<-2. Μαρτίνος Ε’ και Ευγένιος Δ’. Κωνσταντία και Φερράρα-Φλωρεντία. Αντίθεση στον Μουράτ Β' | 4. Η πολιορκία και η άλωση της Κωνσταντινούπολης (1453)-> |
3
Η Σταυροφορία τής Βάρνας και τα επακόλουθά της (1444-1453)
![]() |
![]() |
Τα στοιχεία των επιστολών τού Κυριάκου Αγκωνίτη είναι ιδιαίτερα πολύτιμα για να μάς βοηθήσουν στην αξιολόγηση των γεγονότων που οδήγησαν στη Βάρνα. Ο Αγκωνίτης κινιόταν ανάμεσα στους Έλληνες, Γενουάτες, Ενετούς, ακόμη και στους Τούρκους, με απίστευτη ευκολία. Ενδιαφερόμενος για τη διπλωματία καθώς και για την αρχαιολογία, αντέγραφε με την ίδια απληστία έγγραφα και ελληνικές επιγραφές. Την Τετάρτη 15 Ιουλίου 1444 ο Κυριάκος ήταν μέλος μεγάλης κυνηγετικής παρέας, που έφυγε από την Κωνσταντινούπολη για τη Θράκη. Στην παρέα εντάχθηκε και ο Μπορουέλε Γκριμάλντι, ο Γενουάτης ποντεστά (τοπάρχης) τού Πέρα, καθώς και ομάδα συμπατριωτών του. Από την Κωνσταντινούπολη ήρθαν επίσης πολλοί Ενετοί με επικεφαλής τον νεαρό Νικολό Σοράντσο, γιο τού βαΐλου Μαρίνο. Αρχηγοί τού κυνηγιού ήσαν ο αυτοκράτορας Ιωάννης Η’ και ο αδελφός του Θεόδωρος, πρώην δεσπότης τού Μυστρά και τώρα άρχοντας τής Σηλυβρίας. Έστησαν τις σκηνές τους πρώτα στην αρχαία θρακική πόλη Αφάμνια, «που ξεπροβάλλει σαν όμορφη πηγή», ενώ πήγαν αργότερα στα Μυλιάδημα, «που είχαν καταρρεύσει από όλες τις πλευρές με το πέρασμα τού χρόνου» (undique collapsa vetustate), όπου είδαν μεγάλες, γκρεμισμένες γραμμές τειχών και τα ερείπια μεγάλων ναών. Αν και υπήρχαν πολλοί Ενετοί και Γενουάτες ευγενείς στη συντροφιά, ο αυτοκράτορας έδινε ιδιαίτερη προσοχή στον Κυριάκο, τον οποίο γνώριζε για μερικά χρόνια και ο οποίος τον ενημέρωσε αναμφίβολα με πλήρη λεπτομέρεια για τις ειρηνευτικές διαπραγματεύσεις στην Αδριανούπολη και για τη συμφωνία που είχε επιτευχθεί στις 12 Ιουνίου.1 Είναι φανερό ότι είχαν πολλά να συζητήσουν, ενώ οι επόμενοι μήνες θα έδιναν σε ολόκληρη την Ευρώπη και την Ανατολική Μεσόγειο θέμα για συζήτηση: τη χριστιανική ήττα στη Βάρνα.
Είναι γνωστό ότι ο νεαρός Λάντισλας τής Πολωνίας και τής Ουγγαρίας κατηγορείται ότι είχε υπογράψει συνθήκη ειρήνης με τον Μουράτ Β’ πριν κηρύξει τον πόλεμο εναντίον του. Εδώ δεν μπορούμε να ασχοληθούμε πολύ κατά πόσον είναι δίκαιη αυτή η κατηγορία για ψευδορκία. Ο ιστορικός δεν χρειάζεται να κατηγορηθεί για υπερβολικό κυνισμό όταν εξετάζει με γενναιόδωρη οπτική τα ζητήματα τακτικής στην αγάπη και τον πόλεμο κατά τον 15ο αιώνα. Οι γνώμες των νομικών τού κανονικού δικαίου είναι αρκετά σαφείς όσον αφορά το απαράδεκτο των όρκων που δίνονταν σε απίστους, σε βάρος τής χριστιανοσύνης. Η σταυροφορία ήταν η τελευταία ελπίδα για τη διάσωση τής Κωνσταντινούπολης από τούς Τούρκους. Η πτώση τής βυζαντινής πρωτεύουσας θα ενέπνεε αναπόφευκτα στους Τούρκους τη φιλοδοξία να καταλάβουν πλήρως την ηπειρωτική Ελλάδα και τον Μοριά. Όμως πρέπει να αναγνωρίσουμε ότι ο Λάντισλας είχε κλίση προς τη δραματική σύγχυση. Στη δίαιτα τής Βούδας στις 15 Απριλίου 1444 είχε ορκιστεί παρουσία τού καρδινάλιου Τσεζαρίνι να ανανεώσει τον πόλεμο κατά των Τούρκων στη διάρκεια τού ερχόμενου καλοκαιριού, ενώ στις 24 τού μηνός είχε στείλει τον εκπρόσωπό του Γκίζντανιτς να διαπραγματευτεί με την οθωμανική κυβέρνηση με πλήρη και δεσμευτική εξουσιοδότηση. Διαβεβαίωνε τον Ενετό πρεσβευτή Τζιοβάννι ντε Ρεγκουαρντάτι ότι θα πήγαινε σε πόλεμο.2 Στις 2 Ιουλίου ενημέρωνε την θρησκευτική ηγεσία τής Φλωρεντίας ότι σκοπός τού αγώνα του για ειρήνη στην Ουγγαρία ήταν να ξεκινήσει προσωπικά ιερό πόλεμο.3 Και πάλι, στις 24 τού μηνός, έγραφε στον βασιλιά τής Βοσνίας ότι ξεκινούσε για να πετύχει την καταστροφή των καταραμένων Τούρκων.4 Όμως την επόμενη κιόλας μέρα έφυγε από τη Βούδα για το Σέγκεντ για να συναντήσει τον Σουλεϊμάν μπέη και τον Βρανά και προφανώς για να υπογράψει τη συνθήκη ειρήνης (την 1η Αυγούστου;), που τού είχαν φέρει από τον σουλτάνο Μουράτ. Αλλά στις 4 Αυγούστου στο Σέγκεντ ο Λάντισλας έδωσε τελικά επίσημο όρκο μαζί με τούς επικεφαλής άρχοντές του, ότι θα διώξει τούς Τούρκους από την Ευρώπη εντός τού έτους, «κατά παρέκκλιση από οποιεσδήποτε συνθήκες ή διαπραγματεύσεις είχαν γίνει μέχρι τότε…» (non obstantibus quibuscumque tractatibus aut praticis seu conclusionibus aut capitulis treuguarum factis vel fiendis cum imperatore Turchorum).5 Ο κύβος είχε ριφθεί. Και είχε πέσει στη Βάρνα.
Ένας Σέρβος χρονικογράφος τής εποχής λέει ότι ο Γεώργιος Μπράνκοβιτς έκανε χωριστή ειρήνη με την Υψηλή Πύλη στις 15 Αυγούστου 1444,6 πράγμα που προφανώς σημαίνει ότι επικύρωσε για τον εαυτό του τη συνθήκη τής Αδριανούπολης τής 12ης Ιουνίου, αφότου ο Λάντισλας είχε κηρύξει πόλεμο στις 4 Αυγούστου. Η σερβική αποστασία ήταν σοβαρή. Ο Μπράνκοβιτς, χωρίς εδάφη το 1443, είχε παρ’ όλα αυτά παράσχει 8.000 μαχητές, το ένα τρίτο τού στρατού που είχε πολεμήσει με επιτυχία εκείνη τη χρονιά. Οι ελπίδες για νικηφόρα σταυροφορία έπρεπε να εξαρτώνται πολύ από τη συνέχιση τής ασυνήθιστης ουγγρο-σερβικής συμμαχίας. Οι Σέρβοι θα ήσαν οδυνηρά απόντες από το πεδίο τής μάχης τής Βάρνας. Δεν είναι περίεργο το γεγονός ότι οι Τούρκοι σχεδόν έσπευσαν να επαναποδώσουν στον Μπράνκοβιτς τα εδάφη που είχαν καταλάβει από τον ίδιο,7 συμπεριλαμβανομένης τής πρωτεύουσάς του Σεμέντρια (Σμεντέρεβο), τού Νόβο Μπέρντο, ακόμη και τής οχυρωμένης πόλης Γκόλουμπατς στην ουγγρο-σερβική μεθόριο.8 Ο γέρος δεσπότης είχε λόγους να επικυρώσει την ειρήνη. Οι διαπραγματεύσεις στην Αδριανούπολη φαίνονταν να είναι προς όφελός του, πράγμα που διευκολύνει τούς Πολωνούς ιστορικούς Τσεσκόφσκι, Προχάσκα και Χαλέτσκι να επιμένουν ότι ο Λάντισλας δεν επικύρωσε ποτέ τη συνθήκη τής Αδριανούπολης, η οποία εξυπηρετούσε κυρίως τον πρώην εχθρό του, τον Μπράνκοβιτς.9 Το ενδιαφέρον τού Χούνιαντι για τις διαπραγματεύσεις ήταν διπλό: να ενθαρρύνει τον Μουράτ να προχωρήσει εναντίον τού «Μεγάλου Καραμάνου» στη Μικρά Ασία, γεγονός που θα αύξανε πολύ τις χριστιανικές πιθανότητες επιτυχίας κατά των Τούρκων στην Ευρώπη, και να κερδίσει αρκετό χρόνο, ώστε να είναι σίγουρος ότι ο συμμαχικός στόλος θα ξεκινούσε πραγματικά για τον Βόσπορο, γιατί χωρίς χριστιανικό ναυτικό εξοπλισμό ο στρατός ξηράς δεν θα μπορούσε μάλλον να πετύχει νίκη.
Σύντομα δεν υπήρχε αμφιβολία ότι ο στόλος θα έπλεε προς τα ανατολικά και ότι η σταυροφορία θα άρχιζε πραγματικά από τη θάλασσα. Εικοσιτέσσερις περίπου γαλέρες υπό τις διαταγές τού καρδινάλιου λεγάτου Φραντσέσκο Κοντουλμέρ, ανηψιού τού Ευγένιου Δ’, με τον Αλβίζε Λουίτζι Λορεντάν ως ναυτικό διοικητή, απέπλευσαν από τη Βενετία προς τα Δαρδανέλλια σε δύο ή τρεις διαφορετικές μοίρες. Ο πάπας είχε εξοπλίσει δέκα γαλέρες στον ενετικό ναύσταθμο και ο Φίλιππος, ο δούκας τής Βουργουνδίας, τέσσερις. Ο Φίλιππος είχε στείλει στη Βενετία συναλλαγματικές επιστολές αξίας 3.500 δουκάτων για να εξοπλίσει τις τέσσερις αυτές γαλέρες, διοικητής των οποίων ορίστηκε ο Βαλεράν ντε Βαβρέν.10 Ενδεχομένως είχαν ενταχθεί στην αρμάδα και άλλα πλοία. Η Βενετία είχε συμβάλει με οκτώ γαλέρες και η Ραγούσα πολύ προσεκτικά με δύο. Δύο βυζαντινά σκάφη θα προστίθεντο επίσης, όταν ο στόλος θα έφτανε τελικά στον ανατολικό προορισμό του. Ήταν μεγάλος στόλος, κατά πάσα πιθανότητα αρκετά μεγάλος για την προστασία των Δαρδανελλίων και τού Βόσπορου από τούς Τούρκους.
Ένα χρόνο νωρίτερα, πριν από την πρώτη εκστρατεία των Λάντισλας και Χούνιαντι, όταν μελετούσαν σχέδιο πολύ παρόμοιο με αυτό που τώρα επιχειρούσαν, η ενετική κυβέρνηση είχε ενημερώσει τον πάπα (τον Μάιο τού 1443) ότι θα χρειαζόταν στόλος 16-20 γαλερών για να περιπολούν στα Στενά εναντίον των Τούρκων. Είκοσι γαλέρες θα ήσαν βεβαίως προτιμότερες, είχαν πει στο πάπα, «ώστε να μπορεί να γίνει αυτό που πρέπει να γίνει για την ασφάλεια» (ut cum securitate res fieri valeat), ενώ επιπροσθέτως έπρεπε επίσης να υπάρχει πλοίο μεταφοράς, για τη μεταφορά τροφίμων και πολεμοφοδίων. Η Γερουσία είχε τότε υποδείξει ότι θα κόστιζε στη Βενετία περισσότερα από 20.000 δουκάτα η προετοιμασία καθαυτών των δέκα γαλερών (corpora galearum), που θα έπρεπε να εξοπλιστούν με δαπάνες τού πάπα. Αυτές οι δέκα γαλέρες θα έφεραν τη σημαία τής εκκλησίας. Δεδομένου ότι ο δούκας τής Βουργουνδίας επίσης ζητούσε τέσσερις γαλέρες, η Βενετία είχε μπει σε περαιτέρω δαπάνες, λεγόταν, και ενώ η Γερουσία ήταν πρόθυμη να προμηθεύσει αυτές τις γαλέρες με τα απαραίτητα ξάρτια και σχοινιά (corredi), ο πάπας και ο δούκας θα έπρεπε να τις εξοπλίσουν.11 Τον Μάρτιο τού 1444 ο καρδινάλιος Τσεζαρίνι είχε ενημερωθεί ότι οι δεκατέσσερις γαλέρες που προμήθευε η Δημοκρατία ύστερα από αίτημα τού πάπα και τού δούκα αποτελούσαν σχεδόν το ένα τέταρτο τού συνολικού αριθμού εκείνων, τις οποίες οι Ενετοί θα μπορούσαν να διαθέσουν.12
Στις αρχές Ιουνίου 1444 ο στόλος τού καρδινάλιου Φραντσέσκο είχε τελικά ετοιμαστεί. Μερικές γαλέρες είχαν ήδη ριχτεί στο νερό. Βέβαια θα έπαιρνε μήνες διπλωματικής προσπάθειας μέχρι να μπορέσει ο πάπας να αντιμετωπίσει τα έξοδα των γαλερών που είχαν ετοιμαστεί γι’ αυτόν.13 Τώρα όμως, ύστερα από τη διευθέτηση πλήθους προβλημάτων, η Γερουσία εξέδωσε στις 17 Ιουνίου 1444 τις οδηγίες της προς τον Αλβίζε Λορεντάν, ο οποίος, εκτός τού ότι ήταν ναυτικός διοικητής τού παπικού στόλου, είχε οκτώ ενετικές γαλέρες υπό την άμεση διοίκησή του. Ο Λορεντάν επρόκειτο να υπηρετεί υπό τον καρδινάλιο Φραντσέσκο. Έπρεπε να αποφεύγει οποιαδήποτε συνάντηση με τον αιγυπτιακό στόλο, αλλά και να παραμένει μακριά από τη Ρόδο. Αποστολή του ήταν τα Δαρδανέλλια και ο Βόσπορος.14 Στις 4 Ιουλίου (1444) η Γερουσία έγραψε στον Τσεζαρίνι για την αναχώρηση τού Φραντσέσκο στις 22 Ιουνίου «με την τελευταία γαλέρα του». Τώρα οι δέκα γαλέρες τού πάπα και οι οκτώ που είχε διαθέσει η Βενετία βρίσκονταν στη θάλασσα. Οι τέσσερις γαλέρες τού δούκα τής Βουργουνδίας αναμενόταν να ξεκινήσουν σε δύο ή τρεις ημέρες. Οι Ενετοί προέτρεπαν τον καρδινάλιο Φραντσέσκο, φτάνοντας στην Καλλίπολη να στείλει οκτώ ή περισσότερες γαλέρες στον Εύξεινο Πόντο, ακόμη και να αναπλεύσουν τον Δούναβη μέχρι την Νικόπολη, ώστε να αποκαταστήσουν επαφή με τον ουγγρικό στρατό, όταν θα έφτανε σε εκείνη την περιοχή. Ο Φραντσέσκο θα μπορούσε έτσι να βοηθήσει τον στρατό να περάσει τον Δούναβη απέναντι, ενώ η νίκη σε αυτή τη λαμπρή επιχείρηση θα εξαρτιόταν από την επιτυχή διέλευση τού στρατού από τον ποταμό.15
Η έκταση των επενδύσεων τής Βενετίας στη σταυροφορία τού 1444 κατά πάσα πιθανότητα δεν έχει επαρκώς εκτιμηθεί, ίσως επειδή ο στόλος πέτυχε τελικά τόσο λίγα. Λαμβάνοντας υπόψη συνεχείς φήμες για τουρκο-ουγγρική ειρήνη ο Λορεντάν έτεινε να είναι προσεκτικός, ενώ δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι ο καρδινάλιος Φραντσέσκο ήταν επίσης Ενετός. Όμως στο μεταξύ, στις 4 Ιουλίου (1444), η Γερουσία έγραφε στον απεσταλμένο τους στην Ουγγαρία, τον γραμματέα Τζιοβάννι ντε Ρεγκουαρντάτι, κατευθύνοντάς τον να μην αποκρύψει το γεγονός ότι η Βενετία είχε δαπανήσει 30.000 περίπου δουκάτα για τον χριστιανικό στόλο. Είχε εφοδιάσει τον πάπα με οκτώ [ή δέκα;] γαλέρες και τον δούκα τής Βουργουνδίας με τέσσερις. Επίσης οι παπικές γαλέρες είχαν εξοπλιστεί σε μεγάλο βαθμό από τον φόρο δεκάτης που είχε επιβληθεί στον ενετικό κλήρο και (σε πολύ μικρότερο βαθμό) στον κλήρο τής Φλωρεντίας. Αυτές οι «δώδεκα» παπικές και βουργουνδικές γαλέρες ήσαν όλες επανδρωμένες με ενετικά πληρώματα, ενώ η Βενετία είχε αποφασίσει να στείλει άλλες έξι έως οκτώ γαλέρες στην ανατολή «υπό το δικό μας όνομα και με τις δικές μας σημαίες» (sub nostro nomine et cum nostris propriis banderiis).16 Στα μέσα Ιουλίου ο στόλος βρισκόταν στην Μεθώνη17 και σύντομα έπλεε προς τα στενά τής Καλλίπολης. Ο σουλτάνος Μουράτ Β’ είχε ήδη περάσει στη Μικρά Ασία για την εκστρατεία κατά τού Ιμπραήμ μπέη τής Καραμανίας, ενώ ο καρδινάλιος Φραντσέσκο και ο Λορεντάν υποτίθεται ότι θα παρεμπόδιζαν την επανείσοδό του στην Ευρώπη, διατηρώντας την κατοχή των Στενών για να τον αποτρέψουν.
Πολλοί από τούς Ούγγρους μεγιστάνες είχαν αντιταχθεί στα σχέδια για νέα εκστρατεία κατά των Τούρκων. Προς το παρόν ήσαν ικανοποιημένοι με την επιτυχία των χριστιανικών όπλων στην πεντάμηνη εκστρατεία από τον Σεπτέμβριο τού 1443 μέχρι τον επόμενο Ιανουάριο. Όμως, όπως έχουμε δει, η Αγία Έδρα ήταν αποφασισμένη για σταυροφορία κατά των Τούρκων. Το μέλλον τής ένωσης των Εκκλησιών, καθώς και η ασφάλεια τής Κωνσταντινούπολης, φαινόταν να εξαρτάται από μια έγκαιρη νίκη. Υπήρχε επίσης παράταξη υπέρ τού πολέμου στην ουγγρική αυλή. Ο Ευγένιος Δ’ και οι Ενετοί είχαν χρηματοδοτήσει στόλο. Στις 15 Μαρτίου 1444 ο Ευγένιος είχε επίσης δώσει οδηγίες στον Αντρέα ντε Παλάτιο, «οικονόμο (κουβικουλάριο) στα βασίλεια Πολωνίας και Βοημίας και δικό μας νούντσιο» (cubicularius ac in Polonie et Bohemie regnis nuntius noster), να δώσει στον Λάντισλας (για να βοηθήσει τις προετοιμασίες του για τη σταυροφορία) όλα τα έσοδα που θα συγκεντρώνονταν στην Πολωνία και στις πολωνικές εξαρτήσεις με την επωνυμία «πέννα τού Πέτρου» επί δύο έτη από την ημερομηνία τής παπικής επιστολής.18 Ο Φίλιππος ο Καλός τής Βουργουνδίας είχε συμβάλει σημαντικά στη σταυροφορία. Ο Τσεζαρίνι υπήρξε αδυσώπητος στην επιμονή του και ήταν ισχυρή προσωπικότητα.
Η αμφιβολία ως προς τη σκοπιμότητα τής εκστρατείας δεν περιοριζόταν στους Ούγγρους. Στις 26 Αυγούστου 1444 πολωνική δίαιτα που συγκλήθηκε στο Πιότρκοβ, νοτιοδυτικά τής Βαρσοβίας, πρόβαλλε τούς κινδύνους που περιστοίχιζαν το βόρειο βασίλειο τού Λάντισλας και τον προέτρεπε να αποδεχθεί τούς απίστευτους όρους ειρήνης, που λεγόταν ότι είχε προτείνει ο Μουράτ Β’. «Με την τρέλλα την αδράνειας και καθυστέρησης αυτού τού βαρβάρου, η δόξα θα είναι των Τούρκων» (Conquievitque et cessavit furor ille barbaricus, quo gloriati sunt Teucri). Ο Μουράτ είχε προσφέρει (πίστευαν οι Πολωνοί) να εγκαταλείψει το βασίλειο τής Σερβίας, να παραδώσει την τουρκική κατοχή τής Αλβανίας, να επιστρέψει τις κατεχόμενες περιοχές τής Ουγγαρίας και να απελευθερώσει τούς αιχμαλώτους που κρατούσε. Ήταν επίσης έτοιμος «να προσφέρει συνθήκες ειρήνης όχι αξιόπιστες» (offerens conditiones pacis nunquam credibiles), να καταβάλει αποζημίωση 100.000 δουκάτων και να εφοδιάσει τον Λάντισλας με 25.000 ενόπλους άνδρες «για κάθε πόλεμο τής επιλογής τής Υψηλότητάς σας». Η κατανόηση από τούς Πολωνούς αυτών των όρων προερχόταν «από τις δηλώσεις και τις επιστολές τής ίδιας τής Υψηλότητάς σας» (prout haec omnia ex litteris et intimatione vestrae Serenitatis accepimus). H τουρκική ειρήνη (έγραφαν) θα επέτρεπε στον Λάντισλας να επιστρέψει στην Πολωνία, όπου οι επιδρομές των Τατάρων (και οι διαπραγματεύσεις για ειρήνη με αυτούς), ήσαν ένα μόνο από τα προβλήματα που αντιμετώπιζαν οι άνθρωποί του, καθώς και να αποκαταστήσει την ειρήνη και την ασφάλεια στο βασίλειο.19 Αλλά ούτε οι ουγγρικές αμφιβολίες ούτε οι πολωνικές διαμαρτυρίες μπορούσαν να επιβραδύνουν τη συναθροιζόμενη ορμή, που θα οδηγούσε τις χριστιανικές δυνάμεις στο πεδίο τής Βάρνας.
Υπήρχαν ανησυχητικές αναφορές για ουγγρο-τουρκική συνθήκη, αντίγραφο τής οποίας λεγόταν ότι είχαν δείξει Τούρκοι αξιωματικοί στον Βαλεράν ντε Βαβρέν, όταν ο χριστιανικός στόλος έφτασε στην Καλλίπολη. Όμως ο καρδινάλιος Κοντουλμέρ σύντομα πήρε διαβεβαιώσεις από τον συνάδελφό του λεγάτο Τσεζαρίνι στην Ουγγαρία, ότι δεν υπήρχε τέτοια ειρήνη προ των πυλών.20 Μια άλλη επιστολή τού Τσεζαρίνι έφερνε την ίδια είδηση στην Κωνσταντινούπολη στις 5 Σεπτεμβρίου, όταν ο Κυριάκος Αγκωνίτης, ύστερα από εκδρομή στη θάλασσα τού Μαρμαρά (Προποντίδα), έτυχε να βρίσκεται στην αυτοκρατορική αυλή. Σε επιστολή του προς τον Τσεζαρίνι στις 12 Σεπτεμβρίου ο Κυριάκος δήλωνε ότι είχε διαβάσει την επιστολή τού καρδινάλιου προς τον αυτοκράτορα Ιωάννη Η’, καθώς και επιστολές από τον Λάντισλας, τον Χούνιαντι και άλλους ηγέτες τής σταυροφορίας. Μάλιστα τις είχε μεταφράσει από τα λατινικά στα ελληνικά για λογαριασμό των Βυζαντινών, οι οποίοι ήσαν ενθουσιασμένοι με τα νέα, όπως και οι Γενουάτες στο Πέρα. Επιθυμώντας να μοιραστεί τα καλά νέα με τη δυτική χριστιανοσύνη, ο Κυριάκος έστελνε αντίγραφα των επιστολών στον Αλφόνσο Ε’ και τούς ευγενείς τής Νάπολης, τούς οποίους έλπιζε να δει να συμμετέχουν στην εκστρατεία. «Για να μην πω περισσότερα», καταλήγει ο Κυριάκος,
να είστε βέβαιοι ότι αυτός ο μεγάλος αυτοκράτορας και οι ένδοξοι αδελφοί του καταβάλλουν κάθε προσπάθεια και πόρο για την προώθηση τής εν λόγω επιχείρησης και για την αύξηση τού στόλου των τριήρεων [γαλερών] που έχουν ήδη προετοιμάσει. Έχουν επίσης προβλέψει ότι όχι μόνο η αυτοκρατορική πόλη, αλλά και όλα τα νησιά τού Αιγαίου, η Λήμνος, η Ίμβρος, η Σκύρος, η Σκιάθος και η Σκόπελος, πρέπει να ενταχθούν στην επιχείρηση.21
Ο Κυριάκος έκλεινε την επιστολή του με υστερόγραφο, με ημερομηνία 19 Σεπτεμβρίου, πληροφορώντας τον Τσεζαρίνι για την αξιοσημείωτη νίκη των Ιωαννιτών τής Ρόδου επί τού αιγυπτιακού στόλου. Οι Ιππότες είχαν απωθήσει ισχυρή επίθεση στα τείχη τους (στις 10 Σεπτεμβρίου), συλλαμβάνοντας έξι εμίρηδες (admirali) και σκοτώνοντας ή συλλαμβάνοντας 9.000 περίπου μουσουλμάνους. Την επόμενη μέρα, στις 20 τού μηνός, ο Κυριάκος έφυγε από την Κωνσταντινούπολη μαζί με τον Βυζαντινό ναύαρχο Αλέξιο Δισύπατο σε νέα αρχαιολογική περιοδεία τής Θάλασσας τού Μαρμαρά. Στις 24 τού μηνός αποβιβάστηκε στο νησί τού Μαρμαρά (την αρχαία Προκόννησο) και στις 27 έφτασε στη Λάμψακο. Στην απέναντι όχθη, στην Καλλίπολη, ήταν αγκυροβολημένος ο στόλος των σταυροφόρων. Ο Κυριάκος διέσχισε τον πορθμό και συζήτησε για τον πόλεμο με τον διοικητή Λορεντάν. Όμως σύντομα αναχώρησε, συνεχίζοντας την ίδια μέρα με τον Δισύπατο για το νησί τής Ίμβρου, απ’ όπου ο Δισύπατος έφυγε για την Λήμνο, ενώ ο Κυριάκος περιηγήθηκε την Ίμβρο στις 28 τού μηνός, έχοντας ως ξεναγό τον Μιχαήλ Κριτόβουλο, ο οποίος αργότερα έγραψε τη ζωή τού Μωάμεθ τού Πορθητή:
«Στις 28 Σεπτεμβρίου από την ανατολική ακτή τής Ίμβρου ταξιδέψαμε στη στεριά με άλογα μαζί με τον Ερμόδωρο Μιχαήλ Κριτόβουλο, μορφωμένο Ίμβριο ευγενή, προς το δυτικό τμήμα τού νησιού, την αρχαία Ίμβρο, κάποτε σημαντική πόλη και μεγάλης αρχαίας ιστορίας και μέσα από ψηλούς λόφους φτάσαμε στον κάμπο δίπλα στην πόλη, όπου βρήκαμε στο ύψωμα τής ακρόπολης τον Μανουήλ Ακάνιο, ευγενή από το Βυζάντιο και άξιο διοικητή τού νησιού για λογαριασμό τού αυτοκράτορα Ιωάννη Παλαιολόγου, και μάθαμε ότι είχε πρόσφατα χτίσει την ακρόπολη από δύο προγενέστερα τμήματα. Εδώ μάλιστα είδαμε τα ερείπια πολύ αρχαίου τείχους, που είχε καταρρεύσει από παλαιότητα…»22
Οι επιστολές τού Κυριάκου δείχνουν ότι διατηρούσε πολλές ελπίδες για χριστιανική νίκη επί τού Ισλάμ. Δεν ήταν εντελώς μάταιη ελπίδα. Υπήρχε θρησκευτική διαφωνία στην Αδριανούπολη, όπου μέλος τής Σιιτικής περσικής αίρεσης των Χουρούφι, οι οποίοι, όπως λεγόταν, ζητούσαν τη συμφιλίωση τού Ισλάμ με τον Χριστιανισμό, προκαλούσε χάος μεταξύ των Τούρκων.23 Λίγο αργότερα οι γενίτσαροι ξεκίνησαν ταραχώδη απαίτηση αύξησης πληρωμής και έκαψαν μεγάλο μέρος τής Αδριανούπολης. Και τώρα, στις 20 Σεπτεμβρίου (1444), ο στρατός των Λάντισλας και Χούνιαντι διέσχιζε τον Δούναβη,24 αρχίζοντας την πορεία του προς τη Μαύρη Θάλασσα για να έλθει σε επαφή με τον χριστιανικό στόλο. Κατά τη διάρκεια των εβδομάδων τής εκστρατείας τής Βάρνας ο Ευγένιος Δ’ συνέχιζε τις προσπάθειές του να βοηθήσει τούς Λάντισλας, Χούνιαντι και Τσεζαρίνι, επιβάλλοντας κι άλλο φόρο δεκάτης «για τη φροντίδα και τη ναυτική εκστρατεία κατά των Τούρκων» (pro apparatu et expeditione maritima ad versus Teucros).25 Στις 4 Οκτωβρίου (1444) ο Ευγένιος αποδέσμευσε τον Αλβανό οπλαρχηγό Γεώργιο Αριανίτη Τόπια «Κομνηνό», άρχοντα τής Τσερμίνιτζας και τού Κατάφυγου, από την ειρήνη που είχε κάνει και τον όρκο που είχε δώσει στους Τούρκους, «δεδομένου ότι είναι παράλογο η θρησκευτική τήρηση καλής πίστης και όρκου, που θα έπρεπε να προορίζονται για την τιμή τού Θεού, να έχουν αποτέλεσμα σε βάρος τής πίστης και να οδηγούν σε προσβολή τού Θεού».26 Το οθωμανικό κατεστημένο στην Ευρώπη βρισκόταν σαφώς σε κάποιο κίνδυνο.
Στην Αδριανούπολη ο Μωάμεθ Τσελεμπή, ο αργότερα Πορθητής, διοικούσε για λογαριασμό τού πατέρα του, αλλά ήταν αγόρι μόνο, σε αντίθεση με τούς επικεφαλής συμβούλους του, ενώ ο σουλτάνος Μουράτ Β’ βρισκόταν ακόμη στη Μικρά Ασία. Όμως η τύχη δεν ήταν με το μέρος τής χριστιανικής πλευράς, γιατί ύστερα από δύο μήνες αναμονής τού στρατού των Λάντισλας και Χούνιαντι ο στόλος των σταυροφόρων είχε έλλειψη τροφίμων και νερού. Ο Μουράτ είχε κατορθώσει να οδηγήσει τον Καραμανικό Πόλεμο σε επιτυχή κατάληξη. Ο Ιμπραήμ μπέης, ο Μεγάλος Καραμάνος, για τον οποίο πίστευαν ότι είχε συμμαχήσει με τον Λάντισλας,27 είχε καταλήξει σε συμφωνία με τον σουλτάνο πιο γρήγορα απ’ όσο περίμενε η κοινή γνώμη. Με περίπου 30.000 έως 40.000 άνδρες ο Μουράτ διέσχισε τον Βόσπορο πάνω από την Κωνσταντινούπολη στα τέλη Οκτωβρίου, κάτω από τη σκιά τού κάστρου Αναντολού Χισάρ (κάστρο τής Ανατολίας) τού Βαγιαζήτ Α’, εκεί όπου η Ευρώπη και η Ασία έρχονται πιο κοντά. Ο χριστιανικός στόλος παρέμενε σταθμευμένος από δυσμενείς ανέμους και από την επιφυλακτική πολιτική των Ενετών. Έχοντας εμποδίσει την επιστροφή τού Μουράτ στην Ευρώπη με διέλευση από τα Δαρδανέλλια, οι διοικητές τού στόλου δεν έκαναν καμία προσπάθεια να εμποδίσουν τη διέλευσή του από τον Βόσπορο. Αποδίδοντας αυτή την αποτυχία σε ανικανότητα (negligentia), ο ανθρωπιστής Πότζο Μπρατσολίνι θα ισχυριζόταν αργότερα ότι αυτή κατέστρεψε όλα τα σταυροφορικά σχέδια τού 1444.28 Υπήρχε επίσης τότε ευρέως διαδεδομένη φήμη ότι Γενουάτες έμποροι και ναυτικοί είχαν πάρει χρήματα από τον Μουράτ για να βοηθήσουν τη διέλευσή του προς τα δυτικά.29
Αφού πέρασε τον Βόσπορο ο Μουράτ έσπευσε στην Αδριανούπολη, όπου βρήκε πολλά να τον στενοχωρούν, αλλά τίποτε να τον κρατά. Σύντομα θα οδηγούσε χιλιάδες στρατιώτες κατά μήκος των δρόμων προς τη Μαύρη Θάλασσα. Οι σταυροφόροι υπό τούς Λάντισλας και Χούνιαντι καθυστερούσαν στην προς ανατολάς πορεία τους και δεν είχαν περάσει τον Δούναβη μέχρι τις 20 Σεπτεμβρίου,30 όπως έχουμε μόλις σημειώσει. Σύμφωνα με την περιγραφή τού αυτόπτη μάρτυρα Αντρέα ντε Παλάτιο, τού παπικού συλλέκτη φόρων, υπήρχαν το πολύ 16.000 πάνοπλοι άνδρες ή «ιππότες» (equites) στον στρατό των σταυροφόρων, ο συρμός αποσκευών των οποίων αποτελούνταν από περισσότερες από 2.000 άμαξες (currus), «φορτωμένες όχι μόνο με προμήθειες, αλλά και με χρυσό και έπιπλα και άλλα πράγματα, τα οποία αποτελούν μέρος τής πολυτέλειας και πρόσφεραν στην αξιοπρέπεια των ιπποτών».31
Στην περιοχή τής Νικόπολης ενώθηκε μαζί τούς ο Βλαντ, ο βοεβόδας τής Βλαχίας, «τον οποίο αποκαλούν και Δράκουλα» (qui et Dracula dicitur) ή oι γιοι του, με 4.000 περίπου Βλάχους. Ο Βλαντ ήθελε να επανορθώσει για την προγενέστερη συνθήκη του με τούς Τούρκους. Ο Λάντισλας, ο Χούνιαντι και οι σταυροφόροι είχαν σχεδόν φτάσει στη Βάρνα, όταν τούς προσπέρασε ο Μουράτ. Τώρα πια ο τουρκικός στρατός ενδέχεται να περιλάμβανε 60.000 άνδρες (κατά πάσα πιθανότητα ούτε ο ίδιος ο Μουράτ ήξερε πόσους είχε), υπερτερώντας αριθμητικά των χριστιανών σε αναλογία τρεις προς ένα. Ο στόλος των σταυροφόρων, επανδρωμένος σε μεγάλο βαθμό από Ενετούς, δεν επιχείρησε στη Μαύρη Θάλασσα. Η μάχη τής Βάρνας έλαβε χώρα στις 10 Νοεμβρίου 1444. Αν χρειαζόταν θαύμα για χριστιανική νίκη, το θαύμα σχεδόν συνέβη. Αν ήσαν παρόντες ο Μπράνκοβιτς και οι 8.000 Σέρβοι του, η νίκη θα είχε πιθανότατα στεφανώσει τις κουρελιασμένες χριστιανικές σημαίες, τις σκισμένες από την τρομερή ανεμοθύελλα που σάρωνε το πεδίο τής μάχης. Όπως συνέβη, οι σταυροφόροι απέκρουσαν τις πρώτες επιθέσεις των Τούρκων, που υπέστησαν σοβαρές απώλειες. Η χριστιανική δύναμη και ο ηρωισμός σχεδόν εξισορροπούσαν την έλλειψη ανδρών. Ο αγώνας ήταν απελπισμένος και η κατάληξή του απροσδιόριστη για ώρες.
Λέγεται ότι ο Μουράτ σκέφτηκε κάποια στιγμή να τραπεί σε φυγή, αλλά τον συγκράτησαν οι γενίτσαροι. Ο Χούνιαντι επέδειξε τις αρετές τού θάρρους, τής σύνεσης και τής ηγεσίας, που τον είχαν κάνει έναν από τούς σπουδαιότερους στρατιωτικούς στην Ευρώπη, αλλά ο νεαρός Λάντισλας έχασε τη ζωή του, προφανώς αναζητώντας τη δόξα σε απερίσκεπτη επίθεση. Λέγεται ότι το κεφάλι του καρφώθηκε σε κοντάρι, ζοφερό θέαμα που συνέτεινε στην καταστροφή τού ηθικού των σταυροφόρων. Όταν έπεσε η νύχτα, οι δύο πλευρές κινήθηκαν προς τα στρατόπεδά τους, αλλά ο χριστιανικός στρατός είχε υποστεί δυσαναπλήρωτες απώλειες και τα τρομαγμένα μέλη του άρχιζαν τώρα να τρέπονται σε φυγή προς όλες τις κατευθύνσεις. Οι τουρκικές απώλειες ήσαν τόσο μεγάλες, που χρειάστηκε να περάσουν τρεις ημέρες για να διαβεβαιωθεί ο Μουράτ ότι είχε νικήσει.32 Όπως πριν δυόμιση αιώνες η μάχη τού Χαττίν είχε ανοίξει το δρόμο για την κατάκτηση τής Ιερουσαλήμ από τον Σαλαντίν, έτσι και η Βάρνα ήταν το προοίμιο τής μουσουλμανικής κατάληψης τής Κωνσταντινούπολης το 1453.
Για εβδομάδες, ακόμη και για μήνες μετά τη μάχη, η τύχη τού βασιλιά Λάντισλας και τού καρδινάλιου Τσεζαρίνι εξακολουθούσε να παραμένει αβέβαιη. Η βασίλισσα Σοφία τής Πολωνίας έγραφε από την Κρακοβία τον Μάιο ή στις αρχές Ιουνίου 1445 προς δίαιτα Ούγγρων ιεραρχών και βαρώνων, ότι είχε αξιόπιστες αποδείξεις ότι ο γιος της Λάντισλας δεν είχε πέσει στη Βάρνα. Μάλιστα ένας έμπορος από την επικράτεια τού άλλου γιου της, τού μεγάλου δούκα τής Λιθουανίας Κάζιμιρ, είχε διαβεβαιώσει τον τελευταίο ότι ο αδελφός του εξακολουθούσε να ζει και ήταν ασφαλής. Η Σοφία ήταν βέβαιη «ότι ζει και είναι ασφαλής, μαζί με πολλούς πιστούς σε αυτόν» (quod vivit quodque sanus est cum multis suis fidelibus) και παρακαλούσε τούς Ούγγρους φεουδάρχες να μην προχωρήσουν στην εκλογή νέου βασιλιά με αδικαιολόγητη βιασύνη, ξεχνώντας τις μεγάλες υπηρεσίες που είχε προσφέρει ο γιος της στο βασίλειό τους, «εναντίον τής βαρβαρικής επιδρομής» (contra barbaricam rabiem):
Και μολονότι ο ίδιος είχε θεωρήσει ως σωτήρια [κίνηση], τη διατήρηση τής ειρήνης και την επίτευξη συμφωνίας με τούς Τούρκους, ακολουθώντας όμως τις συμβουλές και τις εκκλήσεις που είχε ακούσει από τούς ιεράρχες και τούς βαρώνους τού βασιλείου τής Πολωνίας, προτίμησε τότε να αφουγκραστεί τις επιθυμίες σας και για την ασφάλειά σας και την ειρήνη τού μυαλού του να αψηφήσει τη φήμη του και τη ζωή του [famam et vitam negligere].33
Η αβεβαιότητα που περιέβαλλε τον θάνατο τού Λάντισλας παρήγαγε γρήγορα τον θρύλο ενός μετανοημένου βασιλιά, που έχοντας εξιλεωθεί για το αμάρτημα τής ψευδορκίας, θα επέστρεφε κάποια μέρα στον θρόνο και θα δικαίωνε την καταπιεζόμενη αγροτιά.34
Όσο για τον Τσεζαρίνι, ο ανθρωπιστής Αινείας Σύλβιος Πικκολομίνι (αργότερα πάπας Πίος Β’) έγραφε από το Βίνερ Νόυστατ στον δούκα τού Μιλάνου Φίλιππο Μαρία Βισκόντι στις 13 Δεκεμβρίου 1444, ότι αν και ο θάνατος τού Τσεζαρίνι είχε αναφερθεί, υπήρχε επίσης φήμη ότι είχε διαφύγει, «την οποία θα μπορούσα αμέσως να ευχηθώ, αλλά ο θάνατός του φαίνεται πιθανότερος σε μένα, γιατί δεν είχε τύχη στους πολέμους του».35 Δεκαεννέα χρόνια αργότερα ο Αινείας, αναφερόμενος στη Βάρνα, γράφει ότι ο Τσεζαρίνι «χτυπήθηκε από τρία βέλη και υποχωρώντας έπεσε από το άλογό του σε βάλτο, όπου εξέπνευσε το ευγενές πνεύμα του».36 Ο Πότζο Μπρατσολίνι περιέγραψε το «μαρτύριο» τού Τσεζαρίνι σε βαρετή αγόρευσή του, ανάξια τού αντικειμένου της. Ο Χούνιαντι διέφυγε στη Βλαχία, όπου ο προδοτικός βοεβόδας Βλαντ Ντράκουλ, ποτέ φίλος του, τον κράτησε για κάποιο διάστημα σε αιχμαλωσία, αλλά αργότερα τον άφησε ελεύθερο.37
Εκ των υστέρων φαινόταν στους καλούς χριστιανούς ότι η καταστροφή στη Βάρνα αποτελούσε θεία τιμωρία για την παραβίαση τής υπόσχεσης φιλίας τού Σέγκεντ. Ο Πολωνός ιστορικός Γιαν Ντίγκος (1415-1480) αναφέρει σαφώς και κατηγορηματικώς ότι «παραβίασαν το ιερό όρκο ειρήνης που είχαν υποσχεθεί στους Τούρκους» (temerato iuramento, ruplo foedere Turcis promisso). Ότι ο Τσεζαρίνι είχε ανακηρύξει άκυρο τον όρκο ειρήνης που είχε ορκιστεί ο Λάντισλας με τούς Τούρκους.38 Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι η συμφωνία τής Αδριανούπολης είχε επικυρωθεί στο Σέγκεντ. Δεν είναι αρκετό να πούμε, όπως λέει ο Χαλέτσκι, ότι οι ρητές αναφορές τού Ντίγκος στον «παραβιασμένο όρκο, την παραβιασμένη ειρήνη» αντανακλούν απλώς την εχθρότητα των συνοδιστών προς τον Τσεζαρίνι, ο οποίος, εγκαταλείποντας στο παρελθόν τούς εξτρεμιστές τής συνόδου Βασιλείας, είχε συντελέσει στη μείωση τού κύρους τής συνόδου. Ο Ντίγκος ήταν βέβαια αφοσιωμένος φίλος, γραμματέας και ακόλουθος τού επισκόπου Κρακοβίας Ζμπίγκνιου Ολεζνίτσκι, ο οποίος ήταν ισχυρός συνοδιστής και αντίπαλος τής Πρωσικής πολιτικής τού αδελφού και διαδόχου τού Λάντισλας, τού Κάζιμιρ Δ’. Ο Ντίγκος άρχισε να γράφει την ιστορία του το 1455, το έτος θανάτου τού Ολεζνίτσκι. Γνώριζε για χρόνια όλους τούς σημαντικούς ανθρώπους στην πολωνική αυλή και είχε άμεση πρόσβαση σε εκείνους που είχαν παρευρεθεί στα γεγονότα στο Σέγκεντ, καθώς και στη διπλωματική αλληλογραφία τής εποχής. Αν και μπορεί να κατηγορηθεί για προκατάληψη, δεν κατέφυγε σε συκοφαντία, ούτε αμαύρωσε σε καμία περίπτωση τη μνήμη τού νεαρού βασιλιά, ο οποίος πέθανε πολεμώντας τον κύριο εχθρό τής πίστης. Τον βασιλιά τού οποίου η ίδια η μητέρα δήλωνε ότι είχε αψηφήσει τη φήμη και τη ζωή του.39
Τα νέα τής χριστιανικής ήττας δεν είχαν ακόμη φτάσει στη Δύση, όταν οι Ενετοί και ο πάπας άρχισαν να φιλονικούν για το ποιος έπρεπε να αναλάβει την ευθύνη για τούς απλήρωτους μισθούς των ναυτικών. Ο Ευγένιος δεν ήταν πρόθυμος να το κάνει, λόγω τής οικτρής αποτυχίας τού στόλου να παίξει εναντίον των Τούρκων τον ρόλο που είχε αναλάβει. Θεωρούσε υπαίτια την ενετική ανώτατη διοίκηση και κατηγορούσε ότι ο Λορεντάν είχε καθυστερήσει εικοσιπέντε ολόκληρες ημέρες, ψάχνοντας για προμήθειες μεταξύ Τενέδου και Κωνσταντινούπολης.40 Όμως ο πάπας τελικά συμφώνησε να πληρώσει 10-12.000 δουκάτα με γενουάτικες συναλλαγματικές επιστολές που έπρεπε να εισπραχθούν στο Πέρα, πράγμα που έφερε την άμεση απάντηση τής Γερουσίας, ότι η πληρωμή έπρεπε να γίνει απευθείας στη Βενετία ή οι συναλλαγματικές επιστολές να είναι διαπραγματεύσιμες στο Nεγκροπόντε ή την Κωνσταντινούπολη. Ο Ενετός πρέσβης στη Ρώμη, ο Αντρέα Ντονάτο, ενημέρωσε την κυβέρνησή του ότι ο πάπας είχε διαβάσει επιστολές στο εκκλησιαστικό συμβούλιο σχετικές με την ήττα στη Βάρνα και τον θάνατο τού Τσεζαρίνι. Η ευθύνη για την καταστροφή αποδιδόταν στον στόλο (et imponebatur defectus galeis). Κι έτσι συνεχίζονταν τα πράγματα. Οι υποθέσεις βρίσκονταν σε κακή κατάσταση στην Ουγγαρία μετά τον θάνατο τού νεαρού βασιλιά. Στις 12 Μαρτίου 1445 η Ενετική Γερουσία υποστήριζε ότι δεν έχει παραλάβει ειδήσεις από την Ανατολή για δύο μήνες.41 Λίγο πριν, κατά τον διορισμό νέου Ενετού πρεσβευτή στην Αγία Έδρα, τού Ορσάτο Τζουστινιάν,42 η Γερουσία τού είχε δώσει εντολή να ενημερώσει τον πάπα, αν ο τελευταίος διαμαρτυρόταν ότι οι Τούρκοι περνούσαν από την Ασία προς την Ευρώπη εξαιτίας τής αποτυχίας των ενετικών γαλερών να παρέμβουν, ότι ο Λορεντάν δεν ήταν σε καμία περίπτωση ένοχος, καθώς και ότι η Δημοκρατία όχι μόνο είχε κάνει μεγάλες θυσίες για την εκστρατεία, αλλά είχε έτσι προκαλέσει και τουρκικές επιδρομές στο νησί τού Νεγκροπόντε, στην Αλβανία και σε άλλες ενετικές κτήσεις, επιθέσεις μάλιστα οι οποίες συνεχίζονταν. Οι ναυτικοί είχαν υποφέρει πολύ. Κάποιοι διοικητές (supracomiti) είχαν σκοτωθεί, όπως και πολλοί πολίτες «καλής κατάστασης». Όμως η Βενετία ήταν διατεθειμένη να συνεχίσει τον αγώνα κατά των Τούρκων (τουλάχιστον έτσι ενημερωνόταν ο πάπας), αν και πίστευαν ότι το νησί τής Ρόδου βρισκόταν τώρα σε ιδιαίτερο κίνδυνο, γιατί ο σουλτάνος τής Αιγύπτου είχε ετοιμάσει στόλο, για να τον στείλει εναντίον των Ιωαννιτών.43 Προτρέποντας τον πάπα να καταβάλει την «επιδότηση» που όφειλε ακόμη για τις γαλέρες του, η Γερουσία έγραφε στον Τζουστινιάν (στις 26 Απριλίου 1445), δίνοντάς του εντολή να πει στην Αγιότητά του, ότι
βλέπουμε ότι το βάρος τού πολέμου με τούς Τούρκους έχει αφεθεί εξ ολοκλήρου στους ώμους μας, αφού ο γαληνότατος άρχοντας αυτοκράτορας Κωνσταντινούπολης, οι Γενουάτες, και άλλοι λαοί [nationesJ που γειτονεύουν με τούς Τούρκους βρίσκονται σε ειρήνη μαζί τους, αλλά στο μεγαλύτερο τμήμα των εδαφών στη Δαλματία, την Αλβανία και την Ελλάδα έχουμε κοινά σύνορα με τούς Τούρκους, οι οποίοι έχουν ήδη εισβάλει σε ορισμένα από τα εδάφη μας στην Αλβανία και την Ελλάδα, ενώ έχουν πάρει μεγάλο αριθμό ανθρώπων από το νησί τού Νεγκροπόντε.44
Ο στόλος παρέμεινε στην Ανατολή,45 μέχρις ότου ο καρδινάλιος Φραντσέσκο και ο Αλβίζε Λορεντάν επέστρεψαν τελικά στη Βενετία στις 10 Ιανουαρίου 1446. Τέσσερις ημέρες αργότερα ο καρδινάλιος αναχώρησε για τη Ρώμη, φερόμενος ως γεμάτος σχέδια για άλλη εκστρατεία την άνοιξη, «για να διώξει τούς Τούρκους από την Ελλάδα».46
Κανένας Λατίνος κάτοικος στην Ανατολική Μεσόγειο δεν ήταν πιο θλιμμένος για τη χριστιανική ήττα στη Βάρνα από τον Κυριάκο Αγκωνίτη, ο οποίος συνέχιζε τα ερευνητικά του ταξίδια σε ευρείες περιοχές ελληνικής και τουρκικής επικράτειας. Επισκέφτηκε τη Θράκη, το Άγιο Όρος και την Αίνο, τις Κυκλάδες και την Κρήτη, τη Μικρά Ασία και τη Λέσβο. Κανένας άνθρωπος τής εποχής του δεν ταξίδευε τόσο ακούραστα από αρχαιολογικό ενδιαφέρον. Σε κάποια περίπτωση, στα τέλη Δεκεμβρίου, επισκέφτηκε ξανά τη «χιονισμένη Πάρο», που αισθανόταν ότι έπρεπε να ξαναδεί, «γιατί δεν αρκεί να έχεις δει μία φορά τα διάσημα και ευγενή μνημεία τής πολύτιμης αρχαιότητάς της, αλλά χρειάζεται να μείνεις αρκετά εκεί». Ο άρχοντας τής Πάρου, ο Κρουζίνο Α’ Σομμαρίπα, προφανώς αρχαιολάτρης και ο ίδιος, συνόδευε τον Κυριάκο καθώς αναζητούσαν διάφορους μαρμάρινους θησαυρούς, τούς οποίους γνώριζε από προγενέστερη διαμονή στην Πάρο, αλλά, ακόμη καλύτερα, αυτή τη φορά ο Κρουζίνο τού έδειξε αρχαίες μαρμάρινες προτομές και αγάλματα που είχαν προσφάτως ανασκαφεί. Ο Κρουζίνο ήταν γενναιόδωρος αρχαιολόγος και προφανώς έδωσε κάποια από τα ευρήματά του στον Κυριάκο, ο οποίος τελείωνε επιστολή προς τον φίλο του Αντρεόλο Τζουστινιάνι-Μπάνκα με τις λέξεις: «Πήρα από τον κάτοχο Α. Γκαλαφάτο, ένα μαρμάρινο κεφάλι, και ένα πόδι, κ.λπ.». Ο Κυριάκος εντυπωσιάστηκε τόσο από τον ευχάριστο οικοδεσπότη του, ώστε συνέθεσε σονέτο εγκωμιαστικό για την Πάρο και τον Κρουζίνο Σομμαρίπα, που περιγράφεται από τον Ταρτζόνι ως «άθλιο σχολαστικό σονέτο» (miserabile sonetto pedantesco) και αρχίζει ως εξής:
Χιονισμένη Πάρος, από λευκό αστραφτερό μάρμαρο…47
Οι περιπλανήσεις τού Κυριάκου μάς εφοδιάζουν με ευχάριστες υπενθυμίσεις ότι η ζωή συνεχιζόταν στην Ανατολική Μεσόγειο παρά τις χριστιανικές ήττες και τις τουρκικές νίκες. Σκάφη ταξίδευαν από νησί σε νησί, ενώ Έλληνες, Λατίνοι και Τούρκοι επέκτειναν τη φιλοξενία τους σε κουρασμένους ταξιδιώτες. Αρχαιολόγοι όπως ο Κρουζίνο Σομμαρίπα υποχρέωναν ήδη το βραχώδες έδαφος τής Ελλάδας να εγκαταλείψει τούς κλασσικούς θησαυρούς του, ενώ αρχαιολάτρες όπως ο Κυριάκος και ο φίλος του Αντρεόλο Τζουστινιάνι αντέγραφαν επιγραφές, διάβαζαν τούς αρχαίους συγγραφείς, έγραφαν ποίηση και (τουλάχιστον αυτοί οι δύο) απολάμβαναν τής φιλίας τού πάπα Ευγένιου Δ’. Όμως ο Αντρεόλο δεν ήταν καλύτερος ποιητής από τον Κυριάκο, όπως φαίνεται από περίπου δεκατέσσερις σελίδες στίχων που συνέθεσε για την ενετική επίθεση κατά τής Χίου το 1431.48 Ο Αντρεόλο ήταν μέλος μιας από εκείνες τις εκατόν είκοσι οικογένειες τής Χίου που είχαν πάρει το όνομα Τζουστινιάνι. Ενώ ο κόσμος γύρω από τη Χίο φαινόταν τυλιγμένος σε καπνούς, ο Αντρεόλο έφτιαχνε μεγάλη βιβλιοθήκη και αλληλογραφούσε με λόγιους (literati) στην Ιταλία και στην Ανατολή. Οι Λατίνοι που κατοικούσαν στην Ανατολή είχαν αναμφισβήτητα συνηθίσει να ζουν σε ατμόσφαιρα πολιτικής και στρατιωτικής έντασης και μπορούσαν να αντιμετωπίζουν ήρεμα ακόμη και τα άσχημα νέα τής Βάρνας.
Η ήττα στη Βάρνα έδινε πένθιμο ήχο στην εκκλησιαστική ένωση τής Φλωρεντίας. Οι παπικές προσπάθειες υπεράσπισης των Ελλήνων απέναντι στους Τούρκους είχαν αποτύχει. Όλο και περισσότερο φαινόταν ότι μόνο θεία παρέμβαση θα μπορούσε να σώσει την Κωνσταντινούπολη. Ο Σκεντέρμπεης δεν είχε ακόμη γράψει το μεγάλο αλβανικό έπος τής αντίστασης στους Τούρκους, αλλά οι Βούλγαροι και οι Βλάχοι είχαν ήδη υποκύψει. Οι Σέρβοι, που είχαν κατανικηθεί το 1389, θα έχαναν το τελευταίο απομεινάρι ανεξαρτησίας τους το 1459. Οι Τούρκοι θα έπαιρναν, όπως θα δούμε, τη Βοσνία το 1463 και την Ερζεγοβίνη το 1482. Το ελληνικό «δεσποτάτο» τού Μοριά, με τη μικρή αλλά λαμπρή πρωτεύουσά του στον Μυστρά, δεν θα μπορούσε να επιβιώσει για καιρό από τις συνέπειες τής Βάρνας, ενώ τα ενετικά κάστρα στο Nεγκροπόντε, το Ναύπλιο, το Άργος, την Κορώνη και την Μεθώνη, καθώς και εκείνα στα νησιά, βρίσκονταν προφανώς σε κίνδυνο. Όμως ο τουρκικός έλεγχος στα Βαλκάνια δεν ήταν ακόμη απόλυτος και σύμφωνα με τον Ενετό χρονικογράφο Στέφανο Μάνιο (πέθανε το 1572) ο Κωνσταντίνος Δραγάσης παρέλαβε 300 πάνοπλους άνδρες από τον Φίλιππο τον Καλό τής Βουργουνδίας, για να συνεχίσει τον αγώνα εναντίον των Τούρκων.49 Όσο υπάρχει ζωή, ελπίζουμε (Dum vivitur, speratur). Παρά τις προηγούμενες αποτυχίες ο παπισμός παρέμενε φάρος των χριστιανικών ελπίδων στην Ανατολή, κυρίως των λατινικών ελπίδων, ενώ ο παπισμός και η Βενετία συνδέονταν πιο στενά. Τώρα περισσότερο από ποτέ η Ουγγαρία είχε γίνει το κύριο Καθολικό προπύργιο εναντίον των Τούρκων. Οι πάπες, αλλά και οι Ενετοί, θα προσπαθούσαν να βοηθήσουν τούς Ούγγρους, οι οποίοι για κάποιο διάστημα θα εύρισκαν στιβαρή ηγεσία στο πρόσωπο τού Ματίας Κορβίνους, τού γιου τού Γιάνος Χούνιαντι. Όμως η Βάρνα ήταν κυρίως ουγγρική ήττα και το μέλλον έδειχνε δυσοίωνο.
Αμέσως μετά τη νίκη του στη Βάρνα ο σουλτάνος Μουράτ Β’, παχύς φιλήδονος, παραιτήθηκε από τον οθωμανικό θρόνο (τον Δεκέμβριο τού 1444 ή τον επόμενο Ιανουάριο). Αποσύρθηκε στη Μικρά Ασία, πέρασε σύντομο χρονικό διάστημα στην αγαπημένη του πόλη Μπούρσα (Προύσα) πριν προχωρήσει στην πιο μακρινή Μανίσα (Μαγνησία), όπου έχτισε παλάτι για τον εαυτό του. Τον διαδέχθηκε ο δεκατριάχρονος «άρχοντας Μωάμεθ» (Μεχμέτ Τσελεμπή), ο Μωάμεθ Β’. Εκδόθηκαν νομίσματα με το όνομα τού νέου σουλτάνου, το οποίο περιλήφθηκε επίσης στην προσευχή τής Παρασκευής.50 Οι Ενετοί θεωρούσαν φρόνιμο να κάνουν ειρήνη με τούς Τούρκους, τόσο με τον νεαρό σουλτάνο στην Ευρώπη όσο και με τον πατέρα του, τον «σουλτάνο τής Ασίας» (sultano d’ Asia). Παρά την παπική εχθρότητα προς την ιδέα αυτή, οι Ενετοί διαπραγματεύτηκαν συνθήκη ειρήνης με τον Μωάμεθ Β’ στην Αδριανούπολη την Τετάρτη 23 Φεβρουαρίου 1446. Πρωτότυπο κείμενο αυτής τής συνθήκης, σε μάλλον αδαή μορφή ελληνικής δημοτικής αλλά γραμμένο από έμπειρο χέρι, εξακολουθεί να διατηρείται στα Αρχεία τού Ενετικού Κράτους (μεταξύ των μυστικών συνθηκών, Pacta secreta, Ser. 2, no. 230), ίσως το μοναδικό τέτοιο κρατικό έγγραφο που διασώζεται από την πρώτη βασιλεία τού Μωάμεθ Β’.51 Ο Μουράτ, ο πατέρας τού Μωάμεθ, ζούσε άνετα και ευχάριστα για περίπου ενάμιση χρόνο στη Μαγνησία τής Λυδίας, όπου υποδέχθηκε τον Κυριάκο Αγκωνίτη και τον φίλο του Φραντσέσκο Ντραππέριο στην ιδιωτική του κατοικία την Κυριακή τού Πάσχα τού 1446 (17 Απριλίου), όπως έχει καταγράψει ο Κυριάκος σε επιστολή προς τον φίλο του Αντρεόλο Τζουστινιάνι-Μπάνκα, που γράφηκε τρεις ημέρες αργότερα.52
Στην Αδριανούπολη όμως ο φιλόδοξος και ισχυρογνώμων νεαρός Μωάμεθ, ο οποίος ίσως δεν είχε ακόμη προσθέσει στα άφθονα προσόντα του την τέχνη τής εξαπάτησης, την οποία θα καλλιεργούσε αργότερα με σταθερή επιτυχία, ανησυχούσε τούς μεγαλύτερους σε ηλικία και σοφότερους υπουργούς του, ιδιαίτερα τον Χαλίλ Πασά, τον μεγάλο βεζύρη, ο οποίος έκανε έκκληση στον Μουράτ να επιστρέψει στην Αδριανούπολη και να αναλάβει πάλι τη διακυβέρνηση τού οθωμανικού κράτους.53 Μισό αιώνα περίπου αργότερα ο ιστορικός Τζιοβάννι Μαρία ντέλι Αντζολέλλι από τη Βιτσέντζα, ο οποίος έζησε για χρόνια ως «σκλάβος» στην αυλή τού Μωάμεθ (και τον ήξερε καλά), έγραφε ότι σχεδίαζε επίθεση το 1445-1446 στην Κωνσταντινούπολη, η οποία δεν θα ήταν αμελητέα επιχείρηση για αγόρι δεκατεσσάρων ετών.54 Όποιοι κι αν ήσαν οι λόγοι, ο Μουράτ ξεκίνησε από τη Μαγνησία στις 5 Μαΐου 1446 με περίπου 4.000 άνδρες. Οι Κυριάκος και Ντραππέριο πήγαν μαζί με τη μεγάλη τουρκική συνοδεία μέχρι κάποιο σημείο πέρα από την Πέργαμο, μετά το οποίο ο Μουράτ και η ακολουθία του στράφηκαν βορειοανατολικά προς τη Μπούρσα, ενώ ο Κυριάκος και ο φίλος του συνέχισαν προς τη Νέα Φώκαια, απ’ όπου ο αρχαιολάτρης απεύθυνε νέα επιστολή με ημερομηνία Τετάρτη 11 Μαΐου στον φίλο του Αντρεόλο Τζουστινιάνι.55 Ο Κυριάκος πίστευε ότι ο Μουράτ επέστρεφε στην Ευρώπη ύστερα από αίτημα τού γιου του Μωάμεθ, αλλά είναι σαφές ότι ο Κυριάκος δεν είχε γνώση των πραγματικών περιστατικών, τα οποία προφανώς οι Τούρκοι απέκρυπταν από τη δημόσια γνώση.
Ο Mουράτ προχωρούσε πολύ χαλαρά προς την Αδριανούπολη, προφανώς σταματώντας για μερικούς μήνες στη Μπούρσα, όπου την 1η Αυγούστου 1446 έγραψε τη διαθήκη του, παρέχοντας αναλυτικές οδηγίες για την ταφή του, όταν θα τον εύρισκε ο θάνατος. Είναι δύσκολο να πει κανείς αν ο Μουράτ περίμενε ή όχι να αντιταχθεί ο Μωάμεθ στην επιστροφή του στην αυλή τής Αδριανούπολης, όμως αυτός κατέβηκε από το θρόνο ειρηνικά και αποσύρθηκε με τη σειρά του στη Μαγνησία, τρέφοντας έκτοτε έντονη δυσαρέσκεια για τον Χαλίλ πασά, ο οποίος είχε πετύχει να τού αφαιρέσει την κυριαρχία. Ο Μουράτ ανέλαβε τον έλεγχο επί τής Οθωμανικής αυτοκρατορίας στα τέλη Αυγούστου, ύστερα από είκοσι περίπου μήνες ημι-απόσυρσης.56
Ο Κυριάκος Αγκωνίτης, πάντοτε σε κίνηση, πέρασε μέρος τού καλοκαιριού τού 1446 στην Κωνσταντινούπολη, ενώ στις αρχές τού επόμενου έτους ξεκίνησε νέο αρχαιολογικό ταξίδι στο Αιγαίο. Από τη Νέα Φώκαια έγραφε στον φίλο του Αντρεόλο στις 15 Φεβρουαρίου 1447 για τριήμερη επίσκεψη στην Καλλίπολη, όπου αναζητούσε, όπως πάντα, λείψανα τής αρχαιότητας. Εδώ είδε το αγωνιώδες θέαμα Τούρκων που οδηγούσαν μακρά και οικτρή φάλαγγα αλυσοδεμένων Ελλήνων και άλλων χριστιανών αιχμαλώτων στο σκλαβοπάζαρο τής Καλλίπολης, που ήταν από καιρό κέντρο εμπορίου, και πέρα από τα Δαρδανέλλια στην Ασία. Από τούς αιχμαλώτους ο Κυριάκος έμαθε ότι την περασμένη 13η Δεκεμβρίου (1446) οι δυνάμεις τού Μουράτ είχαν καταστρέψει με βαρύ πυροβολικό το μεγαλύτερο μέρος τού Εξαμιλίου, το οποίο ο δεσπότης Κωνσταντίνος Δραγάσης είχε τόσο προσεκτικά αποκαταστήσει πριν τρία περίπου χρόνια. Οι Τούρκοι είχαν καταστρέψει στη συνέχεια την Πελοπόννησο. Ο Κυριάκος με δυσκολία άντεχε να ακούει τις θρηνούσες φωνές, που διηγούνταν τη θλιβερή ιστορία τής τουρκικής επιτυχίας, ενώ σκεφτόταν βλοσυρά ότι πριν λίγο μόνο καιρό οι Τούρκοι είχαν σχεδόν εκκαθαριστεί από τη Θράκη, τη Μακεδονία και από όλη την Ελλάδα και είχαν οδηγηθεί στην Ασία και τη Λυδία. Αλλά τώρα, με την αποχώρηση των δυτικών και ουγγρικών δυνάμεων, η τύχη είχε ανυψώσει τον Μουράτ, τον είχε κάνει τολμηρό και, με τη βοήθεια μάλιστα τής ράθυμης απροσεξίας των ηγεμόνων τής Ευρώπης, τού είχε επιτρέψει να εισβάλει στο ευγενές και άλλοτε κραταιό ελληνικό κράτος στην Πελοπόννησο. Δυστυχώς η εισβολή είχε τεράστιες συνέπειες. «Γιατί πιστεύω ότι τέτοιο θλιβερό πλήγμα στη χριστιανοσύνη, η άθλια σφαγή που έχουν διαπράξει οι Τούρκοι εναντίον αυτού τού λαού, έστω και αν είναι Έλληνες και αξίζουν κάποιο μέτρο τιμωρίας, δεν μπορεί παρά να θεωρηθεί ως τραγική απώλεια για τη θρησκεία μας και ως τεράστια ντροπή για το λατινικό όνομα».57
Η εκστρατεία την οποία έστειλαν οι Τούρκοι στον Μοριά το 1446 είχε προκληθεί από επιθέσεις τού Κωνσταντίνου Δραγάση επί τής τουρκικής διοίκησης στη Θεσσαλία και επί τού λατινικού δουκάτου τής Αθήνας, ο δούκας τού οποίου Νέριο Β’ το είχε θέσει υπό τουρκική επικυριαρχία μετά τη μάχη τής Βάρνας. Ο Κωνσταντίνος απολάμβανε επιτυχίας. Τον είχαν υπηρετήσει καλά τόσο στην ηπειρωτική Ελλάδα όσο και στον Μοριά. Το 1445 είχε διορίσει τον Ιωάννη Καντακουζηνό κυβερνήτη τής Κορίνθου.58 Ο Ιωάννης ήταν παλιός φίλος τού Κυριάκου Αγκωνίτη, τον οποίο είχε φιλοξενήσει στην Ακροκόρινθο τον Απρίλιο τού 1448.59 Στις 22 Ιουνίου 1446, προκειμένου να αναγνωρίσει και να ανταμείψει «τον αγαπητό μας γιο, τον ευγενή Κωνσταντίνο Καντακουζηνό Παλαιολόγο», τον γιο τού Ιωάννη Καντακουζηνού, ο πάπας Ευγένιος Δ’ τον είχε ονομάσει παλατινό κόμη τού Λατερανού, δίνοντάς του έναν από εκείνους τούς Ρωμαϊκούς τιμητικούς τίτλους που χορηγούνταν στην ελληνική αριστοκρατία και επρόκειτο να αποδειχθούν τόσο πολύτιμοι γι’ αυτούς μετά την πτώση τού «δεσποτάτου» τού Μορέως στους Τούρκους. Ο Κωνσταντίνος Καντακουζηνός θα ορκιζόταν στον Λατίνο αρχιεπίσκοπο Αθηνών Νικολό Πρότιμο φεουδαρχική υποταγή στον πάπα.60
Όμως οι τίτλοι τού παλατινού κόμη τού Λατερανού δεν θα βοηθούσαν σε τίποτε όταν ο ίδιος ο σουλτάνος Μουράτ θα κατέβαινε από τη Μακεδονία στην Ελλάδα με μεγάλο στρατό, τον οποίο ο Κωνσταντίνος Δραγάσης και ο αδελφός του δεν τόλμησαν να αντιμετωπίσουν στην ηπειρωτική χώρα, θεωρώντας σοφότερο να οχυρωθούν πίσω από το Εξαμίλιον. Ήταν επιβλητική γραμμή άμυνας και στη θέα της ο Μουράτ αποθαρρύνθηκε, επιπλήττοντας τον Τουραχάν μπέη που τού ζητούσε να επιτεθεί σε τέτοιο προπύργιο τόσο κοντά στην χειμερινή περίοδο. Αλλά ο γέρος πολεμιστής, ο οποίος είχε ήδη καταστρέψει το Εξαμίλιον δύο φορές στο παρελθόν (το 1423 και το 1431), ήταν σίγουρος ότι οι Έλληνες θα τρέπονταν σε φυγή χωρίς να πολεμήσουν. Ο ιστορικός Γεώργιος Σφραντζής μάς πληροφορεί ότι τον Mουράτ ανέκοψε το τείχος από τις 27 Νοεμβρίου μέχρι τις 10 Δεκεμβρίου (1446).61 Εν πάση περιπτώσει, μερικές ημέρες κανονιοβολισμού προετοίμασαν το Εξαμίλιον για την επίθεση, στην οποία διέπρεψε νεαρός Σέρβος γενίτσαρος, που ήταν ο πρώτος που ανέβηκε στην κορυφή του. Ο Τουραχάν μπέης είχε δίκιο. Οι Έλληνες εγκατέλειψαν τις θέσεις τους υπό τη δίδυμη πίεση τού φόβου και τής βίας, παρά τις καλές προσπάθειες τού Κωνσταντίνου και τού Θωμά να κρατήσουν το απειλούμενο προπύργιο. Βλέποντας ότι η μάχη εξελισσόταν σε βάρος τους και μη έχοντας εμπιστοσύνη στις αλβανικές δυνάμεις τους, τα αδέρφια τού αυτοκράτορα διέφυγαν επίσης, κατευθυνόμενοι προς το νότιο άκρο τού Μοριά, απ’ όπου περαιτέρω φυγή θα ήταν δυνατή, αν αποδεικνυόταν αναγκαία. Ο Τουραχάν μπέης τούς ακολούθησε για κάποιο διάστημα σε καταστροφική επιδρομή (razzia), ενώ ο Μουράτ κινήθηκε κατά μήκος τής βόρειας ακτής τού Μοριά, καταλαμβάνοντας και πυρπολώντας τα Βασιλικάτα (την αρχαία Σικυώνα), τη Βόστιτζα (σήμερα Αίγιο) και την κάτω πόλη τής Πάτρας, επεκτείνοντας την καταστροφή του μέχρι το ακρωτήριο τής Γλαρέντζας (σήμερα Κυλλήνη). Όταν ο Μουράτ αποσύρθηκε από τον Μοριά κατά την έναρξη τού χειμώνα, άφηνε τον Κωνσταντίνο υποτελή ηγεμόνα μιας κατεστραμμένης χώρας, έχοντας χάσει όλες τις κατακτήσεις του στην ηπειρωτική Ελλάδα και με 60.000 Πελοποννησίους υπηκόους του οδηγημένους στη σκλαβιά, την οποία ο Κυριάκος δεν άντεχε να σκέφτεται.62 Τώρα οι Έλληνες δεν μπορούσαν να κάνουν τίποτε άλλο, παρά να επιδιώκουν την καλλιέργεια καλής διάθεσης στην οθωμανική αυλή και έτσι (προφανώς τον Απρίλιο τού 1447) βρίσκουμε τον ασθενούντα αυτοκράτορα Ιωάννη Η’ να ρωτά με προσποιητό ενδιαφέρον για «την υγεία τού αδελφού μου, τού επιφανέστατου Μεγάλου Εμίρη [Μουράτ]».63
Λίγο αργότερα, τον Ιούλιο τού 1447, ο ίδιος ο Κυριάκος πήγε στον Μοριά, όπου φαίνεται ότι έμεινε μέχρι τον Απρίλιο τού 1448. Σε περιγραφή τής 30ης Ιουλίου (1447) λέει ότι πήγε από το Λεοντάρι στην αυλή τού Κωνσταντίνου Δραγάση στον Μυστρά, την οποία είχε ήδη επισκεφτεί πριν δέκα χρόνια, προφανώς για να συναντήσει τον Πλατωνικό φιλόσοφο Γεώργιο Γεμιστό Πλήθωνα, τον οποίο είχε πιθανώς γνωρίσει στη σύνοδο τής Φλωρεντίας. Στον Μυστρά ο Κυριάκος συνάντησε επίσης τον νεαρό Νικόλαο (Λαόνικο) Χαλκοκονδύλη, ο οποίος αργότερα έγινε ο κύριος ιστορικός τής γενιάς του. Ο Λαόνικος ήταν γιος τού Γεώργιου Χαλκοκονδύλη, φίλου τού Κυριάκου, σημαντικού μέλους μιας από τις λίγες μεσαιωνικές Αθηναϊκές οικογένειες που μάς είναι γνωστές. Με τον Λαόνικο ως οδηγό του ο Κυριάκος ταξίδεψε στις 2 Αυγούστου τα λίγα χιλιόμετρα από τον Μυστρά στη Σπάρτη, για να δει τα διάσπαρτα ερείπια τής φημισμένης Λακεδαίμονος.64 Την επόμενη χρονιά (1448) πήγε στην Ήπειρο, φτάνοντας στην πρωτεύουσα Άρτα τον Οκτώβριο. Η κυβερνώσα οικογένεια των Τόκκο ενδιαφερόταν για τη λογοτεχνία και τις αρχαιολατρικές αναζητήσεις. Σε προηγούμενες επισκέψεις πριν δώδεκα χρόνια ο Κυριάκος είχε βρει πολύ συμπαθητικά διάφορα μέλη τής οικογένειας. Αλλά στις 30 Σεπτεμβρίου 1448 είχε πεθάνει στην Άρτα ο δεσπότης Κάρλο Β’ Τόκκο,65 τον οποίο διαδέχθηκε ο γιος του Λεονάρντο Γ’. Υπήρχαν λοιπόν αναμφίβολα και άλλα θέματα για συζήτηση πέρα από τα τελευταία ευρήματα αρχαιοτήτων. Άραγε ποιο θα ήταν το μέλλον τού Λεονάρντο καθώς οι Τούρκοι σημείωναν νίκες παντού στο ευρύ μέτωπο από τη Βάρνα μέχρι τον Μοριά; Πολύ πιθανόν κάποιος Βυζαντινός ιερέας στην Άρτα να είχε ήδη διαβάσει το μέλλον στο παρελθόν, αντιλαμβανόμενος με τη σοφία τού Εκκλησιαστή (2:14) ότι «ο σοφός και ο μωρός θα έχουν κοινή συνάντηση: τον θάνατο» (συνάντημα ἓν συναντήσεται τοῖς πᾶσιν αὐτοῖς). Ο Λεονάρντο θα περίμενε τριάντα χρόνια για το τελικό γεγονός, καθώς οι Τούρκοι κατέλαβαν πρώτα τις ηπειρωτικές κτήσεις του και τελικά τις νησιωτικές κτήσεις του τής Λευκάδας (Αγίας Μαύρας), Κεφαλονιάς και Ζακύνθου (το 1479), πράγμα που θα τον υποχρέωνε να αναζητήσει καταφύγιο στο βασίλειο τής Νάπολης.66 Θα επιστρέψουμε στον Λεονάρντο Τόκκο σε επόμενο κεφάλαιο. Μάλιστα θα ήταν πιο τυχερός από τούς περισσότερους από τούς πολλούς πρόσφυγες τής γενιάς του. Θα έπαιρνε την ηγεμονία τής Καλημέρα στην ελληνόφωνη περιοχή νότια τού Μιλέτο στην περιφέρεια τής Καλαβρίας. Αλλά ακόμη και η ασφάλεια αυτού τού καταφύγιου, αν μπορούσαν να γνωρίζουν τόσο πολλά για το μέλλον, μικρή μόνο παρηγοριά θα πρόσφερε στους Τόκκο και τον μορφωμένο φιλοξενούμενό τους κατά τη διάρκεια των συνομιλιών τους το φθινόπωρο τού 1448. Υπήρχε αίσθηση τής επικείμενης καταστροφής στην Ανατολή, προοίμιο μιας ακόμη μεγαλύτερης καταστροφής από εκείνη που είχε ήδη συμβεί.
Ο Βυζαντινός αυτοκράτορας Ιωάννης Η’ Παλαιολόγος πέθανε στις 31 Οκτωβρίου (1448) και θάφτηκε την επόμενη μέρα στη μονή Παντοκράτορος. Όπως και ο Μιχαήλ Η’ πριν από αυτόν, είχε παραμείνει πιστός στην ένωση που είχε διαπραγματευθεί με τη Ρώμη, ενώ όπως και ο Μιχαήλ θάφτηκε χωρίς το τελευταίο τελετουργικό τής Ελληνικής Εκκλησίας.67 Τον διαδέχθηκε ο ικανότερος και πιο αγαπημένος αδελφός του, ο Κωνσταντίνος ΙΑ’.68
Στις 10 περίπου το πρωί τής 6ης Μαρτίου 1447, στην τρίτη ψηφοφορία, δεκαοκτώ καρδινάλιοι σε κογκλάβιο στο Δομινικανό μοναστήρι τής Σάντα Μαρία σόπρα Μινέρβα εξέλεξαν τον Τομάζο Παρεντουτσέλλι, τον καρδινάλιο τής Μπολώνια, ως πάπα Νικόλαο Ε’ και η στέψη του έγινε στις 19 τού μηνός.69 Με εκπληκτική επιδεξιότητα και ταχύτητα ο Νικόλαος Ε’ αποκατέστησε την τάξη στα κράτη τής εκκλησίας, τα οποία παρενοχλούνταν από μισθοφορικά στρατεύματα και πειρατές για μια ολόκληρη δεκαετία. Επανεπέβαλε την παπική εξουσία στη Μπολώνια, όπου για πέντε χρόνια ο περίφημος καρδινάλιος Βησσαρίων διεκπεραίωνε δύσκολη αποστολή λεγάτου, προς γενική ικανοποίηση των Μπολωνέζων. Ευγενικός και συνήθως πρόσχαρος, ο νέος πάπας υπήρξε αμείλικτος στην τιμωρία διαφωνιών ή εξεγέρσεων στην κοσμική του επικράτεια. Όμως ενθάρρυνε την αναταραχή αλλού στην Ιταλία, κάνοντας ελάχιστα για να αποτρέψει τις εχθρικές κινήσεις τού βασιλιά Αλφόνσο τής Νάπολης κατά των Φλωρεντινών, αλλά αντιτιθέμενος (πολύ λογικά) στην επιθυμία τού Αλφόνσο να αναλάβει το δουκάτο τού Μιλάνου μετά τον θάνατο τού Φίλιππο Μαρία Βισκόντι στα μέσα Αυγούστου τού 1447.70 Αν και ο Νικόλαος εύρισκε κάποια ικανοποίηση στους ιταλικούς πολέμους, στο βαθμό που αυτοί τον άφηναν ήσυχο να εγκαθιδρύει τον έλεγχό του επί των κρατών τής εκκλησίας, δεν είχε την πρόθεση να επιτρέψει στον Αλφόνσο να θέσει σε εφαρμογή τα σχέδια των Χοχενστάουφεν. Έτσι κι αλλιώς ο Αλφόνσο δεν διέθετε τη δύναμη να το κάνει. Τα πρώτα χρόνια τής παπικής θητείας τού Νικόλαου ήσαν πιο επιτυχημένα, αφού συνδέονταν με την τελική ήττα των συνοδιστών στη Βασιλεία και τη Λωζάννη και με την αναγνώρισή του από τη Γαλλία, τη Γερμανία και μάλιστα από το μεγαλύτερο μέρος τής Ευρώπης, εκτός από τη Βοημία. Αλλά το μεγάλο πρόβλημα αυτής τής περιόδου ήταν η προέλαση τού «Μεγάλου Τούρκου», ενώ δύσκολα μπορεί να υποστηριχθεί ότι ο Νικόλαος είχε εκτιμήσει την πλήρη έκταση τής σοβαρότητάς του.
Η προέλαση τού Τούρκου στα Βαλκάνια μπορούσε να επιβραδυνθεί, αλλά προφανώς δεν μπορούσε να σταματήσει. Οι ελπίδες για απελευθέρωση των Ελλήνων και Λατίνων κατοίκων πρώην βυζαντινών εδαφών βρίσκονταν στον βορρά. Ο Ιωάννης Χούνιαντι, ο οποίος υπηρετούσε ως αντιβασιλέας τής Ουγγαρίας από το 1446 μέχρι το 1452, παρακολουθούσε με αγωνία τη συνεχή ανάπτυξη τουρκικών στρατευμάτων στα σύνορά του. Η ήττα στη Βάρνα, η οποία είχε σπιλώσει τη σκληρά κερδισμένη φήμη τού στην Ευρώπη, μπορούσε να ξεπλυθεί μόνο με νίκη. Όμως ο δεσπότης τής Σερβίας Γεώργιος Μπράνκοβιτς είχε μάθει πολλά για τη Βάρνα απουσιάζοντας από εκεί, ενώ προφανώς πίστευε ότι η χώρα του μπορούσε καλύτερα να αντέξει την εχθρότητα τής Ουγγαρίας παρά εκείνη των Τούρκων.71 Η Βενετία είχε ανανεώσει τις εμπορικές της σχέσεις με την Πύλη (στις 23 Φεβρουαρίου 1446)72 και δεν ήταν πρόθυμη να τις θέσει σε κίνδυνο ενώνοντας τις δυνάμεις της με τον Χούνιαντι, τού οποίου τις πολεμοχαρείς προθέσεις καταλάβαινε καλά η οθωμανική αυλή στην Αδριανούπολη. Ο Aλφόνσο Ε’, βασιλιάς Αραγωνίας, Νάπολης και Σικελίας, δεν θα διακινδύνευε εκστρατεία κατά των Τούρκων, ακόμη και αν διατηρούσε το ανεύθυνο όνειρο τής αποκατάστασης τής λατινικής Αυτοκρατορίας Κωνσταντινούπολης με τον ίδιο ως αυτοκράτορα. Ο Νικόλαος Ε’ ανταποκρινόταν στις εκκλήσεις τού Χούνιαντι με κάτι περισσότερο από πνευματική υποστήριξη και ηχηρό κήρυγμα νέας σταυροφορίας (στις 8 Απριλίου 1448).73
Όμως ο Χούνιαντι είχε κατορθώσει να φτάσει σε αμοιβαία κατανόηση με τον Σκεντέρμπεη, τού οποίου η φήμη αμφισβητούσε ήδη τη δική του και ο οποίος κρατούσε τούς Τούρκους σε απόσταση στα βραχώδη υψίπεδα τής Αλβανίας για ένα τέταρτο τού αιώνα (1443-1468). Τον Σεπτέμβριο και Οκτώβριο τού 1448 ο ανυπόμονος Χούνιαντι πορεύτηκε μέσω Σερβίας, πυρπολώντας και λεηλατώντας, σαν να ήσαν εχθροί του ο Μπράνκοβιτς και οι Σέρβοι και όχι οι Τούρκοι. Στις 17 Οκτωβρίου έφθασε στο ιστορικό «Κοσσυφοπέδιο», στο Κόσσοβο, όπου τον Ιούνιο τού 1389 ο σουλτάνος Μουράτ Α’ είχε χάσει τη ζωή του και ο γιος του Βαγιαζήτ είχε εξασφαλίσει τόσο τον οθωμανικό θρόνο, όσο και μια από τις πιο ηχηρές νίκες που είχαν πετύχει οι Τούρκοι επί τής χριστιανοσύνης. Ο Χούνιαντι δεν είχε κατορθώσει να περιμένει τον Σκεντέρμπεη και τούς Αλβανούς, γιατί η προέλαση τού Μουράτ Β’ για να τον συναντήσει είχε εξελιχθεί πολύ ραγδαία. Ο στρατός του, η τελευταία ελπίδα ουγγρικής υπεροχής στη σύγκρουση, είχε ενισχυθεί από μεγάλο στρατιωτικό σώμα Βλάχων, μαζί με κάποιους Γερμανούς και Τσέχους. Όμως ήταν σημαντικά μικρότερος από τον στρατό που είχε συγκεντρώσει ο Μουράτ Β’ στη Σόφια και ο οποίος είχε φτάσει στο Κοσσυφοπέδιο λίγο πριν από το χριστιανικό στράτευμα. Ο νεαρός Μωάμεθ Β’ είχε συνοδεύσει τον πατέρα του στο Κόσσοβο και τώρα θα συμμετείχε στην πρώτη μεγάλη πολεμική σύγκρουση, έχοντας τοποθετηθεί με τα στρατεύματα τής Ανατολίας στη δεξιά πτέρυγα τού τουρκικού στρατού (εκεί που θα τα τοποθετούσε και στην επίθεση επί των χερσαίων τειχών τής Κωνσταντινούπολης πέντε σχεδόν χρόνια αργότερα). Η δεύτερη μάχη τού Κοσσυφοπέδιου ήταν σκληρή και κράτησε σχεδόν τρεις ημέρες. Στις 19 Οκτωβρίου, ενώ το αποτέλεσμα ήταν ακόμη αβέβαιο, οι Βλάχοι εγκατέλειψαν τούς Ούγγρους, φοβούμενοι το αποτέλεσμα, και ο Χούνιαντι υποχρεώθηκε να υποχωρήσει υπό την κάλυψη Γερμανών και Τσέχων πυροβολητών. Πήρε τον δρόμο τής επιστροφής μέσω Σερβίας, αλλά ακριβώς πριν προλάβει να φτάσει στον Δούναβη συνελήφθη από Σέρβους αγρότες και οδηγήθηκε στον Μπράνκοβιτς. Ο Χούνιαντι γύρισε στο Σέγκεντ στο τέλος τού έτους, έχοντας αποδεχθεί σκληρή συνθήκη, που υπαγορεύτηκε από τον Μπράνκοβιτς και θα καθόριζε τις μελλοντικές σχέσεις Ουγγαρίας και Σερβίας.74 Ενώ ο Χούνιαντι υπέγραφε τη συνθήκη για να αποκτήσει την ελευθερία του, δεν είχε καμία πρόθεση να την τηρήσει και ο πάπας σύντομα θα τον απάλλασσε από υπόσχεση που είχε δώσει κάτω από πίεση.75
Την άνοιξη και το καλοκαίρι τού 1448 ο Μουράτ Β’ είχε οδηγήσει μεγάλη εκστρατεία στην Αλβανία και είχε καταλάβει το φρούριο τού Σφέτιγκραντ επί τού κάτω Ντίμπρα (Μαύρου Δρίνου) ύστερα από πολιορκία τριών περίπου μηνών.76 Δύο χρόνια αργότερα ο Μουράτ Β’ επέστρεψε στην Αλβανία με τον γιο του Μωάμεθ, ο οποίος φαίνεται ότι μοίραζε τον χρόνο του ανάμεσα στην απόσυρσή του στη Μαγνησία και στην αυλή τής Αδριανούπολης. Στόχος τους ήταν το πιο σημαντικό φρούριο στην κατοχή τού Σκεντέρμπεη, η Κρόια, την υπεράσπιση τής οποίας ο ηγέτης των Αλβανών είχε αναθέσει σε πιστούς συντρόφους, που είχαν φρουρά 1.500 ανδρών.77 Στα μέσα Μαΐου (1450) ο Μουράτ Β’ έφτασε με τον στρατό του κάτω από τα τείχη τής Κρόιας. Είχε κανόνια φτιαγμένα από μέταλλο, τα οποία είχε μεταφέρει με τον συρμό αποσκευών του. Τουλάχιστον δύο κανόνια χρησιμοποιήθηκαν εναντίον των τειχών τού κάστρου, το μεγαλύτερο των οποίων μπορούσε να ρίχνει πέτρινες μπάλες βάρους 400 λιμπρών.78 Τα κανόνια έκαναν καλά τη δουλειά τους, αλλά οι Τούρκοι δεν μπορούσαν να διαπεράσουν τα κλυδωνιζόμενα τείχη. Ο Σκεντέρμπεης και μια αποφασισμένη δύναμη 8.000 περίπου ανδρών, μεταξύ των οποίων υπήρχαν Σλάβοι, Ιταλοί, Γερμανοί και άλλοι, συνέχιζε να κατεβαίνει από τα κοντινά υψώματα που γνώριζε τόσο καλά, κάνοντας επιθέσεις μέρα και νύχτα κατά των Τούρκων. Ενώ οι Ενετοί στη Σκόδρα πωλούσαν τρόφιμα στους Τούρκους, εκείνοι στο Δυρράχιο βοηθούσαν τούς Αλβανούς.79
Στις αρχές Οκτωβρίου ο Σκεντέρμπεης, που είχε αρχίσει να αποθαρρύνεται, πρόσφερε την Κρόια στους Ενετούς, απειλώντας, αν δεν την αποδέχονταν, να την παραχωρήσει στους Τούρκους. Όμως προς το τέλος τού μήνα ο σουλτάνος Μουράτ σταμάτησε την πεντάμηνη πολιορκία, φοβούμενος χωρίς αμφιβολία την έλευση τού χειμώνα, και ξεκίνησε την προς ανατολάς πορεία του στην κατεύθυνση τής Αδριανούπολης. Η Γερουσία αποφάσιζε τελικά να απαντήσει στον Σκεντέρμπεη. Επιβεβαιώνοντας την αγάπη τους γι’ αυτόν και την επιθυμία τους για ανεξαρτησία τού κράτους του, οι Ενετοί πρότειναν να στείλουν απεσταλμένο στον Μουράτ, για να προσπαθήσει να οργανώσει «ομόνοια» μεταξύ Σκεντέρμπεη και Τούρκων. Η Γερουσία άκουγε με ενθουσιασμό ότι ο σουλτάνος είχε άρει την πολιορκία «χωρίς να έχει πετύχει τον σκοπό του» (re infecta). Όσο για την προσφορά τής Κρόιας, ευχαριστούσαν τον Σκεντέρμπεη, αλλά προτιμούσαν να κρατήσει εκείνος το φρούριο. Η Βενετία είχε ήδη περισσότερα από αρκετά εδάφη.80
Η Κρόια είχε σωθεί, αλλά ο Τούρκος δεν είχε φύγει τόσο σύντομα. Ο Σκεντέρμπεης είχε σχεδόν εξαντλήσει τούς πόρους του. Οι ανεξάρτητοι Αλβανοί των βουνών, που αγανακτούσαν με τις προσπάθειες τού Σκεντέρμπεη να επιβάλει κάποιο βαθμό συγκεντρωτισμού στη χώρα (σε βάρος τους βέβαια), είχαν κάνει συμφωνίες με τον Μουράτ, σαν να ήταν εκείνος ο απελευθερωτής τους από την καταπίεση. Μετά την τουρκική αποχώρηση οι αρχηγοί των ορεινών περιοχών συνέχιζαν να αντιτίθενται στην ανάληψη τής εξουσίας στην Αλβανία από τον Σκεντέρμπεη. Οι πιθανότητες επιτυχίας τους φαίνονταν καλές. Αυτός είχε χάσει όλη τη χώρα εκτός από την Κρόια, ενώ τώρα δεν διέθετε ούτε καν τα μέσα να συντηρήσει την πιστή φρουρά, που είχε κρατήσει το φρούριο εναντίον τού εισβολέα. Ενώ οι αρχηγοί των ορεινών περιοχών προσδοκούσαν την καταστροφή του, ο Σκεντέρμπεης πήγε στη Ραγούσα, εφοδιασμένος με παπικές επιστολές, που προέτρεπαν τον πολιτικό διοικητή (rector) και το συμβούλιο τής πόλης να τον βοηθήσουν, ενώ τον επόμενο Φεβρουάριο (1451) οι Ραγουσαίοι πληροφορούσαν τον πάπα Νικόλαο Ε’ ότι η οικονομική τους συνδρομή προς τον Σκεντέρμπεη τού είχε δώσει τη δυνατότητα τόσο να κρατήσει την Κρόια, όσο και να ανακτήσει μεγάλο μέρος τής επικράτειάς του.81
Ο Σκεντέρμπεης είχε πολεμήσει γενναία και είχε αναδυθεί από όλα αυτά άψογα. Ο ηρωισμός του είχε προκαλέσει το ενδιαφέρον τής Ευρώπης. Πρέσβεις και βοήθεια στέλνονταν σε αυτόν από τη Ρώμη και τη Νάπολη, την Ουγγαρία και τη Βουργουνδία. Η Κρόια ξαναχτίστηκε και οι χριστιανοί παντού έβλεπαν τον άρχοντά της ως υπερασπιστή τους εναντίον των Τούρκων. Ο Σκεντέρμπεης τώρα ξεκινούσε ιδιαίτερα στενές σχέσεις με τον βασιλιά Αλφόνσο τής Νάπολης, ο οποίος εξακολουθούσε να μιλά για σταυροφορία. Αναγνώρισε την επικυριαρχία τού βασιλιά επί τής Αλβανίας σε συνθήκη που έγινε στη Γκαέτα στις 26 Μαρτίου 1451.82 Τα πήγαιναν πολύ καλά ως άρχοντας και υποτελής, ενώ δύο χρόνια μετά τον θάνατο τού βασιλιά ο Σκεντέρμπεης περιέγραφε στον Τζιοβάννι Αντόνιο ντελ Μπάλτσο Ορσίνι, πρίγκηπα τού Τάραντα, υποστηρικτή των ανανεωμένων διεκδικήσεων των Ανδεγαυών επί τής Νάπολης και κύριο εχθρό τού γιου τού Αλφόνσο, τού Φερράντε, τα μεγάλα του οφέλη «από τον ιερό και αθάνατο βασιλιά τής Αραγωνίας, τον οποίο ούτε εγώ ούτε κανένας από τούς υποτελείς μου μπορούμε να θυμηθούμε χωρίς δάκρυα …, γιατί πρέπει να θυμάστε ότι οι συμβουλές, οι επιδοτήσεις, η εύνοια και τα ιερά έργα εκείνου τού αγγελικού βασιλιά ήσαν εκείνα που συντήρησαν και υπερασπίστηκαν εμένα και τούς υποτελείς μου από την καταπίεση και τα σκληρή χέρια των Τούρκων, εχθρών δικών μας και εχθρών τής Καθολικής πίστης…»83
Αν και η Ευρώπη έκανε καλά που τιμούσε τον Σκεντέρμπεη, έναν από τούς μεγαλύτερους στρατιώτες και πιο έντιμους άνδρες τής εποχής του, τα κατορθώματά του δεν ήσαν παρά διαβεβαίωση για πράγματα που ελπίζονταν, ενώ επί γενεές κανένας δεν θα έβλεπε τη μείωση τής τουρκικής δύναμης στα Βαλκάνια. Τα χειρότερα δεν είχαν έρθει ακόμη. Το πρωί τής Τετάρτης 3 Φεβρουαρίου 1451 ο σουλτάνος Μουράτ Β’ πέθανε από αποπληξία σε μεθυσμένη ακολασία, τερματίζοντας βασιλεία τριάντα ετών. Οι Βυζαντινοί ιστορικοί Δούκας και Χαλκοκονδύλης έχουν αποτίσει φόρο τιμής στην αγάπη του για ειρήνη και δικαιοσύνη, επισημαίνοντας ότι είχε σχεδόν υποχρεωθεί στις νίκες του από τη χριστιανική προδοσία και πρόκληση,84 εκτίμηση που δεν χρειάζεται να αποδεχθεί κανείς, αλλά σίγουρα ο Μουράτ Β’ ήταν λιγότερο σκληρός και αμείλικτος από τον πιο διάσημο γιο του, τον Μωάμεθ Β’, ο οποίος αναλάμβανε τον έλεγχο τής Οθωμανικής αυτοκρατορίας για δεύτερη φορά. Και τώρα οι γέροντες και οι σύμβουλοι τού Μωάμεθ δεν ήσαν πλέον σε θέση να περιορίσουν τη φιλοδοξία του να επιχειρήσει την κατάκτηση τής Κωνσταντινούπολης.
Όποιες κι αν ήσαν οι ελπίδες και οι φόβοι των ηγετών και των λαϊκών ανθρώπων στην Ανατολή, υπήρχε ακόμη κάποια ομαλότητα στη ρουτίνα τής ζωής. Κάποιοι έκαναν ακόμη το προσκύνημα τού Παναγίου Τάφου στην Ιερουσαλήμ. Ένας Γάλλος ευγενής, για παράδειγμα, υπήκοος τού καλού βασιλιά Ρενέ τής Νάπολης, δούκα των Ανζού (Ανδεγαυών), ήθελε να κάνει το προσκύνημα, αλλά είχε φτάσει στη Βενετία με έξι ή οκτώ συντρόφους έξι περίπου μέρες μετά την αναχώρηση των τακτικών γαλερών των προσκυνητών. Ύστερα από μακρά αναμονή στη λιμνοθάλασσα, απευθύνθηκε με αίτηση στη Γερουσία, η οποία απάντησε θετικά στο αίτημά του στις 21 Σεπτεμβρίου 1450. Δινόταν άδεια στον μη κατονομαζόμενο ευγενή να ταξιδέψει με τις γαλέρες τής Βηρυτού, οι οποίες θα αναχωρούσαν σύντομα για την Ανατολική Μεσόγειο. Οι κυβερνήτες των γαλερών έπαιρναν εντολή να τού προσφέρουν διέλευση «σε λογική τιμή, όπως έχει γίνει συχνά για παρόμοια άτομα σε αντίστοιχες καταστάσεις».85
Οι γαλέρες τής Βηρυτού πήγαιναν μέσω Μεθώνης (ή Κορώνης), Κρήτης και Κύπρου. Η διαδρομή τους βρισκόταν πέρα από τη συνήθη εμβέλεια τού οθωμανικού βραχίονα κατά τη διάρκεια εκείνης τής περιόδου. Όμως τα ενετικά Αρχεία μάς φέρνουν επίσης στην αυλή τού σουλτάνου, όπως όταν στις 8 Ιουλίου 1451 ο δόγης Φραντσέσκο Φόσκαρι εξέδωσε αποστολή για τον Λορέντσο Μόρο, ο οποίος στελνόταν ως απεσταλμένος στον Μωάμεθ Β’. Ο Μόρο έπαιρνε την εξής εντολή:
Δεδομένου ότι ένας από τούς συμπολίτες μας, ο Αλεμάντο, εκπρόσωπος των ευγενών, τού εκλιπόντος Φραντσέσκο και τού αδελφού του Μάρκο Ρουτσίνι, είχε να κάνει με τον υπέροχο άρχοντα Νέριο Ατσαγιόλι, που ήταν άρχοντας τής Θήβας και τής Αθήνας, από τον οποίο οι Ρουτσίνι έπρεπε να πάρουν μεγάλο χρηματικό ποσό, όπως θα ενημερωθείτε πλήρως …, επιθυμούμε, επειδή ο εν λόγω άρχοντας Nέριο είναι υπήκοος τού … γαληνοτάτου αυτοκράτορα των Τούρκων, να καταβάλετε κάθε δυνατή προσπάθεια τόσο με τον ίδιο τον γαληνότατο αυτοκράτορα καθώς και με άλλα κλιμάκια, όπως θα φανεί καλύτερο σε εσάς, ώστε να εξασφαλίσετε ότι ο εν λόγω άρχοντας Nέριο ή οι κληρονόμοι του, αν αυτός δεν είναι ζωντανός, να πληρώσουν αυτό το χρέος στους προαναφερθέντες ευγενείς μας και να τούς καταστήσουν ήρεμους και ικανοποιημένους, όπως είναι δίκαιο και σωστό. Και εν ολίγοις πρέπει να τούς παράσχετε κάθε δυνατή βοήθεια για την επίτευξη τού διακανονισμού τού χρέους αυτού.86
Το κείμενο αυτό ρίχνει μια γρήγορη ματιά στις υποθέσεις τού Νέριο Β’ Ατσαγιόλι, δούκα τής Αθήνας (1435-1439, 1441-1451), ο οποίος μπορεί να είχε ή να μην είχε πεθάνει τον Ιούλιο τού 1451. Αν είχε πεθάνει, φαίνεται απίθανο ότι η χήρα του, η Κιάρα Τζόρτζο και ο εραστής της Μπαρτολομέο Κονταρίνι,87 Ενετοί και οι δύο, θα ενδιαφέρονταν περισσότερο από τον Νέριο για «δίκαιη και σωστή» διευθέτηση τού χρέους προς τούς Ρουτσίνι.
Ένα άλλο έγγραφο από την ενετική σειρά «Αρχείων Θάλασσας» τής Γερουσίας (Senato Mar) μάς δίνει κάποια εικόνα για τις συνθήκες στο χωριό Ξερένη στον νότιο Moριά, όπου οι δουλοπάροικοι ήσαν υποχρεωμένοι να υπηρετούν τούς Κορρέρ «σύμφωνα με τούς νόμους και τα έθιμα τού δεσποτάτου» (secundum leges et consuetudines despotatus). Σε πρόσφατα χρόνια μάς έχει ζητηθεί να θεωρούμε τον όρο «δεσποτάτο» ως δηλωτικό μάλλον τού τίτλου αξιώματος και όχι ως εδαφικό περίγραμμα κυβερνώμενο από δεσπότη. Παρ’ όλα αυτά μια απόφαση τής Γερουσίας (με ημερομηνία 10 Ιουνίου 1452), που μάς φέρνει λιγότερο από ένα χρόνο πριν από την πτώση τής Κωνσταντινούπολης, την μεγάλη τραγωδία τής παπικής θητείας τού Νικολάου Ε’, μάς δείχνει ότι τώρα πια «δεσποτάτο» είχε φτάσει να σημαίνει ελληνική ηγεμονία, στην προκειμένη περίπτωση την ηγεμονία τού Μορέως:
…Οι ευγενείς Πιέτρο Κορρέρ, γιος τού εκλιπόντος Κυρίου Τζιοβάννι, και Φίλιππο Κορρέρ, γιος τού εκλιπόντος Κυρίου Πάολο, επίτροποι, κατέχουν στις κτήσεις Κορώνης και Μεθώνης κάποιο χωριό [caxale] ονομαζόμενο Ξερένη (Xereni), οι κάτοικοι τού οποίου, ως δουλοπάροικοι [pariche, πάροικοι], υποχρεούνται να υπηρετούν τούς εν λόγω ευγενείς μας, και επειδή δεν υπακούουν [σε αυτές τις φεουδαρχικές προσταγές], η Σινιορία μας έγραψε στις 17 Ιουλίου τού περασμένου έτους στην κυβέρνηση τής Μεθώνης και Κορώνης, ότι πρέπει να υποχρεώσει τούς … δουλοπάροικους να υπηρετούν τούς εν λόγω ευγενείς, σύμφωνα με τούς νόμους και τα έθιμα τού δεσποτάτου. Και όμως, επειδή η εν λόγω επιστολή δεν γράφτηκε από αυτό το συμβούλιο [της Γερουσίας], δεν έχει τεθεί σε πλήρη ισχύ. Παίρνεται [επομένως] η απόφαση ότι η εν λόγω επιστολή πρέπει να σταλεί και πάλι προς τις … αρχές τής Μεθώνης και Κορώνης και τις διαδόχους τους, ενώ με την εξουσία τού παρόντος συμβουλίου δίνεται η εντολή ότι πρέπει να την τηρούν και να την τηρούν απαραβίαστα.88
Παρά το αναπόφευκτο γεγονός τής αλλαγής, η κοινωνική διαδικασία διέφερε ελάχιστα από τις προηγούμενες γενιές. Οι γαλέρες των προσκυνητών ακόμη απέπλεαν για τούς Αγίους Τόπους, οι Λατίνοι κατώτεροι άρχοντες δεν πλήρωναν τα χρέη τους και η ελληνική αγροτιά αντιστεκόταν στην προσφορά φεουδαρχικής υπηρεσίας προς γαιοκτήμονες που απουσίαζαν στη Βενετία. Οι Τούρκοι εισέβαλλαν συχνά στον Μοριά, αλλά δεν τον είχαν κατακτήσει ακόμη. Τα νησιά τού Αιγαίου δέχονταν επιδρομές από εποχές πολύ πριν την ανάμνηση όλων όσων ζούσαν τότε, αλλά οι Ενετοί ήσαν ακόμη κυρίαρχοι. Υπήρχε μια ομοιότητα στη ζωή στην Ανατολή, καθώς Έλληνες και Λατίνοι, Τούρκοι και Μαμελούκοι πολεμούσαν μεταξύ τους και προχωρούσαν καθένας με τον δικό του τρόπο.
Ο Νικόλαος Ε’ προχωρούσε επίσης με τον δικό του τρόπο. Είναι άσκοπο να τον υπερασπιστούμε απέναντι στην κατηγορία ότι κατά το μεγαλύτερο διάστημα τής παπικής του θητείας είχε παραμελήσει την ευημερία τής ανατολικής χριστιανοσύνης, απασχολούμενος με τις δικές του υποθέσεις και με εκείνες τής Ιταλίας. Βέβαια το 1450 υποδέχθηκε στην παπική κούρτη μια αιθιοπική πρεσβεία, για την οποία λίγα είναι γνωστά, αν και σκοπός της μπορεί να ήταν να πετύχει «μια συμφωνία με τούς χριστιανούς τής Δύσης … ώστε να στραφούν εναντίον τού κοινού εχθρού: τού Ισλάμ» (une entente avec les Chretiens d’ Occident … en vue de se retourner contre l’ ennemi commun: l’ lslam).89 Σίγουρα πρέπει να πούμε κάτι για λογαριασμό τού Νικόλαου. Οι Έλληνες παρέμεναν σκληρόκαρδοι σχισματικοί. Υπήρχε μικρή ή καθόλου συνεργασία εναντίον των Τούρκων μεταξύ τής αυτοκρατορικής κυβέρνησης τής Κωνσταντινούπολης και τής διεφθαρμένης αυλής τής «αυτοκρατορίας τής Τραπεζούντας», με την οποία οι Γενουάτες βρίσκονταν συνεχώς σε διαφωνία πάνω από τριάντα χρόνια.90 Αν και η πολιτική τής κυβέρνησης στην Κωνσταντινούπολη ήταν προσεκτική και συμβιβαστική, ακόμη και στην ίδια την πρωτεύουσα ο μεγάλος δούκας Λουκάς Νοταράς, από τούς πιο έντιμους και διακεκριμένους Βυζαντινούς μεγιστάνες, λεγόταν ότι προτιμούσε «το τουρκικό τουρμπάνι από τη ρωμαϊκή τιάρα».91
Όμως ακόμη και στα πρόθυρα τής καταστροφής ο πάπας φαίνεται ότι ενδιαφερόταν τόσο για τα μικρά πταίσματα των Λατίνων που κατοικούσαν στην Ελλάδα, όσο και για ολόκληρη την ελευθερία τής Ορθοδοξίας από την επερχόμενη τουρκική πλημμυρίδα. Στις 6 Σεπτεμβρίου 1448 ο πάπας έγραφε στον Δομινικανό ανακριτή και στους επαρχιακούς κληρικούς στην Ελλάδα:
Έχει υποπέσει στην αντίληψή μας ότι σε περιοχές που είναι υπήκοες των Καθολικών στην Ελλάδα, πολλοί Καθολικοί, υπό το πρόσχημα τής Ένωσης [του 1439] ακολουθούν καταχρηστικά το ελληνικό τελετουργικό. Αυτό μάς έχει καταπλήξει ιδιαίτερα και δεν παύει να μάς καταπλήσσει, μη γνωρίζοντας τι είναι εκείνο που τούς έχει μετατοπιστεί από τα έθιμα και τις τελετουργίες με τις οποίες έχουν γεννηθεί και μεγαλώσει. Αν και οι ιεροτελεστίες τής Ανατολικής Εκκλησίας είναι αξιέπαινες, δεν είναι επιτρεπτό να αναμιγνύονται οι ιεροτελεστίες των Εκκλησιών, πράγμα που ποτέ δεν επέτρεψε η ιερά σύνοδος τής Φλωρεντίας. Για τον λόγο αυτόν εμείς, στους οποίους παρά την αναξιότητά μας ο Θεός μάς έχει αναθέσει τη φροντίδα όλων αυτών των πραγμάτων, επιθυμώντας να παράσχουμε γρήγορη θεραπεία, ώστε το κακό να μη συνεχίσει να εξαπλώνεται, διατάσσουμε απολύτως καθένα και όλους σας … ότι με αποστολική εξουσία απαγορεύουμε εντελώς την ανάμιξη τελετουργικών σε όλους τούς εν λόγω τόπους, όταν τούς επισκέπτεστε σύμφωνα με το καθήκον σας, ενώ, αν είναι αναγκαίο, πρέπει να καλείτε τον κοσμικό βραχίονα να σάς βοηθήσει …92
Σε μια πολύ ενδιαφέρουσα και αποκαλυπτική επικοινωνία με τον αυτοκράτορα Κωνσταντίνο ΙΑ’ με ημερομηνία 27 Σεπτεμβρίου 1451, ο πάπας αναγνώριζε την παραλαβή επιστολής από τον αυτοκράτορα και επαινούσε τον Βυζαντινό απεσταλμένο που την είχε φέρει. Το ζήτημα ήταν η δυσκολία και η καθυστέρηση να διακηρυχθεί στην Κωνσταντινούπολη το φλωρεντινό διάταγμα τής Ένωσης (τής 6ης Ιουλίου 1439). Με αποφασιστικό αλλά ευγενικό ύφος ο πάπας διαμαρτυρόταν στον Κωνσταντίνο για την αποτυχία τής δημόσιας αναγγελίας και τής συμμόρφωσης με το διάταγμα: «Λάβετε, τότε, αγαπημένε μας γιέ, αυτά που πρόκειται να πούμε, ως προερχόμενα από τρυφερή καρδιά … που σάς απευθύνεται με αλήθεια και ελευθερία». Τονίζοντας την ανάγκη τής εκκλησιαστικής ενότητας και αρχής για σωτηρία και ειρήνη μεταξύ των χριστιανών, ο πάπας έλεγε ότι υπάρχει μία Εκκλησία, τής οποίας κεφαλή ήταν η Ρώμη: «Έξω από την Εκκλησία δεν υπάρχει σωτηρία: αυτοί που δεν ήσαν στην Κιβωτό τού Νώε χάθηκαν στον κατακλυσμό…». Η τουρκική λεηλασία και κυριαρχία στην Ελλάδα ήταν θεϊκή απόφαση και θεομηνία για την αμαρτία τού σχίσματος, «που προέκυψε την εποχή τού πάπα Νικολάου Α’ και τού οποίου πρωτουργός ήταν ο Φώτιος» [τον 9ο αιώνα]. Σύμφωνα με τον πάπα το σχίσμα αυτό είχε τώρα διαρκέσει για σχεδόν πέντε αιώνες,93 ενώ όλο αυτό το διάστημα η Εκκλησία τής Κωνσταντινούπολης είχε αποτύχει να υπακούει στη Ρώμη. Όλος ο κόσμος είχε παρακολουθήσει τον αδελφό τού Κωνσταντίνου, τον αυτοκράτορα Ιωάννη Η’, να αποδέχεται με την υπογραφή και με την παρουσία του το διάταγμα τής Ένωσης στη Φλωρεντία. Τώρα είχαν περάσει δώδεκα χρόνια. Η ένωση δεν είχε τεθεί σε εφαρμογή. Και προβάλλονταν πάντα οι ίδιες δικαιολογίες, προκειμένου να εξηγηθεί η αυθαίρετη καθυστέρηση. «Οι Έλληνες δεν πρέπει πραγματικά να υποθέτουν ότι ο Ρωμαίος ποντίφηκας και ολόκληρη η Δυτική Εκκλησία … είναι τόσο στερημένοι νοημοσύνης, ώστε να μην καταλαβαίνουν γιατί συνεχίζουν να έρχονται δικαιολογίες για αυτή την καθυστέρηση. Καταλαβαίνουν, αλλά το υπομένουν…». Φαινόταν ότι δεν υπήρχε άλλη λύση, παρά να τηρήσουν οι Έλληνες την πλήρη εισαγωγή τού φλωρεντινού διατάγματος (το οποίο είχαν αποδεχθεί σχεδόν ομόφωνα το 1439). «Αλλά αν, όμως, αρνείστε να τηρείτε το διάταγμα αυτό μεταξύ των ανθρώπων σας», πληροφορούσε ο πάπας τον Κωνσταντίνο, «θα μάς υποχρεώσετε να πάρουμε μέτρα που θα σκοπεύουν τόσο στη σωτηρία σας όσο και στην τιμή μας».94
Επρόκειτο για ατυχή απάντηση, αλλά η έλλειψη ευσπλαχνίας της πρέπει να σταθμιστεί σε σχέση με το υπόβαθρο αιώνων πικρών σχέσεων μεταξύ Ελλήνων και Λατίνων. Ο Νικόλαος Ε’ δεν μπορούσε να γνωρίζει ότι η Βυζαντινή αυτοκρατορία τώρα δεν θα επιβίωνε περισσότερο από τον αυτοκράτορά της, τού οποίου οι μέρες ήσαν αυστηρά μετρημένες. Ο πάπας είχε δικά του προβλήματα και επιθυμίες, φόβους και ελπίδες. Στις 19 Ιανουαρίου 1449 είχε ανακηρύξει ιωβηλαίο για το επόμενο έτος,95 όταν ανείπωτες χιλιάδες προσκυνητών θα συνέρρεαν στη Ρώμη, για να αποδεκατιστούν από βίαιο ξέσπασμα τής πανούκλας και να γίνουν μάρτυρες τής δειλής φυγής τού πάπα (στις 15 Ιουλίου) από την πόλη, στην οποία τούς είχε καλέσει.96 Όμως κατά τη διάρκεια τού ιωβηλαίου είχαν ληφθεί υπόψη οι ανάγκες τής Ουγγαρίας και ειδική άφεση αμαρτιών είχε διακηρυχθεί για τούς αρχιεπισκόπους, επισκόπους, ηγουμένους και άλλους ιεράρχες, τούς βαρώνους, ιππότες, ευγενείς και τον χαμηλότερο λαό τού βασιλείου, με ειδική αναφορά στον Ιωάννη Χούνιαντι. Απαλλάσσονταν από την υποχρέωση να επισκεφτούν τη Ρώμη και τις κύριες βασιλικές τής πόλης για να κερδίσουν πλήρη άφεση αμαρτιών, επειδή έπρεπε να υπερασπιστούν τη χώρα εναντίον των Τούρκων, «έτσι ώστε οι υπόλοιποι κάτοικοί της … να μπορούν να ζουν σε γλυκιά ασφάλεια χωρίς φόβο και κίνδυνο…»97
Ερασιτέχνης και όχι λόγιος, νευρικός, μερικές φορές και οξύθυμος, ο Νικόλαος Ε’ ήταν ομοίως έντιμος άνθρωπος. Δίκαιος στις σχέσεις του με τούς άλλους, αφοσιωμένος στους φίλους του και μεγάλος λάτρης των καλών βιβλίων και των ωραίων οικοδομημάτων, υπήρξε γενναιόδωρος και επαινετικός προστάτης των τεχνών, ενώ δαπάνησε τα τεράστια ποσά που προέκυψαν από το ιωβηλαίο τού 1450 στον καλλωπισμό τής πόλης τής Ρώμης και στον εφοδιασμό τής νεοσύστατης Βιβλιοθήκης τού Βατικανού με εκατοντάδες χειρογράφων σε ωραίο δέσιμο, συχνά από βυσσινί βελούδο με ασημένια κουμπώματα. Η γενναιοδωρία των δώρων του προς τον Τζιαννότσο Μανέττι, ο οποίος έγραψε τη βιογραφία του,98 καθώς και προς τούς Νικολό Περόττι, Φραντσέσκο Φιλέλφο, Λορέντσο Βάλλα, Πότζο Μπρατσολίνι, Πιέρ Κάντιντο Ντετσέμπριο και άλλους θιασώτες τού ανθρωπισμού προκαλούσε τον θαυμασμό (και την οργή) τού χριστιανικού κόσμου.
Ο Νικόλαος Ε’ υπήρξε ένας από τούς αγαπημένους πάπες τού ιστορικού Γρηγορόβιου. Η αγάπη του για μάθηση τον έχει καταστήσει προσφιλή στους περισσότερους από τούς λόγιους που μελέτησαν τη σταδιοδρομία του. Πάντοτε συρρικνωμένος από φυσική συστολή και δειλός απέναντι στη θορυβώδη σύγχυση τής ζωής, ο Νικόλαος πρόβαλε κατά τη διάρκεια των οκτώ ετών τής παπικής του θητείας ως ένας από τούς πιο τολμηρούς σχεδιαστές και τούς πιο ακούραστους οικοδόμους στη μακρά ιστορία τής Ρώμης. Αποκατέστησε πολλές διάσημες εκκλησίες και ανάκτορα, ξανάχτισε το υδραγωγείο τής Άκουα Βέρτζινε (Παρθένο Ύδωρ) και βελτίωσε την υδροδότηση τής πόλης, επισκεύασε και οχύρωσε τις γέφυρες πάνω από τον Τίβερη, ξανάχτισε τα τείχη τού Αυρηλιανού κυκλώματος και τέλος, υπό την επίδραση τού Λεόνε Μπατίστα Αλμπέρτι, πρότεινε τεράστια ανακατασκευή τής «πόλης τού Λέοντος» (Civitas Leonina), δηλαδή τού πέρα από τον Τίβερη τμήματος τής Ρώμης, με νέο Άγιο Πέτρο, τεράστιο παπικό ανάκτορο, εκκλησιαστικές και άλλες κατοικίες, φαρδιές πλατείες, δρόμους, κιονοστοιχίες, στοές και καταστήματα, δηλαδή πλήρη ανακαίνιση τού Βατικανού. Αν και αυτά τα τελευταία έργα έπρεπε να περιμένουν την παπική θητεία τού Ιουλίου Β’, με άλλες ιδέες και άλλους αρχιτέκτονες για την μερική υλοποίησή τους, ο Νικόλαος κατόρθωσε αξιόλογο έργο οικοδόμησης στον χρόνο που είχε στη διάθεσή του, απαλλάσσοντάς τη Ρώμη από εκατοντάδες χιλιάδες τόνων μπάζων και συντριμμιών και λεηλατώντας, δυστυχώς, το Κολοσσαίο, την Αγορά (Φόρουμ) και άλλoυς αρχαίους χώρους για τεμάχια μαρμάρου και πέτρας, σαν να ήσαν απλώς λατομεία. Βοήθησε να καταστραφεί η παλαιά Ρώμη, καθώς ξεκινούσε τη δημιουργία μιας νέας.
Ο Νικόλαος Ε’ βρίσκεται στο τέλος τού Μεσαίωνα και στην έναρξη μιας νέας εποχής. Με την παραίτηση τού Φέλιξ Ε’ στις 7 Απριλίου 1449, τού υποψήφιου των συνοδιστών για τον παπικό θρόνο, ο Νικόλαος θριάμβευσε επί τού τελευταίου των αντι-παπών. Έστεψε με τα χέρια του αυτοκράτορα τον Φρειδερίκο Γ’ των Αψβούργων σε περίτεχνη τελετή στον Άγιο Πέτρο, στην τελευταία από τις αυτοκρατορικές στέψεις στη Ρώμη (στις 19 Μαρτίου 1452). Όμως, ύστερα από έξι χρόνια ικανοποιητικών επιτευγμάτων ως ποντίφηκας και προστάτης των λογίων, ζωγράφων και αρχιτεκτόνων, ο Νικόλαος είδε το έτος 1453 να ξεκινά άσχημα γι’ αυτόν, με την αποκάλυψη απερίσκεπτης συνωμοσίας εναντίον τής εξουσίας του, οργανωμένης από τον Στέφανο Πόρκαρι, ο οποίος θανατώθηκε τον Ιανουάριο, μαζί με μερικούς από τούς οπαδούς του.99 Η συνωμοσία έκανε βαθιά εντύπωση στον πάπα, όπως και σε όλους τούς Ιταλούς. Ήταν λυπημένος από το γεγονός, που τον έκανε μάλλον κυκλοθυμικό και καχύποπτο. Υπέφερε πολύ από αρθρίτιδα και συχνά δεν ήταν σε θέση να χορηγεί ακροάσεις επί εβδομάδες. Δεν ήταν καλά προετοιμασμένος, ψυχικά και σωματικά, για το πλήγμα που επρόκειτο να δοθεί.
<-2. Μαρτίνος Ε’ και Ευγένιος Δ’. Κωνσταντία και Φερράρα-Φλωρεντία. Αντίθεση στον Μουράτ Β' | 4. Η πολιορκία και η άλωση της Κωνσταντινούπολης (1453)-> |