<-1. Η Βενετία και η αποτυχία των Λατίνων να ανακόψουν την οθωμανική προέλαση στην Ελλάδα (1402-1431) | 3. Η Σταυροφορία τής Βάρνας και τα επακόλουθά της (1444-1453)-> |
2
Μαρτίνος Ε’ και Ευγένιος Δ’. Κωνσταντία και Φερράρα-Φλωρεντία. Αντίθεση στον Μουράτ Β’
![]() |
![]() |
Την Δευτέρα 5 Νοεμβρίου 1414 η σύνοδος τής Κωνσταντίας άνοιξε με πομπή και επίσημη μεγάλη λειτουργία στον καθεδρικό ναό, που βρίσκεται πάνω από τις δυτικές ακτές τής λίμνης τής Κωνσταντίας (Μπόντενζεε). Σκοπός της ήταν να τερματίσει σαράντα χρόνια σχισματικής διαμάχης, να επιβάλει την καταστολή των αιρέσεων και να φέρει τη μεταρρύθμιση τής εκκλησίας «στην κορυφή και στα μέλη». Ήταν τόσο αξιοσημείωτη όσο και η 4η Σύνοδος τού Λατερανού το 1215 και αποτελούσε συνέλευση βαρυσήμαντης σημασίας. Ύστερα από τρία χρόνια εργασίας και αντιπαραθέσεων, που παραμέρισαν τούς τρεις ανταγωνιζόμενους πάπες (Ιωάννη ΚΓ’, Γρηγόριο ΙΒ’ και Bενέδικτο ΙΓ’) και κατέστειλαν μερικές από τις εχθροπραξίες που τούς διαιρούσαν, εικοσιτρείς καρδινάλιοι και τριάντα «συνεκλέκτορες», που αντιπροσώπευαν στην Κωνσταντία τα πέντε «έθνη», εισήλθαν σε κογκλάβιο στο κτίριο Κάουφχαους (Kaufhaus ή Αίθουσα Εμπόρων) το βράδυ τής 8ης Νοεμβρίου 1417. Τις πρώτες πρωινές ώρες τής 11ης Νοεμβρίου (ανήμερα τής γιορτής τού Αγίου Μαρτίνου), προέκυψε ως πάπας ο Οντόνε Κολόννα, καρδινάλιος διάκονος τού Αγίου Γεωργίου στο Βελάμπρο. Πήρε το όνομα Μαρτίνος Ε’.1
Φεύγοντας από την Κωνσταντία τον Μάιο τού 1418 ο πάπας Μαρτίνος πέρασε κάποιο διάστημα στη Γενεύη, στο Μιλάνο, στη Μάντουα, στη Φερράρα και τέλος στη Φλωρεντία, όπου η εχθρότητα τού Μπράτσο ντα Μοντόνε, ενός τυχοδιώκτη πολεμιστή που ήταν παντοδύναμος στην Ούμπρια, τον υποχρέωσε να παραμείνει για σχεδόν δύο χρόνια. Ο Μαρτίνος καθυστερούσε την επιστροφή του στη Ρώμη μέχρι να κάνει βραχύβια τελικά ειρήνη με τον Μπράτσο και μέχρι να διωχτούν από εκεί τα ναπολιτάνικα στρατεύματα τής Ιωάννας Β’. Εισήλθε τελικά με μεγαλειώδη τρόπο στη Ρώμη στο τέλος Σεπτεμβρίου 1420. Καθώς ξεκινούσε τη δεκαετή παπική θητεία και διαμονή του στη Ρώμη και γύρω από αυτήν (πέθανε στις 20 Φεβρουαρίου 1431), ο Μαρτίνος είχε να ανησυχεί για πάρα πολλά ιταλικά και ευρωπαϊκά προβλήματα, που δεν τού άφηναν πολύ χρόνο ή χρήματα για τις υποθέσεις τής Ανατολής. Λίγοι πάπες είχαν ξεκινήσει τη θητεία τους με τόσο πολλές υποχρεώσεις και με τόσο πολλά εμπόδια στον δρόμο τους. Τα χρόνια τής Aβινιόν και τού Μεγάλου Σχίσματος είχαν σοβαρές αρνητικές συνέπειες για την Καθολική Εκκλησία αλλά και για τη Ρώμη. Ο Mαρτίνος έπρεπε να αρχίσει την ανοικοδόμηση μιας πόλης από το άναρχο χάος στο οποίο είχε περιπέσει η Ρώμη, να αποκαταστήσει τις ερειπωμένες και εξαθλιωμένες εκκλησίες, να μεταρρυθμίσει το κολλέγιο των καρδιναλίων, να φροντίσει τον τοπικό κλήρο, να ανακτήσει την αναγνώριση τής παπικής κυριαρχίας στα κράτη τής εκκλησίας και να αποθαρρύνει τούς «συνοδιστές», (conciliarists) στη σύνοδο τής Παβίας-Σιένας (1423-1424).2 Ήταν απαραίτητο να καταπολεμηθεί το αντι-παπικό συναίσθημα και η αντι-παπική νομοθεσία στην Αραγωνία-Καταλωνία, στη Γαλλία, στην Αγγλία, στη Γερμανία και αλλού, όπου οι σοβαρότεροι αγώνες τού πάπα ήσαν με τον βασιλιά Aλφόνσο Ε’ τής Αραγωνίας και τον κόμη Ζαν ντ’ Αρμανιάκ. Ακόμη κι αν ο πάπας δεν χρειαζόταν να κάνει τόσο πολλά στην Ιταλία, η Ευρώπη δεν ήταν σε θέση ούτε είχε τη διάθεση να υποστηρίξει μια αντι-τουρκική σταυροφορία. Οι Άγγλοι πολεμούσαν τούς Γάλλους, οι Ισπανοί πολεμούσαν τούς Μαυριτανούς και οι Γερμανοί πολεμούσαν τούς Χουσσίτες.
Μια βυζαντινή αποστολή στη σύνοδο τής Κωνσταντίας, με επικεφαλής τον διακεκριμένο διπλωμάτη Νικόλαο Ευδαιμονοϊωάννη, βρισκόταν στην πόλη από τον Μάρτιο τού 1416.3 Οι Έλληνες όμως είχαν αρνηθεί να συζητήσουν την ένωση των εκκλησιών, μέχρι να εξαλειφθεί το σχίσμα τής Λατινικής Εκκλησίας. Έχει όντως υποστηριχτεί η άποψη ότι σε κάποιο βαθμό ο Μαρτίνος Ε’ όφειλε την εκλογή του στους Έλληνες, οι οποίοι δεν έκρυβαν την ανυπομονησία τους με τον αργό ρυθμό τής συνοδικής διαδικασίας. Ο Μαρτίνος πείστηκε από τις ενωτικές διαβεβαιώσεις τού Ευδαιμονοϊωάννη και στις 6 Απριλίου 1418, πριν τη διάλυση τής συνόδου, έγραψε στους έξι γιους τού αυτοκράτορα Μανουήλ Β’, εκφράζοντας τη λύπη του για την καταστροφή τού ελληνικού κόσμου και χορηγώντας σε καθένα από τούς πρίγκηπες το δικαίωμα να παντρευτεί (αν ήθελε) γυναίκα λατινικής πίστης, υπό την προϋπόθεση ότι θα επιτρεπόταν σε αυτήν να διατηρεί πλήρως τη θρησκευτική της πίστη και την υπακοή της στην «αγία Ρωμαϊκή και οικουμενική εκκλησία» (sancta Romana et universalis Ecclesia).4 Προετοιμάζονταν έτσι οι δυστυχισμένοι γάμοι τής Σοφίας τού Μομφερράτ με τον Ιωάννη Η’ Παλαιολόγο και τής Κλεόπα Μαλατέστα με τον αδελφό του Θεόδωρο Β’, τον δεσπότη τού Μυστρά.
Οι Έλληνες απεσταλμένοι στην Κωνσταντία μπορεί να είχαν πάρει ανεπαρκώς ακριβείς οδηγίες. Πολύ πιθανόν, όμως, πήγαν πιο πέρα από τούς όρους τής αποστολής τους. Δημιούργησαν σαφώς την εντύπωση ότι, όταν τερματιζόταν το δυτικό σχίσμα, θα σταματούσε και η ευρύτερη διαίρεση τής χριστιανοσύνης. Όταν θα αποκαθίστατο η ενότητα τής Αγίας Έδρας, η Βυζαντινή Εκκλησία θα υποτασσόταν στον παπισμό. Οι εκπρόσωποι τού Πανεπιστημίου τής Κολωνίας έγραφαν στην πατρίδα τους από την Κωνσταντία στα τέλη Μαρτίου 1416, ότι «οι πρεσβευτές τού Μανουήλ, τού αυτοκράτορα τής Κωνσταντινούπολης, έχουν μόλις φτάσει εδώ, υπογραμμίζοντας την αγωνία που [οι Έλληνες] υποφέρουν στα χέρια των Τούρκων και ζητώντας τη βοήθεια των πιστών τού Χριστού, δίνοντας [σε όλους μας] τη διαβεβαίωση ότι με τη μεσολάβηση τού βασιλιά μας Σιγισμούνδου [Σίγκισμουντ] είναι πολύ πιθανό να συμφωνήσουν οι Έλληνες με τη Ρωμαϊκή Εκκλησία στο τελετουργικό και στα άρθρα τής πίστης τους».5
Παρά το γεγονός ότι οι Έλληνες επέμεναν πάντοτε ότι η αποδοχή τής ένωσης των εκκλησιών έπρεπε να γίνει από οικουμενική σύνοδο, οι αξιωματούχοι τής παπικής κούρτης παρέμεναν αισιόδοξοι για την πρόοδο, καθώς οι διαπραγματεύσεις με την Κωνσταντινούπολη συνεχίζονταν κατά τη διάρκεια των ετών 1419 και 1420. Σύμφωνα με τον Συλβέστρο Συρόπουλο, ο Mαρτίνος Ε’ χορήγησε τη σταυροφορική άφεση αμαρτιών στους Λατίνους Καθολικούς σταυροφόρους που θα πήγαιναν στον Μοριά και θα υπερασπίζονταν με τα όπλα το Εξαμίλιον κατά των Τούρκων. Λέει επίσης ότι κανένας Λατίνος δεν αποφάσισε να το κάνει.6
Την ίδια ίσως στιγμή ο πάπας Mαρτίνος απεύθυνε εγκύκλιο προς όλες τις βαθμίδες τού Καθολικού κλήρου (από τη Φλωρεντία, στις 12 Ιουλίου 1420), εξυμνώντας τη σταυροφορία κατά των Τούρκων και περιγράφοντας τις πνευματικές της ανταμοιβές, προς ιδιαίτερο όφελος τού Σίγκισμουντ, βασιλιά των Ρωμαίων και τής Ουγγαρίας, Βοημίας, Δαλματίας και Κροατίας.7 Τον επόμενο μήνα, στις 21 Αυγούστου, ενημέρωνε τούς αρχιεπισκόπους και κληρικούς των τριών γερμανικών εκλεκτορικών επαρχιών τής Κολωνίας, τού Μάιντς και τού Τριρ, ότι είχε διορίσει τον Πέδρο Φονσέκα, τον Πορτογάλο καρδινάλιο διάκονο τού Σαντ’ Άντζελο, ως παπικό απεσταλμένο στο Βυζάντιο. Ο αυτοκράτορας Μανουήλ και ο πατριάρχης Ιωσήφ Β’ είχαν ζητήσει αυτή την πρεσβεία. Δηλώνοντας ότι το παπικό ταμείο ήταν άδειο, ο Μαρτίνος εκτιμούσε την επιβάρυνση καθεμιάς από τις τρεις επαρχίες σε 6.000 χρυσά φλουριά για τα έξοδα τής αποστολής τού Φονσέκα, «για τον προσηλυτισμό των Ελλήνων … και την υπακοή τους στην ενότητα τής … Ρωμαϊκής Εκκλησίας» (pro reductione Grecorum … ad unitatem et obedientiam … Romane Ecclesie).8
Το καλοκαίρι τού 1422, κατά τη διάρκεια τού μεγάλου τουρκικού κινδύνου, όταν ο σουλτάνος Μουράτ Β’ πολιορκούσε την Κωνσταντινούπολη, η παπική κούρτη είχε καταβάλει προσπάθειες για λογαριασμό των Ελλήνων. Ο πάπας Μαρτίνος Ε’ έγραφε στον αυτοκράτορα Μανουήλ από τη Ρώμη στις 8 Οκτωβρίου (1422), ότι είχε απευθύνει εκκλήσεις στους Ιωαννίτες, Ενετούς, Γενουάτες και στον δούκα Φίλιππο Μαρία Βισκόντι τού Μιλάνου να στείλουν βοήθεια στην πολιορκούμενη πόλη, αναφέροντας επίσης ότι ο πιο σίγουρος τρόπος για ασφάλεια από τούς Τούρκους, καθώς και από τούς κινδύνους τού σχίσματος, ήταν η επανένωση με τη Ρωμαϊκή Εκκλησία. Ο Μαρτίνος είχε ήδη ορίσει τον Μινορίτη μοναχό Αντόνιο ντα Μάσσα αποστολικό νούντσιο στην Κωνσταντινούπολη (στις 15 Ιουνίου 1422), για να προετοιμάσει τη γενική σύνοδο, η οποία (όπως προφανώς πίστευε ο Μαρτίνος), επρόκειτο να ανακηρύξει την ένωση των εκκλησιών.9
Ο αδελφός Αντόνιο ντα Μάσσα έφτασε στον Γαλατά με έξι συναδέλφους του Φραγκισκανούς στις 10 Σεπτεμβρίου, μόλις τέσσερις ημέρες μετά τον τερματισμό τής τουρκικής πολιορκίας. Ο Αντόνιο οδηγήθηκε από τον Ενετό βαΐλο στο ανάκτορο των Βλαχερνών στις 16 τού μηνός και έγινε δεκτός από τον Μανουήλ, στον οποίο παρουσίασε τα διαπιστευτήριά του. Προγραμματίστηκε να παρουσιάσει λεπτομερώς τον σκοπό τής αποστολής του στις 3 Οκτωβρίου, αλλά μέχρι τότε ο Mανουήλ είχε υποστεί παραλυτικό εγκεφαλικό επεισόδιο, που τον υποχρέωσε να χάσει τη δυνατότητα ομιλίας και χρήσης των άκρων του.10 Δύο βδομάδες αργότερα (στις 15 Οκτωβρίου) ο Aντόνιο έγινε δεκτός σε ιδιαίτερη ακρόαση από τον «νεαρό αυτοκράτορα» Ιωάννη Η’ Παλαιολόγο, στον οποίο παρουσίασε εννέα επιχειρήματα, παρατηρήσεις ή «συμπεράσματα» σχετικά με την αναμενόμενη ένωση των εκκλησιών. Ο Ιωάννης είπε στον Αντόνιο ότι έπρεπε να περιμένει μερικές ημέρες για την απάντησή του. Στις 19 Οκτωβρίου ο πατριάρχης Ιωσήφ Β’ υποδέχθηκε τον Αντόνιο παρουσία τής Ιεράς Συνόδου, κατά πάσα πιθανότητα στην Αγία Σοφία, ενώ τον δέχτηκε πάλι την επόμενη μέρα στην εκκλησία τού Αγίου Στεφάνου, όπου ο Aντόνιο ανέπτυξε και πάλι τα εννέα «συμπεράσματά» του ενώπιον δημόσιας συγκέντρωσης επισκόπων, μοναχών, ιερέων και λαϊκών, Ελλήνων και Λατίνων. Όπως και ο αυτοκράτορας, ο πατριάρχης υποσχέθηκε να απαντήσει «σε λίγες ημέρες».11
Όπως άρμοζε σε αποστολικό νούντσιο, το πρώτο συμπέρασμα (prima conclusio) τού Φρα Αντόνιο ήταν μια δήλωση τής υπερβολικής επιθυμίας τού πάπα Mαρτίνου για την ένωση, «για να γιορτάσουμε την πασχαλινή γιορτή τής ένωσης, τής κοινωνίας και τής ειρήνης … μαζί με εσάς, Έλληνες». Το δεύτερο «συμπέρασμά» του ήταν ότι τα αναρίθμητα δεινά είχαν προκύψει ως αποτέλεσμα τού σχίσματος. Οι Έλληνες είχαν υποστεί βαριές απώλειες εδαφών, πλούτου και πληθυσμού. Ακόμη και τότε συνθλίβονταν από τούς εχθρούς τού σταυρού. Αν δεν τερματιζόταν το σχίσμα, οι Τάταροι και οι Τούρκοι θα επιβάλλονταν σε όλους. Θα υποχρεώνονταν να αποκηρύξουν το Ευαγγέλιο τού Χριστού και θα μετατρέπονταν σε δούλους τού Μωάμεθ. Ως τρίτο σημείο του ο Αντόνιο επέμενε στις σαφείς και κατηγορηματικές διαβεβαιώσεις, που είχαν δοθεί στον Μαρτίνο Ε’ από τον Δομινικανό μοναχό Θεόδωρο Χρυσοβέργη, Έλληνα προσήλυτο στον Καθολικισμό και επίσκοπο Ωλένης στον Μοριά,12 καθώς και από τον άρχοντα Νικόλαο Ευδαιμονοϊωάννη, τον Βυζαντινό απεσταλμένο στην παπική κούρτη, «ότι επιθυμία τού σεβασμιότατου πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως και τού Γαληνότατου αυτοκράτορα των Ελλήνων [Ρωμαίων] ήταν να προωθήσουν και να εξασφαλίσουν χωρίς δόλο ή πονηριά την ιερότατη ένωση τής Ελληνικής με τη Λατινική Εκκλησία, στην πίστη που τηρεί η Αγία Ρωμαϊκή Εκκλησία και υπακούοντας στην εν λόγω Εκκλησία τής Ρώμης».
Στην τέταρτη παρατήρησή του ο Αντόνιο στεκόταν στον άμεσο διορισμό από τον Μαρτίνο τού καρδιναλίου Πέδρο Φονσέκα ως παπικού λεγάτου στην Κωνσταντινούπολη, λόγω των «τόσο υπέροχων υποσχέσεων» (promissa tam mirifica) τού Χρυσοβέργη και τού Eυδαιμονοϊωάννη. Βέβαια η άφιξη τού Φονσέκα στον Βόσπορο είχε καθυστερήσει λόγω ορισμένων αναγκών τής εκκλησίας στην Ισπανία, όπου όμως είχε πάει σε γνώση και με την έγκριση τού Ευδαιμονοϊωάννη. Ο διορισμός τού Φονσέκα δεν είχε έρθει σε καλή στιγμή για ταξίδι στην Ελλάδα (τότε γὰρ οὐκ ἦν καιρὸς έπιτήδειος τοῦ πλέειν πρὸς τὴν Ἑλλάδα). Επίσης δεν είχαν γίνει ακόμη οι απαραίτητες ενέργειες για τη σύγκληση τής προτεινόμενης συνόδου στην Κωνσταντινούπολη, ενώ οι Έλληνες είχαν καταστήσει σαφές ότι δεν θα μπορούσε να υπάρξει ένωση χωρίς σύνοδο. Ατυχώς μια σοβαρή ασθένεια είχε κρατήσει και τον Φονσέκα στην Ισπανία. Αλλά όταν αυτός ετοιμαζόταν για το ταξίδι στην Ελλάδα (λέει ο Αντόνιο στο πέμπτο συμπέρασμά του), ο Θεόδωρος Χρυσοβέργης και πολλοί άλλοι είχαν γράψει ότι καμία συγκέντρωση Ελλήνων ιεραρχών δεν ήταν εφικτή εκείνη τη στιγμή, «λόγω τού άγριου πολέμου των Τούρκων και λόγω τής διέλευσής τους από την Ασία στην Ελλάδα». Επίσης ούτε στην Κωνσταντινούπολη υπήρχε ακόμη κάποιο σημάδι προετοιμασίας συνόδου. Προφανώς ο απεσταλμένος δεν θα μπορούσε να έλθει κάτω από αυτές τις συνθήκες.
Το έκτο σημείο τού Αντόνιο αφορούσε τον ίδιο. Ο πάπας τον είχε στείλει ως αποστολικό νούντσιο (nuntius apostolicus), για να βοηθήσει να ανοίξει ο δρόμος προς σύνοδο με πλήρη ελληνική εκπροσώπηση, επειδή δεν έπρεπε να επαναληφθεί η θλιβερή εμπειρία τής Λυών. Στο αποκαλούμενο όγδοο «συμπέρασμά» του ο Αντόνιο υποσχόταν τη συνδρομή των βασιλέων τής Αραγωνίας, Καστίλλης και Πορτογαλίας αν οι Έλληνες αγκάλιαζαν την ένωση με ειλικρίνεια λόγων και πράξεων. Ετοιμόλογος και με αυτοπεποίθηση, ο Αντόνιο δεν έκανε πολύ θετική εντύπωση στους Έλληνες. Τα εννέα σημεία του έχουν μεγάλο ιστορικό ενδιαφέρον για εμάς, αλλά περιλάμβαναν επαναλήψεις και δεν αναπτύσσονταν επαρκώς. Είναι μάλλον απίθανο να είχαν καταρτιστεί από την παπική κούρτη ή το αποστολικό γραφείο. Η ελληνική έκδοση πιθανώς ετοιμάστηκε στα Καθολικά μοναστήρια τού Γαλατά.
Ο πατριάρχης Ιωσήφ Β’ απάντησε με άκαμπτη ευγένεια στους εννέα ισχυρισμούς τού Αντόνιο ντα Μάσσα, ένα προς ένα και κάπως εκτεταμένα. Αρνήθηκε απολύτως ότι η αποστολή τού Ευδαιμονοϊωάννη συμπεριλάμβανε οποιαδήποτε διαβεβαίωση ότι η Ελληνική Εκκλησία θα υποτασσόταν στις πειθαρχικές ή θεολογικές προσταγές τής εκκλησίας τής Ρώμης. Αν ο Ευδαιμονοϊωάννης είχε δώσει στον πάπα τις εγγυήσεις που είχε μόλις εξιστορήσει ο Αντόνιο, τότε επρόκειτο για σαφή και απλή συκοφαντία (συκοφαντία σαφὴς) τού ελληνικού πατριαρχείου και τής εκκλησίας. Ο πατριάρχης δήλωνε ότι η Εκκλησία τής Κωνσταντινούπολης, σε κάθε επικοινωνία της με εκείνη τής Ρώμης, είχε πάντοτε επιμείνει για την αναγκαιότητα μιας πραγματικά οικουμενικής συνόδου, για την αντιμετώπιση τού ακανθώδους προβλήματος τής ένωσης των εκκλησιών. Μια τέτοια σύνοδος δεν θα ήταν τυπική (pro forma) συγκέντρωση επικύρωσης των στόχων τής Λατινικής Εκκλησίας. Απογοητευμένος από την απάντηση τού πατριάρχη, ο Αντόνιο σίγουρα αιφνιδιάστηκε από εκείνη τού αυτοκράτορα.13
Το Σάββατο 14 Νοεμβρίου (1422), ύστερα από περαιτέρω συζητήσεις με τούς συμβούλους του, ο Ιωάννης Η’ απάντησε στις προτάσεις τού πάπα Μαρτίνου. Παρά το γεγονός ότι είχε ενημερωθεί, όπως ο Ιωάννης έγραφε στον πάπα ότι ο Νικόλαος Ευδαιμονοϊωάννης και ο επίσκοπος Ωλένης Θεόδωρος είχαν δηλώσει (στην παπική κούρτη) ότι η βυζαντινή κυβέρνηση ήθελε να δει την εκκλησιαστική ένωση να επιτυγχάνεται σύμφωνα με την Εκκλησία τής Ρώμης (secundum Ecclesiam Romanam), ο Ιωάννης Η’ αρνιόταν ότι ο ίδιος ή ο πατέρας του είχαν ποτέ εξουσιοδοτήσει τον Νικόλαο και τον Θεόδωρο να προβούν σε τέτοια δήλωση. Είχε πάντοτε την άποψη ότι το ζήτημα τής ένωσης των εκκλησιών έπρεπε να απασχολήσει γενική σύνοδο, που θα συγκαλούνταν κατά την ιερή παράδοση τής «ιερής εβδόμης οικουμενικής συνόδου» (sancta septem universalia concilia). Η σύνοδος έπρεπε να συγκληθεί στην Κωνσταντινούπολη, γιατί ο Ιωάννης δεν μπορούσε να αφήσει την πρωτεύουσά του στο τότε προβλέψιμο μέλλον. Στη σύνοδο έπρεπε να συμμετάσχουν όλοι οι Έλληνες πατριάρχες και επίσκοποι, τα έξοδα των οποίων έπρεπε να καταβάλει ο παπισμός. Το αυτοκρατορικό θησαυροφυλάκιο είχε εξαντληθεί. Ο Ιωάννης ευχόταν να συγκαλούνταν αμέσως (hodie) η σύνοδος, αλλά δυστυχώς δεν ήταν δυνατό, λόγω τού πολέμου των απίστων (propter guerras infidelium), να συγκεντρώσει τούς επισκόπους είτε από τη Μικρά Ασία ή από την Ευρώπη. Όταν θα είχε αποκατασταθεί η ειρήνη και θα είχε εισαχθεί κάποια σταθερότητα στις αυτοκρατορικές υποθέσεις, ο Ιωάννης θα ενημέρωνε αμέσως τον πάπα και τότε θα μπορούσαν να γίνουν τα πρώτα βήματα για τη σύγκληση τής συνόδου. Στο μεταξύ ζητούσε από τον Μαρτίνο ένοπλη δύναμη για να βοηθήσει στην υπεράσπιση των εδαφών του, ενώ ζητούσε την έκδοση παπικής βούλλας «γενικού, τρομερού και διαρκούς αφορισμού» (excommunicatio generalis, terribilis et insolubilis) των Λατίνων που συνεργάζονταν με τούς Τούρκους ή που δεν βοηθούσαν τούς Έλληνες να αμυνθούν. Ταυτόχρονα με την ένοπλη δύναμη ο Mαρτίνος έπρεπε να στείλει στην Κωνσταντινούπολη καρδινάλιο με πλήρη εξουσιοδότηση να ενεργεί, ενώ το έργο τής ένωσης θα μπορούσε ενδεχομένως να αρχίσει από τη μέρα κιόλας τής άφιξης τού καρδινάλιου στον Βόσπορο.14
Παρά το γεγονός ότι ο Mαρτίνος Ε’ δεν φαινόταν να έχει προσβληθεί από την αρκετά απότομη απάντηση τού αυτοκράτορα, η έλλειψη πόρων δυσχέραινε την επιθυμία του να βοηθήσει τούς Έλληνες. Αλλά η παπική κούρτη θεωρούσε τούς Έλληνες σχισματικούς, ενώ το σχίσμα είχε πολιτικές, κοινωνικές, καθώς και θρησκευτικές επιπτώσεις. Ύστερα από επτά ή περισσότερους μήνες μετά την ολοκλήρωση τής συνόδου τής Κωνσταντίας, η οποία διαλύθηκε στις 22 Απριλίου 1418, δόθηκε εντολή σε Ενετό πρεσβευτή να υπενθυμίσει στον Μαρτίνο ότι η χορήγηση επισκοπικών και ιεραρχικών αξιωμάτων κατ’ ανάθεση (in commendam) αποτελούσε ολέθρια πρακτική, η οποία έπρεπε να σταματήσει. Η Δημοκρατία είχε από καιρό παρατηρήσει τα αποτελέσματα αυτής τής πρακτικής στις κτήσεις της στην Ελλάδα και τα νησιά. Αν οι επίσκοποι δεν κατοικούσαν στις έδρες τους, ώστε να διασαφηνίζουν το σφάλμα τού σχίσματος και να δίνουν οδηγίες για τη λατινική πίστη, σύντομα το σχίσμα θα αγκάλιαζε όλους στη λατινική Ανατολή (και ο ενετικός έλεγχος επί τής Κορώνης, τής Μεθώνης, τού Νεγκροπόντε και των νησιών θα ήταν πιο δύσκολο να διατηρηθεί). Συνέβαινε συχνά, λόγω τής απουσίας επισκόπων και άλλων ιεραρχών, να πεθαίνουν Καθολικοί και να θάβονται με το ελληνικό τελετουργικό. Άλλοι βαπτίζονταν από Έλληνες ιερείς. Η Αγιότητά του δεν έπρεπε να επιτρέπει τη συνέχιση αυτής τής τραγικής αμέλειας, αλλά έπρεπε να προσπαθεί να εξασφαλίζει την αύξηση και όχι την ελάττωση τού Χριστιανισμού στα υπερπόντια εδάφη.15
Όμως οι Ενετοί ανησυχούσαν περισσότερο για την εξάπλωση των Τούρκων, παρά για την επέκταση των σχισματικών τελετών στα εδάφη τους. Από τα ιταλικά κράτη απουσίαζε ως συνήθως ο ενθουσιασμός για σταυροφορία, αλλά τον Μάρτιο τού 1423 ο Μαρτίνος Ε’ έστειλε τον ευρισκόμενο διαρκώς σε ετοιμότητα Αντόνιο ντα Μάσσα στη Βενετία, απευθύνοντας έκκληση για την αποστολή βοήθειας στον Βόσπορο «για τη διάσωση και υπεράσπιση τής Κωνσταντινούπολης, ώστε να μην πέσει η πόλη στα χέρια των απίστων Τούρκων». Ο αδελφός Αντόνιο μπόρεσε να ενημερώσει λεπτομερώς τη Γερουσία για τις συνθήκες στη βυζαντινή πρωτεύουσα και να αποσπάσει από τούς Ενετούς καλή απάντηση. Επαίνεσαν ιδιαιτέρως το ενδιαφέρον τού Μαρτίνου για τις βυζαντινές υποθέσεις και τον προέτρεψαν να μη χαλαρώσει το ενδιαφέρον αυτό, ώστε να γνωρίζει ο χριστιανικός κόσμος ότι ο ανώτατος ποντίφηκας βρισκόταν πάντοτε σε επιφυλακή. Πίστευαν ότι η τουρκική απειλή μπορούσε να απομακρυνθεί, τουλάχιστον για κάποιο διάστημα, από στολίσκο δέκα καλά εξοπλισμένων γαλερών, οι οποίες έπρεπε να λειτουργούν σε αρμονία με τις αντίστοιχες τού Ιωάννη Η’ Παλαιολόγου. Ήταν απαραίτητη η ταχεία δράση. Παπικός λεγάτος θα μπορούσε να αναλάβει τη διοίκηση των δέκα γαλερών, από τις οποίες οι Ενετοί θα διέθεταν τις τρεις, εφόσον άλλα χριστιανικά κράτη διέθεταν τις υπόλοιπες. Δεν μπορεί να υπάρχει αμφισβήτηση ούτε τής παπικής ούτε τής ενετικής ειλικρίνειας σε αυτές τις εκφραζόμενες επιθυμίες να βοηθήσουν τούς Έλληνες τής Κωνσταντινούπολης, αλλά δεν ήταν εύκολο να διατεθούν γαλέρες από άλλες δυτικές δυνάμεις.16
Μάλιστα ο Μαρτίνος είχε πολλά προβλήματα. Ήταν η εποχή των σταυροφοριών κατά των Χουσσιτών (Hussites). Η Βοημία φλεγόταν από θρησκευτική επανάσταση. Η Τσεχική ανδρεία στεφόταν με νίκη σε κάθε εκστρατεία των Χουσσιτών εναντίον των Καθολικών.17 Και τώρα απροσδόκητη καταστροφή έπεφτε πάνω στο λατινικό βασίλειο τής Κύπρου. Οι Μαμελούκοι τής Αιγύπτου, αφού λεηλάτησαν περιοχές τού νησιού τον Αύγουστο τού 1425, επέστρεψαν τον επόμενο Ιούλιο, νίκησαν και συνέλαβαν τον βασιλιά Ιανό (Janus), σκότωσαν τον αδελφό του πρίγκηπα Ερρίκο τής Γαλιλαίας, κατέλαβαν την πρωτεύουσα Λευκωσία και λεηλάτησαν εκτεταμένα το νησί. Για οκτώ μήνες ο Ιανός κρατούνταν όμηρος στο Κάιρο (μέχρι τον Απρίλιο τού 1427) και κατά τη διάρκεια αυτής τής περιόδου οι αξιολύπητες υποθέσεις τής Κύπρου στενοχωρούσαν την παπική κούρτη και τα ιταλικά κράτη.18 Αλλά υπήρχαν κι άλλοι περισπασμοί στην Ιταλία, όπου τα βόρεια και κεντρικά κράτη ταράσσονταν από τον πόλεμο τού δούκα τού Μιλάνου Φίλιππο Μαρία Βισκόντι κατά των Φλωρεντινών (1422-1428) και τελικά κατά των Ενετών (1426-1428). Οι τελευταίοι νίκησαν και αύξησαν πολύ τη δύναμή τους στη στεριά, προωθώντας τα δυτικά τους σύνορα πέρα από τη Μπρέσσια και το Μπέργκαμο. Ο πάπας πρέπει να αγαλλίασε προφανώς όταν έγινε ειρήνη στις 19 Απριλίου 1428.19 Παρά τα προβλήματα αυτών των ετών ο πάπας προωθούσε σχέδια για σύνοδο, που θα μπορούσε να επανενώσει την Ελληνική και τη Λατινική Εκκλησία. Ο Έλληνας Δομινικανός Ανδρέας Χρυσοβέργης, αδελφός τού Θεοδώρου, είχε δραστηριοποιηθεί ως απεσταλμένος μεταξύ Ρώμης και Κωνσταντινούπολης από τον Ιούνιο τού 1426,20 ενώ το 1430 ο Mαρτίνος Ε’ κατέληξε σε συμφωνία με τη βυζαντινή αυλή, με την οποία ο αυτοκράτορας Ιωάννης Η’, ο πατριάρχης Ιωσήφ Β’ και οι άλλοι τρεις πατριάρχες τής Ιερουσαλήμ, τής Αντιόχειας και τής Αλεξάνδρειας, μαζί με τούς υψηλόβαθμους κληρικούς τους, θα έρχονταν «σε κάποια παραθαλάσσια πόλη τής Καλαβρίας, όχι πιο πέρα [βόρεια] από την Αγκώνα, την οποία θα διάλεγε ο αυτοκράτορας των Ελλήνων». Η Αγία Έδρα θα πλήρωνε τα έξοδα για τις τέσσερις βαριές γαλέρες που απαιτούνταν για τη μεταφορά στην Ιταλία ελληνικής αντιπροσωπείας αποτελούμενης από 700 το πολύ μέλη. Θα πλήρωνε επίσης για τη διατήρηση δύο ελαφρών γαλερών και 300 βαλλιστών για την άμυνα τής Κωνσταντινούπολης κατά τη διάρκεια τής απουσίας τού αυτοκράτορα. Όμως αν από κάποιο «προς Θεού» (quod absit) ατύχημα δεν επιτυγχανόταν η Ένωση, οι Έλληνες έπρεπε να μεταφερθούν πίσω στον Βόσπορο «με έξοδα τής Λατινικής Εκκλησίας».21 Αυτή ήταν η συμφωνία και από το 1430 οι Έλληνες επέμεναν πάντοτε για την τήρηση των όρων της. Ο Μαρτίνος ήταν σίγουρα διατεθειμένος να το κάνει, να κάνει ακόμη και περισσότερα, αλλά κατά τη διάρκεια των τελευταίων ετών τής παπικής του θητείας λίγα μόνο ή τίποτε δεν μπορούσε να κάνει για την προώθηση τής σταυροφορίας ή για τη χαλάρωση τής τουρκικής πίεσης επί τής Κωνσταντινούπολης. Ήταν εξίσου πιθανό ότι αναλογιζόταν την άσχημη τύχη τού βασιλιά Ιανού και τον εξευτελισμό των Λατίνων χριστιανών στην Κύπρο, όσο ανησυχούσε για την ευημερία των Ελλήνων και για το μέλλον των Παλαιολόγων.
Kατά τον Μεσαίωνα, όπως και στη σύγχρονη εποχή, το δέλεαρ τής Ανατολής οδηγούσε πολλούς Ευρωπαίους να ταξιδέψουν ή ακόμη και να εγκατασταθούν στην ανατολική πλευρά τής Μεσογείου. Συχνά η ευσέβεια ή η περιέργεια τούς προσέλκυε σε θρησκευτικούς ή ιστορικούς τόπους, ενώ η φυσική ομορφιά γοήτευε τον έμπορο καθώς και τον ποιητή. Αλλά υπήρχαν και σκοτεινές πλευρές τής ζωής στην Ανατολή. Ο σύγχρονος ιστορικός, που βρίσκεται ανάμεσα στην αστάθεια και ιδιοτέλεια των Ελλήνων τού 15ου αιώνα, πρέπει να πάρει επίσης υπόψη του την αναμφισβήτητη σκληρότητα των Τούρκων και την κυνική απληστία των Λατίνων χριστιανών, που προσπαθούσαν να κερδίσουν ό,τι μπορούσαν από ανήθικες ευκαιρίες σε μακρινές χώρες, που βιάζονταν να κερδίσουν με τρόπους που δεν θα ήσαν ποτέ ανεκτοί στην πατρίδα τους, όπου τέτοιες πρακτικές θα συνεπάγονταν δυσφήμηση και κυρώσεις. Δεν υπήρχε Τούρκος τόσο ακόλαστος, στον οποίο ο Χριστιανός δουλέμπορος δεν θα πουλούσε όμορφο κορίτσι ή αγόρι. Καθώς οι αιχμάλωτοι πολλών ανατολικών εθνών συγκεντρώνονταν στις γενουάτικες αγορές τού Καφφά (αρχαίας Θεοδοσίας) τής Κριμαίας και αλλού, υγιείς νέοι και δυνατοί άνδρες έπιαναν καλή τιμή. Οι ηλικιωμένοι και οι άρρωστοι δεν ήσαν προς πώληση. Οι ιατρικές υπηρεσίες και τα φάρμακα ήσαν ακριβά. Χιλιάδες άτομα αφήνονταν να πεθαίνουν (και ενθαρρύνονταν γι’ αυτό) από τούς δουλεμπόρους, που τούς θεωρούσαν απλώς ανεπιθύμητα στοιχεία στην πλευρά τού παθητικού τού ισολογισμού τους. Όμως ο παπισμός αποτελούσε ακόμη τη συνείδηση τής Ευρώπης. Περισσότερα από ένα κογκλάβια αμαυρώθηκαν από σιμωνία κατά τον 15ο αιώνα, ενώ η παπική κούρτη δεν βρισκόταν χωρίς τούς πονηρούς πολιτικούς της. Όμως ο παπισμός ήταν ακόμη η συνείδηση τής Ευρώπης και τάχθηκε εναντίον εκείνων των πτυχών τού δουλεμπορίου που ήσαν προσβλητικές για τον 15ο αιώνα. Καθαυτή η δουλεία αποτελούσε μέρος τού κοινωνικού ιστού τής εποχής και ήταν αποδεκτή απ’ όλους σχεδόν. Λίγοι ήσαν οι προπαγανδιστές τής κατάργησής της. Στις 3 Ιουνίου 1425 ο πάπας Μαρτίνος Ε’ αναθεμάτισε εκείνους τούς αχρείους, που πουλούσαν τούς ομόθρησκούς τους χριστιανούς στους μουσουλμάνους, που συχνά τούς έκαναν να αποκηρύσσουν την πίστη τους, τούς αντιμετώπιζαν σκληρά και τούς χρησιμοποιούσαν για ανήθικους σκοπούς.22
Χριστιανοί αιχμάλωτοι, που βρίσκονταν ήδη σε τουρκικά και αιγυπτιακά χέρια, αποτελούσαν φυσικά πρόβλημα που απασχολούσε την Αγία Έδρα, γιατί συχνά αντάλλασσαν τις χειρότερες αθλιότητες τού συναφιού τους με τον προσηλυτισμό στο Ισλάμ (και την υποτιθέμενη απώλεια τής σωτηρίας). Πολλοί από αυτούς τούς προσήλυτους στο Ισλάμ βρίσκονταν μεταξύ των Σέρβων και Βαλκανίων σκλάβων και αιχμαλώτων στην οθωμανική αυτοκρατορία. Υπήρχαν Κύπριοι και άλλοι πρώην χριστιανοί στην Αίγυπτο. Στις 19 Φεβρουαρίου 1429 ο Mαρτίνος Ε’ κήρυξε πλήρη άφεση αμαρτιών για όσους, με συντετριμμένη καρδιά και εξομολόγηση, θα γίνονταν άξιοι πληρώνοντας τα λύτρα ή απαλλάσσοντας με άλλο τρόπο αυτούς τούς αιχμαλώτους από το μαρτύριο τού σώματος και τον κίνδυνο για την ψυχή, που τούς έφερνε η αιχμαλωσία.23
Αναρωτιέται φυσικά κανείς, άραγε τι επίδραση είχαν πάνω στους δουλεμπόρους οι δηλώσεις τού πάπα. Παρά το γεγονός ότι η πληρωμή λύτρων για την απελευθέρωση χριστιανών αιχμαλώτων από τούς άπιστους είχε από καιρό αναγνωριστεί ως καλό έργο, δεν πρέπει να παραλείψουμε να αναφερθούμε στο σημείο αυτό στις ασυνήθιστες προσπάθειες κάποιου Πιέτρο ντα Βερνάτσα, ενός Γενουάτη, που σχεδόν θλιβόταν ασκώντας με αυτοθυσία μια ευγενή προσπάθεια. Στις 12 Μαρτίου 1428 η κυβέρνηση τής Γένουας έγραφε στον Mαρτίνο Ε’ για το μοναδικό παράδειγμα χριστιανικής φιλανθρωπίας που παρείχε ο Βερνάτσα, ο οποίος είχε προ πολλού εγκαταλείψει την μικροαστική λαμπρότητα και τις περιστασιακές ανέσεις τής ζωής για να βοηθήσει τούς φτωχούς στο μέγιστο δυνατό βαθμό των δικών του περιορισμένων πόρων. Μαθαίνοντας ότι πολλοί χριστιανοί κρατούνταν αιχμάλωτοι στο βασίλειο τής Τύνιδας, ο Βερνάτσα είχε φτάσει στη Λιβυκή έρημο, όπου στρατοπέδευε τότε ο βασιλιάς τής Τύνιδας, πλήρωσε τα λύτρα για την απελευθέρωση όσο περισσότερων αιχμαλώτων μπορούσε και επέστρεψε στην Αγία Έδρα, απ’ όπου πήρε παπικά συγχωροχάρτια. Συγκεντρώνοντας κι άλλα χρήματα έπλευσε πίσω στην Αφρική, όπου και πάλι εξαγόρασε πολλούς Γενουάτες αιχμαλώτους. Παρακινημένος από τα βάσανα των κάθε έθνους υπόδουλων επέστρεψε στη Ρώμη και πήρε νέο σύνολο συγχωροχαρτιών. Σύντομα ανέλαβε ταξίδι στην Αγγλία, «δηλαδή, στην απώτατη άκρη τού βορρά, …, με σκοπό να συλλέξει σε αυτό το πλουσιότατο νησί όσο περισσότερα χρήματα θα αρκούσαν για την εξαγορά όσο πιο πολλών άτυχων αιχμαλώτων». Ο δυστυχής Βερνάτσα, που είχε ο ίδιος εξαθλιωθεί για να βοηθήσει άλλους, κατηγορήθηκε στην Αγγλία ότι χρησιμοποιούσε πλαστά συγχωροχάρτια, φυλακίστηκε και ενδεχομένως θα είχε χάσει τη ζωή του, αλλά τον έσωσε η παρέμβαση τού Χάμφρεϋ, δούκα τού Γκλώστερ, που πίστευε στην αθωότητά του. O Bερνάτσα είχε βρει, όπως πολλοί πριν και μετά από αυτόν, «βαρβάρους μεταξύ των χριστιανών, μεγαλύτερους από τούς ίδιους τούς βαρβάρους» (in medio Christianitatis barbaros ipsis barbaris crudeliores), αλλά η γενουάτικη κυβέρνηση μπόρεσε να παράσχει τις αποδείξεις για την αθωότητά του και ζήτησε από τον πάπα να τού στείλει τις απαραίτητες βούλλες. Η κυβέρνηση έγραψε επίσης στον νεαρό βασιλιά Ερρίκο ΣΤ’ για λογαριασμό τού Βερνάτσα, δηλώνοντας ότι οι συκοφάντες του είχαν επωφεληθεί από την αδύναμη θέση του ως αλλοδαπού για να απευθύνουν εναντίον του ψευδείς κατηγορίες και ζητώντας την παρέμβαση τού βασιλιά «για τον Θεό, τη δικαιοσύνη και την αλήθεια».24 Είναι ευχάριστο το γεγονός ότι ο Βερνάτσα διασώθηκε από τη δυσχερή θέση του, ενώ στη συνέχεια χρησιμοποιήθηκε (τον Μάρτιο τού 1431) από τούς Γενουάτες σε νέα αποστολή ελέους και διπλωματίας στην Τύνιδα, όπου και πάλι εξασφάλισε την απελευθέρωση αιχμαλώτων και εισήγαγε κάποια τάξη στην εκεί γενουάτικη αποικία, εν αναμονή τής άφιξης τού νέου προξένου, ο οποίος είχε σταλεί από τη Γένουα.25
Οι πάπες έρχονταν κι έφευγαν, αλλά τα προβλήματα που αντιμετώπιζε η παπική κούρτη έτειναν να παραμένουν τα ίδια. Συνεπείς πολιτικές εύκολα επιδιώκονταν από τη μία παπική θητεία στην άλλη. Μετά τον Mαρτίνο Ε’ βρίσκουμε τον διάδοχό του Ευγένιο Δ’ σε επικοινωνία με τη γενουάτικη κυβέρνηση σχετικά με το ζήτημα τής δουλείας στην Ανατολική Μεσόγειο. Στις 13 Φεβρουαρίου 1434 οι Γενουάτες έγραφαν στον Ευγένιο, αναγνωρίζοντας την ευλαβική παραλαβή τής παπικής επιστολής, που τούς πληροφορούσε ότι βρίσκονταν σε δυσμένεια (opprobrium) επειδή μετέφεραν χριστιανούς σκλάβους από τον Καφφά, το λιμάνι τους στη Μαύρη Θάλασσα, προς την Αίγυπτο και άλλα κράτη απίστων. Η κυβέρνηση αρνιόταν έντονα την κατηγορία, υποστηρίζοντας ότι ο Καφφάς είχε μάλιστα μετατραπεί σε «πυλώνα τής χριστιανικής πίστης». Οι αποικιακοί αξιωματούχοι τού Καφφά δεσμεύονταν από συμβάσεις με γειτονικούς άρχοντες να μην εξάγουν σκλάβους έξω από την περιοχή τής Μαύρης Θάλασσας, παρά μόνο με γενουάτικα σκάφη που έμπαιναν στο λιμάνι τού ίδιου τού Καφφά. Εδώ, πριν την επιβίβασή τους, οι σκλάβοι καταμετρούνταν και επιβαλλόταν σε αυτούς ειδικός φόρος (vectigal). Τότε ο επίσκοπος, συνοδευόμενος από κληρικούς και λαϊκούς, ανέβαινε στο σκάφος με το οποίο θα εξάγονταν. Καλούσε έναν-έναν κάθε σκλάβο, ρωτώντας τον σε ποιο έθνος υπαγόταν, αν ήταν Χριστιανός, και (αν όχι) αν επιθυμούσε να υιοθετήσει τη χριστιανική πίστη. Κάθε σκλάβο που αλλαξοπιστούσε με αυτόν τον τρόπο, τον κατέβαζαν από το σκάφος και τον πωλούσαν στη στεριά σε χριστιανό αγοραστή. Η διαδικασία αυτή, όπως η γενουάτικη κυβέρνηση ενημέρωνε ευλαβικά τον πάπα, οδηγούσε σε προσηλυτισμούς. Αλλά για συνθήκες όπως εκείνες που έλεγχαν το δουλεμπόριο στον Καφφά, έλεγαν, κάποιος μπορούσε να δει πλοία να φορτώνουν σκλάβους από την Τραπεζούντα, την Τάνα, τον (Κιμμέριο) Βόσπορο, τη Φάσιδα, καθώς και από άλλα λιμάνια τού Εύξεινου Πόντου για μεταφορά στην Αίγυπτο. Επομένως στους Γενουάτες άξιζε έπαινος και όχι μομφή και η κυβέρνηση υπενθύμιζε στον πάπα ότι οι δηλώσεις αυτές μπορούσαν εύκολα να επαληθευτούν, αφού ο Καφφάς ήταν πολυσύχναστο λιμάνι.26
Τον Μάρτιο τού 1431, όταν ο Γκαμπριέλε Κοντουλμέρ, καρδινάλιος-ιερέας τού Αγίου Κλήμεντα, διαδέχθηκε τον Μαρτίνο Ε’ ως πάπας Ευγένιος Δ’, οι Τούρκοι είχαν επεκτείνει την κυριαρχία τους σε μεγάλο μέρος των Βαλκανίων. Όμως κατά τον 15ο αιώνα μάλλον δεν είχαν τόση επίδραση στους ντόπιους χριστιανικούς λαούς, όση συνηθίζουμε να νομίζουμε ότι είχαν (με εξαίρεση, όπως θα δούμε, την βαρβαρότητα που εκδήλωνε ο Μωάμεθ Β’ Πορθητής στις συνεχείς εκστρατείες του). Επιτρεπόταν στους χριστιανούς να συνεχίζουν να διατηρούν την πίστη τους, καθώς και τα περισσότερα από τα τοπικά έθιμα και πρακτικές τους, με λίγα εμπόδια ή καταπίεση, εφ’ όσον πλήρωναν τον κεφαλικό φόρο (orkharaj, χαράτσι) που επιβαλλόταν στους μη-μουσουλμάνους (ραγιάδες). Επιπλέον κάθε γαιοκτήμονας κατέβαλε φόρο, ανάλογα με τον αριθμό των προβάτων, αιγών, αγελάδων και βοδιών του, ενώ επιβαλλόταν και φόρος δεκάτης σε κάθε συγκομιδή. Η έχθρα με την οποία οι σύγχρονοι βαλκανικoί λαοί θυμούνται τη μακρά περίοδο τής οθωμανικής ηγεμονίας αποτελεί εν μέρει συνέπεια τής διαφθοράς των Τούρκων αξιωματούχων κατά τον 17ο και 18ο αιώνα. Την εποχή τής κατάκτησης υπήρχε αρκετή ακεραιότητα στην αυλή τού σουλτάνου, αν και στα κεφάλαια που ακολουθούν θα σημειώσουμε κάποια αποκρουστικά παραδείγματα σκληρότητας, ιδιαίτερα εκ μέρους τού Μωάμεθ Β’ και των επικεφαλής αξιωματικών του.27 Όμως σε πολλούς τομείς οι ντόπιοι πληθυσμοί που βρίσκονταν κάτω από τούς Τούρκους δεν τούς εύρισκαν πολύ χειρότερους από τούς προηγούμενους κυρίους τους.
Καθώς καταστέλλονταν η βουλγαρική, η σερβική και η βυζαντινή αντίσταση, οι Τούρκοι φαίνεται ότι ανελάμβαναν (ή μιμούνταν) διάφορους βυζαντινούς θεσμούς, διατηρώντας ιδίως τα στρατιωτικά φέουδα. Από το τέλος τού 14ου αιώνα η οθωμανική κυβέρνηση ίδρυε μεγάλα φέουδα, τα οποία απένειμε στους μπέηδες των συνόρων, δηλαδή σε στρατιωτικούς διοικητές αποδεδειγμένης πίστης, οι οικογένειες των οποίων αποκτούσαν κληρονομικά δικαιώματα, ενώ στη Βοσνία, τη νότια Σερβία, τη Μακεδονία και τη Θεσσαλία τέτοιες φεουδαρχικές οικογένειες διατηρούσαν την κατοχή μεγάλων κτημάτων σχεδόν μέχρι τις ημέρες μας.28 Παρά το γεγονός ότι οι Τούρκοι κατέστρεψαν μεγάλο μέρος των οικογενειών που εξουσίαζαν τα εδάφη τα οποία κατέκτησαν, αφήνοντας τούς Σέρβους, Βουλγάρους, Έλληνες και άλλους χωρίς ηγεσία ανώτατου επιπέδου, συνήθως σέβονταν τα δικαιώματα ιδιωτικής ιδιοκτησίας των κατοίκων των πόλεων και των μικρών γαιοκτημόνων. Η σχεδόν εξαφάνιση των κυρίαρχων οικογενειών στις περισσότερες περιοχές προκάλεσε πολιτιστική αλλά όχι οικονομική στασιμότητα. Μάλιστα η μεγάλη έκταση τής οθωμανικής κυριαρχίας στα Βαλκάνια και τη Μικρά Ασία, η «Οθωμανική ειρήνη» (pax Ottomanica), έφερε τελικά πολιτική σταθερότητα σε νέα τάξη κοινωνικής διαστρωμάτωσης, όπου πασάδες, μπέηδες, μέλη τής στρατιωτικής τάξης (ασκέρι), διοικητές και διανοούμενοι, έμποροι και τεχνίτες, όλοι στηρίζονταν πάνω στο γερό θεμέλιο μιας αγροτιάς (takimi köyülu), που προστατευόταν από εξωτερική εισβολή. Τις ενοχλητικές ομάδες τις μετατόπιζαν από ένα μέρος τής αυτοκρατορίας σε άλλο με απέλαση (sürgün). Η ειρήνη καθιστούσε εφικτό το γεωργικό πλεόνασμα, που έδενε το χωριό με την πόλη, όπου κατά τον 15ο αιώνα τουλάχιστον τα εμπορεύματα ανταλλάσσονταν ελεύθερα, αν και όπως και στην Βυζαντινή Αυτοκρατορία υπήρχαν περιπτώσεις απαγόρευσης (εμπάργκο) στην εξαγωγή τροφίμων. Οι έμποροι συσσώρευαν κεφάλαιο σε ανοικτή αγορά. Οι συνθήκες απείχαν πολύ από το να είναι ιδανικές και η τουρκική εξουσία μπορεί να ήταν καταπιεστική, αλλά τρόφιμα καλλιεργούνταν, υφάσματα υφαίνονταν, σπίτια χτίζονταν, χρήματα κερδίζονταν και η ζωή συνεχιζόταν.
Η άνοδος τού Ευγένιου Δ’ στον παπικό θρόνο είχε μικρή επίδραση στην Ανατολική Μεσόγειο. Οι ίδιοι κίνδυνοι, φόβοι και απειλές συνεχίζονταν χρόνο με τον χρόνο. Όμως στη διάρκεια μεγάλου μέρους τού 1431-1432 η προσοχή των Ενετών είχε αποσπαστεί από την τουρκική και την ελληνική προέλαση στην ηπειρωτική χώρα και στον Μοριά λόγω τής απειλητικής στάσης των Γενουατών, που προετοίμαζαν πλήρους κλίμακας πόλεμο εναντίον των παλαιών αντιπάλων τους.29 Οι Ενετοί δεν μπορούσαν να βρουν συμμάχους, αλλά επιτέλους στις 4 Ιουνίου 1433 συνήψαν τελικά πενταετή ανακωχή με τον Σίγκισμουντ,30 ο οποίος λίγες ημέρες πριν (στις 31 Μαΐου) είχε στεφθεί στη Ρώμη αυτοκράτορας από τον πάπα Ευγένιο.31 Η Βενετία προόριζε επίσης 10.000 δουκάτα ως επιδότηση τού Σίγκισμουντ και την 1η Ιουλίου πήρε μέτρα για τη συγκέντρωση των χρημάτων γι’ αυτόν.32 Παρά τις διάφορες δαπάνες που προέκυψαν από το ταξίδι στέψης τού Σίγκισμουντ, η Γερουσία έστειλε 2.000 δουκάτα στον πάπα, για να τον βοηθήσει να αντιμετωπίσει τις μεγάλες δαπάνες φιλοξενίας τού αυτοκρατορικού καλεσμένου, ο οποίος είχε φτάσει στο Βιτέρμπο και είχε πάει στη Ρώμη με τετρακόσιους ιππείς. Η Γερουσία κατέβαλε στη συνέχεια άλλες 2.000 δουκάτα σε εκείνους που είχαν ρυθμίσει την εκεχειρία και τις γενικές συμφωνίες με τον άπορο Σίγκισμουντ,33 τού οποίου την ανάγκη για χρήματα (όπως παρατηρούσε η Ευρώπη επί πενήντα σχεδόν χρόνια) ξεπερνούσε μόνο η αγάπη του γι’ αυτά.
Ενώ οι Ενετοί ήσαν απασχολημένοι με αυτά, η ζωή στην Ελλάδα είχε διαταραχθεί εσωτερικά από τούς χαμηλότερους άρχοντες και εξωτερικά από τούς Τούρκους. Στις αρχές τού καλοκαιριού τού 1435, μετά τον θάνατο τού μισο-Φλωρεντινού δούκα των Αθηνών Αντόνιο Α’ Ατσαγιόλι, η Ελληνίδα σύζυγός του (την οποία ο Ψευδο-Σφραντζής ονομάζει «Μαρία Mελισσηνή») προσπάθησε να εξασφαλίσει το δουκάτο Αθηνών και Θηβών για τον εαυτό της και για συγγενή της, τον Αθηναίο Γεώργιο Χαλκοκονδύλη. Ο τελευταίος αυτός περιγράφεται από τον γιο του, τον ιστορικό Λαόνικο, ως μια από τις κύριες φυσιογνωμίες τής αρχαίας πόλης. Η χήρα δούκισσα έστειλε τον Χαλκοκονδύλη στην οθωμανική αυλή, καλά εφοδιασμένο με χρήματα, για να πείσει τον σουλτάνο Μουράτ Β’ να αναγνωρίσει την εξουσία τους στο μέχρι τότε λατινικό δουκάτο. Όμως μετά την αναχώρηση τού Χαλκοκονδύλη από την Αθήνα η φλωρεντινή παράταξη απομάκρυνε τη δούκισσα από την ασφάλεια τής Ακρόπολης, στην οποία εγκατέστησε ως δούκα τον νεαρό ξάδελφο και υιοθετημένο κληρονόμο τού εκλιπόντος Αντόνιο, τον Νέριο Β’, διώχνοντας από την Ακρόπολη τούς Χαλκοκονδύληδες και τούς υποστηρικτές τους. Η φλωρεντινή παράταξη κανόνισε στη συνέχεια το γάμο τού Νέριο με τη δραστήρια χήρα, τούς εγκατέστησε στην Ακρόπολη, έδιωξε τούς Χαλκοκονδύληδες από την πόλη και πήρε στα χέρια της τα ηνία τής κυβέρνησης. Στο μεταξύ ο Γεώργιος Χαλκοκονδύλης είχε φτάσει στην αυλή τού σουλτάνου, όπου φυλακίστηκε και παρά την προσφορά του προς την Υψηλή Πύλη 30.000 χρυσών νομισμάτων για το δουκάτο, διατάχτηκε να εγκαταλείψει όλες τις αξιώσεις του επί τής Αττικής και τής Βοιωτίας. Εξάλλου είχε ήδη ακούσει ότι ο σουλτάνος έστελνε στρατό για να καταλάβει τη Βοιωτία και να αναλάβει την πόλη τής Θήβας. Κατάφερε να δραπετεύσει από την τουρκική αυλή και να πάει στο Βυζάντιο, απ’ όπου πήρε πλοίο για τον Μοριά, αλλά τα πληρώματα σκαφών, που ανήκαν στη φλωρεντινή παράταξη τής Αθήνας, επιβιβάστηκαν στο πλοίο στο οποίο επέβαινε. Άρπαξαν τον Χαλκοκονδύλη, τον έδεσαν και τον έστειλαν πίσω στον σουλτάνο Μουράτ, ο οποίος απλώς τον συγχώρησε και τον ελευθέρωσε, χωρίς να τού κάνει κακό για την χωρίς διατυπώσεις και χωρίς άδεια αναχώρησή του. Ρώτησαν όμως τον Χαλκοκονδύλη για τα 30.000 κομμάτια χρυσού, τα οποία είπε ότι δεν μπορούσε πια να πληρώσει, αφού η γη στην οποία φιλοδοξούσε είχε λεηλατηθεί από τις οθωμανικές δυνάμεις στη Θεσσαλία.34 Οι Έλληνες στην περιοχή αυτή, όπως και σε άλλες, μπορεί να προτιμούσαν την ελληνική από τη λατινική εξουσία, αλλά στην πραγματικότητα μικρή διαφορά είχε αυτή για τον τρόπο ζωής τους, αφού τώρα οι Τούρκοι βρίσκονταν πια παντού και ρύθμιζαν τα πάντα.
Ο διπλωμάτης Γεώργιος Σφραντζής, ο οποίος πήρε μέρος στα γεγονότα που ακολούθησαν τον θάνατο τού Αντόνιο Α’ τής Αθήνας, δίνει διαφορετική περιγραφή από εκείνη τού Λαόνικου Χαλκοκονδύλη, ο οποίος προφανώς είχε πάρει τις πληροφορίες του από τον πατέρα του Γεώργιο. Ο Σφραντζής δεν αναφέρει την κοινή προσπάθεια τής χήρας δούκισσας και τού Χαλκοκονδύλη να πάρουν τον έλεγχο τού δουκάτου, αν και πιθανώς ήταν καλά εξοικειωμένος με τις συνθήκες στην Αθήνα, αφού είχε σταλεί εκεί από τον κύριό του, τον Κωνσταντίνο Δραγάση, τότε έναν από τούς δεσπότες τού Μοριά (και αργότερα βασιλιά Κωνσταντίνο ΙΑ’ Παλαιολόγο), σε πρεσβεία προς τον Aντόνιο το έτος πριν από τον θάνατο τού τελευταίου. Στην περιγραφή από τον Σφραντζή αυτού που αποκαλύπτεται τώρα, βρίσκουμε ακόμη μια προσπάθεια τού Κωνσταντίνου Δραγάση να αυξήσει τη Μωραΐτικη επικράτεια και να επεκτείνει την πολιτική υπόθεση τού Ελληνισμού.35 Ακολουθεί η πληρέστερη εκδοχή αυτής τής περιγραφής, όπως παρέχεται στο λεγόμενο «Μείζον Χρονικόν» (Chronicon maius) τού Ψευδο-Σφραντζή, που αποτελεί πολύ διευρυμένη μορφή τού «Ελάσσονος Χρονικού» [Chronicon minus], συντάχθηκε από τον «πλαστογράφο» Μακάριο Μελισσουργό με το ψευδώνυμο Μελισσηνός κατά τη δεκαετία τού 1570 και ως συνήθως περιέχει προφανώς ανεύθυνες αλλαγές καθώς και κάποιες ενδιαφέρουσες πληροφορίες, που δεν υπάρχουν στο συνοπτικότερο κείμενο, αν και φυσικά τίθεται ερώτημα για τις πηγές τού Μελισσουργού:
Στις αρχές τού καλοκαιριού τού έτους (Δημιουργίας) 6943 [δηλαδή το 1435] πέθανε ο κυβερνήτης τής Αθήνας και τής Θήβας, ο προαναφερθείς άρχοντας Aντόνιο ντε Ατσαγιόλι Κομνηνός και με αίτηση τής χήρας του Μαρίας Μελισσηνής, κόρης τού Λέοντα Μελισσηνού, πρώτου εξάδελφου τού Νικηφόρου Mελισσηνού, … στάλθηκα με ένορκο αργυρόβουλλο και πολλούς στρατιώτες να αναλάβω την Αθήνα και τη Θήβα, για τις οποίες θα τής έδινα κάποιον άλλο τόπο στην Πελοπόννησο, στην περιοχή τής Λακωνίας, κοντά στο οποίον αυτή είχε ιδιοκτησίες από πατρική κληρονομιά και από την προίκα της, τις οποίες αποτελούσαν τα εδάφη, πόλεις και χωριά που παρατίθενται εδώ: Άστρος, Άγιος Πέτρος, Άγιος Ιωάννης, Πλαταμώνας, Mέλιγκον, Προάστειον, Λεωνίδας, Κυπαρισσία, Ρέοντας και Σιτανάς. Θα τής έδινα λοιπόν κάποιον τόπο κοντά στους παραπάνω, μεγέθους και είδους που θα φαινόταν κατάλληλος σε μένα και σύμφωνος με τη δική της επιθυμία και προτίμηση. Αλλά με πρόλαβε ο Τουραχάν, που περικύκλωσε τη Θήβα, την οποία κατέλαβε ύστερα από μερικές ημέρες. Επέστρεψα από τον Ισθμό χωρίς να έχω πετύχει τίποτε, γιατί αυτές τις οδηγίες είχα, κι έφτασα στα Στυλάρια όπου βρισκόταν τότε ο κύριός μου ο δεσπότης [Κωνσταντίνος Δραγάσης], περιμένοντας τα ενετικά εμπορικά πλοία για να πάει στην πόλη [στην Κωνσταντινούπολη]. Αλίμονο για την αποτυχία μου!
Επιβιβαστήκαμε στα ενετικά πλοία και όταν φτάσαμε στην Εύβοια [Εύριπο, Νεγκροπόντε] ο κύριός μου αποφάσισε να με στείλει στον Τουραχάν, που βρισκόταν ακόμη στη Θήβα, προκειμένου να τού εξηγήσω τις διαπραγματεύσεις όσον αφορά την Αθήνα. Όταν με οδήγησαν μπροστά του με δέχτηκε με έκδηλη χαρά και με διαβεβαίωσε με όρκο:
«Αν ήξερα γι’ αυτό πριν φύγω από τη χώρα μου και έρθω εδώ, θα μπορούσα ευχαρίστως να είχα κάνει αυτό που ζητάς, λόγω τής αγάπης μου για τον δεσπότη και τις γνωριμίας μου με σένα, γιατί αυτό που έκανα το έκανα χωρίς εντολή από τον μεγάλο κύριο [τον σουλτάνο]. Αν λοιπόν ήμουν μόνος στην πατρίδα, θα μπορούσα να βρω πολλές δικαιολογίες [για την ελληνική κατοχή τής Αθήνας], αλλά τώρα δεν έχω καμία δικαιολογία».
Αφού μού έδειξε μεγάλη ευγένεια και τιμή, έφερε τούς γιους του να με χαιρετήσουν και τούς συνέστησε σε μένα και στον κύριό μου. Ένας από αυτούς είναι πια διάσημος και ισχυρός διοικητής [ἀμήρης, προφανώς ο Ομάρ Μπέης]. Κι έτσι πήρα την άδειά μου από αυτούς, επιστρέφοντας άπρακτος. Δεδομένου ότι οι άνθρωποι στην Εύβοια, φοβούμενοι ταραχές, είχαν απρόθυμα σηκώσει τη γέφυρα στις 29 Αυγούστου, περάσαμε εκείνη τη νύχτα ανάμεσα στα βράχια έξω από τη γέφυρα. Περάσαμε πολλές κακουχίες εκείνο το βράδυ, τόσο από το κρύο, όσο και από την πείνα και την τραχύτητα των βράχων, καθώς και από τον φόβο των ληστών και των στρατευμάτων τού Τουραχάν. Τα άλογα που είχαμε δανειστεί από την πόλη [της Θήβας;] μάς ήσαν άγνωστα, πράγμα που αργότερα προκάλεσε προβλήματα σε εκείνους που ήσαν τότε μαζί μου. Εν πάση περιπτώσει, επιβιβαστήκαμε σε πλοίο το επόμενο πρωί και στις 23 Σεπτεμβρίου τού έτους (Δημιουργίας) 6044 [ακόμη το 1435] φτάσαμε στην Κωνσταντινούπολη.36
Πριν από την άνοδό του στον θρόνο τού παπισμού ο Ευγένιος Δ’ ήταν γνωστός στην Ιταλία ως «καρδινάλιος τής Σιένα». Ικανός και αυστηρός, εξελέγη στις 3 Μαρτίου 1431 και στέφθηκε στις 11 τού μηνός. Ενετός, ανηψιός τού πάπα Γρηγορίου ΙΒ’ και καλός φίλος των Φλωρεντινών, ο Ευγένιος βρήκε μπροστά του έτοιμο εχθρό τον Φίλιππο Μαρία Βισκόντι, δούκα τού Μιλάνου, που ήταν πάντοτε αντίπαλος τής Βενετίας και βρισκόταν πάλι σε πόλεμο με τη Φλωρεντία. Ο Φίλιππο Μαρία είχε εισβάλει στα κράτη τής εκκλησίας και σύντομα υποστήριζε κάθε αντι-παπική δραστηριότητα τής συνόδου τής Βασιλείας, όπου πολιτικοί, λόγιοι και μηχανορράφοι, άνθρωποι με όραμα, ρήτορες και κοντόφθαλμοι καιροσκόποι, συγκεντρώνονταν για να μεταρρυθμίσουν την Εκκλησία ή για να κάνουν την τύχη τους. Τα πρώτα χρόνια τού Ευγένιου ως πάπα ήσαν τόσο δύσκολα, όσο και εκείνα τού Μαρτίνου. Γύρω του ο κόσμος κατέρρεε. Διώχτηκε από τη Ρώμη με λαϊκή εξέγερση (στις 29 Μαΐου 1434) και διέφυγε στη Φλωρεντία, όπου, όπως και ο Μαρτίνος, διέμενε στο Δομινικανό μοναστήρι τής Σάντα Μαρία Νοβέλλα. Οι συνοδιστές στη Βασιλεία πλησίαζαν στο απόγειο τής επιρροής τους. Από το 1434 μέχρι το 1437 ετοίμαζαν μακροσκελή και λεπτομερή έγγραφα σχεδίων για δυτική επιδότηση ελληνικής πρεσβείας 700 μελών, η οποία έπρεπε να περιλαμβάνει τόσο τον αυτοκράτορα όσο και τον πατριάρχη τής Κωνσταντινούπολης, που θα ερχόταν στη δύση για να συζητήσει την ένωση των εκκλησιών σε Οικουμενική Σύνοδο. Για τούς φιλόδοξους πατέρες που είχαν συγκεντρωθεί στη Βασιλεία αυτό σήμαινε φυσικά στη δική τους σύνοδο.37
Αν κατάφερναν να προσελκύσουν τούς Έλληνες στη Βασιλεία και να πιστωθούν μια πράξη ένωσης, το κύρος των συνοδιστών θα ενισχυόταν τεράστια. Αλλά οι Έλληνες εύρισκαν τη σύνοδο πιο δύσκολη στην αντιμετώπιση και λιγότερο αξιόπιστη από τον πάπα, ο οποίος ήταν αναξιόπιστος μόνο όταν ασχολούνταν με τούς συνοδιστές. Μέχρι τότε οι συνοδιστές είχαν κάνει λίγα λάθη, ενώ ο Ευγένιος είχε κάνει πολλά, αλλά η επιτυχία έκανε πολλούς από αυτούς απρόσεκτους, ενώ ο πάπας είχε διδαχτεί από τις αποτυχίες του να είναι προσεκτικός. Η σύνοδος διαιρέθηκε τελικά σε δύο έντονα εχθρικές παρατάξεις, ως προς το ερώτημα τού αν η Ένωση έπρεπε να συζητηθεί στη Βασιλεία, στην Αβινιόν ή στη Σαβοΐα ή αν τα μέλη της έπρεπε να μετακινηθούν σε κάποια ιταλική πόλη για να συναντηθούν με τούς Έλληνες, οι οποίοι αρνούνταν σθεναρά και σε κάθε περίπτωση να πάνε στη Βασιλεία, την Αβινιόν ή τη Σαβοΐα, στους τόπους δηλαδή για τούς οποίους η πλειοψηφία τής συνόδου επέμενε τελικά και ανόητα.38 Αρκετές πρεσβείες ανταλλάχθηκαν μεταξύ Κωνσταντινούπολης και Βασιλείας. Στο τέλος οι Έλληνες απογοητεύτηκαν από την προφανή μετατόπιση των συνοδιστών προς το σχίσμα. Αν η πλειοψηφία τής συνόδου δεν συνεργαζόταν με τον πάπα παρά μόνο με τούς δικούς της ανέφικτους όρους και αν η Λατινική Εκκλησία παρέμενε διχασμένη, πώς άραγε θα μπορούσε να επιτύχει ποτέ την ένωση με την Ελληνική Εκκλησία; Κατά το παρελθόν Βυζαντινοί αυτοκράτορες και πατριάρχες είχαν πάντοτε συζητήσει με τούς πάπες τα ζητήματα τής ένωσης. Ο Ιωάννης Η’ Παλαιολόγος και ο πατριάρχης Ιωσήφ Β’ δεν μπορούσαν να αντιληφθούν οικουμενική επιτυχία χωρίς την παρουσία τού Ρωμαίου ποντίφηκα.
Όταν μια μειοψηφία τής συνόδου στη Βασιλεία, οι οποίοι θεωρούσαν τούς εαυτούς τους ως το πιο «φρόνιμο τμήμα» (sanior pars), οδηγήθηκαν από την αδιαλλαξία και την εχθρότητα των πιο πολυάριθμων συναδέλφων τους να κάνουν ειρήνη με την παπική κούρτη και κέρδισαν και την υποστήριξη των Ελλήνων απεσταλμένων στη Βασιλεία, βρήκαν όλοι τον Ευγένιο διαλλακτικό, όπως ήταν τα τελευταία δύο χρόνια. Τον Μάιο τού 1437 οι απεσταλμένοι και οι εκπρόσωποι τής συνοδικής μειοψηφίας τον περίμεναν στη Μπολώνια, όπου είχε μετακινηθεί μαζί με την παπική κούρτη κατά το προηγούμενο έτος. Συμφώνησε πλήρως να τηρήσει τη συμφωνία που είχαν διαπραγματευθεί οι Έλληνες με τον Mαρτίνο Ε’ το 1430 (πράγμα που είχαν επίμονα αρνηθεί να κάνουν οι συνοδιστές στη Βασιλεία). Ο Ευγένιος, ενθαρρυμένος πολύ, ενήργησε με μεγάλη σπουδή. Κανόνισε τη μίσθωση τεσσάρων ενετικών γαλερών, στις οποίες στις 6 Ιουλίου (1437) όρισε γενικό διοικητή τον ανηψιό του Αντόνιο Κοντουλμέρ, για να μεταφέρουν την ελληνική αντιπροσωπεία των 700 μελών από την Κωνσταντινούπολη στην Ιταλία. Η Φλωρεντία είχε συζητηθεί ως πιθανός τόπος των ενωτικών συνεδριάσεων τής συνόδου, η οποία επρόκειτο να «μεταφερθεί» από τη Βασιλεία, ενώ οι Φλωρεντινοί ήσαν πρόθυμοι να παράσχουν στους Έλληνες χρήματα και μεταφορά. Όμως ο Φίλιππο Μαρία Βισκόντι βρισκόταν πάντοτε σε αντίθεση με τούς Φλωρεντινούς, ενώ ο αυτοκράτορας Σίγκισμουντ και ο βασιλιάς Κάρολος Ζ’ τής Γαλλίας αντιτάσσονταν στην μεταφορά τής συνόδου στην Ιταλία (γιατί αυτό θα οδηγούσε σαφώς σε «σχίσμα», όπως έγινε). Αποφασίστηκε λοιπόν ότι ο νέος τόπος τής συνόδου θα καθοριζόταν μόνο μετά την άφιξη των Ελλήνων «στα μέρη τής Ιταλίας» (ad partes Italie).39 Όμως ο Ευγένιος σύντομα ανακοίνωσε ότι η Φερράρα θα ήταν ο τόπος τής συνόδου και στις 17 Σεπτεμβρίου (1437) εξέδωσε γι’ αυτήν «γενική άδεια ασφαλούς διέλευσης» (salvus conductus generalis),40 με ενδεχόμενη πρόθεση να αναζητήσει την ευκαιρία να τη μεταφέρει στη Φλωρεντία, όπου ένιωθε σαν στο σπίτι του ανάμεσα στους Μέδικους, των οποίων τις νομισματικές και τραπεζικές διευκολύνσεις θεωρούσε αναμφίβολα ότι επρόκειτο τελικά να χρειαστεί.
Ενώ οι φιλονικούντες ρήτορες στη Βασιλεία διαφωνούσαν για τον τόπο τής προσεχούς συνόδου για την ένωση, ο Ευγένιος έβλεπε σταθερή βελτίωση των υποθέσεών του στην Ιταλία. Μετά την άφιξή του στη Φλωρεντία τον Ιούνιο τού 1434, ο πάπας είχε παραμείνει εκεί για κάποιο χρονικό διάστημα, έχοντας καλές σχέσεις αρχικά με τούς Αλμπιτσέσκι και στη συνέχεια με τούς Μέδικους. Δεν έδειχνε διάθεση να φύγει, αν και στο μεταξύ ο Τζοβάνι Βιτελλέσκι, ο ανδρείος απεσταλμένος του, είχε αποκαταστήσει την τάξη στη Ρώμη και στα κράτη τής εκκλησίας. Ο Βιτελλέσκι ήταν κατ’ όνομα πατριάρχης Αλεξανδρείας, αρχιεπίσκοπος Φλωρεντίας και καρδινάλιος από τον Αύγουστο τού 1437. Περισσότερο πολεμιστής (condottiere) παρά κληρικός, έπεσε από την εξουσία στις αρχές τής άνοιξης τού 1440 και θανατώθηκε μάλλον μυστηριωδώς. Αντικαταστάθηκε ως παπικός λεγάτος, διοικητής των παπικών στρατευμάτων, από τον Λοντοβίκο Τρεβιζάν, τον πατριάρχη Ακουιλέιας, που ήταν πράγματι αξιόλογος άνθρωπος, τού οποίου ο πλούτος και η επιρροή μεγάλωνε με κάθε χρόνο παπικής θητείας τού Ευγένιου. Για τέσσερις αιώνες ο Τρεβιζάν έχει γίνει λανθασμένα γνωστός ως Λοντοβίκο Σκαράμπο κι έτσι ονομάζεται από τον Πάστορ και άλλους σύγχρονους ιστορικούς. Μερικές λέξεις που αφορούν την καριέρα τού Λοντοβίκο μέχρι το έτος 1440 φαίνεται ότι χρειάζονται, γιατί θα τον βρίσκουμε πολύ δραστήριο στις υποθέσεις τής παπικής κούρτης για πολλά χρόνια. Υπό τον πάπα Κάλλιστο Γ’ θα αποτελεί εμφανή φυσιογνωμία στην Ανατολική Μεσόγειο (το 1456-1458) ως διοικητής παπικού στόλου που στάλθηκε σε σταυροφορία κατά των Τούρκων.
Ο Λοντοβίκο γεννήθηκε στη Βενετία τον Νοέμβριο τού 1401 και ήταν γιος γιατρού που ονομαζόταν Μπιάτζο Τρεβιζάν. Έχοντας και ο ίδιος σπουδάσει ιατρική καθώς και ελεύθερες τέχνες στην Πάδουα, ο Λοντοβίκο έγινε γιατρός τού καρδινάλιου Γκαμπριέλε Κοντουλμέρ λίγο πριν από την εκλογή τού τελευταίου ως πάπα Ευγένιου Δ’. Ο Λοντοβίκο έγινε παπικός οικονόμος (cubicularius) και φαίνεται ότι είχε εγκαταλείψει την άσκηση τής ιατρικής, από την οποία απέκλειε τούς κληρικούς το εκκλησιαστικό δίκαιο. Ξεκινούσε τώρα διακεκριμένη εκκλησιαστική σταδιοδρομία κι έγινε εφημέριος (canon) στην Πάδουα πριν από τον Απρίλιο τού 1435. Αν και η πρόοδός του δεν ήταν αρχικά ιδιαίτερα γρήγορη, ήταν οπωσδήποτε σταθερή. Διορίστηκε επίσκοπος Τράου (τού σημερινού Τρογκίρ) στις 24 Οκτωβρίου 1435, αλλά παρέμεινε παπικός οικονόμος και διοικούσε την επισκοπική του έδρα μέσω τοπικού εφημερίου. Στις 6 Αυγούστου 1437 έγινε αρχιεπίσκοπος Φλωρεντίας,41 μετατρεπόμενος πια σε μια από τις πιο σημαίνουσες φυσιογνωμίες στην παπική αυλή. Ενδιαφερόμενος για τις Κλασικές Αρχαιότητες, ο Λοντοβίκο ήταν φίλος τού Νικολό Νίκολι, τού Φραντσέσκο Μπάρμπαρο και τού Κυριάκου Αγκωνίτη. Έμπειρος πολιτικός, βρισκόταν επίσης κοντά στον Κόσιμο των Μεδίκων. Στη διάρκεια αυτών των ετών η παπική κούρτη είχε ως επί το πλείστον την έδρα της στη Φλωρεντία, όπου, όπως είδαμε, ο Ευγένιος Δ’ ζούσε στο μοναστήρι τής Σάντα Μαρία Νοβέλλα. Τον Σεπτέμβριο τού 1437 ο Λοντοβίκο πήγε σε παπική αποστολή στη γενέτειρά του Βενετία,42 για να ασχοληθεί (μεταξύ άλλων) με τον τόπο τής προσεχούς ενωτικής συνόδου. Οι Ενετοί προτιμούσαν ως τόπο τής συνόδου τη Μπολώνια ή κάποιον άλλο τόπο στα παπικά κράτη ή και κάποια πόλη τής επαρχίας τού Βένετο, πράγμα που θα έφερνε τιμές και πλεονεκτήματα στην Ενετική Δημοκρατία. Αρκέστηκαν όμως στην αποδοχή των εξηγήσεων τού Λοντοβίκο για τούς λόγους για τούς οποίους ο πάπας προτιμούσε τη Φερράρα και θα έδειχναν και οι ίδιοι τη συναίνεσή τους στην απόφαση τού πάπα ζητώντας από τον γείτονά τους, τον μαρκήσιο Νικολό Γ’ ντ’ Έστε τής Φερράρας, άδειες ασφαλούς διέλευσης για εκείνους που θα συμμετείχαν στη σύνοδο. Όπως υπενθύμιζαν στον Λοντοβίκο, είχαν προθύμως επιτρέψει στην Αγιότητά του να εξοπλίσει τις γαλέρες του στη Βενετία, καθώς και να στρατολογήσει τοξότες σε ενετικά εδάφη για την ενίσχυση τής άμυνας τής Κωνσταντινούπολης, κατά τη διάρκεια τής απουσίας τού Ιωάννη Η’ Παλαιολόγου από τον Βόσπορο.43
Όταν ο Ευγένιος Δ’ διόρισε τον «σεβασμιότατο Λοντοβίκο Τρεβιζάνο» στο Πατριαρχείο τής Ακουιλέια (στις 19 Δεκεμβρίου 1439),44 ο τελευταίος παραιτήθηκε από την αρχιεπισκοπή Φλωρεντίας. Με παπική βούλλα στις 11 Ιανουαρίου 1440 ο πατριάρχης Λοντοβίκο διορίστηκε στη συνέχεια παπικός ταμίας, καμεράριος (camerarius).45 Διακρίθηκε ως διοικητής των παπικών στρατευμάτων στη μάχη τού Άνγκιαρι στον άνω Άρνο (στις 29 Ιουνίου 1440), όταν οι Φλωρεντινοί σύμμαχοι τού πάπα νίκησαν τον μιλανέζικο στρατό εισβολής υπό τον μισθοφόρο οπλαρχηγό (κοντοττιέρε) Νικολό Πιτσινίνο, καθώς και εκείνον των αντι-Mεδίκων εξορίστων τής Φλωρεντίας υπό τον Ρινάλντο ντέλι Άλμπιτζι. Οι Ενετοί ήσαν φυσικά ικανοποιημένοι με τη «χαρμόσυνη είδηση τής νίκης που κερδήθηκε επί τού Νικολό Πιτσινίνο».46 Σε αναγνώριση των ξεχωριστών υπηρεσιών του, η Αγία Έδρα έκανε τον Λοντοβίκο καρδινάλιο την 1η Ιουλίου 1440, με τον τίτλο τού ιερέα τού Σαν Λορέντσο τού Νταμάσο. Δεν ήταν ακόμη σαράντα χρονών και είχε κερδίσει μεγάλη φήμη στην Ιταλία. Έκτοτε υπήρξε γνωστός ως καρδινάλιος Ακουιλέιας,47 όπως συνήθως αναφέρεται στα αρχεία τού Βατικανού. Αν ο καρδινάλιος Βιτελλέσκι είχε πέσει από την εξουσία τόσο αιφνιδιαστικά όσο και ο Σεϊανός τής αρχαίας Ρώμης, ο Λοντοβίκο είχε όλη την υπερηφάνεια και αγάπη για πολυτέλεια τού Ρωμαίου Λούκουλλου, ώστε να γίνει τελικά γνωστός ως «καρδινάλιος Λούκουλλος» (cardinale Lucullo).48
Όταν πέθανε το 1432 ο πρίγκηπας Τσεντουριόνε Ζακκαρία, τα τελευταία απομεινάρια τού παλαιού Φράγκικου πριγκηπάτου τής Αχαΐας εξαφανίστηκαν και η ευθύνη τής προστασίας τού Μοριά από τούς Τούρκους πέρασε στους Παλαιολόγους δεσπότες. Στη διάρκεια των υπόλοιπων ετών ελληνικής ανεξαρτησίας που απέμεναν, αυτοί ήσαν, όπως είναι γνωστό, ο Θεόδωρος Β’ και ο Κωνσταντίνος, ο Θωμάς και ο Δημήτριος, οι αδελφοί δηλαδή τού βασιλεύοντος αυτοκράτορα Ιωάννη Η’. Ο μόνος από αυτούς που έδειξε μεγάλη ικανότητα ήταν ο Κωνσταντίνος, γνωστός ως Δραγάσης από το όνομα τής μητέρας του Ελένης, κόρης τού Κωνσταντίνου Ντεγιάνοβιτς τού σερβικού οίκου των Ντράγκας, που κυβερνούσε στην ανατολική Μακεδονία.49 Παρά τις μεγάλες επιτυχίες των Τούρκων κατά την τέταρτη δεκαετία τού αιώνα, ο Κωνσταντίνος θα προσπαθούσε να φέρει σε επαφή τον Μοριά και την ηπειρωτική Ελλάδα κάτω από την ενιαία αρχή τού δεσποτάτου τού Μορέως. Πριν αναχωρήσει ο Ιωάννης Η’ για την Ιταλία στις 27 Νοεμβρίου 1437, για να παραστεί στη σύνοδο Φερράρας-Φλωρεντίας (έφτασε στη Βενετία στις 8 Φεβρουαρίου 1438), ο Κωνσταντίνος άφησε τον Μοριά και πήγε στην Κωνσταντινούπολη, για να λειτουργήσει ως αντιβασιλέας κατά τη διάρκεια τής απουσίας τού αυτοκράτορα αδελφού του,50 ενώ από τις ακτές τού Βοσπόρου μπορούσε να βλέπει από μήνα σε μήνα την προς βορρά προέλαση των τουρκικών όπλων.
Ήταν πολύ καταθλιπτική περίοδος για τη βαλκανική χριστιανοσύνη. Πριν συγκληθεί η σύνοδος Φερράρας-Φλωρεντίας πέθανε ο αυτοκράτορας Σίγκισμουντ τον Δεκέμβριο τού 1437. Τον διαδέχθηκε ο σύζυγος τής κόρης του Ελισάβετ, ο Αψβούργος Αλβέρτος [Β’] τής Αυστρίας, ο οποίος γινόταν τώρα βασιλιάς Ουγγαρίας και Βοημίας. Τον Μάρτιο τού 1438 ο Aλβέρτος εκλέχτηκε επίσης στον αυτοκρατορικό θρόνο (ή, ακριβέστερα, εκλέχτηκε βασιλιάς των Ρωμαίων), αρχίζοντας τη σχεδόν συνεχή διαδοχή των Αψβούργων ηγεμόνων, η οποία επρόκειτο να διαρκέσει όσο και η Αγία Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία. Ο σουλτάνος Μουράτ Β’ εκμεταλλεύτηκε τον θάνατο τού Σίγκισμουντ για να εξαπολύσει επιθέσεις κατά τής Τρανσυλβανίας και τής Ουγγαρίας. Είμαστε καλά ενημερωμένοι για τα γεγονότα τού 1438.51 Η προσεκτική έκδοση τού Γκούσταβ Μπέκμαν των «Γερμανικών Χρονικών» (Deutsche Reichstagsakten) εκείνης τής χρονιάς περιέχει πολύ λεπτομερείς αναφορές σε ευρύ φάσμα αυτοκρατορικών προβλημάτων και υποθέσεων. Εδώ παρέχονται έγγραφα σε αφθονία, που περιγράφουν τις ανταγωνιζόμενες αξιώσεις τού Ευγένιου Δ’ και των συνοδιστών στη Βασιλεία, λεπτομέρειες σχετικές με την ένωση των εκκλησιών και την επικείμενη σύνοδο τής Φερράρας, απόψεις των Γερμανών ηγεμόνων και γερμανικών πόλεων, οδηγίες προς πρέσβεις και ομιλίες τους γεμάτες βιβλικούς και κλασικούς υπαινιγμούς, συμβολαιογραφικές πράξεις, προτεινόμενες μεταρρυθμίσεις και φόροι, στρατιωτικές προετοιμασίες, ακόμη και ανταλλαγή επιστολών μεταξύ τού Βυζαντινού αυτοκράτορα Ιωάννη Η’ Παλαιολόγου και των Γερμανών εκλεκτόρων.52 Μάλιστα στο υλικό αυτό υπάρχουν εκπληκτικά λίγες αναφορές στους Τούρκους, αν και στα τέλη Νοεμβρίου 1438 ο Αλβέρτος Β’ σε επιστολή του προς τον πάπα (καταγγέλλοντας τον βασιλιά Λάντισλας Γ’ τής Πολωνίας) εντρυφούσε στις τρομερές λεηλασίες των Τούρκων στην Ουγγαρία κατά τη διάρκεια τού προηγούμενου καλοκαιριού.53 Ο βασιλιάς τής Πολωνίας είχε κατηγορηθεί για παροχή βοήθειας και συμβουλών προς τούς Τούρκους. Όμως ένα εξαιρετικά σημαντικό έγγραφο κάποιου Γιόντοκους ντε Χέλπρουνα, γραμμένο στη Βιέννη στις 11 Σεπτεμβρίου 1438 προς κάποιον αξιωματούχο τής συνόδου τής Βασιλείας, περιγράφει τις πρόσφατες τουρκικές επιθέσεις κατά τού Ζιμπενμπύργκεν (Τρανσυλβανία) και τού «Βούρτσλαντ» (Τρανσυλβανία-Βλαχία): ο ίδιος ο σουλτάνος είχε οδηγήσει την εκστρατεία και είχε πάρει 80.000 ανθρώπους στη σκλαβιά, χωρίς να συνυπολογίζονται πολλοί ιερείς και άλλοι που σκοτώθηκαν. Η πόλη τού Μύλενμπαχ, το σημερινό Σέμπες στην Τρανσυλβανία, είχε καταστραφεί ολοσχερώς, ενώ τα εδάφη γύρω από αυτήν είχαν λεηλατηθεί εκτεταμένα. Οι Τούρκοι είχαν περίπου χίλιες καμήλες, που μετέφεραν τις σκηνές τους και άλλο εξοπλισμό. Λεγόταν ότι ο σουλτάνος είχε χρησιμοποιήσει ως οδηγό του τον ίδιο τον Βλάντ Β’ Ντράκουλ, τον βοεβόδα τής Βλαχίας, υποτελή τού αυτοκράτορα, από τον οποίον ο Aλβέρτος εξαρτιόταν μάλιστα για την υπεράσπιση των ανατολικών περιοχών του.54
Μεταξύ εκείνων που πήραν τότε μαζί τους οι Τούρκοι ήταν και ο Γεώργιος τού Ζιμπενμπύργκεν, τού οποίου η αιχμαλωσία κράτησε περίπου είκοσι χρόνια (1438-1458), αλλά ο οποίος επέστρεψε για να γράψει την πολύτιμη περιγραφή τής μακράς παραμονής του ανάμεσα στους Τούρκους. Η περιγραφή θα διαβαζόταν πολύ στα λατινικά αλλά και στα γερμανικά.55 Την επόμενη χρονιά (1439) ο σουλτάνος τέθηκε επικεφαλής άλλης μεγάλης επίθεσης, αυτή τη φορά στη Σερβία. Τον Αύγουστο κατέλαβε τη Σεμέντρια (το σημερινό Σμεντέρεβο τής Σερβίας), την πρωτεύουσα τού δεσποτάτου τής Βαλκανικής, ύστερα από πολιορκία τριών μηνών. Κατέστησε όλους υποτελείς, εκτός από την επαρχία τού Νόβο Μπέρντο στο Κοσσυφοπέδιο (Κόσοβο) τής νότιας Σερβίας, που άντεξε για δύο ακόμη χρόνια. Το Νόβο Μπέρντο ήταν πλούσιο σε ορυχεία χρυσού και αργύρου. Ήταν επίσης μία από τις μεγαλύτερες πόλεις των Βαλκανίων. Στο τέλος τού Οκτωβρίου (1439) πέθανε αιφνιδίως ο Αλβέρτος Β’. Οι ανταγωνιστές πάλευαν για να κερδίσουν τα επικίνδυνα στέμματά του, ενώ οι Τούρκοι εκμεταλλεύονταν τη συνακόλουθη αναρχία. Οι δρόμοι των βορείων Βαλκανίων ήσαν γεμάτοι πρόσφυγες, τούς οποίους βασάνιζαν και λεηλατούσαν Τούρκοι στρατιώτες. Από τον Απρίλιο τού 1440 οι δυνάμεις τού Μουράτ έθεσαν υπό πολιορκία την Άλμπα Γκρέκα (Βελιγράδι), στη συμβολή των ποταμών Σάβα και Δούναβη, ενώ ερήμωσαν τη χώρα σε ευρεία περιοχή. Όμως η γενναία φρουρά τού Βελιγραδίου κρατούσε και τον Σεπτέμβριο ο Μουράτ υποχρεώθηκε να άρει την πολιορκία. Τώρα πια τον Αλβέρτο είχε διαδεχθεί ως βασιλιάς των Ρωμαίων ο μακρινός ξάδελφός του Φρειδερίκος Γ’ [Δ’] των Αψβούργων, ο οποίος θα ήταν ο τελευταίος αυτοκράτορας που θα στεφόταν στη Ρώμη (το 1452). Κατά τη διάρκεια τής μακράς και θλιβερής βασιλείας του, που κράτησε περισσότερο από μισό αιώνα, ο Φρειδερίκος έφτιαξε το μέλλον τού οίκου του, αλλά ποτέ δεν διακρίθηκε στις προσπάθειές του κατά των Τούρκων.56
Στο μεταξύ η σύνοδος τής Φερράρας-Φλωρεντίας είχε φτάσει σε αξιοσημείωτα αποτελέσματα. Σύμφωνα με τον Γεώργιο Σφραντζή, ο Μανουήλ Β’ Παλαιολόγος είχε πει κάποτε στον γιο του Ιωάννη Η’ ότι οι Τούρκοι ζούσαν υπό τον διαρκή φόβο μιας ελληνο-λατινικής συμμαχίας, η οποία γνώριζαν ότι μόνο κακό θα μπορούσε να προμηνύει γι’ αυτούς. Έτσι κάθε φορά που ο Ιωάννης χρειαζόταν να σπείρει φόβο στις καρδιές των απίστων (ὅταν ἔχεις χρεῖαν τινά φοβῆσαι τοὺς ἀσεβεῖς), προωθούσε την πρόταση συνόδου για την πραγματοποίηση τής ένωσης των εκκλησιών. Αλλά αφού ο Μανουήλ δεν έλπιζε ότι οι Έλληνες θα κατόρθωναν ποτέ να αποκαταστήσουν πνευματική ειρήνη και κατανόηση με τούς Λατίνους, ο Ιωάννης δεν θα διακινδύνευε ποτέ να μετατρέψει το έξυπνο τόλμημα σε πραγματική ένωση, γιατί αυτό θα αποδεικνυόταν αδύνατο και «φοβάμαι μήπως προκύψει ακόμη χειρότερο σχίσμα και τότε κοίτα! Θα έχουμε αφήσει τούς εαυτούς μας ακάλυπτους [στις επιθέσεις] των απίστων».57 Δεν χρειάζεται να πούμε κατά πόσον αυτή ήταν καλή συμβουλή. Εν πάση περιπτώσει, δεν ήταν αυτό το πνεύμα με το οποίο ο Ιωάννης και η ελληνική αντιπροσωπεία είχαν έρθει στην Ιταλία,58 ενώ (όπως πολλοί μαθητές σχολείου γνωρίζουν ή γνώριζαν στο παρελθόν) η ένωση των εκκλησιών στην πραγματικότητα διακηρύχθηκε και μάλιστα με σπάνια ομοφωνία.59
Έχοντας φιλοξενηθεί πολυτελώς στη Βενετία, όπου είχε φτάσει με την ελληνική αντιπροσωπεία στις 8 Φεβρουαρίου 1438, ο αυτοκράτορας Ιωάννης Η’ συνέχισε προς τη Φερράρα, όπου η σύνοδος είχε ήδη ξεκινήσει από τις 8 Ιανουαρίου.60 Έφτασε στις 4 Μαρτίου κάτω από δυνατή βροχή. Ο πατριάρχης Ιωσήφ Β’, ηλικιωμένος και άρρωστος, μπήκε στην πόλη τέσσερις ημέρες αργότερα. Σύμφωνα με παπική επιστολή τής 9ης Απριλίου (όταν η σύνοδος έγινε «οικουμενική» με την έλευση των Ελλήνων),61 η Αγία Έδρα έχει ήδη αναλώσει 80.000 δουκάτα για λογαριασμό των Ελλήνων, πέρα από το τότε τρέχον κόστος των 5.000 δουκάτων τον μήνα για τις δαπάνες διαβίωσής τους, καθώς και για τη διατήρηση των 300 τοξοτών και των δύο ελαφρών γαλερών, που ο πάπας είχε προσθέσει στην άμυνα τής Κωνσταντινούπολης.62
Αν και «πλήρωνε τον λυράρη», ο Ευγένιος Δ’ δυσκολευόταν να «επιβάλει τον σκοπό». Οι Λατίνοι συμφώνησαν διστακτικά σε αναβολή τεσσάρων μηνών κάθε σοβαρής συζήτησης για τις κύριες διαφορές που χώριζαν τις δύο εκκλησίες (στην εκπόρευση τού Αγίου Πνεύματος, στη χρήση αζύμου ή όχι άρτου [τά ἄζυμα] στην κοινωνία, στο λατινικό δόγμα τού καθαρτηρίου πυρός, καθώς και στο μόνιμο ζήτημα των παπικών πρωτείων), ώστε να δώσουν στους βασιλιάδες και στους ηγεμόνες τής Ευρώπης την ευκαιρία να στείλουν στη σύνοδο τούς εκπροσώπους τους. Ο μισθοφόρος πολεμιστής (κοντοττιέρε) Νικολό Πιτσινίνο, στην υπηρεσία των Μιλανέζων, κατέλαβε τη Μπολώνια στα τέλη Μαΐου (1438), ενώ ο Ιούλιος και ο Αύγουστος έφεραν την πανούκλα στη Φερράρα. Υπήρχαν φήμες ότι ήταν επικείμενη μαζική τουρκική επίθεση εναντίον τής Κωνσταντινούπολης. Μερικά κράτη έστειλαν αντιπροσώπους στη Φερράρα, αλλά ο Κάρολος Ζ’, στην Πραγματιστική Κύρωση τής Μπουρζ τον Ιούλιο, ενώ έκλινε προς τη Βασιλεία, κατέστησε τη Γαλλία ουδέτερη στη συνεχιζόμενη σύγκρουση μεταξύ πάπα και συνοδιστών. Οι Γερμανοί εκλέκτορες επέμεναν στην έκφραση θετικής στάσης απέναντι στη Βασιλεία, αλλά υιοθέτησαν επίσης ουδέτερη στάση. Το δόγμα τού καθαρτηρίου πυρός συζητήθηκε σε κατ’ ιδίαν συναντήσεις τον Ιούνιο και Ιούλιο (1438), χωρίς να καταλήξουν σε ικανοποιητική επίλυση των αντιθέτων απόψεων.63 Οι πατέρες στη Φερράρα ξεκίνησαν τις επίσημες συζητήσεις των δογματικών τους διαφορών μόλις στις 8 Οκτωβρίου, με το ακανθώδες ζήτημα τής λατινικής προσθήκης τού «και εκ τού Υιού» (filioque) στο σύμβολο τής πίστεως τής συνόδου τής Νικαίας. Η διαμάχη συνεχιζόταν, με επιδείξεις εφευρετικότητας και γνώσεων, επί δεκατέσσερις ή δεκαπέντε συνεδριάσεις (μέχρι τις 13-14 Δεκεμβρίου), ημερομηνία κατά την οποία το κολοσσιαίο οικονομικό βάρος τής στήριξης τής συνόδου είχε ήδη στρέψει το βλέμμα τού Ευγένιου προς τη Φλωρεντία, όπου οι Μέδικοι περίμεναν να υποδεχτούν τον πάπα και την κούρτη, τον αυτοκράτορα και τον πατριάρχη, τούς ανταγωνιζόμενους ιεράρχες, τούς γραμματείς και τούς συνοδούς τους, καθώς και τούς παρατρεχάμενους που συνέρρεαν στις συνόδους.64
Όταν η σύνοδος μεταφέρθηκε από τη Φερράρα στη Φλωρεντία με παπικό διάταγμα (με ημερομηνία 10 Ιανουαρίου 1439),65 τα μέλη της συνέρχονταν από τον Φεβρουάριο τού 1439 μέχρι τον Απρίλιο τού 1442, αν και ο Ιωάννης Η’ Παλαιολόγος και η ελληνική αντιπροσωπεία άφησαν τις όχθες τού Άρνου στα τέλη Αυγούστου 1439 και επέστρεψαν στην Κωνσταντινούπολη μέσω Βενετίας. Η σύνοδος έφερε κέρδη και κύρος στους Φλωρεντινούς κι έτσι αρκούντως καταλλήλως η Σινιορία τής πόλης πλήρωσε ορισμένες από τις δαπάνες τής μεταφοράς των Ελλήνων από τη Φερράρα στη Φλωρεντία και τής συντήρησής τους εκεί μετά την άφιξή τους.66 Παρά την απροθυμία των Ελλήνων να συμμετάσχουν σε επίσημες θεολογικές συζητήσεις με τούς Λατίνους, οκτώ δημόσιες συνεδριάσεις αφιερώθηκαν σε συζητήσεις σχετικές με την εκπόρευση τού Αγίου Πνεύματος (από τις 2 ως τις 24 Μαρτίου 1439). Ο Τζιοβάννι ντι Μοντενέρο, ο επαρχιακός επικεφαλής των Δομινικανών στη Λομβαρδία, σίγουρα φαινόταν κατά τη γνώμη όλων των Λατίνων και των περισσοτέρων Ελλήνων, συμπεριλαμβανομένων τού Βησσαρίωνα, τού Ισίδωρου τού Κιέβου και τού Γεώργιου Σχολάριου (μέχρι μετά την επιστροφή του), να έχει κατακλυσθεί στη μάθηση και την οξύτητα τής συλλογιστικής του από την πεισματώδη επαναληπτικότητα τού Μάρκου Ευγενικού, τού Έλληνα μητροπολίτη Εφέσου και κορυφαίου τού ελληνικού θεολογικού «χορού».67
Πολλοί από τούς Έλληνες γνώριζαν πολύ καλά τα θεολογικά στερεότυπα, που είχαν διατυπωθεί στη διάρκεια περισσοτέρων από τριών αιώνων ενωτικής διαμάχης, αλλά αυτό δεν ήταν αρκετό. Φοβούνταν την υιοθέτηση τής συλλογιστικής από τούς Λατίνους και ήσαν επιφυλακτικοί απέναντι στις σχολαστικές λύσεις των θεολογικών προβλημάτων. Οι συζητήσεις στη Φλωρεντία αποδείκνυαν για μια ακόμη φορά την ανωτερότητα τής δυτικής πανεπιστημιακής εκπαίδευσης επί τής μάλλον συμπτωματικής μελέτης τής Αγίας Γραφής και τής πατερικής φιλολογίας στα μοναστικά σχολεία τής Κωνσταντινούπολης. Ύστερα από περισσότερους από δύο μήνες σύγχυσης και φιλονικίας μεταξύ τους, αν και οι περισσότεροι από τον ανενημέρωτο ελληνικό κλήρο δεν ήσαν πιθανότατα εντελώς σίγουροι για το τι ακριβώς έκαναν, αποδέχτηκαν στην πραγματικότητα την από μακρού διαφιλονικούμενη προσθήκη τού «και εκ τού Υιού» (filioque) στο σύμβολο τής πίστεως.68 Ο Βησσαρίων τούς είχε ήδη προτρέψει, με κάθε ειλικρίνεια, να το πράξουν, στον μακροσκελή «δογματικό λόγο» του (Oratio dogmatica), τον οποίο εκφώνησε στις 13 και 14 Απριλίου 1439.69 Ο Γεώργιος Σχολάριος, τότε δικαστής και λαϊκός, με τεταμένη και εύγλωττη ομιλία, έκανε έκκληση προς τούς συμπατριώτες του να δεχθούν την ένωση με τη Λατινική Εκκλησία. Μάλιστα είπε ότι η λατινική μάθηση είχε αποδείξει ότι μπορούσαν να το κάνουν αυτό με πλήρη συνείδηση. Οι Λατίνοι, θα τούς βοηθούσαν να υπερασπιστούν την Κωνσταντινούπολη από τούς Τούρκους, οι οποίοι (ειπώθηκε) είχαν ήδη θέσει την πόλη υπό πολιορκία ή θα το έκαναν σύντομα.70 Ο Ισίδωρος τού Κιέβου δεν ήταν λιγότερο ισχυρός υποστηρικτής τής Ένωσης, προτρέποντας τούς αιδεσιμότατους πατέρες στη σύνοδο να τελειώνουν με τις αμφισβητήσεις τους, γιατί στη μεγάλη θεολογική κληρονομιά, που τούς είχαν αφήσει οι πρόγονοί τους, δεν θα μπορούσαν να βρουν τίποτε περισσότερο για να τούς βοηθήσει.71
Τα τελευταία εμπόδια για την ένωση ή τουλάχιστον για τη διακήρυξη τής ένωσης είχαν αφαιρεθεί κατά τη διάρκεια τού Ιουνίου τού 1439. Οι διαφορές που είχαν σχέση με τη θεία ευχαριστία, το καθαρτήριο πυρ και την παπική υπεροχή επιλύθηκαν από την υποχώρηση των Ελλήνων λόγω συμβιβασμού, κούρασης και άγνοιας, καθώς και από την παραχώρηση των Λατίνων να αρκεστούν σε κάποιο μέτρο ασάφειας και να μην είναι υπερβολικά άκαμπτοι στα θέματα αυτά.72 Στις 5 Ιουλίου ο υψηλόβαθμος κλήρος και των δύο Εκκλησιών υπέγραψε το ελληνικό και το λατινικό κείμενο τού διατάγματος τής ένωσης (που ήσαν γραμμένα σε παράλληλες στήλες). Όμως οι Έλληνες δεν υπέγραψαν ομόφωνα. Όπως έγραψε λίγο αργότερα στον πατριάρχη Αλεξανδρείας Φιλόθεο ο Γρηγόριος Πρωτοσύγκελλος, που τον εκπροσωπούσε στη σύνοδο, όλοι οι Έλληνες ιεράρχες είχαν αποδεχθεί την ένωση εκτός από δύο, «τον μητροπολίτη Εφέσου [Μάρκο Ευγενικό], ο οποίος ήταν σίγουρα μορφωμένος άνθρωπος, και τον εντελώς αδαή επίσκοπο Σταυρουπόλεως [Ησαΐα], για τον οποίο τίποτε δεν έχει νόημα» (metropolita Effesinus, homo certe eruditus, et Stauropolitanus, vir omnino literarum nescius, cui nihil constat).73 Αν και αδαής, ο Ησαΐας προφανώς δεν ήταν ηλίθιος. Είχε διαφύγει ήσυχα και αναμφίβολα είχε σώσει τον εαυτό του από πολύ δύσκολη θέση αργότερα. Η ένωση των εκκλησιών ανακοινώθηκε το πρωί τής 6ης Ιουλίου 1439 σε μακρά συνεδρίαση, τής οποίας προέδρευσε ο ίδιος ο πάπας Ευγένιος στον καθεδρικό ναό τής Σάντα Ρεπαράτα, τον σημερινό Σάντα Μαρία ντελ Φιόρε, όπου είχε συγκεντρωθεί τεράστιο πλήθος για να παρίσταται μάρτυρας τής γραφικής τελετής. Ο καρδινάλιος Τζουλιάνο Τσεζαρίνι διάβασε το λατινικό κείμενο τού διατάγματος και ο Βησσαρίων το ελληνικό. Ο πάπας Ευγένιος και ο βασιλιάς Ιωάννης Η’ με τούς αντίστοιχους κληρικούς τους διατύπωσαν δημοσίως τη σύμφωνη γνώμη τους. Ήταν αξέχαστη μέρα, μια Δευτέρα. Όλα τα μαγαζιά στη Φλωρεντία ήσαν κλειστά, σαν να ήταν Κυριακή. Ήταν μάλιστα μια περήφανη μέρα για τούς Φλωρεντινούς, που γνώριζαν ότι στη δική τους πόλη γραφόταν ιστορία.74
Οι εκκλησιαστικές σύνοδοι τού 15ου αιώνα προϋπέθεταν όλες εκτεταμένο εκ των προτέρων σχεδιασμό. Προκαλούσαν την κάθοδο στην Πίζα ή την Παβία, τη Σιένα ή τη Φλωρεντία, τη Κωνσταντία ή τη Βασιλεία, εκατοντάδων και (σε ορισμένες περιπτώσεις), ακόμη και χιλιάδων ανθρώπων, πολλοί από τούς οποίους χρειάζονταν κατάλληλη στέγαση, ενώ όλοι χρειάζονταν τροφή. Αναπόφευκτα τα καταλύματα ήσαν ανεπαρκή και το κόστος αυξανόταν, παρά την επιβολή ανώτατων ορίων στα ενοίκια. Τα τρόφιμα γίνονταν πιο ακριβά. Οι συναλλαγματικές ισοτιμίες κυμαίνονταν προς σύνηθες όφελος των τραπεζιτών. Οι έμποροι και οι τεχνίτες ευημερούσαν από τη συγκέντρωση πελατών, αλλά δυσχεραίνονταν επίσης από την οικονομική αυστηρότητα που προέκυπτε από το γεγονός ότι τα εκκλησιαστικά έσοδα σπανίως ισοσκέλιζαν τα τρέχοντα έξοδα ή εν πάση περιπτώσει ήσαν σπάνια διαθέσιμα όταν χρειαζόταν να πληρωθούν λογαριασμοί. Καθώς στεκόταν κανείς στη γωνιά τού δρόμου, περνούσε μπροστά του το κοινωνικό πανόραμα τής εποχής. Οι σύνοδοι προσέλκυαν προστάτες και πόρνες, καθώς κι εκείνους που επιδίωκαν χατίρια, προνόμια ή την επίλυση νομικών ή διοικητικών προβλημάτων από την παπική κούρτη.
Τα περισσότερα από τα σχετικά με τη σύνοδο Φερράρας-Φλωρεντίας κείμενα είναι τυπικής φύσεως, παρουσιάζοντας τούς συμμετέχοντες με πλήρες ένδυμα και σπανιότερα ατημέλητους (en deshabille). Όμως οι μικρότερου κύρους περιγραφές είναι συχνά τόσο ενδιαφέρουσες, αν και όχι τόσο σημαντικές, όσο τα θεολογικά και άλλα επιχειρήματα που οδήγησαν τελικά στην επίσημη απόφαση, ενσωματώνοντας τις καλύτερες προσπάθειες τής συγκεντρωμένης εκεί διάνοιας τής χριστιανοσύνης.
Για παράδειγμα ο Συλβέστρος Συρόπουλος περιγράφει στα απομνημονεύματά του για τη σύνοδο τον τρόπο με τον οποίο τον Απρίλιο τού 1438 ο καρδινάλιος Τζουλιάνο Τσεζαρίνι προσκάλεσε τον Βησσαρίωνα, τον Γεώργιο Πλήθωνα Γεμιστό και τον Γεώργιο Αμηρούτζη να δειπνήσουν μαζί του για τη συζήτηση φιλοσοφικών προβλημάτων.75 Αν αυτή είναι ελκυστική εικόνα, μπορούμε να την αντιπαραβάλουμε με την περιγραφή τού Αμηρούτζη από τον Συρόπουλο στην 11η συνεδρίαση τής Φερράρας (στις 18 Νοεμβρίου 1438), όπου στεκόταν μαζί με ένα σύντροφο σε μακρινή γωνιά, απέναντι από τον ανυπάκουο Μάρκο Ευγενικό, αλλά έξω από το οπτικό πεδίο των συνοδικών πατέρων, χλευάζοντας κρυφά και κάνοντας γκριμάτσες κατά τού ομιλούντα Εφέσου, για να τον αποσπάσει από την υπεράσπιση τής Ορθοδοξίας.76
Σχεδόν ογδόντα χρόνια πριν ο Ιόργκα δημοσίευσε στη δεύτερη σειρά του των «Σημειώσεων και Αποσπασμάτων» (Notes et extraits) δεκάδες οικονομικούς λογαριασμούς, που αφορούν ελληνικές υποθέσεις από τις αρχές τής δεκαετίας τού 1430 και πληρώθηκαν από το παπικό ταμείο (Camera Apostolica) για τις δαπάνες Ελλήνων πρέσβεων και άλλων αξιωματούχων και αντιπροσώπων «που πηγαίνουν στην Ελλάδα για δουλειές τού κυρίου μας τού πάπα και τής εκκλησίας». Εκδίδονταν εντάλματα πληρωμής υπέρ πλοιοκτητών και γαιοκτημόνων, αντιγραφέων και αγγελιοφόρων. Οι πάγκοι που ήσαν απαραίτητοι για τις δημόσιες συζητήσεις στην εκκλησία τού Αγίου Φραγκίσκου στη Φερράρα κόστιζαν τρία φλουριά. Το χαρτί μιας ημέρας κόστιζε στο παπικό ταμείο δέκα φλουριά, ενώ μια άλλη μέρα δαπανήθηκαν πάνω από 80 φλουριά για ηδύποτα, γλυκά, μπαχαρικά και κερί για τούς Ρώσους πρεσβευτές, επικεφαλής των οποίων ήταν ο μητροπολίτης Ισίδωρος (19 Σεπτεμβρίου 1438). Μπορούμε να υποθέσουμε ότι περισσότερα δαπανήθηκαν για ηδύποτα παρά για γλυκά. Εν πάση περιπτώσει ο Ισίδωρος, που σύντομα θα γινόταν «καρδινάλιος Ρουθηνίας», μπήκε καλπάζοντας στη Φερράρα με συνοδεία (λέγεται) 400 ιππέων, τούς οποίους αναφέρεται ότι συντηρούσε σε μεγάλο βαθμό με δικά του έξοδα, γεγονός που αν αληθεύει (και δεν αληθεύει), θα τον καθιστούσε προσφιλή στον πάπα Ευγένιο Δ’, ο οποίος δεχόταν διαρκώς πιέσεις για χρήματα. Τα παπικά έσοδα είχαν μειωθεί σημαντικά από την περίοδο τού Μεγάλου Σχίσματος τής Καθολικής Εκκλησίας, και τώρα οι συνοδιστές στη Βασιλεία παρεμπόδιζαν τη ροή χρημάτων προς την παπική κούρτη. Πολλοί από τούς μεγαλύτερους λογαριασμούς που τακτοποίησαν οι παπικοί ταμίες κατά τη διάρκεια των ετών 1437-1439 αντιπροσώπευαν την εξόφληση ποσών, που είχαν διαθέσει στην Αγία Έδρα οι Φλωρεντινοί τραπεζίτες Κόσιμο και Λορέντσο Μέδικοι.77
Μεταξύ των δαπανών Φλωρεντίας για λογαριασμό των Ελλήνων υπάρχουν δύο στοιχεία που δημοσιεύθηκαν από τον Ιόργκα, για τα οποία ο ίδιος δεν κάνει σχόλιο, αλλά στα οποία πρέπει εδώ να στρέψουμε την προσοχή μας.
Αυτές οι καταχωρήσεις είναι αρκετά δαπανηρές: Πρώτον, στις 31 Ιουλίου 1439 πληρώθηκαν σαράντα νομίσματα σε κάποιον Φραντσέσκο ντι Γκούτσο, ραβδοφόρο τής Σινιορίας, για έξοδα που επωμίστηκε αυτός πηγαίνοντας στο Πράτο, στην Πιστόια και σε άλλα μέρη με τον αυτοκράτορα των Ελλήνων και τον κύριο Άντζελο Ατσαγιόλι.78 Δεύτερον, στις 30 τού επόμενου Σεπτεμβρίου ο Φραντσέσκο πήρε 14 νομίσματα, το οφειλόμενο υπόλοιπο για τα έξοδα στα οποία είχε υποβληθεί πηγαίνοντας στο Πράτο και την Πιστόια με τον Άντζελο Ατσαγιόλι, όταν συνόδευε τον αυτοκράτορα των Ελλήνων.79
Ο Ιωάννης Η’ Παλαιολόγος, έχοντας πάρει τόσο ενεργό και κουραστικό μέρος στη σύνοδο, τόσο στη Φερράρα όσο και στη Φλωρεντία κι έχοντας πια όλα αυτά πίσω του (η τελευταία μέρα συνοδικής του δραστηριότητας ήταν η 22α Ιουλίου), είχε πάει εκδρομή στο Πράτο και την Πιστόια. Αλλά γιατί πήγε; Ποιοι πήγαν μαζί του; Σε τι κατάσταση βρισκόταν; Αυτά είναι ερωτήματα, στα οποία μάλιστα μπορούμε να απαντήσουμε. Οι πληροφορίες μας προέρχονται από κείμενο, που περιέχεται σε αξιοπρόσεκτο χειρόγραφο από την παλαιά Βιβλιοθήκη Μαλιαμπεκιάνα στη Φλωρεντία, που αποτελεί τώρα μέρος τής Κεντρικής Εθνικής Βιβλιοθήκης (Biblioteca Nazionale Centrale, II, IV, 128, fols. 108-110=Magl. CI. VI, num. 132). Το χειρόγραφο αποτελεί μίγμα επιστολών, σημειώσεων, ομιλιών και διαφόρων άλλων στοιχείων, περιλαμβάνοντας ακόμη και συνταγή για την παραγωγή λευκού κρασιού. Είναι γραμμένο σε χαρτί και δεμένο με περγαμηνή, που περιέχει 125 μικρά φύλλα (folios) και έχει γραφεί στο χέρι από κάποιον Τζιοβάννι ντε Πίλι, που το διατηρούσε για πολλά χρόνια στα μέσα τού 15ου αιώνα ως κυψέλη στοιχείων λογοτεχνικού και ιστορικού ενδιαφέροντος.80
Το κείμενο που μάς ενδιαφέρει είναι σημείωμα τού Τζιοβάννι, που καταγράφει εκείνο που ήταν ίσως το πιο συναρπαστικό γεγονός τής σταδιοδρομίας του. Δεν μπορούμε να πούμε πόσες μετέπειτα γενιές των Πίλι διάβαζαν και συζητούσαν τη μεγάλη εμπειρία τού Τζιοβάννι, αλλά αυτό το υπόμνημα δίνει μια θαυμασίως οικεία (και μάλλον περίεργη) περιγραφή μιας ημέρας στη ζωή τού αυτοκράτορα Ιωάννη Η’ Παλαιολόγου, που την πέρασε στην Περέτολα, περίπου τριάμιση μίλια βορειοδυτικά τής Φλωρεντίας:81
Στις 27 Ιουλίου 1439 εγώ, ο Τζιοβάννι ντι Τζάκοπο ντι Λάτινο ντε Πίλι, ευρισκόμενος γύρω στις εννιά το πρωί ή λίγο πριν στην πλατεία τής Περέτολα, είδα να έρχεται από τον δρόμο τού Πράτο ο κύριος Άντζελο τού Τζάκοπο Ατσαγιόλι με κάποιους ακόλουθους.82 Πήγε μέχρι την πόρτα τής εκκλησίας τής Περέτολα και χτύπησε αρκετές φορές. Βλέποντας ότι δεν άνοιγε, πήγα προς το μέρος του και ρώτησα, αν δεν τον πείραζε η ερώτησή μου, τι έκανε και τι ήθελε από τον ηγούμενο. Μού απάντησε:
«Έρχομαι από την Πιστόια και το Πράτο, στην ακολουθία τού αυτοκράτορα τής Κωνσταντινούπολης, που ήθελε να πάει να δει την Πιστόια και τη ζώνη τής Παναγίας στο Πράτο83 και η Σινιορία μού ανάθεσε να τον ακολουθήσω. Επειδή έχει περάσει η ώρα για να γυρίσουμε στη Φλωρεντία και να φάει84 και επειδή είναι κουρασμένος κι άρρωστος, όπως γνωρίζετε, θα ήθελα να τον βάλω στην εκκλησία μέχρι το βράδυ».
Εγώ τού απάντησα: «Κύριε, είμαι μόνος στο σπίτι. Αν το σπίτι μας είναι επαρκές για να υποδεχθεί τόσο μεγάλο άρχοντα, θα μού έδινε απόλυτη ευχαρίστηση, αλλά οφείλω να σάς προειδοποιήσω ότι στο σπίτι δεν υπάρχει τίποτε εκτός από κρεβάτια και τούς τέσσερις τοίχους».
Μού απάντησε λέγοντας: «Είχα την πρόθεση να τον πάω είτε στο σπίτι τού Αντόνιο, τού γιου τού κυρίου Ριτσάρντο ή στο σπίτι σας, αλλά θεωρώντας ότι δεν πρέπει να επιβάλλονται τέτοιες επιβαρύνσεις σε φίλους, πήγαινα εδώ, σε αυτόν τον ιερέα».
Με ευχαρίστησε ιδιαίτερα και συμφώνησε να τον φέρει στο σπίτι μας, λέγοντας: «Δεν θέλω να μπεις σε καμία δαπάνη πέρα από τη χρήση τού σπιτιού σου. Η Κοινότητα πληρώνει τα έξοδά του».
Γύρισε προς το Πράτο, συνάντησε τον αυτοκράτορα στον δρόμο και τον έφερε κατευθείαν στο σπίτι μας. Εμφανίστηκε μαζί με σαράντα έως πενήντα ιππότες, σε καλή κατάσταση και με τούς πολλούς βαρώνους, άρχοντες και κυρίους του. Επειδή είχε χάσει τη δυνατότητα χρήσης των ποδιών του, μπήκε μέσα στην αίθουσά μας με το άλογο, χωρίς να τον δει κανείς να ξεπεζεύει, εκτός από τούς δικούς του κυρίους και υπηρέτες. Τού είχα ετοιμάσει το κρεβάτι τού δωματίου αριστερά τής εισόδου στην αίθουσα, στρωμένο όπως ήταν, με πράσινη κουβέρτα και ζευγάρι λευκά σεντόνια. Όμως ο αυτοκράτορας, όπως κατάλαβα, δεν ήθελε να πάει στην κρεβατοκάμαρα. Αντ’ αυτού τού έφτιαξαν ένα είδος καναπέ με δύο πάγκους, με μικρό στρώμα και κουβέρτα, δίπλα στην πόρτα τής αίθουσας, προς τα αριστερά τού προς τα μέσα διαδρόμου, κάτω από την κρεβατίνα, κι εκεί κοιμήθηκε μέχρι να τού ετοιμάσουν οι άνθρωποί του κάτι να φάει. Όταν ετοιμάστηκε το φαγητό, τού έβαλαν μικρό τραπέζι μπροστά στον καναπέ του. Τού βρήκα μερικά λευκά τραπεζομάντηλα και στη συνέχεια έφαγε μόνος. Οι άλλοι, οι βαρώνοι και οι άρχοντές του, [έφαγαν] κάτω από την κρεβατίνα, μέσα κι έξω από το σπίτι, σαν συσσίτιο στρατιωτών. Και οι υπόλοιποι, οι υπηρέτες, αφού έφαγαν οι άρχοντες, πήραν κι αυτοί το γεύμα τους στο ίδιο μέρος. Και σημειώστε ότι το πρώτο φαγητό που έφαγε ο αυτοκράτορας ήταν μια σαλάτα με άνδρακλα (purslain) και μαϊντανό, με μερικά κρεμμύδια, τα οποία ήθελε να καθαρίσει ο ίδιος. Μετά από αυτό υπήρχαν κοτόπουλα και περιστέρια βραστά και στη συνέχεια κοτόπουλα και περιστέρια κομμένα στα τέσσερα και τηγανισμένα στο τηγάνι με λαρδί. Καθώς έρχονταν τα πιάτα, τα τοποθετούσαν όλα μπροστά του, έπαιρνε ό,τι ήθελε και τα έστελνε στους άλλους. Το τελευταίο πιάτο του ήταν αυγά ριγμένα σε ζεστά τούβλα, ενώ τα άλλα ήσαν μαγειρεμένα. Τα έβαλαν μπροστά του σε μπωλ με πολλά μπαχαρικά. Δεν μπορώ να καταλάβω πώς γινόταν αυτό, αλλά αυτό έγινε.
Ο κύριος Άντζελο κι εγώ, μαζί με τούς υπηρέτες του, πήγαμε να γευματίσουμε στο σπίτι τού Αντόνιο, τού γιου τού κυρίου Ριτσάρντο, όπου η σύζυγος τού τελευταίου είχε μαγειρέψει για εμάς κοτόπουλα και περιστέρια, που είχαν σταλεί εκεί με δαπάνη τού εν λόγω κυρίου, τού ραβδοφόρου τής Σινιορίας. Στη συνέχεια, όταν νιώθαμε ότι είχαμε φάει και αναπαυτεί αρκετά, φύγαμε για το σπίτι μου και βρήκαμε τον αυτοκράτορα να παίζει τάβλι [giuchare a tavole] με έναν από τούς βαρώνους του. Μερικοί από τούς ανθρώπους του στέκονταν και παρακολουθούσαν. Άλλοι πήγαιναν βόλτα στον κήπο, ενώ άλλοι κοιμoύνταν σε όλες τις κρεβατοκάμαρες, σαν να βρίσκονταν στο σπίτι τους. Ο κύριος Άντζελο, ο Τσιριάκο τής Ανκόνα [Κυριάκος Αγκωνίτης], άνθρωπος πολύ μορφωμένος στα ελληνικά και στα λατινικά, καθώς κι εγώ, στεκόμασταν όλη τη μέρα στην αίθουσα, καθώς ο αυτοκράτορας έπαιζε πάντοτε τάβλι και αστειευόταν με τούς ανθρώπους του.85
Το βράδυ, κατά την 23η ώρα [γύρω στις οκτώ για τον μήνα Ιούλιο] ή ίσως αργότερα, ο κύριος Άντζελο μού ζήτησε να πάω στον κήπο μαζί με τούς κυρίους και με έβαλε να γονατίσω στα πόδια τού αυτοκράτορα. Εξέφρασε ευχαριστίες, μέσω τού διερμηνέα του, για την τιμή που τού είχα κάνει να τον υποδεχτώ στο σπίτι μου και αφού μού έκανε την προσφορά ότι, αν πήγαινα ποτέ στην πατρίδα του, θα μού έκανε την τιμή, κλπ., πήρε το όνομά μου, πώς λεγόμουν, που είχε μείνει και κράτησε τέτοιου είδους σημειώσεις. Απάντησα στην Αυτού Μεγαλειότητα εκείνο που μού ήρθε και αφού φίλησα τα πόδια του, αποσύρθηκα από την παρουσία του. Οι ιππείς βρίσκονταν ήδη στη σέλλα και οι περισσότεροι από τούς βαρώνους έφιπποι στο λιβάδι, όταν έφυγαν όλοι από την αίθουσα, εκτός από μερικούς. Το άλογο τού αυτοκράτορα οδηγήθηκε στην αίθουσα, κλείστηκε η πόρτα, αυτός ανέβηκε στο άλογό του και πήραν το δρόμο προς τη Φλωρεντία κατά μήκος τού Άρνου. Στη συνέχεια, σε ανάμνηση αυτών των γεγονότων, ζωγραφίσαμε το οικόσημό του πάνω από την πόρτα τής αίθουσας, όπως μπορεί και τώρα να το δει κανείς.
Ο πατριάρχης Ιωσήφ Β’ είχε φύγει από αυτή τη ζωή μέσα σε οσμή λατινικής ιερότητας στις 10 Ιουνίου 1439. Θάφτηκε στη Φλωρεντία, στη Σάντα Μαρία Νοβέλλα, όπου μπορεί κάποιος να δει και σήμερα τον τάφο του. Ο Ιωάννης Η’ Παλαιολόγος έφυγε από τη Φλωρεντία στις 26 Αυγούστου και ύστερα από σύντομη στάση στη Μπολώνια επέστρεψε στη Βενετία στις 6 Σεπτεμβρίου. Εκεί αντιμετώπισε πολλές καθυστερήσεις, στις οποίες περιλαμβανόταν και μια πυρκαγιά στον Ναύσταθμο (Αρσενάλε) κι έτσι βρήκε την ευκαιρία να απολαύσει το πάθος του για το κυνήγι με διήμερη κοντινή εκδρομή στην περιοχή τής Πάδουας. Φαίνεται εποένως ότι είχε επανακτήσει «τη χρήση των ποδιών του». Η αυτοκρατορική συντροφιά απέπλευσε για την πατρίδα στις 19 Οκτωβρίου και μέσω Πούλας, Κέρκυρας, Μεθώνης, Κορώνης, Νεγκροπόντε και Λήμνου έφτασε στα Δαρδανέλλια, όπου ο Τούρκος διοικητής τής Καλλίπολης απεύθυνε στον Ιωάννη ευγενικό χαιρετισμό. Τις πρώτες πρωινές ώρες τής 1ης Φεβρουαρίου 1440 ο δεσπότης Κωνσταντίνος Δραγάσης, συνοδευόμενος από Γενουάτες και Ενετούς, καθώς και από πολλούς άρχοντες, επιβιβάστηκε σε γαλέρα και βγήκε να τον προϋπαντήσει.86 Ο Ιωάννης είχε λείψει από την πρωτεύουσα εικοσιέξι μήνες. Η προσπάθειά του φαινόταν ότι άξιζε τον κόπο. Στις 7 Οκτωβρίου 1439 ο Ευγένιος Δ’ είχε απευθύνει παπική βούλλα προς όλους τούς χριστιανούς για τη συγκέντρωση οικονομικής βοήθειας «για την προστασία τής ίδιας τής πόλης και για να κρατηθεί η Κωνσταντινούπολη» (pro tuitione et Custodia ipsius civitatis Constantinopolitane). Δύο μέρες αργότερα, εφαρμόζοντας αυτά που κήρυττε, ο Ευγένιος κανόνισε μέσω τής τράπεζας των Μεδίκων στη Φλωρεντία να σταλούν 12.000 φλουριά στην αυτοκρατορική αυλή για την προάσπιση τής Κωνσταντινούπολης.87
Η αποδοχή από τούς Έλληνες τής προσθήκης «και εκ τού Υιού» (filioque) σήμαινε πολλά για τον Ευγένιο και την παπική κούρτη. Οι συνοδιστές στη Βασιλεία είχαν χάσει κύρος με την επιτυχία τού πάπα. Την ένωση με τη Ρώμη επιβεβαίωναν τώρα οι Αρμένιοι απεσταλμένοι (στις 22 Νοεμβρίου 1439)88 και στη συνέχεια οι Κόπτες τής Αιγύπτου (στις 4 Φεβρουαρίου 1442).89 Όμως παρά το εκπληκτικό αποτέλεσμα των ενωτικών προσπαθειών, ο Ευγένιος εξακολουθούσε να αντιμετωπίζει ανησυχητικές αβεβαιότητες. Η Γαλλία και η Γερμανία συνέχιζαν την «ουδετερότητά» τους και έδειχναν να κλίνουν ακόμη προς τούς συνοδιστές τής Βασιλείας, οι οποίοι στις 5 Νοεμβρίου 1439 εξέλεξαν τον Αμαδέο Η’ τής Σαβοΐας ως πάπα Ευτύχιο Ε’.90 Ο Ευγένιος είχε επίσης να αντιμετωπίσει για κάποιο διάστημα την αμείωτη εχθρότητα τού Φίλιππο Μαρία Βισκόντι τού Μιλάνου και τού Αλφόνσο Ε’ τής Αραγωνίας-Νάπολης. Αν και κατάφερε τελικά να βρει τρόπο συμβίωσης (modus vivendi) και με τούς δύο, το αντίτιμο για τον τελευταίο ήταν η αναγνώρισή του ως βασιλιά τής Νάπολης (στις 14 Ιουνίου 1443).91
Παρά το γεγονός ότι η θέση τού Ευγένιου Δ’ στην Ιταλία βελτιωνόταν σταδιακά, οι προσδοκίες του από την ένωση με τούς Έλληνες αποδείχτηκαν απογοητευτικές. Είχε ενημερωθεί ότι καθώς η αυτοκρατορική συντροφιά επέστρεφε στον Βόσπορο μέσω «Μεθώνης, Κορώνης, Nεγκροπόντε και Πελοποννήσου», οι Έλληνες είχαν αποδεχθεί τα νέα τής ένωσης «με μεγάλη προθυμία». Προφανώς τού τα είχε γράψει αυτά ο Κριστόφορο Γκαρατόνε, ο νούντσιός του στην Κωνσταντινούπολη, τον οποίον είχε κάνει επίσκοπο Κορώνης. Τώρα όμως, όπως ο Ευγένιος έγραφε στον Γκαρατόνε από τη Φλωρεντία στις 25 Αυγούστου 1440, ο Μάρκος Ευγενικός «αυτός ο Εφέσιος» (ille Ephesinus), ξερνούσε το δηλητήριό του, ενώ «αν όμως ο αυτοκράτορας είχε συμφωνήσει ότι έπρεπε να τιμωρηθεί με τρόπο που ταίριαζε στο αδίκημά του, … εσείς θα είχατε πολύ λιγότερους αντιπάλους». Ο αυτοκράτορας είχε μέχρι τώρα παραμελήσει να δημοσιεύσει το διάταγμα τής ένωσης, όπως έπρεπε να είχε κάνει, αν είχε τη δέουσα επίγνωση τού καθήκοντός του. Η παραμέληση αυτή είχε προκαλέσει αμφιβολίες και σύγχυση στην Κωνσταντινούπολη.92 Ο Ιωάννης ήταν υπέρ τής ένωσης, που στρατιωτικά ήταν σκόπιμη. Οι τοξότες τού πάπα βάδιζαν ακόμη πάνω στα τείχη τής πρωτεύουσάς του. Όταν στις αρχές Μαΐου 1440 έγινε πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως ο μητροπολίτης Κυζίκου Μητροφάνης, έγραψε στην ελληνική κοινότητα τής Μεθώνης (στις 10 Ιουνίου) ότι «αυτό που λένε τώρα οι Λατίνοι για την εκπόρευση τού Αγίου Πνεύματος ήταν και είναι τα λόγια και το δόγμα των δικών μας ευλογημένων αγίων και διδασκάλων». Επιπλέον τούς διαβεβαίωνε ότι το τελετουργικό και το δικό τους «σύμβολο» τής πίστεως παρέμεναν απολύτως αμετάβλητα: «ὡς και πρότερον, οὐδὲν τὸ σύνολον ἐναλλάξαντες».93
Ο πατριάρχης Μητροφάνης [Β’] επέμενε στις ενωτικές δραστηριότητές του, όπως και ο διάδοχός του Γρηγόριος Πρωτοσύγκελλος, αλλά οι μοναχοί, οι περισσότεροι από τούς κληρικούς, καθώς και οι μάζες των ανθρώπων δεν ήθελαν τίποτε τέτοιο. Ο ιστορικός Δούκας αναφέρει ότι, όταν η ελληνική αντιπροσωπεία στη Φλωρεντία αποβιβάστηκε από τις γαλέρες (την 1η Φεβρουαρίου 1440), οι κάτοικοι τής πρωτεύουσας πήγαν στις αποβάθρες να τούς υποδεχτούν: «Πώς πήγαν οι προσπάθειές σας; Πώς πήγε η σύνοδος; Κερδίσαμε την υπόθεσή μας;» Οι κληρικοί απαντούσαν: «Πουλήσαμε την πίστη μας στο εξωτερικό, ανταλλάξαμε την ευσέβεια για ασέβεια, εγκαταλείψαμε την καθαρότητα τής ΄θυσίας΄ και γίναμε ΄αζυμίται΄»!94 Αν και δεν πρέπει να πάρουμε κατά γράμμα την περιγραφή τού Δούκα, αυτή είναι εύστοχη (ben trovato). Ο Βησσαρίων και ο Ισίδωρος τού Κιέβου έγιναν καρδινάλιοι τον Δεκέμβριο τού 1439, πράγμα το οποίο τούς έκανε ύποπτους στα μάτια των Ελλήνων. Εξάλλου, ο Βησσαρίων πήγε να ζήσει στην Ιταλία και ο Ισίδωρος ταξίδευε ασταμάτητα και παντού,95 ενώ ο Γεώργιος Σχολάριος, ο πιο μορφωμένος Έλληνας λαϊκός τής εποχής του, είχε συνυπογράψει την Ένωση στη Φλωρεντία, αλλά λίγα χρόνια μετά την επιστροφή του έγινε ανθενωτικός, ακολουθώντας τα προσφιλή χνάρια τού παλιού του φίλου και δασκάλου, τού Μάρκου Ευγενικού. Μάλιστα ο Σχολάριος, με το μοναστικό του όνομα Γεννάδιος, έγινε ο πρώτος πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως μετά την άλωση τής πόλης από τούς Τούρκους, χρονική στιγμή κατά την οποία (τουλάχιστον όσον αφορά τούς Έλληνες) η ένωση είχε πάψει να υφίσταται.96
Κάθε μέρα των τελευταίων ετών τής ζωής του ο Ιωάννης Η’ Παλαιολόγος έπρεπε να σηκώνει τα κουρασμένα μάτια του από τις θεολογικές διαμάχες και τις εκκλησιαστικές συκοφαντίες που γέμιζαν την πρωτεύουσά του και να παρακολουθεί τις κινήσεις των τουρκικών στρατευμάτων κάτω από τα ίδια τα τείχη του, αλλά και πιο μακριά στον ορίζοντα. Από το 1440 και μετά ο ατρόμητος Ιωάννης Χούνιαντι, ο βοεβόδας ή ηγεμόνας τής Τρανσυλβανίας, νίκησε τούς Τούρκους σε σειρά από πολύ προαναγγελμένες μάχες και ενέπνευσε τόσο τούς κεντρικο-Ευρωπαίους όσο και τούς Έλληνες με την αποφασιστικότητά του να προσπαθήσει να αναχαιτίσει την τουρκική προέλαση. Η Γερουσία τής Βενετίας παρακολουθούσε την επιτυχία του με σιωπηρή έγκριση. Όμως προς το παρόν προτιμούσαν να μένουν έξω από τη σύρραξη, όπως είπαν στο Νικολό ντα Σαν Σεβερίνο, που είχε έρθει στη λιμνοθάλασσα ως απεσταλμένος τού βασιλιά Λάντισλας τής Πολωνίας και Ουγγαρίας.97 Ενημέρωσαν τον απογοητευμένο Nικολό (στις 17 Δεκεμβρίου 1440) ότι η Δημοκρατία είχε ήδη πληρώσει βαρύ τίμημα σε αίμα και χρυσό, υπερασπιζόμενη τη χριστιανική πίστη κατά των Τούρκων. Δυστυχώς η Βενετία είχε υποχρεωθεί να συνεχίζει την άνιση πάλη μόνη της και είχε αναγκαστεί να κάνει ειρήνη με τούς Τούρκους. Εκείνη η ειρήνη είχε τηρηθεί και τηρούνταν αυστηρώς και από τις δύο πλευρές. Η Βενετία δεν μπορούσε να την παραβεί χωρίς αυτό να συνεπάγεται ατίμωση και ερωτοτροπία με την καταστροφή. «Αλλά με την πρόοδο τού χρόνου τα πράγματα μπορεί να διαμορφωθούν με τέτοιο τρόπο, ώστε να μπορέσουμε να κάνουμε αυτό που θέλουμε και αυτό που έχουμε κάνει στο παρελθόν, για την ευημερία τής χριστιανοσύνης».98
Οι προσεχείς μήνες, όπως έμαθε σύντομα η Γερουσία, αύξησαν τον κίνδυνο στον οποίο ήταν εκτεθειμένη η Ουγγαρία. Οι συνθήκες ήσαν εξίσου απελπιστικές κι αλλού. Βόσνιοι και Βυζαντινοί απεσταλμένοι εμφανίστηκαν στη Βενετία (τον Φεβρουάριο τού 1442), για να προειδοποιήσουν τη Γερουσία για την απελπισία που υπήρχε σε αυτές τις περιοχές. Ο βασιλιάς τής Βοσνίας ζητούσε άδεια να μεταφέρει την κινητή περιουσία του σε ενετικό έδαφος, αν η κατάσταση επιδεινωνόταν, καθώς και να έρθει προσωπικά με την οικογένειά του στην επικράτεια τής Δημοκρατίας, «και μάς προσφέρει εκείνο το βασίλειο να το κυβερνάμε στο όνομά μας, φανερά ή κρυφά, όπως θέλουμε, και [στο μεταξύ] θα πάρει όπλα και άλλο πολεμικό υλικό από τις πόλεις μας». Η Γερουσία δήλωνε ότι ο Βόσνιος απεσταλμένος μπορούσε να επιστρέψει στην πατρίδα τους και να δηλώσει ότι
είμαστε απολύτως πρόθυμοι, να νιώθει η γαλήνια Υψηλότητά του ελεύθερος να στείλει την περιουσία του, αλλά να αναζητήσει και καταφύγιο προσωπικά και με την οικογένειά του σε αυτήν την πόλη μας [της Βενετίας] ή σε οποιαδήποτε άλλη από τις πόλεις μας, που μπορεί να προτιμά, … ενώ θα είμαστε έτοιμοι, όσο συχνά επιθυμεί η Υψηλότητά του, να τον εφοδιάζουμε με άδειες ασφαλούς διέλευσης, συστατικές επιστολές, καθώς και όλες εκείνες τις εγγυήσεις [cautiones], τις οποίες μπορεί να βρει επιθυμητές η Υψηλότητά του…
Όσο για την προσφορά τού βασιλείου τής Βοσνίας, η Γερουσία εξέφραζε επισήμως τις εγκάρδιες ευχαριστίες της, συνειδητοποιώντας (όπως έλεγαν) ότι αυτή προερχόταν από την εκτίμηση τής Υψηλότητάς του για τη Βενετία και από την πίστη του στη Δημοκρατία, αλλά η Γερουσία θεωρούσε ότι ήταν καλύτερο να διατηρήσει το βασίλειο. Έλπιζαν διακαώς ότι θα μπορούσε να το πράξει, «και από τώρα και στο εξής είμαστε πρόθυμοι να είναι απολύτως ελεύθερος να εξάγει από αυτήν την πόλη μας [της Βενετίας] τα πυρομαχικά που χρειάζεται και να τα μεταφέρει στο βασίλειό του, προκειμένου να είναι σε θέση να υπερασπίζεται το εν λόγω βασίλειό του και να διατηρεί την κυριαρχία του».
Παράλληλα ο απεσταλμένος από την Κωνσταντινούπολη, για τον οποίο θα δούμε περισσότερα στη συνέχεια, περιέγραφε στον δόγη την «κακή κατάσταση τού βασιλείου τής Ουγγαρίας και τής χριστιανοσύνης και την κακή προδιάθεση των Τούρκων» (mala conditio regni Hungarie et Christianitatis ac mala dispositio Teucri). Ο απεσταλμένος, κάποιος Ζανάκιο ή Ιωάννης Τορτσέλλο, εξηγούσε τα μέτρα που ο Ιωάννης Η’ πίστευε ότι έπρεπε να ληφθούν για την προστασία τής Ουγγαρίας. Ο Tορτσέλλο έλεγε ότι θα πήγαινε από τη Βενετία στην Ουγγαρία και στη συνέχεια στην παπική κούρτη στη Φλωρεντία. Η Γερουσία φαινόταν να αιφνιδιάζεται μαθαίνοντας την έκταση τού κινδύνου στην Ουγγαρία και έπαιρνε υπόψη της τις ενέργειες που ο αυτοκράτορας θεωρούσε απαραίτητες «για την καταστολή τής τρέλλας και τής κακής διάθεσης τού Τούρκου». Το όλο θέμα ήταν ασφαλώς υψίστης σημασίας. Η Γερουσία έπρεπε να αναζητήσει συμβουλές. Ο Τορτσέλλο θα πήγαινε στην Ουγγαρία και στη συνέχεια στον Ευγένιο. «Μετά ας επιστρέψει σε εμάς». Τότε η Γερουσία θα βρισκόταν σε καλύτερη θέση να αποφασίσει για το τι θα μπορούσε να κάνει η Βενετία, γιατί ο ίδιος ο Τορτσέλλο θα ήταν σε καλύτερη θέση να αναφέρει από πρώτο χέρι τις συνθήκες στην Ουγγαρία και τις προθέσεις τού πάπα. Στο μεταξύ η Γερουσία κατέληγε ευσεβώς ότι «θα έχουμε πάντοτε την ειλικρινή διάθεση, που έχουμε πάντοτε διατηρήσει, να κάνουμε δηλαδή οτιδήποτε φαίνεται κατάλληλο [nobis convenient] για το καλό τής χριστιανικής θρησκείας και την αύξηση τής ιερής μας πίστης».99
Ο Ευγένιος Δ’ διόριζε τώρα (στις 22 Φεβρουαρίου 1442) παπικό λεγάτο για τα βασίλεια τής Βοημίας, τής Ουγγαρίας και τής Πολωνίας τον Τζουλιάνο Τσεζαρίνι, καρδινάλιο-ιερέα τής Αγίας Σαμπίνας, τον ονομαζόμενο καρδινάλιο τού Σαντ’ Άντζελο. Θα έπαιρνε την αποζημίωσή του από την παπική «υπηρεσία» (servitia) για όλο το διάστημα από τη μέρα τής αναχώρησής του από την παπική κούρτη, η οποία βρισκόταν ακόμη στη Φλωρεντία, μέχρι τη μέρα τής επιστροφής του. Ο Τσεζαρίνι έφυγε από τη Φλωρεντία στις 14 Μαρτίου.100 Μια βδομάδα αργότερα βρισκόταν στη Βενετία, όπου εξηγούσε την αποστολή του στον δόγη Φραντσέσκο Φόσκαρι, ο οποίος διαβίβασε τις πληροφορίες στη Γερουσία. Ο Τσεζαρίνι μιλούσε για την επιθυμία τού πάπα για πολιτική σταθερότητα στην Ιταλία και έλεγε ότι πήγαινε ως λεγάτος στην Ουγγαρία, για να προσπαθήσει να κάνει ειρήνη, «μεταξύ τού βασιλιά τής Πολωνίας [Λάντισλας] και τής βασίλισσας τής Ουγγαρίας [Ελισάβετ]» (inter regem Polonie et reginam Hungarie) και να πάρει τα μέτρα που θα μπορούσε για την ασφάλεια των ομοθρήσκων τους χριστιανών και την παρεμπόδιση των Τούρκων. Η Γερουσία τού ευχήθηκε καλή τύχη και εξέφραζε την ελπίδα ότι θα μπορούσε να κατευνάσει τις διαφωνίες που ταλάνιζαν τούς ταραχώδεις άρχοντες και βαρώνους τού βασιλείου.101 Λίγο αργότερα νέα βοσνιακή αντιπροσωπεία έφτανε στη λιμνοθάλασσα, για να ζητήσει από τη Γερουσία να στείλει πρεσβευτή στον σουλτάνο Μουράτ Β’, αλλά, παρά την «εξαιρετικά καλή διάθεση» (singularis benivolentia) που έδειχναν οι Ενετοί για τον βασιλιά τής Βοσνίας, τον οποίο ήσαν πρόθυμοι να βοηθήσουν με κάθε δυνατό τρόπο, θεωρούσαν ότι μια τέτοια πρεσβεία δεν ήταν εφικτή, «αφού ο αυτοκράτορας των Τούρκων πήγαινε τώρα με τον στρατό του προς την Ουγγαρία και ο πρέσβης μας δεν θα μπορούσε να τον βρει χωρίς μεγάλους κινδύνους, λόγω των αναταραχών τού πολέμου, των κινδύνων τού ταξιδιού και των υποψιών των Ούγγρων…». Αναζητώντας πιο ασφαλή βάση για επιχειρήσεις, ο βασιλιάς τής Βοσνίας είχε προτείνει την ανταλλαγή μιας ενετικής πόλης-φρουρίου στη Δαλματία με μία από τις δικές του πόλεις στη Βοσνία. Όμως σε αυτή την πρόταση η Γερουσία απαντούσε ότι η Βενετία ήταν δεσμευμένη με τον πιο επίσημο τρόπο να μην αποξενώνεται από τις δαλματικές κτήσεις της, «να μη τις δίνει και να μη τις αποξενώνει ποτέ [τις πόλεις] σε κανένα και με κανένα τρόπο» (non dare nec alienare unquam illas [civitates] alicui ullo modo). Όμως ο βασιλιάς μπορούσε να είναι βέβαιος ότι αν αναζητούσε καταφύγιο σε οποιοδήποτε ενετικό φρούριο στη Δαλματία ή αλλού, θα ήταν τόσο ασφαλής, όσο αν βρισκόταν σε οποιονδήποτε δικό του τόπο.102 Ακριβώς επειδή η αμφιβολία τού βασιλιά για το τελευταίο τον είχε οδηγήσει να υποβάλει το αίτημα, προφανώς δεν εύρισκε ιδιαίτερη διασφάλιση σε αυτή την απάντηση.
Ο αυτοκρατορικός απεσταλμένος Ιωάννης Τορτσέλλο ήταν τόσο γνωστός στην παπική κούρτη, όσο και στην Κωνσταντινούπολη. Πριν περίπου τρία ή τέσσερα χρόνια (στις 20 Αυγούστου 1439) ο Ευγένιος τον είχε κάνει μέλος τού παπικού νοικοκυριού (famiglia) με όλες τις τιμές και τα προνόμια αυτής τής θέσης. Είχε επίσης χορηγήσει στον Toρτσέλλο «ετήσιο επίδομα» 400 χρυσών φλουριών «από τα έσοδά μας και από εκείνα τής εκκλησίας», για να τον έχει ανά πάσα στιγμή διαθέσιμο για παπικές υπηρεσίες.103 Τώρα ο Ευγένιος θα χρειαζόταν τον Τορτσέλλο. Στις 8 Μαΐου 1443 διόρισε τον Φραντσέσκο Κοντουλμέρ, καρδινάλιο-ιερέα τού Αγίου Κλήμεντος, ως αποστολικό λεγάτο στην Ελλάδα. Στη βούλλα διορισμού του ο Ευγένιος διευκρίνιζε ότι αφού η κύρια επιθυμία του (να δει τούς Έλληνες και τούς «ανατολικούς λαούς» (orientales populi) ενωμένους με τη Ρώμη) είχε τόσο ευτυχώς εκπληρωθεί, ήθελε τώρα πάνω απ’ όλα να δει την Ανατολή απελευθερωμένη από την άδικη τυραννία των Τούρκων. Ο Θεός έδειχνε σαφέστατα σημεία τής επιείκειάς του, «γιατί το περασμένο έτος στην Ουγγαρία, την Πολωνία, και τη Βλαχία μικρός στρατός [Χριστιανών] πιστών νίκησε τεράστιο πλήθος απίστων σε επανειλημμένες συγκρούσεις, [και] όχι χωρίς τεράστια σφαγή απίστων. … Αγωνιζόμαστε επίσης, στο μέτρο των πόρων μας, να φτιάξουμε στόλο, έτσι ώστε αυτό το ιερό έργο να μπορέσει να οδηγηθεί σε επιτυχή κατάληξη, σε συμφωνία με την επιθυμία τής καρδιάς μας, με Καθολική ισχύ στη στεριά και στη θάλασσα».104 Ο Φραντσέσκο Κοντουλμέρ ήταν ανηψιός τού πάπα και αντι-καγκελάριος τής εκκλησίας. Τοποθετήθηκε διοικητής τού στόλου, ο οποίος θα συσχέτιζε τις κινήσεις του με εκείνες τού στρατού, στον οποίο επρόκειτο να ενταχθεί ο Τσεζαρίνι ως σταυροφορικός απεσταλμένος στην Κεντρική Ευρώπη.105
Στις 6 Ιουλίου (1443) ο Ευγένιος έγραφε στον Ιωάννη Η’ Παλαιολόγο ότι είχε χαρεί που είχε δει τον Ιωάννη Τορτσέλλο «τον δικό σας απεσταλμένο» (nuntius tuus), ο οποίος τού είχε παρουσιάσει αυτοκρατορική επιστολή. Επιστρέφοντας στην Κωνσταντινούπολη ο Τορτσέλλο θα ενημέρωνε τον αυτοκράτορα για όσα είχαν επιτευχθεί «στο ζήτημα τής εκστρατείας και τής προετοιμασίας τού στόλου εναντίον των Τούρκων» (in materia expeditionis et apparatus classis adversus Teucros). Ο Τορτσέλλο, παρά το γεγονός ότι ενεργούσε ως απεσταλμένος τού Ιωάννη Η’, λειτουργούσε προφανώς ακόμη ως παπικός εκπρόσωπος, ενώ τρεις ημέρες αργότερα (στις 9 Ιουλίου) ο Ευγένιος, ενθυμούμενος την πίστη και την αφοσίωσή του κατά την εποχή των διαπραγματεύσεων για την ένωση στη Φερράρα-Φλωρεντία, τον έκανε «παπικό ιππότη» (miles apostolicus). Έδωσε εντολή στον Τορτσέλλο, που περιγράφεται ως «πολίτης τής Κωνσταντινούπολης», να ορκιστεί όρκο φεουδαρχικής αφοσίωσης στον Κοντουλμέρ με τον συνηθισμένο τρόπο.106 Και βέβαια ο Κοντουλμέρ θα τον εύρισκε χρήσιμο στην Ανατολή. Ο Τορτσέλλο είχε προσελκύσει κάποια προσοχή στη σύνοδο τής Φλωρεντίας με τα σχέδιά του για σταυροφορία.107
Ενώ ο Ιωάννης Χούνιαντι ξεχώριζε ως ο αντι-Τούρκος υπερασπιστής στον βορρά, ο Κωνσταντίνος Δραγάσης άρχιζε να παίζει παρόμοιο ρόλο μεταξύ των Ελλήνων. Την 1η Μαρτίου 1443 ο Κωνσταντίνος πήρε από τον αδελφό του Ιωάννη Η’ Παλαιολόγο την πόλη τής Σηλυμβρίας στη θάλασσα τού Μαρμαρά (Προποντίδα). Ο Σφραντζής μάς πληροφορεί ότι στάλθηκε ο ίδιος εκεί ως κυβερνήτης. Όμως στις αρχές τού επόμενου καλοκαιριού έφτασε στην Κωνσταντινούπολη απεσταλμένος από τον Μοριά, από τον δεσπότη Θεόδωρο Β’, προσφέροντας την ανταλλαγή τού μωραΐτικου δεσποτάτου με τη Σηλυμβρία. Ο Θεόδωρος, θεωρώντας τον εαυτό του ως προφανή διάδοχο στον αυτοκρατορικό θρόνο, αφού ήταν μεγαλύτερος από τον Κωνσταντίνο, αναλάμβανε έτσι να εξασφαλίσει το δικαίωμά του στη διαδοχή. Η ανταλλαγή πραγματοποιήθηκε. Ο Κωνσταντίνος, που βρισκόταν τότε στην πρωτεύουσα, επέστρεψε τον Οκτώβριο στον Μοριά. Τον Δεκέμβριο ο Θεόδωρος αποσύρθηκε από τον Μυστρά για να αναλάβει διαμονή στη Σηλυμβρία.108 Οι δύο αδελφοί είχαν πολύ κακές σχέσεις στον Μοριά, αλλά τώρα ο Κωνσταντίνος κυριαρχούσε στη χερσόνησο και τερματιζόταν σχεδόν η εσωτερική σύγκρουση, που είχε διαχύσει την ελληνική δύναμη. Ο τρίτος αδελφός Θωμάς καταλάμβανε κατώτερη θέση. Ο ασταθής Δημήτριος είχε τεθεί «εκτός μάχης» (hors de combat) ως αποτέλεσμα απερίσκεπτης εξέγερσης κατά τού Ιωάννη Η’ κατά τη διάρκεια τού καλοκαιριού τού 1442.
Ο Κωνσταντίνος Δραγάσης, ενθαρρυμένος από τις επιτυχίες τού Χούνιαντι, έκανε σύντομα αισθητή την παρουσία του στην ηπειρωτική Ελλάδα καθώς και στον Μοριά. Τον Φεβρουάριο τού 1444 εξαπέλυσε επίθεση, που τού έφερε μεγάλη αναγνώριση βορείως τού Ισθμού τής Κορίνθου. Μια επιστολή που γράφτηκε στον Ιωάννη Η’ από τον διάσημο αρχαιολάτρη και λόγιο Τσιριάκο ντε Πιτσίκολλι ντ’ Ανκόνα (Κυριάκο Αγκωνίτη) μάς πληροφορεί για την κατάσταση όπως αυτή ήταν στις αρχές εκείνου τού έτους, όταν ο Κωνσταντίνος ξεκινούσε το φιλόδοξο πρόγραμμά του για επέκταση. Ο Κυριάκος έγραφε την ενδιαφέρουσα επιστολή του πάνω σε πλοίο στους Ωρεούς τής βόρειας Εύβοιας, στις αρχές Μαρτίου 1444:
…Όταν έφτασα στην αχαϊκή ή πελοποννησιακή πόλη τής Πάτρας, έγραψα αμέσως στον επιφανέστατο αδελφό σας Κωνσταντίνο, ενώ ακριβώς για το ζήτημα αυτό [εκστρατεία εναντίον των Τούρκων] διατύπωσα αυτά που μού φαίνονταν σημαντικά. Και όταν πήγα από εκεί στην Κόρινθο, μάθαμε από τον Δημήτριο Aσάνη, τον υποδιοικητή του, ότι πρόσφατα είχε συγκεντρώσει μεγάλες δυνάμεις από παντού στην Πελοπόννησο και ερχόταν με στρατό στον Ισθμό, από τον Μυστρά τής Σπάρτης ή Λακεδαιμονίας, μαζί με τον άξιο αδελφό του Θωμά. Όταν θα είχε αποκατασταθεί ο επιμήκης προμαχώνας των τειχών και ο μοιραίος Ισθμός θα είχε και πάλι ενισχυθεί με πυργίσκους επάλξεων, τότε θα οδηγούσε τις δυνάμεις του μέσω τής Μεγαρίδας και όλης τής Αχαΐας. Έχει πάρει πρόσφατα την πόλη των Θηβών με παράδοση, ενώ σκόπευε να επιτεθεί με ξεχωριστά αποσπάσματα των στρατευμάτων του στη Λιβαδειά, στην ιερή Δαύλεια στους πρόποδες τού Παρνασσού, καθώς και στην πόλη των Δελφών, και με τη βοήθεια τού Θεού να τις απελευθερώσει έντιμα από τούς βαρβάρους. Αλλά στο μεταξύ, ενώ είχα φτάσει στην Ευρίπεια Χαλκίδα,109 τη φημισμένη πόλη τής Εύβοιας, για να πλεύσω με μεγαλύτερη ασφάλεια προς τη βασιλική πόλη σας, στις 26 Φεβρουαρίου επιβιβάστηκα σε Ευρίπεια τριήρη υπό τη διοίκηση τού Ενετού ευγενούς Μάφφιο Μολίν και είχαμε αρχίσει να ταξιδεύουμε, έχοντας αυτός σκοπό να ελευθερώσει το Αιγαίο από τούς ενοχλητικούς Καταλανούς και τούς πειρατές και εγώ να εξερευνήσω την ιερή Δήλο καθώς και τις άλλες Κυκλάδες, τις διάσπαρτες μέσα στο πέλαγος, και έπειτα από τη Χίο να φροντίσω να έρθω στην Κωνσταντινούπολη με μεγαλύτερη ασφάλεια, επιβιβαζόμενος σε δικό σας βασιλικό πλοίο…110
Θα έχουμε την ευκαιρία περισσότερες από μία φορές στις επόμενες σελίδες να μιλήσουμε για τον Κυριάκο Αγκωνίτη, περιηγητή και διπλωμάτη, αρχαιολόγο και γλωσσολόγο. Γεννήθηκε γύρω στο 1391. Έκανε την πρώτη επίσκεψή του στην Κωνσταντινούπολη το 1418, την δεύτερη το 1425, καθώς και σειρά άλλων επισκέψεων κατά τα επόμενα έτη. Ο Κυριάκος ήταν καλός φίλος τού πάπα Ευγένιου Δ’, ο οποίος τον είχε γνωρίσει το 1420-1422 ως παπικός απεσταλμένος στην περιοχή τής Αγκώνας. Κατά την τέταρτη δεκαετία τού αιώνα τα ταξίδια τού Κυριάκου τον είχαν φέρει στη Δαλματία και την Ήπειρο, στην ηπειρωτική Ελλάδα και τον Μοριά, στη Χίο, τη Ρόδο και την Κύπρο, στη Μικρά Ασία και την Αίγυπτο. Είχε επισκεφθεί τις αυλές τού Κάρλο Β’ Τόκκο στην Άρτα, των Παλαιολόγων στον Μυστρά, τού Νέριο Β’ Ατσαγιόλι στην Αθήνα και τού Μουράτ Β’ στην Αδριανούπολη και αλλού.111 Πάντοτε αφοσιωμένος στις ιδέες τής ένωσης των Εκκλησιών και τής σταυροφορίας εναντίον των Τούρκων, ο Κυριάκος είχε βρεθεί στη Φλωρεντία κατά τη διάρκεια των μηνών τής συνόδου τού 1439, όταν, όπως έχουμε δει, στα τέλη Ιουλίου είχε συνοδεύσει τον Ιωάννη Η’ Παλαιολόγο στην εκδρομή του στο Πράτο και την Πιστόια. Έλληνες, Λατίνοι, ακόμη και Τούρκοι ηγεμόνες εκτιμούσαν πολύ τις γνώσεις του και τις απόψεις του για τις υποθέσεις τής Ανατολικής Μεσογείου. Μερικοί μελετητές έχουν υποστηρίξει ότι ο Κυριάκος βρισκόταν σε στενή επαφή με τον γιο τού Μουράτ Β’, τον Μωάμεθ Β’ Πορθητή μετά τη (δεύτερη) άνοδο τού τελευταίου στον οθωμανικό θρόνο τον Φεβρουάριο τού 1451. Έχει επίσης υποστηριχθεί, εντελώς εσφαλμένα ότι δεκαπέντε μήνες αργότερα βρισκόταν στο τουρκικό στρατόπεδο μπροστά από την Κωνσταντινούπολη και ότι μπήκε στην πόλη μαζί με τούς Τούρκους. Όμως φαίνεται πολύ απίθανο να άλλαξε ποτέ συναισθήματα για τούς «βαρβάρους». Ο Εμίλ Ζακόμπ πίστευε τη δήλωση τού Τζάκοπο ντε Λανγκούσκι, την οποία ο Τζόρτζο Ντολφίν συμπεριέλαβε στο χρονικό του ότι ο Κυριάκος διάβαζε ορισμένους Έλληνες και Ρωμαίους ιστορικούς (καθώς και δυτικούς χρονικογράφους) στον Μωάμεθ Β’ λίγο πριν από την πολιορκία τής Κωνσταντινούπολης. Έχει επίσης προβληθεί ο ισχυρισμός, εντελώς εσφαλμένα, ότι ο Κυριάκος υπηρέτησε ως γραμματέας τού σουλτάνου, θέση βέβαια για την οποία θα ήταν πολύ κατάλληλος με την ευχέρειά του στα ελληνικά και τα λατινικά. Ο Κυριάκος μπορεί πράγματι να είχε αναγκαστεί σε διάφορες περιπτώσεις να δώσει πληροφορίες στην Πύλη σχετικές με ιταλικές υποθέσεις, αλλά προφανώς ποτέ δεν εγκατέλειψε την χριστιανική υπόθεση για εκείνη των Τούρκων. Αναμφίβολα χρησιμοποιούσε τη γνώση του επί των τουρκικών υποθέσεων για συλλογή πληροφοριών, τις οποίες έθετε στη διάθεση των δυτικών δυνάμεων. Μετά την τελευταία παραμονή του στην Ανατολή φαίνεται ότι επέστρεψε για να περάσει τις τελευταίες ημέρες του στην Κρεμόνα.112 Ο Κυριάκος μπορεί να είχε ήδη πεθάνει το 1452.113 Η σταδιοδρομία του απαιτεί περαιτέρω διερεύνηση. Η χρονολόγηση των ταξιδιών του εξακολουθεί να περιέχει πολλές αβεβαιότητες. Παρά τις πολυάριθμες μελέτες που τον αφορούν, κανένας μελετητής δεν έχει γράψει ακόμη ικανοποιητική βιογραφία.114
Όπως μάς πληροφορεί ο Κυριάκος, ο Κωνσταντίνος Δραγάσης εξασφάλισε την κατοχή τής Θήβας στις αρχές τού έτους 1444. Απέκτησε επίσης επικυριαρχία επί τού Αθηναϊκού δουκάτου τού Nέριο Β’ Ατσαγιόλι, ο οποίος αναγκαζόταν έτσι από την τουρκική υποταγή να αποτίει τώρα φόρο τιμής στον Κωνσταντίνο και όχι στον σουλτάνο Μουράτ. Ενθαρρυμένος από την επιτυχία του ο Κωνσταντίνος προχώρησε προς βορρά, στην οροσειρά τής Πίνδου. Αναγνωρίστηκε από τούς Βλάχους τής περιοχής ως ηγεμόνας τους και κατόρθωσε να καταλάβει το Ζειτούνιον, το Λιδωρίκι και κάποιες άλλες πόλεις.115 Οι Τούρκοι είχαν τα προβλήματά τους και δέχονταν επιθέσεις σε όλα τα μέτωπα. Νέος και τρομερός αντίπαλος είχε ξαφνικά εμφανιστεί εναντίον τους στην Αλβανία, ο Γεώργιος Καστριώτης, γνωστός με το τουρκικό όνομα Σκεντέρμπεης.
Στις 28 Νοεμβρίου 1443 ο Σκεντέρμπεης είχε αποκτήσει από τούς Τούρκους με τέχνασμα το σημαντικό φρούριο τής Κρόιας (σήμερα Κρούγιε), κάποτε κτήση τού πατέρα του.116 Με το επεισόδιο αυτό ξεκινούσε μια πραγματικά αξιόλογη σταδιοδρομία εικοσιπέντε ετών επίμονης και επιτυχούς αντίθεσης προς την Πύλη, που είχε κάνει τον Σκεντέρμπεη θρύλο, ακόμη και στη δική του εποχή.117 Το όνομά του κυριαρχεί σε πολλά έγγραφα τής εποχής, ενώ με τη σταδιοδρομία του έχουν ασχοληθεί σύγχρονοι ιστορικοί,118 στα έργα των οποίων πρέπει να στραφεί ο αναγνώστης για λεπτομερείς περιγραφές τής εξουσίας του στην Αλβανία. Λίγους μήνες μετά την κατάληψη τής Κρόιας διαμορφώθηκε αλβανική ένωση σε διάσκεψη των οπλαρχηγών στην κατεχόμενη από τούς Ενετούς πόλη Αλέσσιο (Λέζε), στην οποία ο Σκεντέρμπεης εκλεγόταν τώρα γενικός διοικητής Αλβανίας, ενώ το ετήσιο εισόδημά του από Ηπειρωτικές πηγές καθορίζεται από τον βιογράφο του Βαρλέτιο (Barletius) στο απίθανο ποσό των περισσοτέρων από 200.000 χρυσών δουκάτων,119 ο οποίος όμως σημειώνει αλλού ότι οι οπλαρχηγοί «αστειεύονταν ότι την εχθρική επικράτεια αποτελούσε το θησαυροφυλάκιο τού Σκεντέρμπεη».120
Ο Φραγκίσκος Παλλ έχει δείξει ότι οι περισσότερες περιγραφές τής σταδιοδρομίας τού Σκεντέρμπεη κατά τη διάρκεια των ετών 1443-1444 οφείλουν πολύ περισσότερα στη φαντασία παρά στην πραγματικότητα.121 Ο Βαρλέτιος, από τούς πιο γνωστούς βιογράφους τού Σκεντέρμπεη, έγραφε μυθοπλασία στις αρχές τού 16ου αιώνα, ενώ ο Μπιέμμι διέπραξε διασκεδαστική απάτη κατά τον 18ο. Τον Ιούνιο τού 1444 ο Σκεντέρμπεης φέρεται ότι είχε πετύχει την πρώτη σημαντική νίκη του επί μεγάλου τουρκικού στρατού, τον οποίο είχε παγιδεύσει στη στενή κοιλάδα τού Τόρβιολλι στην περιφέρεια τού κάτω Ντίμπρα (Ντέμπερ), ενώ λέγεται ότι οι έκπληκτοι Ούγγροι τον επαινούσαν και τον παρότρυναν αμέσως να ενταχθεί στη συμμαχία Ουγγαρίας, παπισμού και Βουργουνδίας εναντίον των Τούρκων.122
Κατά τη διάρκεια τού προηγούμενου χειμώνα, όπως θα δούμε, οι Ούγγροι και οι Σέρβοι είχαν ολοκληρώσει νικηφόρα εκστρατεία εναντίον των βόρειων προχωρημένων φυλακίων τής Οθωμανικής αυτοκρατορίας. Ο σουλτάνος Μουράτ Β’ θεωρούσε σκόπιμο να ξεκινήσει μαζί τους στην Αδριανούπολη τον Ιούνιο τού 1444 διαπραγματεύσεις για ειρήνη. Αν και ο σουλτάνος δεν μπορούσε ακόμη να γνωρίζει πόσο σοβαρή ήταν η εξέγερση τού Σκεντέρμπεη, η τολμηρή επιχείρηση τού Κωνσταντίνου Δραγάση αποτελούσε αναμφισβήτητα σημαντικό παράγοντα για τη διάθεση τού Μουράτ να κάνει ειρήνη με τις βόρειες δυνάμεις, γιατί λίγα μπορούσε να κάνει σχετικά με τις διεκδικήσεις τού Κωνσταντίνου στον Μοριά και την τολμηρή επιδρομή του στην ηπειρωτική Ελλάδα, μέχρι να διακανονίσει ο Μουράτ τις μακροχρόνιες διαφορές του με τούς Ούγγρους και τούς Σέρβους, είτε κάνοντας ειρήνη με αυτούς ή νικώντας τόσο αποφασιστικά, ώστε να τούς αποτρέπει από διατάραξη των βορείων συνόρων του με ετήσιες επιδρομές.
Οι προσπάθειες τού Κωνσταντίνου για την αναδόμηση τής βυζαντινής εξουσίας στην Ελλάδα αποτελούσαν απλώς μέρος μιας πολύ μεγαλύτερης χριστιανικής προσπάθειας για τη διάλυση τού τουρκικού καθεστώτος στην Ευρώπη. Στο ζήτημα αυτό, όπως είναι κατανοητό, η προσοχή τείνει να συγκεντρώνεται στον παπισμό και τη Βενετία, την Ουγγαρία και τη Σερβία, ακόμη και στο Βυζάντιο, αλλά υπήρχαν και άλλα κράτη που συμμετείχαν. Για παράδειγμα η Ραγούσα (το σημερινό Ντουμπρόβνικ) βρισκόταν σε αγωνία παρακολουθώντας επί γενεές τη δυτική πορεία τής τουρκικής κατάκτησης. Η πόλη αυτή δεν υπήρξε ποτέ τόσο διακεκριμένη ή ισχυρή όπως η Βενετία, αλλά έχει υπερήφανο και μάλλον παραμελημένο παρελθόν.
Η Ραγούσα έχει εύστοχα αποκληθεί παρακόρη τής Αδριατικής. Αλλά καθώς ο ιστορικός διατρέχει, έστω και βαριεστημένα, τα έγγραφα που σχετίζονται με τη Μεσόγειο κατά τον 14ο και 15ο αιώνα, εκπλήσσεται συνεχώς από τη σημασία αυτής τής πόλης στις υποθέσεις των Βαλκανίων. Το 1358 οι Ραγουσαίοι είχαν αποδεχθεί την ήπια ηγεμονία τού βασιλιά Λουδοβίκου τού Μεγάλου τής Ουγγαρίας, όταν οι Ενετοί αναγκάστηκαν από τη συνθήκη τής Zάρας (18 Φεβρουαρίου) να εγκαταλείψουν κάθε διεκδίκηση στη Δαλματία, περιλαμβανομένων των σημαντικών εκκλησιαστικών, στρατιωτικών και εμπορικών κέντρων τής Νόνα (Νιν) και τής Ζάρας (Ζάνταρ), τού Σκάρδωνα (Σκράντιν) και τού Σεμπένικου (Σίμπενικ), τού Τράου (Τρογκίρ) και τού Σπαλάτου (Σπλιτ), καθώς και τής ίδιας τής Ραγούσας. Η ειρήνη τής Ζάρας είχε θέσει τέρμα σε μερικά χρόνια πολέμου και διαπραγματεύσεων μεταξύ των Ενετών και τού βασιλιά τής Ουγγαρίας. Όλως περιέργως τον Μάρτιο (1358) οι Ραγουσαίοι είχαν παραγγείλει από τη Βενετία σημαίες και λάβαρα για τις γαλέρες και άλλα πλοία τους «με το οικόσημο τού κυρίου μας, τού άρχοντα βασιλιά τής Ουγγαρίας». Λίγο αργότερα, στις 27 Ιουνίου, επιτεύχθηκε η τελική συμφωνία στο Βίζεγκραντ μεταξύ τού βασιλιά Λουδοβίκου και τού αρχιεπισκόπου Τζιοβάννι Σαράκα τής Ραγούσας, με την οποία αναγνωριζόταν η ουγγρική επικυριαρχία στην πόλη αντί εκείνης τής Βενετίας, αλλά οι Ραγουσαίοι αφέθηκαν σε μεγάλο βαθμό στην τύχη τους. Η τοπική αριστοκρατία συνέχιζε να κυβερνά, με ελάχιστη παρέμβαση από τη βασιλική αυλή στη Βούδα, όπου ετοιμάζονταν συνεχώς σχέδια για σταυροφορία κατά των σχισματικών Σέρβων, που βρίσκονταν σε λιγότερο ισχυρή θέση να αμυνθούν μετά τον θάνατο τού μεγάλου Στεφάνου Ντούσαν. Για τη Ραγούσα η ειρήνη τής Ζάρας σήμαινε διαφυγή από την κυριαρχία τής Βενετίας, από ανώτερο αντίπαλο. Οι Ραγουσαίοι αναγνώρισαν με χαρά την επικυριαρχία τού Λουδοβίκου τής Ουγγαρίας, τού οποίου το βασίλειο δεν αποτελούσε ναυτική δύναμη και με τον οποίο θα είχαν μικρή μόνο σύγκρουση συμφερόντων. Η Ραγούσα, σταθμός διαμετακόμισης για την ανταλλαγή εμπορευμάτων μεταξύ Ιταλίας και Βαλκανίων, κέντρο τραπεζικών και διπλωματικών μηχανορραφιών, διατήρησε την εικονική ανεξαρτησία της και ύψωνε τα πέτρινα κτίριά της σε όλη τη διάρκεια τού 15ου αιώνα (Quattrocento).123
Βέβαια το 1440-1441 η Ραγούσα υποχρεώθηκε να συνάψει «καλή ειρήνη» (bona paxe) με την οθωμανική κυβέρνηση, συμφωνώντας να καταβάλλει στον σουλτάνο, στον πασά τής Ρωμανίας και στους βεζύρηδες 1.000 δουκάτα ετησίως και προβλέποντας επίσης φιλοδωρήματα (certae simoniae) μέχρι 400 δουκάτα τον χρόνο για να κάνει ορισμένους από τούς αξιωματούχους τής Πύλης επαρκώς επιμελείς για τα εμπορικά και άλλα συμφέροντα τής Δημοκρατίας.124 Το μέλλον τής Ραγούσας είχε προφανώς και τις αβέβαιες πτυχές του, αλλά οι δραστήριοι έμποροί της είχαν αποκτήσει ελευθερία συναλλαγών σε ολόκληρη την ευρεία επικράτεια τής Οθωμανικής αυτοκρατορίας και των διαφόρων δορυφορικών της κρατών. Οι Ραγουσαίοι συνέχιζαν να αναγνωρίζουν την επικυριαρχία τής Ουγγαρίας, στην οποία αναζητούσαν προστασία από καιρό σε καιρό εναντίον των Βοσνίων και των Τούρκων. Μια επιστολή προς τον Ιωάννη Χούνιαντι, τον αντιβασιλέα τής Ουγγαρίας μια δεκαετία αργότερα, περιγράφει την κατάσταση τής Ραγούσας εν μέσω των κινήσεων των μεγαλύτερων δυνάμεων ως «πλοίο ριγμένο από την τύχη στη μέση τής θάλασσας».125
Στο μεταξύ σημαντικά γεγονότα συνέβαιναν στην Ουγγαρία. Ο νεαρός βασιλιάς Λάντισλας ο Γιαγκελλόνιος τής Πολωνίας είχε προσκληθεί στον ουγγρικό θρόνο (1440-1444) από δεσπόζουσα παράταξη τής μαγυάρικης αριστοκρατίας, που επιθυμούσε να ξεφύγει από την εξουσία μιας γυναίκας και ενός βασιλιά-παιδιού, τού Λάντισλας τού «Μεταθανάτιου» (Ladislas “Posthumus”). Ο Λάντισλας αυτός ήταν γιος τού Αλβέρτου Β’ των Αψβούργων και τής Ελισσάβετ τής Ουγγαρίας, κόρης τού Σίγκισμουντ, τού οποίου τα εδάφη και τούς τίτλους, όπως έχουμε δει, είχε αποκτήσει ο Αλβέρτος το 1438. Ο «Μεταθανάτιος» Λάντισλας, που είχε ονομαστεί έτσι επειδή είχε γεννηθεί μετά τον θάνατο τού πατέρα του, μπορούσε απλώς να διεκδικεί τις αξιώσεις των Αψβούργων επί τής Ουγγαρίας από την ασφάλεια τής Βιέννης, όπου ζούσε ως κηδεμονευόμενος τού συγγενή και διαδόχου τού πατέρα του, τού Φρειδερίκου Γ’, δούκα Στυρίας, Καρινθίας, και Καρνιόλα και εστεμμένου βασιλιά των Ρωμαίων τον Φεβρουάριο τού 1440. Την υπόθεση τού μικρού Λάντισλας υποστήριζε στην Ουγγαρία η μητέρα τού Ελισσάβετ, καθώς και ο Ούλριχ, κόμης τού Τσίλλι. Οι Μαγυάροι βαρώνοι δικαιολογημένα δεν ήθελαν «βασιλιά στην κούνια του». Χρειάζονταν ηγέτη κατά των Τούρκων, οι οποίοι όμως είχαν βρει την ευκαιρία να επωφεληθούν από την αναρχία που προκάλεσε στην Ουγγαρία ο τριετής πόλεμος τής διαδοχής, τον οποίο είχε τώρα εξαπολύσει η νομιμόφρων παράταξη εναντίον τού Γιαγκελλόνιου.126 Παρ’ όλα αυτά οι νίκες τού Ιωάννη Χούνιαντι έμοιαζαν να δείχνουν ότι ίσως ήταν δυνατόν να διώξουν τούς Τούρκους πίσω στη Μικρά Ασία.127
Ο Χούνιαντι υπηρετούσε ως στρατηγός τού Λάντισλας Γιαγκελλόνιου, ο οποίος μετατράπηκε σε ηγέτη τής σταυροφορίας στην Ανατολική Ευρώπη όταν έγινε βασιλιάς τής Ουγγαρίας. Οι Λάντισλας και Χούνιαντι προγραμμάτιζαν μεγάλη εκστρατεία για το καλοκαίρι τού 1443. Θα μπορούσαν φυσικά να περιμένουν βοήθεια από τον πάπα Ευγένιο Δ’, ο οποίος κέρδιζε τον παρατεταμένο αγώνα του με τούς οχυρωμένους στη Βασιλεία πατέρες. Ο Ευγένιος σχεδίαζε για κάποιο διάστημα να στείλει στόλο στα ανατολικά ύδατα εναντίον των Τούρκων, αλλά η οργάνωσή του προχωρούσε αργά. Ήδη στις 8 Αυγούστου 1442 η Ενετική Γερουσία διαμαρτυρόταν με επιστολή της προς τον καρδινάλιο Τζουλιάνο Τσεζαρίνι, ότι ο πάπας έκανε ανεπαρκείς οικονομικές προβλέψεις για τον εξοπλισμό τού στόλου, που η Γερουσία ήταν έτοιμη να διαθέσει. Ο Ευγένιος είχε μέχρι τότε επιβάλει τον σταυροφορικό φόρο δεκάτης μόνο στη Φλωρεντία και τη Βενετία, «καθώς και σε άλλους πόρους που διαθέτει αλλού». Ο φόρος δεκάτης δεν είχε αποδώσει πολύ και υπό τις συγκεκριμένες συνθήκες φαινόταν δύσκολο να συγκεντρωθούν χρήματα.128 Όμως ο Ευγένιος σύντομα βελτίωσε τα πράγματα. Πανηγυρίζοντας ακόμη δημοσίως για την ένωση των Εκκλησιών, «όφελος ανήκουστο για την εποχή μας» (beneficium et usque ad nostra tempora inauditum), ο Ευγένιος απεύθυνε οικουμενική έκκληση από τη Ρώμη την 1η Ιανουαρίου 1443, για την υπεράσπιση τής χριστιανικής Ανατολής από τούς Τούρκους, των οποίων τις αγριότητες αναπαρήγαγε με οργισμένη ρητορική. Επέβαλλε ειδικό φόρο δεκάτης σε «ολόκληρο τον κόσμο», ενώ διακήρυσσε την πρόθεσή του να δαπανήσει το ένα πέμπτο των βασικών εσόδων τού αποστολικού ταμείου για να εξοπλίσει στόλο και στρατό.129 Ο Ευγένιος έκανε ειδική συμμαχία με τη Ραγούσα, τής οποίας οι πολιτικοί προσέβλεπαν σε ευκολότερο μέλλον με τουρκική ήττα,130 παρά την «καλή ειρήνη» που είχαν συνάψει με την Πύλη. Η αλληλογραφία τού πάπα αποκαλύπτει ανυπόμονη επιθυμία να ξεκινήσει σταυροφορία, αλλά εκτός από την Ουγγαρία, την Πολωνία, τη Βλαχία και τη Βουργουνδία η χριστιανοσύνη πρόσφερε μικρή ανταπόκριση στις εκκλήσεις του για πόλεμο εναντίον των εχθρών τής πίστης.131
Παρ’ όλα αυτά ετοιμάζονταν σχέδια για ουγγρική εκστρατεία, ενώ τον Ιούλιο τού 1443 η είδηση τής προέλασης των χριστιανών προς τα νοτιοανατολικά είχε φτάσει στην αυλή τού σουλτάνου Μουράτ Β’ στην Αδριανούπολη. Ο Μουράτ είχε μόλις επιστρέψει από την Ανατολία, όπου είχε μειώσει για κάποιο διάστημα τη φιλοδοξία τού γαμπρού του, τού Ιμπραήμ μπέη, κυβερνήτη τής Καραμανίας (τού Μεγάλου Καραμάνου), ο οποίος ερωτοτροπούσε εδώ και αρκετό καιρό με τον βασιλιά Λάντισλας Γιαγκελλόνιο, με τον πάπα Ευγένιο και με τούς Ενετούς. Για περισσότερα από είκοσι χρόνια (μέχρι τον θάνατό του στις αρχές Αυγούστου 1464) ο Ιμπραήμ μπέης θα αποτελούσε τον κύριο ανατολικό εχθρό των Οθωμανών σουλτάνων. Περισσότερες από μία φορά σκέφτηκε την ιδέα συμμαχίας με τις δυτικές δυνάμεις. Οι Ενετοί θα έστελναν πολλές πρεσβείες σε αυτόν κατά τη διάρκεια των ετών, από τις οποίες όμως δεν θα προέκυπταν ουσιαστικά αποτελέσματα και οι οθωμανικοί στρατοί δεν θα πιάνονταν ποτέ σε κίνηση πένσας από τις ταυτόχρονες επιθέσεις από την Καραμανία και τη Δύση. Τώρα όμως, έχοντας κρατήσει τον ανατολικό εχθρό του υπό έλεγχο, ο Μουράτ ετοιμαζόταν να αντιμετωπίσει τούς Ούγγρους. Ο μικρός του γιος, ο Μεχμέτ Τσελεμπή (Celebi, «κύριος»), ο μελλοντικός κατακτητής τής Κωνσταντινούπολης, είχε μόλις ενωθεί μαζί του στην Αδριανούπολη. Ο Μεχμέτ άρχιζε να παίζει κάποιο ρόλο στις υποθέσεις τού κράτους, ενώ τα γεγονότα των επόμενων ετών αναμφίβολα θα τού έκαναν βαθιά εντύπωση.132
Οι σταυροφόροι προέλαυναν υπό τούς Λάντισλας και Χούνιαντι, συνοδευόμενοι από τον καρδινάλιο Τσεζαρίνι. Ο Σέρβος δεσπότης Γεώργιος Μπράνκοβιτς ήταν επίσης μαζί τους, τώρα ακτήμονας φυγάς, ο οποίος (όπως και ο Ιωάννης ΣΤ’ Καντακουζηνός έναν αιώνα πριν) δεν είχε αποκομίσει όφελος παντρεύοντας την κόρη του με Οθωμανό ηγεμόνα. Ο χριστιανικός στρατός, που περιλάμβανε περίπου 25.000 έφιππους άνδρες και τοξότες (σύμφωνα με τον Βυζαντινό ιστορικό Δούκα), καθώς και περίπου 8.000 Σέρβους ιππείς και πεζούς, συναντήθηκε με τα τουρκικά στρατεύματα μεταξύ τού κάστρου τού Μπόλβανι και τής πόλης Νις στις αρχές Νοεμβρίου 1443. Οι σταυροφόροι νίκησαν εύκολα και προχώρησαν να καταλάβουν τη Σόφια, απ’ όπου στις 4 Δεκεμβρίου ο Τσεζαρίνι έγραφε στην ενετική κυβέρνηση για την «εξαιρετική και ένδοξη νίκη» (excellent et gloriosa victoria) που τούς είχε χαρίσει ο Θεός.133 Ο Μπράνκοβιτς, παλιός πολεμιστής στα Βαλκάνια, γνώριζε κάθε δρόμο και πέρασμα στην οροσειρά τού Αίμου. Οι σταυροφόροι κουβαλούσαν μαζί τους βαρύ (αλλά ανεπαρκή) συρμό αποσκευών με προμήθειες, ενώ φτάνοντας στην περιοχή τού Έβρου (Μαρίτσα) βρήκαν την αντίσταση τού εχθρού πολύ αυξημένη. Οι Τούρκοι είχαν αποκλείσει τις προσβάσεις προς Αδριανούπολη και Κωνσταντινούπολη, κόβοντας δέντρα για την κατασκευή εμποδίων σε όλο το μήκος τού αρχαίου στρατιωτικού δρόμου από το Βελιγράδι προς τον Βόσπορο. Στην επιχείρηση των Τούρκων ερχόταν τώρα να προστεθεί η δριμύτητα τού χειμώνα. Συναντώντας αποφασιστική αντίθεση, υποφέροντας από το κρύο αλλά και από την έλλειψη πηγών ανεφοδιασμού, οι σταυροφόροι ξεκίνησαν την επιστροφή τους στα τέλη Δεκεμβρίου, πιεζόμενοι πολύ από τούς Τούρκους, τούς οποίους απώθησαν προς το τέλος τού μήνα σε μάχη κοντά στη Σόφια. Αν και οι σταυροφόροι έπρεπε να συνεχίζουν την υποχώρησή τους, νίκησαν και πάλι τούς Τούρκους στις αρχές Ιανουαρίου 1444 μεταξύ Πίροτ και Νις, παίρνοντας αριθμό σημαντικών αιχμαλώτων. Όμως δεν ήσαν διατεθειμένοι να ακολουθήσουν την τολμηρή συμβουλή τού Μπράνκοβιτς, να εδραιωθούν σε χειμερινά καταλύματα στη Σερβία, προκειμένου να επαναλάβουν την πορεία τους την άνοιξη. Ήθελαν να γυρίσουν στην πατρίδα τους και το έκαναν. Ο στρατός έφτασε στη Βούδα στις 2 Φεβρουαρίου, ταλαιπωρημένος από το κρύο και την πείνα: «Κρατώντας σε αδυνατισμένα χέρια», λέει ο Μπάμπινγκερ, «τα λάβαρα των απίστων, τα οποία είχαν πάρει ως λάφυρα πολέμου, επέστρεψαν στη χώρα τους εν μέσω πανηγυρισμών τού πληθυσμού τής ουγγρικής πρωτεύουσας, τραγουδώντας θριαμβευτικούς ύμνους».134
Αν και η εκστρατεία δεν άξιζε απολύτως θριαμβευτικούς ύμνους, όμως είχε πετύχει και είχε εντυπωσιάσει τον Μουράτ Β’, ο οποίος ήταν επίσης εντυπωσιασμένος από την αναταραχή στα Βαλκάνια και στην Ελλάδα, καθώς και από την ανανεωμένη εχθρότητα τού Ιμπραήμ μπέη τής Καραμανίας. Για να προετοιμαστεί για νέο πόλεμο με τον «Μεγάλο Καραμάνο», ο σουλτάνος ήθελε ειρήνη με τον βασιλιά Λάντισλας και κατεύθυνε τις προσπάθειές του προς αυτόν τον σκοπό κατά τη διάρκεια τής άνοιξης τού 1444. Η σουλτάνα Μάρα, κόρη τού Γεωργίου Μπράνκοβιτς, βοήθησε στις διαπραγματεύσεις, που έδειχναν να υπόσχονται στον πατέρα της κάποια αποκατάσταση τής χαμένης του δύναμης. Δύο γιοι τού Μπράνκοβιτς, ο Γρηγόριος και ο Στέφανος, τούς οποίους ο γαμπρός τους Μουράτ Β’ είχε συλλάβει και τυφλώσει πριν λίγα χρόνια, θα επιστρέφονταν επίσης στον πατέρα τους.
Ο πάπας Ευγένιος Δ’ είχε κατασκευάσει μια από εκείνες τις διηνεκείς αντι-τουρκικές συμμαχίες, που αυτή τη φορά περιλάμβανε την Ουγγαρία, τη Βενετία, τη Βουργουνδία και τη Ραγούσα. Η βουργουνδική συμμετοχή αποδείχθηκε ότι δεν ήταν τίποτε περισσότερο από απλή χειρονομία καλής θέλησης. Ο Φίλιππος ο Καλός έγραφε ενθαρρυντικές επιστολές στους Ενετούς, υποσχόμενος επιδοτήσεις για την προτεινόμενη ναυτική εκστρατεία εναντίον των Τούρκων. Ήταν πρόθυμος να κατασκευάσει και να εξοπλίσει τέσσερις γαλέρες στον ενετικό ναύσταθμο. Η Γερουσία (έχοντας κάνει την προσφορά) ήταν διατεθειμένη να το πράξει χωρίς πληρωμή για τούς σκελετούς των γαλερών σε περίπτωση απώλειας ή βλάβης, πράγμα που αποτελούσε περισσότερο από γενναιόδωρη προσφορά.135 Δεν θα μπορούσε κανείς να είναι βέβαιος για τον βαθμό στον οποίο ο Φίλιππος θα εκτίθετο ο ίδιος για τη χριστιανική υπόθεση, αλλά στην πραγματικότητα οι γαλέρες του θα πρόσφεραν πραγματική υπηρεσία υπό τούς Ζεφρέ ντε Τουασύ και Βαλεράν ντε Βαβρέν στη Ρόδο, στον Βόσπορο και κατά μήκος τού Δούναβη (το 1442-1445).136 Oι Οθωμανοί πρέσβεις, που είχαν σταλεί στην αυλή τής Βούδας, είχαν τις δυσκολίες τους, αν και ο ίδιος ο Μπράνκοβιτς προέτρεψε για ειρήνη την ουγγρική δίαιτα τον Απρίλιο τού 1444. Τώρα που ο ίδιος υποτίθεται ότι θα ανακτούσε το μεγαλύτερο μέρος τής Σερβίας, ο Μπράνκοβιτς βιαζόταν να σταματήσει τα σχέδια για τη συνέχιση τής σταυροφορίας.137
Όμως οι Λάντισλας και Τσεζαρίνι δεν ήθελαν να ακούσουν τίποτε για ειρήνη και με επιστολές τής 25ης και 28ης Απριλίου 1444 ο δεύτερος απαντούσε σε ερωτήσεις τής Ενετικής Γερουσίας με την κατηγορηματική διαβεβαίωση «ότι ναι, ο γαληνότατος άρχοντας βασιλιάς έχει σταθερά αποφασίσει και ορκιστεί σε μένα, μαζί με τούς βαρώνους και τούς άλλους άρχοντες και προκρίτους τού βασιλείου του, να προελάσει με ισχυρό στρατό εναντίον των απίστων Τούρκων αυτό ακριβώς το καλοκαίρι!»138 Ο Λάντισλας είχε δώσει τον συγκεκριμένο όρκο στις 15 τού μηνός στη δίαιτα τής Βούδας. Η Γερουσία είχε λάβει τις επιστολές τού Τσεζαρίνι με έκσταση χαράς. Μπορούσαν να συνεχίσουν τα σχέδιά τους για τον στόλο, ο οποίος θα ήταν πολύ σύντομα έτοιμος να αποπλεύσει για το στενό τής Καλλίπολης.139 Μάλιστα ο στόλος ήταν έτοιμος. Θα απέπλεε σύντομα και στο επόμενο κεφάλαιο θα παρακολουθήσουμε την πορεία του. Όσο για τον Τσεζαρίνι, ήταν απόλυτος μιλιταριστής. Η αποφασιστικότητά του να καταστείλει την αίρεση των Χουσσιτών με «σταυροφορίες» παρείχε σαφή απόδειξη τού γεγονότος. Όμως δεν είχε άλλη επιλογή, παρά να βαδίσει εναντίον των Τούρκων. Ο Ευγένιος Δ’ είχε υποσχεθεί στους Έλληνες ότι, όταν επέστρεφαν στην αγκαλιά τής εκκλησίας, θα έπαιρναν βοήθεια από τη Δύση και τώρα (ύστερα από κάποιες αμφιταλαντεύσεις) ήταν αποφασισμένος να τηρήσει αυτή την υπόσχεση.140
Οι επιστολές τού Κυριάκου Αγκωνίτη, που βρισκόταν στην αυλή τού σουλτάνου κατά τις κρίσιμες εβδομάδες τού Μαΐου και Ιουνίου 1444, μάς ενημερώνουν για τα γεγονότα που λάμβαναν χώρα τώρα στην Αδριανούπολη. Στις 12 Ιουνίου ή λίγο πριν ο Κυριάκος έγραφε σε φίλο, πιθανώς στον προστάτη του, τον πλούσιο Γενουάτη Αντρεόλο Τζουστινιάνι-Μπάνκα τής Χίου:
…Εξάλλου, όταν είχα κάνει προετοιμασίες για την αναχώρησή μου από την Αδριανούπολη για το Βυζάντιο, μάθαμε ότι απεσταλμένοι από την Ουγγαρία θα έρχονταν εδώ πολύ σύντομα για να δουν τον ίδιο τον σουλτάνο. Και καθώς είχα αποφασίσει να τούς περιμένω, υπήρξαμε μάρτυρες λίγες ημέρες αργότερα τής άφιξης των τεσσάρων απεσταλμένων, τούς οποίους συνόδευαν εξήντα περίπου ιππείς. Πρώτος ήταν ο Στόικα Γκίζντανιτς από τον επιφανή βασιλιά Λάντισλας τής Πολωνίας και τής Ουγγαρίας. Δεύτερος ο Βιτίσλαο από τον περίφημο διοικητή Ιωάννη Χούνιαντι. Οι άλλοι δύο ήσαν από τον Γεώργιο [Μπράνκοβιτς], δεσπότη τής πλούσιας σε ασήμι Μοισίας και τής σερβικής επαρχίας, ένας εκ των οποίων ήταν ο σεβάσμιος Μητροπολίτης Α[θανάσιος Φράσακ τής Σεμέντρια] και ο άλλος μάλιστα ο καγκελάριος [τού Μπράνκοβιτς, τού οποίου το όνομα ήταν Μπόγκνταν]. Και όταν μετά από δύο μέρες βρέθηκαν ενώπιον τής παρουσίας τού σεβαστού σουλτάνου, μπροστά ο βασιλικός απεσταλμένος, στη συνέχεια ο εκπρόσωπος τού δεσπότη και τελικά εκείνος τού ανδρείου Ιωάννη [Χούνιαντι], έδωσαν στον μεγάλο ηγεμόνα τις διαπιστευτήριες επιστολές τους, γραμμένες στα λατινικά, ελληνικά και σερβικά, ενώ ο καθένας παρουσίασε τα δικά του μικρά δώρα…
Ύστερα από μερικές ημέρες συζητήσεων ως προς την επιστροφή πόλεων που είχαν καταληφθεί από τούς Τούρκους, οι οποίοι ήθελαν κυρίως να διατηρήσουν το Γκόλουμπατς στον Δούναβη, ο σουλτάνος συμφώνησε σε όλα τα σημεία και κανόνισε να στείλει στη Βούδα ως απεσταλμένους του τον Σουλεϊμάν μπέη και κάποιον Έλληνα ονομαζόμενο Βρανά, για να συνάψουν δεκαετή ειρήνη με τον βασιλιά Λάντισλας και τούς οπαδούς του.141 Έχουμε το κείμενο τής επιστολής τού Μουράτ Β’ προς τον Λάντισλας με ημερομηνία 12 Ιουνίου, που τελειώνει με την τουρκική κατανόηση ότι «πρέπει να έχουμε καλή και σταθερή ειρήνη με την Εξοχότητά σας, χωρίς καμία επιφύλαξη ή απάτη για δέκα χρόνια και γι’ αυτό στέλνουμε τον ευγενή και διακεκριμένο υπήκοό μας Σουλεϊμάν μπέη, ώστε η Εξοχότητά σας, αν είναι πρόθυμη, να ορκιστεί προσωπικά, με ειλικρίνεια και πίστη και χωρίς καμία επιφύλαξη, ότι θα διατηρήσει καλή και σταθερή ειρήνη μαζί μας για δέκα χρόνια».142
Έχει υπάρξει από καιρό κάποια διαφωνία κατά πόσον η χριστιανική καταστροφή στη Βάρνα τον Νοέμβριο τού 1444 αποτελούσε συνέπεια κάποιας υπόσχεσης προς τον Μουράτ Β’, που δεν τηρήθηκε. Σε γενικές γραμμές φαίνεται λογικό να υποτεθεί ότι ούτε ο Μουράτ ούτε οι χριστιανοί σκόπευαν να διατηρήσουν την ειρήνη «χωρίς καμία πονηριά ή προδοσία, ακόμη και για δέκα χρόνια» (sine aliquo dolo vel fraude usque ad annos decem). Την ίδια την ημέρα τής επιστολής τού Μουράτ προς τον Λάντισλας (12 Ιουνίου 1444), ο Κυριάκος Αγκωνίτης έγραφε επιστολή θαυμασμού, που αναμφίβολα απευθυνόταν στον Ιωάννη Χούνιαντι, σύμφωνα με την οποία ο τελευταίος σύντομα θα μάθαινε τι είχε συμβεί στην Αδριανούπολη, τόσο με τη δική του πρεσβεία, όσο και με την επιστολή τού σουλτάνου, έτσι ώστε αυτός, ο βασιλιάς Λάντισλας και ο Μπράνκοβιτς να γνωρίζουν τι να κάνουν: «Για εσάς λοιπόν και για την έντιμη και ευγενή θρησκευτική εκστρατεία των χριστιανών, ελπίζουμε ότι όλα τα πράγματα θα προκύψουν ακόμη καλύτερα και πιο ευνοϊκά».143 Ο Κυριάκος ήταν καλά πληροφορημένος. Είχε συναντήσει τούς Ούγγρους και Σέρβους απεσταλμένους, αλλά προφανώς εξακολουθούσε να σκέφτεται με όρους σταυροφορίας εναντίον των Τούρκων. Τρεις εβδομάδες νωρίτερα (στις 21 ή 22 Μαΐου) ο σουλτάνος τον είχε δεχθεί σε ακρόαση μαζί με τον Φραντσέσκο Ντραππέριο, Γενουάτη απεσταλμένο και ιδιοκτήτη πλούσιων ορυχείων στυπτηρίας στη Νέα Φώκαια, στην ακτή τής Ανατολίας.144 Περίπου μία βδομάδα αργότερα (στις 18 Ιουνίου) ο Κυριάκος έστελνε στον φίλο του Τζουστινιάνι τη δική του πομπώδη εκδοχή τής μορφής την οποία πρέπει να είχε δώσει ο Λατίνος μεταφραστής στην επιστολή τού Μουράτ προς τον Λάντισλας, τής οποίας, όπως είδαμε, είχε εξασφαλίσει αντίγραφο.145
Ο Κυριάκος δεν περίμενε ότι θα τηρηθεί η ειρήνη και αυτό προκύπτει σαφώς από τη σημαντική επιστολή που έγραψε, σίγουρα προς τον Χούνιαντι, από το Πέρα τής Κωνσταντινούπολης στις 24 Ιουνίου. Είχε ήδη γράψει όσα τολμούσε να γράψει από την Αδριανούπολη [στις 12 Ιουνίου], αλλά για τον φόβο των Τούρκων θα συζητούσε τις επικρατούσες συνθήκες σε μεγαλύτερη έκταση και ιδιαίτερα την ειρήνη που είχαν επιβάλει οι πρέσβεις στον σουλτάνο (coacta pax), την οποία, όπως πίστευε ο Κυριάκος, ο Μουράτ είχε δεχτεί απλώς για την προστασία τής Θράκης από επιθέσεις, όσο ο ίδιος θα απουσίαζε στη Μικρά Ασία. Όμως οι Τούρκοι δεν βασίζονταν ιδιαίτερα σε αυτή την ειρήνη, γιατί όντας ιδιαίτερα φοβισμένοι, όπως μπορούσαν να διαβεβαιώσουν οι άνθρωποι τού Χούνιαντι, επισκεύαζαν βιαστικά τα τείχη και οχύρωναν τούς πύργους τής Αδριανούπολης, ενώ ταυτόχρονα εφοδίαζαν τούς στρατιώτες τους «για φυγή μάλλον παρά για μάχη». Θα προωθούνταν ο πόλεμος εναντίον τού Καραμάνου, αλλά όταν ο Ιμπραήμ μπέης υποδουλωνόταν, κατευναζόταν ή διωχνόταν από την Κόνυα (Ικόνιο), ο σουλτάνος θα περνούσε ξανά τον Ελλήσποντο, φέρνοντας μαζί του ακόμη μεγαλύτερο στρατό, για να εισβάλει και πάλι στη Mοισία και την Ουγγαρία: «Θα προσπαθήσει με όλες τις δυνάμεις του να εκδικηθεί για τις παλιές και πρόσφατες ζημιές που τού έχετε κάνει!» Για τον Κυριάκο η δεκαετής ειρήνη ήταν τερατώδες τέχνασμα τού σουλτάνου για να κερδίσει χρόνο (pax haec improba et penitus execranda … pax maligna). Ο Χούνιαντι και τα μέλη τής χριστιανικής συμμαχίας έπρεπε να κινηθούν εναντίον τής Θράκης και τού Ελλησπόντου: «Ελάτε, μεγάλοι ηγεμόνες, κηρύξτε πόλεμο αντάξιο τής χριστιανικής θρησκείας και μακάρι να μη σταματήσετε ποτέ να διεξάγετε την ιερή και ένδοξη εκστρατεία, που έχει ήδη αρχίσει υπό ευτυχισμένη αιγίδα, με την κατάληξη που επιθυμούμε πολύ!»146 Σε αυτόν τον αγώνα ζωής ή θανάτου, που θα καθόριζε την τύχη των Βαλκανίων για τέσσερις αιώνες, καμία πλευρά δεν έπρεπε να δεσμεύεται από κομμάτια χαρτιού, γιατί κάθε αντίπαλος ήξερε καλά τι σκεφτόταν ο άλλος, ενώ ήξερε επίσης ότι σε αυτό το παιχνίδι δεν υπήρχαν κανόνες.
Όμως κάποια εχθρότητα έχει προκληθεί μεταξύ των ιστορικών από το άκρως αντικρουόμενο πρόβλημα τού κατά πόσον ο Λάντισλας επικύρωσε ή όχι τη συνθήκη τής Αδριανούπολης (τής 12ης Ιουνίου) με όρκο που έδωσε στο Σέγκεντ προς το τέλος Ιουλίου 1444. Έχουμε ήδη αναφερθεί σε αυτή τη διαμάχη. Οι Πολωνοί ιστορικοί Αντόνι Προχάσκα και Όσκαρ Χαλέτσκι έχουν προσπαθήσει να απαλλάξουν τον νεαρό σταυροφόρο τής Βάρνας από την κατηγορία τής επιορκίας. Σε υπεράσπιση τής θέσης τους μπορεί να τεθεί το ερώτημα (έστω και αν όρκος που δινόταν σε άπιστο, έτσι κι αλλιώς δεν επέσυρε κυρώσεις κατά το θρησκευτικό κανονικό δίκαιο), άραγε γιατί να μπει ο Λάντισλας στον κόπο να ορκιστεί για μία συνθήκη, την οποία ήξερε ότι θα καταγγείλει μια βδομάδα αργότερα; Δεν μπορούσε να έχει επικυρώσει τη συνθήκη πριν από τις 26 Ιουλίου, ενώ στις 4 Αυγούστου ορκιζόταν να συνεχίσει τη σταυροφορία. Όσο κι αν τέτοιο ασυμβίβαστο φέρνει τώρα σε αμηχανία, ο Παλλ έχει προβάλει ισχυρά επιχειρήματα για να αποδείξει ότι ο Λάντισλας υπήρξε όντως επίορκος.147 Φυσικά δεν χρειαζόταν να ορκιστεί ο Λάντισλας. Η μεθόδευση με την οποία προσποιήθηκαν ότι έκαναν ειρήνη τον Ιούνιο, με σκοπό την παραπλάνηση τού σουλτάνου Μουράτ Β’, είχε ήδη πετύχει τον σκοπό της (στο βαθμό που τον παραπλάνησε πραγματικά). Όμως αν ο Λάντισλας δεν είχε επικυρώσει τη συνθήκη, την οποία είχε διαπραγματευτεί με τον σουλτάνο Μουράτ στην Αδριανούπολη τον Ιούνιο ο πλήρως εξουσιοδοτημένος από αυτόν Στόικα Γκίζντανιτς, τότε είχε παραβιάσει την υπόσχεση που έδινε ρητά στη συστατική επιστολή (με ημερομηνία τις 24 τού προηγούμενου Απριλίου), με την οποία είχε εφοδιάσει τον Γκίζντανιτς καθώς ο τελευταίος ετοιμαζόταν για την αποστολή του.148
Εν πάση περιπτώσει, όπως γνωρίζουμε, η κατηγορία κατά τού Λάντισλας για επιορκία εμφανίζεται ήδη από το 1445 σε δύο επιστολές τού νεαρού Μωάμεθ [Β’] και, πιο σημαντικά, σε κάποιες επιστολές τού ανθρωπιστή Αινεία Σύλβιου (μετέπειτα πάπα Πίου Β’), γραμμένες επίσης λίγο μετά τη Βάρνα, οι οποίες απέκτησαν περαιτέρω κυκλοφορία στα έργα τού Φίλλιπο Μπουονακόρσι (Καλλίμαχου) και τού Πολωνού ιστορικού Γιαν Ντίγκος.149 Αν και τα έθνη τής Δυτικής Ευρώπης προστατεύονταν στην πολιτική και πολιτιστική τους ανάπτυξη, από τον ύστερο 15ο αιώνα μέχρι τον 17ο, από τούς Πολωνούς και τούς Ούγγρους, τούς Σέρβους και τούς Βλάχους, οι σύγχρονοι ιστορικοί έχουν υποβάλει σε πολύ δυσμενή κριτική ορισμένους από αυτούς (συμπεριλαμβανομένου τού Λάντισλας Γιαγκελλόνιου), οι οποίοι στην εποχή τους υπερασπίστηκαν τον ευρωπαϊκό πολιτισμό και τον Χριστιανισμό κατά των Τούρκων. Όμως, στις γενιές που ακολούθησαν τον θάνατό του, πίστευαν ευρέως ότι το θύμα τής Βάρνας είχε υποστεί θεία τιμωρία για την παραβιασμένη υπόσχεσή του. Δεν έχει σημασία αν το ψέμα ειπώθηκε στην Αδριανούπολη, στα μέσα Ιουνίου ή στο Σέγκεντ στα τέλη Ιουλίου. Το ψέμα σαφώς ειπώθηκε από ιδιαιτέρως παρενοχλούμενο, σε σύγχυση και εξημμένο νεαρό άνδρα, που πήρε σκληρά τη σοβαρή ευθύνη, την οποία το πεπρωμένο είχε τοποθετήσει στους ώμους του. Καθώς τα μεγάλα γεγονότα στον βορρά κινούνταν προς την οριστική επίλυσή τους, η τύχη των ελληνικών και των λατινικών κρατών στην Ανατολική Μεσόγειο κρεμόταν στη ζυγαριά. Καθώς οι Λάντισλας και Χούνιαντι διεκδικούσαν το μέλλον των Βαλκανίων από τον Μουράτ, προσδιόριζαν επίσης το μέλλον τής αποδυναμωμένης αυτοκρατορίας τού Βυζαντίου και τού «δεσποτάτου» τού Μοριά, των ενετικών αποικιών στην Ελλάδα και το Αιγαίο και τού φλωρεντινού δουκάτου τής Αθήνας.
<-1. Η Βενετία και η αποτυχία των Λατίνων να ανακόψουν την οθωμανική προέλαση στην Ελλάδα (1402-1431) | 3. Η Σταυροφορία τής Βάρνας και τα επακόλουθά της (1444-1453)-> |