάδα και την Ανατολική Ευρώπη.88 Νέα τής χριστιανικής νίκης είχαν φθάσει στη Ρώμη στις 6 Αυγούστου και ξεκίνησαν πολύ μεγάλοι εορτασμοί. Όλη η Ευρώπη χαιρόταν, ενώ οι περισσότεροι από τούς χρονικογράφους τής εποχής σημείωναν το χαρμόσυνο γεγονός με εμφανή ικανοποίηση. Ένα μήνυμα τού Μιλανέζου πρέσβη Τζάκοπο Καλκατέρρα προς τον Φραντσέσκο Σφόρτσα με ημερομηνία 24 Αυγούστου 1456 περιγράφει μια ιδιαίτερη ακρόαση με τον πάπα Κάλλιστο, που κράτησε περίπου από τις τέσσερις μέχρι τις επτάμιση το απόγευμα, στην οποία ο πάπας μιλούσε συνεχώς για τη νίκη με πολύ περιχαρή διάθεση, «υμνώντας και επαινώντας στα αστέρια το όνομα τού επιφανούς βοεβόδα Ιωάννη [Χούνιαντι] ως έναν από τούς πιο ένδοξους άνδρες που είχαν γεννηθεί κατά τα τελευταία τριακόσια χρόνια ή βρίσκονται τώρα εν ζωή στον κόσμο…».89 Η μνήμη τού Βελιγραδίου παρέμενε γλυκιά για πάντοτε. Ο πάπας Κάλλιστος δεν είχε λόγο για παρατεταμένους πανηγυρισμούς. Περίπου τρεις εβδομάδες μετά την τουρκική ήττα ο Ιωάννης Χούνιαντι πέθανε από την πανούκλα στις 11 Αυγούστου 1456 στο Ζέμλιν (Ζέμουν) κοντά στο Βελιγράδι, όπου ο πρεσβύτερος γιος του, ο Λάζλο, ανέλαβε τη διοίκησή του. Δέκα βδομάδες μετά τον Χούνιαντι ο Τζιοβάννι ντα Καπιστράνο πέθανε επίσης, στις 23 Οκτωβρίου, στο Ιλόκ επί τού Δούναβη, εξαντλημένος από τις προσπάθειές του στο Βελιγράδι. Ο Λάζλο Χούνιαντι κληρονόμησε τη διαμάχη τού πατέρα του με τούς οπαδούς τού βασιλιά Λάντισλας Πόστουμους και τού Ούλριχ, κόμη τού Τσίλλι. Έχοντας συμφωνήσει να παραδώσει το Βελιγράδι στο βασιλιά και στον Τσίλλι, ο Λάζλο τούς δέχθηκε στο κάστρο, αλλά σήκωσε την κινητή γέφυρα πριν μπει μέσα η πλήρης ακολουθία τους. Την επόμενη μέρα (στις 9 Νοεμβρίου 1456) ο Τσίλλι σκοτώθηκε και ο Λάντισλας Πόστουμους βρέθηκε σχεδόν αιχμάλωτος. Όμως τού επέτρεψαν να αναχωρήσει ελεύθερα, εξασφαλίζοντας ότι δεν θα θεωρούσε τον Λάζλο υπεύθυνο για τον θάνατο τού Τσίλλι. Λίγους μήνες αργότερα ο Λάντισλας ανταπόδωσε το χτύπημα επί των Χούνιαντι, ως αποτέλεσμα υποτιθέμενης συνομωσίας. Ο Λάζλο και ο νεώτερος αδελφός του, ο Ματίας Κορβίνους συνελήφθησαν και οι δύο στη Βούδα. Ο Λάζλο πέρασε από δίκη, στην οποία η ετυμηγορία ήταν προκατασκευασμένη. Αποκεφαλίστηκε τον Μάρτιο τού 1457,90 ενώ ο Ματίας Κορβίνους παρέμεινε φυλακισμένος μέχρι τον θάνατο τού ίδιου τού Λάντισλας τον επόμενο Νοέμβριο. Στο μεταξύ ο Λάντισλας και ο κύριος εχθρός του, ο Φρειδερίκος Γ’, είχαν αγωνιστεί για τα εδάφη τού άκληρου Τσίλλι. Η αναταραχή στην Ουγγαρία ήταν συνδεδεμένη με εκείνη στη Σερβία, όπου ο δεσπότης Γεώργιος Μπράνκοβιτς, ο οποίος είχε παντρέψει μια κόρη με τον Τσίλλι και μια άλλη με τον Μουράτ, είχε πρόσφατα πεθάνει σε ηλικία ογδόντα ετών (στις 24 Δεκεμβρίου 1456). Υπήρχε διαφωνία μεταξύ των παιδιών του.91 Προφανώς δεν υπήρχε ελπίδα για εκμετάλλευση τής νίκης στο Βελιγράδι και για οργάνωση σταυροφορίας στα ανατολικά εδάφη, που έπρεπε να φοβούνται τα χειρότερα από τούς Τούρκους.

Καθ’ όλη αυτή την περίοδο ο πάπας Κάλλιστος Γ’ συνέχιζε τις δικές του προσπάθειες εναντίον των Τούρκων. Μέχρι τα τέλη τής άνοιξης τού 1456 είχε ετοιμάσει με κόστος περίπου 150.000 δουκάτα92 στόλο δεκαέξι γαλερών, στον οποίο, όπως είδαμε, είχε τοποθετήσει ως γενικό διοικητή και ναύαρχο τον απρόθυμο Λοντοβίκο Τρεβιζάν, τον καρδινάλιο τής Ακουιλέια, τον οποίο είχε επίσης κάνει παπικό λεγάτο στη Σικελία, Δαλματία και Μακεδονία, Ελλάδα, νησιά τού Αιγαίου, Κρήτη, Ρόδο, Κύπρο και στις επαρχίες τής Ασίας, καθώς και κυβερνήτη όσων εκ των εν λόγω τόπων μπορούσε να καταλάβει από τούς Τούρκους.93 Ο Κάλλιστος είχε κάνει ό,τι καλύτερο μπορούσε, αλλά τα πράγματα δεν ήσαν ποτέ εύκολα. Τον Μάρτιο τού 1456 η Ενετική Γερουσία είχε αρνηθεί να επιτρέψει τη συλλογή φόρου δεκάτης από τούς Εβραίους για την προσεχή εκστρατεία τού Λοντοβίκο, για τον λόγο ότι, όταν οι άλλες χριστιανικές δυνάμεις, ιδιαίτερα εκείνες βόρεια των Άλπεων, θα αποφάσιζαν να προχωρήσουν εναντίον των Τούρκων, η Βενετία θα εντασσόταν στη γενική σταυροφορία και θα χρειαζόταν για τα δικά της έξοδα τόσο τον εκκλησιαστικό όσο και τον εβραϊκό φόρο δεκάτης.94 Προφανώς καμία βοήθεια δεν θα ερχόταν από το πλουσιότερο κράτος στην Ιταλία.

Στα τέλη Απριλίου (1456) ο Κάλλιστος Γ’ έγραφε στον Φραντσέσκο Σφόρτσα για το δικό του «απίστευτο άγχος να στείλει τον λεγάτο μας με τον στόλο εναντίον τού διαβολικού Τούρκου», ενώ προέτρεπε τον Σφόρτσα να βοηθήσει στη συλλογή των φόρων δεκάτης και άλλων επιβολών στο δουκάτο τού Μιλάνου, «έτσι ώστε να συγκεντρωθούν όσο το δυνατόν περισσότερα χρήματα και να μάς αποσταλούν, γιατί τα κεφάλαια είναι απολύτως απαραίτητα για αυτήν την ιερή αποστολή, την οποία προετοιμάζουμε με όλη την καρδιά μας για την υπεράσπιση τής χριστιανικής θρησκείας».95 Περίπου δύο βδομάδες αργότερα (τον Μάιο) ο πάπας έγραφε στον Γάλλο βασιλιά Κάρολο Ζ’ για την «υπερβολική και δύσκολα περιγραφόμενη επιθυμία να εκδικηθεί για τις βλάβες που έχουν προκαλέσει οι Τούρκοι στην ιερή θρησκεία [μας]» και υποστήριζε ότι ήταν βέβαιος ότι ο βασιλιάς ήταν επίσης διατεθειμένος να βοηθήσει την πίστη. «Αλλά επειδή κάθε ώρα που περνά η καρδιά μας παίρνει φωτιά και καίει για μια τόσο ιερή υπόθεση και μόνο αυτή η φροντίδα παραμένει καρφωμένη στο μυαλό μας, δεν μπορούμε παρά να υποκινούμε συνεχώς όλους τούς Καθολικούς ηγεμόνες σε αυτή την τόσο σωτήρια, τόσο ιερή, ακόμη και τόσο θεία επιχείρηση…». Η ανάπτυξη τής τουρκικής δύναμης έπρεπε να σταματήσει, έγραφε ο πάπας, και θα σταματούσε αν η χριστιανοσύνη μπορούσε η ίδια να αφυπνιστεί από την αδιάφορη στάση της απέναντι στην Ανατολή:

Και επειδή έχουμε ενημερωθεί με επιστολές, των οποίων στέλνουμε αντίγραφο στη γαλήνια Υψηλότητά σας, από τον αγαπημένο μας γιο Χουάν [ντε Καρβαχάλ], καρδινάλιο τού Σαντ’ Άντζελο και λεγάτο τής Αποστολικής Έδρας, ότι οι Τούρκοι έχουν αποφασίσει να διασχίσουν τον Δούναβη με αναρίθμητο στρατό και να επιτεθούν στο βασίλειο τής Ουγγαρίας, έχουμε σκεφτεί ότι το καλύτερο σχέδιο (και αναγκαίο) για να διαιρεθεί και να μειωθεί η δύναμή τους [θα ήταν] να στείλουμε τον λεγάτο μας με στόλο στην Ανατολή, έτσι ώστε οι δυνάμεις τού εχθρού, προσπαθώντας να βοηθήσουν τούς δικούς τους ανθρώπους που θα δέχονται επίθεση από τον στόλο μας, να αποσυρθούν από την Ουγγαρία…

Ο πάπας δεν είχε καμία αμφιβολία ότι ο στόλος τού καρδινάλιου Λοντοβίκο θα απέπλεε «στο τέλος αυτού τού μήνα … και μακάρι η δική μας αιχμαλωσία να επαρκούσε για να σταματήσει την ήττα και την ατίμωση τής πίστης, γιατί ο Θεός γνωρίζει ότι πρόθυμα προσφέρουμε τον εαυτό μας…». Ο πάπας τελείωνε την επιστολή του προτρέποντας τον Κάρολο να μην καθυστερεί τη συλλογή τού φόρου δεκάτης και το κήρυγμα τής σταυροφορίας, «έτσι ώστε να μη λείπουν τα κεφάλαια γι’ αυτό το θεϊκό έργο…».96 Έγραφε με παρόμοιο τρόπο στον βασιλιά Αλφόνσο Ε’, ζητώντας του να έχει σε ετοιμότητα τις δεκαπέντε γαλέρες που είχε υποσχεθεί να εξοπλίσει, έτσι ώστε να είναι σε θέση να πλεύσει με τον καρδινάλιο Λοντοβίκο και τον παπικό στόλο στα ύδατα τής Ανατολικής Μεσογείου.97

Την τελευταία μέρα τού Μαΐου 1456 ο καρδινάλιος Λοντοβίκο πήρε τον σταυρό των σταυροφόρων από τα χέρια τού πάπα.98 Το επόμενο πρωί, συνοδευόμενος από τούς καρδινάλιους, επιβιβάστηκε στη ναυαρχίδα του, η οποία ήταν αγκυροβολημένη με τις άλλες γαλέρες στον Τίβερη, κοντά στο Μπόργκο Σάντο Σπίριτο (Συνοικία Αγίου Πνεύματος) και κατά μήκος τής Ρίπα Γκράντε (Μεγάλο Ανάχωμα). Παρέμεινε με τον στόλο για δέκα μέρες και δεν απέπλευσε για την Όστια μέχρι τις 11 Ιουνίου.99 Για οποιοδήποτε λόγο, δεν είχε αναχωρήσει από την Όστια μέχρι τις 20 Ιουνίου, όταν έστειλε επιστολή προς τον μαρκήσιο Λοντοβίκο Γκονζάγκα «από το στόμιο τού Τίβερη, ευρισκόμενος πάνω στον στόλο».100 Στις 20 τού μηνός επίσης ο Κάλλιστος Γ’ εξέδωσε την «αντι-τουρκική» βούλλα» η οποία, όταν στάλθηκε στη Γερμανία, τυπώθηκε στα λατινικά και τα γερμανικά για να εξασφαλιστεί ευρύτερη κυκλοφορία. Η βούλλα αυτή παραδόξως θα αποκτούσε πολύ μεγαλύτερη σημασία στην ιστορία τής τυπογραφίας απ’ όση σε εκείνη των σταυροφοριών.101

Ο Λοντοβίκο Τρεβιζάν πρέπει να είχε αποπλεύσει από τη Νάπολη λίγο μετά τις 20 Ιουνίου. Η έκδοση τής παπικής βούλλας μπορεί να είχε επισπεύσει την αναχώρησή του. Ο Κάλλιστος Γ’, επί καιρό υπηρέτης τού βασιλικού οίκου τής Αραγωνίας-Καταλωνίας, είχε φυσικά εναποθέσει την εμπιστοσύνη του κυρίως στον Αλφόνσο Ε’, ο οποίος συνέλεγε τον σταυροφορικό φόρο δεκάτης από τις διάφορες κτήσεις του. Ο Aλφόνσο είχε μέχρι στιγμής υποσχεθεί περισσότερα από όσα είχε κάνει για τη χριστιανική υπόθεση στην Ανατολή, προτιμώντας να χρησιμοποιεί τούς πόρους του εναντίον τής Γένουας. Ο Λοντοβίκο ανέμενε να τον συναντήσουν στη Νάπολη οι δεκαπέντε γαλέρες που είχε υποσχεθεί ο Αλφόνσο για τη σταυροφορία. Τώρα υπήρχε μεγάλη καθυστέρηση στη Νάπολη, την οποία αναμφίβολα ο Λοντοβίκο εύρισκε αρκετά ανεκτή, καθώς ο ίδιος περίμενε τον Aλφόνσο να διαθέσει τα πλοία. Αλλά καθώς περνούσαν οι εβδομάδες ο Κάλλιστος γινόταν φυσικά ανυπόμονος και έστειλε τον Καταλανό Ζωμέ ντε Περπίνια στη Νάπολη, δίνοντάς του εντολή, μόλις φτάσει εκεί, να επιμείνει για την άμεση αναχώρηση τού Λοντοβίκο με τον παπικό στόλο, ακόμη κι αν οι γαλέρες τού βασιλιά δεν ήσαν έτοιμες.102

Ο πάπας έγραφε με το πιο επείγον ύφος στον ίδιο τον Λοντοβίκο:

Αν ο στόλος μας εισβάλλει στις τουρκικές ακτές και στα παραθαλάσσια εδάφη το συντομότερο δυνατό, τα στρατεύματα και η δύναμη επίθεσης τού εχθρού, που έχουν συγκεντρωθεί για εισβολή στην Ουγγαρία, θα αποσυρθούν και θα διαιρεθούν. Επομένως από την ταχύτητα τού στόλου εξαρτάται η ασφάλεια τού ουγγρικού βασιλείου, εξαρτάται μάλλον η ασφάλεια ολόκληρης τής χριστιανοσύνης, γιατί αν η Ουγγαρία συντριβεί, Θεός φυλάξοι, ο χριστιανικός κόσμος θα βρεθεί στον σοβαρότερο και πιο βέβαιο κίνδυνο.

Ο πάπας προειδοποιούσε επίσης ευθέως τον Αλφόνσο ότι η τύχη τής Ουγγαρίας μπορεί να κρεμόταν από την εμφάνιση τού παπικού στόλου στα ύδατα τής Ανατολικής Μεσογείου, «έτσι ώστε η μεγαλειότητά του να μην αναρωτιέται αν έχουμε επισπεύσει την αναχώρηση τού λεγάτου μας με μικρό μόνο στόλο»,103 ενώ είπαν στον Λοντοβίκο ότι στη Σικελία θα έπαιρνε τα χρήματα και τα πλοία που είχαν ανατεθεί στον Πέδρο ντε Ουρρέα, αρχιεπίσκοπο τής Ταρραγώνα, για την εκστρατεία στο Αιγαίο που δεν έκανε ποτέ.104

Η εντολή τού πάπα Κάλλιστου και η κρίση στην Ουγγαρία υποχρέωσαν τελικά τον Λοντοβίκο να αναχωρήσει από τη Νάπολη στις 6 Αυγούστου (1456).105 Η επιστολή τού Μιλανέζου πρεσβευτή Τζάκοπο Καλκατέρρα προς τον Φραντσέσκο Σφόρτσα, την οποία έχουμε ήδη σημειώσει ως αναφέρουσα την έξαρση τού πάπα για τη νίκη τού Χούνιαντι στο Βελιγράδι, περιέχει επίσης δήλωση τής ακραίας ενόχλησης τού Κάλλιστου για τη χρονοτριβή τού Λοντοβίκο. Η επιστολή μάς πληροφορεί επίσης, αν και ο ισχυρισμός μπορεί να αμφισβητηθεί, ότι ο βασιλιάς Aλφόνσο είχε τελικά παραδώσει στον καρδινάλιο τις δεκαπέντε γαλέρες που είχε υποσχεθεί για την εκστρατεία.106 Τουλάχιστον ο Aλφόνσο είχε διαθέσει ορισμένα πλοία. Ο Λοντοβίκο είχε μόλις αποπλεύσει για τη Σικελία, με τον Κάλλιστο να τον προτρέπει να σπεύσει στην Ισταμπούλ για να βοηθήσει στην εκτροπή των Τούρκων από την Ουγγαρία,107 ενώ στη Ρώμη γίνονταν σχέδια για τη ναυπήγηση ακόμη περισσότερων πλοίων, για να προστεθούν ως ενισχύσεις στον στόλο τού Λοντοβίκο, ο οποίος, όπως γνώριζε ο πάπας, μετά βίας επαρκούσε για τη μεγάλη ελπίδα τής απόσπασης τού Τούρκου από την ουγγρική εκστρατεία του.108 Πριν από την αξιοσημείωτη χριστιανική νίκη στις 21-22 Ιουλίου 1456 ο παπικός στόλος ήταν απαραίτητος στην περιοχή των Δαρδανελλίων, όπου μια επίθεση θα υποχρέωνε ίσως τον Μωάμεθ Β’ να εγκαταλείψει την ιδέα τής πολιορκίας τού Βελιγραδίου. Όμως με την τουρκική ήττα στο Βελιγράδι ο Κάλλιστος πίστευε ότι ο στόλος τού ήταν αναγκαίος περισσότερο από ποτέ στα ύδατα τής Ανατολικής Μεσογείου: η τουρκική δύναμη είχε υποστεί θανάσιμο πλήγμα με την αποτυχία τού Μεχμέτ εναντίον των Χούνιαντι και Καπιστράνο. Η ανάκτηση τής Κωνσταντινούπολης ήταν ορατή, ακόμη και η εξόντωση τού Ισλάμ και η ανάκτηση των Αγίων Τόπων!109

Από τη Σικελία ο παπικός στόλος έπλευσε πιθανώς μέσω Μεθώνης ή Κορώνης στο νησί τής Ρόδου, όπου παραδόθηκαν χρήματα και προμήθειες στους Ιωαννίτες. Τον Φεβρουάριο ή Μάρτιο τού 1457 ο καρδινάλιος Λοντοβίκο ανέλαβε τη μεταρρύθμιση τού μοναστηριού των Ιωαννιτών στο νησιωτικό τους κέντρο. Οι αξιωματούχοι τής παπικής κούρτης φαίνεται ότι είχαν κάποια προβλήματα στην κατάρτιση τού κειμένου τής αποστολής τού καρδινάλιου.110

Ο Λοντοβίκο κινήθηκε έπειτα στο βόρειο Αιγαίο, όπου η παλιά γενουάτικη οικογένεια των Γκατελούζο είχε υποστεί σοβαρές ζημίες κατά τη διάρκεια τού προηγούμενου έτους. Στις αρχές τού 1456, πριν από την εκστρατεία στο Βελιγράδι, ο σουλτάνος Μωάμεθ είχε πάρει από τον Ντορίνο Β’ Γκατελούζο την ηπειρωτική πόλη Αίνος στις εκβολές τού Έβρου (Μαρίτσα), καθώς και τα κοντινά νησιά τής Ίμβρου και τής Σαμοθράκης. Ο ιστορικός Κριτόβουλος είχε εγκατασταθεί από τούς Τούρκους ως κυβερνήτης τής γενέτειράς του Ίμβρου. Στη συνέχεια ο Νικολό, ο σκληρός υποδιοικητής τού αδελφού του Ντομένικο Γκατελούζο τής Μυτιλήνης (Λέσβου), είχε απελαθεί από τη Λήμνο, στην οποίο τοποθετήθηκε επίσης Τούρκος διοικητής. Από τις επτά κτήσεις που κατείχαν οι Γκατελούζο στην περιοχή τού Αιγαίου παρέμενε τώρα σε αυτούς μόνο η νησιωτική ηγεμονία τής Λέσβου. Ο Ντομένικο την κατείχε με πολύ επισφαλείς όρους, καταβάλλοντας στην Πύλη ετήσιο φόρο τεσσάρων χιλιάδων χρυσών νομισμάτων. Ο Λοντοβίκο, έχοντας αποτύχει να πείσει τον Ντομένικο και τούς Γενουάτες «μαχονέζους» στη Χίο να αρνηθούν την περαιτέρω πληρωμή τού τουρκικού φόρου υποτέλειας, κατέλαβε τώρα τη Λήμνο χωρίς δυσκολία. Κατέλαβε τη Σαμοθράκη και τελικά κατέλαβε τη Θάσο ύστερα από επίθεση στο οχυρό στο λιμάνι. Τοποθέτησε φρουρές στα τρία νησιά, από τις επάλξεις των οποίων ανέμιζε για λίγα χρόνια η σημαία με τα κλειδιά τού Αγίου Πέτρου. Λέγεται επίσης ότι ο Λοντοβίκο είχε σημειώσει σημαντική νίκη επί τουρκικού στόλου στη Μυτιλήνη τον Αύγουστο τού 1457, όταν κατέλαβε περισσότερα από εικοσιπέντε τουρκικά σκάφη.111

Οι επιτυχίες τού Λοντοβίκο οδήγησαν τον δεσπότη Θωμά Παλαιολόγο να αναστείλει την πληρωμή τού Μωραΐτικου φόρου υποτέλειας προς τον σουλτάνο, ο οποίος σύντομα θα οδηγούσε την εξουσία τού Θωμά στη χερσόνησο σε άδοξο τέλος. Ο Λοντοβίκο λυμαινόταν επίσης τις ακτές τής Κιλικίας, τής Συρίας και τής Αιγύπτου, αλλά η δαπανηρή αυτή εκστρατεία έκανε πιθανώς στους χριστιανούς τής Ανατολής περισσότερο κακό παρά καλό, αφυπνίζοντας εναντίον τους την εκδικητική οργή τού Μωάμεθ Β’, ο οποίος σύντομα ξεκινούσε για την ανακατάληψη των τριών νησιών που είχε χάσει.112 Για δεκαετίες από εδώ και πέρα η ζωή στο Αιγαίο αναστατωνόταν από σχεδόν συνεχή πόλεμο, χαρακτηριζόμενο από πειρατεία, μεταξύ τής οθωμανικής κυβέρνησης και των Ιωαννιτών τής Ρόδου.113 Όταν ο Λοντοβίκο επέστρεφε στην Ιταλία λίγους μήνες αφότου ο θάνατος είχε πάρει τον ηλικιωμένο Κάλλιστο Γ’ (στις 6 Αυγούστου 1458), ελάχιστα είχε κάνει πέρα από το να αυξήσει το δικό του κύρος.114

Ο Λοντοβίκο είχε παραμείνει στη Ρόδο μέχρι τον Νοέμβριο (1457). Επιστρέφοντας στην Ιταλία αποβιβάστηκε στον Τάραντα. Αφού πέρασε κάποιο χρονικό διάστημα στην Απουλία, όπου οι συνθήκες χειροτέρευαν λόγω τού θανάτου τού Aλφόνσο Ε’ (στις 27 Ιουνίου 1458),115 συνέχισε στη Νάπολη και από εκεί στο Μόντε Κασσίνο τον Ιανουάριο (1459). Έμεινε αρκετές ημέρες στο αββαείο, αλλά φαίνεται ότι είχε φτάσει στη Ρώμη πριν από το τέλος τού μήνα.116 Περί τις 16 Μαρτίου είχε επανέλθει στην παπική κούρτη στη Σίκρια, όπου έδωσε θλιβερή αναφορά για τούς κινδύνους που αντιμετώπιζαν η Ρόδος και τα άλλα χριστιανικά νησιά από τις επικείμενες τουρκικές επιθέσεις. Ο Κάλλιστος Γ’ είχε κάνει τεράστια προσπάθεια. Δεν ήταν δικό του λάθος ότι ελάχιστα είχαν επιτευχθεί.

Μια σταυροφορία που θα σταματούσε την τουρκική προέλαση βρισκόταν αρκετά πέρα από οτιδήποτε θα μπορούσε να πετύχει ο παπισμός χωρίς την πλήρη υποστήριξη των δυτικών δυνάμεων.117 Δεν είχε καταστεί δυνατή η εξασφάλιση τέτοιας υποστήριξης, παρά τις επανειλημμένες εκκλήσεις τού Κάλλιστου προς τούς ηγεμόνες τής Γερμανίας, Πολωνίας, Γαλλίας, Βουργουνδίας, Δανίας και Νορβηγίας, Πορτογαλίας, καθώς και των περισσοτέρων από τα ιταλικά κράτη. Σταυροφορικοί φόροι δέκατης συλλέγονταν ευρέως στην Ευρώπη, αλλά προφανώς μικρό μόνο μέρος αυτών των κεφαλαίων έφτανε στη Ρώμη. Ελάχιστη ή καθόλου βοήθεια δεν ερχόταν από το Μιλάνο, τη Βενετία ή τη Φλωρεντία. Η Μάντουα έκανε ό,τι μπορούσε, αλλά ο Φεντερίγκο ντα Μοντεφέλτρο απαγόρευε στο Ουρμπίνο τη συλλογή επιβολών για τη σταυροφορία.118 Ο Φεντερίγκο υπηρετούσε ως αποστολικός εκπρόσωπος (vicar) για τις κοσμικές υποθέσεις τής κομητείας του. Όταν αρνήθηκε να επιτρέψει στην περιοχή του τη δημοσίευση των επίσημων ανακοινώσεων για τη σταυροφορία ή τη συλλογή φόρων δεκάτης ή ελεημοσυνών, ο πάπας τον απείλησε με την ποινή τού «αφορισμού και τής αιώνιας κατάρας».119

Η πόλη τής Περούτζια είχε υποσχεθεί να συνεισφέρει τέσσερις χιλιάδες φλουριά για να βοηθήσει τον Κάλλιστο στη δαπανηρή προσπάθεια εξαγγελίας τού πολέμου εναντίον των Τούρκων, αλλά ο πάπας ήταν απογοητευμένος, περιμένοντας ότι οι ηγούμενοι, οι ευγενείς και οι πολίτες δεν θα «ήσαν τόσο πρόθυμοι να πληρώσουν, όσο να υπόσχονται». Μήνες μετά την υπόσχεσή τους, όταν ο Κάλλιστος τούς έγραψε διαμαρτυρόμενος στις 5 Ιουλίου 1457, δεν είχαν ακόμη κάνει καμία κίνηση για να μετατρέψουν τη δέσμευσή τους σε μετρητά.120 Το μέλλον φαινόταν καλό για τούς Τούρκους, «γιατί ο εχθρός τής χριστιανικής θρησκείας δεν κοιμάται», έγραφε ο Κάλλιστος, «αλλά ακόμη και τώρα απειλεί το βασίλειο τής Ουγγαρίας με ισχυρό στρατό, ενώ αν δεν τον αντιμετωπίσουμε έγκαιρα, σίγουρα θα βρει τούς ανθρώπους τής χριστιανοσύνης η μεγαλύτερη συμφορά».121

Ο πάπας και η παπική κούρτη εργάζονταν ακατάπαυστα για να αποτρέψουν αυτή τη συμφορά. Η προσπάθεια τού πάπα να κρατά τον επίσης ακούραστο καρδινάλιο Καρβαχάλ ενημερωμένο για κάθε λεπτομέρεια τής προσπάθειας πρέπει να είχε εξαντλήσει τα παπικά αποθέματα χαρτιού: «αν ήθελε κάποιος να γράψει, δεν υπήρχε χαρτί!» (si singula scriberemus, non sufficeret papirus!)122 Όμως η παπική προσφορά χρήματος εξαντλούνταν πιο εύκολα και η συλλογή τού σταυροφορικού φόρου δεκάτης γινόταν συχνά δυσχερής, λόγω τής αποτυχίας τού κλήρου να πληρώσει το μερίδιό του.123 Ως Καταλανός, ο Κάλλιστος είχε ιδιαίτερη γνώση των εκκλησιαστικών συνθηκών στα τρία βασίλεια Αραγωνίας, Βαλένθια και Μαγιόρκας και φυσικά στην πλούσια ηγεμονία τής Καταλωνίας. Τα αρχεία τής παπικής του θητείας δείχνουν τη συνεχή πίεση που ασκούσε στους συμπατριώτες του για να καταβάλουν πλήρως το μερίδιό τους στο κόστος τής σχεδιαζόμενης σταυροφορίας, καθώς προσπαθούσε να μεταρρυθμίσει τον τρόπο συλλογής τού φόρου δεκάτης και τήρησης των λογαριασμών.124 Ως συνήθως, οι Φλωρεντινοί τραπεζίτες ήσαν πρόθυμοι να διαχειρίζονται κεφάλαια που συγκεντρώνονταν από τον πάπα για τη σταυροφορία, στην οποία οι συμπολίτες τους είχαν τόσο μικρή συνεισφορά. Έτσι στις 10 Απριλίου 1457 ο Κάλλιστος έγραφε στον Καρβαχάλ ότι τού είχε στείλει τρεις χιλιάδες δουκάτα μέσω τής τράπεζας των Μεδίκων, ενώ περισσότερα θα έρχονταν σε εύθετο χρόνο.125 Ακόμη κι έτσι, ποτέ δεν φαινόταν ότι υπήρχαν χρήματα αρκετά για να ανταγωνιστούν τούς πόρους τού Μωάμεθ Β’.

Κανένας όμως, στη Ρώμη ή αλλού, δεν αμφισβητούσε την αποφασιστικότητα τού Κάλλιστου Γ’ να παράσχει στους κινδυνεύοντες χριστιανούς τής Ανατολής όλη τη βοήθεια που μπορούσε να βρει στη Δύση. Στις 30 Ιουνίου 1457 ο πάπας έγραφε στον γραμματέα του Λοντοβίκο ντε Νάρνια ότι ο Θεός ήταν μάρτυρας τής καθημερινής αγωνίας του για την πρόοδο τής σταυροφορίας, την εξύψωση τής πίστης και την καταστροφή τής αίρεσης τού Μωάμεθ. Έκανε ό,τι μπορούσε και περισσότερα από όσα μπορούσε, αλλά οι περισσότεροι Ευρωπαίοι ηγεμόνες ήσαν αργοί και νωθροί στην ανταπόκρισή τους προς τις ανάγκες τής χριστιανοσύνης.126 Στις παπικές παραινέσεις έδιναν φυσικά πολύ μεγαλύτερη προσοχή οι ανατολικοί ηγεμόνες, των οποίων η γη και οι λαοί ήσαν εκτεθειμένοι σε συνεχείς επιθέσεις από τούς Τούρκους. Νωρίτερα τον ίδιο μήνα (στις 4 Ιουνίου 1457) ο Κάλλιστος είχε γράψει στον Σκεντέρμπεη, να επιμείνει χωρίς αποθάρρυνση στον ρόλο του ως ισχυρός αθλητής και πραγματικός υπερασπιστής τής χριστιανικής πίστης, γιατί ο Θεός δεν θα εγκατέλειπε τον Σκεντέρμπεη, όπως δεν είχε εγκαταλείψει τον Χούνιαντι το προηγούμενο έτος. Τόσο το 1455 όσο και το 1456 οι Τούρκοι είχαν εισβάλει στην Αλβανία, ενώ έστελναν τώρα τεράστιο στρατό εναντίον τού Σκεντέρμπεη και τού φοβισμένου λαού του.127

Στις 20 Ιουνίου (1457) ο Κάλλιστος ενημέρωνε τον καρδινάλιο Καρβαχάλ ότι ο βασιλιάς Στέφανος Θωμάς τής Βοσνίας είχε μόλις στείλει δύο Φραγκισκανούς ως απεσταλμένους στη Ρώμη, με τη βασιλική διαβεβαίωση ότι σχεδίαζε να εισέλθει στη μάχη εναντίον των Τούρκων και ότι είχε σταματήσει τον φόρο υποτέλειας που πλήρωνε κάθε χρόνο στον σουλτάνο Μωάμεθ Β’. Ο Καρβαχάλ έπρεπε να βοηθήσει τον βασιλιά, στο μεγαλύτερο δυνατό βαθμό, στην αξιέπαινη απόφασή του να αντιταχθεί στην προέλαση τού Μωάμεθ προς την Αδριατική.128 Ο Στέφανος Θωμάς επιτέθηκε μάλιστα και κατέλαβε λίγα τουρκικά οχυρά στη Σερβία, αλλά στις αρχές τού 1458 κατέληξε σε συμφωνία με τον Μωάμεθ, ο οποίος φαίνεται ότι είχε επικυρώσει την κατοχή από τον Στέφανο τού μεγαλύτερου μέρους των κατακτήσεών του σε αντάλλαγμα για φόρο υποτέλειας 9.000 δουκάτων.129 Αν και καλός Καθολικός στο βασίλειο των Βογομίλων, ο Στέφανος Θωμάς δεν ήταν σταυροφόρος. Δεν είχε επίσης καταλάβει ότι δεν θα μπορούσε κανείς να πολεμά τούς Τούρκους και να κάνει μαζί τους ειρήνη, όπως υποδείκνυε το προσωπικό συμφέρον, η ευκαιρία ή η ευκολία. Λίγα χρόνια αργότερα ο γιος και διάδοχος τού Στέφανου, ο Στέφανος Τομάσεβιτς, ο τελευταίος Βόσνιος βασιλιάς, θα έχανε τη ζωή του εξαιτίας τής φιλοδοξίας τού πατέρα του.

Όμως κατά τη διάρκεια αυτών των ετών τα μάτια τής παπικής κούρτης, όπως κι εκείνα ολόκληρης τής Ευρώπης, ήσαν συχνά καρφωμένα πάνω στον Σκεντέρμπεη, ο οποίος, ψάχνοντας σχεδόν παντού για βοήθεια, απεύθυνε έκκληση στον δούκα τού Μιλάνου Φραντσέσκο Σφόρτσα. Ο Σφόρτσα απάντησε στις 20 Ιουνίου 1456, εκφράζοντας τη συμπάθειά του για τα δεινά των Αλβανών, «για τον κίνδυνο που κρέμεται πάνω από την εξοχότητά σας … ο οποίος προέρχεται από τον βασιλιά των απεχθέστατων Τούρκων, εναντίον εκείνης τής επαρχίας, που πρέπει να είστε έτοιμος να υπερασπιστείτε» (maximum imminent vestre Celsitudini periculum … quod a nephandissimo Turcorum rege contra provinciam illam vestram videtur preparari). Όμως δεν έστειλε βοήθεια στον Σκεντέρμπεη, υπενθυμίζοντάς του απλώς ότι ο Κάλλιστος Γ’ είχε ήδη στείλει εναντίον των Τούρκων τον παπικό στόλο υπό τον καρδινάλιο λεγάτο Λοντοβίκο Τρεβιζάν και ότι ο Aλφόνσο Ε’ τής Αραγωνίας-Νάπολης προετοιμαζόταν «με όλες τις δυνάμεις του» για επίθεση εναντίον τού σουλτάνου στη στεριά και στη θάλασσα.130

Ο Σκεντέρμπεης, ήδη βαθύτατα ανήσυχος για τις προδοτικές σχέσεις διαφόρων εξεχόντων Αλβανών με τούς Τούρκους, έγινε και πάλι μάρτυρας συντριπτικής εισβολής των Τούρκων στη χώρα του το κατακαλόκαιρο τού 1457. Στις 31 Ιουλίου ο δόγης Φραντσέσκο Φόσκαρι ενημερώθηκε ότι ο Σκεντέρμπεης είχε εγκαταλειφθεί από όλους τούς οπλαρχηγούς του, προφανώς είχε διαφύγει στα βουνά απέναντι σε τουρκικό στρατό περίπου ογδόντα χιλιάδων ανδρών, ο οποίος λεγόταν ότι αντιπροσώπευε «ολόκληρη τη δύναμη τού Μεγάλου Τούρκου» (tuta la possanza del Gran Turco).131 Στις 11 Σεπτεμβρίου (1457) ο πάπας Κάλλιστος έγραφε στον Σκεντέρμπεη ότι είχε λάβει τα απερίγραπτα άσχημα νέα από τον Αλβανό απεσταλμένο που είχε σταλεί στη Ρώμη. Υποσχόταν στον Σκεντέρμπεη κονδύλια από τα χρήματα που είχαν συγκεντρωθεί για τη σταυροφορία στην περιοχή τής Ραγούσας και στη Δαλματία, αν και οι πιεζόμενοι βασιλείς τής Ουγγαρίας και τής Βοσνίας ζητούσαν επίσης κεφάλαια από την ίδια πηγή για να τα χρησιμοποιήσουν εναντίον των Τούρκων.132 Επαινώντας την ανδρεία τού Σκεντέρμπεη και τη φήμη που είχε κερδίσει με τούς αγώνες του, ο Κάλλιστος έλεγε: «Γιατί δεν υπάρχει κανένας που να αγνοεί και να μη σάς εξυψώνει στον ουρανό με τα μεγαλύτερα εγκώμια και να μην αναγνωρίζει την εξοχότητά σας ως αληθινό αθλητή και υπερασπιστή τής χριστιανοσύνης…» (Nemo enim est tam ignarus rerum qui non summis laudibus ad celum te extollat, et de tua nobilitate tanquam de vero athleta et propugnatore nominis Christiani non loquatur…). Για να βοηθήσει τον Αλβανό αθλητή και υπερασπιστή, ο πάπας σκεφτόταν ακόμη και την εκτροπή του στόλου τού καρδιναλίου Λοντοβίκο Τρεβιζάν ή μέρους του από επιχειρήσεις στην ανατολική Μεσόγειο, εφόσον ήταν αναγκαίο. Σε κάθε περίπτωση ο Σκεντέρμπεης έπρεπε μόνο να κρατηθεί μέχρι τον επόμενο χειμώνα, μετά τον οποίο τεράστιος στρατός θα προχωρούσε εναντίον των δυνάμεων τού σουλτάνου, ανταποκρινόμενος στις προειδοποιήσεις, τις προσευχές και τα δάκρυα τού πάπα, για να πετύχει την πλήρη καταστροφή «αυτού τού τρελλού σκύλου και ερπετού, τού Τούρκου». Ο Σκεντέρμπεης θα έβλεπε να γίνονται θαύματα και θα μπορούσε να παρηγορηθεί για τις ζημίες του από το χαρούμενο θέαμα των Τούρκων που θα είχαν ηττηθεί και τραπεί σε φυγή. Ο Κάλλιστος δεν κομπορρημονούσε ματαίως, γιατί ο Θεός θα βοηθούσε την υπόθεσή τους. Το νικηφόρα θέαμα τού Βελιγραδίου παρουσιαζόταν στον Σκεντέρμπεη ως ελπίδα και προσδοκία τού μέλλοντος: «Αυτά ήσαν μεγάλα, αλλά ό Θεός θα κάνει ακόμη μεγαλύτερα για τη σωτηρία τού λαού του» (Magna hec fuerunt, sed maiora restant que deus faciet pro tutela populi sui). Η γη και η θάλασσα θα γέμιζαν σύντομα με χριστιανικά στρατεύματα για να εξολοθρεύσουν τον ολέθριο Τούρκο και γι’ αυτό ταίριαζε καλά στον Σκεντέρμπεη, «ως αδούλωτο στρατιώτη και αθλητή τού Χριστού», να υπομείνει με το συνηθισμένο θάρρος του την τουρκική επίθεση, η οποία σύντομα «θα εξαφανιζόταν». Στο μεταξύ όμως ο Κάλλιστος έστελνε τoν παπικό ασπιδοφόρο (scutifer) Ιωάννη τής Ναβάρρας στη Δαλματία, για να συλλέξει τα υπεσχημένα κεφάλαια και να τα μεταφέρει στον Σκεντέρμπεη, με τον οποίο ο Ιωάννης μπορούσε να παραμείνει για όσο διάστημα ο τελευταίος ήθελε να τον κρατήσει.133 Παραδόξως οι προσδοκίες τού Κάλλιστου για το μέλλον ήσαν δικαιολογημένες, γιατί τον Σεπτέμβριο τού 1457 ο Σκεντέρμπεης επιτέθηκε σε μεγάλο τουρκικό στρατό στην περιοχή τού όρους Τόμορ (Maj’-e-Tomorrit, έντεκα μίλια ανατολικά τού Μπεράτ) και αιφνιδιάζοντας τούς εισβολείς πέτυχε σημαντική νίκη εναντίον τους.134

Ο Σκεντέρμπεης δεν ήταν μόνο ένας από τούς πιο αξιόλογους στρατιώτες τού 15ου αιώνα. Ήταν επίσης πολιτικός ρεαλιστής. Ο ιστορικός ο οποίος μελετά τις αρχειακές πηγές που έχουν σχέση με τη σταδιοδρομία του, βρίσκει σταθερή απόδειξη τής σαφήνειας τού οράματος τού Σκεντέρμπεη. Όπως και οι πάπες, είχε μια μόνο άποψη για το τι σήμαινε καλές σχέσεις με τούς Τούρκους. Έπρεπε να τούς πολεμά πάντοτε, κάνοντας ειρήνη (όπου ήταν δυνατόν) μόνο για να κερδίσει χρόνο για περαιτέρω προετοιμασίες για πόλεμο. Όσο κι αν οι Ενετοί, οι Γενουάτες και οι Μωραΐτες Έλληνες προσπαθούσαν να σταθμίσουν τα υπέρ και τα κατά τής ειρηνικής συνύπαρξης με τούς Τούρκους, ο Σκεντέρμπεης πίστευε ότι το ύστατο τίμημα μάς τέτοιας ειρήνης θα ήταν η ταπεινωτική δουλεία. Οποιαδήποτε αίσθηση τιμής κι αν διατηρούσαν οι προγενέστεροι σουλτάνοι, ο Μωάμεθ Β’ ήταν ανεμπόδιστος από ηθικούς ενδοιασμούς. Αδίστακτος εγωιστής, αλαζονικός ονειροπόλος, δεν απέδιδε καμιά αξία στην ανθρώπινη ζωή και λίγο ενδιαφερόταν για την αξιοπρέπεια των άλλων. Ως ηγεμόνας κράτους σκλάβων, η αντίληψή του για κατάκτηση τού κόσμου ήταν απλώς η υποδούλωση τής ανθρωπότητας. Οι πάπες, από καιρό εχθροί τής αυτοκρατορικής φιλοδοξίας, είτε αυτή εκδηλωνόταν στο Βυζάντιο ή στη Γερμανία, δεν μπορούσαν παρά να θεωρούν τον Μεγάλο Τούρκο διπλά αποκρουστικό, τόσο ως κατακτητή όσο και ως άπιστο. Δεν είναι περίεργο ότι στράφηκαν προς τον Σκεντέρμπεη ως υπερασπιστή τους. Η πολιτική του φιλοδοξία περιοριζόταν στην Αλβανία, όπου προσπαθούσε να δημιουργήσει συγκεντρωτικό κράτος εκβάλλοντας τούς διαπληκτιζόμενους οπλαρχηγούς από τα ορεινά τους φρούρια. Αλλά κι αυτοί είχαν την προσήλωση τού ορεσίβιου στην ανεξαρτησία και συχνά έκαναν έκκληση στον Μεγάλο Τούρκο για να τούς βοηθήσει εναντίον τής τυραννίας τού Σκεντέρμπεη. Όμως υπήρχε μια διαφορά μεταξύ των δύο αυτών αλβανικών απόψεων για την ελευθερία. Οι οπλαρχηγοί κοίταζαν προς τα πίσω με νοσταλγία για ένα χαοτικό παρελθόν, ενώ ο Σκεντέρμπεης προσέβλεπε στη δημιουργία ενός συγκεντρωτικού χριστιανικού κράτους. Η τουρκική κυριαρχία θα κατόρθωνε να εμφυσήσει στους Αλβανούς τα χειρότερα χαρακτηριστικά των δύο αυτών κόσμων, τουλάχιστον κατά τη γνώμη τού Σκεντέρμπεη, επιβάλλοντας την αυθαίρετη εξουσία που φοβούνταν οι οπλαρχηγοί και αποσυνδέοντας την Αλβανία από την «Χριστιανική δημοκρατία», την κοινοπολιτεία τής Ευρώπης.

<-5. Κίνδυνοι και προβλήματα μετά την άλωση τής Κωνσταντινούπολης (1453-1455) 7. Ο Πίος Β’, η διάσκεψη τής Μάντουα και η τουρκική κατάκτηση τού Μοριά (1458-1461)->
error: Content is protected !!
Scroll to Top