04. Η πολιορκία και η άλωση τής Κωνσταντινούπολης (1453)

<-3. Η Σταυροφορία τής Βάρνας και τα επακόλουθά της (1444-1453) 5. Κίνδυνοι και προβλήματα μετά την άλωση τής Κωνσταντινούπολης (1453-1455)->

4
Η πολιορκία και η άλωση τής Κωνσταντινούπολης (1453)

Image Image

Από τη στιγμή τής δεύτερης ανόδου του στον θρόνο τού πατέρα του, τον Φεβρουάριο τού 1451, ο σουλτάνος Μωάμεθ Β’ ξεκινούσε για την εκπλήρωση τού ονείρου του να κατακτήσει την Κωνσταντινούπολη. Όμως ο βαθμός τής φιλοδοξίας του δεν ήταν ακόμη σαφής, ενώ η προσωπικότητά του παρέμενε μυστήριο για τούς συγχρόνους του. Τον Απρίλιο ο αυτοκράτορας Κωνσταντίνος ΙΑ’ Παλαιολόγος έστειλε κάποιον Ανδρόνικο Λεοντάρη σε πρεσβεία στη Βενετία, τη Φερράρα, τη Ρώμη και τη Νάπολη, για να αναζητήσει βοήθεια εναντίον τού νέου σουλτάνου, η νεαρή ηλικία τού οποίου, όπως ίσως νόμιζαν, θα παρείχε στους Έλληνες και τούς Λατίνους την ευκαιρία να προχωρήσουν εναντίον των Τούρκων. Περί τις αρχές Ιουνίου (1451) ο Λεοντάρης είχε φτάσει στη Βενετία, όπου ένας από τούς στόχους του αποσαφηνίζεται, καθώς στις 11 τού μηνός η Γερουσία αρνιόταν να δεχθεί τον δασμό που ο αυτοκράτορας ήθελε να επιβάλει στα εμπορεύματα, καθώς και τον περιορισμό που πρότεινε να τεθεί στις εξαγωγές δερμάτων από την Κωνσταντινούπολη.1 Στα έγγραφα δεν αναφέρεται τίποτε για έκτακτη ανάγκη και ο Λεοντάρης προφανώς δεν προσκόμιζε προειδοποίηση ιδιαίτερης απειλής για την αποδυναμωμένη Βυζαντινή «αυτοκρατορία».2

Προς το τέλος τού Ιουνίου (1451) η Γερουσία τής Βενετίας ετοιμαζόταν η ίδια να στείλει δύο πρεσβείες στην Ανατολή. Ο Λορέντσο Μόρο θα πήγαινε ως απεσταλμένος τής Δημοκρατίας στον Μωάμεθ Β’ και ο Φραντσέσκο Βενιέρ ως απεσταλμένος στον Ιμπραήμ μπέη, τον Μεγάλο Καραμάνο τής Μικράς Ασίας, τον κύριο ανατολικό εχθρό των Οθωμανών. Ο Ιμπραήμ μπέης θεωρούσε ότι εύρισκε ευκαιρία με την άνοδο τού Μεχμέτ στον θρόνο και προσπαθούσε ήδη να ξεσηκώσει προβλήματα στο Τζερμιγιάν και στα παράκτια εμιράτα τού Αϊδινιού και τού Μεντεσέ.3 Όμως ο Λορέντσο Mόρο θα παρηγορούσε τον Μωάμεθ για την απώλεια τού πατέρα του και θα τον συνέχαιρε για την άνοδό του στον θρόνο τού σουλτανάτου. Θα διακήρυσσε επίσης στον Μωάμεθ ειρήνη, ειδικά στη Βοσνία, ενώ (μεταξύ άλλων καθηκόντων) θα πίεζε για την πληρωμή τού χρέους, το οποίο ο Νέριο Β’ Ατσαγιόλι, Τούρκος υπήκοος ως «κύριος Θηβών και Αθηνών» (dominus Stives et Sitines), όφειλε στην εμπορική επιχείρηση και στην οικογένεια των Ρουτσίνι. Φεύγοντας από την οθωμανική αυλή ο Μόρο θα κατευθυνόταν στην Κωνσταντινούπολη, με εντολή να καταθέσει έντονη διαμαρτυρία κατά των παράνομων δραστηριοτήτων των αδελφών τού Κωνσταντίνου ΙΑ’ στον Μοριά. Ο δεσπότης Θωμάς Παλαιολόγος είχε καταλάβει πολλά εδάφη (plura territoria) στην περιοχή τής Μεθώνης, ενώ ο δεσπότης Δημήτριος είχε κάνει το ίδιο στην περιοχή τού Ναυπλίου, ενετικά εδάφη φυσικά, ενώ οι πολλές διαμαρτυρίες τής Σινιορίας δεν είχαν αποφέρει παρά «καλά λόγια χωρίς αποτέλεσμα» (bona verba sine ullo effectu). Ο Μόρο θα καθιστούσε σαφές στον αυτοκράτορα ότι η Βενετία δεν θα ανεχόταν πλέον την κατοχή εδαφών και τον σφετερισμό δικαιωμάτων που ανήκαν σε πολίτες και υπηκόους της. Επιπλέον, δεδομένου ότι ο Mόρο αναμφίβολα δεν θα έφτανε στην Κωνσταντινούπολη πριν από την επιστροφή τού Ανδρόνικου Λεοντάρη στην πατρίδα του, ο Κωνσταντίνος θα τον ρωτούσε για την ενετική απάντηση στα αιτήματα τού Λεοντάρη προς τη Σινιορία στο όνομα τού αυτοκράτορα. Αν γινόταν αυτό, τότε ο Mόρο έπρεπε να απαντήσει με τα λόγια των αποφάσεων τής Γερουσίας (τής 11ης και 12ης Ιουνίου), αντίγραφα των οποίων τού είχαν δοθεί και κατά τις οποίες οι προτάσεις τού αυτοκράτορα δεν βρίσκονταν σε συμφωνία με την «αρχαιοτάτη φιλία και καλή διάθεση» (antiquissima amicicia et benivolentia), που είχε από καιρό υπάρξει μεταξύ των Παλαιολόγων και τής Δημοκρατίας.4

Ο Φραντσέσκο Βενιέρ επρόκειτο να αρχίσει το ταξίδι του προς ανατολάς, μαζί με τον Μόρο, με τη γαλέρα Μπαρμπάντικα, που θα τον μετέφερε στον Χάνδακα τής Κρήτης. Άλλη γαλέρα θα τον πήγαινε από εκεί στην Κύπρο, στην αυλή τού βασιλιά Ιωάννη Β’, που βρισκόταν σε φιλοπόλεμη αντίθεση με τον «Μεγάλο Καραμάνο». Ο Βενιέρ έπρεπε να μάθει τις λεπτομέρειες για τις «διαφορές και διαφωνίες που υπήρχαν μεταξύ εκείνου [του Ιωάννη] και τού εν λόγω Καραμάνου» (differentiae et discordiae existentes inter [Johannem] et dictum Caramanum) και στη συνέχεια να μεταβεί στην Καραμανία, για να προσπαθήσει να κάνει ειρήνη μεταξύ τού Ιμπραήμ μπέη και των Κυπρίων. Κατά την επιστροφή του έπρεπε να αναφέρει την έκταση τής επιτυχίας (ή αποτυχίας) του στον Ιωάννη στην Κύπρο. Περί το τέλος Δεκεμβρίου 1451 ο Βενιέρ βρισκόταν ακόμη κάπου στην Καραμανία ή στην Κύπρο (ή καθ’ οδόν προς την πατρίδα του) και η Γερουσία έγραφε στην αποικιακή κυβέρνηση στην Κρήτη να τον εντοπίσει και να επιταχύνει το ταξίδι του προς την Αδριατική «και από εκεί ενώπιόν μας» (et inde ad presentiam nostram). Ο Ιωάννης, πιεζόμενος σκληρά από τον Καραμάνο και από τον σουλτάνο τής Αιγύπτου, δεν ήταν σε θέση να πληρώσει τα χρέη του προς τη Βενετία και προς διάφορους Ενετούς. Η ειρήνη με τον Καραμάνο θα ελευθέρωνε τον Ιωάννη από πηγή εξόδων και ανησυχίας και τότε ίσως διευθετούσε κάποιες από τις απέναντί του αξιώσεις. Αυτός ήταν ο σκοπός τής αποστολής τού Βενιέρ, στον βαθμό που τα έγγραφα τον αποκαλύπτουν.5 Η αποστολή του δεν περιέχει καμία αναφορά στους Τούρκους. Αν ο Ιμπραήμ μπέης πρότεινε να κάνει η Βενετία κάποια κίνηση εναντίον τού Μωάμεθ Β’, ο Βενιέρ πολύ πιθανό θα απαντούσε ότι δεν είχε εξουσιοδότηση να ασχοληθεί με την πρόταση, αλλά ότι μπορούσε να μεταφέρει στην κυβέρνησή του κάθε μήνυμα που ενδεχομένως ήθελε να στείλει ο Ιμπραήμ μπέης. Όσον αφορά τη Βενετία, οι Τούρκοι δεν φαίνονταν να αποτελούν μεγαλύτερο πρόβλημα απ’ ό,τι είχαν υπάρξει για δεκαετίες.

Όμως ολόκληρο αυτό το διάστημα ο Μωάμεθ Β’ καλλιεργούσε το πάθος τής παιδικής του ηλικίας, την κατάληψη τής Κωνσταντινούπολης, η οποία θα τού έδινε τον τίτλο τού Πορθητή (Φατίχ) και θα τον έκανε ξεχωριστό ηγεμόνα και καμάρι τού οίκου των Οσμανλήδων (Οθωμανών). Εναπόκειτο στον Μωάμεθ ως πολεμιστή τού Ισλάμ (γαζή) να ξεκινήσει τη βασιλεία του με νίκη επί των απίστων χριστιανών. Άραγε τι χειρότερος εχθρός υπήρχε από τον Έλληνα αυτοκράτορα και την ελληνική μητρόπολη, ευρισκόμενη τώρα εν μέσω τής οθωμανικής επικράτειας, κέντρο Ορθόδοξων κληρικών, Φράγκων σταυροφόρων και Λατίνων εμπόρων; Όταν έγινε σουλτάνος, ο Μωάμεθ μπορούσε πια να επιδιώκει τη φιλοδοξία του χωρίς αντίδραση ή εμπόδια από κανένα, περιλαμβανομένου τού μεγάλου βεζύρη Χαλίλ πασά, που θεωρούνταν γενικά φίλος των Ελλήνων. Για μήνες τώρα η προσοχή τής Ευρώπης καρφωνόταν στις ακτές τού Βοσπόρου, ενώ μάλιστα λίγα γεγονότα έχουν προκαλέσει μεγαλύτερη έξαψη στους συγχρόνους τους ή συνακόλουθο προβληματισμό από την οθωμανική πολιορκία και κατάκτηση τής Κωνσταντινούπολης.

Μια άλλη βυζαντινή πρεσβεία εστάλη στη Βενετία, Φλωρεντία, Ρώμη κα «σε άλλες δυνάμεις τής Ιταλίας» (et ad alias potentias Italie), αλλά τώρα με επίσημες προειδοποιήσεις για την έκταση των τουρκικών προετοιμασιών. Οι Ενετοί συμφωνούσαν να στείλουν προμήθειες στην Κωνσταντινούπολη, αλλά πριν υποσχεθούν στους Έλληνες ένοπλη βοήθεια, ήθελαν να δουν τι θα κάνουν οι άλλες δυνάμεις. Υπενθύμιζαν στον πρέσβη ότι ο πόλεμος στη Λομβαρδία, στον οποίο θα έρθουμε στο επόμενο κεφάλαιο, περιόριζε τη διακαή επιθυμία τους να βοηθήσουν την απειλούμενη πόλη. Όμως απεύθυναν ισχυρές εκκλήσεις προς τον πάπα Νικόλαο Ε’ και την παπική κούρτη για γρήγορη δράση κατά των Τούρκων, υποσχόμενοι κάθε δυνατή συμβολή σε μια τέτοια επιχείρηση. Η Γερουσία αποφάσισε επίσης να απευθύνει εκκλήσεις προς τον αυτοκράτορα Φρειδερίκο Γ’, καθώς και προς τούς βασιλείς τής Αραγωνίας και τής Ουγγαρίας, εκλιπαρώντας την απαραίτητη βοήθειά τους για τη σωτηρία τής Κωνσταντινούπολης, «ενημερώνοντάς τους επιπλέον για τα μέτρα που έχουμε πάρει από την πλευρά μας και δηλώνοντας ότι αυτά σε καμία περίπτωση δεν επαρκούν για την αντιμετώπιση μιας τόσο μεγάλης κρίσης».6

Κατά τη διάρκεια τής άνοιξης και τού καλοκαιριού τού 1452 ο Μωάμεθ Β’ έχτισε το Ρούμελι Χισάρ (Κάστρο τής Ρωμυλίας) στην ευρωπαϊκή πλευρά τού Βοσπόρου, στο στενό απέναντι από το Αναντολού Χισάρ (Κάστρο τής Ανατολίας), όπου βρίσκονται ακόμη τα ερείπια τού παλαιού φρουρίου τού Βαγιαζήτ Α’ τού «Κεραυνού». Στο σημείο αυτό η Ευρώπη απέχει λιγότερο από μισό μίλι από την Ασία. Εδώ τα δύο κάστρα στέκονται ως φύλακες τού θαλάσσιου δρόμου για περισσότερο από πέντε αιώνες, όπου μεγάλες εκτάσεις των τειχών και των πύργων τού Ρούμελι Χισάρ (που αποκαταστάθηκε το 1953) εξακολουθούν να υπάρχουν. Το κατασκεύασαν οι δυνάμεις τού σουλτάνου μέσα σε μόλις τρεις ή τέσσερις μήνες, «το πιο βαριά οχυρωμένο κάστρο στον κόσμο», λέει ο Κριτόβουλος, «και το πιο ασφαλές και διάσημο».7 Ο Μεχμέτ πέρασε μήνες συγκεντρώνοντας μεγάλο στρατό και στόλο. Σύμφωνα με τον Σφραντζή κήρυξε επίσημα τον πόλεμο στο Βυζάντιο ήδη από τον Ιούνιο τού 1452, όταν έστειλε στρατό να εισβάλει στα περίχωρα τής πόλης, συλλαμβάνοντας τούς κατοίκους των προαστείων. Μετά την ολοκλήρωση τού Ρούμελι Χισάρ στις 31 Αυγούστου, έφυγε από εκεί και εμφανίστηκε ο ίδιος κάτω από τα τείχη τής ελληνικής πρωτεύουσας σε περιήγηση επιθεώρησης των οχυρώσεών της, αναχωρώντας από εκεί για την Αδριανούπολη στις 3 Σεπτεμβρίου.8 Η αυτοκρατορική κυβέρνηση στην Κωνσταντινούπολη πέρασε τον χειμώνα παίρνοντας τα μέτρα που μπορούσε να πάρει για να προετοιμάσει την πόλη για την επερχόμενη επίθεση. Τα τείχη ενισχύθηκαν και τουλάχιστον μια εγκαταλειμμένη τάφρος ανοίχτηκε και πάλι από τον Κεράτιο κόλπο.

Κάποιος Νικολό Μπάρμπαρο, γιατρός ή χειρουργός ενετικού πλοίου, που αποκλείστηκε στην πόλη κατά τη διάρκεια τής πολιορκίας, μάς έχει αφήσει πλήρη περιγραφή τής καταστροφής στις χρονολογημένες μέρα με τη μέρα καταχωρήσεις στο ημερολόγιό του. Βοήθεια ερχόταν στην πόλη, όπως αναφέρει ο Μπάρμπαρο, απρογραμμάτιστα, ακόμη και ακούσια, με την άφιξη κάποιων ενετικών, γενουάτικων και κρητικών πλοίων, ως επί το πλείστον εμπορικών. Μεταξύ των υπερασπιστών τούς οποίους η τύχη ανέβασε έτσι στη σκηνή ήταν ο Γκαμπριέλε Τρεβιζάν, διοικητής δύο ελαφριών ενετικών γαλερών και ο Τζάκομο Κόκκο, καπετάνιος μιας ενετικής γαλέρας Τραπεζούντας, όπου και οι δύο θα διαδραμάτιζαν σημαντικούς ρόλους κατά τον προσεχή αγώνα. Καθώς πλησίαζε ο χειμώνας, έφτασε στον Βόσπορο ο Ισίδωρος, ο «καρδινάλιος Ρωσίας», με διακόσιους άνδρες, συμπεριλαμβανομένων πυροβολητών και βαλλιστών, για να υπερασπιστεί την πόλη και για να γιορτάσει την ένωση των Εκκλησιών, όπως έγινε στις 12 Δεκεμβρίου (1452) σε τελετή στην οποία, προς αποστροφή των ανθενωτικών, παρευρέθηκε ο Κωνσταντίνος ΙΑ’ στην Αγία Σοφία. Η αρχή τού ημερολογίου τού Μπάρμπαρο είναι γεμάτη από τέτοια θέματα, με καταγραφή των ανδρών και σκαφών που ήσαν διαθέσιμα για την άμυνα, όταν οι Τούρκοι θα περικύκλωναν την πόλη.9

Προς το τέλος Ιανουαρίου έφτασε με δύο μεγάλες γαλέρες ο Γενουάτης στρατιώτης Τζιοβάννι Τζουστινιάνι-Λόνγκο. Είχε στα πλοία του 400 πάνοπλους (κατάφρακτους) άνδρες στρατολογημένους στη Γένουα, εκτός από τούς ναυτικούς του, ενώ είχε στρατολογήσει και αριθμό άλλων στη Χίο και τη Ρόδο, ανεβάζοντας τη συνολική του δύναμη σε 700 περίπου άνδρες. Ο Κριτόβουλος αναφέρει φήμη ότι ο Τζουστινιάνι είχε προσκληθεί να έρθει στην Κωνσταντινούπολη από τον αυτοκράτορα, ο οποίος λεγόταν ότι τού είχε υποσχεθεί το νησί τής Λήμνου, αν οι χριστιανοί πετύχαιναν στην αντιμετώπιση των Τούρκων. Ο Δούκας περιγράφει την υπέροχη υποδοχή που επιφυλάχθηκε στον Τζουστινιάνι, ενώ προσθέτει ότι η εκχώρηση τής Λήμνου ήταν εξασφαλισμένη με χρυσόβουλλο.10 Ο σκληραγωγημένος Γενουάτης στρατιωτικός ανέλαβε τη γενική ευθύνη τής άμυνας τής πόλης, παίρνοντας τον βαθμό τού πρωτοστράτορα. Στις 2 Απριλίου απλώθηκε στην είσοδο τού Κερατίου η μεγάλη σιδερένια αλυσίδα που εδραζόταν σε ξύλινες βάσεις, για να εμποδίζει την είσοδο εχθρικών πλοίων στο εσωτερικό τού λιμανιού.11 Ο νεαρός σουλτάνος και ο οθωμανικός στρατός έφταναν τότε στα περίχωρα τής πρωτεύουσας.

Λέγεται ότι ο Μωάμεθ Β’ είχε φύγει από την Αδριανούπολη για τις ακτές τού Βοσπόρου την Παρασκευή 23 Μαρτίου.12 Ο Κριτόβουλος αναφέρει ότι η πορεία κράτησε δέκα μέρες,13 ενώ ο Σφραντζής δίνει την 4η Απριλίου ως ημερομηνία άφιξής του.14 Ο Μπάρμπαρο μάς πληροφορεί ότι στις 5 Απριλίου, ανάμεσα στις 8 και 9 το βράδυ, ο Μεχμέτ στρατοπέδευσε με 160.000 άνδρες δυόμιση μίλια μακριά από τα δυτικά, χερσαία τείχη, που αναπτύσσονταν σε μαγευτική γραμμή από τον Κεράτιο κόλπο μέχρι τη θάλασσα τού Μαρμαρά (Προποντίδα). Στις 6 τού μηνός πλησίασε στο ένα μίλι από τα τείχη. Ήταν Παρασκευή και μετά την προσευχή άρχισε η πολιορκία.15

Η κατάληψη τής Κωνσταντινούπολης από τούς Τούρκους είναι ένα από τα αξιοσημείωτα γεγονότα τού 15ου αιώνα, ενώ η οκτώ εβδομάδων περικύκλωση τής πόλης από τον Μωάμεθ Β’ αποτελεί μια από τις πιο διάσημες πολιορκίες στην ιστορία. Σηματοδότησε επίσης την έναρξη νέας εποχής στην τεχνική τού πολέμου, γιατί οι Τούρκοι χρησιμοποίησαν ένα τεράστιο κανόνι σε πιο εκτεταμένη κλίμακα από εκείνη στην οποία συνήθιζαν μέχρι τότε οι Ευρωπαίοι. Ο Μωάμεθ άρχισε τις επιχειρήσεις εγκαθιστώντας αριθμό πυροβολαρχιών κατά μήκος τού χερσαίου ή δυτικού τείχους. Έστησε τη σκηνή του απέναντι από την «στρατιωτική» Πύλη Αγίου Ρωμανού [σήμερα Σουλουκουλέ Καπισί],16 η οποία προφανώς κατά τη διάρκεια τής πολιορκίας ονομαζόταν παλαιόν Πέμπτον («πέμπτη στρατιωτική πύλη»;). Βρίσκεται στην κοιλάδα τού ποταμού Λύκου. Οι Γενίτσαροι είχαν στρατοπεδεύσει ως επί το πλείστον μεταξύ τής σκηνής τού σουλτάνου και των τειχών, απέναντι από το βόρειο τμήμα τού Mεσοτειχίου («μεσαίο τείχος»), την πιο ευάλωτη θέση στο συνολικό ανάπτυγμα των δυτικών οχυρώσεων. Λεπτομέρειες τής πολιορκίας, όπως αναφέρονται στις περιγραφές των ανθρώπων τής εποχής, ορισμένες φορές δεν συμβιβάζονται εύκολα με την τοπογραφία τής περιοχής. Το «Μεσοτείχιον» βρισκόταν προφανώς αρκετά νότια τής Πύλης Χαρισίου [της σύγχρονης Εντίρνε Καπί, Πύλης Αδριανούπολης]. Στο βόρειο άκρο του κατηφόριζε μέσα από την κοιλάδα τού Λύκου στην Πέμπτη πύλη (Πέμπτον), στην οποία την εποχή τής πολιορκίας φαινόταν ότι είχε δοθεί το όνομα Πύλη Αγίου Ρωμανού. Η κανονική Πύλη Αγίου Ρωμανού ήταν αστική πύλη που βρισκόταν λίγο νοτιότερα [σήμερα Τοπ Καπί ή «Πύλη τού Κανονιού»]. Είχε πάρει το όνομά της από κοντινό εκκλησάκι. Τα χερσαία τείχη διέθεταν «πολιτικές» και «στρατιωτικές» πύλες, αν και η διάκριση αυτή δεν αναφέρεται στα κείμενα τού 15ου αιώνα. Οι πολιτικές πύλες, που χρησιμοποιούνταν από το κοινό σε καιρό ειρήνης, οδηγούσαν προς και από την πόλη πάνω από γέφυρες, οι οποίες αφαιρούνταν όταν υπήρχε κίνδυνος επίθεσης. Η χερσαία πρόσβαση στην πόλη προστατευόταν από υψηλό εσωτερικό τείχος (το μέγα τεῖχος) και χαμηλότερο εξωτερικό τείχος (το προτείχισμα). Έξω από το χαμηλότερο τείχος υπήρχε φαρδύς πεζόδρομος (περίβολος), προστατευόμενος από στηθαίο με πολεμίστρες, έξω από το οποίο υπήρχε η τάφρος, με πλάτος εξήντα περίπου πόδια και βάθος είκοσι. Τα διπλά τείχη και η τάφρος αναπτύσσονταν από την Προποντίδα προς βορρά μέχρι τον Κεράτιο κόλπο, σε απόσταση έξη χιλιομέτρων, αλλά το μεγάλο εσωτερικό τείχος ήταν κάπως ερειπωμένο. Το εξωτερικό τείχος, το οποίο προστατευόταν από το στηθαίο και την τάφρο, είχε διατηρηθεί και έτσι ο αυτοκράτορας και οι Έλληνες σύμβουλοί του αποφάσισαν να επικεντρωθούν στην υπεράσπιση τού εξωτερικού τείχους, όπως είχε γίνει το 1422, όταν ο Μουράτ Β’ είχε επιτεθεί στην πόλη.17

Δεν διέθεταν επαρκείς δυνάμεις για να επανδρώσουν και τα δύο τείχη.18 Οι πηγές μας δίνουν διάφορες εκτιμήσεις για το μέγεθος τού στρατού τού Μωάμεθ, που κυμαίνονται από τον αριθμό των 400.000 τού Χαλκοκονδύλη μέχρι τις 160.000 τού Νικολό Μπάρμπαρο,19 ενώ και ο τελευταίος αυτός αριθμός είναι αναμφισβήτητα πολύ μεγάλος. Αλλά το μέγεθος τού κανονιού τού Μωάμεθ ήταν πιο φοβερό από τον αριθμό των στρατιωτών του. Τρία κανόνια φαίνεται ότι ήσαν ιδιαίτερα τρομερά, ένα από τα οποία είχε κατασκευαστεί στην Αδριανούπολη από Ούγγρο ή Ρωμύλιο χύτη ονομαζόμενο Ούρμπαν, ο οποίος είχε θέσει αρχικά τις υπηρεσίες του στη διάθεση τής βυζαντινής κυβέρνησης.20 Τον Φεβρουάριο και τον Μάρτιο τού 1453 το κανόνι αυτό τράβηξαν από την Αδριανούπολη στην Κωνσταντινούπολη εξήντα γερά βόδια ζευγμένα σε τριάντα οχήματα με 200 άνδρες σε κάθε πλευρά, για να σταθεροποιούν το τεράστιο όπλο (ἡ χωνεία) και να μην πέσει. Πενήντα τεχνίτες βάδιζαν μπροστά από τα κάρρα με 200 εργάτες, για να κατασκευάζουν ή να ενισχύουν γέφυρες και να ισοπεδώνουν τούς δρόμους. Η όλη διαδικασία κράτησε δύο μήνες.21 Ο έντρομος Κριτόβουλος περιέγραψε λεπτομερώς τις μεθόδους που χρησιμοποίησαν οι χύτες για τη χύτευση τού μεγάλου κανονιού. «Είναι νέα εφεύρεση των Γερμανών ή των Κελτών», λέει, «περίπου εκατόν πενήντα ετών ή λίγο περισσότερο, πολύ έξυπνο και καλά επινοημένο όπλο».22 Σύμφωνα με τον Μπάρμπαρο και τον Λεονάρδο τής Χίου, το μεγαλύτερο κανόνι, είτε φτιαγμένο από τον Ούρμπαν είτε όχι, έριχνε πέτρινη μπάλα βάρους 1.200 λιμπρών.23 Τέτοιες μπάλες, περιφέρειας μεγαλύτερης από επτά πόδια, υπάρχουν ακόμη στην Κωνσταντινούπολη, όπου τα κατεστραμμένα τείχη στην περιοχή μεταξύ τού λεγόμενου παλατιού τού Πορφυρογέννητου ή Τεκφούρ Σαράι24 και τής Πύλης Χαρισίου, τής ονομαζόμενης Πύλης Αγίου Ρωμανού (το παλαιό Πέμπτον) στην κοιλάδα τού Λύκου και κοντά στο Τρίτον («τρίτη στρατιωτική πύλη»;) μαρτυρούν τούς τόπους όπου ο Μωάμεθ συγκέντρωσε το βαρύτερο πυροβολικό του. Ο Τεντάλντι αναφέρει ότι τα τουρκικά κανόνια (bumbardes) «έριχναν 100-120 βολές κάθε μέρα, και [η πολιορκία] διήρκεσε πενηνταπέντε μέρες. Εκτιμώντας ότι χρησιμοποιούσαν χίλιες λίμπρες πυρίτιδας κάθε μέρα, σε πενηνταπέντε μέρες χρησιμοποίησαν μέχρι 55.000 λίμπρες, ενώ υπήρχαν επίσης δέκα χιλιάδες μουσκέτα (culverins)».25 Ο ενημερωμένος επισκέπτης τής Κωνσταντινούπολης μπορεί εύκολα να ανασυνθέσει στη φαντασία του μερικά από τα σημαντικότερα επεισόδια τής πολιορκίας από τη σημερινή κατάσταση των χερσαίων τειχών. Μπορεί κάποιος να περπατήσει σήμερα κατά μήκος των τειχών, από το φρούριο τού Επταπυργίου (Γεντικουλέ) στον νότο μέχρι το παλάτι τού Πορφυρογέννητου στον βορρά σε λιγότερο από τρεις ώρες, ακόμη κι αν σταματά για να συμβουλεύεται σημειώσεις, να παίρνει φωτογραφίες ή να ξαναγεμίζει το μυαλό του με ανθρώπους, επιτιθέμενους και υπερασπιστές πριν πέντε αιώνες, στον τόπο που ήταν τότε άδεια χωράφια και αραιοκατοικημένες περιοχές μέχρι την πρόσφατη, ραγδαία αύξηση τού πληθυσμού τής Κωνσταντινούπολης.

Κατά τις πρώτες ημέρες τής πολιορκίας ο Μωάμεθ ανέθεσε στους διοικητές του τις θέσεις τους: Ο Ζαγάν πασάς στην περιοχή τού Πέρα και την ανατολική ακτή τού Κεράτιου. Ο Καρατζά μπέης στα χερσαία τείχη βόρεια τής Πύλης Χαρισίου. Οι Iσάκ πασάς και Μαχμούτ πασάς, όπου ο δεύτερος θα γινόταν σύντομα μεγάλος βεζύρης, στα τείχη μεταξύ Τοπ Καπί και Προποντίδας. Ο Μωάμεθ στάθηκε με τον Χαλίλ πασά στο βόρειο άκρο τού Μεσοτειχίου, απέναντι από τη λεγόμενη Πύλη Αγίου Ρωμανού, μπροστά στην οποία σύρθηκαν τα τρία κύρια κανόνια, ως πιθανώς το πιο αδύναμο τμήμα των τειχών. Ο οθωμανικός στόλος υπό τον Βούλγαρο εξωμότη Μπαλτάογλου επιτηρούσε κατά μήκος των θαλασσίων τειχών, από την Χρυσή Πύλη (στο νότιο άκρο των χερσαίων τειχών) σε όλη τη διαδρομή κατά μήκος τής ακτής τού Μαρμαρά (Προποντίδας) μέχρι το Νεώριο στην είσοδο τού Κεράτιου Κόλπου, όπου έπρεπε να σπάσει, αν ήταν δυνατόν, τη σιδερένια και ξύλινη αλυσίδα και να διεισδύσει στο λιμάνι.26 Ο Κριτόβουλος πιστοποιεί την επιτυχία τού Μεχμέτ στον συνεχή κανονιοβολισμό τού Μεσοτειχίου και λέει ότι γέμιζε την τάφρο με δάπεδα, ξύλο, χώμα και άλλα συντρίμμια για να διευκολύνει την πρόσβαση στα μεγάλα ρήγματα που εμφανίζονταν στα τείχη.27 Ο Μπάρμπαρο προσδιορίζει για εμάς τις θέσεις των τεσσάρων κυρίων πυροβολαρχιών, μπροστά από το Παλάτι τού Πορφυρογέννητου (Τεκφούρ Σαράι) στον βορρά, την Πηγή (σήμερα Σιλιβρί Καπί, Πύλη Συλημβρίας) στον νότο και στις πύλες Χαρισίου και Αγίου Ρωμανού στο κέντρο. Είναι σαφές ότι και οι δύο πλευρές επικέντρωναν τις κύριες προσπάθειές τους στην Πύλη Αγίου Ρωμανού, «την πιο ωραία πύλη ολόκληρης τής γης» (la più de bel porta de tuta la tera).28 Εδώ ο Μεχμέτ τοποθέτησε το κανόνι, που έριχνε πέτρινες μπάλες βάρους 1.200 λιμπρών.

Από την άλλη πλευρά, ο αυτοκράτορας Κωνσταντίνος ΙΑ’ και ο Τζιοβάννι Τζουστινιάνι πήραν επίσης θέση στην Πύλη και τον Πύργο τού Αγίου Ρωμανού. Απέναντι στις μάζες των Τούρκων, μεταξύ των οποίων υπήρχαν 12.000 περίπου καλά εκπαιδευμένοι και αποφασισμένοι γενίτσαροι, είχαν αποθαρρυντικά λίγους άνδρες για υπηρεσία στα τείχη. Τις πρώτες ημέρες τής πολιορκίας ο αυτοκράτορας διέταξε να γίνει απογραφή όλης τής ανθρώπινης δύναμης και τού εξοπλισμού που υπήρχαν στην πόλη. Στην απογραφή έπρεπε να περιληφθούν όλοι οι λαϊκοί και μοναχοί που μπορούσαν να κρατούν όπλα. Όταν παραδόθηκαν οι κατάλογοι των τοπικών διοικητών και δημοτικών αρχών, ο αυτοκράτορας τούς έδωσε στον ιστορικό Σφραντζή, για να υπολογίσει τα αθροίσματα ήσυχα στο σπίτι του. Η έκθεση τού Σφραντζή ήταν θλιβερή: υπήρχαν περίπου 4.773 Έλληνες και 2.000 ξένοι στην πόλη, που θα μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν για την άμυνά της. Μερικοί ευγενείς και κοινοί είχαν φύγει από την πόλη πριν από την περικύκλωσή της, αλλά όχι πάρα πολλοί. Ο πληθυσμός εντός των τειχών ήταν εκείνη τη στιγμή πιθανώς μεταξύ 40.000 και 50.000.29 Ο αυτοκράτορας και ο Σφραντζής απέκρυψαν τα αποτελέσματα τής απογραφής, που θα ήσαν επιζήμια για το ηθικό.30 Επακόλουθες ενισχύσεις μπορεί να είχαν αυξήσει τον αριθμό των υπερασπιστών τής πόλης σε περίπου 6.000 Έλληνες και σχεδόν 3.000 Λατίνους. Αυτά εν πάση περιπτώσει είναι τα αριθμητικά στοιχεία που δίνει ο Λεονάρδος τής Χίου.31 Δεν υπήρχε πιθανώς μεγάλη ανάγκη να αποκρυφτεί η απογραφή που είχε υπολογίσει ο Σφραντζής. Οι άδειες θέσεις στις επάλξεις μιλούσαν από μόνες τους και ο Φλωρεντινός έμπορος Τζάκοπο Τεντάλντι, ο οποίος υπήρξε μάρτυρας τής πολιορκίας, παρατηρούσε ότι μπορεί να υπήρχαν 6.000 ή 7.000 στρατιώτες στην πόλη, αλλά όχι περισσότεροι.32

Οι Έλληνες και οι Ιταλοί πίσω από τα αρχαία τείχη τής Κωνσταντινούπολης πολεμούσαν με ηρωισμό και αντοχή, που άξιζαν καλύτερο αποτέλεσμα από εκείνο που τελικά θα ερχόταν. Το ημερολόγιο τού Νικολό Μπάρμπαρο καταγράφει τρεις μεγάλης κλίμακας επιθέσεις από τούς Τούρκους, οι οποίοι προσπάθησαν στις 18 Απριλίου, 7 Μαΐου και 12 Μαΐου να μπουν στην πόλη από τα ρήγματα, που είχαν προκαλέσει τα κανόνια τους στα τείχη.33

Ο Κριτόβουλος λέει ότι μικρότερες επιθέσεις αποτελούσαν καθημερινή ρουτίνα.34 Οι υπερασπιστές είχαν επίσης κάποια κανόνια, αλλά το μεγαλύτερο από αυτά εξερράγη την πρώτη φορά που πυροδοτήθηκε. Υποπτεύθηκαν τον πυροβολητή για συμπαιγνία με τούς Τούρκους και τον υπέβαλαν σε δικαστική έρευνα για προδοσία, αν και η κατηγορία απορρίφθηκε λόγω έλλειψης αποδεικτικών στοιχείων. Σε κάθε περίπτωση Έλληνες και Ιταλοί βρήκαν ότι δεν μπορούσαν να χρησιμοποιήσουν κανόνια με ασφάλεια. Η ανάκρουση τράνταζε τα τείχη και προκαλούσε ζημιές, αποδεικνύοντας μάλιστα ότι ήταν περισσότερο επικίνδυνη για εκείνους που πυροδοτούσαν τα κανόνια παρά για τούς Τούρκους.35 Όμως τότε συνέβη ένα συναρπαστικό και ενθαρρυντικό επεισόδιο, που πρέπει να φαινόταν στους πολιορκημένους κατοίκους ως απάντηση στις προσευχές τους για απελευθέρωση από τον τρόμο που αντιμετώπιζαν.

Τρία μεγάλα γενουάτικα πλοία και ένα αυτοκρατορικό πλοίο μεταφοράς σιτηρών από τη Σικελία ή τον Μοριά,36 όπου τα πρώτα είχαν καθυστερήσει επί εβδομάδες στη Χίο λόγω βορείων ανέμων, κατέπλευσαν μια νύχτα στην Προποντίδα. Την επομένη το πρωί, στις 20 Απριλίου, η προσέγγισή τους αναφέρθηκε από Τούρκους ιχνηλάτες. Ολόκληρος ο στόλος τού Μεχμέτ άφησε τη βάση του στο Διπλοκιόνιον (το σημερινό Μπεσίκτας), στη δυτική ακτή τού Βοσπόρου πιο πέρα από το Πέρα, για να σπεύσει σε αναζήτησή τους. Τα τέσσερα πλοία κινούνταν σταθερά προς τη μεγάλη αλυσίδα στην είσοδο τού Κεράτιου κόλπου, όπου ελληνικά και ιταλικά σκάφη σε επιφυλακή ήσαν έτοιμα να τα βοηθήσουν. Χιλιάδες μάτια παρακολουθούσαν με ελπίδα από τα τείχη τής πόλης, τις στέγες και άλλα υψώματα. Όμως ο άνεμος κόπασε απροσδόκητα, κατά πάσα πιθανότητα όταν τα πλοία είχαν φτάσει στη στροφή κάτω από τα τείχη τής αρχαίας ακρόπολης (Σαραϊμπουρνού). Επί δύο ή τρεις ώρες οι Γενουάτες και οι Έλληνες αντιμετώπιζαν από τα ψηλά σκάφη τους τις αδιάκοπες επιθέσεις μιας θάλασσας γεμάτης από τουρκικά πλοία υπό τον Βούλγαρο ναύαρχο Μπαλτάογλου, ο οποίος είχε ήδη αποτύχει σε δαπανηρή προσπάθεια να εισέλθει στον Κεράτιο κόλπο και ήξερε ότι η ζωή του θα εξαρτιόταν από την έκβαση αυτής τής μάχης. Οι Τούρκοι είχαν αρχίσει την επίθεση με μεγάλη αυτοπεποίθηση για νίκη. Ο σουλτάνος Μωάμεθ παρακολουθούσε ο ίδιος τη μάχη από την προς Πέρα (Γαλατά) ακτή τού Κεράτιου κόλπου. Μάλιστα τα τέσσερα πλοία παρασύρονταν προς το μέρος του καθώς εκείνοι που βρίσκονταν πάνω τους πολεμούσαν για τη ζωή τους. Ακριβώς όταν φαινόταν ότι οι τουρκικές προσδοκίες για επιτυχία ήσαν δικαιολογημένες, επέστρεψε ο νοτιάς με υπέροχες δυνατές πνοές, γεμίζοντας τα πανιά των χριστιανών και οδηγώντας τα παρενοχλούμενα σκάφη τους κάτω από τα προστατευτικά τείχη τής ακρόπολης. Κάτω από την οργή τού σουλτάνου, που φώναζε οδηγίες και κατάρες από την ακτή, ο Μπαλτάογλου διέταξε την προς βορρά απόσυρση των πλοίων του. Εκείνο το βράδυ τα τέσσερα σκάφη οδηγήθηκαν μέσα από την αλυσίδα με τη βοήθεια τού Γκαμπριέλε Τρεβιζάν και των δύο ελαφρών γαλερών του και η Κωνσταντινούπολη είχε περισσότερους άνδρες και προμήθειες και πρόσθετες μονάδες για το καθήκον τής φύλαξης κατά μήκος τής αλυσίδας.37

Η εξοργιστική αποτυχία τού στόλου του να αιχμαλωτίσει τα τέσσερα χριστιανικά σκάφη στις 20 Απριλίου μπορεί κάλλιστα να επιτάχυνε κάπως την εκτέλεση ενός σχεδίου, το οποίο ο Μωάμεθ μελετούσε για κάποιο διάστημα. Το σχέδιο αυτό ήταν να μεταφέρει αρκετά μεγάλο μέρος τού στόλου του από τη βάση του στο Διπλοκιόνιο τού Βοσπόρου δια ξηράς μέσα στον Κεράτιο κόλπο. Σύμφωνα με τον Μπάρμπαρο, το αξιοθαύμαστο αυτό κατόρθωμα επιτεύχθηκε στις 22 Απριλίου. Εβδομήντα περίπου σκάφη τραβήχτηκαν πάνω σε διάφορα έλκυστρα και γλίστρες επί προσεκτικά ετοιμασμένου υποστρώματος δρόμου από κάποιο μέρος κοντά στo (μεταγενέστερο) Τοπ Χανέ (νότια τού Διπλοκιονίου) πάνω στην ανατολική πλαγιά τού λόφου τού Πέρα και ύστερα κάτω πάλι στη δυτική, σε μικρό κόλπο, τον οποίον ο Κριτόβουλος ονομάζει Ψυχρά Ύδατα (ἐν τῷ κόλπῳ τῶν Ψυχρῶν Ὑδάτων καλουμένῳ), στη σημερινή συνοικία τού Κασίμ Πασά, ακριβώς απέναντι από το μέσο τής διαδρομής μεταξύ τής αρχαίας βυζαντινής ακρόπολης και τού παλατιού των Βλαχερνών. Έγιναν όλα, λέει ο Ψευδο-Σφραντζής, «σε μία μόνο νύχτα». Αν αληθεύει, τότε μαρτυρά το τεράστιο ανθρώπινο δυναμικό που είχε φέρει ο σουλτάνος στην πολιορκία.38 Ο Μωάμεθ είχε εισέλθει στο εσωτερικό λιμάνι τής Κωνσταντινούπολης από την πίσω πόρτα. Είχε διασφαλίσει τις γραμμές επικοινωνίας του με το Διπλοκιόνιον και το Ρούμελι Χισάρ. Είχε εκθέσει σε επιθέσεις το βόρειο τείχος τής πολιορκούμενης πόλης. Και είχε τρομάξει πολύ τούς Γενουάτες στο καλά οχυρωμένο και ανεξάρτητο Πέρα. Επρόκειτο για εξέλιξη την οποία οι Έλληνες και οι Ιταλοί στην Κωνσταντινούπολη, λέει ο Κριτόβουλος, «ποτέ δεν θα μπορούσαν να προβλέψουν και ήσαν τρομοκρατημένοι από το απροσδόκητο θέαμα, έπεφταν σε κατάθλιψη και σε συναίσθημα απόλυτης αδυναμίας, μη γνωρίζοντας τι να κάνουν από τώρα και στο εξής…»39

Κάτι έπρεπε να γίνει. Ο Νικολό Μπάρμπαρο περιγράφει το πολεμικό συμβούλιο που συγκάλεσαν οι Ενετοί ηγέτες στην Κωνσταντινούπολη στις 23 Απριλίου, στο οποίο προέδρευσε πιθανότατα ο Τζουστινιάνι, αν και ο Μπάρμπαρο δεν αναφέρεται καθόλου σε αυτόν. Συζητήθηκαν διάφορα σχέδια για την καταστροφή τού οθωμανικού στόλου στον όρμο τής βόρειας ακτής τού Κερατίου, όπου οι Τούρκοι, παρά το γεγονός ότι δεν έβγαιναν να πολεμήσουν, αποτελούσαν απειλή για τα ιταλικά και ελληνικά πλοία πίσω από την αλυσίδα, γιατί μπορούσαν να ξεπροβάλουν οποιαδήποτε ώρα. Έχουμε ήδη αναφέρει ότι κατά τον Μπάρμπαρο οι Τούρκοι είχαν εβδομηνταδύο φούστες στον όρμο. Ο Δούκας λέει ογδόντα. Τελικά αποφασίστηκε στο συμβούλιο ότι ο Τζάκομο Κόκκο, πλοίαρχος τής ενετικής γαλέρας από την Τραπεζούντα, έπρεπε να προσπαθήσει να κάψει τον τουρκικό στόλο σε νυκτερινή επίθεση. Ο τολμηρός Κόκκο, ο οποίος είχε προθυμοποιηθεί να κάνει τη δουλειά, θέλησε να την ξεκινήσει αμέσως, αλλά όταν έμαθαν γι’ αυτήν οι Γενουάτες στο Πέρα, σύμφωνα με τον Μπάρμπαρο, είπαν ότι ήθελαν να συμμετάσχουν στην επιχείρηση. Το αίτημά τους έγινε δεκτό. Χρειάστηκαν αρκετές ημέρες για να ετοιμαστούν (24-28 Απριλίου). Είναι περίεργο το γεγονός ότι οι Γενουάτες στο Πέρα είχαν μάθει για το σχέδιο τόσο γρήγορα, αν και βρίσκονταν αναμφίβολα σε συνεχή επαφή με τούς συμπατριώτες τους στην Κωνσταντινούπολη. Ο Ενετός Μπάρμπαρο, που μισούσε τούς Γενουάτες και μεγεθύνει χωρίς ειλικρίνεια τον ρόλο που έπαιξαν οι Ενετοί σε ολόκληρη τη διάρκεια τής πολιορκίας, κατηγορεί ότι ο Γενουάτης δήμαρχος (ποντεστά) τού Γαλατά αποκάλυψε την επικείμενη επίθεση στον σουλτάνο Μωάμεθ, ο οποίος ετοίμασε θερμή υποδοχή για τούς επιτιθέμενους σε αυτόν.

Τις πρώτες πρωινές ώρες τής 28ης Απριλίου, πριν φωτίσει, δύο βαριά πλοία μεταφοράς, φορτωμένα με μπάλες από βαμβάκι και μαλλί (για να μετριάζουν την επίδραση χτυπημάτων από μπάλες κανονιού), βγήκαν από το λιμάνι κοντά στο βόρειο άκρο τής σιδερένιας και ξύλινης αλυσίδας. Επρόκειτο να χρησιμεύσουν ως εφεδρεία για δύο μεγάλες γαλέρες και τρεις γρήγορες φούστες, που ακολουθούσαν με αριθμό μικρότερων σκαφών, που ονομάζονταν μπριγαντίνια και ήσαν γεμάτα μπαρούτι, πίσσα και άλλα εμπρηστικά υλικά, περιλαμβανομένου και υγρού πυρός. Η ήσυχη προέλασή τους προς τα Ψυχρά Ύδατα ήταν πολύ αργή για τον ανυπόμονο Κόκκο, που βγήκε από τη σειρά με τη φούστα του, ανυπόμονος για τη δόξα, λέει ο Μπάρμπαρο. Όμως καθώς ο Κόκκο ετοιμαζόταν να εξαπολύσει την επίθεσή του, η σιωπή ξαφνικά διακόπηκε από τις βροντερές εκρήξεις των τουρκικών κανονιών. Το πλοίο τού Κόκκο χτυπήθηκε αμέσως δύο φορές και τη δεύτερη φορά πήγε κατευθείαν στον βυθό μαζί με όλους που βρίσκονταν πάνω του, «σε λιγότερο χρόνο από όσο θα χρειαζόταν για να πουν δέκα πατερημών» (quanta che saria a dir diexe paternostri).40 Αν μπορούμε να πιστέψουμε τον Μπάρμπαρο, πνίγηκε όλο το πλήρωμα τού Κόκκο.

Στο μεταξύ ο Ενετός καπετάνιος Γκαμπριέλε Τρεβιζάν, υπεύθυνος για μια από τις γαλέρες, είχε προχωρήσει αργά και προσεκτικά. Σε αμηχανία από τις ξαφνικές εκρήξεις δεν ήξερε τι είχε συμβεί. Ήταν αδύνατο να δει, γιατί η ορατότητα παρεμποδιζόταν όχι μόνο από το σκοτάδι, αλλά και από τα σύννεφα τού καπνού που είχαν βγάλει τα τουρκικά κανόνια, καθώς και από το βαμβάκι και το μαλλί που σκορπιζόταν από τα πλοία μεταφοράς, που είχαν επίσης χτυπηθεί. Η αβεβαιότητα τού Τρεβιζάν δεν κράτησε πολύ, αφού χτυπήθηκε και το δικό του πλοίο. Όμως δεν βυθίστηκε και το πλήρωμα κατάφερε τελικά να το φέρει πίσω στο αγκυροβόλιό του. Τώρα προσχωρούσε στη συμπλοκή ο τουρκικός στόλος, με όλες τις εβδομηνταδύο φούστες του, λέει ο Μπάρμπαρο, προσπαθώντας να αιχμαλωτίσει τα δύο πλοία μεταφοράς, αλλά οι άνδρες πάνω τους εμπόδισαν την κατάσχεση, αγωνιζόμενοι επί μιάμιση ώρα για να αποκρούσουν τις επιθέσεις, σε μια μάχη «που ήταν αληθινά σαν την ίδια την κόλαση». Ήταν δαπανηρή επιχείρηση. Οι χριστιανοί είχαν χάσει ένα ή δύο πλοία και ίσως ογδόντα περίπου άνδρες και είχαν καταφέρει να καταστρέψουν ένα μόνο τουρκικό πλοίο.

Οι Τούρκοι είχαν συλλάβει αριθμό Ιταλών και Ελλήνων, που είχαν κολυμπήσει προς την ακτή τού Πέρα (Γαλατά), ορισμένοι από αυτούς πιθανώς από την φούστα τού Κόκκο. Όταν ξημέρωσε, όπως μάς λένε, ο Μωάμεθ θανάτωσε σαράντα από αυτούς κάτω από τα βλέμματα των συγγενών και συντρόφων τους, που παρακολουθούσαν από τα τείχη τής πόλης. Λέγεται ότι σε αντίποινα ο αυτοκράτορας Κωνσταντίνος διέταξε να κρεμαστούν από τούς αμυντικούς πύργους των τειχών διακόσιοι εξήντα Τούρκοι αιχμάλωτοι που κρατούνταν στην πόλη. Οι πηγές τείνουν να συμφωνούν ότι με τον ένα ή τον άλλο τρόπο οι Γενουάτες στον Πέρα είχαν ειδοποιήσει τούς Τούρκους, αν και η ιστορία που έχει πει ο Μπάρμαρο για το θέμα αυτό είναι εξαιρετικά ύποπτη. Μπορούμε να φανταστούμε ότι οι Ενετοί δεν άργησαν να κατηγορήσουν τούς προγονικούς τους εχθρούς για προδοσία. Από την άλλη πλευρά οι Γενουάτες δήλωναν ότι η όλη υπόθεση είχε σχεδιαστεί άσχημα από την αρχή. Το πρόβλημα ήταν ότι οι Ενετοί δεν διέθεταν τη εξοικείωση των Γενουατών με τέτοια θέματα (σε αυτό συμφωνούν οι αναφορές των Γενουατών). Ο Τζάκομο Κόκκο δεν γνώριζε τι επρόκειτο να γίνει. Οι υπόλοιποι Ενετοί επέδειξαν την ίδια έλλειψη εμπειρίας. Και εδώ βρισκόταν η αιτία τής καταστροφής. Όμως σε μια περίπτωση, πριν υπάρξει ανταλλαγή επιθέσεων, λέγεται ότι ο αυτοκράτορας έσπευσε στη σκηνή τής φιλονικίας και κατόρθωσε να επιβάλει κάποιο είδος ειρήνης μεταξύ των δύο ομάδων: «Σας ικετεύω, αδελφοί μου, παραμείνετε σε ειρήνη. Ο πόλεμος έξω από τα τείχη είναι αρκετός για εσάς. Μην πολεμάτε μεταξύ σας, για όνομα τού Θεού!»41

Οι τελευταίες ημέρες τής Κωνσταντινούπολης παρουσιάζουν ιστορικό δράμα μεγάλης δριμύτητας, στο οποίο οι κύριοι παράγοντες τής χριστιανικής πλευράς προκαλούν αναπόφευκτα θερμή συμπάθεια και θαυμασμό, λόγω τής αποφασιστικότητάς τους να συνεχίζουν να αγωνίζονται παρά τούς απελπιστικούς συσχετισμούς. Λίγο καιρό αφότου ο μισός περίπου τουρκικός στόλος είχε τραβηχτεί πάνω από τη χερσόνησο τού Πέρα, από τον Βόσπορο στον Κεράτιο κόλπο, ο Μωάμεθ Β’ κατασκεύασε γέφυρα πάνω από τον Κεράτιο, κοντά στη βόρεια γωνία των τειχών τής πόλης, κάτω από τη βυζαντινή περιοχή Κυνήγιον, το σύγχρονο Αϊβάν Σαράι, εκθέτοντας έτσι το σύνολο των ασθενώς υπερασπιζομένων οχυρώσεων τής πόλης κατά μήκος τού Κεράτιου στον συνεχή κίνδυνο άμεσης επίθεσης.42 Ο βομβαρδισμός των χερσαίων τειχών ήταν συνεχής, με την εκκωφαντική βοή των εκρήξεων και τον αποκρουστικό κρότο που προκαλούσαν οι τεράστιες πέτρινες μπάλες, καθώς έπλητταν τα αρχαία τείχη και το βιαστικά φτιαγμένο περίφραγμα, που είχε στήσει ο Τζουστινιάνι μπροστά στην απειλούμενη πύλη τού Αγίου Ρωμανού. Όλη μέρα οι Τούρκοι έπλητταν τα τείχη και όλη νύχτα οι Έλληνες και οι Ιταλοί προσπαθούσαν σκληρά να τα επισκευάσουν.

Αν και οι Ενετοί διοικητές και ναυτικοί δεν ήσαν καθόλου πρόθυμοι να παραμείνουν στην πόλη κατά τις ημέρες πριν ξεκινήσει η πολιορκία, πράγμα που καθιστούν απολύτως σαφές τα πρώτα τμήματα τού ημερολογίου τού Μπάρμπαρο, αναπλήρωναν τώρα αυτή την αρχική απροθυμία στον αγώνα τους «πρώτα για την αγάπη τού Θεού και ύστερα για την τιμή τής χριστιανοσύνης» (prima per l’amor de Dio e poi per honor de la cristianitade). Αν και η γενουάτικη κοινότητα στον Γαλατά υποκρινόταν ουδετερότητα στον αγώνα, ακόμη και φιλία για τούς Τούρκους,43 η συμπάθειά τους βρισκόταν απολύτως με το μέρος των πολιορκημένων. Ο συμπατριώτης τους Τζουστινιάνι αποτελούσε την καρδιά τής χριστιανικής άμυνας. Η τύχη τού Γαλατά φαινόταν ξεκάθαρα συνδεδεμένη με εκείνη τής Κωνσταντινούπολης. Όμως καθώς οι Ενετοί αντιστέκονταν στους Τούρκους από τα τείχη τής ελληνικής πρωτεύουσας, μερικοί από αυτούς θεωρούσαν αναμφίβολα ότι αγωνίζονταν για τη σωτηρία τού Γαλατά. Οι Ενετοί λοιπόν βρίσκονταν σε δύσκολη θέση. Θα πρέπει να παραδεχτούμε ότι αγωνίζονταν μάλλον για τη ζωή τους παρά για τη σωτηρία τής πόλης. Και όμως κανείς δεν πρέπει να υποτιμήσει την γενναία προσπάθεια των Κόκκο και Τρεβιζάν να καταστρέψουν τα τουρκικά πλοία στο λιμάνι. Οι Ενετοί πιθανότατα είχαν δικαιολογημένους λόγους να διαμαρτύρονται κατά των Γενουατών, των οποίων οι έμποροι από τον Γαλατά διαπραγματεύονταν με τούς Τούρκους τη μέρα και με τούς χριστιανούς τη νύχτα. Φυσικά το έκαναν για το κέρδος, αλλά έδιναν στους χριστιανούς πληροφορίες που έπαιρναν από το τουρκικό στρατόπεδο, καθώς τούς πουλούσαν έντονα απαιτούμενες προμήθειες. Ο Μεχμέτ ήξερε τι συνέβαινε, αλλά προτιμούσε πολύ την προβαλλόμενη ουδετερότητα των Γενουατών από την ένοπλη αντίθεσή τους για λογαριασμό τής Κωνσταντινούπολης. Επίσης μερικοί από αυτούς ήσαν πολύ χρήσιμοι για τον ίδιο, γιατί φαίνεται πολύ πιθανό ότι έμαθε για πρώτη φορά για τη σχεδιαζόμενη ενετική επίθεση στα πλοία του στον Κεράτιο, που είχε προγραμματιστεί και επιχειρήθηκε στις 28 Απριλίου, από γενουάτικη πηγή. Η ασφάλεια ήταν ανεπαρκής και στις δύο πλευρές, γιατί ο Τεντάλντι αναφέρει ότι οι χριστιανοί στον τουρκικό στρατό έριχναν βολές με σημειώματα πάνω από τα τείχη τής πόλης, για να ενημερώσουν τούς Έλληνες και Ιταλούς για τις αποφάσεις που είχαν ληφθεί στις τελευταίες συνεδριάσεις τής οθωμανικής ανώτατης διοίκησης, πριν από τη μεγάλη επίθεση στα τείχη στις 29 Μαΐου.44 Θα ήταν ενδιαφέρον να γνωρίζουμε πόσοι Έλληνες, Ιταλοί, Γερμανοί, Ούγγροι και άλλοι χριστιανοί, κυρίως τεχνικοί, υπηρετούσαν στον στρατό και στον στόλο τού Μεχμέτ. Δεν εργάζονταν όλοι οι χριστιανοί «για την τιμή τού Θεού και τής χριστιανοσύνης».

Στις 3 Μαΐου τα μεσάνυχτα οι Ενετοί είχαν στείλει μικρό, γρήγορο σκάφος με καμιά ντουζίνα άνδρες, μεταμφιεσμένο ως τουρκικό πειρατικό, σύμφωνα με τον Μπάρμπαρο, για να βρει τον ενετικό στόλο υπό τον γενικό διοικητή Τζάκοπο Λορεντάν και να μεταφέρει σε αυτόν την τελευταία έκκληση μιας αυτοκρατορίας που τώρα ψυχορραγούσε. Είκοσι μέρες αργότερα, στις 23 τού μηνός, οι άνδρες επέστρεψαν, πέρασαν ανάμεσα από τον τουρκικό κλοιό στην Προποντίδα και έγινα δεκτοί μέσα από την αλυσίδα, για να αναφέρουν τη θλιβερή αποτυχία τους να εντοπίσουν τον στόλο.45 Η επιστροφή τους, ενδεχομένως στον θάνατο, δείχνει κάτι από το πνεύμα που υπήρχε τώρα εντός των τειχών τής πολιορκούμενης πόλης, το εμπνευσμένο από τα ηρωικά παραδείγματα τού Κωνσταντίνου ΙΑ’ και τού Τζουστινιάνι, τα καθήκοντα των οποίων γίνονταν πιο δύσκολα από τις ατελείωτες διαμάχες μεταξύ των υπερασπιστών, από τα αποτελέσματα τής κόπωσης, από τα τεντωμένα νεύρα και από τις γενιές εχθρότητας μεταξύ Ελλήνων και Λατίνων, Γενουατών και Ενετών. Πάντοτε σε ετοιμότητα βρίσκονταν κάπου ο μεγάλος δούκας Λουκάς Νοταράς, ο καρδινάλιος Ισίδωρος τού Κιέβου, ο αρχιεπίσκοπος Μυτιλήνης Λεονάρδος, ο ιστορικός Γεώργιος Σφραντζής, ο Ενετός γιατρός Nικολό Μπάρμπαρο και δεκάδες άλλοι, τούς οποίους οι περιγραφές εκείνης τής εποχής έχουν χαρακτηρίσει ως ενεργώς συμμετέχοντες στην υπεράσπιση τής πόλης, ενώ με κάθε αιώνα που έχει περάσει από τότε η ευσεβής εργασία των ιστορικών υπενθυμίζει ευσυνείδητα τα ονόματά τους στους αναγνώστες των μεταγενέστερων εποχών. Όμως όσο αξιόλογο κι αν είναι αυτό το καθήκον, δεν είναι εκείνο που έχουμε θέσει στον εαυτό μας γι’ αυτόν τον τόμο. Μερικά ενδιαφέροντα επεισόδια τής πολιορκίας πρέπει λοιπόν να παραλειφθούν από αυτές τις σελίδες. Στις 7 Μαΐου και ξανά στις 12 τού μηνός, όπως έχουμε αναφέρει, οι Τούρκοι έκαναν δυνατές επιθέσεις στα χερσαία τείχη, αλλά οι υπερασπιστές απώθησαν τις επιθέσεις46 και από τότε, μέρα με τη μέρα, ανακάλυπταν και κατέστρεφαν σήραγγες, που έσκαβαν οι Τούρκοι κάτω από τα τείχη. Αυτές οι εξορυκτικές εργασίες επικεντρώνονταν, όπως μάς πληροφορεί ο Μπάρμπαρο, στο βόρειο άκρο των δυτικών οχυρώσεων, στην περιοχή τής Πύλης Καλιγαρίας (σήμερα Εγρί Καπί), κοντά στο ανάκτορο Βλαχερνών των Κομνηνών, όπου δεν υπήρχε τάφρος ή εξωτερικό τείχος.47 Και έτσι η ζοφερή σύγκρουση σερνόταν προς την αναπόφευκτη κατάληξή της, επειδή, όπως λέει ο Μπάρμπαρο περισσότερες από μία φορές, «ο Θεός ήθελε να παρατείνει την κατάληψη τής πόλης».

Ο σουλτάνος Μωάμεθ Β’ έπαιρνε ενισχύσεις από την Ασία. Κάθε μέρα φαινόταν να αυξάνει τη δύναμή του και να καταλήγει προς όφελός του. Τα δεινά των πολιορκημένων χειροτέρευαν. Οι δυσανασχετούντες και δυσαρεστημένοι μουρμούριζαν στους δρόμους και τις πλατείες τής πόλης, σύμφωνα με τον Ψευδο-Σφραντζή, ακόμη και διαβάλλοντας τον αυτοκράτορα, ενώ αναμφίβολα ο σουλτάνος δεν είχε παραβλέψει την αξία μιας πέμπτης φάλαγγας στο εσωτερικό των καταρρεόντων τειχών. Στις 24 Μαΐου υπήρχε γενική γνώση στην πόλη ότι ο Μωάμεθ σχεδίαζε ολομέτωπη επίθεση για τις 29 τού μηνός από στεριά και θάλασσα. Ο Τζουστινιάνι περνούσε σε τελευταία, απίστευτη έξαψη ενέργειας. Ζήτησε από τον μεγάλο δούκα Νοταρά να τού δώσει τα κανόνια που ήσαν τοποθετημένα στα βόρεια τείχη κατά μήκος τού Κεράτιου κόλπου, όπου λίγα πράγματα πρόσφεραν, ώστε να μπορέσει να τα χρησιμοποιήσει στο περίφραγμα μπροστά από την πύλη Αγίου Ρωμανού, όπου αναμενόταν η κύρια επίθεση. Όμως ο Νοταράς αρνήθηκε να παραδώσει τα κανόνια του, με το αιτιολογικό ότι τα χρειαζόταν εκεί που ήσαν, ενώ στην έντονη φιλονικία που ακολούθησε, ο Τζουστινιάνι τον αποκάλεσε άχρηστο γουρούνι, καταραμένο ανόητο και εχθρό τής ίδιας τής πατρίδας του, στα οποία ο Νοταράς απάντησε με αντίστοιχα. Πάλι ο αυτοκράτορας έπρεπε να ηρεμήσει τα αναστατωμένα πνεύματα και να αποκαταστήσει ειρήνη, πριν αναλάβουν οι δύο ηγέτες τα καθήκοντά τους. Ο Ψευδο-Σφραντζής, που λέει αυτή την ιστορία, επαινεί ιδιαίτερα τον ακατάβλητο Τζουστινιάνι, ο οποίος μόνος την προηγούμενη βδομάδα προκάλεσε φόβο στις τουρκικές τάξεις και ζημιές σε αυτές. Ο Ψευδο-Σφραντζής ήταν λατινόφιλος και (όπως ο ίδιος ο Σφραντζής) ήταν εχθρικός προς τον Νοταρά. Παρ’ όλα αυτά, όποια ελπίδα για ύστατη ασφάλεια υπήρχε στην πόλη, είχε εναποτεθεί στον Τζουστινιάνι. Αυτές τις τελευταίες ημέρες μια φήμη εξαπλώθηκε στο τουρκικό στρατόπεδο ότι στόλος κατευθυνόταν από την Ιταλία στην Κωνσταντινούπολη και ακόμη ότι ο Ιωάννης Χούνιαντι ερχόταν με μεγάλο ουγγρικό στρατό για να σπάσει την πολιορκία. Τώρα γινόταν ο Μωάμεθ Β’ αντικείμενο υποβόσκουσας κακολογίας από εκείνες τις δυνάμεις του που πίστευαν τις φήμες, οι οποίες βέβαια αποδείχθηκαν λανθασμένες, γιατί κανένας Χριστιανός ηγεμόνας, όπως ο καλός Σφραντζής κατήγγειλε ο ίδιος αργότερα με δικαιολογημένη πικρία, δεν έστειλε ούτε ένα πεζό στρατιώτη ή ένα φαρδίνι για να βοηθήσει τούς Έλληνες και τούς Λατίνους συντρόφους τους στην Κωνσταντινούπολη.48

Ο Μωάμεθ Β’, έχοντας πληροφορηθεί ότι μοίρα ιταλικών πλοίων είχε ήδη φτάσει στη Χίο,49 συνειδητοποιούσε ότι βρισκόταν σε κρίσιμο σταυροδρόμι. Λέγεται επίσης ότι είχε ανησυχήσει από την εμφάνιση ορισμένων ουρανίων φαινομένων, που προληπτικά είχε ερμηνεύσει ως κακούς οιωνούς. Συγκλήθηκε πολεμικό συμβούλιο, στο οποίο συζητήθηκε το ζήτημα τής μεγάλης επίθεσης ή τής εγκατάλειψης τής δαπανηρής πολιορκίας. Ο Χαλίλ πασάς, μεγάλος βεζύρης και σημαντικότερη φυσιογνωμία στον στρατό μετά τον νεαρό σουλτάνο, προφανώς δεν είχε εγκρίνει ποτέ αυτή την τεράστια επιχείρηση εναντίον τής Κωνσταντινούπολης, φοβούμενος ότι θα μπορούσε να οδηγήσει σε συμμαχία των δυτικών δυνάμεων, που θα έδιωχνε τούς Τούρκους από την Ευρώπη. Προέτρεπε για απόσυρση από τα στενά τού Βοσπόρου, φοβούμενος μη συμβεί κάτι χειρότερο από την αποτυχία τής πολιορκίας. Αλλά ο Zαγάν πασάς, ο αντίπαλος και εχθρός τού Χαλίλ Πασά, υποστήριζε το αντίθετο, λέγοντας ότι ο Μέγας Αλέξανδρος (όλα αυτά σύμφωνα με τον Ψευδο-Σφραντζή) είχε κατακτήσει τον κόσμο με στρατό μικρότερο από αυτόν που είχε τώρα ο Μεχμέτ μπροστά από την Κωνσταντινούπολη. Δεν πίστευε ότι θα ερχόταν στόλος από τη δύση, όπου οι πολιτικές διαφωνίες καθιστούσαν σχεδόν αδύνατη την ενωμένη δράση. Ακόμη κι αν ερχόταν στόλος, ο στρατός τού σουλτάνου θα υπερείχε αριθμητικά των δυτικών σε αναλογία μεγαλύτερη από τέσσερα προς ένα. Ο Μεχμέτ, τον οποίο λέγεται ότι είχε ενθαρρύνει πολύ η στάση τού Ζαγάν πασά, τον διέταξε να πάει ανάμεσα στα στρατεύματα και να προσπαθήσει να καταλάβει τις διαθέσεις τους, πράγμα που έκανε και όταν επέστρεψε ανέφερε ότι ήσαν πρόθυμοι να πολεμήσουν.50

Ήταν πια βράδυ τής 27ης Μαΐου και ο σουλτάνος Μωάμεθ Β’ διέταξε να καίνε φωτιές ολόκληρη τη νύχτα και την επόμενη μέρα και ο στρατός να βρίσκεται σε εγρήγορση. Το βράδυ τής 28ης τού μηνός51 κάλεσε μαζί όλους τούς αξιωματικούς και τούς κατώτερους, τόσο από τον στρατό όσο και από τον στόλο, για να τούς ενθαρρύνει να κάνουν το καλύτερο δυνατό στη μεγάλη επίθεση που επρόκειτο να γίνει την επόμενη μέρα. Ο Κριτόβουλος μάς δίνει την πληρέστερη εκδοχή τής υποτιθέμενης ομιλίας του. Ο Μεχμέτ υπενθύμισε στους άνδρες του τον μυθικό πλούτο τής πόλης που θα κατακτούσαν την επόμενη μέρα. Υπήρχαν τεράστιοι θησαυροί που τούς περίμεναν, έλεγε, στα παλάτια, στα σπίτια των ευγενών και πάνω απ’ όλα στις πολλές εκκλησίες. Υπήρχαν αριστοκρατικοί άνδρες και αγόρια για υποδούλωση. Υπήρχαν όμορφες γυναίκες που μπορούσαν να πάρουν ως συζύγους, να απολαύσουν ως σκλάβες ή να πουλήσουν. Και υπήρχαν όμορφα κτίρια, σπίτια και κήποι στην πόλη, που θα μπορούσαν να σπεύσουν να εξασφαλίσουν για τούς εαυτούς τους. «Σας παραδίδω τώρα για αρπαγή και λεηλασία αυτή τη μεγάλη και πολυάνθρωπη πόλη, τη βασιλική πρωτεύουσα των παλαιών Ρωμαίων, η οποία έχει προχωρήσει στα ύψη τής ευημερίας, τής καλής τύχης και τής φήμης και έχει γίνει η κεφαλή τού πολιτισμένου κόσμου…». Όπως μπορούσαν να δουν μόνοι τους (ὡς ὁρᾶτε), η τάφρος μπροστά στο προτείχισμα είχε όλη μπαζωθεί και τα χερσαία τείχη είχαν κατεδαφιστεί σε τρία σημεία, μέσα από τα οποία μπορούσε να περάσει εύκολα όχι μόνο το βαρύ πεζικό, αλλά ακόμη και το ιππικό. Οι πολιορκημένοι ήσαν λίγοι και ανεπαρκείς. Δύο ή τρεις άνδρες φρουρούσαν κάθε πύργο. Ένας μόνο άνθρωπος έπρεπε να προστατεύει τρεις ή τέσσερις πολεμίστρες (ἐπάλξεις). Οι Ιταλοί δεν ήταν πιθανό να πολεμήσουν πολύ ή σκληρά, έλεγε, για να υπερασπιστούν πόλη και περιουσία που ανήκε σε άλλους. Οι Τούρκοι θα έκαναν επιθέσεις κατά κύματα, ώστε να είναι πάντοτε ξεκούραστοι. Οι υπερασπιστές έπρεπε να αγωνίζονται συνεχώς, χωρίς φαγητό, ποτό ή ανάπαυση. Ο Μεχμέτ προέτρεψε τούς αξιωματικούς να είναι θαρραλέοι και υπάκουοι. Θα οδηγούσε ο ίδιος την επίθεση (σύμφωνα με τον Κριτόβουλο) και θα έβλεπε τι έκανε καθένας από αυτούς. Ύστερα, αφού τούς απέλυσε, κράτησε τούς επικεφαλής τους περισσότερο χρόνο, για να εξηγήσει λεπτομερώς τα σχέδιά του για την ανάπτυξη των δυνάμεών τους. Ο ναύαρχος Χαμζά μπέης, ο οποίος είχε αντικαταστήσει τον άτυχο Μπαλτάογλου, έπρεπε να παρενοχλεί τα παραθαλάσσια τείχη κατά μήκος τής Προποντίδας, να αποβιβάζει άνδρες στις ακτές και να προσπαθούν αυτοί να ανεβούν στα τείχη με σκάλες. Ο Ζαγάν πασάς έπρεπε να επιτεθεί στο τείχος κατά μήκος τού Κερατίου, χρησιμοποιώντας τα εβδομήντα περίπου πλοία που βρίσκονταν μέσα στο λιμάνι. Ο Καρατζά μπέης έπρεπε να επιτεθεί στο βόρειο τμήμα τού μεγάλου χερσαίου τείχους, εκεί που είχε κατεδαφιστεί. Οι Ισάκ πασάς και Μαχμούτ πασάς στο μακρύ νότιο τμήμα, το οποίο είχε υποστεί λιγότερη ζημιά στη διάρκεια των εβδομάδων των βομβαρδισμών. Ο γέρος Χαλίλ πασάς, ο μεγάλος βεζύρης, καθώς και ο Σαρουχά πασάς, έπρεπε να επιτεθούν, από τις δύο πλευρές τού σουλτάνου, στην ερειπωμένη περιοχή τής Πύλης Αγίου Ρωμανού, όπου το περίφραγμα τού Τζουστινιάνι δεν αναμενόταν να αντέξει σε μαζική επίθεση. «Και τώρα πηγαίνετε πίσω στις σκηνές σας και στις μεραρχίες σας. Καλή τύχη! Φάτε κάτι και κοιμηθείτε λίγο»!52 Αν και τα σημεία που τονίζει ο Κριτόβουλος σε αυτή τη μακρά ομιλία ήσαν πιθανώς εκείνα που υπογράμμισε ο σουλτάνος στις εκκλήσεις του προς τον στρατό, η μορφή τής ομιλίας είναι εντελώς μη μουσουλμανική. Ο Κριτόβουλος γνώριζε τούς Τούρκους. Έγραφε για δυτικούς αναγνώστες. Ο σύντομος χαιρετισμός που έβαλε ο Ψευδο-Σφραντζής στο στόμα τού σουλτάνου είχε πολύ πιο μουσουλμανική χροιά και υποσχόταν τριήμερη άλωση τής Κωνσταντινούπολης. Όποια κι αν ήταν η φύση τής ομιλίας ή των ομιλιών τού σουλτάνου προς τούς άνδρες του, η ώρα τής απόφασης είχε περάσει και είχε έρθει εκείνη τής δράσης.

Την παραμονή τής τελευταίας επίθεσης ο αυτοκράτορας Κωνσταντίνος έκανε την τελική ομιλία του, μια «προσευχή για τη νεκρή αυτοκρατορία» (oratio imperii funebris), προς την αριστοκρατία και τούς στρατιώτες που είχαν συμμετάσχει στην τελευταία χριστιανική πομπή στην πόλη. Ο Τούρκοι τούς είχαν υπό πολιορκία επί πενηνταδύο μέρες, έλεγε, και είχαν καταστρέψει τα τείχη τους με κανόνια. Όμως δεν επρόκειτο να υποκύψουν στον φόβο και έπρεπε να εμπιστευθούν την προστασία τού Θεού, τη δική τους δύναμη και τα ξίφη τους. Η τουρκική ορδή επρόκειτο να επιτεθεί με βάρβαρες κραυγές κάτω από σύννεφο βελών. Ήσαν άγρια θηρία, αλλά οι υπερασπιστές ήσαν άνδρες και αν αγωνίζονταν με θάρρος, τα θηρία θα απωθούνταν. Ο Τούρκος είχε περικυκλώσει τον Γαλατά με το πρόσχημα τής ειρήνης. Τώρα απειλούσε «να καταλάβει την πόλη τού Μεγάλου Κωνσταντίνου, την πατρογονική πατρίδα σας, το καταφύγιο των χριστιανών, το προπύργιο όλων των Ελλήνων και να βεβηλώσει ιερές εκκλησίες τού Θεού χρησιμοποιώντας αυτές ως στάβλους για τα άλογά του». Με ειδική έκκληση προς τούς Γενουάτες και τούς Ενετούς, ο Κωνσταντίνος στράφηκε προς τούς στρατιώτες: «Και εσείς, συνάδελφοι στρατιώτες μου, να υπακούτε τούς διοικητές σας. Καταλάβετε ότι αυτή είναι η μέρα τής δόξας σας. Αν χύσετε το αίμα σας, θα κερδίσετε το στέμμα τού μαρτυρίου και τής αιώνιας φήμης»!53 Όμως ο Θεός φαινόταν να βρίσκεται με το μέρος τού μεγαλύτερου στρατεύματος,54 ασυγκίνητος από τη θλιβερή λειτουργία στην Αγία Σοφία το βράδυ πριν από την πτώση τής πόλης.55 Μόνο ο άγρυπνος άγγελος τού θανάτου άκουσε αυτή τη λιτανεία τής ηρωικής θυσίας για την ελευθερία.

Όταν οι Έλληνες και οι Ιταλοί πήραν τη θέση τους πάνω στην περίβολο, μεταξύ τού χαμηλότερου εξωτερικού τείχους και τού εξωτερικού στηθαίου, κλείδωσαν τις πύλες που οδηγούσαν στην πόλη. Δεν επρόκειτο να υπάρξει υποχώρηση. Το εξωτερικό τείχος και το περίφραγμα τού Τζουστινιάνι ή θα κρατούσαν ή θα έπεφταν μαζί. Μπορούσαν μόνο ή να πετύχουν ή να πεθάνουν.56 Από την Αγία Σοφία ο αυτοκράτορας είχε επιστρέψει στο παλάτι των Βλαχερνών, όπου με σοβαρή ευγένεια ζήτησε συγγνώμη από όλους όσοι ήσαν εκεί. Μερικοί από τούς παρόντες λέγεται ότι είχαν καταβληθεί από συγκίνηση από τη σκηνή: «Ακόμη και αν ένας άνθρωπος ήταν φτιαγμένος από ξύλο ή πέτρα, δεν θα μπορούσε να αποφύγει τη θλίψη». Περίπου τα μεσάνυχτα στις 28 προς 29 Μαΐου ο αυτοκράτορας ίππευσε από το παλάτι για να επιθεωρήσει τα χερσαία τείχη. Οι υπερασπιστές βρίσκονταν όλοι στις θέσεις τους εκείνη τη νύχτα στα τείχη και τούς πύργους. Οι πύλες ήσαν κλειδωμένες. Η είσοδος στην πόλη ή η έξοδος από αυτήν ήταν αδύνατη. Πληροφορούμαστε ότι ο Σφραντζής πήγε με τον αυτοκράτορα. Όταν επέστρεψαν στην πύλη Καλιγαρίας, με την πρώτη λαλιά τού πετεινού, ξεπέζεψαν και ανέβηκαν σε πύργο. Βρίσκονταν στη βορειοδυτική γωνία τής πόλης, μεταξύ Βλαχερνών και «παλατιού Πορφυρογέννητου». Aπό κάτω τους μπορούσαν να ακούν με τρομακτική καθαρότητα τον θόρυβο των Τούρκων που προετοιμάζονταν για την επίθεση. Οι άνδρες στα τείχη περίμεναν σε σιωπή. Ο Λεονάρδος τής Χίου, ο οποίος βρισκόταν πιθανότατα κάπου κοντά, αναφέρει τούς ήχους των κανονιών που ετοιμάζονταν, το γουργουρητό των κάρων και τον θόρυβο εκείνων που κουβαλούσαν σκάλες σε προκαθορισμένες θέσεις. Οι φρουροί στον πύργο είπαν στον αυτοκράτορα ότι ο θόρυβος βρισκόταν σε εξέλιξη όλη τη νύχτα. Οι ακτές ήσαν γεμάτες από παρόμοια δραστηριότητα. Την ώρα τής δεύτερης λαλιάς τού πετεινού, χωρίς ένδειξη ότι είχε δοθεί σήμα, άρχισε η επίθεση. Το ξεκίνημα τής ημέρας έμοιαζε με πολλά άλλα κατά τη διάρκεια των εβδομάδων που είχαν προηγηθεί, αλλά το τέλος επρόκειτο δυστυχώς να είναι πολύ διαφορετικό. Σε αυτό το σημείο λέγεται ότι ο Σφραντζής είχε εγκαταλείψει τον αγαπημένο του κύριο, κατά πάσα πιθανότητα για να μην τον ξαναδεί ποτέ.57

Ο σουλτάνος Μεχμέτ άρχισε στέλνοντας εναντίον των χερσαίων τειχών τα λιγότερα ικανά στρατεύματά του, τις αναλώσιμες μάζες των βασιβουζούκων, μεταξύ των οποίων υπήρχε μεγάλος αριθμός χριστιανών ατάκτων, που έλπιζαν να μοιραστούν την πλούσια λεηλασία που θα έφερνε η νίκη.58 Τόσο ο Μπάρμπαρο όσο και ο Ψευδο-Σφραντζής αναφέρουν ότι σκοπός αυτής τής ετερόκλητης ορδής ήταν να κουράσει τούς υπερασπιστές (και να μειώσει τα πολεμοφόδιά τους) και όμως δεν υπήρχε τίποτε άλλο να κάνουν, παρά να δαπανούν την απαραίτητη δύναμη και τα πυρομαχικά για να σταματήσουν την άγρια επίθεσή τους. Οι βασιβουζούκοι έρχονταν κατά χιλιάδες και την προσέγγισή τους κάλυπταν ριπές από βέλη, πέτρες, βλήματα βαλλιστρών και μπάλες κανονιών. Εφορμούσαν πάνω από την τάφρο, πολλοί από αυτούς μεταφέροντας σκάλες που τοποθετούσαν στο στηθαίο. Έκαναν επίθεση σε ευρύ μέτωπο, από το παλάτι τού Πορφυρογέννητου μέχρι την περιοχή νότια τής Πύλης τού Αγίου Ρωμανού, όπου ο Τζουστινιάνι και οι Γενουάτες πολεμούσαν γενναία για να κρατήσουν το περίφραγμα απέναντι στις απείθαρχες αλλά ισχυρές επιθέσεις.

Οι βασιβουζούκοι οδηγούνταν από τουρκικά στρατεύματα που βρίσκονταν πίσω τους. Ακρωτηριασμός ή θάνατος τούς περίμενε, αν αποτολμούσαν να κινηθούν πολύ ανατολικά ή δυτικά από την τάφρο. Προσπαθούσαν να αναρριχηθούν στο στηθαίο με σκάλες και σκαρφαλώνοντας ο ένας στους ώμους τού άλλου. Οι σκάλες σπρώχνονταν προς τα πίσω από το στηθαίο και συντρίβονταν στο έδαφος εν μέσω κραυγών των επιτιθεμένων και θριαμβευτικών φωνών των αμυνομένων, που έριχναν κάτω πέτρες, πάνω στους επιδρομείς, έτσι ώστε λίγοι από εκείνους που έφτασαν στα τείχη διέφυγαν ζωντανοί. Υπήρχε ακόμη πολύ σκοτάδι για να μπορούν να βλέπουν καθαρά. Ο βρυχηθμός των κανονιών, το σάλπισμα κεράτων και σαλπίγγων, τα ουρλιαχτά και οι κατάρες των ανδρών, οι καμπάνες που σήμαιναν συναγερμό στα τείχη και στις κοντινές εκκλησίες, όλα αυτά προκαλούσαν φοβερή φασαρία. Ύστερα από δύο περίπου ώρες έντονης, ακόμη και θαρραλέας επίθεσης, η οποία περισσότερες από μία φορά οδήγησε σε μάχη σώμα με σώμα, επιτράπηκε στους βασιβουζούκους να αποσυρθούν, έχοντας αποδεκατιστεί και με καταλαγιασμένο το πάθος τους. Ανάμεσά τους υπήρχαν νωθροί φοβισμένοι, αλλά είχαν υπηρετήσει καλά τον σκοπό να κουράσουν τα σώματα, να αποθαρρύνουν τα πνεύματα και να διαταράξουν τις τάξεις των ατρόμητων Ελλήνων και Ιταλών στα σπασμένα τείχη.

Πριν προλάβουν οι υπερασπιστές να αντλήσουν αρκετή ικανοποίηση από την επιτυχημένη τους απόκρουση των βασιβουζούκων, ο Μεχμέτ διέταξε να βγουν μπροστά τα πιο αποφασισμένα και πειθαρχημένα στρατεύματα τής μεραρχίας τής Ανατολίας, που παρέμεναν σταθμευμένα κατά τη διάρκεια τού μεγαλύτερου μέρους τής πολιορκίας στη νότια (δεξιά) άκρη των τουρκικών γραμμών, απέναντι από την Πύλη Ρηγίου (ή Πολυάνδρου, τη σημερινή Γενιμεβλεβίχανε Καπί). Οι Ανατολίτες μετακινήθηκαν προς βορρά, πέρα από τούς λόφους, στην κοιλάδα τού Λύκου, έτοιμοι για επίθεση εναντίον τού βορείου Mεσοτειχίου. Το μεγάλο κανόνι στράφηκε προς το περίφραγμα, προκαλώντας του σοβαρές ζημιές. Δεν είχε ακόμη ξημερώσει. Οι καμπάνες χτυπούσαν ξέφρενα συναγερμό, καλώντας όλους τούς άνδρες στις θέσεις τους. Γυναίκες, παιδιά και ηλικιωμένοι κουβαλούσαν πέτρες στους υπερασπιστές. Οι Ανατολίτες προχώρησαν σε μεγάλους αριθμούς προς το στηθαίο, τοποθετώντας πάνω του σκάλες και προσπαθώντας να αναρριχηθούν και να περάσουν πάνω από αυτό. Δεν άρκεσαν οι μεγάλες προσπάθειές τους. Οι Έλληνες και οι Ιταλοί τούς απώθησαν πίσω στην τάφρο.59 Οι πολιορκημένοι είχαν επιδείξει σχεδόν υπεράνθρωπη προσπάθεια και τώρα η δύναμη τής επίθεσης των στρατευμάτων τής Ανατολίας είχε εξαντληθεί. Οι ώρες ήσαν γεμάτες τρόμο και περνούσαν αργά για εκείνους που βρίσκονταν στην πόλη.

Περισσότερες από μία φορά ο Μπάρμπαρο παρατηρεί ότι ο συνεχής βομβαρδισμός των χερσαίων τειχών ήταν «κάτι σαν από τον άλλο κόσμο» (una cossa de l’altro mondo).60 Όμως η πόλη βρισκόταν επίσης υπό συνεχή επίθεση και αλλού, όπως τονίζει ο Κριτόβουλος στη δική του βιογραφία τού σουλτάνου Μωάμεθ. Ο Τούρκος ναύαρχος Χαμζά μπέης περιφερόταν στα τείχη τής Προποντίδας, βάλλοντας εναντίον τους από τα καταστρώματα των πλοίων του και ψάχνοντας για εκμετάλλευση κάποιου αδύνατου σημείου. Ο Zαγάν πασάς είχε διασχίσει τη γέφυρα πάνω από τον Κεράτιο κόλπο για να επιτεθεί στα βόρεια τείχη τής πόλης από το λιμάνι. Ενώ το πεζικό του ανέβαινε προς τα τείχη κατά μήκος τού Κεράτιου κόλπου, τοξότες και τυφεκιοφόροι τούς κάλυπταν με καταιγισμό από τα πλοία του, τα οποία έπλεαν μπρος-πίσω στον Κεράτιο, αναμφίβολα καλά προστατευόμενα από τα χριστιανικά σκάφη στο λιμάνι με το τουρκικό κανόνι που ήταν τοποθετημένο στην ακτή τού Γαλατά. Όμως οι άνδρες τού Ζαγάν πασά δεν κατάφεραν να σκαρφαλώσουν στα τείχη τής πόλης. Στο μεταξύ η μεραρχία τού Καρατζά μπέη είχε επιτεθεί πέρα από την τάφρο στο βόρειο τμήμα των χερσαίων τειχών, μεταξύ τού παλατιού τού Πορφυρογέννητου (Tekfur Saray) και τής Πύλης Χαρισίου ή Αδριανούπολης, όπου προηγούμενος κανονιοβολισμός είχε προκαλέσει σημαντικό ρήγμα, αλλά συναντούσαν τη σθεναρή αντίσταση γενουάτικου αποσπάσματος υπό τούς τρεις αδελφούς Μποκιάρντι. Ο Δούκας λέει ότι πενήντα Τούρκοι μπήκαν στην πόλη από αυτό το σημείο, αλλά η περιγραφή του έχει κάποιο βαθμό σύγχυσης.61 Οι υπερασπιστές τα είχαν καταφέρει απίστευτα καλά και ο Κριτόβουλος αναφέρει ότι ο Μεχμέτ αγανακτούσε με την αποτυχία των διαδοχικών οθωμανικών επιθέσεων. Τώρα ερχόταν η ώρα τού επίλεκτου σώματος βαρέος πεζικού και ειδικά των περίφημων γενίτσαρων.62

Ο Μεχμέτ έστειλε τούς γενίτσαρους σε επίθεση, με επιλεγμένους πεζούς, τοξότες, λογχοφόρους και μέλη τής δικής του σωματοφυλακής, χωρίς να επιτρέπει στους πολιορκημένους ούτε μιας στιγμής ανάπαυλα. Έρχονταν, λέει ο Μπάρμπαρο, «όχι σαν Τούρκοι, αλλά σαν λιοντάρια», με τρομερές κραυγές και φυσήματα τρομπετών. Ήταν κι αυτό «κάτι σαν από τον άλλο κόσμο», όπου ο θόρυβος ακουγόταν μέχρι τις ακτές τής Ανατολίας, οι οποίες κατά τον Μπάρμπαρο βρίσκονταν δώδεκα μίλια μακριά από το τουρκικό στρατόπεδο. Τρόμος συμπαρέσυρε όλους τούς κατοίκους τής πόλης. Οι καμπάνες χτυπούσαν, τόσο εκείνες στις εκκλησίες όσο και οι ειδικοί συναγερμοί στα τείχη. Προσευχές απευθύνονταν στον Θεό, να γλυτώσει την Κωνσταντινούπολη από την εξουσία των ειδωλολατρών. Το μεγάλο τουρκικό κανόνι που έριχνε πέτρες βάρους 1.200 λιμπρών ήταν ακόμη στραμμένο προς το περίφραγμα μπροστά από την πύλη τού Αγίου Ρωμανού. Οι γενίτσαροι επιτίθεντο με μανία, ιδιαίτερα σε αυτή την περιοχή και «η άγρια μάχη κράτησε μέχρι το ξημέρωμα». Ο Μπάρμπαρο αποδίδει λανθασμένα στους Ενετούς την εμπνευσμένη υπεράσπιση τής Πύλης τού Αγίου Ρωμανού και τού περιφράγματος, αλλά κάθε αυτόπτης μάρτυρας έβλεπε τον Τζουστινιάνι και τούς Γενουάτες να απωθούν τούς Τούρκους σε αυτό το κομβικό σημείο τής επίθεσης. «Όμως ήταν χωρίς αποτέλεσμα», λέει ο Μπάρμπαρο, «επειδή ο αιώνιος Θεός είχε πια πάρει την απόφασή του ότι αυτή η πόλη έπρεπε να περάσει στα χέρια των Τούρκων».

Μια ώρα πριν το ξημέρωμα, δηλαδή γύρω στις τέσσερις το πρωί, το μεγάλο κανόνι πυροδοτήθηκε και πάλι με μεγάλη ποσότητα πυρίτιδας, που έστειλε μαύρο σύννεφο καπνού γύρω από το κλυδωνιζόμενο περίφραγμα, μέρος τού οποίου τώρα κατέρρευσε. Η σκόνη που σηκωνόταν από τα συντρίμμια ανακατευόταν με τον καπνό και «δεν μπορούσε να δει κανείς σχεδόν τίποτε» (quaxi non se vedeva nula). Το βαρύ πεζικό και οι γενίτσαροι βυθίστηκαν μέσα στους καπνούς και τριακόσιοι περίπου από αυτούς άνοιξαν δρόμο προς την περίβολο πίσω από το στηθαίο, (dentro dai barbacani), αλλά σε άγρια μάχη οι Έλληνες και οι Ιταλοί στην περίβολο επιτέθηκαν και σκότωσαν τούς περισσότερους. Ενώ οι εξαντλημένοι υπερασπιστές αλληλοσυγχαίρονταν για την επιτυχία, το τερατώδες κανόνι μίλησε και πάλι, ξερνώντας μαύρο καπνό, υπό την κάλυψη τού οποίου οι Τούρκοι επιτέθηκαν και πάλι, «σαν σκυλιά … όλοι τους τρελοί».63 Έσπρωχναν τόσο πολύ ο ένας τον άλλο, ώστε μέσα σε ένα τέταρτο τής ώρας, όπως μάς λένε, περισσότεροι από 30.000 Τούρκοι είχαν αναρριχηθεί στο στηθαίο (dentro dai barbacani), ενώ σύντομα υπήρχαν 70.000 από αυτούς στην περίβολο, κατά πάσα πιθανότητα στο μεγάλο τμήμα της μπροστά από την πύλη Αγίου Ρωμανού. (Και οι δύο αριθμοί είναι παράλογοι.) Αν και πολλοί Τούρκοι είχαν σκοτωθεί από τις πέτρες που πετούσαν πάνω τους από ψηλά, δεν υπήρχε ανάσχεση τής επίθεσης από τη στιγμή που είχαν φτάσει στο πάνω επίπεδο τής περιβόλου.

Τα αστέρια ξεθώριαζαν στον ουρανό λέει ο Ψευδο-Σφραντζής και φώτιζε περισσότερο. Στην ανατολή εμφανιζόταν η κοκκινωπή λάμψη τού πρωινού. Καθώς η νύχτα έδινε τη θέση της στη μέρα, οι χριστιανοί είχαν κατορθώσει ως τώρα να απωθήσουν τις πρώτες επιθέσεις. Όπως το θέτει ο Λεονάρδος τής Χίου, «η σκοτεινή νύχτα γινόταν φως, νικούσαν οι δικοί μας» (Tenebrosa nox in lucem trahitur, nostris vincentibus),64 αλλά τώρα οι «δικοί μας» δεν νικούσαν πια. Οι επιθέσεις των γενιτσάρων, έτοιμων και ξεκούραστων, ήσαν πάρα πολύ βαριές και οι «δικοί μας» ήσαν κουρασμένοι πέρα από τα όρια τής αντοχής. Σε αυτό το κρίσιμο σημείο τής μάχης πληγώθηκε ο Τζουστινιάνι, προφανώς από σιδερένιο ή μολύβδινο βλήμα από βαλλίστρα. Ο Κριτόβουλος λέει ότι το βλήμα διαπέρασε τον προστατευτικό του θώρακα. Έπεσε κάτω και τον απομάκρυναν αμέσως στη σκηνή του σε σοβαρή κατάσταση (κακῶς ἔχων). Οι άνδρες του ήσαν έκπληκτοι από το πλήγμα και σκέφτονταν μόνο να τον ανεβάσουν σε μια από τις τρεις γαλέρες του και να φύγουν γρήγορα. Ο αυτοκράτορας Κωνσταντίνος προσπάθησε να τούς αποτρέψει και να μη φύγουν από τα τείχη, αλλά τελικά έφυγαν, με τις πανοπλίες και όλα, σπεύδοντας να ανεβάσουν τον Τζουστινιάνι σε μια από τις γαλέρες και να αναζητήσουν και οι ίδιοι ασφάλεια στα σκάφη τους.65

Ως συνήθως, στα περισσότερα θέματα που αφορούν την πολιορκία, οι πηγές μας διαφέρουν στις λεπτομέρειες τής μοιραίας αποχώρησης τού Τζουστινιάνι από το περίφραγμα. Σύμφωνα με τον Λεονάρδο τής Χίου (και τον Ψευδο-Σφραντζή), ο Τζουστινιάνι όταν τραυματίστηκε εγκατέλειψε τη θέση του ήσυχα, σε παράξενη αντίθεση με την προηγούμενη αφοσίωσή του. Ήθελε γιατρό και άφησε τη σκηνή τής μάχης χωρίς λέξη διαβεβαίωσης προς εκείνους που ήσαν μαζί του και χωρίς να αναθέσει τη διοίκησή του σε υποδιοικητή, ο οποίος θα μπορούσε να προσπαθήσει να αποτρέψει τον πανικό που επακολούθησε ως αποτέλεσμα τής αναχώρησής του. Λέγεται ότι ο αυτοκράτορας Κωνσταντίνος βρισκόταν τότε στην περίβολο και μαθαίνοντας την αιτία τής πολύ προφανούς ταραχής, προφανώς έσπευσε προς τον Τζουστινιάνι: «Αδελφέ μου, γιατί το κάνατε αυτό; Επιστρέψτε στη θέση σας. Το τραύμα είναι πολύ επιπόλαιο. Γυρίστε πίσω, γιατί τώρα σάς χρειαζόμαστε περισσότερο. Η πόλη εξαρτάται από εσάς για τη σωτηρία!» Ο Ψευδο-Σφραντζής λέει ότι ο Τζουστινιάνι δεν απάντησε στη διαμαρτυρία τού αυτοκράτορα, αλλά άφησε τα τείχη και κατευθύνθηκε στο Πέρα (Γαλατά), όπου πέθανε με την πικρία τής αυτομομφής και τής περιφρόνησης των άλλων.66 Τη φήμη που είχε αποκτήσει με το σθένος, παρατηρεί ο Ψευδο- Σφραντζής, την έχασε από δειλία.67 Όμως κατά τον ιστορικό Δούκα ο Τζουστινιάνι δεν άντεχε τον πόνο και είπε στον αυτοκράτορα ότι θα πήγαινε σε ένα από τα πλοία του για θεραπεία και θα επέστρεφε το συντομότερο δυνατόν.68 Ο Λεονάρδος τής Χίου, που μάς δίνει πλήρη περιγραφή τής αποχώρησης τού Τζουστινιάνι από το περίφραγμα, μάς πληροφορεί ότι απάντησε στην έκκληση τού αυτοκράτορα να παραμείνει με την απαίτηση, «δώστε μου, άνθρωπε, το κλειδί τής Πύλης». Την άνοιξαν και ο Τζουστινιάνι και αριθμός ακολούθων του βγήκαν από αυτήν: «Ο διοικητής διέφυγε στο Πέρα και στη συνέχεια κατέπλευσε στη Χίο, αλλά έφυγε από αυτή τη ζωή άδοξα, ως αποτέλεσμα είτε τής πληγής ή τής θλίψης του».69 Η αποχώρηση τού Τζουστινιάνι ήταν το τέλος τής άμυνας. Εξαντλημένοι άνδρες εγκατέλειπαν τη θέση τους στα τείχη και τρέπονταν σε φυγή. Σχεδόν όλοι θεωρούσαν τα πλοία στο λιμάνι ως το μοναδικό απομένον μέσο διαφυγής. Ο αυτοκράτορας Κωνσταντίνος σκοτώθηκε, όπως και οι περισσότεροι από εκείνους που στάθηκαν στο πλευρό του μέχρι το τέλος.70

Τώρα οι Τούρκοι έμπαιναν στην πόλη, ιδίως μέσω τής μικρής πύλης που είχε ανοίξει για να επιτρέψει την απόσυρση τού Τζουστινιάνι.71 Σε λίγο άρχισαν να συρρέουν κατά χιλιάδες, με πρόθεση τη λεηλασία, μέσω τής Πύλης Χαρισίου καθώς και εκείνης τού Αγίου Ρωμανού, σκοτώνοντας όλους όσους συναντούσαν. Σύμφωνα με τον Δούκα, οι Τούρκοι σκότωσαν 2.000 περίπου άνδρες. Είχαν πιστέψει ότι οι υπερασπιστές τής πόλης αριθμούσαν τουλάχιστον 50.000, αλλά αν είχαν συνειδητοποιήσει ότι ο αριθμός αυτός ήταν στην πραγματικότητα μόνο περίπου 8.000, δεν θα είχαν σκοτώσει κανένα:

Γιατί αυτοί οι άνθρωποι είναι τόσο άπληστοι, ώστε αν έπεφτε στα χέρια τους ο δολοφόνος τού πατέρα τους, θα τον απελευθέρωναν για χρυσάφι, πόσο λοιπόν μάλλον κάποιον που δεν τούς έχει κάνει ζημία, αλλά είχε ο ίδιος υποστεί ζημιά από τούς Τούρκους! Μετά τον πόλεμο μίλησα με πολλούς Τούρκους, που μού είπαν «πως από τον φόβο εκείνων που ήσαν στις πρώτες γραμμές, σκοτώναμε όσους συναντούσαμε, αλλά αν γνωρίζαμε ότι υπήρχε τέτοια έλλειψη ανδρών στην πόλη, θα τούς είχαμε πουλήσει όλους σαν γελάδια!»72

Οι Τούρκοι άρχισαν αμέσως να αναζητούν μανιωδώς χρυσάφι, κοσμήματα και άλλα τιμαλφή. Ο Δούκας αναφέρει ότι μεταξύ των πρώτων μοναστηριών που λεηλατήθηκαν ήταν εκείνο τού Αγίου Ιωάννη τού Βαπτιστή που ονομαζόταν «Πέτρα» και εκείνο τούς Αγίου Σωτήρα στη Χώρα (σήμερα Καρίγιε Τζαμί), που βρισκόταν ακριβώς μέσα από την πύλη Χαρισίου.73 Τώρα ήταν έξι περίπου το πρωί ή αμέσως μετά, ενώ δύο περίπου ώρες αργότερα οι Τούρκοι είχαν φτάσει στα φόρα Ταύρου και Κωνσταντίνου.74 Στους πύργους που είχαν καταληφθεί και σε τουλάχιστον μία από τις ιστορικές στήλες στην πόλη κατέβασαν τις αυτοκρατορικές και λατινικές σημαίες και ύψωσαν τη σημαία με την ημισέληνο. Καθώς οι τρομοκρατημένοι κάτοικοι τρέπονταν σε φυγή μπροστά τους, οι νικητές παραβίαζαν όλα τα μοναστήρια και τα καταστήματα, αναζητώντας λάφυρα. Τις γυναίκες, περιλαμβανομένων καλογριών, τις συλλάμβαναν και φόρτωναν σε τουρκικά πλοία ή τις τραβούσαν μακριά στο στρατόπεδο, έξω από τα τείχη, για ασφαλέστερη φρούρηση. Για να οριοθετήσει ένα σπίτι και το περιεχόμενό του ως δική του κατοχή, ένας Τούρκος ύψωνε πάνω του τη σημαία του (μπαντιέρα), και «καθώς άλλοι Τούρκοι έβλεπαν τη σημαία πάνω του», λέει ο Μπάρμπαρο, «κανένας από αυτούς δεν σκεφτόταν να μπει στο σπίτι, αλλά έψαχνε για σπίτι χωρίς σημαία…». Σημαίες υψώθηκαν και πάνω από τα μοναστήρια και τις εκκλησίες, σύμφωνα με τον Μπάρμπαρο, και «νομίζω ότι σε ολόκληρη την Κωνσταντινούπολη πρέπει να υπήρχαν 200.000 [!] τέτοιες σημαίες πάνω από όλα τα σπίτια…».75 Τούρκοι καθώς και χριστιανοί σφαγιάστηκαν και τα σώματα ρίχτηκαν στην Προποντίδα, όπου επέπλεαν, λέει ο Ενετός χρονικογράφος, «όπως επιπλέουν τα πεπόνια μέσα στα κανάλια».

Οι Βυζαντινοί ιστορικοί βρήκαν στην άλωση τής Κωνσταντινούπολης και στο τραγικό τέλος τής αυτοκρατορίας θέμα άξιο για τις πέννες τους και με την υπερβολική παράδοση τής βυζαντινής ρητορικής διαστέλλουν τις φρικαλεότητες τού φρικτού πρωινού τής 29ης Μαΐου. Ο Κριτόβουλος δηλώνει ότι οι Τούρκοι σκότωσαν τούς κατοίκους τής πόλης σε παράλογη σφαγή, δίνοντας διέξοδο στην οργή τους για τις δυσκολίες τής πολιορκίας και τις προσβολές που τούς είχαν απευθύνει από τα τείχη, κατά ανυπεράσπιστων ανδρών, γυναικών και παιδιών. Η μεταχείριση των γυναικών ήταν τρομακτική, ενώ γέροι, παιδιά, ιερείς και μοναχές υπέστησαν άγρια κακομεταχείριση και σύρθηκαν στη δουλεία, ενώ «διαπράχθηκαν δέκα χιλιάδες άλλα εγκλήματα» (ἄλλα μύρια εἰργασμένα δεινά).76 Έκλεψαν από τις εκκλησίες χρυσά και ασημένια δισκοπότηρα, πολύτιμες λειψανοθήκες και άμφια κεντημένα με χρυσάφι, κοσμήματα και μαργαριτάρια. Οι άγιες τράπεζες αποσπάστηκαν βίαια από τις βάσεις τους και ανατράπηκαν. Λείψανα βεβηλώθηκαν. Ακόμη και οι τάφοι εκείνων που ήσαν από καιρό νεκροί ανοίχτηκαν με την προσδοκία τού κέρδους ή την επιθυμία για μακάβρια διασκέδαση. Ο Κριτόβουλος μάς πληροφορεί ότι ιερά και θεία βιβλία, καθώς και τα σχετικά με τη βλάσφημη γνώση και φιλοσοφία, παραδόθηκαν στην πυρά, ποδοπατήθηκαν ή πουλήθηκαν για ένα τραγούδι, ως χειρονομία περιφρόνησης για το περιεχόμενό τους.77 Σύμφωνα με τον Δούκα, αναρίθμητα βιβλία φορτώθηκαν σε κάρρα και διασκορπίστηκαν ανατολικά και δυτικά. Δέκα βιβλία πωλούνταν για ένα «νόμισμα», Αριστοτέλης, Πλάτων, Θεολόγοι, κάθε είδους βιβλίο. Χρυσά και ασημένια δεσίματα σχίστηκαν από τα πιο όμορφα Ευαγγέλια, τα οποία στη συνέχεια πωλούνταν ή πετιούνταν.78 Οι Τούρκοι έψαξαν στις εκκλησίες και τα ιερά, στους παλιούς θόλους και τάφους, σε υπόγειες στοές, αποθήκες και δεξαμενές, σε κρύπτες και σπηλιές, σε κάθε τόπο όπου μπορούσαν να κρύβονται τιμαλφή ή άνθρωποι.79 Δεν υπήρχε διαφυγή.

Σε εκείνες τις πρώτες ώρες τού κινδύνου και τής φρίκης οι δυστυχείς κάτοικοι τής πόλης σκέφτονταν μόνο την ουράνια βοήθεια. Άνδρες και γυναίκες, μοναχοί και μοναχές, πατέρες και μητέρες κρατώντας βρέφη, συνέρρεαν στη μεγάλη εκκλησία τής Αγίας Σοφίας. Οι πύλες κλειδώθηκαν εναντίον τής εισβολής των απίστων. Τώρα μόνο θαύμα μπορούσε να σώσει εκείνους που είχαν αναζητήσει καταφύγιο στην εκκλησία, την οποία είχαν αποκαλέσει «μόλις χθες και προχθές, λάκκο και βωμό αιρετικών», καταφύγιο ενωτικών και Καθολικών. Για τον Λατινόφιλο ιστορικό Δούκα τα δεινά τού λαού αποτελούσαν την κρίση τού Θεού επί εκείνων που έλεγαν λίγες μόλις ημέρες πριν ότι θα ήταν «καλύτερα να πέσουμε στα χέρια των Τούρκων, παρά σε εκείνα των Φράγκων». Αμέσως μετά τις επτά το πρωί οι Τούρκοι έφτασαν στην Αγία Σοφία στο άγριο τρέξιμό τους για μακελειό. Έσπασαν κι άνοιξαν τις κλειδωμένες πόρτες με τσεκούρια, μπήκαν με γυμνά σπαθιά και υποδούλωσαν το πλήθος σαν να ήσαν πολλά πρόβατα. Όμορφες μοναχές, η κυρία με την υπηρέτριά της, ο κύριος με τον δούλο του, ο αρχιμανδρίτης με τον θυρωρό του, νεαροί άνδρες και ευγενώς γεννημένα κορίτσια, σύρθηκαν όλοι σε χώρους φύλαξης από τούς λεηλατούντες Τούρκους, οι οποίοι επέστρεψαν δεύτερη, ακόμη και τρίτη φορά, για να πάρουν περισσότερη από αυτή την ανθρώπινη λεία, χωρίς να τούς εμποδίζει κανένας. Ο εύγλωττος Δούκας χάνει τα λόγια του καθώς θυμάται τη φοβερή σκηνή. Τα χρυσά και ασημένια σκεύη είχαν κλαπεί, οι εικόνες και η αγία τράπεζα είχαν βεβηλωθεί και η περίφημη εκκλησία είχε απογυμνωθεί. Εδώ βρισκόταν η εκπλήρωση τής προφητείας τού Aμώς (3:15): «Καί θέλω πατάξει τόν χειμερινόν οἶκον μετά τοῦ θερινοῦ οἴκου, καί οἱ οἶκοι οἱ ἐλεφάντινοι θέλουσιν ἀπολεσθῇ καί οἱ οἶκοι οἱ μεγάλοι θέλουσιν ἀφανισθῇ, λέγει Κύριος».80

Όταν ήταν σαφές ότι οι Τούρκοι είχαν καταλάβει την πόλη, ο Άντζελο Τζιοβάννι Λομελλίνο, ο Γενουάτης δήμαρχος (ποντεστά) τού Πέρα, έκλεισε τις πύλες τού Γαλατά στην πλευρά τού λιμανιού. Κάνοντάς το έκλεισε μέσα τον Αλβίζε Ντιέντο, Ενετό κυβερνήτη των γαλερών τής Τάνα, τον Μπαρτόλο Φουριάν, οπλονόμο των ίδιων γαλερών και τον χρονικογράφο Μπάρμπαρο, τον γιατρό των γαλερών (el miedego de le galie), στου οποίου την μαχητική περιγραφή οφείλουμε μεγάλο μέρος τής γνώσης μας για τις τελευταίες ημέρες και ώρες τού Βυζαντίου. Οι Ενετοί είχαν περάσει στον Γαλατά για να διαβουλευθούν με τον ποντεστά όταν πια δεν υπήρχε καμία ελπίδα να αντέξει η πόλη τις επιθέσεις των πρώτων πρωινών ωρών τής 29ης Μαΐου. Ο Μπάρμπαρο ως συνήθως κατηγορεί τούς Γενουάτες για προδοσία, λέγοντας ότι είχαν την πρόθεση να παραδώσουν τις ενετικές γαλέρες και τα φορτία τους στους Τούρκους. Όμως ο Ντιέντο διαπραγματεύτηκε κι έτσι αυτός και οι σύντροφοί του ξαναπήγαν στα πλοία τους, που βρίσκονταν ήδη με τα πανιά ανοιγμένα, ετοιμαζόμενα να φύγουν χωρίς τον κυβερνήτη. Σπάζοντας την σιδερένια και ξύλινη αλυσίδα με τσεκούρια κατέπλευσαν στην Προποντίδα και αγκυροβόλησαν κοντά στο Διπλοκιόνιον, εκεί όπου λίγες ώρες πριν ήταν σταθμευμένος ο τουρκικός στόλος. Περίμεναν λίγο για να τούς φτάσει κάποιο ενετικό εμπορικό πλοίο, αλλά κανένας δεν τα κατάφερε, όπως λέει ο Μπάρμπαρο. Όμως ο Φλωρεντινός έμπορος Τζάκοπο Τεντάλντι, που μάς έχει επίσης αφήσει συνοπτική περιγραφή τής πολιορκίας, έφτασε στα ενετικά πλοία, κατά πάσα πιθανότητα πριν περάσουν από την αλυσίδα. Έχοντας πολεμήσει στο τείχος κοντά στο σημείο από το οποίο οι Τούρκοι μπήκαν στην πόλη, ο Τεντάλντι κατάφερε να διαφύγει προς την ακτή, έβγαλε τα ρούχα του και κολύμπησε προς τις γαλέρες, όπου τον ανέβασαν πάνω.81

Το μεσημέρι ο Ντιέντο σαλπάρισε με τις γαλέρες τής Τάνα. Ο Τζιρολάμο Μοροζίνι ακολούθησε με τη γαλέρα του. Ύστερα ξεκίνησε η γαλέρα τής Τραπεζούντας, αλλά είχε πρόβλημα επειδή τής έλειπαν 164 άνδρες, που είχαν πνιγεί, σκοτωθεί από κανονιοβολισμούς ή χαθεί με άλλον τρόπο στις μάχες. Σαλπάρισε και η γαλέρα τού Γκαμπριέλε Τρεβιζάν, ο οποίος έμεινε πίσω ως αιχμάλωτος των Τούρκων. Μια γαλέρα από τον Χάνδακα υπό τον Ζακκαρία Γκριόνι ξεκίνησε επίσης, αλλά σύντομα αιχμαλωτίστηκε από τούς Τούρκους. Τρία άλλα σκάφη από τον Χάνδακα, εξοπλισμένα εμπορικά πλοία, απέπλευσαν με τούς Ενετούς και με ευνοϊκό (βόρειο) άνεμο πέρασαν από τα Δαρδανέλια προς την ασφάλεια, φτάνοντας στην Κρήτη ένα μήνα αργότερα. Τα πληρώματα των τουρκικών πλοίων συμμετείχαν στη λεηλασία τής κατακτηθείσας πόλης. «Στο λιμάνι παρέμεναν δεκαπέντε πλοία των Γενουατών, τού αυτοκράτορα και των Αγκωνιτών, περιλαμβανομένων και των πέντε γαλερών τού αυτοκράτορα, που είχαν αφοπλιστεί, ενώ όλα τα άλλα σκάφη στο λιμάνι παρέμεναν εκεί, πλοία και γαλέρες, που δεν μπορούσαν να ξεφύγουν, έχοντας όλα καταληφθεί από τούς Τούρκους». Όμως εκτός από αυτά τα δεκαπέντε, επτά γενουάτικα πλοία που βρίσκονταν κοντά στην αλυσίδα κατάφεραν να διαφύγουν, καθώς κι άλλο ένα από το Πέρα που σαλπάρισε το βράδυ, ώρες μετά την εσπευσμένη αναχώρηση των Ενετών, την ανδρεία των οποίων επαινεί ο νομιμόφρων Μπάρμπαρο από τη μια άκρη τού ημερολογίου του μέχρι την άλλη.82 Σε μια από αυτές τις επτά γενουάτικες γαλέρες πρέπει να βρισκόταν και ο Τζουστινιάνι, τραυματίας και συντετριμμένος, που πέθανε κατά την άφιξη στη Χίο.

Η μάχη για την Κωνσταντινούπολη είχε διαρκέσει από αρκετά πριν την αυγή μέχρι περίπου το μεσημέρι, μετά το οποίο οι χριστιανοί γενικά φυλακίζονταν και δεν σκοτώνονταν. Σύμφωνα με σημείωση που έχει προστεθεί στο κείμενο τού Μπάρμπαρο, «πιάστηκαν εξήντα χιλιάδες αιχμάλωτοι και οι Τούρκοι βρήκαν αμέτρητα πλούτη».83 Ο Λεονάρδος τής Χίου αναφέρει ότι, αφού η πόλη είχε υποστεί λεηλασία για τρεις ημέρες, τα λάφυρα μεταφέρθηκαν στο τουρκικό στρατόπεδο και ότι 60.000 χριστιανοί τέθηκαν υπό τα δεσμά.84 Ο Κριτόβουλος αναφέρει ότι περίπου 4.000 Έλληνες και αλλοδαποί (ξένοι) έχασαν τη ζωή τους στη διάρκεια ολόκληρης τής πολιορκίας και τής τελικής επίθεσης στην πόλη, καθώς και ότι αιχμαλωτίστηκαν μάλλον περισσότερα από 50.000 άτομα, συμπεριλαμβανομένων 500 από τον αμυνόμενο στρατό.85 Όμως ο πληθυσμός τής Κωνσταντινούπολης ήταν μάλλον πιο κοντά στις 40.000 παρά στις 50.000 στα μέσα τού 15ου αιώνα.

Οι Τούρκοι είχαν αδειάσει την πόλη και την είχαν καταστρέψει σε μεγάλο βαθμό. Σύμφωνα με τον Κριτόβουλο ακόμη και ο Μωάμεθ Β’ συγκινήθηκε μέχρι δακρύων: «Τι πόλη», έλεγε, «παραδώσαμε στη λεηλασία και την ερήμωση!»86 Υπήρχαν πιθανότατα σχεδόν τόσο πολλές προσωπικές τραγωδίες, όσοι και οι άνθρωποι στην πόλη. Πικρές αναμνήσεις και αντεγκλήσεις επέζησαν πολύ περισσότερο από εκείνους που είχαν εμπλακεί στην καταστροφή. Ο μέγας δούκας Λουκάς Νοταράς, ο πρώτος υπουργός τού Βυζαντινού κράτους, που είχε αντιταχθεί στην ένωση των Εκκλησιών, αναδύεται ως παλιάνθρωπος από τις ιδιαίτερα λατινόφιλες πηγές μας. Ο Λεονάρδος τής Χίου τον κατηγορεί ότι προσπάθησε να κερδίσει την εύνοια τού νεαρού σουλτάνου κατηγορώντας τον μεγάλο βεζύρη Χαλίλ Πασά για προδοτική αλληλογραφία με τον αυτοκράτορα Κωνσταντίνο. Μάλιστα λέγεται ότι ο Νοταράς παρέδωσε στον σουλτάνο κάποιες από τις επιστολές που είχε στείλει ο μεγάλος βεζύρης, καταστρέφοντας έτσι έναν ισχυρό φίλο των Ελλήνων στο στρατόπεδο των Οθωμανών. Όμως ο Λεονάρδος προσθέτει ότι ο Νοταράς πλήρωσε το τίμημα τής κακίας του. Έχοντας χάσει τούς δύο μεγαλύτερους γιους του στην πολιορκία, έβλεπε τώρα ένα τρίτο, ένα νεαρό, να σφάζεται μπροστά στα μάτια του, ενώ στη συνέχεια αποκεφαλίστηκε και ο ίδιος μαζί με κάποιους άλλους Βυζαντινούς άρχοντες. Εκτελέστηκε ο Ενετός βαΐλος στην Κωνσταντινούπολη, συνεχίζει ο Λεονάρδος, ο Τζιρολάμο Μινόττο, καθώς και ο γιος του. O Kαταρίνο Κονταρίνι, «άνθρωπος καλόκαρδος» (vir humanissimus), καθώς και άλλοι έξι Ενετοί άρχοντες θα είχαν επίσης θανατωθεί, αν δεν είχαν καταφέρει να διαβεβαιώσουν τούς Τούρκους για λύτρα 7.000 χρυσών δουκάτων. Ο πρόξενος Aραγωνίας-Καταλωνίας σκοτώθηκε με δύο μέλη τού προσωπικού ή τής οικογένειάς του.87 Όσον αφορά τον περήφανο Νοταρά, άραγε ποιος μπορεί να πει ποια ήταν η αλήθεια; Οι Δούκας και Χαλκοκονδύλης παρουσιάζουν συγκλονιστική ιστορία τής τόλμης τού Νοταρά να αρνηθεί να παραδώσει τούς νεώτερους δύο επιζώντες γιους του στην ανώμαλη λαγνεία τού Μεχμέτ, προτιμώντας τον θάνατο για τον ίδιο και την οικογένειά του από την τουρκική ατιμία. Ο Μεχμέτ διέταξε την άμεση εκτέλεση τού πατέρα και των γιων.88 Πολύ πιθανόν ο Κριτόβουλος είχε δίκιο όταν δήλωνε ότι η πολιορκία και άλωση τής Κωνσταντινούπολης ήταν πιο φοβερή από εκείνες τής Τροίας και τής Βαβυλώνας, τής Καρχηδόνας, τής Ρώμης και τής Ιερουσαλήμ.89

Ο ποντεστά τού Πέρα Άντζελο Τζιοβάννι Λομελλίνο είχε λόγους να φοβάται. Έστειλε αγγελιοφόρους στον σουλτάνο Μωάμεθ να τού προσφέρουν τα κλειδιά τού Γαλατά. Ο σουλτάνος τα αποδέχθηκε και παρέλαβε τούς κατοίκους τής γενουάτικης αποικίας ως υπηκόους του. Ο Μεχμέτ διόρισε Τούρκο διοικητή, δήμευσε την περιουσία εκείνων που είχαν διαφύγει και διέταξε την κατεδάφιση των πύργων και των χερσαίων τειχών τού Γαλατά. Οι κάτοικοι υπάκουσαν και δέχθηκε το καθεστώς δουλείας, γράφει ο Λεονάρδος, για λόγους ασφαλείας, αγνοώντας τις οδηγίες τους από τη Γένουα (όποιες κι αν ήσαν αυτές), ενώ τώρα ο σουλτάνος «κατεδαφίζει τον πύργο στην κορυφή τού οποίου βρισκόταν ο σταυρός τού Χριστού, από τον οποίο έχει πάρει το όνομά του». Εκείνοι που ήσαν ελεύθεροι και τηρούσαν την ειρήνη ήσαν τώρα σκλάβοι. Το μέλλον τους βρισκόταν στα χέρια τού πάπα Νικολάου Ε’, στον οποίο ο Λεονάρδος έγραψε τη μακροσκελή επιστολή του για την άλωση τής Κωνσταντινούπολης και τού απεύθυνε την έκκληση να εκδικηθεί για τα τρομερά πλήγματα που είχαν προκαλέσει οι Τούρκοι στους χριστιανούς.90

Η τουρκική κατάληψη τού Πέρα περιγράφεται έντονα σε επιστολή που γράφτηκε από τον ποντεστά Άντζελο Τζιοβάννι Λομελλίνο προς τον αδελφό του στις 23 Ιουνίου 1453, λιγότερο από ένα μήνα μετά την άλωση τής Κωνσταντινούπολης:

Ευγενή και πολυαγαπημένε αδελφέ: Αν δεν σού έχω γράψει πριν από αυτή την επιστολή και αν δεν απαντήσω στο εξής στα γράμματα που πήρα από σένα, παρακαλώ να με συγχωρήσεις, γιατί βρέθηκα και εξακολουθώ να βρίσκομαι ακατάπαυστα σε τέτοια μελαγχολία και τόσο απορροφημένος, που προτιμώ τον θάνατο από τη ζωή. Είμαι βέβαιος ότι έχεις ήδη μάθει για την απρόβλεπτη πτώση τής Κωνσταντινούπολης, που καταλήφθηκε από τον άρχοντα Τούρκο στις 29 τού περασμένου μήνα, μια μέρα που περιμέναμε ανυπόμονα με έντονη προσδοκία, επειδή φαινόταν ότι θα μάς έφερνε βέβαιη νίκη. Ο άρχοντας [Τούρκος] έδωσε μάχη όλη τη νύχτα και σε όλα τα μέτωπα και αντιμετωπίστηκε με θάρρος σε κάθε σημείο. Όμως, για να το πω με λίγα λόγια, το πρωί ο Τζιοβάννι Τζουστινιάνι … άφησε την πύλη του, αποχώρησε προς τη θάλασσα και οι Τούρκοι εισήλθαν από αυτήν ακριβώς την πύλη, χωρίς μάλιστα να συναντήσουν αντίσταση, με τον άθλιο αυτό τρόπο με τον οποίο ούτε χωριό δεν έπρεπε να έχει χαθεί!

Θέλω να πιστεύω ότι αυτό προέρχεται από τις αμαρτίες μας. Λαμβάνοντας υπόψη τη φύση μου, φαντάσου απλώς τι νιώθω τώρα. Ο Θεός ας μού δώσει υπομονή. [Οι Τούρκοι] παρέδωσαν την πόλη σε άλωση τριών ημερών. Δεν έχεις δει ποτέ τέτοια ταλαιπωρία. Πήραν ανεκτίμητα λάφυρα. Έστειλα για υπεράσπιση τής πόλης όλους τούς μισθοφόρους από τη Χίο και όλους εκείνους που είχαν σταλεί από τη Γένουα, καθώς και πολλούς πολίτες και ελεύθερους αστούς από εδώ [από τον Γαλατά], καθώς και αυτόν που μάς ενδιαφέρει περισσότερο εδώ, τον [ανηψιό] Iμπεριάλε μας και τούς υπηρέτες τής οικογένειάς μας. Από την πλευρά μου έκανα όσα μπορούσα, ο Θεός γνωρίζει, γιατί έχω πάντοτε αναγνωρίσει ότι αν χανόταν η Κωνσταντινούπολη, τότε θα χάναμε κι εμείς αυτό το μέρος.

Ο ποντεστά σημείωνε ότι ορισμένοι Γενουάτες είχαν σωθεί τρεπόμενοι σε φυγή. Άλλοι είχαν συλληφθεί στα περιφράγματα. Οι υπόλοιποι είχαν υποχρεωθεί να παραμείνουν στον Γαλατά, γιατί οι καπετάνιοι των πλοίων δεν ήσαν πρόθυμοι να περιμένουν για ανθρώπους που ήθελαν να ξεφύγουν: «Όμως όταν είδα ότι τα πράγματα είχαν φτάσει σε τέτοιο σημείο, προτιμούσα να χάσω τη δική μου ζωή παρά να αφήσω αυτή τη γη. Αν είχα φύγει, τότε αυτό το μέρος, έτσι εγκαταλειμμένο, θα είχε λεηλατηθεί». Ο ποντεστά έστειλε πρέσβεις στον Μωάμεθ Β’ με όμορφα δώρα, τα κλειδιά τού Γαλατά, καθώς και αίτημα να τηρηθεί η ειρήνη που υπήρχε μεταξύ Τούρκων και Γενουατών. Δεν υπήρξε άμεση απάντηση. Στο μεταξύ ο πανικόβλητος ποντεστά προσπαθούσε να διατηρήσει την ηρεμία στην τρομοκρατημένη αποικία, ενώ έκανε έκκληση στους κυβερνήτες [patroni] των πλοίων να παραμείνουν όλη την επόμενη μέρα, γιατί ήταν σίγουρος ότι ο σουλτάνος, αν δεν προκαλούνταν, θα μπορούσε να εξασφαλίσει σε αυτόν την επιθυμητή ειρήνη. Οι κυβερνήτες δεν ήσαν πρόθυμοι να το διακυνδυνεύσουν και απέπλευσαν τα μεσάνυχτα:

Όταν το πρωί ο άρχοντας [Τούρκος] πήρε την είδηση τής αναχώρησης των πλοίων, ενημέρωσε τούς πρέσβεις μου ότι ζητούσε άνευ όρων παράδοση [terra libera]. Δύσκολα θα μπορούσαμε να σώσουμε τον εαυτό μας και την προσωπική μας περιουσία, γιατί είπε ότι κάναμε κάθε δυνατή προσπάθεια να σώσουμε την Κωνσταντινούπολη και ότι είμασταν η αιτία που οι Τούρκοι δεν είχαν καταλάβει το μέρος από την πρώτη μέρα. Σίγουρα έλεγαν την αλήθεια. Βρισκόμασταν σε σοβαρότατο κίνδυνο.

Παρά την ακραία δυσκολία έγινε ειρήνη με τον Τούρκο στο όνομα των ελευθέρων αστών τού Γαλατά. Ο ποντεστά παρέμενε τώρα στο παρασκήνιο, ενδεχομένως για να μην φαίνεται ότι δέσμευε τη Γένουα με τούς όρους που επιβάλλονταν από τον σουλτάνο. Όμως ο ποντεστά έκανε μια επίσκεψη στον σουλτάνο, ο οποίος εισήλθε στον Γαλατά δύο φορές. Διέταξε να κατεδαφιστούν οι περισσότερες από τις οχυρώσεις, συμπεριλαμβανομένου τού Πύργου τού Τιμίου Σταυρού (Σάντα Κρότσε). Πήρε όλα τα κανόνια, «ενώ προτίθεται να πάρει όλα τα πολεμοφόδια και όλα τα όπλα των ελεύθερων αστών».

Ο Μεχμέτ κατέγραψε επίσης το σύνολο των αγαθών και τής περιουσίας των εμπόρων και ελεύθερων αστών που είχαν διαφύγει. Αν επέστρεφαν, η περιουσία τους θα τούς επιστρεφόταν. Αν όχι, θα δημευόταν. Οι φυγάδες, που φαίνεται ότι είχαν συγκεντρωθεί στη Χίο, ενημερώθηκαν για το γεγονός. Ο Μεχμέτ είχε μόλις αποσυρθεί προς Αδριανούπολη, απ’ όπου έστειλε τον Χαλίλ πασά, από τον οποίο είχε αφαιρέσει τα πλούτη του. (Θα εκτελούσαν τον Χαλίλ στις 10 Ιουλίου). Ο Ενετός βαΐλος και ο γιος του είχαν αποκεφαλιστεί μαζί με άλλους επτά Ενετούς. Το ίδιο είχε γίνει με τον Καταλανό πρόξενο και άλλους πέντε ή έξι Καταλανούς. «Σκέψου λοιπόν, αν βρεθήκαμε ή όχι σε κίνδυνο». Ο Μωάμεθ είχε τοποθετήσει ως υπεύθυνο για τον Γαλατά έναν από τούς άνδρες του, τον οποίο ο Άντζελο Τζιοβάννι αποκαλεί σκλάβο (sclavus), ενώ στην Κωνσταντινούπολη είχε τοποθετήσει διοικητή (σούμπαση) και δικαστή (καδή) με περίπου 1.500 γενίτσαρους. Λεγόταν ότι ζητούσε από τη Χίο, τον Καφφά και άλλες γενουάτικες κτήσεις το χαράτσι ή κεφαλικό φόρο που επιβαλλόταν σε μη μουσουλμάνους (carrachium). Ζητούσε φόρο και από τον δεσπότη τής Σερβίας. «Τελικά έχει φτάσει σε τέτοια αλαζονεία, ως συνέπεια τής κατάληψης τής Κωνσταντινούπολης, που φαίνεται ότι σύντομα θα γίνει ο ίδιος κύριος ολόκληρου τού κόσμου, ενώ δηλώνει δημοσίως ότι σχεδιάζει να έρθει στη Ρώμη σε λιγότερο από δύο χρόνια…»91

Στις αρχές Ιουνίου τού 1453 σουλτάνος Μωάμεθ αποφάσισε για τη γενουάτικη κοινότητα τού Γαλατά με φιρμάνι, που γλίτωνε την πόλη (κάστρον) και επέτρεπε στους κατοίκους να διατηρήσουν τα σπίτια τους, τα καταστήματα και τις αποθήκες, τα αμπέλια και τούς μύλους τους, τα εμπορεύματα και τα πλοία. Οι σύζυγοι και τα παιδιά τους δεν θα παίρνονταν μακριά, οι γιοί τους θα εξαιρούνταν από το παιδομάζωμα (ντεβσιρμέ) ή φόρο υποτέλειας σε αγόρια για την υπηρεσία τού σουλτάνου. Οι κάτοικοι τού Γαλατά μπορούσαν επίσης να διατηρούν τις εκκλησίες τους, αλλά απαγορευόταν να κατασκευάζουν νέες, ενώ, ως συνήθως, απαγορευόταν να χτυπούν τις καμπάνες των εκκλησιών. Όμως κανένας Τούρκος δεν θα ζούσε στον Γαλατά, εκτός από τούς αξιωματούχους τής Πύλης. Οι κάτοικοι θα είχαν ελευθερία εμπορίου και οι Γενουάτες άμεση πρόσβαση στην πρώην αποικία τους. Θα ήσαν απαλλαγμένοι από φεουδαρχική υπηρεσία (κορβέ), αλλά έπρεπε να πληρώνουν τον κεφαλικό φόρο (χαράτζ) που απαιτούσαν από τούς μη μουσουλμάνους υπηκόους τής Πύλης. Αν και μπορούσε να εκλέγει ένα είδος προέδρου (πρωτόγερος) τού τοπικού του συμβουλίου εμπορίου, ο Γαλατάς μετατρεπόταν σε τουρκική πόλη, ενώ για τη Γένουα δεν υπήρχε προοπτική ανάκτησής του.92

Εκ των υστέρων ίσως κανένα γεγονός στην ιστορία τού 15ου αιώνα δεν φαινόταν πιο σίγουρα αναπόφευκτο από την οθωμανική κατάληψη τής ελληνικής πρωτεύουσας στον Βόσπορο. Το 1453 η πόλη στεκόταν σαν μικρό νησί μέσα σε οθωμανική θάλασσα. Για εκατό ολόκληρα χρόνια, από τότε που οι Τούρκοι κατέλαβαν την Καλλίπολη το 1354, η ισχύς τους επεκτεινόταν, η επιρροή τους απλωνόταν σε ολόκληρη τη Βαλκανική χερσόνησο. Στη διάρκεια των ετών δεκάδες χιλιάδες Τούρκοι είχαν μετακινηθεί στη Νοτιοανατολική Ευρώπη, όπου πολεμούσαν και νικούσαν, διεκπεραίωναν τις καθημερινές τους υποθέσεις και πέθαιναν, αφήνοντας το αποτύπωμά τους στη ζωή, τη γλώσσα και τη λογοτεχνία των βαλκανικών λαών. Οι τελευταίοι έπαιρναν την εκδίκησή τους από τούς επιδρομείς βρίζοντάς τους σε δημοτικά τραγούδια θρήνων και ηρωισμού, σε προφητείες, σε χρονικά και σε βιογραφίες αγίων και ηγεμόνων. Στη λαϊκή καθώς και στη λόγια λογοτεχνία τού ύστερου 15ου αιώνα (και μετέπειτα) η πτώση τής Κωνσταντινούπολης ήταν πάντοτε κατεξοχήν θέμα.93

Στο μεταξύ όμως, εκτός από τη θλιβερή παρτίδα των κατοίκων τής κατακτηθείσας πόλης, οι περισσότεροι άνθρωποι συνέχιζαν τη συνηθισμένη βαρετή ζωή τους, τη γεμάτη κακουχίες και ελλείψεις. Η τυχαία ανακάλυψη από τον Jean Darrouzes οκτώ επιστολών με ημερομηνίες από τις 29 Ιουλίου μέχρι τις 13 Δεκεμβρίου 1453, μάς προσφέρει μια φευγαλέα ματιά στις υποθέσεις των Ελλήνων κατά τούς μήνες που ακολούθησαν την οθωμανική κατάληψη τής Κωνσταντινούπολης. Ο κύριος πρωταγωνιστής των λαϊκών και εκκλησιαστικών δραμάτων που απεικονίζονται σε αυτές τις επιστολές είναι ένας κατά τα άλλα άγνωστος Νικόλαος Ισίδωρος, ο οποίος υπηρετούσε τον Μωάμεθ Β’ ως Έλληνας «δικαστής» (κριτὴς) στην πρώην οθωμανική πρωτεύουσα τής Αδριανούπολης. Όμως τα αιτήματα που υπέβαλλαν σε αυτόν οι Έλληνες που αλληλογραφούσαν μαζί του καθιστούν σαφές ότι μάλλον ζητούσαν την οικονομική του βοήθεια και τη χρησιμοποίηση τής επιρροής του και όχι την άσκηση τής εξουσίας του (αν υπήρχε) ως δικαστή, οτιδήποτε κι αν σήμαινε η λέξη «κριτής» στο συγκεκριμένο πλαίσιο. Αν και ήταν δύσκολο να βρεθούν τα λύτρα για κάποιον όμηρο που κρατούσε «Mουσουλμάνος … ἀνηλεὴς και ἀσυγκατάβατος», ενώ στις επιστολές υπάρχουν περισσότερες από μία αναφορές στην πτώση τής Κωνσταντινούπολης, οι περισσότερες από αυτές απεικονίζουν τη θλιβερή συνέχιση τής ζωής και των προβλημάτων της, που ήσαν σχεδόν τα ίδια όπως και πριν, αφότου συνέβη «ἡ ἅλωσις τῆς ἀθλίας πόλεως».94

Η Κωνσταντινούπολη ήταν άθλια, αλλά ο Μωάμεθ Β’ όχι. Φαινόταν να έχει αναρριχηθεί μέσα σε δύο μήνες στην κορυφή τού κόσμου. Είχε πραγματοποιήσει την αρχαία μουσουλμανική φιλοδοξία τής κατάκτησης τής μεγαλύτερης πόλης στην Ανατολική Μεσόγειο. Σύντομα θα δρομολογούσε τον επανεποικισμό της. Δεν πρέπει να υπάρχει αμφιβολία ότι φιλοδοξούσε σε παγκόσμια κυριαρχία, όπως ενημέρωνε ο Άντζελο Τζιοβάννι τον αδελφό του. Ο Λεονάρδος τής Χίου είχε προειδοποιήσει τον πάπα Νικόλαο Ε’ ότι ο Μωάμεθ επαιρόταν ότι σύντομα θα εμφανιζόταν στην Αδριατική στον δρόμο του προς τη Ρώμη.95 Ο Τζάκοπο Τεντάλντι μιλά επίσης για την επιθυμία του να κυβερνήσει τον κόσμο και σημειώνει ότι τροφοδοτούσε τη φιλοδοξία του διαβάζοντας τις ιστορίες τού Αλεξάνδρου και τού Καίσαρα, ενώ ήταν γεμάτος ερωτήματα για τη Βενετία, τη Ρώμη και το Μιλάνο, «καθώς και για άλλα πράγματα, για τα οποία δεν μιλά ο πόλεμος» (et d’autres choses que de guerre ne parle)…96 Παρά το γεγονός ότι μετά τη μεγάλη νίκη του ο Μωάμεθ είχε επιστρέψει στην Αδριανούπολη, η οποία ήταν η οθωμανική πρωτεύουσα για ένα σχεδόν αιώνα, σύντομα θα εγκαθιστούσε την αυλή και την κυβέρνησή του στην νεοαποκτηθείσα πόλη. Όμως η Κωνσταντινούπολη δεν ήταν πια η πόλη τού Κωνσταντίνου. Γινόταν η τουρκική Ισταμπούλ, μια πόλη με ανατολίτικα παζάρια, γκρίζους θόλους και λευκούς μιναρέδες, τάφους, μικρά νεκροταφεία, μαύρα κυπαρίσσια και αμπέλια που σκαρφάλωναν σαν τουρμπάνια στους καταρρέοντες τοίχους.97

<-3. Η Σταυροφορία τής Βάρνας και τα επακόλουθά της (1444-1453) 5. Κίνδυνοι και προβλήματα μετά την άλωση τής Κωνσταντινούπολης (1453-1455)->
error: Content is protected !!
Scroll to Top