Σημειώσεις κεφαλαίου 08

Σημειώσεις Κεφαλαίου 8

[←1]

Arch. Segr. Vaticano, Arm. XXXIX, τόμος 9 (Pii II Brevia), φύλλο 14.

[←2]

Στο ίδιο, φύλλα 18-19, επιστολή γραμμένη από τη Σιένα.

[←3]

Πρβλ. την επιστολή στις 24 Φεβρουαρίου (1459) προς τον λεγάτο στη Ρώμη [στο ίδιο, φύλλα 19-20].

[←4]

Πρβλ. στο ίδιο, φύλλα 21-22, 23, 25-26. κλπ., 165-166, επιστολή από τον πάπα προς τον Σκεντέρμπεη με ημερομηνία 29 Ιουνίου 1460, 166, κλπ.

[←5]

Francisc Pall, «I Rapporti italo-albanesi intorno alla meta del secolo XV», Archivio storico per le province napoletane, LXXXIII (3η σειρά, IV, 1966), έγγραφο αριθ. vi, σελ. 164-66, επιστολή τού Τζάκοπο Περπίνια [δηλαδή Jaume de Perpinyà, για τον οποίο βλέπε πιο πάνω, σελ. 186b] προς βασιλιά Φερράντε τής Νάπολης, γραμμένη στη Μπαρλέττα στις 17 Σεπτεμβρίου 1460. Έχει ήδη γίνει αναφορά στο άρθρο τού Pall, βλέπε πιο πάνω, Κεφάλαιο 6, σημειώσεις 127, 130, το οποίο περιέχει ογδόντα οκτώ έγγραφα από τα Μιλανέζικα Αρχεία, που κυμαίνονται από τον Ιούλιο τού 1455 μέχρι τον Ιούλιο τού 1467 (όπου όλα εκτός από τα πρώτα οκτώ έγγραφα ανήκουν στην περίοδο 1461-1467).

[←6]

Βλέπε πιο πάνω, Κεφάλαιο 3, σημείωση 83 και Achille Raid (αργότερα πάπας Πίος XI), «Quarantadue Lettere originali di Pio II relative alla guerra per la successione nel reame di Napoli», Archivio storico lombardo, 3η σειρά, XIX (ann. XXX, 1903), 263-93, με (όπως αναφέρει και ο τίτλος) σαρανταδύο επιστολές που καλύπτουν την περίοδο από τις 29 Μαΐου 1460 μέχρι τις 23 Απριλίου 1463. Πρβλ. G. Lesca, «I Commentarii … d’ Enea Silvio Piccolomini», Annali della R. Scuola normale superiore di Pisa, Filos. e Filologia, τόμ. X (τής σειράς XVI, 1894), σελ. 106-28.

[←7]

Pall, «I Rapporti italo-albanesi», έγγραφα xxv-xxix, σελ. 176-79, με ημερομηνία 31 Αυγούστου έως 10 Σεπτεμβρίου 1461.

[←8]

Η αλληλογραφία μεταξύ Σκεντέρμπεη και πρίγκηπα τού Τάραντα παρέχεται σε φανταστική μορφή από τον Πίο Β΄ [Pius II, Commentarii, βιβλίο vi, αγγλική μεταφρ. Florence A. Gragg (στο Smith College Studies in History, τόμοι XXII, XXV, XXX, XXXV και XLIII (1937-57) με συνεχή αρίθμηση σελίδων), σελ. 458-60, εκδ. Φρανκφούρτης, 1614, σελ. 166-67]. Ο Marinus Barletius, Historia de vita et gestis Scenderbegi, 1η εκδ., Ρώμη, περ. 1509, φύλλα CXXII και εξής, αφιερώνει oλόκληρο το δέκατο βιβλίο του στις προσπάθειες τού Σκεντέρμπεη για λογαριασμό τού Φερράντε στο ναπολιτάνικο βασίλειο το 1461 [εκδ. Ζάγκρεμπ, 1743, σελ. 282 και εξής].

Δεν στερούμαστε αξιόπιστων πηγών για τις αλβανικές εκστρατείες τού 1460-1461: Pall, «I Rapporti italo-albanesi», έγγραφα vii-ix, xi-lx, σελ. 167-201, με ημερομηνία από 14 Οκτωβρίου 1460 μέχρι 11-12 Φεβρουαρίου 1462, με πολλή λεπτομέρεια. V. V. Makušev, Monumenta historica slavorum meridionalium, II (Belgrade, 1882), 156, ανατυπ. από J. Radonić, Djuradj Kastriot Skenderbeg, Belgrade, 1942, σελ. 123-24, επιστολή τού Mιλανέζου απεσταλμένου Antonio Guidobono από τη Βενετία, με ημερομηνία 12 Αυγούστου 1461, για τον εικαζόμενο αριθμό αλβανικών στρατευμάτων, έτοιμων να ξεκινήσουν για την Απουλία. Giov. Pontano, de bello Νapolitano, βιβλίο ii στο Opera omnia, II (Βενετία, 1519), 279-82. Giov. Simoneta, Res gestae Francisci Sfortiae, βιβλίο xxviii, ad ann. 1461 στο RISS, XXI (Μιλάνο, 1732), στήλες 728E-729A και επιμ. Giov. Soranzo στο νέο Muratori, RISS, XXI, μέρος 2, σελ. 448-49. Raynaldus, Annales ecclesiastici ad ann. 1460, αριθ. 60, τόμ. XIX (1693), σελ. 56 και ad ann. 1461, αριθ. 3, σελ. 70. Για ολόκληρο το ιστορικό βλέπε τη λεπτομερή μελέτη τού Emilio Nunziante, «I Primi Anni di Ferdinando d’ Aragona e l’ invasione di Giovanni d’ Angio» στο Arch. stor. per le province napoletane, XX (1895), ιδιαίτερα σελ. 495, 501 και XXI (1896), σημειώσεις στις σελ. 517, 521, 525, 527 και 529. Βλέπε F. S. Noli, Geo. Castrioti Scenderbeg, Νέα Υόρκη, 1947, σελ. 57-62, 207-13 και βλέπε ιδιαίτερα F. Pall, «Marino Barlezio» στο Mélanges d’ histoire generale, επιμ. Const. Marinescu, II (Βουκουρέστι, 1938), 212-16. Οι Voigt, Enea Silvio, III (1863), 158-59 και K. Hopf, «Griechenland im Mittelalter» στο J. S. Ersch και J. G. Gruber (επιμ.), Allgemeine Encyklopadie, τόμ. 86 (1868, ανατυπ. Νέα Υόρκη, 1960, II), σελ. 153 χρησιμοποίησαν ανεπαρκείς πηγές.

Όμως πολλοί μύθοι έχουν καταστρέψει το ιστορικό πορτραίτο τού Σκεντέρμπεη, τού οποίου η ανδρεία έχει δικαίως επαινεθεί από τούς συγχρόνους του και τα κατορθώματά του εναντίον των Τούρκων υπήρξαν σχεδόν επικά στις αναλογίες τους. Κανένας δεν το γνώριζε αυτό καλύτερα από τούς επιφυλακτικούς πολιτικούς τής Ραγούσας. Στις 4 Απριλίου 1461, με ψήφους τριανταμία υπέρ και δύο κατά, η Γερουσία τής Ραγούσας έδινε εντολή στον πολιτικό διοικητή (rector) και στο συμβούλιό του να προσφέρουν καταφύγιο στον Σκεντέρμπεη «για την οικογένειά του στα νησιά μας, αν συμβεί και τον κυνηγήσουν οι Τούρκοι, θεός φυλάξοι» [J. Gelcich και L. Thallóczy Diplomatarium ragusanum, Βουδαπέστη, 1887, σελ. 749 και πρβλ. σελ. 751-54, 756, 758, 766-67, 774-75, 780, 783-84 και 786 για σημαντικές λεπτομέρειες που αφορούν τον Σκεντέρμπεη, κατά τη διάρκεια των έξι τελευταίων ετών τής ζωής του]. Tο πολιτικό και θρησκευτικό ιστορικό τής σταδιοδρομίας τού Σκεντέρμπεη περιγράφεται από τον Stavro Skendi, «Il Complesso Ambiente dell’attivita di Skanderbeg» στο Atti del V convegno internazionale di studi albanesi, XI (1968, έκδοση Παλέρμο, 1969), 83-105.

[←9]

Υπάρχει ένα ωραία γραμμένο αντίγραφο τής ανάκλησης τής Πραγματιστικής Κύρωσης στο Liber rubeus diversorum memorabilium τού Πίου Β΄ στo Arch. Segr. Vaticano, A. A., Arm. I-XVIII, αριθ. 1443, φύλλα 36-37:

«…Καταργείται αυτή η Πραγματιστική, που πρέπει να αποβληθεί από το βασίλειό μας, η οποία ασφαλώς είναι αντίθετη με την έδρα σας, τη μητέρα όλων των εκκλησιών, όπως ψηφίστηκε από τούς παρακάτω ιεράρχες … γράφτηκε στην Τουρ και τέθηκε η μεγάλη σφραγίδα μας, στις 27 Νοεμβρίου 1461, κατά το πρώτο έτος τής Βασιλείας μας…».

(..Abroganda sit ipsa Pragmatica pellendaque a regno nostro, quippe que adversus tuam sedem, omnium ecclesiarum matrem, ab inferioribus prelatis lata sit … datum Turonis sub magno sigillo nostro, die XXVII mensis Novembris, A.D. MCCCCLXI, et regni nostri primo…)

Παρά την ανάκληση τής Πραγματιστικής Κύρωσης, η βασιλική κυβέρνηση δεν χαλάρωσε ιδιαίτερα τον έλεγχό της επί τής Γαλλικής Εκκλησίας, για το οποίο πρβλ.i> P. Bourdon, «L’Abrogation de la Pragmatique et les regies de la chancellerie de Pie II», Mélanges d’ archeologie et d’ histoire, XXVIII (1908), 207-24.

[←10]

Pius II, Comm.. βιβλίο vii, αγγλική μεταφρ., σελ. 510-11, εκδ. Φρανκφούρτης, 1614, σελ. 187. Jos. Cugnoni, Opera inedita (1883), σελ. 535, για το απόσπασμα που παραλείφθηκε από την έκδοση Φρανκφούρτης. Σημειώστε επίσης την επιστολή τού Μιλανέζου πρεσβευτή Όττο ντελ Καρρέττο προς τον Φραντσέσκο Σφόρτσα, γραμμένη στη Ρώμη στις 15 Μαρτίου 1462 στον Ludwig v. Pastor, Acta inedita, I (Φράιμπουργκ, 1904), αριθ. 127, σελ. 162: «…που εκτείνονται στο βασίλειο τής Νάπολης και στη Γένουα, θέλουν να στείλουν εναντίον των Τούρκων 30.000 ιππείς και 40.000 πεζούς …» (…che lassandoli il regno de Napoli et Genoa, voglino mandare contra il Turcho XXX mila cavalli et XL mila fanti…). Πρβλ. στο ίδιο, αριθ. 132, σελ. 170-71.

[←11]

«Sic procul dubio et tu clarissimus eris si nobiscum sapiens Christum colas et Constantinum imiteris: sicut Romani cum Constantino Christiani facti sunt, ita et Turchi fient tecum, eritque tuum regnum super omnia quae sunt in orbe et nomen tuum nulla aetas silebit. Latinae te litterae et graecae et barbarae celebrabunt», από το Franco Gaeta, «Sulla lettera a Maometto di Pio II», Βullettino del’ instituto storico ilaliano per il medio evo e Archivio Muratoriano, LXXVII (Ρώμη, 1965), 127-227. Το κείμενο τής Epistola ad Mahumetem στη σελ. 195-227. Πρβλ. Gaeta, «Alcune Osservazioni sulla prima redazione della ‘Lettera a Maometto’», στο Domenico Maffei (επιμ.), Enea Silvio Piccolomini, Papa Pio II, Siena, 1968, σελ. 177-86. To κείμενο τής επιστολής Πίου προς Μωάμεθ έχει επίσης δημοσιευθεί με μετάφραση από τον Giuseppe Toffanin (Νάπολη, 1953). Ήταν ευρέως γνωστό για αιώνες, έχοντας υπάρξει διαθέσιμο στα ονομαζόμενα Opera omnia τού Πίου [Βασιλεία, 1551, ανατυπ. Φρανκφούρτη, 1967, Ep. cccxcvi, σελ. 872-904].

Πρβλ. G. Paparelli, Enea Silvio Piccolomini, Bari, 1950, σελ. 319-324: «Απέτυχε η σταυροφορία των Λατίνων, δεν μπόρεσε να ετοιμάσει … κάποια όπλα» (Fallita la crociata del latino, non restava che preparare … quella delle armi). Μια αναφορά στην πτώση τής Tραπεζούντας στην πρώτη σύνταξη τής επιστολής Πίου προς Μωάμεθ φαίνεται να προσδιορίζει την ημερομηνία σύνθεσής της μεταξύ Oκτωβρίου και Δεκεμβρίου 1461 [Gaeta, ό. π., 1965, σελ. 196]: «… που είχατε την παράδοση τής Τραπεζούντας …» (… Trapezuntem in deditionem habuisti…).

[←12]

Pius II, Comm., βιβλίο vii, αγγλική μεταφρ., σελ. 515. εκδ. Φρανκφούρτης, 1614, σελ. 189.

[←13]

Arch. di Stato di Venezia, Sen. Secreta, Reg. 21, φύλλο 74 (75), με ημερομηνία 4 Ιανουαρίου 1462:

«Aυτές τις μέρες πήραμε επιστολή από τον γραμματέα μας, τον οποίο διατηρούμε στην αυτού μεγαλειότητα τον βασιλιά τής Ουγγαρίας και επειδή πρόκειται να μάς επισκεφθεί αξιόλογος απεσταλμένος τής Αγιότητάς σας θεωρούμε ότι πρέπει να δείξει και να παραδώσει το ιδιαίτερο βάρος και τη σημασία. Αλλά θεωρώντας τη διάκριση των πραγμάτων, αν ο βασιλιάς και οι βαρώνοι αυτού τού βασιλείου, έχοντας απελπιστεί για βοήθεια, υποκύψουν σε τόσο μεγάλο κίνδυνο και συνάψουν εκεχειρία ή οποιοδήποτε άλλο είδος σύμπνοιας με τον κοινό εχθρό τής χριστιανικής πίστης και θρησκείας, εκτιμούμε ότι δεν πρέπει να γίνουμε εχθρικοί με το παράδειγμα των επιστολών τους που στέλνονται και στη Μακαριότητά σας. Θα κατανοεί η Αγιότητά σας, με τη θαυμαστή σοφία της, σε πόσο κρίσιμη κατάσταση βρίσκονται αυτοί. Δεν αμφιβάλλουμε ότι η μοναδική σας αγάπη για τη χριστιανική υπόθεση και η πατρική φροντίδα τού αξιώματός σας θα μετατραπούν εδώ σε σκέψεις και συμβουλές, ώστε να έρθει στις παρούσες συνθήκες με κάθε ταχύτητα και επιμέλεια κάποια συγκεκριμένη βοήθεια, η οποία, με τη μεσολάβηση αυτού τού βασιλιά και τού βασιλείου του, θα ξεσηκώσει λίγο τα μυαλά, ώστε να απομακρυνθούν από κάθε δηλητηριώδη και ολέθρια σύμπνοια που έχουν συνάψει με τον φυσικό και αδιάλλακτο εχθρό και γεμάτοι ελπίδες και στηριζόμενοι στη βοήθεια να προστατεύσουν τούς εαυτούς τους από τις εχθρικές επιθέσεις κα τις πανούργες προσπάθειες, μέχρι να τούς φέρουν βοήθεια τα έργα τού Σωτήρα και Κυρίου μας Ιησού Χριστού, σε συνδυασμό με τις συμβουλές και την επιρροή τής Μακαριότητάς σας και την άφιξη βοήθειας από πιστούς βασιλείς και ηγεμόνες στην ιερότατη γενική εκστρατεία».

(Accepimus his diebus litteras secretarii nostri quem tenemus apud regiam Maiestatem Hungarie et quia vise sunt nobis non vulgaris ponderis et momenti spectabili oratori Sanctitatis vestre ostendendas atque tradendas censuimus. Ceterum considerato discrimine rerum pro magnitudine incumbentis periculi si forte subsidii desperatione rex et barones illus regni adducti inducias aut aliquod aliud concordie genus cum communibus Christiane fidei et religionis hostibus inirent non alienum existimavimus exemplum ipsarum litterarum etiam ad vestram Beatitudinem. Intelliget Sanctitas vestra pro sua mirabili sapientia quo in cardine res illius versentur. Nec dubitamus quin pro sua singulari in rem Christianam dilectione paternique officii cura cogitationes et consilia sua huc conversura sit ut impresentiarum omni celeritate et diligentia ad aliquod particulare subsidium veniatur quo mediante rex ille et regnum illud paulo erectioribus animis ab omni pestifera et pernitiosa concordia cum hoste naturali et implacabili ineunda absterreantur atque spei pleni et auxilio freti adversus hostile impetus et vafros conatus se tueantur donec Salvatore et Domino nostro Jesu Christo opitulante opera, consilio et auctoritate Beatitudinis vestre comparatis regum et principum fidelium auxiliis ad expeditionem sanctissimam generaliter veniatur…)

Οι Ούγγροι ανησυχούσαν επίσης για εκείνο που θεωρούσαν ως πιθανή προοπτική περαιτέρω μηχανορραφιών τού αυτοκράτορα Φρειδερίκου Γ΄ εναντίον τού βασιλιά Ματίας Κορβίνους. Ο Πίος έπρεπε να παρέμβει στον αυτοκράτορα, αλλιώς ο τελευταίος θα οδηγούσε τον Ματίας και τούς Ούγγρους βαρώνους σε κάποιο είδος ειρήνης ή εκεχειρίας με τούς Τούρκους, η οποία θα ελευθέρωνε τα χέρια τους για να ασχοληθούν μαζί του.

Μάλιστα ως «εκλεγμένος βασιλέας» χωρίς κληρονομική διεκδίκηση στον ουγγρικό θρόνο, ο Κορβίνους είχε προβλήματα με μερικούς από τούς δικούς του άρχοντες, καθώς και με τον αυτοκράτορα και διάφορους Γερμανούς ηγεμόνες. Έβαζε όμως τον εαυτό του στον ρόλο τού υπερασπιστή τού Καθολικισμού στην Κεντρική Ευρώπη (και το 1468 πολέμησε εναντίον των Ουτρακουιστών στη Βοημία), επιδιώκοντας πάντα να βελτιώσει τη φήμη του στη Δύση, πράγμα που σήμαινε ότι συνήθως έπρεπε να περιορίζει τις δραστηριότητές τού εναντίον των Τούρκων για να υπερασπίζεται το δικό του βασίλειο. Πρβλ. Frederick G. Heymann, George of Bohemia, King of Heretics, Πρίνστον, N.J., 1965, ιδιαίτερα σελ. 484-86 και Karl Nehring, «Herrschaftstradition und Herrschaftslegitimitat: Zur ungarischen Aussenpolitik in der zweiten Halfte des 15. Jahrhunderts», Revue roumaine d’ histoire, XlII-3 (1974), 463-71 και σημειώστε πιο κάτω, σελ. 295.

[←14]

Sen. Secreta. Reg. 21. φύλλο 74-75 (75-76), επίσης με ημερομηνία 4 Ιανουαρίου 1462:

«…Στο μεταξύ όμως, από όλα τα ακριβέστατα έργα τού ανώτατου ποντίφηκα και την ένθερμη φροντίδα που εκτείνει σε όλα, για να υπάρξουν οι αναγκαίες προβλέψεις και να παρακινηθούν οι χριστιανοί ηγεμόνες για την αγία εκστρατεία, και από αυτά που έχουμε προ πολλού γράψει στη Μακαριότητά του, τα οποία τού πήγε δικός του απεσταλμένος με τον οποίο βρισκόμαστε συνεχώς και εργαζόμαστε για τα πάντα, ώστε να υπάρξουν οι διατάξεις και κυρίως για να βοηθηθούν τα πράγματα στην Ουγγαρία, δεν θα αποφύγουμε να κάνουμε κάθε δυνατό και κατά τον ίδιο τρόπο, ώστε όλα τα έργα να εφαρμοστούν το ταχύτερο δυνατό, για να απομακρυνθούν οι διαφωνίες που έχουν ξεφυτρώσει ανάμεσα σε αυτό το βασίλειο και τον αυτοκράτορα…».

(…Interim vero per summum pontificem omnis accuratissima opera omneque ardens studium adhibetur ad provisiones necessarias faciendas et ad excitandos principes Christianos ad sanctam expenditionem, et ex his que iampridem scripsimus Beatitudini sue huc se contulit unus eius orator cum quo continue sumus, et omnia operamur pro provisionibus faciendis et ut principaliter succuratur rebus illis Hungarie omnia possibilia facere non desistimus, et similiter ut omnis opera quamprimum adhibeatur quod dissensiones vigentes inter regnum illud et imperatorem omnino tollantur…)

Δεδομένου ότι ο Πιέτρο Τομμάζι είχε ρωτηθεί στην ουγγρική αυλή για μια αναφορά ότι η Βενετία είχε στείλει απεσταλμένο στον σουλτάνο Μωάμεθ, η Γερουσία τον πληροφορούσε:

«Αλλά στον Τούρκο είμασταν υποχρεωμένοι να στείλουμε εκπρόσωπό μας, μόνο για τις πολλές καινοτομίες, τη βία και τα δεινά που υπέφεραν και δεν παύουν να υποφέρουν οι υπηκόοί μας στην Κορώνη και τη Μεθώνη από τον σούμπαση των Τούρκων που γειτονεύει με αυτά Τα εδάφη και τούς τόπους μας και για κανένα άλλο λόγο. Αν λέγεται κάτι διαφορετικό, βρίκεται εντελώς μακριά από την αλήθεια!»

(Ad Turchum vero nuntium nostrum mittere coacti fuimus solum [m]odo propter multas novitates, violentias et damna que inferebantur et inferri non cessant subditis nostris Coroni ac Mothoni per turchos subassi finitimos iliis terris et locis nostris, et non alia causa. Si quid aliter vulgatum est, id penitus a veritate declinat!)

Οι Ενετοί όμως πάντοτε φρόντιζαν να εξασφαλίζονται και έτσι, αν όταν ο Πιέτρο Τομμάζι παραλάμβανε την παρούσα επιστολή, ο Ματίας Κορβίνους είχε ήδη κάνει εκεχειρία ή ειρήνη με τον σουλτάνο, ο Πιέτρο δεν έπρεπε να τού πει τίποτε για αυτά που συνέβαιναν στη Βενετία και τη Ρώμη: «δεν πρέπει να πείτε τίποτε στη γαληνότητά του, ούτε σε άλλους από τούς προαναφερθέντες» (quod nihil Serenitati sue nec aliis de predictis dicere debeas).

Στις 22 Ιανουαρίου (1462) η Γερουσία καταψήφισε πρόταση να σταλεί ειδικός απεσταλμένος στον πάπα, για να συζητήσει μαζί του τούς κινδύνους που απειλούσαν τη Boσνία καθώς και την Ουγγαρία [στο ίδιο, φύλλο 75 (76)]. Για τη Βενετία, τούς Τούρκους και τον Πίο Β΄ βλέπε σε αυτό το μητρώο [φύλλα 76, 78, 80, 83-84, 86, 88, 89, 90, 92 και εξής, κλπ.].

Aποσπάσματα των επιστολών Τομμάζι από τη Bούδα προς τη Βενετία, σχετικών με τις «μεγάλες προετοιμασίες τού Τούρκου» (grandi apparati fatti per el Turcho), τα «άπειρα κακά και καταστροφές … που … προκαλούν οι εν λόγω Τούρκοι στη Σλαβονία» (infiniti damni e spolii … [che] … detti Turchi in la Schiavonia commesseno) και τις «εξελίξεις τής τουρκικής εκστρατείας» (andamenti del exercito Turco) παρέχονται στο V. V. Makušev, Monumenta historica slavorum meridionalium, II (Belgrade, 1882), σελ. 215- 25, έγγραφα με ημερομηνία από τον Φεβρουάριο 1457, μέχρι τον Ιούνιο 1462.

[←15]

Παρ’ όλα αυτά στις 22 Ιανουαρίου (1462) η Ενετική Γερουσία έγραψε στον Λουδοβίκο σε κάποια έκταση για τον «άμεσο και σοβαρό τουρκικό κίνδυνο για όλη τη χριστιανική θρησκεία» (pericula Turchorum gravissima imminentiaque toti Christiane religioni) [Sen. Secreta, Reg. 21, φύλλα 75 -76 (76-77)].

[←16]

Pius II, Comm., βιβλίο vii, αγγλική μεταφρ., σελ. 515-18, εκδ. Φρανκφούρτης, 1614, σελ. 189-91, Raynaldus, Annales ecclesiastici ad ann. 1462, αριθ. 33. τόμ. XIX (1693), σελ. 119, Voigt, Enea Silvio, 111. 676-77 και Pastor, Gesch. d. Päpste, II (ανατυπ. 1955), 241-42, όπου ο δόγης Πασκουάλε Μαλιπιέρο (1457-1462) ονομάζεται λανθασμένα Πρόσπερο.

Ενάμιση περίπου χρόνο αργότερα, τον Σεπτέμβριο τού 1463, ο Πίος έκανε μακρά ομιλία σε μυστικό εκκλησιαστικό συμβούλιο, στην οποία απευθύνθηκε στους συγκεντρωμένους καρδινάλιους με τον ίδιο σχεδόν τρόπο με τον οποίο είχε μιλήσει στα έξι επιλεγμένα μέλη τού Κολλέγιoυ [Comm., βιβλίο χii, αγγλική μεταφρ., σελ. 822-26, εκδ. Φρανκφούρτης, 1614, σελ. 339-41]. Είναι ενδιαφέρον να σημειωθεί ότι σε αυτή την προσφώνηση ο Πίος προσδιόρισε τα ετήσια έσοδα τής Αγίας Έδρας σε λιγότερα από 300.000 δουκάτα, τα μισά των οποίων ξοδεύονταν κάθε χρόνο σε φρουρές, μισθοφόρους, διοίκηση των παπικών εδαφών και στην παπική κούρτη [στο ίδιο, σελ. 339, γραμμές 12-16]. H Ενετική Γερουσία δεν χρειαζόταν τον Ιανουάριο τού 1463 να τονίσει στον Πίο την ανάγκη να κερδηθεί η υποστήριξη των χριστιανών ηγεμόνων και των άλλων δυνάμεων για την επιτυχία τής σταυροφορίας [Arch. di Stato di Venezia, Sen. Secreta, Reg. 21, φύλλο 135, δημοσιευμένο από Sime Ljubić (επιμ.), Listine o odnošajih između južnoga slavenstva i Mletačke Republike, τόμ. X (Ζάγκρεμπ, (1891) Monumenta spectantia historiam slavorum meridionalium, τόμ. XXII, σελ. 231-32 και πρβλ. σελ. 257]. Ο Πίος το γνώριζε πολύ καλά.

[←17]

Marino Sanudo, Vite de duchi στο RISS, XXII (Μιλάνο, 1733). στήλη 1168CD. Πρβλ. Sen. Secreta, Reg. 21, φύλλα 69 και εξής.

[←18]

Πρβλ. Pastor, Gesch. d. Päpste, II (ανατυπ. 1955), 242. Δυστυχώς o Rudolf Wolkan, Briefwechsel des Eneas Silvius Piccolomini (Βιέννη, 1909-18) δν φτάνει στην περίοδο τής παπικής θητείας τού Πίου Β΄. Ο Chr. Lucius, Pius II. und Ludwig XI. von Frankreich, Χαϊδελβέργη, 1913, σελ. 60-66 (Heidelberger Abhandlungen zur mittleren und neueren Geschichte, αριθ. 41), πιστεύει ότι η ώθηση δόθηκε στην παπική ηγεσία εναντίον των Τούρκων από τούς Ενετούς, «επειδή τον Ιανουάριο τού 1462, το Συμβούλιο αποφάσισε να στείλει ειδικό απεσταλμένο [στη Ρώμη]» (denn im Januar 1462 beschloss der Rat, einen Spezialgesandten [nach Rom] zu schicken), για να προτρέψουν τον πάπα να κηρύξει τη σταυροφορία. Πηγή τού Lucius είναι τα Monumenta Hungariae historica, I, έγγραφο αριθ. 70, τα οποία αναφέρει (στη σελ. 61, σημείωση 1). Tο κείμενο υπάρχει στα Sen. Secreta, Reg. 21, φύλλο 75 (76), με ημερομηνία 22 Ιανουαρίου (1462), αλλά η Γερουσία δεν ψήφισε αυτή την πρόταση: απορρίφθηκε με 44 υπέρ (de parte), 64 κατά (de non) και 10 λευκά (non sinceri) και μάλιστα δεν στάλθηκε ειδικός απεσταλμένος στην παπική κούρτη.

[←19]

Η ενετική απάντηση στην επιστολή τού Πίου Β΄ στις 8 Μαρτίου 1462 διασώζεται στα Sen. Secreta, Reg. 21, φύλλο 80 με ημερομηνία 19 Μαρτίου 1462, από την οποία έχω βγάλει την περίληψη στο κείμενο. Tο έγγραφο έχει δημοσιευτεί μερικώς από τον Pastor, Acta inedita, I, αριθ. 131, σελ. 169-70. Πρβλ. γενικά τις (ενετικές) πηγές που έχουν δημοσιευτεί από τον Ljubić, Listine, X, 204-11.

[←20]

Αν ο Πίος δεν διέθετε ήδη όλη αυτή την πληροφορία, οι Ενετοί μπορούσαν να τού γράψουν σε μεγαλύτερη έκταση [Sen. Secreta, Reg. 21, φύλλα 80-81]:

«Αλλά γνωρίζουμε ότι η Μακαριότητά σας με τη θαυμαστή σοφία της και την κατανόηση όλων των πραγμάτων, μπορεί να κατανοήσει όλα πολύ καλύτερα απ’ ό,τι θα μπορούσαμε να αναφέρουμε εμείς. … Αν οποιαδήποτε στιγμή είναι κατά τη γνώμη μας απαραίτητο να σάς παράσχουμε πληροφορίες για τις υποθέσεις τής Ουγγαρίας, αυτές είναι επί τού παρόντος!…»

(At scimus Beatitudinem vestram pro sua admirabili sapientia et rerum omnium intelligentia omnia longe melius intelligere quam nos referre possemus. … Si unquam pro nostra sententia necessarium fuit rebus Hungarie providere, id impresentiarum est!…)

[←21]

Στο ίδιο, φύλλο 81:

«…αν και αυτό είναι πολύ γνωστό, υποβαλλόμαστε σε μεγάλες και βαρύτατες δαπάνες, για τον πολεμικό μας στόλο εναντίον των Τούρκων, τον οποίο κατασκευάσαμε πιο ισχυρό από το συνηθισμένο και για να οχυρώσουμε και να προστατεύσουμε τούς δικούς μας τόπους και ανθρώπους στα μέρη τής Ανατολής που γειτονεύουν με τον Τούρκο. Όμως θα είμαστε ικανοποιημένοι συνεισφέροντας εκείνο το μέρος των δαπανών, που είναι αξιοπρεπές και έντιμο. Θεωρούμε ότι είναι σωτήρια αυτή η απαραίτητη βοήθεια για την ασφάλεια τής υπόθεσης τής Ουγγαρίας και των χριστιανών. Είναι σοφό η Αγιότητά σας να μπορέσει να διαθέσει στην υπόθεση αυτή, που απαιτεί την ταχύτητα τής δικής σας κρίσης, μαζί με άλλες δυνάμεις τής Ιταλίας, ώστε να γνωρίσουμε πιο χρήσιμη υπηρεσία».

(…quamquam ut notissimum est magnis gravissimisque expensis impliciti sumus tum in classe nostra maritima contra Turchos, quam longe potentiorem solito instruximus, tum in muniendis terris nostris partium Orientis finitimis Turcho gentibus et presidiis, erimus tamen contenti contribuere illam partem istius expense que decens et honesta fuerit. Salutiferum hoc necessariumque remedium saluti rerum Hungarie et Christianorum esse tenemus. Sapientissima est Sanctitas vestra remque istam que iudicio nostro celeritatem requirit cum aliis potentatibus Italie disponere poterit ut melius utiliusque cognoverit)

Πρβλ. επίσης την επιστολή τής Γερουσίας προς τον πάπα στις 30 Mαρτίου [στο ίδιο, φύλλο 84] για το ίδιο γενικά ζήτημα. Στις 22 Απριλίου η Γερουσία έγραψε στον πάπα για την ανάγκη να κρατηθούν μυστικές οι υποχρεώσεις τής Δημοκρατίας [φύλλο 86].

[←22]

Πρβλ. Heinrich Kretschmayr, Geschichte von Venedig, II (Γκότα, 1920, ανατυπ. Άαλεν, 1964), 366-67.

[←23]

Χαλκοκονδύλης, βιβλίο IX, CSHB, Βόννη, σελ. 490, επιμ. E. Darkò, II-2 (Βουδαπέστη, 1927), 243:

Αυτό όμως συνέβη αργότερα. Τότε ο σουλτάνος, έχοντας πάρει τον έλεγχο τής χώρας τού Ισμαήλ, τού γιου τού Ισφεντιγιάρ, έσπευσε να επιτεθεί ταυτόχρονα εναντίον τού Ουζούν Χασάν και τής Κολχίδας για να εκθρονίσει τον αυτοκράτορα τής Τραπεζούντας [Δαβίδ], που είχε κάνει τον Χασάν σύμμαχο και συγγενή του. Αυτό ίσχυε ιδιαίτερα για τον αδελφό του, τον βασιλιά Ιωάννη [Δ’], αλλά και για τον ίδιο τον αυτοκράτορα Δαβίδ, που είχε δώσει την κόρη τού Ιωάννη, την ανηψιά τού Δαβίδ, σε γάμο με τον Ουζούν Χασάν. Επιπλέον ο αυτοκράτορας Δαβίδ είχε ζητήσει από τον Χασάν να προσπαθήσει να πείσει τον σουλτάνο Μωάμεθ στο μέλλον να μην παίρνει τον φόρο υποτέλειας τής Τραπεζούντας για τον εαυτό του, αλλά να τού ζητήσει να τον παραχωρεί ο σουλτάνος στον Χασάν. Οι πρέσβεις λοιπόν τού Χασάν, ερχόμενοι στον σουλτάνο, έλεγαν και άλλα πολύ αλαζονικά πράγματα, μεταξύ των οποίων απαιτούσαν και αυτό, να αφεθεί δηλαδή στους ίδιους ο φόρος υποτέλειας τής Τραπεζούντας. Ο σουλτάνος τούς έδιωξε, απειλώντας ότι στο μέλλον δεν θα βρίσκονταν πολύ μακριά, όποτε χρειαζόταν να καταφεύγουν στον σουλτάνο.

«Ἀλλὰ τοῦτο μὲν ὕστερον ἐγένετο· τότε δὲ βασιλεὺς παραλαβὼν τὴν Ἰσμαήλεω τοῦ Σκενδέρεω χώραν ἴετο ὁμόσε ἐπὶ Χασάνην τὸν μακρὸν καὶ ἐπὶ Κολχίδα, ὡς καθαιρήσων βασιλέα τῆς Τραπεζοῦντος, ὃς ἐπιτηδείως ἔχων τὸν Χασάνην καὶ συνήθης γενόμενος, καὶ μᾶλλον ὁ ἀδελφὸς αὐτοῦ βασιλεὺς Ἰωάννης, καὶ αὐτὸς βασιλεὺς Δαβὶδ ἐξέδοτο ἐς γάμον θυγατέρα Ἰωάννου καὶ Δαβὶδ ἀνεψιὰν Χασάνῃ τῷ μακρῷ. καὶ προσεδεῖτο βασιλεὺς Δαβὶδ τὸν Χασάνην διαπράξασθαι [τὸν Χασάνην] ἐς τὸν βασιλέα Μεχμέτην τοῦ λοιποῦ μὴ ἀπάγειν τὸν φόρον τῆς Τραπεζοῦντος πρὸς αὐτόν, ἀλλὰ ζητῶν μᾶλλον ἀποχαρίσασθαι τῷ Χασάνῃ βασιλεὺς Μεχμέτης. οἱ μὲν οὖν Χασάνεω πρέσβεις ἐς βασιλέα ἀφικόμενοι διελέγοντο μὲν καὶ ἄλλα ὑπερηφανῆ, ἐν δὲ δὴ καὶ τόδε ἠξίουν, σφίσιν ἀφεθῆναι τὸν τῆς Κολχίδος χώρας φόρον. τούτους μὲν οὖν ἀπέπεμψε βασιλεὺς ἐπαπειλήσας, ὡς τοῦ λοιποῦ εἴσονται οὐκ εἰς μακράν, ὅτου δέοι τοῦ βασιλέως προσδεῖσθαι.»

Βλέπε επίσης C. B. Ramusio, Delle Navigationi et viaggi, II (Βενετία, 1559 και μεταγενέστερες εκδόσεις), φύλλο 84, Wm. Miller, Trebizond: The Last Greek Empire, Λονδίνο, 1926, σελ. 88-89 και βλέπε πιο πάνω, Κεφάλαιο 7, σημείωση 78, για τη Θεοδώρα.

Οι κύριοι αντίπαλοι των Τουρκομάνων «Ασπροπροβατάδων», οι οποίοι ήσαν ορθόδοξοι, ήσαν οι πολύ ετερόδοξοι «Μαυροπροβατάδες» (Καρά-Κογιουνλού, Kara-Koyunlu), οι οποίοι κατείχαν την Περσία και επί των οποίων θριάμβευσε τελικά ο Ουζούν Χασάν (το 1466-1467), με αποτέλεσμα να αυξηθεί πολύ η δύναμη αντίστασής του στους Οθωμανούς. Στις 16 Οκτωβρίου 1459 ο Πίος Β΄ έγραψε στον Ιμπραήμ μπέη, τον Μεγάλο Καραμάνο, υπενθυμίζοντας την καλή διάθεση που είχε επιδείξει απέναντι στους χριστιανούς και τις σχέσεις του με τον παπισμό την εποχή τού Κάλλιστου Γ΄, προτρέποντας τον Καραμάνο να επιμείνει στην αντίθεσή του προς τον Μωάμεθ Β΄ και να ετοιμαστεί για πόλεμο εναντίον τής Οθωμανικής αυτοκρατορίας, «…έτσι ώστε όταν έρθει ο χριστιανικός στρατός, να μπορέσετε συγχρόνως να εισβάλετε στον εχθρό…» (…sic ut, cum Christianus exercitus venerit, possis eodem tempore hostem invadere…) [Brevia στo Arch. Segr. Vaticano, Arm. XXXIX, τόμος 9, φύλλο 87].

[←24]

Σημείωση τού μεταφραστή:

Κρίθηκε σκόπιμο να παρουσιαστούν εδώ οι ελληνικές περιγραφές τής εποχής για την υποταγή τής Τραπεζούντας το 1461 (Κριτόβουλος, Χαλκοκονδύλης, Δούκας, Ψευδο-Σφραντζής, Αμηρούτζης), στις οποίες έτσι κι αλλιώς παραπέμπει ο συγγραφέας, γιατί εξ όσων γνωρίζουμε μάλλον δεν υπάρχουν αλλού συγκεντρωμένες.

Κριτόβουλος, De rebus gestis Mechemetis II, IV, 1-9, επιμ. Karl Müller, Fragmenta historicorum graecorum (FHG), V-l (Παρίσι, 1870), σελ. 137-43, επιμ. Vasile Grecu, Critobul din Imbros: Din damnia lui Mahomed al Il-lea, anii 1451-1467, Βουκουρέστι, 1963, σελ. 269-89:

Ο σουλτάνος [Μεχμέτ Β’], φτάνοντας στην Κωνσταντινούπολη και αφού σταμάτησε για λίγο, άρχιζε πάλι να συγκεντρώνει μεγάλο στρατό και να εξοπλίζει μεγάλο στόλο στη στεριά και τη θάλασσα, φτιάχνοντας όπλα και πολεμικές μηχανές και διεκπεραιώνοντας κάθε άλλη πολεμική ανάγκη. Η προετοιμασία αυτή και ο σκοπός τής εκστρατείας ήταν εναντίον τής Τραπεζούντας και τής Σινώπης.

«Βασιλεὺς δὲ γενόμενος ἐν Κωνσταντινουπόλει καὶ μικρὸν ἀνεθεὶς, στρατιὰν αὖθις ἤγειρε πλείστην καὶ στόλον μέγαν ἐξήρτυε κατὰ γῆν τε καὶ θάλασσαν καὶ ὅπλα καὶ μηχανὰς κατεσκεύαζε καὶ πᾶσαν ἄλλην ἐξεπλήρου χρείαν πολεμικὴν. Ἦν δὲ οἱ ἡ παρασκευὴ αὕτη καὶ ὁ σκοπὸς τῆς ἐκστρατείας ἐς Τραπεζοῦντά τε καὶ Σινώπην.

Γιατί η Τραπεζούς ήταν στο παρελθόν πολύ μεγάλη και ωραιότατη πόλη, αλλά και από τις παλαιότερες ελληνικές, αφού ήταν αποικία των Ιώνων και των Αθηναίων, ευρισκόμενη σε επίκαιρο σημείο τής Μικράς Ασίας, στην παραλία κοντά στον ανατολικό μυχό τού Ευξείνου Πόντου. Κατέχει άριστη, μεγάλη και πολύ εύφορη περιοχή και εξουσιάζει μεγάλο μέρος τής γύρω χώρας. Έχοντας υπάρξει από την αρχή εμπορικό κέντρο τής πάνω Μικράς Ασίας, μάλιστα λέω και τής Αρμενίας, τής Ασσυρίας και των άλλων κοντινών περιοχών, άκμασε τα παλαιότερα χρόνια, είχε πολύ πλούτο και μεγάλη δύναμη, ήταν διάσημη και από τις ονομαστές πόλεις όχι μόνο στους κοντινούς, αλλά και στους μακρινούς λαούς.

Ἡ γὰρ Τραπεζοῦς ἦν μὲν τὸ παλαιὸν πόλις μεγίστη τε καὶ καλλίστη, ἀλλὰ δὴ καὶ πρεσβυτάτη τῶν Ἑλληνίδων, Ἰώνων ἄποικος οὖσα καὶ Ἀθηναίων, κειμένη δ’ ἐν καλῷ τῆς Ἀσίας ἐν τῷ πρὸς ἥλιον ἀνίσχοντα μυχῷ τοῦ Εὐξείνου πόντου παράλιος· νέμεται χώραν ἀρίστην τε καὶ πλείστην καὶ πάμφορον καὶ πολλῆς ἐπάρχει τῆς περιοικίδος· καταστᾶσα δὲ γε τὸ ἐξ ἀρχῆς κοινὸν ἐμπόριον τῆς ἄνω Ἀσίας, λέγω δὴ Ἀρμενίας τε καὶ Ἀσσυρίας καὶ τῆς ἄλλης πλησιοχώρου, ἤκμασεν ἐν τοῖς ἄνω χρόνοις, καὶ πλοῦτον ἔσχε πολὺν καὶ δύναμιν πλείστην καὶ δόξαν περιεβέβλητο, καὶ τῶν ονομαστῶν ἦν οὐ τοῖς ἐγγὺς μόνον, ἀλλὰ δὴ καὶ τοῖς πόρρω.

Καθώς περνούσε ο καιρός και τα πράγματα στην Ασία άλλαζαν συνέχεια, με άλλες αυτοκρατορίες να καταλύονται και να καταστρέφονται και άλλες να ξεσηκώνονται, με άλλες πόλεις και χώρες να καταστρέφονται και να αφανίζονται εντελώς κι άλλες πάλι να γεννιούνται στη θέση τους και να κατοικούνται, ξεκίνησε κάποια στιγμή και η δική της μεταβολή, όταν, ανακτώντας πάλι τον εαυτό της και επανερχόμενη ταχύτατα στη προγενέστερη ευημερία και κατάσταση, βγήκε σώα από αυτή την περίοδο, χωρίς να εμποδίζεται από καμία δυσχέρεια.

Τοῦ χρόνου δὲ προϊόντος κατά μικρὸν καὶ τῶν ἐν Ἀσίᾳ πραγμάτων ἄλλοτε ἄλλως ἐχόντων τε καὶ μεταβαλλομένων, καὶ βασιλείων τῶν μὲν καταλυομένων τε καὶ ἀνηρημένων, τῶν δ’ ἀνισταμένων ἤδη, καὶ πόλεων καὶ χωρῶν τῶν μὲν κατεστραμμένων τε καὶ ἠφανισμένων τελείως, τῶν δ’ ἐπιγινομένων τε καὶ οἰκιζομένων αὖθις, ἥψατο καὶ ταύτης μεταβολὴ πρὸς καιρὸν, καὶ πάλιν ἀνακτησαμένη τε ἑαυτὴν ὅτι τάχιστα καὶ ἐς τὴν προτέραν εὐδαιμονίαν τε καὶ κατάστασιν ἐπανελθοῦσα διαγέγονε τὸ ἐξ ἐκείνου ἀσινὴς πάντη καὶ μηδενὶ προσκόψασα δυσχερεῖ.

Στα μεταγενέστερα χρόνια, λίγο πριν από τα δικά μας, έγινε και αυτοκρατορία ενός προερχομένου από το αυτοκρατορικό γένος των Ρωμιών Κομνηνών, όταν η δυναστεία αυτή ἐπεσε από την εξουσία στο Βυζάντιο, ο οποίος τη στόλισε με πολλά και όμορφα έργα και είχε υπό την εξουσία του πολλούς λαούς και πόλεις τής περιοχής. Η διαδοχή και η αυτοκρατορική εξουσία συνεχιζόταν μέχρι τώρα ειρηνικά και χωρίς εξεγέρσεις, αφού τα μέλη τής αυτοκρατορικής οικογένειας είχαν μεταξύ τους ειρηνικές σχέσεις και ομόνοια, οι κάτοικοι τής πόλης ήσαν ήρεμοι, ενώ από τούς έξω άλλοι μεν ήσαν υπήκοοι και με άλλους υπήρχαν συνθήκες φιλίας.

Ἐν δὲ τοῖς ὑστέροις καὶ πρὸ ἡμῶν ὀλίγον καιροῖς καὶ βασίλειον κατέστη ἑνὸς τῶν ἐκ τοῦ βασιλείου γένους Ῥωμαίων τῶν Κομνηνῶν, ἐκ Βυζαντίου ἐκπεσόντος αὐτοῦ καὶ ἔργα πλεῖστα καὶ κάλλιστα ἐν αὐτῇ ἐπιδειξαμένου καὶ πολλῶν τῶν πέριξ γενῶν καὶ πόλεων ἄρξαντος· καὶ κατήχθη ἡ τούτων διαδοχὴ τε καὶ βασιλεία ἐς δεῦρο εἰρηνικὴ πάντη καὶ ἀστασίαστος, τῶν τε βασιλέων εἰρηνευόντων τε καὶ ὁμονοούντων , τῶν τε ἔνδον ἡρεμούντων, τῶν τε ἔξω γενῶν τῶν μὲν ὑπακουόντων, τῶν δὲ ἐνσπόνδων ὄντων αὐτοῖς.

Όμως αργότερα, όταν μπλέχτηκαν σε εξεγέρσεις και εμφυλίους και στράφηκαν με μανία οι άνθρωποι τού ίδιου γένους ο ένας εναντίον τού άλλου, αρρώστησε κι αυτή μαζί με τις άλλες πόλεις και πεθαίνοντας απαλλάχτηκε απ’ όλα με κακό τρόπο, από τούς αυτοκράτορες και από τούς εντός των τειχών, όπως είπα, οι οποίοι εξεγείρονταν, μάχονταν και αντιμετώπιζαν με κακό τρόπο ο ένας τον άλλο, ενώ οι γει-τονικοί λαοί, λόγω των συνεχών εξεγέρσεων, ξεσηκώνονταν εναντίον τής πόλης, εισέβαλαν πολλές φορές στην περιοχή, την λεηλατούσαν και την έβλαπταν πολύ.

Μετὰ ταῦτά γε μήν στάσεσι καὶ ἐμφυλίοις χρησαμένων αὐτῶν, καὶ κατ’ ἀλλήλων τῶν ἐκ τοῦ γένους μανέντων, ἐνόσησε καὶ αὕτη μετὰ τῶν ἄλλων, καὶ τελευτῶσα τοῖς ὅλοις κακῶς ἀπήλλαξε, τῶν βασιλέων καὶ τῶν ἔνδον, ἧπερ ἔφην, στασιαζόντων τε καὶ μαχομένων καὶ διατιθέντων ἀλλήλους κακῶς, τῶν τε πλησιοχώρων ἐθνῶν διὰ τὰς ξυνεχεῖς στάσεις ἐπανισταμένων τε αὐτῇ καὶ κατατρεχόντων πολλάκις καὶ ληιζομένων καὶ βλαπτόντων τὰ μέγιστα.

Όσο λοιπόν τα πράγματα πήγαιναν καλά στην Κωνσταντινούπολη και οι Ρωμιοί, έχοντας την Πόλη, ήσαν κύριοι τού πορθμού, με τον Βόσπορο αδιάβατο και τον Εύξεινο Πόντο εντελώς απροσπέλαστο από τον μεγάλο στόλο τού σουλτάνου, κρατούσε και η Τραπεζούς μαζί με τις άλλες πόλεις και άντεχε τις δυσχέρειες τής εποχής, προστατεύοντας κατά το δυνατόν την ελευθερία της και χωρίς να βλάπτεται στο θέμα αυτό από τις εμφύλιες συγκρούσεις. Όταν τα πράγματα άλλαξαν και αλώθηκε η Κωνσταντινούπολη από τον μεγάλο σουλτάνο που την πολιόρκησε με μεγάλο στρατό και πολλή δύναμη, τότε ο πορθμός πέρασε στα χέρια του και ανοίχτηκε λαμπρά ο δρόμος προς τον Εύξεινο Πόντο και τις εκεί πόλεις τόσο από στεριά όσο και από θάλασσα. Τότε πια και η ίδια η Τραπεζούντα μαζί με τις άλλες πόλεις γονάτισε και άρχισε να υπακούει και οι αυτοκράτορές της, υποκύπτοντας στον μεγάλο σουλτάνο, είχαν γίνει φόρου υποτελείς.

Τοίνυν, ἕως μὲν τὰ τῆς Κωνσταντίνου καλῶς ἐφέρετο, καὶ Ῥωμαῖοι ταύτην ἐχοντες τοῦ πορθμοῦ κύριοι ἦσαν, καὶ ὁ Βόσπορος ἦν οὐ διαβατός, καὶ ὁ Εὔξεινος πόντος ὅλως ἄπλωτος ἦν τῷ μεγάλῳ στόλῳ τοῦ βασιλέως, ἀντεῖχε καὶ αὕτη μετὰ τῶν άλλων, καὶ ἀνέφερε τὰς αὐτῆς ἀκαιρίας, φυλάττουσα τὴν ἐλευθερίαν ὡς δυνατὸν καὶ μηδὲν τοσοῦτον παραβλαπτομένη τοῖς ἐμφυλίοις κακοῖς. Ἐπεὶ δὲ γε τὰ πράγματα μετέπεσε, καὶ ή Κωνσταντίνου χειρὶ πολλῇ καὶ δυνάμει ἐκπολιορκηθεῖσα ὑπὸ τοῦ μεγάλου βασιλέως ἑάλω, καὶ ὁ πορθμὸς γέγονεν ὑπ’ αὐτῷ, καὶ ἡ πρὸς τὸν Εὔξεινον πόντον καὶ τὰς ἐκεῖσε πόλεις ὁδὸς ἠνοίγη λαμπρῶς κατὰ γῆν τε καὶ θάλασσαν, τηνικαῦτα δὴ καὶ αὕτη μετά τῶν ἄλλων ἔκλινε καὶ κατακούειν ἤρξατο, καὶ οἱ ἐν αὐτῇ βασιλεῖς ὑποκύψαντες τῷ μεγάλῳ βασιλεῖ γεγόνασι φόρου ὑποτελεῖς.

Όσο λοιπόν ήσαν ειρηνικοί μεταξύ τους, πλήρωναν τον φόρο και δεν καινοτομούσαν, έβρισκαν και αυτοί τον σουλτάνο ειρηνικό. Όταν όμως βρέθηκαν σε διχόνοια μεταξύ τους και δεν πλήρωναν αμέσως τον φόρο, ενώ σκέπτονταν να κάνουν κάποια νέα πράγματα με τούς γειτονικούς τους ηγεμόνες, όπως τον Χασάν, διάδοχο τού Ταμερλάνου, που ήταν ηγεμόνας Τιγρανοκέρτων, Αρμενίων και Μήδων, καθώς και τον ηγεμόνα των Γεωργιανών, με τούς οποίους είχαν μάλιστα γαμήλια σχέση, αναπτύσσοντας καινοφανείς απόψεις για τις συνθήκες τους με τον σουλτάνο (γιατί δεν απέφευγαν να κάνουν τέτοια πράγματα), τότε εξοργίστηκε και ο σουλτάνος και ξεκίνησε την εναντίον τους εκστρατεία, θέλοντας να τούς προλάβει και να τούς κρατήσει πριν διαπράξουν κάποια καινοτομία.

Ἕως μὲν οὖν εἰρηνεύοντές τε ἦσαν αὐτοὶ τε ἐς ἀλλήλους καὶ τὸν δασμὸν ἀπεδίδουν καὶ νεωτέρων πραγμάτων οὐχ ἥπτοντο, ἐτύγχανον καὶ αὐτοὶ τοῦ βασιλέως εἰρηνικοῦ· ἐπεὶ δὲ αὐτοὶ τε ἐν ἀλλήλοις διεστασίασαν καὶ τὸν δασμὸν οὐ πάνυ ῥᾳδίως παρεῖχον, πρὸς τε τοὺς πλησιοχώρους αὐτοῖς βασιλεῖς τῶν τε Τιγρανοκέρτων καὶ Ἀρμενίων καὶ Μήδων Χασάνεα τὸν Τομήριος καὶ δὴ καὶ Ἰβήρων ἐπιγαμίαν ἔχοντες, ἐδόκουν καινότερά τινα πράττειν καὶ νεοχμοῦν ἐς τὰς μετὰ τοῦ βασιλέως σπονδὰς (οὐ γὰρ ἐλάνθανον ταῦτα ποιοῦντες), τηνικαῦτα δὴ καὶ ὁ βασιλεὺς ὀργῇ ληφθεὶς τὴν ἐκστρατείαν κατ’ αὐτῶν ἐποιεῖτο, προκαταλαβεῖν τε καὶ προκατασχεῖν τούτους βουλόμενος πρὶν τι καὶ νεώτερον πρᾶξαι.

Αφού λοιπόν προετοιμάστηκε καλά τον χειμώνα, καθώς έμπαινε πια η άνοιξη, ετοίμαζε πρώτα τον στόλο να προχωρήσει από τη θάλασσα. Μάλιστα ήσαν τριακόσια περίπου στρατιωτικά πλοία και πολεμικές γαλέρες, μεγάλες αλλά και πενήντα κουπιών, καθώς και πλοία με κατάστρωμα, εκτός από εκείνα που κουβαλούσαν τις αποσκευές και τις πολιορκητικές μηχανές, τα οποία είχαν φτάσει στην Πόλη για εμπόριο ή από άλλη ανάγκη.

Παρασκευασάμενος οὖν χειμῶνος καλῶς, ἐπειδὴ ἔαρ ὑπέφαινεν ἤδη, πρῶτα μὲν τὸν κατὰ θάλασσαν στόλον ἐξήρτυεν ἐς ἀναγωγὴν· ἦσαν δὲ τριακόσιαι μάλιστά που τῶν νεῶν στρατιώτιδες καὶ μάχιμοι τριήρεις τε μακραὶ καὶ πεντηκόντοροι καὶ πλοῖα κατάφρακτα παρέκ τῶν σκευαγωγῶν καὶ τῶν φερόντων τὰς μηχανὰς τῶν τε κατ’ ἐμπορείαν ἤ χρείαν ἄλλην ἀφικνουμένων.

Ανέβασε πάνω τους πολλά όπλα κάθε είδους, μικρές στρογγυλές και μεγάλες μακρόστενες ασπίδες, κράνη και δόρατα, επίσης θώρακες και ακόντια και διάφορα βέλη, καθώς και μεγάλο αριθμό κάθε είδους βλημάτων, που εκτοξεύονταν με τόξα και άλλες πολεμικές μηχανές, επίσης πολλά κανόνια και άλλα πράγματα χρήσιμα για πολιορκία. Ανέβαζε στα πλοία και πολλούς άνδρες, τούς πιο δυνατούς, τούς καλύτερα οπλισμένους και τούς πιο έμπειρους και καλά προετοιμασμένους για πόλεμο, τοποθετώντας σε αυτούς ως ηγέτες τού στόλου και στρατιωτικούς διοικητές τον Κασίμ, πασά τής Καλλίπολης, και τον Γιακούμπ, άνδρα πολύ έμπειρο στα ναυτικά και πολύ καλό στρατηγό στις ναυμαχίες.

Ἐνέθηκε δ’ αὐταῖς ὅπλα παντοῖα καὶ πλεῖστα, ἀσπίδας τε καὶ θυρεοὺς καὶ κράνη καὶ δόρατα, ἔτι δὲ θώρακάς τε καὶ ἀκόντια καὶ βελῶν διαφόρων πολὺ τι χρῆμα τῶν τε ἀπὸ τόξων ἀφιεμένων καὶ τῶν ἄλλων μηχανῶν καὶ δὴ καὶ ἀφετήρια πλεῖστα καὶ πολλὰ ἄλλα τῶν ἐς τειχομαχίαν ἐπιτηδείων. Ἐνεβίβαζε δὲ καὶ ἄνδρας ὅτι πλείστους εὐρωστοτάτους τε καὶ εὐοπλωτάτους καὶ τὰ πρὸς πόλεμον ἱκανῶς παρεσκευασμένους καὶ ἐμπειροτάτους, ἐπιστήσας αὐτοῖς καὶ ἡγεμόνας τοῦ στόλου παντὸς καὶ στρατηγοὺς αὐτοκράτορας Κασίμην τε τὸν σατράπην Καλλιουπόλεως καὶ Ἰαγούπην, ἄνδρα τὰ τε ναυτικὰ ἐμπειρότατον καὶ τῶν κατὰ θάλασσαν στρατηγὸν ἄριστον.

Αφού λοιπόν ετοίμασε ολόκληρο τον στόλο και τον εξόπλισε καλά, πρόσταξε να σαλπάρει. Ο στόλος λοιπόν ανέβαινε τον Βόσπορο προς τον Εύξεινο, προωθούμενος με μεγάλη ταχύτητα, βιασύνη και δύναμη, με βουή, αλαλαγμούς και κωπηλασία, με τούς επιβαίνοντες να ανταγωνίζονται ο ένας τον άλλο, προξενώντας μεγάλο φόβο και αγωνία για το εναντίον ποιών άραγε κατευθυνόταν και προκαλώντας σε όλους έκπληξη με το παράλογο τού θεάματος. Έτσι λοιπόν προχωρούσε στη θάλασσα ο στόλος.

Έξαρτύσας οὖν καὶ ὁπλίσας πάντα τὸν στόλον καλῶς, ἐξέπεμπεν· ὁ δ’ ἀνήγετο διὰ τοῦ Βοσπόρου ἐπὶ τὸν Εὔξεινον, τάχει τε πολλῷ καὶ βίᾳ καὶ ῥύμῃ φερόμενος, βοῇ τε ξυμμιγεῖ καὶ ἀλαλαγμῷ καὶ εἰρεσίᾳ καὶ ἀντιφιλοτιμήσει ἐς ἀλλήλους χρωμένων τῶν ἐπιβατῶν, καὶ φόβον πολὺν καὶ ἀγωνίαν παρέχων καθ’ οὕς ἄν γένοιτο, καὶ πάντας ἐκπλήττων τῷ παραλόγῳ τῆς θέας. καὶ ὁ μὲν κατὰ θάλασσαν στόλος οὕτως.

Ο σουλτάνος συγκέντρωνε τις ευρωπαϊκές δυνάμεις και τις περνούσε στη Μικρά Ασία, ιππικό και πεζικό, καθώς και άλογα, υποζύγια, φορτωμένα μουλάρια, πολλές καμήλες και οτιδήποτε άλλο σχετικό με τις ανάγκες και την προετοιμασία τού πολέμου. Όταν ολοκληρώθηκε το πέρασμά τους, τότε πέρασε και ο ίδιος και προελαύνοντας μέσα από τη Βιθυνία έφτασε στην Προύσα, όπου μάλιστα βρήκε συγκεντρωμένες και όλες τις δυνάμεις τής Μικράς Ασίας.

Βασιλεὺς δὲ τὰς Εὐρωπαίας δυνάμεις ξυνεκρότει τε καὶ διεβίβαζεν ἐς τὴν Ἀσίαν ἱππικὰς τε καὶ πεζικὰς, ἔτι δὲ ἵππων τε καὶ ὑποζυγίων καὶ ἡμιόνων ἀχθοφόρων καὶ καμήλων πολὺ τι χρῆμα καὶ πᾶσαν ἄλλην τοῦ πολέμου χρείαν τε καὶ ἀποσκευὴν. Ὡς δὲ ἅλις εἶχε τῆς τούτων διαβάσεως, τότ’ ἤδη καὶ αὐτὸς διαβαίνει, καὶ προελαύνων διὰ τῆς Βιθυνίας ἀφικνεῖται ἐς τὴν Προυσίου, οὐ δὴ καὶ τὰς τῆς Ἀσίας δυνάμεις εὗρε πάσας ξυνηθροισμένας.

Αφού έμεινε εκεί μερικές ημέρες και φρόντισε ορισμένα απαραίτητα, εφοδιά-ζοντας τον στρατό με όλα τα αναγκαία, αφού έκανε και σπονδές στον τάφο τού πατέρα του και τις συνηθισμένες τελετές με μεγαλοπρέπεια, στολίζοντάς τον με δώρα πολλά και αναθήματα και στεφανώνοντάς τον, αναχωρώντας από εκεί προχωρούσε μέσα από τη Γαλατία και την Παφλαγονία.

Διαγαγὼν δὲ οὐ πολλὰς ἡμέρας αὐτοῦ, καὶ τινα τῶν ἐν χρείᾳ καταστησάμενος καὶ τὸν στρατὸν ἐξαρτύσας ἅπαντα, σπείσας τε τῷ τάφῳ τοῦ πατρὸς καὶ τὰ νενομισμένα τελέσας αὐτῷ μεγαλοπρεπῶς, καὶ δώροις ὅτι γε πλείστοις καὶ ἀναθήμασι κοσμήσας καὶ στεφανώσας αὐτὸν, ἄρας ἐκεῖθεν ᾒει διὰ τῆς Γαλατῶν τε καὶ Παφλαγόνων.

Τη στρατιά, όπως λεγόταν, αποτελούσαν εξήντα χιλιάδες ιππείς και όχι λιγότεροι από ογδόντα χιλιάδες πεζούς, χωρίς όμως εκείνους που κουβαλούσαν τις αποσκευές και τούς άλλους που ακολουθούσαν τη στρατιά. Αφού διέσχισε αυτές τις χώρες καθώς και την Καππαδοκία και αφού πέρασε τον ποταμό Άλυ, έφτασε στη Σινώπη, παραλιακή πόλη, πιο πλούσια και όμορφη από εκείνες που βρίσκονται στον Εύξεινο Πόντο, η οποία μάλιστα διοικούσε μεγάλη και άριστη περιοχή, όντας επίσης εμπορικό κέντρο όλης τής γύρω χώρας, καθώς και όχι μικρού μέρους τής κάτω Μικράς Ασίας, έχοντας άφθονα όλα τα αγαθά, όσα φέρνει ο χρόνος, η γη και η θάλασσα (το μεγαλύτερο από τα οποία ήταν ο χαλκός, ο οποίος εξορύσσεται εκεί σε μεγάλες ποσότητες, υφίσταται επεξεργασία και προωθείται και πωλείται παντού στην Ασία και την Ευρώπη), αποφέροντας στους κατοίκους της μεγάλα έσοδα σε χρυσό και ασήμι.

Ἦν δε οἱ ἡ στρατιὰ, ὡς ἐλέγετο, ἵππος μὲν ἑξακισμυρία, πεζὸς δὲ οὐκ ἐλάσσων ὀκτακισμυρίων ἄνευ μέντοι γε τῶν σκευοφόρων καὶ τῶν ἄλλως ἑπομένων τῇ στρατιᾷ. Διελάσας δὲ ταύτας τε καὶ τὴν Καππαδοκῶν καὶ διαβὰς τὸν Ἅλυν γίνεται κατὰ Σινώπην, πόλιν παράλιον καλλίστην τε καὶ πλουσιωτάτην τῶν ἐν τῷ Εὐξείνῳ πόντῳ, καὶ πλείστης δὴ καὶ ἀρίστης χώρας ἐπάρχουσαν, ἥ δὴ κοινὸν ἐμπόριον οὖσα τῆς περιοικιδος ἁπάσης καὶ δὴ καὶ μέρους οὐκ ὀλίγου τῆς κάτω Ἀσίας, καὶ πολλοῖς εὐθηνουμένη τοῖς ἀγαθοῖς, ὅσα φέρουσιν ὧραι καὶ γῆ καὶ θάλασσα (τό μέγιστον ὁ χαλκὸς ἐστιν, ὅς ἄφθονος ἀνορυττόμενος αὐτοῦ γεωργεῖται, καὶ διαδιδόμενος πανταχοῦ τῆς Ἀσίας τε καὶ Εὐρώπης καὶ διατιθέμενος), προσόδους μεγάλας χρυσοῦ καὶ ἀργύρου παρέχει τοῖς ἐν αὐτῇ.

Την εξουσία εκεί είχε από πολύ καιρό ο Ισμαήλ, άνδρας δυνατός και καλής ανατροφής, που την είχε κληρονομήσει με διαδοχή από τον πατέρα του. Φτάνοντας εκεί ο σουλτάνος στρατοπέδευσε, ενώ βρήκε και τον στόλο του αγκυροβολημένο στα λιμάνια τής Σινώπης. Οι διοικητές του, ύστερα από προκαθορισμένο σινιάλο, είχαν κυριεύσει τα λιμάνια και τον Ισθμό, έχοντας κυκλώσει με τα πλοία όλη την πόλη και τη νησίδα, γιατί ήταν χερσόνησος.

Εἶχε δὲ αὐτῆς τὴν ἀρχὴν πρὸ χρόνων πολλῶν Ἰσμαῆλος, ἀνὴρ δυνατὸς τε καὶ τῶν εὐ γεγονότων παρ’ αὐτοῖς, πατρικὴν ἄνωθεν κεκτημένος ἐς αὐτὸν κατιοῦσαν ἐκ διαδοχῆς. Ἐπί ταύτην οὖν ἐλάσας ὁ βασιλεὺς στρατόπεδον τίθησιν· εὑρίσκει δὲ καὶ τὸν κατὰ θάλασσαν στόλον αὐτοῦ ἐφορμοῦντα τοῖς λιμέσιν αὐτῆς· προλαβόντες γὰρ οἱ στρατηγοὶ ἐκ ξυνθήματος κατῆραν, καὶ κρατήσαντες τῶν τε λιμένων καὶ τοῦ ἰσθμοῦ, πᾶσαν ἐν κύκλῳ περιέσχον ταῖς ναυσὶ τὴν τε πόλιν καὶ τὴν νησῖδα· χερρόνησος γὰρ ἦν.

Ο Ισμαήλ, βλέποντας την έφοδο τού σουλτάνου με πλήθη και τη στρατιά να έχει περιζώσει την πόλη και τον ίδιο από στεριά και θάλασσα, ένιωσε έκπληξη με αυτά που συνέβαιναν και σκεφτόταν τι ἐπρεπε να κάνει. Τού φάνηκε λοιπόν ότι ήταν καλύτερο να βγει και να συναντήσει τον σουλτάνο, να μάθει την αιτία τής εναντίον του εξόρμησης και να την αποτρέψει, αν μπορούσε. Αφού λοιπόν ετοίμασε πολλά δώρα και μάλι-στα μεγάλης αξίας, βγήκε να συναντήσει τον σουλτάνο.

Ἰσμαῆλος δὲ τὴν ἀθρόαν ἔφοδον τοῦ βασιλέως ἰδὼν τὴν τε κατὰ γῆν καὶ θάλασσαν στρατιὰν περιστοιχίσασαν τὴν τε πόλιν καὶ ἑαυτὸν, ἐξεπλάγη τε τῷ γινομένῳ, καὶ τὶ δεῖ ποιεῖν ἐς τὸ παρὸν ἐσκόπει. Ἔδοξεν οὖν αὐτῷ σκοπουμένῳ βέλτιον εἶναι αὐτὸν ἐξελθόντα τῷ βασιλεῖ ξυντυχεῖν καὶ τὰς αἰτίας τῆς κατ’ αὐτοῦ ἐξόδου μαθεῖν τε καὶ διαλύσασθαι, εἴ γε δύναιτο. καὶ δὴ δῶρα πλεῖστά τε καὶ πλείστου ἄξια ἑτοιμασάμενος ἔξεισιν ἐς βασιλέα.

Εκείνος τον δέχτηκε ήρεμα και φιλάνθρωπα, τον χαιρέτισε φιλικά, τον δεξιώθηκε και τον τίμησε με τις ανάλογες τιμές. Αφού μίλησαν για ζητήματα τής πόλης και τής εξουσίας σε αυτήν και αφού είπαν πολλά και εκμυστηρεύθηκαν ο ένας στον άλλο πράγματα αναγκαία και δίκαια, κατάλληλα και πρόσφορα για εκείνη την εποχή και για τούς ίδιους, στο τέλος συμφώνησαν και χώρισαν ειρηνικά και φιλικά.

Ὁ δὲ δέχεται τοῦτον ἡμέρως καὶ φιλανθρώπως καὶ προσαγορεύει φιλίως, καὶ δεξιοῦται και τιμᾷ ταῖς πρεπούσαις τιμαῖς. Ἐς λόγους δὲ καταστάντες τοὺς περὶ τε τῆς ἀρχῆς καὶ τῆς πόλεως, καὶ πολλὰ εἰπόντες καὶ κοινολογησάμενοι μετ’ ἀλλήλων ἑκάτεροι ἀναγκαῖα καὶ δίκαια τῷ τε καιρῷ καὶ ἑαυτοῖς λυσιτελῆ τε καὶ πρόσφορα, τέλος ξυμβαίνουσιν ἐπὶ τοῖσδε, καὶ διαλύονται εἰρηνικῶς καὶ φιλίως.

Ο σουλτάνος πήρε την πόλη τής Σινώπης και όλη την εξουσία που είχε σε αυτήν ο Ισμαήλ, ενώ τού έδωσε σε αντάλλαγμα ένα πασαλίκι στην Ευρώπη, το ονομαζόμενο των Σκοπίων, που συνόρευε με τη χώρα των Σέρβων, περιοχή καλή και πολύ εύφορη, που δεν υστερούσε σε τίποτε από τη δική του, ούτε από την άποψη των εσόδων, ούτε από την άποψη τής ιεραρχίας, τού τρόπου ζωής και τής αναψυχής.

καὶ ὁ μὲν βασιλεύς λαμβάνει τὴν τε πόλιν Σινώπην καὶ τὴν ταύτῃ πᾶσαν τοῦ Ἰσμαήλου ἀρχὴν, ἀντιδίδωσι δὲ αὐτῷ σατραπίαν ἐν τῇ Εὐρώπῃ τὴν τῶν Σκοπίων καλουμένην, ὅμορον οὖσαν τῇ Τριβαλλῶν, χώραν ἀρίστην τε καὶ παμφορωτάτην καὶ κατ’ οὐδὲν ἀποδέουσαν τῆς αὐτοῦ καὶ προσόδων ἕνεκα καὶ ἀρχῆς καὶ τῆς ἄλλης διαίτης καὶ ἀναπαύσεως.

Γιατί ο σουλτάνος δεν είχε τίποτε εναντίον τού Ισμαήλ, αλλά θεωρούσε μεγάλη προτεραιότητα τη Σινώπη και την κατάληψή της, επειδή ήταν αξιόλογη πόλη, που βρισκόταν σε στρατηγικό σημείο τής ασιατικής ακτής τού Ευξείνου Πόντου, έχοντας ασφαλή λιμάνια, με δυνατότητα αποστολής από εκεί τού στόλου και των πλοίων τού σουλτάνου στην Τραπεζούντα καθώς και σε ολόκληρη την πάνω παραλία τού Πόντου και στις πόλεις που βρίσκονταν εκεί. Άλλωστε μάλιστα, καθώς η Σινώπη βρισκόταν ανάμεσα στην επικράτεια τού σουλτάνου, δεν τού φαινόταν ιδιαίτερα ασφαλές να διοικείται αυτή από άλλους ηγεμόνες και όχι από τον ίδιο. Επιπλέον φοβόταν μήπως ο Χασάν, ο εμίρης Τιγρανοκέρτων και Μήδων, μπορέσει και την αρπάξει πριν από αυτόν, είτε με συνθήκη είτε με πόλεμο, καθώς γειτόνευε με τη δική του χώρα, ενώ γνώριζε από καιρό ότι την είχε βάλει στο μάτι και ήθελε να την υποτάξει. Γι’ αυτούς λοιπόν τούς λόγους ο σουλτάνος Μωάμεθ θεωρούσε αναγκαία την κατάληψη τής Σινώπης.

Ὁ γὰρ τοι βασιλεὺς αἰτίαν μὲν οὐδεμίαν ἐπιφέρειν εἶχε τῷ Ἰσμαήλῳ, πάνυ δὲ προὔργου τὴν τε Σινώπην καὶ τὴν ταύτης κατάσχεσιν ἐποιεῖτο, πόλιν τε οὖσαν λόγου ἀξίαν ἐν ἐπικαίρῳ τε κειμένην τῆς ἐν τῷ Εὐξείνῳ πόντῳ Ἀσιανῆς παραλίας, καὶ λιμένας ἔχουσαν άσφαλεῖς καὶ παραπέμπειν δυναμένους καλῶς τὸν τε στόλον καὶ τὰ πλοῖα τοῦ βασιλέως ἐς Τραπεζοῦντά τε καὶ τὴν ἄνω πᾶσαν παραλίαν τοῦ Πόντου καὶ τὰς ἐκεῖσε πόλεις, ἄλλως τε δὴ καὶ ἐν μέσῃ τῇ χώρᾳ τοῦ βασιλέως κειμένην οὐκ ἐδόκει αὐτῷ ἀσφαλὲς εἶναι κατὰ πολλὰ ὑφ’ ἑτέροις ἡγεμόσι τελεῖν καὶ μὴ ὑπ’ αὐτῷ· οὐ μόνον δὲ, ἀλλὰ καὶ ἐδεδίει Χασάνεα τὸν βασιλέα Τιγρανοκέρτων καὶ Μήδων, μὴ λάθῃ ταύτην προκατασχὼν ή ξυμβάσει ή πολέμῳ, γειτονοῦσαν τε τῇ αὐτοῦ καὶ πάντα τρόπον ἐπιβουλεύοντα καὶ χειρώσασθαι ταύτην βουλόμενον εἰδὼς ἐκ πολλοῦ. διὰ ταῦτα τοίνυν ἀναγκαία γέγονε τῷ βασιλεῖ ἡ τῆς Σινώπης κατάσχεσις.

Ο Ισμαήλ λοιπόν με όλους τούς δικούς του αναχώρησε αμέσως για να πάει στο πασαλίκι του, ενώ ο σουλτάνος, αφού παρέλαβε τη Σινώπη και όλη την εξουσία τού Ισμαήλ και αφού τα ρύθμισε όλα σε αυτή την Πόλη, πρόσταξε αμέσως τον Κασίμ και τον Γιακούμπ, μαζί με ολόκληρο τον στόλο, να αποπλεύσουν κατευθυνόμενοι στην Τραπεζούντα και φτάνοντας στα λιμάνια να την αποκλείσουν από στεριά και θάλασσα και να τη φρουρούν με ασφάλεια. Ο ίδιος, παίρνοντας από εκεί ολόκληρο τον στρατό, προχωρούσε μέσω τής ενδοχώρας και φτάνοντας στον Ταύρο στρατοπέδευσε στους πρόποδες τού βουνού.

Καί Ἰσμαῆλος μὲν ξὺν τοῖς αὐτοῦ πᾶσιν εὐθὺς ᾢχετο ἐς τὴν αὐτοῦ σατραπείαν ἀπιὼν, βασιλεὺς δὲ παραλαβὼν τὴν τε Σινώπην καὶ πᾶσαν τὴν Ἰσμαήλου ἀρχὴν, καὶ τὰ ἐν αὐτῇ καταστησάμενος πάντα, Κασίμην μὲν καὶ Ἰαγούπην εὐθὺς κελεύει μετὰ τοῦ στόλου παντὸς ἀναχθέντας πλεῖν εὐθὺ Τραπεζοῦντος, καὶ προσσχόντας τοῖς λιμέσι κατακλεῖσαι ταύτην κατὰ γῆν τε καὶ θάλασσαν καὶ φυλάσσειν ἀσφαλῶς· αὐτὸς δὲ ἄρας ἐκεῖθεν παντὶ τῷ στρατῷ ᾒει διὰ τῆς μεσογείας, καὶ καταλαβὼν τὸν Ταῦρον, στρατοπεδεύεται πρὸς ταῖς ὑπωρείαις αὐτοῦ.

Ο Ταύρος είναι ένα από τα μεγαλύτερα βουνά στη Μικρά Ασία, χωρίζοντας την κάτω Μικρά Ασία από την πάνω, ξεκινώντας από το όρος Μυκάλη και την εκεί θάλασσα, συνεχίζοντας από εκεί, τέμνοντας τη Μικρά Ασία και τελειώνοντας στον Εύξεινο Πόντο κοντά στη Σινώπη. Προχωρώντας πάλι από εκεί ενώνεται με τα βουνά τής Αρμενίας και τής Μηδίας και μέσω αυτών με τον Καύκασο.

Ἔστί δὲ ὁ Ταῦρος ὄρος μέγιστον τῶν ἐν Ἀσίᾳ, διορίζων τὴν κάτω Ἀσίαν ἀπὸ τῆς ἄνω, ἀρχόμενος μὲν ἀπὸ Μυκάλης τοῦ ὄρους καὶ τῆς ταύτῃ θαλάσσης, ἐκεῖθεν δὲ παρήκων καὶ τέμνων τὴν Ἀσίαν τελευτᾷ ἐς τὸν Εὔξεινον πόντον κατά Σινώπην, κἀκεῖθεν αὖ διερχόμενος ἑνοῦται τοῖς Ἀρμενίων καὶ Μήδων ὄρεσι, καὶ δι’ αὐτῶν τῷ Καυκάσῳ.

Λέγεται ότι το βουνό αυτό πέρασε πρώτος με τα όπλα ο Αλέξανδρος ο Μακεδόνας, ύστερα από τούς μυθικούς Ηρακλή και Διόνυσο, όταν εκστράτευσε εναντίον τού Δαρείου, τού βασιλιά των Περσών και όλης τής Ασίας. Ύστερα από εκείνον το πέρασε πάλι ο Μέγας Πομπήιος με Ρωμαίους. Το πέρασε στα δικά μας χρόνια και ο Ταμερλάνος, ο βασιλιάς των Μασσαγετών και των Σκυθών, όταν εκστράτευσε εναντίον τού Βαγιαζήτ, τού προγόνου τού σουλτάνου, με όπλα και στρατιά, αλλά κατείχε ήδη τις διαβάσεις και πορευόταν μέσα από φιλική χώρα. Τώρα περνούσε το βουνό αυτό και ο σουλτάνος Μωάμεθ, αλλά με όπλα και πόλεμο, όντας τρίτος μετά τον Αλέξανδρο και τον Πομπήιο με τούς Ρωμαίους.

Τοῦτόν φασι διαβῆναι ξὺν ὅπλοις πρῶτον Ἀλέξανδρον τὸν Μακεδόνα μεθ’ Ἡρακλέα γε καὶ Διόνυσον, στρατεύσαντα κατὰ Δαρείου τοῦ Περσῶν βασιλέως καὶ τῆς ὅλης Ἀσίας, καὶ μετ’ ἐκεῖνον αὖθις μετὰ Ῥωμαίων Μάγνον Πομπήιον. Διέβη δὲ κἀν τοῖς ἡμετέροις χρόνοις (καί) Τόμιρις ὁ Μασσαγετῶν τε καὶ Σκυθῶν βασιλεύς, ἡνίκα κατὰ Παϊαζήτεω τοῦ προγόνου τοῦ βασιλέως ἐστράτευσε ξὺν ὅπλοις μὲν γε καὶ στρατιᾷ, ἀλλὰ τῶν παρόδων αὐτὸς κρατῶν ἐκ πολλοῦ, καὶ διὰ φιλίας τῆς αὐτοῦ πορευόμενος. Διαβαίνει τοῦτον καὶ νῦν ὁ βασιλεύς Μεχεμέτης, ἀλλὰ ξὺν ὅπλοις καὶ πολέμῳ, τρίτος ἀπ’ Ἀλεξάνδρου, μετά Ῥωμαίους τε καὶ Πομπήιον.

Ο Χασάν λοιπόν, όπως προανέφερα, έχοντας γαμήλια σχέση με τον αυτοκράτορα Τραπεζούντας και θέλοντας να είναι σύμμαχός του, αλλά από την άλλη πλευρά θέλοντας κιόλας και ελπίζοντας ότι η Τραπεζούντα θα ήταν δυνατό να υπαχθεί στον ίδιο, όταν έμαθε την εναντίον της έφοδο τού σουλτάνου, συγκέντρωσε δύναμη στα περάσματα, θέλοντας να εμποδίσει τη διάβαση τού σουλτάνου.

Χασάνης γάρ, ᾗ πρόσθεν ἔφην, ἐπιγαμίαν ἔχων τῷ βασιλεῖ Τραπεζοῦντος καὶ ξυμμαχεῖν βουλόμενος τούτῳ, ἄλλως δὲ καὶ Τραπεζοῦντα μᾶλλον αὐτὸς ὑπαγαγέσθαι βουλόμενος καὶ ἐλπίζων, ἐπειδὴ τὴν κατ’ αύτῆς ἔφοδον ἔγνω τοῦ βασιλέως, δύναμιν ἀθροίσας ἧκεν ἐς τὰς παρόδους, εἶρξαι βουλόμενος τὸν βασιλέα τῆς διαβάσεως.

Ο σουλτάνος όμως, όταν το έμαθε αυτό, τον άφησε μαζί με τον στρατό του να φρουρεί τα περάσματα και ο ίδιος προχώρησε από άλλη διαδρομή, απάτητη και τραχιά, πολύ δύσκολη και ανηφορική, που οδηγούσε κατευθείαν στα Τιγρανόκερτα, την πρωτεύουσα τού Χασάν. Έστειλε μπροστά με τον Μαχμούτ πασά πολυάριθμο στρατό γυμνασμένων και ελαφρά οπλισμένων ανδρών, κυρίως τοξότες και πελταστές, που κατέλαβε τούς πιο στρατηγικούς λόφους, τα στενά και δύσκολα περάσματα, όλα τα δύσκολα σημεία.

Βασιλεὺς δὲ τοῦτο μαθὼν, ἐκεῖνον μὲν αὐτοῦ μετὰ τῆς στρατιᾶς αὐτοῦ χαίρειν εἴασεν, αὐτὸς δὲ ἄλλην ὁδὸν ἀτριβῆ καὶ τραχεῖαν καὶ πάντη δύσπορον καὶ ἀνάντη εὐθὺ φέρουσαν Τιγρανοκέρτων τῶν βασιλείων Χασάνεω έτεμε· καὶ πρῶτον μὲν στρατιὰν ἱκανὴν ἐκπέμψας εὐζώνων τε καὶ κούφως ὡπλισμένων ἀνδρῶν τοξοτῶν τε καὶ πελταστῶν μετὰ Μαχουμούτεω τοῦ πασία προκατέσχε τοὺς ἐπικαιροτάτους τῶν λόφων τὰ τε στενὰ καὶ δυσδιεξίτητα τῶν παρόδων καὶ τὰς δυσχωρίας ἁπάσας.

Στη συνέχεια έστειλε μεγάλο αριθμό ανδρών χωρίς όπλα να κόψουν τα δέντρα και να εξομαλύνουν τις σκληρές και δύσκολες συστάδες, θάμνους, δάση και λόχμες, απ’ όπου θα περνούσε, ώστε να τού ανοίξουν φαρδύτερο και πιο ομαλό δρόμο.

Μετὰ δὲ καὶ ψιλοὺς ἄνδρας ὅτι γε πλείστους ἐκπέμπει ὑλοτομοῦντάς τε καὶ ἐξομαλίζοντας τὰ τε σκληρὰ καὶ δυσάντη τὰ τε δασέα καὶ λάσια τῶν χωρίων καὶ δρυμῶνας καὶ λόχμας, δι’ ὧν ἔμελλε ποιεῖσθαι τὴν πάροδον, εὐρυτέραν τε αὐτῷ καὶ λειοτέραν κατασκευάζοντας τὴν διάβασιν.

Γιατί αυτή η οροσειρά, ο Ταύρος, έχει ένα όνομα, αλλά μέσα της υπάρχουν πολλά βουνά, από τα οποία περνά κανείς με δυσκολία. Έχουν κορυφές ψηλές και γεμάτες σύννεφα, βράχια πανύψηλα και απότομα, βαθιά φαράγγια και γκρεμούς, προεξοχές και ανώμαλα εδάφη, λόχμες και πολλά βάραθρα προς τα πάνω και προς τα κάτω, μπρος και πίσω, που κάνουν όλα πολύ δύσκολο, κουραστικό και επικίνδυνο το πέρασμά του.

τὸ γὰρ ὄρος τοῦτο ὁ Ταῦρος εἷς μὲν λέγεται εἶναι, ἔχει δὲ ὄρη πολλὰ ἐν ἑαυτῷ δυσδιάβατά τε καὶ δυσδιεξίτητα καὶ κορυφὰς ὑπερνεφεῖς τε καὶ ἠλιβάτους καὶ πάγους ὑπερυψήλους καὶ ἀποτόμους καὶ φάραγγας βαθείας τε καὶ κρημνώδεις καὶ σκοπέλους καὶ δυσχωρίας καὶ λόχμας καὶ βάραθρα ἀνάντη τε καὶ κατάντη, δυσάντη τε καὶ προσάντη πολλὰ, ἅ πάντα δυσκολοτάτην τε καὶ δυσχερεστάτην καὶ λίαν ἐπίπονον τε καὶ κινδυνώδη ποιεῖται τὴν διάβασιν·

Το πιο σημαντικό μάλιστα είναι ότι η διαδρομή αυτή, που περνά από τέτοιες και τόσο μεγάλες δυσκολίες, χωρίς δρόμο πατημένο, διαρκεί πολλές ημέρες. Άνδρες ελαφρά οπλισμένοι και πειθαρχημένοι και αυτοί μάλιστα με πολύ κόπο κατορθώνουν να την περάσουν σε δεκαοκτώ συνολικά ημέρες. Πόσο μάλλον τόσο μεγάλη στρατιά, με ιππικό και πεζικό, με τόσα βαριά όπλα και αποσκευές που δεν μπορεί κανείς να πει, ακόμη και με άλογα, υποζύγια, καμήλες και μουλάρια, όλα φορτωμένα με όλα τα αναγκαία. Ο σουλτάνος όμως δεν υπολόγισε καθόλου αυτές τις δυσκολίες και αποπειράθηκε να περάσει.

τὸ δὲ δὴ μεῖζον ὅτι καὶ πολλῶν ἡμερῶν ὁδὸς ἡ διὰ τῶν τοιούτων τε καὶ τοσούτων δυσχερειῶν τε καὶ ἀνοδιῶν φέρουσα, ἥν μόλις ἄνδρες κούφως ὡπλισμένοι καὶ εὐσταλεῖς καὶ οὗτοί γε δὴ ξὺν πόνῳ πολλῷ διαβαῖεν ἄν ἐν ὀκτὼ καὶ δέκα ταῖς ὅλαις ἡμέραις, μὴ ὅτι γε στρατιὰ τοσαύτη ἱππικὴ τε καὶ πεζικὴ μεθ’ ὅπλων τε βάρους καὶ ἀποσκευῆς ὅσης οὐδ’ ἄν εἴποι τις, ἔτι δὲ ἵππων τε καὶ ὑποζυγίων καὶ καμήλων καὶ ἡμιόνων πάντων ἀχθοφορούντων πολὺ τι χρῆμα· ἀλλ’ ὅμως ταῦτα πάντα παρ’ οὐδὲν θέμενος ὁ βασιλεὺς διαβαίνειν ἐπειρᾶτο.

Άρχισε λοιπόν να διασχίζει τα βουνά, έχοντας διατάξει καλά και εξοπλίσει όλο τον στρατό, έχοντας πάντοτε το πεζικό να προχωρά μπροστά σε στήλη, τις σκευοφόρους στη μέση και έχοντας τοποθετήσει πίσω το ιππικό, μαζί με τελευταίο σώμα πεζών και οπισθοφυλακή. Ο ίδιος βρισκόταν στο κέντρο τού πεζικού με λίγους έφιππους άνδρες. Όταν περνούσαν από στενά σημεία, η στήλη μειωνόταν σε πλάτος, ενώ υπήρχαν και περιπτώσεις που προχωρούσαν σε φάλαγγα κατ’ άνδρα.

Ἐκτάξας οὖν καλῶς καὶ ὁπλίσας πᾶσαν τὴν στρατιὰν διέβαινε, τὸ μὲν πεζὸν ἔμπροσθεν ἐπὶ κέρως ἔχων ἀεὶ πορευόμενον, τὰ σκευοφόρα δ’ ἐν τῷ μέσῳ, τὴν δὲ ἵππον ὄπισθεν τάξας ξὺν οὐραγοῖς τε καὶ ὀπισθοφύλαξιν· αὐτὸς δὲ τὸ μέσον ἐπέχων τοῦ πεζοῦ ξὺν ὀλίγοις ἱππόταις, ὅταν μὲν ἐν στενοπόροις διέβαινεν, ἐς ὀξὺ τὸ κέρας ξυνέστελλεν· έστι δ’ ὅτε καὶ μετωπηδὸν ἐπὶ κέρως προῄει·

Όταν το πέρασμα ήταν φαρδύτερο, η στήλη αναπτυσσόταν κάπως σε φάλαγγα και προχωρούσε μετωπικά σε πλαίσιο, έχοντας συνταγμένους τούς πλάγιους κάθε πλευράς να προχωρούν κατά μέτωπο, κυρίως τοξότες και οπλίτες, όπου οι μεν τοξότες είχαν τα τόξα με βέλη στις τεντωμένες χορδές τους και ήσαν τοποθετημένοι εναλλάξ, στα δεξιά εκείνοι που τόξευαν με το αριστερό χέρι και στα αριστερά εκείνοι που τόξευαν με το δεξί, ενώ οι οπλίτες είχαν τα δόρατα πάνω στους ώμους τους, κουνώντας τα συνεχώς πέρα-δώθε και χτυπώντας τα.

ὅτε δ’ εὐρυτέρας ἐτύγχανε τῆς διόδου, κατὰ μικρὸν ἀνέπτυσσε τὸ κέρας ἐς φάλαγγα καὶ κατὰ μέτωπον ἦγεν ἐν πλαισίῳ, ἔχων καὶ τοὺς ἐξ ἑκατέρου μέρους τῶν πλαγίων ξυντάξει προϊόντας μετωπηδὸν, τοξότας τε καὶ ὁπλίτας, τοὺς μὲν τὰ τόξα διὰ χειρὸς ἔχοντας ἐντεταμμένα ταῖς νευραῖς ξὺν τοῖς βέλεσι, καὶ τούτους ἐναλλὰξ τοῖς μέρεσιν, τοὺς μὲν ἀριστερῶς βάλλοντας ἐπὶ τὰ δεξιὰ, τοὺς δεξιῶς δ’ ἐπὶ τὰ ἀριστερὰ, τοὺς δὲ ὁπλίτας τὰ δόρατα φέροντας ἐπὶ τῶν ὤμων καὶ περιάγοντας ἀεὶ ἔνθεν κἀκεῖθεν καὶ πάλλοντας.

Την ημέρα λοιπόν έτσι πορευόταν, ενώ τη νύχτα, όταν στρατοπέδευε, άναβε πολλές φωτιές μπροστά από το στρατόπεδο, ενώ λίγο πιο πέρα είχε δυνατές φρουρές σε κύκλο και σκοπούς παντού σε συχνά διαστήματα και πιο απομακρυσμένους φύλακες, τούς οποίους όριζε κατά τη διάρκεια τής ημέρας στις πιο στρατηγικές θέσεις, διασφαλίζοντας από όλες τις πλευρές το στρατόπεδο.

καὶ ἡμέρας μὲν οὕτω ἐπορεύετο, νυκτὸς δὲ στρατοπεδευόμενος πυρὰ τε πολλὰ ἔκαιε πρὸ τοῦ στρατοπέδου μικρὸν ἀπωτέρω καὶ φυλακὰς εἶχεν ἰσχυρὰς ἐν κύκλῳ καὶ σκοποὺς ξυχνοὺς πανταχόθεν καὶ προδρόμους, οὕς ἔταττεν ἡμέρας ἐν τοῖς ἐπικαιροτάτοις τῶν χωρίων, πάντοθεν ἀσφαλιζόμενος τὸ στρατόπεδον.

Στο μεταξύ συνέβη κάτι αναπάντεχο, το οποίο εξόργισε πολύ τον σουλτάνο, τούς επικεφαλής και ολόκληρο το στράτευμα. Υπήρχε ένας απεχθής, δυσαρεστημένος και κακοήθης άνθρωπος, ο οποίος, αν και δεν είχε τίποτε να καταλογίσει σε κάποιον, αλλ’ αντίθετα χρωστούσε ακόμη χάρες, παρακινούμενος μόνο από τη δική του κακοήθεια και ατιμία, σχεδίαζε να κάνει κακό στον Μαχμούτ πασά.

Ἐν τούτοις δὲ καὶ τι ξυνέβη παράλογον, ὅπερ οὐ μικρῶς ἠνίασε τὸν τε βασιλέα καὶ τοὺς ἐν τέλει καὶ πᾶσαν τὴν στρατιὰν. Ἐχθρὸς γὰρ τις ἀνὴρ καὶ δύσνους καὶ βάσκανος, μηδενὸς ὅλως ἔχων αἰτιᾶσθαι, μᾶλλον μὲν οὖν καὶ προσοφείλων χάριτας, ἰδίᾳ δὲ μόνον βασκανίᾳ καὶ κακουργίᾳ κινούμενος ἐπεβούλευε Μαχουμούτει τῷ πασίᾳ.

Όταν βρήκε λοιπόν την κατάλληλη ευκαιρία για την κακή του πράξη, παίρνοντας θάρρος από τη δυσκολία τού τόπου και ελπίζοντας ότι θα περνούσε απαρατήρητος, καθώς κανένας δεν το γνώριζε ούτε το υποψιαζόταν, τέντωσε το τόξο του, έριξε βέλος εναντίον του και τον πέτυχε στο μέτωπο, αλλά το χτύπημα δεν αποδείχτηκε μοιραίο, επειδή έχασε τα λογικά του με το παράλογο τής πράξης και λύθηκαν τα χέρια του από τη σύγχυση. Διαφορετικά, το τραύμα θα ήταν θανατηφόρο.

Δραξάμενος οὖν ἐπιτηδείου πρὸς κακουργίαν καιροῦ, καὶ θαρρήσας τῇ δυσχωρίᾳ καὶ ἐλπίσας διαλαθεῖν, λάθρα τε καὶ μηδενὸς εἰδότος ἤ ὑφορωμένου τὸ ξύνολον, ἐντείνας τὸ τόξον βέλος ἀφίησι κατ’ αὐτοῦ, καὶ τυγχάνει μὲν αὐτοῦ κατὰ τοῦ μετώπου, οὐ μὴν γε καιρίαν ἔσχε πλῆξαι, ξυγχυθεὶς τε τὸν λογισμὸν τῷ παραλόγῳ τοῦ ἔργου καὶ τὰς χείρας ἐκλυθεὶς τῇ ξυγχύσει· ἄλλως δὲ πρὸς θάνατον ἄν ἦν ή πληγὴ.

Υπήρξε μεγάλη αναταραχή τού σουλτάνου, των επικεφαλής και ολόκληρης τής στρατιάς, που συγχύστηκαν όλοι πολύ από το εντελώς απρόοπτο γεγονός, σαν να είχε πέσει ξαφνικά ο εχθρός πάνω τους, αλλά ο κακότροπος και ανάγωγος αυτός άνθρωπος συνελήφθη αμέσως και πριν προλάβει να πει έστω μια λέξη ως δικαιολογία, αντιμετωπίστηκε με δικαιοσύνη αντίστοχη με το θράσος του. Ο στρατός τον έκοψε αλύπητα σε κομμάτια. Μόνο που δεν γεύτηκαν τη σάρκα και το αίμα του.

Θορύβου δὲ καταστάντος ἐπὶ τούτῳ μεγίστου, καὶ τοῦ τε βασιλέως καὶ τῶν ἐν τέλει καὶ δὴ καὶ τῆς στρατιᾶς ἁπάσης ξυγχυθέντων οὐ μικρῶς τῷ παραλόγῳ τοῦ γεγονότος, καὶ ὥσπερ ἄν εἰ ἐπίασιν οἱ πολέμιοι αἴφνης, ξυλλαμβάνεται μὲν εὐθὺς ὁ κάκιστος καὶ δύστροπος ἐκεῖνος ἀνὴρ, καὶ πρὶν ἤ λόγου καὶ ἀπολογίας τυχεῖν δίδωσι δίκην τῆς τόλμης τὴν ἀξίαν, κατακοπεὶς ὑπὸ τῆς στρατιᾶς ἀνοικτὶ μεληδὸν, μόνον οὐ πάντων ἀπογευσαμένων τῶν αὐτοῦ σαρκῶν καὶ τοῦ αἵματος.

Ο σουλτάνος ήταν γεμάτος μεγάλη θλίψη, αγωνία και φόβο γι’ αυτόν, αφού κινδύνευε να χάσει τέτοιoν άνδρα, σε τόσο πιεστικό τόπο και χρόνο. Έτσι κάλεσε αμέσως τον γιατρό του, τον Γιακούμπ, άνθρωπο σοφό και πρώτο στην τέχνη του, τόσο σε ζητήματα πρακτικής και διάγνωσης, όσο και στα θεωρητικά και δογματικά, για τον οποίο είχε πολύ καλή άποψη και από τον οποίο ενημερώθηκε για την πληγή.

Βασιλεὺς δὲ ξυσχεθεὶς ἀμέτρῳ λύπῃ καὶ ἀγωνίᾳ καὶ φόβῳ τῷ περί αὐτὸν, εἰ ζημιωθήσεται ἄνδρα τηλικοῦτον καὶ μάλιστα ἐν τοιούτῳ τῆς ἀνάγκης καὶ τῶν πραγμάτων καιρῷ καὶ τόπῳ, καλεῖ μὲν παραυτίκα Ἰαγούπην τὸν αὐτοῦ ἰατρὸν, ἄνδρα σοφὸν καὶ τὰ πρῶτα τῆς τέχνης φέροντα, ὅση περὶ τε τὸ πρακτικὸν καὶ φαινόμενον ἔχει, καὶ ὅση περὶ τὸ θεωρητικὸν καὶ δογματικὸν, καὶ δὴ καὶ μέγα δυνάμενον παρ’ αὐτῷ, καὶ πυνθάνεται περὶ τοῦ τραύματος.

Όταν έμαθε ότι ήταν επιφανειακή και όχι επικίνδυνη, ανάσανε με ανακούφιση, σταμάτησε να στενοχωριέται και δίνοντας πολλά δώρα στον γιατρό, τον πρόσταξε να τον φροντίζει με κάθε επιμέλεια. Και ο Μαχμούτ, παίρνοντας την κατάλληλη φροντίδα, συνήλθε γρήγορα από την πληγή.

Μαθὼν δ’ ἐπιπόλαιον εἶναι καὶ μὴ πρὸς κίνδυνον φέρον, ἀνέπνευσέ τε καὶ τῆς λύπης ὑφεῖκε, καὶ πλεῖστα τούτῳ δωρησάμενος ἐκέλευσεν ἐπιμελεῖσθαι πάσῃ σπουδῇ. καὶ ὁ μὲν ἐπιμελείας τῆς προσηκούσης τυχὼν ταχέως τοῦ τραύματος ἀπαλλάττεται.

Ο σουλτάνος, προελαύνοντας συνεχώς για δεκαεπτά ημέρες και περνώντας με μεγάλη προσπάθεια από βαθιά φαράγγια και απότομους γκρεμούς, πολύ δύσκολα σημεία και τόπους δύσβατους και απάτητους, πολλές τέτοιες ανηφόρες και κακοτοπιές, αφού άντεξε μεγάλες ταλαιπωρίες ένοπλος ο ίδιος και ολόκληρη η στρατιά, πέρασε τελικά τον Ταύρο και κατεβαίνοντας στην πεδιάδα στρατοπέδευσε όχι μακριά από τα Τιγρανόκερτα.

Βασιλεὺς δὲ ἡμέρας ἑπτὰ πρὸς ταῖς δέκα προελαύνων ἀεί, καὶ φάραγγας βαθείας καὶ κρημνοὺς ἀποτόμους καὶ δυσχωρίας μεγίστας καὶ τόπους δυσβάτους καὶ ἀποκρότους καὶ πολλὰ τοιαῦτα προσάντη καὶ δυσχερῆ μόλις που καὶ ξὺν πόνῳ πολλῷ διελθὼν, καὶ μεγίστας ὑπομείνας ταλαιπωρίας ἐν ὅπλοις αὐτὸς τε καὶ πᾶσα ἡ στρατιὰ διαβαίνει τὸν Ταῦρον, καὶ καταβὰς ἐς τὸ πεδίον στρατοπεδεύεται οὐ πόρρω Τιγρανοκέρτων.

Ο [Ουζούν] Χασάν, μαθαίνοντας την πολυάνθρωπη έφοδο τού σουλτάνου και ότι παρά την τόση δυσκολία τού εδάφους και τον απάτητο δρόμο, που ήταν στο μεγαλύτερο μέρος του αδιάβατος, πέρασε τόσο εύκολα, με τόσο μεγάλη στρατιά, όπλα και αποσκευές και κατευθύνθηκε στην ίδια την πρωτεύουσά του, ένιωσε μεγάλη έκπληξη με τον παραλογισμό αυτού τού γεγονότος και σαν να τον χτύπησε βέλος από τον ουρανό, βρέθηκε σε φοβερή αμηχανία και ένιωσε μεγάλο φόβο, αφού δεν μπορούσε να κάνει τίποτε. Στο τέλος, αναγκαζόμενος από τα πράγματα, έστειλε τη μητέρα του ως πρέσβη στον σουλτάνο με πολλά δώρα, δικαιολογούμενος για όσα είχε σκεφτεί να κάνει, ζητώντας συγνώμη και παρακαλώντας ταυτόχρονα να είναι σύμμαχος και φίλος τού σουλτάνου.

Χασάνης δὲ τὴν ἀθρόαν ἔφοδον τοῦ βασιλέως μαθὼν, καὶ ὡς δυσχωρίαν τοσαύτην καὶ ὁδὸν ἀτριβῆ καὶ πλείστην καὶ τὸ ὅλον ἄβατον ἐς δεῦρο οὕτως εὐκόλως διέβη καὶ μετὰ τοσαύτης στρατιᾶς τε καὶ ὅπλων (καί) ἀποσκευῆς, καὶ πρὸς αὐτοῖς ἤλασε τοῖς βασιλείοις αὐτοῦ, ἐξεπλάγη τε τῷ παραλόγῳ τοῦ γεγονότος, καὶ οἷόν τινι βέλει τῶν ἐξ οὐρανοῦ πληγεὶς ἐς ἀμηχανίαν δεινὴν καὶ φόβον ἐνέπεσε, μὴ ἔχων ὅ τι καὶ δράσειε· καὶ τέλος ἐς ἀνάγκην μεγίστην καταστὰς ἐκπέμπει τὴν αὐτοῦ μητέρα πρέσβιν ὡς βασιλέα μετὰ δώρων ὅτι πολλῶν, ἀπολογούμενός τε ὑπὲρ ὧν ἔδοξε δρᾶσαι, καὶ ξυγγνωμην αἰτῶν, καὶ ἅμα δεόμενος ξύμμαχος εἶναι καὶ φίλος τοῦ βασιλέως.

Εκείνος τη δέχτηκε φιλικά, την τίμησε με τις πρέπουσες τιμές και αφού μίλησε μαζί της ειρηνικά, έκανε ειρήνη και δέχτηκε να είναι ο Χασάν φίλος και σύμμαχος. Όμως δεν την άφησε να φύγει αμέσως, αλλά πορευόταν έχοντάς την μαζί του. Αυτά λοιπόν για τον σουλτάνο.

Ό δὲ δέχεται ταύτην φιλίως καὶ τιμᾷ ταῖς πρεπούσαις τιμαῖς, καὶ λαλήσας εἰρηνικὰ μετ’ αὐτῆς σπένδεται καὶ δέχεται φίλον καὶ ξύμμαχον εἶναι Χασάνεα· οὐ μήν ἀπέπεμψέ γε ταύτην εὐθύς, ἀλλ’ ἔχων μεθ’ ἑαυτοῦ ἐπορεύετο. καὶ ὁ μὲν βασιλεὺς οὕτως.

Οι ηγέτες τού στόλου φτάνοντας στην Τραπεζούντα έδεσαν στα λιμάνια της και κατεβαίνοντας από τα πλοία άρχισαν να πολεμούν με τούς Τραπεζούντιους, που είχαν εξορμήσει από την πόλη. Τούς έτρεψαν σε φυγή απωθώντας τους βίαια και τούς έκλεισαν στην πόλη.

Οἱ δὲ τοῦ στόλου ἡγεμόνες καταπλεύσαντες ἐς Τραπεζοῦντα προσέσχον τοῖς λιμέσιν αὐτῆς, καὶ ἀποβάντες ξυνάπτουσι πόλεμον Τραπεζουντίοις ἐπεξελθοῦσι πρὸ τῆς πόλεως· καὶ τρεψάμενοι τούτους ξυνωθοῦσι βίᾳ καὶ κατακλείουσιν ἐντὸς τοῦ ἄστεος.

Παίρνοντας υπό την κατοχή τους ολόκληρη την έξω περιοχή και τον δρόμο προς την πόλη, τούς περικύκλωσαν με τον στρατό τους και τούς πολιορκούσαν από στεριά και θάλασσα με τα πλοία τους, διασφαλίζοντας ότι οι μέσα δεν θα έβγαιναν, ούτε θα έμπαιναν στην Πόλη άνθρωποι απ’ έξω.

Κρατήσαντες δὲ τῆς ἔξω χώρας ἁπάσης καὶ τῆς παρόδου τῆς πρὸς τὴν πόλιν, καὶ κύκλῳ περισχόντες αὐτοὺς τῷ στρατῷ κατὰ γῆν καὶ κατὰ θάλασσαν ταῖς ναυσὶν ἐπολιόρκουν, παραφυλάττοντες ἰσχυρῶς τοῦ μὴ τι τῶν ἔνδον ἐξαγαγεῖν ἤ τῶν ἔξωθεν ἐσκομίσασθαι.

Πέρασαν λοιπόν εικοσιοκτώ μέρες πολιορκώντας, κατά τη διάρκεια των οποίων υπήρξαν κάποιες έφοδοι των ανθρώπων τής πόλης προς τούς έξω, στις οποίες δεν τα πήγαν καθόλου χειρότερα από τον εχθρό τους, αλλά, όντας λίγοι εκείνοι που πολεμούσαν εναντίον πολλών, απωθούνταν και ξανακλείνονταν στην πόλη.

Ἡμέραι μὲν οὖν παρῆλθον ἑξῆς ὀκτὼ πρὸς ταῖς εἴκοσι πολιορκουμένοις, ἐν αἷς ἐκδρομαὶ τινες ἐγίνοντο τῶν ἀπὸ τῆς πόλεως πρὸς τοὺς ἔξω, κἄν ταύταις οὐδὲν ἔλαττον εἶχον οὗτοι τῶν πολεμίων, ὅμως γε μήν ξυνελαυνόμενοι βίᾳ ὀλίγοι ὑπὸ πολλῶν αὖθις ἐσωθοῦντο καὶ κατεκλείοντο ἐς τὸ ἄστυ.

Ύστερα από αυτά κατέφθασε και ο Μαχμούτ πασάς με τον στρατό ξηράς μια μέρα πριν από τον σουλτάνο και αφού στρατοπέδευσε όχι μακριά από την πόλη, έστειλε αγγελιοφόρο τον Θωμά Καταβοληνό, να προτείνει στους εντός των τειχών και στον αυτοκράτορά τους να παραδοθούν αυτοί και η πόλη, λέγοντας ότι θα ήταν καλύτερο γι’ αυτούς και πολύ πιο συμφέρον να εμπιστευτούν τούς εαυτούς τους καθώς και την πόλη στον μεγάλο σουλτάνο, φυσικά με συνθήκες, σταθερούς όρκους και εμπιστοσύνη. Γιατί αυτό θα ήταν καλό και επωφελές τόσο για εκείνους από κοινού, όσο και ιδιαίτερα για τον αυτοκράτορα, τα παιδιά του και όλους τούς γύρω από αυτόν. Ο μεν αυτοκράτορας θα εξασφάλιζε τη φροντίδα τού μεγάλου σουλτάνου, που θα τού έδινε μεγάλη περιοχή και έσοδα, τα οποία θα επαρκούσαν για τη διατροφή τους και την ξεκούραστη διαμονή τους, καθώς και για κάθε άλλη ανάγκη χωρίς να εξαρτώνται από κανένα, ενώ οι ίδιοι οι πολίτες θα παρέμεναν στην πόλη μαζί με τις γυναίκες και τα παδιά τους, χωρίς να πάθουν κανένα απολύτως κακό, έχοντας και την πατρίδα και τα υπάρχοντά τους.

Μετὰ δὲ ταῦτα παραγίνεται Μαχουμούτης ὁ πασίας ξὺν τῇ κατὰ γῆν στρατιᾷ, προλαβὼν ἡμέρᾳ μιᾷ τὸν βασιλέα, καὶ στρατοπεδευσάμενος οὐ πόρρω τοῦ ἄστεος, πέμψας ἄγγελον Θωμᾶν τὸν Καταβοληνοῦ, λόγους προσφέρει τοῖς ἐν τῇ πόλει καὶ βασιλεῖ τούτων ξυμβατηρίους περὶ ἐνδόσεως ἑαυτῶν τε καὶ τῆς πόλεως, βέλτιον εἶναι λέγων αὐτοῖς καὶ τῶν κατὰ πολὺ ξυμφερόντος καταπιστεῦσαι ἑαυτοὺς τε καὶ τὴν πόλιν τῷ μεγάλῳ βασιλεῖ μετὰ γε ξυμβάσεων καὶ ὅρκων βεβαίων καὶ πίστεως· τοῦτο γὰρ ἔσται πρὸς καλοῦ καὶ ἐπωφελοῦς αὐτοῖς τε κοινῇ τῷ τε βασιλεῖ ἰδίᾳ καὶ παισὶ τοῖς αὐτοῦ καὶ τοῖς γε περί αὐτὸν πᾶσι, τῷ μέν, τυχόντι προνοίας παρὰ τοῦ μεγάλου βασιλέως, χώρας τε πολλῆς καὶ προσόδων ἱκανῶν ἔς τε διατροφὴν αὐτοῖς καὶ ἀνάπαυσιν καὶ πᾶσαν ἄλλην χρείαν τε καὶ αὐτάρκειαν, τοῖς δὲ, καθῆσθαι ξὺν γυναιξὶ καὶ τέκνοις ἀπαθέσιν ὅλως κακῶν, ἔχουσι τὴν τε πατρίδα καὶ τὰ ὑπάρχοντα.

Αν όμως, παρά το γεγονός ότι τούς προσκαλούσε τώρα σε συνθηκολόγηση, διαφωνούσαν με τον μεγάλο σουλτάνο, δεν θα μπορούσαν στο μέλλον να τού μιλήσουν για συμφωνίες και συνθήκες, από τη στιγμή που θα τον είχαν οδηγήσει οργισμένο και θυμωμένο σε πόλεμο. Οι υποθέσεις τους θα κρίνονταν μάλλον με τα όπλα και το σίδερο. Έχοντας συλληφθεί σε πόλεμο, θα υπέφεραν φόνους, λεηλασίες, σκλαβιά και όλες τις άλλες συμφορές τού πολέμου και τής άλωσης. Αυτά λοιπόν τούς είπε.

Εἰ δὲ προκαλουμένου νῦν ἐπὶ ξυμβάσεις τοῦ μεγάλου βασιλέως παρακούσειαν, οὐκέτι ἕξουσι τοῦ λοιποῦ πρὸς αὐτὸν ξυμβάσεών τε καὶ ξυνθηκῶν ὅλως μνησθῆναι, ἅπαξ ὀργῇ καὶ θυμῷ καταστάντος ἐς τὸ πολεμεῖν, ἀλλὰ κριθήσονται τὰ κατ’ αὐτοὺς ὅπλοις μᾶλλον τε καὶ σιδήρῳ, καὶ ἁλόντες πολέμῳ ὑποστήσονται φόνον τε καὶ διαρπαγὴν καὶ δουλείαν καὶ ὅσα πολέμου καὶ ἁλώσεως πάθη. Καὶ ὁ μὲν οὕτως.

Οι κάτοκοι τής πόλης και ο αυτοκράτοράς τους, όταν τα άκουσαν, δέχτηκαν τα λόγια με ησυχία και είπαν ότι θα συμφωνούσαν όταν ερχόταν ο μεγάλος σουλτάνος. Την επόμενη μέρα έφτασε εκεί και ο σουλτάνος, στρατοπέδευσε κοντά στην Πόλη και στέλνοντας κήρυκα τον Θωμά, πρότεινε και ο ίδιος να συμφωνήσουν με τούς όρους τούς οποίους είχε ήδη προτείνει ο Μαχμούτ.

Οἱ δὲ ἐν τῇ πόλει καὶ βασιλεὺς αὐτῶν ἀκούσαντες ταῦτα ἐδέξαντό τε τοὺς λόγους ἡσύχως, καὶ τοῦ μεγάλου βασιλέως ἔφασαν παραγενομένου ξυμβήσεσθαι. Τῇ δ’ ὑστεραίᾳ παραγίνεται καὶ οὗτος, καὶ στρατοπεδεύεται πρὸ τῆς πόλεως, καὶ κήρυκα πέμψας τὸν Θωμᾶν, προκαλεῖται καὶ αὐτὸς ἐπὶ ξυμβάσεις αὐτοὺς ἐπὶ τοῖς αὐτοῖς καὶ ὁμοίοις, ἐφ’ οἷσπερ καὶ Μαχουμούτης.

Όταν άκουσαν τον κήρυκα, ετοίμασαν αμέσως πολλά μεγάλα και όμορφα δώρα και διαλέγοντας τούς καλύτερους άνδρες, αφού τούς έβαλαν πρώτα να ορκιστούν και να υποσχεθούν, τούς έστειλαν. Εκείνοι φτάνοντας προσκύνησαν τον σουλτάνο και συνθηκολόγησαν, δίνοντας και παίρνοντας όρκους παράδοσης τής πόλης και των εαυτών τους στον σουλτάνο. Ανοίγοντας τις πύλες, δέχτηκαν μέσα τον Μαχμούτ με τη στρατιά και παρέλαβε ο Μαχμούτ την Πόλη.

Οἱ δὲ τοῦ κήρυκος ἀκούσαντες, δῶρα τε πλεῖστα καὶ κάλλιστα ἑτοιμάσαντες εὐθύς, καὶ ἄνδρας τοὺς ἀρίστους σφῶν ἀπολεξάμενοι καὶ πίστεις δόντες αὐτοῖς έκπέμπουσιν. Οἱ δὲ ἀφικόμενοι προσκυνοῦσί τε τὸν βασιλέα καὶ ξυνθήκας ποιοῦνται, καὶ ὅρκους δόντες καὶ λαβόντες παραδιδόασι τὴν τε πόλιν καὶ ἑαυτοῦς βασιλεῖ, καὶ ἀνοίξαντες τὰς πύλας δέχονται Μαχουμούτεα μετὰ τῆς στρατιᾶς, καὶ παραλαμβάνει Μαχουμούτης τὴν πόλιν.

Βγήκε στη συνέχεια ο αυτοκράτορας Τραπεζούντας μαζί με τα παιδιά του και όλους τούς αυλικούς του να προσκυνήσει τον σουλτάνο. Εκείνος τον υποδέχτηκε ήρεμα και φιλάνθρωπα, τον δεξιώθηκε και τον τίμησε ανάλογα, ενώ έδωσε πλούσια δώρα σε αυτόν, στους γιους του και σε όλους εκείνους που τον συνόδευαν.

Ἔξεισι δὲ καὶ βασιλεὺς Τραπεζοῦντος ξὺν γε παισὶ καὶ τοῖς περὶ αὐτὸν ἅπασιν ἐς προσκύνησιν τοῦ βασιλέως. Ὁ δὲ δέχεται τοῦτον ἡμέρως καὶ φιλανθρώπως, καὶ δεξιωσάμενος καὶ τιμήσας τὰ εἰκότα, δωρεῖται πολυτρόπως αὐτὸν τε καὶ τοὺς παῖδας καὶ τοὺς ξὺν αὐτῷ πάντας.

Ύστερα από αυτό μπήκε στην πόλη ο σουλτάνος και γυρίζοντάς την έβλεπε από ψηλά τη θέση, την ασφάλεια και την καταλληλότητα τής πόλης και τής περιοχής της, καθώς και τα οικοδομήματά της και το πλήθος των ανθρώπων που υπήρχαν σε αυτήν. Ανέβηκε επίσης στην ακρόπολη και στο παλάτι, όπου είδε και θαύμασε την οχυρότητα τού υψώματος, τα οικοδομήματα των ανακτόρων και τη λαμπρότητα, δηλώνοντας ότι η πόλη ήταν αξιόλογη από κάθε άποψη.

Καί μετὰ τοῦτο ἐσέρχεται ἐς τὴν πόλιν ὁ βασιλεύς, καὶ περιερχόμενος κατεθεᾶτο τὴν τε θέσιν αὐτῆς καὶ ἀσφάλειαν καὶ τὴν ἄλλην ἐπιτηδειότητα τῆς τε χώρας καὶ αὐτῆς, ἔτι δὲ τὴν τε οἴκησιν καὶ τὸ πλῆθος τῶν ἐν αὐτῇ. Ἄνεισι δὲ ἔς τε τὴν ἀκρόπολιν καὶ τὰ βασίλεια, καὶ εἶδε καὶ ἐθαύμασε τὴν τε ἐχυρότητα τῆς ἄκρας καὶ τὰς οἰκοδομὰς τῶν βασιλείων καὶ τὴν λαμπρότητα, καὶ λόγου ἀξίαν διὰ πάντων τὴν πόλιν ἀπέφαινε.

Ύστερα κι από αυτό, πρόσταξε τον αυτοκράτορα και όλους τούς γύρω του, καθώς και μερικούς που είχαν δύναμη στην πόλη και πλούτη, να βγουν μαζί με τις γυναίκες, τα παιδιά και όλα τα υπάρχοντά τους και να μπούν στις γαλέρες. Επίσης διάλεξε και εφήβους από την πόλη και από όλη την έξω χώρα, περίπου χίλιους πεντακόσιους, και τούς ανέβασε κι αυτούς στις γαλέρες.

Μετὰ δὲ τοῦτο κελεύει τὸν βασιλέα καὶ τοὺς περὶ αὐτὸν ἅπαντας καὶ δὴ καὶ τινας τῶν ἐν δυνάμει ὄντων τῆς πόλεως καὶ πλοῦτον κεκτημένων σὺν γυναιξὶ καὶ παισὶ καὶ τοῖς ὑπάρχουσι πᾶσιν ἐξελθόντας ἐμβῆναι ἐς τὰς τριήρεις. Ἐκλέγεται δὲ καὶ παῖδας τῶν ἐφήβων ἀπὸ τε τῆς πόλεως καὶ τῆς ἔξω χώρας ἁπάσης περὶ πεντακοσίους που μάλιστα καὶ χιλίους, καὶ αὐτοὺς ἐμβιβάζει ἐς τὰς τριήρεις.

Αφού έδωσε πολλά δώρα στους διοικητές των πλοίων, στους διοικητές των γαλερών λέω και των πλοίων μεταφοράς, καθώς και στους καπετάνιους, τούς λοστρόμους και τούς άλλους, πρόσταξε να σαλπάρουν. Εκείνοι λοιπόν σάλπαραν, ενώ ο ίδιος, κρατώντας στη στεριά τον ένα από τούς αρχηγούς τού στόλου, τον Κασίμ, πασά τής Καλλίπολης, τού έδωσε το πασαλίκι τής Τραπεζούντας, καθώς και φρουρά από τετρακόσιους επίλεκτους άνδρες προερχόμενους από τη δική του φρουρά.

καὶ δωρησάμενος πολλὰ τοῖς ἡγεμόσι τῶν νεῶν, τριηράρχαις τὲ φημι καὶ ναυάρχαις, ἔτι δὲ κυβερνήταις καὶ κελευσταῖς καὶ τοῖς ἄλλοις, ἐκέλευσεν ἀποπλεῖν. καὶ οἱ μὲν ἀνήγοντο, αὐτὸς δὲ παρακατασχὼν τὸν ἕνα τῶν ἡγεμόνων τοῦ στόλου, Κασίμην τὸν σατράπην Καλλιουπόλεως, δίδωσιν αὐτῷ τὴν σατραπείαν Τραπεζοῦντος, δίδωσι δὲ καὶ τῶν ἀπὸ τῆς ἰδίας αὐλῆς ἄνδρας ἐπιλέκτους τετρακοσίους ἐς φυλακὴν.

Αφού λοιπόν πέρασε μερικές ημέρες εκεί και τα ρύθμισε όλα στην πόλη όπως είχε στο μυαλό του, ξεκινώντας από εκεί ακολουθούσε και πάλι την ίδια διαδρομή προς την πρωτεύουσά του. Όταν μπήκε στη χώρα τού Χασάν, άφησε τη μητέρα του να φύγει με πολλά δώρα και τιμές, ενώ έστειλε μαζί της και πρέσβεις στον γιο της τον Χασάν, για να ανανεώσουν τις συνθήκες, αφού, όπως είπα και πριν, ήθελε να τον έχει φίλο και σύμμαχο.

Διαγαγὼν δὲ οὐ πολλὰς ἡμέρας αὐτοῦ καὶ τὰ ἐν τῇ πόλει καταστησάμενος πάντα, ὡς ἦν αὐτῷ κατὰ νοῦν, ἄρας ἐκεῖθεν ᾒει τὴν αὐτὴν αὖθις ἐπ’ οἴκου. Γενόμενος δὲ κατὰ τὴν Χασάνεω χώραν, ἀποπέμπει τὴν μητέρα αὐτοῦ, πολλὰ δωρησάμενος καὶ τιμήσας, ἐκπέμπει δὲ καὶ πρέσβεις ξὺν αὐτῇ ἐς Χασάνεα τὸν υἱὸν, σπονδὰς τε ἀνανεῶν καὶ φίλον καὶ ξύμμαχον, ᾗ πρόσθεν ἔφην, ἔχειν βουλόμενος.

Έστειλε κι εκείνος με τη σειρά τού πρέσβεις στον σουλτάνο, που έφερναν δώρα και συγχαρητήρια για τα κατορθώματά του, ευχαριστούσαν για τις τιμές προς τη μητέρα και επιβεβαίωναν τη φιλία και συμμαχία. Φεύγοντας από εκεί ο σουλτάνος και προχωρώντας με ταχύτητα, διέσχισε τον Ταύρο με ασφάλεια και περνώντας όλη την ενδιάμεση περιοχή σε εικοσιοκτώ συνολικά ημέρες, έφτασε στην Προύσα. Εκεί διέλυσε τον στρατό του και ξεκουράστηκε αυτός και η συνοδεία του για λίγες ημέρες, ενώ, ύστερα από αυτό, καθώς τελείωνε ήδη το φθινόπωρο, επέστρεψε στο Βυζάντιο. Τελείωνε το έτος 6969 από κτίσεως κόσμου, που ήταν το εντέκατο έτος τής βασιλείας τού σουλτάνου.

Ὁ δὲ καὶ αὐτὸς ἀντιπέμπει πρέσβεις ἐς βασιλέα δῶρά τε φέροντας καὶ ξυγχαίροντας αὐτῷ τῶν κατορθωμάτων καὶ χάριν ὁμολογοῦντας τῆς ἐς τὴν μητέρα τιμῆς, καὶ φιλίαν καὶ ξυμμαχίαν βεβαιοῦντας. Βασιλεὺς δὲ ἐκεῖθεν ὁρμηθεὶς καὶ ἀεὶ σπουδῇ ἐλαύνων ἐπὶ τὰ πρόσω, διαβαίνει τε τὸν Ταῦρον ἀσφαλῶς καὶ πᾶσαν τὴν μεταξὺ διελθὼν ἐν οκτὼ καὶ εἴκοσι ταῖς ὅλαις ἡμέραις ἀφικνεῖται ἐς τὴν Προυσίου, καὶ τὴν στρατιὰν διαιρεὶς διαναπαύει αὐτὸν τε καὶ τοὺς μετ’ αὐτοῦ ένταῦθα ἡμέρας οὐ συχνὰς, καὶ μετὰ τοῦτο, φθινοπώρου λήγοντος ἤδη, παραγίνεται ἐς τὸ Βυζάντιον. καὶ ἔννατον καὶ ἑξηκοστὸν ἔτος πρὸς τοῖς ἐννακοσίοις καὶ ἑξακισχιλίοις τοῖς ὅλοις ἠνύετο, ἑνδέκατον δὲ τῆς ἀρχῆς τῷ βασιλεῖ

Χαλκοκονδύλης για την κατάληψη τής Αμάστριδος [βιβλίο ix, CSHB, Βόννη, σελ. 460-61, επιμ. Darkò, II-2, 217-18]:

Όταν η πόλη παραδόθηκε σε αυτόν, ετοιμαζόταν να εκστρατεύσει εναντίον τής Πελοποννήσου, ενώ ύστερα, φτάνοντας στο Βυζάντιο και περνώντας στη Μικρά Ασία, προχωρούσε εναντίον τής Άμαστρης, τής πόλης των Γενουατών στον Εύξεινο Πόντο. Οι Γενουάτες, στέλνοντας πρέσβεις, ισχυρίζονταν ότι αυτή η πόλη τού Γαλατά ήταν δική τους, ότι δεν είχαν αδικήσει κανέναν και ότι είχαν μαζί του συνθήκη ειρήνης. Αν και είχε παραδοθεί ύστερα από την άλωση τού Βυζαντίου, οι Γενουάτες απαιτούσαν τώρα να αποδοθεί σε αυτούς. Ο σουλτάνος απάντησε ότι δεν τούς είχε αδικήσει, ούτε κατέλαβε την πόλη με βία, αλλά ότι οι άρχοντές της είχαν έρθει σε αυτόν και παραδόθηκαν, ζητώντας να ζουν καλά υπό την εξουσία τού σουλτάνου. Έτσι είχε αποκτήσει την πόλη, όχι διαπράττοντας αδικία εναντίον κανενός. Γι’ αυτό τον λόγο οι Γενουάτες είχαν κηρύξει πόλεμο εκείνη την εποχή κι εκείνος βάδιζε προς την πόλη Άμαστρι στον Εύξεινο Πόντο. Προχωρώντας κουβαλούσε άφθονα όπλα πάνω σε καμήλες και υποζύγια, ενώ έφερνε και τον στρατό τής Ασίας. Όταν άρχισε φτάνοντας να πολιορκεί την πόλη, η πόλη παραδόθηκε σε αυτόν με συνθηκολόγηση. Όταν παρέλαβε την πόλη, άφησε το ένα τρίτο των κατοίκων της εκεί, ενώ οδήγησε τα δύο τρίτα στο Βυζάντιο, για να εγκατασταθούν εκεί. Διαλέγοντας από αυτήν κάποια παιδιά για τον εαυτό του, τα πήρε μαζί του στην Αδριανούπολη. Εκεί μάλιστα τον ενημέρωσαν για τις υποθέσεις τού Ουζούν Χασάν, ότι προχωρούσε με μεγάλη δύναμη εναντίον τού Έρζιντζαν, τής πρωτεύουσας των Αρμενίων.

«Καὶ ὡς αὐτῷ προσεχώρησεν ἡ πόλις, ὥρμητο μὲν ἐς Πελοπόννησον στρατεύεσθαι, μετὰ δὲ ἀφικόμενος ἐς Βυζάντιον καὶ ἐς τὴν Ἀσίαν διαβὰς ἤλαυνεν ἐπὶ Ἄμαστριν τὴν Ἰανυΐων πόλιν, ἐπὶ τῷ Εὐξείνῳ πόντῳ. οἱ γὰρ Ἰανύϊοι πρέσβεις πέμψαντες ᾐτοῦντο τὴν Γαλατίην πόλιν οὖσαν σφῶν, οὐδὲν ἠδικηκότες, καὶ σπονδὰς ἐχόντων αὐτῷ. καὶ εἰ προσεχώρησε δὲ κατὰ τὴν Βυζαντίου ἅλωσιν, ἠξίουν αὖθις σφίσιν ἀποδοθῆναι. βασιλεὺς μὲν οὖν ἀπεκρίνατο, ὡς οὔτε αὐτὸς ἀδικοίη, οὔτε ἐλάσας ἕλοι τὴν πόλιν, ἀλλ’ οἱ τῆς πόλεως ἄρχοντες ἀφικόμενοι ὡς αὐτὸν παρέδωκάν τε σφᾶς, ἀξιοῦντες εὖ πάσχειν ὑπὸ βασιλέως, καὶ ταύτῃ παραλαβὼν τὴν πόλιν οὐδένα ἠδικηκὼς εἴη. διὰ ταῦτα δὴ τὸν πόλεμον ἀπαγγελλόντων τῶν Ἰανυΐων τότε, ἤλαυνεν ἐπὶ Ἄμαστριν πόλιν ἐπὶ τῷ Εὐξείνῳ πόντῳ. ἐλαύνων δὲ ἐφέρετο μὲν χαλκὸν ἄπλετον ἐπὶ τῶν καμήλων καὶ ὑποζυγίων, ἤγετο δὲ καὶ τὸν ἀπὸ τῆς Ἀσίας στρατόν. ὡς δὲ ἀφικόμενος ἐπολιόρκει τὴν πόλιν, προσεχώρησεν ἡ πόλις αὐτῷ καθ’ ὁμολογίαν. παραλαβὼν δὲ τὴν πόλιν, τὸ μὲν τρίτον μέρος αὐτοῦ καταλιπὼν ἐν τῇ πόλει, τὰς δύο μοίρας ἀγαγὼν τῆς πόλεως ἐς Βυζάντιον κατῴκισε, καί τινας τῶν παίδων αὐτοῦ τῆς πόλεως ἐξελόμενος ἑαυτῷ ἐκομίζετο ἐπ’ οἴκου. ἔνθα δὴ αὐτῷ ἠγγέλλετο τὰ Χασάνεω πράγματα χωρεῖν ἐπὶ μέγα δυνάμεως καὶ Ἐρτζιγγάνην τὰ Ἀρμενίων βασίλεια.»

Χαλκοκονδύλης, βιβλίο ix, CSHB, Βόννη, σελ. 485-98, επιμ. Darkò, II-2, 238-49:

Το επόμενο καλοκαίρι, δηλαδή την άνοιξη, ο Μεχμέτ [Β’] εκστράτευσε εναντίον τού ηγεμόνα τής Κασταμονής και τής Σινώπης, κατηγορώντας τον ότι ήταν σύμμαχος τού [Ουζούν] Χασάν και ότι είχε αποφασίσει να κινηθεί εναντίον τής επικράτειας τού Μεχμέτ εισβάλλοντας σε αυτήν και εκστρατεύοντας μαζί με τον Χασάν. Υποστηρίζονται επίσης και άλλα πράγματα, ότι δηλαδή ο αδελφός του Αμαρλή, ο οποίος κατοικούσε στην Πύλη τού σουλτάνου, συμβούλεψε τον σουλτάνο να εκστρατεύσει εναντίον τού αδελφού του. Έτσι ο Μεχμέτ επάνδρωσε εκατόν πενήντα περίπου πλοία, γαλέρες και ιστιοφόρα, για να πάνε από τη θάλασσα, ενώ ο ίδιος πέρασε στην Ασία και έκανε το ταξίδι πεζή από τη στεριά. Ο στόλος έπλευσε κοντά στην ακτή τής Ασίας και την κατέλαβε φτάνοντας στη Σινώπη. Ο σουλτάνος πέρασε από την πόλη τής Κασταμονής και προχώρησε μέχρι να φτάσει στη Σινώπη.

«Τοῦ δ’ ἐπιγιγνομένου θέρους, ὡς τὸ ἔαρ ἐπεγένετο, ἐστρατεύετο Μεχμέτης ἐπὶ τὸν Κασταμονίης τε καὶ Σινώπης ἡγεμόνα, αἰτιασάμενος, ὅτι Χασάνῃ τῷ μακρῷ ἐπιτήδειός τε ἦν, καὶ ἐδόκει ἂν μεταστῆναι μετ’ αὐτοῦ ἐπὶ τὴν Μεχμέτεω χώραν, ἐπιόντα ἅμα ἐκείνῳ στρατεύεσθαι. λέγεται μὲν δὴ καὶ ἄλλα, ὡς ὁ Ἀμάρλεω ἀδελφὸς διατρίβων ἐν ταῖς βασιλέως θύραις συνεβούλευε βασιλεῖ στρατεύεσθαι ἐπὶ τὸν ἀδελφόν. πληρώσας δὲ ναῦς, πλοῖά τε καὶ τριήρεις, ἀμφὶ τὰ πεντήκοντα καὶ ἑκατὸν κατὰ θάλασσαν, καὶ αὐτὸς διαβὰς ἐς τὴν Ἀσίαν, ἐκομίζετο πεζῇ διὰ τῆς ἠπείρου, καὶ ὁ στόλος αὐτῷ διὰ θαλάσσης ἐν χρῷ παραλαβὼν τὴν Ἀσίαν, ἐς ὃ ἀφίκετο ἐπὶ Σινώπην. καὶ ὁ βασιλεὺς στρατευσάμενος διὰ τῆς Κασταμόνης πόλεως διελαύνων ἀφίκετο ἐπὶ Σινώπην.

Αυτή η πόλη βρίσκεται πάνω στον Εύξεινο Πόντο και όντας χερσόνησος εκτείνεται προς τη θάλασσα για εικοσιεπτά στάδια. Η πόλη βρίσκεται στον ισθμό, έχοντας τη θάλασσα και από τις δύο πλευρές και φυσικό λιμάνι. Το πέρα από την πόλη μέρος τής χερσονήσου εκτείνεται σε μήκος είκοσι σταδίων και είναι γεμάτο κήπους και δέντρα όλων των ειδών, καλλιεργούμενα και άγρια. Το μέρος αυτό ονομάζεται Πόρδαπας και έχει μέσα του ζαρκάδια, λαγούς και άλλα θηράματα. Και από τις δύο πλευρές τής θάλασσας η πόλη είναι πολύ καλά οχυρωμένη, ενώ είναι και πολύ όμορφη. Προς την πλευρά τής ενδοχώρας η πόλη βγαίνει σε ακρωτήριο. Το έδαφος τής πόλης στην πλευρά τής χερσονήσου είναι επίπεδο και επομένως είναι εύκολο να επιτεθεί κανείς στα τείχη τής πόλης.

ἔστι δ’ ἡ πόλις αὕτη προκειμένη περὶ τὸν Εὔξεινον πόντον, διατείνει δὲ χερρόνησος οὖσα ἐς τὴν θάλασσαν ἐπὶ σταδίους εἴκοσι καὶ ἑπτά, καὶ παρὰ τῷ ἰσθμῷ ᾤκηται ἡ πόλις, ἐφ’ ἑκάτερα ἔχουσα τὴν θάλασσαν καὶ λιμένα αὐτοφυῆ. ἡ δὲ ἐπέκεινα τῆς πόλεως ἔσω διατείνουσα χερρόνησος διήκει ἐπὶ σταδίους εἴκοσιν, ἔμπλεως δέ ἐστι παραδείσων τε καὶ δένδρων παντοδαπῶν, ἡμέρων τε καὶ ἀγρίων, Πόρδαπας ὀνομαζομένη, ἔχουσά τε ἐντὸς δορκάδια λαγωούς τε καὶ ἀλλ’ ἄττα κυνηγέσιμα. ἡ δὲ πόλις ἐρυμνὴ μέν ἐστιν ἐφ’ ἑκάτερα τῆς θαλάσσης ἐς τὰ μάλιστα, περικαλλεστάτη τε καὶ ὡραία· ἀπὸ δὲ τῆς ἠπείρου ἀνέχει μὲν ἡ πόλις ἐπὶ ἀκτήν τινα. ἡ δὲ ἀπὸ τῆς χερρονήσου χώρα τῆς πόλεως πεδεινή τε καὶ οἵα προσβάλλειν τῷ τείχει ὡς ῥᾷστα.

Ο Μαχμούτ λοιπόν, έχοντας βαδίσει εναντίον τής πόλης πριν φτάσει ο σουλτάνος στο στρατόπεδο, έκανε πρόταση στον Ισμαήλ, λέγοντας τα εξής: «Γιε τού Ισφεντιγιάρ, προέρχεσαι από το διάσημο γένος των Τούρκων και γνωρίζεις ότι ο σουλτάνος, που προέρχεται επίσης από το γένος αυτό, δεν παύει να μάχεται τούς εχθρούς τού ήρωά μας Μωάμεθ. Γιατί λοιπόν δεν διατηρείς την ειρήνη, αφήνοντας στον αδελφό σου το μισό μερίδιο εξουσίας, αρκούμενος να βασιλεύεις στο μισό, αλλά κυβερνάς στερώντας από τον αδελφό σου όλη την εξουσία και φέρεσαι ενάντια στην επιθυμία τού σουλτάνου; Τώρα λοπόν, για να βελτιωθούν τα πράγματα, εμπρός, βγαίνοντας από εδώ πήγαινε στον σουλτάνο, παραδίδοντας σε αυτόν και την εξουσία. Να γνωρίζεις επίσης καλά ότι δεν είναι υποτιμητικό να υπακούς στον σουλτάνο, ούτε κάνεις κάτι υπερβολικό προσφέροντάς του αυτή τη φιλοφρόνηση. Θα σού δοθεί περιοχή όχι κατώτερη από αυτή τη δική σου χώρα. Ζώντας με ειρήνη, θα έχεις και ευημερία χωρίς πόνο και στο μέλλον δεν θα υπάρχουν εχθροπραξίες ανάμεσα σε εμάς και σένα, ούτε θα έχεις τον αδελφό σου να επιτίθεται συνεχώς και να συνωμοτεί για να σού πάρει την εξουσία. Εμπρός λοιπόν, πες εσύ ο ίδιος, ποια ηγεμονία στην Ευρώπη ζητάς από τον σουλτάνο, ώστε να το τακτοποιήσω μιλώντας μαζί του». Αυτά ήταν τα λόγια τού άρχοντα Μαχμούτ, τού γιου τού Μιχαήλ.

Μαχουμούτης μὲν οὖν ἐλάσας ἐπὶ τὴν πόλιν, πρὶν ἢ βασιλέα ἀφικέσθαι ἐς τὸ στρατόπεδον, προσέφερε λόγους τῷ Ἰσμαήλῃ, λέγων τοιάδε. “ὦ παῖ Σκενδέρεω, σὺ μὲν γένους εἶ τῶν Τούρκων ἐπιφανοῦς, καὶ τόν γε βασιλέα οἶσθα ὡς τοῦ γένους τούτου ὢν πρός τε τοὺς πολεμίους τοῦ Μεχμέτεω ἥρωος οὐ παύεται διαπολεμῶν. τί οὖν οὐχ ἡσυχίαν ἄγων, καὶ τἀδελφῷ τῷ σῷ τὴν ἡμίσειαν ἀρχὴν ἐπιτρέπων, ἐς τὸ ἥμισυ βασιλεύειν ἐθέλεις, ἀλλ’ ἀφελόμενος τὸν ἀδελφὸν τὸν σὸν σύμπασαν ἤδη τὴν ἀρχὴν διέπεις, ἐναντία βασιλέως φερόμενος; νῦν οὖν, ὅπως τάδε ἐπὶ τὸ βέλτιον καταστῇ, ἴσθι, ἐξιὼν ἔλθε ὡς βασιλέα, σαυτὸν ἐπιτρέψων τε ἅμα καὶ τὴν ἡγεμονίαν. καὶ οὕτω σαφῶς ἴσθι ὡς οὐδὲν ἄχαρι πεισόμενος πρὸς βασιλέως, οὐδὲ τὸ ὑπερβαλεῖν χάριν τοιάνδε αὐτῷ καταθέμενος. καὶ ἔσται σοι χώρα οὐκ ἐλάττων τῆσδε τῆς σῆς χώρας, καὶ ἅμα ἐν ἀσφαλείᾳ βιοτεύων εὐδαιμονίαν μὲν ἄλυπον ἕξεις, πράγματα δὲ οὔτε πρὸς τῶν πολεμίων ἡμῖν τε καὶ σοὶ ἔσται τοῦ λοιποῦ, οὔτε πρὸς τοῦ ἀδελφοῦ ἐπιτιθεμένου σοὶ ἀεὶ καὶ ἐς τὴν ἀρχὴν ἐπιβουλεύοντος. ἴθι οὖν, αὐτὸς ἐξηγοῦ, ὁποίαν σοι ἐν τῇ Εὐρώπῃ ἀρχὴν ζητεῖς παρὰ βασιλέως, ὡς ἂν διαπράξωμαι περὶ αὐτῆς ἐς τὸν βασιλέα.” ταῦτα μὲν Μαχουμούτης ὁ Μιχαήλου ἡγεμὼν ἔλεγεν.

Ο Ισμαήλ είπε αυτό σε απάντηση: «Όμως, Μαχμούτ, ο σουλτάνος έπρεπε να εκστρατεύει εναντίον των εχθρών τού ήρωα και όχι εναντίον των ομοφύλων και ομοθρήσκων του. Γιατί δεν είναι δίκαιο να έρχεται να υποδουλώσει άνδρα ομόφυλο και ομόθρησκο, που δεν τού έχει κάνει τίποτε κακό. Εμείς ούτε αδικήσαμε τον σουλτάνο ποτέ, ούτε παραβιάσαμε τις συνθήκες μας. Όμως, αν τα θυμάται αυτά και ο ίδιος ο σουλτάνος, αλλά θέλει αυτή την περιοχή για να κάνει πόλεμο εναντίον τού Χασάν, τότε ας μού δώσει τη Φιλιππούπολη σε αντάλλαγμα γι’ αυτή την περιοχή, ώστε να μην είμαστε φόρου υποτελείς αλλά απαλλαγμένοι από φόρους και θα παραδοθούμε στον σουλτάνο εμπιστευόμενοι την καλοσύνη του. Όπως μπορείς να δεις, η πόλη είναι εξαιρετικά καλά οχυρωμένη και καλύπτεται από όπλα. Διαθέτει τετρακόσια κανόνια, δύο περίπου χιλιάδες πυροβόλα όπλα, και περισσότερους από δέκα χιλιάδες άνδρες, ώστε με αυτούς να αμυνθούμε εμείς με μεγάλη ασφάλεια και με μεγάλη ζημιά για τούς εχθρούς».

Ἰσμαήλης δ’ ὑπολαβὼν ἔλεγεν· “ἀλλ’ ἐχρῆν μέν, ὦ Μαχουμούτη, ἐς τοὺς ἥρωος πολεμίους στρατευόμενον τὸν βασιλέα ἐλαύνειν, καὶ οὐκ ἐπὶ τοὺς ὁμοφύλους καὶ ὁμοπίστους· οὐ γὰρ θέμις ἄνδρα ὁμόφυλον καὶ ὑπόσπονδον, μὴ ὑπάρξαντα ἀδικίας, πρότερον καταλύειν ἐλθόντα. ἡμεῖς δὲ οὔτε ἄδικόν τι ἐς βασιλέα ἐπράξαμεν, οὔτε τὰς σπονδὰς παραβαίνομεν. εἰ δὲ ταῦτα μὲν οὖν καὶ αὐτὸς ἐντεθύμηται βασιλεύς, πρὸς δὲ Χασάνην τὸν πόλεμον ταύτην οἱ τὴν χώραν ἐθέλει γενέσθαι, φέρε ἐπιδότω ἡμῖν Φιλιππόπολιν ἀντὶ τῆσδε τῆς χώρας, ὥστε μὴ ὑπόφορον ἔχειν, ἀλλ’ ἀτελῆ, καὶ χωρήσομεν ὡς βασιλέα, πιστεύοντες αὐτοῦ τῇ ἐπιεικείᾳ. ὁρᾶτε οὖν τὴν πόλιν, ὡς ἐν ὀχυρῷ πάνυ ᾠκημένη καὶ κεκοσμημένη ὅπλοις. τετρακοσίους μὲν τηλεβόλους, τηλεβολίσκους δὲ ἀμφὶ τοὺς δισχιλίους καὶ ἄνδρας ὑπὲρ τοὺς μυρίους παρέχει, ὡς ἀσφαλέστατα μὲν ἡμῖν τε αὐτοῖς ἀμύνεσθαι, καὶ τοῖς πολεμίοις ὡς ἐπιζήμια.”

Όταν τα άκουσε αυτά ο Μαχμούτ και ικανοποιήθηκε πολύ από τα λόγια τού Ισμαήλ, έσπευσε στον σουλτάνο για να ρυθμίσει μαζί του την παράδοση τής πόλης. Όταν ο σουλτάνος πληροφορήθηκε τα λόγια τού Ισμαήλ, ήταν πρόθυμος να κάνει ειρήνη με τούς όρους που είχε προτείνει ο Ισμαήλ και να τού δώσει τη Φιλιππούπολη. Ο Ισμαήλ λοιπόν, παίρνοντας μαζί του όλα τα πλούτη του αναχώρησε από την πόλη, πηγαίνοντας στην περιοχή που τού είχε παραχωρήσει ο σουλτάνος. Τότε, όταν ο σουλτάνος παρέλαβε την πόλη και έστειλε τον Ισμαήλ στην Ευρώπη, ενώ ρύθμισε και τα ζητήματα τής εξουσίας του εκεί, παραδόθηκε αμέσως στον σουλτάνο και η Κασταμονή, ευημερούσα πόλη και πολύ οχυρωμένη, στην οποία είχε φέρει για ασφάλεια τη σύζυγο και τα παιδιά του, όταν ετοιμαζόταν να πολιορκήσει τη Σινώπη.

ταῦτα ἀκούσας ὁ Μαχουμούτης, καὶ ἡσθεὶς πάνυ τοῖς Ἰσμαήλεω λόγοις, προήλαυνεν ἐπὶ βασιλέα ὡς ἐπὶ τῇ ξυμβάσει τῆς πόλεως συνησθησόμενος βασιλεῖ. βασιλεὺς μὲν ὡς ἐπύθετο ἕκαστα τὰ ἀπὸ Ἰσμαήλεω, ἕτοιμος ἦν σπένδεσθαι, ἐφ’ οἷς προΐσχετο Ἰσμαήλης αἰτῶν, καὶ τήν τε Φιλιππόπολιν παρείχετο. καὶ Ἰσμαήλης ξύμπαντα τὸν ὄλβον ἀποφερόμενος ὑπεξεχώρει ἐκ τῆς πόλεως, ἐς τὴν Εὐρώπην διακομιζόμενος ἐπὶ τὴν χώραν, ἣν αὐτῷ παρέσχε βασιλεύς. ἐνταῦθα ὡς παρέλαβε τε τὴν πόλιν ὁ βασιλεύς, καὶ Ἰσμαήλην τε ἔπεμπεν ἐς τὴν Εὐρώπην, τά τε ἄλλα, ὅσα ἐς τὴν ἀρχὴν αὐτοῦ διετέλει, προσεχώρησεν αὐτίκα τῷ βασιλεῖ, καὶ δὴ καὶ Κασταμώνη πόλις εὐδαίμων ἐρυμνή τε ἐς τὰ μάλιστα, ἐς ἣν γυναῖκά τε καὶ παῖδας ὑπεξέθετο καὶ αὐτὸς παρεσκευάζετο ἐν Σινώπῃ πολιορκησόμενος.

Αυτή η χώρα τού Ισμαήλ αρχίζει από την πόλη Ηράκλεια Ποντική τού σουλτάνου και εκτείνεται κατά μήκος τού Πόντου μέχρι την Παφλαγονία και μέχρι τη χώρα τού Τουργούτ. Είναι πολύ πλούσια, με ετήσια έσοδα 200.000 χρυσά νομίσματα. Όπως έχω αναφέρει και πιο πριν στην αφήγησή μου, είναι η μόνη χώρα στη Μικρά Ασία που παράγει χαλκό, μάλιστα τον καλύτερο χαλκό μετά από εκείνον τής Γεωργίας, ο οποίος αποφέρει στον ηγεμόνα ετήσιο φόρο 50.000 χρυσών νομισμάτων.

Ἡ δὲ χώρα αὕτη τοῦ Ἰσμαήλεω ἄρχεται μὲν ἀπὸ τῆς ἐς τὸν Πόντον Ἡρακλείας πόλεως τοῦ βασιλέως, διατείνει δὲ διὰ τοῦ Πόντου ἐς τὴν Παφλαγόνων χώραν καὶ ἐπὶ τὴν Τουργούτεω χώραν, ὀλβιωτάτη δὲ οὖσα πρόσοδον ἔχει ἐς τὰς εἴκοσι μυριάδας χρυσίου τοῦ ἔτους στατῆρας. χαλκὸν δέ, ὡς καὶ ἄλλοθι μοι τοῦ λόγου, φέρει ἡ χώρα αὕτη μόνη τῶν ἐν τῇ Ἀσίᾳ, χαλκὸν δὲ κάλλιστον μετά γε τὸν Ἰβηρίας χαλκόν, ἀφ’ οὗ δὴ προσῄει τῷ βασιλεῖ ἐπέτειος φόρος χρυσίου πέντε μυριάδες στατήρων.

Υπήρχαν πολλά πλοία στο λιμάνι τής Σινώπης, συμπεριλαμβανομένου μεγάλου εμπορικού ιστιοφόρου πλοίου χωρητικότητας εννιακοσίων πιθαριών, το οποίο είχε ναυπηγήσει ο Ισμαήλ. Το έστειλε στο Βυζάντιο, όπου ο σουλτάνος ναυπηγούσε πλοίο μεγαλύτερο από οποιαδήποτε προηγούμενα, ύστερα από εκείνο των Ενετών και τού βασιλιά Αλφόνσο τής Αραγωνίας. Γιατί ο Αλφόνσο ναυπήγησε πρώτος πλοίο χωρητικότητας τεσσάρων χιλιάδων πιθαριών. Στη συνέχεια η πόλη τής Βενετίας, όταν έκανε ειρήνη με τον τύραννο τής Λιγουρίας και των Αραγωνέζων, ναυπήγησε και αυτή δύο πλοία, μεγαλύτερα από οποιαδήποτε προηγούμενα. Τα πλοία τού βασιλιά τής Νάπολης ήσαν τόσο μεγάλα, που βούλιαξαν και βυθίστηκαν στο λιμάνι και δεν πρόφτασαν να πλεύσουν στην ανοικτή θάλασσα. Όταν το έμαθε ο σουλτάνος Μεχμέτ, ναυπήγησε πλοίο χωρητικότητας τριών χιλιάδων πιθαριών. Λίγο αργότερα όμως χάθηκε λόγω τού βάρους τού καταρτιού του, όταν, έχοντας ανοίξει τη γάστρα και βγάζοντας τα σεντινόνερα για αρκετό καιρό, που τα έβγαζαν τετρακόσιοι άνδρες στους οποίους είχε ανατεθεί η εργασία, βούλιαξε στο λιμάνι και σκεπάστηκε από τη θάλασσα. Ο καπετάνιος τού πλοίου απέδρασε φοβούμενος τον σουλτάνο Μεχμέτ. Αυτό όμως συνέβη αργότερα.

πλοῖα δὲ ἐπῆν ἐν τῷ λιμένι τῆς Σινώπης ἄλλα τε καὶ ναῦς στρογγύλη, ἣν ἐναυπηγήσατο Ἰσμαήλης, ἐνακοσίων πίθων. ταύτην μὲν οὖν ἐς Βυζάντιον ἔπεμψε, ᾗ δὴ καὶ βασιλεὺς ἐναυπηγεῖτο ναῦν μεγίστην δὴ τῶν πώποτε γενομένων νεῶν μετά γε τὴν Οὐενετῶν καὶ βασιλέως τοῦ Ταρακωνησίων Ἀλφόνσου. Ἀλφόνσος γὰρ δὴ πρῶτος ναῦν ἐναυπηγήσατο πίθων ὡς τετρακισχιλίων· καὶ ὕστερόν τε ἡ Οὐενετῶν πόλις, ἐπείτε εἰρήνη ἐγένετο σφίσι πρὸς τὸν Λιγυρίας τύραννον καὶ Ταρακώνων, ἐναυπηγήσαντο καὶ αὐτοὶ ναῦς δύο, μεγίστας δὴ ἁπασῶν τῶν γενομένων νεῶν. αἱ μὲν δὴ τοῦ Ταρακώνων βασιλέως νῆες ὑπὸ μεγέθους σφίσιν αὐταῖς ἐμπεσοῦσαι διεφθάρησαν ἐν τῷ λιμένι, καὶ οὐκ ἔφθησαν ἐκπλεῦσαί ποι ἐς πέλαγος γενόμεναι. βασιλεὺς δὲ καὶ αὐτὸς πυνθανόμενος ταῦτα ἐναυπηγεῖτο ναῦν ὡς τρισχιλίων πίθων· καὶ οὐ πολλῷ ὕστερον ὑπὸ μεγέθους τοῦ ἱστοῦ ἀπώλετο, ὅτε, καθότι ἐς τὴν ναῦν ἠνεῴχθη, καὶ ἄντλον ποιουμένη πολὺν ἐπὶ συχνόν τινα χρόνον, ὡς ἐξέχυτο ὑπὸ τετρακοσίων τεταγμένων ἐς τοῦτο, μετὰ ταῦτα κατέδυ αὐτὴ ἐν τῷ λιμένι καὶ ἠφανίσθη ὑπὸ θαλάσσης. καὶ ὁ ναύκληρος τῆς νηὸς ἀπέδρα, δείσας βασιλέα Μεχμέτην. Ἀλλὰ τοῦτο μὲν ὕστερον ἐγένετο·

Τότε ο σουλτάνος, έχοντας πάρει τον έλεγχο τής χώρας τού Ισμαήλ, τού γιου τού Ισφεντιγιάρ, έσπευσε να επιτεθεί ταυτόχρονα εναντίον τού Ουζούν Χασάν και τής Κολχίδας για να εκθρονίσει τον αυτοκράτορα τής Τραπεζούντας [Δαβίδ], που είχε κάνει τον Χασάν σύμμαχο και συγγενή του. Αυτό ίσχυε ιδιαίτερα για τον αδελφό του, τον βασιλιά Ιωάννη [Δ’], αλλά και για τον ίδιο τον αυτοκράτορα Δαβίδ, που είχε δώσει την κόρη τού Ιωάννη, την ανηψιά τού Δαβίδ, σε γάμο με τον Ουζούν Χασάν. Επιπλέον ο αυτοκράτορας Δαβίδ είχε ζητήσει από τον Χασάν να προσπαθήσει να πείσει τον σουλτάνο Μωάμεθ στο μέλλον να μην παίρνει τον φόρο υποτέλειας τής Τραπεζούντας για τον εαυτό του, αλλά να τού ζητήσει να τον παραχωρεί ο σουλτάνος στον Χασάν. Οι πρέσβεις λοιπόν τού Χασάν, ερχόμενοι στον σουλτάνο, έλεγαν και άλλα πολύ αλαζονικά πράγματα, μεταξύ των οποίων απαιτούσαν και αυτό, να αφεθεί δηλαδή στους ίδιους ο φόρος υποτέλειας τής Τραπεζούντας. Ο σουλτάνος τούς έδιωξε, απειλώντας ότι στο μέλλον δεν θα βρίσκονταν πολύ μακριά, όποτε χρειαζόταν να καταφεύγουν στον σουλτάνο.

τότε δὲ βασιλεὺς παραλαβὼν τὴν Ἰσμαήλεω τοῦ Σκενδέρεω χώραν ἴετο ὁμόσε ἐπὶ Χασάνην τὸν μακρὸν καὶ ἐπὶ Κολχίδα, ὡς καθαιρήσων βασιλέα τῆς Τραπεζοῦντος, ὃς ἐπιτηδείως ἔχων τὸν Χασάνην καὶ συνήθης γενόμενος, καὶ μᾶλλον ὁ ἀδελφὸς αὐτοῦ βασιλεὺς Ἰωάννης, καὶ αὐτὸς βασιλεὺς Δαβὶδ ἐξέδοτο ἐς γάμον θυγατέρα Ἰωάννου καὶ Δαβὶδ ἀνεψιὰν Χασάνῃ τῷ μακρῷ. καὶ προσεδεῖτο βασιλεὺς Δαβὶδ τὸν Χασάνην διαπράξασθαι [τὸν Χασάνην] ἐς τὸν βασιλέα Μεχμέτην τοῦ λοιποῦ μὴ ἀπάγειν τὸν φόρον τῆς Τραπεζοῦντος πρὸς αὐτόν, ἀλλὰ ζητῶν μᾶλλον ἀποχαρίσασθαι τῷ Χασάνῃ βασιλεὺς Μεχμέτης. οἱ μὲν οὖν Χασάνεω πρέσβεις ἐς βασιλέα ἀφικόμενοι διελέγοντο μὲν καὶ ἄλλα ὑπερηφανῆ, ἐν δὲ δὴ καὶ τόδε ἠξίουν, σφίσιν ἀφεθῆναι τὸν τῆς Κολχίδος χώρας φόρον. τούτους μὲν οὖν ἀπέπεμψε βασιλεὺς ἐπαπειλήσας, ὡς τοῦ λοιποῦ εἴσονται οὐκ εἰς μακράν, ὅτου δέοι τοῦ βασιλέως προσδεῖσθαι.

Στη συνέχεια κατευθύνθηκε στα μέρη τής Καππαδοκίας και καθώς πορευόταν, ήρθε και τον συνάντησε ο μεγάλος του γιος, που ήταν κυβερνήτης τής Αμάσειας, φέρνοντας στον πατέρα του μεγάλα δώρα και προσκυνώντας τον γονατιστός, όπως είναι το έθιμό τους. Συνάντησε τον σουλτάνο και ο πεθερός του, ο Τουργούτ, την κόρη τού οποίου ο σουλτάνος, επειδή τού άρεσε, την πήρε μαζί του και την απολάμβανε σε δεύτερη θέση, ύστερα από τις γυναίκες του στο χαρέμι, ενώ και τον αδελφό τής γυναίκας, ο οποίος είχε έρθει στην αυλή τού σουλτάνου και διέμενε εκεί, τον έπαιρνε μαζί του να τον συνοδεύει όπου εκστράτευε. Τότε λοιπόν συναντήθηκε ο Τουργούτ με τον σουλτάνο, καθώς εκείνος πορευόταν, φέρνοντάς του μεγάλα δώρα.

τότε δὴ οὖν τὰ τῆς Καππαδοκίας ἐλαύνων, καὶ διεξελαύνοντι ὅ τε παῖς αὐτῷ προσῄει ὁ πρεσβύτερος, ὁ τὴν Ἀμασίαν διαιτώμενος, δῶρα τε μεγάλα ἔφερε τῷ πατρί, καὶ προσεκύνησεν αὐτὸν ἐπὶ γῆς, ὥς γε τούτοις νομίζεται. παρεγένετο δὲ τῷ βασιλεῖ καὶ ὁ πενθερὸς αὐτοῦ Τουργούτης, οὗ τὴν θυγατέρα ἀγόμενος ὅ τε βασιλεὺς καὶ ἀρεσκόμενος ταύτῃ ἐχρῆτό τε δεύτερον, μετά γε τὰς ἐν τῷ κοιτῶνι αὐτοῦ γυναῖκας, καὶ τόν γε ἀδελφὸν τῆς γυναικός, ἐς τὰς θύρας αὐτῷ παραγενόμενον καὶ διατρίβοντα ἐν ταῖς θύραις, περιάγειν, ὅπου ἂν στρατεύηται. τότε μὲν δὴ διελαύνοντι ὑπήντα τῷ βασιλεῖ δῶρα φέρων ὡς μέγιστα.

Όταν πέρασε από τη Σεβάστεια, μπήκε στην επικράτεια τού [Ουζούν] Χασάν, επιτέθηκε και κατέλαβε μια κωμόπολη ονομαζόμενη […]. Έπειτα, καθώς προχωρούσε, έφτασε η μητέρα τού Χασάν φέρνοντας πλούσια δώρα και ενεργώντας ως πρέσβειρα για τον γιο της. Ήρθε ενώπιον τού σουλτάνου και μίλησε ως εξής: «Σουλτάνε, γιε τού Οθωμανού Μουράτ, έστειλε εμένα την ίδια ο γιος μου Χασάν, ο οποίος νοιάζεται για τις δικές σου υποθέσεις και ούτε στενοχωριέται για τη δική σου ευημερία, ούτε αρνείται να σού κάνει όποια χάρη τον προστάξεις. Από την πλευρά μου όμως θα σού πω τα εξής. Σπουδαίε άνθρωπε, γιατί φέρνεις πόλεμο σε εμάς τούς ομοφύλους σου κατά τρόπο αντίθετο προς τον θείο νόμο; Μήπως δεν γνωρίζεις ότι η θεία δίκη, επειδή ο Βαγιαζήτ ο Κεραυνός, ο γιος τού Μουράτ, αδικούσε πολύ και αμάρτανε σε βάρος των ομοφύλων του, έβαλε το χέρι της και χάθηκε αυτός από τον σουλτάνο Τιμούρ; Μέχρι τώρα, που φερόσουν ήπια στους ομοφύλους σου και δεν τούς έκανες ανεπανόρθωτη ζημιά, ο Θεός σού δίνει μεγάλη και άφθονη ευημερία παρέχοντάς σου τα αγαθά τού ήρωα [Μωάμεθ], παρέχοντάς σου μεγάλη και ευημερούσα περιοχή, πόλεις και βασιλείς που γίνονται υπήκοοί σου και αιχμάλωτοι. Γνωρίζεις επίσης καλά ότι δεν θα επιτρέψει να υποτάξει τούς ομοφύλους του κάποιος που τον έχει προσβάλει τόσο πολύ. Εκείνοι που είναι αυθαδέστατοι και αναιδείς στη φύση και την ψυχή, νομίζουν ότι η θεία δίκη πουθενά στη γη δεν τιμωρεί τούς ανθρώπους, αλλά αφήνει να προχωρούν οι υποθέσεις τους τυχαία και χωρίς σκοπό. Ότι οποιαδήποτε επιδίωξη κάθε ανθρώπου είναι θεμιτή και δίκαιη. Και ότι ο ισχυρός ηγεμόνας ή σουλτάνος μπορεί να προχωρά σε συμφωνία με τη θέληση τού Θεού σε όλα εκείνα που ακολουθούν. Αλλά ο Θεός, μοιράζοντας τις μοίρες, την κακή και την καλή, εκείνος αποφασίζει ποια πηγαίνει σε ποιον από τούς θνητούς. Γιατί μπορεί σε κάποιον να δώσει στη ζωή καλή μοίρα, αλλά ύστερα από τον θάνατό του να τον τιμωρήσει ιδιαίτερα αλυσοδένοντάς τον. Επίσης ο Θεός θεωρεί φυσικό και κάτι άλλο: να τηρεί καθένας εκείνο που έχει συμφωνήσει, ενώ, αν το παραβαίνει, να αφανίζεται. Εσύ έχεις φτάσει στη μεγαλύτερη ευημερία από τούς βασιλείς όλου τού κόσμου, επειδή πειθαρχείς στον ήρωα, δεν παραβιάζεις εκείνα που θεωρούνται σωστά και στο μέλλον θα εξουσιάζεις όλους τούς ανθρώπους. Όλα όσα συμφώνησε με συνθήκες ο άνθρωπος, ορκιζόμενος είτε στον Θεό είτε στον ήρωα, πρέπει να τα τηρεί μέχρι να πεθάνει. Πρέπει να πειθαρχεί. Κι εσύ σε εμάς τούς ομοφύλους σου δεν φέρεσαι καλά, παρά το γεγονός ότι είμαστε υπηρέτες τού ήρωα, στον οποίο η μοίρα ανέθεσε τις συμφωνίες ειρήνης. Γιατί δεν θα κοιτάζει απλώς και θα περιμένει, όταν εμείς προσβαλλόμαστε και αδικούμαστε από σένα». Αυτά είπε.

ἐπεὶ δὲ παραμειψάμενος τὴν Σεβάστειαν ἐσέβαλεν ἐς τὴν Χασάνεω χώραν, πολίχνην μὲν …. τοὔνομα ἐπιὼν παρεστήσατο. μετὰ δὲ προϊόντι ἀφικνεῖται ἐς αὐτὸν βασιλέα ἡ τοῦ Χασάνεω μήτηρ, φέρουσά τε δῶρα λαμπρὰ καὶ ὑπὲρ τοῦ παιδὸς διαπρεσβευομένη. ἐλθοῦσα δὲ ἐς ὄψιν τῷ βασιλεῖ ἔλεγε τοιάδε. “ὦ βασιλεῦ Ὀτουμάνεω Ἀμουράτεω παῖ, ἐμὲ τήνδε ἀπέστειλε Χασάνης ὁ ἐμὸς παῖς, εὐνοῶν μὲν τοῖς σοῖς πράγμασι, καὶ οὔτε ἀχθόμενος τῇ εὐδαιμονίᾳ τῇ σῇ, οὔτε ἀπαγορεύων χαρίζεσθαί σοι, ἐφ’ ὅ τι ἂν αὐτῷ παραγγέλῃς. ἐγὼ δέ σοι ἀπ’ ἐμαυτοῦ τάδε· δαιμόνιε ἀνδρῶν, τί οὕτω προσφέρεις ἡμῖν τοῖς ὁμοφύλοις ὑπεναντίως πόλεμον; ἢ οὐκ οἶσθα, ὡς Παιαζήτην τὸν λαίλαπα, Ἀμουράτεω παῖδα, περὶ ταῦτα δὴ πλημμελοῦντα καὶ ἐξαμαρτόντα τὰ μέγιστα ἐς τοὺς ὁμοφύλους, ἡ δίκη φέρουσα ἐπέβαλεν αὐτῷ τὴν χεῖρα καὶ ἀπώλετο ὑπὸ βασιλέως Τεμήρεω; καὶ σοὶ μὲν ἐς τόδε ἠπίως προσφερομένῳ τοῖς ὁμοφύλοις, καὶ οὐδενὶ κακόν τι ἀνήκεστον ἐργασαμένῳ, πολλὴν μὲν καὶ ἄφθονον τὴν εὐδαιμονίαν παρέχεται ὁ θεός, διδόντος σοι ταῦτα τοῦ ἥρωος, πολλὴν δὲ καὶ εὐδαίμονα χώραν καὶ πόλεις καὶ βασιλεῖς παρέχεται ὑποχειρίους σοι γίγνεσθαι καὶ αἰχμαλώτους. καὶ ταῦτα δὴ σὺ ἐπίστασαι, ὡς οὐκέτι δὴ ἐς τόδε ἐξυβρίσαντι ἐς τοὺς ἑαυτοῦ ἄνδρας παρέχεταί σοι καταστρέφεσθαι· ὡς ἔνιοι τὴν φύσιν τε καὶ ψυχὴν αὐθαδέστατοι καὶ ἀναιδεῖς οἴονται, ὡς δίκη οὐδαμοῦ γῆς ἀνθρώποις ἐπεξέρχεται, ἀλλ’ αὐτὰ εἰκῇ χωρεῖν πέφυκε σφίσι τὰ πράγματα. μή, ἐφ’ ὅ τι ἂν γένοιτο ἕκαστος τραπόμενος, τοῦτο αὐτῷ θεμιτὸν εἶναι καὶ δίκαιον, καὶ τῷ δυνατῷ τυράννῳ καὶ βασιλεῖ προχωρεῖ ἕκαστα σὺν δίκῃ ἐπιγενόμενα αὐτοῖς. ἀλλὰ θεὸς μὲν τὰς μοίρας διανειμάμενος, τήν τε φαύλην καὶ ἀγαθήν, ἐς ἄμφω ταύτας διακρίνει τοὺς τῇδε ἀνθρώπων παραγινομένους. οἷς δ’ ἂν διανέμηται ἀρίστην μοῖραν, καὶ μετὰ θάνατον οὕτω δεσμούμενος τιμωρεῖταί τε ἐς τὰ μάλιστα. πέφυκε δὲ ἄλλως τὸ θεῖον, ὅτῳ ἄν τις ξυνομολογῇ, τούτῳ συντίθεσθαι· ἢν δὲ παραβαίνῃ, ἐπιτρίβεσθαι τὸ παράπαν. σὺ δὲ ἐς μέγα ἥκεις εὐδαιμονίας τῶν γε νῦν ὄντων ἀνὰ τὴν οἰκουμένην βασιλέων διὰ τὸ πείθεσθαι τῷ ἥρωϊ καὶ μὴ παραβαίνειν τὰ νομιζόμενα, καὶ τοῦ γε λοιποῦ ἄρχειν ἁπάντων ἀνθρώπων. καὶ οἷς δ’ ἂν ξυντιθοῖτο ὁ ἄνθρωπος, εἴτε θεῷ εἴτε ἥρωϊ, ἐς ὃ ἂν τελευτήσῃ. πείθεσθαι ἀνάγκη. καὶ σὺ ἡμᾶς τούσδε ὁμοφύλους μὴ καλῶς ποιεῖς, δούλους ὄντας τοῦ ἥρωος, πρὸς ὃν τὰς συνθήκας ἡ μοῖρα ἐτάξατο· οὐ γὰρ περιόψεται ἡμᾶς ἐκ σοῦ περιυβριζομένους καὶ ἠδικημένους περινοστεῖν.” ταῦτα ἔλεγε.

Ο σουλτάνος είπε τα ακόλουθα σε απάντηση: «Γυναίκα, σωστά είναι όλα αυτά που είπες. Να ξέρεις όμως καλά ότι τόσο για τον σουλτάνο όσο και για τον τύραννο τίποτε δεν είναι πιο ευχάριστο από μια συνθήκη. Εκεί πρέπει να οδηγούνται τα πράγματα από τη φύση τους. Αν κάποιος φαίνεται ότι κάνει κακό στους ομοφύλους του, πρέπει πρώτα ο ίδιος να αποδείξει ότι αμύνεται απέναντι σε επιτιθέμενους. Εμείς λοιπόν το κάναμε αυτό και τον προειδοποιήσαμε να μη δημιουργεί προβλήματα στα εδάφη μας, αλλά εκείνος δεν σταμάτησε καθόλου και δεν έπαψε ποτέ να δημιουργεί προβλήματα. Όμως θα πούμε τα εξής στον γιο σου: θα παραμένουμε στο εξής έξω από τη χώρα του, εφόσον κι εκείνος δεν καταπατήσει πάλι εδάφη μας, αν ο ίδιος δεν καταχραστεί πάλι τη γη μας και δεν βοηθά και υπερασπίζεται τον αυτοκράτορα τής Τραπεζούντας». Μόλις τα είπε αυτά ο σουλτάνος, συμφώνησε αμέσως η γυναίκα και έκαναν ειρήνη.

καὶ ὑπολαβὼν ὁ βασιλεὺς ἔλεγε τοιάδε· “ὦ γῦναι, ἐν δίκῃ μέντοι εἴρηταί σοι ἕκαστα· εὖ μέντοι ἐπίστασο, ὡς καὶ τῷ βασιλεῖ πλέον τι χαρίζεται ἡ συνθήκη καὶ τῷ τυράννῳ. φέρειν δὲ τοῦτο τὰ πράγματα πέφυκεν. ἢν δὲ καὶ κατὰ τοὺς ὁμοφύλους ἐξαμαρτάνων τις φαίνηται, ἀνάγκῃ ἐπὶ μαρτυρίαν τοῦτο αὐτό τις ὁδεύεται, καὶ ἐπιόντα ἀμύνεσθαι. καὶ ἡμεῖς δὲ τοῦτο ποιησάμενοι, καὶ προειπόντες αὐτῷ μὴ παρέχειν τῇ ἡμετέρᾳ χώρᾳ, οὔτε ἀπείχετο τὸ παράπαν καὶ ἐπιὼν ἐνοχλεῖν οὐκ ἐπαύετο. ὅμως τάδε ἐπιτέλλοντες τῷ σῷ υἱῷ, ἀπεχόμεθα μὲν τοῦ λοιποῦ τῆς χώρας, ἐφ’ ᾧ μὴ ἐπιβῆναι ἐσαῦθις τῆς χώρας ἡμῶν καὶ μηδὲ τῷ βασιλεῖ Τραπεζοῦντος ἐπαμύνειν καὶ ὑπερμαχεῖν.” ταῦτα εἰπόντος τοῦ βασιλέως συνετίθετο αὐτίκα ἡ γυνὴ καὶ σπονδὰς ἐποιεῖτο.

Από εδώ λοιπόν ξεκίνησε την πορεία του προς την Τραπεζούντα και εναντίον τού αυτοκράτορα Δαβίδ, ο οποίος, όταν πέθανε ο αδελφός του ο αυτοκράτορας Ιωάννης και είχε αφήσει πίσω του έναν εγγονό, φέρνοντας τούς Καβαζίτες άρχοντες τής Μεσοχαλδίας, περιοχής κοντά στην Τραπεζούντα, κατέλαβε τον θρόνο και έγινε αυτοκράτορας αδικώντας τον ανηψιό του, o οποίος ήταν τεσσάρων ετών. Ο στόλος λοιπόν, σαλπάροντας από τη Σινώπη όταν την κατέκτησε, προχωρούσε έχοντας στα δεξιά την Καππαδοκία. Φτάνοντας στην Τραπεζούντα πυρπόλησε τα προάστεια και πολιορκούσε την πόλη για τριανταδύο μέρες. Στη συνέχεια επελαύνοντας ερχόταν και ο σουλτάνος. Ο Μαχμούτ, βαδίζοντας προς την Τραπεζούντα και στρατοπεδεύοντας κάπου εκεί, στη λεγόμενη Σκυλολίμνη, έκανε πρόταση στον εξάδελφό του, τον πρωτοβεστιάριο Γεώργιο, λέγοντάς του να πει στον αυτοκράτορα Δαβίδ τα εξής:

Τὸ δὲ ἐντεῦθεν ἤδη ἐπορεύετο ἐπὶ Τραπεζοῦντα καὶ κατὰ βασιλέως Δαβίδ, ὃς τελευτήσαντος τοῦ βασιλέως τοῦ ἀδελφοῦ αὐτοῦ Ἰωάννου, καὶ καταλειφθέντος αὐτῷ ἐγγόνου ἑνός, ἐπαγόμενος τοὺς Καβασιτάνους ἄρχοντας τῶν περὶ τὴν Τραπεζοῦντα Μεσοχαλδείων κατέσχε τὴν βασιλείαν καὶ ἐβασίλευεν, ἀδικήσας τὸν ἀνεψιὸν αὐτοῦ τετραετῆ ὄντα. ὁ μέντοι στόλος ἄρας ἀπὸ Σινώπης, ἐπεὶ ταύτην προεδουλώσαντο, ἐπορεύετο ἐν δεξιᾷ ἔχων τοὺς Καππάδοκας, καὶ ἀφικόμενος ἐς τὴν πόλιν Τραπεζοῦντα τά τε προάστεια ἐνέπρησε, καὶ ἐπολιόρκει τὴν πόλιν ἐπὶ ἡμέρας τριάκοντα δύο. μετὰ δὲ ταῦτα ἐπελαύνων ἐπῄει βασιλεύς. προελαύνων δὲ Μαχουμούτης ἐς Τραπεζοῦντα, καὶ αὐτοῦ που σκηνώσας ἐν τῇ λεγομένῃ Σκυλολίμνῃ, καὶ λόγους προσφέρων πρὸς τὸν αὐτοῦ ἐξάδελφον Γεώργιον πρωτοβεστιάριον, ἔλεγε πρὸς αὐτὸν εἰπεῖν τῷ βασιλεῖ Δαβὶδ τάδε·

«Αυτοκράτορα Τραπεζούντας, απόγονε τής αυτοκρατορίας των Ελλήνων, ο μεγάλος σουλτάνος σού λέει αυτό: Όπως βλέπεις, διέσχισα πορευόμενος μεγάλη περιοχή για να φτάσω εδώ. Αν παραδώσεις αμέσως την πόλη στον σουλτάνο, τότε θα σού παραχωρήσει περιοχή, όπως χάρισε ευδαιμονία στον Δημήτριο, τον ηγεμόνα των Ελλήνων τής Πελοποννήσου, καθώς και νησιά και την ευημερούσα πόλη τής Αίνου, όπου ευημερεί παραμένοντας με ασφάλεια. Αν όμως δεν υπακούσεις και θελήσεις να αντισταθείς, τότε να γνωρίζεις ότι η πόλη σύντομα θα υποδουλωθεί. Δεν θα σταματήσω, μέχρι να σάς βγάλω από την πόλη και να σάς παραδώσω σε επαίσχυντο θάνατο».

“βασιλεῖ Τραπεζοῦντος, γένους τοῦ Ἑλλήνων βασιλείου, βασιλεὺς μέγας τάδε λέγει, ὡς ὁρᾷς μὲν ὅσην χώραν διαπορευόμενος, ἐπειδὴ διεξῄει, ὥστε ἐνταῦθα γενέσθαι. ἢν οὖν αὐτίκα τὴν πόλιν παραδῷς τῷ βασιλεῖ, καὶ χώραν μέν σοι παρέχεται, ὡς καὶ τῷ Ἑλλήνων ἡγεμόνι τῆς Πελοποννήσου Δημητρίῳ εὐδαιμονίαν τε ἐδωρήσατο καὶ νήσους καὶ Αἶνον πόλιν εὐδαίμονα, καὶ ἐν ἀσφαλεῖ ὢν κάθηται εὐδαιμονῶν. ἢν δὲ μὴ πειθόμενος ἀντέχειν ἐθέλῃς, ἴσθι τήν τε πόλιν ἐξανδραποδίσαι οὐ πολλῷ ὕστερον· οὐ γὰρ ἂν ἀπαναστήσεται, μὴ ἐξελὼν πρότερον ὑμᾶς καὶ αἰσχίστῳ παραδοὺς θανάτῳ.”

Σε εκείνα που είπε ο Μαχμούτ, ο αυτοκράτορας Τραπεζούντας απάντησε: «Όμως εμείς μέχρι τώρα δεν παραβιάσαμε τις συμφωνίες μας με τον σουλτάνο. Όταν ο σουλτάνος έστειλε τον αδελφό του, ήμασταν πρόθυμοι να κάνουμε ό,τι προστάξει ο σουλτάνος, πειθαρχώντας να κινηθούμε αμέσως, ενώ και τώρα στον ναυτικό διοικητή τού σουλτάνου αυτό λέγαμε, να μη λεηλατούν την περιοχή σπέρνοντας τον όλεθρο, γιατί, όταν έρθει ο σουλτάνος, είμαστε έτοιμοι να παραδοθούμε». Αυτά είπε και ζητούσε να κάνει μαζί του ειρήνη ο σουλτάνος, παίρνοντας την κόρη του για γυναίκα και δίνοντάς του περιοχή με έσοδα ίσα με εκείνα τής δικής του χώρας. Με αυτούς τούς όρους ζητούσε να γίνει ειρήνη. Ο Μαχμούτ λοιπόν, όταν έφτασε ο σουλτάνος στο στρατόπεδο, τον συνάντησε για να τον ενημερώσει για τα σχετικά με την πόλη. Εκείνος εξοργίστηκε από αυτά που άκουσε και θέλησε να εισβάλει στην πόλη και να την υποδουλώσει. Γιατί είχε ενοχληθεί που η γυναίκα τού αυτοκράτορα, πριν από την άφιξη τού στόλου τού σουλτάνου, είχε βγει από την πόλη και είχε πάει στον γαμπρό της, τον Μαμία. Ύστερα όμως, όταν σκέφτηκε, αποφάσισε να δοθούν οι όρκοι τής ειρήνης και δόθηκαν οι όρκοι τού σουλτάνου. Στη συνέχεια πήραν τον έλεγχο τής πόλης τής Τραπεζούντας οι γενίτσαροι τού σουλτάνου, όπως πρόσταξε ο σουλτάνος.

ταῦτα εἰπόντος τοῦ Μαχουμούτεω, ὑπολαβὼν ὁ βασιλεὺς Κολχίδος ἔλεγε τοιάδε· “ἀλλ’ ἡμεῖς καὶ πρότερον τὰς βασιλέως σπονδὰς οὐ παραβαίνοντες, τόν τε ἀδελφὸν τοῦ βασιλέως πέμψαντες ἕτοιμοι ἦμεν, ἐφ’ ὅ τι ἂν ἄρα κελεύοι βασιλεύς, ἴεσθαι αὐτίκα πειθόμενοι, καὶ νῦν τῷ ναυάρχῳ τοῦ βασιλέως τόδε ἐλέγομεν, ὡς ἂν μὴ τὴν χώραν κακῶς ποιοῦντες ληΐζωνται, ὡς, ἢν ἐπίῃ βασιλεύς, προσχωρήσειν αὐτῷ παρεσκευάσμεθα.” ταῦτά τε ἔλεγε, καὶ ἠξίου σπένδεσθαι αὐτῷ βασιλέα, ἐφ’ ᾧ τήν τε θυγατέρα αὐτοῦ βασιλέα ἄγεσθαι καὶ χώραν αὐτῷ παρέχεσθαι, ὅσῳ ἴσην τὴν πρόσοδον αὐτοῦ τῆς χώρας ἀποδοίη τε. ταῦτα λέγων ἠξίου σπένδεσθαι. Μαχουμούτης μέν, ὡς ἐς τὸ στρατόπεδον ἀπήλαυνε βασιλεύς, ὑπήντα ἀγγέλλων τὰ παρὰ τῆς πόλεως. ἐπαρθεὶς δὲ τοῖς λόγοις τοῖσδε ὥρμητο κατὰ κράτος ἐξελεῖν τὴν πόλιν καὶ ἀνδραποδίσασθαι· ἤχθετο γάρ, ὅτι ἡ γυνὴ τοῦ βασιλέως. πρὶν ἢ ἀφικέσθαι τὸν στόλον, ἀφίκετο παρὰ τὸν ἑαυτῆς γαμβρὸν τὸν Μαμίαν προεξιοῦσα. μετὰ δὲ ταῦτα βουλευομένῳ οἱ ἐδόκει ἐς τὴν ξύμβασιν τοὺς ὅρκους ποιεῖσθαι, καὶ ἐγίνοντο οἱ ὅρκοι τοῦ βασιλέως, μετὰ δὲ καὶ τὴν πόλιν παρελάμβανον Τραπεζοῦντα οἱ τοῦ βασιλέως νεήλυδες, ὡς ἐπέταξε βασιλεύς.

Έβαλε σε ένα πλοίο τον αυτοκράτορα Τραπεζούντας, μαζί με τούς γιους του, την κόρη του, τούς συγγενείς του, όλους όσοι ήσαν παρόντες μαζί του και πρόσταξε να σαλπάρει για το Βυζάντιο, ενώ ο ίδιος ο σουλτάνος θα αναχωρούσε αμέσως από τη στεριά. Ανέθεσε την πόλη στον αρχηγό τού στόλου, τον πασά τής Καλλίπολης, τοποθετώντας γενίτσαρους στην ακρόπολη και αζάπηδες στην πόλη. Ύστερα από αυτό, στέλνοντας τον Χιζίρ, τον κυβερνήτη τής Αμάσειας, υπέταξε τις περιοχές γύρω από την πόλη και γύρω από τη Μεσοχαλδία, οι διοικητές των οποίων ήσαν Καβαζίτες, όπως και ο πανσέβαστος και ο γιος του. Όλες αυτές οι περιοχές παραδόθηκαν. Ο Χιζίρ άφησε εκεί φρουρά, προχώρησε από την ενδοχώρα και αναχώρησε με τον στρατό, περνώντας από τη Τζανική, περιοχή πολύ ισχυρή και αδιάβατη. Όταν έφτασε στο Βυζάντιο, ο σουλτάνος τον διέταξε να οδηγήσει τον αυτοκράτορα στην Αδριανούπολη, ενώ και ο ίδιος λίγο αργότερα έφυγε με συνοδεία για την Αδριανούπολη.

τὸν δὲ βασιλέα Τραπεζοῦντος ἐμβάντα ἐς τὰς ναῦς ἅμα τοῖς παισὶν αὐτοῦ καὶ τῇ θυγατρὶ καὶ συγγένεσιν αὐτοῦ, ὅσοι παρῆσαν αὐτῷ, ἐκέλευσεν ἀποπλεῖν ἐς τὸ Βυζάντιον, ὡς αὐτίκα παρεσομένου καὶ αὐτοῦ βασιλέως διὰ τῆς ἠπείρου, τὴν μὲν οὖν πόλιν ἐπέτρεψε τῷ ναυάρχῳ, τῆς Καλλιουπόλεως ὑπάρχῳ, νεήλυδάς τε καθίστη ἐς τὴν ἀκρόπολιν καὶ ἀζάπιδας ἐς τὴν πόλιν. μετὰ δὲ ταῦτα πέμψας Χιτήρη τῆς Ἀμασίας ὕπαρχον, παρεστήσατο τὰ περὶ τὴν πόλιν χωρία καὶ τὰ περὶ τὸ Μεσοχάλδειον, Καβασιτάνων ὄντα τῶν ὑπάρχων, τοῦ τε πανσεβάστου καὶ τοῦ υἱοῦ αὐτοῦ. καὶ ἕκαστα προσεχώρησεν. ὃς καὶ φυλακὴν ἐγκατέλιπεν, ἀναζεύξας διὰ τῆς ἠπείρου, καὶ ἀπήλαυνε, καὶ διὰ τῆς τῶν Τζανίδων χώρας ἐκομίζετο, χώραν ἐρυμνήν τε καὶ ἄβατον ἐς τὰ μάλιστα. γενόμενος δὲ ἐπὶ Βυζαντίου, βασιλέα μὲν αὐτοῦ ἐπέταξεν ἀπάγειν ἐς Ἀδριανούπολιν, καὶ αὐτὸς οὐ πολλῷ ὕστερον ἐκομίζετο ἐπὶ Ἀδριανούπολιν.

Έτσι λοιπόν κατακτήθηκε η Τραπεζούντα. Ολόκληρη η περιοχή τής Κολχίδας πέρασε κάτω από τον σουλτάνο, όντας και αυτή ελληνική ηγεμονία και στραμμένη προς τούς Έλληνες στις συνήθειες και στον τρόπο ζωής. Μέσα σε λίγο χρόνο διώχτηκαν από τα σπίτια τους από αυτόν τον σουλτάνο οι Έλληνες και οι ηγεμόνες των Ελλήνων, πρώτα η πόλη τού Βυζαντίου και στη συνέχεια η Πελοπόννησος και ο αυτοκράτορας Τραπεζούντας και η χώρα του. Έτσι λοιπόν συνέβησαν αυτά τα πράγματα.

Τραπεζοῦς μὲν οὖν οὕτως ἑάλω, καὶ ἡ τῆς Κόλχων χώρα σύμπασα ὑπὸ βασιλεῖ ἐγένετο, ἡγεμονία καὶ αὕτη Ἑλλήνων οὖσα καὶ ἐς τὰ ἤθη τε καὶ δίαιταν τετραμμένη Ἑλλήνων, ὥστε ἀναστάτους γενέσθαι ὑπὸ τοῦδε τοῦ βασιλέως οὐ πολλῷ χρόνῳ τοὺς Ἕλληνάς τε καὶ Ἑλλήνων ἡγεμόνας, πρῶτα μὲν τὴν Βυζαντίου πόλιν, μετὰ δὲ ταῦτα Πελοπόννησόν τε καὶ Τραπεζοῦντος βασιλέα καὶ χώραν αὐτήν. Ταῦτα μὲν ἐς τοσοῦτον ἐγένετο·

Στη συνέχεια, χωρίζοντας την Τραπεζούντα σε μερίδια, ένα μέρος κράτησε για τον εαυτό του και τούς έκανε αργότερα σιλαχτάρ και σιπαχογλάν στην αυλή του, κρατώντας τους κοντά του για να τού προσφέρουν και υπηρεσίες στα παιδικά. Ένα άλλο μέρος το εγκατέστησε στο Βυζάντιο και τούς υπόλοιπους τούς έκανε γενίτσαρους και σκλάβους, διαλέγοντας οκτακόσια παιδιά που προστέθηκαν στις τάξεις των γενιτσάρων. Όμως δεν παντρεύτηκε την κόρη τού αυτοκράτορα Δαβίδ, αλλά ύστερα από λίγο την έστειλε στο χαρέμι του, όταν θανατώθηκε ο αυτοκράτορας Δαβίδ, ενώ τον νεαρό απόγονο τού προηγούμενου αυτοκράτορα, που ήταν μικρό παιδί, τον είχε μαζί του ο ηγεμόνας. Ο μικρότερος γιος τού αυτοκράτορα, που ονομαζόταν Γεώργιος και βρισκόταν στην Αδριανούπολη, προσηλυτίστηκε στη θρησκεία τού Μωάμεθ και ακολουθούσε τα έθιμά τους.

τὴν δὲ Τραπεζοῦντα ἐς μοίρας διελόμενος, τὸ μὲν παρ’ ἑαυτῷ κατεκράτησε, ποιήσας σιλικταρίους καὶ σπαχογλάνους ὕστερον ἐς τὰς θύρας αὐτοῦ, τούτους κρατήσας παρ’ ἑαυτὸν ὑπηρεσίας αὐτοῦ ἕνεκα καὶ ἐς τὰ παιδικά, τὸ δὲ κατῴκισεν ἐς Βυζάντιον, καὶ τὸ ἕτερον πεποίηκεν Ἰανιτζαρίους καὶ δουλευτὰς ἐν σκευαῖς, ἐπιλεξάμενος παῖδας ὀκτακοσίους, καὶ ἐς τὴν τῶν νεηλύδων τάξιν ἐτάξατο. τὴν μέντοι θυγατέρα τοῦ βασιλέως Δαβὶδ γυναῖκα μέντοι οὐκ ἠγάγετο, μετ’ οὐ πολὺ δὲ ἐς τὸν κοιτῶνα μετεπέμψατο αὐτήν, σφαγιασθέντος τοῦ βασιλέως Δαβίδ, καὶ τὸν παῖδα ἔγγονον τοῦ πρότερον βασιλέως νήπιον ὄντα εἶχε παρ’ ἑαυτῷ ὁ κρατῶν. ὁ μέντοι βασιλέως παῖς ὁ νεώτερος, Γεώργιος τοὔνομα, ὡς ἐς τὴν Ἀδριανούπολιν παρών, ἐτράπετο ἐπὶ τὴν τοῦ Μεχμέτεω θρησκείαν, καὶ ἐς τὰ ἤθη γενόμενος τὰ ἐκείνων

Συνελήφθη όμως λίγο αργότερα από τον σουλτάνο, μαζί με τον πατέρα του και τούς αδελφούς του. Γιατί η ανηψιά τού αυτοκράτορα, η γυναίκα τού [Ουζούν] Χασάν, είχε στείλει επιστολές και προσκαλούσε εκεί είτε τον γιο τού αυτοκράτορα ή τον ανηψιό του, τον Αλέξιο από τη Μυτιλήνη, που ήταν Κομνηνός. Οι επιστολές έπεσαν στα χέρια τού σουλτάνου, αποκαλύπτοντας ότι ένας από τούς γιους τού αυτοκράτορα ή ο ανηψιός του, όπως λεγόταν, θα πήγαινε στη Δέσποινα, τη γυναίκα τού Ουζούν Χασάν. Τις επιστολές τις παρέδωσε ο πρωτοβεστιάριος Γεώργιος πιθανώς με καλό σκοπό, για να φανεί ότι έχουν εμπιστοσύνη στον σουλτάνο, επίσης όμως για να μην ακουστεί από τρίτους ότι ο πρωτοβεστιάριος τις έκρυψε, φοβούμενος τον μεγάλο αφέντη [τον σουλτάνο] και τον Μαχμούτ πασά, μήπως πάθει κακό ο πρωτοβεστιάριος από τον μεγάλο αφέντη. Έδωσε λοιπόν τα έγγραφα στον σουλτάνο. Ο σουλτάνος, όταν πήρε στα χέρια του τις επιστολές, μπήκε σε υποψίες, συνέλαβε τον Δαβίδ, τούς γιους του και τον ανηψιό του και τούς έκλεισε στη φυλακή. Την κόρη τού αυτοκράτορα την έστειλε στο χαρέμι του, ενώ έχοντάς τους αλυσοδεμένους, ύστερα από λίγο τούς οδήγησαν στο Βυζάντιο και τούς θανάτωσαν. Τούς νέους από την πόλη [της Τραπεζούντας] και τη γύρω περιοχή, άλλους έκανε γενίτσαρους για το δικό του χαρέμι, άλλους χρησιμοποίησε στις δικές του δραστηριότητες, ενώ τούς υπόλοιπους τούς παραχώρησε στους γιους του και στους αξιωματικούς του. Από τις νέες, άλλες τοποθέτησε στο χαρέμι του, άλλες χάρισε, ενώ μερικές τις έστειλε στους γιους του και μερικές άλλες τις πάντρεψε σε σύντομο χρονικό διάστημα.

οὐ πολλῷ ὕστερον συνελήφθη ἅμα τῷ πατρὶ καὶ τοῖς ἀδελφοῖς ὑπὸ βασιλέως. καὶ γὰρ ἔπεμψε γράμματα ἡ ἀνεψιὰ τοῦ βασιλέως, ἡ τοῦ Χασάνη γυνή, καὶ μετεκαλεῖτο ἢ τὸν τοῦ βασιλέως υἱὸν ἢ τὸν ἀνεψιὸν αὐτοῦ τὸν Ἀλέξιον τὸν ἐκ Μυτιλήνης, Κομνηνὸν ὄντα. καὶ τὰ μὲν γράμματα ἐνεχείρισαν τῷ βασιλεῖ, δηλοποιοῦντα, ὅπως εἷς ἐκ τῶν υἱῶν τοῦ βασιλέως ἢ ὁ ἀνεψιὸς αὐτοῦ, ὡς εἴρηται, ἀφίξηται πρὸς τὴν Δέσποιναν, τὴν γυναῖκα τοῦ Μακροῦ Χασάνη οὖσαν. ἐνεχείρισε δὲ ταῦτα τὰ γράμματα ὁ πρωτοβεστιάριος Γεώργιος ἐπὶ τρόπῳ τάχα ἀγαθῷ, ὅπως φανήσεται ὁ βασιλεὺς εἰς πίστωσιν ἴσως ἀγαθήν, καὶ ἄλλως ἵνα μὴ ἀκουσθῇ καὶ παρ’ ἄλλων, ὅπως ὁ πρωτοβεστιάριος ἔκρυψε τοῦτο, φοβούμενος τόν τε αὐθέντη τὸν μέγαν καὶ τὸν πάσιαν Μαχουμούτη, καὶ πάθῃ κακῶς ὁ πρωτοβεστιάριος παρὰ τοῦ μεγάλου αὐθέντου. καὶ διὰ τοῦτο δέδωκε καὶ τὸν χάρτην πρὸς τὸν μέγαν αὐθέντη. τὰ μὲν οὖν γράμματα δεξάμενος ὁ βασιλεὺς καὶ νόῳ λαβὼν καθίστατο ἐς ὑποψίαν, καὶ αὐτοὺς συλλαβὼν τόν τε Δαβὶδ βασιλέα καὶ τοὺς υἱοὺς αὐτοῦ σὺν τῷ ἀνεψιῷ καθεῖρξε. καὶ τὴν μὲν θυγατέρα ἐς κοιτῶνα αὐτῷ μετεπέμψατο, ἔχων δὲ αὐτοὺς ἐν πέδαις, οὐ πολλῷ ὕστερον ἀπαγαγὼν ἐς Βυζάντιον διεχρήσατο. τοὺς μέντοι παῖδας τοὺς ἀπὸ ἄστεως καὶ ἀπὸ τῶν περιοίκων χωρίων τοὺς μὲν νεήλυδας ταξάμενος κατέθετο ἐς τὸν ἑαυτοῦ κοιτῶνα, τοὺς δ’ ἄλλους ἐν τοῖς ἑαυτοῦ ἐπιτηδεύμασι, τοὺς δ’ ἑτέρους ἀπεχαρίσατο τοῖς υἱοῖς αὑτοῦ καὶ τοῖς ἄρχουσι. τὰς δὲ κόρας τὰς μὲν ἐν τοῖς αὑτοῦ κοιτῶσι κατέθετο, τὰς δὲ ἀπεχαρίσατο, καί τινας ἐξ αὐτῶν τοῖς υἱοῖς αὑτοῦ ἀπεστέλλετο, ἐνίας δ’ ἔν τινι ὀλίγῳ καιρῷ καὶ ὑπανδρεύσατο.»

Δούκας, Hist. byzant., κεφ. 45, CSHB, Βόννη, σελ. 340-43, επιμ. V. Grecu, Ducas: Istoria Τurco-bizantina (1441-1462), Βουκουρέστι, 1958, σελ. 427, 429, 431:

Το έτος 6969 από κτίσεως κόσμου ο σουλτάνος έφτιαξε στόλο αποτελούμενο από διακόσιες περίπου γαλέρες με τρεις ή δύο σειρές κουπιών και δέκα πλοία μεταφοράς. Ο ίδιος την άνοιξη, περνώντας τον πορθμό, πήγε στην Προύσα τής Βιθυνίας, χωρίς να γνωρίζει κανένας και χωρίς να καταλαβαίνει ποια ήταν η επιθυμία του.

«Ἐν δὲ τῷ ,ςϡξθ’ ἔτει ἐποίησε στόλον τριήρεων καὶ διήρεων μέχρι που τὰ σ’ καὶ νήας ι’. αὐτὸς δὲ τῷ ἔαρι τὸν πορθμὸν διαβὰς ἧκεν εἰς Προῦσαν τῆς Βιθυνίας, μὴ ἐπισταμένου τινός μηδὲ νοήσαντος τὴν βουλὴν.

Θα πω και κάτι απίστευτο. Ο νομοδιδάσκαλός του, που ήταν τότε και δικαστής των δικαστών, έχοντας θάρρος λόγω τής οικειότητας την οποία είχε με τον ηγεμόνα και τού σεβασμού που έδειχνε ο ηγεμόνας προς τον δάσκαλό του, τόλμησε να ρωτήσει τον ηγεμόνα ενώ βρίσκονταν μόνοι οι δυο τους: «Κύριε, το στράτευμα αυτό που ετοιμάστηκε από στεριά και θάλασσα, πού σκοπεύεις να το οδηγήσεις;» Κι εκείνος, αφού τον κοίταξε οργισμένος, είπε: «Να ξέρεις ότι αν γνώριζα ότι μια τρίχα από τα δικά μου γένια είχε αποσπάσει το μυστικό μου, θα την ξερίζωνα και θα την έριχνα στη φωτιά». Τόσο κρυψίνους και οξύθυμος ήταν ο άνθρωπος.

εἰπὼ καὶ τι παράδοξον. ὁ νομοδιδάσκαλος αὐτοῦ, ὅς καὶ κριτὴς κριτῶν ὑπῆρχε τῷ τότε καιρῷ, θαρρήσας ὡς πρὸς τὴν πλησιότητα ἥν ἐκέκτητο πρὸς τὸν ἡγεμόνα, καὶ ὁ ἡγεμὼν πάλιν ὡς πρὸς τὴν εὐλάβειαν ἥν ἐδείκνυε πρὸς τὸν διδάσκαλον, τολμήσας λέγει τῷ ἡγεμόνι ἔτι ὄντων αὐτῶν κατὰ μονὰς “κύριε, τὴν παράταξιν ταύτην τὴν διὰ ξηρᾶς καὶ διὰ θαλάσσης ἑτοιμασθεῖσαν ποῦ κελεύεις φέρεσθαι;” ὁ δὲ ὀργίλως πως ἐμβλέμψας εἰς αὐτὸν ἔφη “ἴσθι, ὦ οὗτος, εἰ ᾒδειν ὅτι ἐκ τῶν τοῦ πώγωνός μου τριχῶν θρὶξ μία ἀπελάβετό μου τοῦ μυστηρίου, ἀποσπάσας ἄν αὐτὴν πυρὶ παρέδωκα.” τοσοῦτον κρυψίνους ὁ ἀνὴρ καὶ ὀργίλος.

Φοβήθηκαν όλοι: οι Βλάχοι που κατοικούσαν στο Λυκόστομο, αλλά και οι κάτοικοι τού Καφφά, τής Τραπεζούντας και τής Σινώπης, καθώς και τα νησιά τού Αιγαίου πελάγους, η Ρόδος και τα γύρω της μικρά νησιά, η Χίος και η Λέσβος, αν και ήσαν υποτελείς, τρόμαξαν επειδή γνώριζαν την αστάθειά του.

φοβηθέντες πάντες οἱ οἰκούντες ἔν τε τῷ Λυκοστομίῳ Βλάχοι, ἀλλὰ δὴ καὶ Καφᾶς Τραπεζοῦς καὶ οἱ Σινωπεῖς, αἵ τε νῆσοι τοῦ Αἰγαίου πελάγους, Ῥόδος καὶ τὰ πέριξ αὐτῆς νησίδια, Χίος καὶ Λέσβος, εἰ καὶ τελοῦντες ἦσαν, ἀλλὰ τὴν ἀκαταστασίαν αὐτοῦ γινώσκοντες ἐτρόμαξαν.

Ο ηγεμόνας έφυγε από τη Βιθυνία, πήγε στην Άγκυρα τής Γαλατίας και στρατοπέδευσε εκεί, ενώ ο άρχοντας τής Σινώπης έστειλε τον γιο του με πολλά δώρα, ο οποίος παρουσιάστηκε μπροστά στον σουλτάνο και τον προσκύνησε δουλικά. Εκείνος τον υποδέχτηκε εγκάρδια, τού είπε εκείνα που έπρεπε να μεταφερθούν στον πατέρα τού και χρησιμοποιώντας τον ως αγγελιοφόρο εκείνων που έπρεπε να ειπωθούν, είπε τα εξής: «Πες στον πατέρα σου ότι θέλω τη Σινώπη και αν μού τη δώσει με τη θέλησή του, τότε κι εγώ με χαρά θα τού δώσω σε αντάλλαγμα την επαρχια τής Φιλιππούπολης. Αν όχι, έρχομαι γρήγορα». Και ο στόλος έφτασε στη Σινώπη από τον Εύξεινο Πόντο. Ο γιος τού Ισμαήλ, τού ηγεμόνα τής Σινώπης, πήγε στον πατέρα του και τού ανάγγειλε εκείνα που ειπώθηκαν από τον τύραννο. Ο τύραννος, μαθαίνοντας ότι ο στόλος είχε φτάσει στη Σινώπη, προχωρούσε και ο ίδιος προς αυτήν από τη στεριά. Ο Ισμαήλ βγήκε απορώντας από τη Σινώπη, τον προϋπάντησε και τον προσκύνησε δουλικά. Ο τύραννος τον καλωσόρισε χαρούμενα και τον πρόσταξε να πάρει όλους τούς θησαυρούς του με άλογα, μουλάρια και καμήλες, καθώς και οτιδήποτε άλλο υπήρχε στα ταμεία του, χωρίς να αγγίξει κανένας τίποτε δικό του. Αφού λοιπόν ρύθμισε καλά τα πράγματα στη Σινώπη και αφού χειροτόνησε ως ηγεμόνα της έναν από τούς δούλους του, ο ίδιος προχώρησε προς το εσωτερικό τής Αρμενίας.

ὁ δὲ ἡγεμών ἀπάρας ἀπὸ Βιθυνίας ἦλθεν εἰς Ἀγκύραν τῆς Γαλατίας, κἀκεῖ τὰς σκηνὰς πήξας, ὁ τῆς Σινώπεως ἡγεμὼν στείλας τὸν υἱὸν αὐτοῦ μετὰ πλείστης δωροφορίας, καὶ προϋπαντήσας αὐτῷ δουλικῶς προσεκύνησεν. ὁ δὲ ὑπεδέξατο τοῦτον ἀσμένως, καὶ τὰ τῷ ἰδίῳ πατρὶ μηνυθησόμενα τούτῳ ἀπήγγειλε, καὶ αὐτὸν ὡς ἄγγελον τῶν ῥηθησομένων πάντα κατεῖπε, λέγων “ἀνάγγειλον τῷ πατρὶ σου ὅτι τὴν Σινώπην βούλομαι, καὶ εἰ μὲν ταύτην ἐλευθέρως παράσχοι, κἀγὼ χαριέντως ἀνταποδίδω αὐτῷ τὴν ἐπαρχιαν τῆς Φιλιππουπόλεως, εἰ δὲ οὔ, ἔρχομαι ταχὺ·” ὁ δὲ στόλος διὰ τῆς θαλάσσης τῆς Ποντικῆς ἔφθασεν ἐν Σινώπῃ. ὁ υἱὸς δὲ τοῦ Ἰσμαήλ ἡγεμόνος τῆς Σινώπης ἦλθε πρὸς τὸν πατέρα αὐτοῦ, καὶ ἀνήγγειλεν αὐτῷ πάντα τὰ λαληθέντα παρὰ τοῦ τυράννου. ὁ τύραννος δὲ μαθὼν τὴν ἀνάβασιν τοῦ στόλου γεγονυῖαν ἐν Σινώπῃ, καὶ αὐτὸς διὰ ξηρᾶς εἰς αὐτὴν ὥδευεν. ὁ δ’ Ἰσμαὴλ ἀπορήσας ἐξῆλθε τῆς Σινώπης, καὶ προϋπαντήσας αὐτῷ καὶ δουλικῶς προσκυνήσας, ἁσπασίως αὐτὸν ὁ τύραννος ὑπεδέξατο, κελεύσας πάντας τοὺς θησαυρούς αὐτὸν λαβεῖν καὶ ἵππους καὶ ἡμιόνους καὶ καμήλους, καὶ ἄλλο εἴ τι ἐν τοῖς αὐτοῦ ταμείοις ἐκέκτητο, καὶ μὴ προσψαῦσαί τὶς τι τῶν αὐτοῦ. τὴν Σινώπην οὖν καλῶς ἐγκαταστήσας καὶ ἡγεμόνα ἕνα τῶν δούλων αὐτοῦ χειροτονησας αὐτὸς εἰς τὰ τῆς Ἀρμενίας ἐνδότερα ἐχώρει.

Ο προαναφερθείς Ουζούν Χασάν ζούσε με τούς άνδρες του ως ηγεμόνας στα σύνορα τής Περσίας πάνω από τα βουνά, μη έχοντας τη δύναμη να αντιμετωπίσει τον τύραννο. Διασχίζοντας την Αρμενία [ο σουλτάνος] και περνώντας τον ποταμό Αράξη άρπαξε κάποιες περιοχές, ενώ κάποιες άλλες παρέκαμψε, αφού δεν μπόρεσε να τις αρπάξει. Αφού ανέβηκε τα όρη τού Καυκάσου με μεγάλη δυσκολία και στέρηση των αναγκαίων, κατέβηκε στους Κόλχους.

ὁ δὲ προρρηθεὶς Ούζοῦν Χασάν ἡγεμὼν εἰς τὰ τῆς Περσίδος ὅρια ἐπάνω ὀρέων σὺν τοῖς αὐτοῦ διέτριβε, μὴ ἔχων ἰσχὺν καταπροσωπῆσαι τῷ τυράννῳ. περάσας δὲ τὴν Ἀρμενίαν καὶ διαβὰς τὸν Φάσιδα ποταμὸν χώρας τὰς μὲν εἷλε τὰς δὲ οὐ δυνηθεὶς παρέδραμε, καὶ τὰ Καυκάσια ὄρη μετὰ πολλοῦ τοῦ κόπου καὶ τῆς ὑστερήσεως τῶν ἀναγκαίων ἀναβὰς κατῆλθεν εἰς Κόλχους.

Καθώς κατευθυνόταν στην Τραπεζούντα, έστειλε μήνυμα στον αυτοκράτορα Τραπεζούντας να διαλέξει ποιο από τα δύο προτιμά: ή να παραδώσει την αυτοκρατορία στον τύραννο χωρίς ζημιά στους δικούς του θησαυρούς (σε ασήμι, χρυσάφι, χαλκό, καθώς και σε κάθε άλλο είδος, επίσης δούλους και δούλες και κάθε άλλη κινητή περιουσία), ή να τα χάσει όλα αυτά μαζί με την αυτοκρατορία του, καθώς και τη ζωή του. Όταν τα άκουσε αυτά ο αυτοκράτορας, βγήκε και προσκύνησε μαζί με όλη την οικογένειά του. Γιατί ο στόλος είχε φτάσει πριν από πολλές ημέρες, έχοντας αναχωρήσει από τη Σινώπη για την Τραπεζούντα, αλλά αν και πολεμούσε καθημερινά δεν κατόρθωνε τίποτε, μέχρι τη στιγμή που έφτασε ο τύραννος από τη στεριά. Τότε βγήκε ο αυτοκράτορας μαζί με τη γυναίκα και τα παιδιά του και προσκύνησε. Ήταν ο Δαβίδ Κομνηνός, γιος τού Αλεξίου Κομνηνού και αδελφός τού προηγούμενου αυτοκράτορα Ιωάννη Κομνηνού. Ο σουλτάνος τον έστειλε στην Κωνσταντινούπολη μαζί με τις γαλέρες, με όλο το σόι του, θείους και ανηψιούς, καθώς και με τούς άρχοντες και ευγενείς τού παλατιού, κουβαλώντας καθένας όλα τα υπάρχοντά του εκτός από τα ακίνητα. Ο ίδιος, αφού οργάνωσε καλά τα ζητήματα τής διοίκησης τής Τραπεζούντας, επέστρεψε έχοντας συμπληρώσει ένα ολόκληρο έτος σε αυτό το ταξίδι.

καὶ δὴ εἰς Τραπεζοῦντα ἀνελθὼν πέμπει τῷ βασιλεῖ Τραπεζοῦντος ἐκ τῶν δύο ἑλέσθαι τὸ κρεῖττον, ἤ παραδοῦναι τὴν βασιλείαν τῷ τυράννῳ ἄνευ ζημίας αὐτοῦ τινος ἐκ τῶν ὑπαρχόντων αὐτῷ θησαυρῶν, ἀργυροῦ χρυσοῦ χαλκοῦ καὶ παντοίου εἴδους ἄλλου, δούλων τε καὶ δουλίδων καὶ πάσης ἄλλης κινητῆς ὑποστάσεως, ἤ σὺν τῇ βασιλείᾳ καὶ ταῦτα πάντα καὶ τὴν ζωὴν ἀφαιρεθῆναι. ἀκούσας δὲ ταῦτα ὁ βασιλεὺς ἐξελθὼν πανοικὶ προσεκύνησεν. ἦν γὰρ ὁ στόλος πρὸ πολλῶν ἡμερῶν ἀπάρας ἀπὸ Σινώπης εἰς Τραπεζοῦντα, ἀλλὰ καὶ πολεμῶν καθ’ ἑκάστην οὐδὲν ἤνυεν, ἕως ὁ τύραννος διὰ ξηρᾶς κατήντησεν. ἐξελθὼν δὲ ὁ βασιλεὺς σὺν γυναικὶ καὶ τέκνοις προσεκύνησεν· ἦν δὲ οὗτος Δαβὶδ ὁ Κομνηνός, υἱὸς Ἀλεξίου τοῦ Κομνηνοῦ καὶ ἀδελφὸς Ἰωάννου Κομνηνοῦ τοῦ προβεβασιλευκότος. στείλας δὲ αὐτὸν ἐν Κωνσταντινουπόλει σὺν ταῖς τριήρεσι παγγενὶ μέ ἑτέρους θείους καὶ ἀνεψιοὺς αὐτοῦ, καὶ σὺν τοῖς ἄρχουσι καὶ εὐγενέσι τοῦ παλατίου, φέρων ὁ κάθεὶς τὰ ὑπάρχοντα αὐτοῦ ἄνευ τῶν ἀκινήτων. αὐτὸς δὲ τὰ τῆς Τραπεζοῦντος καλῶς διοικήσας ἐπανεστράφη, χρόνον τέλειον πληρώσας εἰς την ἀποδημίαν αὐτὴν.»

Ψευδο-Σφραντζής, Chron. maius, IV, 20, CSHB, Βόννη, σελ. 413-14, επιμ. V. Grecu, George Sphrantzes … στο anexa PseudoPhrantzes, Βουκουρέστι, 1966, σελ. 552 (όπως έχουμε ήδη σημειώσει, ο Grecu έχει αλλάξει τη διαίρεση κεφαλαίων τής έκδοσης CSHB, Βόννη):

Έπειτα εκστράτευσε εναντίον τής αυτοκρατορίας Τραπεζούντας και εύκολα, ύστερα από λίγο πόλεμο, κατέλαβε εκεί όλη την εξουσία και έφερε αιχμάλωτο τον αυτοκράτορά τυς Δαβίδ Κομνηνό στην Κωνσταντινούπολη. Και την ξακουστή πόλη Σινώπη, την οποία οι πριν από αυτόν είχαν καταστήσει υποτελή, αυτός, νικώντας σε μάχη τον δικό της σουλτάνο, έγινε απόλυτος κύριος εκείνης τής εξουσίας.

«Εἶτα στρατεύει κατὰ τῆς βασιλείας Τραπεζοῦντος, καὶ ἐν εὐκολίᾳ μετ’ ὀλίγον πόλεμον πᾶσαν ἐκείνην τὴν ἀρχὴν ἔλαβε, καὶ τὸν βασιλέα αὐτῆς Δαβὶδ τὸν Κομνηνὸν αἰχμάλωτον ἐν τῇ πόλει Κωνσταντίνου ἔφερεν. καὶ τὴν περιβόητον πόλιν Σινωπίου ἥν ὑποτελῆ οἱ πρὸ αὐτοῦ ἐποίησαν, οὗτος πολέμῳ τὸν αὐτῆς ἀμηρᾶν νικήσας κύριος τέλειος ἐκείνης τῆς ἀρχῆς ἐγένετο.»

Επίσης Chron. maius, I, 32, CSHB, Βόννη, σελ. 94, επιμ. V. Grecu, George Sphrantzes … στο anexa Pseudo-Phrantzes, Βουκουρέστι, 1966, σελ. 232 (σημ. τού μετ.: για κείμενο και μετάφραση βλέπε υποσημείωση 8 κεφαλαίου 7).

Γεώργιος Αμηρούτζης προς Βησσαρίωνα, σε επιστολή με ημερομηνία 11 Δεκεμβρίου 1461 [CSHB, Βόννη, σελ. 36-38, Migne, PG, 161, στήλες 723-28 (για το οποίο βλέπε Σπ. Π. Λάμπρος, «Ἡ Ἅλωσις τῆς Τραπεζοῦντος καὶ ἡ Βενετία», Νέος Ἑλληνομνήμων, II (1905), 324-33 και τού ιδίου «Η περί αλώσεως Τραπεζούντος επιστολή τού Αμηρούτζη», στο ίδιο, XII (1915), 476-78 και XIV (1917), 108)]:

Πολύ σεβαστέ και επιφανέστατε πατέρα εν Χριστώ και δέσποτα, ελπίζω να είσαι υγιής και καλά από όλες τις απόψεις.

«Αἰδεσιμώτατε καὶ σεβασμιώτατε ἐν Χριστῷ πάτερ καὶ δέσποτα, εἴης μοι ὑγιαίνων καὶ εὖ ἔχων ἐν ἅπασιν.

Εκείνα τα οποία διακήρυσσα παλαιότερα, για τα οποία διαμαρτυρόμουν στους πολίτες μας και έγραφα και προς την αφεντιά σου, παρακαλώντας δηλαδή να σώσεις έναν από τούς γιους μου παίρνοντάς τον κοντά σου, συνέβησαν πια και τελείωσαν. Αν και γνωρίζω ότι σού φέρνω φοβερά νέα, τέτοια που δεν θα προσπεράσεις αδάκρυτος, μικρή θα σού έκανα χάρη, αν σού έκρυβα τις κοινές μας συμφορές. Γιατί άραγε τι πλεονέκτημα υπάρχει στην άγνοια των κακών νέων από την πατρίδα; Ταυτόχρονα θα ήταν άσκοπο να προσπαθήσω να σιωπήσω για πράγματα, τα οποία νομίζω ότι οι πληροφορίες έχουν εξαπλώσει και διεκτραγωδήσει παντού.

Ἅ πάλαι προὔλεγον καὶ διεμαρτυρόμην πρὸς τοὺς ἡμετέρους πολίτας, ἔγραφον δὲ καὶ πρὸς τὴν σὴν κυριότητα, δεόμενος ἕνα γοῦν μοι τῶν παίδων δεξάμενον διασῶσαι, γέγονε καὶ πέρας ἔχει. Καίτοι δεινὰ μὲν ἀγγέλλων οἶδα καὶ οἷα οὐκ ἄν ἀδακρυτὶ παρέλθοις· ἀλλὰ μικρὰν σοι καταθείμην χάριν, τὰς κοινὰς ἀποκρυψάμενος συμφορὰς. τὶς γὰρ ὅνησις ἀγνοίᾳ συνεῖναι τῶν οἰκείων κακῶν; Ἅμα δὲ καὶ μάτην ἄν εἴην αὐτὸς σιωπῶν ἅ πανταχοῦ νῦν, οἶμαι, διεβόησε καὶ διετραγῴδησεν ἡ φήμη.

Να ξέρεις ότι η πατρίδα μας, αλίμονο, έχει πέσει στα χέρια αλλοφύλων και έχει υποστεί τα χειρότερα πράγματα. Παρά το γεγονός ότι παραδόθηκε, δεν κέρδισε τίποτε από τούς όρους με τούς οποίους παραδόθηκε. Μάλιστα έχει υποστεί τα αντίστοιχα με εκείνες που έχουν καταληφθεί ύστερα από πόλεμο.

Ἴσθι τοίνυν τὴν κοινὴν (!) πατρίδα φεῦ! ὑπ’ ἀλλοφύλων ἑαλωκυῖαν καὶ εἰς πεῖραν ἀφιγμένην τῶν δεινοτάτων. Καίτοι ἐξ ὁμολογίας ἥλω· ἀλλ’ ούδὲν ὤνατο τῶν ξυμβάσεων ἐφ’ αἷς προὐδόθη· πέπονθε δὲ παραπλήσια τοῖς πολέμῳ κατά κράτος ἑαλωκόσι.

Την επικεφαλίδα των κακών στην είπα ήδη, για την οποία πιστεύω ότι θα πενθήσεις πολλές ημέρες και πολλές νύχτες, συμπαθώντας άλλωστε τούς Έλληνες και αγαπώντας πολύ την πατρίδα. Πρέπει όμως να εξηγήσω με λίγα λόγια πώς συνέβη αυτό, ώστε να ξέρεις και τις λεπτομέρειες. Γιατί όταν κάποιος δεν ξέρει τον τρόπο με τον οποίο έγινε το κακό, συνήθως θυμώνει περισσότερο.

Τὸ μὲν οὖν κεφάλαιον τῶν κακῶν εἴρηται, εφ’ ᾧ πολλὰς μὲν ἡμέρας, πολλὰς δὲ νύκτας, οἶμαι, πενθήσεις, συμπαθὴς τε ὤν ἄλλως τε καὶ πρὸς Ἕλληνας, καὶ τὴν πατρίδα φιλῶν ἐς τὰ μάλιστα· δεῖ δὲ καὶ ὅπως πέπρακται διὰ βραχέων προσθεῖναι, ὡς ἄν τοῦτο γοῦν τὸ μέρος μὴ ἀθυμήσῃς. τὸ γὰρ δεινὸν, ὅπως γέγονεν ἀγνοούμενον, μάλλον εἴωθεν ἀνιᾷν.

Αυτός λοιπόν ο άνθρωπος που μπορεί να κάνει πολλά, αυτός που εξουσιάζει πολλά και μεγάλα έθνη, ο αυτοκράτορας ήδη Ελλήνων και Ρωμαίων, χωρίς να έχει ίσως κάτι να μάς κατηγορήσει, αλλά παρακινούμενος από σφοδρή επιθυμία για δόξα και μεγαλύτερη εξουσία, ετοίμασε μεγάλο στόλο, όχι τόσο από την άποψη τού αριθμού των γαλερών (οι οποίες δεν ήσαν περισσότερες από εκατό), όσο από τον εξοπλισμό του με όλα τα είδη πυρομαχικών και πολεμικών μηχανών και τον έστειλε εναντίον τής Σινώπης και των άλλων πόλεων τής Παφλαγονίας. Ο ίδιος, οδηγώντας στρατιά πεζικού δύναμης μεγαλύτερης των εκατόν πενήντα χιλιάδων ανδρών, πέρασε στη Μικρά Ασία χωρίς να φανερώνει τον σκοπό τής εκστρατείας του.

Ὁ γὰρ τοίνυν μέγα δυνάμενος καὶ πλείστων καὶ μεγίστων ἐθνῶν ἄρχων, Ἑλλήνων τε καὶ Ῥωμαίων ἤδη βασιλεύς, ἐγκαλεῖν μὲν ἴσως ἔχων οὐδὲν, ἔρωτι δὲ δόξης καὶ μείζονος ἀρχῆς ἐπιθυμίᾳ, στόλον μέγαν, οὐ πλήθει τριήρεων τοσοῦτον (ἦσαν γὰρ οὐ πολλῷ τῶν ἑκατὸν πλείους), ὅσον παρασκευῇ παντοίᾳ καὶ μηχαναῖς ἐξαρτύσας, κατὰ Σινώπης και τῶν ἄλλων Παφλαγόνων ἀπέστειλεν· αὐτὸς τε πεζὴν ἄγων στρατιὰν ὑπὲρ τὰς πέντε καὶ δέκα μυριάδας, οὐδενὸς ἔτι λόγον ποιούμενος, εἰς τὴν Ἀσίαν διέβη.

Έτσι, εισβάλοντας ύπουλα στα εδάφη τού εχθρού του, κατέλαβε τα πάντα απροσδόκητα. Γιατί οι Παφλαγόνες δεν είχαν φροντίσει ούτε να εξοπλιστούν, ούτε να ετοιμαστούν, ούτε ακόμη να εκμεταλλευτούν τον χρόνο. Αντίθετα, αφού από πουθενά δεν μπορούσαν να ελπίζουν για κάτι καλύτερο, περιφρόνησαν και την ίδια την τύχη που τούς είχε σώσει τόσες φορές από τον κίνδυνο. Αφού λοιπόν παρέδωσαν τις πόλεις και τα φρούριά τους μαζί με τον ηγέτη τους, αναγνώρισαν αμέσως τον σουλτάνο ως άρχοντά τους. Καθώς λοιπόν εξελίχθηκαν τα πράγματα έτσι ανέλπιστα, τού μπήκαν στο μυαλό μεγαλύτερες ιδέες και καθώς είχε τον στόλο του εντελώς ανέγγιχτο και χωρίς απώλειες, τον έστειλε εναντίον μας. Ο ίδιος πορευόταν εναντίον τού ηγεμόνα Καππαδοκίας και Μεσοποταμίας.

Οὕτω δὲ παραβόλως εἰς τὴν πολεμίαν ἐμβαλὼν, πάντων παρὰ δόξαν εὐθὺς ἐκράτησεν. Οὔτε γὰρ εἰς ὅπλα, οὔτε εἰς τριβὴν ἔτι καὶ χρόνον εἶδον οἱ Παφλαγόνες· ἀλλ’, ὡς οὐδαμόθεν ἔτι χρηστὸν ἐλπίζοντες, καὶ τὴν τύχην αὐτὴν, ἥ πολλοὺς πολλάκις μεγάλων ἐξείλετο κινδύνων, ὑπερεῖδον. τὰς τε οὖν πόλεις καὶ τὰ φρούρια μετὰ τοῦ σφῶν ἡγουμένου παραδόντες, δεσπότην εὐθὺς αὐτῶν ἐποιήσαντο. Οὕτω δὲ παρ’ ἐλπίδα τῶν πραγμάτων κεχωρηκότων, μεῖζόν τι σὺν λόγῳ φρονήσας, τὸν μὲν στόλον ὡς εἶχεν εὐθὺς ἀκραιφνῆ καὶ κακῶν ὅλως ἀπείρατον καθ’ ἡμῶν ἀπέστειλεν· αὐτὸς δὲ κατά τῶν Καππαδοκῶν καὶ Μεσοποταμίας ἄρχοντος ἐπορεύετο.

Εκείνος [ο εμίρης τής Σινώπης], όταν πρωτάκουσε την είδηση, δεν την πίστεψε και νόμιζε ότι ήταν απλώς φήμη. Γιατί κανένας δεν μπορούσε να πιστέψει ότι την εποχή μας θα πήγαινε τόσο μακριά από το κέντρο τής εξουσίας του. Μόλις όμως διαπίστωσε ότι ήταν αλήθεια και έμαθε ότι οι εχθροί είχαν εισβάλει στα εδάφη του, τρομοκρατήθηκε και δεν έκανε γενναίες σκέψεις, αφού υποψιαζόταν ότι και ο αδελφός του συνωμοτούσε εναντίον του. Δίστασε, υποχώρησε και δεν τόλμησε να τα παίξει όλα για όλα. Αφού λοιπόν ξεγύμνωσε από άνδρες την περιοχή από την οποία θα περνούσαν οι εχθροί, ο ίδιος υποχωρούσε σταδιακά και στάθηκε έξω από το στρατόπεδό του. Αυτό δεν συνέβη επειδή ο σουλτάνος τον καταδίωκε πλησιάζοντας. Ο σουλτάνος προτιμούσε να πάρει τη νίκη χωρίς αγώνα, αναγκάζοντας τον εχθρό του να σηκωθεί και να φύγει.

Ὁ δὲ τὸ μὲν πρῶτον ἀκούων ἠπίστει, και κόμπον ἐνόμιζεν εἶναι μόνον· ἐπίστευε γὰρ οὐδεὶς, ἡμῶν γε ζώντων, τοσοῦτον τῆς ἀρχῆς αὐτὸν ἀποστῆναι. Ὡς δ’ ἔγνω ἀληθὲς ὄν καὶ τοὺς πολεμίους ἐμβεβληκότας εἰς τὴν αὐτοῦ πύθοιτο, κατεπλάγη, καὶ οὐκ ἔτι τῶν γενναίων ἦν λογισμῶν, ἄλλως τε καὶ ἐπιβουλῆς ὑπονοουμένης ὑπ’ ἀδελφοῦ· ἀλλ’ ὄκνος αὐτὸν εἶχε καὶ ἀνάδυσις, καὶ οὐκ ἐθάρρει τὸν ὑπὲρ τῶν ὅλων κύβον ἀναῥῥίψαι. Ταχὺ γοῦν τὴν χώραν ἔρημον ἀνδρῶν ἀποδείξας δι’ ἧς ἔμελλον οἱ πολέμιοι διελθεῖν, αὐτὸς ἀεὶ μικρὸν ὑπεχώρει καὶ τοῦ στρατοπέδου ἐξίστατο. Οὐ μήν οὐδ’ οὗτος αὐτῷ διώκων ἐπέκειτο· ἀλλ’ ἠγάπα, τῶν ἐχθρῶν ὑπεξανισταμένων, ἀδήριτον λαμβάνων την νίκην.

Έχοντας δώσει αυτό το μάθημα στους εχθρούς, όταν έφτασε στα σύνορά μας και άρπαξε τα ορεινά περάσματα, έβαλε όλα τα άλλα στην άκρη και προχώρησε εναντίον μας. Ο στόλος του, που είχε ήδη φτάσει στην πόλη μας ξαφνικά, προκάλεσε μεγάλη έκπληξη και αναταραχή. Εμείς νομίζαμε ότι δεν θα ερχόταν, τόσο επειδή είχαμε πρόσφατα ανταλλάξει όρκους και δεν είχαμε παραβιάσει καμία από τις συμφωνίες, όσο και επειδή ελπίζαμε σε καθυστέρηση επειδή, πολιορκώντας τη Σινώπη, δεν θα ερχόταν σύντομα. Ξαφνικά όμως ο στόλος εμφανίστηκε να πλέει εναντίον τής πόλης. Δεν είχαμε ακόμη τη δυνατότητα ούτε να συγκεντρώσουμε εκείνους τούς στρατιώτες που είχαμε, ούτε να φέρουμε μέσα τα τρόφιμα από τα χωράφια, αλλά έπρεπε μόνο να υπερασπιστούμε την πόλη παρά τις ελλείψεις αυτές. Έτσι λοιπόν οι εχθροί, που αποβιβάστηκαν απρόσκοπτα με δύναμη όχι μικρότερη από δέκα χιλιάδες άνδρες καλά οπλισμένους, λεηλατούσαν για κάποια διάστημα την περιοχή έξω από την πόλη, καταστρέφοντας τα σπαρτά και καίγοντας τα σπίτια, ενώ στη συνέχεια μάς έκλεισαν μέσα στα τείχη και μάς πολιορκούσαν.

Οὗτος μὲν οὖν τοὺς πολεμίους ἐκδιδαξάμενος, ἐπειδὴ παρὰ τοῖς ἡμετέροις ὁρίοις ἐγένετο καὶ τῶν παρόδων ἐκράτησε, πάντα τἄλλα ἀφεὶς, ἐφ’ ἡμᾶς ἐχώρει· ὁ δὲ στόλος πρότερον αἰφνίδιον εἰς τὴν ἡμετέραν φανεὶς πολλὴν ἔκπληξιν παρεῖχε καὶ θόρυβον. Δοκῶν γὰρ ἡμῖν ἄν οὐκ ἐπελθεῖν διά τε τοὺς ὅρκους οἵ ἔναγχος ἐγένοντο καὶ τὸ μηδὲν τῶν ὁμολογηθέντων ἐλλελοιπέναι, τριβὴν τε ἅμα καὶ χρόνον ἐλπίδος οὔσης, πολιορκουμένης Σινώπης, οὐκ ὀλίγον γενέσθαι, ἐξ αἴφνης ἐπιπλέων τῇ πόλει ἐφαίνετο. Οὔτε οὖν οὕς εἴχομεν στρατιώτας συναγαγεῖν οἷοί τε ἦμεν ἔτι, οὔτε τὰ ἐκ τῶν ἀγρῶν εἰσκομίσασθαι, μόνην δὲ τὴν πόλιν ὑπ’ ἀνάγκης ἐδόκει φυλάττειν. Οὕτω δὴ καθ’ ἡσυχίαν ἀποβάντες οἱ πολέμιοι, μυρίων ὄντες οὐκ ἐλάττους, ἄριστα ἐξηρτυμένοι, μέχρι μὲν τινος ἐδήουν τὰ πρὸ τῆς πόλεως, τὸν τε σῖτον φθείροντες καὶ τὰς οἰκίας ἐμπιπρῶντες, ἔπειτα ἡμᾶς εἰς τὰ τείχη κατακλείσαντες ἐπολιόρκουν.

Ο πόλεμος κράτησε σαράντα περίπου μέρες, κατά τη διάρκεια των οποίων φαινόταν ότι θα αντέχαμε και ότι θα προκαλούσαμε σημαντικές απώλειες τούς εχθρούς μας. Γιατί τόσο εκείνοι που έτρεχαν από τα χωράφια, συμπλέκονταν κάθε τόσο μαζί τους και σκότωναν πολλούς, αλλά κι εμείς τούς προκαλούσαμε ακόμη μεγαλύτερες ζημιές, όταν κάναμε εφόδους από την πόλη. Οι καρδιές μας γέμιζαν με καλές ελπίδες ότι θα εξολοθρεύσουμε όλο τον στόλο. Να είσαι βέβαιος ότι θα το είχαμε κατορθώσει, αν δεν εμφανιζόταν από την ενδοχώρα ολόκληρος ο στρατός, να κατεβαίνει επιτιθέμενος μαζί με τον άρχοντά τους. Αυτό λοιπόν έσωσε εκείνους, που είχαν βρεθεί τόσο κοντά στην καταστροφή και σκέπτονταν να φύγουν με τον στόλο τη νύχτα, ενώ εμάς μάς κατέστρεψε. Γιατί ο στρατός δεν χωρούσε ούτε στις πεδιάδες μπροστά από την πόλη, ούτε στις ρεματιές στις δύο πλευρές. Αλλά ούτε τα γύρω βουνά και λόφοι επαρκούσαν για τον καταυλισμό του.

Ἡμέρας μὲν οὖν περὶ μ’ ό πόλεμος ἦν, ἐν αἷς ἐδοκοῦμεν ἀεὶ κρατεῖν και πλεῖστα βλάπτειν τοὺς πολεμίους. Οἵ τε γὰρ ἐκ τῶν ἀγρῶν καταθέοντες ἑκάστοτε καὶ συμπλεκόμενοι πολλοὺς ἀνῄρουν, αὐτοὶ τε ἐπεξιόντες τὰ χείριστα διετίθεμεν· ἐλπὶς τε ἀγαθὴ τὰς ψυχάς ἔτρεφεν ὡς πάντα διαφθεροῦμεν τὸν στόλον. Κἄν ἐξειργασάμεθα τὸ ἔργον, εὖ ἴσθι, εἰ μὴ ὤφθη πρότερον ὁ κατ’ ἤπειρον ἅπας στρατὸς μετὰ τοῦ σφῶν ἄρχοντος ἄνωθεν ἐπελθὼν. Τοῦτο γὰρ ἐκείνους μὲν ἐγγυτάτω τοῦ διαφθαρῆναι ἐλθόντας καὶ νυκτὸς δρασμὸν διανοουμένους ἔσωσεν, ἡμᾶς δὲ τελείως ἀπώλεσεν. Οὐ γὰρ ἐχώρησε τὸν στρατὸν οὔτε τὰ πρὸ τῆς πόλεως πεδία, οὔτε αἱ παρ’ ἑκάτερα φάραγγες· ἀλλὰ καὶ βουνοὶ δρώμενοι καὶ γήλοφοι οὐκ ἤρκεσαν στρατοπεδεύσασθαι.

Άρχισε αμέσως να δραστηριοποιείται, να στήνει και να χρησιμοποιεί εναντίον τής πόλης κανόνια μεγαλύτερα απ’ όσα είχε δει μέχρι τότε ο ήλιος. Πολύ γρήγορα η πόλη έπεσε σε κατάσταση απελπισίας και χάθηκε αμέσως κάθε ελπίδα για το καλύτερο. Τα απαραίτητα σπάνιζαν ήδη και υπήρχε έλλειψη νερού, κάτι που δεν είχε συμβεί εδώ και πολύ καιρό. Οι άνθρωποι δεν ήθελαν να εμπλακούν σε τόσο προφανή κίνδυνο, αλλά απέβλεπαν σε συνθηκολόγηση. Σε κανένα δεν φαινόταν ότι θα μπορούσαμε να παρατείνουμε τον πόλεμο, ενώ ήταν προφανές ότι η πόλη θα καταλαμβανόταν με έφοδο. Καθώς έτσι σκέφτονταν οι πολλοί, φάνηκε προτιμότερο να παραδοθούμε, ώστε να μην αναγκαστούμε να διασχίσουμε όλη τη γη και τη θάλασσα αιχμάλωτοι και ζητώντας ελεημοσύνη.

Εὐθὺς οὖν ἐνεργὸς ἦν, καὶ τὰς μεγίστας τῶν ἑλεπόλεων, ὧν μείζους οὔπω εἶδεν ἥλιος, στήσας, ἐχρῆτο κατὰ τῆς πόλεως. Ἡ δὲ ἐν ἀμηχανίᾳ εὐθὺς ἦν, καὶ ἡ χρηστοτέρα αὐτὴν καθάπαξ ἐλπὶς ἀπολέλοιπε. τὰ τε γὰρ ἐπιτήδεια ἐσπάνιζεν ἤδη, καὶ τὸ ὕδωρ καθάπαξ ἐπέλιπε· πρᾶγμα ἐκ τοῦ παντὸς αἰῶνος μηδέπω γεγενημένον· ὅ τε δῆμος οὐκ ἤθελεν ἔτι εἰς προὖπτον κίνδυνον αὑτὸν ἐμβαλεῖν, ἀλλ’ ἐς ξυμβάσεις ἑώρα. οὐδὲν ἔτι ἐδόκει ἐκ τῶν παρόντων οἷόν τε εἶναι τὸν πόλεμον διενεγκεῖν· ἀλλὰ δῆλον ἦν ἤδη κατὰ κράτος ἁλώσασθαι. Οὕτω δὴ βουλευομένοις τοῖς πολλοῖς ἐδόκει ὁμολογίᾳ προσχωρεῖν, ὡς μὴ αἰχμάλωτοι γῆν πᾶσαν καὶ θάλατταν προσαιτοῦντας ἐπελθεῖν.

Όταν επιτεύχθηκαν έτσι οι συμφωνίες, παρέδωσαν την πόλη και τούς εαυτούς τους. Και η πιο ελεύθερη από όλες τις πόλεις, που έδωσε στο παρελθόν πολλούς λαμπρούς αγώνες για την ελευθερία της, κερδίζοντας τιμή και δόξα, έπεσε αλίμονο στα χέρια αλλοφύλων. Τώρα υποφέρει την ατιμωτική δουλεία, προξενώντας μεγάλη θλίψη όχι μόνο στους ομοθρήσκους, αλλά και σε όλους τούς βαρβάρους τής Μικράς Ασίας.

Οὕτω τοίνυν τῶν ὁμολογιῶν πεπραγμένων, τὴν πόλιν καὶ ἑαυτοὺς παρέδωκαν· καὶ ἡ ἐλευθεριωτάτη τῶν πόλεων, πολλοὺς μὲν ὑπὲρ ἐλευθερίας τὸν πρόσθεν χρόνον λαμπρῶς ἀγωνισαμένη ἐς μέγα δὲ ἀξίωμα καὶ κλέος ἐλθοῦσα, ὑπ’ ἀλλοφύλοις, φεῦ ! ἐγένετο· καὶ νῦν τὴν ἄτιμον ὑπομένει δουλείαν, πένθος μέγα οὐ μόνον τοῖς ὁμοδόξοις, ἀλλὰ καὶ πᾶσι τοῖς ἐν Ἀσίᾳ βαρβάροις.

Όταν πήραν την πόλη και έπιασαν όλους τούς Κομνηνούς σαν να τούς είχαν μέσα στο δίχτυ τού ψαρά, έπαιρναν αγόρια και κορίτσια, αιχμαλωτίζοντας σχεδόν όλα όσα βρίσκονταν εκεί κοντά. Μεταξύ των οποίων και τον δικό μου, αλίμονο, γιο, τον οποίο βάφτισες εσύ ο ίδιος, όταν η μητέρα του στον έφερε στην κολυμπήθρα, τον όμορφό μου Βασίλειο. Επίσης και τον άντρα τής κόρης μου, που ήταν νέος και όμορφος και είχε απολαύσει τον γάμο του για πολύ λίγο. Όσο για τον αυτοκράτορα, τον έβαλαν σε γαλέρες μαζί με όλους τούς συγγενείς του και σχεδόν όλους τούς ανθρώπους τής εξουσίας και τον οδήγησαν στην Κωνσταντινούπολη. Από εκεί πάλι τούς οδήγησαν και τούς εγκατέστησαν στην περιοχή τής Αδριανούπολης.

Ἐπεὶ δὲ τῆς πόλεως ἐκράτησαν καὶ πάντας ὥσπερ ἐν μιᾷ σαγήνῃ τοὺς Κομνηνοὺς ἔσχον ὑποχειρίους, παῖδάς τε εὐθὺς καὶ κόρας ἐλάμβανον, ἀνδραποδιζόμενοι σχεδὸν ἅπαντας ὅσοις ὥρας τι προσῆν. Ἐν οἷς καὶ τὸν ἐμὸν, φεῦ ! υἱὸν, ὅν αὐτὸς διὰ τῆς μητρὸς ἐκ τοῦ θείου λουτροῦ λαβὼν υἱὸν ἐποιήσω, τὸν καλὸν Βασίλειον· ἔτι δε καὶ τὸν τῆς θυγατρὸς νυμφίον, ὅτι νέος τε ἦν και καλὸς ἐδόκει, ἐλάχιστον χρόνον ἀπολελαυκότα τοῦ γάμου. τὸν δὲ βασιλέα σὺν πάσῃ συγγενείᾳ καὶ τοὺς ἐν τέλει σχεδόν ἅπαντας εἰς τὰς τριήρεις ἐμβαλόντες, εἰς τὴν Κωνσταντίνου πόλιν ἤγαγον· ἐκεῖθεν δὲ πάλιν εἰς τὰ Ἀδριανοῦ ἀγαγόντες κατῴκισαν.

Και τώρα είμαι εδώ, τρέμοντας από τον φόβο με τον βράχο να κρέμεται πάνω από το κεφάλι μου. Αν και πολλές φορές κατά τη διάρκεια τής πολιορκίας ριψοκινδύνευσα, θέλοντας να πεθάνω, αυτό δεν συνέβη ακόμη, από θεία πρόνοια φαντάζομαι, που με κρατά για τα χειρότερα, για να πεθάνω αφού τιμωρηθώ για μεγάλο χρονικό διάστημα. Τα άλλα πράγματα, όπως τη φτώχεια και την ανελεύθερη ζωή σε μακρινή χώρα, μπορώ να τα υποφέρω, αλλά μού καίει τα σπλάχνα η στέρηση τού παιδιού μου. Πέρα από όλα τα άλλα, τρελαίνομαι όταν μαθαίνω ότι βασανίζεται και ταλαιπωρείται από τον κυρίαρχο όλων. Η αιτία είναι ότι το παιδί μου, έχοντας ισχυρό φρόνημα και όντας ιδιαίτερα ένθερμο από τη φύση του στα ζητήματα τής αρετής, δεν θα εγκαταλείψει την πίστη των πατέρων. Στην αρχή λοιπόν ο ηγεμόνας προσπάθησε να τον πείσει με λόγια και δώρα. Καθώς όμως ήταν απόρθητος από αυτά, στράφηκε στα βασανιστήρια.

καὶ νῦν εἰμι ἐνταῦθα, κορυφῆς ἀτεχνῶς ὑπερτέλλοντα δειμαίνων πέτρον. Καίτοι πολλάκις παρὰ τὴν πολιορκίαν ἠφείδησα ἐμαυτοῦ ὥστε θανεῖν· ἀλλ’ οὕπω ἐγένετο τούτου τυχεῖν, τῆς Προνοίας, οἶμαι, ἐπὶ τὸ χεῖρον φυλαττούσης, ὅπως, ἐπὶ πολὺν τιμωρηθεὶς χρόνον, ἔπειτα ἀποθάνω. καὶ τὰ μὲν ἄλλα φέρειν οἷός τὲ εἰμι, πενίαν φημὶ καὶ τὴν ἐν ἀλλοδαπῇ ἀνελεύθερον διατριβὴν· ἡ δὲ τοῦ παιδὸς στέρησις ἐμπιπρᾷ μου τὰ σπλάγχνα. πρὸς γὰρ τοῖς ἄλλοις αἰκιζόμενον αὐτὸν ὑπὸ τοῦ πάντων κρατοῦντος καὶ μαστιζόμενον ἑκάστοτε μανθάνων, ἔκφρων γίνομαι· αἴτιον δὲ, ὅτι φρονήματος έπειλημμένος οὑμὸς παῖς, ὤν τε ἄλλως φύσει περὶ ἀρετὴν θερμός, τὴν πάτριον οὐ προδίδωσι δόξαν. καὶ τὴν οὖν ἀρχὴν λόγοις αὐτὸν ἐπεχείρει πείθειν καὶ δώροις ὁ κρατῶν·

Όταν, έχοντας κάνει τα πάντα, δεν μπόρεσε να υπερισχύσει, εμεινε έκπληκτος από την αρετή τού παιδιού και την αίσθηση δικαιοσύνης. Δεν τον ελευθέρωσε όμως, όπως θα ήταν το πρέπον, αλλά παρατώντας τον προσηλυτισμό, αποφάσισε να τον απελευθερώσει με λύτρα. Τέτοιας φιλανθρωπίας το έκρινε άξιο. Όμως ζητά μεγάλο ποσό λύτρων, το οποίο από μόνοι μας δεν θα μπορέσουμε ποτέ να συγκεντρώσουμε. Αυτά λοιπόν είναι τα νέα μας και από πολλές απόψεις ακόμη χειρότερα. Θέλοντας να σού ζητήσω χέρι βοήθειας, δεν νομίζω ότι θα χρειαστείς πολλά λόγια. Γιατί εκείνος που έχει πληρώσει τα λύτρα για την απελευθέρωση πολλών από τούς δύστυχους Ρωμιούς, θα φροντίσει έναν πολίτη που υποφέρει και παρακαλεί.

ὡς δὲ ἦν τούτοις ἀνάλωτος, ἐπὶ τὰς βασάνους ἐτράπετο. Ἐπεὶ δὲ πάντα ποιήσας οὐδὲν ἴσχυσε, τὴν μὲν ἀρετὴν ἐθαύμαζε τοῦ παιδὸς καὶ τὴν μετὰ φρονήματος ἔνστασιν· οὐ μὴν ᾗ προσῆκεν ἐλεύθερον αὐτὸν ἐποίησεν· ἀλλ’ ἀπογνοὺς τὴν μεταβολὴν, ἀποδόσθαι ἔγνωκε· τοσαύτης αὐτὸν φιλανθρωπίας ἠξίωσε. Πλείστου δὲ αὐτὸν ὅμως ἀποδίδοται, καὶ ὅσον αὐτοὶ οὐκ ἄν ποτε ἱκανοὶ ἐσόμεθα λυτρώσασθαι. τὰ μὲν οὖν ἡμέτερα ἐν τούτοις καὶ πολλῷ χείροσιν ἔτι· δεῖσθαι δέ σου βουλόμενοι χεῖρα ὀρέξαι, οὐ πολλῶν ἡγοῦμαι δεήσασθαι λόγων. Ὁ γὰρ πολλοῖς τῶν ἀθλίων Ῥωμαίων τὴν αἰχμαλωσίαν λυσάμενος, οὐ δήπου πολίτην ἕνα δεόμενον περιόψει.

Αν και στο παρελθόν ήμουν διακριτικός, μη θέλοντας να ζητήσω κάτι από την αφεντιά σου, τώρα δεν θα ντρεπόμουν να το κάνω. Παρακαλώ λοιπόν την αφεντιά σου σεβασμιότατε πατέρα, ενθυμούμενος την πάντοτε απέναντί σου καλή μου διάθεση και τις πολλές και μεγάλες ελπίδες που είχα εναποθέσει σε σένα, έχοντας τις οποίες ζήσαμε ευχάριστα μέχρι τη στιγμή τής άλωσης, όπως γνωρίζει ο οφθαλμός που βλέπει τα πάντα, καθώς επίσης και τις ευεργεσίες σου προς εμάς, τις οποίες, αν τις αφαιρέσει κάποιος δικός μας, δεν ξέρω τι θα απομείνει, όπως και εκείνη την καθαρή και ειλικρινή φιλία, την οποία ούτε ο χρόνος, ούτε οι αλλαγές των καταστάσεων, ούτε η τόσο μεγάλη απόσταση, δεν μπόρεσαν να αμαυρώσουν καθόλου.

Καίτοι τὸν πρόσθεν χρόνον εὐλαβὴς ἦν αἰτεῖν τι παρὰ τῆς σῆς κυριότητος· ἀλλὰ νῦν οὐκ ἄν αἰσχυνοίμην τὸ πρᾶγμα. Δέομαι τοίνυν τῆς σῆς κυριότητος, αἰδεσιμώτατε δέσποτα, μεμνημένον τῆς πολλῆς ἡμῶν ἀεὶ περὶ σέ εὐνοίας καὶ τῶν πολλών ἐπὶ σοὶ καὶ μεγάλων ἐλπίδων, ὧν ἔχοντες ἡδέως διεβιώσαμεν τὸν μέχρι τῆς ἁλώσεως χρόνον, ὡς οἶδεν ὁ πάντα ἐφορῶν ὀφθαλμός, ἔτι δὲ τῆς παρὰ σοῦ εἰς ἡμᾶς εὐεργεσίας, ἥν εἴ τις τῶν ἡμετέρων ἀφέλῃ, οὐκ οἶδ’ εἴ τι περιλειφθήσεται, καὶ τῆς καθαρᾶς ἐκείνης καὶ εἰλικρινοῦς φιλίας, ἥν οὐ χρόνος, οὐ πραγμάτων μεταβολαί, οὐ τοσοῦτον διάστημα ἴσχυσεν ὁπωσοῦν ἀμαυρῶσαι,

Αυτά που μπορείς να κάνεις για να βοηθήσεις είναι πρώτα να ελευθερώσεις τον Βασίλειο για εμάς, ο οποίος, μόλις συμβεί αυτό, θα έρθει αμέσως σε σένα και θα γίνει υπηρέτης σου. Στη συνέχεια, να προσφέρεις και σε εμάς κάποια οικονομική βοήθεια στο μέλλον, με την οποία θα μπορέσουμε να επίζήσουμε μέσα στην τωρινή μας κακοτυχία. Αλλά αν τα δύο αυτά πράγματα είναι μεγάλα και δεν είναι εύκολο να γίνουν αυτή τη στιγμή, απελευθερώνοντας το παιδί μου θα ήταν το πιο σπουδαίο πράγμα που θα μπορούσες να κάνεις και δεν θα υπήρχε μεγαλύτερο για εμάς, που θα αντέξουμε τις άλλες ατυχίες χωρίς πικρία, βλέποντας τούς αξιοθρήνητους Ρωμιούς, που κάνουν ό,τι μπορούν για να βάλουν ψωμί στο καθημερινό τραπέζι.

τὰ προσήκοντα τῇ παρούσῃ τύχῃ βοηθῆσαι, καὶ πρῶτον μὲν ἡμῖν τὸν Βασίλειον ἐλευθερῶσαι, ὅς, τούτου τυχὼν, εὐθὺς παρὰ σὲ ἥξει, δοῦλος ἐσόμενος· ἔπειτα καὶ ἡμῖν τινα χορηγίαν εἰς τὸ μέλλον πορίσασθαι, αφ’ ἧς ἐν τῇ παρούσῃ τύχῃ διαβιώσομεν. Εἰ δὲ μεγάλα ταῦτα καὶ ἀμφότερα οὐ ῥᾴδιον τὸ νῦν ἔχον γενέσθαι, σὺ δὲ τὸν παῖδα λυσάμενος τὰ μέγιστα εὖ ποιήσεις καὶ οὗ μεῖζον ἡμῖν οὐκ ἄν γένοιτο, αὐτοὶ δὲ τὴν ἄλλην τύχην οὐ χαλεπῶς οἴσομεν, ὁρῶντες τοὺς ἀθλίους Ῥωμαίους οἵ ἅπαντα πράττουσιν ὅπως τῆς ἐφημέρου τροπῆς εὐπορήσωσιν.

Αλλά μακάρι ο Θεός που κανονίζει όλα τα πράγματα να σού δίνει πολλά χρόνια ζωής και να σε φυλάει για εμάς υγιή και γενναιόδωρο. Γιατί έχοντας εσένα, θα περάσουμε χωρίς δυστυχία την αιχμαλωσία, τη φτώχεια και κάθε ατυχία. Προς Θεού όμως, μην αρνηθείς να καταδεχτείς να μάς γράφεις. Και μόνο τα γράμματά σου μάς φέρνουν μεγάλη παρηγοριά. Είναι εύκολο να μάς στείλεις γράμματα εδώ, γιατί φτάνουν πολλοί στην Κωνσταντινούπολη από τη Βενετία και τη Φλωρεντία, ενώ από εκεί στην Αδριανούπολη είναι τριών ημερών δρόμος, ώστε να είναι ασφαλές να σταλούν γράμματα και οτιδήποτε άλλο. Κι εγώ προσωπικά, μαθαίνοντας ότι έχει έρθει κάτι από σένα, θα σπεύσω αμέσως στην Κωνσταντινούπολη.

Ἀλλὰ σοι ὁ πάντα διέπων Θεὸς μακρὸν μὲν αἰῶνα δοίη, ἐῥῥωμένον δὲ ἡμῖν καὶ εὔθυμον διαφυλάττοι· σὲ γὰρ ἔχοντες καὶ αἰχμαλωσίαν καὶ πενίαν καὶ πᾶσαν τύχην οὐ χαλεπῶς οἴσομεν. πρὸς Θεοῦ δὲ μὴ ἀπαξιώσῃς ἡμῖν ἀεὶ γράφειν· ὡς ἡμῖν καὶ τὰ σὰ γράμματα μόνα μεγίστην φέρει παραμυθίαν. Ἐνταῦθα δὲ ἡμῖν ἐπιστέλλειν ῥᾴδιον· πολλοὶ γὰρ ἐκ Βενετίας, οἱ δὲ ἐκ Φλωρεντίας εἰς τὴν Κωνσταντίνου πόλιν ἀφικνοῦνται· ἐντεῦθεν δὲ εἰς τὴν Ἀδριανοῦ τριῶν ἡμερῶν ὁδὸς ἐστιν· ὥστε ἔστι καὶ γράμματα καὶ ἄλλο τι ἀσφαλῶς πέμπειν. καὶ γὰρ αὐτὸς μαθὼν τι παρὰ σοῦ ἥκειν, τάχιστα εἰς τὴν Κωνσταντίνου ἀφίξομαι.

Ο άνθρωπος που σού φέρνει αυτό το γράμμα είναι συμπολίτης μας, συγγενής και φίλος τού Παρασκευά, τού υπηρέτη τής μητέρας σου. Έχασε κι αυτός παιδί και γυναίκα κι αν τού προσφέρεις τη δυνατή βοήθεια, θα κάνεις χάρη στη μητέρα σου, έστω και πεθαμένη. Κι αυτός για χάρη της έρχεται σε σένα. Να είσαι καλά.

Ὁ παρὼν ἄνθρωπος, ὁ τὰ γράμματα κομίζων, ἔστιν ἡμέτερος πολίτης, συγγενὴς καὶ οἰκεῖος τοῦ Παρασκευᾶ τοῦ τῆς μητρὸς θεράποντος· ἀπώλεσε δὲ καὶ αὐτὸς παῖδα καὶ γυναῖκα, ὅν εἰ βοηθείας τοῦ δυνατῆς ἀξιώσεις, τῇ μητρὶ καὶ θανούσῃ δόξεις χαρίζεσθαι· καὶ γὰρ αὐτὸς δι’ ἐκείνην πρὸς σὲ ἔδραμεν. Ἔῥῥωσο.»

Αδριανούπολη, 11 Δεκεμβρίου 1462.

Ο ταπεινός δούλος τής σεβασμιότητάς σου

Γεώργιος Αμιρούτζης

Βλέπε επίσης Lampros (επιμ.), Ecthesis chronica, Λονδίνο, 1902, σελ. 25-27, Sanudo, Vite de duchi στο RISS, XXII, στήλη 1159 και πρβλ. N. Iorga, Notes et extraits, IV (Βουκουρέστι, 1915), μέρος 3, έγγραφο αριθ. 180, σελ. 271 (μπερδεμένη αναφορά, η οποία έπρεπε να έχει χρονολογία 1473 αν είναι σωστά τα λεγόμενά της ότι ο Ουζούν Χασάν ήταν πενήντα ετών), Fr. Babinger, «La Date de la prise de Trebizonde par les Turcs (1461)», Revue des études byzantines, VII (1949), 205-7.

Δύο χρόνια αργότερα (στις 30 Αυγούστου 1463), όταν η Βενετία τελικά προκλήθηκε σε πόλεμο με την Πύλη, η Γερουσία θα επιδίωκε συμμαχία με τον Ουζούν Χασάν εναντίον τού κοινού τους εχθρού [Ljubić, Listine, X, 269 και πρβλ. σελ. 277, 314].

Bλέπε επίσης Wm. Miller, Trebizond, Λονδίνο, 1926, σελ. 97-112, V. Minorsky, «Uzun Hasan», Encyclopaedia of Islam, IV (1924-34), 1066. Πρβλ. J. H. Kramers, «Tarabzun», στο ίδιο, IV, 661-62 και Χρύσανθος, μητροπολίτης Τραπεζούντος (αργότερα αρχιεπίσκοπος Αθηνών), «Η εκκλησία Τραπεζούντος» στο Ἀρχεῖον Πόντου, IV-V (Αθήνα, 1933, δημοσιευμένο επίσης χωριστά το 1936), 318-25, 387.

O Δαβίδ Κομνηνός και οι περισσότεροι από τούς αρσενικούς συγγενείς του εκτελέστηκαν στο φρούριο-φυλακή Γεντί-Κουλέ (Επταπύργιον) τής Ισταμπούλ την 1η Νοεμβρίου 1463. Όμως ακόμη και μέχρι το 1500 ο μεγαλύτερος γιος τού Ουζούν Χασάν από τη Δέσποινα Χατούν αναγνωριζόταν στη Δύση ως διεκδικητής τής αυτοκρατορίας τής Τραπεζούντος:

«ο οποίος από μητρικό δικαίωμα ενδιαφέρεται για την αυτοκρατορία τής Τραπεζούντας, την οποία πριν σαράντα χρόνια κατέλαβε ο πατέρας τού κοινού εχθρού…» [Iorga, Notes et extraits, V (1915), έγγραφο αριθ. 363, σελ. 328].

(ad quem qua materno jure Trapezuntis imperium spectat, quod anno abhinc quadragesimo parens communis hostis occupaverat…)

[←25]

Για τον Βλαντ Ντράκουλα πρβλ. Pius II, Comm., βιβλίο xi, αγγλική μεταφρ., σελ. 738-40, εκδ. Φρανκφούρτης, 1614, σελ. 296-97, Raynaldus, Annales ecclesiastici ad ann. 1462, αριθ. 29, τόμ. XIX (1693), σελ. 117-18, F. Babinger, Maometto il Conquistatore, Τορίνο, 1957, σελ. 304-13, 519-20 και ιδιαίτερα Radu Florescu και Raymond T. Menally, Dracula: A Biography of Vlad the Impaler, Νέα Υόρκη, 1973, σελ. 90-110, με καλή περιγραφή των πηγών (Χαλκοκονδύλης, Τούρκος χρονικογράφος Enveri, τα ονομαζόμενα «απομνημονεύματα» τού Κωνσταντίνου τής Ostrovica, κλπ.), στο ίδιο, σελ. 197-201. Πρβλ. την επιστολή τής ενετικής Γερουσίας με ημερομηνία 28 Ιουνίου 1462 προς τον Νικκολό Σαγκουντίνο, τότε στην παπική κούρτη, που περιλαμβάνει νέα τής φυγής τού Βλαντ Ντράκουλα ενόψει τής επίθεσης τού σουλτάνου «στα μέρη τής Βλαχίας» (in partes Valachie) [Ljubić, Listine, X, 217].

O Βλαντ «Ντράκουλα» (Draculea) ήταν γιος τού Βλαντ Γ΄ Ντράκουλ (Δράκου ή Διάβολου). Προέβαλλε σχεδόν απίστευτη αντίσταση στην τουρκική εισβολή τού 1462. Όμως όταν εγκαταλείφθηκε από τούς περισσότερους από τούς βογιάρους του, αναγκάστηκε να αφήσει την ένοπλη αντίθεσή του με τούς Τούρκους τον Ιούλιο. Προχωρώντας προς το Μπρασόβ (Κρόνστατ), στους πρόποδες των Τρανσυλβανικών Άλπεων, όπου ο βασιλιάς Ματίας Κορβίνους στρατοπέδευε τότε, ο Ντράκουλα συνελήφθη (στις 26 Νοεμβρίου 1462) και οδηγήθηκε φρουρούμενος στη Βούδα. Εκεί πέρασε δώδεκα χρόνια ως όμηρος λίγο-πολύ των Ούγγρων (1462-1474). Όταν απελευθερώθηκε για να συνεχίσει τον πόλεμο εναντίον των Τούρκων, ο Ντράκουλα ξεκίνησε επίθεση το καλοκαίρι τού 1476 σε συμμαχία με τον Ούγγρο άρχοντα Στέφεν Μπάτορυ, τον Στέφανο τον Μεγάλο τής Μολδαβίας και τον Βουκ Μπράνκοβιτς τής Σερβίας. Επιδιώκοντας να ανακτήσει τη Βλαχία, κατέλαβε το Τιργκοβίστε και το Βουκουρέστι τον Νοέμβριο τού 1476. Ένα περίπου μήνα αργότερα ο Βλαντ ήταν νεκρός, είτε δολοφονημένος ή σκοτωμένος σε σύγκρουση με τούς Τούρκους. Το κεφάλι του στάλθηκε στον Μωάμεθ Β΄ στην Ισταμπούλ και πέρασε από την ιστορία στον θρύλο.

[←26]

Ducae historia italice interprete incerto (στην έκδοση CSHB, Βόννη τού Δούκα, σελ. 512).

[←27]

R. Valentini, «L’ Egeo dopo la Caduta di Costantinopoli nelle relazioni dei gran maestri di Rodi», Bulleltino dell’ lstituto storico italiano per il medio evo e Archivio Muratoriano, LI (1936), έγγραφο αριθ. iv, σελ. 167: Σύμφωνα με εγκύκλιο επιστολή με ημερομηνία 4 Νοεμβρίου 1462 από τον μεγάλο μάγιστρο Πέδρο Ραμόν Ζακόστα προς τούς Ιωαννίτες στην Ιταλία και στο βασίλειο τής Σικελίας,

«…ο Τούρκος διέταξε να κοπούν όλοι οι Λατίνοι στη μέση, σύμφωνα με τούς όρους τής συμφωνίας με τον άρχοντα τής Λέσβου. Κόπηκαν 400 περίπου Λατίνοι με το σπαθί, ενώ ο ίδιος ο δήμος έγινε τριπλή λεία, των στρατιωτών και των πειρατών [δηλαδή των στρατιωτών και ναυτών τής τουρκικής εκστρατευτικής δύναμης], τού Λατίνου αρχιεπισκόπου [Βενέδικτου] και των ιερέων, καθώς έγιναν βοοειδή προς πώληση και διέταξε να οδηγηθούν όλοι οι άνθρωποι στην Κωνσταντινούπολη…».

(… Theucer cunctos Latinos medios truncari precipit, servata cum domino Lesbiorum vite pactione. Abscinduntur ense viri latini fere quadringenti, demum tripartita preda sibi, militibus et piratis, archiepiscopum latinum [Benedictum] et sacerdotce, utpote pecudes venales effectos, et universum populum in Constantinopolim duci iubet…)

Πρβλ. Χαλκοκονδύλη, που γράφει ότι ο σουλτάνος διέταξε να κοπούν στα δύο τριακόσιοι «πειρατές» [βιβλίο x, CSHB, Βόννη, σελ. 526, γραμμές 9-11, επιμ. Darkò, II-2, 273, γραμμές 23-25]:

Οδήγησε τούς πειρατές, τριακόσιους περίπου συνολικά, σε ένα από τα προάστεια και τούς έσφαξε. Η σφαγή έγινε κόβοντας κάθε άνδρα στη μέση. Ήταν ο πιο βίαιος τρόπος θανάτου που είχε επινοήσει για τούς εχθρούς του, κόβοντας το σώμα τους στα δύο.

«τοὺς δὲ πειράτας ἀπαγαγὼν κατέσφαξεν, ἐς τριακοσίους μάλιστα, ἐς χῶρον ἕνα τῶν προαστείων, τὰ σώματα δίχα ποιούμενος ἐς τὴν σφαγήν. τοῦτο γὰρ βιαιότερον ἐς τοὺς πολεμίους ἐξεύρητο τοῦ θανάτου εἶδος, τὸ σῶμα ἐς δύο τέμνειν.»

[←28]

Κριτόβουλος, IV, 11-14, επιμ. Müller, FHG, V 1, σελ. 144-46, επιμ. Grecu (1963), σελ. 295, 297, 299, 301, 303, με αλλαγές στο κείμενο:

Γιατί ο Νικορέζος, ο γιος τού Ντορίνο, ο οποίος με τον αδελφό του Ντομένικο είχε απομείνει κληρονόμος των περιοχών τού πατέρα του όταν πέθανε ο πατέρας τους, και ο οποίος είχε συνάψει συνθήκη με τον σουλτάνο και πλήρωνε φόρο υποτέλειας, πρώτα αποφασίζοντας λανθασμένα και ενεργώντας απρόσεκτα, συνέλαβε και φυλάκισε τον αδελφό του και τον δολοφόνησε προδοτικά. Στη συνέχεια ούτε τον φόρο απέδιδε αμέσως στον σουλτάνο, ούτε ήταν πρόθυμος να τηρεί τις υποχρεώσεις του από τη συνθήκη, αλλά συνέχισε τις μυστικές διαπραγματεύσεις με τούς Ιταλούς. Έκανε συμφωνίες μαζί τους και, όπως έχω πει, έσπασε τη συνθήκη του με τον σουλτάνο με πολλούς άλλους τρόπους, και ιδιαίτερα ανεχόμενος τις επισκέψεις των πειρατικών πλοίων, ανταποδίδοντας άλλες ο ίδιος και παρέχοντάς τους οδηγούς στις πόλεις, στα λιμάνια και σε τέτοια μέρη, έκανε μυστικά ζημιές σε όλες τις ακτές τού σουλτάνου απέναντι από τη Λέσβο. Όχι μόνο αυτό, αλλά επιτέθηκε και στην ίδια τη [Θρακική] Χερσόνησο και στις απέναντι ακτές τής Θράκης και τής Μακεδονίας.

«Νικορέζος γὰρ ὁ τοῦ Δωριέως υἱός, κληρονόμος καὶ αὐτὸς μετὰ τοῦ ἀδελφοῦ Δομινίκου καταλειφθεὶς τῆς πατρῴας ἀρχῆς, τελευτήσαντος αὐτοῖς τοῦ πατρός, καὶ σπονδὰς ἔχων μετὰ τοῦ βασιλέως καὶ φόρου ὑποτελὴς ὤν, πρῶτα μὲν κακῶς βουλευσάμενος καὶ ἀνόσια δρῶν ξυλλαμβάνει τὸν ἀδελφὸν καὶ ἐς εἱρκτὴν ἐμβαλὼν ἀναιρεῖ δόλῳ· ἔπειτα οὔτε τὸν φόρον ἀπεδίδου προθύμως τῷ βασιλεῖ, οὔτε μένειν ἀδόλως ἤθελεν ἐπὶ τῶν σπονδῶν, ἀλλὰ κοινολογούμενος κρύφα τοῖς Ἰταλοῖς καὶ ξυνθήκας ποιῶν μετ’ αὐτῶν, ὡς καὶ πρότερόν μοι εἴρηται, παρεσπόνδει τὸν βασιλέα ἐν ἄλλοις τε πολλοῖς καὶ δὴ καὶ τὰς κατάρσεις δεχόμενος τῶν πειρατικῶν νεῶν καὶ αὐτὸς ἑτέρας ἀντιπληρῶν καὶ ἡγεμόνας τῶν χωρῶν καὶ λιμένων καὶ τόπων παρέχων αὐτοῖς ἐκάκου λάθρα πᾶσαν τὴν προσεχῆ τῇ Λέσβῳ παραλίαν τοῦ βασιλέως, οὐ μόνον δέ, ἀλλὰ καὶ Χερρόνησον αὐτὴν καὶ τὴν ἀντιπέρας Θρᾴκης τε καὶ Μακεδονίας.

Ο σουλτάνος το άκουγε συχνά αυτό και έστελνε να τον διατάξουν να μην ενεργεί έτσι κάτω από συνθήκη και ειρήνη (γιατί δεν μπορούσε να κρύψει τέτοιες κακές πράξεις), αλλά να παραμένει πιστός στη συνθήκη και να πληρώνει πρόθυμα τον φόρο υποτέλεια, διαφορετικά θα έκανε πόλεμο εναντίον του.

Πυνθανόμενος πολλάκις ὁ βασιλεὺς πέμπων ἐκέλευε μὴ τοιαῦτα δρᾶν ἐν σπονδαῖς καὶ εἰρήνῃ (οὐ γὰρ λανθάνει κακουργῶν τὰ τοιαῦτα), ἀλλὰ ἐμμένειν ἀδόλως ταῖς σπονδαῖς καὶ τὸν φόρον ἀποδιδόναι προθύμως ἤ πόλεμον ποιήσειν αὐτῷ.

Εκείνος αφενός αρνούμενος τις κατηγορίες και πιστεύοντας ότι μπορούσε να κρυφτεί και αφετέρου έχοντας και μάταιες ελπίδες για βοήθεια από τούς Ιταλούς, έδινε μικρή προσοχή στον σουλτάνο. Εκείνος τον απείλησε πολλές φορές και μάλιστα έστειλε και στόλο, όπως ανέφερα πιο πάνω, και κατέστρεψε και μέρος τής Λέσβου για να τον λογικέψει. Όμως αυτός δεν άλλαζε. Αν και για λίγο, επειδή φοβόταν, έκανε ορισμένα πράγματα και απέφευγε άλλα, παρέμεινε αμετάβλητος.

Ὁ δὲ τὰ μὲν ἀρνούμενός τε καὶ λανθάνειν νομίζων, τὰ δὲ καὶ ματαίας ἐλπίδας ἔχων ἐν Ἰταλοῖς, βραχὺ τῶν βασιλέως ἐφρόντιζεν. Ὁ δὲ πολλάκις ἀπειλήσας αὐτῷ καὶ δὴ καὶ στόλον ἐκπέμψας, ἤ πρόσθεν ἔφθην εἰπὼν, καὶ μέρος τι τῆς Λέσβου καταδραμὼν, ὥστε σωφρονίσαι αὐτὸν· ὁ δ’ οὐδὲν μᾶλλον ἠφίει, ἀλλὰ πρὸς καιρὸν μὲν ἐδόκει ποιεῖν φόβῳ τοῦτο καὶ τῶν τοιούτων ἀπέχεσθαι, οὐδὲν δὲ ἧττον αὖθις ἔμενεν ἐπὶ τῶν αὐτῶν.

Έτσι ο σουλτάνος εξοργίστηκε και εκστράτευσε εναντίον του. Έκανε τις προετοιμασίες του όσο το δυνατόν γρηγορότερα, πήρε τον στόλο του καλά οπλισμένο, ανέβασε οπλίτες και όλα τα είδη όπλων στα πλοία, συμπεριλαμβανομένων πετροβόλων κανονιών και βαλλιστρών, διόρισε τον Μαχμούτ πασά αρχηγό και ναύαρχο τού στολου και τον έστειλε. Ο ίδιος με τον στρατό του διέσχισε τον Ελλήσποντο και πορευόταν μέσα από την κάτω Φρυγία.

Ὀργισθεὶς οὖν ἐπὶ τούτοις ὁ βασιλεὺς τὴν ἐκστρατείαν κατ’ αὐτοῦ ἐποιεῖτο. Παρασκευασάμενος οὖν ὅτι τάχος τὸν στόλον καὶ ὁπλίσας καλῶς, καὶ ὁπλίτας πολλοὺς καὶ ὅπλα παντοῖα ἐπιβιβάσας ταῖς ναυσὶ καὶ μηχανὰς πετροβόλους καὶ ἀφετήρια, καὶ στρατηγὸν αὐτοκράτορα καὶ ἡγεμόνα τοῦ στόλου παντὸς ἑλόμενος Μαχουμούτεα τὸν πασίαν ἐκπέμπει, αὐτὸς δὲ ξὺν τῇ κατὰ γῆν στρατιᾷ διαβὰς τὸν Ἑλλήσποντον ἐπορεύετο διὰ τῆς κάτω Φρυγίας.

Φτάνοντας στο Ίλιον, παρατηρούσε τα ερείπιά του και τα ίχνη τής αρχαίας πόλης τής Τροίας, το μέγεθος, τη θέση της και όλα τα πλεονεκτήματα τής περιοχής, καθώς και την ευνοϊκή τοποθεσία της σε σχέση με τη στεριά και τη θάλασσα. Ρώτησε επίσης για τούς τάφους των ηρώων, τού Αχιλλέα εννοώ, τού Αίαντα και των υπόλοιπων. Τούς επαίνεσε και τούς μακάρισε για την ανάμνηση και τις πράξεις τους, καθώς και επειδή είχαν την τύχη να τούς επαινέσει ένας άνθρωπος όπως ο ποιητής Όμηρος.

καὶ ἀφικόμενος ἐς τὸ Ἴλιον κατεθεᾶτο τὰ τε ἐρείπια τούτου καὶ τὰ ἴχνη τῆς παλαιᾶς πόλεως Τροίας καὶ τὸ μέγεθος καὶ τὴν θέσιν καὶ τὴν ἄλλην τῆς χώρας ἐπιτηδειότητα, καὶ ὡς ἔκειτο γῆς καὶ θαλάσσης ἐν ἐπικαίρῳ, προσέτι δὲ καὶ τῶν ἡρώων τοὺς τάφους ἱστορεῖ, Ἀχιλλέως τὲ φημι καὶ Αἴαντος καὶ τῶν ἄλλων, καὶ ἐπῄνεσε καὶ ἐμακάρισε τούτους τῆς τε μνήμης καὶ τῶν ἔργων καὶ ὅτι ἔτυχον ἐπαινετοῦ Όμήρου τοῦ ποιητοῦ·

Λέγεται ότι είπε, κουνώντας λίγο το κεφάλι του: «Ο Θεός επιφύλαξε σε μένα, ύστερα από τόσο μεγάλο χρονικό διάστημα, το δικαίωμα να εκδικηθώ για αυτή την πόλη και τούς κατοίκους της. Γιατί υπέταξα τούς εχθρούς τους, λεηλάτησα τις πόλεις τους και έκανα “λεία Μυσών” τις υποθέσεις τους. Γιατί ήσαν Έλληνες, Μακεδόνες και Θεσσαλοί και Πελοποννήσιοι, εκείνοι που κατέστρεψαν στο παρελθόν αυτό το μέρος, των οποίων οι απόγονοι, ύστερα από μακρά περίοδο ετών, πλήρωσαν μέσω εμού τη δίκαιη ποινή, για την αδικία που έκαναν σε εμάς τούς Ασιάτες τότε αλλά και πολλές φορές αργότερα».

ὅτε λέγεται καὶ μικρὸν ξυγκινήσας τὴν κεφαλὴν εἰπεῖν· “ἐμὲ τῆς πόλεως ταύτης καὶ τῶν αὐτῆς οἰκητόρων ἐν τοσαύταις περιόδοις ἐτῶν ἐκδικητὴν ἐταμιεύετο ὁ θεὸς· ἐχειρωσάμην γὰρ τοὺς τούτων ἐχθρούς, καὶ τὰς πόλεις αὐτῶν ἐπόρθησα, καὶ Μυσῶν λείαν τὰ τούτων πεποίημαι. Ἕλληνες γὰρ ἦσαν καὶ Μακεδόνιοι καὶ Θετταλοὶ καὶ ΙΙελοποννήσιοι οἱ ταύτην πάλαι πορθήσαντες, ὧν οἱ ἀπόγονοι τοσαύταις ἐς ὕστερον περιόδοις ἐνιαυτῶν νῦν ἐμοὶ τὴν δίκην ἀπέτισαν, διὰ τε τὴν τότε ἐς τοὺς Ἀσιανούς ἡμᾶς καὶ πολλάκις ὕστερον ὕβριν αὐτῶν.”

Έτσι λοιπόν, ξεκινώντας από εκεί, έφτασε στο ακρωτήριο Λεκτόν και προχωρώντας πιο πέρα στρατοπέδευσε στην ηπειρωτική χώρα απέναντι από τη Λέσβο, ακριβώς απέναντι από τη Μυτιλήνη. Και ο Μαχμούτ, που απέπλευσε από την Καλλίπολη με ολόκληρο τον στόλο, διακόσια πλοία, έφτασε την τρίτη ημέρα στη Μυτιλήνη και αφού αποβίβασε τα στρατεύματά του, έστησε στρατόπεδο όχι μακριά από την πόλη.

Ὁρμηθεὶς οὖν ἐκεῖθεν ἀφίκετο ἐπὶ Λεκτὸν, κἀκεῖθεν ἄρας στρατοπεδεύεται ἐπὶ τῆς ἀντιπέραν ἠπείρου τῆς Λέσβου, καταντικρὺ Μιτυλήνης. Μαχουμούτης δὲ ἀναχθεὶς ἐκ Καλλιουπόλεως παντὶ τῷ στόλῳ, ναυσὶ διακοσίαις, τριταῖος καταίρει ἐς Μιτυλήνην καὶ ἀποβιβάσας τὴν στρατιὰν, στρατόπεδον τίθησιν οὐ πόρρω τῆς πόλεως.

Τότε οι Μυτιληναίοι έκαναν πρώτη εξόρμηση, αλλά δεν πέτυχαν τίποτε και σπρώχτηκαν ξανά από το βαρύ πεζικό πίσω στην πόλη, όπου έκλεισαν τις πύλες και παρέμεναν. Ο Μαχμούτ απευθύνθηκε αρχικά σε αυτούς και τον ηγεμόνα τους, ρωτώντας αν ήσαν πρόθυμοι να παραδοθούν οι ίδιοι και η πόλη τους στον σουλτάνο και να συμβιβαστούν μαζί του. Όμως, καθώς δεν μπορούσε να τούς πείσει, πρώτα κατέστρεψε την έξω περιοχή και λεηλάτησε τα πάντα. Ύστερα περιχαράκωσε την πόλη και την κύκλωσε με τον στρατό του. Έστησε τα κανόνια του εναντίον της, την πολιορκούσε και μέσα σε έξι ή επτά το πολύ ημέρες είχε καταστρέψει μεγάλο μέρος τού τείχους, γκρεμίζοντάς το με τα κανόνια του.

Μιτυληναῖοι δὲ τότε πρῶτον ἐπεκδρομὴν ποιησάμενοι καὶ μηδὲν δράσαντες πάλιν ξυνελαθέντες ὑπὸ τῶν ὁπλιτῶν βίᾳ ἐς τὴν πόλιν, κλείσαντες τὰς πύλας ἔμενον. Μαχουμούτης δὲ λόγους προσφέρει πρῶτον αὐτοῖς καὶ τῷ σφῶν ἡγεμόνι, εἰ βούλοιντο παραδόντες ἑαυτοὺς καὶ τὴν πόλιν ξυμβῆναι τῷ βασιλεῖ· ὡς δ’ οὐκ ἔπειθε, πρῶτα μὲν ἔκειρε τὰ ἔξω τῆς χώρας καὶ ἐδήωσε πάντα, ἔπειτα περισταυρώσας τὴν πόλιν καὶ κύκλῳ περιλαβὼν τῷ στρατῷ καὶ μηχανὰς ἐπιστήσας ἐπολιόρκει, καὶ τοῦ μὲν τείχους ἐν ἕξ ἤ ἑπτὰ ταῖς ὄλαις ἡμέραις κατέσεισε καὶ κατέρριψεν οὐκ ὀλίγον ταῖς μηχαναῖς.

Όταν οι κάτοικοι είδαν ότι το τείχος είχε γκρεμιστεί, έφεραν μεγάλα δοκάρια και περιφράσσοντάς το εσωτερικά και εξωτερικά και συσσωρεύοντας μέσα του χώματα και άλλα πράγματα, πολεμούσαν από εκεί.

Οἱ δὲ ἐν τῇ πόλει ὡς εἶδον τὸ τεῖχος κατερριμμένον, κεραίας μεγάλας ἐπαγαγόντες καὶ περισταυρώσαντες αὐτὸ ἔσωθέν τε καὶ ἔξωθεν, καὶ γῆν καὶ ὕλην ἄλλην ἔνδον ἐπιφορήσαντες ἐμάχοντο ἐπ’ αὐτοῦ.

Ο σουλτάνος, που παρακολούθησε τα δρώμενα από το στρατόπεδο, αποφάσισε ότι δεν έπρεπε να περιμένει πια,< αλλά ότι έπρεπε να κάνει κάθε προετοιμασία για ολόκληρο τον στρατό του, να επιτεθεί με κάθε δύναμη στην πόλη και να την καταλάβει με μία μόνο επίθεση. Διέταξε αμέσως να περάσουν στο νησί ο στρατός και όλα τα πυρομαχικά το συντομότερο δυνατό. Και περνούσαν.

Βασιλεὺς δέ, πέραν ἀπὸ τοῦ στρατοπέδου τὰ δρώμενα σκοπῶν, οὐκέτι μέλλειν ᾢετο δεῖν, ἀλλ’ ὡς τάχιστα παρασκευαστέα οἱ εἶναι παντὶ τῷ στρατῷ καὶ πάσῃ δυνάμει προσβαλεῖν τῇ πόλει, ὡς αὐτοβοεὶ ταύτην αἱρήσων· καὶ αὐτίκα κελεύει διαβιβάζειν ἐς τὴν νῆσον τὴν στρατιὰν καὶ τὸ ὁπλιτικὸν ἅπαν ὅτι τάχιστα. καὶ οἱ μὲν διέβαινον.

Ο σουλτάνος μπήκε σε γαλέρα και πέρασε και ο ίδιος απέναντι στο νησί. Όταν συναντήθηκε με τον Μαχμούτ, ενημερώθηκε για όλα. Στη συνέχεια ανέβηκε στο άλογό του και εξέταζε την πόλη, τα ευάλωτα και άτρωτα σημεία της από στεριά και θάλασσα. Και διέταξε να παραταχθεί ολόκληρος ο στρατός και να εξοπλιστούν οι γαλέρες, ώστε να επιτεθούν δια θαλάσσης από το λιμάνι.

Βασιλεὺς δ’ ἐμβὰς ἐς τριήρῃ περαιοῦται καὶ αὐτὸς ἐς τὴν νῆσον, καὶ ξυγγενόμενος Μαχουμούτει πυνθάνεται περὶ πάντων· ἔπειτα παριππεύων κατεσκόπει τὴν πόλιν, τὰ τε ἐπίμαχα καὶ ἀπόμαχα ταύτης κατὰ γῆν τε καὶ θάλασσαν, καὶ κελεύει τὴν στρατιὰν ἐκτάττεσθαι πᾶσαν καὶ τὰς τριήρεις ὁπλίζεσθαι, ὡς ἀπὸ θαλάσσης προσβαλούσας ἐκ τοῦ λιμένος.

Τότε όμως εκείνοι στην πόλη και ο διοικητής τους, όταν είδαν ότι ο σουλτάνος διέσχισε και ότι ο στρατός ετοιμαζόταν να τούς επιτεθεί από στεριά και θάλασσα, φοβήθηκαν ότι θα συλληφθούν βίαια έχοντας κατακτηθεί με τα όπλα (γιατί έβλεπαν ότι το τείχος είχε γκρεμιστεί από τα κανόνια και ότι ο στρατός ήταν τεράστιος και ισχυρός και πλήρως οπλισμένος, καθώς επίσης και ότι η ορμή τού σουλτάνου ήταν ακαταμάχητη και ότι δεν θα έφευγε ποτέ από το νησί, πριν να το καταλάβει εντελώς). Έτσι έστειλαν αγγελιοφόρο, για να παραδοθούν οι ίδιοι και η πόλη στον σουλτάνο, και επίσης για να ικετεύσουν για συγχώρεση, επειδή δεν είχαν παραδοθεί αμέσως, όταν κλήθηκαν.

Ἐν τούτῳ δὲ οἱ ἐν τῇ πόλει καὶ ὁ τούτων ἡγεμών, ὡς εἶδον τὸν τε βασιλέα περαιωθέντα καὶ τὴν στρατιὰν παρασκευαζομένην κατὰ γῆν τε καὶ θάλασσαν αὐτοῖς προσβαλεῖν, δείσαντες μὴ εὐθὺς ἀνάρπαστοι γένοινται βίᾳ τοῖς οπλοις ἁλόντες (τό τε γὰρ τεῖχος ἑώρων κατερριμμένον ταῖς μηχαναῖς, τοῦ τε στρατοῦ τὸ πλῆθος ἄπειρόν τε καὶ ῥωμαλέον καὶ κατάφρακτον ἅπαν τὴν τε τοῦ βασιλέως ὁρμὴν ἀνένδοτον οὖσαν, ὡς οὐδ’ ἄν, εἴ τι καὶ γένοιτο, τῆς νήσου ἀποστῆναι, εἰ μὴ ταύτην αἱρήσει τελείως), πέμπουσι κήρυκα, ἐνδιδόντες ἑαυτοὺς καὶ τὴν πόλιν τῷ βασιλεῖ, καὶ ἅμα δεόμενοι ξυγγνώμης τυχεῖν, ὅτι μὴ εὐθὺς προσεχώρησαν καλούμενοι.

Ο σουλτάνος δέχτηκε αυτούς τούς άνδρες και τούς έδωσε εγγυήσεις. Επομένως οι Μυτιληναίοι βγήκαν από την πόλη με τον διοικητή τους, προσκύνησαν τον σουλτάνο και τού παρέδωσαν την πόλη. Τούς δέχτηκε γενναιόδωρα και τούς έδωσε όμορφα δώρα. Τότε μπήκε στην πόλη, την κοίταξε προσεκτικά και τού φάνηκε πολύ καλή και πολύ όμορφη. Ήρθαν και οι άνδρες από τα άλλα φρούρια και πόλεις και παραδόθηκαν και αυτοί και τα φρούρια.

καὶ ὁ βασιλεὺς δέχεται τούτους καὶ δίδωσι αὐτοῖς τὰ πιστὰ· οἱ δὲ Μιτυληναῖοι ἐξίασι τῆς πόλεως μετὰ τοῦ σφῶν ἡγεμόνος καὶ προσκυνήσαντες τὸν βασιλέα παραδιδόασι ταύτην αὐτῷ. Ὁ δὲ δέχεται τούτους ἡμέρως καὶ δωρεῖται φιλοτίμως· ἔπειτα ἐσελθὼν ἐς τὴν πόλιν ἐθεάσατο πᾶσαν καλῶς, καὶ ἔδοξεν αὐτῷ ἀρίστη τε ἅμα καὶ καλλίστη. Ἥκουσι δὲ καὶ οἱ ἀπὸ τῶν ἄλλων φρουρίων καὶ πολισμάτων ἐνδιδόντες ἑαυτοὺς καὶ τὰ φρούρια.

Αφού πέρασε τέσσερις ολόκληρες ημέρες στο νησί, επιθεωρώντας αυτό και τα πάντα σε αυτό και θαυμάζοντας το μέγεθος και την ομορφιά του και τα διάφορα πλεονεκτήματα τής περιοχής και τις κατασκευές της, μπήκε πάλι σε γαλέρα και πέρασε στο στρατόπεδο του, αφήνοντας τον Μαχμούτ να οργανώσει τις υποθέσεις στην πόλη και στο νησί, σύμφωνα με τις οδηγίες του.

Βασιλεὺς δὲ τεσσάρας ὅλας ἡμέρας ἐν τῇ νήσῳ διαγαγὼν καὶ θεασάμενος αὐτὴν καὶ τὰ ἐν αὐτῇ πάντα, καὶ θαυμάσας τὸ τε μέγεθος καὶ κάλλος αὐτῆς καὶ τὴν ἄλλην τῆς γῆς ἀρετὴν καὶ κατασκευὴν, αὖθις ἐμβὰς ἐς τριήρη περαιοῦται ἐς τὸ στρατόπεδον, καταλιπὼν Μαχουμούτεα διαθέσθαι τὰ κατὰ τὴν πόλιν καὶ τὴν νῆσον, ὡς προσετάχθη.

Ο Μαχμούτ συγκέντρωσε όλους τούς κατοίκους τής πόλης, άνδρες, γυναίκες και παιδιά, και τούς χώρισε σε τρία μέρη. Στο πρώτο μέρος επέτρεψε να μείνει στην πόλη και να κατοικεί σε αυτήν, διατηρώντας και απολαμβάνοντας τη δική του ιδιοκτησία και καταβάλλοντας τον συνήθη ετήσιο φόρο. Το δεύτερο μέρος το απέλασε στην Κωνσταντινούπολη και το εγκατέστησε εκεί. Και το τρίτο μέρος τούς έκανε δούλους και τούς μοίρασε στους στρατιώτες. Όσους μισθοφόρους των Ιταλών βρήκε στην πόλη, τούς σκότωσε όλους.

Ὁ δὲ πάντας τοὺς ἐν τῇ πόλει ξυναγαγὼν, ἄνδρας τὲ φημι καὶ γυναῖκας καὶ παῖδας, διεῖλεν ἐς μοίρας τρεῖς, καὶ τὴν μὲν πρώτην εἴασε μένειν ἐπὶ τῆς πόλεως καὶ κατοικεῖν αὐτὴν, ἔχοντας καὶ νεμομένους τὰ ἑαυτῶν, καὶ τὸν εἰθισμενον ἐτησίως καταβάλλοντας φόρον, τὴν δὲ δευτέραν ἀπήγαγεν ἐν Κωνσταντινουπόλει καὶ κατῴκισε, τὴν δὲ τρίτην ἀνδραποδίσας διέδωκε τοῖς στρατιώταις· ὅσους δὲ εὗρε μισθοφόρους τῶν Ἰταλῶν ἐν αὐτῇ, πάντας ἀπέκτεινε.

Όσον αφορά τα άλλα οχυρά και πόλεις τού νησιού, τούς επέτρεψε να παραμείνουν προσωρινά όπως ήσαν. Αλλά αργότερα κατέλαβε και κατέστρεψε μερικά από αυτά, μεταφέροντας άνδρες, παιδιά και γυναίκες στην Κωνσταντινούπολη.

τὰ δὲ ἐν τῇ νήσῳ ἄλλα φρούρια καὶ πολίσματα τότε μὲν εἴασε μένειν ὡς εἶχε πρὸς καιρὸν· μετὰ δὲ ταῦτα καὶ τινα τούτων ἐξεῖλε καὶ κατέσκαψε καὶ τοὺς ἄνδρας καὶ παῖδας καὶ γυναῖκας ἀπῴκισεν ἐν Κωνσταντινουπόλει.

Με αυτόν τον τρόπο ο Μαχμούτ τακτοποίησε τις υποθέσεις στη Mυτιλήνη και σε ολόκληρη τη Λέσβο. Εγκατέστησε σημαντική φρουρά στην πόλη και στα άλλα φρούρια και άφησε εκεί έναν κυβερνήτη, έναν από τούς πιο γνωστούς από όλους τούς άνδρες του και εξαιρετικά φημισμένο για το θάρρος, τη στρατηγική και άλλα προτερήματά του, έναν Σαμιώτη που ονομαζόταν Αλή. Στη συνέχεια επέστρεψε στον σουλτάνο.

Οὕτω δὲ διαθεὶς τὰ κατά τὴν Μιτυλήνην καὶ τὴν Λέσβον ἅπασαν ὁ Μαχουμούτης, καὶ φρουρὰν ἱκανὴν ἐγκαταστήσας τῇ τε πόλει καὶ τοῖς ἄλλοις φρουρίοις, καὶ σατράπην ταύτῃ καταλιπὼν ἄνδρα τῶν ὀνομαστῶν παρ’ αὐτοῖς καὶ πάνυ γνωρίμων ἐπ’ ἀνδρείᾳ καὶ στρατηγίᾳ καὶ τῇ λοιπῇ ἀρετῇ Σάμιον Ἀλῆν τοὔνομα, περαιοῦται καὶ αὐτὸς ἐς βασιλέα.

Οι ναύαρχοι τού στόλου πήραν μαζί τους τον κυβερνήτη των Λεσβίων και όλη την ακολουθία του, καθώς και τούς άνδρες, τα παιδιά και τις γυναίκες που προορίζονταν για τον εποικισμό τής πόλης. Έβαλαν στα πλοία την τεράστια λεία όλων των ειδών, ἐπλεαν σπίτι προς την Καλλίπολη και το Βυζάντιο και διαλύθηκαν τον στόλο.

Οἱ δὲ τοῦ στόλου ἡγεμόνες παραλαβόντες μεθ’ ἑαυτῶν τὸν τε Λεσβίων ἄρχοντα καὶ πάντας τοὺς ξὺν αὐτῷ τοὺς τε ἄνδρας καὶ παῖδας καὶ γυναῖκας σφῶν, τοὺς ἐπὶ ξυνοικισμῷ τῆς πόλεως, καὶ λείαν ὅτι πλείστην ἄλλην ἐνθέμενοι ταῖς ναυσὶν, ἀπέπλευσαν ἐπ’ οἴκου ἔς τε Καλλιούπολιν καὶ Βυζάντιον, καὶ διέλυσαν τὸν στόλον.

Ο σουλτάνος διέλυσε τον στρατό και έφτασε στο Βυζάντιο με την προσωπική του σωματοφυλακή στα τέλη φθινοπώρου. Έτσι τελείωσε το έτος 6970 [1462], που ήταν το δωδέκατο τής βασιλείας τού σουλτάνου.

Βασιλεὺς δὲ τὴν στρατιὰν διαβεὶς, αὐτὸς ξὺν τῇ ἰδίᾳ αὐλῇ, φθινοπώρου φθίνοντος ἤδη, ἀφικνεῖται ἐς τὸ Βυζάντιον. καὶ ἑβδομηκοστὸν ἔτος πρὸς τοῖς ἔννακοσίοις τε καὶ ἑξακισχιλίοις τοῖς ὅλοις ἠνύετο, δεύτερον δὲ καὶ δέκατον τῆς ἀρχῆς τῷ βασιλεῖ.

Έτσι κατακτήθηκε η Λέσβος από τον σουλτάνο, καθώς και η Μυτιλήνη, αφού είχε ευημερήσει και απολάμβανε μεγάλη δόξα και δύναμη και πλούτο για 150 χρόνια, από τη στιγμή που ο Νικορέζος, ο πρώτος τής οικογένειας Γκατελούζων, άνδρας Ιταλός και ευγενής, έλαβε αρχικά στη δική του εξουσία αυτό το νησί από τον αυτοκράτορα των Ρωμαίων.

Λέσβος μὲν οὖν οὕτως ὑπὸ βασιλέως ἑάλω καὶ Μιτυλήνη, χρόνους ἤδη πεντήκοντα καὶ ἑκατὸν ἐν τοῖς καθ’ ἡμᾶς τοῖσδε καιροῖς ἐνευδαιμονήσασά τε καὶ ἐπὶ μέγα δόξης ἀρθεῖσα καὶ δυναστείας καὶ πλούτου, ἐξ ὅτου δὴ τὸ πρῶτον ἔσχε ταύτην παρὰ τοῦ βασιλέως Ῥωμαίων ἐς ἰδίαν ἀρχὴν Νικορέζος ἐκεῖνος ὁ πρῶτος Γατελιούζων, ἀνὴρ Ἰταλὸς καὶ τῶν εὖ γεγονότων·

Ήταν πολύ σοφός και πολύ μορφωμένος, με γενναία ψυχή και με όλα τα άλλα σωματικά προτερήματα. Ήξερε καλά και στον πληρέστερο βαθμό πώς να κυβερνά. Είχε φέρει το νησί σε τέτοια κατάσταση, και το είχε βελτιώσει από κάθε άποψη με τα δώρα και τις υπηρεσίες που τού είχε προσφέρει, ώστε να μπορεί να ανταγωνίζεται σχεδόν από κάθε άποψη την αρχαία του ευημερία.

ὅς ἄγαν ξυνετὸς ὤν καὶ πεπαιδευμένος καὶ ψυχῆς ἀνδρείαν πλουτῶν τοῖς τε ἄλλοις κατὰ σῶμα προτερήμασι κομῶν καὶ καλῶς εἰδὼς ἄριστα καὶ κάλλιστα διέπειν ἀρχὴν, ἐς τοσοῦτον αὐτὴν ἐπῆρε καὶ τοῖς ὅλοις ἀπέφηνε κρείττω ταῖς παρ’ ἑαυτοῦ κατὰ μικρὸν ἐπιδόσεσι καὶ προσθήκαις, ὡς ἁμιλληθῆναι σχεδὸν ἐν πᾶσι τῇ παλαιᾷ ταύτης εὐδαιμονίᾳ.

Το νησί είχε υπάκουα όχι μόνο τα κοντινά και γύρω του μέρη, αλλά το φοβούνταν ακόμη και ολόκληρη η Συρία και η Αίγυπτος και τού κατέβαλλαν ετήσιο φόρο υποτέλειας, αγοράζοντας έτσι την ειρήνη από τον κάτοχο τού νησιού. Γιατί είχε και διατηρούσε αξιόλογο ναυτικό, και είχε πάρα πολλές γαλέρες, μερικές σε χρήση και άλλες σε νεώρια, μέσω των οποίων είχε τον απόλυτο έλεγχο όχι μόνο τής γύρω του θάλασσας, αλλά και εκείνης γύρω από την Αίγυπτο και τη Συρία, ακόμη και τη Λιβύη. Αυτός ο ηγέτης λεηλατούσε και κατέστρεφε όλα αυτά τα μέρη με την πειρατεία, έως ότου, καθώς η εξουσία περνούσε με διαδοχή στους προγόνους του και ελαττωνόταν σταδιακά με τον καιρό, όταν τόσο οι πρόγονοι τού σουλτάνου, όσο και τελικά ο ίδιος ο σουλτάνος, εξασφάλισαν τον έλεγχο τής γύρω θάλασσας και υπέταξαν όλα τα μέρη, αυτό το νησί επίσης, μαζί με τα υπόλοιπα, έγινε υπάκουο στον σουλτάνο και πλήρωνε φόρο υποτέλειας, ενώ τώρα υποδουλώθηκε εντελώς. Αυτά λοιπόν.

Οὐ μόνον γὰρ τὰ ξύνεγγυς καὶ περὶ αὐτὴν ἔσχε κατήκοα, ἀλλὰ καὶ Συρία πᾶσα καὶ Αἴγυπτος αὐτὴν ἐδεδίει καὶ φόρον ἐτήσιον κατέβαλε, μισθοῦ τὴν εἰρήνην ὠνουμένη παρὰ τοῦ ταύτης κρατούντος· ναυτικὸν τε γὰρ εἶχε καὶ ἔτρεφε λόγου ἄξιον, καὶ τριήρεις ἐκέκτητο πλείστας, τὰς μὲν πλωίμους, τὰς δὲ καὶ ἐν νεωρίοις, δι’ ὧν οὐ μόνον τὴν κατ’ αὐτὴν θάλασσαν, ἄλλα καὶ τὴν κατ’ Αἴγυπτον καὶ Συρίαν καὶ δὴ καὶ Λιβύην εἶχε δουλωσαμένην· πᾶσαν γὰρ αὐτὴν ἐληίζετο καὶ ἐπόρθει ληστείαις, ἕως, ἐς τοὺς ἐξ ἐκείνου τῆς ἀρχῆς μεταπεσούσης κατὰ διαδοχὴν καὶ κατὰ μικρὸν ἐλασσουμένης τῷ χρόνῳ, τῶν τὲ τοῦ βασιλέως προγόνων, ἀλλὰ δὴ καὶ αὐτοῦ τοῦ βασιλέως, τὸ κράτος ἤδη τῆς καθ’ αὐτοὺς θαλάσσης σχόντων καὶ πάντα τὰ ταύτῃ δουλωσαμένων, κατέστη καὶ αὕτη μετὰ τῶν ἄλλων κατήκοος βασιλεῖ καὶ φόρου ὑποτελὴς καὶ νῦν ἐδουλώθη τελείως. καὶ ταῦτα μὲν οὕτω.

Μετά την επιστροφή του στην Κωνσταντινούπολη, ο σουλτάνος εγκατέστησε τούς Μυτιληναίους σε μια συνοικία τής πόλης. Σε μερικούς έδωσε σπίτια, σε άλλους, γη για να χτίσουν σπίτια, και σε άλλους, ό,τι άλλο χρειάζονταν. Τον Νικορέζο, τον αρχηγό τους, τον έκλεισε στη φυλακή, αλλά λίγο αργότερα τον σκότωσε για κάποιο λόγο. Στη συνέχεια έδωσε εντολές ότι, εκτός από τα υπάρχοντα πλοία, έπρεπε να ναυπηγηθεί γρήγορα μεγάλος αριθμός άλλων και να επιλεγούν πολλοί ναυτικοί από όλη την επικράτειά του, αφιερωμένοι σε αυτό και μόνο το έργο. Το έκανε αυτό επειδή έβλεπε ότι η θαλάσσια δύναμή της ήταν μεγάλη, ότι το ναυτικό των Ιταλών ήταν πολύ και ότι κυριαρχούσε στη θάλασσα και κυβερνούσε όλα τα νησιά τού Αιγαίου, και ότι έβλαπτε όχι λίγο τα δικά του παράλια, τόσο τα ασιατικά όσο και τα ευρωπαϊκά, ιδιαίτερα το ναυτικό των Ενετών. Έτσι αποφάσισε να το εμποδίσει με κάθε τρόπο και να είναι ο ισχυρός κύριος ολόκληρης τής θάλασσας αν μπορούσε, ή τουλάχιστον να τούς εμποδίσει να βλάπτουν τα συμφέροντά του. Για τον σκοπό αυτό συγκέντρωνε όσο το δυνατόν γρηγορότερα μεγάλο στόλο και άρχιζε να αποκτά τον έλεγχο τής θάλασσας.

Βασιλεὺς δὲ τὴν Κωνσταντίνου καταλαβὼν Μιτυληναίους μὲν ἐν ἑνί χώρῳ καθίζει τῆς πόλεως, δοὺς αὐτῶν τοῖς μὲν οἰκίας, τοῖς δὲ χῶρον κατ’ οἰκοδομὴν οἴκων, τοῖς δὲ ἄλλο τι ὧν ἔχρῃζον. Νικορέζον δὲ τὸν τούτων ἡγεμόνα τότε μὲν καθεῖρξε ἐν φυλακῇ, μικρὸν δὲ ὕστερον ἀπέκτεινε δι’ αἰτίας. αὐτὸς δὲ κελεύει τὸ τάχος πρὸς ταῖς οὔσαις ναυσὶ καὶ ἑτέρας οὐκ ὀλίγας ναυπηγεῖσθαι, καὶ ναυτικὸν ἐκλέγειν ὅτι πολὺ πρὸς ταύτην καὶ μόνην τὴν ὑπηρεσίαν ἐκτεταγμένον ἐκ πάσης τῆς αὐτοῦ. Τῆς γὰρ θαλάσσης τὸ κράτος μέγα ὁρῶν, καὶ τὸ τῶν Ἰταλῶν ναυτικὸν πολὺ ὄν καὶ ταύτης ἐπικρατοῦν, τῶν τε ἐν Αἰγαίῳ νήσων ἁπασῶν ἄρχον καὶ βλάπτον τὴν αὑτοῦ παραλίαν οὐ μικρῶς, Ἀσιανὴν τε καὶ Εὐρωπαίαν, καὶ μάλιστα δὴ τὸ τῶν Ἐνετῶν, ἐβούλετο τοῦτο κωλῦσαι τρόπῳ παντί, καὶ ξυμπάσης μὲν, εἴ γε δύναιτο, τῆς θαλάσσης ἐγκρατῶς ἄρξαι, εί δ’ οὔ, ἐκείνους κωλῦσαι κακουργεῖν τὴν αὐτοῦ. διὰ τοι τοῦτο ναυτικὸν τε ἔσπευδε ξυστήσασθαι μέγα καὶ τῆς θαλάσσης τὸ κράτος σχεῖν.

Ύστερα από αυτό, τού φάνηκε ύστερα από σκέψη ότι θα ήταν πολύ σοφό και μάλιστα απόλυτη ανάγκη, να εξασφαλίσει την κατοχή τού πορθμού τού Ελλήσποντου και τής Χερσονήσου με πολύ ισχυρά φρούρια, χτισμένα και στις δύο ακτές, για να ενώσει τις ηπείρους τής Ασίας και τής Ευρώπης και να κάνει κλειστή θάλασσα όλη την άνω θάλασσα, δηλαδή τον Εύξεινο Πόντο και τον Ελλήσποντο, και επίσης να την ασφαλίσει σταθερά κλείνοντας τον πορθμό, για να μην καταστρέφονται οι ακτές του από τούς επιτιθέμενους εχθρούς, όπως μάλιστα είχε κάνει νωρίτερα στον Βόσπορο.

Μετὰ δὲ τοῦτο ἔδοξεν αὐτῷ σκοπουμένῳ κράτιστον εἶναι καὶ τῶν σφόδρα ἀναγκαίων τὸν τε τοῦ Ἑλλησπόντου καὶ Χερρονήσου πορθμὸν φρουρίοις ἐρυμνοτάτοις διαλαβεῖν ἑκατέρωθεν, καὶ τὰς ἠπείρους ἀμφοτέρας ξυνάψαι, Ἀσίαν τε καὶ Εὐρώπην, καὶ πᾶσαν τὴν ἄνω θάλασσαν τοῦ τε Εὐξείνου πόντου καὶ Ἑλλησπόντου, φημί, ἔσω ποιήσασθαι καὶ ἀσφαλίσασθαι ταύτην καλῶς, κλείσαντι τὸν πορθμὸν, ἵνα μὴ ἡ ταύτης παραλία τοῖς πολεμίοις ἐπερχομένοις ληστεύηται, ὥσπερ δῆτα καὶ πρώην κἀν τῷ Βοσπόρῳ πεποίηκεν.

Έχοντας λάβει αυτή την απόφαση, ο σουλτάνος έστειλε αμέσως άνδρες για να εξετάσουν την περιοχή και να μετρήσουν το στενότερο μέρος και το ταχύτερο ρεύμα στον πορθμό. Εκείνοι πήγαν, έκαναν μετρήσεις και διαπίστωσαν ότι το στενότερο και ταχύτερο σημείο τού πορθμού ήταν το τμήμα μεταξύ Μαδύτου και ακρωτηρίου Ελεούντος στην απέναντι ήπειρο τής Ασίας, ή Δαρδανίας όπως λέγεται, πλάτους περίπου οκτώ σταδίων. Εκεί τύχαινε να υπάρχουν και τα ερείπια παλιού πύργου, που χτίστηκε από κάποιον προηγούμενο βασιλιά που ήθελε, όπως λέγεται, να κλείσει τον πορθμό με αλυσίδα, αλλά δεν μπόρεσε να το κάνει, επειδή η δύναμη τού ρεύματος τύλιγε, έστριβε και λύγιζε εύκολα την αλυσίδα.

Οὕτω δὴ διανοηθεὶς ὁ βασιλεὺς εὐθὺς πέμπει τοὺς κατασκεψομένους τὸν χῶρον καὶ ἀναμετρήσοντας τὰ στενότατα τοῦ πορθμοῦ καὶ ῥοώδη· οἱ δὲ παραγενόμενοι καὶ ἀναμετρήσαντες εὗρον ὅτι στενώτατόν τε καὶ ῥοοιδέστατον τοῦ πορθμοῦ [τό κατὰ] τὴν μεταξὺ Μαδύτου καὶ Ἐλεοῦντος ἄκραν πρὸς τὴν ἀντιπέρας ἤπειρον τῆς Ἀσίας, ἥ Δαρδανία καλεῖται, στάδιά που μάλιστα ὀκτὼ, ἐν ᾗ καὶ τι καὶ πύργου παλαιοῦ ἐρείπιον ἐτύγχανεν ὄν, ἀλύσει βουληθέντος τινὸς τῶν πρότερον βασιλέως, ὡς λέγεται, κλεῖσαι τὸν πορθμὸν, καὶ μὴ δυνηθέντος, τῇ βίᾳ τοῦ πολλοῦ ῥοῦ ξυνελισσομένης τε καὶ ξυστρεφομένης καὶ ξυγκλωμένης ῥᾳδίως τῆς ἀλύσεως.

Επέστρεψαν λοιπόν και το ανέφεραν στον σουλτάνο. Εκείνος κάλεσε αμέσως τον Γιακούμπ, κυβερνήτη Καλλίπολης και Χερσονήσου, ναύαρχο ολόκληρου τού στόλου και διοικητή ολόκληρης τής ακτής, και τού ανέθεσε την άμεση κατασκευή των φρουρίων, με κάθε φροντίδα και επιμέλεια, χωρίς μείωση τής ταχύτητας. Αυτός ο άνδρας, χωρίς δισταγμό, τα κατασκεύαζε αμέσως, χρησιμοποιώντας στο έργο μεγάλη δύναμη, προθυμία και δαπάνη.

Ἐπανελθόντες οὖν ἀνήγγειλαν τοῦτο τῷ βασιλεῖ. Ὁ δὲ μετακαλεσάμενος ὅτι τάχιστα Ἰαγούπην τὸν σατράπην Καλλιουπόλεώς τε καὶ Χερρονήσου καὶ ἡγεμόνα τοῦ στόλου παντὸς καὶ τῆς παραλίας ἁπάσης, ἀνατίθησιν αὐτῷ τὸν τειχισμὸν τῶν φρουρίων ὅτι τάχος ποιεῖν καὶ τὴν ἄλλην τούτων πᾶσαν φροντίδα καὶ ἐπιμέλειαν, μηδὲν σπουδῆς ἀνιέντι. καὶ ὅς οὐδὲν μελλήσας εὐθὺς έτείχιζε, χειρὶ πολλῇ καὶ προθυμίᾳ καὶ δαπάνῃ χρώμενος ἐς τὸ ἔργον.»

Χαλκοκονδύλης, βιβλίο x, CSHB, Βόννη, σελ. 523-27, επιμ. Darkò, 11-2, 271-74:

Έτσι ο Μεχμέτ, ο γιος τού Μουράτ, εκστράτευσε εναντίον τής Λέσβου για τούς λόγους που ανέφερα νωρίτερα, κατηγορώντας τον ηγεμόνα για τη δολοφονία τού αδελφού του και σκοπεύοντας να εκδικηθεί για την ψυχή του, καθώς και για τη σχέση του με τούς πειρατές. Προχώρησε από τη στεριά περνώντας απέναντι στην Ασία, ενώ έστειλε τον στόλο του από τη θάλασσα, εικοσιπέντε γαλέρες και εκατό περίπου μικρότερα πλοία. Μετέφερε τα κανόνια του στο νησί από τη θάλασσα, με δύο περίπου χιλιάδες πέτρες για αυτά. Πρόσταξε επίσης να μεταφερθεί στο νησί ο πολεμικός εξοπλισμός του δια θαλάσσης. Όταν έφτασε σε κάποια συγκεκριμένη πεδιάδα, πέρασε απέναντι στο νησί ο ίδιος, οι άνδρες τής Πύλης και δύο περίπου χιλιάδες από τον στρατό τής Ευρώπης. Γιατί όταν απέλυσε τα στρατεύματά του μετά την επιστροφή του από τη Βλαχία, προχώρησε κατευθείαν εναντίον τού νησιού και έκανε απόβαση.

«Ἐστρατεύετο δὲ Μεχμέτης ὁ Ἀμουράτεω ἐπὶ τὴν Λέσβον δι’ αἰτίας τῶν πρότερόν μοι δεδηλωμένων, ἐπιφέρων τε τὸν τοῦ ἀδελφοῦ φόνον καὶ τιμωρῶν τῇ ἐκείνου ψυχῇ, μετὰ δὲ καὶ διὰ τὴν πρὸς τοὺς πειράτας ἑταιρίαν αὐτοῦ. ἐκομίζετο δὲ αὐτὸς μὲν πεζῇ ἐς τὴν Ἀσίαν διαβάς, τὸν δὲ στόλον αὐτοῦ διὰ θαλάσσης ἐκπέμψας, τριήρεις μὲν πέντε καὶ εἴκοσι, πλοῖα δὲ μικρὰ ἀμφὶ τὰ ἑκατόν. τοὺς δὲ τηλεβόλους διὰ θαλάσσης ἐκόμιζεν ἐς τὴν νῆσον, καὶ λίθους τούτων ἀμφὶ τοὺς δισχιλίους. τὴν μὲν οὖν παρασκευὴν τοῦ πολέμου ἐκέλευε διὰ θαλάσσης ἐκκομίζεσθαι ἐς τὴν νῆσον, αὐτὸς δὲ ἀφικόμενος ἔς τι πεδίον ἐπεραιοῦτο ἐς τὴν νῆσον. αὐτός τε καὶ οἱ τῶν θυρῶν ὄντες καὶ ἀπὸ τῆς Εὐρώπης ἀμφὶ τοὺς δισχιλίους. τὰ γάρ τοι στρατεύματα ὡς διῆκεν ἐπανιὼν ἀπὸ τῆς Δακίας, αὐτίκα ἐπῄει τε ἐς τὴν νῆσον καὶ ἀπέβησαν.

Έκαναν αμέσως επιδρομές και λεηλάτησαν το νησί, παίρνοντας μικρό αριθμό σκλάβων. Ύστερα από αυτό ο σουλτάνος πρόσφερε όρους στον ηγεμόνα τής Λέσβου, στέλνοντας αγγελιοφόρο και προτείνοντάς του να παραδώσει την πόλη [Μυτιλήνη], σε αντάλλαγμα για την οποία ο σουλτάνος θα τού εμπιστευόταν σημαντικά εδάφη. Αλλά ο ηγεμόνας συμπεριφερόταν ανόητα και δεν συμφωνούσε με τη συνθήκη που πρότεινε ο σουλτάνος. Έτσι ο σουλτάνος έστησε τα κανόνια του γύρω από την πόλη ενώ ο ίδιος πέρας απέναντι στην ηπειρωτική χώρα, καθώς ο Μαχμούτ τον είχε συμβουλεύσει να μη δπανήσει κι άλλο χρόνο στο νησί. Ο Μαχμούτ ανέλαβε τον στρατό και πολιορκούσε την πόλη. Χώρισε τον στρατό σε τμήματα, χτυπούσε τα τείχη με τα κανόνια για εικοσιεπτά ημέρες και κατεδάφισε σημαντικό μέρος τής πόλης. Είχε και όλμους και τούς χρησιμοποιούσε για να χτυπάει μέσα στην πόλη και να τρομοκρατεί έτσι τούς κατοίκους της. Οι άνθρωποι τής πόλης, υποστηριζόμενοι από μερικούς πειρατές που βρίσκονταν εκεί μαζί τους, έκαναν μικρής διάρκειας εξόρμηση από την πόλη για να αμυνθούν, αλλά δεν πέτυχαν πολλά. Γιατί οι Τούρκοι, προκαλούμενοι από τούς ανθρώπους τής πόλης, επιτέθηκαν στα τείχη. Επιτέθηκαν έχοντας πάρει θάρρος και έφεραν τη μάχη κοντά στα τείχη.

ἐπέδραμον δὲ αὐτίκα καὶ ἐδῄωσαν τὴν νῆσον, καὶ ἀνδράποδα ὀλίγα ἀπενεγκάμενοι. μετὰ δὲ ταῦτα αὐτὸς βασιλεὺς λόγους προσέφερε τῷ Λέσβου ἡγεμόνι, ἐπιπέμψας ἄγγελον καὶ κελεύων τήν τε πόλιν παραδιδόναι καὶ αὐτῷ διὰ ταῦτα ἐπιτραπῆναι χώραν ἱκανὴν ὑπὸ βασιλέως. ὁ δὲ ἀγνωμοσύνῃ τε διεχρῆτο, καὶ οὐ προσίετο τὰς σπονδὰς τοῦ βασιλέως. βασιλεὺς δὲ τοὺς τηλεβόλους ἱδρυσάμενος ἐς τὴν πόλιν αὐτὸς μὲν ἐς τὴν ἤπειρον ἐκομίζετο, ἐποτρύνοντος τοῦ Μαχουμούτεω μὴ ἐνδιατρίβειν ἐν τῇ νήσῳ· Μαχουμούτης δὲ παραλαβὼν τὸν στρατὸν ἐπολιόρκει τὴν πόλιν, ἐς μοίρας διελόμενος τὸν στρατόν, καὶ τοῖς τε τηλεβόλοις τὸ τεῖχος ἔπαιεν ἐπὶ ἡμέρας εἴκοσι καὶ ἑπτά, καὶ κατέβαλλε μέγα μέρος τῆς πόλεως. ἔχων δὲ καὶ ὑπτίους τηλεβόλους ἔβαλλεν ἐς τὴν πόλιν, καὶ δὴ ἐθορύβει τοὺς ἐν τῇ πόλει. οἱ δὲ ἐν τῇ πόλει, ἐνόντων σφίσι καὶ πειρατῶν τινων αὐτοῦ, ἐπεξιόντες βραχὺ ἀπὸ τῆς πόλεως ἠμύνοντο, οὐ μέντοι γε, ὡς ἀγαθόν τι ἐξεργάζεσθαι· οἱ γὰρ Τοῦρκοι ἐρεθιζόμενοι ὑπὸ τῶν ἐν τῇ πόλει προσῄεσαν ἐς τὸ τεῖχος, καὶ ἀνεθάρρουν ἐπιόντες καὶ ἐμάχοντο πρὸς τῷ τείχει.

Οι κάτοικοι τής πόλης φθείρονταν από το πλήθος τού εχθρού και πιέζονταν από την ταλαιπωρία, οπότε ο ηγεμόνας τού νησιού προσέφερε όρους στον σουλτάνο, υποσχόμενος να τού παραδώσει την πόλη και τις άλλες κωμοπόλεις τού νησιού υπό τον όρο ότι ο σουλτάνος θα τού έδινε σε αντάλλαγμα περιοχή ίσης έκτασης, και οικονομικής απόδοσης με τη δική του. Και ότι θα εκστράτευε μαζί με τον σουλτάνο. Ο Μαχμούτ παρέλαβε αυτούς τούς όρους και είπε ότι έπρεπε να τούς μεταφέρει στον σουλτάνο στην ηπειρωτική χώρα. Όταν αναφέρθηκαν στον σουλτάνο οι όροι που πρότεινε ο ηγεμόνας τής Λέσβου, εκείνος [ο σουλτάνος] τούς αποδέχτηκε. Ήταν έτοιμος να κάνει συνθήκη για τούς όρους που πρότεινε ο ηγεμόνας τού νησιού. Όταν ορκίστηκαν και οι δύο πλευρές, ο άρχοντας τού νησιού βγήκε, πλησίασε τον σουλτάνο, τον προσκύνησε και μίλησε ως εξής:

ὡς δὲ οἱ ἐν τῇ πόλει τῷ τε πλήθει ἐταλαιπωροῦντο καὶ ἐπιέζοντο τῇ ταλαιπωρίᾳ, προσέφερε λόγους τῷ βασιλεῖ ὁ τῆς νήσου ἡγεμών, ἐφ’ ᾧ παραδιδόναι τε τὴν πόλιν καὶ τἄλλα πολίσματα τὰ ἐν τῇ νήσῳ, αὐτῷ δὲ ὑπὸ βασιλέως χώραν δωρηθῆναι ἴσην τῇ ἑαυτοῦ καὶ πρόσοδον, καὶ στρατεύεσθαι ἅμα τῷ βασιλεῖ. Μαχουμούτης μὲν οὖν τούς τε λόγους ἐδέχετο, καὶ ἔφασκεν, ὡς βασιλέα πέρα ἐπὶ τὴν ἤπειρον πέμπειν. ἐπεὶ δὲ ἀνηνέχθη ὡς βασιλέα, περὶ ὧν προΐσχετο ὁ τῆς Λέσβου ἡγεμών, ἐπεραιοῦτό τε ὁ βασιλεὺς καὶ ἐδέχετό τε τοὺς λόγους, ἕτοιμος εἶναι σπένδεσθαι. ἐφ’ οἷς προὐκαλεῖτο ὁ τῆς νήσου ἡγεμών. ὡς δὲ τὰ ὅρκια ἐγένετο ἀμφοῖν, ὑπεξεχώρει τε ὁ τῆς πόλεως ἡγεμὼν τῆς νήσου, καὶ ἀφικόμενος ἐς βασιλέα προσεκύνησέ τε ἅμα καὶ ἔφασκε τοιάδε·

«Σουλτάνε, ξέρεις ότι από τότε που ανέλαβα την εξουσία αυτού τού νησιού, δεν έχω παραβιάσει ποτέ τούς όρκους και δεν έχω ασχοληθεί ποτέ με την υποδοχή τού δουλεμπορίου. Αυτό μπορεί να γίνει σαφές από τούς ντόπιους εκεί στην Ασία. Μόλις συνελήφθησαν, τούς έδωσα πίσω. Και φρόντιζα πολύ, να πιάνω όποιους σκλάβους σου ανακαλύπτονταν και να τούς επιστρέψω στους κανονικούς ιδιοκτήτες τους. Όντως έκανα συμφωνία να προσφέρω καταφύγιο εδώ στους πειρατές αλλά αυτή προέβλεπε ότι δεν θα έκαναν επιδρομές και δεν θα λεηλατούσαν τα εδάφη μου. Ποτέ δεν έδωσα σε κανένα από αυτούς τα μέσα για να πλεύσει εναντίον των εδαφών σου και να τα βλάψει. Τώρα έρχομαι ενώπιόν σου και παραδίδω αυτήν την πόλη και ολόκληρο το νησί και σού ζητώ, σουλτάνε, να μάς αντιμετωπίσεις με τον ίδιο τρόπο, με τον οποίο πάντοτε φροντίσαμε τα συμφέροντά σου».

“ὦ βασιλεῦ, οἶσθα μέν, ὡς ἐξ ὅτου ἐς τὴν ἡγεμονίαν τῆς νήσου τῆσδε περιῆλθον, οὔτε τοὺς ὅρκους παρέβην πώποτε, καὶ ἀνδραπόδων ὑποδοχὴν ὡς οὐδέποτε εἰργασάμην, δῆλα ἂν γένοιτο ὑπὸ τῶν τῇδε τῆς Ἀσίας ἐπιχωρίων, ὡς αὐτίκα ἁλισκόμενα ἀπεδίδοτο ὑπ’ ἐμοῦ. καὶ σπουδὴν ἐποιούμην, ὅπου τῶν ὑμετέρων τινὶ ἀνδραπόδων περιτύχοι τις, ἑλεῖν τε καὶ ἐς τὸν δεσπότην αὐτοῦ ἀπαγαγεῖν. τοὺς δὲ πειράτας ὑποδεχόμενος ἔπρασσον. ὅπως μὴ τὴν χώραν ληΐζωνται καὶ δῃοῦντες λεηλατῶσιν. ἀφορμήν τε οὐδενὶ τούτων ἔγωγε παρειχόμην, ὥστε τὴν χώραν τὴν σὴν βλάπτειν ἐπιπλέοντας. νῦν δὲ ἥκω παρὰ σὲ πόλιν μὲν τήνδε παραδιδοὺς καὶ νῆσον ξύμπασαν, αἰτοῦμαι δέ σοι, ὡς εὐνοίας τε ἔχοιμι περὶ τὰ σὰ πράγματα, οὕτω ἀμείβεσθαι βασιλέα ἡμᾶς.”

Αυτά ήταν τα λόγια του, ενώ έχυσε πολλά δάκρυα, ισχυριζόμενος ότι εξαιτίας τής ηλιθιότητας των κατοίκων τής πόλης δεν είχε βγει πιο πριν, όταν ο σουλτάνος τού είχε κάνει για πρώτη φορά τη γενναιόδωρη πρότασή του. Ο σουλτάνος τον κατηγόρησε για την αγνωμοσύνη του, αλλά είπε ότι δεν θα αποτύγχανε να αποκτήσει όλα τα οφέλη που είχε υποσχεθεί. Είχε ευχαριστήσει τον σουλτάνο παραδίδοντας τον εαυτό του σε εκείνον και, αν ευνοούσε τα συμφέροντα τού σουλτάνου, δεν θα το μετάνιωνε ποτέ. Αυτό είπε ο σουλτάνος και παρέλαβε την πόλη, διατάζοντας αμέσως τον ηγεμόνα να πάει στις άλλες κωμοπόλεις και να τις διατάξει να παραδώσουν τα φρούρια. Γύρισε λοιπόν με τούς ύπαρχους τού σουλτάνου και παρέδωσε τις κωμοπόλεις στον σουλτάνο. Ο σουλτάνος εγκατέστησε φρουρές σε αυτές. Χώρισε τούς ανθρώπους τής πόλης τής Μυτιλήνης σε τρία μέρη, αφήνοντας ένα εκεί, ουσιαστικά τον άχρηστο όχλο. Μοίρασε το δεύτερο στους γενίτσαρους. Εγκατέστησε το τρίτο στο Βυζάντιο, και αυτό το μέρος αποτελούνταν από τούς εύπορους και αξιόλογους αστούς. Οδήγησε τούς πειρατές, τριακόσιους περίπου συνολικά, σε ένα από τα προάστεια και τούς έσφαξε. Η σφαγή έγινε κόβοντας κάθε άνδρα στη μέση. Ήταν ο πιο βίαιος τρόπος θανάτου που είχε επινοήσει για τούς εχθρούς του, κόβοντας το σώμα τους στα δύο. Κάνουν την τομή στο διάφραγμα, οπότε το θύμα συμβαίνει να επιζεί για αρκετό χρονικό διάστημα κατά την εκτέλεσή του.

ταῦτά τε ἔλεγε, καὶ τῶν δακρύων μεθίετο οὐκ ὀλίγα, φάσκων, ὡς ἀνοίᾳ τῶν ἀστῶν οὐκ ἀφίκοιτο τὴν ἀρχὴν αὐτίκα, ὅτε τἀγαθὰ ἐπηγγέλλετο αὐτῷ βασιλεύς. βασιλεὺς δὲ ἐπιμεμφόμενος αὐτῷ τὴν ἀγνωμοσύνην, οὐδ’ ὣς ἀτυχήσειν αὐτὸν ἔφασκεν ὁτουοῦν τῶν ἀγαθῶν, ἀλλ’ αὐτόν τε ἡσθήσεσθαι παραδόντα ἑαυτὸν τῷ βασιλεῖ, καὶ ἢν εὐνοῇ τοῖς αὐτοῦ πράγμασιν, οὐκ ἀχθεσθήσεσθαί ποτε διὰ τοῦτο. ταῦτα λέγων τήν τε πόλιν παραλαβών, αὐτίκα ἐκέλευεν ἰόντα καὶ ἐς τὰς ἄλλας πόλεις κελεύειν παραδιδόναι τὰς ἀκροπόλεις. αὐτὸς μὲν οὖν σὺν τοῖς βασιλέως ὑπάρχοις περιιὼν παρεδίδου τὰς πόλεις τῷ βασιλεῖ. καὶ ἐγκαθίστη μὲν εἰς αὐτὰς φυλακὰς βασιλεύς, τὴν δὲ πόλιν Μιτυλήνην ἐς τρία διελόμενος τὸ μὲν αὐτοῦ ἐγκατέλιπεν, εἴ τι ἀχρεῖον ἦν τοῦ ὁμίλου, τὸ δὲ ἕτερον διενείματο τοῖς νεήλυσι, τὴν δὲ τρίτην μοῖραν κατῴκισεν ἐς Βυζάντιον, εἴ τι ἦν τῶν ἀστῶν ἄξιον λόγου καὶ εὔπορον. τοὺς δὲ πειράτας ἀπαγαγὼν κατέσφαξεν, ἐς τριακοσίους μάλιστα, ἐς χῶρον ἕνα τῶν προαστείων, τὰ σώματα δίχα ποιούμενος ἐς τὴν σφαγήν. τοῦτο γὰρ βιαιότερον ἐς τοὺς πολεμίους ἐξεύρητο τοῦ θανάτου εἶδος, τὸ σῶμα ἐς δύο τέμνειν. καταθέντες οὖν τὴν τομὴν ἐς τὸ διάφραγμα, ὅθεν ξυμβαίνει ἴσχειν ἐπὶ πολὺ τῆς τελευτῆς διὰ τοῦτο τὸν διαφθειρόμενον.

Εγκατέστησε σε αυτήν την πόλη διακόσιους περίπου γενίτσαρους, τριακόσιους αζάπηδες και ως άρχοντάς τους τον γιο τού Αλή Μπιστάμι, έναν διακεκριμένο άνδρα, τού οποίου ο πατέρας, όπως έχουμε μάθει, είχε εξαιρετική φήμη στην Πύλη τού σουλτάνου για δικαιοσύνη. Μάλιστα ως δικαστής μεταξύ εκείνων που υπηρετούν στην Πύλη, εξέδωσε τις πιο δίκαιες αποφάσεις από όλες όσες γνωρίζουμε και εύρισκε πώς ακριβώς να απονέμει δικαιοσύνη σε εκείνους που παραπέμπονταν σε δίκη. Ο σουλτάνος πήρε τον ηγεμόνα τής Λέσβου από την πόλη και διέταξε να μεταφερθούν όλοι τους στο Βυζάντιο. Διάλεξε επίσης για τον εαυτό του οκτακόσιους περίπου από τούς γιους και τις κόρες των κορυφαίων ανδρών τής Λέσβου. Στη συνέχεια επέστρεψε στο σπίτι, διατάζοντας τις γαλέρες να φύγουν επίσης, αλλά άφησε μερικά μικρά πλοία εκεί στο νησί.

ἐγκαθίστη δὲ εἰς τὴν πόλιν ταύτην νεήλυδας ἀμφὶ τοὺς διακοσίους καὶ ἀζάπιδας ἐς τριακοσίους, καὶ ἄρχοντα αὐτῶν τοῦ Σαμλιάτεω παῖδα, ἄνδρα ἐπίσημον, οὗ τὸν πατέρα ἐν ταῖς βασιλέως θύραις ἀκούειν δικαιοσύνης ἄριστα ἐπυθόμεθα, μάλιστα δὲ δικαστὴν τῶν ἐν ταῖς βασιλέως θύραις καθισταμένων, καὶ δίκας δικάσαντα ἄριστα πάντων δὴ ὧν ἡμεῖς ἴσμεν καὶ ἐξευρόντα, οἵα δὴ ἀποβαίνειν ἔμελλεν ἡ δίκη ἐς τοὺς δικαζομένους. τὸν δὲ Λέσβου ἡγεμόνα ἐνεγκάμενος ἀπὸ τῆς πόλεως σύμπαντας ἐκέλευε κομίζεσθαι ἐς Βυζάντιον. ἐξελόμενος δέ οἱ καὶ τῶν ἀρίστων τῆς Λέσβου παῖδάς τε καὶ θυγατέρας ἀμφὶ τοὺς ὀκτακοσίους, αὐτὸς ἀπήλαυνεν ἐπ’ οἴκου, καὶ τάς τε τριήρεις διῆκεν ἀπιέναι, ἐγκαταλιπὼν πλοῖα μικρὰ αὐτοῦ που ἐν τῇ νήσῳ.»

Δούκας, κεφ. 45, CSHB, Βόννη, σελ. 345-46, επιμ. Grecu (1958), σελ. 433, 435:

Τον Σεπτέμβριο τού 6971 [1462] ο Μεχμέτ ετοίμασε μοίρα εξήντα γαλερών και διήρεων και επτά πολεμικών πλοίων. Πηγαίνοντας στο νησί τής Λέσβου, αποβιβάστηκε με μεγάλη δύναμη και ζήτησε την παράδοση τού νησιού από τον κύριό του, τον Νικολό Γκατελούζο. Ήταν ο αδελφός τού Ντομένικο, τού πρώην ηγεμόνα, τον οποίο ο Νικολό είχε εκθρονίσει και στραγγαλίσει. Αυτή ήταν η τέταρτος χρόνος τής εξουσίας του ως ηγεμόνας τής Λέσβου. Ο Νικολό είχε φροντίσει προσεκτικά για την υπεράσπιση τής Μυτιλήνης. Είχαν ετοιμαστεί πολεμικές μηχανές και μεγάλες ποσότητες όπλων. Είχαν σκαφτεί χαρακώματα, βόθροι και χωμάτινα αναχώματα. Ο Νίκολο κάλυψε το κέντρο με περισσότερους από πέντε χιλιάδες στρατιώτες. Ο όχλος, μαζί με γυναίκες και παιδιά, αριθμούσε πάνω από είκοσι χιλιάδες. Ο τύραννος πέρασε από το Αγιασμάτιον και απαίτησε την παράδοση τόσο τής πόλης όσο και τού νησιού. Ο Νίκολο απάντησε: «Η πόλη και το νησί δεν μπορούν να παραδοθούν, πριν σκοτωθούν πρώτα αυτά τα στρατεύματα στη μάχη». Επιστρέφοντας στην ακτή τής Ανατολίας, ο τύραννος ανέθεσε στον Μαχμούτ την πολιορκία τής Μυτιλήνης. Φέρνοντας το κανόνι απέναντι από την πόλη και εκτοξεύοντας πέτρινες μπάλες ενάντια σε εκείνο το τμήμα τής πόλης που ονομάζεται Μελαννούδι, το κατέρριψε. Έκανε το ίδιο με τούς προμαχώνες και τούς πύργους σε άλλα τμήματα.

«…ἐν δὲ τῷ ,ςϡοά ἔτει στόλον ἀπαρτίσας τριήρεων καὶ διήρεων ἑξήκοντα καὶ νῆας ζ’ κατῆλθεν ἐν τῇ νήσῳ Λέσβῳ Σεπτεβρίῳ μηνί, καὶ αὐτὸς διὰ ξηρᾶς σὺν δυνάμει. ἐλθὼν οὖν ᾐτήσατο τὴν νῆσον παρὰ τοῦ κρατοῦντος Νικολάου τοῦ Γατελούζου, ὅς ὑπῆρχεν ἀδελφὸς Δομινίκου τοῦ προηγεμονεύσαντος, τὸν ὅν ὁ ῥηθεὶς Νικόλαος κατήγαγε τῆς ἡγεμονίας καὶ ἀπέπνιξεν, αὐτὸς δὲ ἡγεμὼν κατέστη τῆς Λέσβου τέταρτον ἄγων ἔτος ἐν τῇ ἡγεμονίᾳ. ὁ δὲ Νικόλαος ἀσφαλῶς τὴν Μιτυλήνην ἔν τε πολεμικαῖς παρασκευαῖς καὶ ἁρμάτων πληθύϊ καὶ τάφρων βοθύνων καὶ χωμάτων ἀνορύξεσι κατασκευάσας, μέσον ἐκάθητο σὺν πολεμισταῖς πλείστοις ὑπὲρ ἀριθμὸν χιλιάδων πέντε, καὶ συρφετώδη λαὸν σὺν γυναιξὶ καὶ παιδαρίοις ὑπὲρ ἀριθμὸν χιλιάδων κ’. περάσας οὖν ὁ τύραννος ἀπὸ τοῦ Ἁγιασματίου καὶ ζητήσας τὴν πόλιν σὺν τῇ νήσῳ, ἀπεκρίνατο ὁ Νικόλαος “οὐκ ἐστὶ δυνατὸν παραδοῦναι τὴν πόλιν καὶ τὴν νῆσον, εἰ μὴ πρῶτον αὐτοὶ πολεμικῷ νόμῳ κτανθήσονται.” τότε πάλιν τὴν περαίαν διαβὰς ὁ τύραννος ἀφῆκε τὸν αὐτοῦ βεζύριν Μαχμούτ τοῦ πολιορκεῖν Μιτυλήνην· καὶ δὴ τὰς πετροβόλους σκευὰς ἀντικρύ παραστήσας καὶ πετροβολῶν τὸ ἕν μέρος τῆς πόλεως τὸ λεγόμενον Μελανούδιον κατὰ γῆς ἔρριψεν, ὁμοίως καὶ ἐξ ἄλλων μερῶν τοὺς προμαχώνας καὶ πύργους…»

Το ελληνικό κείμενο τού Δούκα και η ιταλική εκδοχή τού έργου του [CSHB, Βόννη, σελ. 511-12] τελειώνουν και τα δύο με την κατάληψη τής Λέσβου από τον Μωάμεθ τον Σεπτέμβριο τού 1462. Η ιταλική εκδοχή περιλαμβάνει αριθμό γραφικών λεπτομερειών, που δεν υπάρχουν στο πρωτότυπο, μερικές από τις οποίες έχουν παρθεί από τον Κριτόβουλο.

Ο Μπενεντέττο, αρχιεπίσκοπος Μυτιλήνης (Λέσβου), ο οποίος κατείχε την έδρα του από τον Δεκέμβριο τού 1459 [Eubel, II, 198], περιέγραψε την τουρκική κατάληψη τού νησιού σε ρητορική επιστολή προς τον Πίο Β΄ [επιμ. Hopf, Chron. gréco-romanes (1873, ανατυπ. 1966), σελ. 35966, όπου η επιστολή αποδίδεται λανθασμένα στον Λεονάρδο τής Χίου]. O Μπενεντέττο προέτρεπε για ειρήνη στη Χριστιανοσύνη, ιδιαίτερα μεταξύ των Ιταλών, ώστε να καταστεί εφικτή μια εκστρατεία «εναντίον αυτού τού Κέρβερου, που έχει απορροφήσει σχεδόν ολόκληρη την κοινότητα των [Ανατολικών] χριστιανών».

Πρβλ. Arch. di Stato di Venezia, Sen. Secreta, Reg. 21, φύλλα 114 και 124. Domenico Malipiero, Annali veneti dall’anno 1457 al 1500 (συνοψισμένο από τον Francesco Longo) στο Archivio storico italiano, VII, μέρος 1 (1843), II]. Stefano Magno, Estratti degli Annali veneti, επιμ. Hopf, Chron. gréco-romanes, σελ. 201. Pius II, Comm., βιβλίο x, αγγλική μετάφραση, σελ. 633-34 και σημείωση σελ. 637, εκδ. Φρανκφούρτης, 1614, σελ. 243-44 και σημείωση σελ. 245, γραμμές 32 και εξής. Hopf, «Griechenland im Mittelalter» στο Ersch και Gruber, Allgemeine Encyklopedie, τόμ. 86, ανατυπ. τόμ. II, σελ. 143. Iorga, Gesch. d. osman. Reiches, II (1909), 118-19. Pastor, Gesch. d. Päpste, II (ανατυπ. 1955), 237-38, 243. Babinger, Maometto (1957), σελ. 314-18. Wm. Miller, «The Gattilusi of Lesbos (1355-1462)» στο Essays on the Latin Orient, Καίμπριτζ, 1921, ανατυπ. Άμστερνταμ, 1964, σελ. 341-49.

[←29]

Με σημείωμα στις 24 Φεβρουαρίου 1463 ο Πίος Β΄ σύστηνε στον μαρκήσιο Λοντοβίκο Β΄ Γκονζάγκα τον «Σέρτζιο ντε Σερπάντο … αξιωματούχο τού μοναστηριού [της Ρόδου] και … απεσταλμένο τού μάγιστρου και τού μοναστηριού και δικό μας υποδιοικητή» (Sergius de Serpando, … conventus [Rhodi] armiratus ac … magistri et conventus orator et locumtenens noster), ο οποίος βρισκόταν σε αποστολή με άλλους ιππότες απεσταλμένους από το Μοναστήρι τής Ρόδου προς όλους τούς Ευρωπαίους ηγεμόνες για λογαριασμό τού κινδυνεύοντος Τάγματος [Arch. di Stato di Mantova, Arch. Gonzaga, Busta 834]. O Σέρτζιο ντι Σεριπάντο ήταν ναύαρχος τού Οσπιταλίου από το 1462 μέχρι το 1465. Πρβλ. B. WaldsteinWartenberg, Rechtsgeschichte des Malteserordens, Βιέννη και Μόναχο, 1969, σελ. 118-19.

Παπικά σημειώματα στις 16 Φεβρουαρίου, 11 Απριλίου και 14 Απριλίου 1464 στον ίδιο φάκελλο (busta) των Αρχείων τής Μάντουα περιγράφουν επίσης τον τουρκικό κίνδυνο στην Ανατολική Μεσόγειο και την αναγκαιότητα τής σταυροφορίας,

«γιατί ένα έργο επιδιώκουμε, που το αγκαλιάζουμε με όλες μας τις αισθήσεις και το οποίο πιο πριν ήταν ανήκουστο και το ειδικό αυτό έργο έχουμε αποφασίσει να εξηγήσουμε, για τη σωτηρία τού ποιμνίου που μάς έχουν εμπιστευτεί»,

(id unum opus mente agitamus, id totis sensibus sumus complexi, et quod antea inauditum est, proprium corpus pro salute ovium nobis commissarum exponere decrevimus …)

όπως αναφέρει ο Πίος στο σημείωμά του στις 14 Απριλίου, στο οποίο ζητά από τον Λοντοβίκο ασφαλή διέλευση και βοήθεια για όλους τούς σταυροφόρους, οι οποίοι θα ξεκινήσουν ή θα διέλθουν από τη μαρκιωνία τής Μάντουα, περιλαμβανομένης τής απαλλαγής από φόρους και δασμούς κάθε είδους [στο ίδιο]:

«Δεν θα ζητηθούν από αυτούς φόροι και δασμοί, ούτε θα υποχρεωθούν να πληρώσουν τέλη διέλευσης ποταμών, πυλών ή λιμανιών, ούτε θα πάρουν από εδώ σημειώματα για να τα έχουν για τη διέλευσή τους».

(Vectigalia et gabelle non exigantur ab eisdem, nec passus fluminum aut portarum seu portuum et stafarum solvere compellantur nec etiam bulletas accipere pro passu teneantur)

[←30]

Pius II, Comm., βιβλίο vii, αγγλική μεταφρ., σελ. 506, την οποία έχω διορθώσει από την έκδοση Φρανκφούρτης (1614), σελ. 185. Για το εμπόριο στυπτηρίας βλέπε M.-L. Heers, «Les Genois et le commerce de l’alun a la fin du moyen age», Revue d’ histoire economique et sociale XXXII (1954), 31-53, στον οποίο αναφορά έχει γίνει πιο πάνω σε αυτόν τον τόμο, και Jean Delumeau, L’Alun de Rome, XV-XIX siecle, Παρίσι, 1962, σελ. 15-21 και πρβλ. πιο κάτω, Κεφάλαιο 9, σημείωση 14. Η ανακάλυψη στυπτηρίας στην Τόλφα έγινε στις αρχές τού 1461 (όχι τού 1462), όπως φαίνεται από τη συμφωνία τού Τζιοβάννι ντα Κάστρο στις 30 Απριλίου 1461 με τούς αξιωματούχους τής πόλης τού Κορνέτο «για την ανακάλυψη και εκμετάλλευση κάποιων κοιτασμάτων στυπτηρίας, τα οποία ο εν λόγω Ιωάννης [ντε Κάστρο] ελπίζει να ανακαλύψει ή έχει βρει στην περιοχή τού Κορνέτο και αλλού…» (super inventione et confectione certarum minerarum aluminis quas ipse Johannes [de Castro] sperat reperire posse seu reperisse in territorio Cornetano et alibi…).

Στις 20 Ιουλίου (1461) το παπικό ταμείο (Camera Apostolica) ενέκρινε τη σύμβαση τού Τζιοβάννι με το Κορνέτο, επιβάλλοντας δασμό και ειδικό φόρο κατανάλωσης στην εξόρυξη και πώληση τής στυπτηρίας, ενώ ο Πίος Β΄ αποδέχτηκε τις ρυθμίσεις με βούλλα στις 23 Αυγούστου (1461). Για το κείμενο τής έγκρισης από το ταμείο στις 20 Ιουλίου [Arch. Segr. Vaticano, Div. Cam., Reg. 29, φύλλα 207-12], τo οποίο ενσωματώνει το ιδιωματικό κείμενο τής σύμβασης τού Τζιοβάννι με το Κορνέτο, που «λέει ότι θα σάς πείσει ότι πιστεύει ότι θα βρει ή έχει βρει αφθονότατη στυπτηρία…» (che esso si persuade e dice credere trovare o havere trovato … habundantissime lumiere…), βλέπε Pietro Sella, «La Prima Concessione per l’allume della Tolfa«, Quellen und Forschungen aus italienischen Archiven und Bibliotheken, XXXIII (1944), 252-59.

[←31]

Delumeau, L’Alun de Rome, σελ. 23 και εξής, Raymond de Roover, The Rise και Decline of the Medici Bank (1197-1494), Νέα Υόρκη, 1966, σελ. 152-56 και εξής.

[←32]

Πρβλ. τις δύο ενδιαφέρουσες επιστολές τού καρδινάλιου Φραντσέσκο Γκονζάγκα προς τον πατέρα τού Λοντοβίκο Β΄, η πρώτη γραμμένη στη Ρώμη στις 22 Ιουνίου 1463 και η δεύτερη στο Τίβολι την 1η Ιουλίου, στον Pastor, Acta inedita, I (1904), αριθ. 141-42, σελ. 183-85, που αναφέρουν ότι ο Μωάμεθ είχε κατακτήσει όλη τη Βoσνία με στρατό 200.000 ανδρών «και πολλοί υποστηρίζουν ότι, αν ο Τούρκος δεν συναντήσει ισχυρή αντίσταση, σε λιγότερο από ενάμιση χρόνο θα καταλάβει μεγάλο μέρος τής Ιταλίας…». Ο καρδινάλιος Φραντσέσκο έφυγε από τη Ρώμη για τη Μάντουα στις 14 Νοεμβρίου σύμφωνα με τα Acta Consistorialia στo Arch. Segr. Vaticano, Arm. XXXI, τόμος 52, φύλλο 65.

Ο τελευταίος βασιλιάς τής Βοσνίας, ο Στέφανος Τομάσεβιτς (14611463), εκτελέστηκε στα τέλη Μαΐου 1463 από τον Μωάμεθ, παρά το γεγονός ότι ο μεγάλος βεζύρης Μαχμούτ πασάς είχε δώσει στον βασιλιά γραπτή εγγύηση ασφάλειας στο όνομα τού σουλτάνου, προκειμένου να εξασφαλίσει την κατοχή τού Στέφανου προσωπικά και τού φρούριου τού Κλουτς (Kljuc). Η μητριά τού Στέφανου, η βασίλισσα Κατερίνα, διέφυγε στη Ραγούσα και από το 1466 ζούσε στη Ρώμη ως επιδοτούμενη από τον παπισμό, στον οποίο κληροδοτούσε τη Boσνία (εκτός αν ο γιος της Σίγκισμουντ, προσήλυτος στο Ισλάμ, επέστρεφε στο Χριστιανισμό). Η διαθήκη της έχει δημοσιευτεί στον A. Theiner, Vetera monumenta slavorum meridionalium historiam illustrantia, I (Ρώμη, 1863), 509-11. To ταφικό μνημείο τής «Κατερίνας βασίλισσας τής Βοσνίας» (Catharina regina Bosnensis) υπάρχει ακόμη άριστα διατηρημένο στη Σάντα Μαρία ντ’ Αρακοέλι στο Καπιτώλιο (Campidoglio), στο ανατολικό άκρο τού βόρειου πυλώνα, με όψη προς τον βωμό. Καταγράφει την ημερομηνία θανάτου της (στις 25 Οκτωβρίου 1478): «…πέθανε στη Ρώμη το έτος Κυρίου 1478, στις 25 Οκτωβρίου και τοποθετήθηκε μνημείο με επιγραφή της» (…obdormivit Romae anno Domini MCCCCLXXVIII die XXV Otcobris [sic], monumentum ipsius scriptis positum).

Πρβλ. Voigt, Enea Silvio, III, 684-85, Iorga, Gesch. d. osman. Reiches, II, 120-21, Pastor, Gesch. d. Päpste, II (ανατυπ. 1955), 238-40, Babinger, Maometto, σελ. 324-35 και Pietro Balan, Delle Relazioni fra la Chiesa cattolica e gli slavi della Βulgaria, Bosnia, Serbia, Erzegovina, Ρώμη, 1885, σελ. 92-98.

O Στέφανος Τομάσεβιτς είχε προειδοποιήσει τον Πίο Β΄ ότι ετοιμαζόταν τουρκική έφοδος και ότι ο Μωάμεθ Β΄ «θα στοχεύσει στην Ιταλία, την οποία φιλοδοξεί να εξουσιάσει» [Pius II, Comm., βιβλίο xi, αγγλική μεταφρ., σελ. 740-42 και για την τουρκική κατάληψη τής Βοσνίας, σελ. 768-70, εκδ. Φρανκφούρτης, 1614, σελ. 297-98, 311-12]. Βλέπε επίσης Cod. Reg. lat. 1995, φύλλα 512-5I3, 533-535, Giovanni Maria Angiolello, Hist. turchesca, επιμ. Ion Ursu, Βουκουρέστι, 1909, σελ. 29 και πρβλ. Raynaldus, Annales ecclesiastici ad ann. 1462, αριθ. 30-32, τόμ. XIX (1693), σελ. 118, ad ann. 1463, αριθ. 14-16, στο ίδιο, σελ. 127 και για τον θάνατος τη Κατερίνας, ad ann. 1478, αριθ. 42-45, σελ. 278-79, όπου δημοσιεύεται μερικώς η διαθήκη της.

Στις 23 Μαρτίου 1462 ο Πίος Β΄ χορήγησε στον βασιλιά Στέφανο το δικαίωμα να έχει φορητό βωμό, Reg. Vat. 484, φύλλο 268, «εκδόθηκε στη Ρώμη, στον Άγιο Πέτρο, το έτος κλπ. 1461, 10 μέρες πριν από τις καλένδες Απριλίου, κατά το τέταρτο έτος τής παπικής μας θητείας» (datum Rome apud Sanctum Petrum anno, etc., MCCCCLXI, decimo Kal. Αprilis, pontif. nostri anno quarto) και ένα μήνα αργότερα έστειλε τον Λούκα ντε Τολέντι ως αποστολικό νούντσιο σε αποστολή προς τούς κόμητες τής Σένια (Senj), καθώς αναμένονταν τουρκικές επιθέσεις στη Bοσνία, Δαλματία και Ιστρία, Reg. Vat. 485, φύλλο 248, με ημερομηνία 24 Απριλίου 1462. Ο Στέφανος είχε προειδοποιήσει τον πάπα:

«Ήμουν ο πρώτος που περίμενε την καταιγίδα. Μετά από μένα θα περιμένουν τη σειρά τους η Ουγγαρία και η Βενετία και ούτε η Ιταλία θα έχει ανάπαυση. Αυτό είναι το σχέδιο τού εχθρού» [χειρόγραφο ό. π., φύλλο 513].

(Ego tempestatem primus expecto; post me Hungari et Veneti suam sortem manebunt, nec Italia conquiescet: sic stat consilium hostis)

Πρβλ. γενικά Iorga, Gesch. d. osman. Reiches, II, 110-22. Σημειώστε την τελευταία οικτρή έκκληση τού Στέφανου προς τη Βενετία (και τον παπισμό) στις 28 Φεβρουαρίου 1463 στο Ljubić, Listine, X. 237-38 και πρβλ. στο ίδιο, σελ. 247, 250-52, κλπ. Μετά την πτώση τής Boσνίας ο Τούρκος είχε φτάσει «στις πόρτες τής Ιταλίας» (ad hostium et fores Italie) [σελ. 251]. Για την πτώση τής Bοσνίας βλέπε επίσης τις ενετικές επιστολές προς τον απεσταλμένο τής Δημοκρατίας στη Ρώμη [στο MHH, Acta extera, IV (Βουδαπέστη, 1875), αριθ. 133, 137-38, σελ. 211, 216-19, κλπ.]. Η αρχαία αίρεση των Βογομίλων είχε συντελέσει στην εσωτερική αποδυνάμωση τής Boσνίας και είχε διευκολύνει την τουρκική κατάκτηση.

[←33]

Pastor, Gesch. d. Päpste, II (ανατυπ. 1955), 242-43, όπου (όπως αναφέρθηκε πιο πάνω) ο Pasquale Malipiero κάνει λάθος που τον ονομάζει Prospero. Domenico Malipiero, Annali veneti στο Archivio storico italiano, VII, μέρος 2 (1844), 654. Sanudo, Vite de duchi στο RISS, XXII, στήλη 1168E, ο οποίος σημειώνει ότι

«στην κηδεία του ήταν και ο επιφανής Κύριος Θωμάς, Δεσπότης τού Μορέως, τού οίκου των Παλαιολόγων, ο οποίος κυνηγημένος από τον Τούρκο ήρθε σε αυτή τη χώρα»

(alle sue esequie fu l’illustre Chir Tomado Despoto della Morea della casa Paleologo, scacciato dal Τurcο, e venuto in questa terra).

Andrea Navagero, Storia veneziana στο RISS, XXIII (Μιλάνο, 1733), στήλη 1121, κλπ. Pius II, Comm.. βιβλίο x, αγγλική μεταφρ., σελ. 639-40, εκδ. Φρανκφούρτης, 1614, σελ. 246-47.

Η θαυμάσια υπόσχεση (promissio) τού Κριστόφορο Μόρο «να βάλουμε τούς ανθρώπους πάνω από τα δουκάτα» (quam fecit popolo pro ducatu) κατά την εκλογή του ως δόγη (με ημερομηνία 12 Μαΐου 1462), εκτελεσμένη ίσως από τον Λεονάρντο Μπελλίνι, διατηρείται τώρα στη Βρεταννική Βιβλιοθήκη [British Library, Add. MS. 15.816, πρβλ. φύλλα 4-5 και εξής].

[←34]

G. M. Thomas και R. Predelli, Diplomatarium veneto-levantinum, II (Βενετία, 1899. ανατυπ. Νέα Υόρκη, 1965), αριθ. 182. σελ. 343-45, γραμμένη στην Αδριανούπολη στις 4 Σεπτεμβρίου 1430. Πρβλ. Predelli, Regesti dei Commemoriali, IV (1896). βιβλίο XII, αριθ. 140, σελ. 164, με ημερομηνία 4 Σεπτεμβρίου 1430.

[←35]

Sanudo, Vite de duchi στο RISS, XXII, στήλη 1172A, που χρονολογεί τη δραπέτευση τού σκλάβου στο 1463, στο οποίο τον ακολουθεί ο Babinger, Maometto, σελ. 336 (αλλά βλέπε την επόμενη σημείωση). Ο Malipiero, Annali veneti στο Archivio storico italiano, VII, μέρος 1 (1843), 12-13 ή ο εκδότης του τοποθετεί το γεγονός στο 1462.

[←36]

Κριτόβουλος, IV, 16, επιμ. Müller, FHG, V-l, σελ. 148, επιμ. Grecu, σελ. 309, που γράφει ότι ο Ομάρ μπέης ήταν τότε «ὁ τῆς Πελοποννήσου και τῆς ἄλλης Ἑλλάδος σατράπης», αλλά ο Ισά μπέης φαίνεται ότι είχε διαδεχθεί τον Ζαγάν πασά ως κυβερνήτης τού Μοριά.

Πρβλ. Χαλκοκονδύλη, βιβλίο x, CSHB, Βόννη, σελ. 545, γραμμές 8-9, επιμ. Darkò, II-2, 289, γραμμές 25-27:

Όταν όμως ένας ιερέας στην πόλη τού Άργους, στην Πελοπόννησο, παρέδωσε την πόλη ύστερα από προδοσία στον ύπαρχο τού σουλτάνου, αυτός, ο γιος τού Ελβάν, που ονομαζόταν Ισά, βρισκόταν τώρα σε πόλεμο μαζί τους ανοιχτά.

«…ὡς δὲ τό τε ἐν Πελοποννήσῳ Ἄργος, ἱερέως τῶν ἐν τῇ πόλει παραδόντος προδοσίᾳ, ἔλαβεν ὁ τοῦ βασιλέως ὕπαρχος, Ἀλβάνεω παῖς, τοὔνομα Ἰησοῦς, καὶ ἐπέθετο περιφανῶς ἤδη πολεμεῖν…»

Πρβλ. Navagero, Storia veneziana στο RISS, XXIII, στήλη 1121D και Sanudo, ό. π., ο οποίος φαίνεται ότι κάνει λάθος τοποθετώντας τη δραπέτευση τού σκλάβου από τον Τούρκο κύριό του στην Αθήνα στο 1463, επειδή αυτό το γεγονός προηγείται σαφώς τής επίθεσης τού Ομάρ μπέη στη Ναύπακτο (Λεπάντο), η οποία χρονολογείται με ακρίβεια στον Νοέμβριο τού 1462 από τον Σφραντζή, Χρονικόν, PG 156, στήλη 1073A, επιμ. Grecu (1966), σελ. 128:

Τον Νοέμβριο τού έτους 6971 [1462] ο Ομέρ, ο γιος τού Τουραχάν, εισέβαλε και άρπαξε όλους τούς ανθρώπους γύρω από τη Ναύπακτο και την περιοχή της…

«…τὸν δὲ Νοέμβριον τοῦ οα’ ἔτους ἐπιδραμόντος τοῦ υἱοῦ τοῦ Τουραχάνη, Ἀμάρη, ἀπῆρε πάντας τοὺς περὶ τὸν Ναύπακτον καὶ τὴν αὐτοῦ περιοχὴν…»

και πρβλ. Ψευδο-Σφραντζή, IV, 20, CSHB, Βόννη, σελ. 414, επιμ. Grecu, σελ. 554, όπως τον κατανοεί ο Hopf, στο Ersch και Gruber, Allgemeine Encyklopadie, τόμ. 86, ανατυπ. τόμ. II, σελ. 154 και σημειώστε Pastor, Gesch. d. Päpste, II (ανατυπ. 1955), 244 και Wm. Miller, Latins in the Levant, Λονδίνο, 1908, σελ. 465.

Παρ’ όλα αυτά, η ιστορία τής υποδοχής από τον Βαλλαρέσσο στην Κορώνη τού δραπέτη σκλάβου που ανήκε στον Τούρκο διοικητή τής Αθήνας δεν είναι υπέρανω πάσης υποψίας. Ίσως αποτελεί επανεξιστόρηση τού γεγονότος ότι ο Βαλλαρέσσο είχε ήδη κατηγορηθεί τότε (1461-1462), ότι υπέκρυπτε τρεις σκλάβους τού Μαχμούτ πασά, που είχαν δραπετεύσει με τιμαλφή αξίας 30.000 άσπρων από την περιουσία τού μεγάλου βεζύρη, για τα οποία η Ενετική Γερουσία φαίνεται ότι είχε προχωρήσει σε αποζημίωση [Sen. Secreta, Reg. 21, φύλλο 83, έγγραφο με ημερομηνία 29 Μαρτίου 1462 και στο ίδιο, φύλλα 109-111, με ημερομηνία 22 Σεπτεμβρίου 1462 και Sen. Mar, Reg. 7. φύλλο 56 με ημερομηνία 30 Μαρτίου 1462]. Πρβλ. Roberto (S.) Lopez, «II Principio della guerra veneto-turca nel 1463», στο Archivio veneto, 5η σειρά, XV (1934), 48-49.

[←37]

Η ακριβής ημερομηνία παρέχεται στο Σύντομον Χρονικόν [Chronicon breve], ad ann. 1463, CSHB, Βόννη, σελ. 521:

«Τῷ ,ςϡοα’ ἔτει, μηνὶ Ἀπριλίῳ γ’ ἡμέρᾳ, κυριακῇ τῶν βαΐων, ἐπαρέδωσαν οἱ Ἀργεῖοι τὴν χώραν τοῦ Ἄργους εἰς τὰς χεῖρας τῶν Τούρκων. καὶ τῇ κε’ τοῦ Ἰουλίου μηνός, ἡμέρᾳ β’ ἐξοίκισαν αὐτοὺς οἱ Τοῦρκοι ἀπὸ τὸ Ἄργος, καὶ ἐξόρισαν αὐτοὺς σὺν γυναιξὶ καὶ τέκνοις εἰς τὴν Κωνσταντινούπολιν.»

Χαλκοκονδύλης, βιβλίο x, CSHB, Βόννη, σελ. 545, επιμ. Darkò, II-2. 289, που αποκαλεί Ἰησοῦ τον Ισά, βλέπε προηγούμενη σημείωση:

Οι Ενετοί υπέφεραν επειδή οι ύπαρχοι τού σουλτάνου τούς επιτίθεντο και κακομεταχειρίζονταν τούς υπηκόους τους, αλλά τηρούσαν στις συνθήκες, περιμένοντας να δουν πώς θα εξελίσσονταν τα πράγματα. Όταν όμως ένας ιερέας στην πόλη τού Άργους, στην Πελοπόννησο, παρέδωσε την πόλη ύστερα από προδοσία στον ύπαρχο τού σουλτάνου, αυτός, ο γιος τού Ελβάν, που ονομαζόταν Ισά, βρισκόταν τώρα σε πόλεμο μαζί τους ανοιχτά. Ο Ομέρ, ο γιος τού Τουραχάν, επέδραμε στη Ναύπακτο, ενώ οι άνδρες τού σουλτάνου κατέλαβαν, και ύστερα δεν θα επέστρεφαν, κάποια εδάφη των Ενετών στην Πελοπόννησο, γύρω από τη Μεθώνη. Τώρα οι Ενετοί δεν μπορούσαν πια να αντέξουν να παραμένουν σε ειρήνη, οπότε σκέφτηκαν να αξιολογήσουν τις διάφορες επιλογές τις οποίες υποστήριζαν διάφοροι από αυτούς.

«…καὶ οἱ μὲν Οὐενετοὶ ἐχαλέπαινον ἐπιφερομένων σφίσι τῶν βασιλέως ὑπάρχων καὶ χαλεπῶν ὄντων τοῖς ὑπηκόοις, ἐνέμενον δ’ ὅμως ταῖς σπονδαῖς, καραδοκοῦντες, ᾗ ἀποβήσεται σφίσι τὰ πράγματα. ὡς δὲ τό τε ἐν Πελοποννήσῳ Ἄργος, ἱερέως τῶν ἐν τῇ πόλει παραδόντος προδοσίᾳ, ἔλαβεν ὁ τοῦ βασιλέως ὕπαρχος, Ἀλβάνεω παῖς, τοὔνομα Ἰησοῦς, καὶ ἐπέθετο περιφανῶς ἤδη πολεμεῖν, καὶ Ναύπακτον μὲν ἐπέδραμεν Ὀμάρης ὁ Τουραχάνεω, τὴν δὲ ἐν Πελοποννήσῳ χώραν Οὐενετῶν, τὴν περὶ Μεθώνην, καταλαβόντες οἱ τοῦ βασιλέως οὐκ ἐνεδίδοσαν, ἐνταῦθα οὐκέτι ἀνασχετὸν ἐποιοῦντο ἡσυχίαν ἄγειν, ἀλλ’ ἐβουλεύοντο μὲν ἐπ’ ἀμφότερα γιγνόμενοι ταῖς γνώμαις.»

Πρβλ. Navagero. Storia veneziana, στο RISS, XXIII, στήλη 1121 και τον ανώνυμο γραμματέα τού Σιγκισμόντο Μαλατέστα (Λορέντσο Γκαμπούτι;) στον Κ. N. Sathas, Documents inédits relatifs a l’histoire de la Grèce au moyen age, VI (Παρίσι, 1885, ανατυπ. Αθήνα, 1972), 95. Σύμφωνα με τον Angiolello, Hist. turchesca, επιμ. Ursu, σελ. 29, το Άργος καταλήφθηκε «μέσω ενός Έλληνα παπά»i> (per mezzo d’ un popa greco).

[←38]

Arch di Stato di Venezia, Sen. Secreta, Reg. 21, φύλλο 152:

«Ο σεβαστός πατέρας, ο κύριος επίσκοπος Βέσπρεμ [Veszprem στην Ουγγαρία] και ο λαμπρός κόμης Στέφανο τής Σένια, απεσταλμένοι τού γαληνότατου βασιλιά τής Ουγγαρίας, παρουσιάστηκαν ενώπιόν μας και μάς εξηγησαν τη δύναμη και το μέγεθος των Τούρκων, μιλώντας για τον απειλητικό κίνδυνο για το βασίλειο τής Ουγγαρίας και τη Χριστιανοσύνη από αυτόν τον εχθρό, ο οποίος καταβάλλει κάθε δυνατή προσπάθεια εναντίον αυτού τού βασιλείου για να μπορέσει να το υποτάξει. Αναφέρθηκαν επίσης στη μεγάλη στοργή και εμπιστοσύνη, την οποία η βασιλική μεγαλειότητα τής Ουγγαρίας έχει για εμάς. στη συνέχεια ζήτησαν δική μας άμεση χερσαία βοήθεια, για να μπορέσουν να αντισταθούν. Τρίτον, είπαν ότι πρόκειται να αναχωρήσουν για τον Ρωμαίο ποντίφηκα, για να ικετεύσουν για τη βοήθειά του, ενώ με τον ίδιο τρόπο ζήτησαν τη δική μας εύνοια και συμβουλή, καθώς, όπως ανέφεραν, είχαν εντολή από τον γαληνότατο βασιλιά να εμφανιστούν κλπ. και να φέρουν πίσω τη συμβουλή τού γαληνότατου κύριου δόγη [το “κλπ.” υπάρχει στο πρωτότυπο κείμενο]. Να απαντηθεί:

(Quod reverendo patri, domino episcopo Vesprimiensi, ac magnifico comiti Stephano Segne, etc., oratoribus serenissimi Hungarie regis, qui ad presentiam nostram venerunt explicantes potentiam et magnitudinem Turci ac pericula imminentia regno Hungarie et Christianitati si huic hosti, qui omni conatu suo contra regnum ipsum se direxerit, succumbere compelletur. Commemoraverunt quoque magnam affectionem et confidentiam quam regia majestas Hungarie in nos repositam habet; successive petierunt instanter auxilia nostra terrestria ut resistere possint; tertio loco dixerunt quod cum ad Romanum pontificem profecturi sint, presidia sua imploraturi, similiter petebant consilium et favorem nostrum iuxta quod ut retulerunt habuisse in mandatis a serenissimo rege procedent, etc., sicut per serenissimum dominum ducem huic consilio relatum est. Respondeatur:

“Γι’ αυτό που κατάλαβε το ευγνώμον μυαλό μας από τον σεβαστό πατέρα και την υψηλότητά σας, αν η μεγαλειότητά του ο βασιλιάς τής Ουγγαρίας έχει σε εμάς εμπιστοσύνη, αυτό που μπορεί να γίνει περισσότερο, σε αυτό πάντοτε σκοπεύουμε και δεσμευόμαστε απέναντι στη γαληνότητά του με μοναδική καλοσύνη και αγάπη. Βασιζόμαστε στον Θεό μας, που είναι πάντα μάρτυρας των συμφορών μας και των θρήνων τόσο μεγάλου μέρους αυτού τού βασιλείου, να κάνει κατ’ αρχήν ό,τι μπορεί, ενώ βασιζόμαστε επίσης στην ένθερμη πίστη και την τιμή τής χριστιανικής θρησκείας, καθώς και στην ιδιαίτερη αγάπη μας για τη βασιλική μεγαλειότητά του. … Αλλά εμείς εδώ και λίγο καιρό σκεφτόμαστε διαφορετικά, ότι δηλαδή από τη Μακαριότητά του, που είναι η κεφαλή των χριστιανών, πρέπει να δοθεί βοήθεια στο βασίλειο τής Ουγγαρίας. Πιστεύουμε ειδικά τώρα στην ειδική εποπτεία τού ποντίφηκα, τού υψηλότερου εκπροσώπου μας και δεν αμφιβάλλουμε ότι πρέπει να κατευθυνθείτε στο κράτος του, στην πόλη τής Αγιότητάς του, πράγμα για το οποίο πρέπει να διάκειται θετικά, όπως μπορούμε να γνωρίζουμε. Επίσης εμείς σε αυτό τίποτε δεν μπορούμε να παραβλέψουμε και έτσι πρέπει να ακολουθηθεί.

“Quod gratissimo animo intelleximus r[everendam] p[aternitatem] et magnificentiam suas sique regia majestas Hungarie de nobis confidentiam capit, id quippe amplissime facere potest, qui sumus semperque esse intendimus serenitati sue singulari benivolentia et amore devincti. Adducimusque Deum nostrum in testem semper nos calamitatibus regni illius tantum indoluisse quantum ex primi posset tum ex ardore fidei et honoris Christiane religionis tum ex precipua affectione nostra in regiam celsitudinem suam. … Nos vero dudum studia nostra convertimus ut per Beatitudinem suam, que caput est Christianorum, regno Hungarie auxilia conferrantur habemusque impresentiarum ob id specialiter penes pontificem maximum oratorem nostrum, nec dubitamus per appulsum dominationum suarum ad urbem Sanctitatem suam quam huic rei bene dispositam esse scimus provisuram esse, nosque in hoc etiam nihil apud cum pretermissuri sumus ut effectus iste sequi habeat.

Αλλά επειδή η μεγαλειότητά του ζητά τη συνδρομή μας με χερσαία μορφή, λέμε ότι, παρόλο που μπορεί να εμπλέκονται μεγαλύτερες δαπάνες, αφού αφενός διατηρούμε συνεχώς τον στόλο μας εναντίον των Τούρκων και πάνω απ’ όλα τώρα είναι πολύ πιο ισχυρός από το συνηθισμένο, ενώ αφετέρου οχυρώνουμε τα εδάφη μας που γειτονεύουν με τον εχθρό, επιθυμώντας να προστατεύσουμε αυτά και τούς ανθρώπους, όμως, για την τιμή και την εξυπηρέτηση τού γαληνότατου βασιλιά, προσπαθώντας να ικανοποιήσουμε πρόθυμα την επιθυμία του, είμαστε στην ευχάριστη θέση να συνεισφέρουμε στη μεγαλειότητά του με 3.000 δουκάτα τον μήνα για έξι μήνες, ενώ περαιτέρω, αν δούμε από καιρό σε καιρό από αυτό το έργο τού βασιλιά σε σχέση με τούς Τούρκους, ότι η βοήθειά μας πρέπει να δοθεί για πιο μεγάλο χρονικό διάστημα, χωρίς να θεωρούμε μικρότερο τον κίνδυνο τού δικού του βασιλείου από τον δικό μας, θα διακηρύξουμε ότι η γαληνότητά του επηρεάζεται πραγματικά όσο και εμείς οι ίδιοι επηρεαζόμαστε.”

At quoniam magnificentie sue in specie auxilia terrestria nostra petunt dicimus quod licet maximis expensis simus impliciti tam in classe nostra quam continue tenemus contra Turchum et maxime nunc multo potentiorem solito quam in muniendis terris nostris finitimis hosti gentibus et presidiis, cupidi tamen honoris et commodi serenissimi regis conamur libenter suis beneplacitis satisfacere sumusque contenti contribuere majestati sue ducatorum III milia in mensem per menses sex, et ulterius si ex opportunitatibus regni illus respectu Turchorum opus esse videbimus quod subsidium nostrum per magis longum tempus fieri habeat, non estimantes minus pericula regni ipsius quam nostra declarabimus in hoc etiam serenitati sue per veros effectus quantum sibi affecti sumus.”

Όσον αφορά τις συμβουλες, με δική του προσέγγιση, προς τον αγιώτατο ποντίφηκα, λέμε ότι είναι σοφότατος και δεν χρειάζεται να έχει τη συμβουλή μας, αλλά προτρέπουμε τις μεγαλειότητές τους να πάνε με καλή διάθεση στον Ρωμαίο ποντίφηκα και να τού αναφέρουν τούς πολύ σοβαρούς κινδύνους για τα βασίλεια και τη Χριστιανοσύνη και να ζητήσουν να προσφερθεί βοήθεια, ειδικά το μερίδιο που οφείλεται από τη Μακαριότητά του, στο οποίο επίσης θέμα είναι εκπρόσωπός μας, ενώ όπως έχουμε πει τίποτε από τα πιθανά δεν είναι αμελητέο».

Circa partem consilii pro suo accessu ad sanctissimum pontificem, dicimus quod sapientissimi sunt nec opus habent consilio nostro, sed hortamur magnificentias suas ut bono animo vadant ad Romanum pontificem commemorentque gravissima pericula regni et Christianitatis ac solicitent auxilia conferenda presertim portionem debitam Beatitudinis sue in qua re etiam orator noster, ut diximus, nihil de possibilibus ommissurus est)

Έχοντας αντιγράψει αυτό το έγγραφο από τα ενετικά αρχεία, το βρήκα δημοσιευμένο στο MHH, Acta extera, IV (1875), αριθ. 129, σελ. 206-7. Διατηρώ το κείμενό μου επειδή διαφέρει σημαντικά από το δημοσιευμένο στα ουγγρικά Acta extera. Οι ενετικές διπλωματικές σχέσεις με την Ουγγαρία ήσαν ιδιαίτερα στενές τότε. Βλέπε τα πολλά έγγραφα στο ίδιο, IV, αριθ. 123 και εξής, σελ. 196 και εξής. Στα μέσα Απριλίου 1463 η ενετική κυβέρνηση είχε πληροφορηθεί «για τη μεγαλόψυχη πρόθεση … τής Αυτού Μεγαλειότητας τού βασιλιά, να καλέσει τον στρατό του, που θα βαδίσει σε στρατόπεδα, εναντίον των εχθρών τής πίστης» (de magnanima deliberatione … Regie Majestatis coadunandi exercitum suum exeundique in castra adversus hostes fidei) [στο ίδιο, αριθ. 126, σελ. 200].

[←39]

Sanudo, Vite de duchi στο RISS, XXII, στήλες 1171E-1172. O Λορεντάν ήθελε προφανώς επί μερικούς μήνες να επιτεθεί στη Λέσβο, όπως φαίνεται από επιστολή γραμμένη στη Φλωρεντία στις 12 Οκτωβρίου 1462 και σταλμένη από τον Μιλανέζο πρεσβευτή Νικόντεμο Τρανκεντίνι ντα Ποντρέμολι στον Φραντσέσκο Σφόρτσα [Pastor, Acta inedita, I, αριθ. 135, σελ. 172-73], αλλά τον εμπόδιζε η κυβέρνηση τής πατρίδας του. Για την τουρκική κατάληψη τής Λέσβου βλέπε πιο πάνω, σημειώσεις 27-28, ενώ για τον πρεσβευτή σημειώστε Piero Parodi, «Nicodemo Tranchedini da Pontremoli, genealogista degli Sforza», Archivio storico lombardo, 5η σειρά, XI,VII-1 (1920), 334-40.

Ο Λεονάρντο Τόκκο τής Λευκάδας (Σάντα Μάουρα) έστειλε τότε τον αδελφό του σε πρεσβεία στη Βενετία, για να καταστήσει σαφείς στη Σινιορία τις «κακές και επικίνδυνες συνθήκες τής κατάστασής του» (malae et periculosae conditiones status sui). Ο Λεονάρντο ικέτευε τούς Ενετούς να τού στείλουν διακόσιους πεζούς στρατιώτες και προμήθειες, αλλιώς τα εδάφη του και οι χριστιανοί υπήκοοί του θα περνούσαν «στα χέρια των Τούρκων» (ad manus Τurcorum). Η Γερουσία ενέκρινε να τού δώσει τετρακόσια δουκάτα και εκατό άνδρες για υπηρεσία εξι μηνών [Sen. Secreta, Reg. 21, φύλλα 118, 119, έγγραφα με ημερομηνία 16 και 26 Οκτωβρίου 1462].

[←40]

Χαλκοκονδύλης, Ἀποδείξεις Ἱστοριῶν, βιβλίο x, CSHB, Βόννη, σελ. 545-51, επιμ. Darkò, II-2, 289-95:

Συγκάλεσαν αυτό που αποκαλούν Συμβούλιο των Αβογκαντόρι, στο οποίο ο Βεττόρε, από τον οίκο των Καπέλλο, ένας άνδρας διακεκριμένος για τον πλούτο και το αξίωμά του, για τον οποίο πίστευαν ότι ήταν ο καλύτερος να ηγείται τής πόλης, προσκάλεσε τούς οπαδούς και τούς συγγενείς του να υποστηρίξουν τη θέση του, ανέβηκε στο βάθρο, και μίλησε ως εξής: «Ενετοί, καθώς έχω δει ξανά και ξανά ότι οι κάτοικοι αυτής τής πόλης δεν κάνουν λάθος όταν συζητούν για το τι πρέπει να γίνει, πίστευα ότι μια σύντομη ομιλία προς εσάς θα αρκούσε. Όλα τα σημερινά προβλήματα είναι τέτοια, που μπορούν να ωθήσουν ακόμη και εκείνους που δεν θέλουν να πάμε σε πόλεμο. Όμως πολλοί από εκείνους που διεκδικούν ηγετικές θέσεις μεταξύ μας, ήρθαν να σάς παροτρύνουν να μην συζητήσετε για τόσο μεγάλες απειλές με εχθρικό πνεύμα, αλλά να είστε μάλλον υπομονετικοί, να στείλετε πρεσβεία στον βάρβαρο σχετικά με τη συνθήκη, να τού πείτε ότι δεν ενεργεί δίκαια παραβιάζοντας τούς όρκους και τη συνθήκη, και να τον συμβουλεύσετε, σαν να ήταν αυτό απαραίτητο, να σέβεται ό,τι είναι σωστό. Αλλά αν επιλέξετε πόλεμο, πρέπει να παρουσιάσετε ένα επιχείρημα για τον παρόντα πόλεμο, επαρκές για να τεθεί σε ψηφοφορία. Όταν εξετάζουμε κάθε επιλογή, πρέπει να συγκρίνουμε τα προβλήματα που θα προκύψουν από κάθε μία και να επιλέξουμε εκείνα που φαίνεται να είναι τα πιο περιορισμένα. Πρώτα όμως πρέπει να θέσουμε σε ψηφοφορία τις απόψεις μας σχετικά με το αποτέλεσμα που θα έχει κάθε επιλογή.

«…καταστάσης δὲ πολλαχῇ ἐκκλησίας τῶν κλητῶν καλουμένων, Βίκτωρ τῶν Καπέλλων οἰκίας, ἀνὴρ πλούτῳ τε καὶ ἀξιώματι προέχων καὶ ἄγειν δοκῶν τὴν πόλιν κράτιστος, προσπαρακαλέσας καὶ τοὺς προσήκοντας αὐτῷ καὶ συγγενεῖς ἐς τὴν ἑαυτοῦ ψῆφον, παριὼν ἐπὶ τὸ βῆμα ἔλεγε τοιάδε· “ἄνδρες Οὐενετοί, πολλαχῇ μὲν καὶ ἄλλοτε δοκῶν τοὺς ἐνοικοῦντας τὸ ἄστυ τόδε μὴ διαπίπτειν λογιζομένους τὰ δέοντα, βραχεῖ τινι λόγῳ ἐνόμιζον δεῖσθαι ἐς ὑμᾶς. πάντα δὲ τὰ πράγματα οἷα προτρέπεσθαι καὶ μὴ προθυμουμένους ἐπὶ τὸν πόλεμον τοῦτον. ἐπεὶ δὲ καὶ τῶν πρωτεύειν ἀξιούντων παρ’ ἡμῖν οὐκ ὀλίγοι παριόντες κελεύουσιν ὑμᾶς μὴ οὕτως ἐπαχθῶς περὶ μεγάλων βουλεύεσθαι πραγμάτων, ἀλλ’ ἀνέχεσθαι μᾶλλον, πρεσβείαν πέμποντας ἐς τὸν βάρβαρον περὶ τῶν σπονδῶν, ὡς οὐ δίκαια πράττοι παραβαίνων τοὺς ὅρκους καὶ τὰς σπονδάς, καὶ νουθετεῖν αὐτὸν τὰ δέοντα, ἢν δέῃ, πεισόμενον. ἐὰν δὲ ἀναιρεῖσθαι πόλεμον, ἀναγκαῖον λόγον περὶ τοῦ παρόντος πολέμου ἐπιμνησάμενον ἱκανόν, οὕτως ἰέναι ἐπὶ τὴν ψῆφον. δεῖ δὲ ἕκαστα λογιζομένοις τὰ χαλεπὰ παρατιθέναι ἀλλήλοις αὐτά, καὶ τὰ μετριώτερα φαινομένων τούτων αἱρεῖσθαι ἐπιλεγομένους. πρῶτον δὲ ἀναγκαῖον προθέμενον ψῆφον, γνώμην ταύτην ὡς ἕκαστα ἀποβαίνειν.

Γιατί λένε ότι αν πάμε σε πόλεμο, οι πόλεις μας στην [ιταλική] ενδοχώρα, στην Αδριατική Θάλασσα, στην Πελοπόννησο και αλλού δεν θα μπορέσουν να αντέξουν για πολύ, αλλά θα εξαντληθούν τα εφόδια και θα καταστραφούν, αν πέσει πάνω τους κάποια ξαφνική κρίση. Θα αποκοπούν από το εμπόριο με τα εκεί εδάφη, πράγμα το οποίο, λένε, θα μάς βλάψει πολύ στο μέλλον. Για αυτούς τούς λόγους πρέπει να είμαστε υπομονετικοί και να στείλουμε μια αντιπροσωπεία, για να επιβεβαιώσουμε ότι η θέση μας είναι λογική. Όμως, σχετικά με μια τέτοια πρεσβεία, έρχομαι πρώτα να πω αυτό, ότι δηλαδή οι πρέσβεις μας έχουν ήδη πάει σε αυτόν [τον σουλτάνο], διακεκριμένοι και λογικοί άνδρες, και δεν τούς έδωσε καθόλου προσοχή, ενώ έκανε δόλια το αντίθετο από εκείνο που είχε πει. Δεν ξέρω λοιπόν ποιοι πρέσβεις θα μπορούσαν να τού πουν τώρα κάτι πιο σχετικό από εκείνο που είπαν στις προηγούμενες διαπραγματεύσεις τους, εκτός αν, επειδή δεν μπορούμε να διεξαγάγουμε πόλεμο, προτιμάμε να επιλύονται οι διαφορές μας μέσω πρέσβεων και αυτή είναι η έκταση στην οποία θα τον αντιμετωπίσουμε σχετικά με τα συμφέροντά μας. Θα ήταν σκόπιμο να τού πω τέτοια πράγματα, πιστεύω, αν δεν είχε καταλάβει το Άργος και κηρύξει τόσο ανοιχτά τον πόλεμο εναντίον μας. Μάς δοκιμάζει για να προσδιορίσει τα όρια τής υπομονής μας. Αν το αντέξουμε αυτό, θα κινηθεί αμέσως εναντίον όλων των άλλων με ατιμωρησία, αλλά αν δεν το κάνουμε, τότε θα υποχωρήσει όσο εμείς τού επιτρέπουμε και εκεί επίσης θα μάς δοκιμάσει, αλλά θα προχωρήσει τουλάχιστον για να κάνει πόλεμο.

φασὶ γὰρ οὗτοι, ὅτι, εἰ πολεμήσομεν, αἱ κατὰ τὴν ἤπειρον πόλεις ἡμῶν, ἔστε τὸν Ἰόνιον καὶ ἐς τὴν Πελοπόννησον καὶ τὴν ἄλλην ἤπειρον πόλεις οὐχ ἕξουσιν ὅπως διαρκέσουσιν ἐπὶ χρόνον τινά, ἀλλ’ ἐπιλείψει τε αὐτὰς τὰ ἐπιτήδεια καὶ ἀπολοῦνται, ἤν τι ἐπίῃ ἐς αὐτὰς χαλεπόν. καὶ τῆς τε ἐμπορίας τῆς αὐτοῦ χώρας στερουμένης ἡμᾶς φασι μεγάλα ἂν βλάπτεσθαι τοῦ λοιποῦ. ἀνέχεσθαι δεῖ οὖν διὰ ταῦτα, καὶ πρεσβείαν πέμπειν διισχυριζομένην ὡς εἰκὸς τὰ τοιαῦτα. ἀλλὰ περὶ μὲν τῆς πρεσβείας πρῶτον ἔρχομαι ἐρῶν, ὡς ἀφικομένων τῶν πρέσβεων ἡμῶν, ἐλλογίμων ὄντων ἅμα καὶ ξυνετῶν, οὔτε ἐπιστροφὴν ἐποιήσατο τῶν πρέσβεων, ἐξαπατήσας τε τῷ λόγῳ τὰ ἐναντία φαίνεται πεποιηκώς. ὥστε οὐκ οἶδα, ὅ τι ἂν ἔχοιεν αὐτῷ λέγειν οἱ πρέσβεις ἐπικαιρότερον, ὧν πρόσθεν ἀφικόμενοι ἐχρημάτιζον, εἰ μὴ ὅτι ἀδυνατοῦντες πόλεμον ἐπιφέρειν πρέσβεσι διαλύεσθαι βούλεσθαι ἡμᾶς τὰ ἐγκλήματα, ἐς τοσοῦτον αὐτῷ προσφέρεσθαι περὶ τῶν ἡμετέρων. ταῦτα δέ, οἶμαι, καλῶς εἶχεν αὐτῷ λέγεσθαι, ἢν μὴ τὸ Ἄργος παραλαβὼν πόλεμον ἡμῖν περιφανῶς ἀπαγγέλλει. ἐπειρᾶτο μέν, μέχρις οὗ ταῦτα ἂν φέροιμεν, καὶ εἰ μὲν ἀνεχόμεθα, ἤδη χωρεῖν αὐτὸν καὶ ἐπὶ τὰ λοιπὰ ἀδεῶς, εἰ δὲ μή, ὑποχωρεῖν ἤδη ἐς ὅσον αὐτῷ ὑφ’ ἡμῶν συγχωροῖτο, καὶ ἐν τούτῳ τὴν ἀπόπειραν ποιησόμενος, οὐδὲν μέντοι ἧττον χωρήσων ἐπὶ τὸν πόλεμον.

Αλλιώς, επιτρέψτε μου να περιγράψω τι θα συμβεί στη συνέχεια. Όταν πήγε για πρώτη φορά στην Πελοπόννησο, επισκέφτηκε την Εύβοια για να την κατασκοπεύσει, νομίζω, μαζί με την πόλη τού Ευρίπου [Χαλκίδα]. Και πάλι, όταν έφευγε από την Πελοπόννησο, πήγε εκεί για δεύτερη φορά με άνδρες που θα δοκίμαζαν να διασχίσουν το στενό. Ήρθε μέχρι την πόλη για να δει πώς θα μπορούσε να κάνει την επίθεση, αν τής επιτίθετο. Έβαλε έναν άνδρα να διασχίσει το στενό πάνω στο άλογό του, για να εξακριβώσει αν ένα τέτοιο πέρασμα θα ήταν εφικτό και εύκολο να πραγματοποιηθεί, αν επρόκειτο να επιτεθεί. Δεν είναι αυτό σαφής απόδειξη ότι υπάρχει μια κατάσταση πολέμου, βάσει τής οποίας μπορεί κανείς να ισχυριστεί με βεβαιότητα ότι προετοιμάζει πόλεμο εδώ και πολύ καιρό, πολεμώντας εναντίον ενός εχθρού όπως εμείς, που σκέφτεται τόσο λογικά; Δεδομένου ότι έχει από καιρό κηρυχθεί πόλεμος εναντίον μας, έχει αφαιρέσει μερικές από τις κτήσεις μας και τις έχει υποτάξει, ενώ σε άλλα μέρη συκοφαντεί τούς κυβερνήτες μας και έτσι κερδίζει πλεονεκτήματα για τον εαυτό του. Σε σύντομο χρονικό διάστημα έχει αποκομίσει μεγάλα κέρδη, πέφτοντας ξαφνικά, όταν μπορεί, πάνω σε εκείνους που είναι απροετοίμαστοι και αποκτώντας πράγματα, που τού φέρνουν τώρα σημαντική δύναμη. Λέω, λοιπόν, ότι εκείνοι που υπόσχονται ότι δεν θα υπάρξει πόλεμος ανάμεσα σε εμάς και τον σουλτάνο, και που λένε ότι δεν θα επιλέξει να πάει σε πόλεμο και δεν θα αφαιρέσει κανένα από τα εδάφη μας, τα οποία, όπως φαίνεται, θα μπορούσε να παραλάβει εύκολα, λέω ότι εκείνοι που προτείνουν ότι δεν πρέπει να πάμε σε πόλεμο, αλλά να διατηρήσουμε την ειρήνη, έχουν εντελώς λανθασμένη άποψη, αν όλοι συμφωνήσουν μαζί μας ότι εκείνος δεν σταματάει ποτέ να κάνει προσπάθειες εναντίον όλων, πριν ακόμη υπάρξει ανοιχτός πόλεμος μαζί τους.

εἰ δὲ μή, λεγέτω μέν μοι, καὶ πρῶτον ἐπὶ Πελοπόννησον ἀφικόμενος τήν τε Εὔβοιαν ἐπέστη ὀψόμενος οἴω, καὶ ἐπὶ τὴν Εὐρίπου πόλιν. καὶ ἐξιὼν αὖθις ἀπὸ Πελοποννήσου, καὶ τὸ δεύτερον ἤδη ἐλαύνων σὺν τοῖς πειρασομένοις τοῦ πόρου, ἀφίκετο ἐς ὄψιν τῆς πόλεως, ὅπως ἂν τὴν προσβολὴν ποιήσαιτο, ἐπιὼν ἐπὶ τὴν πόλιν. καὶ ὁ μὲν ἵππῳ διαβὰς τὸν Εὔριπον συνίδοι, ὅπως βάσιμά τε εἴη αὐτῷ προσβαλόντι καὶ εὐεπιχείρητα. ταῦτα μὲν οὖν μὴ πολέμου τεκμήριά ἐστι περιφανῆ, ἀφ’ ὧν ἄν τις αὐτὸν ἐπὶ τὸν πόλεμον παρασκευασάμενον ἀπὸ πολλοῦ διισχυρίσαιτο, διαμαχόμενον τοῖς οὕτως ἐπιεικῶς βουλευομένοις; ἀλλ’ ἐπεὶ πόλεμος μὲν ἡμῖν κηρύττεται ἐκ πολλοῦ προϊών, τὰ μὲν ὑφ’ αὑτῷ ποιούμενος ἀφαιρεῖται ἡμᾶς, τὰ δὲ καὶ διαβάλλων τοὺς ἐπιστάτας αὑτῷ τὰ πρόσφορα ἐπιτηδεύει, καὶ κατὰ βραχὺ μεγάλα προσποιούμενος ἄφνω ἀπαρασκεύοις εἰ δύναιτο ἐπεισπεσεῖν, παραλαβών, ἅττ’ ἂν αὐτῷ δύναμιν ἀξιόχρεω περιποιήσαιτο. φημὶ οὖν, εἰ μὴ πόλεμον ἔσεσθαι ἡμῖν πρὸς τοῦ βασιλέως ὑπισχνοῦνται, τοῦτον μὴ ἀναιρεῖσθαι φάσκοντες τὸν πόλεμον, καὶ μηδὲ παραιρούμενον τῆς ἡμετέρας ἀρχῆς, ἅττ’ ἂν δοκοίη ῥᾴδια προσχωρῆσαι αὐτῷ, πόλεμον μὲν μὴ ποιεῖσθαι, ἡσυχίαν δὲ ἄγειν, μηδ’ ὁτιοῦν αὐτῷ τῶν δεόντων προϊσχομένους, εἰ δὲ πάντες τοῦτον ξυνομολογοῦσι δήπου ἡμῖν, ὡς πολεμημένων ἕκαστα πάντων πρόσθεν ἀποπειρώμενος οὐ παύεται,

Ποια από τις δύο επιλογές πρέπει λοιπόν να προτιμήσουμε; Να παραμείνουμε σε ειρήνη και να αφαιρείται επικράτειά μας, για να πάμε στη συνέχεια σε πόλεμο εναντίον του αργότερα ή να διεξαγάγουμε ανοιχτό πόλεμο εναντίον του και να κάνουμε επίδειξη τής έκτασης τής δύναμής μας τώρα; Γιατί σε έναν πόλεμο θα μπορούσαμε να προστατευτούμε απέναντί του, να προετοιμαστούμε ανοιχτά και να παρακολουθούμε τις δραστηριότητές του εκεί που εκστρατεύει. Από τις δύο επιλογές που έχουμε, άραγε δεν είναι καλύτερο να τον αντιμετωπίζουμε ως εχθρό, αν προσπαθεί να καταλάβει κρυφά τη γη μας; Αν τα πράγματα αποβούν γι’ αυτόν με τον τρόπο που σκοπεύει, καθώς επιτίθεται σε εκείνους που τον εμπιστεύονται και πιστεύουν ότι είναι σύμμαχοί του, τότε αυτό είναι προς όφελός του. Αν όμως δεν προκύψει από αυτό τίποτε καλό για εκείνον [….J αν αυτή η επιλογή είναι καλύτερη, πρέπει να την επιλέξουμε απέναντι στις άλλες. Αν δεν είναι καλύτερη, και πρέπει να παραμείνουμε υπομονετικά σε ειρήνη, τότε ας επιλέξουμε εκείνο.

πότερα τούτων αἱρετώτερα ἡμῖν, ἡσυχίαν μὲν ἡμᾶς ἄγοντας ἀφαιρεῖσθαι τὴν χώραν, καὶ ὡς πολεμήσοντας αὐτῷ, ἢ πόλεμον ἐμφανῆ αὐτίκα καθισταμένους ἐνδείκνυσθαι αὐτῷ τῆς ἡμετέρας δυνάμεως, ὅσα ἐχώρει; ἐν γὰρ τῷ πολέμῳ καὶ φυλάττεσθαι αὐτὸν ἔξεστιν, ἐκ τοῦ φανεροῦ παρασκευαζομένους, καὶ ἐπιτηροῦντας αὐτόν, ᾗ στρατεύσεται. ἢ πειρώμενον ἐκ τοῦ ἀφανοῦς ἀφαιρεῖσθαι τὴν χώραν ἡμῶν, μὴ προσφέρεσθαι ὡς πολεμίῳ, δυοῖν ἐν τούτῳ προέχοντι; ἢν μὲν ἀποβαίνῃ αὐτῷ κατὰ γνώμην ἐπιχειροῦντι, πιστεύουσί τε αὐτοῖς ὡς φίλοις, φέρεσθαι τοῦτό οἱ κέρδος· ἢν δὲ μηδέν τι καλὸν ἀπὸ τούτου ξυμβαίνει αὐτῷ ….. εἰ μὲν οὖν ταῦτα ἀμείνω, αἱρεῖσθαι ἂν πρὸ τῶν ἄλλων δέοι ταῦτα. εἰ δὲ μὴ ἀμείνω, ἔχοντας ἡσυχίαν ἀνέχεσθαι, ἐκεῖνα ἔστω ἡμῖν αἱρετώτερα.

Λέω όμως ότι η αναβλητικότητα έχει κάνει κακό σε πολλούς ανθρώπους σε ολόκληρο τον κόσμο, και προκάλεσε και σε εμάς μεγάλη βλάβη επί τού παρόντος, όπως όταν η Κωνσταντινούπολη πολιορκούνταν αρχικά και αποτύχαμε να βοηθήσουμε τούς Έλληνες και τον βασιλιά των Ελλήνων, με τούς οποίους το εμπόριο μας ήταν μεγάλο και αυξανόμενο. Τότε, όταν οι ηγεμόνες τής Πελοποννήσου [Θωμάς και Δημήτριος] έστειλαν πρέσβεις ζητώντας να τούς βοηθήσουμε στον πόλεμό τους, παραμελήσαμε την Πελοπόννησο όταν καταστρεφόταν από τον σουλτάνο. Και ακριβώς τώρα, όταν ο βασιλιάς των Ιλλυριών μάς ζήτησε να τον υπερασπιστούμε και έλεγε ότι θα ήταν πολύ ευγνώμων για τη βοήθειά μας, τον παραβλέψαμε και καταστράφηκε από τούς Τούρκους. Αποτύχαμε σε όλες αυτές τις περιπτώσεις και αυτό μάς έχει φέρει μεγάλη ντροπή και κακή φήμη στους άλλους ανθρώπους σε ολόκληρη την Ευρώπη, με αποτέλεσμα ότι για χάρη τού εμπορίου και τού επαίσχυντου κέρδους, είμαστε πρόθυμοι να εγκαταλείψουμε συγγενικές φυλές που θα καταστραφούν από αυτόν τον σουλτάνο.

τὴν μέλλησίν φημι ἔγωγε μέγα μὲν βλάψαι καὶ πολλοὺς τῶν κατὰ τὴν οἰκουμένην, καὶ ἡμῖν ἐν τῷ παρόντι μεγάλην ἐπενέγκαι βλάβην, προϊεμένοις τὴν ἀρχήν, ὅτε ἐπολιορκεῖτο Κωνσταντινούπολις, Ἕλληνάς τε καὶ Ἑλλήνων βασιλέα, ἀφ’ ὧν τά τε ἐμπόρια ἡμῖν μεγάλα ἐπῄει αὐξανόμενα. μετὰ δὲ διαπρεσβευομένων τῶν Πελοποννήσου ἡγεμόνων, ὥστε τιμωρεῖν σφίσι πολεμουμένοις, περιείδομεν τήν τε Πελοπόννησον ὑπὸ τῷ βασιλεῖ τῷδε ἀνάστατον γενομένην. καὶ ἄρτι δὲ τοῦ Ἰλλυριῶν βασιλέως κελεύοντος ἀμύνειν αὐτῷ καὶ χάριν κατατίθεσθαι οὐ μικρὰν τῆς βοηθείας ἕνεκα, περιείδομεν καὶ αὐτὸν διαφθαρέντα ὑπὸ Τούρκων. τούτων ἕκαστα ὑφ’ ἡμῶν προϊεμένων αἰσχύνην φέρει καὶ ὄνειδος ἐς τοὺς ἄλλους τοὺς κατὰ τὴν Εὐρώπην, ὡς τῶν ἐμπορίων ἕνεκα καὶ αἰσχροῦ κέρδους προϊέμεθα γένη ὁμότροπα ὑπὸ τοῦ βασιλέως τοῦδε φθειρόμενα.

Για να το θέσουμε όσο το δυνατόν πιο συνοπτικά: Αν ενωθούμε αμέσως με τούς Ούγγρους και ξεκινήσουμε πόλεμο, θα διατηρήσουμε τη χρήση και την απόλαυση των δικών μας αγαθών. Αν όμως είμαστε υπομονετικοί και παραμείνουμε σε ειρήνη, θα δείτε ότι σε σύντομο χρονικό διάστημα θα μάς επιτεθεί, ενώ θα είμαστε απροετοίμαστοι, και θα μάς στερήσει τα εδάφη μας που συνορεύουν με τα δικά του. Μού φαίνεται ότι πρέπει να στείλουμε πρέσβεις και χρήματα στους Ούγγρους και ότι, από την πλευρά μας, πρέπει να επανδρώσουμε πλοία, περισσότερα από αυτά που έχουμε τώρα, όσο περισσότερα μπορούμε. Πρέπει να συμπεριλάβουμε και τον μεγάλο ποντίφηκα σε αυτή την πολεμική προσπάθεια, διορίζοντάς τον διοικητή ολόκληρης τής επιχείρησης. Πρέπει επίσης να παρακινήσουμε την Πελοπόννησο να επαναστατήσει. Γιατί αν οι Πελοποννήσιοι βγουν και ακολουθήσουν έναν από τούς ηγεμόνες τους, που θα έχει επαναστατήσει εναντίον τού σουλτάνου και θα συμπεριφέρεται με μετριοπάθεια, μερικοί από αυτούς θα εγκαταλείψουν τις πόλεις τους και άλλοι θα υποστούν κάθε πιθανή μορφή κακού, οπότε θα είναι όλο και πιο πρόθυμοι να ακολουθήσουν, όταν θα δουν μια σημαντική ναυτική δύναμη να φέρνει δύο περίπου χιλιάδες Ιταλούς ιππότες στην ηπειρωτική χώρα. Πρέπει επίσης να στείλουμε στην Πελοπόννησο τούς Κρητικούς που έχουν καταδικαστεί για διάφορα εγκλήματα, ώστε να μπορούν εκεί να εξαλείψουν τα ποινικά τους μητρώα. Αν οι ντόπιοι μάς δουν να φέρνουμε τέτοιες δυνάμεις, θα μάς ακολουθήσουν αμέσως, θα έρθουν στο πλευρό μας και θα περάσουν την Πελοπόννησο στη δύναμή μας. Χρησιμοποιώντας την ως βάση, θα είμαστε σε θέση να φορολογούμε τη δική του επικράτεια και να παράγουμε σημαντικά έσοδα. Πρέπει να συνεργαστούμε με τούς Ούγγρους, ώστε να κατέβουν από τον Δούναβη όταν εμείς θα ξεκινάμε από την Πελοπόννησο, σε κοινή επίθεση εναντίον τής επικράτειάς του. Δεν μπορούμε να καθόμαστε απλώς και να βλέπουμε τα εδἀφη μας να λεηλατούνται και τούς υπηκόους μας να οδηγούνται στη δουλεία, οπότε μια μέρα μπορεί να διαλέξουν διαφορετικό δρόμο για τον εαυτό τους και να στραφούν στον πόλεμο μόνοι τους».

ξυνελόντα δὲ ὡς ἔνεστι φάναι, εἰ μὲν τοῖς Παίοσιν αὐτίκα συνθέμενοι ἅμα πόλεμον ἀνελώμεθα, ἔσται ἡμῖν καρποῦσθαι τοῖς ἡμετέροις· εἰ δὲ ἀνεχόμενοι ἡσυχίαν ἄγωμεν, ἐν βραχεῖ ὄψεσθε ἀπαρασκεύοις ἐπιθέμενον ἀφαιρησόμενον τὴν χώραν, ὅση αὐτῷ ὅμορος οὖσα τυγχάνει. δοκεῖ οὖν ἐμοὶ πρέσβεις τε ἐπὶ Παίονας πέμπειν καὶ χρήματα, καὶ αὐτοὺς πληροῦν τας νῆας ἐπὶ ταῖς οὔσαις ἡμῖν ἄλλας, ὅσας ἂν δυναίμεθα. συμπαραλαμβάνειν δὲ καὶ τὸν μέγαν ἀρχιερέα ἐπὶ τὸν πόλεμον τόνδε, ἡγεμόνα τε τοῦ παντὸς ποιουμένους· τὴν δὲ Πελοπόννησον ἀποστῆσαι πειρᾶσθαι. εἰ γὰρ τῶν ἡγεμόνων τῷ ἑτέρῳ ἀφεστηκότι ἀπὸ τοῦ βασιλέως καὶ μετρίως ἔχοντι βίου συνείποντο ἐς τὴν ἀπόστασιν ἐλθόντες οἱ Πελοποννήσιοι, οἱ μὲν ἐκλιπόντες τὴν πόλιν, οἱ δὲ ἐς πᾶν τοῦ κακοῦ ἀφικόμενοι, πολλῷ ἂν μᾶλλον ἕποιντο δύναμίν τε ἀξιόχρεω διὰ θαλάττης ὁρῶντες, καὶ κατ’ ἤπειρον κομίζειν τῶν ἱππέων ὁπλίτας τῶν Ἰταλικῶν ἐς δισχιλίους· πέμπεσθαι δὲ ἐς Πελοπόννησον καὶ τοὺς ἐν τοῖς ἐγκλήμασι Κρῆτας ἐπὶ διαλύσει τῶν ἐγκλημάτων. ταῦτα δὲ ἐπάγοντας ἡμᾶς ὁρῶντες ἕψονται τε αὐτίκα, καὶ μεταστάντες ἐφ’ ἡμᾶς παρέξουσιν ὑποχείριον τὴν Πελοπόννησον, ἀφ’ ἧς ἔσται ἡμῖν ταμιεύεσθαι τῇ ἐκείνου χώρᾳ καὶ εἴσοδον ἱκανὴν ἀποφέρεσθαι. ταῦτα δὴ συνθεμένους τοῖς Παίοσιν, ἐκείνους μὲν ἀπὸ τοῦ Ἴστρου, ἡμᾶς δὲ ἀπὸ τῆς Πελοποννήσου ὡρμημένους ἐπιχειρεῖν τῇ ἐκείνου ἀρχῇ, καὶ μὴ καθεζομένους περιορᾶν τὴν χώραν ἡμῶν δῃουμένην καὶ ἐς ἀνδραποδισμὸν τοὺς ὑπηκόους ἡμῶν ἀγομένους, ἀναγκασθῆναί ποτε ἑλέσθαι σφίσιν αἵρεσίν τινα ἄλλην, τρεπομένους ἐς τὸν πόλεμον.”

Όταν ο Βεττόρε μίλησε με αυτά τα λόγια, η πλειοψηφία ενώθηκε σε επαίνους για την άποψή του. Αλλά οι ψήφοι ήσαν ισόπαλοι, αν και οι ψήφοι υπέρ τού πολέμου επικράτησαν τελικά. Στη συνέχεια αποφάσισαν να στείλουν αμέσως πρέσβεις στον ανώτατο ποντίφηκα [Πίο Β’], ενώ έστειλαν επίσης πρέσβεις με χρήματα στους Ούγγρους.

Ταῦτα εἰπόντος τοῦ Βίκτωρος συνέπαινοί τε ἐγένοντο καὶ οἱ πλείους ἐν αὐτῷ. ἰσοπαλεῖς δὲ αἱ ψῆφοι οὖσαι, ὅμως ἐπεκράτησαν αἱ τὸν πόλεμον ἀπαγγέλλουσαι. μετὰ δὲ αὐτίκα ἐδόκει πρέσβεις μὲν ἐς τὸν μέγαν ἀρχιερέα πέμπειν, καὶ ἐπὶ Παίονας αὐτίκα πρέσβεις πέμπειν ὡσαύτως, χρήματα ἔχοντας.»

Πρβλ. Pastor, Gesch. d. Päpste, II (ανατυπ. 1955), 244-45, Babinger, Maometto, σελ. 337-38, Arch. di Stato di Venezia, Sen. Secreta, Reg. 21, φύλλα 168-171 (δεν υπάρχει εγγραφή στο Sen. Mar, Reg. 7, φύλλα 126-127, μεταξύ 19 Ιουλίου και 1 Αυγούστου 1463). Βλέπε ιδιαίτερα τη λεπτομερή μελέτη τού R. S. Lopez, «Il Principio della guerra veneto-turca …», Archivio veneto, 5η σειρά, XV (1934), 4-131 με τριανταδύο έγγραφα και δύο άλλα κείμενα. Για τις ενετικές ετοιμασίες για τον πόλεμο και για τα εκτεταμένα έσοδα με τα οποία η Γερουσία σχεδίαζε να υποστηρίξει τις προσπάθειές της εναντίον των Τούρκων, βλέπε Malipiero, Annali veneti στο Archivio storico italiano, VII, μέρος 1 (1843), 11-14, συνοψιζόμενο στο Lopez, ό. π., σελ. 56-57.

[←41]

Η ημερομηνία τής αναχώρησης τού Βησσαρίωνα από τη Ρώμη προσδιορίζεται από τα Acta Consistorialia, Arch. Segr. Vaticano, Arm. XXXI, τόμος 52, φύλλο 64:

«To έτος 1463 από τη γέννηση τού Κυρίου, στις 5 Ιουλίου, ο σεβασμιώτατος κύριος καρδινάλιος Πόρτο [εκ παραδρομής, αφου ο Βησσαρίων ήταν καρδινάλιος-επίσκοπος Τούσκουλου], Νικαίας επονομαζόμενος, έφυγε από τη Ρώμη σε παπική λεγατινή αποστολή στη Βενετία, για να προτρέψει για στρατό εναντίον των ασεβέστατων Τούρκων και συμμετέχει σε κοινές και ελάσσονες υπηρεσίες μέχρι την επιστροφή του στη Ρώμη, σύμφωνα με όσα μού είπε [δηλαδή προς τον υπάλληλο τού Κολλέγιου] ο σεβασμιώτατος κύριος καρδινάλιος Αγίου Μάρκου [ο Πιέτρο Μπάρμπο, ανηψιός τού Ευγένιου Δ’ και αργότερα πάπας Παύλος Β΄] με απόφαση τού γραφείου τού παπικού ταμία, απόντος τού ταμία τού εν λόγω Κολλεγίου, τού κυρίου καρδινάλιου τού ναού τού αλυσοδεμένου Αγίου Πέτρου [του Νικόλαου Κουζάνους]».

(Anno a nativitate Domini MCCCCLXIII, die V mensis Iulii, reverendissimus dominus cardinalis Portuensis Nicenus nominatus recessit de Roma legatus de latere apud Venetias ad solicitandum armatam contra nephandissimum Turcum et participat de communibus et minutis servitiis usque ad eius reditum in Roma secundum quod retulit mihi reverendissimus dominus Sancti Marchi ad presens regens officium camerariatus officii in absentiam domini Sancti Petri in Vincula, camerarius preffati collegii)

Πρβλ. Eubel, Hierarchia, II (1914, ανατυπ. 1960), 33b.

[←42]

Pius II, Comm., βιβλίο xii, αγγλική μεταφρ., σελ. 777, εκδ. Φρανκφούρτης, 1614, σελ. 315, Cod. Reg. lat. 1995, φύλλο 538.

[←43]

Βλέπε την επόμενη σημείωση και πρβλ. Ann. bononiensis, ad ann. 1463 στο RISS, XXIII (Μιλάνο, 1733), στήλη 893E. Ο Βησσαρίων έφτασε στη Μπολώνια στις 18 Ιουλίου, αναχωρώντας το επόμενο πρωί για Βενετία [Cronica di Bologna στο RISS, XVIII (Μιλάνο, 1731), στήλη 752AB και Corpus chronicorum bononiensium στο νέο Muratori, RISS, XVIII, μέρος 1, τόμ. IV, σελ. 313a, 314b]. Ήταν παπικός λεγάτος στη Μπολώνια από το 1450 μέχρι τo 1455 και είχε εκπληρώσει την εκεί μακροχρόνια αποστολή με σπάνια επιτυχία [Pastor, Gesch. d. Päpste, I (ανατυπ. 1955), 429-31 και παράρτημα, αριθ. 32. σελ. 826].

[←44]

Arch. Segr. Vaticano, Arm. XXXIX, τόμος 10. φύλλο 3, «γραμμένη στη Βενετία στις 26 Ιουλίου 1463» (datum Venetiis die XXVI Iulii, MCCCCLXIII):

«Αγιώτατε και μακαριότατε πατέρα … Ήρθα εδώ στις 22 τού τρέχοντος μηνός. Έγινα δεκτός με τιμή, λόγω ευλάβειας προς την αποστολική έδρα. Την επόμενη μέρα εξήγησα εν συντομία τον λόγο τής λεγατινής μου αποστολής. Eξέφρασα τον πόνο και το άγχος τής μακαριότητάς σας για τις δυστυχίες των χριστιανών και την ετοιμότητά σας και τη μεγάλη σας επιθυμία για βοήθεια. Eίπα ότι με έστειλε η Αγιότητά σας για δύο κυρίως λόγους: πρώτoν ότι σε αυτή την εκστρατεία, σε όποια έξοδα γίνουν, με εξουσιοδότηση τής μακαριότητάς σας θα συνεισφέρουμε ανάλογα με την ικανότητά μας. Το δεύτερο θέμα που συζητήθηκε ήταν ότι θα διεξαγάγουμε μια γενική εκστρατεία και ανοιχτό πόλεμο εναντίον τού εχθρού. … Δεν καταλαβαίνω μακαριότατε πατέρα και μπορώ μόνο να απορώ, γιατί αυτοί οι κύριοι είναι τόσο απρόθυμοι να εκφράσουν την επιθυμία τους να τα σπάσουν με τούς Τούρκους, αφού τη συγκεκριμένη στιγμή έχουν δαπανήσει τα μεγαλύτερα ποσά στον στόλο και στις χερσαίες δυνάμεις, τις οποίες ετοίμασαν και συνεχίζουν να ετοιμάζουν, ακόμη και μεταφέροντας άνδρες στην Πελοπόννησο. Εξάλλου είναι γνωστό ότι στην πραγματικότητα επιθυμούν απολύτως να τα σπάσουν. Μάλιστα πολλοί άνθρωποι πιστεύουν ότι ο διοικητής τους το έχει ήδη πράξει. Έχουν επίσης αποφασίσει να στείλουν επιχορήγηση στους Ραγουσαίους. Έχουν στείλει απεσταλμένο στους Ούγγρους. Και τώρα στέλνουν έναν άλλο και σε άλλες δυνάμεις βόρεια των Άλπεων. Τα κάνουν όλα αυτά ανοιχτά, ενώ πριν, όπως γνωρίζει η Αγιότητά σας, φοβούνταν ακόμη και την εμφάνιση τής δραστηριότητας αυτού τού είδους. Έχουν πιθανώς λόγους, για τούς οποίους δεν θέλουν να εμφανιστούν ανοιχτά».

(Sanctissime ac beatissime pater. … Veni huc die XXII presentis; exceptus fui cum honore ob reverentiam Apostolice Sedis. Sequenti die exposui breviter causam legationis mee; expressi dolorem et anxietatem vestre Beatitudinis de calamitate Christianorum et promptitudinem animi ac optimam voluntatem ad subveniendum. Dixi missum me a Sanctitae vestra propter duo principaliter: primo ut in hac expeditione atque expensa quam faciunt, eos auctoritate vestre Beatitudinis pro viribus iuvarem; secundo ut una tractaremus de generali expeditione et bello aperto cum hostibus gerendo. … Non video, beatissime pater, nec satis mirari possum cur isti domini ita difficiles sint in dicendo se velle cum Turcis rumpere cum maximos hucusque sumptus fecerint et in classe et in terrestribus copiis quas et paraverunt et continue parant ac in Peloponnesum traiiciunt. Preterea communis fama est apud omnes eos omnino rumpere velle: imo multi opinantur capitaneum eorum iam rupisse. Item decreverunt mittere subsidium Ragusinis; miserunt oratorem ad Ungaros; mittunt nunc alium ad alias potentias ultramontanas; et hec omnia faciunt aperte cum antea, sicut scit Sanctitas vestra, umbram etiam istarum rerum formidarent. Fortasse aliqua ratione id fateri nolunt…)

Οι Ενετοί πρέπει να κάνουν πόλεμο με τούς Τούρκους, καταλήγει ο Βησσαρίων, αλλιώς οι δαπάνες τους 50.000 δουκάτων θα πάνε χαμένες. Tο πλήρες κείμενο αυτής τής επιστολής υπάρχει στους Adolf Bachmann, Urkundliche Nachtrage zur osterreichisch-deutschen Geschichte im Zeitalter Kaiser Friedrich III,, Βιέννη, 1892, αριθ. 12, σελ. 18-21 (Fontes rerum Αustriacarum, ii. Abteilung: Diplomataria et acta, τόμ. 46), L. Mohler, Kard. Bessarion, III, 516-19 και G. Palmieri, «Lettere del Bessarione relative alla crociata contro il Τurcο» στο Il Muratori, ΙΙΙ (Ρώμη, 1894), 61-66. O Th. N. Vlachos, «Bessarion als papstlicher Legat in Venedig im Jahre 1463», Rivista di studi bizantini e neoellenici, νέα σειρά, 5 (XV, 1968), 123-25 δεν προσθέτει τίποτε νέο.

[←45]

Arch. Segr. Vaticano, Arm. XXXIX. τόμος 10, φύλλο 4, «εκδόθηκε στη Βενετία, στις 29 Ιουλίου 1463» (datum Venetiis die XXVIIII Iulii MCCCCLXIII): Ο Βησσαρίων περιγράφει τις συνεδριάσεις τής Ενετικής Γερουσίας από τη Δευτέρα μέχρι την Πέμπτη (25-28 Ιουλίου 1463),

«και χτες την τέταρτη ώρα τής νύχτας [γύρω στα μεσάνυχτα τον Ιούλιο] το συμβούλιο των εισηγητών αποφάσισε και συμφώνησαν όλοι ομόφωνα να κηρύξουν τον πόλεμο στον Τούρκο. Θέλω να δηλώσω αμέσως στην Αγιότητά σας, για παρηγοριά δική σας και τού Ιερού Κολλέγιου και όλης τής κούρτης σας, ότι ελπίζω τώρα, με αυτή τη δεδομένη αρχή, ότι όλα θα συνεχιστούν επιτυχώς».

(et ita heri tenia hora noctis decreverat in consilio rogatorum et unanimi omnium consensu concluserat bellum indicere Τurcο: volui hoc statim significare Sanctitati vestre ad consolationem eius et sacri collegii totiusque curie sue: spero iam dato hoc principio omnia feliciter successura)

Ο Bachmann, Urkundliche Nachtrage, αριθ. 13, σελ. 21 συνοψίζει αυτή την επιστολή, αλλά δεν δημοσιεύει το κείμενο, το οποίο υπάρχει στους Mohler, Kard. Bessarion, III, 519-22 και Palmieri, «Lettere del Bessarione», II Muratori, III (1894), 97-100. Από τη συνεδρίαση τής Δευτέρας 25 Ιουλίου φαινόταν πιθανή η κήρυξη πολέμου από τη Γερουσία [Sen. Secreta, Reg. 21, φύλλα 169-70, Ljubić, Listine, X (1891), 260, Lopez, «Il Principio della guerra», σελ. 113-14].

[←46]

Arch. Segr. Vaticano, Arm. XXIX, τόμος 31, φύλλα 19 και εξής, δημοσιευμένο από L. Mohler, «Bessarions Instruktion fur die Kreuzzugspredigt in Venedig (1463)», Romische Quartalschrift, XXXV (1927), 337 και εξής και βλέπε Pio Paschini, «Due polizze d’indulgenza del 1463-1464 rilasciate nel territorio Friuli-Istria», Memorie storiche forogiuliesi, VIII (1912), 304-5.

[←47]

Mohler, «Bessarions Instruktion», Rom. Quartalschr., XXXV, 341-48. Σε κάθε σταυροφορικό κήρυκα χορηγούνταν πέντε δουκάτα τον μήνα για δαπάνες διαβίωσης. Για τις υποχρεώσεις και ανταμοιβές εκείνων που εμπλέκονταν στη λήψη τού σταυρού κατά τη διάρκεια των πρώτων δύο αιώνων τής σταυροφορικής ιστορίας (με τις συνέπειες από το κανονικό δίκαιο για μεταγενέστερες περιόδους), βλέπε Juines A. Brundage, Medieval Canon Law and the Crusader, Madison, Milwaukee και Λονδίνο, 1969.

[←48]

Όλα αυτά προέρχονται από επιστολή τού Βησσαρίωνα προς τον καρδινάλιο Τζάκοπο Αμμανάτι, γραμμένη στη Βενετία στις 28 Αυγούστου 1463 [Arch. Segr. Vaticano, Arm. XXXIX, τόμος 10, φύλλο 8]:

«…Γιατί ενώ πριν λίγες μέρες δήλωσα ο ίδιος στον κύριο πάπα ότι οι Ενετοί αποκαλύφθηκαν ως εχθροί των Τούρκων, χτες, που ήταν 28 τού μήνα, κήρυξαν δημόσια τον πόλεμο σε αυτούς [αλλά βλέπε πιο κάτω]: διακηρύχθηκε σταυροφορία στην πλατεία τού Αγίου Μάρκου με πολύ μεγάλη προσδοκία και χαρά, παρουσία τής εξουσίας και εμού, με απίστευτο πλήθος ανθρώπων. Yπήρχαν φόροι δεκάτης, τριακοστής και εικοστής και τώρα ορίστηκαν συλλέκτες. Τυπώθηκαν συγχωροχάρτια και αφέσεις αμαρτιών και κατ’ εξαίρεση άδειες και διατάχτηκαν όλα αυτά για να συλλεγούν χρήματα. … μού ειπώθηκε πρόσφατα ότι τον τελευταίο καιρό οι άρχοντες τής πόλης τής Ρόδου προχώρησαν σε ειρήνη με τον Τούρκο. Δεν μπορούσα να το επαληθεύσω, αλλά πριν από τρεις ημέρες έλαβα γράμμα από κάποιο φίλο, που είναι συνετός και έμπειρος στα πράγματα. Αυτός μεταξύ άλλων, όχι χωρίς πικρία στο μυαλό, γράφει ότι είναι αλήθεια. Και εξηγεί πόσο μεγάλη είναι εκεί η ντροπή όλων των χριστιανών, που ακολούθησε την απώλεια εκείνων των τόπων. Πληρώνουν στον Τούρκο φόρο υποτέλειας τρεις χιλιάδες δουκάτα, που δεν τον ονομάζουν φόρο υποτέλειας αλλά δώρο, ενώ τώρα τού δωρίζουν σε δώρα πέντε χιλιάδες. … Εδώ η Γερουσία συμφώνησε με τον Σκεντέρμπεη σε αυτόν τον τρόπο. Τώρα θα τού στείλει δώρο τέσσερις χιλιάδες δουκάτα πριν τον ερχόμενο χειμώνα. Νωρίς την άνοιξη θα τού στείλει από εδώ πεντακόσιους ιππείς και ίδιο αριθμό πεζών στρατιωτών. Με τον ίδιο τρόπο θα τού διαθέσουν για την υποστήριξη των ανδρών του περίπου δέκα χιλιάδες, οι οποίοι μαζί με τούς δικούς του θα κάνουν πόλεμο στον Τούρκο».

(…nam cum superioribus diebus declarassent se domini Veneti apertos hostes Turci, heri qui fuit dies XXVIII mensis publice in eum indictum est bellum: predicata enim fuit cruciata in platea Sancti Marci cum summa omnium expectatione et gaudio, dominio et me presente cum incredibili populi multitudine. Decime, trigesime et vigestine decrete sunt et iam instituti exactores. Indulgentie et absolutiones et dispensationes publicate et omnes modi ad pecunias colligendas edicti. … Relatum est mihi nuper hic a proceribus urbis Rhodienses iniisse pacem cum Τurcο. Non potui fidem adhibere, verum litteras ex Chio nudius tertius accepi a quodam amico qui prudens est et rerum expertus: quibus inter cetera non sine animi amaritudine scribit id verum esse: et quanta inde Christianis omnibus ignominia, quantum partibus illis detrimentum sequatur exponit. Solvunt Τurcο tributum, nomine tamen doni non tributi, tria milia ducatorum, et nunc donarunt ei in muneribus quinque milia. … Hic senatus composuit cum Scandabeo hoc modo. Mittunt ei nunc quatuor milia ducatorum dono pro futura hyeme. Primo vere mittent hinc equites quingentos et pedites totidem. Ηinc vero prestabunt ei subsidia hominum suorum circiter decem milia, qui una cum suis Τurcο bellum inferant…)

Αυτή η επιστολή είναι γραμμένη [φύλλο 8] στη Βενετία στις 28 Αυγούστου 1463, πράγμα που δεν συμφωνεί με τη διατύπωση στο κείμενο ότι «χτες, στις 28 τού μηνός, κηρύχθηκε επισήμως ο πόλεμος εναντίον των Τούρκων».

Δεν έχω εξήγηση για αυτή την ασυμφωνία, την οποία ο Pastor προσπερνά στο Gesch. d. Päpste, II (ανατυπ. 1955), 247-48 και παράρτημα, αριθ. 58, σελ. 741-42, όπου παρέχεται μια κάπως απρόσεκτη αντιγραφή τού κειμένου (όχι στην αγγλική μετάφραση). Ίσως ο Βησσαρίων ξεκίνησε την επιστολή στις 29 Ιουλίου, αφότου είχε γράψει στον πάπα, την άφησε στην άκρη και την ολοκλήρωσε ένα μήνα αργότερα. Ο Mohler, Kard. Bessarion, I, 313, σημείωση 3 παρατήρησε το πρόβλημα: «Η ημερομηνία τής επιστολής αυτής (28 Αυγούστου), είναι πιθανώς 29 Ιουλίου για άλλους» (Das Datum dieses Briefes ist wahrscheinlich in 29. Juli zu andern), αλλά η ημερομηνία στο τέλος τής επιστολής, «γράφτηκε στη Βενετία στις 28 Αυγούστου 1463» (datum Venetiis XXVIII Augusti, MCCCCLXIII), δεν μοιάζει με απλή παραδρομή. Ο Βachmann, Urkundliche Nachtrage (1892), αριθ. 14, σελ. 21-22 παρέχει σύντομη περίληψη αυτής τής επιστολής, αλλά δεν δημοσιεύει τίποτε από το κείμενο, το οποίο υπάρχει στον Mohler, III, 522-24 και είχε προηγουμένως δημοσιευτεί από τον Palmieri, «Lettere del Bessarione», II Muratori, III, 161-3. Για την ενετική βοήθεια προς τον Σκεντέρμπεη βλέπε επίσης MHH, Acta extera IV, αριθ. 144-45, σελ. 231, 233, ενώ για τα παράπονα τού Βησσαρίωνα κατά των Ιωαννιτών πρβλ. γενικά Z. N. Tσιρπανλή, «Φιλικές σχέσεις των Ιπποτών τής Ρόδου με τούς Τούρκους κατά τον 15ο αιώνα», Byzantinische Forschungen, III (Άμστερνταμ, 1968), 191-209.

[←49]

Arch. di Stato di Venezia, Sen. Secreta, Reg. 21, φύλλο 178 με ημερομηνία 20 Αυγούστου 1463: Η αλβανική πρεσβεία είχε ζητήσει από την Ενετική Σινιορία, για λογαριασμό τού Σκεντέρμπεη,

«που είχε εκδιωχθεί από τη χώρα του, όπως μάς έχει ανατεθεί, να ζητήσουμε κάποιο δικό σας τόπο ή έδαφος, με τον όρο να μπορέσει να μετακινηθεί εκεί ο Κύριος και να μπορέσει να ζήσει με την ελπίδα ότι θα μπορέσει να επιστρέψει στο κράτος του…».

(che essendo expulso del suo paese li sia deputado qualche vostro luogo e terra cum la provisione se convegni al Signor chel possi viver cum speranza de tornar in suo stado …)

Σε αυτό η Γερουσία απάνησε ότι, αφού ο πάπας και οι χριστιανοί ηγεμόνες ενώνονταν σε σταυροφορία, δεν μπορούσαν να φανταστούν ότι τα πράγματα θα έφταναν σε τέτοιο σημείο,

«αλλά παρ’ όλα αυτά, για να ικανοποιήσουμε τον εν λόγω άρχοντα [Σκεντέρμπεη], λέμε ότι αν προκύψει η εν λόγω περίπτωση, να είναι βέβαιος ότι οι τόποι μας μπορούν πάντα να θεωρούνται δικοί του και θα φροντίσουμε την εξοχότητά του με τον τρόπο που αξίζει για είναι ικανοποιημένος από εμάς».

(sed nihilominus in satisfactionem prefati domini dicimus quod, si forte occurreret casus predictus, certus sit quod loca nostra sua semper reputari poterunt et Magnificentie sue taliter providebimus quod de nobis poterit merito contentari)

[←50]

Η δήλωση αυτή είναι αναληθής. Παπικοί νούντσιοι και συλλέκτες στάλθηκαν στη Σκανδιναβία και Λιθουανία, στη Γερμανία και την Ιταλία, στην Αγγλία, Σκωτία και Ιρλανδία και στα ισπανικά βασίλεια τής Αραγωνίας, τής Λεόν και τής Καστίλλης. Βλέπε Pastor, Gesch. d. Päpste, II (ανατυπ. 1955), 222.

[←51]

Cronica di Bologna, ad ann. 1460 στο HISS, XVIII (Μιλάνο, 1731), στήλες 732E-733B] και Corpus chronicorum bononiensium στο νέο Muratori, HISS, XVIII, μέρος 1, τόμ. IV, σελ. 271-72.

[←52]

Pius II, Comm., βιβλίο xii, αγγλική μεταφρ., σελ. 812-15, αλλά για άλλα συναισθήματα τού Πίου σχετικά με τη Βενετία, βλέπε βιβλίο xi, σελ. 743-46, εκδ. Φρανκφούρτης, 1614 και βιβλίο xii, σελ. 334-35: «αυτό είναι αρκετό για εμάς, γιατί με την ήττα των Ενετών ηττάται ο Χριστός» (hoc satis est nobis, quoniam vincente Veneto Christus vincet).

Πρβλ. βιβλίο xi, στο ίδιο, σελ. 299, ενώ για τα παραλειφθέντα τμήματα τού κείμενου που καταγγέλουν τούς Ενετούς βλέπε Jos. Cugnoni, Opera inedita (1883), σελ. 541-43. Ίσως όμως οι Ενετοί δεν ήσαν τόσο μεγάλη απειλή για την Ιταλία, όσο πίστευε ο Φλωρεντινός πρεσβευτής [Pius II, Comm., βιβλίο xii, αγγλική μεταφρ., σελ. 816-17, εκδ. Φρανκφούρτης, 1614, σελ. 335-36]. Ο εν λόγω πρεσβευτής Οττόνε ή Όττο ντε Νικκολίνι (1410-1470) έπαιζε σημαντικό ρόλο στη διπλωματία των μέσων τού 15ου αιώνα [πρβλ. Pastor, Acta inedita, I, αριθ. 184, σελ. 279, γραμμές 7-8 και αριθ. 159, σελ. 218, γραμμές 20-21].

Ο Νικκολίνι ήταν δικηγόρος και είχε διατελέσει μέλος τής φλωρεντινής πρεσβείας που στάλθηκε στη Ρώμη την άνοιξη τού 1455, για να συγχαρεί τον Κάλλιστο Γ΄ για την εκλογή του στο παπικό αξίωμα [Pastor, Gesch. d. Päpste, I (ανατυπ. 1955), 673-74]. Tο 1467-1468 ο «λαμπρός κύριος Όττο Λάπι ντε Νικκολίνι, ιππότης και διδάσκαλος νομικής, ρήτορας, σύνδικος, επιτηρητής και εκπρόσωπος» (magnificus dominus Otho Lapi de Nicolinis, eques et legum doctor, orator, sindicus, procurator, et mandatarius) ήταν ο επικεφαλής νομικός σύμβουλος και εκπρόσωπος τής Φλωρεντίας στις γενικές διασκέψεις οι οποίες παρήγαγαν την «ιταλική ειρήνη» (pax Italica) και συνομοσπονδία λίγα χρόνια μετά τον θάνατο τού Πίου Β΄ [βλέπε Arch. Segr. Vaticano, A. A., Arm. I-XVIII, αριθ. 1443, φύλλα 77, 85, 86 και αλλού]. Μολονότι δεν έχω προσπαθήσει να συγκεντρώσω αρχειακές αναφορές για τον Νικκολίνι, όμως οι σημειώσεις μου αποκαλύπτουν πολλές αναφορές σε αυτόν, όπως σε επιστολή τού Φλωρεντινού ιστορικού και διπλωμάτη Ματτέο Παλμιέρι, γραμμένη προς τούς Δέκα Άρχοντες (Signori Dieci) στις 25 Φεβρουαρίου 1467 [Arch. di Stato di Firenze, Dieci di Balia: Carteggi, Responsive, Reg. 23, φύλλο 329 (330)]. Δεδομένου ότι η Leona C. Gabel, στις σημειώσεις της επί τής μετάφρασης τής Florence A. Gragg των Commentariii τού Πίου Β΄ στο Smith College Studies in History, XL1II (1957), 812, σημείωση 100, λέει ότι «δεν κατόρθωσα να προσδιορίσω αυτόν τον Φλωρεντινό απεσταλμένο», νομίζει ότι, αφού ο Πίος τού απευθύνεται ως «φίλτατέ μου Οττόνε», η ομιλία αυτή ίσως έγινε από τον Οττόνε ή Όττο ντελ Καρρέττο, τον Μιλανέζο απεσταλμένο στην παπική κούρτη!

Φίλος των Μεδίκων, Στρότσι, Πάτσι, Ατσαγιόλι, Μαρσίλιο Φιτσίνο, Ιωάννη Αργυρόπουλου και άλλων ανθρωπιστών, αλληλογράφος των Φραντσέσκο Σφόρτσα και Φεντερίγκο ντα Μοντεφέλτρο, μέλος τού Συμβουλίου των Δέκα (Dieci di Balia), ο Οττόνε ντι Λάπο ντε Νικκολίνι έγινε «σημαιοφόρος τής δικαιοσύνης» (gonfaloniere di giustizia) στη γενέτειρά του Φλωρεντία το φθινόπωρο τού 1458. Υπάρχει περιγραφή τής ζωής του από την Ginevra Niccolini di Camugliano, The Chronicles of a Florentine Family, 1200-1470, Λονδίνο, 1933, σελ. 179-355.

[←53]

Cristoforo da Soldo, Istoria bresciana στο RISS, XXI (Μιλάνο, 1732), στήλες 898-99 και επιμ. Giuseppe Brizzolara στο νέο Muratori, RISS, XXI, μέρος 3 (1938 42), 144. Ο εν λόγω μοναχός ήταν ίσως ο Ρομπέρτο Καρατσόλο ντα Λέτσε.

[←54]

Pius II, Comm., βιβλίο xii, αγγλική μεταφρ., σελ. 775-76, εκδ. Φρανκφούρτης, 1614, σελ. 314-15, Cugnoni, Opera inedita, σελ. 544-45. Πρβλ. Voigt, Enea Silvio, 111, 695, Pastor, Gesch. d. Päpste, II (ανατυπ. 1955), 245.

[←55]

Η ενετική ανακατάληψη τού Άργους έχει ημερομηνία 5 Αυγούστου στο Σύντομον Χρονικόν [Chronicon breve, ad ann. 1463, CSHB, Βόννη, σελ. 521]:

«…και τῇ πέμπτῃ τοῦ Αὐγούστου παρέλαβον οἱ Βενετικοὶ τὸ αὐτὸ Ἄργος…»

Αυτό το χρονικό είναι γενικά αξιόπιστο, αλλά ο γραμματέας τού Μαλατέστα φαίνεται να χρονολογεί το γεγονός στις 3 τού μηνός [Sathas, Documents inedits, VI, 95].

[←56]

Βλέπε την περιγραφή που άφησε ο γραμματέας τού Μαλατέστα στον Sathas, Documents inedits, VI, 96.

Χαλκοκονδύλης, Ἀποδείξεις Ἱστοριῶν, βιβλίο x, CSHB, Βόννη, σελ. 558, επιμ. Darkò, II-2. 300-1:

Όσο για τούς Ενετούς, οι Έλληνες και οι Αλβανοί στην Πελοπόννησο πρότειναν ότι, αν επρόκειτο να αποτειχίσουν τον Ισθμό, τότε οι Πελοποννήσιοι θα εξεγείρονταν και θα περνούσαν στο πλευρό τους, και αυτό θα αποτελούσε σημαντικό πλεονέκτημα για την εξέγερση. Και τούς είπαν τα ίδια ο Ράλης και ο Πέτρος ο Χωλός. Έτσι αποφάσισαν να πάνε με όλες τους τις δυνάμεις για να αποκλείσουν τον Ισθμό και έτσι να βάλουν σε δοκιμασία τούς Πελοποννήσιους. Έφτασαν, τοποθέτησαν τις πέτρες μαζί, και έχτιζαν το τείχος για να δοκιμάσουν τούς Πελοποννήσιους και να δουν αν η Κόρινθος θα περνούσε με το μέρος τους, οπότε και οι άλλες περιοχές τής Πελοποννήσου θα περνούσαν επίσης με το μέρος τους. Τείχισαν τον Ισθμό και πήραν οι ίδιοι τα όπλα, πηγαίνοντας στην Κόρινθο. Όμως οι Κορίνθιοι πήραν την πρωτοβουλία να αντισταθούν σε αυτή την επίθεση. Έβαλαν κανόνια στην ακρόπολη και επιτίθεντο, πολεμώντας γενναία Ο ερχομός τού χειμώνα απέτρεψε την άλλη πλευρά να παρατείνει την πολιορκία και έτσι αναχώρησαν από εκεί με άδεια χέρια.

«οἱ μέντοι Οὐενετοί, ὡς προϊσχομένων τῶν ἐν τῇ Πελοποννήσῳ Ἑλλήνων τε ἅμα καὶ Ἀλβανῶν, καὶ κελευομένων αὐτῶν καὶ Ῥάλεω καὶ Πέτρου τοῦ χωλοῦ, ὡς, εἰ τὸν Ἰσθμὸν τειχίσαιεν, αὐτίκα ἰόντες οἱ Πελοποννήσιοι ἀποστήσονται, καὶ ἐπ’ αὐτοὺς χωρήσουσι· μέγα γάρ τι προσφέρειν τοῦτο σφισιν ἐς τὴν ἀπόστασιν. ἐδόκει δὲ ἰόντας πανστρατιᾷ φράγνυσθαι τὸν Ἰσθμὸν καὶ διαπειρᾶσθαι τῶν ἐν τῇ Πελοποννήσῳ. ἀφικομένων δέ, λίθους συντιθέντες ἐπῳκοδόμουν, ὡς ἂν ἀποπειρώμενοι τῶν Πελοποννησίων γνώσωσιν, εἰ προσχωροίη καὶ ἡ Κόρινθός σφισι, καὶ τὰ λοιπὰ τῆς Πελοποννήσου αὐτίκα χωρήσουσιν ἰόντες ἐς αὐτούς. ὡς δὲ ἐπῳκοδόμησάν τε τὸν Ἰσθμόν, καὶ αὐτοὶ ἀναλαβόντες τὰ ὅπλα ᾔεσαν ἐς τὴν Κόρινθον, ἐξηγουμένων τῶν Κορινθίων ἐς τὴν προσβολήν. τηλεβόλους τε καθίστασαν ἐς τὴν ἀκρόπολιν, καὶ προσεβάλλοντο μαχόμενοι ἀξίως λόγου. χειμὼν δὲ ἐπιγενόμενος διεκώλυσέ τε αὐτοὺς προκαθέζεσθαι, καὶ ἀπιόντες ἐντεῦθεν ᾤχοντο ἄπρακτοι.

Οι Ενετοί πιέζονταν σκληρά από τον χειμώνα και υπέφεραν από το γεγονός ότι έπρεπε να μείνουν στον Ισθμό, καθώς η Κόρινθος δεν είχε περάσει στο πλευρό τους, ούτε είχε εξεγερθεί η Αχαΐα. Ένας Έλληνας ονομαζόμενος Ράλης που είχε περάσει με το μέρος τους σκοτώθηκε από τούς Τούρκους όταν έκαναν εξόρμηση για να πολεμήσουν. Γενικά τα άλλα μέρη τής Πελοποννήσου δεν πέρασαν στο πλευρό τους εκτός από εκείνους που ζούσαν στον Μυστρά, οι οποίοι είχαν εξαπατηθεί σε αυτό το θέμα από έναν νεαρό Έλληνα που ονομαζόταν Γρίτζας. Τώρα ήσαν πολύ στενοχωρημένοι που έπρεπε να περιμένουν γεγονότα στον Ισθμό και δεν πετύχαιναν τίποτε για την κατάκτηση τής Πελοποννήσου. Επιπλέον, αναφέρθηκε ότι ο Μαχμούτ, ο άρχοντας τού σουλτάνου, ερχόταν στον Ισθμό εναντίον τους με μεγάλο στρατό. Λίγο αργότερα αναφέρθηκε επίσης ότι ο ίδιος ο σουλτάνος ερχόταν εναντίον τού Ισθμού, οπότε αποφάσισαν να εγκαταλείψουν τον Ισθμό (καθώς δεν τούς πρόσφερε πλεονεκτήματα στις παρούσες συνθήκες), να πάνε στις πόλεις τους, να τις ενισχύσουν και να τις υπερασπιστούν όσο καλύτερα μπορούσαν, σε περίπτωση που επιτίθεντο οι δυνάμεις τού Μαχμούτ και εκείνες τού σουλτάνου.

ὡς δὲ πιεζόμενοι οἱ Οὐενετοὶ τῷ χειμῶνι χαλεπῶς ἔφερον τὴν ἐν τῷ Ἰσθμῷ διατριβήν, καὶ οὔτε ἡ Κόρινθος προσεχώρει, οὔτε ἡ Ἀχαΐα ἀφίστατο, ἐπελάσαντος ἀνδρὸς Ῥάλεω τοὔνομα Ἕλληνος καὶ αὐτοῦ τελευτήσαντος ὑπὸ Τούρκων ἐπεξιόντων τε καὶ ἀμυνομένων, καὶ οὔτε δὴ τἄλλα προσεχώρησέ σφισι πλὴν τῶν τὴν Σπάρτην οἰκούντων, ἐξαπατηθέντων ὑπὸ Ἕλληνος νεανίου, Γρίτζα τοὔνομα ἔχοντος, δεινόν τε ἐποιοῦντο προσμένειν τε αὐτοῦ τῷ Ἰσθμῷ καὶ οὐδέν τι πράττεσθαι ἀνύοντας ἐς τὴν τῆς Πελοποννήσου καταστροφήν. ἠγγέλλετο δὲ καὶ Μαχουμούτης ὁ τοῦ βασιλέως ἡγεμὼν στρατῷ μεγάλῳ ἐπιέναι σφίσιν ἐς τὸν Ἰσθμόν. μετ’ οὐ πολὺ δὲ καὶ αὐτὸς βασιλεὺς ἠγγέλλετο ἐλαύνων ἐπὶ τὸν Ἰσθμόν, ἔγνωσάν τε ἀπολιπεῖν τὸν Ἰσθμόν, οὐδέν τί σφισιν αὐτοῖς πρόσφορον ἐς τὰ παρόντα, καὶ ἰόντας ἐς τὰς πόλεις κρατύνειν τε αὐτὰς καὶ ἀμύνασθαι κατὰ τὸ καρτερόν, ἢν ἐπίωσιν οἱ περὶ Μαχουμούτην τε ἅμα καὶ οἱ περὶ βασιλέα.»

Βλέπε επίσης Malipiero, Annali veneti στο Arch. stor. italiano, VII-1 (1843), 15, Cristoforo da Soldo στην ονομαζόμενη Ιstoria bresciana στο RISS, XXI, στήλες 895 96 και επιμ. G. Brizzolara στο νέο Muratori, RISS, XXI, μέρος 3 (1938-42), 140-41. Corpus chronicorum bononiensium, ad ann. 1463 στο RISS, XVIII, μέρος 1, τόμ. IV, σελ. 319a, 320b], Sanudo, Vite de duchi στο RISS, XXII (1733), στήλες 1172-73, 1179C], Navagero, Storia veneziana στο RISS, XXIII, στήλες 112123.

O Βαλλαρέσσο, ο οποίος αυτομόλησε στους Τούρκους, ανταλλάχτηκε από αυτούς για τον γιο κάποιου αξιωματικού τής Πύλης και κρεμάστηκε ως προδότης στη Βενετία το Νοέμβριο τού 1463 [Sanudo, ό. π., στήλες 1173-74]. Για το Εξαμίλιον πρβλ. Pius II, Comm., βιβλίο xii, αγγλική μεταφρ., σελ. 830, εκδ. Φρανκφούρτης, 1614, σελ. 343, Cod. Reg. lat. 1995, φύλλα 576-577 και Ljubić, Listine, X (1891), 277. Για τον Μπερτόλντο ντ’ Έστε βλέπε Lopez, «Il Principio della guerra», σελ. 53 και εξής, 64 και εξής, 79 και εξής και για τον θάνατο τού Μπερτόλντο στο ίδιο, σελ. 96-99.

[←57]

Bλέπε γραμματέα Malatesta στο Sathas, Documents inedits, VI, 96-97, όπου στις 4 Νοεμβρίου (1463) οι Ενετοί αναφέρονται ότι είχαν συλλάβει δύο Τούρκους κατασκόπους, οι οποίοι ύστερα από βασανιστήρια είπαν ότι ο Μαχμούτ πασάς («Daut Bassa») βρισκόταν σε απόσταση οκτώ ημερών από το Εξαμίλιον με στρατό 80.000 ανδρών.

Χαλκοκονδύλης, βιβλίο x, CSHB, Βόννη, σελ. 559-61, επιμ. Darkò, II -2, 301-3:

Όταν έφτασαν στον σουλτάνο τα νέα ότι οι Ενετοί τείχιζαν τον Ισθμό, ότι είχαν επανδρώσει σαράντα γαλέρες και δώδεκα ψηλά πλοία, ότι είχαν φέρει ιππότες από την Ιταλία και άλλο στρατό από την Κρήτη, συνολικά ότι είχαν κάνει εκτεταμένες προετοιμασίες για την κατάκτηση τής Πελοποννήσου, έστειλε τον Μαχμούτ να πάρει τον στρατό τής Ευρώπης, εκτός από εκείνους που είχαν τοποθετηθεί εναντίον των Ούγγρων, και να βαδίσει κατευθείαν για την Πελοπόννησο. Αν διαπίστωνε ότι ο ίδιος ήταν σε θέση να διεξαγάγει τον πόλεμο εναντίον των Ενετών, έπρεπε να κατεδαφίσει τα τείχη τού Ισθμού και επίσης να εισβάλει στην Πελοπόννησο. Αν όχι, έπρεπε να τού το αναφέρει, ώστε να ακολουθήσει και ο σουλτάνος ύστερα από αυτόν.

«Ὡς γὰρ ἀγγελία ἀφίκετο βασιλεῖ τοὺς Οὐενετοὺς τειχίζειν τε τὸν Ἰσθμόν, πληρώσαντας τριήρεις ἐς τεσσαράκοντα, νηῶν δὲ ὑψηλὰς δυοκαίδεκα, καὶ ὁπλίτας ἐπαγομένους ἀπὸ Ἰταλίας, καὶ ἀπὸ Κρήτης στρατὸν ἄλλον, μεγάλως παρασκευάσασθαι αὐτοὺς ἐς τὴν τῆς Πελοποννήσου καταστροφήν, πέμπει Μαχουμούτην συμπαραλαβόντα τὸν τῆς Εὐρώπης στρατόν, πλὴν τῶν πρὸς τοὺς Παίονας τεταγμένων, ἐλαύνειν εὐθὺ Πελοποννήσου, καὶ εἰ μέν τι αὐτὸς οἷος ἀνύσαι ἐς τὸν πρὸς Οὐενετοὺς πόλεμον, καθελεῖν τε τὸν Ἰσθμὸν καὶ ἐσβαλεῖν ἅμα ἐς τὴν Πελοπόννησον, εἰ δὲ μή, καὶ αὐτῷ ἀπαγγέλλειν, ὥστε κατὰ πόδας ἐλαύνειν.

Έτσι ο Μαχμούτ, ο άρχοντας τής Πύλης, πήρε τον στρατό τής Ευρώπης, βάδιζε προς τον Πηνειό στη Θεσσαλία και στρατοπέδευσε δίπλα στην πόλη τής Λάρισας. Συμβουλεύτηκε τον Ομέρ, τον γιο τού Τουραχάν και ύπαρχο τής Θεσσαλίας, που τον αποθάρρυνε να προχωρήσει περισσότερο. Την συμβούλευσε αντίθετα να αναφέρει στον σουλτάνο, ότι οι πόροι εκεί ήσαν περισσότεροι από εκείνους που είχε στη διάθεσή του ο άρχοντας τού σουλτάνου. Γιατί ο ίδιος ο Ομέρ είχε προηγουμένως έρθει με στρατό κοντά στον Ισθμό και είχε παρατηρήσει περισσότερα από δύο χιλιάδες κανόνια και τετρακόσιους πυροβολητές, μαζί με τοξότες και ελαφρά οπλισμένους στρατιώτες, και δεν θα συνιστούσε σε κανέναν να στρατοπεδεύσουν οπουδήποτε κοντά στον Ισθμό. Όταν το άκουσε ο άρχοντας τού σουλτάνου, αποφάσισε να αναφέρει στον σουλτάνο ότι αυτός, ο σουλτάνος, έπρεπε να έρθει ο ίδιος στην Πελοπόννησο και ότι αυτός [ο Μαχμούτ] έπρεπε να τα μαζέψει και να προχωρήσει στη Λεβαδειά. Ο σουλτάνος έλαβε την αναφορά ότι οι προετοιμασίες τού εχθρού ήσαν εκτεταμένες και σημαντικές […], αλλά λέγεται ότι ο Μαχμούτ έλαβε επίσης επιστολή από την Πελοπόννησο που τον ενθάρρυνε να έρθει, και ότι αν ερχόταν, οι Ενετοί δεν θα έμεναν εκεί να αντισταθούν σε αυτόν. Την επιστολή τού την έφερε ένας Αλβανός από την Κόρινθο που πέρασε το πλοίο του απέναντι στη θάλασσα τη νύχτα, κάτω από ευνοϊκό άνεμο. Όταν σηκώθηκε ευνοϊκός άνεμος και κάτω από την κάλυψη τής νύχτας, είχε περάσει στη Βοιωτία, αποβιβάστηκε εκεί και έφτασε στον Μαχμούτ στη Θεσσαλία.

ὁ μὲν τῶν θυρῶν ἡγεμὼν Μαχουμούτης παραλαβὼν τὸν τῆς Εὐρώπης στρατὸν ἤλασε μέχρι Θετταλίας ἐς Πηνειόν, καὶ ἐστρατοπεδεύετο παρὰ Λαρίσσῃ τῇ πόλει. συμβούλῳ δὲ ἐχρῆτο μὲν Ὀμάρῃ τῷ Τουραχάνεω, Θετταλίας ὑπάρχῳ. ἀπετρέπετο δὲ μὴ ἐς τὸ πρόσω ἐλαύνειν, ἀλλὰ βασιλεῖ ἀναγγέλλειν, ὡς ἡ παρασκευὴ μείζων ἢ κατὰ τὸν βασιλέως ἡγεμόνα· αὐτὸς γὰρ στρατεύματι πρόσθεν ἐγγύτατα τοῦ Ἰσθμοῦ ἀφικόμενος τηλεβόλους τε ἀφεώρα πλείους ἢ δισχιλίους καὶ τηλεβολιστὰς τετρακοσίους καὶ τοξότας καὶ πελταστάς, καὶ μηδενὶ αὐτοὺς αὐτοῦ ἐν τῷ Ἰσθμῷ ἐπιτρέψαι ἂν στρατοπεδεύσασθαι. ταῦτα ἀκούσαντα τὸν βασιλέως ἡγεμόνα, ἐδόκει βασιλεῖ μὲν καταλαμβάνοντα τὴν Πελοπόννησον ἀπαγγέλλειν, αὐτοὺς δὲ ἀναζεύξαντας ἰέναι ἐς τὸ πρόσω ἐς Λεβαδίαν. βασιλεὺς μέν, ὡς ἀγγελία αὐτῷ ἀφίκετο τήν τε παρασκευὴν μεγάλην τε εἶναι καὶ ἀξιόχρεω, λεγέται δὲ αὐτῷ καὶ γράμματα ἐλθεῖν ἀπὸ Πελοποννήσου ἐποτρύνοντα, ὡς, ἢν ἐπίῃ, οὐ μενοῦσιν αὐτὸν ἐπιόντα οἱ Οὐενετοί. τὰ γράμματα ἐνέγκαι αὐτῷ ἄνδρα Ἀλβανὸν ἀπὸ Κορίνθου, σκάφει τὸ πέλαγος νυκτός, τηρήσαντα πνεῦμα, ὡς οὔρου καθισταμένου καὶ νυκτὸς ἀπαίροντα διαπεραιώσασθαι ἐς Βοιωτίαν, ἀποβάντα δ’ ἀφικέσθαι παρὰ Μαχουμούτην ἐς Θετταλίαν.

Ο Μαχμούτ διάβασε το γράμμα, ετοίμασε τις δυνάμεις του και προχώρησε. Όταν έφτασε κοντά στη Βοιωτία, πήρε αναφορά ότι οι Ενετοί είχαν εγκαταλείψει τον Ισθμό και είχαν τραπεί σε φυγή. Εκείνο το βράδυ ετοίμασε τις δυνάμεις του και πέρασε τη νύχτα μέσα από την περιοχή των Πλαταιών, κοντά στο όρος Κιθαιρών. Την αυγή έφτασε στον Ισθμό εγκαίρως, για να δει τα πλοία να αποπλέουν. Κατέλαβε τον ερημωμένο Ισθμό, προχώρησε και έστησε το στρατόπεδό του. Από εκεί προχώρησε πέρα από την Κόρινθο και έφτασε στο Άργος. Το Άργος το κατείχαν οι Ενετοί, που είχαν αφήσει φρουρά εκεί για να το κρατήσει. Τούς πολιόρκησε, τούς κατέβαλε και έστειλε τούς άνδρες αλυσοδεμένους στον σουλτάνο, εβδομήντα περίπου από αυτούς. Ο σουλτάνος θεώρησε τότε ότι δεν ήταν πια απαραίτητο να εισβάλει στην Πελοπόννησο αυτοπροσώπως και να κουράσει τα στρατεύματά του. Όταν έμαθε ότι ο Ισθμός είχε καταληφθεί, επέστρεψε στο παλάτι του.

τὸν δὲ ἐπιφρασάμενον τὰ γράμματα, συσκευασάμενον ἐντεῦθεν ἐς τὸ πρόσω ἐλαύνειν, ἐλάσαντα ἀγχοῦ Βοιωτίας, ἀφικνεῖται ἀγγελία, ὡς Οὐενετοὶ τόν τε Ἰσθμὸν ἐκλελοιπότες ᾤχοντο φεύγοντες. οὕτω δὴ ἑσπέρας οὔσης συσκευασάμενος, ἀπὸ τῆς Πλαταίας χώρας πρὸς Κιθαιρῶνα νυκτὸς διαπορευθείς, ἕωθεν ἐς τὸν Ἰσθμὸν παρῆν, καὶ τάς τε νῆας ἀφεώρα ἤδη ἀναγομένας, καὶ τὸν Ἰσθμὸν ἔρημον καταλαβών, παρελθὼν εἴσω ἐστρατοπεδεύετο. ἐντεῦθεν διὰ τῆς Κορίνθου διιὼν ἀφίκετο ἐς Ἄργος. τὸ δὲ Ἄργος κατεῖχον οἱ Οὐενετοί, φρουράν τε ἐν αὐτῷ ἐγκαταλιπόντες ἐφύλαττον. τούτους μέν, ὡς ἐπολιόρκει ἐπελάσας, παρεστήσατο, καὶ τοὺς ἄνδρας δεσμίους ἀποπέμπων ὡς βασιλέα, ἄνδρας τε ἑβδομήκοντα. αὐτῷ μέντοι τῷ βασιλεῖ οὐκέτι ἐφαίνετο, ἄρας ἐς τὴν Πελοπόννησον ἐσβαλεῖν καὶ τὰ στρατεύματα αὐτῷ κάμνειν· ἄρτι ὡς ἐπύθετο καταληφθῆναι τὸν Ἰσθμόν, ἀπήλαυνεν ὀπίσω ἐπὶ τῶν βασιλείων.

Ο άρχοντας Μαχμούτ προχώρησε πέρα από την Τεγέα και έφτασε στην πόλη Λεοντάριον, όπου στρατοπέδευσε. Από εκεί έστειλε τον Ζαγανός, τον οποίο είχε κάνει άρχοντα επί τής Πελοποννήσου, έχοντας βγάλει τον Ισά, τον γιο τού Ελβάν. Έστειλε τον Ζαγανός στην Πάτρα στην Αχαΐα και στις άλλες πόλεις εκείνης τής περιοχής, για να ενισχύσει τις ακροπόλεις τους και να τις προμηθεύσει τρόφιμα και άλλα αναγκαία. Διέταξε τον Ομέρ να πάρει τον στρατό, δύναμης είκοσι χιλιάδων, και να επιδράμει στο έδαφος των Ενετών.

Μαχουμούτης δὲ ὁ ἡγεμὼν προϊὼν διὰ τῆς Τεγέης ἀφίκετο ἐς Λεοντάριον πόλιν, καὶ αὐτοῦ ἐστρατοπεδεύσατο. ἐντεῦθεν ἀποστέλλει Ζάγανον, ὃν ἐπέστησεν ἄρχοντα τῇ Πελοποννήσῳ, ἐκβαλὼν Ἰησοῦν τὸν Ἀλβάνεω παῖδα. τοῦτον δὲτὸν Ζάγανον πέμπει ἐς Πάτρας τῆς Ἀχαΐας καὶ ἐς τὰς ἄλλας αὐτοῦ ταύτῃ πόλεις, ἐχυρῶσαί τε τὰς ἀκροπόλεις σιτίοις τε καὶ τῇ ἄλλῃ παρασκευῇ. Ὀμάρην δὲ ἐκέλευσεν ἀναλαβόντα τὸν στρατόν, ὡς δισμυρίους, ἐπιδραμεῖν τὴν Οὐενετῶν χώραν.»

Κριτόβουλος, IV, 16, επιμ. Müller, FHG, V-l, σελ. 148b-149, επιμ. Grecu (1963), σελ. 311, 313 και V, 1-2, επιμ. Müller, σελ. 150 151a, επιμ. Grecu, σελ. 315, 317:

Το ίδιο καλοκαίρι οι Ενετοί έσπασαν τη συνθήκη τους με τον σουλτάνο και κήρυξαν πόλεμο εναντίον του, προβάλλοντας ως αιτίες τις ακόλουθες κατηγορίες: Ο Ομέρ, γενικός κυβερνήτης τής Πελοποννήσου και τής υπόλοιπης Ελλάδας, ξεκινώντας από πολύ μικρές αιτίες, ή μάλιστα χωρίς καμία αιτία, όντας απλώς εξοργισμένος από το γεγονός ότι οι Ενετοί δεν τού έδειχναν φιλία ή καλοσύνη, παρόλο που ήταν γειτονικός κυβερνήτης που μπορούσε να τούς κάνει κακό, θεωρούσε ότι τον παρέβλεπαν και προσπαθώντας να τούς εκδικηθεί, αναμένοντας την ευνοϊκή στιγμή, έκανε απροσδόκητη επίθεση εναντίον τού λαού τής Ναυπάκτου, και ταλαιπωρούσε τη Ναύπακτο και τα γύρω από αυτήν, παίρνοντας μαζί του μεγάλη λεία σε άνδρες, ζώα, παιδιά και γυναίκες. Είχε πέσει πάνω τους ξαφνικά και ήταν εντελώς απροσδόκητα, χωρίς να το περιμένουν καθόλου, σε εποχή ειρήνης και ενώ υπήρχαν συνθήκες. Τούς έκανε πολύ κακό και μάλιστα έφτασε πολύ κοντά στην κατάληψη τής ίδιας τής πόλης. Όχι μόνο αυτό, αλλά κακοποιούσε επίσης τις πόλεις των Ενετών στην Πελοπόννησο, την Κορώνη, τη Μεθώνη και άλλες, παρουσιάζοντας σε κάθε περίπτωση κενά προσχήματα ως λόγους.

«Τοῦ δ’ αὐτοῦ θέρους καὶ Ἐνετοὶ λύσαντες τὰς μετὰ βασιλέως σπονδὰς, πόλεμον ἐξήνεγκαν αὐτῷ, ἔχοντες ἐγκλήματα δι’ αἰτίας τοιάσδε. Ἀμάρης γὰρ ὁ Πελοποννήσου καὶ τῆς ἄλλης Ἑλλάδος σατράπης, ἐκ πάνυ μικρῶν αἰτιῶν ὁρμηθεὶς, μᾶλλον δὲ οὐδὲ τούτων, ἀλλ’ ὀργὴν ἔχων τοῖς Ἐνετοῖς, ἔτι γε οὐ προσεῖχον αὐτῷ φιλικῶς, οὐδὲ χάριτας παρεῖχον ὡς σατράπῃ καὶ γειτονοῦντι καὶ δυναμένῳ βλάπτειν αὐτούς, ἀλλὰ νομίζων ὑπερορᾶσθαι καὶ βουλόμενος ἀμύνασθαι τούτους, καιρὸν φυλάξας άπροσδοκήτοις ἐπέρχεται τοῖς ἐν τῇ Ναυπάκτῳ καὶ κατατρέχει Ναύπακτόν τε καὶ τὰ περὶ αὐτὴν καὶ λείαν ὅτι πλείστην ἀπάγει ἀνδρῶν τε καὶ βοσκημάτων καὶ παίδων καὶ γυναικῶν· ἅτε γὰρ αἴφνης ἐπεσπεσὼν καὶ μηδὲν τι τοιοῦτον προσδεχομένοις μηδὲ προσδοκοῦσιν ὅλως αὐτοῖς ἐν εἰρήνῃ τε καὶ σπονδαῖς, μεγάλα ἔβλαψε, μᾶλλον δὲ ὀλίγου ἐδέησε καὶ αὐτὸ τὸ ἄστυ λαβεῖν· οὐ μόνον δὲ, ἀλλὰ καὶ τὰς ἐν Πελοποννήσῳ πόλεις αὐτῶν Κορώνειαν καὶ Μεθώνην καὶ τὰς λοιπὰς κακῶς ἐποίει, προτάσεις ἐπάγων ἀεὶ καὶ αἰτίας κενὰς.

Αυτό φάνηκε πολύ βαρύ στους Ενετούς και ήταν η μεγαλύτερη πρόφαση για να οδηγηθούν στον πόλεμο. Επιπλέον, πονούσαν για πόλεμο με τον σουλτάνο από τότε που είχε κατακτήσει την Πελοπόννησο, γιατί πάντοτε υπολόγιζαν να την έχουν για τον εαυτό τους. Επομένως, πιστεύοντας ότι είχαν χάσει αυτό που ήταν πραγματικά δικό τους, περίμεναν την κατάλληλη ευκαιρία και το πρόσχημα για να κηρύξουν πόλεμο εναντίον τού σουλτάνου και για να εκστρατεύσουν εναντίον τής χώρας του.

Ἔδοξεν οὖν βαρὺ τοῦτο λίαν τοῖς Ἐνετοῖς καὶ μεγίστη πρόφασις ἐς τὸ πολεμεῖν καὶ ἄλλως ὠδίνουσι τὸν πρὸς βασιλέα πόλεμον, ἐξ ὅτου δὴ τὴν ΙΙελοπόννησον ἐχειρώσατο· ἀεὶ γὰρ ποτε προσεδόκων ἕξειν αὐτὴν οὗτοι, καὶ νομίζοντες ἰδίαν οὖσαν ἀποβαλεῖν, καιρόν ἐζήτουν καὶ προφάσεις τινὰς πόλεμον ἐξενεγκεῖν βασιλεῖ καὶ στρατεῦσαι ἐπ’ αὐτὴν.

Άρπαξαν λοιπόν αμέσως αυτά τα προσχήματα. Και χωρίς να στείλουν πρεσβεία ή να προσπαθήσουν να λύσουν τις διαφορές τους μέσω διαπραγματεύσεων, συγκέντρωσαν μεγάλο στρατό και στόλο για την Πελοπόννησο, αποτελούμενο από εβδομήντα γαλέρες και μεγάλα γαλιόνια.

Δραξάμενοι οὖν τῶν αἰτιῶν τούτων, εὐθὺς καὶ ἄνευ πρεσβείας ἡστινοσοῦν καὶ τοῦ λόγοις μᾶλλον ἐθελῆσαι τὰ διάφορα λῦσαι, στρατιὰν μεγάλην καὶ στόλον διαπόντιον ἐξαρτύουσι τῇ Πελοποννήσῳ τριήρεων ἑβδομήκοντα καὶ ὁλκάδων μεγάλων.

Τις γέμισαν με πληρώματα και ανέβασαν πάνω τους όσο περισσότερα στρατιώτες μπορούσαν, πάνοπλους και έτοιμους για μάχη, από τούς δικούς τους καταλόγους στρατολόγησης και τις δικές τους τάξεις, αλλά επίσης και ξένους μισθοφόρους σε μεγάλο αριθμό. Φορτώθηκαν επίσης στα πλοία όπλα όλων των ειδών, και πετροβόλα κανόνια και βαλλίστρες, επίσης σίδερο σε μεγάλες ποσότητες, ξύλα και ασβέστης, τεχνίτες και οικοδόμοι και εργαλεία κατάλληλα για οικοδομικές εργασίες. Αφού τα φόρτωσαν όλα αυτά και τα ετοίμασαν, διόρισαν ως αρχηγό έναν από τούς πιο έμπειρους άνδρες τους, γνωστό για την ανδρεία και τη στρατιωτική του ικανότητα τόσο στη στεριά όσο και στη θάλασσα. Έτσι απέστειλαν τον στόλο.

Πληρώσαντες οὖν αὐτὰς ἐπιβατῶν, καὶ ὁπλίτας ἐπιβιβάσαντες ὅτι πολλοὺς καὶ στρατιώτας καταφράκτους τε καὶ μαχίμους ἐκ τῶν ἰδίων καταλόγων καὶ τάξεων, ἀλλὰ δὴ καὶ ξένους μισθοφόρους ὡς πλείστους καὶ ὅπλα παντοῖα ἐνθέμενοι καὶ μηχανὰς πετροβόλους καὶ ἀφετήρια, ἔτι δὲ καὶ σίδηρον πολὺν καὶ ξύλα καὶ ἄσβεστον καὶ τεχνίτας καὶ οἰκοδόμους καὶ ἐργαλεῖα τὰ ἐς οἰκοδομὴν ἐπιτήδεια καὶ ὅσα τοιαῦτα ἐπιφορτίσαντες καὶ καλῶς ἐξαρτύσαντες διὰ πάντων, καὶ στρατηγὸν αὐτοκράτορα ἑλόντες ἄνδρα τὸν παρ’ αὐτοῖς δοκιμώτατον καὶ τῶν ὀνομαστῶν ἐπ’ ἀνδρίᾳ καὶ στρατηγικῇ ἀρετῇ κατὰ γῆν τε καὶ θάλασσαν, ἐκπέμπουσι τὸν στόλον.

Απἐπλευσαν λοιπόν από την πόλη τους και με πολλή δύναμη, μεγάλη προετοιμασία, αξιοσημείωτο στρατό και λαμπρές ελπίδες, ταξίδεψαν στις θάλασσες τής Αδριατικής και τού Ιονίου. Στη συνέχεια, πλέοντας δίπλα από την Κέρκυρα και τη Λευκάδα και ανάμεσα στα γειτονικά νησιά τής Ιθάκης και τής Κεφαλληνίας, κατευθύνθηκαν προς την Ηλεία, στα ακραία δυτικά τής Πελοποννήσου. Από εκεί έφτασαν στο Ρίο τής Αχαΐας και, περνώντας από τον Κρισαίο [Κορινθιακό] κόλπο, έφτασαν στην Κορινθία, στον Ισθμό. Εκεί αποβιβάστηκαν από τα πλοία και στρατοπέδευσαν. Σκόπευαν να χτίσουν τείχος εκεί και να καταλάβουν πρώτα αυτή την πόλη και αργότερα να καταλάβουν ολόκληρη την Πελοπόννησο.

Ἄράντες οὖν ἐκ τῆς αὐτῶν δυνάμει τε πολλῇ καὶ παρασκευῇ τῇ πάσῃ καὶ περιφανεῖ στρατιᾷ καὶ λαμπραῖς ἐλπίσιν, ἔπλεον τὸν Ἀδρίαν τε καὶ Ἰόνιον, παραπλεύσαντες δὲ Κέρκυράν τε καὶ Λευκάδα διὰ τῶν ἐπικειμένων νήσων Ἰθάκης τε καὶ Κεφαλληνίας, προσίσχουσι τῇ Ἤλιδι ἄκρᾳ τῆς Πελοποννήσου, κἀκεῖθεν γίνονται κατὰ τὸ Ῥίον τὸ Ἀχαϊκὸν, καὶ διαβαλόντες τὸν Κρισαῖον καταίρουσι ἐς τὴν Κορινθίαν ἐν τῷ Ἰσθμῷ, καὶ ἀποβάντες τῶν νεῶν στρατοπεδεύονται αὐτοῦ· τοῦτον γὰρ ἐβούλοντο πρῶτον τειχίσαι καὶ προκαταλαβεῖν, ἔπειτα τῇ ὅλῃ Πελοποννήσῳ ἐπιχειρῆσαι.

Αφού εκφόρτωσαν όλο το φορτίο και όλα όσα χρειάζονταν, και κατέλαβαν τον Ισθμό από ακτή σε ακτή με όλο τον στρατό τους, έφτιαχναν το τείχος χρησιμοποιώντας πολλούς εργάτες και μεγάλη ενέργεια, με βιασύνη και προθυμία. Εκείνη την εποχή μερικά από τα φρούρια και τις πόλεις που ανήκαν στον σουλτάνο εξεγέρθηκαν, τόσο στην ενδοχώρα όσο και στις ακτές, και ενώθηκαν με τούς Ενετούς που εγκατέστησαν φρουρές σε αυτά. Και όχι μόνο αυτό, αλλά και όλη η υπόλοιπη Πελοπόννησος αμφισβητούσε και παρακολουθούσε για να δει τι θα συνέβαινε, ώστε να μπορέσει επίσης να εξεγερθεί εναντίον τού σουλτάνου.

Ἐκφορήσαντες οὖν πᾶσαν ἀποσκευὴν τε καὶ χρείαν καὶ διαλαβόντες τὸν Ἰσθμὸν ἀπ’ ἄκρου ἐς ἄκρον πάσῃ τῇ στρατιᾷ, ἐτείχιζον χειρὶ πολλῇ καὶ δυνάμει, ἔτι δὲ καὶ σπουδῇ καὶ προθυμίᾳ τῇ πάσῃ χρώμενοι. Ἀπέστησαν δὲ τότε εὐθὺς καὶ τινα τῶν φρουρίων καὶ πολισμάτων τοῦ βασιλέως ἔν τε τῇ μεσογείᾳ καὶ παραλίᾳ, καὶ προσέθεντο αὐτοῖς, ἐν οἷς καὶ φρουροὺς ἐγκατέστησαν˙ οὐ μόνον δὲ, ἀλλὰ καὶ ἡ ἄλλη πᾶσα Πελοπόννησος μετέωρος ἦν, ἀποσκοποῦσα τὸ μέλλον, ὥστε καὶ αὐτὴ ἀποστῆναι τοῦ βασιλέως.

Ο Ομέρ συγκέντρωσε όλα τα στρατεύματά του και πρόσθεσε σε αυτά μερικούς από τούς Ιλλυριούς [Αλβανούς] από την Πελοπόννησο, σχηματίζοντας έτσι αρκετά μεγάλο στρατό. Ο ίδιος παρέμενε στην Κόρινθο, φρουρώντας την πόλη και περιμένοντας να σταλεί στρατός από τον σουλτάνο. Τού είχε ήδη στείλει αγγελιοφόρο, μόλις έφτασε ο στόλος, προειδοποιώντας τον για την επερχόμενη επίθεση. Ταυτόχρονα περίμενε την κατάλληλη ευκαιρία να επιτεθεί στους Ενετούς. Αυτά λοιπόν έκανε εκείνος.

Ἀμάρης δὲ ξυναγαγὼν πάντας τοὺς ὑπ’ αὐτὸν καὶ τινας των ἐκ Πελοποννήσου Ἰλλυριῶν προσλαβόμενος καὶ στρατιὰν οὐ πολλήν ἀθροίσας, ἐκάθητο ἐν Κορίνθῳ, φυλάσσων τε αὐτὴν, καὶ στρατιὰν ἐκδεχόμενος παρὰ βασιλέως· ἤδη γὰρ ἦν πέμψας ἄγγελον ὡς αὐτὸν, εὐθὺς καταχθέντος τοῦ στόλου, ἀγγελοῦντα τὴν ἔφοδον τούτου, καὶ ἅμα καιρὸν ἐπιτήδειον παραφυλάττων ἐπιθέσθαι αὐτοῖς. καὶ ὁ μὲν οὕτως.

Όταν ο σουλτάνος άκουσε για την εκστρατεία των Ενετών στην Πελοπόννησο και για την οικοδόμηση τείχους απέναντι από τον Ισθμό, αποφάσισε να μην καθυστερήσει πια. Κάλεσε αμέσως τον Μαχμούτ πασά και τού έδωσε μεγάλο στρατό από οπλίτες και τοξότες και από τη δική του σωματοφυλακή τούς καλύτερους μαχητές και τούς καλύτερα οπλισμένους, και τον έστειλε στην Πελοπόννησο.

Βασιλεὺς δὲ πυθόμενος τὴν ἐς Πελοπόννησον ἐκστρατείαν τῶν Ἐνετῶν καὶ τὸν τοῦ Ἰσθμοῦ τειχισμὸν, οὐκέτι ἐν ἀναβολαῖς τὸ πρᾶγμα ἐτίθει, ἀλλ’ εὐθὺς μετακαλεσάμενος Μαχουμούτεα τὸν πασίαν καὶ στρατιὰν αὐτῷ δοὺς ἱκανὴν ὁπλιτῶν τε καὶ τοξοτῶν καὶ τῶν ἀπὸ τῆς ἰδίας αὐλῆς τοὺς μαχιμωτάτους τε καὶ εὐοπλωτάτους, ἐκπέμπτει ἐς Πελοπόννησον.

Αυτός [ο Μαχμούτ] τακτοποίησε όλες τις υποθέσεις του μεταξύ των Βόστρων, σύμφωνα με το προηγούμενο σχέδιό του, και τοποθέτησε φρουρές και διοικητές στη Γιάιτσε και στα άλλα φρούρια που δεν είχε καταστρέψει. Άφησε σε αυτήν την περιοχή σημαντικό στρατό και κυβερνήτη, έναν άνθρωπο που γνώριζε καλά για τη γενναιότητα και τη στρατιωτική του ικανότητα. Στη συνέχεια, έχοντας πάρει μεγάλη ποσότητα λείας, επέστρεψε στην Αδριανούπολη, καθώς το φθινόπωρο πλησίαζε. Τελείωνε το έτος 6971 [1463], που ήταν το δέκατο τρίτο έτος τής Βασιλείας τού σουλτάνου.

αὐτὸς δὲ καταστησάμενος πάντα τὰ ἐν τοῖς Βόστροις καλῶς τε καὶ ὡς ἦν αὐτῷ κατὰ νοῦν, φρουροὺς τε καὶ φρουράρχας τῇ τε Ἰαΐτζῃ καὶ τοῖς ἄλλοις τῶν φρουρίων ἐγκαταστήσας ὅσα μὴ κατέσκαψε, σατράπην τε ξὺν στρατιᾷ ἱκανῇ τῇ χώρᾳ καταλιπὼν ἄνδρα τῶν ὀνομαστῶν παρ’ αὐτῷ ἐπ’ ἀνδρίᾳ καὶ στρατηγίᾳ, καὶ λείαν ἐλάσας ὅτι πολλὴν αὐτὸς τε καὶ τῇ στρατιᾷ διαδούς, ἐπάνεισιν ἐς τὴν Ἀδριανοῦ, φθινοπώρου λήγοντος ἤδη. καὶ ἕν δὴ καὶ ἑβδομηκοστὸν ἔτος πρὸς τοῖς ἐννακοσίοις τε καὶ ἑξακισχιλίοις τοῖς ὅλοις ἠνύετο, τρίτον δὲ καὶ δέκατον τῆς ἀρχῆς τῷ βασιλεῖ.»

Πρβλ. Kretschmayr, Gesch. v. Venedig, II (1920, ανατυπ. 1964), 371-72, Babinger, Maometto, (1957), 338-40.

[←58]

Πρβλ. γραμματέα Μαλατέστα στο Sathas, Documents inedits, VI, 97, γραμμές 40-41.

[←59]

Χαλκοκονδύλης, βιβλίο x, CSHB, Βόννη, σελ. 561-63, επιμ. Darkò, 11-2, 303-5:

Διέταξε τον Ομέρ να πάρει τον στρατό, δύναμης είκοσι χιλιάδων, και να επιδράμει στο έδαφος των Ενετών. Εκείνος πήρε τον στρατό και έφτασε στην περιοχή τής Μεθώνης. Υπέταξε την πόλη και έδιωξε τούς ανθρώπους της, παραδίδοντάς τους στον ηγεμόνα. Όταν στάλθηκαν στον σουλτάνο, όλοι τους, πεντακόσιοι περίπου, τούς σκότωσαν κόβοντάς τους στη μέση.

«…Ὀμάρην δὲ ἐκέλευσεν ἀναλαβόντα τὸν στρατόν, ὡς δισμυρίους, ἐπιδραμεῖν τὴν Οὐενετῶν χώραν. οὗτος μὲν οὖν παραλαβὼν τὸ στράτευμα ἀφίκετο ἐς τὰ περὶ τὴν Μεθώνην χωρία, καὶ πολίχνην παραστησάμενος, τοὺς ἀνθρώπους ἀπάγων παρεδίδου τῷ ἡγεμόνι. οὗτοι μὲν οὖν ὡς ἀνήχθησαν ἐς βασιλέα, σύμπαντες, ἐς πεντακοσίους γενόμενοι, ἀπέθανον ἐς δύο τμηθέντες.

Λέγεται ότι καθώς τα πτώματα ήσαν ξαπλωμένα στο Βυζάντιο, εκεί όπου ο σουλτάνος είχε διατάξει να κοπούν στη μέση, ένα βόδι από εκείνο το μέρος βγήκε από τη φάτνη του την αυγή και πήγε στα πτώματα. Έβγαλε κάποιον γοερό ήχο, σήκωσε μισό σώμα και το μετέφερε μακριά από τα υπόλοιπα. Ύστερα επέστρεψε και έψαξε για το άλλο κομμένο μισό, το οποίο έφερε και ένωσε με το άλλο μισό. Καθώς αυτό ενοχλούσε τούς ανθρώπους σε αυτήν την περιοχή, ο σουλτάνος Μεχμέτ έμαθε για αυτό το βόδι και διαπίστωσε ότι η ιστορία για αυτό ήταν αλήθεια, οπότε έκανε την ακόλουθη δοκιμή. Την επόμενη μέρα έβαλε να πάρουν τα δύο μισά σώματα από εκείνο το μέρος και να τα φέρουν στην περιοχή με τα άλλα σώματα, ενώ έβαλε τα δύο μισά σε διαφορετικά μέρη. Το βόδι βγήκε ξανά και, όταν δεν βρήκε τα δύο μισά στον τόπο όπου τα είχε βάλει, έβγαλε γοερή κραυγή και ξαναπήγε πάλι στα πτώματα. Έψαξε και βρήκε τα δύο μέρη τού ίδιου σώματος και τα τοποθέτησε χωριστά από τα άλλα. Ο σουλτάνος το θαύμασε αυτό και διέταξε να θάψουν τα δύο μισά και να φέρουν το βόδι στο παλάτι και να τού φέρονται καλά. Λεγόταν ότ το σώμα ανήκε σε Ιλλυριό, ενώ άλλοι έλεγαν ότι ανήκε σε Ενετό. Θεωρήθηκε ότι ήταν καλός οιωνός για τον λαό στον οποίο ανήκε αυτό το σώμα, συγκεκριμένα ότι θα συναντούσε καλή τύχη στο μέλλον.

λέγεται δέ, ὡς ἐν Βυζαντίῳ τὰ σώματα αὐτοῦ ταύτῃ ἔκειτο, ᾗ ἐπιτάξαντος τοῦ βασιλέως ἐς δύο γενόμενα ἔπεσε, βοῦν τῶν ἐς τὸ χωρίον ἐκεῖνο ἐξελθόντα ἕωθεν ἐκ τῆς φάτνης καὶ ἀπελθόντα ἐς τὰ σώματα, γοερόν τι φθεγξάμενον, ἐξελέσθαι τὸ ἡμίτομον ἑνὸς τῶν σωμάτων καὶ φέροντα θέσθαι ἐκτὸς τῶν σωμάτων, μετὰ δὲ ὑποστρέψαντα ἐπιδεξόμενον ἐξευρεῖν τὸ ἄλλο ἡμίτομον, καὶ ἐξενεγκόντα συνθέσθαι ἅμα ἄμφω τὼ ἡμιτόμω, ὑποθορυβούντων δὲ τῶν εἰς ἐκείνην τὴν χώραν, τὰ περὶ τὸν βοῦν πυθέσθαι βασιλέα Μεχμέτην, καὶ πυθόμενον, ὡς εἴη ἀληθῆ τὰ περὶ τὸν βοῦν, πειράσασθαι τῇ ὑστεραίᾳ τὰ ἡμίτομα τοῦ σώματος ἀφελόμενον ἐκ τοῦ χωρίου ἐς τὰ σώματα αὖθις καταθέσθαι, ἀνὰ μέρος τιθέμενον τὰ ἡμίτομα. οὕτω δὲ αὖθις τὸν βοῦν ἐξιόντα, ὡς οὐχ εὗρε τὰ ἡμίτομα, ᾗπερ ἐξέθετο, ἀναβοήσαντα ἐπιδραμεῖν αὖ ἐς τὰ σώματα, καὶ ζητήσαντα ἐξενεγκεῖν τοῦ σώματος τὰ τεμάχια, καταθέμενον χωρὶς ἀπὸ τῶν σωμάτων. τὸν μὲν οὖν βασιλέα θαυμάσαντα κελεῦσαι ἀνελομένους θάψαι τὰ ἡμίτομα, τὸν δὲ βοῦν ἐς τὰ βασίλεια ἀγαγέσθαι, περιέποντα εὖ. τὸ μέντοι σῶμα λέγεται γενέσθαι τῶν Ἰλλυριῶν, οἱ δὲ τῶν Οὐενετῶν. δοκεῖ δὲ τοῦτο οἰωνὸν φέρειν ἐς τὰ τοῦ γένους τοῦ σώματος ἐκείνου, καὶ ἐπὶ τοῖς μέλλουσιν ἔσεσθαι εὐδαιμονία εἰς ἐκεῖνο τὸ γένος.»

Πρβλ. Raynaldus, Annales ecclesiastici ad ann. 1464, αριθ. 11, τόμ. XIX (1693), σελ. 155.

[←60]

Sanudo, Vite de duchi, στο RISS, XXII, στήλες 1174-76, Navagero, Storia veneziana στο RISS, XXIII, στήλη 1124. Tο κείμενο τής συμφωνίας τού Ματίας Κορβίνους με τη Βενετία (στις 12 Σεπτεμβρίου 1463) παρέχεται στον Ljubić, Listine, X, 272-74, πρβλ. σελ. 281-82 και βλέπε MΗΗ, Acta extera, IV (1875), αριθ. 149-50, 152, σελ. 240 και εξής. Τον Ιανουάριο τού 1464 λέγεται ότι η Ενετική Σινιορία είχε κάνει στον Πίο Β΄ μια εντελώς απίστευτη προσφορά εφοδίων, κανονιών, θωράκων οπλιτών, όπλων, λογχών και γαλερών [σύμφωνα με χειρόγραφο (τού ύστερου 15ου αιώνα;) στη Bibl. Apost. Vaticana, Cod. lat. 5994, φύλλα 86-87], η οποία περιέχει την εξής φαντασίωση:

«Για τον έπαινο και τη μνήμη τού ένδοξου κράτους των Ενετών: στο όνομα τού κυρίου μας Ιησού Χριστού. Αυτή είναι η προσφορά που κάνει η Σινιορία τής Βενετίας τον Ιανουάριο τού 1464 προς τον αγιώτατο πάπα Πίο Β΄ εναντίον των Τούρκων: Κατ’ αρχήν: Για σιτηρά και γαλέτα 300.000 δουκάτα. Επίσης 70 μεγάλα κανόνια που ρίχνουν πέτρα βάρους 500 λιμπρών. Επίσης 440 μικρά κανόνια [διορθωμένο από 140.000, centoquaranta milia!] που ρίχνουν πέτρα 80 λιμπρών. Επίσης 7.000 χαλύβδινες πανοπλίες. Επίσης 14.000 πετροβόλα χειρός. Επίσης δύο πλοία γεμάτα δόρατα, καθένα από τα οποία πλοία θα μεταφέρει 100 βαρέλια. Επίσης ένα πλοίο με πυρίτιδα, που θα μεταφέρει ογδόντα βαρέλια. Επίσης τέσσερα πλοία με ειδικά τόξα και βέλη, καθένα από τα οποία θα μεταφέρει 780 βαρέλια … [καταγράφονται ποσότητες εξοπλισμού και εργαλείων καθώς και:] Επίσης 10-12.000 πεζοί στρατιώτες. … Επίσης 6.000 πάνοπλοι ιππότες … Επίσης 86 γαλέρες που θα έχουν παραδοθεί μέχρι τα Χριστούγεννα. Επίσης πέρα από τα πλοία και όλα τα πράγματα που προαναφέρθηκαν, 1.000.000 δουκάτα…».

(Ad laudem et memoriam illustrissimi dominii Venetorum: in nomine domini nostri Jesu Christi: Questa e la offerta che fa la signoria de Venetia de Jenaro 1464 alo santissimo papa Pio Secundo contra el Τurcο. In prima: Per grano e biscotti ducati tridicimilia./ Item bombarde grandi settanta che getta la petra de libre cinquecento./ Item bombarde picchole quattrocentoquaranta che butta la petra de libre ottanta./ Item corazze dacciaio settemilia./ Item spingharde quattordici milia./ Item dui navi piene de lance, che ciaschuna nave portaria cento botti./ Item una nave de polve da bombarda che portaria ottanta botti./ Navi quattro de verrottoni et frezze che ciaschuna portaria settecento ottanta botti … Item fantarie a piede da dece ale dodici milia. … / Item gentedarme a cavallo seimilia. . . ./ Item galee pachate infino a Natale ottantasei./ Item ultra le navi et tutte la cose scritte de sopra ducati, 1.000.000 che fanno un milione…)

[←61]

Raynaldus, Annales ecclesiastici ad ann. 1463, αριθ. I-12, τόμ. XIX (1693), σελ. 123-26 και αριθ. 51, στο ίδιο, σελ. 137, Ljubić, Listine, X, 273, Voigt, Enea Silvio, ΙΙΙ, 683-84, Pastor, Gesch. d. Päpste, II (ανατυπ. 1955), 248.

[←62]

Arch. di Stato di Venezia. Sen. Secreta, Reg. 21, φύλλα 194-195, έγγραφο με ημερομηνία 13 Οκτωβρίου 1463:

«… Σε αυτό το μέρος σίγουρα θα θέλαμε να μπορούσαμε να δώσουμε χρήματα, τόσο για το ίδιο, όσο και για να ευχαριστήσουμε σε όλα τη βασιλική μεγαλειότητά του. Αλλά όπως ειπώθηκε από τον απεσταλμένο που στείλαμε στη γαληνότητά του, από την είσοδό μας στον πόλεμο με τον Τούρκο βρισκόμαστε επί τού παρόντος σε έξοδα περισσότερα από 600.000 δουκάτα ετησίως, τόσο για τούς πάνοπλους άνδρες και πεζικό που στέλνουμε από την Ιταλία και εκείνους που ακατάπαυστα στέλνουμε εναντίον τού κοινού μας εχθρού, όσο και για τον ισχυρό στόλο που εξοπλίζουμε συνεχώς εναντίον αυτού τού εχθρού. Ως εκ τούτου … δεν είναι δυνατό να κάνουμε αυτό που επιθυμούμε…».

(…Ad partem favorum pecuniarum vellemus profecto et in hoc et in omnibus regie Maiestati complacere posse, sed sicut per oratorem nostrum dici fecimus Serenitati sue per ingressum nostrum in bello cum Τurcο sumus ad presens in expensis ducatorum sexcentorum milium et ultra in anno tam in gentibus armigeris et peditibus ex Italia missis et quos incessanter mittimus contra comunem hostem quam in potentissima classe quam continue fortificamus contra ipsum hostem: Hinc est quod … non sit nobis possibile facere quod vellemus…)

[←63]

Iorga, Gesch. d. osman. Reiches, II, 124-25, Babinger, Maometto, σελ. 340-42 και βλέπε τα έγγραφα στο Ljubić, Listine, X, 277, 313, 316-17.

[←64]

Κριτόβουλος, V, 4-6, επιμ. Müller, FHG, V-l, σελ. 151b-153, επιμ. Grecu (1963), σελ. 319 και εξής:

Τον ίδιο χειμώνα ο βασιλιάς των Παιόνων [Ούγγρων] και των Δακών [Βλάχων] επιτέθηκε στη Δαλματία και τη χώρα των Βόστρων [Βόσνιων], την οποία είχε προηγουμένως κατακτήσει ο σουλτάνος, για να δει αν θα μπορούσε να την καταλάβει και να κρατήσει τα φρούρια εκεί, ιδιαίτερα τη Γιάιτσε, βγάζοντας από εκεί τη φρουρά τού σουλτάνου.

«Τοῦ δ’ αὐτοῦ χειμῶνος καὶ βασιλεὺς ὁ Παιόνων τε καὶ Δακῶν ἐστράτευσεν ἐπὶ τὴν Δαλματῶν καὶ Βόστρων χώραν, ἥν πρώην ἐχειρώσατο βασιλεύς, ὅπως, εἰ δύναιτο, κατὰσχῃ ταύτην καὶ τὰ ἐν αὐτῇ φρούρια ἐξέλῃ καὶ μάλιστα δὴ τὴν Ἰάϊτζαν, ἐξελάσας τοὺς βασιλέως φρουρούς˙

Θεωρούσε ως το χειρότερο δυνατό πράγμα, πολύ μεγάλη ζημιά και προφανή απειλή καταστροφής για τη χώρα του, ότι αυτή η περιοχή και τα οχυρά σε αυτήν κατέχονταν από τον σουλτάνο, επειδή βρισκόταν σε πολύ βολικό σημείο τής δικής του, συνόρευε από παντού με την επικράτεια των Παιόνων και ήταν κατάλληλη για επιδρομές σε αυτή τη χώρα.

δεινότατον γὰρ οἱ πάντων ἐδόκει εἶναι καὶ τῆς αὑτοῦ χώρας τε καὶ ἀρχῆς βλάβη τε μεγίστη καὶ κατάλυσις προφανὴς ἡ τῆς χώρας ταύτης καὶ τῶν ἐν αὐτῇ φρουρίων παρὰ τοῦ βασιλέως κατάσχεσις, ἐν ἐπικαίρῳ τε τῆς αὐτοῦ κειμένης καὶ πάντοθεν ὁμόρου τῇ Παιόνων οὔσης καὶ πρὸς καταδρομὴν ταύτης ἐπιτηδείας.

Έτσι τής επιτέθηκε με μεγάλο και καλά εξοπλισμένο στρατό, και γρήγορα κατέλαβε από τον σουλτάνο τα περισσότερα από τα φρούρια, άλλα με όρους παράδοσης, άλλα με τρομοκρατία και απειλές και μερικά με τα όπλα. Στη συνέχεια ήρθε στην Γιάιτσε και την κατέλαβε χωρίς κόπο, γιατί ξέσπασε εξέγερση μέσα, αλληλοσφάχτηκαν και οι επιζήσαντες παραδόθηκαν με τη θέλησή τους. Αφού πέρασε μερικές μέρες εκεί και εγκατέστησε ισχυρές φρουρές σε αυτήν την πόλη και στα άλλα φρούρια, πάνοπλους και πολεμικούς άνδρες, όπλα, σιτάρι και πολλές προμήθειες, έφυγε στη συνέχεια για το σπίτι του. Αυτά λοιπόν έκανε εκείνος.

Προσβαλὼν οὖν αὐτῇ μετὰ στρατιᾶς ἱκανῆς καὶ παρασκευῆς, ἀφιστᾷ μὲν εὐθὺς τὰ πλείω τῶν φρουρίων ἀπὸ τοῦ βασιλέως, τὰ μὲν πειθοῖ καὶ λόγοις προσαγόμενος, τὰ δὲ φόβῳ καὶ ἀπειλαῖς, ἔστιν ἅ δὲ καὶ τοῖς ὅπλοις καταστρεψάμενος. Ἐς δὲ τὴν Ἰάϊτζαν ἐλθὼν, αἱρεῖ καὶ ταύτην ἀπόνως, τῶν ἔνδον στασιασάντων τε καὶ σφαγὰς ἐργασαμένων ἀλλήλων καὶ προσχωρησάντων ἑκουσίως αὐτῷ. Διαγαγὼν δὲ οὐ πολλὰς ἡμέρας αὐτοῦ καὶ φυλακὰς καταστησάμενος ἰσχυρὰς ἐν αὐτῇ τε καὶ τοῖς ἄλλοις τῶν φρουρίων ἄνδρας καταφράκτους τε καὶ μαχίμους καὶ ὅπλα καὶ σῖτον ὅτι πλεῖστον ἐσαγαγὼν ἀνεχώρησεν ἐπ’ οἴκου. Καὶ ὁ μὲν οὕτως.

Όταν το έμαθε ο σουλτάνος, δυσανασχέτησε πολύ από αυτό που άκουσε και ετοιμάστηκε αμέσως να εκστρατεύσει εναντίον τής περιοχής με μεγάλο και ισχυρό στρατό, όχι μόνο εναντίον τής χώρας των Βόστρων [Βοσνίων] και των φρουρίων που είχαν παραδοθεί, αλλά και να εισβάλει στη γη των Παιόνων [Ούγγρων]. Συγκρότησε λοιπόν πολύ μεγάλο στρατό, ιππικό και πεζικό, ενώ συγκέντρωσε πολλά όπλα, πετροβόλα κανόνια και βαλλίστρες. Και αφού προετοιμάστηκε προσεκτικά σε όλα κατά τη διάρκεια τού χειμώνα, με την άφιξη τής άνοιξης ξεκίνησε εναντίον τους.

Βασιλεὺς δὲ τοῦτο πυθόμενος καὶ βαρέως διατεθεὶς πρὸς τὴν ἀκοὴν, παρεσκευάζετο εὐθὺς ἐκστρατεῦσαι χειρὶ πολλῇ καὶ δυνάμει, οὐ μόνον κατὰ τῆς Βόστρων καὶ τῶν ἀποστάντων φρουρίων, ἀλλὰ δὴ καὶ ἐς αὐτὴν τὴν Παιόνων ἐσβάλλειν. Στρατιὰν τοίνυν ὅτι πλείστην ἀγείρας ἱππικὴν τε καὶ πεζικὴν καὶ ὅπλα πολλὰ καὶ μηχανὰς πετροβόλους καὶ ἀφετήρια ξυναγαγὼν καὶ καλῶς παρασκευασάμενος πᾶσι τοῖς ὑπάρχουσι χειμῶνος, εὐθὺς ἦρος ἀρχομένου ἔξεισι κατ’ αὐτῶν.

Βγαίνοντας λοιπόν από την Αδριανούπολη με όλο τον στρατό του, ιππικό και πεζικό, παίρνοντας μαζί του τα κανόνια και μεγάλη ποσότητα χαλκού και σιδήρου, βάδισε εναντίον τής χώρας των Βόστρων. Φτάνοντας εκεί, συνειδητοποίησε ότι έπρεπε πρώτα να βαδίσει εναντίον τής Γιάιτσε και να την καταλάβει, αν μπορούσε, είτε με παράδοση είτε με τη δύναμη των όπλων, και ύστερα να προχωρήσει προς τα άλλα μέρη.

Ἄρας οὖν ἐκ τῆς Ἀδριανοῦ παντὶ τῷ στρατῷ ἱππικῷ τε καὶ πεζικῷ, ξυνεπαγόμενος ἅμα οἷ καὶ τὰς μηχανὰς καὶ χαλκὸν καὶ σίδηρον ὅτι πολὺν, γίνεται κατὰ τὴν χώραν τῶν Βόστρων. Καὶ γενόμενος ἐν αὐτῇ πρῶτα μὲν ἔγνω δεῖν ἐς Ἰάϊτζαν ἐλθεῖν καὶ ἐπιχειρῆσαι ταύτῃ, εἴ γε δύναιτο παραστήσασθαι ἤ ὁμολογίᾳ ἤ τοῖς ὅπλοις βίᾳ, ἔπειτα καὶ πρὸς τὰ ἄλλα χωρῆσαι.

Βάδισε λοιπόν εναντίον της και έστησε το στρατόπεδό του μπροστά στην πόλη. Πρώτα έκανε προτάσεις στις δυνάμεις μέσα, να παραδοθούν οι ίδιοι και η πόλη, δίνοντάς τους εγγυήσεις. Επειδή δεν δέχτηκαν, πρώτα κατέστρεψε και έκαψε ολόκληρη την περιοχή γύρω από αυτήν. Στη συνέχεια έσκαψε τάφρο μπροστά στην πόλη, την περικύκλωσε με τον στρατό του, έστησε τα κανόνια και την πολιορκούσε. Χτυπούσε για μερικές ημέρες το τείχος με τα κανόνια του και το γκρέμιζε. Ότνα θεώρησε ότι είχε γκρεμίσει αρκετό, ετοιμαζόταν να επιτεθεί στο τείχος με όλο τον στρατό και όλη του τη δύναμη.

Προσελάσας οὖν αὐτῇ καὶ στρατόπεδον βαλλόμενος πρὸ τοῦ ἄστεος, λόγους προσφέρει πρῶτον τοῖς ἐν αὐτῇ περὶ (τε) ἐνδόσεως ἑαυτῶν τε καὶ τοῦ ἄστεος τὰ πιστὰ λαβοῦσιν˙ ὡς δ’ οὐκ ἔπειθε, πρῶτα μὲν τὰ ἔξω τῆς χώρας ἐδῄωσε καὶ ἐνέπρησε πάντα, ἔπειτα χάρακα πρὸ τοῦ ἄστεος βαλλόμενος καὶ κύκλῳ περιλαβὼν τῷ στρατῷ καὶ μηχανὰς ἐπιστήσας ἐπολιόρκει, καὶ ἡμέρας μὲν τινας οὐ πολλὰς κατέσειε τὸ τεῖχος καὶ κατερρίπτει ταῖς μηχαναῖς˙ ὡς δ’ ἱκανὸν ἐδόκει αὐτῷ τὸ καταρριφθὲν, παρεσκευάζετο προσβάλλειν τῷ τείχει πὰσῃ χειρὶ καὶ δυνάμει.

Αφού λοιπόν τακτοποίησε και όπλισε τη στρατιά, επιτέθηκε από όλες τις πλευρές. Ο ίδιος ανέλαβε τη διοίκηση στο σημείο όπου το τείχος είχε γκρεμιστεί, μαζί με τη σωματοφυλακή του και τούς επίλεκτους τού στρατού, εννοώ βαρύ πεζικό, τοξότες, σφενδονιστές και ιδιαίτερα μουσκετοφόρους. Οι στρατιώτες, μόλις άκουσαν το σύνθημα, έβγαλαν δυνατή και τρομακτική κραυγή, και με ισχυρή και γρήγορη επίθεση προχωρούσαν τρέχοντας προς το κατεστραμμένο τμήμα τού τείχους και προσπαθούσαν να αναρριχηθούν βίαια.

Καλῶς οὖν ἐκτάξας τε καὶ ὁπλίσας τὴν στρατιὰν προσέβαλλε πανταχόθεν, ἐπὶ δὲ τὸ κατερριμμένον τοῦ τείχους ἔταξεν ἑαυτὸν ξὺν τῇ ἰδίᾳ αὐλῇ καὶ τῷ ἀκραιφνεῖ τοῦ στρατοῦ, ὁπλίταις τὲ φημι καὶ τοξόταις καὶ σφενδονήταις καὶ τουφακοφόροις τὰ μάλιστα. Εὐθὺς οὖν λαβόντες οἱ στρατιῶται τὸ ξύνθημα, μέγα καὶ φοβερὸν ἀλαλὰξαντες ὁρμῇ πολλῇ καὶ σπουδῇ ἐχώρουν δρόμῳ ἐπὶ τὸ κατερριμμένον τοῦ τείχους, καὶ ἐπιβαίνειν ἐπειρῶντο βίᾳ.

Όμως οι Παίονες τούς αντιμετώπισαν πολύ γενναία και επιδέξια, με παράξενη κραυγή και βουητό. Ακολούθησε έντονη μάχη σώμα προς σώμα και μεγάλος αγώνας, συνωστισμός πολύς και ανάμιξτο βουητό και από τις δύο πλευρές, και βρισιές και όχι λίγοι φόνοι, ανάμεσα σε άνδρες που ήσαν γενναίοι και στις δύο πλευρές, με τούς μεν να προσπαθούν να περάσουν πιέζοντας και να καταλάβουν την Πόλη και τούς δε να προσπαθούν να τούς αποκρούσουν και να προστατεύσουν τα υπάρχοντά τους, δηλαδή τα παιδιά και τις συζύγους τους και τα πιο πολύτιμα αγαθά τους.

Οἱ δὲ δὴ Παίονες ἀντεπίασι καὶ αὐτοὶ μάλα θρασέως τε καὶ εὐρώστως μετὰ κραυγῆς ἀσήμου καὶ βοῆς˙ καὶ ξυνίσταται δὴ μάχη καρτερὰ ξυσταδὸν καὶ μέγας ἀγὼν ἐνταῦθα καὶ ὠθισμὸς πολὺς καὶ βοὴ ξυμμιγὴς παρ’ ἀμφοτέρων καὶ βλασφημία καὶ φόνος οὐκ ὀλίγος, καὶ ἀμφοτέρων ἀνδρῶν ἀγαθῶν γινομένων, τῶν μὲν βιαζομένων ἐσελθεῖν καὶ λαβεῖν τὸ ἄστυ, τῶν δὲ ἀπεώσασθαι τούτους καὶ φυλάξαι τὰ ὄντα, παῖδὰς τὲ φημι καὶ γυναῖκας καὶ τὰ τιμιώτατα.

Μερικές φορές το βαρύ πεζικό επικρατούσε των Παιόνων και ανέβαινε στο τείχος. Άλλοτε πάλι απωθούνταν από τούς Παίονες, και αποκρούονταν με βία, ενώ πολλοί από αυτούς έπεφταν πολεμώντας και πέθαιναν. Αυτό συνεχιζόταν για πολλή ώρα και οι δύο πλευρές πολεμούσαν γενναία. Ύστερα επικρατούσαν οι Παίονες και το βαρύ πεζικό, πιεζόμενοι πολύ, υπέφερε τρομερά και έπεφταν εκεί πολλοί καλοί και γενναίοι άνδρες.

Καὶ ποτέ μὲν βιαζόμενοι οἱ ὁπλῖται τοὺς ΙΙαίονας ἐπεκράτουν καὶ ἐπέβαινον τοῦ τείχους, ποτὲ δὲ πάλιν ὠθούμενοι ὑπὸ τῶν Παιόνων ἐξηλαύνοντο βίᾳ, καὶ ἀπέθνησκον αὐτοῦ οὐκ ὀλίγοι μαχόμενοί τε καὶ πίπτοντες. Καὶ τοῦτο ἐφ’ ἱκανὸν χρόνον ἐγίνετο, μαχομένων ἀμφοτέρων γενναίως˙ ἔπειτα ἐπεκράτουν πολλῷ οἱ Παίονες καὶ οἱ ὁπλῖται πιεζόμενοι σφόδρα ἐκακοπάθουν, πίπτοντες αὐτοῦ πολλοὶ γενναῖοι καὶ ἀγαθοὶ ἄνδρες.

Και ο σουλτάνος, βλέποντας τούς άνδρες του να ταλαιπωρούνται και να χάνονται, στενοχωρήθηκε πολύ. Έδωσε το σύνθημα για υποχώρηση και τούς διέταξε να βγουν από το βεληνεκές των βλημάτων. Και αποσύρθηκαν. Μετά από αυτό πάλι, ύστερα από όχι πολλές ημέρες, αφού ξεκούρασε τον στρατό, τον επανεξόπλισε και τον αναδιέταξε καλά, έκανε έντονη επίθεση στην πόλη και επικεφαλής ήταν ο ίδιος. Προκήρυξς έπαθλα και πρόσθεσε σε αυτά πολλά και μεγάλα ποσά, καυώς και τιμές και προνόμια, σε εκείνους που θα ανέβαιναν πρώτοι στα τείχη. Έδωσε επίσης άδεια για λεηλασία και ληστεία όλων των ανθρώπων στην πόλη.

Βασιλεὺς δὲ ὁρῶν οὕτω κακοπαθοῦντας καὶ ἀπολλυμένους τοὺς ἄνδρας βαρέως ἔφερε σφόδρα, καὶ τότε μὲν ἀναχώρησιν σημήνας ἐκέλευσεν ἔξω γενέσθαι βελῶν˙ καὶ ἀνεχώρουν˙ μετὰ δὲ ταῦτα πάλιν, ἐν οὐ πολλαῖς ἡμέραις, διαναπαύσας τε τὴν στρατιὰν καὶ ὁπλίσας καὶ ἐκτάξας καλῶς, προσέβαλλεν ἰσχυρῶς τῷ πολίσματι, καὶ ἡγεῖτο πρῶτος αὐτός, ἆθλὰ τε προκηρύξας, τὰ δὲ καὶ προθεὶς πλεῖστα καὶ μέγιστα καὶ τιμὰς καὶ χάριτας οὐκ ὀλίγας τοῖς πρώτοις ἐπιβᾶσι τοῦ τείχους, προσέτι δὲ καὶ διαρπαγὴν καὶ σκυλμὸν προσημήνας πάντων τῶν ἐν τῷ ἄστει.

Οι στρατιώτες, με μεγάλη και φοβερή κραυγή μάχης, όρμησαν αμέσως στο τείχος σαν αρπακτικά πουλιά, με μεγάλη δύναμη και βιασύνη, αλλά σε αταξία και χωρίς να διατηρούν τάξεις ή σχέδιο, και προσπαθούσαν να ανέβουν σε αυτό, κάποιοι βάζοντας σκάλες, άλλοι κρεμόντας σχοινιά, άλλοι καρφώνοντας πασσάλους στο τείχος, ενώ άλλοι προσπαθούσαν με κάθε δυνατό τρόπο να περάσουν. Γιατί ο σουλτάνος ήταν παρών και παρακολουθούσε τα διαδραματιζόμενα και την ορμή, τον ζήλο, τη γενναιότητα, την ανδρεία και την πειθαρχία καθενός, και είχαν τη μεγαλύτερη προσδοκία για βραβεία, ελπίζοντας ότι δεν θα έπαιρναν μικρή ανταμοιβή. Καθένας ήθελε να είναι ο πρώτος που θα ανέβαινε στο τείχος ή θα σκότωνε Παίονα ή θα κάρφωνε τη σημαία να φυτέψει στο τείχος ή τις επάλξεις.

Καὶ οἱ στρατιῶται μέγα καὶ φοβερὸν ἀλαλάξαντες εὐθὺς οἷά τινες πτηνοὶ ὁρμῇ πολλῇ καὶ δρόμῳ ἀτάκτως τε καὶ ξὺν οὐδενὶ κόσμῳ καὶ λογισμῷ χωροῦσιν ἐπὶ τὸ τεῖχος καὶ ἐπιβαίνειν ἐπειρῶντο αὐτοῦ, οἱ μὲν κλίμακας ἐπιτιθέντες, οἱ δὲ σχοίνους ἐξαρτῶντες, οἱ δὲ πασσάλους ἐγκαταπηγνύντες τῷ τείχει, οἱ δὲ ἄλλῳ τῷ τρόπῳ δυνατῷ βιαζόμενοι ἐσελθεῖν, ἅτε γὰρ τοῦ βασιλέως παρόντος καὶ θεωμένου τὰ δρώμενα καὶ τὴν ἑκάστου καὶ ὁρμὴν καὶ σπουδὴν καὶ ῥώμην καὶ ἀνδρίαν καὶ τάξιν, καὶ ἄθλα μέγιστα προσδοκῶντες ἐκ τούτου λήψεσθαι οὐ μικρὰ ἐφρόνουν, ἀλλ’ ἕκαστος πρῶτος αὐτὸς τε εἶναι ἐβούλετο καὶ ὁ τοῦ τείχους ἐπιβὰς καὶ ὁ Παίονα κτείνας καὶ ὁ τὴν σημαίαν τῷ τείχει καὶ τῇ ἐπάλξει προσαγαγὼν.

Οι Παίονες απάντησαν πιο ενεργητικά και με πολλή τόλμη, ορμή και ταχύτητα, με μεγάλη ακατανόητη κραυγή, και αντιμετώπιζαν τούς εχθρούς τους γενναία και δυνατά. Πραγματοποιήθηκε εκεί έντονη και τρομερή μάχη, τέτοια που κανείς δεν είδε ποτέ ούτε άκουσε να γίνεται σε τείχη, ιδιαίτερα γύρω από το σημείο στο οποίο το τείχος είχε γκρεμιστεί. Γιατί μεθυσμένοι από τη μάχη και έχοντας παραδοθεί εντελώς στον θυμό και την οργή, σχεδόν παραβλέποντας την ίδια τη φύση, έσφαζαν ο ένας τον άλλο και έκοβαν ανελέητα ο ένας τον άλλο σε κομμάτια, επιτιθέμενοι και δεχόμενοι επίθεση, τραυματίζοντες και τραυματιζόμενοι, φονεύοντες και φονευόμενοι, φωνάζοντας, βρίζοντας, βλασφημώντας, χωρίς να καταλαβαίνουν τι συνέβαινε ή τι έκαναν, ακριβώς όπως οι τρελοί.

Οἱ δὲ δὴ Παίονες εὐρώστως μάλα καὶ μετὰ θράσους ὅτι πολλοῦ καὶ ὁρμῆς καὶ τάχους ξὺν βοῇ ἀσήμῳ ἀπήντων τε καὶ ἐδέχοντο τούτους γενναίως καὶ ἰσχυρώς˙ καὶ ξυνίσταται μάχη τις ἐνταῦθα καρτερὰ καὶ φρικώδης, καὶ οἵαν οὐδεὶς οὔτ’ εἶδεν οὔτ’ ἤκουσεν ἐπὶ τειχομαχίᾳ γεγενημένην ποτὲ, καὶ μάλιστα δὴ περὶ τὸ κατερριμμένον τοῦ τείχους˙ μεθυσθέντες γὰρ τῷ πολέμῳ καὶ ὅλους δι’ ὅλων ἑαυτούς ἐκδόντες ὀργῇ καὶ θυμῷ, καὶ σχεδὸν τὴν φύσιν ἠγνοηκότες, κατέκαινον ἀλλήλους καὶ κατέκοπτον ἀνοικτί, βάλλοντες, βαλλόμενοι, τιτρώσκοντες, τιτρωσκόμενοι, φονεύοντες, φονευόμενοι, βοῶντες, ὑβρίζοντες, βλασφημοῦντες, μηδενὸς ἐπαισθανόμενοι τῶν παρόντων ὅλως ἤ τῶν δρωμένων, ὥσπερ οἱ μαινόμενοι.

Έπεφταν λοιπόν πολλοί και καλοί άνδρες πολεμώντας, από το βαρύ πεζικό και ιδιαίτερα από τη φρουρά τού σουλτάνου, παραμελώντας τούς εαυτούς τους, και μη τολμώντας από ντροπή να κοιτάξουν στα μάτια των σουλτάνο, που πολεμούσε στο πλευρό τους. Όμως οι Παίονες επικρατούσαν γενικά παντού, γιατί πολεμούσαν από ψηλότερα εδάφη, επιτίθεντο από πλεονεκτικό σημείο και ήσαν ισχυρότεροι στις προσπάθειές τους. Γιατί ήσαν όλοι καλοί πολεμιστές, επιλεγμένοι για την ανδρεία τους.

Ἔπιπτον οὖν πολλοὶ καὶ ἀγαθοὶ ἄνδρες μαχόμενοι τῶν τε ὁπλιτῶν καὶ τῶν ἀπὸ τῆς βασιλικῆς αὐλῆς μάλιστα, ἀφειδοῦντές τε ἑαυτῶν καὶ αἰσχυνόμενοι τῷ πρὸ ὀφθαλμῶν ὁρᾶν τὸν βασιλέα˙ ξὺν αὐτοῖς γὰρ ἦν ἀγωνιζόμενος. Οἱ δὲ Παίονες ἐπεκράτουν πολλῷ πανταχοῦ, ἄνωθέν τε μαχόμενοι καὶ ἐξ ὑπερδεξίων βάλλοντες καὶ μάλα εὐρώστως ἀγωνιζόμενοι˙ ἦσαν γὰρ ἅπαντες ἀγαθοὶ καὶ μάχιμοι ἄνδρες, ἀριστίνδην ἐξειλεγμένοι.

Ο σουλτάνος, βλέποντας ότι οι άνδρες του είχαν εξαντληθεί πολύ και ότι το έργο δεν προχωρούσε ακόμη πουθενά καλά, αλλά ότι είχε αποδειχθεί σχεδόν αδύνατο να καταλάβει με μάχη και όπλα την πόλη με επίθεση και επίσης ότι αυτό μπορούσε να γίνει μόνο με λιμοκτονία και μακρά πολιορκία, έδωσε εντολή να αναχωρήσει η στρατιά. Κι εκείνοι αποσύρθηκαν έξω από το βεληνεκές των βλημάτων.

Βασιλεὺς δὲ ὁρῶν τοὺς ἄνδρας φθειρομένους παρὰ πολὺ, τὸ τε ἔργον οὐδαμοῦ προχωροῦν ἔτι, ἀλλ’ ἐς ἀδύνατα σχεδὸν καθιστάμενον τὸ πολέμῳ καὶ ὅπλοις ἐκ προσβολῆς βίᾳ τὸ ἄστυ ἑλεῖν, λιμῷ δὲ μόνον καὶ πολιορκίᾳ μακρᾷ, ἀναχώρησιν ἐσήμηνε τῇ στρατιᾷ˙ καὶ ἐγένοντο ἔξω βελῶν.

Έχοντας αποσυρθεί λοιπόν στο στρατόπεδο, ο σουλτάνος ετοιμαζόταν να αφήσει πίσω στην πόλη σημαντικό στρατό για να την πολιορκεί και να αποτρέπει οποιονδήποτε να βγεί από μέσα ή να μπει από έξω. Ο ίδιος, με τον υπόλοιπο στρατό, θα εισέβαλε στην υπόλοιπη χώρα, εναντίον των εξεγερμένων φρουρίων, αλλά ιδιαίτερα και στη χώρα των Παιόνων.

Ἀναχωρήσας οὖν ἐς τὸ στρατόπεδον ὁ βασιλεὺς παρεσκευάζετο ἐς μὲν τὸ ἄστυ στρατιὰν ἱκανὴν ἀπολιπεῖν πολιορκοῦσάν τε καὶ φυλὰσσουσαν τοῦ μὴ τι τῶν ἔνδον ἐξαγαγεῖν ἤ τῶν ἔξωθεν ἐσκομίσασθαι, αὐτὸς δὲ ξὺν τῇ λοιπῇ στρατιᾷ ἔς τε τὴν ἄλλην χώραν ἐσβαλεῖν ἐπὶ τὰ ἀποστάντα τῶν φρουρίων, ἀλλὰ δὴ καὶ ἐς τὴν Παιόνων.

Ακριβώς εκείνη τη στιγμή ήρθε νέα είδηση, σύμφωνα με την οποία ο βασιλιάς των Παιόνων [Ούγγρων] είχε συγκεντρώσει πολύ μεγάλο στρατό και ήδη βάδιζε εναντίον τού σουλτάνου. Γιατί αυτός ο βασιλιάς, μόλις έμαθε ότι ο σουλτάνος είχε εισβάλει στη χώρα των Βόστρων [Βόσνιων] και ότι πολιορκούσε την πόλη Γιάιτσε, συγκέντρωσε μεγάλο στρατό, ετοίμασε μεγάλες ποσότητες απ’ ό,τι μπορούσε να πάρει και ξεκίνησε εναντίον τού σουλτάνου, νομίζοντας ότι έτσι είτε θα έλυε την πολιορκία τής πόλης στρέφοντας τον σουλτάνο και τον στρατό του εναντίον του, είτε θα χώριζε τον στρατό σε δύο δυνάμεις, μία για τη μάχη και την άλλη για την πολιορκία, και έτσι θα είχε το πλεονέκτημα μάχης με τον αποδυναμωμένο σουλτάνο. Έκανε όμως λάθος στην ιδέα του.

Ἐν τούτῳ δὲ ἧκεν ἀγγελία φράζουσα τὸν βασιλέα Παιόνων στρατιὰν ὅτι πλείστην ἀγείραντα ὅσον οὐκ ἤδη ἐπιέναι αὐτῷ. οὗτος γὰρ εὐθὺς ὡς ἔγνω τὴν ἐς τὴν Βόστρων ἐσβολὴν τοῦ βασιλέως καὶ τὴν τοῦ ἄστεος Ἰαίτζης πολιορκίαν, στρατιὰν μεγάλην ἀθροίσας καὶ πᾶσιν οἷς εἶχεν ἱκανῶς παρασκευασάμενος ἐξῄει ἐναντία τῷ βασιλεῖ, νομίσας οὕτως ἤ λύσειν τὴν πολιορκίαν τοῦ ἄστεος, τρέψαντα ἐς ἑαυτὸν τὸν τε βασιλέα καὶ τὴν στρατιὰν, ἤ δίχα διαιρεθείσης τῆς στρατιᾶς ἔς τε πόλεμον καὶ πολιορκίαν, ἀσθενεστέρῳ χρήσεσθαι προσπολεμῆσαι τῷ βασιλεῖ˙ ἀλλ’ ἐσφάλη τῆς γνώμης.

Γιατί ο σουλτάνος, όταν το έμαθε, ένιωσε ότι έπρεπε να παραμείνει στη Γιάιτσε, να συνεχίσει την πολιορκία και να μην εγκαταλείψει το μέρος. Έστειλε όμως τον Μαχμούτ εναντίον τού βασιλιά των Παιόνων, δίνοντάς του σημαντική δύναμη πεζικού και ιππικού, και όχι μικρό μέρος τής σωματοφυλακής του. Δεν πίστευε ότι ἐπρεπε να πάει ο ίδιος να πολεμήσει εναντίον αυτού τού άνδρα.

Βασιλεὺς γὰρ τοῦτο μαθὼν, αὐτὸς μὲν ἐς Ἰάϊτζαν μένειν ἐγνώκει δεῖν πολιορκῶν καὶ μηδαμοῦ ταύτης ἀπαναστῆναι, Μαχουμούτεα δὲ, δοὺς αὐτῷ στρατιὰν ἱκανὴν ἱππικὴν τε καὶ πεζικὴν καὶ μέρος οὐκ ὀλίγον τῆς ἰδίας αὐλῆς, ἐξέπεμψεν ἐναντία τῷ βασιλεῖ Παιόνων˙ οὐ γὰρ αὐτὸς γε ἠξίου διὰ μάχης τούτῳ ἰέναι.

Επομένως ο Μαχμούτ πήρε τον στρατό και προέλαυνε βιαστικά. Όταν είχε φτάσει πολύ κοντά στον εχθρό, στρατοπέδευσε εκεί. Μεταξύ των δύο στρατοπέδων υπήρχε απόσταση εικοσιπέντε περίπου σταδίων, κι έτσι μπορούσαν να βλέπουν ο ένας τον άλλον. Τούς χώριζε ο ποταμός Ερυγών που έτρεχε ανάμεσά τους, ο οποίος στην τοπική γλώσσα ονομάζεται Βρύνος. Εδώ, στην άκρη τού ποταμού, είχε στρατοπεδεύσει ο βασιλιάς των Παιόνων.

Μαχουμούτης δὲ τὴν στρατιὰν ἀναλαβὼν ἤλαυνε κατὰ σπουδὴν˙ καὶ γενόμενος ἔγγιστά που τῶν πολεμίων στρατοπεδεύεται αὐτοῦ. Ἦν δὲ τὸ μεταξὺ τοῖν στρατοπέδοιν στάδιά που μάλιστα πέντε καὶ εἴκοσιν, ὥστε ἀλλήλους ὁρᾶν˙ διεῖργε δὲ αὐτοὺς μέσος ἀπ’ ἀλλήλων Ἐρυγὼν ποταμός, ὅς τῇ ἐπιχωρίῳ φωνῇ νῦν Βρῦνος καλεῖται˙ ἐνταῦθα γὰρ ἦν ἐστρατοπεδευκὼς πέραν τοῦ ποταμοῦ ὁ τῶν Παιόνων βασιλεύς,

Ο Μαχμούτ λοιπόν σχεδίαζε να διασχίσει τον ποταμό και να επιτεθεί στους Παίονες. Όμως ο σουλτάνος έστειλε και τον σταμάτησαν, λέγοντας ότι δεν υπήρχε ανάγκη, τουλάχιστον προς το παρόν, να διασχίσει το ποτάμι, αλλά αρκούσε να μένει εκεί και να παρακολουθεί τις κινήσεις τού εχθρού. Ο Μαχμούτ παρέμενε εκεί και ξεκουραζόταν και συνέχιζε να παρακολουθεί τον εχθρό.

Μαχουμούτης μὲν οὖν ἐβούλετο διαβὰς τὸν ποταμὸν ξυμμίξαι τοῖς Παίοσι, βασιλεὺς δὲ πέμπων διεκώλυεν αὐτὸν, μηδεμίαν ἀνάγκην εἶναι λέγων, τὸ γε νῦν ἔχον, τῆς τοῦ ποταμοῦ διαβὰσεως, ἀλλ’ ἀρκεῖν μένοντα αὐτόθι ἐφεδρεύειν τοῖς τῶν πολεμίου πράγμασι. Μαχουμούτης μὲν οὖν ἔμενεν ἡσυχάζων καὶ τὰ τῶν πολεμίων ἀποσκοπῶν.

Ο αρχηγός των Παιόνων, όταν έμαθε ότι ο σουλτάνος πολιορκούσε ακόμη την πόλη χωρίς να έχει σκοπό να την εγκαταλείψει, και ότι τον περίμενε ο Μαχμούτ με μεγάλο στρατό, εγκατέλειψε κάθε ελπίδα ότι θα μπορούσε να βοηθήσει αποτελεσματικά την πόλη, και έστειλε κρυφά έναν αγγελιοφόρο, για να πει σε εκείνους μέσα στην πόλη να αντισταθούν και να μην παραδοθούν ποτέ. Πρόσθετε ότι σύντομα ο σουλτάνος θα αναχωρούσε και πάλι, και ότι ο ίδιος δεν θα παράβλεπε, αλλά όταν το ζητούσε η περίσταση και υπήρχε επείγουσα ανάγκη, θα τούς βοηθούσε όσο μπορούσε, αφού βρισκόταν κάπου εκεί κοντά. Αυτά λοιπόν συνέβαιναν. Ύστερα έκαψε το στρατόπεδο του τη νύχτα και έφυγε βιαστικά με τον στρατό του.

Ὁ δὲ τῶν Παιόνων ἡγεμὼν, ὡς ἔγνω τὸν τε βασιλέα πολιορκοῦντα τὸ ἄστυ καὶ μηδαμοῦ τούτου ἀπανιστάμενον, καὶ τὸν Μαχουμούτεα μετὰ στρατιᾶς ὅτι πλείστης ἐφεδρεύοντα αὐτῷ, ἀπογνοὺς ὅλως τοῦ φανερῶς δύνασθαι βοηθῆσαι τῷ ἄστει, πέμψας ἄγγελον κρύφα διειλέχθη τοῖς ἐν αὐτῷ ἀντέχειν τε καὶ μηδαμοῦ ἐνδιδόναι, ὡς ταχείας τε οὔσης τῆς τοῦ βασιλέως ἀναχωρήσεως πάλιν, καὶ αὐτὸς δὲ οὐ περιιδεῖν, ἀλλὰ καιροῦ καλοῦντος καὶ χρείας ἀναγκαίας κατεπειγούσης, βοηθήσειν τὰ δυνατὰ, ἐγγὺς αὐτοῦ που τυγχάνων. Κἀκείνοις μὲν ταῦτα. Αὐτὸς δὲ τὸ στρατόπεδον ἐμπρήσας νυκτὸς ἀπάρας ᾤχετο ξὺν τῇ στρατιᾷ.

Μόλις το έμαθε ο Μαχμούτ, διέσχισε γρήγορα το ποτάμι και τούς καταδίωκε. Μόλις τούς έφτασε, έπεσε πάνω στην οπισθοφυλακή, που ήταν αρκετά μεγάλο τμήμα τής στρατιάς με σκοπό την προστασία τού συρμού αποσκευών, την έτρεψε σε φυγή και την καταδίωκε μέχρι την υπόλοιπη στρατιά. Έπεσαν πάνω τους ξαφνικά και προκάλεσαν σύγχυση τόσο στη στρατιά όσο και στον βασιλιά. Υπήρξε έντονη φυγή, με όλους μαζί να φεύγουν άτακτα, χωρίς τάξη ή σχέδιο.

Μαχουμούτης δ’ ὡς ᾔσθετο, κατὰ τάχος διαβὰς τὸν ποταμὸν ἤλαυνε κατὰ σπουδὴν διώκων, καὶ καταλαβὼν αὐτούς, ξυμβάλλει τοῖς ὄπισθεν, μέρος οὖσι τῆς στρατιᾶς οὐκ ὀλίγον ἐς φυλακὴν τῶν σκευοφόρων, καὶ τρεψάμενος ἐδίωκε μέχρι τῆς ἄλλης στρατιᾶς˙ οἱ δ’ ἐπεσπεσόντες ἄφνω, διετάραξάν τε αὐτὴν καὶ τὸν βασιλέα, καὶ φυγὴ γίνεται καρτερὰ, πάντων ὁμοῦ φευγόντων ἀτάκτως τε καὶ ξὺν οὐδενὶ κόσμῳ καὶ λογισμῷ.

Ο Μαχμούτ ακολουθούσε, σκοτώνοντας και φονεύοντάς τους ανελέητα. Και αφού τούς καταδίωξε πολύ, έκανε μεγάλη σφαγή και συνέλαβε πολλούς ζωντανούς, αναχώρησε και πήγε στον σουλτάνο, παίρνοντας όλο τον εξοπλισμό τους, τις άμαξες, τα όπλα, τα άλογα και τι ίδιες τις σκευοφόρους. Πολλοί από τούς εχθρούς σκοτώθηκαν. Εκείνοι που συνελήφθησαν ζωντανοί ήσαν λίγο λιγότεροι από διακόσιους. Αργότερα, ο σουλτάνος τούς έφερε στο Βυζάντιο και τούς σκότωσε όλους.

Μαχουμούτης δὲ εἵπετο κτείνων τε καὶ φονεύων σφᾶς ἀνοικτί, διώξας δὲ μέχρι πολλοῦ καὶ φόνον πολὺν ἐργασάμενος καὶ πολλοὺς ζωγρήσας ἀνεχώρησε καὶ ἧκεν ἐς βασιλέα, λαβὼν πᾶσαν αὐτῶν τὴν ἀποσκευὴν καὶ τὰς ἁμάξας καὶ ὅπλα καὶ ἵππους καὶ τοὺς σκευοφόρους αὐτούς, Ἀπέθανον δὲ τῶν πολεμίων πλεῖστοι, ἐλήφθησαν δὲ καὶ ζῶντες ὀλίγῳ ἐλὰσσους διακοσίων, οὕς ὕστερον ἀγαγὼν ἐν Βυζαντίῳ πάντας ἀπέκτεινεν ὁ βασιλεύς,

Συνέχισε την πολιορκία για λίγες ημέρες και προσπάθησε με πολλούς τρόπους να καταλάβει την πόλη. Καθώς δεν επιτύγχανε τίποτε, εγκατέλειψε την προσπάθεια και παίρνοντας τον στρατό του στράφηκε προς τα άλλα οχυρωμένα μέρη και σε σύντομο χρονικό διάστημα είχε εξασφαλίσει την κατοχή τους. Σε μερικά από αυτά, όσα τού φάνηκαν καλύτερα, τοποθέτησε ισχυρές φρουρές, ενώ άλλα κατεδαφίστηκαν. Σκότωσε τούς άνδρες και υποδούλωσε τις γυναίκες και τα παιδιά.

Αὐτὸς δὲ ἡμέρας οὐ πολλὰς ἐπιμείνας τῇ πολιορκίᾳ καὶ πολυτρόπως πειρὰσας τοῦ ἄστεος, ὡς οὐδὲν ἤνυεν, ἀπογνοὺς τὴν αἵρεσιν τούτου, ἀναλαβὼν τὴν στρατιὰν τρέπεται πρὸς τὰ λοιπὰ τῶν φρουρίων, καὶ παραστησάμενος ταῦτα ἐν οὐ πολλαῖς ἡμέραις, τοῖς μὲν, ὅσα γε ἐδόκει αὐτῷ, φρουρὰς ἐγκαθίστησιν ἰσχυρὰς, ἔστιν ἅ δὲ καὶ κατέσκαψε˙ τοὺς δὲ ἄνδρας ἀπέκτεινε, παῖδας δὲ καὶ γυναῖκας ἠνδραποδίσατο.

Επίσης λεηλάτησε το μεγαλύτερο μέρος τής υπόλοιπης χώρας, καθώς επίσης και όχι μικρό μέρος εκείνης των Παιόνων. Παίρνοντας για τον εαυτό του τεράστια λεία και διανέμοντας μέρος στον στρατό του, άφησε έναν κυβερνήτη υπεύθυνο για την περιοχή. Τότε, καθώς τελείωνε το καλοκαίρι, επέστρεψε στην Κωνσταντινούπολη και διέλυσε τον στρατό του.

Καταδραμὼν δὲ καὶ τῆς ἄλλης χώρας τὸ πλεῖστον, ἀλλὰ δὴ καὶ τῆς Παιόνων οὐκ ὀλίγον, καὶ λείαν ἐλὰσας ὅτι πολλὴν αὐτὸς καὶ τῇ στρατιᾷ διαδοὺς καὶ σατράπην τῇ χώρᾳ καταλιπὼν, θέρους λήγοντος ἤδη ἐπάνεισιν ἐς τὴν Κωνσταντίνου, καὶ διέλυσε τὴν στρατιὰν. Καὶ ὁ μὲν βασιλεὺς οὕτως.»

Βλέπε και Malipiero, Annali veneti στο Arch. stor. italiano, VII, μέρος 1 (1843), 32-33. O Φραντσέσκο Φιλέλφο, υπηρετώντας ως γραμματέας τού Φραντσέσκο Σφόρτσα στο Mιλάνο, τονίζει την κακή κατάσταση τής υγείας τού Μωάμεθ Β΄ σε επιστολή προς τον δόγη Κριστόφορο Μόρο στις 15 Μαρτίου 1464:

«Ο Μωάμεθ, λόγω τής άκρατης ζωής, νικήθηκε από την πολυτέλεια και τα μέλη του είναι τόσο μαλακά και αδύναμα, που είναι δύσκολο να σταθεί πάνω σε άλογο. Άραγε πώς να σταθεί έφιππο το σώμα ενός ανθρώπου, παρασυρμένου τόσο συχνά στην επιληψία τής μέθης, τού οποίου οι αρθρώσεις έχουν αδυνατίσει και δεν μπορεί να στηρίζεται στα πόδια του αρκετά, ώστε να είναι βέβαιος ότι στηρίζεται.»

(Mahometus ob vitae intemperantiam victusque luxuriam membris est adeo mollibus atque dissolutis ut vix equo insistat; nam quo pacto ephippiis erecto corpore insideat, qui homo temulentus morbo comitiali quam saepissime corripiatur, et ea sit enervatione articulorum, ut ne stapedibus quidem satis quear inniti)

[αναφέρεται από τον Raynaldus, Annales ecclesiastici ad ann. 1464. αριθ. 20, τόμ. XIX (1693), σελ. 157].

Για τις μάχες στη Bοσνία πρβλ. Raynaldus, ό. π. αριθ. 63, σελ. 168, Iorga, Gesch. d. osman. Reiches, II, 126-27, 177, Babinger, Maometto, σελ. 343-45. Tο 1475 o Νικόλαος τού Ούζλακ πήγε στη Ρώμη, φαινομενικά μόνο για την άφεση τού ιωβηλαίου, αλλά πολύ πιθανόν για να κάνει έκκληση στον πάπα Σίξτο Δ’ για βοήθεια εναντίον των Τούρκων [πρβλ. Pastor, Gesch. d. Päpste, II (ανατυπ. 1955), 515-16].

[←65]

Pius II, Comm., βιβλίο i, αγγλική μεταφρ., σελ. 80 και βιβλίο ii, σελ. 167-70 (το μεγαλύτερο μέρος τού υβρεολόγιου τού Πίου εναντίον τού Μαλατέστα σε αυτά τα εδάφια έχει παραλειφθεί από την έκδοση Φρανκφούρτης [σελ. 26, 51-52]. Bλέπε Cugnoni, Opera inedita, σελ. 80, 509 και χωρίς περαιτέρω αναφορά στην έκδοση Φρανκφούρτης ή στον Cugnoni, βλέπε βιβλίο iii, αγγλική μεταφρ., σελ. 254, iv, 325, 331, v, 364, 374-76, 380, vii, 504-5, viii, 541, x, 647-63 (για την οικογένεια Μαλατέστα) και αλλού. Ο Πίος μισούσε τον Σιγκισμόντο περισσότερο από όλους τούς άνδρες τής εποχής του. Οι αναφορές του σε αυτόν είναι διασκεδαστικές αν και όχι εποικοδομητικές. Για τη διαδικασία που άσκησε ο Πίος εναντίον του πρβλ. Erich Meuthen, Die letzten Jahre des Nikolaus von Kues, Cologne, 1958, σελ. 282-83. Δεδομένου ότι oι υβριστικές αναφορές στον Σιγκισμόντο στις επιστολές τού Πίου δεν έχουν σχέση με κάποια σημαντική πτυχή αυτής τής μελέτης, δεν έχω καταγράψει εκείνες που βρήκα στα μητρώα τού Βατικανού, αλλά πρβλ. Brevia στο Arm. XXXIX, τόμος 9, φύλλα 241-242, με ημερομηνία (προφανώς) 10 Αυγούστου 1461, προς τον δόγη τής Βενετίας, επίσης προς τον δόγη, φύλλα 242-244 κλπ. Για το γενικό ιστορικό τής εχθρότητας τού Πίου για τον Σιγκισμόντο βλέπε A. A. Arm. Ι-XVIII, αριθ. 1443, φύλλα 40-44. Υπάρχουν πολλά έγγραφα σχετικά με την καταδίωξη τού Σιγκισμόντο από τον Πίο στο Arch. di Stato di Milano, Arch. Visconteo-Sforzesco, Potenze estere (Fondo Sforzesco), Cart. 49 (tit. «Roma», 1460-1461).

Στις αρχές Μαρτίου 1464 ο Μαλατέστα πήγε στη Βενετία, για να ρυθμίσει με τη Σινιορία τούς όρους τής υπηρεσίας του στον Moριά [Sen. Secreta, Reg. 22, φύλλα 3-4 (5-6), με ημερομηνία 13 Mαρτίου]:

«Ήρθε εδώ, όπως είναι γνωστό, o υπέροχoς κύριος Σιγκισμόντο Παντόλφο, ο οποίος προσλήφθηκε και αποδέχτηκε την προσφερόμενη σε αυτόν στρατιωτική διοίκηση τού Μοριά…».

(Venit huc, ut est notum, magnificus dominus Sigismundus Pandulfus qui conductam et capitaneatum Amoree ei oblatum acceptavit…)

Δεν χρειάζεται να ασχοληθούμε με λεπτομέρειες τής συμπεριφοράς του (condotta), αφού οι αρχικοί όροι τροποποιήθηκαν προς όφελός του το πρωί τής 15ης τού μηνός, όταν εμφανίστηκε προσωπικά ενωπιον τής Σινιορίας [στο ίδιο, φύλλο 4 (6)].

[←66]

Sanudo, Vite de duchi στο RISS, XXII, στήλη 1179, Navagero, Storia veneziana στο RISS, XXIII, στήλη 1123, Raynaldus, Annales ecclesiastici ad ann. 1464, αριθ. 65, τόμ. XIX (1693), σελ. 168. Στις 5 Mαρτίου η Γερουσία επανεξέτασε αλλά δεν αλλαξε τις προηγούμενες οδηγίες προς τον Τζουστινιάν για επίθεση στο νησί τής Λέσβου, μάλιστα Μιτυληνάρουμ (Mithilenarum) [Sen. Secreta, Reg. 22, φύλλο 2 (4)]. Δώδεκα μέρες αργότερα (στις 17 Mαρτίου) ο Τζουστινιάν, ναυτικός γενικός διοικητής (capitaneus ganeralis maris), πληροφορούνταν από τη Γερουσία:

«Προσλάβαμε ως γενικό διοικητή των χερσαίων δυνάμεών μας στα μέρη τού Μοριά τον λαμπρό άρχοντα Σιγκισμόντο Μαλατέστα, ο οποίος με 2.000 ιππείς γύρω στον προσεχή Απρίλιο, στο όνομα τού Θεού, δεσμεύτηκε να έρθει με αυτό το ταξίδι στην εν λόγω επαρχία τού Μοριά, ώστε μαζί με άλλους δικούς μας άνδρες και δυνάμεις να μπορέσει να προσφέρει τιμή στον δημιουργό μας…» [στο ίδιο, φύλλο 6 (8)].

(Conduximus in capitaneum nostrum generalem terrestrem in partibus Amoree magnificum dominum Sigismundum de Malatestis, qui cum equitibus II millia vel circa de mense Αprilis proximi in Dei nomine itineri se committet venturus in illam provinciam Amoree ut simul cum aliis gentibus et viribus nostris fieri possit honor creatoris nostri…)

[←67]

Sen. Secreta, Reg. 22, φύλλο 10 (l2).

[←68]

Στο ίδιο, Reg. 22, φύλλο 10 (12). Για τις κινήσεις τού Σκεντέρμπεη, τουλάχιστον μετά την άρση από τον Μωάμεθ Β΄ τής πολιορκίας τής Γιάιτσε (στις 22 Αυγούστου 1464), βλέπε Fr. Pall, «I Rapporti italo-albanesi», Archivio storico per le province napoletane, LXXXIII (3η σειρά, IV, 1966), έγγραφο αριθ. lxii, σελ. 203, επιστολή τού οπλαρχηγού (condottiere) Αντόνιο ντα Κοζέντσα προς τον δόγη Κροστόφορο Μόρο, γραμμένη στη Βάλλε Κάλντα τής Αλβανίας στις 17 Σεπτεμβρίου 1464.

[←69]

Κριτόβουλος, V, 7, επιμ. Miller, FHG, V-l, σελ. 154, επιμ. Grecu (1963), σελ. 329, 331:

Το ίδιο καλοκαίρι οι Ενετοί εκστράτευσαν εναντίον τής Λέσβου και τής Μυτιλήνης με εβδομήντα γαλέρες και μεγάλα γαλιόνια και με τρεις χιλιάδες στρατιώτες πεζικού που είχαν στα καταστρώματα. Μετέφεραν επίσης στα γαλιόνια πολλά όπλα, πετροβόλα κανόνια, βαλλίστρες και σκάλες αναρρίχησης, καθώς και όλο τον άλλο εξοπλισμό για μάχες σε τείχη.

«Ἐνετοὶ δὲ τοῦ αὐτοῦ θέρους ἐστράτευσαν ἐπὶ Λέσβον καὶ Μιτυλήνην τριήρεσι ἑβδομήκοντα καὶ ὁλκάσι μεγάλαις καὶ τρισχιλίοις ὁπλίταις, οὕς εἶχον ἐπὶ τῶν καταστρωμάτων, ἔφερον δὲ καὶ ὅπλα πολλὰ ἐν ταῖς ὁλκάσι καὶ μηχανὰς πετροβόλους καὶ ἀφετήρια καὶ κλίμακας καὶ πᾶσαν ἄλλην κατασκευὴν τῶν ἐς τειχομαχίαν ἐπιτηδείαν.

Φτάνοντας στη Λέσβο, αγκυροβόλησαν στο λιμάνι τής Μυτιλήνης, αποβιβάστηκαν και στρατοπέδευσαν μπροστά από την πόλη και ξεκίνησαν διαπραγματεύσεις με τούς πολίτες, για την παράδοση των ίδιων και τής πόλης τους. Εκείνοι όμως απέρριψαν την πρόταση, γιατί υπήρχαν στην πόλη τετρακόσιοι διαλεκτοί άνδρες από τη σωματοφυλακή τού σουλτάνου, με βαριές πανοπλίες.

καὶ ἀφικόμενοι ἐς Λέσβον κατῆραν ἐς τὸν λιμένα Μιτυλήνης, καὶ ἀποβάντες στρατόπεδον τιθέασι πρὸ τῆς πόλεως, καὶ προσφέρουσι λόγους τοῖς ἐν τῇ πόλει περὶ ἐνδόσεως ἑαυτῶν τε καὶ τῆς πόλεως. Οἱ δε οὐκ ἐδέξαντο· ἦσαν γὰρ ἐν αὐτῇ φρουροὶ ἄνδρες λογάδες κατάφρακτοι τετρακόσιοι τῶν ἀπὸ τῆς βασιλικῆς αὐλῆς.

Τότε οι Ενετοί απογύμνωσαν πρώτα ένα μόνο μέρος τής γης, γιατί δεν ήθελαν να την καταστρέψουν όλη, καθώς έλπιζαν να την καταλάβουν. Ύστερα περικύκλωσαν ολόκληρη την πόλη, στη στεριά από τον στρατό τους και στη θάλασσα με τα πλοία, έστησαν τα κανόνια και άρχισαν την πολιορκία.

Οἱ δὲ πρῶτον μὲν ἔκειραν μέρος τι τῆς γῆς· οὐ γὰρ ἐβούλοντο πᾶσαν δῃῶσαι, προσδοκῶντες αὐτὴν λήψεσθαι· μετὰ δὲ τοῦτο περισχόντες ἐν κύκλῳ πᾶσαν τὴν πόλιν τῷ στρατῷ κατὰ γῆν τε καὶ κατὰ θάλασσαν ταῖς ναυσί, καὶ μηχανὰς ἐπιστήσαντες ἐπολιόρκουν.

Και ταρακουνούσαν μικρό μέρος τού τείχους επί λίγες ημέρες με τα κανόνια τους και το γκρέμιζαν. Όμως οι άνδρες στην πόλη το ξανασήκωναν τη νύχτα, φέρνοντας πέτρες και ξύλα και χώμα. Επίσης, φέρνοντας μεγάλα δοκάρια περιέφρασσαν το τείχος, ενώ από μερικά δοκάρια κρεμούσαν αλυσίδες, που έκοβαν την ορμή των πέτρινων βλημάτων των κανονιών, έτσι ώστε αυτές οι πέτρες να μην προκαλούν μεγάλη ζημιά.

καὶ τοῦ μὲν τείχους αὐτοὶ μὲν κατέσειον ἡμέρας τι μέρος μικρὸν ταῖς μηχαναῖς καὶ κατερρίπτουν· οἱ δε ἐν τῇ πόλει πάλιν ἀνώρθουν αὐτὸ νυκτός, λίθους τε καὶ ξύλα καὶ χοῦν ἐπιφοροῦντες, προσέτι δὲ καὶ κεραίας μεγάλας ἐπάγοντες περιεσταύρουν τὸ τεῖχος, τὰς δὲ καὶ εξαρτῶντες ἀλύσεσιν, ἐξεκαύλιζον τὴν φορὰν τῶν λίθων, καὶ οὐδὲν τοσοῦτον ἐβλάπτοντο.

Γίνονταν καθημερινές αψιμαχίες και εξορμήσεις, και τα στρατεύματα τού σουλτάνου προχωρούσαν εναντίον των Ενετών. Όμως κανένας δεν σκοτώθηκε, μόνο τραυματίστηκαν πολλοί από αυτούς. Οι πολιορκητές έσκαβαν επίσης κάτω από το τείχος, φτιάχνοντας σήραγγες προς την πόλη. Έφερναν επίσης σκάλες και χρησιμοποιούσαν κάθε είδους πολιορκητικές μηχανές.

Ἐγίνοντο δὲ καὶ καθ’ ἡμέραν ἀκροβολισμοὶ τινες καὶ ἐπεκδρομαὶ ἐπεξιόντων τῶν βασιλείων τοῖς Ἐνετοῖς· οὐ μὴν καὶ ἀπέθνησκόν τινες, ἀλλ’ ἐτιτρώσκοντο μόνον πολλοί. Ὑπώρυττον δὲ καὶ τὸ τεῖχος ἔστιν οὗ, ὑπονόμους πρὸς τὴν πόλιν ποιοῦντες, καὶ κλίμακας ἐπήγνυσαν, καὶ μηχανὰς παντοίας ἐξήρτυον.

Παραδόθηκαν επίσης σε αυτούς δύο από τις άλλες πόλεις, κι έτσι είχαν πολύ μεγάλες ελπίδες να καταλάβουν τη Μυτιλήνη και να κατακτήσουν ολόκληρη τη Λέσβο. Αυτή ήταν η κατάσταση.

Προσεχώρησαν δὲ αὐτοῖς καὶ τῶν ἄλλων πολισμάτων δύο, καὶ ἦσαν ἐν ἐλπίσιν ἤδη μεγίσταις καὶ Μιτυλήνην ἑλεῖν καὶ τὴν ἄλλην πᾶσαν Λέσβον κατασχεῖν καὶ χειρώσασθαι. καὶ οἱ μὲν ἐν τούτοις ἦσαν.

Ο σουλτάνος, όταν έμαθε την επίθεση τού ενετικού στόλου εναντίον τής Μυτιλήνης και την πολιορκία της, καθώς και ότι κινδύνευε να καταληφθεί από τούς Ενετούς αν δεν έπαιρνε άμεσα βοήθεια, εξόπλισε αμέσως εκατόν δέκα γαλέρες και ανέβασε στα πλοία μεγάλο αριθμό βαριά οπλισμένων πεζών στρατιωτών και κάθε είδους όπλα και πυροβόλα. Αφού εφοδίασε καλά και εξόπλισε όλους όσους είχε, εμπιστεύτηκε τον στόλο στον Μαχμούτ πασά και πρόσταξε να πλεύσει με μεγάλη ταχύτητα και να επιτεθεί στα εχθρικά πλοία, όπου κι αν βρίσκονταν.

Βασιλεὺς δὲ μαθὼν τὴν ἐς Μιτυλήνην ἔφοδον τοῦ στόλου τῶν Ἐνετῶν καὶ τὴν πολιορκίαν αὐτῆς, καὶ ὡς κινδυνεύει παρ’ αὐτῶν ἁλῶναι, εἰ μὴ τάχιστα τύχοι βοηθείας, εὐθὺς θᾶττον ἤ λόγος πληρώσας τριήρεις δέκα καὶ ἑκατὸν, καὶ ὁπλίτας ἐπιβιβάσας ὅτι πολλοὺς καὶ ὅπλα παντοία καὶ ἀφετήρια, καὶ πᾶσιν οἷς εἶχεν ἐξαρτύσας τε καὶ ὁπλίσας καλῶς, παραδίδωσι Μαχουμούτει τῷ πασίᾳ τὸν στόλον, κελεύσας πλεῖν τὴν ταχίστην καὶ ξυμβαλεῖν ταῖς τῶν πολεμίων ναυσὶν, ὅπου ἄν τύχωσιν οὖσαι.

Ο Μαχμούτ απἐπλευσε από το Βυζάντιο, προχώρησε στον Ελλήσποντο και έφτασε στην Καλλίπολη ύστερα από δύο μέρες. Μαθαίνοντας εκεί ότι τέσσερες γαλέρες αναγνώρισης των εχθρών ήσαν αγκυροβολημένες στο λιμάνι τής Τενέδου, ότι είχαν πλεύσει μέχρι το στόμιο τού πορθμού για εξερεύνηση και ότι είχαν επιστρέψει ξανά, απέπλευσε αμέσως τη νύχτα, χωρίς καθυστέρηση, από την Καλλίπολη με ολόκληρο τον στόλο, ώστε να μην τον υποψιαστούν βλέποντάς τον και εκμεταλλευόμενος τούς ευνοϊκούς ανέμους, έφτασε στην Τένεδο το ξημέρωμα.

Ό δὲ ἀναχθεὶς ἀπὸ τοῦ Βυζαντίου ἔπλεε τὸν Ἑλλήσποντον καὶ καταίρει δευτεραῖος ἐς Καλλιούπολιν, κἀκεῖ μαθὼν τέσσαρας τριήρεις τῶν πολεμίων προσκόπους ἐφορμούσας τῷ λιμένι Τενέδου, αἵ δὴ καὶ μέχρι τοῦ στόματος τοῦ πορθμοῦ διαπλέουσαι ἐς κατασκοπὴν πάλιν ὑπέστρεφον, μηδὲν μελλήσας εὐθὺς νυκτὸς ἀναχθεὶς ἀπὸ Καλλιουπόλεως παντὶ τῷ στόλῳ, ἵνα μὴ ἔκπυστος γένηται θεαθεὶς, καὶ πνεύμασιν αἰσίοις χρησάμενος, ἅμα ἡμέρᾳ κατήχθη ἐς Τένεδον.

Αιφνιδίασε τις γαλέρες που ήσαν αγκυροβολημένες στο λιμάνι. Κατέλαβε δύο από αυτές με όλους τούς άνδρες τους στην είσοδο τού λιμανιού, γιατί δεν κατάφεραν να αποπλεύσουν έγκαιρα. Οι άλλες δύο, που είχαν αποπλεύσει νωρίτερα, μόλις διέφυγαν, γιατί ήσαν τού γρηγορότερου είδους και σπεύδοντας ολοταχώς έφτασαν στη Μυτιλήνη και ανακοίνωσαν στους στρατηγούς την έλευση τού στόλου τού σουλτάνου και την κατάληψη των δύο πλοίων.

καὶ καταλαμβάνει δὴ τὰς τριήρεις ἐν τῷ λιμένι ὁρμούσας, καὶ τὰς μὲν δύο αὐτάνδρους λαμβάνει πρὸς τῷ στόματι τοῦ λιμένος· οὐ γὰρ ἔφθησαν προεκπεπλευκυῖαι· αἱ δὲ ἕτεραι δύο προαναχθεῖσαι μόγις διέφυγον· ἦσαν δὲ τῶν ἄριστα πλεουσῶν, καὶ σπεύσασαι τάχιστα ἀφικνοῦνται ἐς Μιτυλήνην καὶ ἀπαγγέλλουσι τοῖς στρατηγοῖς τὸν ἐπίπλουν τοῦ στόλου τοῦ βασιλέως καὶ τὴν ἅλωσιν τῶν δύο νεῶν.

Όταν το άκουσαν αυτό, σαν να τούς χτύπησε κεραυνός με την είδηση, αφήνοντας πίσω τα πάντα, κανόνια και όπλα και όλον τον άλλο εξοπλισμό τους και μπαίνοντας στις γαλέρες σε αταξία και χωρίς καμία σειρά και σχέδιο, παίρνοντας μαζί τους τους άνδρες, τις γυναίκες και τα παιδιά των φρουρίων που είχαν παραδοθεί σε αυτούς, βγήκαν στη θάλασσα πριν φτάσει ο στόλος τού σουλτάνου στη Μυτιλήνη, που απείχε διάστημα οκτώ περίπου ωρών, όπως λεγόταν.

Οἱ δ’ εὐθὺς ἀκούσαντες ὥσπερ σκηπτῷ τινι βληθέντες τῇ ἀγγελία, πάντα καταλιπόντες αὐτοῦ καὶ μηχανὰς καὶ ὅπλα καὶ πᾶσαν ἄλλην ἀποσκευὴν, ἐσβάντες ἐς τὰς τριήρεις ἀτάκτως τε καὶ ξὺν οὐδενὶ κόσμῳ και λογισμῷ, λαβόντες τε μεθ’ ἑαυτῶν καὶ τοὺς ἄνδρας καὶ γυναῖκας καὶ παῖδας τῶν προσχωρησάντων φρουρίων αὐτοῖς, ἀνήχθησαν πρὸ τοῦ τὸν στόλον τοῦ βασιλέως κατᾶραι ἐς Μιτυλήνην, διάστημα ὡσεὶ ὡρῶν ὀκτὼ, ὡς λέγεται.

Ο Μαχμούτ, φτάνοντας στη Μυτιλήνη, έμαθε ότι είχαν αποπλεύσει πριν από λίγο. Τα καταδίωξε βιαστικά, αλλά όταν έφτασε στην ανοιχτή θάλασσα, μόλις πρόλαβε να τα δει να καευθύνονται στη Λήμνο. Έτσι εγκατέλειψε την καταδίωξή τους και επέστρεψε στη Μυτιλήνη, όπου έμεινε τέσσερις ημέρες. Τακτοποίησε τα πάντα σε καλή κατάσταση, άφησε επαρκή φρουρά, με όπλα και πολλά τρόφιμα και άλλα εφόδια για τις ανάγκες τής πόλης, και επέστρεψε στο Βυζάντιο, γιατί το φθινόπωρο τελείωνε ήδη. Εκεί διέλυσε τον στόλο. Τελείωνε λοιπόν το έτος 6972 [1464], το δέκατο τέταρτο έτος τής Βασιλείας τού σουλτάνου.

Μαχουμούτης δὲ ἀφικόμενος ἐς Μιτυλήνην καὶ μαθὼν προαναχθέντας πρὸ ὀλίγου αὐτούς, ἐδίωκε κατά σπουδὴν, καὶ γενόμενος ἐπὶ μετεώρου πελάγιος, μόλις καθορᾷ αὐτὰς προσισχούσας τῇ Λήμνῳ. Ἀπογνοὺς οὖν τὴν τούτων δίωξιν ἐπάνεισιν ἐς Μιτυλήνην, καὶ διαγαγὼν ἐνταῦθα ἡμέρας τέσσαρας καὶ καταστησάμενος τὰ αὐτοῦ πάντα καλῶς, καὶ φρουρὰν ἱκανὴν καὶ ὅπλα καὶ σῖτον πολὺν καὶ ἄλλα ἄττα τὰ πρὸς χρείαν τῇ πόλει καταλιπὼν, ἐπάνεισιν ἐς τὸ Βυζάντιον, φθινοπώρου φθίνοντος ἤδη, καὶ διέλυσε τὸν στόλον. καὶ δεύτερον δὴ καὶ ἑβδομηκοστὸν ἔτος πρὸς τοῖς ἐννακοσίοις τε καὶ ἑξακισχιλίοις τοῖς ὅλοις ἠνύετο, τέταρτον δὲ καὶ δέκατον τῆς ἀρχῆς τῷ βασιλεῖ.»

[←70]

Δύο χρόνια αργότερα, κατά το τρίτο έτος τού πολέμου, ο Αντρέα Ντουόντο, ο οποίος γνώριζε καλά την περιοχή των Δαρδανελλίων, έγραφε στον Βεττόρε Καπέλλο για τη ματαιοδοξία και τον κίνδυνο τής προσπάθειας διεξαγωγής πολέμου στο βόρειο Αιγαίο και επιχειρήσεων στα στενά, από την οποία μόνο ζημιά αλλά ποτέ νίκη δεν θα προέκυπτε για τη Βενετία. Βλέπε το λεπτομερές του πρόγραμμα Pro bello Peloponnensi στο Sathas, Documents inedits, VI, 104-5, στο οποίο παραπέμπει στην επιδεικτική χειρονομία τού Λορεντάν. Ο Ντουόντο τάσσεται υπέρ τής υπεράσπισης των ενετικών κτήσεων στην Ανατολική Μεσόγειο και τής επικέντρωσης στην κατάκτηση τού Μοριά [στο ίδιο, σελ. 105 και εξής]. Μολονότι προτείνει επαρκείς αριθμούς πλοίων και ανδρών, χρημάτων και εφοδίων για τον πόλεμο εναντίον των Τούρκων, όμως συνιστά επίσης λογική και μετριοπάθεια: «Και τα μεγάλα πράγματα δεν γίνονται με μεγάλο αριθμό ανδρών, αλλά με γνώση και σοφία» (E le gran cose non si fa tanto con nurnero de zente, quanto per conscio e sapientia) [σελ. 107].

Kατά τη διάρκεια τού πρώτου έτους τού πολέμου η Βενετία είχε προσφέρει στον Ματίας Κορβίνους επιδότηση 60.000 φλουριών για εκστρατεία εναντίον των Τούρκων, «για να βαδίσει η μεγαλειότητά του με δικό του στρατό έξω από το βασίλειό του, εναντίον των άπιστων Τούρκων…» (eunte maiestate sua cum exercitu suo extra regnum suum contra perfidos Τurcοs…) [Sen. Secreta, Reg. 22, φύλλο 2, δημοσιευμένο στο Ljubić, Listine, X, 299 και πρβλ. σελ. 301, 311 και εξής].

[←71]

Malipiero, Annali veneti στο Archivio storico italiano, VII -1 (1843), 32. Πρβλ. Aντ. Γ. Moμφερράτο (Monferrato)], Σιγισμοῦνδος Πανδόλφος Μαλατέστας: Πόλεμος Ἐνετῶν και Τούρκων ἐν Πελοποννήσῳ κατά τὰ ἔτη 1463-1466, Αθήνα, 1914, σελ. 28 και ιδιαίτερα Giovanni Soranzo, «Sigismondo Pandolfo Malatesta in Morea e le vicende del suo dominio», Atti e memorie della R. Deputazione di storia patria per le provincie di Romagna, 4η σειρά, VIII (Μπολώνια, 1918), 211-80, ιδιαίτερα σελ. 212-27. Ο γραμματέας τού Μαλατέστα στο Sathas, Documents inedits, VI, 98 γράφει ότι o Μαλατέστα αποβιβάστηκε στον Moριά στις 13 Ιουλίου (1464), που φαίνεται πολύ πιθανό.

[←72]

O Μαλατέστα δεν είχε ποτέ 4.000 άνδρες συνολικά, ιππείς και πεζούς, στον Moριά [πρβλ. Soranzo, ό. π., σελ. 229].

[←73]

Η αποστολή τού Ντάντολο, που εκδόθηκε στο όνομα τού δόγη Κριστόφορο Μόρο με ημερομηνία 17 Μαρτίου 1464, υπάρχει στα Sen. Secreta, Reg. 22, φύλλο 5 (7). Πέρα από τις διάφορες οδηγίες που πήρε, ο Ντάντολο στάλθηκε στον Moριά με 10.000 δουκάτα, εκ των οποίων 8.000 ήσαν χρυσά. Πριν την αναχώρησή του πήρε επιπλέον 1.000, εκ των οποίων 480 ήσαν για μισθούς έξι μηνών και τα υπόλοιπα 520 για έξοδα. Ταυτόχρονα πήρε εξηνταοκτώ τόπια υφασμάτων διαφόρων χρωμάτων (όλα υπό τη μολύβδινη σφραγίδα τού Αγίου Μάρκου), τα οποία έπρεπε να παραδώσει στους Ενετούς ναυτικούς γενικούς διοικητές «αν βρίσκονταν σε εκείνα τα μέρη»:

«Όμως αν ο ίδιος ο διοικητής μας απουσιάζει από εκεί, θέλουμε να σάς δώσουμε εντολή να ενωθείτε με την κυβέρνησή μας στη Μεθώνη για την πίστη και το όφελος και να μοιράσετε αυτό το ύφασμα μεταξύ Ελλήνων και Αλβανών, στους οποίους το κράτος μας το διανέμει ως δώρο, ώστε να επιμείνουν με ζήλο στην αφοσίωση και την πίστη τους και να προσφέρει κάθε μέρος από το καλό στο καλύτερο για το δικό μας κράτος. Να μοιράσετε αυτό το φίνο πορφυρό ύφασμα ανάμεσα στον Νικόλαο Γρίζα και τούς δικούς του, τον Πέτρο Μπούα και τούς δικούς του, το Νικόλαο Ράλλη και τούς δικούς του, τον Μιχαήλ Ράλλη και τούς δικούς του και τον Κουμίνο και τούς δικούς του. Αλλά το άλλο μισό να το κρατήσετε μέχρι την έλευση τού διοικητή μας και να το δώσετε σε αυτόν» [στο ίδιο, φύλλο 5 (7)].

(Si vero idem capitaneus noster inde abesset, volumus tibique mandamus ut habita collatione cum regimine nostro Mothoni de fide et meritis cuiusque tam Grecorum quam Albanensium medietatem eiuscemodi pannorum inter eos nostri dominii nomine dono distribues ut in devotione et fide sua ardentius perseverent ac de bono in melius pro statu nostro partium ipsarum se exerceant. Medietatem vero pannorum scarlatinorum finorum distribues inter Sp. Nicolaum Griza et suos, Petrum Buam et suos, Nicolam Rali et suos, et Michaelem Rali et suos, et Cumino et suos. Reliquam vero medietatem servabis usque adventum ipsius capitanei nostri cui eos assignabis)

Προφανώς το έξοχο ύφασμα κόστιζε πιο ακριβά από χρυσάφι στον Μοριά.

[←74]

Γραμματέας Μαλατέστα στο Sathas, Documents inedits, VI, 98. Theodore Spandugnino [στο ίδιο, σελ. 100]. Ces. Clementini [στο ίδιο, σελ. 93-94]. Sanudo, Vite de duchi στο RISS, XXII, στήλες 1181, 1182. Ljubić, Listine, X, 320, έγγραφο με ημερομηνία 13 Ιανουαρίου 1465 από τα Sen. Secreta, Reg. 22. φύλλα 58-59 (6061), που αναφέρει την υποχώρηση των δυνάμεων τού Μαλατέστα από τον Mυστρά, για το οποίο πρβλ. G. Soranzo, στο Atti e memorie, κλπ., VIII, 231-33. 279-80. Για τις δραστηριότητες τού Μαλατέστα εναντίον των Τούρκων και τις πολλές δύσκολίες του το 1465 βλέπε Soranzo, στο ίδιο, σελ. 259-70, ενώ για την επαναταφή τού Γεμιστού Πλήθωνος βλέπε Corrado Ricci, Il Tempio Malatestiano, Μιλάνο, 1925, σελ. 291-95 και Francois Masai, Plethon et le platonisme de Mistra, Παρίσι, 1956, σελ. 364-65. Η επιτύμβια στήλη στον τάφο τού Πλήθωνος χρονολογείται στο 1465. Ο ναός (Tempio) υπέστη σοβαρές ζημιές το 1943-1944, καθώς το Ρίμινι αποτελούσε σημαντική θέση στη γερμανική γραμμή άμυνας εναντίον τής προέλασης των συμμάχων.

[←75]

Πρβλ. Σπ. Π. Λάμπρο, Παλαιολόγεια και Πελοποννησιακά, IV (Αθήνα, 1930), 102-3, 143, 144-75, 176, όπου παρέχονται μονωδίες τού Νικηφόρου Χειλά και τού Πλήθωνος, καθώς και ο επιτάφιος τού Bησσαρίωνα για τη δέσποινα Κλεόπα και G. Müller, Documenti sulle relazioni delle città toscane coll’Oriente cristiano e coi Turchi, Φλωρεντία, 1879, μέρος 1, έγγραφο αριθ. 102, σελ. 150 και πρβλ. σελ. 479-80.

Δούκας, κεφ. 5, CSHB, Βόννη, σελ. 100, επιμ. Grecu (1958), σελ. 137:

Τρία περίπου χρόνια αργότερα ο αυτοκράτορας θέλησε να αποκτήσει νύφες τόσο για τον Ιωάννη όσο και για τον δεύτερο γιο του Θεόδωρο. Από την Ιταλία έφερε την κόρη τού Θεόδωρου, τού μαρκήσιου τού Μομφεράτ, για τον γιο του Ιωάννη, και την κόρη τού κόμη Μαλατέστα για τον Θεόδωρο. Όταν η Σοφία τού Μομφεράτ έφτασε στην Κωνσταντινούπολη, ο αυτοκράτορας ένωσε αυτήν και τον Ιωάννη σε νόμιμο γάμο. Στη συνέχεια έβαλε τα διαδήματα στο κεφάλι τους και τούς ανακήρυξε αυτοκράτορα και αυτοκράτειρα των Ρωμιών. Έδωσε έπειτα την κόρη τού Μαλατέστα στον Θεόδωρο για γάμο και ανακήρυξε τον Θεόδωρο δεσπότη τής Λακεδαιμονίας, φορώντας του τα διακριτικά τού αξιώματος.

«ὁ δὲ βασιλεὺς μετὰ παραδρομὴν ἐτῶν τριῶν ἐγγὺς που ἠβουλήθη ἑτέραν ἀγαγέσθαι νύμφην τῷ Ἰωάννῃ καὶ τῷ δευτέρῳ τῷ Θεοδώρῳ· καὶ στείλας ἐν Ἰταλίᾳ ἠγάγετο θυγατέραν Θεοδώρου μαρκεσίου Μόντης Φεράρα τῷ υἱῷ αὐτοῦ Ἰωάννῃ, τῷ δὲ Θεοδώρῳ θυγατέραν κόντε Μαλατέστα· καὶ εἰσελθόντων ἐν τῇ πόλει, καὶ στεφανώσας αὐτοὺς ὁ πατὴρ νόμῳ γάμου ταινιοῖ τούτους καὶ βασιλεῖς Ῥωμαίων ἀναδείκνυσι· τὴν δὲ θυγατέρα τοῦ Μαλατέστα τῷ Θεοδώρῳ, καὶ δεσπότην Λακεδαιμονίας εὐφήμισεν, ἐνδύσας αὐτὸν τὰ παράσημα.»

Χαλκοκονδύλης, βιβλίο iv, CSHB, Βόννη, σελ. 206, Darkò, I (1922), 193:

Όσο για τον Θεόδωρο [Β’], ενώ ήταν ακόμη παιδί, ο βασιλιάς Μανουήλ τον έστειλε στον αδελφό του, τον Θεόδωρο [Α’] τον Πορφυρογέννητο, για να γίνει το αγόρι διάδοχός του στην Πελοπόννησο. Εκείνος δέχτηκε το αγόρι, που ήταν γιος τού αδελφού και φίλου του, το κράτησε δίπλα του και όταν πέθανε, τού άφησε την ηγεμονία. Όταν λοιπόν αυτός ο Θεόδωρος έγινε ηγεμόνας, παντρεύτηκε μια γυναίκα από την Ιταλία, την κόρη τού Μαλατέστα, τού ηγεμόνα τού Μάρκε, η οποία ξεχώριζε για την ομορφιά και τούς καλούς της τρόπους.

«…τὸν δὲ Θεόδωρον τούτου παῖδα ὄντα βασιλεὺς Ἐμμανουῆλος ἐπεπόμφει παρὰ ἀδελφὸν αὑτοῦ Θεόδωρον τὸν πορφυρογέννητον, ἐφ’ ᾧ διάδοχόν τε τὸν παῖδα καταλιπεῖν ἐπὶ τῇ Πελοποννήσῳ. καὶ ὡς ἐδέξατο τοῦτον ἀδελφοῦ τε παῖδα καὶ ἐπιτηδείου, εἶχέ τε παρ’ ἑαυτῷ, καὶ ὡς ἐτελεύτα, κατέλιπε τὴν ἀρχὴν αὐτῷ. οὗτος δὲ ὡς ἐπὶ τὴν ἡγεμονίαν κατέστη, ἔγημέ τε γυναῖκα ἀπὸ Ἰταλίας, θυγατέρα Μαλατέστα τοῦ Μάρκης ἡγεμόνος, τῷ τε κάλλει διαπρέπουσαν καὶ τῇ ἄλλῃ κοσμιότητι.»

Σφραντζής, Χρονικόν, PG 156, 1043D-1044A, επιμ. Grecu (1966), σελ. 50, γραμμές 28-30:

Το έτος 6941 [1433] πέθανε η κυρά Κλεόπα, κόρη τού Μαλατέστα και σύζυγος τού δεσπότη κυρ Θεόδωρου τού πορφυρογέννητου [του αδελφού τού αυτοκράτορα]. Θάφτηκε στη Μονή Ζωοδότου [στον Μυστρά].

«Καὶ τῷ μα’ ἔτει τέθνηκεν ἡ τοῦ Μαλατέστα μὲν θυγάτηρ, γυνὴ δὲ τοῦ δεσπότου κυροῦ Θεοδώρου τοῦ πορφυρογεννήτου, κυρὰ Κλεώπη· καὶ ἐτάφη ἐν τῇ τοῦ Ζωοδότου μονῇ»

και πρβλ. Ψευδο-Σφραντζή, II, 10, CSHB, Βόννη, σελ. 158, επιμ. Grecu, σελ. 300, γραμμές 35-37.

Η Κλεόπα τάφηκε επίσης στον Μυστρά, στη μονή Ζωοδότου [Σφραντζής, ό. π., και Miller, Latins in the Levant (1908), σελ. 415], αλλά ο τάφος της δεν έχει ενοπιστεί στις ανασκαφές τής Αγίας Σοφίας, που θεωρείται ότι ήταν το καθολικό τής μονής. Πρβλ. Hopf, Chron. gréco-romanes (1873, ανατυπ. 1966), γενεαλ. πίνακες, σελ. 536, Chas. Yriarte, Un Condottiere au XV siècle: Rimini, etudes sur les lettres et les arts a la cour des Malatesta, Παρίσι, 1882, σελ. 261-63, 449, D. A. Zakythinos, Le Despotat grec de Morée. I (1932, ανατυπ. 1975), 189-91, 299-302. (H Κλεόπα πέθανε το 1433.)

H κόρη τού Θεόδωρου Β΄ τού Μυστρά, η Ελένη Παλαιολογίνα, είχε παντρευτεί τον βασιλιά Ιωάννη Β΄ τής Κύπρου το 1442. Η φιλοδοξία τής Ελένης και η εχθρότητά της προς τη Λατινική Εκκλησία βύθισαν το βασίλειο τού Ιωάννη σε δεκαέξι χρόνια βίας και άκαρπης δολοπλοκίας [Geo. Hill, A History of Cyprus, III (Καίμπριτζ, 1948), 527-44].

[←76]

Angiolello, Hist. turchesca, επιμ. Ursu (1909), σελ. 32-33.

[←77]

Πρβλ. Mομφερράτο, Σιγισμοῦνδος Πανδόλφος Μαλατέστας, σελ. 46-50. Η ημερομηνία τής αναχώρησης τού Μαλατέστα από τον Moριά αναφέρεται σε επιστολή τού Ενετού επόπτη (provveditore) Τζάκοπο Μπαρμπαρίγκο προς την κυβέρνηση τής πατρίδας του στις 18 Φεβρουαρίου 1466 [Sathas, VI, έγγραφο αριθ. 82, σελ. 87, γραμμές 2425, όπου η πλήρης αναφορά σε αυτή την εργασία επαναλαμβάνεται πιο κάτω]. Σημειώστε επίσης αυτό που θα μπορούσε να θεωρηθεί ως τελική απαλλαγή τού Μαλατέστα στα Sen. Secreta, Reg. 22, φύλλα 142-143 (144-145), με ημερομηνία 18 Μαρτίου 1466:

«Για τα πράγματα που ζήτησε και εξέθεσε ο λαμπρός κύριος Σιγκισμόντο Μαλατέστα, δηλαδή να επαινεθεί με δική μας επιστολή στον ανώτατο ποντίφηκα, καθώς επίσης να μάθει αν το κράτος μας θέλει να είναι έτοιμος να πάει στην υπηρεσία του σε μέρη που βρίσκονται στην ανατολή κλπ. ή αν όχι, τουλάχιστον να καταδεχτεί να δηλώσει σε αυτόν το κράτος μας, ότι θα ήταν πιο ευπρόσδεκτο να πάρει άλλο δρόμο, γιατί πρέπει να τον πάρει, και ότι άλλοι που εργάζονται στην υπηρεσία του θα ήθελαν να τούς συνιστούμε κλπ. Ομοίως να απαντήσουμε στους άνδρες του που παραμένουν στον Μοριά».

(Quod magnifico domino Sigismundo de Malatestis ad ea que petiit et exposuit, viz. commendari per nostras litteras summo pontifici, item quod si eum dominatio nostra vult ad servitia sua promptus reperitur ire et ad partes orientis et ponentis, etc. Sin minus, dignetur saltem dominatio nostra ei declarare que via sibi gratior esset, quoniam illam capiet, et quod aliis qui opera et servicio suo uti vellent, commendamus, etc. Item de gentibus suis que in Amorea remanserunt …. respondeatur)

Ότι η Βενετία θα τον σύστηνε με ευχαρίστηση στον πάπα και ήταν ικανοποιημένη που επέστρεφε στην Ιταλία και στην πατρίδα του (στο Ρίμινι). Ότι οι υποχρεώσεις του προς τη Βενετία είχαν εκπληρωθεί πλήρως και ότι η Γερουσία ήταν απολύτως πρόθυμη να τον συστήσει σε άλλους. Ότι εκείνοι από τα στρατεύματά του στον Moριά, που ήθελαν να παραμείνουν σε ενετική υπηρεσία μπορούσαν να παραμείνουν και οι άλλοι να επιστρέψουν στην Ιταλία. Ταυτόχρονα όμως η Γερουσία έγραφε στον Ενετό επόπτη (provveditore) στον Moριά να στρατολογήσει για περαιτέρω υπηρεσία μόνο τούς καλύτερους στρατιώτες και να αφήσει τούς άλλους να φύγουν.

[←78]

Jacomo (or Jacopo) Barbarigo, Dispacci della guerra di Peloponneso στο Κ. N. Sathas, Documents inédits relatifs a l’histoire de la Grèce au moyen age, VI (Παρίσι, 1884, ανατυπ. Αθήνα, 1972), αριθ. 1-87, σελ. 1-92.

[←79]

Στις αρχές Αυγούστου 1454 ο Ιμπραήμ μπέης (ο Μεγάλος Καραμάνος), πέθανε στο κάστρο τής Κάβαλλα (Kevele), κοντα στο Ικόνιο (Κόνια) και οι επτά γιοι του, έξι από τούς οποίους ήσαν νόμιμοι καρποί τού γάμου του με αδελφή τού Μουράτ Β΄, διαφωνούσαν όλοι μεταξύ τους για τη διαδοχή. Παρά το γεγονός ότι η κατάσταση απαιτούσε την προσοχή τού Mεχμέτ, δεν απαιτούσε ακόμη την παρουσία του [πρβλ. Babinger, Maometto (1957), σελ. 397-99].

[←80]

Η ενετική μούδα (muda) ήταν εμπορική νηοπομπή (ο όρος χρησιμοποιείτο επίσης για να περιγράψει το συγκεκριμένο διάστημα σύζευξης, κατά τη διάρκεια τής φόρτωσης μιας νηοπομπής), για το οποίο βλέπε F. C. Lane, «Fleets and Fairs: The Functions of the Venetian Muda» στο Studi in onore di Armando Sapori, I (Μιλάνο, 1957), 651-63. ανατυπ. στο Venice and History, Βαλτιμόρη, 1966, σελ. 128-41.

[←81]

Sathas, VI, αριθ. 27, σελ. 26-29, επιστολή στις 25 Ιουλίου 1465.

[←82]

Sathas, VI, αριθ. 15, σελ. 15-16. με ημερομηνία 26 Ιουνίου 1465, G. Soranzo, «Sigismondo…», Atti e memorie … per le provincie di Romagna, VIII (1918), 254-55.

[←83]

Sathas, VI, αριθ. 22, σελ. 22, γραμμές 911 με ημερομηνία 11 Ιουλίου 1465.

[←84]

Sathas, VI, αριθ. 28, σελ. 30, γραμμές 34 και εξής, με ημερομηνία 3 Aυγούστου και αριθ. 30, σελ. 31-32, με ημερομηνία 10 Αυγούστου 1465.

[←85]

Sathas, VI, αριθ. 18, σελ. 18, προφανώς με ημερομηνία 6 Ιουλίου 1465.

[←86]

Sathas, VI, αριθ. 20, σελ. 20.

[←87]

Sathas, VI, αριθ. 31, σελ. 32-33, με ημερομηνία 12 Αυγούστου 1465 και βλέπε αριθ. 42, 62, σελ. 43, 65-66.

[←88]

Soranzo, «Sigismondo … Atti e memorie … per le provincie di Romagna, VIII (1918), 239-52, 258, 264, 270-77 και σημειώστε Ian Robertson, «The Return of Cesena to the Direct Dominion of the Church after the Death of Malatesta Novello», Studi romagnoli, XVI (1965). 123-61. Όταν πέθανε ο Σιγκισμόντο τον Οκτώβριο τού 1468, άφησε το Ρίμινι στη σύζυγό του Ιζόττα ντέλλι Άττι και στον γιο τους Σαλλούστιο. Όμως ο Ρομπέρτο πήρε τον έλεγχο τής πόλης, με τη βοήθεια τής τριπλής συμμαχίας Μιλάνου, Φλωρεντίας και Νάπολης. Εξάλειψε την Ιζόττα και τον Σαλλούστιο το 1470 και αγωνίστηκε και κέρδισε παπική αναγνώριση ως κληρονομικός εκπρόσωπος (vicar) τού Ρίμινι το 1473. Μια δεκαετία αντιβασιλείας ακολούθησε τον θάνατο τού Ρομπέρτο (τον Σεπτέμβριο τού 1482), ύστερα από την οποία ο ακόλαστος γιός του Παντόλφο ανέλαβε την εκπροσώπηση (vicariate) μέχρις ότου ο Τσέζαρε Βοργία κατέλαβε το Ρίμινι το φθινόπωρο τού 1500 [βλέπε P. J. Jones, «The End of Malatesta Rule in Rimini» στο E. F. Jacob (επιμ.), Italian Renaissance Studies, Λονδίνο, 1960, σελ. 217-55, ιδιαίτερα σελ. 244 και εξής]. Μολονότι αυτό δεν έσβησε τις διεκδικήσεις των Μαλατέστα επί τού Ρίμινι, όμως τερμάτισε την πραγματική εξουσία τους.

[←89]

Sathas, VI, αριθ. 59, 62, 75, σελ. 63, 66-67, 79-80.

[←90]

«…in questo paise non se trovano al presente Turchi, se puol andar per tuto con cento cavalli…» [Sathas, VI, αριθ. 57, σελ. 61, γραμμές 6-7, επιστολή γραμμένη στη Μεθώνη στις 8 Νοεμβρίου 1465]. στη Βενετία για την αποτυχία τής μωραΐτικης εκστρατείας κατηγορήθηκε ο Μαλατέστα [Soranzo, «Sigismondo», Atti e memorie, VIII, 261-62].

[←91]

Sathas, VI, αριθ. 52, σελ. 57, γραμμές 12-13, Μομφερράτος [ό. π., σελ. 42] και πρβλ. Malipiero, Annali veneti στο Archivio storico italiano, VII -I (1843), 37:

«Στις 9 Φεβρουαρίου [1466] έγινε γενικός διοικητής ο Βεττόρε Καπέλλο στη θέση τού Τζάκομο Λορεντάν. Στις 20 Απριλίου μεταβιβάστηκε στον Βεττόρε Καπέλλο ολόκληρος ο στόλος και μετά την επίσκεψη στους τόπους τής Σινιορίας πήγε με 25 γαλέρες στον κόλπο τής Θεσσαλονίκης…».

(A’ 9 de fevrer e sta fatto capitanio general Vettor Capello in luogho de Giacomo Loredan. A’ 20 d’ avril, Vettor Capello ha tolto l’armada per consegnada, e dopo visitati i luoghi della Signoria, e anda con 25 galie in golfo de Salonichi…)

Η αποστολή τού Καπέλλο, που εκδόθηκε στο όνομα τού δόγη Κριστόφορο Μόρο, έχει ημερομηνία 25 Απριλίου 1466 [Sen. Secreta, Reg. 22, φύλλα 152-153 (154-155)].

O Λορεντάν επιδίωκε επί μήνες την απαλλαγή του από τη θέση τού γενικού διοικητή [στο ίδιο, φύλλο 116 (119), πρόταση που υποβλήθηκε στη Γερουσία στις 13 Σεπτεμβρίου 1465]:

«Επειδή ο ευγενής Τζάκομο Λορεντάν, ναυτικός γενικός διοικητής, με πολλές επιστολές του ζητά έντονα να καταδεχτούμε να προβλέψουμε διάδοχό του, λαμβάνοντας υπόψη την ηλικία του και την προσωπική του κατάσταση, η οποία είναι σαφές ότι θα μπορούσε να αποβεί επικίνδυνη γι’ αυτόν αν μείνει και αυτόν τον χειμώνα, αποφασίζεται ότι … πρέπει να επιλεγεί ναυτικός γενικός διοικητής στη θέση τού κυρίου Τζάκομο…»

(uoniam nobilis vir Jacobus Lauredano capitaneus generalis maris pluribus litteris suis maxima instantia postulat quod attenta etate sua et conditione persone, que non sine manifesto suo periculo hac hyeme stare posset foris, dignemur sibi de successore providere, vadit pars quod … eligi debeat unus capitaneus generalis maris loco prefati Ser Jacobi …).

Όμως ύστερα από δύο ψηφοφορίες στη Γερουσία η πρόταση καταψηφίστηκε με 64 υπέρ (de parte), 74 κατά (de non) και 9 λευκά (non sinceri).

[←92]

Arch. Segr. Vaticano, Reg. Vat. 465, φύλλο 43, «που γράφτηκε στη Ρώμη, στον Άγιο Πέτρο, το έτος κλπ. 1455, 12 μέρες πριν από τις καλένδες Μαΐου, κατά το πρώτο έτος τής παπικής μας θητείας» (datum Rome apud Sanctum Petrum, anno etc., MCCCCLV, duodecimo Kal. Maii, pontif. nostri anno primo). To έγγραφο επαινεί τον Πότζο, «o οποίος σαράντα και περισσότερα χρόνια ήταν γραμματέας σε αυτή την [Αποστολική] Έδρα, προσφέροντας υπηρεσίες σε εμάς και στη Ρωμαϊκή εκκλησία» (qui annis ut asseris amplius quadraginta dicte Sedis secretarius fuisti in nostris et Romane ecclesie obsequiis exercendis) [φύλλο 43].

[←93]

Reg. Vat. 465, φύλλα 245-246:

«…θέλοντας να συνεχιστεί και σε σένα η αποστολική εύνοια, ως εκ τούτου εμείς εμπιστευόμαστε εσένα, που είσαι επίσης γραφέας αποστολικών επιστολών και οικείος μας, με την υποβολή τής υπακοής σου και έχοντας υπόψη τις αρετές σου, επιθυμώντας να συνεχιστούν οι ειδικές χάρες, ώστε εσύ, στα βήματα τού αγαπημένου μας γιού διδάσκαλου Γεώργιου Τραπεζούντιου, τού πατέρα σου, ο οποίος είναι επίσης γραμματέας και οικείος μας, που άσκησε και ασκεί πιστά, προσεκτικά και επάξια το αξίωμα τού γραμματέα τόσο για εμάς όσο και για κάποιους προκατόχους μας Ρωμαίους ποντίφηκες στο παρελθόν…»,

(…ut te favoribus apostolicis prosequamur, hinc est quod nos te, qui etiam litterarum apostolicarum scriptor et familiaris noster existis, premissorum obsequiorum et virtutum tuarum intuitu specialibus favoribus prosequi cupientes sperantesque quod tu per vestigia dilecti filii Magistri Georgii Trapezuntii, genitoris tui, qui etiam secretarius et familiaris noster existit quique tam nostro quam nonnullorum predecessorum nostrorum Romanorum pontificum temporibus officium secretariatus fideliter, diligenter, et laudabiliter exercuit et exercet …)

που «εκδόθηκε στη Ρώμη, στον Άγιο Πέτρο, το έτος κλπ. 1456, τέσσερις μέρες πριν από τις νόνες Μαρτίου, κατά το δεύτερο έτος τής παπικής μας θητείας» (datum Rome apud Sanctum Petrum, anno etc., MCCCCLVΙ, tertio nonas Martii, anno secundo). Η επιστολή έχει ημερομηνία το έτος Ενσάρκωσης, το οποίο ξεκινά στις 25 Μαρτίου. Όμως ο Γεώργιος Τραπεζούντιος, «ένα κεφάλι λίγο ισορροπημένο» (un cervello poco equilibrato), κατέληξε να προβάλλεται ως τουρκόφιλος (και θαυμαστής τού Μωάμεθ Β΄), πράγμα που τον οδήγησε για κάποιο διάστημα στη φυλακή τού Καστέλ Σαντ’ Άντζελο [Angelo Mercati, «Le Due Lettere di Giorgio da Trebisonda a Maometto II», Orientalia Christiana periodica, IX (1943), 65-99].

Προχωρώντας πολύ πέρα από τις δυτικές ελπίδες για ένωση των Εκκλησιών, ο Γεώργιος Τραπεζούντιος είχε υποστηρίξει το αμάλγαμα τού Χριστιανισμού και τού Ισλάμ, πιστεύοντας στο ενδεχόμενο κυριαρχίας τού Μωάμεθ Β’ στην Ευρώπη. Μάλιστα ο σύγχρονός του Τζάκοπο ντε Λανγκούσκι απέδιδε στον Μωάμεθ Β΄ την ιδέα τής παγκόσμιας ενότητας υπό τη δική του αρχή [όπως παρέχεται στο χρονικό τού Zorzo Dolfin, Assedio e presa di Costantinopoli, επιμ. G. M. Thomas στο Sitzungsber. d.k. bayer. Akad. d. Wissen. zu Munchen, II (1868), 7]: «… μια σάς λέω πρέπει να είναι η αυτοκρατορία τού κόσμου, μία πίστη, μία μοναρχία» (…uno dice dover esser lo imperio del mundo, una fide, una monarchia)].

Δεν ήσαν λίγοι οι δυτικοί, οι οποίοι, όπως ο Γεώργιος Τραπεζούντιος, ήσαν πρόθυμοι να υπηρετήσουν τον Τούρκο καθώς και την Αγία Έδρα. Τον Ιούλιο τού 1453, στην πραγματεία του On the Truth of the Christian Faith, ο Γεώργιος είχε γράψει στον Μωάμεθ, «Θαυμάζω τὸ κράτος καὶ τὴν ἐξουσίαν, ἥν ἔδωκέ σοι ὁ θεός» [βλέπε Agostino Pertusi, La Caduta di Costantinopoli, II: L’Eco nel mondo, σελ. 68-79].

[←94]

Reg. Vat. 465, φύλλο 286, που «εκδόθηκε στη Ρώμη, στον Άγιο Πέτρο, το έτος κλπ. 1457, 8 μέρες πριν από τις καλένδες Σεπτεμβρίου, κατά το τρίτο έτος τής παπικής μας θητείας» (datum Rome apud Sanctum Petrum, anno etc., MCCCCLVII, octavo Kal. Septembris, pontif. nostri anno tertio), με επιστολή τής ίδιας ημερομηνίας προς τον επίσκοπο Λευκωσίας:

«Αγαπημένε μας γιέ διδάσκαλε Τζάκομπο κληρικέ, γιε τού πολυαγαπημένου μας εν Χριστώ γιού Ιωάννη, ένδοξου βασιλιά τής Κύπρου, δικέ μας νοτάριε, σε χαιρετούμε. … σε προσλαμβάνουμε με αποστολική εξουσία ως νοτάριο στη δική μας και αποστολική έδρα και ενώνουμε προς εύνοιά σου τις υπηρεσίες νοταρίου αυτής τής έδρας και άλλες δικές μας…».

(Dilecto filio Magistro Jacobo clerico, carissimi in Christo filii nostri Johannis Cypri regis illustris nato, notario nostro salutem … te in nostrum et apostolice sedis notarium auctoritate apostolica recipimus et aliorum nostrorum et dicte sedis notariorum consortio favorabiliter aggregamur…)

[←95]

George Hill, Hist, of Cyprus, III (1918), κεφ. ix-xii, ιδιαίτερα σελ. 530-31, 536 και εξής, 550 και εξής, 592-94, 620 και εξής. 631 και εξής], Jean Richard, «Chypre du protectorat a la domination venitienne», στο Venezia e il Levante fino al secolo XV, Φλωρεντία, 1973, σελ. 657-77, ιδιαίτερα 668 και εξής.

[←96]

E. Müntz, Les Arts a la cour des papes, I (Παρίσι, 1878), 228.

[←97]

Πρβλ. Gerhart Burck, Selbstdarstellung und Personenhildnis bei Enea Silvio Piccolomini, Βασιλεία και Στουτγκάρδη, 1956, ιδιαίτερα σελ. 1-4, 29-40, 53-67 (Basler Beiträge zur Geschichts- wissenschaft, τόμ. 56).

[←98]

Pastor, Gesch. d. Päpste, II (ανατυπ. 1955), 30.

[←99]

Voigt, Enea Silvio, ό. π., 606-19 και πρβλ. Müntz, Les Arts, I, 224, Pastor, Hist. Popes, III, 37-41, αναθεωρημένο στο Gesch. d. Päpste, II, 28-33. Όμως ο Voigt, ό. π., όντως σημειώνει ότι από την προηγούμενη γενιά διακεκριμένων ανθρωπιστών είχαν απομείνει μόνο οι Μπεκκαντέλλι και Φιλέλφο. Υπήρχαν καλοί λόγοι για τούς οποίους ο Πίος παρακρατούσε μεγάλα ποσά χρημάτων και προστασίας σε διάφορες άλλες περιπτώσεις.

[←100]

Ο Φιλέλφο είχε χαιρετίσει την εκλογή τού Πίου Β΄ στο παπικό αξίωμα ως την ανατολή τού ηλίου που διαλύει το σκοτάδι [Voigt, Enea Silvio, III, 606-7], αλλά τού έστειλε κατάλογο λαθών που είχαν δυστυχώς καταστρέψει κάποιο από τα έργα του, παρατηρώντας ότι αν αυτός (ο μεγάλος Φιλέλφο) ήταν στη Ρώμη, η φιλολογική φήμη τού Πίου θα προστατευόταν καλύτερα. Ο πάπας τού απάντησε μέσω τού Αμμανάτι, ότι βέβαια ήταν απλώς άνθρωπος. Μέσα σε τόσες έγνοιες αναμφίβολα έγραψε πράγματα τα οποία οι αδρανείς μπορεί να εύρισκαν λάθος, αλλά συνέβαινε να μην είναι ο ίδιος συγγραφέας τού ποιήματος στο οποίο ο Φιλέλφο είχε βρει τις ποσότητες λαθών! Κατά τα λοιπά ο Αμμανάτι δήλωνε ότι, αν ο Φιλέλφο ζούσε στη φτώχεια, οι ανηψιοί τού πάπα και η παπική κούρτη δεν βρίσκονταν σε πολύ καλύτερη κατάσταση. Ο πόλεμος κατανάλωνε τα παπικά έσοδα, ενώ, πέρα από αυτό, πολλοί ποιητές, ιστορικοί και φιλοσόφοι είχαν υπάρξει φτωχοί. Ο Αμμανάτι έγραφε στον Φιλέλφο για τις χριστιανικές αρετές, που ο γέρος παλιάνθρωπος δεν ήταν πιθανό να εκτιμήσει [Epistolae Iacobi Picolomini cardinalis Papiensis, Μιλάνο, 1521, φύλλο 11]. O Φιλέλφο πήγε στη Ρώμη, αλλά δεν τον υποδέχθηκαν πολύ θερμά και αργότερα χαιρέτησε τα νέα τού θανάτου τού Πίου με ποιητική έκκληση προς τις μούσες να αγάλλονται [Carlo de’ Rosmini, Vita di Francesco Filelfo da Tolentino, II (Μιλάνο, 1808), 320]. Όμως λίγο αργότερα το Ιερό Κολλέγιο έμαθε ότι ο Φραντσέσκο Σφόρτσα, δούκας τού Μιλάνου, είχε φυλακίσει τον Φιλέλφο και τον γιο τού τελευταίου Μάριο, λόγω των επιθέσεών τους εναντίον τής μνήμης τού Πίου, για την οποία χειρονομία υιικού σεβασμού προς τον θανόντα ποντίφηκα συντάχθηκε σημείωμα με ευχαριστίες προς τον Σφόρτσα στο όνομα τού Κολλέγιου [Arch. Segr. Vaticano, Arm. XXXIX, τόμος 10, φύλλο 26]. Για τη σταδιοδρομία τού Αμμανάτι, φίλου και προστατευόμενου τού Πίου, βλέπε Giuseppe Calamari, Il Confidente di Pio II: Card. Iacopo Ammannati-Piccolomini (1422-1479), 2 τόμοι, Μιλάνο, 1932.

[←101]

Reg. Vat. 515, φύλλο 99, «εκδόθηκε στη Ρώμη, στον Άγιο Πέτρο, το έτος κλπ. 1458, 5 μέρες πριν από τις καλένδες Δεκεμβρίου, κατά το πρώτο έτος τής παπικής μας θητείας» (datum Rome apud Sanctum Petrum, anno etc.. MCCCCLVIII, quinto Kal. Decembris, pontif. nostri anno primo).

[←102]

Reg. Vat. 515, φύλλο 109, «εκδόθηκε στη Ρώμη, στον Άγιο Πέτρο, το έτος κλπ. 1458, 6 μέρες πριν από τις καλένδες Nοεμβρίου, κατά το πρώτο έτος τής παπικής μας θητείας» (datum Rome apud Sanctum Petrum, anno etc., MCCCCLVIII, sexto decimo Kal. Novembris, pontif. nostri anno primo). Πρβλ. Voigt, Enea Silvio, III, 614.

[←103]

Reg. Vat. 515, φύλλα 201-202, «εκδόθηκε στη Μάντουα, το έτος κλπ. 1459, 4 μέρες πριν από τις καλένδες Οκτωβρίου, κατά το δεύτερο έτος τής παπικής μας θητείας» (datum Mantue. anno etc., MCCCCLVIIII, quarto Kal. Octobris, pontif. nostri anno secundo). Ο Γκρεγκόριο Λόλλι ντε Πικκολομίνι από τη Σιένα, διδάκτορας νομικής, διορίστηκε «γραφέας αποστολικών επιστολών» (scriptor litterarum apostolicarum).

[←104]

Reg. Vat. 516, φύλλα 135-136. Ο διορισμός τού Γκάσπαρο, που «εκδόθηκε στη Ρώμη, στον Άγιο Πέτρο, το έτος 1462 από την ενσάρκωση τού Κυρίου, στις καλένδες Ιανουαρίου, κατά το πέμπτο έτος τής παπικής μας θητείας» (datum Rome apud Sanctum Petrum, anno |ab incarnatione dominical MCCCCLXII, Kal. Ianuarii, pontificatus nostri anno quinto) περιέχει έπαινο προς τον πατέρα του:

«Μας έδειξε για μεγάλο χρονικό διάστημα υπακοή με ευχάριστη οικειότητα, με την ξεχωριστή του επιμονή και την ειλικρίνεια τής πίστης του, την εντιμότητα των ηθών του και την ακεραιότητα τής ζωής του στο αξιέπαινο αυτό ίδρυμα, το οποίο υπηρέτησε επάξια για περισσότερα από τριάντα χρόνια υπό διάφορους προκατόχους μας Ρωμαίους ποντίφηκες και τέλος κάτω από εμάς στη Ρωμαϊκή Εκκλησία, ώστε να μπορούμε να συγκατατεθούμε στον Θεό για τον όρκο σας. Η αναφορά που μάς παρουσιάζετε περιέχει την αφήγησή σας ότι κατά το δεύτερο έτος τού ευτυχούς μνήμης προκατόχου μας, τού Ευγένιου Δ’, γίνατε από αυτόν νοτάριος τού παπικού μας ταμείου, ενώ αργότερα ασκούσατε αξιώματα κάτω τον παπικό υποταμία και τον θησαυροφύλακα και παρομοίως κάτω από άλλους αξιωματούχους τού παπικού ταμείου, μαζί με άλλους νοτάριους που υπήρχαν εκείνη την εποχή, για περισσότερο από ένα χρόνο, έως ότου ο ίδιος ο Ευγένιος Δ’ σάς διόρισε αποστολικό γραμματέα…».

(Grata familiaritatis obsequia diu nobis prestita prout prestare perseveras, necnon fidei sinceritas, morum honestas et vite integritas laudabilisque institutio in quibus per annos ante triginta sub aliquibus Romanis pontificibus, predecessoribus nostris, et demum sub nobis Romane Ecclesie servivisti promerentur ut votis tuis quantum cum deo possumus annuamus: exhibita siquidem nobis tue petitionis narratio continebat te qui in secundo anno felicis recordationis Eugenii IIII, predecessoris nostri, notarius camere nostre apostolice ab ipso creatus fuisti postquam id officium sub vicecamerario et thesaurario ac aliis officialibus camere apostolice similiter cum aliis notariis tunc temporis existentibus ultra annum unum exercueras ab eodem Eugenio IIII in suum secretarium apostolicum creatum deputatumque fuisse…)

Πρβλ. στο ίδιο, φύλλα 166-167, γραμμένη στη Ρώμη στις 9 Ιουνίου 1463 και σημειώστε Voigt, Enea Silvio, III, 609-10, που δεν γνωρίζει γα τον διορισμό τού Γκάσπαρο την 1η Ιανουαρίου 1463.

Δεν γνωρίζω αν ήταν συγγενής των Μπιόντι ο Τομμάζο Μπιόντο ντι Στέφανο ντε Ρινούτσι, ο «αγαπημένε μας γιε Τομμάζο Μπιόντο ντι Στέφανο ντε Ρινούτσι, εφημέριε τής Πιστόια, βοηθέ μας ιερέα, σάς χαιρετώ…» (dilecto filio Thome Biondo Stephani de Rinutiis, canonico Pistoriensi, accolito nostro salutem…), ο οποίος διορίστηκε παπικός ακόλουθος ιερέως και εφημέριος στις 4 Φεβρουαρίου 1464 [Reg. Vat. 517, φύλλο 2]. Στις 24 Οκτωβρίου 1466 ο Παύλος Β΄ απένειμε στον Γκάσπαρο το «αξίωμα τού προϊσταμένου και φύλακα των μητρώων τού παπικού ταμείου» (officium custodie et magistri registri camere apostolice) [Reg. Vat. 542, φύλλο 186], πάλι με υπενθύμιση τής αφοσίωσης τού Φλάβιο στον παπισμό.

[←105]

Reg. Vat. 517, φύλλο 26, σημείωση με ημερομηνία 16 Σεπτεμβρίου 1473.

[←106]

Reg. Vat. 516, φύλλα 257-258, «εκδόθηκε στη Σιένα, το έτος κλπ. 1464, 4 μέρες πριν από τις καλένδες Απριλίου, κατά το έκτο έτος τής παπικής μας θητείας» (datum Senis. anno, κλπ., MCCCCLXIIII, quarto Kal. Αprilis, pontif. nostri anno sexto). Ο διορισμός τού Μπαττίστα Πότζο έχει την ίδια μορφή με εκείνον τού Πατρίτσι, που παρέχεται στην επόμενη σημείωση. Μπορούμε επίσης να παρατηρήσουμε ότι στις 10 Φεβρουαρίου 1466 ο Παύλος Β΄ διόρισε τον Μπαττίστα στο «officium lectorie et taxatorie in bullaria litterarum apostolicarum», Reg. Vat. 542, φύλλα 103-104, «1465, 4 ημέρες πριν από τις ίδες Φεβρουαρίου, κατά το δεύτερο έτος τής παπικής μας θητείας» (MCCCCLXV, quarto Idus Februarii, pontificatus nostri anno II) και στις 10 Ιανουαρίου 1468 τον διόρισε «κληρικό λογιστή στο παρεκκλήσι μας και … στο [Παπικό] Ταμείο» (in capellanum nostrum et … Camere [Apostolice] clericum numerarium) [στο ίδιο, φύλλα 200-201], «1467, 4 ημέρες πριν από τις ίδες Ιανουαρίου, κατά το τέταρτο έτος τής παπικής μας θητείας» (MCCCCLXVII, quarto Idus Ianuarii, pont. nostri anno IV).

[←107]

Reg. Vat. 516, φύλλα 258-259, που «εκδόθηκε στη Σιένα, το έτος κλπ. 1464, στις καλένδες Απριλίου, κατά το έκτο έτος τής παπικής μας θητείας» (datum Senis. anno κλπ., MCCCCLXIIII, Kal. Αprilis, pontif. nostri anno sexto):

«Αγαπημένε μας γιέ διδάσκαλε Αγκοστίνο Πατρίτσι, ιερέα τής Σιένα, συνοψιστή αποστολικών επιστολών, μυστικέ ιερέα και μέλος τής οικογενείας μας, σάς χαιρετούμε κλπ. Η μεγάλη εξοικείωση με την υπακοή που μάς έχετε προσφέρει μέχρι σήμερα, η συνεχής από μέρους μας χρήση των ενδιαφερουσών μελετών σας, η εντιμότητα τής ζωής και η ευθύτητα των ηθών και άλλα αξιέπαινα προσόντα και αρετές, η οικεία εμπειρία που έχουμε πάρει από το πρόσωπό σας, καθώς επίσης και αξιόπιστες μαρτυρίες που μάς έχουν βοηθήσει, μάς έχουν παρακινήσει να σάς προσφέρουμε ειδικές χάρες και εύνοιες. Έτσι λοιπόν πρόσφατα εμείς, παρακινούμενοι από κάποιες υψηλές αιτίες στο μυαλό μας, αποφασίσαμε να φέρουμε πίσω αριθμό συνοψιστών και να οργανώσουμε εκ νέου το γραφείο αυτού τού είδους των εβδομήντα συνοψιστών, όπως θα περιγράφεται πληρέστερα σε άλλες επιστολές μας που θα αποσταλούν [βλέπε στο ίδιο μητρώο, φύλλα 201-203, για τη θέσπιση γενικού προσωπικού εβδομήντα abbreviatores participantes]. Υπάρχει αριθμός συνοψιστών αποστολικών επιστολών, εκτός από τούς αγαπημένους μας γιούς συνοψιστές επιστολών που υπηρετούν στη μεγάλη αποστολική καγκελλαρία, επιπλέον εκείνων που είναι αβέβαιοι και συνήθως είναι πολλοί,ενώ υπολογίζουμε σε εβδομήντα μόνο αυτούς που υπάρχουν στην εν λόγω υπηρεσία. Εκτός λοιπόν από τον αριθμό που δεν έχει ακόμη συμπληρωθεί, αλλά είναι γνωστό ότι πολλές ακόμη θέσεις, εβδομήντα αυτού τού είδους, θα είναι ελεύθερες [τότε υπήρχε χώρος για κάποιους ανθρωπιστές!], επειδή επιθυμούμε εσείς, ο οποίος υπήρξατε επίσης συνεχώς ομοτράπεζός μας προσφέροντας την υπακοή σας, να συνεχίσετε την ιδιαίτερα αγαπητή σε εμάς υπηρεσία σας, με δική μας πρωτοβουλία … σάς προσλαμβάνουμε με αποστολική εξουσία στην ίδια θέση συνοψιστή επιστολών και σάς τοποθετούμε σε αυτό το γραφείο συνοψιστών…».

(Dilecto filio magistro Αugustino Patritio, presbytero Senensi, litterarum apostolicarum abreviatori, cappellano secreto et familiari nostro salutem, etc. Grata familiaritatis obsequia que nobis hactenus impendisti et adhuc sollicitis studiis impendere non desistis necnon vite ac morum honestas aliaque laudabilia probitatis et virtutum merita quibus personam tuam tam familiari experientia quam etiam fidedignorum testimoniis iuvari percepimus nos inducunt ut te specialibus favoribus et gratiis prosequamur, cum itaque nuper nos ex certis arduis animum nostrum moventibus causis numerum abreviatorum litterarum apostolicarum qui preter dilectos filios abreviatores litterarum ipsarum de maiori cancellarie apostolice presidentie sive porro existentes incertus et magnus esse consueverat ad septuaginta dumtaxat computatis hiis qui in dicta [p]residentia sive porro existunt abbreviatorum numerum reduxerimus ac officium septuaginta abbreviatorum huiusmodi de novo instituerimus prout in aliis nostris inde confectis litteris plenius continetur necnon numerus ipse nondum repletus sit, sed plura adhuc loca de eisdem septuaginta vacare noscantur, nos volentes te qui etiam continuus commensalis noster existis premissorum obsequiorum et meritorum tuorum intuitu favore prosequi gratioso motu proprio … te in earundem litterarum abreviatorem auctoritate apostolica recipimus ac officium abbreviatoris huiusmodi … tibi conferimus…)

[←108]

Πρβλ. επιστολή τού Καμπάνο προς Αμμανάτι, με ημερομηνία 15 Μαρτίου 1475 στo Arch. Segr. Vaticano, Arm. XXXIX, τόμος 10. ιδιαίτερα φύλλο 206.

[←109]

Raynaldus, Annales ecclesiastici ad ann. 1463, αριθ. 29-40, τόμ. XIX (1693), σελ. 131-35, η βούλλα Ezechielis prophetae. Πρβλ. Pius II, Comm., βιβλίο xii, αγγλική μεταφρ., σελ. 835, εκδ. Φρανκφούρτης, 1614, σελ. 344, ιδιαίτερα γραμμές 3-12, Pastor, Hist. Popes, ΙΙΙ, 317, 320-34 και Gesch. d. Päpste, II (ανατυπ. 1955), 246-47, 249-59, με πολλές αναφορές σε αρχειακές πηγές. Η μακροσκελής βούλλα Προφήτης Ιεζεκιήλ (Ezechielis prophetae) παρέχεται στο σύνολό της σε χειρόγραφο στη Bibl. Apost. Vaticana, Cod. Reg. lat. 557, φύλλα 104-108: «Βούλλα τής εξόδου τού πάπα προς τούς Τούρκους και των προνομίων αυτού τού περάσματος» (Βulla de profectione pape in Turchos et de prerogativis eiusdem passagii), «που εκδόθηκε στη Ρώμη, στον Άγιο Πέτρο, το έτος 1463 από την ενσάρκωση τού Κυρίου, 6 μέρες πριν από τιςκαλένδες Νοεμβρίου, κατά το έκτο έτος τής παπικής μας θητείας» (datum Rome apud Sanctum Petrum, anno Incarnationis dominice MCCCCLXIII, XI Kal. Novembris, pontificatus nostri anno sexto). Το απόσπασμα στο κείμενο υπάρχει στο φύλλο 105. Σημειώνω και άλλο αντίγραφο στα Miscellanea, Arm. XII, τόμος 4 (Bibl. Apost. Vaticana, Cod. Vat. lat. 12.256), φύλλα 55-73, ενώ εμφανίζεται και στο Aeneas Sylvius Piccolomini, Opera quae extant omnia (Βασιλεία, 1551, ανατυπ. Φρανκφούρτη, 1967), ep. ccccxii, σελ. 914-23.

[←110]

J. D. Mansi, Pii II … orationes, II (Lucca, 1757), 175 και πρβλ. Voigt, Enea Silvio, III, 687-90. Μολονότι η προσφώνηση αυτή (περιλαμβ. το Sextus agitur Annus) αναφέρεται στην έκδοση Φρανκφούρτης 1614 των Commentarii τού Πίου [σελ. 336-41], όμως το απόσπασμα σχετικά με τον τρόπο ζωής των καρδινάλιων και τού κλήρου τής κούρτης έχει παραλειφθεί. Έχω κάνει τη μετάφραση από το κείμενο στον Mansi. Aγγλική εκδοχή παρέχεται επίσης στο Pius II, Comm., βιβλίο xii, αγγλική μεταφρ., σελ. 823. Το απόσπασμα δεν υπάρχει στον Cugnoni, Opera inedita (1883), σελ. 544 και εξής. O Pastor, Hist. Popes, ΙΙΙ, 321 σημείωση, 324 και Gesch. d. Päpste, II (ανατυπ. 1955), 249, σημείωση 4, 252 φαίνεται ότι έχει δίκιο χρονολογώντας την προσφώνηση στις 23 Σεπτεμβρίου 1463.

[←111]

Pius II, Comm., βιβλίο xiii, αγγλική μεταφρ., σελ. 84549, Voigt, Enea Silvio, II (1862), 359-65. Ο Φραντσέσκο Σφόρτσα υποσχέθηκε μιλανέζικη δύναμη 2.000 ιππέων και 1.000 πεζών. Ο Μπόρσο ντ’ Έστε, δούκας τής Μόντενα, υποσχέθηκε δύο γαλέρες. Ο Λοντοβίκο Γκονζάγκα, μαρκήσιος τής Μάντουα, τού οποίου ο γιος ήταν καρδινάλιος, επίσης δύο γαλέρες. Οι Μπολωνιέζοι και οι Σιενέζοι υποσχέθηκαν δύο γαλέρες η κάθε πλευρά και η Λούκκα μία. Οι Φλωρεντινοί καθυστερούσαν, αλλά ο Κόσιμο Μέδικος ως ιδιώτης πολίτης πρόσφερε μια γαλέρα. Οι Γενουάτες συμφώνησαν να βοηθήσουν. Επτά καρδινάλιοι υποσχέθηκαν να εξοπλίσουν ένα πλοίο καθένας. Ο πάπας δεσμεύτηκε προσωπικά να προμηθεύσει με δικές του δαπάνες δέκα γαλέρες, τέσσερα μεγάλα πλοία μεταφοράς και μερικά μικρότερα, καθώς και αριθμό από φούστες (ελαφρά σκάφη που έμοιαζαν με γαλέρες). Η Νάπολη λίγα μπορούσε να κάνει, ως αποτέλεσμα τού πρόσφατου πολέμου ΑραγώνωνAνδεγαυών, αλλά η Ραγούσα θα έστελνε δύο γαλέρες. Οι Ιππότες τής Ρόδου τρεις, ενώ ο Σκεντέρμπεης, ο οποίος είχε υποχρεωθεί να κάνει ειρήνη με τούς Τούρκους, διαβεβαίωνε τον πάπα ότι δεν θα πρόδιδε το χριστιανικό στράτευμα. Πρβλ. Pastor, Acta inedita, I (1904), αριθ. 178, σελ. 266. αριθ. 181, σελ. 274. Tο μέγεθος των υποχρεώσεων των διαφόρων ιταλικών κρατών στον κατάλογο τού Πίου Β΄ βρίσκεται σε κατά προσέγγιση συμφωνία με τα ετήσια έσοδά τους και την οικονομική τους θέση κατά τον ύστερο 15ο αιώνα [Adolf Gotllob, Aus der Camera Apostolica des 15. Jahrhunderts, Ίννσμπρουκ, 1889, σελ. 256-58]. Με τα ιταλικά δεδομένα, οι Βαλκάνοι υπερασπιστές τής Χριστιανοσύνης εναντίον των Τούρκων ήσαν πολύ φτωχοί. Ο Σκεντέρμπεης διατηρούσε μικρά σχετικά χρηματικά ποσά στη Ραγούσα [Gelcich και Thallóczy, Diplomatarium ragusanum (1887), σελ. 746-47].

Δύο λεπτομερή σχέδια για τον χριστιανικό στόλο υπάρχουν στo Arch. Segr. Vaticano, Arm. XXXIX, τόμος 10, φύλλα 256-257:

«Σύνοψη τού ναυτικού στρατού που θα διαθέσει ο κύριός μας (Πίος Β΄): 25 γαλέρες και 2 μεγάλα πλοία μεταφοράς, εκτός από πολλά άλλα έκτακτα που ακολουθούν τον στρατό, ενώ από όλο τον εν λόγω αριθμό τού στρατού ο κύριός μας δεν θα πληρώσει παρά για 12 γαλέρες και 2 μεγάλα πλοία μεταφοράς με χίλιους άνδρες και η ανάγκη θα ικανοποιηθεί όπως προφανέστερα δείχνεται πιο κάτω κλπ.: κατ’ αρχήν 2 γαλέρες από το νησί τής Κύπρου, 3 γαλέρες από το νησί τής Ρόδου, 2 γαλέρες από το νησί τής Χίου, 3 γαλέρες από το νησί τής Μυτιλήνης, 1 γαλέρα από τον δούκα τού Αρχιπελάγους, 2 γαλέρες από την κοινότητα τής Ραγούσας. Σύνολο 13 γαλέρες. Δηλώνεται ότι οι κύριοι των εν λόγων τόπων θα εξοπλίσουν εύκολα τις προαναφερθείσες 13 γαλέρες, λόγω τού κλίματος που υπάρχει γενικά σε αυτά τα νησιά και τις χώρες, το οποίο θα κάνει τον κόσμο να πληρώνει με χαρά για να απελευθερωθεί αυτή τη φορά από τον κίνδυνο των Τούρκων, τον οποίο νιώθουν καθημερινά και οι κύριοι δεν θα πληρώσουν τίποτε από την τσέπη τους και θα προωθήσουν πραγματικά, κλπ.»

(Summario per larmata del mare a dare a n[ostro] s[ignore] (Pius II) galee XXV et II nave grosse oltra altre tante extraordinarie che sequiranno larmata, et de tutto el numero dele dicte armate n[ostro] s[ignore] non pagarà senon galee XII et II navi grosse con homini mille che satisfaranno al bisogno come più oltre evidenter se monstrara, etc.:/ Et primo la insula de Cypro … galee II;/ la insula de Rhodi … galee III;/ la insula de Chio … galee II;/ la insula de Mitilino … galee III;/ el Duca delarcipelago … galea I;/ la comunita de Ragusia … galee II. Summa galee XIII. Dechiarando le sopradicte galee XIII, i segnori de dicti lochi armaranno facilimamente, pero che la colta se metterà generalmente per le loro insule et pagesi, la quale aquesta facendo pagaranno alegramente i populi per francarse questa volta dal pericolo de Turchi che quotidie li desfanno et nulla spenderanno li segnori de loro borse, anzi avanzaranno, etc.)

Ακολουθεί λογαριασμός για το κόστος άλλων δώδεκα γαλερών προς 600 δουκάτα τον μήνα για τέσσερις μήνες (28.800 δουκάτα, για το οποίο το κείμενο δίνει λανθασμένα 28.000), δύο πλοίων (nave dui grosse) με χίλιους άνδρες, δηλαδή πεντακόσιους σε κάθε πλοίο, με μηνιαίο μισθό τρία δουκάτα για κάθε άνδρα για τέσσερις μήνες (12.000), καθώς και η μίσθωση των δύο πλοίων προς 400 δουκάτα το καθένα ή 800 για τα δύο, επί τέσσερις μήνες (3.200). Bλήματα για τις βαλλίστρες, πυρίτιδα για τα κανόνια και άλλα πράγματα θα κόστιζαν 1.000 δουκάτα. Tο σύνολο, που είναι προφανώς 45.000, καταγράφεται στο κείμενο ως 44.200 δουκάτα.

Εκτός από τα παραπάνω έξοδα, προβλεπόταν επιδότηση 46.000 δουκάτων για την Αλβανία [φύλλο 257]:

«Για τον στρατό τής Αλβανίας πραγματικά 1.000 ιππείς, με μισθό 4 δουκάτα τον μήνα επί 4 μήνες, 16.000 δουκάτα. Και για 1.500 πεζούς με μισθό 2,5 δουκάτα τον μήνα επί τέσσερις μήνες, 15.000 δουκάτα. Και για επιδότηση τού Σκεντέρμπεη, ο οποίος θα εμφανιστεί στο πεδίο με δικό του στρατό 15.000 ανδρών, 15.000 δουκάτα. Σύνολο 46.000 δουκάτα».

Tα σχέδια αυτά γίνονταν αισιόδοξα [φύλλο 257]:

(Per lo exercito dalbania veramente cavalli mille Ιtaliani utili a ducati IIII el mese per homo per mesi IIII vale ducati XVI m. Et per fanti mille V. c. [millecinquecento] a ducati dui e mezo el mese per mesi IIII ducati XV m. Et per subventione ad Scandarbech, el quale ussirà acampo con homini XV m. del suo exercito ducati XV m. Summa ducati XLVI m)

«Δηλώνεται ότι ο εν λόγω στρατός, όπως θα προελαύνει καθημερινά, θα κατακτήσει την Αλβανία και την κάτω Βλαχία, θα υποτάσσει τον Τούρκο προχωρώντας και θα φτάσει στα όρια τής Ελλάδας και θα πολλαπλασιαστεί εις τριπλούν από τούς σταυροφόρους, που θα περάσουν από την Ιταλία και τις άλλες χώρες κλπ. Γενικό σύνολο 90.200 δουκάτα».

(Dechiarando che dicto exercito como se move ala giornata vanno acquistando lalbania et la Walachia bassa sottoposite al Τurcο per modo che avanti che siano gionti al confino de la Grecia saranno multiplicati in triplo oltra li crucesignati che saranno passati d’ Italia et daltri pagesi, etc.: Summa summarum, ducati LXXXX m. II c)

To κείμενο δίνει λοιπόν σύνολο 90.200 δουκάτων, αλλά τα ποσά που προαναφέρθηκαν αθροίζονται σε 91.000. Tο κόστος τής εκστρατείας θα καλυπτόταν εν μέρει από τα λάφυρα, «δώρα τού Θεού» (Deo dante), τα οποία θα μπορούσαν να πάρουν οι γαλέρες αλώνοντας διάφορoυς τόπους και επίσης εκμεταλλευόμενες το πλεονέκτημα εκπτώσεων ανταλλαγής, που ήσαν διαθέσιμες στην Ανατολική Μεσόγειο για ιταλικά δουκάτα [φύλλο 256].

«Οι προαναφερθείσες 12 [παπικές] γαλέρες θα δέσουν στην Αγκώνα και θα επανδρωθούν με ενετικά πληρώματα, που θα είναι καλό να προέρχονται από τη Βενετία, ενώ δηλώνεται ότι, πέρα από τις 25 προαναφερθείσες συνήθεις γαλέρες και τα δύο ως ανωτέρω πλοία μεταφοράς, οι Ενετοί θα έχουν οπωσδήποτε 15 γαλέρες και θα διατηρούν ένοπλες δυνάμεις, για την προστασία των τόπων τους στην Ανατολική Μεσόγειο…» [συνεχιζόμενο στο φύλλο 257].

(Le supradicte galee XII mettendo banco in Ancona se armaranno pur de ciurme Venetiane si bene como ad Venegia, dechiarando che oltre ale sopradicte galee XXV ordinarie e navi due grosse ut supra, Venetiani ad ogni modo ne haveranno XV che tengono fora armate per conservatione de soi lochi de Levante…)

Αυτές οι εικοσιπέντε γαλέρες συν δεκαπέντε από τη Βενετία κάνουν σύνολο σαράντα γαλερών, χωρίς να προσμετρώνται οι διάφορες φούστες (fuste) και πειρατικές γαλέρες, καθώς και τα σκάφη των «άλλων εθνών που θα ακολουθήσουν τον στρατό … εναντίον των Τούρκων» (altre nationi che sequiranno larmata … contra Turchi), τα οποία όλα μαζί θα πρόσθεταν «άλλα πενήντα πλοία πέρα από τις προαναφερθείσες σαράντα γαλέρες, ενώ για όλες αυτές δεν θα πληρώσουμε παρά μόνο για δώδεκα», άφού για τις πρώτες δεκατρείς γαλέρες θα πλήρωναν η Κύπρος, η Ρόδος, η Χίος, κλπ. και για τις τελευταίες αναφερθείσες δεκαπέντε η Βενετία.

«Για να κάνουμε την επιχείρηση με τούς Ενετούς θα χρειαστούν 50 γαλέρες και 10 πλοία μεταφοράς με 4.000 πεζούς προς 2,5 δουκάτα τον μήνα επί 4 μήνες» (Ad fare la empresa con Venetiani et darli galee L et nave X con fanti IIII m. a ducati II et mezo per homo per mesi quatro), κλπ.

Στο δεύτερο σχέδιο στόλος πενήντα γαλερών θεωρούνταν απαραίτητος, και αφού τα νησιά τού Αιγαίου και η Ραγούσα θα παρείχαν τις δεκατρείς και η Βενετία δεκαπέντε (συνολικά δηλαδή εικοσιοκτώ), θα ήταν αναγκαίο να βρεθούν οι πόροι για εικοσιδύο: «Από το σύνολο των 50 γαλερών, παραμένει να πληρώσουμε για τις 22» (Resta fino alla summa de L galee XXII se hanno a pagare).

Εικοσιδύο γαλέρες προς 600 δουκάτα τον μήνα η καθεμία, θα κόστιζαν 52.800 δουκάτα, αριθμός που παρέχεται στο κείμενο. «Δέκα πλοία με 4.000 πεζούς, χωρίς συνυπολογισμό των μισθωμάτων των πλοίων…» (nave X con fanti IIII m., non pagando el corpo dele navi…), προς δυόμιση δουκάτα ανά άνδρα επί τέσσερις μήνες, θα κόστιζαν 40.000 δουκάτα, αριθμός που παρέχεται στο κείμενο. Εξακόσιοι ναύτες προς τέσσερα δουκάτα ανά άνδρα επί τέσσερις μήνες, θα κόστιζαν 9.600 δουκάτα, αριθμός που επίσης παρέχεται στο κείμενο. Προσθέτοντας τα 46.000 δουκάτα για την επιδότηση τής Αλβανίας όπως στο πρώτο σχέδιο, φτάνουμε σε γενικό σύνολο 148.400 δουκάτων. Στο κείμενο όμως εμφανίζεται ως «γενικό σύνολο 168.400 δουκάτα» (summa summarum duc. CLXVIII m, IIII c.), επειδή (κατά τη γνώμη μου) το αριθμητικό X (10) τοποθετήθηκε μετά το L (50), αντί να τοποθετηθεί πριν από αυτό.

Τουλάχιστον 140.000 δουκάτα προβλέπονταν για την αντιμετώπιση αυτών των δαπανών, 100.000 από τούς Ενετούς, 30.000 από τον φόρο δεκάτης που είχε επιβληθεί στα εκκλησιαστικά επιδόματα και 10.000 από την επιβολή (per la colletta) στους Εβραίους [φύλλα 256-257]. Επειδή το κείμενο αυτό, αλίμονο, είναι ένα από εκείνα που αντέγραψα, πριν ανακαλύψω ότι είχαν ήδη δημοσιευτεί, έχω περιορίσει τις παραθέσεις στα πιο σημαντικά αποσπάσματα. Tο πλήρες κείμενο υπάρχει στον Enrico Carusi, «Preventivi dispese per la spedizione contro il Τurcο al tempo di Pio II», Archivio Muratoriano, XIII (1913), 273-79, ιδιαίτερα σελ. 278-79 όπου ο Carusi όμως δεν προσπάθησε να αναλύσει τις οικονομικές ιδιοτροπίες. Αν το είχε κάνει, είμαι βέβαιος ότι θα είχε βελτιώσει την προσπάθειά μου.

[←112]

Pius II, Comm., βιβλίο xii, αγγλική μεταφρ., σελ. 793, 805, 809-11. εκδ. Φρανκφούρτης, 1614, σελ. 323, γραμμές 28 και εξής. 329-30 και 331-33. Για την ασθένεια τού Φιλίππου πρβλ. Pastor, Acta inedita, I, αριθ. 142, σελ. 185, επιστολή καρδινάλιου Γκονζάγκα προς τον πατέρα του, γραμμένη στο Τίβολι την 1η Ιουλίου 1463. Στην πραγματικότητα βέβαια οι Βουργουνδοί βρήκαν σοβαρούς λόγους καθυστέρησης και ο Φίλιππος δεν ξεκίνησε ποτέ για τη σταυροφορία [Pius II, Comm., βιβλίο xiii, σελ. 852-56, Voigt, Enea Silvio, II, 369-73].

Όμως μετά τον θάνατο τού Πίου ο Φίλιππος προφανώς συνέχισε να σκέφτεται για Ανατολική εκστρατεία, στην οποία φυσικά επιθυμούσε να συνεργαστούν οι Ιωαννίτες στο νησί τής Ρόδου, στους οποίους το 1465 έδωσε 10.000 χρυσά νομίσματα (ecus d’ or). Ο μεγάλος μάγιστρος Πέδρο Ραμόν Ζακόστα δαπάνησε αμέσως τα χρήματα στο Οχυρό Αγίου Νικολάου, το οποίο βρίσκεται ακριβώς βόρεια τής περιτειχισμένης πόλης σε αρχαίο μώλο, στον χώρο τού οποίου η μεσαιωνική παράδοση και η σύγχρονη έρευνα έχουν τοποθετήσει τον αρχαίο Κολοσσό τής Ρόδου [Αrchives of the Order at Malta (συντομογρ. αλλού ως ΑΟΜ), Libri Bullarum (1465-1466), φύλλο 160, δημοσιευμένο από Albert Gabriel, La Cité de Rhodes, I (Παρίσι, 1921), 144-45, έγγραφο γραμμένo στη Ρόδο στις 20 Ιουνίου 1465]. Ο Ζακόστα ανέμενε να ολοκληρωθεί ο πύργος και ο προμαχώνας τού οχυρού σε δύο χρόνια. Πρβλ. επίσης Gabriel, I, 79-87.

[←113]

Pius II, Comm., βιβλίο xiii, αγγλική μεταφρ., σελ. 849, Voigt, Enea Silvio, II, 865, γραμμές 6-11.

[←114]

«Exercuit in tantam insolentiam tantamque dominandi libidinem immanissimus hostis Turcus ut totus pene orbis eum non capere videatur….». Arch. di Stato di Venezia, Sen. Secreta, Reg. 21, φύλλο 164, δημοσιευμένο στο Ljubić, Listine, X (1891), 258.

[←115]

Pastor, Acta inedita, I, αριθ. 148, σελ. 188-93, με ημερομηνία 24 Σεπτεμβρίου 1463: Ο Πίος Β’ είχε σοβαρή πρόθεση για τη σταυροφορία και τώρα ήταν υποχρεωμένος να συνεχίσει στο έργο, δεδομένου ότι είχε προφανώς εξασφαλίσει τη δέσμευση σε αυτήν τού Φιλίππου τής Βουργουνδίας:

«Νομίζουμε ότι η Αγιότητά του συμμετέχει με μεγάλο ζήλο σε αυτό το εγχείρημα, τόσο λόγω τού αξιώματός του, όσο και λόγω τής υπόσχεσης που έχει δώσει στον επιφανή δούκα τής Βουργουνδίας, από την οποία η Αγιότητά του δεν μπορεί να παραιτηθεί με κανένα τρόπο» [στο ίδιο, σελ. 189].

(Noy consideramo la Santità Sua molto ardente a questa impresa, si per l’officio suo, si perchè già havea fatta tal promessa a lo illustre duca de Borgogna, che non era possibile a Sua Santità per alcun rispetto desistere da quella)

Η εχθρότητα τού Φραντσέσκο Σφόρτσα προς τη Βενετία εμπόδιζε τη εκ μέρους του υποστήριξη τής σταυροφορίας, πράγμα που έσπρωχνε τον πάπα στα χέρια τής Δημοκρατίας, τής οποίας η επιτυχία στον πόλεμο θα αύξανε αναπόφευκτα τη δύναμή της στην Ιταλία. Ήταν προφανές ότι ο δούκας τής Βουργουνδίας και οι δυτικοί σύμμαχοί του δεν θα επεδίωκαν να αποκτήσουν νησιά στο Αιγαίο ή εδάφη στην Ελλάδα και στα Βαλκάνια:

«…και έχοντας ήδη η Αγιότητά του συμφωνήσει με τούς Ενετούς και δώσει τον εαυτό του σε αυτούς, ακόμη κι αν εἰχαμε άλλο σχέδιο γι’ αυτό το γεγονός, ο Μακαριώτατος δεν θα μπορούσε να το κάνει και όλη η δόξα θα ήταν των Ενετών και έτσι όλα τα κέρδη και οι κατακτήσεις θα ήταν δικά τους, γιατί ούτε ο δούκας τής Βουργουνδίας, ούτε άλλοι κύριοι πέρα από τα βουνά θα επιδίωκαν να κατακτήσουν νησιά ή επαρχίες στην ανατολή, σε πλήρη αντίθεση με αυτό που επιδιώκουμε εμείς. Γι’ αυτό το λόγο πρέπει να προσέξουμε πολύ να μην απογοητεύουμε την Αγιότητά του με την προστασία μας [!], γιατί θα τον ρίξουμε στα χέρια των Ενετών…» κλπ.

(… et essendosi già la Santità de Nostro Signore intesa con Venetiani e datosi a loro, se ben volessemo poy noy far altre intelligentie circa questo fatto, non potria Sua Beatitudine farlo e tutta la gloria saria de Venetiani et cossi tutto il guadagno e conquisto saria loro, perchè nè il duca de Borgogna nè altri signori ultramontani cerchaveno d’ aquistar ysole nè provintie in oriente e nè seguirebe tuto il contrario de quello noy cerchamo; per la qual cosa a noy pareva de haver ben gran riguardo a non desperare Sua Santità de nostri presidii [!], si che se precipitasse in man de Venetiani …)

Το μιλανέζικο σχέδιο λοιπόν ήταν να εξαπατήσουν τον πάπα ως προς την πεποίθηση ότι ο Σφόρτσα θα βοηθούσε τη σταυροφορία (πράγμα που ο ίδιος δεν είχε καμία πρόθεση να κάνει), για να διατηρήσουν επιρροή στην παπική κούρτη και να είναι σε καλύτερη θέση να ματαιώσουν την ενετική φιλοδοξία. Οι πρεσβευτές παρουσίασαν αριθμό εμποδίων στον τρόπο χρηματοδότησης τής εκστρατείας και έφτασαν στο ερώτημα τού ποιος θα έμπαινε επικεφαλής της. Εδώ πίστευαν ότι τα συμφέροντα τής Βουργουνδίας και τής Βενετίας θα έρχονταν ευτυχώς σε σύγκρουση:

«Στη συνέχεια πρέπει να έρθουμε να εξετάσουμε ποιος είναι ο ανώτερος τής εκστρατείας και να μην πιστεύουμε ότι ο δούκας τής Βουργουνδίας θα θέλει να είναι κάτω από τον διοικητή των Ενετών, αλλά το αντίθετο. Έπειτα, όταν θα έχει γίνει η κατάκτηση, στην οποία θα έχουν συνεισφέρει άλλες δυνάμεις σε μεγαλύτερη ποσότητα από τούς Ενετούς, έχει ήδη αιτιολογηθεί, κυρίως από αυτούς τούς απεσταλμένους τής Βουργουνδίας ότι αυτό που θα κατακτηθεί, θα κατακτηθεί στο όνομα τού Χριστού, κάτω από το λάβαρο με τον σταυρό τού Χριστού, για τον οποίο κάνουμε τον πόλεμο και ο εκπρόσωπος τού Χριστού θα έχει υπό τη διαιτησία του όλες τις κατακτήσεις και θα τις διαθέτει με τον πιο λογικό και πρόσφορο τρόπο για τη διατήρηση και αύξηση τής χριστιανικής πίστης. Πράγμα στο οποίο, πιστεύω, οι Ενετοί δεν θα συμφωνήσουν και θα μπορούσε να είναι η αιτία, … να μπερδευτεί και να εμποδιστεί αυτή η εκστρατεία…» κλπ. [στο ίδιο, σελ. 19091].

(Poy se vegnerà ad intender chi sia il superior de lo exercito et non credemo ch’el duca de Borgogna vogli star sotto il capitaneo de Venetiani nec contrario. Poy circa l’aquisto se farà, nam contribuendo altre potentie in digna quantità più che Venetiani, s’è già ragionato, maxime per questi ambasiatori de Borgogna che ogni cosa, che se acquistarà, se aquisti a nome de Christo sotto il vexilio de la croce de Christo, per lo qual si fa la guerra, e lo vicario de Christo habi ad haver tal aquisto in suo arbitrio et ordinare quello li parà ragionevole e più expediente per la conservatione et augmento de la fede Christiana; la qual cosa credemo Venetiani non consentirano e potria esser cagione, … vero de confunder et impedire questa impresa … )

Η ιδέα τής παπικής κυριαρχίας επί εδαφών που θα κατακτούνταν από τούς Τούρκους θα ήταν βέβαια ελκυστική για τον Πίο Β΄, ο οποίος (όπως σημειώνουν οι πρεσβευτές) δεν ήταν πολύ μεροληπτικός υπέρ των Ενετών (πράγμα που καθιστούν ξεκάθαρο έξι εκτεταμένα χωρία στα Commentarii) και έτσι βρέθηκε κι άλλο εμπόδιο στην ενετική εξέλιξη: «και έτσι δεν θα έχουμε όλα τα κέρδη …!» (et cosi non hariano tutto il guadagno…!).

Όμως ο Πίος, έμπειρος διπλωμάτης, ταίριαζε πλήρως με τούς ευγενικούς απατεώνες με τούς οποίους διαπραγματευόταν. Σε επιστολή στις 16 Νοεμβρίου προς Φραντσέσκο Σφόρτσα οι απεσταλμένοι υπερασπίζονταν τούς εαυτούς τους εναντίον τής κατηγορίας τού Σφόρτσα ότι είχαν αμελήσει να τον κρατούν ενήμερο για τις παπικές υποθέσεις, αλλά συμφωνούσαν «ότι η Αγιότητά του ο Κύριός μας έχει χρησιμοποιήσει μεγάλη τέχνη και υποκρισία με αυτήν [δηλαδή την Εξοχότητά σας] στο έργο αυτής τής δίαιτας [της Μάντουα]…!» (che la Sanctità de Nostro Signore habi usata molta arte e simulation con essa in queste pratiche dela dieta… !» [στο ίδιο, αριθ. 171, σελ. 246].

Παρόλο που τα συμφέροντα τού παπισμού και τού Μιλάνου ταυτίζονταν στο θέμα τής Νάπολης, όμως αυτά συγκρούονταν στο θέμα τής Βενετίας. Οι λόγοι γι’ αυτό είναι προφανείς και έχουν αναφερθεί αλλού σε αυτόν τον τόμο. Συνολικά μού φαίνεται ότι σε όλη τη διπλωματία παρασκηνίου των ετών 1458-1464 ο Πίος Β΄, όποιες κι αν ήσαν οι περιπτώσεις ανειλικρίνειάς του, έπαιζε το πιο καθαρό παιχνίδι και ήταν σχεδόν μόνος στην προθυμία του να κάνει θυσίες για την Ανατολική Χριστιανοσύνη. Για τις μιλανέζικες σχέσεις με τον παπισμό βλέπε γενικά Pastor, Acta inedita, I, αριθ. 154, 159-61, 163, 171 (αναφέρθηκε πιο πάνω), 178-79.

Οι Φλωρεντινοί διατηρούσαν τούς ίδιους φόβους με τον Φραντσέσκο Σφόρτσα για ενετική άνοδο ως αποτέλεσμα μιας επιτυχούς σταυροφορίας. Έβλεπαν πολλές δύσκολίες στη χρηματοδότηση τής σταυροφορίας και συναλλάσσονταν διαρκώς με τούς Τούρκους. Τώρα ανησυχούσαν για τούς εμπόρους και τα πλοία τους στα τουρκικά ύδατα [στο ίδιο, αριθ. 150-51, 156-57, 162. 165, 169, 172, 174]. Υποσχέθηκαν «να κάνουν το καθήκον τους και να διαφυλάξουν την τιμή τους όταν θα ήσαν βέβαιοι για την ασφάλεια των πλοίων τους» [υπ’ αριθ. 174, σελ. 259]. Ασφαλώς κανένας σύγχρονος δεν αμφισβητούσε την αυθεντικότητα των φόβων τής Βενετίας για τον Τούρκο, καθώς η Δημοκρατία κινούνταν αργά προς τον πόλεμο με την Πύλη την άνοιξη και τις αρχές τού καλοκαιριού τού 1463. Κάθε διαδοχικό έγγραφο επιβεβαιώνει αυτόν τον φόβο. Πρβλ. Ljubić, Listine, X, 238-39, 250-52, 257-59, κλπ.: η ανησυχία των άλλων δυνάμεων ήταν προφανώς η προβλέψιμη πορεία τής ενετικής πολιτικής σε περίπτωση νίκη απέναντι στους Τούρκους.

[←116]

Pastor, Acta inedita, I, αριθ. 150, σελ. 198, έγγραφο με ημερομηνία 1 Οκτωβρίου 1463.

[←117]

Στο ίδιο, αριθ. 153, σελ. 206, έγγραφο με ημερομηνία 9 Οκτωβρίου 1463 και πρβλ. αριθ. 166 και 170, όπου ο πάπας λέει περίπου τα ίδια πράγματα στον Μπενβολιέντι στις 12 Νοεμβρίου, μη γνωρίζοντας τώρα ότι οι συμπατριώτες του δεν είχαν αρχίσει ακόμη να μαζεύουν τον φόρο δεκάτης από τον κλήρο, τον φόρο τριακοστής από τον λαό και τον φόρο εικοστής που είχε επιβληθεί στις περιουσίες των Εβραίων.

[←118]

Στο ίδιο, αριθ. 155, σελ. 211-12, με ημερομηνία 10 Οκτωβρίου 1463.

[←119]

Όττο ντελ Καρρέττο προς Φραντσέσκο Σφόρτσα, επιστολή γραμμένη στη Ρώμη στις 25 Ιανουαρίου 1464 στον Pastor, Acta inedita, I, αριθ. 179, σελ. 268. Ο πάπας ρώτησε επίσης τον πρεσβευτή για τη φημολογούμενη συμμαχία τού Μιλάνου με τη Γαλλία εναντίον τής Βενετίας, η οποία θα ήταν πολύ επιζήμια για τη σταυροφορία. Ο ντελ Καρρέττο αρνήθηκε ότι γνώριζε οποιαδήποτε τέτοια συμφωνία μεταξύ Σφόρτσα και Λουδοβίκου ΙΑ’ [στο ίδιο, σελ. 270-71].

[←120]

Μπενβολιέντι προς Σιένα, 5 Νοεμβρίου 1463 [Pastor, Acta inedita, 1. αριθ. 166, σελ. 237]:

«Υπάρχουν νέα ότι οι Ενετοί πήραν την Κόρινθο στον Μοριά και λένε ότι τώρα μπορεί να είναι κυρίαρχοι τού Μορέως. Αυτό είναι μεγάλο γεγονός, γιατί πρόκειται για ευγενέστατη επαρχία, με περίμετρο 700 μιλίων, που περιβάλλεται ολόκληρη από τη θάλασσα…».

(Novelle altre con ci sono, se non che li Venitiani anno preso Corintho de la Morea, e puòsi hora dire interamente sieno signori de la Morea. La quale è un gran facto, nobilissima provincia, di giro 700 miglia, tutta circuita dal mare….)

Ακολουθεί περιγραφή τής ανοικοδόμησης τού Εξαμιλίου με 128 πύργους, όπου το τείχος κατασκευαζόταν μερικώς με κονίαμα, μερικώς με ξερολιθιά και μερικώς με τάφρους και μεγάλους προμαχώνες, «θαυμάσιο πράγμα να ακούει κανείς ότι φτιάχτηκε σε τόσο σύντομο διάστημα, φαίνεται σαν αρχαίο Ρωμαϊκό έργο» (cosa stupenda a udire in si breve tempo, che pare dell’uopere Romane antiche).

Δυστυχώς για τούς Ενετούς, η φήμη ότι είχαν πάρει την Κόρινθο δεν αλήθευε.

[←121]

Arch. Segr. Vaticano, Reg. Vat. 519, Pii II et Pauli II, S. Cruc., τόμος IV, φύλλα 6-7, «γράφτηκε στη Ρώμη, στον Άγιο Πέτρο, το έτος κλπ. 1463, τέσσερις μέρες πριν από τις ίδες Νοεμβρίου, κατά το έκτο έτος τής παπικής μας θητείας» (datum Rome apud Sanctum Petrum, anno etc., millesimo CCCCLXIII, tertio Idus Novembris, pontificatus nostri anno sexto):

«Για την προετοιμασία στρατού ξηράς και ναυτικού για εκστρατεία εναντίον των Τούρκων, σκληρών εχθρών τού χριστιανικού ονόματος, από τούς οποίους ο χριστιανικός λαός εξακολουθεί να υφίσταται αμέτρητες καταστροφές και πολλά δεινά, ύστερα από συμβουλή των σεβασμιώτατων αδελφών μας καρδιναλίων τής Αγίας Ρωμαϊκής Εκκλησίας, με τη συναίνεση επίσης πολλών ηγεμόνων και τοπικών ηγετών, άλλων ιεραρχών και διαφόρων εκπροσώπων αρχόντων και κοινοτήτων, που συγκλήθηκαν και συγκεντρώθηκαν πρόσφατα για τον λόγο αυτό στη στοργική πόλη μας, επιβάλλουμε φόρο ίσο με το ένα δέκατο τής πραγματικής αξίας όλων των προϊόντων, αποδόσεων και εισοδημάτων, καθώς και των εκκλησιαστικών επιδομάτων, σε ολόκληρη την Ιταλία και στους γειτονικούς με αυτήν τόπους [που αντικατέστησε τη φράση “σε όλο τον κόσμο” (in toto orbe terrarum), η οποία διεγράφη], τριετούς διάρκειας. Επιβάλλουμε επίσης φόρο ίσο με το ένα τριακοστό όλων των ετησίων προϊόντων και εισοδημάτων των λαϊκών προσώπων, ενώ στους Εβραίους επιβάλλουμε φόρο ίσο με το ένα εικοστό όλων των αγαθών, προϊόντων, αποδόσεων, εισοδημάτων και χρημάτων, καθώς επίσης και επί εκείνων που αποκτήθηκαν με οποιονδήποτε τρόπο μέσω τοκογλυφίας, που εμφανίζονται στα χέρια τους ως επιμέρους πληρωμές και έχουν αποσπαστεί υπό συγκεκριμένους όρους, τρόπους και μορφές και θα συλλεγούν προς επανόρθωση. Όπως θα περιγράφεται ευρύτερα σε άλλες δικές μας επιστολές που θα σταλούν στη συνέχεια, χάρη στην αδελφότητά σας, μέσω τής οποίας έχουμε αποκτήσει ειδική εμπιστοσύνη στον κύριο, αυτοί που θα εισπράττουν, συλλέγουν και αποσπούν αυτού τού είδους τούς φόρους δεκάτης, εικοστής και τριακοστής καθώς και κάθε άλλου είδους χρήματα ή αγαθά από χορήγηση συγχωροχαρτιών ή σταυροφορικούς εράνους των μετανοούντων σε πόλεις, εδάφη ή τόπους στην προαναφερθείσα επικράτεια, αφού εξετάσουμε και αποφασίσουμε, θα δεσμεύσουμε και θα διατάξουμε με αποστολική γραφή ότι για να σάς βοηθήσουμε θα αναθέσουμε καθήκοντα ή θα διορίσουμε και άλλους συλλέκτες, σύμφωνα με τη μορφή των εν λόγω επιστολών μας, σε πόλεις, εδάφη ή περιοχές, όπως θα κρίνουμε προσωπικά. Αυτός ο εκκλησιαστικός φόρος δεκάτης θα ενσωματώνεται, ανάλογα με την πραγματική αξία τού εισοδήματος συγκεντρωτικά αλλά και σε κάθε εκκλησία, μοναστήρι, οσπιτάλιο, κοινόβιο και άλλους ευσεβείς τόπους εκκλησιαστικούς ή λαϊκούς και με τακτικές παραγγελίες σε άνδρες και γυναίκες και σε ιεράρχες, συνελεύσεις καθεδρικών, ενοριακές συγκεντρώσεις, κολλέγια, ενοριακούς ιερείς, αρχιμανδρίτες, εφημέριους και άλλα εκκλησιαστικά πρόσωπα, οποιαδήποτε κατάστασης, βαθμού, τάξης και διάκρισης, ακόμη και πατριαρχικής, αρχιεπισκοπικής, επισκοπικής, μοναστηριακής ή οποιουδήποτε άλλου είδους εξαιρετικής, επίσης τιμητικής και ανεξαρτήτως αν από κάποια διατύπωση εξαιρείται ή δεν εξαιρείται. Επίσης, σύμφωνα με τη μορφή τής επιστολής που θα σάς γνωστοποιηθεί, να υπάρξει φροντίδα για να ζητηθούν, να πληρωθούν και να συγκεντρωθούν το ένα τριακοστό από τα λαϊκά πρόσωπα και των δύο φύλων και το ένα εικοστό από τούς Εβραίους…».

(Cum pro apparatu expeditione maritime et terrestris exercitus adversus Turchos, Christiani nominis hostes acerrimos, a quibus Christiano populo clades innumerabiles et dampna quam plurima continuo inferuntur, de consilio venerabilium fratrum nostrorum Sancte Romane Ecclesie cardinalium, accedente etiam consensu plurimorum principum et dominorum aliorumque prelatorum ac oratorum diversorum dominorum et comunitatum in hac nostra alma urbe propter hanc causam nuper convocatorum et congregatorum, unam integram decimam secundum verum valorem omnium fructuum, reddituum et proventuum quorumcumque beneficiorum ecclesiasticorum in tota Ytalia et partibus illi adiacentibus consistentium triennio durante ac trigesimam partem omnium fructuum et proventuum annuorum a laicalibus personis et a Iudeis vigesimam portionem omnium suorum bonorum, fructuum, reddituum et proventuum ac pecuniarum quarumcumque undecumque et quomodocumque etiam per usurariam pravitatem ad eorum manus provenientium portiones persolvendas sub certis terminis, modis et formis exigendas, levandas et colligendas imposuerimus, prout in aliis nostris super inde confectis litteris latius continetur, ea propter fraternitatem tuam de qua specialem in domino fiduciam obtinemus receptorem, collectorem et exactorem huiusmodi decime, vigesime et trigesime ac quarumcumque aliarum pecuniarum et bonorum ratione indulgentie seu cruciate conferendorum in civitalibus, terris et locis in dominio predicto consistentibus, constituentes ac deputantes per apostolica scripta committimus et mandamus quatenus adiunctis tibi aliis collectoribus iuxta formam dictarum litterarum nostrarum deputatis seu deputandis ad civitates, terras et loca huiusmodi personaliter accedas atque ipsam decimam integrant secundum verum valorem fructuum ab omnibus et singulis ecclesiis, monasteriis, hospitalibus, cenobiis et aliis piis locis ecclesiasticis secularibus et quorumcumque ordinum regularibus virorum et mulierum eorumque prelatis, capitulis, conventibus, collegiis, plebanis, rectoribus, canonicis aliisque ecclesiasticis personis cuiuscumque status, gradus, ordinis et preheminentie aut conditionis existant etiam si patriarchali, archiepiscopali, episcopali, abbatiali aut quavis alia prefulgeant dignitate etiam sub quavis verborum forma exemptis et non exemptis ac insuper trigesimam a laicalibus personis utriusque sexus ac a Iudeis vigesimam iuxta earumdem litterarum formam petere, exigere, levare et colligere cures… etc.)

Πρβλ. στο ίδιο, φύλλα 23-24, έγγραφο με ημερομηνία 3 Φεβρουαρίου 1464.

Υπάρχουν πολλές βούλλες που σχετίζονται με «φόρους δεκάτης, τριακοστής και Εβραίων εικοστής» (decima, tricesima et Ιudeorum vicesima) για τα χρόνια 1463-1464 στο ίδιο αυτό μητρώο, Reg. Vat. 519 φύλλα 5-6: «…σε όλους τούς Εβραίους και καθένα χωριστά σε όλη την Ιταλία και τα γειτονικά μέρη επιβάλλεται φόρος εικοστής σε όλα τα αγαθά τους, προϊόντα, αποδόσεις, εισοδήματα και χρήματα…» (…Iudeis omnibus et singulis in tota Ytalia et partibus adiacentibus constitutis vigesimam partem omnium bonorum suorum, fructuum, reddiluum et proveniuum ac pecuniarum…), κλπ. Φύλλα 9-10, 16-18: «…φόροι δεκάτης, εικοστής και τριακοστής για βοήθεια των χριστιανών εναντίον των φοβερών Τούρκων επιβάλλεται από εμάς και συλλέκτες άλλων επιδοτήσεων…» (…decimcque et trigesime ac vigesime in subsidium Christianorum contra immanissimos Turchos per nos indicte et aliorum subsidiorum collectoribus). Φύλλο 23: «… σε επιδοκιμασία τής εκστρατείας που προετοιμάζουμε εναντίον των Τούρκων, επιβάλλουμε φόρο δεκάτης στα εκκλησιαστικά επιδόματα, φόρο τριακοστής στους λαϊκούς και εικοστής στα έσοδα και τις αποδόσεις των Εβραίων…» (.. in suffragium expeditionis quam contra Turchos paramus unam decimam super ecclesiasticis beneficiis et trigesimam super laicorum et vigesimam super Iudeorum proventibus et reddilibus … imposuerimus …), ιδιαίτερα τα δύο έγγραφα στα φύλλα 40-45, κλπ.

Μια επιστολή τού Πίου Β΄ «σε μνήμη τού μελλοντικού βασιλιά» (ad futuram rei memoriam) με ημερομηνία 11 Νοεμβρίου 1463 αναφέρει:

«…Δεδομένου ότι ως εκ τούτου αποφασίσαμε πρόσφατα, με τη βοήθεια τού Θεού, να ετοιμάσουμε στόλο εναντίον αυτών των Τούρκων και άλλων εχθρών τού ονόματος τού Χριστού και να συμμετάσχουμε προσωπικά σε αυτού τού είδους την αποστολή το ερχόμενο καλοκαίρι, γι’ αυτό το λόγο σε όλους και καθένα, που γι’ αυτό το ιερό έργο θα συγκεντρωθούν οι ίδιοι προσωπικά για να πολεμήσουν ή για να καλύψουν τις δαπάνες εκείνων που θα πολεμήσουν, πληρώνοντας ανάλογα με την ικανότητα καθενός και τη δύναμη τής ευσεβούς ελεημοσύνης του, προσφέρουμε πλήρη άφεση από όλες τις αμαρτίες τους, σύμφωνα με συγκεκριμένο τρόπο και μορφή, που θα εκφράζεται στη συνέχεια σε οδηγίες μας, που θα περιέχονται πληρέστερα σε επιστολές που θα ετοιμαστούν κλπ.»,

(…Cum itaque nuper decreverimus opitulante domino classem contra eosdem Turchos et alios Christi nominis inimicos parare et personaliter ad expeditionem huiusmodi proxima estate accedere ac propterea omnibus et singulis qui ad hoc sanctum opus personaliter se contulerint aut bellatorem seu bellatores eorum sumptibus destinaverint sive pro facultatum suarum viribus pias elemosinas erogaverint, plenam omnium peccatorum suorum remissionem sub certis modo et forma tunc expressis duxerimus concedendam prout in nostris indeconfectis litteris plenius continetur … etc.)

«γράφηκε στη Ρώμη, στον Άγιο Πέτρο, το έτος 1463 από την ενσάρκωση τού Κυρίου, τέσσερις μέρε πριν από τις ίδες Νοεμβρίου, κατά το έκτο έτος τής παπικής μας θητείας» (datum Rome apud Sanctum Petrum anno Incarnationis dominice MCCCCLXIII, tertio Idus Novembris, pontificatus nostri anno sexto), Reg. Vat. 519, φύλλο 30.

[←122]

Arch. Segr. Vaticano, A. A., Arm. I-XVIII, αριθ. 1443, φύλλο 44:

«…Ούτε από την πλευρά μας θα σάς εγκαταλείψουμε. Ο πλούτος και η δύναμή μας υπάρχουν και δεν θα αποφύγουμε να χύσουμε το αίμα μας για τη δόξα τού Χριστού και τη σωτηρία τού ονόματος των χριστιανών. Προτρέπουμε την Αγιότητά σας και την αξιοθαύμαστη σοφία σας να μάς πείσετε ώστε να θελήσουμε να αγκαλιάσουμε και προσωπικά αυτή την ιερή αποστολή και να βαδίσουμε μαζί με τη μακαριότητά σας και τον επιφανή δούκα τής Βουργουνδίας. Αν και λόγω τής μεγάλης ηλικίας και τής μεγαλύτερης τώρα επιβάρυνσης τής εποχής μας γνωρίζουμε ότι είναι πιο δύσκολο, ειδικά όταν δεν είμαστε ισχυροί αλλά σχετικά επαρκείς, επιθυμώντας όμως να ανταποκριθούμε στις εντολές τής Αγιότητάς σας θα συγκεντρωθούμε και θα είμαστε όλοι μας στη διάθεση τού υψίστου δημιουργού μας και θα προσφέρουμε το άτομό μας στη μακαριότητά σας με ελεύθερο και έτοιμο μυαλό και θα έρθουμε να σάς συναντήσουμε και να αναχωρήσουμε με εσάς και με τον εξοχώτατο δούκα τής Βουργουνδίας. Τίποτε δεν θα αγνοήσουμε από όλα αυτά που πλήττουν τη δύναμή μας, ώστε αυτό το τόσο ιερό, τόσο ουράνιο, τόσο ένδοξο έργο να μπορέσει με τη βοήθεια τού Θεού να ολοκληρωθεί με επιτυχία. Γράφτηκε στο ανάκτορο των δόγηδων στις 12 Νοεμβρίου τής 12ης ινδικτιώνος τού έτους 1463»

(…Nec ulla ex parte deerimus: opibus, viribus ullis nostris, aut sanguini non parcemus pro Christi gloria proque salute nominis Christiani. Adhortatur nos Sanctitas vestra et admirabili sapientia sua nobis persuadet ut cum persona propria sanctam expeditionem complecti velimus et cum Beatitudine vestra et illustrissimo duce Burgundie proficisci; id etsi ratione senectutis et etatis nostre iam ingravescentis difficillimum esse noscamus, quando presertim haud robusti sed inhabiles satis sumus, in[h]erere tamen cupidi Sanctitatis vestre iussis collocantesque voluntatem et dispositionem nostram omnem in summo creatore nostro personam nostram Beatitudini vestre libero et prompto animo oblatam facimus obviam sibi accessuri et profecturi cum ea et illustrissimo duce Burgundie. Nichilque demum pretermissuri eorum omnium que vires patientur nostre ut tam sanctum, tam celeste, tamque gloriosum opus auxiliante Deo feliciter perfici possit. Datum in nostro ducali palatio die XII mensis Novembris, ind. XII, MCCCCLXIII).

Ας σημειωθεί ότι ο δόγης υποσχόταν να πάει στη σταυροφορία με τον πάπα και τον δούκα τής Βουργουνδίας: πολύ πιθανόν ο δόγης αμφέβαλλε ακόμη για την πραγματική πρόθεση τού πάπα.

[←123]

Pastor, Acta inedita, I, 110, 170, σελ. 243 και πρβλ. αριθ. 173-74, 176. Οι Σιενέζοι δεν έστελναν χρήματα ούτε στον πρεσβευτή τους: «είμαι με έξοδα και χωρίς χρήματα» (sto con spese et senza denari) [σελ. 261]. Την καλή άποψη τού Μπενβολιέντι για τον Πίο συμμεριζόταν ασφαλώς ο Αλβανός ανθρωπιστής τής επόμενης γενιάς Marinus Barletius, Historia de vita et gestis Scendebegi, 1η εκδ., Ρώμη, ca. 1509, βιβλίο xi, φύλλο cxliii, εκδ. Ζάγκρεμπ, 1743, σελ. 332-33.

Στις 22 Απριλίου 1464 η κυβέρνηση τής Σιένα διέθεσε τελικά μηνιαίο μισθό πενήντα δουκάτων για τον καπετάνιο των [δύο] γαλερών, τις οποίες η κοινότητα είχε υποσχεθεί να προσθέσει στον σταυροφορικό στόλο [Arch. di Stato di Siena, Pergamene Bichi (τόμος που περιέχει αριθ. 101-200), αριθ. 138, με την παλαιά αρίθμηση αριθ. 246]:

«Οι λαμπροί και ισχυροί άρχοντες, οι άρχοντες ηγούμενοι, οι κυβερνήτες τής κοινότητας και ο διοικητής τού λαού τής πόλης τής Σιένα, μαζί με τούς θαυμάσιους σημαιοφόρους δασκάλους, τα ονόματα των οποίων σημειώνονται παρακάτω [μεταξύ των δεκατεσσάρων ονομάτων υπάρχει αυτό τού Λεονάρντο ντε Μπενβολιέντι] … αποφάσισαν να δηλώσουν και δηλώνουν ότι ο μισθός ή αποζημίωση εκείνου τού άνδρα που θα επιλεγεί ως διοικητής των γαλερών, τις οποίες η λαμπρή κοινότητα τής Σιένα στέλνει εναντίον των ασεβέστατων Τούρκων και εχθρών τής χριστιανικής πίστης ύστερα από αίτηση τού ανώτατου ποντίφηκα πάπα Πίου …, είναι πενήντα δουκάτα τον μήνα…».

(Magnifici et potentes domini, domini priores gubernatores comunis et capitaneus populi civitatis Senarum, una cum spectabilibus vexilliferis magistris, quorum nomina inferius notata sunt … decreverunt declarare et declaraverunt quod salarium sive stipendium illus spectatissimi viri qui eligetur capitaneus galearum, quas magnificum comune Senarum mictit contra perfidissimum Turchum et inimichum Christiane fidei ad requisitionem summi pontificis Pape Pii … , sit quinquaginta ducatorum pro quolibet mense…)

Με απόφαση τής 29ης Ιουνίου που καταδίκαζε τον Μωάμεθ Β΄ και επαινούσε τον συμπολίτη τους (concivis) Πίο, οι Σιενέζοι διόριζαν τον Τζιοβάννι ντε Μπίκκι διοικητή των γαλερών τους, για να πάει στη σταυροφορία με τον «Πίο Β΄ … ο οποίος … ετοιμάζεται προσωπικά για να αντιμετωπίσει την τερατώδη μανία τού ίδιου τού δράκοντα…» (Pius Secundus … qui … in occursum eiusdem immanis draconis furoribus ire personaliter constituit…) [στο ίδιο, αριθ. 140, με την παλαιά αρίθμηση αριθ. 248].

Τρεις εβδομάδες πριν από τον θάνατό του ο Πίος έγραφε στον Τζιοβάννι ντε Μπίκκι (στις 24 Ιουλίου 1464),

«…Τώρα με το θέλημα τού Θεού φτάνουμε στην πόλη μας τής Αγκώνας και σκεφτήκαμε ότι θα είναι σημαντικό να είσαστε παρών εκείνη τη στιγμή και ερχόμενος σε εμάς να εκτελέσετε την εντολή των αγαπημένων παιδιών μας τής Σιένα…»

(..Pervenimus iam Deo volente ad civitatem nostram Anconitanam propter quod significandum tibi duximus adesse tempus ut ad nos venias executurus mandata dilectorum filiorum nostrorum Senensium…)

[στο ίδιο, αριθ. 128, με την παλαιά αρίθμηση αριθ. 232, όπου το πρωτότυπο σημείωμα απευθύνεται στην πίσω πλευρά προς «τον αγαπητό μας γιο Τζιοβάννι ντε Μπίκκι, Σιενέζο ιππότη» (Dilecto filio Johanni Bico, equiti Senensi)].

[←124]

Raynaldus, Annales ecclesiastici ad ann. 1463, αριθ. 52-56, τόμ. XIX (1693), σελ. 137-38.

[←125]

Στο ίδιο, αριθ. 45, τόμ. XIX, σελ. 135, επιστολή γραμμένη στο Mιλάνο στις 25 Οκτωβρίου 1163.

[←126]

Pius II, Comm., βιβλίο xiii, αγγλική μεταφρ., σελ. 857. Voigt, Enea Silvio, II, 374-75. Raynaldus, Annales ecclesiastici ad ann. 1464. αριθ. 3-9, τόμ. XIX (1693), σελ. 153-55 και αριθ. 25-30, σελ. 158-59. Για τη γαλλική παρέμβαση στα σχέδια τού Φιλίππου τής Βουργουνδίας να οδηγήσει προσωπικά τα στρατεύματά του πρβλ. Pastor, Acta inedita, I, αριθ. 182, σελ. 275. αριθ. 184, σελ. 278. αριθ. 187, σελ. 281-82, ιδιαίτερα αριθ. 188, σελ. 283-86, μιλανέζικη αναφορά με ημερομηνία 27 Απριλίου 1464, που αφορά τις οδηγίες τής πρεσβείας τού Λουδοβίκου ΙΑ’ προς τον Πίο Β΄, που αρνούνταν να επιτρέψει στον υποτελή τού Φίλιππο να πάει στην Ελλάδα για τη σταυροφορία. Σημειώστε επίσης αριθ. 189-90, 192. Λέγεται ότι ο Φίλιππος παρ’ όλα αυτά ετοιμαζόταν μέχρι τα τέλη Ιουνίου 1464 να πάει με τον Πίο στη σταυροφορία [Richard Vaughan, Philip the Good, Λονδίνο, 1970, σελ. 216-18, 368-72 και βλέπε πιο πάνω, σημείωση 112]. Οι σχέσεις μεταξύ Πίου Β΄ και Λουδοβίκου ΙΑ’ ήσαν πολύ κακές. Πρβλ. την αναφορά τού Μιλανέζου πρεσβευτή Αλμπρίκο Μαντέιρα προς τον Φραντσέσκο Σφόρτσα, γραμμένη στο Παρίσι στις 26 Μαΐου 1464 [Pastor, στο ίδιο, αριθ. 192]. Οι Γάλλοι πίεζαν διαρκώς για τη σύγκληση συνόδου στη Λυών, για τη διόρθωση των υποθέσεων τής εκκλησίας.

[←127]

Sen. Secreta, Reg. 22. φύλλο l (3) και πρβλ. την περιγραφή αποστολής με την ίδια ημερομηνία (2 Μαρτίου 1464), που εκδόθηκε στο όνομα τού δόγη για τον Φραντσέσκο Τζουστινιάν, ο οποίος πήγαινε στην Ουγγαρία ως ειδικός απεσταλμένος, για να συμμετάσχει στη στέψη τού Ματίας Κορβίνους (ut intersis coronationi regie Maiestatis), στον οποίο επρόκειτο να επαναλάβει την προσφορά τής Δημοκρατίας για 60.000 δουκάτα [ή φλουριά], «ότι πρέπει να προσφέρει [δηλαδή ο Τζιοβάννι Έμο, ο Ενετός πρεσβευτής στη Βούδα] στον γαληνότατο βασιλιά 60.000 φλουριά εξ ονόματός μας, για να βαδίσει η Μεγαλειότητά του με δικό του στρατό έξω από το βασίλειό του εναντίον των άπιστων Τούρκων» (quod offerre deberet serenissimo regi florenos LX m. nomine nostro, eunte Maiestate sua cum exercitu suo extra regnum suum contra perfidos Τurcοs) [στο ίδιο, φύλλα 1-2 και εξής και σημειώστε φύλλα 11, 17, 29].

[←128]

Sen. Secreta, Reg. 22, φύλλο 14, έγγραφο με ημερομηνία 17 Μαΐου 1464. Η Γερουσία δεν ήθελε να πάνε ούτε ο δεσπότης Θωμάς ούτε ο Ασάν Ζακκαρία ακόμη και στην Άγκώνα, γιατί αν πήγαιναν, η διαφωνία σίγουρα θα εμπόδιζε τη σταυροφορία:

«Είναι γνωστό ότι υπάρχουν παραδοσιακές προκαταλήψεις και διαιρέσεις μεταξύ Ελλήνων και Αλβανών, για τις οποίες καθένας αισθάνεται διαφορετικά και αν ο δεσπότης και ο Ασάν ταξιδέψουν οι ίδιοι σε εκείνα τα μέρη, θα μπορούσαν να γίνουν πράγματα, όπου το ένα σφάλμα θα ακολουθεί το άλλο και θα δυσκολέψουν ή, για να το πούμε αλλιώς, θα καταστήσουν αδύνατη αυτή την εκστρατεία…» [στο ίδιο, φύλλο 18].

(Notissime enim sunt consuete partialitates et divisiones Grecorum et Albanensium quoniam quidam unum alii aliud sentiunt cupiuntque, sique idem despotus et Assanius proficiscerentur ad partes illas certum teneri posset quod sequerentur errores priores prioribus qui difficillimam et ut ita dixerimus quodammodo impossibilem redderent impresiam illam …)

[←129]

Acta Consistorialia, στo Arch. Segr. Vaticano, Arm. XXXI, τόμος 52, φύλλο 66:

«Στις 18 Ιουνίου τού έτους 1464 από τη γέννηση τού Κυρίου ο αγιώτατος κύριός μας, ο κύριος πάπας Πίος Β΄, αναχώρησε από την πόλη τής Ρώμης κατευθυνόμενος στην Αγκώνα, για να προετοιμάσει στρατό εναντίον των ασεβέστατων Τούρκων. Τον συνόδευσαν όλοι οι καρδινάλιοι μέχρι τη γέφυρα Μόλλε, όπου ανέβηκε σε πλοίο και πήγε από το ποτάμι μέχρι το Οτρίκολι κλπ.» [πρβλ. Eubel, II, 34b].

(De June XVIII Iunii anno a nativitate Domini MCCCCLXIIII sanctissimus dominus noster, dominus Pius papa II, discessit ab urbe Romana dirigens se ad Anchonam ad preparandum arma contra nephandissimum Turchum: fuit asociatus per omnes cardinales usque ad Pontem Mollem ubi intravit navem que ivit per aquam usque ad Utriculum, etc.)

Ο Πίος άφησε τον ανηψιό του, τον καρδινάλιο Φραντσέσκο Τοντεσκίνι-Πικκολομίνι, ως λεγάτο του στη Ρώμη (legatus in urbe) [ό. π.].

[←130]

Card. Jacopo Ammanati, Ep. 41 στην εκδ. Φρανκφούρτης τού Pius II, Comm. (1614), σελ. 482-85. Τα Commentarii τού ίδιου τού Αμμανάτι στο ίδιο, σελ. 351-56. Pastor, Hist. Popes, ΙΙΙ, 353-57 και Gesch. d. Päpste, II (ανατυπ. 1955), 273-76, με παραπομπές σε άλλες πηγές.

[←131]

Πρβλ. Malipiero, Annali veneti στο Archivio storico italiano, VII-I (1843), 29: «Ο πάπας είναι εγκατεστημένος στο επισκοπείο στο βουνό…» (El papa era alozado in vescovado su’l monte…).

[←132]

Τζάκομο ντ’ Αρέτσο προς Λοντοβίκο Γκονζάγκα, από την Αγκώνα στις 21 Ιουλίου 1464 [Pastor, Acta inedita. I, αριθ. 198, σελ. 311 και πρβλ. αριθ. 200, σελ. 321]. Για τούς δύο χιλιάδες Σάξονες σταυροφόρους, «οι οποίοι αναχωρούν προς Αγκώνα» (qui se reduxerunt versus Anchonam), βλέπε την επιστολή τής ενετικής Γερουσίας προς τον πρεσβευτή τής Δημοκρατίας στην Αγία Έδρα με ημερομηνία 21 Ιουνίου 1464 στο Ljubić, Listine, X (1891), 305.

[←133]

Pastor, Acta inedita, I, αριθ. 196, σελ. 309, γραμμές 6-7. Όμως ο Πίος δεν ήταν καλά στις 22 τού μηνός [υπ’ αριθ. 199, σελ. 320]. Πρβλ. την επιστολή τής ενετικής Γερουσίας προς τον πρεσβευτή τους, με ημερομηνία 23 Ιουλίου (1464), στον Ljubić, Listine, X, 308.

[←134]

O Pastor, Acta inedita, I, αριθ. 167-68, σελ. 238-39 έχει δημοσιεύσει τα διατάγματα τής ενετικής Γερουσίας και τού Μεγάλου Συμβουλίου (Maggior Gonsiglio) με ημερομηνία 8 και 9 Νοεμβρίου 1463 αντιστοίχως, που αναγγέλουν την προσωπική συμμετοχή τού δόγη στη σταυροφορία. Πρβλ. στο ίδιο, αριθ. 173, 175, 180 και 185-86. Για τις δραστηριότητες τού Νικόλαου Κουζάνους σε σχέση με τη σταυροφορία τον Ιούνιο και Ιούλιο τού 1464 υπάρχουν πολλά λάθη στα έργα παλαιοτέρων ερευνητών (J. W. Zinkeisen, F. A. Scharpff, A. Jager, G. Uzielli και J. Marx) και κάποια ανεπάρκεια στον Pastor, Gesch. d. Päpste, III (ανατυπ. 1955), 274, 286-87, για την οποίο βλέπε Erich Meuthen, Die letzten Jahre des Nikolaus von Kues, Cologne, 1958, σελ. 122-25 και έγγραφο 93, σελ. 302-4. Ο Κουζάνους λέγεται ότι πέθανε στις 11 Αυγούστου αυτού τού έτους [για αναφορές συγχρόνων πρβλ. Meuthen, ό. π., σελ. 305]. Σημειώνω όμως ότι τα σύγχρονα Acta Consistorialia στo Arch. Segr. Vaticano, Arm. XXXI, τόμος 52, φύλλο 66 τοποθετούν τον θάνατο τού Κουζάνους στις 12 Αυγούστου:

«Θάνατος τού κυρίου καρδιναλίου τού ναού τού αλυσοδεμένου Αγίου Πέτρου: Στις 12 Αυγούστου τού έτους 1464 από τη γέννηση τού Κυρίου, κατά το έκτο έτος τής παπικής θητείας τού κυρίου Πίου, πέθανε στην πόλη Τουντερτίνα ο καλής μνήμης κύριος Νικόλαος καρδινάλιος τού ναού τού αλυσοδεμένου Αγίου Πέτρου και η ψυχή του αναπαύεται εν ειρήνη» [πρβλ. Eubel. II, 34b].

(Obitus domini Sancti Petri in Vincula: Die XII Augusti, anno a nativitate Domini MCCCCLXIIII, pontificatus domini Pii anno VI, obiit in civitate Tudertina bone memorie dominus Nicolaus Sancti Petri in Vincula cuius anima quiescat in pace)

[←135]

Sen. Secreta, Reg. 22, φύλλο 28 (31), έγγραφο με ημερομηνία 1 Αυγούστου 1464. Ο δόγης χρονοτριβούσε κι άλλο, εξοργίζοντας τη Γερουσία [στο ίδιο, φύλλο 29. Δεν υπάρχει εγγραφή στο Senatus Secreta μεταξύ 13 και 20 Αυγούστου].

[←136]

Ο Μιλανέζος πρεσβευτής, Παγκανίνο προς τον Φραντσέσκο Σφόρτσα, από την Αγκώνα την 1η Αυγούστου 1464 [Pastor, Acta inedita, I, mi, 201, σελ. 322], επίσης για τούς Τούρκους στη Ραγούσα. Ο Παγκανίνο σημειώνει την άφιξη στην Αγκώνα τού Βησσαρίωνα «με καλά εξοπλισμένη γαλέρα» (con una galea ben armata). Για την αυξανόμενη ασθένεια τού Πίου Β΄ πρβλ. στο ίδιο, αριθ. 202-3.

[←137]

Pastor, Acta inedita, I, αριθ. 203, σελ. 328-29.

[←138]

Ammanati, Ep. 41 στην εκδ. Φρανκφούρτης των Pius II’s Comm. (1614), σελ. 487-89 και στα Commentarii τού ίδιου τού Ammanati, στο ίδιο, σελ. 359-61. Pastor, Acta inedita, I, αριθ. 204, σελ. 329. Campano, Vita Pii II, επιμ. G. C. Zimolo στο νέο Muratori, RISS, III3 (1964), 85-87 και Platina, Life of Pius, στο ίδιο, σελ. 11011. Sanudo, Vite de duchi στο RISS, X X11 (1733), στήλες 1174, 1180-81 (η σύζυγος τού δόγη Κριστόφορο Μόρο ήταν αδελφή τού παππού του Sanudo, στο ίδιο, στήλη 1180C, αλλά το κείμενο των Vite, όπως έχει τυπωθεί, χρονολογεί λανθασμένα τον θάνατο τού πάπα στις 13 Αυγούστου και την επιστροφή τού δόγη στη Βενετία στις 16 τού μηνός). Corpus chronicorum bononiensium ad ann. 1464 στο νέο Muratori, RISS, XVIII, μέρος 1, τόμ. IV, σελ. 325a, 336 και 329a, 339, με λανθασμένη ημερομηνία (18 Ιουλίου) άφιξης τού Πίου στην Αγκώνα. Cristoforo da Soldo στην ονομαζόμενη Istoria bresciana, RISS, XXI (1732), στήλη 900 και επιμ. G. Brizzolara στο νέο Muratori, RISS, XXI, μέρος 3. σελ. 146. Giov. Simoneta, Res gestae Fr. Sfortiae, βιβλίο xxx στο RISS, XXI, στήλες 763 64 και επιμ. G. Soranzo στο νέο Muratori, RISS, XXI, μέρος 2, σελ. 478. Ann. forolivienses ad ann. 1464 στο RISS, XXII (1733), στήλη 226F. Raynaldus, Annales ecclesiastici ad ann. 1464, αριθ. 38-51, τόμ. XIX (1693), σελ. 161-65, ο οποίος δεν αναφέρει την άφιξη τού ενετικού στόλου ακριβώς πριν από τον θάνατο τού Πίου Β΄. Πρβλ. Malipiero, Annali veneti, στο Archivio storico italiano, VII – 1 (1843), 30-31, ο οποίος επίσης γράφει ότι ο δόγης έφυγε από την Αγκώνα στις 16 Αυγούστου. Pastor, Hist. Popes, III, 368 και εξής και Gesch. d. Päpste, II (ανατυπ. 1955), 284 και εξής. Kretschmayr, Gesch. v. Venedig, II (1920, ανατυπ. 1964), 372-73. Babinger, Maometto (1957), σελ. 351-55.

Tα Acta Consistorialia, Arch. Segr. Vaticano, Arm. XXXI, τόμος 52, φύλλο 66 τοποθετούν τον θάνατο τού πάπα στις 14 Αυγούστου:

«Θάνατος κυρίου πάπα Πίου τού δεύτερου: Στις 14 Αυγούστου τού ως άνω έτους [1464], όπου η προηγούμενη εγγραφή καταγράφει τον θάνατο τού Νικόλαου Κουζάνους], κατά την αγρυπνία τής Κοιμήσεως τής Θεοτόκου, την τρίτη ώρα τής νύχτας [περίπου στις 11 μ.μ.] … πέθανε ο καλής μνήμης κύριος Πίος πάπας Β΄ στην πόλη τής Αγκώνας, όπου είχε πάει προετοιμαζόμενος για ναυτικό πόλεμο εναντίον των Τούρκων και το σώμα του μεταφέρθηκε στην Ρώμη και θάφτηκε στη βασιλική τού Αγίου Πέτρου» [πρβλ. Eubel, II, 34b].

(Obitus domini Pii pape Secundi: Die XIIII Augusti, anno ut supra, vigilie Assumptionis Virginis Marie tertia hora noctis … obiit bone memorie dominus Pius papa Secundus in civitate Anchonitana ubi venerat ad preparandum bellum navale contra Turchum, et corpus suum fuit delatum Romam et sepultum in basilica Sancti Petri)

Άλλες πηγές τοποθετούν τον θάνατο τού Πίου στις 15 Αυγούστου [Pastor, Gesch. d. Päpste, ΙΙ, παράρτημα, αριθ. 64, σελ. 753 και σημείωση. Bλέπε επίσης πιο κάτω, Κεφάλαιο 9, σημείωση 1]. Ο Πίος θάφτηκε μάλιστα στην Καπέλλα ντι Σαν Αντρέα, την οποία είχε χτίσει. Ο τάφος και το μνημείο του μεταφέρθηκαν αργότερα στην εκκλησία τού Σαν Αντρέα ντέλλα Βάλλε [πρβλ. πιο πάνω. Κεφάλαιο 7, σημείωση 103], η οποία καταλαμβάνει τώρα το χώρο τού παλαιού Παλάτσο Πικκολομίνι στη Ρώμη.

Δεδομένου ότι έχουμε δει πολλά για τον μαχητικό καρδινάλιο Λοντοβίκο Τρεβιζάν, μπορούμε να σημειώσουμε ότι πέθανε στις 22 Μαρτίου 1465, σύμφωνα με τα Acta Consistorialia, φύλλο 67:

«Θάνατος τού καρδινάλιου τής Ακουιλέια και καμεράριου [παπικού ταμία]: την Πέμπτη 22 Μαρτίου, την Τρίτη ώρα τής νύχτας τού έτους 1465, κατά το πρώτο έτος τής παπικής θητείας τού κυρίου Παύλου, ο σεβασμιώτατος κύριος Λοντοβίκο, επίσκοπος Αλμπάνο, πατριάρχης Ακουιλέια και καμεράριος τής Αποστολικής Έδρας πέθανε στη Ρώμη και θάφτηκε στον Άγιο Λαυρέντιο στο Νταμάσο και η ψυχή του αναπαύεται εν ειρήνη»

(Obitus cardinalis Aquilegiensis et camerarii: Die Iovis XXII Martii hora tertia noctis anno 1465 pontificatus domini Pauli anno primo. Reverendissimus d. Ludovicus episcopus Albanensis et patriarcha Aquilegiensis et apostolice sedis camerarius obiit Rome et sepultus in Sancto Laurentio in Damaso, cuius anima requiescat in pace)

[πρβλ. Eubel, II, 34b]. Όμως σε αντίθεση προς τα Acta, το 1465 η 22 Μαρτίου έπεφτε Παρασκευή και όχι Πέμπτη.

error: Content is protected !!
Scroll to Top