05. Κίνδυνοι και προβλήματα μετά την άλωση τής Κωνσταντινούπολης (1453-1455)

<-4. Η πολιορκία και η άλωση της Κωνσταντινούπολης (1453) 6. Ο Κάλλιστος Γ’ και η πολιορκία τού Βελιγραδίου. Ο Μωάμεθ Β’ και η Αλβανία (1455-1458)->

5
Κίνδυνοι και προβλήματα μετά την άλωση τής Κωνσταντινούπολης (1453-1455)

Image Image

Η άλωση τής Κωνσταντινούπολης φαίνεται ότι είχε κάνει τόσο μεγάλη εντύπωση στην Ευρώπη και στην Ανατολή, όσo η πτώση τής Ρώμης σχεδόν χίλια χρόνια πριν. Η είδηση έφτασε στη Βενετία την Παρασκευή 29 Ιουνίου, ενώ το Μεγάλο Συμβούλιο συνεδρίαζε. Ένα γρήγορο σκάφος, ένα «γκρίππο» από την Κέρκυρα, που έφερνε επιστολές από τη Ναύπακτο (Λεπάντο), έπιασε στην ξύλινη σκάλα αποβίβασης στη «Λεκάνη» (Μπατσίνο) μπροστά στην πλατεία τού Αγίου Μάρκου. Οι άνθρωποι στέκονταν στα παράθυρά τους και στα μπαλκόνια, «περιμένοντας ανάμεσα σε ελπίδα και φόβο να μάθουν τα νέα που έρχονταν, είτε για την πόλη τής Κωνσταντινούπολης ή για τις γαλέρες τής Ρωμανίας». Ανησυχούσαν για νέα από κάποιον πατέρα, γιο ή αδελφό. Οι επιστολές παρουσιάστηκαν στη Σινιορία, κατά πάσα πιθανότητα στην Αίθουσα τού Κολλεγίου (Sala del Collegio). Διαδόθηκε αμέσως στο Μεγάλο Συμβούλιο ότι η Κωνσταντινούπολη είχε καταληφθεί και ότι όλοι άνω των έξι ετών είχαν σκοτωθεί. Όλες οι ψηφοφορίες στο Συμβούλιο αναβλήθηκαν. Υπήρχαν κραυγές και βογγητά, ενώ άλλοι έσφιγγαν τα χέρια τους ή χτυπούσαν τα στήθη. Την ώρα που κάποιος έκλαιγε για συγγενή, άλλος θρηνούσε την απώλεια τής περιουσίας του στον Βόσπορο. Όταν έγινε σιωπή, με εντολή τής Σινιορίας ο γραμματέας των Δέκα, ο Λοντοβίκο Μπεβαζάν, διάβασε «με δυνατή φωνή» (ad alta voce), προφανώς στην Αίθουσα τού Μεγάλου Συμβουλίου (Sala del Maggior Consiglio) επιστολή από την αποικιακή κυβέρνηση τής Κέρκυρας, για «την προειδοποίηση που υπήρχε σε επιστολή από τη Ναύπακτο, που είχε ακουστεί ότι η Κωνσταντινούπολη ζητούσε» (la qual avisava haver per lettere da Nepanto exaudito Constantinopoli esser prexo). Ο θρήνος έδωσε τη θέση του σε αντεγκλήσεις και όλοι κατηγορούσαν τη Σινιορία και το Κολλέγιο για αμέλεια, ενώ μέμφονταν «εκείνους που είχαν γράψει λανθασμένα από την Κωνσταντινούπολη ότι ο τουρκικός στρατός δεν θα ερχόταν…».1

Την ίδια μέρα, στις 11 περίπου το πρωί, κάποιος Μπαττίστα ντε Φράνκι και κάποιος Πιέρο Στέλλα έγραφαν στον δόγη τής Γένουας Πιέτρο ντι Καμποφρεγκόζο και στους «αξιωματούχους τής Ρωμανίας» τα νέα που μόλις είχαν μάθει στο παλάτι τού δόγη στη Βενετία. Τότε ακριβώς είχε έρθει ένα «γκρίππο» από την Κέρκυρα με δύο (όπως έλεγαν) επιστολές, μία από τον καστελλάνο τής Μεθώνης και μια άλλη από τον βαΐλο τού Nεγκροπόντε. Στις 28 Μαΐου ή κάπου τότε, πληροφορούσαν τον δόγη, ο σουλτάνος είχε πάρει το Πέρα με τη δύναμη των όπλων, στις 11 περίπου το πρωί, σκοτώνοντας όλους, εκτός από τα παιδιά. Στις 29 τού μηνός είχε καταλάβει την Κωνσταντινούπολη, ενώ πάλι τούς είχε σκοτώσει όλους. Δύο μεγάλες ενετικές γαλέρες και μια ελαφριά γαλέρα είχαν διαφύγει ως εκ θαύματος με όλους τούς επιβαίνοντες, αλλά οι επιστολές από τη Μεθώνη και το Νεγκροπόντε δεν περιείχαν λέξη για τα γενουάτικα πλοία στον Κεράτιο κόλπο. Οι Ενετοί βρίσκονταν σε τέτοια απόλυτη απόγνωση, που οι Μπαττίστα ντε Φράνκι και Πιέρο Στέλλα δεν είχαν ακόμη τολμήσει να ζητήσουν αντίγραφα των επιστολών.2

Την επόμενη μέρα, στις 30 Ιουνίου, η ενετική κυβέρνηση έγραφε στον πάπα Νικόλαο Ε’:

Μολονότι υποθέτουμε, πολυευλογημένε πατέρα, ότι τόσο με επιστολές τού αιδεσιμότατου πατέρα, τού άρχοντα αρχιεπισκόπου Ραγούσας (Τζάκοπο Βενιέρ τού Ρεκανάτι), τού εδώ παπικού σας λεγάτου, καθώς και από άλλες πηγές, η Αγιότητά σας έχει πιθανώς κατορθώσει να μάθει πριν από αυτή την επιστολή για τη φρικτή και θλιβερότατη πτώση των πόλεων τής Κωνσταντινούπολης και τού Πέρα…3

Στην πραγματικότητα ο πάπας δεν είχε ακόμη ενημερωθεί. Η είδηση έφτασε στη Μπολώνια στις 4 Ιουλίου4 και στη Ρώμη στις 8 τού μηνός. Ο δημοφιλής ιεροκήρυκας αδελφός Ρομπέρτο τού Λέτσε έκανε την ανακοίνωση στον λαό. Η Ρώμη αποτελούσε για εβδομάδες σκηνικό μεγάλου θρήνου, καθώς και φημών ότι η Κωνσταντινούπολη δεν είχε πέσει ή ότι οι Τούρκοι ετοιμάζονταν ήδη για επίθεση στη Ρώμη.5

Στις 18 Ιουλίου (1453) η Ενετική Γερουσία ενημέρωνε τον παπικό λεγάτο, τον αρχιεπίσκοπο Ραγούσας Ιάκωβο, ο οποίος ήταν απασχολημένος με την προοπτική σταυροφορίας, ότι οι κτήσεις τους στην Ελλάδα και την Ανατολική Μεσόγειο, οι οποίες είχαν απολαύσει πάνω από δύο αιώνες ειρήνης, [!] δεν ήσαν ούτε οχυρωμένες ούτε εξοπλισμένες για να αντιμετωπίσουν τον μεγάλο κίνδυνο στον οποίο βρίσκονταν τώρα και ότι αν χάνονταν, ο Τούρκος δεν θα είχε δυσκολία να εισέλθει στην Απουλία.6 Περίπου τότε (στις 19 Ιουλίου) ο καρδινάλιος Γκυγιώμ ντ’ Ετουβίλ έγραφε στον Φραντσέσκο Σφόρτσα, τον δούκα τού Μιλάνου, ότι ο τελευταίος γνώριζε φυσικά ότι ο «Μεγάλος Τούρκος» είχε πάρει την Κωνσταντινούπολη, «αν και τώρα κάποιοι προσπαθούν να πουν ότι έχει ως εκ θαύματος ανακτηθεί, πράγμα που είναι δυνατό, αλλά όχι πιθανό». Ο πάπας θεωρούσε την καταστροφή ως «ντροπή τής χριστιανοσύνης» (vergogna de la christianitade) και συμφωνούσε με τούς συμβούλους του ότι, αν ήταν δυνατό, έπρεπε να εγκαθιδρυθεί ειρήνη στην Ιταλία. (Οι Ενετοί, όπως θα σημειώσουμε, είχαν δώσει πολύ μεγαλύτερη προσοχή κατά τη διάρκεια τού χειμώνα τού 1452-1453 στον πόλεμό τους με το Μιλάνο παρά στα δεινά τής Κωνσταντινούπολης.) Για τον σκοπό αυτόν ο καρδινάλιος Ντομένικο Καπράνιτσα είχε μόλις φύγει για τη Νάπολη ως παπικός λεγάτος στον Αλφόνσο Ε’ τής Αραγωνίας-Καταλωνίας και ο καρδινάλιος Χουάν ντε Καρβαχάλ θα έφευγε την επόμενη μέρα για τη Φλωρεντία, το Μιλάνο και τη Βενετία.7 Χρόνια αργότερα ο Μαρίνο Σανούντο, ο μορφωμένος ιστορικός των δόγηδων τής Βενετίας, συνόψιζε την κατάσταση:

Η είδηση τής απώλειας τής Κωνσταντινούπολης προκάλεσε μεγάλο τρόμο ανάμεσα στους χριστιανούς και ο πάπας έστειλε αμέσως μήνυμα στη Σινιορία ότι οι Ενετοί έπρεπε να εξοπλίσουν πέντε γαλέρες κατά των Τούρκων με δικές του δαπάνες και ξεκίνησε τη σταυροφορία. Εκείνοι που θα πήγαιναν με αρμάδα ή από ξηράς εναντίον των Τούρκων θα έπαιρναν τα πλήρη ωφελήματα τού ιωβηλαίου. Όποιος στρατιώτης αρνιόταν τη στρατολόγηση και απέφευγε να πάει, θα αφοριζόταν. Η Γερουσία αποφάσισε να στείλει πρεσβευτή στον άρχοντα Τούρκο, για να ζητήσει από αυτόν τούς άνδρες μας που είχαν πιαστεί αιχμάλωτοι στην Κωνσταντινούπολη, γιατί είχαμε καλή ειρήνη [buona pace] μαζί του. Εκλέχτηκε ο Μπαρτολομέο Μαρτσέλλο. Αποδέχτηκε την αποστολή και πήγε. Αποφασίστηκε επίσης ότι ο ναυτικός γενικός διοικητής Τζάκοπο Λορεντάν έπρεπε να πάει με δώδεκα γαλέρες για να προστατεύσει το Νεγκροπόντε.8

Αν και ο Σανούντο παρουσιάζει τα γεγονότα κάπως εκτός σειράς, αυτά είναι ουσιαστικά ακριβή.

Ο Ενετός απεσταλμένος Μπαρτολομέο Μαρτσέλλο έφτασε στην Ισταμπούλ με ασφάλεια και εργάστηκε εκεί με καλά αποτελέσματα, βρίσκοντας προφανώς τον σουλτάνο Μωάμεθ εύκολο στη διαπραγμάτευση, «να τον αντιμετωπίζει με ευγένεια, έχοντας κάνει όλη την αμαρτία» (avendo impetrato tutto da lui benignamente). Όταν ο Mαρτσέλλο επέστρεψε στα μέσα τού έτους 1454, έφερε μαζί του τη γνωστή τουρκο-ενετική ειρήνη τής 18ης Απριλίου. Ο Μεχμέτ είχε στείλει μαζί του έναν από τούς «σκλάβους» του, για να πάρει τον όρκο των δόγηδων, αν η Σινιορία θεωρούσε τούς όρους ικανοποιητικούς. Ήσαν αρκετά ικανοποιητικοί, γιατί η νέα συνθήκη αποτελούσε σε μεγάλο βαθμό επανεπιβεβαίωση εκείνης που είχε συναφθεί στις 10 Σεπτεμβρίου 1451.9 Τον Απρίλιο τού 1454 η ειρήνη τού Λόντι, στην οποία θα έρθουμε σε λίγο, είχε επιβάλει την ειρήνευση στην Ιταλία10 και οι Ενετοί βρίσκονταν απελευθερωμένοι από τα επαχθή βάρη τού πολέμου τόσο στο εσωτερικό όσο και στο εξωτερικό. Ο Μαρτσέλλο στάλθηκε πίσω στην Ισταμπούλ, για να συζητήσει την τροποποίηση ορισμένων άρθρων και δεδομένου ότι από τούς όρους τής συνθήκης οι Ενετοί είχαν τη δυνατότητα να διατηρούν βαΐλο στον Βόσπορο για να προεδρεύει επί τής εμπορικής τους αποικίας, ο Μαρτσέλλο διορίστηκε στη θέση αυτή με ετήσιο μισθό 1.000 δουκάτων.

Σύμφωνα με τον Σανούντο η Βενετία είχε βρεθεί κάτω από την τεράστια (ετήσια) δαπάνη των 550.000 δουκάτων για τούς ιταλικούς της πολέμους, ενώ για αρμάδα σαρανταπέντε γαλερών και οκτώ άλλων πλοίων ο γενικός διοικητής Τζάκοπο Λορεντάν ζητούσε επιπλέον 120.000 δουκάτα ετησίως. Με τις συνθήκες τού Λόντι και τής Ισταμπούλ η Βενετία είχε απαλλαγεί από μεγάλο μέρος αυτής τής δαπάνης. Σύμφωνα με τούς όρους τής 18ης Απριλίου 1454 η Πύλη και η Σινιορία ορκίζονταν να διατηρούν μεταξύ τους «ειρήνη και φιλία» (la pace et amicizia), με πλήρη σεβασμό για τα δικαιώματα και τις περιουσίες των δύο συμβαλλομένων μερών. Η Βενετία, όπως και με τη συμφωνία τού 1451, εξασφάλιζε προστασία για τα πλοία και τα αγαθά των πολιτών της σε ολόκληρη την οθωμανική επικράτεια, ελεύθερη είσοδο και έξοδο στους λιμένες, συμπεριλαμβανομένης τής Ισταμπούλ, καθώς και το δικαίωμα να αγοράζουν και να πωλούν, «όντας ασφαλείς στη θάλασσα και στη στεριά», υποσχόταν ο Μεχμέτ, «όπως συνηθιζόταν πριν, στην εποχή τού πατέρα μου». Οι Ενετοί ήσαν μόνο υποχρεωμένοι να καταβάλουν φόρο δύο τοις εκατό επί των πωλήσεων και να χορηγούν σε Τούρκους εμπόρους τα ίδια δικαιώματα σε ενετικά λιμάνια, όπως εκείνα που απολάμβαναν αυτοί στα λιμάνια τού σουλτάνου. Και οι δύο δυνάμεις δεσμεύονταν να μη βοηθούν η μια τούς εχθρούς τής άλλης, στο οποίο οι Ενετοί συγκατατέθηκαν χαρούμενα, επτά περίπου μήνες μετά την παπική εξαγγελία σταυροφορίας. Από την ενετική άποψη φαινόταν να είναι καλή ειρήνη και να καλύπτει τις ανάγκες τής Δημοκρατίας, αν όχι εκείνες τής χριστιανοσύνης.11

Καλή ήταν αυτή η διαπραγμάτευση ειρήνης, όπως έχει παρατηρήσει ο Χέυντ, «αλλά η κατάσταση ήταν πολύ πιο ελκυστική στα χαρτιά απ’ ό,τι στην πραγματικότητα». Στην οθωμανική Ισταμπούλ οι Ενετοί ζούσαν σε ατμόσφαιρα συνεχούς διαταραχής. Οι Τούρκοι δεν ήσαν καθόλου πολιτισμένοι και οι έμποροι τού Αγίου Μάρκου συχνά θυμούνταν με έντονη νοσταλγία τις παλιές καλές ημέρες τού Βυζαντίου. Ανά πάσα στιγμή ο σουλτάνος μπορούσε να παραδοθεί σε παροξυσμό πάθους ή βαρβαρότητας. Όσο συμφιλιωτική κι αν ήταν η πολιτική τής κυβέρνησης τής πατρίδας, οι Ενετοί δυσκολεύονταν να συμβιώσουν αρμονικά με τούς πολεμοχαρείς Τούρκους, οι οποίοι έβλεπαν με περιφρόνηση τούς εμπόρους οικογενειών ευγενών ως απλούς γυρολόγους. Ο Ενετός βαΐλος στην Ισταμπούλ έπαιρνε ασυνήθιστα μεγάλο μισθό, αλλά τον δικαιούνταν. Λαμβάνοντας υπόψη τη σύγκρουση συμφερόντων η οποία, με δεδομένη την ακόρεστη φιλοδοξία τού σουλτάνου, ήταν βέβαιο ότι θα προέκυπτε μεταξύ Πύλης και Σινιορίας, ο βαΐλος κανένα πρωινό δεν μπορούσε να είναι σίγουρος ότι δεν θα περνούσε τη νύχτα στη φυλακή. Η μοίρα τού Τζιρολάμο Μινόττο βρισκόταν πάντοτε μπροστά του. Οι Ενετοί θρηνούσαν ίσως το τέλος τής Βυζαντινής αυτοκρατορίας σχεδόν όσο και οι Έλληνες.12

Η ανάκτηση τής Κωνσταντινούπολης και όχι τής Ιερουσαλήμ γινόταν τώρα το σταυροφορικό ιδανικό των Ευρωπαίων, καθώς αυτοί παρακινούνταν στην εξέταση τού πολέμου εναντίον των απίστων. Και υπήρχαν πολλοί τέτοιοι. Η σημασία τής τουρκικής νίκης τής 29ης Μαΐου 1453 γρήγορα διείσδυσε ακόμη και στον ονειρικό κόσμο των ιπποτικών μορφών και τελετών, που εύρισκε κάποιος ακόμη στην αυλή τής Βουργουνδίας, ενώ στις 17 Φεβρουαρίου 1454 ο δούκας Φίλιππος ο Καλός και οι Ιππότες τού Χρυσόμαλλου Δέρατος έδιναν επίσημους σταυροφορικούς όρκους στη Λιλ, εν μέσω τού πανέμορφου και (για εμάς) μελοδραματικού θεάματος που συνόδευε την περίφημη Γιορτή τού Φασιανού.13

Αν οι Ενετοί έβλεπαν την τουρκική επιτυχία με απογοήτευση, οι Γενουάτες την έβλεπαν με τρόμο. Η κατάληψη τού Πέρα (Γαλατά) από τον Μωάμεθ Β’ είχε έρθει σε κακή στιγμή τής με πολλά σκαμπανεβάσματα τύχης τής Γένουας, η οποία δεν μπορούσε να κάνει τίποτε, παρά να φοβάται για το μέλλον τού Καφφά και τής εμπορικής εταιρείας ή Μαχόνα τής Χίου. Δεδομένου ότι το κράτος διέθετε λιγοστούς πόρους και βρισκόταν σε πόλεμο με τη Νάπολη, ήταν παράλογο να σκεφτεί και πόλεμο με την Πύλη. Ήταν δύσκολο ακόμη και να βρει τούς απαραίτητους πόρους για την αποστολή πρεσβείας στην Ισταμπούλ. Όμως στις 11 Μαρτίου 1454 διορίστηκαν τελικά δύο απεσταλμένοι, οι Λουτσιάνο Σπίνολα και Μπαλντασάρε Μαρούφφο, με εντολή να προχωρήσουν χωρίς καθυστέρηση προς την Ισταμπούλ, σταματώντας πρώτα στη Χίο και στη συνέχεια στο Πέρα, προκειμένου να μάθουν ό,τι μπορούσαν για τις συνθήκες στην οθωμανική αυλή και για τη γενική διάθεση τού σουλτάνου, ώστε να έχουν αυτές τις πληροφορίες ως οδηγό για το πόσα θα μπορούσαν να ζητήσουν και με τι πιθανότητες επιτυχίας. Μόλις έφταναν ενώπιον τού σουλτάνου, έπρεπε να τον συγχαρούν για την κατάληψη τής Κωνσταντινούπολης, η οποία υπό την κυριαρχία του μπορούσε πια να προσβλέπει σε νέα εποχή ευημερίας! Αν οι προηγούμενες διαβουλεύσεις τους στη Χίο και το Πέρα είχαν υπάρξει αισιόδοξες, έπρεπε να κάνουν ειδική έκκληση για το Πέρα, το οποίο χωρίς δική του άμυνα αναπόφευκτα θα χανόταν, μετατρεπόμενο σε ανασφαλές καταφύγιο για τούς εμπόρους και ανασφαλή σταθμό για τα εμπορεύματα. Έπρεπε να προσπαθήσουν να κερδίσουν την επιστροφή τού Πέρα στη Γένουα και να εξασφαλίσουν άδεια για την επισκευή των τειχών και των πύργων του, γιατί μόνο έτσι θα μπορούσε ο Μεχμέτ να ελπίζει να δει τον τόπο να ξαναγίνεται πλούσια αγορά πολύτιμων λίθων, ωραίων υφασμάτων, μεταξωτών και άλλων ευχάριστων αντικειμένων. Όμως δεν έπρεπε να συζητήσουν το ενδεχόμενο φόρου υποτέλειας, αν ο σουλτάνος έθετε το ερώτημα, εκτός αν τούς φαινόταν κατάλληλη ευκαιρία για να ζητήσουν την επιστροφή τού Πέρα στη Δημοκρατία. Αν δεν μπορούσαν να εξασφαλίσουν καμία παραχώρηση από αυτόν, έπρεπε να ζητήσουν το έλεός του για τούς κατοίκους τού Πέρα, των οποίων τις προσευχές έπρεπε επίσης να τού διαβιβάσουν. Στη (μάλλον απίθανη) περίπτωση επιτυχίας τους, οι δύο απεσταλμένοι έπρεπε να τραβήξουν κλήρο για να δουν ποιος από τούς δύο θα έπαιρνε το αξίωμα τού ποντεστά (δημάρχου) και θα αναλάμβανε το έργο τής επανοχύρωσης τού Πέρα. Έπρεπε επίσης να εξασφαλίσουν γραπτώς, αν μπορούσαν, την εγγύηση τού σουλτάνου για την ελευθερία τού γενουάτικου εμπορίου και ναυτιλίας, καθώς και πρόσβαση στη Μαύρη Θάλασσα, όπου τώρα ο Καφφάς κρεμόταν σαν ώριμο μήλο σε δέντρο. Η άδεια εξαγωγής σιτηρών από την οθωμανική επικράτεια ήταν άλλο αίτημα. Η αποστολή που ανατέθηκε στους Σπίνολα και Μαρούφφο αντιπροσώπευε τον θρίαμβο των ευσεβών πόθων επί τής κοινής λογικής, ενώ ύστερα από διαβούλευση με τούς συμπατριώτες τους στη Χίο, το Πέρα και την Αδριανούπολη, όπως προτείνει ο Χέυντ, είναι πολύ πιθανό ότι οι δυστυχείς απεσταλμένοι δεν παρουσίασαν ποτέ την αναφορά τους στον σουλτάνο, πράγμα το οποίο θα ήταν επίσης σύμφωνο με τις οδηγίες που είχαν. Ο Μαρούφφο πέθανε στο ταξίδι τής επιστροφής, ενώ ο Σπίνολα αργότερα πρόβαλε την κακή κατάσταση τής υγείας του ως λόγο τής άρνησής του να επιστρέψει στην Ισταμπούλ σε δεύτερη παρόμοια αποστολή.14

Η απροθυμία τού Σπίνολα να αντιμετωπίσει και πάλι τον Μεγάλο Τούρκο δεν ήταν μεγαλύτερη από εκείνη τής κυβέρνησής του, η οποία είχε παραδώσει τον Καφφά και όλες τις άλλες κτήσεις της στη Μαύρη Θάλασσα στην Τράπεζα τού Αγίου Γεωργίου (Uffizio di S. Giorgio), με ανέκκλητη παραχώρηση που συμφωνήθηκε στο Δημόσιο Ανάκτορο (Παλάτσο Πούμπλικο) τής Γένουας λίγο μετά το μεσημέρι τής Πέμπτης 15 Νοεμβρίου 1453. Η Τράπεζα τού Αγίου Γεωργίου αποκτούσε τον Καφφά και τις άλλες αποικίες με πλήρη κυριαρχία, με το δικαίωμα να διορίζει όλους τούς αξιωματούχους, να νομοθετεί για τούς κατοίκους και να εκδικάζει υπό τη δικαιοδοσία της ακόμη και υποθέσεις που οδηγούσαν σε θανατική καταδίκη. Η Τράπεζα, η οποία ιδρύθηκε το 1407, διέθετε μεγαλύτερους πόρους από την φτωχή Δημοκρατία τής Γένουας. Οι διευθυντές (protectores, προστάτες) τής Τράπεζας άρχιζαν πιο δυναμικά να δίνουν προσοχή στην επισκευή των οχυρώσεων και στη μεταρρύθμιση τής διοίκησης τού Καφφά καθώς και τού Σάμαστρι (την ελληνιστική Άμαστρι, σήμερα Άμασρα, στην Τουρκία). Όμως ο διαρκής κίνδυνος για τούς άνδρες και τα πλοία που έπρεπε να περνούν κάτω από τα κανόνια τού Ρούμελι Χισάρ και τού Αναντολού Χισάρ, καθώς και το μεγάλο κόστος που συνδεόταν με τέτοιες δύσκολες και απομακρυσμένες επιχειρήσεις, μείωσαν γρήγορα τον ζήλο των διευθυντών για δικαιοσύνη, αποτελεσματικότητα και για την τιμή τού Αγίου Γεωργίου. Έπρεπε να ληφθούν υπόψη οι μέτοχοι. Η Τράπεζα είχε υποχρεωθεί να μειώσει το μέρισμά της από επτά σε τέσσερα τοις εκατό, ενώ οι κάτοικοι τού Καφφά πλήρωναν προφανώς στην Πύλη από χρόνο σε χρόνο φόρο υποτέλειας 3.000 ενετικών δουκάτων, τον οποίο πρεσβεία σταλμένη από την αποικία είχε διαπραγματευθεί για το 1454-1455.15

Η πόλη και το νησί τής Χίου, που ήταν αρκετά σημαντικό πριν από την πτώση τής Κωνσταντινούπολης, έγινε (μετά την τουρκική κατάληψη τού Πέρα) το κύριο γενουάτικο φυλάκιο στην Ανατολική Μεσόγειο. Υπήρχε λοιπόν κάθε λόγος που οι «μαχονέζοι» προειδοποιούσαν επισήμως το φθινόπωρο τού 1454 τον Γενουάτη δόγη Πιέτρο ντι Καμποφρεγκόζο και το Συμβούλιο των Γερόντων (Anziani), ότι όσο τα πλοία και τα εμπορεύματα τής Δημοκρατίας συγκεντρώνονταν όλο και περισσότερο στο νησί, ο κίνδυνος από τούς Τούρκους θα γινόταν ακόμη μεγαλύτερος, «εκτός αν η πόλη [της Χίου] οχυρωνόταν με ισχυρότερα τείχη και επάλξεις και προστατευόταν από μεγαλύτερη φρουρά». Λαμβάνοντας υπόψη την εντυπωσιακή δύναμη των Τούρκων σε στεριά και θάλασσα, καθώς και την τόλμη και απληστία τού σουλτάνου Μωάμεθ Β’, η επανοχύρωση τής Χίου και των λιμενικών της εγκαταστάσεων είχε καταστεί σοβαρή αναγκαιότητα. Όμως ο φόβος τού σουλτάνου είχε ήδη επιβάλει τις πιο τρομακτικές οικονομικές επιβαρύνσεις στη Μαχόνα. Ο ανυπόφορα μεγάλος ετήσιος φόρος που έπρεπε να καταβάλει η νησιωτική εταιρεία στην Πύλη καθιστούσε απολύτως αδύνατη τη μέριμνα για την κατάλληλη οχύρωση τής Χίου από τα τρέχοντα έσοδα. Οι συνθήκες είχαν γίνει τέτοιες, ώστε η κοινότητα τής Γένουας έπρεπε η ίδια να τείνει χείρα βοηθείας. Υπήρχε επιτακτική ανάγκη, όπως διαβάζουμε, οικονομικής επιδότησης για τη διατήρηση τής Χίου, αλλά οι «μαχονέζοι» συνειδητοποιούσαν ότι η κυβέρνηση στην πατρίδα βρισκόταν αντιμέτωπη με τούς δικούς της κινδύνους και προβλήματα κι έτσι δεν τολμούσαν να ζητήσουν τη βοήθεια, που στην πραγματικότητα απαιτούσε η κατάσταση έκτακτης ανάγκης. Οι «μαχονέζοι» λοιπόν πρότειναν ως εναλλακτική λύση, όσο ανεπαρκής κι αν ήταν αυτή, την πληρέστερη χρησιμοποίηση τοπικών πόρων για το δημόσιο συμφέρον, αυξάνοντας τον εισαγωγικό δασμό που καταβαλλόταν από αλλοδαπούς, καθώς και τον φόρο επί τού κρασιού, διπλασιάζοντας τα τέλη μεσιτείας τής κυβέρνησης σε όλες τις αγορές, πωλήσεις και ανταλλαγές, καταργώντας την εξαίρεση των Λατίνων αστών από την πληρωμή τού χαρατσιού (kharaj, caragium) που επιβαλλόταν σε όλα τα ακίνητα με στόχο να καλύψει τον τουρκικό φόρο υποτέλειας και απαιτώντας περαιτέρω από τούς Λατίνους αστούς ετήσια συνεισφορά σε τρόφιμα (provisio victualium), όπως εκείνη την οποία ήσαν υποχρεωμένοι να καταβάλλουν οι Έλληνες, Εβραίοι και άλλοι, παρά την προηγούμενη απαλλαγή των αστών από αυτή την επιβολή.16 Στις 18 Δεκεμβρίου 1454, αφού εξέτασαν επί δύο μέρες την αναφορά των «μαχονέζων», ο δόγης και οι Γέροντες (Anziani) έκαναν αποδεκτά όλα τα αιτήματά τους, τα οποία επιβεβαιώθηκαν από τούς αξιωματούχους τού ταμείου την επόμενη μέρα και καταγράφηκαν από τον αρχιγραμματέα (καγκελλάριο) στις 20 τού μηνός.17 Ήταν απαραίτητο να γίνει κάτι, αλλά βέβαια λίγα μπορούσαν να γίνουν. Η γενουάτικη κατοχή τής Χίου θα εγκαταλειπόταν, όταν ο Οθωμανός σουλτάνος αποφάσιζε ότι είχε έρθει η ώρα.

Προς στιγμή φαινόταν ότι είχε έρθει η ώρα, όταν την άνοιξη και το καλοκαίρι τού 1455 ο Τούρκος ναύαρχος Χαμζά μπέης, ύστερα από επιδρομές στα οχυρά των Ιωαννιτών Ιπποτών στη Ρόδο και αλλού,18 κατεύθυνε τον μεγάλο στόλο του προς το λιμάνι τής Χίου, η οποία αμυνόταν καλύτερα απ’ όσο θα πίστευε η γενουάτικη κυβέρνηση ύστερα από το αίτημα των «μαχονέζων» το 1454. Αν και ο Χαμζά μπέης αποβίβασε στρατιώτες στη Χίο, χωρίς κανόνια και πολιορκητικό εξοπλισμό, δεν επιτέθηκε στα τείχη τής πόλης, ούτε στις λιμενικές εγκαταστάσεις, αλλά απαίτησε την καταβολή 40.000 δουκάτων, τα οποία υποτίθεται ότι χρωστούσαν οι «μαχονέζοι» στον Φραντσέσκο Ντραππέριο για στυπτηρία που είχε παραδοθεί στη Χίο. Ο Ντραππέριο, Γενουάτης κάτοικος Γαλατά, τον οποίο έχουμε συναντήσει ως φίλο τού Κυριάκου Αγκωνίτη, ήταν από καιρό ευνοούμενος τής Πύλης. Φαίνεται ότι είχε εκχωρήσει στον σουλτάνο το χρέος, το οποίο οι «μαχονέζοι» ισχυρίζονταν ότι είχαν εξοφλήσει.19 Ο Ντραππέριο βρισκόταν μάλιστα πάνω σε τουρκικό σκάφος, παρακολουθώντας με ηρεμία την αναποτελεσματική προσπάθεια τού Χαμζά μπέη να εισπράξει τα χρήματα. Αφού λεηλάτησε τμήματα τού νησιού και πήρε μαζί του υπό κράτηση δύο διστακτικούς Χίους απεσταλμένους, ο Χαμζά μπέης απέπλευσε για την Κω (Στάνκιο, Ιστανκιόι), όπου έθεσε υπό ανεπιτυχή πολιορκία το ορεινό κάστρο για τρεις εβδομάδες. Η Κως ήταν εξάρτηση των Ιωαννιτών, των οποίων η επίμονη άρνηση να αποτίσουν φόρο τιμής στην Πύλη τούς είχε εξασφαλίσει τη διά βίου εχθρότητα τού Μωάμεθ Β’. Μη πετυχαίνοντας τίποτε εναντίον των υπερασπιστών τής Κω, ο Χαμζά μπέης έβαλε τελικά πλώρη για την Καλλίπολη, αγκυροβολώντας πάλι στα ανοικτά τής Χίου, όπου ζήτησε να στείλουν οι «μαχονέζοι» απεσταλμένους στην Αδριανούπολη, για να διευθετήσουν το ζήτημα τής οφειλής τους προς τον Ντραππέριο. Αποβίβασε κάποιες δυνάμεις στο νησί, συνεπλάκησαν με τούς κατοίκους, ενώ στη σύγκρουση που επακολούθησε βυθίστηκε η τουρκική ναυαρχίδα. Το πλοίο αποτελούσε ιδιοκτησία τού ίδιου τού Χαμζά μπέη, αλλά το γεγονός αυτό δεν κατεύνασε την οργή τού Μωάμεθ Β’, ο οποίος τον απομάκρυνε από τη ναυτική διοίκηση και διόρισε στη θέση του τον Γιουνούς πασά. Η Χίος γλίτωσε πλήρη τουρκική επίθεση, όταν οι «μαχονέζοι» συμφώνησαν να καταβάλουν αυξημένο φόρο υποτέλειας και αποζημίωση 30.000 δουκάτων, που φαίνεται υπερβολική τιμή για το πλοίο που είχαν χάσει οι Τούρκοι ως συνέπεια τής δικής τους επιθετικότητας. Όμως προς το τέλος τού 1455 οι δύο Φώκαιες στην ακτή τής Ανατολίας, η κύρια πηγή στυπτηρίας για την ευρωπαϊκή αγορά, καταλήφθηκαν από τούς Τούρκους, που τις λεηλάτησαν με τη συνήθη σχολαστικότητά τους.20 Κατά τη διάρκεια των μηνών τής αγωνιώδους αναμονής για την επόμενη κίνηση τού Μωάμεθ Β’, οι «μαχονέζοι» απηύθυναν έκκληση από τη Χίο στη Ρώμη στις 14 Αυγούστου 1455, υπενθυμίζοντας στον πάπα, τώρα στον Κάλλιστο Γ’, τον τρόμο υπό τον οποίο ζούσαν. Είχε μόλις σταλεί εναντίον τους ο τουρκικός στόλος. Επρόκειτο να επιστρέψει με μεγαλύτερη δύναμη, «και το ότι αυτό θα συμβεί, το έχουμε μάθει όχι από απλές φήμες, αλλά από ενημερωμένες αρχές». Οι «μαχονέζοι» θα υπερασπίζονταν τη χριστιανική υπόθεση με ακλόνητη καρδιά:

Αλλά πόση είναι η δύναμή μας; Πώς θα μπορέσει μια τόσο μικρή αποικία να αμυνθεί χωρίς την κοινή βοήθεια τής χριστιανοσύνης; Και όμως, όσο μικρή κι αν είναι, νομίζουμε ότι η σημασία της δεν είναι άγνωστη σε όλους τούς χριστιανούς στο εξωτερικό. Η πτώση της θα οδηγήσει τούς περισσότερους από αυτούς στην ίδια καταστροφή. Εν μέσω αυτών των κινδύνων, που μοιραζόμαστε με άλλους χριστιανούς, προσφεύγουμε στην Αγιότητά σας…

Οι «μαχονέζοι» εξέφραζαν συγκινητική αν και κάπως ρητορική εμπιστοσύνη στη θεία αποστολή τού ηλικιωμένου ποντίφηκα να τούς σώσει και να ανταμείψει την πίστη, συγκεντρώνοντας δυτικά όπλα εναντίον των Τούρκων. Οι «μαχονέζοι» έκαναν έκκληση για τη διάσωση όχι των σχισματικών Ελλήνων, αλλά των αρχαίων χριστιανών ιταλικής καταγωγής, που ήσαν πάντοτε πιστοί στην ιερή Εκκλησία τής Ρώμης και οι οποίοι (είτε εγκαταλειμμένοι από τούς άλλους χριστιανούς ή όχι) ήσαν έτοιμοι να πολεμήσουν μέχρι τέλους.21 Στις 28 Νοεμβρίου 1455 ο Κάλλιστος Γ’ χορηγούσε την πλήρη άφεση αμαρτιών, που είχε παραχωρήσει στους προσκυνητές στη Ρώμη για το ιωβηλαίο και στους σταυροφόρους στους Αγίους Τόπους, σε εκείνους που θα υποστήριζαν οι ίδιοι για έξι μήνες την άμυνα τής Χίου.22 Ο πάπας δεν έκανε καμία αναφορά για την πρόθεσή του να στείλει στόλο εναντίον των Τούρκων στα ύδατα τής Ανατολικής Μεσογείου. Τα εθιμικά προνόμια τής σταυροφορικής άφεσης δεν ταίριαζαν πολύ καλά στις απαιτήσεις των «μαχονέζων». Υπήρχαν πιο ελκυστικοί τρόποι για να κερδηθεί η άφεση απ’ ό τι με προσφορά εξάμηνης υπηρεσίας στη φρουρά τής Χίου, στην περιπολία σε ερημικές ακτές ή στην υπηρεσία στο εξωτερικό επί τής γαλέρας τής «Μαχόνα».

Η προσοχή τής Ευρώπης είχε καρφωθεί στην Κωνσταντινούπολη. Οι Γενουάτες ανησυχούσαν για το Πέρα και τον Καφφά και οι Ενετοί για το Νεγκροπόντε, αλλά υπήρχε και άλλο σπουδαίο θέατρο τουρκικών στρατιωτικών επιχειρήσεων στον Μοριά. Όταν ο Μωάμεθ Β’ έκανε προετοιμασίες για την πολιορκία τής Κωνσταντινούπολης, είχε στείλει τον παλιό του στρατηγό Τουραχάν μπέη και τούς δύο γιους τού τελευταίου, τον Αχμέτ μπέη και τον Ομάρ μπέη, να εισβάλουν στον Μοριά τον Οκτώβριο τού 1452, διατάζοντάς τους να παραμείνουν εκεί όλο τον χειμώνα, για να αποτρέψουν την έλευση στην Κωνσταντινούπολη των δεσποτών Θωμά και Δημήτριου σε βοήθεια τού αδελφού τους Κωνσταντίνου ΙΑ’.23 Καταλήφθηκε και πάλι το Εξαμίλιον με σημαντικές απώλειες και από τις δύο πλευρές και καταστράφηκε μερικώς. Αυτή ήταν η πέμπτη τουρκική εισβολή στον Μοριά και η πέμπτη καταστροφή τού Εξαμιλίου σε λιγότερο από τριάντα χρόνια. Οι προηγούμενες φορές ήσαν το 1423, το 1431, το 1446 και το 1450.24

Επιβάλλοντας τη διέλευσή του από τον Ισθμό τής Κορίνθου τον Οκτώβριο τού 1452, ο Τουραχάν μπέης διέσχισε την Αργολίδα και τη νότια Αρκαδία, πηγαίνοντας μέσω Μαντινείας, Τριπολιτσάς και Τεγέας, περνώντας τη Μεγαλόπολη και διανύοντας όλη τη διαδρομή μέχρι τις πλούσιες πεδιάδες τής αρχαίας Μεσσήνης, στους πρόποδες τού ιστορικού όρους Ιθώμη. Σκοτώνοντας ή αιχμαλωτίζοντας όλους τούς κατοίκους που δεν είχαν κατορθώσει να διαφύγουν, ρήμαξε την όμορφη ύπαιθρο με βάναυση επιδρομή. Υπήρξε αρκετά επιτυχής ως αντιπερισπασμός για την παρεμπόδιση αποστολής βοήθειας από τούς Μωραΐτες δεσπότες προς την πολιορκούμενη πρωτεύουσα, αν και ένα τουρκικό σώμα υπό τον Αχμέτ μπέη έπεσε σε ενέδρα σε ορεινό πέρασμα κοντά στις Μυκήνες σε δύναμη υπό τον Ματθαίο Ασάν, τού οποίου η αδελφή Ζωή είχε παντρευτεί τον δεσπότη Δημήτριο. Ο Αχμέτ μπέης πιάστηκε αιχμάλωτος και στάλθηκε στον Δημήτριο στον Μυστρά, όπου φυλακίστηκε. Ο Ψευδο-Σφραντζής τελειώνει την περιγραφή αυτών των γεγονότων με τη θλιβερή σημείωση ότι «στις 17 Ιανουαρίου [1453] … γεννήθηκε ο κληρονόμος των Παλαιολόγων και αυτού τού μικρού σπινθήρα τής Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας, ο άρχοντας Ανδρέας Παλαιολόγος, γιος τού πορφυρογέννητου δεσπότη Θωμά».25 Η μεταγενέστερη ιστορία τού Ανδρέα θα ήταν τόσο λυπητερή, όσο και οι πολιτικές συνθήκες που είχαν συνοδεύσει τη γέννησή του.

Η άλωση τής Κωνσταντινούπολης είχε προξενήσει κατάπληξη στον Μοριά, ενώ θα ήταν δύσκολο να πούμε αν οι δεσπότες ήσαν περισσότερο καθησυχασμένοι ή τρομοκρατημένοι από τις περιγραφές που έπαιρναν από μερικούς από τούς πρόκριτους πρόσφυγες, οι οποίοι είχαν καταφέρει να φτάσουν με ασφάλεια στην επικράτειά τους στη χερσόνησο. Μεταξύ αυτών ήταν ο διπλωμάτης και ιστορικός Γεώργιος Σφραντζής, ο οποίος είχε χάσει τη γυναίκα και τα παιδιά του, που είχαν πωληθεί ως σκλάβοι από τούς Τούρκους26 και ο οποίος είχε προφανώς υπηρετήσει με αγάπη και αφοσίωση τον εκλιπόντα αυτοκράτορα Κωνσταντίνο ΙΑ’ μέχρι την τελευταία ώρα τής ζωής τού τελευταίου. Ένας άλλος πρόσφυγας που είχε φθάσει στον Μοριά, ύστερα από παραμονή στην Κρήτη, ήταν ο καρδινάλιος Ισίδωρος τού Κιέβου, για τον οποίο ο Χαλκοκονδύλης λέει: «Αν ο σουλτάνος γνώριζε αυτόν τον άνθρωπο ότι ήταν ο καρδινάλιος Ισίδωρος, θα τον είχε σκοτώσει και δεν θα τον άφηνε να διαφύγει, αλλά πιστεύοντας ότι ήταν ήδη νεκρός, δεν είχε δώσει καμία προσοχή στο θέμα».27 Ο πάπας Πίος Β’ θυμόταν αργότερα ότι ο Ισίδωρος, ο οποίος είχε γίνει καρδινάλιος επίσκοπος τής Σαμπίνα, είχε δραπετεύσει από την Κωνσταντινούπολη, αλλάζοντας ρούχα με ένα πτώμα, «αφήνοντας την κουκούλα του και το κόκκινο καπέλο τού καρδιναλίου στον νεκρό» (cuculla et rubenti pileo supra mortuum dimissis), τού οποίου το κεφάλι καρφώθηκε σε κοντάρι και παρέλασε μέσα από την πόλη και το τουρκικό στρατόπεδο «προς επονείδιστη έλλειψη σεβασμού για την Αποστολική Έδρα» (per ignominiam contemptumque Sedis Apostolicae).28

Η φοβερή είδηση από τον Βόσπορο αναμφίβολα πρόσθεσε πολύ στη σύγχυση που συνήθως υπήρχε στον Μοριά. Σύμφωνα με τον Χαλκοκονδύλη, οι δύο δεσπότες ετοιμάζονταν να διαφύγουν στην Ιταλία μαζί με τούς σημαντικότερους Έλληνες αξιωματούχους τού Μορέως, όταν ο σουλτάνος Μωάμεθ έκανε ειρήνη μαζί τους.29 Αν πλήρωναν τον ετήσιο φόρο υποτέλειας, θα μπορούσαν προφανώς να διατηρήσουν την κυριαρχία τους, πράγμα που επέλεξαν να κάνουν, αλλά τώρα θύελλα δυσαρέσκειας εναντίον τής αδύναμης εξουσίας τους ξεσπούσε στον Μοριά. Μέχρι το τέλος τού καλοκαιριού τού 1453 περίπου 30.000 Αλβανοί είχαν επαναστατήσει εναντίον των δεσποτών, ξεσηκωμένοι από έναν από τούς οπλαρχηγούς τους, τον Πέτρο Μπούα τον «Χωλό», ο οποίος ήταν μέλος τής οικογένειας των Μπούα Σπάτα, κάποτε δεσποτών τής Άρτας και τού Λεπάντο (Ναυπάκτου). Οι Αλβανοί προσφέρθηκαν να υποταγούν στη Βενετία. Λεγόταν ότι είχαν υψώσει τη σημαία τού Αγίου Μάρκου. Η Δημοκρατία απάντησε στην έκκλησή τους με μεγάλη προθυμία και διόρισε κάποιον δόκτορα Νικολό ντα Κανάλε στις 17 Οκτωβρίου 1453 ως υψηλό επίτροπο για τούς Αλβανούς, τούς οποίους προέτρεπε «να είναι τολμηροί και ψυχωμένοι και να προχωρήσουν γενναία μέχρι την άφιξη τού εν λόγω επιτρόπου».30 Αν και ο διορισμός τού Κανάλε και αυτή η ενθάρρυνση τής αλβανικής εξέγερσης πέρασαν προφανώς από τη Γερουσία με μεγάλη πλειοψηφία, δεν είναι σαφές τι έγινε, αν έγινε κάτι ως αποτέλεσμα αυτής τής ενέργειας. Άλλωστε στους επόμενους μήνες υπήρξε σημαντική μεταβολή των ενετικών απόψεων, γιατί η κατοχή μεγάλου μέρους τού Μορέως θα τούς ενέπλεκε αναπόφευκτα σε πόλεμο με τον σουλτάνο Μωάμεθ, πράγμα που σίγουρα δεν επιθυμούσαν.

Ο δόγης Φραντσέσκο Φόσκαρι, με επιμελημένη περιγραφή αποστολής στις 16 και 19 Ιουλίου 1454, έδινε εντολή σε άλλον απεσταλμένο, στον διάσημο Βεττόρε Καπέλλο, να πάει στη Μεθώνη, όπου έπρεπε να ενημερώσει τούς δεσπότες και τούς Αλβανούς για την άφιξή του, με σκοπό τη διαπραγμάτευση μαζί τους. Είχε εντολή να μελετήσει πολύ καλά την κατάσταση στον Μοριά, καθώς και τα μέσα και τις μεθόδους με τις οποίες θα μπορούσε να επανεγκαθιδρυθεί ειρήνη μεταξύ των ανταγωνιζομένων μερών. Ο Καπέλλο έπρεπε επίσης να διερευνήσει την έκταση τής παραβίασης των ενετικών δικαιωμάτων και εδαφών από τον δεσπότη Θωμά, να ζητήσει ακρόαση από τον Θωμά και να τού εξηγήσει ότι «λόγω τής πολύ μεγάλης αγάπης μας για τούς λαμπρούς του προγόνους, έχουμε υποφέρει βαθύτατη λύπη για λογαριασμό τής εξοχότητάς του, για λογαριασμό όλης τής οικογένειας του και για τον θάνατο τού γαληνότατου άρχοντα, τού αυτοκράτορα Κωνσταντινούπολης, καθώς και για την τραγική πτώση αυτής τής φημισμένης πόλης», αλλά αναγνωρίζοντας πλέον τις πολλές αβεβαιότητες και κινδύνους που κρέμονταν πάνω του και πάνω από ολόκληρο τον Μοριά, γιατί κανένας δεν μπορούσε να αμφιβάλλει ότι αν ο πόλεμος συνεχιζόταν ανάμεσα στις εξοχότητές τους και τούς Αλβανούς, η χώρα θα υποβαθμιζόταν σε τέτοια κατάσταση, ώστε να χρειάζεται να περάσει στα χέρια άλλων, με πλήρη ερείπωση και καταστροφή τού κράτους του, «έχουμε αποφασίσει να μην αναβάλλουμε πια την αποστολή τής πρεσβείας μας, την οποία δεν έχουμε κατορθώσει να στείλουμε μέχρι τώρα, λόγω άλλων υποχρεώσεων και πολλών άλλων δεσμεύσεών μας …».

Η αποστολή τού Καπέλλο προσδιοριζόταν λοιπόν ως εξής:

Πρέπει να παρεμβληθείτε στο όνομά μας [μεταξύ των ανταγωνιζομένων] και να βοηθήσετε και να επιμείνετε για ομόνοια και συμφωνία σε σχέση με όλες τις υφιστάμενες διαφορές μεταξύ τής εξοχότητάς του [Θωμάς] και τού επιφανέστατου άρχοντα Δημητρίου, τού αδελφού του, και των Αλβανών, και να επεξεργαστείτε στέρεη ειρήνη και αρμονία μεταξύ τους…

Αφού πρώτα προσπαθούσε να εξασφαλίσει τη συμφωνία τού Θωμά για ειρήνη, ο Καπέλλο έπρεπε στη συνέχεια να πάει στον Δημήτριο και τελικά στους αρχηγούς των Αλβανών. Σε κάθε περίπτωση «θέλουμε να φροντίσετε ιδιαιτέρως πριν ή μετά τη σύναψη τής εν λόγω ειρήνης, όπως θα φανεί καλύτερα σε εσάς, ώστε όλοι οι τόποι μας, τα χωριά, τα εδάφη και οι δικαιοδοσίες Μεθώνης, Κορώνης και Ναυπλίου, να αποκατασταθούν πλήρως σε εμάς, όπως είναι δίκαιο και απολύτως σωστό». Διάφορες δυσκολίες ήσαν αναμενόμενες, αν μία ή περισσότερες από τις αντιτιθέμενες πλευρές δεν ήταν πρόθυμη να κάνει ειρήνη. Τόσο μεγάλοι ήσαν οι ενετικοί φόβοι και υποψίες για τούς Γενουάτες και τούς Καταλανούς, ώστε δεκαέξι μέλη τής Γερουσίας ήθελαν να προσπαθήσει ο Καπέλλο να αποκτήσει ειρηνικά, με αγορά ή με άλλο τρόπο, σημαντικά θαλάσσια λιμάνια όπως η Γλαρέντζα, η Πάτρα, η Κόρινθος και η Βόστιτζα (Λογκόστιτζα, Αίγιο), αν αυτά κινδύνευαν να πέσουν στα χέρια «άλλης ναυτικής δύναμης». Όμως η πλειοψηφία τής Γερουσίας ήταν αντίθετη με την απόκτηση κι άλλων τόπων που θα απαιτούσαν υπεράσπιση κι έτσι η πρόταση αυτή δεν ενσωματώθηκε στις οδηγίες προς τον Καπέλλο.31

Ενώ ο Βεττόρε Καπέλλο πήγαινε από τόπο σε τόπο στον Μοριά, εκπληρώνοντας προσεκτικά τις οδηγίες τής αποστολής που τού είχε αναθέσει ο δόγης, καθώς και εκείνες που έπαιρνε από την πατρίδα μετά την άφιξή του, ο σουλτάνος Μωάμεθ παρενέβη για να βοηθήσει τούς δεσπότες να καταστείλουν τούς Αλβανούς εξεγερμένους. Δεν ήσαν λίγοι οι Έλληνες που είχαν προσχωρήσει στην αλβανική εξέγερση, εκμεταλλευόμενοι την κατάσταση για να αναζητήσουν το δικό τους κέρδος στον πόλεμο τής χερσονήσου εναντίον των Παλαιολόγων. Κυριότερος από αυτούς ήταν ο Μανουήλ Καντακουζηνός, απόγονος τής αυτοκρατορικής οικογένειας που είχε συστήσει το δεσποτάτο τού Μυστρά. Ο Μανουήλ, που ήταν άρχοντας τής Μάινας (Μάνης), πήρε το αλβανικό όνομα Τζιν, η σύζυγός του Μαρία αυτοαποκαλούνταν Κούτσα και οι Αλβανοί τον ανακήρυξαν δεσπότη (1453-1454). Στάλθηκε στον Μοριά ο Ομάρ, γιος τού Τουραχάν μπέη, αλλά παρέμεινε μόνο όσον καιρό χρειαζόταν για να σημειώσει μικρή νίκη επί των Αλβανών, ενώ στη συνέχεια αποσύρθηκε, παίρνοντας από τον δεσπότη Δημήτριο ως ανταμοιβή για τις υπηρεσίες του την ελευθερία τού αδελφού του Αχμέτ.32 Αναμφίβολα η Πύλη θεωρούσε συμφέρουσα τη συνεχιζόμενη εχθρότητα των Αλβανών προς τούς Παλαιολόγους, γιατί αυτή θα έκανε τούς τελευταίους πιο ήμερους και πολύ πιθανόν θα κατέβαλαν πιο άμεσα τον ετήσιο φόρο υποτέλειας. Ο άμεσος αντίκτυπος τής αλβανικής εξέγερσης είχε συντελέσει στη δυσφήμηση των Παλαιολόγων, που δεν μπορούσαν να την καταστείλουν, αλλά αν αφηνόταν να συνεχίζεται επ’ αόριστον σε ένα τουρκικό δορυφορικό κράτος, όπως είχε μετατραπεί ο Μοριάς, η εξέγερση θα έθετε τελικά σε αμφιβολία τη δυνατότητα τού ίδιου τού σουλτάνου να διατηρεί την τάξη.

Το στρατιωτικό διάβημα τού Ομάρ μπέη δεν ήταν αρκετό για να αποθαρρύνει τούς Αλβανούς και για να αποκατασταθεί ειρήνη στον Μοριά, ιδιαίτερα αφότου ο Τζιοβάννι Ασάν, ο νόθος γιος τού Τσεντουριόνε Β’ Ζακκαρία, τού τελευταίου Φράγκου πρίγκηπα τού Μορέως (πέθανε το 1432), ξεπρόβαλλε ως νέος υποψήφιος για την εξουσία. Οι Αλβανοί συγκεντρώθηκαν κάτω από τη σημαία του, καθώς ο Μανουήλ Καντακουζηνός ξεθώριαζε στο ταραχώδες υπόβαθρο. Ο Τζιοβάννι Ασάν ήταν κουνιάδος τού δεσπότη Θωμά, που είχε παντρευτεί το 1430 την Κατερίνα Ζακκαρία, νόμιμη κληρονόμο τής Αχαΐας. Είχε τώρα αποδράσει από τη φυλάκισή του στο κάστρο Χλεμούτσι, όπου τον είχε εγκλείσει ο Θωμάς το 1446, ύστερα από εξέγερση κατά τη διάρκεια τής τουρκικής εισβολής. Μεγάλη αναταραχή προκλήθηκε από την εμφάνιση τού Τζιοβάννι στο πεδίο και ο Χαλκοκονδύλης εξιστορεί τα γεγονότα τού 1454 μακροσκελώς. Φαινόταν σαν να δημιουργούνταν αλβανικό πριγκηπάτο στη χερσόνησο, υπό τον τελευταίο Λατίνο πρίγκηπα τής Αχαΐας, ο οποίος έπαιρνε το όνομα Τσεντουριόνε τού πατέρα του. Οι Αλβανοί είχαν ήδη προσφύγει στην Πύλη, αναγνωρίζοντας την τουρκική επικυριαρχία και υποσχόμενοι μεγάλο ετήσιο φόρο υποτέλειας. Όμως οι δεσπότες έστειλαν στην Πύλη τον κουνιάδο τού Δημήτριου, τον Ματθαίο Ασάν, με δεύτερη αίτηση βοήθειας και αυτή τη φορά ο σουλτάνος έστειλε τον ίδιο τον Τουραχάν μπέη με μεγάλο στρατό. Συνοδευόμενος και πάλι από τούς δύο γιους του, ο γέρος πολεμιστής έφτασε τον Οκτώβριο (1454), δηλώνοντας ότι, δεδομένου ότι οι κάτοικοι τού Μορέως θεωρούσαν τούς Τούρκους ως εχθρούς τους, ένας εκ των δύο δεσποτών έπρεπε να βρίσκεται ανά πάσα στιγμή μαζί με τις τουρκικές δυνάμεις, ως διαβεβαίωση για τούς πολίτες. Ο Δημήτριος ενώθηκε πρώτος με τούς Τούρκους σε επίθεση εναντίον έντονα οχυρωμένης τοποθεσίας που ονομαζόταν Μπορμπότια. Οι Αλβανοί, φοβούμενοι προφανώς και την επίθεση και την πολιορκία, αποσύρθηκαν νύχτα από τον τόπο, αφήνοντας πίσω τους, όπως λέγεται, 10.000 άνδρες και γυναίκες. Στη συνέχεια ο Θωμάς, ο νεώτερος των αδελφών, βοήθησε τον Τουραχάν μπέη σε επιθέσεις εναντίον τής Ιθώμης και τού γειτονικού Αετού. Το τελευταίο αυτό μέρος είχε πρόσφατα αναγνωρίσει τον πρίγκηπα «Τσεντουριόνε» και αποτελούσε προφανώς σημαντικό κέντρο αντίστασης προς τούς Παλαιολόγους. Πήραν από εκεί άλλους χίλιους αιχμαλώτους. Όμως οι Αλβανοί δεν είχαν ποτέ την πρόθεση να κάνουν πόλεμο κατά τής Πύλης, πράγμα που θεωρούσαν πολύ μεγάλη επιχείρηση. Τώρα συνθηκολογούσαν, με την προϋπόθεση ότι θα κρατούσαν τα εδάφη, τα άλογα και τα υποζύγια που είχαν αρπάξει κατά τη διάρκεια τής εξέγερσής τους. Επέστρεψαν ήσυχα σε αυτή την ταλαιπωρούμενη γη, τη λεηλατούμενη επί χρόνια από τον πόλεμο, την πανούκλα και την πείνα.33 Πριν την αναχώρησή του ο Τουραχάν μπέης κάλεσε τούς δύο δεσπότες μαζί του σε νέα διάσκεψη, τούς προέτρεψε να κυβερνούν μαζί αρμονικά, να είναι δίκαιοι με τούς υπηκόους τους και να καταστέλλουν το κακό και τις εξεγέρσεις. Στη συνέχεια, έχοντας απλώσει το χέρι του προς αυτούς σε ένδειξη φιλίας, έφυγε από τη χώρα.34 Όμως αρμονία και δικαιοσύνη ήσαν λέξεις που δεν καταλάβαιναν ο Δημήτριος και ο Θωμάς.

Η εγκατάλειψη τής Κωνσταντινούπολης από την Ευρώπη στους Τούρκους είχε αναστατώσει τη συνείδηση τής Δύσης. Όπως είχε πει ο πάπας Νικόλαος Ε’, ήταν η «ντροπή τής χριστιανοσύνης», ενώ οι άνθρωποι τής εποχής κατανοούσαν ότι γινόταν σημαντική αλλαγή στην παγκόσμια ιστορία. Κλονισμένος από την πτώση τής πόλης, ο καρδινάλιος Βησσαρίων έγραφε από την Μπολώνια στις 13 Ιουλίου 1453 προς τον Φραντσέσκο Φόσκαρι, τον δόγη τής Βενετίας, εξιστορώντας την τραγωδία τού γεγονότος και κάνοντας έκκληση στη Δημοκρατία να πάρει τα όπλα εναντίον των Τούρκων μαζί με τούς χριστιανούς ηγεμόνες, αλλιώς τα ελληνικά νησιά, η Κεντρική Ευρώπη και η Ιταλία θα δέχονταν με τη σειρά τους επίθεση.35 Υπήρχαν αναμφίβολα πολλοί σκεπτόμενοι άνθρωποι, που συνειδητοποιούσαν τη σημασία αυτών των πρόσφατων γεγονότων τόσο πλήρως, όσο ο Αινείας Σύλβιος Πικολομίνι, άλλοτε δημοσιολόγος και ομιλητής στη σύνοδο τής Βασιλείας και για τα επόμενα έτη παρατηρητικός διπλωμάτης και πολύ ενημερωμένος γραμματέας τής γερμανικής αυτοκρατορικής αυλής. Χωρίς να είναι ποτέ βαθιά στοχαστής, ο Αινείας Σύλβιος ήταν καλά ενημερωμένος και οι απόψεις του είχαν ιδιαίτερη σημασία, γιατί σε λίγα χρόνια θα γινόταν διάδοχος τού Αγίου Πέτρου και θα έκανε τη σταυροφορία κύριο σκοπό τής παπικής του θητείας.

Ο Αινείας ήταν τότε επίσκοπος τής γενέτειράς του Σιένα και έτυχε να βρίσκεται με τον Φρειδερίκο Γ’ και την αυτοκρατορική αυλή στο Γκρατς τής Στυρίας, όταν έφθασε σ’ αυτόν η είδηση τής πτώσης τής Κωνσταντινούπολης. Η τουρκική απειλή βρισκόταν προφανώς στο μυαλό όλων, αλλά στις 17 Απριλίου 1453 ο Αινείας είχε γράψει στον καρδινάλιο Χουάν ντε Καρβαχάλ από το Βίνερ Νόιστατ: «Δεν ακούμε τίποτε για τον Τούρκο. Μακάρι να μην ξανακούσουμε ποτέ τίποτε! Γιατί δεν ακούμε γι’ αυτόν, παρά μόνον όταν πρόκειται για κακό».36 Την ίδια μέρα έγραφε στο ίδιο πνεύμα στον καρδινάλιο Νικόλαο τής Κούσα: «Για τον Τούρκο ούτε ακούω τίποτε, ούτε θέλω να ακούω, γιατί κάθε φορά που έρχονται νέα από αυτόν, προμηνύουν κακό για τη χριστιανοσύνη».37 Όμως άκουσε, γιατί τέτοια νέα έφτασαν σε αυτόν στις 12 Ιουλίου στο Γκρατς, όπου βρισκόταν η αυλή από τα τέλη Μαΐου: «Έχουμε φρικτά νέα», έγραφε, «την απώλεια τής Κωνσταντινούπολης και μακάρι να είναι ψέματα!»38

Τα νέα δεν ήσαν ψέματα. Την ίδια μέρα (12 Ιουλίου) ο Αινείας έγραφε στον συνάδελφό του ανθρωπιστή πάπα Νικόλαο Ε’:

Θλίβομαι που η Αγία Σοφία, η πιο διάσημη εκκλησία σε ολόκληρο τον κόσμο, έχει καταστραφεί ή μολυνθεί. Θλίβομαι που αναρίθμητες βασιλικές αγίων, χτισμένες με θαυμαστή δεξιότητα, πρέπει να βρίσκονται κάτω από την ερήμωση ή μόλυνση τού Μωάμεθ. Τι πρέπει να πω για τα αναρίθμητα βιβλία, άγνωστα ακόμη στους Λατίνους, που βρίσκονταν εκεί [στην Κωνσταντινούπολη]; Αλίμονο, πόσα ονόματα μεγάλων ανδρών τώρα θα χαθούν! Πρόκειται για δεύτερο θάνατο τού Όμηρου και τού Πλάτωνα επίσης. Άραγε που θα αναζητήσουμε τώρα τα έργα τής ιδιοφυΐας των φιλοσόφων και των ποιητών; Η πηγή των Μουσών έχει καταστραφεί. Ας ευχηθούμε να μάς έχει παραχωρηθεί αρκετό ταλέντο, ώστε να θρηνήσουμε αυτή την καταστροφή με τα κατάλληλα λόγια!…

Διάφοροι άνδρες έλεγαν ότι δεν υπήρχε τέτοιος κίνδυνος, όπως παρουσιαζόταν, ότι οι Έλληνες έλεγαν ψέματα, δολοπλοκούσαν για να πάρουν χρήματα, έλεγαν ότι όλοι οι κίνδυνοι ήσαν φανταστικοί, οι φόβοι άδειοι. Η Αγιότητά σας έκανε ό,τι μπορούσε. Δεν υπάρχει τίποτε για το οποίο να μπορείτε να κατηγορηθείτε, αλλά οι μεταγενέστεροι, χωρίς γνώση των πραγματικών περιστατικών, θα αποδίδουν αυτή την καταστροφή στο όνομά σας, όταν θα πληροφορούνται ότι η Κωνσταντινούπολη χάθηκε κατά την εποχή σας. … Τώρα βλέπουμε ότι ένα από τα δύο φώτα τής χριστιανοσύνης έχει σβήσει. Βλέπουμε την έδρα τής ανατολικής αυτοκρατορίας να έχει ανατραπεί, όλη τη δόξα που ήταν η Ελλάδα να λεκιάζεται. … Τώρα βασιλεύει ο Μωάμεθ μεταξύ μας. Τώρα ο Τούρκος κρέμεται πάνω από τα ίδια τα κεφάλια μας. Η Μαύρη Θάλασσα είναι κλειστή για εμάς, ο Ντον έχει γίνει απροσπέλαστος. Τώρα οι Βλάχοι πρέπει να υπακούουν τον Τούρκο. Ύστερα το ξίφος του θα φτάσει στους Ούγγρους και μετά στους Γερμανούς. Στo μεταξύ εμείς βασανιζόμαστε από αλληλοκτόνες συγκρούσεις και μίσος. Οι βασιλείς τής Γαλλίας και τής Αγγλίας βρίσκονται σε πόλεμο. Οι Γερμανοί ηγεμόνες πολεμούν μεταξύ τους. Σπανίως είναι ολόκληρη η Ισπανία ήσυχη. Η δική μας Ιταλία είναι χωρίς ειρήνη…

Πόσο καλύτερα θα ήταν αν μπορούσαμε να στρέψουμε αυτή την αφθονία όπλων και αυτόν τον αδιάλειπτο πόλεμο εναντίον των εχθρών τής πίστης. Ξέρω, ευλογημένε πατέρα, σε ποιόν ανήκει περισσότερο από την Αγιότητά σας η ευθύνη γι’ αυτό. Πρέπει να ξεσηκωθείτε. Να γράψετε στους βασιλείς. Να στείλετε απεσταλμένους. Να προειδοποιήσετε, να προτρέψετε τούς ηγεμόνες και τις κοινότητες [τής Ευρώπης] να συγκεντρωθούν σε κάποιο μέρος και να συνεδριάσουν ή να στείλουν εκεί απεσταλμένους τους. Αυτή τη στιγμή, ενώ το κακό είναι νωπό στο μυαλό, ας σπεύσουν να συσκεφτούν για τη χριστιανική κοινοπολιτεία. Ας κάνουν ειρήνη ή ανακωχή με τούς ομοθρήσκους τους χριστιανούς και με ενωμένες τις δυνάμεις τους ας πάρουν τα όπλα εναντίον των εχθρών τού σταυρού τής σωτηρίας!39

Οι επιστολές τού Αινεία Σύλβιου και τού Φρειδερίκου Γ’ προς τον πάπα Νικόλαο Ε’ δείχνουν ότι η αναφορά που έφτασε στην αυλή τής Αγίας Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας για την πτώση τής Κωνσταντινούπολης εμπεριείχε την πληροφορία ότι οι Τούρκοι είχαν σκοτώσει 40.000 άτομα και είχαν υποδουλώσει ακόμη περισσότερα.40 Η καταστροφή αυτή γέμιζε τις σκέψεις των ανθρώπων και με παπική βούλλα που εκδόθηκε στις 30 Σεπτεμβρίου 1453 ο απελπισμένος ποντίφηκας καλούσε όλους τούς χριστιανούς ηγεμόνες σε σταυροφορία εναντίον των Τούρκων και τού ηγεμόνα τους, τού Μεχμέτ, «γιου τού σατανά, τής απώλειας και τού θανάτου».41 Στις εβδομάδες και τούς μήνες που ακολούθησαν παπικοί απεσταλμένοι εφοδιασμένοι με τις συνήθεις συστατικές επιστολές στάλθηκαν στις ιταλικές αυλές, καθώς και σε εκείνες μακρύτερα, για να ενημερώσουν τούς ηγεμόνες για εκείνα που είχαν αποφασίσει ο πάπας και οι καρδινάλιοι σε εκκλησιαστικό συμβούλιο, ως μέτρα που έπρεπε να ληφθούν κατά των Τούρκων και να ζητήσουν την οικονομική τους συνδρομή και τη γενική υποστήριξη για τη σταυροφορία, «για αυτά τα τόσο ευσεβή και ιερά πράγματα» (haec tam pia et sancta res), τα οποία είχε ξεκινήσει ο πάπας.42

Ο αυτοκράτορας Φρειδερίκος Γ’ έκανε έκκληση για σταυροφορική συνέλευση, που θα συνερχόταν στο Ρέγκενσμπουρκ την άνοιξη τού 1454, στην οποία ο Φίλιππος τής Βουργουνδίας ήρθε με μεγάλη επισημότητα,43 καθώς και μερικοί από τούς Γερμανούς ηγεμόνες, συμπεριλαμβανομένων τού δούκα Λουδοβίκου Θ’ τής Βαυαρίας-Λάντσχουτ και τού μαργράβου Αλβέρτου Αχιλλέα τού Βρανδεμβούργου-Άνζμπαχ. Όμως ο αυτοκράτορας παρέμενε στην Αυστρία γιατί φοβόταν τις γερμανικές δίαιτες και έστειλε τον Αινεία Σύλβιο στο Ρέγκενσμπουρκ ως κύριο εκπρόσωπό του. Ο Nικόλαος Ε’ είχε παπική καχυποψία για οτιδήποτε έμοιαζε με σύνοδο και μολονότι έστειλε τον επίσκοπο Παβίας ως λεγάτο του, λίγα πράγματα έκανε για να βοηθήσει στην αποτελεσματικότητα τής συνάντησης.44 Σε συνεδρίαση τού ιδιαίτερου συμβουλίου, όταν ο Αινείας Σύλβιος και άλλοι παρότρυναν τον Φρειδερίκο να συμμετάσχει προσωπικά στη συνέλευση τού Ρέγκενσμπουρκ, ο νωχελικός, κοντόφθαλμος αυτοκράτορας είχε διατυπώσει με ειλικρίνεια τη θέση του:

Σίγουρα θα ήθελα να είμαι σε ετοιμότητα για τη διάσκεψη, γιατί τίποτε δεν βρίσκεται πιο κοντά στην καρδιά μου από το να διαβουλευτώ για το κοινό καλό. Όμως είναι δύσκολο να φροντίσουμε τα γενικά συμφέροντα με προσωπικό κίνδυνο κάποιου. Οφείλω να ομολογήσω ότι ως άτομα έπρεπε να βοηθήσουμε την κοινοπολιτεία, αλλά βλέπω ότι κανένας δεν επιθυμεί να βάλει το πλεονέκτημα τού άλλου μπροστά από το δικό του. Γιατί μού αναφέρετε τούς [αυτοκρατορικούς] εκλέκτορες; Δεν μού διαφεύγει πόση αγωνία έχουν να φροντίσουν για το κοινό καλό! Εγώ θα πάω στο Ρέγκενσμπουργκ. Αυτοί θα μείνουν στο σπίτι τους! …45

Όταν έγινε γνωστό ότι ο Φρειδερίκος δεν επρόκειτο να πάει στο Ρέγκενσμπουρκ, ο Αινείας έγραψε στον καρδινάλιο Καρβαχάλ από το Βίνερ Νόιστατ στις 11 Απριλίου 1454, δύο ή τρεις ημέρες πριν αναχωρήσουν οι αυτοκρατορικοί απεσταλμένοι για τη συνέλευση: «Φοβάμαι ότι με τον γερμανικό τρόπο, λόγω τής απουσίας τού αυτοκράτορα θα έχουμε απλώς άλλη μια δίαιτα που θα προκύψει από αυτήν, αλλά μετά βίας γνωρίζουμε τι μπορεί να φέρει το βράδυ»!46 Πέντε περίπου βδομάδες αργότερα ο Αινείας έγραφε στους ηγούμενους τής Σιένα από το Ρέγκενσμπουργκ ότι θα ήταν μεγάλη συνέλευση αν είχε έλθει ο αυτοκράτορας, αλλά η Αυτού Μεγαλειότητα έμεινε κατ’ ανάγκη στην πατρίδα λόγω των εξεγέρσεων στην Ουγγαρία [οι οποίες είχαν εξυπηρετήσει τον Φρειδερίκο, όπως θα τον εξυπηρετούσε οποιοδήποτε άλλο πρόσχημα]. Παρόντες στη συνάντηση αυτή ήσαν οι μεγάλοι δούκες Βουργουνδίας Φίλιππος και Λουδοβίκος τής Βαυαρίας, ο μαργράβος [Aλβέρτος Αχιλλέας] τού Βρανδεμβούργου, ο καρδινάλιος τού Αλυσοδεμένου Αγίου Πέτρου [Νικόλαος τής Σούσα], ο παπικός λεγάτος, ο επίσκοπος [Τζιοβάννι Καστιλιόνε] τής Παβία, απεσταλμένοι τού αυτοκράτορα, τού βασιλιά τής Πολωνίας, τού δούκα τής Σαβοΐας, οι εκλέκτορες ηγεμόνες, καθώς και άλλοι άρχοντες και πόλεις τής Γερμανίας, ενώ εκείνοι που είχαν υποσχεθεί να έρθουν από την Ιταλία δεν είχαν εμφανιστεί. …47

Την ίδια μέρα (19 Μαΐου 1454) ο Αινείας έγραφε στον φίλο του Χάινριχ Σενφντέμπεν στη Ρώμη:

Θα έχετε ήδη ακούσει από άλλους για τη διάλυση αυτής τής δίαιτας, αλλά παρ’ όλα αυτά θέλω να μάθετε από μένα τι συνέβη εδώ. … Από αυτή τη δίαιτα, όπως είναι το έθιμό μας, προέκυψε άλλη δίαιτα, η οποία θα συγκληθεί στη Φρανκφούρτη τη μέρα τής γιορτής τής Γεννήσεως τής Θεοτόκου [8 Σεπτεμβρίου], όπου, αν είναι δυνατό, θα ολοκληρωθούν τα σχέδια [capitula] που έγιναν εδώ για την υπεράσπιση τής χριστιανοσύνης, γιατί όλοι έχουν συμφωνήσει ότι πρέπει να συγκεντρωθεί στρατός εναντίον των Τούρκων. Αλλά για τις μεθόδους στρατολόγησης στρατευμάτων έχουμε συναντήσει δυσκολίες και διαφωνίες. …48

Στο Ρέγκενσμπουργκ είχε προβλεφθεί η επόμενη δίαιτα, η οποία τελικά θα συγκαλούνταν τη μέρα τής γιορτής τού Αγίου Μιχαήλ [29 Σεπτεμβρίου] στη Νυρεμβέργη, αν ο Φρειδερίκος Γ’ αποφάσιζε να έρθει αυτοπροσώπως. Διαφορετικά, τόπος συνάντησης θα ήταν η Φρανκφούρτη. Ζητήθηκε αμέσως η απόφαση τού αυτοκράτορα για το αν θα συμμετείχε, αφού αυτή θα επηρέαζε και τον τόπο σύγκλησης τής δίαιτας. Αν δεν επρόκειτο να εμφανιστεί ο ίδιος, έπρεπε να στείλει αντιπροσώπους με πλήρη εξουσιοδότηση να ενεργούν για λογαριασμό του. «Νομίζω ότι μέσα σε λίγες ημέρες θα εκδοθεί το διάταγμα τού αυτοκράτορα», έγραφε ο Αινείας Σύλβιος στον καρδινάλιο Καρβαχάλ την 1η Ιουνίου 1454, «με το οποίο οι ηγεμόνες θα διαταχθούν να προσέλθουν στη Νυρεμβέργη. Ο αυτοκράτορας θα υποσχεθεί την εμφάνισή του. Ο Θεός ξέρει κατά πόσον θα πάει ή όχι». Αν δεν πήγαινε, οι προσπάθειες όλων θα ήσαν μάταιες και ολόκληρη η επιχείρηση θα ήταν γελοία. Αν πήγαινε, ο Αινείας έτρεφε μεγάλες ελπίδες για το μέλλον.49 Με άλλα λόγια, μια δίαιτα που θα συγκαλούνταν στη Νυρεμβέργη είχε ελπίδες να οργανώσει αποτελεσματική σταυροφορία. Μια που θα συγκαλούνταν στη Φρανκφούρτη ήταν καταδικασμένη σε αποτυχία.

Οι επιστολές τού Αινεία Σύλβιου αποτελούν ορισμένα από τα πιο συναρπαστικά λογοτεχνικά προϊόντα ενός αιώνα πλούσιου σε ποικιλία ζωής και γραμμάτων. Όμως ο συγγραφέας μιας ιστορικής σύνθεσης πρέπει να επιλέξει μόνο επιστολές, που περιγράφουν την κύρια ροή των γεγονότων και να αντισταθεί στον πάντοτε ευχάριστο πειρασμό να παρακολουθεί τον Αινεία στις μικρότερες παρόδους τής εποχής του. Ήταν έντονος παρατηρητής, πονηρός εκτιμητής των ανθρώπων και των κινήτρων τους. Αν μάς επιτρέπεται να αναφέρουμε μία ή δύο από τις επιστολές του σχετικές με την προσπάθεια οργάνωσης σταυροφορίας για την ανάκτηση τής Κωνσταντινούπολης, μπορούμε να σημειώσουμε την επιστολή του τής 5ης Ιουλίου 1454 προς τον παλιό του φίλο και συμπατριώτη Λεονάρντο ντε Μπενβολιέντι, γραμμένη στο Βίνερ Νόιστατ μεταξύ των διαιτών Ρέγκενσμπουργκ και Φρανκφούρτης. Σε αυτήν εξυμνούσε τον Φίλιππο τής Βουργουνδίας, «έναν ηγεμόνα που πρέπει να επαινεθεί περισσότερο από όλους». Ο Φίλιππος είχε θέσει τα συμφέροντα τής χριστιανικής κοινοπολιτείας πάνω από τις δικές του ανησυχίες, «και υποσχέθηκε ότι θα πήγαινε προσωπικά εναντίον των Τούρκων, αν ο αυτοκράτορας, ο βασιλιάς τής Ουγγαρίας ή κάποιος άλλος μεγάλος ηγεμόνας οδηγούσε στρατό [προς ανατολάς]». Ο Αινείας μιλούσε για την επερχόμενη δίαιτα τής Φρανκφούρτης, για την οποία δινόταν ακόμη ως ημερομηνία η 29η Σεπτεμβρίου. Ο Λεονάρντο είχε γράψει στον Αινεία ότι πολλοί αντιπρόσωποι έπρεπε να έχουν κληθεί από την Ιταλία να συμμετάσχουν στη δίαιτα τού Ρέγκενσμπουργκ. Μάλιστα ο Λεονάρντο είχε σκεφτεί αυτή τη συνέλευση ως κάτι σαν εκείνη τής Κωνσταντίας, για να μην πούμε τής Βασιλείας, που είχε διαρκέσει είκοσι χρόνια. «Αλλά η δίαιτά μας [στο Ρέγκενσμπουργκ]», όπως ο Αινείας έσπευδε να συμφωνήσει,

έχει κιόλας τελειώσει σε ένα μήνα. Άλλη δίαιτα έχει συγκληθεί. Για μια ακόμη φορά προσκαλούνται εδώ από την Ιταλία, ο βασιλιάς [Aλφόνσο Ε’] τής Αραγωνίας, οι Ενετοί, οι Γενουάτες, οι Φλωρεντινοί, οι Σιενέζοι και οι τής Λούκκα. O κόμης Φραντσέσκο [Σφόρτσα], αν και δεν έχει ακόμη τοποθετηθεί [από τον αυτοκράτορα] δούκας Μιλάνου, προσκλήθηκε επίσης, όπως και ο δούκας τής Μόντενα και οι μαρκήσιοι τής Μάντουα, τού Μονφερράτ και τού Σαλούτσο. Τώρα θα δούμε πόσο μεγάλος θα είναι ο ζήλος των Ιταλών μας. Έχουν επίσης σταλεί επιστολές προς τούς βασιλείς τής Γαλλίας, Αγγλίας, Βοημίας, Ουγγαρίας, Πολωνίας, Δανίας, Σουηδίας, Νορβηγίας, Σκωτίας για να στείλουν αντιπροσώπους στη δίαιτα. Οι Γερμανοί ηγεμόνες έχουν πάρει εντολή να συμμετάσχουν και οι πόλεις να στείλουν τούς εκπροσώπους τους.

Αυτή η δραστηριότητα και ο σχεδιασμός ήσαν όλα πολύ καλά, αλλά ο Αινείας έτρεφε λίγες ελπίδες επιτυχίας:

Θα προτιμούσα η γνώμη μου να αποδειχθεί εντελώς λάθος. Θα προτιμούσα το όνομα μάλλον ενός ψεύτικου κι όχι ενός αληθινού προφήτη. … Η χριστιανοσύνη δεν έχει κεφαλή την οποία να υπακούουν όλοι. Ούτε στον υπέρτατο ποντίφηκα ούτε στον αυτοκράτορα αποδίδουν τα δέοντα. Δεν υπάρχει σεβασμός, δεν υπάρχει υπακοή. Βλέπουμε τον πάπα και τον αυτοκράτορα ως χαρακτήρες στη μυθιστοριογραφία, ως φυσιογνωμίες σε πίνακα ζωγραφικής. Κάθε πόλη-κράτος έχει τον δικό της ηγεμόνα. Υπάρχουν τόσοι ηγεμόνες, όσοι και οι οίκοι. … Ποια τάξη θα υπάρχει στον στρατό; Ποια στρατιωτική πειθαρχία; Ποια υπακοή; Ποιος θα ταΐσει τόσο πολλούς ανθρώπους; Ποιοι θα καταλάβουν τις διαφορετικές γλώσσες; Ποιος θα κρατήσει υπό έλεγχο τα διαφορετικά έθιμα; Ποιος θα κάνει αγαπημένους τούς Άγγλους με τούς Γάλλους; Ποιος θα πείσει τούς Γενουάτες να ενωθούν με τούς Αραγωνέζους; Ποιος θα συμφιλιώσει τούς Γερμανούς με τούς Ούγγρους και τούς Βοημούς; Όποιος οδηγήσει λίγους ανθρώπους εναντίον των Τούρκων, θα ηττηθεί εύκολα. Όποιος οδηγήσει πολλούς, θα ανατραπεί!50

Η δίαιτα συγκλήθηκε στη Φρανκφούρτη τον Οκτώβριο τού 1454. Ο Φρειδερίκος Γ’ δεν εμφανίστηκε. Ο Αινείας Σύλβιος δεν ήταν ψευτοπροφήτης. Αν και είχε μεγαλύτερη συμμετοχή από εκείνη τού Ρέγκενσμπουργκ, η δίαιτα τής Φρανκφούρτης επέδειξε από την αρχή φτωχότερο πνεύμα, τουλάχιστον από την άποψη τής σταυροφορίας. Ήταν παρών αριθμός από σημαντικές προσωπικότητες, μεταξύ των οποίων ο Αλβέρτος Αχιλλέας τού Βρανδεμβούργου-Άνζμπαχ, ο μαργράβος Κάρολος τού Μπάντεν και οι εκλέκτορες (αρχιεπίσκοποι) Μάιντς και Τριρ. Και πάλι παπικός λεγάτος ήταν ο επίσκοπος Παβίας Τζιοβάννι Καστιλιόνε, τού οποίου την ομιλία προς τη δίαιτα στα λατινικά μετέφραζε στα γερμανικά ο επίσκοπος Ούλριχ τού Γκουρκ. Απεσταλμένοι εκπροσωπούσαν τον βασιλιά τής Ουγγαρίας, τούς δούκες Βουργουνδίας, Σαβοΐας και Μόντενα, τον άρχοντα τής Μάντουα και άλλους. Οι Γερμανοί δούκες Αυστρίας, Βαυαρίας και Μπράουνσβαϊκ είχαν στείλει απεσταλμένους, όπως επίσης και σειρά από μικρές και μεγάλες πόλεις, μεταξύ των οποίων και η Κολωνία. Ο αδελφός Τζιοβάννι ντα Καπιστράνο είχε εγκαταλείψει την αποστολή τού κηρύγματος στο Όλομουτς τής Μοραβίας για να προτρέψει τη συγκέντρωση σε σταυροφορία. Ήταν δημοφιλής ιεροκήρυκας και έκανε βαθιά εντύπωση στους ανθρώπους, αλλά οι ηγεμόνες λίγο επηρεάστηκαν από την ευγλωττία του. Σε ολόκληρη τη διάρκειά της η δίαιτα αναστατωνόταν από έντονες διαφορές, μηχανορραφίες και διαφωνίες.

Ο πάπας και ο αυτοκράτορας κατηγορούνταν ότι προωθούσαν τη σταυροφορία για να πάρουν χρήματα από τη Γερμανία (ο επίσκοπος Παβίας ήταν ο συλλέκτης τού εκκλησιαστικού φόρου δεκάτης), ενώ ήταν ευρέως αποδεκτό ότι η εσωτερική μεταρρύθμιση τόσο τού γερμανικού κράτους όσο και τής εκκλησίας ήταν το απαραίτητο πρώτο βήμα προς μια σταυροφορία. Ο Αλβέρτος Αχιλλέας, αν και μεταρρυθμιστής ο ίδιος, διέσωσε τη δίαιτα από τη μετατροπή της σε πλήρη παρωδία, στηρίζοντας την πρόταση ότι γερμανικός στρατός 10.000 ιππέων και 30.000 πεζών στρατιωτών έπρεπε να σταλεί το επόμενο έτος σε βοήθεια των Ούγγρων, με την προϋπόθεση ότι ιταλικός στόλος θα απέπλεε ταυτόχρονα, για να επιτεθεί στους Τούρκους από τη θάλασσα. Μια άλλη δίαιτα επρόκειτο όμως να πραγματοποιηθεί στο Βίνερ Νόιστατ τον Φεβρουάριο τού 1455, για να διασκεφθεί απευθείας με τον αυτοκράτορα (το Νόιστατ ήταν η πατρίδα του και ο αγαπημένος τόπος κατοικίας του), ενώ τότε θα γίνονταν και ρυθμίσεις για τη στρατολόγηση των υπεσχημένων γερμανικών στρατευμάτων και για τη θέσπιση των αναγκαίων μεταρρυθμίσεων στη νομική, οικονομική και εκκλησιαστική δομή τής αυτοκρατορίας. Η Φρανκφούρτη υπήρξε δοκιμασία για τούς αυτοκρατορικούς απεσταλμένους. Ο Αινείας Σύλβιος είχε απευθυνθεί επί δίωρο στη δίαιτα, προτρέποντας τουλάχιστον ανανέωση των δεσμεύσεων που είχαν αναληφθεί στο Ρέγκενσμπουργκ. Στις 28 Οκτωβρίου 1454, κατά το κλείσιμο των συνεδριάσεων τής Φρανκφούρτης, ο Καπιστράνο έγραψε στον πάπα Νικόλαο Ε’ επαινώντας ιδιαίτερα τον Αινεία, «ο οποίος σίγουρα σε αυτή τη δίαιτα, τόσο με την αξιόλογη και μακρά αγόρευσή του, όσο και με τις εξαιρετικές συμβουλές του, είχε λειτουργήσει με τέτοια ικανότητα, σύνεση και διάκριση, που τίποτε περισσότερο δεν θα μπορούσε να αναμένεται».51

Ενώ αυτά τα γεγονότα συνέβαιναν στη Γερμανία, η ειρήνη που λαχταρούσε να δει ο Αινείας Σύλβιος να εγκαθιδρύεται στην Ιταλία είχε επιτέλους συμφωνηθεί. Είχε πάρει πολύ καιρό κι έτσι μια σύντομη ανασκόπηση τού ιστορικού δεν είναι εντελώς άσκοπη. Στα μέσα τού αιώνα είχε συμβεί διπλωματική επανάσταση, που έδενε τη Φλωρεντία στο δουκάτο τού Μιλάνου. Επί πολλά χρόνια οι δύο εμπορικές δημοκρατίες, η Βενετία και η Φλωρεντία, ήσαν σύμμαχοι κατά τού Μιλάνου, τού οποίου ο δούκας Φίλιππο Μαρία Βισκόντι έσπευδε να εισβάλει στο Βένετο και στην Τοσκάνη όποτε παρουσιαζόταν η ευκαιρία. Η προτίμηση των Φλωρεντινών ανθρωπιστών για ρεπουμπλικανισμό, που προερχόταν από τις κλασσικές σπουδές τους, είχε παίξει κάποιο ρόλο στη διαμόρφωση και τη διατήρηση τής συμμαχίας με τη Βενετία. Όμως ολοένα και περισσότερο οι Φλωρεντινοί γίνονταν εμπορικοί ανταγωνιστές των Ενετών στην Ανατολική Μεσόγειο. Η κινδυνεύουσα βυζαντινή κυβέρνηση έκρινε σκόπιμο να ευνοεί τούς δεύτερους, ενώ οι Φλωρεντινοί εκπρόσωποι έδειχναν μεγάλη επιδεξιότητα στο να κερδίζουν την αποδοχή των Τούρκων.52 Οι Φλωρεντινοί προσπαθούσαν να δημιουργήσουν την εμπορική ναυτιλία τους, εξέλιξη την οποία η Ενετική Γερουσία παρακολουθούσε με κάποιους ενδοιασμούς.

Η Νάπολη, κάποτε φιλο-παπικός (Guelf) σύμμαχος τής Φλωρεντίας, εύρισκε λίγους υποστηρικτές στον Άρνο μετά τις ταραγμένες ημέρες τού βασιλιά Λάντισλας (πέθανε το 1414), γιου τού Καρόλου Γ’ τού Δυρραχίου. Με τον θρίαμβο τού Aλφόνσου Ε’ Αραγωνίας-Καταλωνίας στη ναπολιτάνικη σκηνή, το βόρειο δουκάτο και το νότιο βασίλειο θα είχαν συνεχίσει να εργάζονται μαζί. Ο Aλφόνσο είχε γίνει φίλος και υποστηρικτής τού Φίλιππο Μαρία (το 1435), αλλά δεν ήθελε καμία σχέση με τον νεόπλουτο Σφόρτσα. Καθώς οι Φλωρεντινοί προσέγγιζαν το Μιλάνο, ο Aλφόνσο έριχνε φιλικές ματιές προς τούς Ενετούς, με τούς οποίους τον Οκτώβριο τού 1450 έκανε συμμαχία εναντίον τού Σφόρτσα, τού νέου δούκα τού Μιλάνου. Οι διάφοροι παράγοντες που παρήγαγαν αυτή τη νέα ισορροπία δυνάμεων στην Ιταλία είναι γνωστοί και έχουν συχνά περιγραφεί.53

Η ιταλική πολιτική έγινε πολύ πιο περίπλοκη όταν πέθανε ο Φίλιππο Μαρία τον Αύγουστο τού 1447, αφήνοντας τη μιλανέζικη διαδοχή υπό αμφισβήτηση. Κορυφαίος μεταξύ των διαφόρων διεκδικητών τού δουκάτου (ή τμημάτων τού δουκάτου) ήταν ο δραστήριος αρχηγός μισθοφόρων (κοντοττιέρε) Φραντσέσκο Σφόρτσα, που είχε παντρευτεί την Μπιάνκα, νόθα κόρη τού Φιλίππου Μαρία. Ο Σφόρτσα επικράτησε σύντομα.54 Μεταξύ των διεκδικητών τού δουκικού τίτλου ήταν υποτίθεται και ο Αλφόνσο Ε’, τού οποίου η ναυτική δύναμη συνδύαζε τον αραγωνικό-καταλανικό και τον ναπολιτάνικο στόλο, οι οποίοι (μαζί με εκείνον τής Βενετίας) απειλούσαν το εμπορικό μέλλον τής Φλωρεντίας στην περιοχή τής Μεσογείου. Οι Ενετοί προσπαθούσαν να προσθέσουν όσο περισσότερο μιλανέζικο έδαφος μπορούσαν στην ηπειρωτική ενδοχώρα τους (terra ferma), αλλά ο Σφόρτσα κρατούσε τα εδάφη του εναντίον τους με ανυποχώρητη αποφασιστικότητα και ξεκίνησε δυναμική εκστρατεία αντι-ενετικής προπαγάνδας. Τον υποστήριξε ο Κόσιμο των Μεδίκων, που είχε πια συνειδητοποιήσει ότι τα φλωρεντινά συμφέροντα θα εξυπηρετούνταν εφεξής καλύτερα από τον μιλανέζικο δεσποτισμό παρά από τον ενετικό ρεπουμπλικανισμό. Η πολιτική τού Κόσιμο, που σήμαινε εγκατάλειψη τής ενετικής συμμαχίας, συναντούσε την αντίθεση Φλωρεντινών πολιτικών και ανθρωπιστών, όπως οι Νέρι Καππόνι και Τζιαννότσο Μανέττι, των οποίων οι απόψεις για τις εξωτερικές υποθέσεις ακολουθούσαν πιο παραδοσιακές μορφές.

Όταν ο Κάρολος Ζ’ τής Γαλλίας παρέσχε κατ’ ουσίαν αναγνώριση στον Φραντσέσκο Σφόρτσα ως δούκα τού Μιλάνου, και ήταν ο πρώτος ηγεμόνας στην Ευρώπη που το έκανε, η νέα συμμαχία που είχαν διαμορφώσει οι Σφόρτσα και Κόσιμο Μέδικος απέκτησε σταθερότητα (το 1451-1452). Η διάσπαση τής γαλλικής αυλής μεταξύ Καρόλου Ζ’ και τού συνονόματού του Καρόλου τής Ορλεάνης (γιου τής Βαλεντίνας, κόρης τού Τζιαν Γκαλεάτσο Βισκόντι) αποδείχθηκε ιδιαίτερα χρήσιμη για τούς Σφόρτσα και Κόσιμο. Η Ορλεάνη είχε θελήσει να προωθήσει τις διεκδικήσεις των Βισκόντι επί τού Μιλάνου, οι οποίες τώρα καθίσταντο αδύνατες λόγω τής βασιλικής αναγνώρισης των Σφόρτσα.

Ο Άντζελο Ατσαγιόλι, ο οποίος πήγε για τρεις αποστολές στη Γαλλία (το 1451-1453) και διαπραγματεύτηκε με τον Κάρολο Ζ’ εξ ονόματος τού Κόσιμο των Μεδίκων και τού Φραντσέσκο Σφόρτσα, ενθάρρυνε τούς Γάλλους να ανανεώσουν την παλαιά διεκδίκηση των Ανδεγαυών επί τής Νάπολης εναντίον τού κοινού εχθρού τους, τού Αλφόνσο.55 (Συναντήσαμε ήδη τον Άντζελο Ατσαγιόλι ως ξεναγό τού Βυζαντινού αυτοκράτορα Ιωάννη Η’ Παλαιολόγου στην Πιστόια, το Πράτο και την Περέτολα το 1439.) Η γαλλική αποδοχή τού Σφόρτσα ως δούκα μείωνε τον κίνδυνο από τη Βενετία, αλλά Η γαλλική διεκδίκηση επί τής Νάπολης αποτελούσε αναπόφευκτα πηγή ανησυχίας για τον Aλφόνσο. Οι Μέδικοι είχαν σαγηνευτεί από τη γαλλική συμμαχία, η οποία ήταν, ως γνωστόν, μέρος τής παράδοσης τής παλιάς Φλωρεντίας. Όσο για τον Σφόρτσα, βρισκόταν προφανώς σε καλύτερη θέση με τη Γαλλία ως φίλο παρά ως εχθρό. Η Γαλλία όμως ξεπρόβαλλε τώρα ως νικήτρια από τον Εκατονταετή Πόλεμο. Βέβαια παρέμεναν στους Γάλλους προς επίλυση άλλα προβλήματα, ιδιαίτερα εκείνα που σχετίζονταν με τη Βουργουνδία. Αν οι Μέδικοι δεν είχαν ενθαρρύνει το γαλλικό ενδιαφέρον για την Ιταλία, θα το είχαν πράξει άλλοι. Οι διεκδικήσεις των Ανδεγαυών επί τής Νάπολης και των Ορλεανιστών επί τού Μιλάνου καθιστούσαν αυτό το ενδιαφέρον αναπόφευκτο, όσο κι αν μπορούσε να αναβληθεί η άμεση παρέμβαση.

Κατά τη διάρκεια τής παπικής θητείας τού Νικολάου Ε’ ο παπισμός, ο οποίος δεν είχε ακόμη συνέλθει από τη μεγάλη περίοδο τού σχίσματος και τού συνοδισμού, δεν ήταν σε θέση να διαδραματίσει αποφασιστικό ρόλο στο διπλωματικό δράμα. Παρ’ όλα αυτά ο Νικόλαος θα μπορούσε να έχει εργαστεί για την ειρήνη πιο δυναμικά απ’ όσο εργάστηκε, αν και τα συγκρουόμενα εδαφικά συμφέροντα των ιταλικών κρατών φαίνονταν ανεπηρέαστα από οποιαδήποτε λύση, εκτός από εκείνη τής δύναμης. Ο Φραντσέσκο Σφόρτσα φοβόταν τη γαλλική σύνδεση, γιατί καθένας ήξερε την επιθυμία τού Καρόλου Ζ’ να ανακτήσει τη Γένουα, την οποία (όπως είδαμε στον προηγούμενο τόμο) η Γαλλία κατείχε από το 1396 μέχρι το 1409. Ο Σφόρτσα λοιπόν είχε περισσότερους λόγους να φοβάται τη Γαλλία απ’ όσους οι Φλωρεντινοί. Ούτε οι Ανδεγαυοί ούτε οι Ορλεανιστές είχαν αξιώσεις επί τής Φλωρεντίας. Αν όμως οι Ενετοί μπορούσαν να προσθέσουν μεγάλο μέρος τής Λομβαρδίας στους δικούς τους μεγάλους πόρους, τότε θα κυριαρχούσαν στο βόρειο τμήμα τής χερσονήσου.56 Ο Κόσιμο είχε καταλήξει να θεωρεί τον φίλο του Σφόρτσα ως το καλύτερο μέσο για την πρόληψη αυτής τής πιθανότητας. Αλλά η Βενετία ήταν αποφασισμένη να σπρώξει τα δυτικά της σύνορα μέχρι τον ποταμό Άντα και στις 16 Μαΐου 1452 κήρυξε τον πόλεμο κατά τού Σφόρτσα και τής Φλωρεντίας. Η Γερουσία πίστευε ότι οι Γάλλοι δεν ήσαν ακόμη σε θέση να αναλάβουν δράση. Ο Aλφόνσο τής Νάπολης ενώθηκε αμέσως με τούς Ενετούς συμμάχους του στις 4 Ιουνίου. Τον επόμενο Απρίλιο (1453) οι Φλωρεντινοί παρακίνησαν τον δούκα Ρενέ Ανδεγαυό (Ανζού) να διασχίσει τις Άλπεις για λογαριασμό τού Σφόρτσα, αποθαρρύνοντας τούς Ενετούς. Τόσο ο Σφόρτσα όσο και οι Φλωρεντινοί ήσαν ασαφείς στις προσφορές τους για υποστήριξη τής φιλοδοξίας τού Ρενέ να κατακτήσει τη Νάπολη. Ο Aλφόνσο ανησύχησε, αλλά δεν θορυβήθηκε ιδιαίτερα, αν και ο Σφόρτσα σημείωνε σημαντική επιτυχία κατά των Ενετών και ο Ρενέ δεν αδρανούσε.

Ξαφνικά ήρθε η είδηση τής πτώσης τής Κωνσταντινούπολης και η Βενετία είχε εκατό λόγους για να θέλει να κάνει ειρήνη. Ύστερα από κάποιες δυσκολίες και διαφωνίες με τούς υποτιθέμενους φίλους του, ο Ρενέ Ανδεγαυός αποσύρθηκε βόρεια των Άλπεων, αναμφισβήτητα δυσαρεστημένος, αλλά ο Κάρολος Ζ’ πίστευε ότι ο Ρενέ δεν είχε πιέσει αρκετά σκληρά και δεν είχε προφανώς προσβληθεί ιδιαίτερα. Οι Κόσιμο και Σφόρτσα είχαν κερδίσει το παιχνίδι τους και ο τελευταίος αναγνωριζόταν πλέον ως τέταρτος δούκας τού Μιλάνου.

Ο Νικόλαος Ε’ συγκάλεσε διάσκεψη των ιταλικών δυνάμεων στη Ρώμη. Τόσο οι ανταγωνιζόμενοι όσο και οι αρχές των μικρότερων κρατών έστειλαν τούς πρεσβευτές τους, οι οποίοι συζητούσαν και πρόβαλλαν τις διαφορές των εντολέων τους από τον Νοέμβριο τού 1453 μέχρι τον επόμενο Μάρτιο. Η διάσκεψη απέτυχε να διευθετήσει οτιδήποτε57 και μάλιστα ο Νικόλαος είχε κάνει ελάχιστα για να βοηθήσει να επιτευχθεί η ειρήνη, για την οποία αναμφίβολα έλπιζε ότι θα καθιστούσε δυνατή μια σταυροφορία κατά των Τούρκων.58

Όμως ο Φραντσέσκο Φόρτσα ήθελε ειρήνη τόσο, όσο και οι Ενετοί κι έτσι αυτό που δεν πέτυχαν οι διπλωμάτες στη Ρώμη το κατόρθωσε ο Αυγουστινιανός μοναχός Σιμονέττο ντα Καμερίνο, ο οποίος υπηρετούσε ως μυστικός διαμεσολαβητής μεταξύ Μιλάνου και Δημοκρατίας. Κυρίως λόγω των προσπαθειών τού ακούραστου μοναχού, ξαφνικά και απρόσμενα ο Σφόρτσα και η Γαληνοτάτη ανέστειλαν την εχθρότητά τους ο ένας προς τον άλλο. Με τα λουλούδια τής άνοιξης ήρθε η ειρήνη τού Λόντι (στις 9 Απριλίου 1454).59 Γράφοντας στον Σφόρτσα στις 21 Απριλίου, ο αδελφός Σιμονέττο τού έλεγε για τη χαρά που επικρατούσε στη Βενετία ως συνέπεια τής ειρήνης και έκλεινε την επιστολή του με προτροπή προς τον δούκα να εξοπλίσει γαλέρες εναντίον των Τούρκων, όπως γινόταν στη Βενετία.60 Στους νέους σύμμαχους εντάχθηκαν αργότερα ο Κόσιμο Μέδικος και οι Φλωρεντινοί (στις 30 Αυγούστου) και τέλος ο διστακτικός Αλφόνσο τής Νάπολης (στις 26 Ιανουαρίου 1455), ο οποίος είχε υποστηρίξει τη Βενετία. Όταν ο πάπας Νικόλαος Ε’ σε περαιτέρω συμφωνία πήγε μαζί με τούς άλλους για τη διατήρηση τής ειρήνης στην Ιταλία (στις 25 Φεβρουαρίου 1455), φαινόταν ότι είχε επιτευχθεί περίοδος ηρεμίας. Η ειρήνη είχε αποφασιστεί να διαρκέσει εικοσιπέντε χρόνια. Η δημιουργία τής ιταλικής ένωσης των πέντε δυνάμεων ανακοινώθηκε δημόσια στη Ρώμη στις 2 Μαρτίου και προκάλεσε πάλι εκτεταμένη χαρά στη χερσόνησο. Μια ισορροπία είχε πράγματι επιτευχθεί. Με τη Βενετία ελεγχόμενη από το Μιλάνο στον βορρά και τη Νάπολη από τον παπισμό στον νότο, η Φλωρεντία προσπαθούσε να διατηρήσει την πολιτική ισορροπία, υποστηρίζοντας συνήθως το Μιλάνο κατά τής Βενετίας, η οποία ήταν κατά πολύ το ισχυρότερο ενιαίο κράτος στην Ιταλία.61 Τώρα ο πάπας μπορούσε να στρέψει την αμέριστη προσοχή του στην εκστρατεία κατά των Τούρκων, όπως ο ίδιος ενημέρωσε αμέσως τον Φραντσέσκο Σφόρτσα στις 28 Φεβρουαρίου 1455,62 ενώ πράγματι φαινόταν ότι η πολιτική κατάσταση στην Ιταλία είχε γίνει ασυνήθιστα ευνοϊκή για τη σταυροφορία κατά των Τούρκων.

Όμως, δυστυχώς για τη χριστιανική υπόθεση, δεν σημειωνόταν αντίστοιχη πρόοδος στον βορρά. Τον Φεβρουάριο τού 1455, όπως είχε αποφασιστεί στη Φρανκφούρτη, συγκεντρώθηκε τρίτη δίαιτα στο Βίνερ Νόιστατ, όπου ο δειλός Φρειδερίκος Γ’ αναγκάστηκε να εγκαταλείψει τούς κήπους και τα πτηνοτροφεία του για τις δυσάρεστες διαβουλεύσεις τής μικρής συγκέντρωσης προκρίτων, στην οποία κυριαρχούσε ο αρχιεπίσκοπος Γιάκομπ φον Σιρκ τού Τριρ, ο οποίος εκπροσωπούσε όλους τούς άλλους εκλέκτορες. Ο Γιάκομπ φον Σιρκ πίεζε για «μεταρρυθμίσεις», οι οποίες θα εξασθενούσαν περισσότερο το αδύναμο κράτημα από τον αυτοκράτορα των ηνίων τής κυβέρνησης στην έντονα φεουδαρχική δομή τής αυτοκρατορίας. Οι μαργράβοι Βρανδεμβούργου-Άνζμπαχ και Μπάντεν είχαν έρθει και πάλι. Πολλές πόλεις είχαν στείλει τούς αναπληρωτές τους. Ο βασιλιάς τής Νάπολης είχε στείλει απεσταλμένους. Και φυσικά ο Αινείας Σύλβιος και ο επίσκοπος Παβίας ήσαν και οι δύο παρόντες και προέτρεψαν τη δίαιτα για σταυροφορία. Ο Λάντισλας τής Βοημίας και Ουγγαρίας έφτασε μέχρι τη Βιέννη, ενώ οι απεσταλμένοι του προωθούσαν έκκληση για βοήθεια κατά των Τούρκων στον Φρειδερίκο στο Νόιστατ, υπενθυμίζοντας στην Αυτού Μεγαλειότητα ότι το αυτοκρατορικό αξίωμα τού επέβαλε αυτή την ευγενή υπευθυνότητα, ότι η δυνατότητα ήταν διαθέσιμη και ότι υπήρχε ανάγκη για δράση. Ο αυτοκράτορας είχε ο ίδιος συγκαλέσει τις δίαιτες. Έπρεπε να προσπαθήσει να εκπληρώσει τον υψηλό σκοπό για τον οποίο τις είχε συγκαλέσει.

Ενώ ο πάπας κρατούσε τα κλειδιά, ο αυτοκράτορας έφερε την ασπίδα τής χριστιανοσύνης. Περισσότεροι από είκοσι μήνες είχαν περάσει από την πτώση τής ανατολικής αυτοκρατορίας. Περαιτέρω καθυστέρηση θα μπορούσε να αποβεί μοιραία, γιατί όσο περνούσε ο χρόνος η χριστιανική δύναμη μειωνόταν ενώ εκείνη των Τούρκων αυξανόταν. Πλησίαζε η εκστρατευτική περίοδος. Οι Ούγγροι δεν μέμφονταν τον αυτοκράτορα για καθυστερήσεις τού παρελθόντος. Σίγουρα κατάλληλη προετοιμασία ήταν απαραίτητη για μια τόσο μεγάλη επιχείρηση. Εκτός από αυτό, οι Ούγγροι είχαν υποχρεωθεί να κάνουν ανακωχή με τούς Τούρκους, αλλά η τελευταία μέρα τής εκεχειρίας είχε εκπνεύσει πρόσφατα: «Υποσχόμαστε ελεύθερα τη βοήθειά μας και την καλύτερη δυνατή προσπάθεια», είχε δηλώσει ο Ούγγρος εκπρόσωπος. «Είμαστε απολύτως έτοιμοι να ανταποκριθούμε σε οτιδήποτε ζητηθεί από εμάς. Μάς έχει δοθεί η εντολή να εξοπλίσουμε είκοσι χιλιάδες άνδρες και θα τούς εξοπλίσουμε καλά. Μάς έχει ζητηθεί να επιτρέψουμε τη διέλευση τού στρατού από τα εδάφη μας και έχουμε χορηγήσει την άδεια πολύ ευχαρίστως. Μάς έχει ζητηθεί να προμηθεύσουμε τροφή στον στρατό κατά την πορεία του και θα το πράξουμε σε μεγάλη αφθονία!» Οι Ούγγροι έκαναν καλή ομιλία:. «Τώρα θα δείξετε καθαρά αν είστε πραγματικά χριστιανοί, πραγματικά σεβάσμιοι … Κοιτάξτε πώς σάς εκλιπαρούν ο ουρανός και η γη, ο Θεός και ο άνθρωπος. Μη ματαιώσετε τη δίκαιη ελπίδα που τόσοι πολλοί λαοί έχουν εναποθέσει πάνω σας… »63

Όμως ο Φρειδερίκος Γ’ δεν επρόκειτο να συγκινηθεί από τη ρητορική και αναμφίβολα θεωρούσε ότι γνώριζαν όλοι ότι ήταν απολύτως έτοιμος να ματαιώσει οποιαδήποτε ελπίδα για σταυροφορία είχε εναποτεθεί σε αυτόν. Το μυαλό του προφανώς περιπλανιόταν όταν μιλούσε ο Ούγγρος απεσταλμένος, όπως ίσως επίσης περιπλανιόταν, όταν στις 25 Φεβρουαρίου ο δικός του εκπρόσωπος, ο Αινείας Σύλβιος, είχε δώσει «μια όμορφα στολισμένη λατινική ομιλία» (eine schöne getzirde latteinische Red) ενώπιον των εκπροσώπων στο κάστρο τού Νόιστατ. Ατέρμονες συζητήσεις και ενίοτε θερμές αντιπαραθέσεις συνεχίζονταν σε ολόκληρη τη διάρκεια τού Μαρτίου. Χρειάστηκε χρόνος για να ζητηθεί η γνώμη τού νεαρού Λάντισλας και των συμβούλων του στη Βιέννη. Οι αποφάσεις τής Φρανκφούρτης επανεξετάστηκαν. Τέθηκε το ζήτημα τού ιταλικού στόλου. Οι υποθέσεις τής αυτοκρατορίας τέθηκαν επισταμένως σε δημόσια συζήτηση και στις 5 Απριλίου οι επίσημες συνεδριάσεις τής δίαιτας αναβλήθηκαν μέχρι τις 12 τού μηνός, όταν ο Φρειδερίκος κάλεσε τον αρχιεπίσκοπο Ιάκωβο τού Τριρ και τούς απεσταλμένους των απόντων εκλεκτόρων στις δέκα το πρωί και στη συνέχεια τούς άφησε να περιμένουν για τρεις ώρες, προς μεγάλη ενόχληση τού Ιακώβου. Αλλά είχε μόλις φθάσει η είδηση τού θανάτου τού πάπα Νικολάου Ε’ στη Ρώμη τη νύχτα στις 24 προς 25 Μαρτίου. Ο Φρειδερίκος λοιπόν πρότεινε, λόγω τής αβεβαιότητας που υπήρχε τώρα σε σχέση με τον ιταλικό στόλο, ότι θα ήταν καλύτερο να αναβληθούν τα σχέδια για την εκστρατεία μέχρι την επόμενη άνοιξη (1456). Στο διάστημα αυτό θα συνέχιζε διαπραγματεύσεις με τον νέο πάπα και τα ιταλικά κράτη και θα επιδίωκε να αποκαταστήσει την ειρήνη στην αυτοκρατορία. Στη συνέχεια η δίαιτα διαλύθηκε εν μέσω διαπληκτισμών, όπως ακριβώς είχε αρχίσει.64

Οι υπέρμαχοι τής σταυροφορίας στη Γερμανία είχαν τουλάχιστον ένα μεγάλο όπλο που δεν διέθετε ο φοβερός εχθρός τους Μωάμεθ Β’ και το χρησιμοποίησαν εναντίον του όσο πιο αποτελεσματικά μπορούσαν. Ήταν η πρόσφατη εφεύρεση τής τυπογραφίας, η οποία χρησιμοποιήθηκε για να εξυπηρετήσει τα χριστιανικά συμφέροντα κατά τού Ισλάμ. Όμως ο πολιτικός και κοινωνικός διαχωρισμός τής αυτοκρατορίας, η αρπακτική ιδιοτέλεια των Γερμανών ηγεμόνων και η ανικανότητα, ατολμία και αναποφασιστικότητα τού Φρειδερίκου Γ’ εμπόδιζαν την πλήρη αξιοποίηση τής δύναμης τής τυπογραφίας. Όμως οι τυπογράφοι σίγουρα βοήθησαν στην προώθηση τού τεράστιου εκκλησιαστικού προγράμματος αντι-τουρκικής προπαγάνδας, που είχε τεθεί σε κίνηση στη Γερμανία. Η σημασία τής τυπογραφίας στο ζήτημα αυτό γίνεται ίσως πιο κατανοητή συγκεντρώνοντας εδώ ορισμένα παραδείγματα τής χρήσης της και όχι τοποθετώντας αυτά σε εκείνα τα σημεία τού κειμένου, στα οποία ανήκουν με αυστηρά χρονολογική διαχείριση.

Για παράδειγμα στο Μάιντς το 1454-1455, κατά τη διάρκεια των διαιτών που πραγματοποιήθηκαν στο Ρέγκενσμπουργκ, στη Φρανκφούρτη και στο Νόιστατ για την προώθηση τής σταυροφορίας, χρησιμοποιήθηκαν τυπογραφικά στοιχεία τού Ιωάννη Γουτεμβέργιου για την εκτύπωση αφισών, που διαφήμιζαν τις εγκύκλιες επιστολές τού πάπα Νικολάου Ε’ για πλήρη άφεση αμαρτιών εκείνων που θα αναλάμβαναν το χριστιανικό βάρος στον πόλεμο εναντίον των Τούρκων και θα συνέβαλαν στην υπεράσπιση τής κινδυνεύουσας Κύπρου.65 Τα συγχωροχάρτια πωλούνταν στη Ρηνανία σε έντυπες φόρμες, με κενά διαστήματα για την παρεμβολή ονομάτων και ημερομηνιών, που αποτελούν τα πρώτα γνωστά παραδείγματα «ομαδικής εκτύπωσης». Χρησιμοποιούσαν τώρα την τυπογραφία, για πρώτη φορά, σε αυτό που ήταν σχεδόν μετάδοση ειδήσεων, γιατί καθώς η Ευρώπη φοβόταν την απώλεια τής Κύπρου στους Τούρκους, πολύ πιθανόν ο ίδιος ο Γουτεμβέργιος δημοσίευσε το περίφημο εννιασέλιδο φυλλάδιο «Προειδοποίηση τής χριστιανοσύνης εναντίον των Τούρκων» (Eyn manung der cristenheit widder die durken). Η προειδοποίηση (manung), που είχε ετοιμαστεί με τη μορφή ημερολογίου ή αλμανάκ, απεύθυνε συγκινητικές εκκλήσεις για ανάληψη δράσης εναντίον των Τούρκων στον πάπα Νικόλαο Ε’, στον Φρειδερίκο Γ’, στον αυτοκράτορα τής Τραπεζούντας, στον βασιλιά τού Ίνκερμαν τής Κριμαίας, στους Ραγουσαίους, Αλβανούς, Βούλγαρους, Δαλματούς, Κροάτες, δυτικούς Σλάβους (Wends), καθώς και σε όλους τούς ομοθρήσκους τους χριστιανούς, στους βασιλείς Γαλλίας και Αγγλίας, Καστίλλης και Ναβάρρας, Βοημίας και Ουγγαρίας, Πορτογαλίας και Αραγωνίας, Δανίας, Σουηδίας και Νορβηγίας, στους αρχιεπισκόπους και επισκόπους, στα τάγματα ιπποτών, καθώς και όλους τούς άλλους άρχοντες, ιεράρχες και πόλεις τής χριστιανοσύνης. Η «Προειδοποίηση» (Manung), που αποτελεί ένα από τα μεγάλα ορόσημα τής πρώιμης ιστορίας τής τυπογραφίας, καθώς και το πρώτο βιβλίο που τυπώθηκε ποτέ σε ιδιωματική γλώσσα, εμφανίστηκε στο Μάιντς προς το τέλος τού 1454, κατά πάσα πιθανότητα μεταξύ των διαιτών τής Φρανκφούρτης και τού Νόιστατ.66

Περίπου επτά χρόνια αργότερα, στην ίδια πόλη τού Μάιντς, οι διάδοχοι τού Γουτεμβέργιου Γιόχαν Φουστ και Πέτερ Σέφφερ τύπωσαν την παπική βούλλα τού Πίου Β’ «Λίγο πιο παλιά σε μοναστήρι» (Dudum in conventu), που εκδόθηκε στο Τίβολι στις 4 Σεπτεμβρίου 1461 και επέβαλλε φόρο δεκάτης στους κληρικούς, για να βοηθήσει τη διεξαγωγή τού επερχόμενου πόλεμου εναντίον των Τούρκων67 (δυο χρόνια νωρίτερα ο Πίος είχε κηρύξει σταυροφορία στη Μάντουα). Ξανά και ξανά καθώς περνούσαν τα χρόνια, κήρυκες άφεσης αμαρτιών, εκκλησιαστικοί διοικούντες, βαΐλοι, επίτροποι και άλλα εξουσιοδοτημένα πρόσωπα προσπαθούσαν να επιστρατεύσουν τη λαϊκή υποστήριξη για τον πόλεμο εναντίον των Τούρκων, προσφεύγοντας στη θαυμάσια λειτουργικότητα τής τυπογραφίας. Μερικοί από τούς κύριους τυπογράφους τής εποχής πολλαπλασίαζαν για ευρεία διανομή τις περιλήψεις, βούλλες και άλλα έγγραφα στα λατινικά, γερμανικά και ιταλικά, με τα οποία ο Σίξτος Δ’, ο Ιννοκέντιος Η’ και ο Αλέξανδρος ΣΤ’ ανακοίνωναν τις οικονομικές και άλλες επιβολές για τη σταυροφορία και την αντίστοιχη «πλήρη άφεση όλων των αμαρτιών».68

Μολονότι είναι πολύ νωρίς για να εξετάσουμε στην περιγραφή μας το θρησκευτικό πρόβλημα στη Γερμανία και τούς πλανόδιους πωλητές συγχωροχαρτιών, οι οποίοι θα προκαλούσαν την οργή τού Μαρτίνου Λούθηρου και στους οποίους θα έρθουμε στον επόμενο τόμο, μπορεί να επιτραπεί η πεποίθηση, ότι μέχρι τουλάχιστον την εποχή τού Σίξτου Δ’ τα χρήματα που συγκεντρώνονταν από την πώληση συγχωροχαρτιών στη Γερμανία και την Κεντρική Ευρώπη πράγματι τα διέθεταν σε μεγάλο βαθμό για τη σταυροφορία, είτε ως επιδοτήσεις προς τούς Ούγγρους ή απευθείας σε παπικούς στόλους για υπηρεσία στην Ανατολική Μεσόγειο. Φαίνεται απίθανο ότι τα ποσά που συγκεντρώνονταν στη Γερμανία αποτελούσαν κάτι περισσότερο από καλό μέρος των εξόδων τής παπικής κούρτης στον πόλεμο εναντίον των Τούρκων. Οι πιο υψηλόβαθμοι κληρικοί στη Γερμανία, προερχόμενοι σε μεγάλο βαθμό από την αριστοκρατία, ήσαν ανεξάρτητοι και αντι-Ιταλοί. Ήσαν επίσης εκμεταλλευτές τού ίδιου τού λαού τους και η απληστία τους πρόσθετε στην αυξανόμενη αντικληρικοφροσύνη. Είναι αναμφισβήτητο βέβαια ότι ο παπισμός απαιτούσε πολλά από τις γερμανικές αρχιεπισκοπές και επισκοπές για την «κοινή υπηρεσία» (communia servitia) και άλλες επιβαρύνσεις. Ο πλουραλισμός ήταν διαδεδομένος, σε αντίθεση με το κανονικό δίκαιο τής συσσώρευσης (cumulation). Υπήρχαν πολλοί συνοδιστές στη Γερμανία, για τούς οποίους η παπική νίκη στη σύνοδο τής Βασιλείας ήταν μεγάλη απογοήτευση.

Οι συνοδιστές καλλιεργούσαν επί δεκαετίες βαθιά και κατανοητή δυσαρέσκεια για γερμανικά χρήματα που πήγαιναν στη Ρώμη είτε μέσω σταυροφορικών φόρων δεκάτης ή μέσω συγχωροχαρτιών και δεν ήταν δύσκολο να δείξουν (όπως έχει δειχτεί αρκετά συχνά) ότι οι εκκλησιαστικοί επίτροποι των συγχωροχαρτιών είχαν αρπάξει και χρησιμοποιούσαν την πιο αμφισβητήσιμη τακτική. Πήγαιναν πολύ πιο πέρα από την ενημέρωση τού λαού και την πώληση συγχωροχαρτιών (Ablassverkauf) προς την χοντροκομμένη διαφήμιση και διαλαλώντας τα σαν αντικείμενα εμπορίου (Ablasskramerei). Αλλά εδώ δεν ασχολούμαστε με τις πηγές των χρημάτων τού Νικολάου Ε’ για τα οικοδομικά του προγράμματα, τού Παύλου Β’ για τη συλλογή κοσμημάτων του ή τού Σίξτου Δ’ για τούς ιταλικούς πολέμους του. Αρκετά ειρωνικά, οι παπικές προσπάθειες για τη συγκέντρωση χρημάτων μέσω συγχωροχαρτιών για την προστασία τής Ουγγαρίας, τής Καρνιόλα, τής Καρινθίας, τής Στυρίας, καθώς και τής ίδιας τής Γερμανίας ενάντια στον Τούρκο στην πραγματικότητα κατέληγαν σε βάρος τής Ρώμης, στις ίδιες περιοχές τις οποίες ο παπισμός προσπαθούσε να βοηθήσει. Φυσικά αυτό δεν σημαίνει ότι οι καταχρήσεις δεν ήσαν πραγματικές, μακροχρόνιες, πολυάριθμες και επίμονες, συχνά συνοδευόμενες μάλιστα από υπεροπτικό κυνισμό. Αλλά οι καταγγελίες ήσαν τόσο πολυάριθμες όσο και οι καταχρήσεις και για παράδειγμα ας στραφούμε προς μια πηγή τής εποχής, μια εύγλωττη καταγγελία των αδυναμιών τόσο τού πάπα όσο και τής παπικής κούρτης. Προέρχεται από τον δόκτορα Μάρτιν Mάιερ, αρχιγραμματέα (καγκελλάριο) τού αρχιεπισκοπικού εκλέκτορα τού Μάιντς.

Στις 31 Αυγούστου 1457 ο Μάιερ έγραψε για να συγχαρεί τον Αινεία Σύλβιο, όταν ο τελευταίος παρέλαβε το καπέλο τού καρδιναλίου. Ο Μάιερ εξέφραζε χαρά γι’ αυτή την προαγωγή ενός φίλου, που θα μπορούσε τώρα να τού προσφέρει βοήθεια αν χρειαζόταν, αλλά τον είχε ενοχλήσει ότι η προαγωγή τού Αινεία είχε έρθει σε τέτοιους κακούς καιρούς:

Στον κύριό μου αρχιεπίσκοπο φτάνουν συχνά καταγγελίες που αφορούν τον Ρωμαίο ποντίφηκα [Κάλλιστο Γ’], ο οποίος δεν τηρεί τις αποφάσεις ούτε τής συνόδου τής Κωνσταντίας, ούτε εκείνης τής Βασιλείας, και δεν θεωρεί ότι τον δεσμεύουν οι δεσμεύσεις τού προκατόχου του [Νικόλαου Ε’]. Μάλλον φαίνεται ότι αισθάνεται για το [Γερμανικό] έθνος μας περιφρόνηση και θέλει να μάς εξαντλήσει εντελώς. Αποτελεί γνωστό γεγονός ότι οι εκλογές ιεραρχών έχουν παραμεριστεί και ότι τα επιδόματα και τα αξιώματα κάθε βαθμίδας επιφυλάσσονται για καρδιναλίους και πρωτονοτάριους. Ακόμη και σεις ο ίδιος έχετε με αυτόν τον τρόπο αποκτήσει κράτηση σε τρεις επαρχίες γερμανικού ονόματος, πράγμα το οποίο ήταν μέχρι σήμερα χωρίς προηγούμενο και ανήκουστο. Χορηγούνται αναρίθμητα προσδόκιμα (expectancies) για επισκοπικές θέσεις που θα χηρεύσουν μελλοντικά. Απαιτούνται έσοδα πρώτου έτους (annates) … χωρίς να παρέχεται χρονικό περιθώριο, ενώ είναι ευρέως γνωστό ότι εκβιάζονται ποσά, ακόμη και πέρα από αυτά που οφείλονται.

Η διαχείριση των εκκλησιών δεν δίνεται σε αυτόν που το αξίζει περισσότερο, αλλά σε αυτόν που προσφέρει περισσότερα γι’ αυτήν, ενώ νέα συγχωροχάρτια χορηγούνται καθημερινά για να αποσπάσουν χρήματα. Οι συλλογές τού φόρου δεκάτης παραγγέλλονται λόγω των Τούρκων, χωρίς διαβούλευση με τούς ιεράρχες μας. Yποθέσεις που έπρεπε να αντιμετωπιστούν και να διακανονιστούν στις θέσεις [προέλευσής τους] σέρνονται αδιακρίτως μακριά σε αποστολικό δικαστήριο, ενώ εφευρίσκονται χιλιάδες τρόποι με τούς οποίους η Ρωμαϊκή Έδρα με το επεξεργασμένο ταλέντο της αποσπά χρυσάφι από εμάς, από τούς βαρβάρους! Γι’ αυτό τον λόγο το έθνος μας, κάποτε επιφανές, το οποίο με τη γενναιότητα και το αίμα του εξασφάλισε τη Ρωμαϊκή αυτοκρατορία, και ήταν κυρία και βασίλισσα τού κόσμου, έχει τώρα περιπέσει σε ένδεια και έχει μετατραπεί σε υπηρέτη και προς φορολόγηση αντικείμενο. Ξαπλωμένo στην αθλιότητα, θρηνεί τον λαό του και τη φτώχεια του αυτά τα πολλά χρόνια. Αλλά τώρα, σαν να ξύπνησαν από τον ύπνο, οι ευγενείς μας έχουν αρχίσει να εξετάζουν τα γιατρικά, με τα οποία θα μπορέσουν να αντιμετωπίσουν αυτό το φοβερό δράμα, ενώ έχουν αποφασίσει να αποτινάξουν εντελώς τον ζυγό και να ανακτήσουν την αρχαία ελευθερία τους. Η απώλεια δεν θα είναι μικρή για τη ρωμαϊκή κούρτη, αν οι ηγεμόνες τής Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας πραγματοποιήσουν αυτό που τώρα σκέφτονται. Όσο περισσότερο χαίρομαι για τον νέο τίτλο σας, τόσο περισσότερο πικραίνομαι και βασανίζομαι, που αυτό το πρόβλημα έπρεπε να προκύψει στην εποχή σας.69

Η ειλικρινής έκφραση από τον Μάρτιν Μάιερ τού γερμανικού εθνικισμού και τής αποξένωσης από τη Ρώμη δεν αποτελεί μοναδικό κείμενο. Το πρόβλημα πράγματι μεγάλωνε την εποχή τού Αινεία Σύλβιου και η γερμανική αυτοσυνειδησία θα εντεινόταν από τα γεγονότα. Η γερμανική αντιπάθεια για τούς Ιταλούς μεγάλωνε και η γερμανική εχθρότητα προς την παπική κούρτη έπαιρνε επικίνδυνες διαστάσεις. Τα προειδοποιητικά σήματα αυτής τής δυσαρέσκειας δεν λήφθηκαν αρκετά σοβαρά υπόψη στη Ρώμη, όπου η εξυπνάδα θεωρούνταν λανθασμένα ως σοφία και όπου πάρα πολλές διαμαρτυρίες είχαν επί πολύ καιρό απορριφθεί με το συνηθισμένο σήκωμα των ιταλικών ώμων. Η τελική ρήξη ήρθε τρεις γενιές αργότερα, προκαλώντας πνευματικές βλάβες που δεν θεραπεύτηκαν ποτέ.

<-4. Η πολιορκία και η άλωση της Κωνσταντινούπολης (1453) 6. Ο Κάλλιστος Γ’ και η πολιορκία τού Βελιγραδίου. Ο Μωάμεθ Β’ και η Αλβανία (1455-1458)->
error: Content is protected !!
Scroll to Top