Σημειώσεις κεφαλαίου 02

Σημειώσεις Κεφαλαίου 2

[←1]

Ο Μαρτίνος Ε’ περιέγραφε την εκλογή του, που έγινε «περί την δεκάτη ώρα» (hora quasi decima, μεταξύ 3 και 4 το πρωί τον μήνα Νοέμβριο), σε επιστολή προς τούς αξιωματούχους και τούς πολίτες τού Βιτέρμπο και τού Κορνέτο. Augustin Theiner (επιμ.), Codex diplomaticus dominii temporalis Sanctae Sedis, 3 τόμοι, Ρώμη, 1861-62, ανατυπ. Φρανκφούρτη, 1964, III, έγγραφο αριθ. clii, σελ. 219-20, με ημερομηνία 11 Νοεμβρίου και πρβλ. Ludwig von Pastor, Gesch. d. Päpste, I (ανατυπ. Φράιμπουργκ ιμ Μπράισγκαου, 1955), 219, σημείωση.

Οι κύριες συλλογές πηγών για τη σύνοδο τής Κωνσταντίας είνει εκείνες των Hermann von der Hardt, Magnum oecumenicum Corutantiense concilium (με αλλαγές τού τίτλου σε επόμενους τόμους), 6 τόμοι, Φρανκφούρτη και Λειψία, 1697-1700, με έβδομο τόμο (ευρετήριο) από τον Georg C. Bohnstedt, Βερολίνο, 1742, τού J. D. Mansi, Sacrorum conciliorum nova et amplissima collectio, τόμοι XXVI1-XXVIII (Βενετία, 1784-85, ανατυπ. Παρίσι, 1903) και τού Heinrich Finke, Acta concilii Constanciensis, 4 τόμοι, Μύνστερ, 1896-1928.

Για την ιστορία και το υπόβαθρο τής συνόδου βλέπε ιδιαίτερα: Τον H. Finke, Forschungen und Quellen zur Geschichte des Konstanzer Konzils, Πάντερμπορν, 1889. Τούς Chas.-Jos. Hefele, Jos. Hergenroether, H. Leclercq και άλλους, Histoire des conciles d’ apres les documents originaux, 11 τόμοι σε 21 τμήματα, Παρίσι, 1907-1952, VII, μέρος 1 (1916), των οποίων η αντιμετώπιση τής συνόδου τής Κωνσταντίας ασχολείται κυρίως με την καταδίκη των αιρετικών απόψεων τού Τζων Ουάικλιφ και με τις εκτελέσεις των Ιωάννη Χους και Τζερόμ τής Πράγας, χωρίς καμία σχεδόν προσοχή στις ελληνικές αποστολές στην Κωνσταντία [ό. π., σελ. 215, 504-5]. Τον Noel Valois, La France et le Grand Schisme d’ Occident, 4 τόμοι, Παρίσι, 1896-1902, ανατυπ. Χίλντεσχαϊμ, 1967, IV, 262-436, ο οποίος έχει επίσης μικρό ενδιαφέρον για τούς Έλληνες στην Κωνσταντία. Τούς Αugust Franzen και Wolfgang Miller, Das Konzil von Konstanz: Beiträge zu seiner Geschichte und Theologie, Φράιμπουργκ ιμ Μπράισγκαου, 1964 και τον Theodor Mayer, Die Welt zur Zeit des Konstanzer Konzils, Κωνσταντία και Στουτγκάρδη, 1965 στα Vorträge und Forschungen des Konstanzer Arbeitskreises für mittelalterliche Geschichte, τόμ. IX.

Για την εκλογή τού Mαρτίνου Ε’ βλέπε K. A. Fink στο Franzen και Müller, Konzil v. Konstanz, σελ. 138-51. Για τις δαπάνες τής εκλογής και στέψης του και κατά τη διάρκεια των πρώτων μηνών τής παπικής του θητείας βλέπε Fink, «Zum Finanzwesen des Konstanzer Konzils» στο Festschrift für Hermann Heimpel, II (Γκέττινγκεν, 1972), 727-51. Επιλογές από τρεις σημαντικές φιλολογικές πηγές που έχουν σχέση με τη σύνοδο έχουν μεταφραστεί στα αγγλικά από την Louise Ropes Loomis, The Council of Constance, (επιμ.) J. H. Mundy και K. M. Woody, Νέα Υόρκη και Λονδίνο, 1961 (Records of Civilization, Columbia University, αριθ. LXIII), δηλαδή επιλογές από το χρονικό τού Ούλριχ φον Ρίχενταλ, πολίτη τής Κωνσταντίας, από το ημερολόγιο τού καρδινάλιου Γκυγιώμ Φιλλάστρ και από την «εφημερίδα» τού Τζάκοπο Τσερρετάνο. Περίληψη τής εφημερίδας τού Τσερρετάνο είναι τώρα διαθέσιμη στον Ρ. Clorieux, Le Concile de Constance aujour dejour, Tournai, 1964. Tα κείμενα των πιο σημαντικών διαταγμάτων και κανόνων τής συνόδου (και μάλιστα όλων των εικοσιμιάς οικουμενικών συνόδων από τη Νίκαια το 325 μέχρι τη δεύτερη σύνοδο τού Βατικανού το 1962-1965) υπάρχουν στο Conciliorum oecumenicorum decreta, επιμ. Jos. Alberigo και άλλοι, 3η έκδ., Μπολώνια, 1973, σελ. 403-51.

[←2]

Ο Theiner, Codex diplomaticus, III, αριθ. CLIII-CCXLVI, σελ. 220-301 δημοσιεύει περισσότερα από εννενήντα έγγραφα, που έχουν σχέση με προβλήματα τού πάπα στην Ιταλία. Για την προσπάθεια επανεπιβολής παπικού ελέγχου στις πόλεις τής Ρώμης και τής Μπολώνια, στην περιοχή (Marche) τής Αγκώνας, στην Ούμπρια και τη Ρομάνια, στο Πατριμόνιο τού Αγίου Πέτρου στην Τοσκάνη και στο δουκάτο τού Σπολέτο, ιδιαίτερα εναντίον τού δραστήριου οπλαρχηγού (condottiere) Μπράτσο ντα Μοντόνε, βλέπε Peter Partner, The Papal State under Martin V: The Administration και Government of the Temporal Power in the Early Fifteenth Century, Λονδίνο, 1958, ιδιαίτερα σελ. 42-94, ενώ για το υπόβαθρο των γεγονότων των δύο πρώτων δεκαετιών τού αιώνα βλέπε Karl Dieterle, «Die Stellung Neapels und der grossen italienischen Kommunen zum Konstanzer Konzil», Römische Quartalschrift, XXIX (1915), 3-21, 45-72 (με κάποια προσοχή για τον τουρκικό κίνδυνο, σελ. 56-58), τού οποίου η εργασία φαίνεται ότι δεν ολοκληρώθηκε. Για την αλληλογραφία τού Mαρτίνου από το 1418 (ή μάλλον όλη από το 1421) μέχρι το 1430, βλέπε K. A. Fink, «Die politische Korrespondenz Martins V. nach dem Brevenregistern», Quellen und Forschungen aus italienischen Archiven und Bibliotheken, XXVI (1935-36), 172-244. Για τη σύνοδο τής Παβία-Σιένα βλέπε Hefele και Leclercq, Histoire des conciles, VII-1 (1916), 610-45, Noel Valois, Le Pape et le concile, 2 τόμοι, Παρίσι, 1909, I, 1-93 και ιδιαίτερα Walter BrandMüller, Das Konzil von Pavia Siena, 1423-1424, 2 τόμοι, Μύνστερ, 1968-74, τού οποίου ο δεύτερος τόμος περιλαμβάνει τα (λατινικά) κείμενα συνοδικών ψηφισμάτων, παπικών επιστολών, θρησκευτικών ομιλιών και το «πρωτόκολλο» ή πρακτικά τής συνόδου από τον Guillermo Agramunt.

Ύστερα από άλλη μια σύγκρουση με τον Μαρτίνο Ε’, ο Μπράτσο ντα Μοντόνε έχασε την αιματηρή μάχη τής Λ’ Άκουϊλα (στις 2 Ιουνίου 1424), τραυματίστηκε βαριά και πέθανε στις 5 Ιουνίου. Βλέπε τη λεπτομερή μελέτη τού Roberto Valentini, «Lo Stato di Braccio e la guerra aquilana nella politica di Martino V (1421-1424)», Archivio della R. Società romana di storia patria, LII (1929, 223-379, με τριαντατέσσερα έγγραφα από τα Αρχεία τού Βατικανού και πρβλ. Partner, ό. π., σελ. 74-79. Απαλλάχτηκε λοιπόν ο Μαρτίνος από τον πιο θορυβώδη εχθρό του στην Ιταλία. Η άμυνα τής Λ’ Άκουϊλα απέναντι στον Μπράτσο γιορτάστηκε σε ιδιωματικό έπος, που γράφτηκε λίγο μετά τον θάνατό του [επιμ. R. Valentini, Canton sulla guerra aquilana di Braccio, di anonimo contemporaneo, Fonti per la Storia d’ ltalia, Ρώμη], 1935, στο οποίο ο ίδιος και οι οπαδοί του χαρακτηρίζονταν ως «χειρότεροι από τούς Σαρακηνούς» (myno che Sarracyny) [στο ίδιο, Cant. vii, 15, σελ. 136]. Ο Μαρτίνος Ε’ παρουσιαζόταν με συμπάθεια ως μαχόμενος για την ελευθερία των Ακουϊλάνι αλλά και τής εκκλησίας [π.χ. στο ίδιο, Cant. v, 35 και εξής, σελ. 105 και εξής]. Η Φλωρεντία υπό τούς Αλμπίτσι γενικά αντιστεκόταν στις προσπάθειες τού Mαρτίνου.

[←3]

Πριν την έναρξη τής συνόδου λεγόταν ότι ο πάπας Ιωάννης ΚΓ΄ ανυπομονούσε να καταβληθεί κάθε προσπάθεια για την επίτευξη τής ένωσης των εκκλησιών. Έλπιζε επίσης να δει να οργανώνεται σταυροφορία όταν η σύνοδος τελείωνε τις εργασίες της και σχετικά με αυτό ο βασιλιάς Σίγκισμουντ έγραφε στον Ερρίκο Δ’ (Henry IV) τής Αγγλίας κάποια στιγμή μετά τις 12 Μαρτίου 1412,

«[ελπίζουμε], ότι όταν η Ελληνική Εκκλησία επανασυμφιλιωθεί και επανενωθεί με την αγία Ρωμαϊκή εκκλησία, ο πανάγιος κύριος, ο κύριός μας πάπας Ιωάννης ΚΓ΄, θα είναι ευτυχής να δει να γίνεται το πέρασμα στους Αγίους, Τόπους μετά την τέλεση τής συνόδου» [Finke, Acta concilii Constanciensis, I (1896), 91].

([speravimus] quod ecclesia Greca reconsiliaretur et reuniretur Romane ecclesie sacrosancte, quoniam et sanctissimus dominus noster dominus Johannes papa vicesimus tertius libenter videret quod passagium fieret ad terram sanctam post concilii celebrationem)

Tο Πανεπιστήμιο τού Παρισιού ήθελε να στείλουν οι Έλληνες «επίσημους πρεσβευτές» (solemnes ambasiatores) στη σύνοδο, για το οποίο ο Ιωάννης ΚΓ΄ συμφωνούσε προθύμως [Acta, I, 156] και για το οποίο πίεζε διαρκώς ο Σίγκισμουντ, επειδή η εκκλησιαστική ένωση θα ήταν το προοίμιο μεγάλης σταυροφορίας [στο ίδιο, I, 233-37, 391-401]. Όπως έγραφε ο Σίγκισμουντ στον αυτοκράτορα Mανουήλ Β΄ τον Μαϊο ή Ιούνιο τού 1411,

«κι άλλοι επίσης ένθερμοι Kαθολικοί ηγεμόνες θα επιστρέψουν για να σάς βοηθήσουν και συνεπώς πιο πρόθυμα και σίγουρα με μεγαλύτερο ειλικρινή ζήλο να σάς συνδράμουν εναντίον των Τούρκων» [I, 394].

(eo ferventiores etiam ceteri principes catholici redderentur, ad succurrendum vobis eoque libentius et cum maiori sinceritatis zelo contra Τurcοs vos utique adiuvarent)

Αν και μια σταυροφορία θα ήταν σχεδόν αδύνατη χωρίς τη συνεργασία τής Βενετίας, η έχθρα τού Σίγκισμουντ για τη Δημοκρατία ήταν τέτοια, όπου την άνοιξη τού 1412 πρόσφερε στον Μανουήλ τη βοήθειά του για να μπορέσουν οι Έλληνες να ανακτήσουν τη Μεθώνη και την Κορώνη [I, 398]. Σαφώς όμως, ανεξάρτητα από το αποτέλεσμα που θα επιτύγχαναν οι διαπραγματεύσεις για την ένωση (unionis negotium), δεν επρόκειτο να υπάρξει σταυροφορία. Αν η εχθρότητα μεταξύ Βενετίας και Σίγκισμουντ δεν αρκούσε για να αποτρέψει την προώθηση μιας αντι-τουρκικής εκστρατείας, η ανανέωση τού πολέμου μεταξύ Γαλλίας και Αγγλίας (το 1415) ασφαλώς αρκούσε.

[←4]

Georg Hofmann, Epistolae pontificiae ad Concilium Florentinum spectantes, 3 τμημ., Ρώμη, 1940-46, 1, έγγραφο αριθ. 2, σελ. 4-5 (Concilium Florentinum, Documenta et scriptores, σειρά A, τόμ. I), Raynaldus, Annales ecclesiastici ad ann. 1418, αριθ. 17, τόμ. XVIII (Cologne, 1694), σελ. 10-11:

«Μαρτίνος, κλπ., αγαπημένοι μου ευγενείς γιοί, Ιωάννη, Θεόδωρε, Ανδρόνικε, Κωνσταντίνε, Δημήτριε και Θωμά, γιοι τού αγαπημένoυ εν Χριστώ υιού Μανουήλ, επιφανούς αυτοκράτορα Κωνσταντινούπολης, σάς χαιρετώ» κλπ.

(Martinus, etc., dilectis filiis nobilibus viris, Ιoanni, Theodoro, Andronico, Constantino, Demetrio, et Thomae, filiis carissimi in Christo filii Manuelis imperatoris Constantinopolitani illustris, salutem)

Η επιστολή τού Mαρτίνου κατονομάζει τούς έξι αυτοκρατορικούς αδελφούς κατά τη σειρά γέννησής τους. Ο Mαρτίνος ήταν επίσης επιμελής σε πολωνικές, ρωσικές και λιθουανικές υποθέσεις [στο ίδιο, αριθ. 18-20, σελ. 11-12 και πρβλ. O. Halecki, «La Pologne et l’ empire byzantin», Byzantion, VII (1932), 52-54]. Για τις βυζαντινές αποστολές στη σύνοδο τής Κωνσταντίας σημειώστε επίσης Franz Dölger και Peter Wirth, Regesten der Kaiserurkunden des oströmischen Reiches von 565-1453, μέρος 5 (Μόναχο και Βερολίνο, 1965), ιδιαίτερα αριθ. 3315, 3354-55, 3369, 3372, 3374, σελ. 100 και εξής.

[←5]

Edm. Martène και Urs. Durand, Thesaurus novus anecdotorum, II (Παρίσι, 1717, ανατυπ. Νέα Υόρκη, 1968), στήλη 1661. Η επιστολή έχει ημερομηνία «τη μέρα τού Ευαγγελισμού τής Ευλογημένης Μαρίας» (25 Μαρτίου 1416).

[←6]

Συρόπουλος, Memoires, 11, 5:

Για την επάνοδό μας στην πατρίδα, ο πάπας συμφώνησε με τούς Ενετούς εμπόρους να δεχτούν οι δύο εμπορικές γαλέρες καθεμιά εκατό δικούς μας ανθρώπους. Έστειλε επίσης και χρήματα για τα έξοδα τής βασιλικής γαλέρας, καθώς και για άλλη μια. Προσέλαβαν λοιπόν ναύτες για τη μια γαλέρα, στην οποία μπήκε και ο δεσπότης. Στη γαλέρα τού αυτοκράτορα έδωσαν μισθό δύο μηνών, αλλά κανένας Ενετός ναύτης δεν θέλησε να μπει σε αυτήν. Μπήκαν όμως διαθέσιμοι Ρώσοι και Βούλγαροι, που δεν ήξεραν τίποτε από πλοία.

«Περί δὲ τῆς ἐν τῇ πατρίδι ἐπανόδου ἡμῶν, ὁ πάπας συνεφώνησε μετά τῶν Βενετίκων πραγματευτῶν, ἵνα τὰ δύο κάτεργα τῆς πραγματείας δέξωνται ἀνὰ ρ’ ἀνθρώπους ἐξ ἡμῶν. ἔστειλε δὲ καὶ ἔξοδον ὑπὲρ τοῦ βασιλικοῦ κατέργου καὶ ὑπὲρ ἑτέρου ἑνὸς. ἐρρόγευσαν οὖν ναύτας τοῦ ἑνὸς κατέργου ἐν ᾧ καὶ ὁ δεσπότης εἰσῆλθεν. εἰς δὲ τὸ κάτεργον τοῦ βασιλέως ἔδωκαν ρόγαν μηνῶν δύο, οὐδεὶς δὲ ναύτης Βενέτικος ἠθέλησεν εἰσελθεῖν ἐν αὐτῷ, ἀλλ’ εἰσήχθησαν ὑποχείριοι Ῥῶσοι καὶ Βούλγαροι, οὐδεμίαν εἴδησιν ναυτικῆς ἔχοντες.»

Vitalien Laurent (επιμ. και μεταφρ.), Les «Memoires» du Grand Ecclesiarque de l’ Εglise de Constantinople Sylvestre Syropoulos sur le concile de Florence (1438-1439), Ρώμη, 1971, sect. 11, κεφάλαια 5-6, σελ. 104, 106, 108 (Conc. Florentinum, Documents et scriptores, σειρά B, τόμ. IX). Δεν χρειάζεται να πούμε ότι η από καιρό αναμενόμενη έκδοση τού Συρόπουλου από τον Laurent καθιστά παρωχημένη την παλαιά έργασιά τού Robert Creyghton (επιμ. και μεταφρ.), Vera historia unionis non verae inter graecos et latinos sive Concilii Florentine exactissima narratio, graece scripta per Sylvestrum Sguropulum, Χάγη, 1660.

[←7]

Raynaldus, Annales ecclesiastici ad ann. 1420, αριθ. 26, τόμ. XVIII, σελ. 30-31, «datum Florentie, IV Idus Iulii, [pontificatus nostri] anno III» (εκδόθηκε στη Φλωρεντία, τέσσερις μέρες πριν τις Ίδες Ιουλίου (δηλαδή στις 11 Ιουλίου), τον τρίτον χρόνο τής παπικής μας θητείας). Στις 6 Μαρτίου 1418 οι Ενετοί έστειλαν πρεσβεία στον νεοεκλεγέντα πάπα στην Κωνσταντία, για να τον ενθαρρύνουν στις προσπάθειές του για ειρήνη μεταξύ αυτών και τού αυτοκράτορα Σίγκισμουντ και για να πληροφορήσουν την Αγιότητά του με κάποιες λεπτομέρειες για τις ανάγκες και προσδοκίες τής Δημοκρατίας στην Ελλάδα, τη Δαλματία και αλλού [Ljubić, Listine, VII (1882), 243-55, 257, 258-59, 265-66, 268 και εξής].

[←8]

Arch. Segr. Vaticano, Reg. Vat. 353 [Martinus V de Curia, anno ΙΙΙ-IV, liber ΙΙΙ], φύλλα 19, 2l και πρβλ. φύλλα 21-22, που παρέχονται μερικώς στο Raynaldus, Annales ecclesiastici ad ann. 1420, αριθ. 27-29, τόμ. XVIII (1694), σελ. 31-32, «datum Florentie XII Kal. Septembris, pontificatus nostri anno III» (εκδόθηκε στη Φλωρεντία, 12 μέρες πριν από τις Καλένδες Σεπτεμβρίου (δηλαδή στις 17 Αυγούστου), τον τρίτον χρόνο τής παπικής μας θητείας), και τώρα πλήρως δημοσιευμένες στο Hofmann, Epistolae pontificiae ad Concilium Florentinum spectantes (αναφερόμενες εφεξής ως Epistolae pontificiae), μέρος 1, αριθ. 11-13, σελ. 7-10.

Στην επισκοπή τής Λιέγης ανατέθηκε επίσης η εισφορά 4.000 φλουριών για την πληρωμή των δαπανών τής προτεινόμενης αποστολής τού Φονσέκα στην Κωνσταντινούπολη [στο ίδιο, μέρος 1, αριθ. 14. σελ. 11]. Ένα ενδιαφέρον μητρώο στα Αρχεία Βατικανού, Reg. Vat. 347, που περιέχει επιλογές από την αλληλογραφία διαφόρων παπών (ιδιαίτερα τού Ούρμπαν ΣΤ’) παρέχει κατάλογο όλων των καρδιναλίων στα τέλη Νοεμβρίου 1420 [φύλλο 1, χωρις αριθ.], όπου το όνομα τού «Petrus Sancti Angeli» είναι διαγραμμένο με τη σημείωση «mortuus» όταν αυτός πέθανε στο Βικοβάρο στις 21 Αυγούστου 1422. Ο Πέδρο Φονσέκα έγινε καρδινάλιος από τον Βενέδικτο ΙΓ΄ στις 14 Δεκεμβρίου 1412 [Conrad Eubel, Hierarchia catholica medii aevi, I (1913, ανατυπ. 1960), 30 και II, 5].

O διορισμός τού Φονσέκα στη βυζαντινή λεγατινή αποστολή έχει ημερομηνία 27 Mαρτίου 1420 [Eubel, II, 5, σημείωση 11]. Σχετικές επιστολές τού Mαρτίνου Ε’ υπάρχουν στο Reg. Vat. 353, φύλλα 9-l0 (23-24), απευθυνόμενες

«στον αγαπητό μας γιο Πέτρο, διάκονο των Αγίων Αγγέλων, καρδινάλιο τής Αγίας Ρωμαϊκής Εκκλησίας, λεγάτο τής Αποστολικής Έδρας στην αυτοκρατορία τής Κωνσταντινούπολης και σε μερικά άλλα μέρη».

(Dilecto filio Petro Sancti Angeli diacono Sancte Romane Ecclesie cardinali in Constantinopolitano imperio et nonnullis aliis partibus apostolice sedis legato)

Η πρώτη επιστολή είναι γραμμένη στη Φλωρεντία στις 10 Απριλίου 1420 (datum Florentie illi Idus Αprilis, pontificatus nostri anno tertio) και η δεύτερη στις 26 Αυγούστου 1420 (datum Florentie VII Kal. Septembris, pont. nostri anno tertio). Ο Mαρτίνος όμως ενδιαφερόταν πολύ περισσότερο για τις υποθέσεις τού Πέδρο ντε Λούνα,

«κατά τής ανωτέρω απώλειας τού γιου μας Πέδρο ντε Λούνα, από τον οποίο είχε πριν από λίγο καιρό ζητήσει υπακοή ο Βενέδικτος ΙΓ΄, ο οποίος είναι αιρετικός και σχισματικός» [φύλλο 9],

(contra prefatum perdicionis filium Petrum de Luna, Benedictum XIII in eius dudum obediencia nuncupatum, hereticum et scismaticum)

απ’ ό,τι για τις συνθήκες στην Ανατολική Μεσόγειο. Συνεπώς, ενώ η κύρια αποστολή τού Φονσέκα θεωρείτο ότι ήταν «για την επιστροφή των Ελλήνων και των Ανατολικών» (pro reductione Grecorum et Orientalium) [στο ίδιο, φύλλα 203, 204], με την επιστολή τής 10ης Απριλίου ο Μαρτίνος τον έστελνε στην Ισπανία

«για την καθυποταγή τού απερίσκεπτου θράσους και την καταδίκη τής προδοσίας τού Πέδρο ντα Λούνα και των προστατών του … και των αιρετικών και σχισματικών οπαδών του».

(ad prosternendam audaciam temerariam ac damnatam perfidiam ipsorum Petri de Luna ac fautorum … et sequacium ipsius hereticorum ac schismaticorum…)

Θα ήταν καλό να προσπαθήσει ο Φονσέκα να αντιμετωπίσει τον Βενέδικτο. Έτσι κι αλλιώς ο Βενέδικτος τού είχε δώσει το κόκκινο καπέλλο τού καρδιναλίου. Πρβλ. Raynaldus, ad ann. 1420, αριθ. 2, όπου η χρονολογία «pontificatus nostri anno II» αποτελεί τυπογραφικό λάθος αντί τού σωστού «anno III» .

Επιστρέφοντας από την Ισπανία ο Φονσέκα βρήκε ότι οι συνθήκες στην Κωνσταντινούπολη δεν καθιστούσαν πια κατάλληλη μια τυπική αποστολή λεγάτου. Οι Έλληνες ήθελαν σύνοδο και κάποιος πιο χαμηλόβαθμος από καρδινάλιο έπρεπε να προσπαθήσει να ρυθμίσει μαζί τους τις εκατοντάδες προκαταρκτικές λεπτομέρειες. Τον Σεπτεμβριο τού 1421 η ανατολική αποστολή τού Φονσέκα είχε και πάλι αναβληθεί και μια παπική επιστολή τον προσδιορίζει τώρα ως λεγάτο στη Νάπολη, στο «βασίλειο τής Σικελίας», Reg. Vat. 353, φύλλα 249-251, «datum Rome apud Sanctam Mariam Maiorem undecimo Kal. Octobris, pontificatus nostri anno quarto» (εκδόθηκε στη Σάντα Μαρία Ματζόρε, 11 μέρες πριν από τις Καλένδες Οκτωβρίου (δηλαδή στις 17 Σεπτεμβρίου), τον τέταρτον χρόνο τής παπικής μας θητείας).

Πρβλ. στο ίδιο, φύλλα 268-274, 275-276, έγγραφα επίσης με ημερομηνία 21 Σεπτεμβρίου 1421. Συνολικά οι διασωζόμενες επιστολές τού Mαρτίνου έχουν δευτερεύουσα μόνο σημασία για την ιστορία των ανατολικών υποθέσεων.

[←9]

Hofmann, Epistolae pontificiae, I, αριθ. 15-17, σελ. 11-14, επιστολή Μαρτίνου Ε’ στις 8 Οκτωβρίου 1422 [περιλαμβ. «ήδη ακούω» (Iam pridem audiebamus)], έχει δημοσιευτεί από Hofmann, στο ίδιο, αριθ. 17, σελ. 12-14, από το κείμενο τού Raynaldus, Annales ecclesiastici ad ann. 1422, αριθ. 2. Η επιστολή, που υπάρχει στo Arch. Segr. Vaticano, Arm. XXXIX, τόμος 5, φύλλο 168-170, «γραμμένη στη Ρώμη στον Άγιο Μάρκο 18 μέρες πριν από τις ίδες [sic!] Οκτωβρίου, τού πέμπτου έτους» (datum Rome apud S. Marcum XVIII Idus [sic!] Octobris, anno quinto), δεν υπάρχει στο Arm. XXXIX, τόμος 6, φύλλα 50-51 και το κείμενο έχει αντιγραφεί από τον Raynaldus, βλέπε πιο πάνω, Κεφάλαιο 1, σημείωση 42. Άλλο χωρίς ημερομηνία αντίγραφο αυτού τού σημειώματος υπάρχει στο Arm. XXXIX, τόμος 4, φύλλα 120-122.

[←10]

Σύμφωνα με τον Σφραντζή, την έκτη μέρα τού μηνός Σεπτεμβρίου τού έτους 6931 (δηλαδή το 1422), ο Μουράτ έφυγε από την Πόλη, χωρίς να έχει πετύχει τίποτε [Χρονικόν, ix, 2, PG 156, 1030A, επιμ. Grecu (1960), σελ. 14]:

«Καὶ τῇ ς’ τοῦ Σεπτεβρίου μηνὸς τοῦ λα’ ἔτους ἀπῆλθεν ἄπρακτος ἀπὸ τῆς Πόλεως βοηθείᾳ θεοῦ.»

O Σφραντζής χρονολογεί επίσης το εγκεφαλικό τού Μανουήλ την 1η Οκτωβρίου (1422).

[←11]

Relatio de ambaxiala facta ad Graecos στο J. D. Mansi, Sacrorum Conciliorum Nova Amplissima Collectio, XXVIII (Βενετία, 1785, ανατυπ. Παρίσι, 1903), στήλες 1063-64.

[←12]

Σύμφωνα με τον Jacopo Cerretano, Liber gestorum, επιμ. Finke, Acta, II (1923), 266, 268, ο Αντρέας Λάσκαρυ Γκοσλαβίτσκι, επίσκοπος Πόζναν [πρβλ. C. Eubel, Hierarchia catholica, I (1913, ανατυπ. 1960), 408], μιλούσε επιδοκιμαστικά για τον «αδελφό Θεόδωρο, τού Τάγματος των Ιεροκηρύκων, μορφωμένο στα ελληνικά και στις ιερές γραφές» (Frater Theodorus ordinis Predicatorum in greco et sacris scripturis eruditus) σε κήρυγμα στον καθεδρικό τής Κωνσταντίας (Constance) «την Τετάρτη 13 Δεκεμβρίου τού έτους 1415» [η οποία ημερομηνία έπεφτε Παρασκευή, αλλά δεν πειράζει].

Επιστολή τού βασιλιά Λάντισλας τής Πολωνίας με ημερομηνία 29 Aυγούστου 1415 συστήνει στη σύνοδο με τα καλύτερα λόγια τον

«κύριο αδελφό Θεόδωρο Κωνσταντινουπολίτη, γενικό εκπρόσωπο τού Τάγματος των αδελφών … ιεροκηρύκων, άνδρα καθολικό και αφοσιωμένο, όπως τα δικά του έργα καταδεικνύουν σαφώς, έμπειρο στα ελληνικά, επαρκώς καταρτισμένο στα Ταταρικά και τα λατινικά, επαινεμένο σε εμάς με πολλούς τρόπους από τα γραπτά πολλών από τούς ηγεμόνες χριστιανικής πίστης…» [Finke, Acta, III (1926), 28].

(dominus frater Theodorus Constantinopolitanus vicarius generalis societatis ordinis … Predicatorum, vir catholicus et devotus, prout sua opera manifeste ostendunt, peritus in greco, tartarico ydeomatibus et latino, ex litteris multorum principum christiane fidei nobis multipliciter commendatus…)

Υπήρχαν τρεις αδελφοί Χρυσοβέργη, όλοι προσήλυτοι στον Καθολικισμό και όλοι Δομινικανοί: ο Μάξιμος, ο Θεόδωρος και ο Ανδρέας. Ο πρώτος δεν δραστηριοποιήθηκε στις ενωτικές διαπραγματεύσεις τής εποχής τους. Οι Θεόδωρος και Ανδρέας δραστηριοποιήθηκαν, για το οποίο βλέπε ιδιαίτερα R. J. Loenerz, «Les Dominicains byzantins Theodore et Andre Chrysoberges et les negotiations pour l’ union des eglises grecque et latine de 1415 a 1430», Archivum Fratrum Praedicatorum, IX (1939), 5-61. Ο Θεόδωρος πέθανε το 1429 ή λίγο πριν [στο ίδιο, σελ. 47] και ο Ανδρέας περί το 1451, όταν ήταν αρχιεπίσκοπος Λευκωσίας στην Κύπρο ήδη για τέσσερα περίπου χρόνια [στο ίδιο, σελ. 8 και C. Eubel, Hierarchia catholica, II (1914, ανατυπ. 1960), 202]. Σημειώστε επίσης M. H. Laurent, «L’ activite d’ Andre Chrysoberges, O. P., sous le pontificat de Martin V (1418-1431)», Echos d’ Orient, XXXIV (1935). 414-38 και ιδιαίτερα Jean Darrouzes στο Archivum fratrum praedicatorum, XXI (1951). 301-5.

[←13]

Για την αποστολή τού Αντόνιο ντα Μάσσα στην Κωνσταντινούπολη, με το ελληνικό και λατινικό κείμενο των «εννέα άρθρων τού πάπα, βλέπε Vitalien Laurent, «Les Préliminaires du concile de Florence. Les Neuf articles du pape Martin V et la réponse inédite du patriarche de Constantinople Joseph II (Octobre 1422)» στο Revue des études byzantines, XX (1962), 5-60, με παραπομπές.

Σημειώστε επίσης Συρόπουλο, Memoires, II, 10-11, επιμ. Laurent (1971), σελ. 112:

Ύστερα από μερικές ημέρες ήρθε ο Αντώνιος στον πατριάρχη και τού μίλησε αδελφικά και ήρεμα. Τού είπε ότι είχε έλθει για να σκεφτούν μαζί και να οριστεί ο επαρκής χρόνος, ώστε να συγκεντρωθούν εδώ εκείνοι που θα έρχονταν στη σύνοδο και ότι θα φρόντιζε να τούς οδηγήσει εδώ, έχοντας από εκεί την ισχύ και εξουσιοδότηση για το ζήτημα. Θα αναχωρούσε και θα φρόντιζε να βρεθεί εδώ ο παπικός λεγάτος κατά τον χρόνο που θα προσδιοριζόταν. Ήρθε λοιπόν δύο και τρεις φορές στον πατριάρχη και μιλούσε μαζί του φιλικά. Και ζήτησε απάντηση για το θέμα τής συνόδου. Εξέτασε λοιπόν το θέμα ο πατριάρχης με τον αυτοκράτορα και τού είπαν: «Προς το παρόν δεν μπορούμε να προσδιορίσουμε τον χρόνο τής συνόδου. Βλέπεις ότι έχουμε μάχη με τον Αμηρά και είμαστε αποκλεισμένοι». Γιατί όταν ήρθε ο Αντώνιος, ο Αμηράς βρισκόταν ακόμη δίπλα στην Πόλη. «Χρειάζεται λοιπόν», είπαν, «να ασχοληθούμε με τα ζητήματα τής μάχης. Άλλωστε και όσους σκοπεύουμε να συγκεντρώσουμε, αρχιερείς και δικούς μας, άλλοι είναι από την ανατολή και άλλοι από τη δύση. Όσο υπάρχει μάχη, ούτε να ειδοποιηθούν είναι δυνατό, ούτε να έρθουν. Γι΄ αυτό φύγε τώρα κι εσύ, επειδή θέλεις ν΄ αναχωρήσεις. Κι όταν γίνει ειρήνη εδώ και δούμε ότι ο καιρός είναι κατάλληλος για να γίνει σύνοδος, τότε θα στείλουμε εμείς πρέσβη, θα οριστεί ο χρόνος τής συνόδου και θα έρθει και ο λεγάτος εδώ μαζί με όποιους θέλει». Έγραψαν λοιπόν και αναλυτικά γράμματα προς τον πάπα και τον λεγάτο στο ίδιο πνεύμα, τα οποία πήρε ο Αντώνιος και αναχώρησε.

«Εἶτα μεθ’ ἡμέρας τίνας ἦλθεν ὁ Ἀντώνιος εἰς τὸν πατριάρχην, καὶ ὡμίλησεν αὐτῷ κελλικῶς καὶ πραέως. καὶ εἶπεν ὅπως ἦλθεν, ἵνα σκέψωνται κοινῶς, καὶ ταχθῇ ὁ καιρός καθ’ ὅν ἄν ἔσται ἀρκετόν εὑρεθῆναι τοὺς ἐλευσομένους ἐν τῇ συνόδῳ συνηγμένους ἐνταῦθα, καὶ ἀποκαταστήσῃ συνάγεσθαι τούτους, ὡς ἔχων ἐκεῖθεν ἔνδοσιν καὶ δύναμιν, τὴν ἀνήκουσαν πρὸς αὐτό. αὐτὸς δὲ ἀπέλθῃ καὶ ἐξοικονομήσῃ τὸν λεγάτον εὑρεθῆναι ἐνταῦθα εἰς τὸν ταχθησόμενον καιρόν. ἦλθεν οὖν δίς καὶ τρίς εἰς τὸν πατριάρχην, καὶ ὡμίλει φιλικῶς μετ’ αὐτοῦ. καὶ ἀπητησεν ἀπολογίαν εἰς τὸ περί τῆς συνόδου. Ἐσκέψατο οὖν ὁ πατριάρχης μετά τοῦ βασιλέως, καὶ εἶπον αὐτῷ. ὅτι κατά τὸ παρόν οὐ δυνάμεθα στῆσαι τὸν τῆς συνόδου καιρόν. ὁρᾶς γὰρ ὅπως ἔχομεν μάχην μετά τοῦ Ἀμηρᾶ, καὶ ἐσμέν ἀποκεκλεισμένοι. ὅτε γὰρ ἦλθεν ὁ Ἀντώνιος, ἔτι παρέκειτο τῇ πόλει ὁ Ἀμηρᾶς. ἔχομεν οὖν ἀνάγκην, εἶπον, ἀσχολεῖσθαι εἰς τὰ περί τῆς μάχης. ἄλλως τε καὶ ὅσους μέλλομεν συνάξειν ἀρχιερεῖς τε καὶ ἡμετέρους, οἱ μὲν εἰσίν ἐκ τῆς ἀνατολῆς, οἱ δὲ ἐκ τῆς δύσεως. μάχης οὖν οὔσης, οὔτε διαμηνυθῆναι, οὔτε ἐλθεῖν αὐτοὺς ἔνι δυνατόν. διὰ τοῦτο κατά τὸ παρόν ἄπελθε αὐτός, ἐπειδή καὶ βούλει ἀπελθεῖν. ὅταν δὲ γένηται εἰρήνη ἐνταῦθα, καὶ εἰδῶμεν τὸν καιρόν ἁρμόδιον πρὸς τὸ γενέσθαι σύνοδον, τότε στελοῦμεν ἡμεῖς πρέσβιν, καὶ σταθήσεται καὶ ὁ καιρός τῆς συνόδου, καὶ ἐλεύσεται καὶ ὁ λεγάτος ἐνταῦθα μεθ’ ὧν ἀν ἐθέλῃ. ἔγραψαν οὖν καὶ γράμματα πρὸς τε τὸν πάπαν, καὶ τὸν λεγάτον πεπλατυσμένα τῆς αὐτῆς δ’ ἐννοίας, ἅ λαβών ὁ Ἀντώνιος ἀπῆλθεν.»

Βλέπε επίσης Joseph Gill, The Council of Florence, Καίμπριτζ, 1959, σελ. 31-36, τού ιδίου Personalities of the Council of Florence, Οξφόρδη, 1964, σελ. 233-35 και J. W. Barker, Manuel II Palaeologus, New Brunswick, N.J., 1969, σελ. 327-29. Ο Αντόνιο ντα Μάσσα παρουσίασε αναφορά τής αποστολής του στη σύνοδο τής Σιένα στις 8 Νοεμβρίου 1423.

[←14]

Georg Hofmann, Orientalium documenta minora, Ρώμη, 1953, έγγραφο αριθ. 1, σελ. 3-4 (Concilium Florentinum, Documenta et scriptores, σειρά A, τόμ. III, fasc. 3). Dölger, Regesten der Kaiserurkunden, μέρος 5, αριθ. 3406, σελ. 110-11, με παραπομπές. Raynaldus, Annales ecclesiastici ad ann. 1422, αριθ. 1-15, τόμ. XVIII (1694), σελ. 40-45a. (Ο Raynaldus είναι ως συνήθως καλά ενημερωμένος, αλλά εδώ κάνει το λάθος [υπ’ αριθ. 5] να συμπεραίνει ότι ο Μανουήλ Β΄ πέθανε από το εγκεφαλικό του, λάθως που έχουν κάνει και κάποιοι άλλοι συγγραφείς.)

[←15]

Arch. di Stato di Venezia, Sen. Secreta, Reg. 7, φύλλο 50, με ημερομηνία 29 Νοεμβρίου 1418, από την αποστολή που εκδόθηκε στο όνομα τού δόγη Τομμάζο Μοτσενίγκο για τον Λορέντσο Μπράγκαντιν, ο οποίος στελνόταν ως Ενετός πρεσβευτής στον Μαρτίνο Ε’:

«Αλλά στην πραγματικότητα διαπράττουν αυτά που γίνονται και παρέχονται, ιδιαίτερα από τις υφιστάμενες επισκοπές στους τόπους και τα νησιά μας στα μέρη τής Ελλάδας, που ομοίως έπρεπε να δικαιολογούν τούς λόγους και την αιτία τής κυριαρχίας μας και ιδιαίτερα επειδή δικοί τους επίσκοποι, οι οποίοι θα έπειθαν για το σχίσμα των Ελλήνων και θα δίδασκαν τη σωστή Καθολική πίστη, δεν κατοικούν εκεί, με αποτέλεσμα το σχίσμα αυτό να έχει πολλαπλασιαστεί σε τέτοιο βαθμό, που στη συνέχεια όλοι θα γίνουν Έλληνες. Γιατί συχνά για να αντιμετωπιστεί η έλλειψη επισκόπων και επειδή άλλοι δεν ζουν στις ενορίες τους, πολλοί Καθολικοί πεθαίνοντας λαμβάνουν ελληνικά μυστήρια και θάβονται με ελληνικό τρόπο, ενώ πολλά παιδιά που γεννιώνται, ελλείψει ιεραρχών βαπτίζονται με τον ελληνικό τρόπο, στο οποίο η Μακαριότητά του δεν πρέπει να συναινεί, γιατί μέσω κάποιου τρόπου ο κόσμος πρέπει να είναι μεγαλύτερος και με αυτόν τον τρόπο να δοθεί ιδιαίτερη προσοχή για την αύξηση και όχι μείωση τής Χριστιανοσύνης»

(In facto autem commendarum que fiunt et dantur et specialiter de episcopatibus existentibus in locis et insulis nostris partium Grecie similiter debeas iustificare rationes et causam nostri dominii et precipue quia si episcopi earum ibi non residebunt, qui convincant sci[s]ma Grecorum et instruant in recta fide catolica, illud sci[s]ma in tantum multiplicabitur quod omnes deinde fient Greci. Nam multociens occursum est quod propter absentiam episcoporum et aliorum non facientium residentiam in prelaturis suis multi catolici mortui sunt qui habuerunt sacramenta greca et sepulti more Grecorum et multi pueri orti defectu prelatorum more greco fuerunt batizati quod sua Beatitudo non debet velle consentire per aliquam viam mundi cuius debet esse maxima et precipua cura ut Christianitas augeatur et non minuatur per tales modos).

[←16]

Arch. di Stato di Venezia, Sen. Secreta, Reg. 8, φύλλο 98 (99), με ημερομηνία 31 Μαρτίου 1423. Giuseppe Valentini, Acta Albaniae veneta saeculorum XIV et XV, XI (1971), αριθ. 2.708, σελ. 218-19, συνοψιζόμενη στο N. Iorga, Notes et extraits pour servir a l’ hisloire des croisades au XVe Siècle, 6 τόμοι, Παρίσι και Βουκουρέστι, 1899-1916, I, 332-33 και πρβλ. σελ. 336-37, 352-53, ανατυπ. από Revue de l’ Orient Latin (συντομογρ. ROL), V (1897, ανατυπ. 1964), 133-34, 137-38, 153-54. F. Thiriet, Regestes des deliberations du Senat de Venise concernant la Romanie, II (1959), αριθ. 1876, σελ. 201. Έγγραφα σχετικά με Antonio da Massa υπάρχουν στο Arch. Segr. Vaticano, Reg. Vat. 354 (Martini V de Curia, anno IV-VI, liber IV), φύλλα 90-91, 190.

[←17]

Για συνοπτική περιγραφή βλέπε F. G. Heymann, «The Crusades against the Hussites» στο K. M. Setton και H. W. Hazard (επιμ.), A History of the Crusades, III (1975), 586-646 και, πιο αναλυτικά, Heymann, John Ziika and the Hussite Revolution, Prinecton, 1955.

Οι Τσέχοι και οι Έλληνες οδηγήθηκαν αναπόφεκυκτα σε διαβούλευση μέσα από την κοινή αντιπάθειά τους για τη Ρώμη. Μολονότι ο Ιωάννης Χους (Hus) είχε διακηρύξει το 1404 ότι

«οι Έλληνες βρίσκονται έξω από τη Ρωμαϊκή εκκλησία, έξω από την οποία κανείς δεν έχει σωθεί, γιατί δεν δέχονται τον πάπα με τούς καρδινάλιους»

(Greci sunt extra ecclesiam Romanam, extra quam nemo salvatur, quia non recipiunt papam cum cardinalibus)

[Opuscula, II, 113], όμως η διάστασή του με την παπική κούρτη οδήγησε αυτόν και τούς μεταγενέστερους Χουσίτες (Hussites) να πάρουν μια πιο διαλλακτική στάση απέναντι στους Έλληνες. Οι υπεκφυγές και η αδιαλλαξία στην αντιμετώπιση των Χουσιτών από την παπική κούρτη, ιδιαίτερα μετά τη φαινόμενη ένωση τής Ρωμαϊκής και τής Βυζαντινής εκκλησίας (όπως διακηρύχθηκε στη Φλωρεντία τον Ιούλιο τού 1439), οδήγησαν σε τσεχική αποστολή στην Κωνσταντινούπολη στα τέλη τού 1451 και στις αρχές τού 1452, όταν ο απεσταλμένος, κάποιος «Constantine Platris Anglicus», έγινε δεκτός στην Ελληνική Εκκλησία από τον Γεννάδιο (Γεώργιο Σχολάριο) και τούς ανθενωτικούς.

Ο Άνγκλικους επιτέθηκε στον πάπα σε δημόσια συζήτηση και πήρε επιστολή υπογραφόμενη από επτά ανθενωτικούς αξιωματούχους (συμπεριλαμβανομένου τού Γεννάδιου και τού Συλβέστρου Συρόπουλου, τού ιστορικού τής συνόδου Φερράρας-Φλωρεντίας), η οποία απευθυνόταν στους Τσέχους, προσκαλώντας τους να προσχωρήσουν στην Ορθόδοξη Εκκλησία. Ο Άνγκλικους και ορισμένοι από τούς Ουτρακουιστές (Utraquists) στην Πράγα πιθανώς εκλάμβαναν την αποστολή του ως αρχή μιας άλλης «Ένωσης», αυτή τη φορά μια απίθανης ευθυγράμμισης των αντι-Ρωμαϊκών Χουσιτών και των αντι-Ρωμαϊκών Ελλήνων. Bλέπε την καταρτισμένη αλλά ασυνάρτητη μελέτη τής M. Paulova, «L’ Empire byzantin et les Tsheques avant la chute de Constantinople», Byzantinoslavica, XIV (1953), 158-225 και Antonin Salac, «Constantinople et Prague en 1452: Pourparlers en vue d’une union des Eglises», Rozpravy Ceskoslovenske Akademie Vld, LXVIII (1958), 1-111, με κείμενα (και εικόνες) των σημαντικών εγγράφων.

Ο F. M. Bartos, «A Delegate of the Hussite Church to Constantinople στο 1451-1452», Byzantinoslavica, XXIV (1963), 287-92 και XXV (1964), 69-74 έχει προπαθήσει να αποδείξει ότι ο μυστηριώδης Κωνσταντίνος Άνγκλικους ήταν ο Τσέχος Χουσίτης διπλωμάτης Ματθαίος τού Χουίτνιτσε, που έγινε γνωστός ως Ματθαίος Άγγλος λόγω των δεσμών του με τούς οπαδούς τού Ουάικλιφ (Wycliffites). O Bartos πιστεύει ότι πήρε το όνομα Κωνσταντίνος, «άγνωστο στη Boημία», όταν έγινε δεκτός στην Ελληνική Εκκλησία. Πολλοί Τσέχοι μελετητές έχουν προσπαθήσει να προσδιορίσουν τον Κωνσταντίνο Άνγκλικους. Οι προσπάθειές τους έχουν υπάρξει περισσότερο έξυπνες παρά πειστικές.

[←18]

Sir George Hill, A History of Cyprus, II (Καίμπριτζ, 1948), 471-95. Παρ’ όλα αυτά στις 9 Δεκεμβρίου 1425 ο Μαρτίνος Ε’ χορήγησε στους Ενετούς άδεια να εμπορεύονται με τούς Αιγύπτιους. Φυσικά επιβαλλόταν η συνήθης απαγόρευση εμπορίας αντικειμένων λαθρεμπορίας όπως όπλων, μετάλλων, ξυλείας κλπ., αλλά συχνά την παρέκαμπταν [πρβλ. R. Predelli, Regesti dei Commemoriali, IV (1896), βιβλίο xi, αριθ. 199, σελ. 66-67]. Το αντίγραφο αρχείου τής παπικής άδειας (licentia) για εμπόριο με την Αίγυπτο βρίσκεται στo Arch. Segr. Vaticano, Reg. Vat. 356 (Martini V Βullar. Secret. τόμος VI), φύλλα 11-12, «γραμμένη στη Ρώμη στους Αγίους Αποστόλους, πέντε μέρες πριν από τις ίδες Δεκεμβρίου (δηλαδή στις 8 Δεκεμβρίου), κατά το ένατο έτος τής παπικής μας θητείας»(datum Rome apud Sanctos Apostolos, V Idus Decembris, pontificatus nostri anno nono).

Για την κυπριακή καταστροφή τού Ιουλίου 1426 βλέπε αναφορά συγχρόνου στο Gelcich και Thallóczy, Diplomatarium ragusanum (1887), αριθ. 203, σελ. 321, με ημερομηνία 12 Δεκεμβρίου 1426 και πρβλ. σελ. 323-24, 325. Σε επιστολή το προοίμιo τής οποίας προφανώς αναπαράγει την περιγραφή τού ίδιου τού βασιλιά Ιανού για την αιγυπτιακή εισβολή στην Κύπρο, ο διάδοχος τού Mαρτίνου Ε’, ο Ευγενιος Δ’, χορηγούσε στον Ιανό την επιβολή σε όλα τα εκκλησιαστικά επιδόματα στα ισπανικά βασίλεια, τη Γαλλία, την Αγγλία και το Βιεννουά (Viennois), για να βοηθήσει στην ανακούφιση τής δυστυχίας εκείνου και των υπηκόων του, παρατηρώντας

«ότι ο σουλτάνος τής Βαβυλώνας [Καΐρου] με μεγάλη ομάδα απίστων εισέβαλε βίαια στο βασίλειό σας τής Κύπρου με όπλα στα χέρια και λεηλάτησε και ερήμωσε τα εδάφη τού εν λόγω βασιλείου, ενώ θανάτωσε σκληρά με το σπαθί μερικούς πιστούς και των δύο φύλων στο εν λόγω βασίλειο. Καθώς εσείς αντισταθήκατε γενναία στην κακία τους, σάς οδήγησε σε αιχμαλωσία αφού σάς συνέλαβε και σάς μετέφερε μακριά με μεγάλο πλήθος πιστών και τελικά για την απελευθέρωση σας πληρώθηκαν από εσάς μεγάλες ποσότητες χρημάτων, για την εν μέρει πληρωμή των οποίων υποσχεθήκατε μεγάλο μέρος των εσόδων τού βασιλείου σας σε διάφορους πιστωτές και σε μερικούς υπηκόους σας, για λογαριασμό των ομήρων που βρίσκονταν ακόμη σε αιχμαλωσία και είχαν αναγκαστεί να βρίσκονται μακριά …»

(quod soldanus Babilonie cum magna infidelium comitiva regnum tuum Cypri manu armata violenter invasit, necnon terras dicti regni spoliavit et devastavit nonnullosque utriusque sexus fideles eiusdem regni incolas gladio crudeliter interemit; necnon te eorum nequitie fortiter resistentem cum magna fidelium multitudine captivavit captumque abduxit et tandem pro tua liberatione a te maximas pecuniarum quantitates exegit pro qua partim exsolvenda magnam partem introituum regni tui diversis creditoribus pignori obligare ac quosdam ex tuis subditis pro parte restante obsides in captivitate dimittere miserabiliter coactus fuisti…)

[Mυστικά Αρχεία Βατικανού (Arch. Segr. Vaticano), Arm. XXXIX, τόμος 6, φύλλο 199].

O Eυγένιος έπρεπε επίσης να προστατεύει τον Ιανό από τούς τοκογλύφους, που επιδίωκαν να επωφεληθούν από την κακοτυχία του [στο ίδιο, φύλλα 199-201].

[←19]

Arch. Segr. Vaticano, Arm. XXXIX. τόμος 5. φύλλα 331-334, Raynaldus, Annales ecclesiastici ad ann. 1428. αριθ. 2-4, τόμ. XVIII (1694), σελ. 65-66a, Predelli, Regesti dei Commemoriali, IV, βιβλίο XII, αριθ. 15, σελ. 125-27.

[←20]

Hofmann, Epistolae pontificiae, I, αριθ. 23-25, σελ. 17-19, Loenertz, «Les Dominicains byzantins Theodore et Andre Chrysoberges», Arch. FF. Praedicatorum, IX (1939), 49 και εξής.

[←21]

Epistolae pontificiae, I, αριθ. 26, σελ. 20 και πρβλ. αριθ. 66, 75, σελ. 67, 75-76. Η προσφορά τού Mαρτίνου Ε’ προς τούς Έλληνες ήταν γενναιόδωρη, γιατί τότε ακριβώς (1429-1430) μια επιτροπή καρδιναλίων τού ζητούσε να μειώσει το πολύ αυξημένο προσωπικό υπαλλήλων στo παπικό ταμείο (Camera Apostolica) στον προηγούμενο αριθμό του των τεσσάρων υπαλλήλων, «το οποίο επαρκούσε όταν το ταμείο είχε τριπλάσιο από το τότε εισόδημά του!» (qui sufficiebat cum camera in triplo plus habundabat).

Johannes Haller (επιμ.), Concilium Basiliense, I (1896, ανατυπ. 1971), 168, για την οποία εργασία βλέπε πιο κάτω, σημείωση 37.

Οφείλω αυτή την αναφορά στον Dr. Peter Partner. Έχει ήδη γίνει νύξη για το κείμενο στην αρχή τού Κεφαλαίου 1.

[←22]

Raynaldus, Annales ecclesiastici ad ann. 1425, αριθ. 19, τόμ. XVIII (1694), σελ. 79b-80a, «γραμμένη στη Ρώμη, στους Αγίους Αποστόλους, τέσσερις μέρες πριν από τις νόνες Ιουνίου, κατά το όγδοο έτος τής παπικής μας θητείας» (datum Rome apud SS. Apostolos, tertio non. Iun., [pontif. nostri] anno VIII).

[←23]

Raynaldus, Annales ecclesiastici ad ann. 1429, αριθ. 21, τόμ. XVIII, σελ. 75b-76a (έτσι, από λάθος στην αρίθμηση των σελίδων), «γραμμένη στη Ρώμη στους Αγίους Αποστόλους, 11 μέρες πριν από τις καλένδες Μαρτίου [19 Φεβρουαρίου] κατά το δωδέκατο έτος τής παπικής μας θητείας» (datum Rome apud SS. Apostolus, XI Kal. Martii, [pontif. nostri] anno XII).

[←24]

Arch. di Stato di Genova, Litterae comunis Janue, Reg. 3/1779 (1427-1431), αριθ. 184, 191, φύλλα 73, 76, που παρέχεται περιληπτικά στον Iorga, ROL, V, 369-70 και Notes et extraits, I, 469-70. Στις 26 Oκτωβρίου (1428) η γενουάτικη κυβέρνηση έγραψε ξανά προς τον πάπα και τούς καρδινάλιους τού Σαν Μαρτσέλλο και τού Σαν Κλεμέντε για λογαριασμό τού Βερνάτσα [Litterae, στο ίδιο, αριθ. 307-8, φύλλα 124-25. ROL, V, 382-83], ενώ στις 23 Noεμβρίου ευχαριστούσε τον Χάμφρεϋ τού Γκλώστερ για την προστασία που πρόσφερε σε Γενουάτες πολίτες [στο ίδιο, αριθ. 324, φύλλο 131. ROL. V, 383].

[←25]

Iorga, ROL, VI (1898, ανατυπ. 1964), 100 και Notes et extraits, I, 538.

[←26]

Iorga, ROL, VI, 128 και Notes et extraits, I, 566. Οι γενουάτικοι ισχυρισμοί προέρχονται από τούς όρους που συντάχθηκαν στη Γένουα για ειρήνη μεταξύ τής Δημοκρατίας και τού σουλτάνου τής Αιγύπτου [στο ίδιο, I, 533-36, έγγραφο με ημερομηνία 1-3 Φεβρουαρίου 1431]. Για το δουλεμπόριο βλέπε γενικά Charles Verlinden, «Esclaves du Sud-Est et de l’ Est europeen en Espagne orientale a la fin du moyen age», Revue historique du Sud-Est européen, XIX (1942), 371-406. Όπως ο Καφφάς στη Μαύρη Θάλασσα ήταν το κέντρο τού γενουάτικου δουλεμπόριου, έτσι και η Τάνα στην Αζοφική θάλασσα πρόσφερε ποσότητες σκλάβων σε Ενετούς εμπόρους [πρβλ. Verlinden, «La Colonie venitienne de Tana, centre de la traite des esclaves au XI Ve et au debut du XV siècle», Studi in onore di Gino Luzzatto, II (Μιλάνο, 1950), 1-25]. Βλέπε επίσης το εξαιρετικό άρθρο τού Verlinden, «Le Crète, débouché et plaque tournante de la traite des esclaves au XIVe et XVe siècles», Studi in onore di Amintore Fanfani, III (Μιλάνο, 1962), 591-669 και σημειώστε την Helga Kopstein, Zur Sklaverei im ausgehenden Byzanz, Βερολίνο, 1966, ιδιαίτερα σελ. 87 και εξής (Berliner byzantinistische Arbeiten, αριθ. 34).

Οι Γενουάτες ήσαν από τούς πιο προφανείς δουλέμπορους τού 15ου αιώνα, διαχειριζόμενοι για το εμπόριο Τάταρους, Ρώσους και Κιρκάσιους από τον Καύκασο, Έλληνες, Βούλγαρους, Σέρβους και Αλβανούς από τα Βαλκάνια, καθώς και Άραβες, Μαυριτανούς και λίγους μαύρους από τη Βόρεια Αφρική. Βλέπε Domenico Gioffre, Il Mercato degli schiavi a Genova nel secolo XV, Genoa, 1971, από την εργασία τού οποίου γίνεται σαφές [ιδιαίτερα σελ. 39 και εξής, 126], ότι και χριστιανοί κρατούνταν ως σκλάβοι, ιδιαίτερα αν είχαν προσηλυτιστεί μετά την αιχμαλωσία τους. Οι σκλάβοι χρησιμοποιούνταν στο εμπόριο, τη βιομηχανία και τη γεωργία, καθώς και σε οικιακή υπηρεσία, συμβίωση και πορνεία. Στη Γένουα οι σκλάβες έπιαναν καλύτερη τιμή από τούς σκλάβους. Συνήθως κόστιζαν από περίπου 70-80 λίρες μέχρι περίπου 250. Σε γενικές γραμμές 150-160 λίρες ήταν υψηλή τιμή, αλλά το κόστος των σκλάβων μεγάλωσε κατά τις δύο τελευταίες δεκαετίες τού αιώνα. Οι Γενουάτες πωλούσαν σκλάβους προς εξαγωγή, όπου οι Καταλανοί ήσαν ανάμεσα στους καλύτερους πελάτες τους.

[←27]

Ο D. Angelov, «Certains aspects de la conquete des peuples balkaniques par les Turcs», Byzantinoslavica, XVII (1956), 220-75 περιέγραψε την αναμφισβήτητη καταστροφικότητα των τουρκικών εισβολών κατά τον 14ο και 15ο αιώνα με αίσθηση σχεδόν προσωπικής οργής.

[←28]

Πρβλ. Franz Babinger, Maometto il Conquistatore e il suo tempo, Τορίνο, 1957, σελ. 56-57 και 29: «… αλλά η ιστορία αυτών των φέουδων μπορεί να μπει κάτω από κάθαρότερο φως μόνο όταν γίνουν προσπελάσιμα τα παλαιότερα οθωμανικά φορολογικά αρχεία και εκπονηθούν μελέτες για τα φέουδα στα εδάφη τής Ρωμυλίας». Είναι εύκολα δυνατό να υπερβάλλεται η έκταση στην οποία η Πύλη δανείστηκε από το Βυζάντιο την εποχή τής κατάκτησης τής Κωνσταντινούπολης και να σχεδιάζονται προσχηματικοί παραλληλισμοί μεταξύ τής Βυζαντινής και τής Οθωμανικής αυτοκρατορίας [πρβλ. στο ίδιο, σελ. 171-72], αλλά για το τουρκικό timar (φέουδο), το από κάποιες απόψεις ανάλογο με τη βυζαντινή πρόνοια, πρβλ. το υποδηλωτικό αλλά μάλλον διάχυτο άρθρο τού J. Deny, Encyclopaedia of Islam, IV (1924-31), 767-76. Στα τουρκικά Εθνικά Αρχεία υπάρχουν εγγραφές, που φτάνουν μέχρι την εποχή τού Μωάμεθ Πορθητή, ενώ μια τουλάχιστον σημαντική εγγραφή φέουδων ανατρέχει στην εποχή τού πατέρα του (1431-1432), για την οποία βλέπε το ενδιαφέρον άρθρο τού Halil Inalcik, «Timariotes chretiens en Albanie au XVe siècle d’ apres un registre de timars ottoman», Mitteilungen des Österreichischen Staatsarchivs, IV (Βιέννη, 1951), 118-38. Όπως δείχνει ο τίτλος, η εγγραφή, που χρονολογείται από το 1431-1432, αναφέρεται στην Aλβανία: Ύστερα από την τουρκική νίκη στο ποταμό Βιόσα (Αώο) το φθινόπωρο τού 1385 [πρβλ. N. Iorga, Geschichte des osmanischen Reiches, Ι (Γκότα, 1908), 255, 261], οι χριστιανοί άρχοντες τής Αλβανίας προφανώς αναγνώρισαν την επικυριαρχία τού σουλτάνου, ενώ κάποιοι από αυτούς εγγράφηκαν ως κατέχοντες τιμάρια υποτελείς (τιμαριώτες) και έγιναν σπαχήδες (ιππείς) στην υπήρεσία των Οθωμανών. Σε κάποιες περιπτώσεις οι γιοί τους εκπαιδεύθηκαν (ως όμηροι) στην οθωμανική αυλή και οι οικογένειές τους έτειναν σταδιακά να εξισλαμίζονται. Παρά το γεγονός ότι φέουδα (τιμάρια) ήταν δυνατό να χορηγούνται σε χριστιανούς, η εμπλοκή των τελευταίων στο οθωμανικό φεουδαρχικό πλέγμα συχνά είχε ως αποτέλεσμα τον προσηλυτισμό τους στο Ισλάμ. Ο Inalcik δημοσίευσε αργότερα αυτό το έγγραφο στα τουρκικά [Hicri 835 tarihli suret-i defter-i Sancak-i Arvanid (Αντίγραφο τού μητρώου έτους Έγείρας 835 για το σαντζάκι τής Αλβανίας), Άγκυρα, 1954], με αριθμό εικόνων από τις σελίδες τού χειρογράφου, πλήρεις δείκτες και λεπτομερή χάρτη τής Αλβανίας τού 1431 (=έτος Έγείρας 835).

Η περαιτέρω δημοσίευση στοιχείων από τα οθωμανικά αρχεία θα φωτίσει πολλές από τις αμφιβολίες στη θεσμική ιστορία τής τουρκικής αυτοκρατορίας. Η οθωμανική «φεουδαρχία» εμφανίζεται κυρίως ως συνέχεια τού συστήματος των Σελτζούκων τής Ανατολίας, το οποίο φέρεται ότι διατηρούσε παλαιότερες τουρκικές παραδόσεις καθώς και δάνεια από βυζαντινές, αραβικές και περσικές πρακτικές. Όμως το ερώτημα τής Βυζαντινής επίδρασης επί των οθωμανικών θεσμών παραμένει νεφελώδες και αμφιλεγόμενο. Σύγχρονοι Τούρκοι μελετητές συνήθως το αποδοκιμάζουν ή προσπαθούν να το ελαχιστοποίησουν, επιμένοντας για τον προκατακλυσμιαίο χαρακτήρα των τουρκικών παραδόσεων. Παίρνοντας υπόψη ότι η Ανατολία και η Ρωμυλία, πρώην βυζαντινά εδάφη, έγιναν κατά κάποιον τρόπο «πατρίδες» των Οθωμανών (Osmanli), φαίνεται a priori δύσκολο να αποφύγουμε το συμπέρασμα ότι πρέπει να υπήρχε μεγάλο μέρος τέτοιας επίδρασης, αλλά μέχρι σήμερα το πρόβλημα τής Βυζαντινής επιρροής επί των οθωμανικών ιδεών και θεσμών έχει συνήθως συζητηθεί περισσότερο με υποκειμενικό εξορθολογισμό παρά με αντικειμενική τεκμηρίωση.

Για το ζήτημα τής φεουδαρχίας βλέπε τη διαφωτισική μελέτη τού Mehmed Fuad Köprülü, Alcune osservazioni intorno all’ influenza delle istituzioni bizantine sulle istituzioni ottomane, Rome: Istituto per l’ Oriente, 1953, σελ. 6-12, 64-89, ο οποίος αρνείται παντελώς «τον ισχυρισμό βυζαντινής επίδρασης» (la pretesa influenza bizantina, σελ. 86), πιστεύοντας ότι (σελ. 89)

«μπορούμε να πούμε σίγουρα ότι το οθωμανικό σύστημα των τιμαρίων δεν ήταν αποδεκτό από το Βυζάντιο, ούτε πριν ούτε μετά την άλωση τής Κωνσταντινούπολης, αλλά αποτελούσε τμήμα τής κληρονομιάς των Σελτζουκιδών τής Ανατολίας»

(possiamo affermare decisamente che il sistema ottomano dei timar non fu preso da Bisanzio, ne anteriormente, ne posteriormente alia conquista di Costantinopoli, ma rientrava nell’ eredita tramandata dai Selgiuchidi d’ Anatolia)

Η κοινή τουρκική λέξη για το φέουδο (timar) είναι προφανώς περσικής καταγωγής. Η ελληνική λέξη τιμάριον λέγεται ότι δεν εμφανίστηκε πριν τον 16ο αιώνα. Η τουρκική λέξη για τον φεουδάρχη ή ιππέα (sipahi) είναι επίσης περσικής καταγωγής [Köprülü, ό. π., σελ. 86-87, σημείωση και πρβλ. Şerif Baştav, Ordo Portae, Βουδαπέστη, 1947, σελ. 29-35]. Υπήρχαν τρεις γενικές κατηγορίες οθωμανικών φέουδων (haşş, zi’amet και timar, από τη χαμηλότερη προς την υψηλότερη). Για αυτές καθώς και για διάφορες άλλες κατηγορίες οθωμανικών φέουδων βλέπε H. A. R. Gibb και Harold Bowen, Islamic Society and the West, Ι-1 (Λονδίνο, 1950, ανατυπ. 1963), σελ. 39-56, 69-70, 144-60, 235-58 και πρβλ. μέρος 2 (1957, ανατυπ. 1965), σελ. I και εξής, όπου το σύνολο αποτελεί διδακτική παρουσίαση τής οθωμανικής φεουδαρχίας.

Δεν πρέπει να διαφύγει τής προσοχής μας η άποψη στην οποία βασίζεται η Ιστορία τής Οθωμανικής αυτοκρατορίας [Geschichte des osmanischen Reiches, 5 τόμοι, Γκότα, 1908-1913], τού μεγάλου Ρουμάνου ιστορικού Nicolas (Neculai) Iorga (1871-1940), ο οποίος ήταν μερικές φορές μεθυσμένος από το μεγαλείο των δικών του ιστορικών εννοιών, αλλά το έργο τού οποίου είναι πάντοτε διαφωτιστικό. Ο Iorga είδε την οθωμανική κατάκτηση τής Κωνσταντινούπολης λιγότερο ως καταστροφή τού ελληνικού κράτους απ’ ό,τι ως θέσπιση μιας βυζαντινο-τουρκικής αυτοκρατορίας, η οποία μόνη της θα μπορούσε να καλύψει τις ανάγκες μιας εποχής, που είχε δει τη διάλυση των ελληνικών, λατινικών και σλαβικών κρατών σε ολόκληρη τη βαλκανική χερσόνησο. Υπό τούς Οθωμανούς μια νέα Pax Romana επεκτάθηκε τελικά από τον Δούναβη μέχρι τον Νείλο και από την Αδριατική μέχρι τον Ευφράτη [πρβλ. στο ίδιο, ΙΙ, 196-97 et passim]. O Iorga ενδιαφερόταν λιγότερο για την ιστορία τού τουρκικού λαού από ό,τι για εκείνο το οποίο κατανόησε ως ιστορική αποστολή τής Οθωμανικής αυτοκρατορίας, η οποία εκπλήρωνε (με συλλογικό τρόπο) για τούς λαούς των Βαλκανίων και ολόκληρης τής Ανατολικής Μεσογείου τις ίδιες λειτουργίες με εκείνες που εκπλήρωναν οι απόλυτες μοναρχίες στη Δυτική Ευρώπη. Πρβλ. γενικά Maria M. Alexandrescu-Dersca, «N. Iorga, historien de l’ empire ottoman», Balcania, VI (Βουκουρέστι, 1913), 101-22 και D. M. Pippidi (γαμπρός τού Iorga), Nicolas Iorga, l’ homme et l’ Oeuvre, Βουκουρέστι, 1972, ιδιαίτερα σελ. 175-86.

Ο Iorga υπογράμμιζε ότι η καταστροφή τού 1453 κατέστρεψε απλώς στις ελληνικές περιοχές τη δυναστεία των Παλαιολόγων και την υπεροχή τής τάξης των αρχόντων, αλλά ότι ο βυζαντινός πολιτισμός διασώθηκε ως τέτοιος στο οθωμανικό κράτος, δηλαδή διασώθηκε ολόκληρος ο κοινωνικός ιστός τού Ορθόδοξου Χριστιανισμού, τού ελληνο-ρωμαϊκού δικαίου, τής ελληνικής λογοτεχνίας και διάφορων θεμελιωδών πολιτικών και οικονομικών θεσμών. Αρνούνταν ότι οι Οθωμανοί Τούρκοι εισήγαγαν σημαντικές αλλαγές στη ζωή των Βαλκανίων και στο μεγαλύτερο μέρος τής Ανατολικής Μεσογείου, «όπως ισχυρίζεται ο πολύ πρόσφατης προέλευσης τουρκικός εθνικισμός» (ainsi que le prétend un nationalisme turc d’ origine tres rècénte), όπως ο ίδιος αναφέρει στο πρόλογο τού βιβλίου του Byzance apres Byzance, [Βουκουρέστι, 1935], στο οποίο διερεύνησε την επιβίωση τού βυζαντινού πολιτισμού και ιδιαίτερα των βυζαντινών πολιτικών ιδεωδών στα Βαλκάνια, από τα μέσα τού 15ου μέχρι περίπου το τέλος τού 18ου αιώνα, όπου χρονολογεί το «πέρασμα από τον βυζαντινισμό στον εθνικισμό» (passage du byzantinisme au nationalisme, στο ίδιο, σελ. 243).

Αν και η βιβλιογραφία είναι πάρα πολύ εκτεταμένη για σοβαρά αξιολόγηση εδώ, μπορούμε να σημειώσουμε ότι τα υπόβαθρα τής Ανατολίας και τής Ρωμυλίας διερευνώνται από τούς Speros Vryonis, Jr., The Decline of Medieval Hellenism in Asia Minor and the Process of Islamization from the Eleventh through the Fifteenth Centuries, Μπέρκλεϋ, Λος Άντζελες και Λονδίνο, 1971 και Franz Babinger, «Beiträge zur Frühgeschichte der Türkenherrschaft in Rumelien (14.-15. Jahrhundert)», Μόναχο, 1944 (Suedosteuropaeische Arbeiten, αριθ. 34). Tο κατατοπιστικό άρθρο τού Halil Inalcik, «Ottoman Methods of Conquest», Studia Islamica, II (1954), 103-29 ασχολείται κυρίως με τον 15ο αιώνα. Διάφορες πτυχές τής οθωμανικής κυριαρχίας στα Βαλκάνια και αλλού εξετάζονται από τούς P. Karlin-Hayter, «La politique religieuse des conquérants ottomans dans un texte hagiographique (a. 1437)», Byzantion, XXXV (1965), 353-58 και J. Kabrda, «Les problèmes de l’étude de l’ histoire de la Bulgarie ą l’ époque de la domination turque», Byzantinoslavica, XV (1954), 173-208. Το «Les sources turques relatives a l’ histoire de la domination ottomane en Slovaquie» [Archiv orientalni, XXIV (1956), 568-80] τoυ τελευταίου εκτείνεται σε αρκετούς αιώνες. Άλλα σημαντικά έργα είναι τού Omer Lutfi Barkan, «Les deportations comme methode de peuplement et de colonisation dans l’ empire ottoman», Revue de la Faculte des Sciences Economiques de l’ Universite d’ lstanbul, XI (1949-50), 67-131, προφανώς μη ολοκληρωμένο. Επίσης τού Barkan, «Essai sur les donnees statistiques des registres de recensement dans l’ empire ottoman aux XVe et XVIe siècles», Journal of Economic and Social History of the Orient, I, μέρος 1 (1957), 9-36 και πρβλ. στο ίδιο, μέρος 3 (1958), 329-33, τού Bernard Lewis, «Studies in the Ottoman Archives» (on Palestine in the sixteenth century), Bulletin of the School of Oriental και African Studies, XVI (1954), 469-501, τού H.-J. Kissling, «Militärisch-politische Problematiken zur Türkenfrage im 15. Jahrhundert» στο Bohemia: Jahrbuch des Collegium Carolinum, V (Μόναχο, 1964), 108-36, τού ιδίου «Die türkische geographische Nomenklatur auf dem Balkan als Erkenntnismittel für die Südosteuropaforschung», Zeitschrift für Balkanologie, III (Wiesbaden. 1965), 126-42 και τού Kemal Karpal, An Inquiry into the Social Foundations of Nationalism in the Ottoman State: from Social Estates to Classes, from Millets to Nations, Πρίνστον, N.J., 1973 (Center of Ιnternational Studies, αριθ. 39), με εκτενή παράθεση τής πρόσφατης βιβλιογραφίας.

[←29]

Iorga, ROL, VI, 108-15 και Notes et extraits, I, 546-53, F. Thiriet, Regestes des deliberations du Senat de Venise concernant la Romanie, III (Παρίσι και Χάγη, 1961), αριθ. 2227, 2229, 2232, 2237, 2241-42, 2249-50, κλπ., 2405, σελ. 10 και εξής, 50 για τις ενετικές δυσκολίες με τούς Γενουάτες, που βρίσκονταν τότε υπό μιλανέζικη κυριαρχία.

[←30]

R. Predelli, Regesti dei Commemoriali, IV (1896), βιβλίο XII, αριθ. 189-90, σελ. 177. Η ανακωχή ρυθμίστηκε «με προσωπική διαμεσολάβηση τού πάπα Ευγένιου Δ’». Πρβλ. στο ίδιο, αριθ. 192, 195. Δύο χρόνια αργότερα, στις 31 Αυγούστου 1435, ο Σίγκισμουντ και η Βενετία διαπραγματεύτηκαν δεκαετή συμμαχία εναντίον τού Φίλιππο Μαρία Βισκόντι τού Μιλάνου [στο ίδιο, βιβλίο xIII, αριθ. 1, σελ. 201-2 και πρβλ. αριθ. 25-26].

Παρά την ήττα τού Βαγιαζήτ Α’ από τον Τιμούρ τον Χωλό (Ταμερλάνο) στην Άγκυρα το 1402 και την επακόλουθη διαμάχη των γιων τού νεκρού Βαγιαζήτ, το 1415 οι Τούρκοι είχαν επεκτείνει τις επιδρομές τους στην Καρνιόλα (σήμερα στη Σλοβενία) και στη Στυρία (σήμερα στην Αυστρία), απειλώντας το πατριαρχείο τής Ακουιλέια (στην Ιταλία, στο μυχό τής Αδριατικής). Το 1420 οι Ενετοί κατέλαβαν την επαρχία τού Φριούλι (σήμερα μεταξύ Βενετίας και Αυστρίας) και ο τουρκικός κίνδυνος είχε φτάσει πολύ κοντά στην επικράτειά τους [βλέπε Pio Paschini, «Primi timori d’ un’ invasione turca in Friuli», Memorie storiche forogiuliesi, VIII (Udine, 1912), 65-73].

[←31]

Raynaldus, Annales ecclesiastici ad ann. 1433, αριθ. 14, τόμ. XVIII (1694), σελ. 113-14, Joseph (von) Aschbach, Geschichte Kaiser Sigismunds, 4 τόμοι, Hamburg, 1838-45, ανατυπ. Άαλεν, 1964, IV, 114 και εξής.

[←32]

Arch. di Stato di Venezia, Misti, Reg. 58. φύλλο 216 ], 1 Ιουλίου 1433 (MCCCCXXXIII, die primo Iulii):

«Αποφασίζεται και κρίνεται σκόπιμο από αυτό το συμβούλιο να δοθούν 10.000 δουκάτα στον γαληνότατο κύριο αυτοκράτορα, και να προβλεφθεί η αναπλήρωσή τους με όσο μικρότερη επιβάρυνση είναι δυνατή…»

(Cum captum et deliberatum sit per istud consilium dandi ducatorum decem M. serenissimo domino imperatori, et sit providendum de recuperando illos cum quam minori gravedine fieri possit…)

κλπ., όπου ακολουθούν λεπτομέρειες για τούς δασμούς σε όλα τα εμπορεύματα που εισάγονταν στη Βενετία.

[←33]

Arch. di Stato di Venezia, Misti, Reg. 58. φύλλο 224, 3 Αυγούστου 1433 (MCCCCXXXIII, die tercio Augusti):

«Μέχρι τώρα οι μισθοφόροι στρατιώτες μας δεν έχουν διαλυθεί, και επειδή αυτό επέβαλε όχι η επιβολή κάποιων, και ίσως είναι απαραίτητο να προβλέψουμε γι’ αυτό, επειδή είναι καθημερινή αρμοδιότητα, ενώ πρέπει επίσης να προβλεφθεί να υπάρξουν χρήματα, που θα σταλούν στην πρεσβεία μας στη Μπολώνια για τον γαληνοτάτο κύριο αυτοκράτορα, για τη συνοδεία τής μεγαλειότητάς του στα εδάφη τού άρχοντα μαρκησίου και στα δικά μας, ενώ για την κάλυψη των εξόδων πρέπει επίσης να δοθούν στον ανώτατο ποντίφηκα δύο χιλιάδες δουκάτα που αφορούν το δικό μας μερίδιο στις δαπάνες τού άρχοντα αυτοκράτορα κατά τον μήνα Ιούλιο, ενώ άλλες δύο χιλιάδες πρέπει να δοθούν σε εκείνους, που φρόντισαν για τη σύναψη τής συνθήκης, όπως έχει αποφασίσει αυτό το συμβούλιο, για να τα πάρει ο ανώτατος ποντίφηκας από εκείνους στους οποίους τα είχε στείλει …»

(Cum iam diu stipendiariis nostris solutum non fuerit, et hoc quia imposita non fuit impositio aliqua, et sit neccessarium ad hoc providere quia quotidie congruuntur, sit insuper etiam providendum habendi denarios pro ambaxiata mittenda Bononiam ad serenissimum dominum Imperatorem pro associando suam Maiestatem per territoria domini Marchionis et nostra et faciendo ei expensas ac etiam dare summo Pontifici ducatorum duos mille pro parte nos tangente pro expensis factis predicto domino Imperatori de mense Iulii et alios ducatorum duos mille pro dando illis qui procurarunt conclusionem treuguarum prout captum est per hoc consilium, nam summus Pontifex accepit illos quos miseramus…).

[←34]

Χαλκοκονδύλης, βιβλίο vi, CSHB, Βόννη, σελ. 320-22, επιμ. E. Darkò, 11-1 (1923), 93-94:

Όταν ο Αντόνιο πέθανε από αποπληξία στον ύπνο του, αν και βρισκόταν σε καλή κατάσταση, η σύζυγός του έστειλε στον σουλτάνο ζητώντας να ανατεθεί το πριγκιπάτο σε αυτήν και σε ένα άξιον άνδρα τής πόλης, που ήταν συγγενής της και μαλιστα ο πατέρας μου. Έστειλε αυτόν τον άνδρα να το προσπαθήσει στον σουλτάνο, και τού έδωσε μεγάλο χρηματικό ποσό, ώστε να μπορέσει να τούς εξασφαλίσει την ηγεμονία τής Αττικής και τής Βοιωτίας. Εκείνος ξεκίνησε από την πόλη και ταξίδεψε στον σουλτάνο, αλλά οι επικεφαλής τού λαού εξαπάτησαν τη γυναίκα τού Αντόνιο και την έβγαλαν από την ακρόπολη, λόγω τού μίσους τους για τον Χαλκοκανδύλη. Στη συνέχεια εγκατέστησαν τούς συγγενείς τού Αντόνιο ως τύραννους και, απομακρύνοντας την οικογένειά μου, επικράτησαν στην πόλη. Έκαναν γαμήλια συμμαχία με τη σύζυγο τού Αντόνιο, μέσω ενός καλής οικογένειας θετού γιου της, και κατέλαβαν την ακρόπολη. Λίγο αργότερα, έχοντας εκδιώξει τη σύζυγό του από την ακρόπολη και βγάλει την οικογένειά μου έξω, ανέλαβαν τις υποθέσεις τής πόλης.

«…ἐπεὶ δὲ ἐτελεύτησεν Ἀντώνιος, ὑπὸ εὐεξίας ἀποπληγεὶς κατὰ τὸν ὕπνον, ἥ τε γυνὴ αὐτοῦ ἔπεμπεν ἐς βασιλέα τὴν ἀρχὴν ἐπιτραπῆναι αὐτῇ τε καὶ τῷ τῆς πόλεως ἀμείνονι, ἑαυτῆς δὲ προσήκοντι, πατρὶ δὲ ἡμετέρῳ. τοῦτον ὡς ἔπεμπε πειρασόμενον παρὰ βασιλεῖ, καὶ χρήματα διδοῦσα μεγάλα, ὥστε διαπράττεσθαι σφίσι τὴν ἀρχὴν τῆς τε Ἀττικῆς ἅμα καὶ Βοιωτίας, ὡς ἐξελαύνων ἐκ τῆς πόλεως ἐπορεύετο παρὰ βασιλέα, οἳ προέστησαν τοῦ δήμου, κατὰ τὸ πρὸς αὐτὸν Χαλκοκανδύλην ἔχθος τήν τε γυναῖκα τοῦ Ἀντωνίου ἀπάτῃ παρήγαγον ἐκ τῆς ἀκροπόλεως, καὶ τοὺς προσήκοντας Ἀντωνίου καθίστασαν τυράννους, καὶ τὸ γένος ἐξελάσαντες αὐτοὶ ἴσχουσι τὴν πόλιν. ἐπιγαμίαν δὲ ποιησάμενοι πρὸς τὴν γυναῖκα τοῦ Ἀντωνίου ἐπὶ θετῷ αὐτῆς παιδὶ ἀγαθῷ, ἐς τὴν ἀκρόπολιν παρῆσαν. καὶ οὐ πολλῷ ὕστερον ἐκβάλλοντες τὴν γυναῖκα ἐκ τῆς ἀκροπόλεως, καὶ τὸ γένος ἡμῶν ἐξελαύνοντες, τὰ τῆς πόλεως πράγματα ἔσχον.

Όταν ο Χαλκοκανδύλης έφτασε ενώπιον τού σουλτάνου, τέθηκε υπό φρούρηση και ο σουλτάνος τον διέταξε να παραδώσει την περιοχή. Υποσχέθηκε [φόρο υποτέλειας] τριάντα χιλιάδες χρυσά νομίσματα, αλλά δεν πέτυχε τίποτε, καθώς έμαθε ότι ο σουλτάνος είχε στείλει στρατό εναντίον τής Βοιωτίας για να υποτάξει την πόλη τής Θήβας. Κατάφερε να δραπετεύσει στο Βυζάντιο, εγκαταλείποντας τούς υπηρέτες του, τις σκηνές και τα υποζύγια. Επιβιβάστηκε σε πλοίο στο Βυζάντιο και έπλεε προς την Πελοπόννησο. Εκεί συνέλαβαν το πλοίο του και τον ίδιο πλοία των τυράννων τής Αθήνας που περιπολούσαν. Έπιασαν τον Χαλκοκανδύλη και τον έφεραν αλυσοδεμένο πίσω στον σουλτάνο. Αλλά ο σουλτάνος απέρριψε τις κατηγορίες και τον συγχώρησε, χωρίς να τον θεωρήσει υπεύθυνο για τίποτε. Όταν [ο σουλτάνος] ζήτησε τα τριάντα χιλιάδες χρυσά νομίσματα, είπε [ο Χαλκοκανδύλης] ότι δεν είχε να τα δώσει. Από τότε η περιοχή λεηλατούνταν φρικτά από τού σουλτάνου [τον ύπαρχο] που έδρευε στη Θεσσαλονίκη.

ὁ μὲν δὴ Χαλκοκανδύλης ἀφικόμενος παρὰ βασιλέα ἐς φυλακὴν μέντοι περὶ αὐτὸν ἐγένετο, ὑπὸ βασιλέως κελευόμενος παραδοῦναι τὴν χώραν. ὡς δὲ ὑποσχόμενος ἐς τρεῖς μυριάδας χρυσίου οὐδέν τι ἔπρασσε, στρατὸν δὲ ἐπύθετο πεπομφέναι βασιλέα ἐπὶ Βοιωτίαν ὡς τὴν Θηβῶν πόλιν παραστησόμενον, διεπράξατό τε καὶ ἀπέδρα ἐπὶ Βυζάντιον, καταλιπὼν τούς τε θεράποντας καὶ σκηνὰς ἅμα καὶ ὑποζύγια. ἐπιβὰς δὲ νεὼς ἀπὸ Βυζαντίου ἔπλει ἐπὶ τὴν Πελοπόννησον. καὶ ἐνταῦθα νῆες αὐτοῦ περιπλέουσαι τῶν τυράννων τῆς Ἀττικῆς συλλαμβάνουσί τε τὸ πλοῖον, καὶ αὐτὸν ἑλόντες Χαλκοκανδύλην ἀνήγαγον παρὰ βασιλέα δέσμιον. βασιλεὺς μὲν αὐτῷ ἀφῆκε τὴν αἰτίαν καὶ συνέγνω, μηδὲν ἐπὶ τούτῳ αἰτιασάμενος· αὐτὸς μέντοι τὰς τρεῖς μυριάδας ἀπαιτούμενος οὐκ ἔχειν ἀποδιδόναι ἔφασκεν. ἐντεῦθεν ἡ χώρα ἐλεηλατεῖτο μεγάλως ὑπὸ τοῦ βασιλέως ἐν τῇ Θετταλίᾳ χώρᾳ.

Ο Νέριο [Β’], που ήταν τώρα τύραννος τής ηγεμονίας, ήταν μάλλον θηλυπρεπής και πιο ενδοτικός και εκθρονίστηκε από τη θέση του από τον αδελφό τού Αντόνιο [Β’], ο οποίος συνωμότησε εναντίον του. Στη συνέχεια, όταν πέθανε ο Αντόνιο, ο Νέριο, ο αδελφός αυτού τού Αντόνιο, επέστρεψε από τη Φλωρεντία και ανέλαβε την ηγεμονία.

Νέριος δὲ τύραννος ὢν τὴν ἀρχήν, καὶ θηλυδρίας ὢν καὶ μαλακώτερος, ὑπὸ ἀδελφοῦ Ἀντωνίου ἀφῄρητο τὴν ἀρχὴν ἐπιβουλευθείς. μετὰ δέ, ὡς ἐτελεύτησεν Ἀντώνιος, ἐς τὴν ἀρχὴν αὖθις κατέστη Νέριος ὁ Ἀντωνίου ἀδελφός, ἀπὸ Φλωρεντίας ἀφικόμενος.»

Η ενετική κυβέρνηση έδωσε εντολή στους αξιωματούχους της στο Νεγκροπόντε να μην παρέμβουν είτε κατελάμβαναν την Αθήνα οι Τούρκοι ή οι κληρονόμοι τού εκλιπόντος δούκα Αντόνιο Ατσαγιόλι [πρβλ. Κ. N. Sathas (επιμ.),Documents inédits relatifs a l’histoire de la Grèce au moyen age, 9 τόμοι, Παρίσι, 1880-90, ανατυπ. Αθήνα, 1972, I, αριθ. 131, σελ. 199, με ημερομηνία Οκτωβρίου 1435].

Tο ότι η χήρα τού Αντόνιο (ήταν άραγε αυτή πραγματικά «Mαρία Μελισσηνή»;) πράγματι παντρεύτηκε τον Νέριο Β΄ φαίνεται στον Σάθα, III, αριθ. 1020, σελ. 427-28, επιστολή με ημερομηνία 5 Σεπτεμβρίου 1435 προς τον βαΐλο και τον διοικητή τού Νεγκροπόντε [πρβλ. Thiriet, Regestes, III, αριθ. 2396, σελ. 48]:

«Μας γράφετε, ότι μετά τον θάνατο τού υπέροχου κυρίου Αντόνιο Ατσαγιόλι η σύζυγός του μπήκε στο κάστρο [στην Aκρόπολη] και ο ανηψιός του στην πόλη τής Αθήνας και τελικά, από το γάμο που ακολούθησε, παρέμειναν σε ειρήνη και ομόνοια»

(Scripsistis nobis quod post mortem magnifici domini Antonii de Azaiolis eius uxor introivit castrum, et eius nepos civitatem Athenarum, et denique ex matrimonio secuto in pace et concordia remanserunt.)

Οι αξιωματούχοι τής Σινιορίας στο Νεγκροπόντε έπρεπε να προσπαθήσουν να εξασφαλίσουν την αναγνώριση από τον Νέριο Β΄ (και από τη σύζυγο που είχε προσφάτως αποκτήσει) τής ενετικής επικυριαρχίας επί τού δουκάτου των Αθηνών, την οποία ο δούκας Αντόνιο αναγνώριζε κατά τη διάρκεια τής ζωής του. (Tο έγγραφο Οκτωβρίου 1435, στο οποίο γίνεται εδώ αναφορά, υπάρχει μόνο στον τίτλο και ο γραφέας θρηνούσε ότι δεν είχε αντιγραφεί στο φύλλο (folio) και μπορούσε να χαθεί (ut multe alie que [sic] scribere non potui), αλλά φαίνεται ότι αποτελούσε απλώς επαναλήψεις τού δευτέρου εγγράφου που αναφέρθηκε, δηλαδή εκείνου τής 5ης Σεπτεμβρίου 1435).

[←35]

Σφραντζής, Χρονικόν (Chronicon minus), PG 156, 1044A-1045A. και επιμ. Vasile Grecu, Georgios Sphrantzes, Memorii (1401-1477), στο anexa Pseudo-Phrantzes: Macarie Melissenos, Cronica (1258-1481), Βουκουρέστι, 1966, σελ. 50, 52, 54:

Στις αρχές τού καλοκαιριού τού 6943 [1435] πέθανε ο Αντόνιο Ντελ’ Ατσαγιόλι, ο άρχοντας τής Αθήνας και τής Θήβας. Ύστερα από αίτημα τής χήρας του, στάλθηκα εγώ με αργυρόβουλλο ορκωμωτικό έγγραφο και με μεγάλη στρατιωτική συνοδεία για να παραλάβω την Αθήνα και να τής δώσω άλλο μέρος στον Μοριά, όποιο θεωρούσα κατάλληλο. Ο Τουραχάν όμως ήταν πιο γρήγορος: απέκλεισε τη Θήβα και την πήρε λίγες ημέρες αργότερα. Ανίκανος να πετύχω τίποτε, επέστρεψα άπρακτος στον Μοριά μέσω Εξαμιλίου και έφερα τα νέα.

«Καὶ εἰς τὰς ἀρχὰς τοῦ θέρους τοῦ μΓ΄ ἔτους ἀπέθανε καὶ ὁ Ἀθηνῶν καὶ Θηβῶν αὐθέντης κὺρ Ἀντώνιος Ντελαντζιόλης καὶ ζητήσει τῆς ἐκείνου γυναικὸς ἐστάλην ἐγὼ μετὰ ἐνόρκου ἀργυροβούλου καὶ πολλῶν στρατιωτῶν, ἵνα παραλάβω τὴν Ἀθήναν καὶ ἄλλον εἰς τὸν Μορέαν αὐτῇ δώσω τόπον, ὁπόσον καὶ ὁποῖον φαίνηταί μοι· προλαβόντος δὲ τοῦ Τουραχάνη καὶ τὴν Θήβαν ἀποκλείσαντος, ἣν καὶ ἀπῆρε μετά τινας ἡμέρας, ἄπρακτος ἐγύρισα ἀπὸ τὸ Ἑξαμίλιον, τοῦτο παρεγγελίαν ἔχοντος μου.

Ενώ ο αφέντης μου και δεσπότης [Κωνσταντίνος] βρισκόταν στα Στυλάρια, περιμένοντας τις ενετικές γαλέρες τού εμπορίου για να μπει σε αυτές και να πάει στην Πόλη, έφτασα κι εγώ εκεί άπρακτος. Μπήκα κι εγώ στο πλοίο και αναχωρήσαμε. Όταν φτάσαμε στην Εύβοια, τού φάνηκε καλό και με έστειλε στον Τουραχάν που βρισκόταν στη Θήβα. Τού είπα για την αποστολή μου σχετικά με την Αθήνα.

Εἰς δὲ τὰ Στυλάρια εὑρισκομένου τοῦ δεσπότου καὶ αὐθεντός μου καὶ τὰ τῆς πραγματείας κάτεργα Βενετικὰ ἐκδεχομένου, ἵνα ἐμβὰς εἰς τὴν Πόλιν ἀπέλθῃ, ἰδοὺ κἀγὼ ἄπρακτος ἔφθασα. Καὶ ἐμβὰς κἀγὼ ἀπερχόμεθα· καὶ εἰς τὴν Εὔριπον φθάσαντες, ἐφάνη καλὸν καὶ ἐστάλην εἰς τὸν Τουραχάνην, εἰς τὴν Θήβαν εὑρισκόμενον καὶ τὴν δουλείαν τὴν περὶ τῆς Ἀθήνας ἐδηλοποίησα αὐτῷ.

Ο Τουραχάν μού ορκίστηκε λέγοντας: «Λόγω τής γνωριμίας και τής αγάπης μου προς τον δεσπότη και σένα, θα είχα δεχτεί χαρούμενα και πρόθυμα να συμβεί αυτό, αν το ήξερα πριν φύγω από το παλάτι μου και έρθω εδώ, επειδή θα το έκανα χωρίς εντολή τού μεγάλου αφέντη [του σουλτάνου]. Κι αν βρισκόμουν στο παλάτι μου, θα είχα πολλά σκεπάσματα [δικαιολογίες], αλλά τώρα δεν έχω πια κανένα». Μού φέρθηκε τιμητικά, έφερε ακόμη και τούς γιους του να με προσκυνήσουν, και τούς παρέδωσε σε μένα και στον αφέντη μου. Ένας από αυτούς ήταν ο πολύ ισχυρός σήμερα Oμέρ. Επέστρεψα λοιπόν [στον αφἐντη μου] άπρακτός από εκεί [από τη Θήβα].

Καὶ ἐπληροφόρησέ μοι μεθ’ ὅρκου, ὅτι “διὰ τὴν πρὸς τὸν δεσπότην καὶ σὲ ἐγνωριμίαν καὶ ἀγάπην, καλῶς καὶ προθύμως ἤθελα παραχωρήσει, ἵνα πραχθῇ τοῦτο, ἂν εἶχα ἐξεύρειν τι πρὸ τοῦ ἐξελθεῖν με ἀπὸ τὸ ὁσπίτιόν μου καὶ ἐλθεῖν ἐνταῦθα, ἐπεὶ ὁρισμῷ τοῦ μεγάλου αὐθεντὸς οὐδὲν ἐποίησα τοῦτο· καὶ εὑρισκομένου εἰς τὸ ὁσπίτιόν μου, εἶχον πολλὰ σκεπάσματα, νῦν δὲ πλέον σκέπασμά τι οὐκ ἔχω”. Φιλοφρονηθεὶς δὲ φιλοτίμως παρ’ ἐκείνου καὶ τοὺς υἱοὺς αὐτοῦ φέροντος εἰς προσκύνησίν μου, καὶ παραδοὺς αὐτοὺς πρὸς ἐμὲ καὶ τὸν αὐθέντην μου, ἐξ ὧν εἷς ἦν καὶ ὁ νῦν πολὺς καὶ μέγας Ἀμάρης, ἐπανέστρεψα κἀκεῖθεν ἄπρακτος.

Η φρουρά στη Χαλκίδα [Νεγκροπόντε] είχε σηκώσει την γέφυρα πριν από την άφιξή μας. Παραμείναμε λοιπόν χωρίς τη θέλησή μας στα βράχια έξω από τη γέφυρα. Περάσαμε μια τόσο άσχημη νύχτα εξαιτίας τού κρύου (ήταν 29 Αυγούστου), τής πείνας, των σκληρών βράχων και τού φόβου μας μήπως κλέφτες από τον στρατό τού Τουραχάν πάρουν τα ξένα άλογα, τα οποία είχαμε δανειστεί από εκείνους που βρίσκονταν μέσα στο κάστρο, ώστε εκείνοι που βρίσκονταν μαζί μου αργότερα αναφέρονταν στο γεγονός ως παροιμία για καταστροφή.

Καὶ ἐπεὶ προλαβόντες οἱ ἐν τῷ Εὐρίπῳ ἐσήκωσαν τὸ γεοφύριν, καὶ ἀκουσίως ἐμείναμεν εἰς τὰς ἔξω τοῦ γεοφυρίου πέτρας· διεβιβάσαμεν οὖν τοιαύτην νύκταν ἀπὸ τε κρύους, -κθ’ ἦν τοῦ Αὐγούστου, -ἀπὸ τε πείνας, ἀπὸ τε ξηρότητος τῶν πετρῶν, ἀπὸ τε φόβου καὶ κλεπτῶν τῶν ἀπὸ τοῦ φωσάτου τοῦ Τουραχάνη διὰ τὰ ξένα ἄλογα, ἃ ἀπὸ τοὺς ἐν τῷ κάστρῳ ἐδανεισάμεθα, ὅτι παροιμία ἐγένετο ἐπὶ κακῷ τοῖς μετ’ ἐμοῦ τότε οὖσιν εἰς τὸν μετέπειτα χρόνον.

Την επόμενη μέρα επιβιβαστήκαμε στις γαλέρες και φτάσαμε στην Κωνσταντινούπολη στις 23 Σεπτεμβρίου 6944 [1435].

Ἀναβάντες οὖν εἰς τὰ κάτεργα ἐπὶ τὴν αὔριον, τῇ κΓ΄ τοῦ Σεπτεβρίου μηνὸς τοῦ μδ’ ἔτους εἰς τὴν Κωνσταντινούπολιν ἐφθάσαμεν.»

[←36]

Ψευδο-Σφραντζής, Chron. maius, II, 10-11, CSHB, Βόννη, σελ. 159-61, επιμ. J. B. Papadopoulos, Ι (Λειψία, 1935), 160-62, επιμ. Grecu (1966), σελ. 302, 304:

«Και κατ’ αρχάς τοῦ θέρους τοῦ ,ςϡμΓ΄ απέθανε καὶ ὁ τῶν Ἀθηνῶν αὐθέντης καὶ Θηβῶν ὁ προρρηθείς κύρ Ἀντώνιος Λαντζιόλης ὁ Κομνηνός· καὶ ζητήσει τῆς ἐκείνου γυναικός Μαρίας Μελισσηνῆς, θυγατρός Λέοντος τοῦ Μελισσηνοῦ, πρώτου ἐξαδέλφου Νικηφόρου τοῦ Μελισσηνοῦ ὅν προεδηλώσαμεν, ἐστάλην ἐγὼ μετά ἐνόρκου ἀργυροβούλλου καὶ πολλῶν στρατιωτῶν, ἵνα παραλάβω τὴν Ἀθήναν καὶ Θήβαν, καὶ ἄλλον ἀντ’ αὐτῶν εἰς τὴν Πελοπόννησον αὐτῇ δώσω τόπον, κατά τὰ μέρη τῆς Λακωνικῆς, πλησίον ὧνπερ εἶχε τῆς αὐτῆς πατρικῆς κληρονομίας καὶ προικός, αἵ εἰσίν αἱ κάτω γεγραμμέναι χῶραι καὶ πόλεις καὶ κὼμαι, Ἄστρον, ἅγιος Πέτρος, ἅγιος Ἰωάννης, Πλαταμόνας, Μελίγον, Προάστειον, Λεωνίδας, Κυπαρισσία, Ῥέοντας καὶ Σίτανας, καὶ οὕτως ἐγγὺς αὐτῶν δώσω αὐτῇ τόπον ὁπόσον καὶ οἷον φανήσηταί μοι εἰς γνώμην καὶ βουλήν αὐτῆς. προλαβόντος δὲ τοῦ Τουραχάνη καὶ τὴν Θήβαν ἀποκλείσαντος, ἥν καὶ παρέλαβε μετά τινας ἡμέρας, ἄπρακτος ἐγὼ ἐπανέστρεψα ἀπὸ τοῦ Ἰσθμοῦ, τοῦτο παραγγελίαν γὰρ ἔχοντός μου. εἰς δὲ τὰ Στυλάρια εὑρισκομένου τοῦ δεσπότου καὶ αὐθεντός μου, καὶ τὰς τῶν Ἑνετῶν ἐμπορικάς τριήρεις προσδοκῶντος ἵνα ἐμβάς εἰς τὴν πόλιν ἀπέλθω, ἰδοὺ ἐγὼ ἄπρακτος ἔφθασα.

Καί ἐμβάντες εἰς τὰς τῶν Ἑνετῶν τριήρεις καὶ φθάσαντες εἰς Εὔριπον, ἔδοξε τῷ αὐθέντῃ μου καλόν εἶναι ἀποστεῖλαί με πρὸς τὸν Τουραχάνην ἐν Θήβῃ εὑρισκόμενον, ἵνα τὰ περί τῆς Ἀθήνης αὐτῷ δηλοποιήσω· καὶ παραγενομένου μου ἐδέχθη με μετά χαρᾶς, καὶ ἐπληροφόρησέ μοι μεθ’ ὅρκου λέγων ὅτι εἰ ἔγνωκα τοῦτο πρὶν οἴκοθεν ἐξελθεῖν με ἐνταῦθα, ἕνεκεν τῆς πρὸς τὸν δεσπότην ἀγάπης καὶ πρὸς σέ γνωριμίας χαριέντως ὅ αἰτεῖς πληρῶσαι εἶχον, ἐπεί ἄνευ προστάγματος τοῦ μεγάλου αὐθέντου ἐποίησα τοῦτο, διότι ὅτε ἤμην ἐν τῷ οἴκῳ μου πλείστας προφάσεις ἐδυνάμην εὑρεῖν,νῦν δὲ πρόφασιν οὐκ ἔχω οὐδεμίαν. φιλοφρονηθείς δὲ φιλοτίμως ἐγὼ παρ’ ἐκεινου, καὶ τοὺς υἱούς αὐτοῦ προσέφερέ μοι εἰς προσκύνησίν μου, καὶ παρετίθετο αὐτοὺς ἐμοὶ καὶ τῷ αὐθέντῃ μου, ἐξ ὧν ἦν εἷς ὁ νῦν πολύς καὶ μέγας ἀμήρης. καὶ οὕτως τῶν ἐκεῖθεν ἐπανέστρεψα ἄπρακτος, καὶ ἐπεί προλαβόντες οἱ ἐν τῷ Εὐρίπῳ ἦραν τὴν γέφυραν ἀκουσίως τῇ κθ’ Αὐγούστου, ἡμεῖς ἐμείναμεν ἐν ἐκείνῃ τῇ νυκτί εἰς τὰς ἔξωθεν τῆς γεφύρας πέτρας· καὶ ἐν ἐκείνῃ τῇ νυκτί πολλά ἐναντία ἐπάθομεν ἀπὸ τε ψύχους καὶ πείνας καὶ ἀπὸ τῆς ξηρότητος τῶν πετρῶν ἀπὸ τε φόβον τῶν λῃστῶν καὶ τῶν ἀπὸ τοῦ Τουραχάνη στρατοῦ διὰ τὸ ξένους τοὺς ἵππους εἶναι, οὕς ἐκ τοῦ Λιέθρου ἐδανεισάμεθα, ὅτι καὶ παροιμία ἐγένετο ἐπὶ κακῷ τοῖς μετ’ ἐμοῦ τότε οὖσιν εἰς τὸν μετέπειτα ἥτοι ἐπιόντα χρόνον. ἀναβαντες οὖν εἰς τὰς τριήρεις ἐπὶ τὴν αὔριον, τῇ κΓ΄ τοῦ Σεπτεμβρίου μηνός τοῦ ,ςϡμδ’ ἔτους εἰς τὴν Κωνσταντινούπολιν ἐφθάσαμεν.»

Δεδομένου ότι το νέο έτος κόσμου (annus mundi) ξεκινούσε τον Σεπτέμβριο, τα δύο τμήματα των ετών 6943 και 6944 στα οποίο γίνεται αναφορά έπεφταν μέσα στο 1435 μ.Χ. Aργυρόβουλλο είναι ένα έγγραφο με ασημένια σφραγίδα. Για το ιστορικό υπόβαθρο πρβλ. Wm. Miller, Latins in the Levant, Λονδίνο, 1908, σελ. 404-6, Δ. Γ. Kαμπούρογλους, Οι Χαλκοκονδύλαι, Αθήνα, 1926, σελ. 32-34, 94 και εξής, D. A. Zakythinos, Le Despotat grec de Morée, 2 τόμοι, Παρίσι και Αθήνα, 1932-53, ανατυπ. Λονδίνο, 1975, I, 204-13, Gyula Moravcsik, Byzantinoturcica, 5 τόμοι, 2η εκδ., Βερολίνο, 1958, I, 391, K. M. Setton, Catalan Domination of Athens, 1311-1388, Καίμπριτζ, Μασσ., 1948 και 2η εκδ., Λονδίνο, 1975, σελ. 202-6. Tα εδάφια που αναφέρονται στους Μελισσηνούς και στις περιουσίες τους δεν υπάρχουν στον Σφραντζή, έχοντας προστεθεί από τον Μακάριο Mελισσουργό-Mελισσηνό, ο οποίος ως συνήθως δοξάζει την οικογένεια των Μελισσηνών [βλέπε πιο πάνω, Κεφάλαιο 1, σημείωση 99].

[←37]

Πρβλ. J. D. Mansi, Sacrorum canciliorum nova et amplissima collectio, XXIX (Βενετία, 1788, ανατυπ. Παρίσι, 1904), στήλες 92-98, 121-37. Όπως έπρεπε να αναμένεται, οι συνοδιστές συνάντησαν σύντομα παπική αντίθεση στα σχέδιά τους να διαπραγματευτούν με τούς Έλληνες [στο ίδιο, στήλες 171D και εξής, 285-313, 322C και εξής, 445D και εξής, και αλλού και σημειώστε στήλες 617E-618, 627-29, 649-50, 651-65. Επίσης τόμ. XXX (1792, ανατυπ. 1904), στήλες 848D-849, 871 και εξής, 890, 922-23, 934 και εξής, 965D-966, 1033 και εξής, 1094D και εξής, 1121-22, 1136C και εξής. Και τόμ. XXXI (1798, ανατυπ. 1906), στήλες 197 και εξής, 248-72]. Ο Μαρτίνος Ε’ είχε πεθάνει στις 20 Φεβρουαρίου 1431 και στις 3 Μαρτίου είχε εκλεγεί στη Ρώμη ο Ευγένιος Δ’. Πρβλ. την αναγγελία τού Ευγένιου για τον θάνατο τού Mαρτίνου και τη δική του εκλογή στο Arch. Segr. Vaticano, Reg. Vat. 359, φύλλα 59-60, επιστολή γραμμένη στη Ρώμη στις 12 Μαρτίου 1431.

Εκτός από το υλικό που έχει συγκεντρωθεί για τη σύνοδο τής Βασιλείας στη συλλογή τού Mansi, πρέπει να αναφερθεί και το Monumenta conciliorum generalium seculi decimi quinti, … Concilium Basileense … , 3 (στην πραγματικότητα 4) τόμοι, Βιέννη και Βασιλεία, 1857-1932, το οποίο περιέχει τις ιστορίες τής συνόδου από τούς συνοδιστές Ιωάννη τής Ραγούσας και Ιωάννη τής Σεγκόβια, καθώς και η εργασία τού Johannes Haller (1865-1947) και άλλων, Concilium Basiliense: Studien und Quellen zur Geschichte des Concils von Basel, 8 τόμοι, Βασιλεία, 1896-1936, η οποία περιέχει επιστολές, φυλλάδια, υπομνήματα, λογαριασμούς δαπανών, καθημερινές εγγραφές (protocolli) γεγονότων και πρακτικά, διπλωματική αλληλογραφία και τις πηγές σχετικά με την πρεσβεία τής Βασιλείας στην Κωνσταντινούπολη το 1437, για να προσδιοριστεί ο τόπος τής ενωτικής συνόδου στην Αβινιόν ή τη Βασιλεία [vol. ΙΙΙ (1904), σελ. 175-362].

Κατά τη 18η γενική συνεδρίαση τής συνόδου τής Βασιλείας, που πραγματοποιήθηκε στις 26 Ιουνίου 1434, οι συγκεντρωμένοι επανεπικύρωσαν το ψήφισμα τής 5ης συνεδρίασης τής συνόδου τής Κωνσταντίας [στις 6 Απριλίου 1415], για την οποία βλέπε von der Hardt, Magnum oecumenicum Constantiense concilium, IV (1698-99), 98a, Mansi, ό. π., XXVII, στήλη 590DE και πρβλ. Fillastre, Gesta, στο Finke, Acta, II, 28, διακηρύσσοντας ότι μια γενική σύνοδος έπαιρνε την εξουσία της απευθείας από τον Χριστό και ήταν ανώτερη από κάθε άτομο, οποιουδήποτε βαθμού ή αξιώματος, περιλαμβανομένου τού πάπα, σε ζητήματα που είχαν σχέση με την πίστη, την εκρίζωση των αιρέσεων και τη μεταρρύθμιση τής εκκλησίας, για τα οποία βλέπε Hefele και Leclercq, Hist des conciles, VII, μέρος 2 (Παρίσι, 1916), 849 και εξής και Mansi, XXIX, στήλη 91CD. To φθινόπωρο τού 1439 ο Δομινικανός Χουάν ντε Τορκεμάδα επιτέθηκε στον ισχυρισμό τής Βασιλείας για συνοδική υπεροχή απέναντι στον πάπα στο έργο του Oratio synodalis de primate, επιμ. Emmanuel Candal, Ρώμη, 1954 (Concilium Florentinum, Documenta et scriptores, σειρά B, τόμ. IV, fasc. 2).

[←38]

Κατά τη διάρκεια των ετών που η σύνοδος τής Βασιλείας βρισκόταν στο αποκορύφωμά της, τα μέλη της βρίσκονταν σε στενή και φιλική επαφή με τον αυτοκράτορα Ιωάννη Η’ Παλαιολόγο και τον πατριάρχη Ιωσήφ Β΄ [Hofmann, Orientalium documenta minora (1953), αριθ. 3-5, 8-19, σελ. 6-10, 12-25, με ημερομηνία από Οκτώβριο 1433 μέχρι Μάρτιο 1436]. Οι συνοδιστές (conciliarists) αρνούνταν να συγκαλέσουν την ενωτική σύνοδο σε παραθαλάσσιο τόπο (locus maritimus) εύκολα προσπελάσιμο από τούς Έλληνες, όπως είχε συμφωνήσει να κάνει ο Μαρτίνος Ε’ (και όπως ο σκληρά πιεζόμενος Ευγένιος έλεγε ότι ήταν πρόθυμος να τη συγκαλέσει ακόμη και στην Κωνσταντινούπολη, για το οποίο βλέπε στο ίδιο, αριθ. 8, σελ. 12-13). Κάποιος τόπος επί τής Αδριατικής ή κοντά σε αυτήν ήταν απαραίτητος για τον Ιωσήφ Β΄, «που είναι γέρος και συνεχώς ελεεινά αδύναμος» (qui est senex et continua infirmitate granatus) [Hofmann, υπ’ αριθ. 14, σελ. 20]. Ο αυτοκράτορας και ο πατριάρχης αρνούνταν κατηγορηματικά να πάνε τόσο μακριά όπως στη Βασιλεία [Hofmann, υπ’ αριθ. 22-23, σελ. 26-28, με ημερομηνία 11 Φεβρουαρίου 1437]. Aπέρριπταν επίσης την Αβινιόν ως τόπο τής συνόδου [Hofmann, υπ’ αριθ. 26, σελ. 30]. Πρβλ. Dölger, Regesten, μέρος 5, αριθ. 3437-40, 3443-52, 3454, 3466, σελ. 116 και εξής] και Thiriet, Regestes, III, αριθ. 2418 (έκκληση των συνοδιστών τής Βασιλείας για ενετική συνεργασία για τη μεταφορά τού Ιωάννη Η’ δυτικά, με ημερομηνία 28 Ιουνίου 1436), 2435, 2445, 2461-62, 2472-73, σελ. 53 και εξής.

Σημείωση τού μεταφραστή:

Προφανώς υπήρξε έντονη «διπλωματική» δραστηριότητα για την προσέλκυση των Ελλήνων στη φιλοπαπική ή την αντιπαπική σύνοδο τής Δυτικής Εκκλησίας. Χαρακτηριστική είναι η παρακάτω επιστολή τού Γεώργιου Τραπεζούντιου από την Ιταλία προς τον αυτοκράτορα Ιωάννη Η’ Παλαιολόγο, που τον προτρέπει, ύστερα και από συζήτηση με τον πάπα Ευγένιο Δ’, όπως αναφέρεται στην επιστολή, να προτιμήσει την παπική σύνοδο [Georgii Trapezuntii Epistola ad Joannem Palaeologum Imp., ut in Italiam ad Synodum proficiscatur, PG 161, 895-908]:

«Επιστολή Γεώργιου Τραπεζούντιου προς τον υψηλότατο και αγιότατο αυτοκράτορα Ρωμαίων Ιωάννη [Η΄] Παλαιολόγο, με την οποία τον προτρέπει να καταπλεύσει στην Ιταλία.

«Πρὸς τὸν ὑψηλότατον καὶ θειότατον βασιλέα Ῥωμαίων Ἰωάννην τὸν Παλαιολόγον πρὸς τὸν εἰς Ιταλίαν πλοῦν προτροπὴ Γεωργίου Τραπεζουντίου ἐπιστολὴ.

Άριστε αυτοκράτορα, δεν συνέταξα αυτή την παράκληση επειδή, κατά τη γνώμη των πολλών, πίστευα ότι αμφέβαλλες για το σύνολο των λόγων για τούς οποίους ο ανώτατος ποντίφηκας έστειλε γαλέρες για να καταπλεύσεις στην Ιταλία. Μάλιστα πίστεψα ότι θα ικανοποιήσω τη μεγαλειότητά σου γράφοντας εκείνα τα οποία θα σού φέρουν μεγάλη ευχαρίστηση, απαλλάσσοντας ταυτόχρονα και συγχωρώντας εμένα, που τόλμησα να γράψω προς τη δική σου μεγαλειότητα, όντας τόσο απομακρυσμένος από την ελληνική γλώσσα.

Οὐχ ὅτι σε κατὰ τὴν πολλῶν δόξαν, ἄριστε βασιλεῦ, ἀμφιβαλεῖν ᾠήθην τὸ σύνολον μεθ’ ὧν ὁ ἄκρος τῶν ἀρχιερέων ἔπεμψε τριήρων εἰς Ἰταλίαν πλεῦσαι, τὴν παράκλησιν ταύτην ἐνεστησάμην, ἀλλ’ ὅτι ὡς μάλιστα τῷ σῷ κράτει ἐνόμισα χαριεῖσθαι ἐκεῖνα γράψας, ἅπερ σοὶ μὲν ἡδονήν τῷ σφόδρα τούτοις ἔχεσθαι, ἐμοὶ δὲ παραίτησιν, καὶ συγγνώμην παρέξει πόῤῥω που ἀπῳκισμένῳ λόγων Ἑλληνικῶν, καὶ ὅμως τολμῶντι πρὸς τὸ σὸν ὕψος γράφειν.

Γιατί δεν θα ταίριαζε καθόλου σε μυαλωμένον άνθρωπο, να προσπαθήσει να πείσει έναν τέτοιον αυτοκράτορα, από τούς πιο προικισμένους δηλαδή σε σοφία και λογική, χωρίς να έχει κανένα από εκείνα τα όπλα με τα οποία θα μπορούσε να τον πείσει. Αυτά ίσως φανεί ότι είναι λόγια ευγνώμονος και πιστού υπηκόου, καθώς πολλοί αμφιβάλλουν αν πρέπει να γράφονται εκείνα που σού αρέσουν και να πιστεύει κανείς ότι σε έπεισε, ενώ εσύ είσαι από καιρό πεισμένος και εξορμάς προς αυτό με βάση τη δική σου γνώμη, έχοντας ήδη πείσει πολλούς. Νομίζω όμως ότι πρέπει να βάλω από την αρχή σε σειρά τα λόγια μου, για να προχωρώ με λογική και να μην πάθω το ίδιο με εκείνους, που μπορούν να κουβαλούν μικρό και λίγο φορτίο, αλλά τούς φορτώνουν μεγάλο και βαρύ. Γιατί προχωρώντας με τη σειρά των πραγμάτων, ίσως μπορέσω να ξεπεράσω την απειρία μου στη σύνταξη λόγων.

Ἐκεῖνο μὲν γὰρ οὐδ’ ἄν ἦν ὅλως νῦν ἔχοντος ἀνθρώπου, εἰ βασιλέα τοιοῦτον, ᾧ σοφίας καὶ λόγων εἰς ἄκρον μέτεστι, πείθειν ἐπιχειροίην, μηδὲν ἔχων τῶν πείθειν δυναμένων· τοῦτο δὲ εὐγνώμονος ἴσως ἄν δόξῃ καὶ πιστοῦ ὑπηκόου, ἀμφιδοξούντων πολλῶν τὰ τὲ σοι ἀρεστὰ γράφειν, καὶ δόξαν σχεῖν τοῦ πεῖσαι πάλαι σου πεπεισμένου, μᾶλλον δὲ ὁρμῶντος πρὸς τοῦτο οἰκείᾳ γνώμῃ, καὶ πολλοὺς ἤδη πείσαντος. Ἀλλ’ οἶμαι δεῖν εἰς ἀρχὴν καταστῆσαι τὸν λόγον, ἵνα μοι κατὰ λόγον χωρῇ καὶ μὴ πάθω ταὐτὸ τοῖς μικρὰ μὲν καὶ ὀλίγα φέρειν δυναμένοις, πολλὰ δὲ και μεγάλα ἐπιφορτιζομένοις· τῷ γὰρ τῇ τῶν πραγμάτων τάξει προβαίνειν ἴσως ἄν μοι βοηθήσοι τῇ τοῦ λέγειν ἀπειρίᾳ.

Αυτοκράτορα, η σύνοδος που συγκλήθηκε στην πόλη των Γερμανών που ονομάζεται Βασιλεία, έχοντας θεσπίσει διάταξη αμέσως μετά τη σύγκλησή της ότι αν συμβεί κατά τη διάρκεια τής συνόδου να πεθάνει ως άνθρωπος εκείνος που κατέχει τώρα το πηδάλιο τής εκκλησίας, τότε μόνον αυτή είναι δυνατό να εκλέξει τον ανώτατο ποντίφηκα, κατέστησε φανερό ότι έχει συγκεντρωθεί για να μεταθέσει σε Γερμανούς ή Γάλλους την εξουσία τής Ρώμης. Και τώρα όσα κάνει και λέει, γι΄ αυτόν τον λόγο τα κάνει και τα λέει, αλλά όχι όλη, γιατί όσοι από εκείνους είναι ανώτεροι στην αρετή και στη διοίκηση των θρησκευτικών υποθέσεων έχουν ήδη καταλάβει τα καλύτερα. Όμως οι πιο πονηροί μάλλον δεν ενδιαφέρονται για την ένωση των Εκκλησιών, για την ένωση εννοώ των Εκκλησιών των Γραικών και των Ιταλών, αλλά για να διασπάσουν την ίδια την Ιταλία και να την κόψουν σε πολλά κομμάτια οι άθλιοι, λόγος για τον οποίο λέγεται ότι αυτοί κατασκεύασαν και γαλέρες στην Αβινιόν, με τις οποίες θα οδηγήσουν εσένα και την ανατολική σύνοδο που θα βρίσκεται μαζί σου έξω από τις Ηράκλειες Στήλες και πέρα από τα Γάδειρα.

Ἡ ἐν τῇ λεγομένῃ Βασιλείᾳ Γερμανῶν πόλει συναχθεῖσα σύνοδος, ὦ βασιλεῦ, νόμον θεῖσα εὐθὺς κατὰ τὸ συναχθῆναι, εἰ τῷ νῦν προκαθεζομένῳ Ἐκκλησίας οἰάκων οἷα ἀνθρώπῳ θανεῖν συμβῇ συνισταμένης τῆς συνόδου, αὐτῇ μόνῃ ἐξεῖναι τὸν ἄκρον αἱρεῖσθαι ἀρχιερέα, ἔκδηλον ἐποίησεν, ὡς ἐπὶ τὸ μεταθεῖναι εἰς Γερμανοὺς ἤ Γάλλους συναχθείη τὴν τῆς Ῥώμης ἀρχὴν, καὶ νῦν ὅσα ἄν ποιῇ ἤ λέγῃ πρὸς τοῦτο ποιεῖ καὶ λέγει οὐ πᾶσα μὲν, καὶ γὰρ οἱ κρείττους ἀρετὴν ἐκείνων, καὶ τὴν κατὰ Θεὸν πολιτείαν, συνεῖδον ἤδη τὰ βελτίω· οἱ δὲ πονηρότεροι οὐ μᾶλλον φροντίζουσι τῆς τῶν Ἐκκλησιῶν ἑνώσεως, Γραικῶν λἐγω καὶ Ἰταλῶν, ἤ τοῦ διασπᾷν τὴν Ἰταλίαν ταύτην καὶ εἰς πολλὰ κατατέμνειν οἱ ἄθλιοι, οὗ χάριν καὶ τριήρεις λέγεται παρασκευάσαι αὐτοὺς ἐν Ἀβιῶνι αἷς σὲ καὶ τὴν μετὰ σοῦ σύνοδον ἔξω τῶν Ἡρακλείων στηλῶν καὶ πέρα Γαδείρων ἐξάξουσι.

Αν αυτό είναι αλήθεια, όπως ακούγεται, τότε αποβλέπει όχι σε ένωση αλλά σε σύγχυση των Εκκλησιών, πράγμα που είναι προφανές για κάθε σκεπτόμενο. Γιατί γνωρίζουν καλά ότι δεν αρμόζει στον αυτοκράτορα των Ρωμαίων, μαζί με τόσο μεγάλο πλήθος αγίων πατέρων, να ταξιδέψει στην άκρη τής οικουμένης. Πιστεύεις άραγε ότι σε προσκαλούν για να ενώσουν τις Εκκλησίες; Γιατί λοιπόν εκείνοι που τούς είναι εύκολο ν΄ αφήσουν τούς τόπους τους, προτείνουν να το κάνει αυτό εκείνος που τού είναι σχεδὸν αδύνατο; Μήπως έχουν κατά νου την ειρήνη των Εκκλησιών; Και γιατί αφού είναι πολύ εύκολο για εκείνους να έλθουν στην Ιταλία, όπου βρίσκεται και ο ανώτατος ποντίφηκας και η ιερά του σύνοδος, εκεί όπου και οι δικές σου δυνατότητες επιτρέπουν να καταφθάσεις πολύ εύκολα και γρήγορα, αφήνοντας αυτό, επιτρέπουν τα δύσκολα μεν για εκείνους τούς ίδιους και αδύνατα για τον ανώτατο ποντίφηκα και τις δικές σου δυνατότητες;

Τοῦτο δὲ ἀληθὲς, ὥσπερ ἄδεται, ὅτι οὐ πρὸς ἕνωσιν, ἀλλὰ σύγχυσιν ὁρᾷ Ἐκκλησιῶν, παντὶ που δῆλον τῷ νοῦν ἔχοντι. Οἴδασι γὰρ καλῶς ὡς οὐχ οἷόν τε βασιλέα Ῥωμαίων μετὰ τοσούτου πλήθους ἁγίων Πατέρων πλεῖν εἰς τὰ ἕσχατα τῆς οἰκουμένης. Ἄρα οὖν εἰς τὸ ἑνῶσαι τὰς Ἐκκλησίας σε προκαλοῦνται; καὶ τὶ τοὺς εἰς οὕς ῥᾴδιον ἐλθεῖν τόπους ἀφέντες, τὸν εἰς ὅν σχεδὸν ἀδύνατον προτίθενται; Ἀλλὰ πάντως τὴν τῶν Ἐκκλησιῶν εἰρήνην ἀποδέχονται; καὶ τὶ ῥᾴστου ὄντος ἐκείνοις εἰς Ἰταλίαν ἐλθεῖν, ὅπου καὶ ό ἄκρος ἀρχιερεὺς καὶ ἡ μετ’ αὐτοῦ σύνοδος, ὅποι καὶ τὸ σὸν κράτος ῥᾷσθ’ ἅμα καὶ τάχιστα καταχθήσεται, τοῦτ’ ἀφέντες τῶν δυσκόλων μὲν σφίσιν αὐτοῖς, ἀδυνάτων δὲ τῷ ἄκρῳ ἀρχιερεῖ τῷ σῷ κράτει ἐφίενται;

Αλλά όπως φαίνεται δεν παραγνωρίζουν ότι καταφθάνοντας εσύ στην Ιταλία και ενώνοντας τις Εκκλησίες, πράγμα που εναπόκειται στον μακαριότατο πάπα Ευγένιο και στη δική σου αγιότητα, δεν θα υπάρχει πια κανένα τέχνασμα για ν΄ αμφισβητηθούν τα πρωτεία τού Ρωμαίου ποντίφηκα από επιχειρήματα Γάλλων και να μεταβληθούν σύνορα, που έχουν μεν προσδιοριστεί από τούς Πατέρες, αλλά που τώρα σαλεύουν από την ορμή τής τρικυμίας και επειδή είναι παλαιά, κάποιοι νομίζουν ότι θα υποχωρήσουν.

Ἀλλ’ ὡς ἕοικεν οὐκ ἀγνοοῦσιν ὅτι σου εἰς Ἰταλίαν πλεύσαντος, καὶ τάς Ἐκκλησίας ἑνώσαντος, ὅπερ ἄρα τῷ μακαριωτάτῳ Εὐγενίῳ πάππᾳ καὶ τῇ σῇ θειότητι ἐναπόκειται, ὡς οὐδεμία ἔτι μηχανὴ ἔσται τοῦ τὰ Ῥώμης πρωτεῖα εἰς μαρτυρίαν Γαλλίας κινεῖ, καὶ μεθιστᾷν ὅρια τὰ ἤδη μὲν ὑπὸ τῶν Πατέρων παγέντα, σαλεύοντα δὲ ὅμως τῆ τε τοῦ κλύδωνος ῥύμῃ, καὶ τῷ παλαιὰ εἶναι καὶ δοκοῦντα ὑπείξειν.

Μάλιστα έχουν τέτοια αντίληψη γι΄ αυτό που θεωρούν σωστό, ώστε να μην είναι σε θέση να δουν τα απαραίτητα, αλλά αναγγέλουν ότι ή θα επικρατήσουν επί τής δικής σού σοφίας και θα υπερισχύσουν τής δικής σου επιθυμίας και θα οδηγήσουν τον αυτοκράτορα των Ρωμαίων στις άκρες τού ωκεανού, μακριά από τη δική τού πόλη, ή θα παρεμποδίσουν το ταξίδι σου στην Ιταλία. Γιατί με οποιοδήποτε από τα δύο παραπάνω νομίζουν αυτοί ότι είναι δυνατό να κομματιάσουν την Εκκλησία, την οποία θα κατασπάραζαν αν μπορούσαν, ενώ θα μπορέσουν αν δεν καταπλεύσεις στην Ιταλία. Γιατί είτε με δικό σου νεύμα προς τα εκεί θα εξασθενήσει η δύναμη τού μακαριωτάτου πάπα, ή, αν παρεμποδιστείς, βρίσκοντας πρόφαση θα επιχειρήσουν σχίσμα.

Ἔχουσι δὲ τοσοῦτον τοῦ καθήκοντος λογισμὸν, ὡς μηδὲν συνορᾷν δύνασθαι τῶν δεόντων, ἀλλ’ οἴεσθαι ἤ κατακρατῆσαι τῆς σῆς σοφίας καὶ κατακυριεῦσαι τῆς σῆς βουλῆς καὶ ἀπάξειν βασιλέα Ῥωμαίων εἰς τὰ ἕσχατα Ὠκεανοῦ, μακρὰν τῆς ἰδίας πόλεως, ἤ κωλῦσαί σου τὸν εἰς Ἰταλίαν πλοῦν. Ἑκατέρῳ γὰρ τούτων κατατέμνειν αὐτοῖς ἐξεῖναι τὴν Ἐκκλησίαν δοκεῖ, ἥν ἤδη κατεσπάραξαν ἄν δυνηθέντες, δυνήσονται δὲ μὴ πλεύσαντός σου εἰς Ἰταλίαν· εἴτε γὰρ ἐκεῖσέ σου νεύσαντος ἐξασθενήσει τὰ τοῦ μακαριωτάτου πάππα, εἴτε κωλυθέντος πρόφασιν εὑρόντες, σχίζειν διανοοῦνται.

Έτσι, έχοντας μπροστά σου τρεις εναλλακτικές, ή να καταπλεύσεις στη Γαλλία ή στην Ιταλία ή ούτε εκεί ούτε εδώ, οι άλλες δύο, εκτός από την άφιξή σου στην Ιταλία, οδηγούν αλίμονο σε διπλό αντί για απλό σχίσμα των Εκκλησιών. Γιατί δεν είναι δυνατόν εκείνο που θα οδηγήσει σε σύγχυση την Εκκλησία τής Ρώμης, να βοηθήσει την Εκκλησία των Γραικών να σταθεί στα πόδια της μαζί της.

Οὕτω τριῶν προκειμένων εἰς Γαλλίαν ἤ εἰς Ἰταλίαν σε πλεῖν, ἤ μήτ’ ἐκεῖσε, μήτε δεῦρο, πλὴν τοῦ εἰς Ἰταλίαν σε πλεῖν, τὰ λοιπὰ δύω διπλοῦν ἀνθ’ ἁπλοῦ παρεισάγει, φεῦ! τὸ τῶν Ἐκκλησιῶν σχίσμα· οὐδὲ γὰρ δυνατὸν ᾧ ἡ τῆς Ῥώμης συγχυθήσεται Ἐκκλησία, τούτῳ τὴν τῶν Γραικῶν μετ’ αὐτῆς ἵστασθαι.

Έπειτα ποιος άραγε θα προτιμήσει αντί για την Ιταλία την ύπουλη, σκαιά και υπόγεια συμπεριφορά τους; Επίσης ποιος, όταν είναι δυνατό να ενωθεί με την Εκκλησία τής Ρώμης, θα το αφήσει και θα σπεύσει να ενωθεί με εκείνη τής Αβινιόν ή τής Ναρμπόν ή κι εγώ δεν ξέρω ποιας άλλης; Και δεν θα σκεφτεί εκείνα τα παλαιά, με τα οποία οι Γάλλοι, βρίσκοντας σύμφωνους με τη δική τους γνώμη τούς αρχιερείς τής Ρώμης, διέσπασαν την αυτοκρατορία και διέρρηξαν τις Εκκλησίες (γιατί σε αυτά το ένα ακολουθεί το άλλο). Κι αν σκεφτεί όχι μόνο αυτά, αλλά ακόμη και τα πιο πρόσφατα στη Λυών, που δεν οδήγησαν πουθενά. Γιατί νομίζω ότι δεν είναι κατάλληλοι να ταιριάξουν ενώνοντας μεταξύ τους αυτά που έχουν χωριστεί, εκείνοι που συνεχώς διαταράσσουν τα ενωμένα, διασπούν τα ευρισκόμενα σε καλή κατάσταση και κομματιάζουν τα άθικτα με όση δύναμη μπορούν, ενώ και τώρα σχεδιάζουν ακριβώς το ίδιο.

Εἶτα τὶς τὸ ὕπουλον αὐτῶν, καὶ σκαιὸν καὶ ὕφαλον προτιμήσει τῆς Ιταλίας; Εἶτα τὶς τῆς Ῥώμης Ἐκκλησίᾳ ἐξὸν ἑνωθῆναι, τοῦτ’ ἀφεὶς τῇ Ἀβιῶνος ἤ Ναρβῶνος, ἤ οὐκ οἶδα τὶ λέξω, ἑνωθῆναι σπουδάσει; καὶ οὐ λάβῃ κατὰ νοῦν, εἰ μὴ τὰ παλαιὰ ἐκεῖνα οἷς οἱ Γάλλοι εὑρόντες τῆς αὐτῶν γνώμης Ῥώμης ἀρχιερεῖς, βασιλείαν διέσπασαν καὶ τὰς Ἐκκλησίας συνεξίσπασαν (συνακολουθεῖ γὰρ ταῦτα ἀλλήλοις), εἰ μὴ ταῦτα λάβῃ κατὰ νοῦν, ἀλλὰ γε τὰ νέα τὰ ἐν Λουγδούνῳ εἰς τὸ μηδὲν προχωρήσαντα; Ούδὲ γὰρ οἶμαι συναρμόζειν ἐπιτηδείους εἶναι τὰ διεστηκότα ἑνοῦν τοὺς ἀεὶ τὰ ἡνωμένα ταράττοντας καὶ διαῤῥηγνύντας τὰ σῶα, τὰ τε ἀκέραια σπαράττοντας ὅση δυναμις καὶ νῦν τοῦτ’ αὐτὸ σπουδάζοντας.

Αλλά τα μεν παλαιά ας διαγραφούν από τη μνήμη. Όμως με ποιο πρόσχημα ειρήνης των Εκκλησιών παίρνουν το θάρρος να σε φέρουν στη δική τους σύνοδο, τής οποίας, όπως είναι οι ρίζες κακές και τα θεμέλια σαθρά, έτσι θα είναι και τα αποτελέσματα δυσοίωνα; Εκείνους που τα κάνουν αυτά στην πόλη τής Βασιλείας, δεν τούς ονομάζω ούτε συνόδου άνδρες ούτε κάτι παραπλήσιο, αλλά μάλλον αιμάτων άνδρες και σύναξη κακόβουλων. Γιατί ποιος άραγε θα τολμήσει να ονομάσει αγία σύνοδο εκείνη, από την οποία απουσιάζει ο ανώτατος ποντίφηκας όχι μόνο σωματικά, αλλά και ψυχικά και κατά κρίση και κατά κάθε επιθυμία; Και όχι μόνο απουσιάζει, αλλά δέχεται και πόλεμο εκεί από κάποιους, ενώ υπέστη ήδη κάποια δεινά και κάποια άλλα υφίσταται τώρα, πονώντας καθώς βλέπει ότι το σκάφος τής εκκλησίας κινδυνεύει από τη δική τους παραφροσύνη.

Ἀλλὰ τὰ μὲν παλαιὰ ἐξαλειφθήτω τῆς μνήμης· ποῖον δὲ πρόσχημα τῆς Ἐκκλησιῶν εἰρήνης λαβόντες, θαῤῥοῦσί σε προσάξεσθαι τῇ αὐτῶν συνόδῳ ἧς ὥσπερ ἄρα αἱ ῥίζαι κακαὶ καὶ τὰ θεμέλια σαθρὰ, οὕτως ἔσται καὶ τὰ τέλη δύσφημα; Ἐγὼ δὲ ταῦτα πράττοντας τοὺς ἐν Βασιλείᾳ τῇ πόλει οὐδὲ συνόδου ἄνδρας καλῶ οὐδ’ ἐγγύς, ἀλλ’ αἱμάτων μᾶλλον ἄνδρας καὶ πονηρευομένων συνέδριον. Τὶς γὰρ σύνοδον ἐκείνην ἁγίαν εἰπεῖν τολμήσῃ, ὅθεν ἄπεστι μὲν ὁ ἄκρος ἀρχιερεὺς οὐ σώματι μόνον, ἀλλὰ καὶ ψυχῇ καὶ γνώμῃ καὶ βουλῇ πάσῃ; καὶ οὐκ ἄπεστι μόνον, ἀλλὰ καὶ πολεμεῖται παρὰ τινων ἐκεῖθεν καὶ δεινὰ τὰ μὲν ἔπαθε, τὰ δὲ πάσχει, ἀλγῶν ὅτι τὸ τῆς Ἐκκλησίας σκάφος κινδυνεύειν ὁρᾷ τῇ ἐκείνων ἀπονοίᾳ.

Γνωρίζει όμως ο των θαυμασίων Θεός πώς να γιατρέψει το κακό και μέσω αυτής τής κακίας, πράγμα που αποτελεί απόδειξη τής πολύ μεγάλης καλοσύνης του. Ξεσήκωσε λοιπόν και ερέθισε πολύ περισσότερο από πριν τον νέο αυτόν Μωυσή, τον Ευγένιο εννοώ, τον ανώτατο ποντίφηκα, με τη συναίνεση εκείνων τής συνόδου που είναι σοβαροί και αγαπούν το καλό, να καλέσει με γαλέρες τη δική σού εξουσία στην Ιταλία. Και μπορεί κανείς ν΄ ακούσει πολλές γνώμες, όπου κανένας δεν πιστεύει ότι προτιμάς τις γαλέρες τής Αβινιόν. Τόσο παράλογος θεωρείται ο στόλος εκείνων. Πολλοί πιστεύουν ότι ούτε στην Ιταλία θα θελήσεις να πλεύσεις. Από αυτούς κάποιοι ίσως παρασύρονται σε μεγάλη απαισιοδοξία, ενώ κάποιοι άλλοι ερμηνεύουν λανθασμένα τις απόψεις σου, μη μπορώντας να καταλάβουν τη δική σου προθυμία για την ειρήνη τής εκκλησίας. Κάποιοι άλλοι εκείνο που θέλουν, εκείνο υποθέτουν. Γιατί θέλουν τα δικά μας να είναι πάντοτε μικρά. Και είναι μικρά λόγω τού σχίσματος.

Ἀλλὰ γὰρ οἶδεν ὁ τῶν θαυμασίων Θεὸς καὶ διὰ τῆς κακίας αὐτῆς ἰᾶσθαι τὸ κακὸν, καὶ τοῦτο τῆς ἄκρας αὐτοῦ ἐστιν ἀγαθότητος. Διήγειρε τοιγαροῦν και παρώξυνε πολλῷ μᾶλλον ἤ πρότερον τὸν νέον τούτον Μωσέα, Εὐγένιον λέγω τὸν ἄκρον ἀρχιερέα, συνευδοκούντων αὐτῷ καὶ τῆς συνόδου ὅσοι σπουδαῖοι καὶ ἀγαπῶντες τἀγαθὸν, τριήρεσι μετακαλεῖσθαι τὸ σὸν κράτος εἰς Ἰταλίαν· καὶ ἔστιν ἀκοῦσαι γνώμας συχνὰς, οὐδενὸς μὲν, ὡς εἰπεῖν, εἰς τὰς Ἀβιῶνός σε τριήρεις ῥέπειν νομίζοντος· τοσαύτην ἀλογίαν ἔχει ὁ παρ’ ἐκείνων στόλος· πολλῶν δὲ μηδ’ εἰς Ἰταλίαν ἐθελῆσαι πλεῦσαι, ὧν οἱ μὲν ἴσως τῷ λίαν ἐφίεσθαι δυσέλπιδες, οἱ δὲ τῆς σῆς γνώμης ἁμαρτάνουσι, μὴ δυνάμενοι νοῆσαι τὸ σὸν εἰς τὴν τῆς Ἐκκλησίας εἰρήνην πρόθυμον· οἱ δὲ, ὅπερ ἐθέλουσι, τοῦτο καὶ δοξάζουσι· ἐθέλουσι δὲ μικρὰ εἶναι ἀεὶ τὰ ἡμέτερα· ἔσται δὲ μικρὰ τῷ σχίσματι.

Γιατί όπως ακριβώς με τη διαίρεση τής αυτοκρατορίας χωρίστηκε και η Εκκλησία, έτσι νομίζουν, και δεν κάνουν λάθος ότι αν ενωθεί η Εκκλησία, θα ξεπεραστούν και τα προβλήματα τής αυτοκρατορίας. Γιατί ποια άλλη θα μπορούσε να είναι η αιτία αυτών των προβλημάτων; Σε αυτό δεν συγκατατίθενται όλοι στη σύνοδο, αλλά οι καλύτεροι, που και την ψυχή τους θα έδιναν γι΄ αυτό, τούς οποίους πρέπει να αγαπάμε και να σεβόμαστε και τη δική τους γνώμη νομίζω, αυτοκράτορα, ότι είναι δίκαιο να προτιμάμε. Αληθεύει ότι έχεις κάνει συμφωνίες με εκείνους τής συνόδου; Λοιπόν από εκείνους κάποιοι στέκονται στο πλευρό τού πάπα, ενώ κάποιοι άλλοι ούτε τόπο ούτε τρόπο δεν τήρησαν, σχεδιάζοντας αφενός πότε θα οδηγήσουν τη δική σου δύναμη έξω από τη γνωστή σε όλους μας οικουμένη και αφετερου, επειδή οι υποθέσεις είναι κατεπείγουσες, ότι πρέπει να παρευρίσκεται ο μακαριότατος πάπας, πράγμα που ενώ είναι γραμμένο στις συμφωνίες, δεν μπορεί να πραγματοποιηθεί, παρά μόνο αν μπορέσει να φτάσει ιππεύοντας κάποιους Πήγασους ή παίρνοντας τα φτερά τού Περσέως. Και τούτο μηχανεύονται αυτοί να εισαγάγουν ως αφορμή σχίσματος, χωρίς διαμάχη.

Ὥσπερ γὰρ βασιλείας διαιρεθείσης διέστη τὰ τῆς Ἐκκλησίας, οὕτως οἴονται, καὶ οὐ κακῶς οἴονται, συνελθούσης τῆς Ἐκκλησίας, ὑπεραρθῆναι τὰ τῆς βασιλείας. τὶ γὰρ ἄλλο τοῦ ταῦτα νομίζειν αἴτιον; Ὅτι οἱ τῆς συνόδου πάντες οὐ συνευδοκοῦσιν, ἀλλ’ οἱ ἄριστοι, καὶ τὴν ψυχὴν ἄν ὑπὲρ τούτου θεῖεν, οὕς ἀγαπᾷν τε καὶ σέβεσθαι, καὶ τὴν ἐκείνων γνώμην τῶν πάντων προτιμᾷν δίκαιον δήπου, ὦ βασιλεῦ. Ἀλλ’ ὅτι μετὰ τῶν τῆς συνόδου συνθήκας πεποίησαι; Οὐκοῦν ἐκείνων οἱ μὲν μετὰ τοῦ πάππα ἐστήκασιν, οἱ δὲ οὔτε τόπον, οὔτε τρόπον ἐτήρησαν, τὸ μὲν ὅτε ἔξω που σχεδὸν τῆς καθ’ ἡμᾶς οἰκουμένης ἐξώσειν τὸ σὸν κράτος σπουδάζουσι, τὸ δὲ ὅτι τῶν πραγμάτων κατεπειγόντων παρεῖναι τὸν μακαριώτατον πάππαν, καὶ τούτου γεγραμμένου ἐν ταῖς συνθήκαις, οὐκ ἄν, εἰ μὴ Πηγάσους τινὰς ἱππεύσῃ ἤ Περσέως λάβῃ πτερὰ, ἀφικέσθαι δυνήσεται. Τοῦτο δ’ ἀτεχνῶς εἰς ἀφορμὴν σχίσματος αὐτοῖς μεμηχάνηται.

Αλλά ενώ εσύ θέλεις να έρθεις σε σύνοδο, δεν θα καταφτάσεις σε σύνοδο. Τι λες γι΄ αυτό; Προσκαλείται ο αυτοκράτορας σε σύνοδο που έχει ήδη συγκληθεί; Ποιος άραγε το άκουσε ποτέ αυτό, όταν στις πολλές οικουμενικές συνόδους που έχουν πραγματοποιηθεί, την εξουσία είχε πάντοτε μετά τον ανώτατο ποντίφηκα ο αυτοκράτορας των Ρωμαίων; Αρίθμησέ μου τις συνόδους και περνώντας απ΄ όλες ανάφερέ μου έστω και μία οικουμενική, τής οποίας την έναρξη να μην κήρυξε ο αυτοκράτορας των Ρωμαίων. Δεν θα βρεις καμία να μού πεις. Τι νομίζεις λοιπόν; Ότι στις άλλες ο αυτοκράτορας των Ρωμαίων προσήλθε εκεί που αποφάσισαν άλλοι; Ότι ο ανώτατος ποντίφηκας θα συγκαλέσει, νομίζεις, αυτή τη μελοντική σύνοδο, σε κάποιες Αβινιόν ή Ναρμπόν ή Λυών ή μήπως εκείνοι οι οποίοι θα χρειάζεται, αν θέλεις, να τη συγκαλέσουν; Ποιος άραγε μυαλωμένος θα τα ανεχθεί αυτά; Πολύ περισσότερο, ποιος δεν θ΄ ανοίξει το στόμα του για να φωνάξει δυνατά ότι αυτή δεν είναι αγία σύνοδος, ούτε ίχνος συνόδου, ούτε καν μοιάζει με σκιά συνόδου, αλλά παράλογων ανθρώπων πονηρές εφευρέσεις που ταράζουν την ανθρωπότητα;

Ἀλλ’ ὅτι εἰς σύνοδον βουλομένου σοῦ ἐλθεῖν οὐκ εἰς σύνοδον ἐλεύσῃ. τὶ φῄς; Εἰς συστᾶσαν ἤδη σύνοδον οἰκουμενικὴν κέκληται βασιλεὺς; Τὶς ἤκουσε τοῦτό ποτε, καὶ ταῦτα πολλῶν γενομένων συνόδων οἰκουμενικῶν ὧν τὸ κράτος ἔχει ἀεὶ μετὰ τὸν ἄκρον ἀρχιερέα ὁ τῶν Ῥωμαίων βασιλεὺς; Ἀρίθμοι μοι τὰς συνόδους, καὶ διαδραμὼν πάσας μίαν καὶ μόνην λέγε μοι οἰκουμενικὴν ἧς οὐ κατῆρξε βασιλεὺς Ῥωμαίων. Ἀλλ’ οὐχ ἕξεις λέγειν. τὶ δὲ; τάς μὲν ἄλλας βασιλεῖ Ῥωμαίων εἰς ταὐτὸ συνελθόντι γνώμη; τῷ ἄκρῳ ἀρχιερεῖ συγκροτηθῆναι νομίζεις, ταύτην δὲ τὴν μέλλουσαν Ἀβεῶνάς τινας ἤ Ναρβῶνας, ἤ Λουγδῖνας, ἤ οὕστινας ἄν βούλῃ συγκροτήσειν δεῖν οἴει; καὶ τὶς ταῦτα νοῦν ἔχων ἀνέξεται; μᾶλλον δὲ τὶς οὐ διάρας στόμα μέγα βοήσει, ὡς οὐ σύνοδος αὕτη ἁγία οὐδὲ συνόδου ἴχνος, οὐδ’ ἐγγὺς κἄν σκιᾶς συνόδου, ἀλλ’ ἀποπλήκτων ἀνθρώπων ἐφευρέματα πονηρὰ τὴν οἰκουμένην ταράττοντα;

Γιατί; Επειδή δεν γίνεται με τη σύμφωνη γνώμη τού αρχιερέα τής Ρώμης, επειδή ο αυτοκράτορας των Ρωμαίων, στον οποίον επαφίενται αυτά από τον Θεό, δεν έχει συγκαλέσει ο ίδιος τη σύνοδο, αλλά προσκαλείται ως απλός ιδιώτης σε σύνοδο που έχει ήδη συγκληθεί. Κι εσύ, άριστε αυτοκράτορά μου, βλέπε τούς θείους θεσμούς που εγκαθίδρυσαν οι πατέρες σου, τούς θεσμούς που τηρούνται με θεϊκό νόμο, και αναρωτήσου. Εκείνοι που κυριαρχούσαν πάνω σε πολλά έθνη, με απόφαση τού Ρωμαίου ποντίφηκα συγκαλούσαν τις συνόδους. Κι όταν χειροτέρεψαν τα πράγματα, και το μεν αξίωμα είναι το ίδιο σε σένα και στους προηγούμενους, αλλά πρέπει να γίνει οικουμενική σύνοδος για τη διόρθωση των προβλημάτων τής εκκλησίας, για τη σύγκληση αυτής τής συνόδου, σύμφωνα με το δίκαιο, κανένας άλλος, εκτός από τον αυτοκράτορα των Ρωμαίων, δεν μπορεί να ορίσει ούτε τον χρόνο, ούτε τον τόπο, αλλά νομίζω ούτε τον τρόπο. Κι ενώ η δική σου τύχη παρουσίαζε δυσκολίες, περιόρισε ο Θεός, για τούς λόγους που γνωρίζει, σε αυτά τα αναγκαία πράγματα, ώστε εσύ μόνο να είσαι, όπως χρειαζόταν, ο κύριος και τού τόπου και τού χρόνου και τού τρόπου και τής ίδιας τής ένωσης, με πολύ λίγους ή κανέναν να μην αντιλέγει τώρα, ενώ ύστερα από λίγο με όλους ανεξαιρέτως να ανακηρύσσουν τη δική σου μεγαλειότητα ως αιτία όλων των καλών. Κι αυτό, αν και είναι θαυμαστό, δεν θα είναι τόσο θαυμαστό, όσο εκείνο που θα κατορθώσεις, αυτοκράτορα, ανεβαίνοντας μόνο στο πλοίο και φτάνοντας στην Ιταλία.

Διὰ τὶ; Διότι οὐ κατὰ γνώμην τοῦ Ῥώμης ἀρχιερέως, διότι βασιλεὺς Ῥωμαίων, ᾧ ταῦτα ἐφεῖται ἅνωθεν, οὐκ αὐτὸς συγκροτήσας, ἀλλ’ εἰς προσυγκροτηθεῖσαν ὥσπερ τις ἰδιώτης καλεῖται. Σὺ δὲ μοι, ἄριστε βασιλεῦ, βλέπε θείους, οὕς ἔθηκαν οἱ πατέρες σου θεσμούς, θείᾳ δίκῃ τηρουμένους, καὶ θαύμασον. Ἐκεῖνοι μὲν πολλῶν ἐθνῶν δυναστεύοντες, τῇ τοῦ Ῥώμης ἀρχιερέως γνώμῃ ἤγειραν τὰς συνόδους. Τῆς τύχης δὲ μεταπεσούσης, καὶ τοῦ μὲν ἀξιώματος ὄντος τοῦ αυτοῦ σοὶ τε καὶ τοῖς πάλαι, δέον γενέσθαι σύνοδον οἰκουμενικὴν ἐπὶ διορθώσει τῆς Ἐκκλησίας, καὶ πρὸς τὸ συναχθῆναι ταύτην οὐδενὸς κατὰ γε τὸν τοῦ δικαίου λόγον, πλὴν βασιλέως Ῥωμαίων καὶ χρόνον καὶ τόπον, οἶμαι δὲ καὶ τρόπον ὁρίσαι δυναμένου, ἀδυνάτων ὄντων σοι τῶν τῆς τύχης, συνέκλεισεν ὁ Θεός, οἷς οἶδε κρίμασιν, εἰς τοῦτ’ ἀνάγκης τὰ πράγματα, ὥστε σὲ μόνον εἶναι ὡς ἔδει κύριον καὶ τόπου, καὶ χρόνου, καὶ τρόπου καὶ τῆς ἑνώσεως αὐτῆς, οὐδενὸς ἤ ὀλίγων πάνυ ἀντιλεγόντων τανῦν, μικρῷ δ’ ὕστερον πάντων ἁπλῶς τὴν σὴν θειότητα πάντων τῶν καλῶν αἰτίαν ἀνακηρυξόντων. καὶ τοῦτο οὐ τοσοῦτον θαυμαστὸν καίτοι ὄν θαυμαστὸν, ὅσον ἐκεῖνο ὅπερ τὶ ἐπιβῆναι μόνον τῆς νηός, καὶ πλεῖν εἰς Ἰταλίαν κατορθώσεις, ὦ βασιλεῦ.

Τέτοιο είναι αυτό, άκουσέ με, αν και εσύ ο ίδιος γνωρίζεις, ενώ και από άλλους έχεις ίσως ακούσει. Γιατί δεν είναι κακό να λέει κανείς και να ακούει πολλές φορές αυτού τού είδους τα πράγματα. Σχεδιάζεις λοιπόν, αυτοκράτορα, με πολύ αυτοκρατορικο τρόπο, να συγκεντρώσεις το γένος των Χριστιανών σε ένα ποίμνιο και κάτω από έναν ποιμένα. Πονάει καταλαβαίνοντάς το αυτό ο κοσμοκράτορας διάβολος και σχεδιάζει να παρεμποδίσει εκείνο που εσύ σχεδιάζεις, να διασπάσει την Εκκλησία των Ιταλών που φαίνεται ακόμη ενωμένη. Με τόσο μεγάλη ορμή προωθούν τη δική τους επιθυμία κάποιοι από τούς Γερμανούς και τούς Γάλλους, θέλοντας τον μεν τωρινό ποντίφηκα να καθαιρέσουν άδικα και άλλον να βάλουν στη θέση του, Γάλλο ή σε κάθε περίπτωση βάρβαρο, που θα είχαν ήδη διασπάσει την Εκκλησία τού Θεού και θα τα είχαν όλα συνταράξει, αν δεν φοβούνταν ότι στρεφόμενος προς την Ιταλία θα δυναμώσεις αφενός η θέση τού μακαριωτάτου πάπα και θα ρίξεις αφετέρου σε σύγχυση η δική τους. Είναι λοιπόν σαφές, ότι αν δεν καταπλεύσεις στην Ιταλία, αν και θέλεις να ενώσεις, στην πραγματικότητα θα διασπάσεις. Αν και θα έχεις σπεύσει για να μαζέψεις τούς Χριστιανούς, θα τούς διασκορπίσεις και θα τούς τραυματίσεις ανεπανόρθωτα. Ενώ και μόνο με το να θελήσεις να έρθεις εδώ, τερματίζεις την ανταρσία, σταματάς τη θύελλα, σβήνεις τη φλόγα που φουντώνει εναντίον τής εκκλησίας. Κι αυτά δεν τα λέω εγώ, αλλά όλοι. Γιατί σε τέτοια αναταραχή βρίσκονται τα ζητήματα τής εκκλησίας και τόσο πολύ σε αγαπούν οι άνθρωποι που κατοικούν και εδώ και πέρα από τις Άλπεις, που ακούει κανείς από τούς ερχόμενους από εκεί, αν φροντίσει να τούς ρωτήσει, ότι προς τη δική σου δύναμη στράφηκε ο Θεός, ώστε με ένα στόμα και με μια φωνή να φωνάζουν όλοι, ότι αν δεν βοηθήσει την Εκκλησία ο αυτοκράτορας των Ρωμαίων, ο μόνος που μπορεί, όπως δείχνουν τα πράγματα, ο μόνος που δεν μίλησε ως τώρα, όπως τού επέτρεψε ο Θεός, ώστε να συρράψει εκείνα που έχουν από καιρό σχιστεί βίαια και να διατηρήσει ακέραια αυτά που είναι τώρα ενωμένα, θα χαθούν οι υποθέσεις τής εκκλησίας, θα καταστραφούν εκείνες τής αυτοκρατορίας. Προκαλεί ο αντίπαλος δαίμονας, και στις σκέψεις των ανθρώπων δεν υπάρχει τίποτε άλλο να προσδοκούν, το οποίο θα σώσει τούς χριστιανοὺς από τέτοια κακά.

Τόδ’ οἷόν ἐστιν, ἄκουσον, καίτοι γε καὶ παρὰ σαυτοῦ εἰδὼς, καὶ παρ’ ἄλλων ἴσως ἀκούσας· οὐ γὰρ κακὸν τὸ τὰ τοιαῦτα πολλάκις καὶ λέγειν τε καὶ ἀκούειν. Σπουδάζεις οὐ βασιλικῶς μάλα, ὦ βασιλεῦ, εἰς μίαν ποίμνην καὶ ποιμένα ἕνα συνάγειν τὸ τῶν Χριστιανῶν γένος. Ἀλγεῖ τοῦτ’ αὐτὸ ἐννοῶν ὁ κοσμοκράτωρ διάβολος, καὶ σπουδάζει πρὸς τὸ κωλῦσαι ᾧ σὺ σπουδάζεις, σχίσαι καὶ τὴν νῦν δοκοῦσαν μίαν Ἰταλῶν Ἐκκλησίαν. Τοσοῦτον γὰρ ὁρμῶσι πρὸς τὸ οἰκεῖον ἐφετὸν Γερμανῶν καὶ Γάλλων τινὲς, τὸν μὲν νῦν ὄντα καθελεῖν ἀδίκως βουλόμενοι, ἄλλον δὲ ἀντεισάγειν ἀρχιερέα, Γάλλον, ἤ πάντως βάρβαρον, ὥστ’ ἤδη διέῤῥηξαν ἄν τὴν Ἐκκλησίαν Θεοῦ καὶ συνετάραξαν πάντα, εἰ μὴ ᾐδοῦντο μὴ ῥέψαντός σου πρὸς Ἰταλίαν κραταιωθῇ μὲν τὰ τοῦ μακαριωτάτου πάππα, συγχυθῇ δὲ τὰ αὐτῶν· ἐξ ὧν πρόδηλον, ὡς εἰ μὴ πλεύσῃς εἰς Ἰταλίαν, ἑνῶσαι βουληθεὶς πολλῷ μᾶλλον σχίσεις, καὶ συνάξαι σπουδάσας Χριστιανοὺς σκορπίσεις καὶ κακώσεις ἀνίατα. Τῷ γοῦν βουληθῆναι καὶ μόνον δεῦρο πλεῖν ἔπαυσας τὴν στάσιν, τὴν ζάλην ἔστησας, ἔσβεσας τὴν ἀγριαινομένην κατὰ τῆς Ἐκκλησίας φλόγα. Καὶ τοῦτο οὐκ ἐμὸς λόγος, ἀλλὰ πάντων ἁπλῶς· οὕτω γὰρ τὰ τῆς Ἐκκλησίας ταράττεται, καὶ τοσοῦτον ἔρωτα καὶ τῶν ὧδε καὶ τῶν ἐπέκεινα Ἄλπεων κατοικούντων ἀνθρώπων, ὡς ἔστιν ἀκούειν τῶν ἐρχομένων ἐκεῖθεν, εἴπερ τῳ φροντὶς ἐρωτᾷν, πρὸς τὸ σὸν κράτος ἤγειρεν ό Θεὸς ὥσθ’ ἑνὶ στόματι καὶ μιᾷ φωνῇ πάντων βοᾷν, ὡς εἰ μὴ ὁ τῶν Ῥωμαίων βοηθήσῃ βασιλεὺς τῇ Ἐκκλησίᾳ ᾧ μόνῳ τὰ πράγματα μαρτυρεῖ, μόνον οὐχὶ φωνὴν ἀφιέντα ἐφεῖσθαι παρὰ Θεοῦ τὰ τε πάλαι διεῤῥωγότα συῤῥάπτειν, καὶ τὰ νῦν ἡνωμένα διατηρεῖν ἀκέραια, οἴχεται τὰ τῆς Ἐκκλησίας, διέφθαρται τὰ τῆς βασιλείας· ὁ ἀντίπαλος πολιτεύεται δαίμων, καὶ οὐδὲν ὅλως ἔστι προσδοκᾷν κατὰ γε ἀνθρωπίνους λογισμοὺς ὅ Χριστιανοὺς ῥύσεται τῶν τοιούτων κακῶν.

Κι εγώ αυτοκράτορα, τέτοια ακούγοντας καθημερινά, όπως γνωρίζει ο αιωνίου ονόματος Θεός που σε προόρισε και σε επέλεξε για την ένωση των Εκκλησιών, μη μπορώντας να συγκρατήσω τα δάκρυα, πότε μεν βλέποντας πόσο μεγάλος κίνδυνος κρέμεται πάνω από την Εκκλησία, αν δεν έλθεις, όχι επειδή πιστεύω, όπως άλλοι, ότι αυτό θα γίνει, αλλά επειδή ο φόβος ακολουθεί τη μεγάλη επιθυμία, πότε δε νικημένος από τη χαρά και βλέποντας στη φαντασία μου τον αυτοκράτορα των Ρωμαίων όχι μόνο να ενώνει τη δική του Εκκλησία με εκείνη τής Ρώμης, αλλά και να διασώζει εκείνη τής Ρώμης, να τη συμφιλιώνει και να τη σώζει από τόσο φανερή πτώση, ώστε να μη μπορεί κανένας να πει ότι αυτό δεν ήταν κατόρθωμα τού αυτοκράτορα των Ρωμαίων.

Ἐγὼ δὲ ταῦτα ἀκούων καθ’ ἡμέραν, ὦ βασιλεῦ, οἶδεν ὁ προορίσας καὶ ἐκλεξάμενός σε εἰς τὴν τῶν Ἐκκλησιῶν ἕνωσιν εἰς ὄνομα αἰώνιον Θεός, οὐχ οἷός τε ὧ κατέχειν τὰ δάκρυα, ποτὲ μὲν συνορῶν οἷος τῇ Ἐκκλησίᾳ ἐπικρέμαται κίνδυνος, μὴ ἐλθόντος σου, οὐχ ὅτι τοῦτο νομίζω ὥς τινες, ἀλλ’ ὅτι τῷ λίαν ἐπιθυμεῖν δέος ἕπεται· ποτὲ δὲ τῇ χαρᾷ νικώμενος, καὶ δοκῶν ὁρᾷν βασιλέα Ῥωμαίων οὐ μόνον ἑνοῦντα τῇ ἑαυτοῦ τῆς Ῥώμης, ἀλλὰ καὶ αὐτὴν τὴν Ῥώμης συντηροῦντα, καὶ διαλλάττοντα καὶ ῥυόμενον οὕτω φανεροῦ πτώματος, ὥστε μηδένα εἰπεῖν δύνασθαι ὡς οὐκ ἄρα τοῦ βασιλέως Ῥωμαίων τὸ κατόρθωμα.

Γιατί πώς άραγε, αφού έλθεις εσύ στην Ιταλία, θα τολμήσει κανείς να μη σε ανακηρύξει σωτήρα και αίτιο όλων των καλών, ύστερα από τον Θεό, αφού ακόμη και τώρα, σε όσους φροντίζουν γι΄ αυτά, με τέτοια εγκωμιάζουν ονόματα; Για μεγάλη δόξα θέλει ο Θεός να σε βοηθήσει, αυτοκράτορα, ενθαρρυμένος από τη δική σου αρετή και αγαλλιάζοντας με την αγάπη σου για την ένωση, σαν κάποιο προοίμιο των καλών που πρόκειται να συμβούν σε σένα και στο γένος των Ρωμαίων από σένα. Όμως παραιτείται από τη γαλήνευση τής τρικυμίας που θα γίνει, αν εσύ δεν την παρεμποδίσεις ερχόμενος. Αν λοιπόν αρμόζει σε αυτοκράτορα και στον δικό σου χαρακτήρα, να υποστείς την ταλαιπωρία τού ταξιδιού στην Ιταλία έστω και μόνο για να μη διασπαστεί η Εκκλησία τής Ρώμης, πράγμα για το οποίο υπάρχει τώρα τόση ανάγκη και το οποίο θα επιτυγχανόταν ακόμη και ως πάρεργο με την παρουσία τής εξουσίας σου, άραγε δεν θα ανέβαινες με χαρά στο πλοίο για να ενώσεις γρήγορα τις Εκκλησίες; Άραγε ποιος σωστά σκεπτόμενος θ΄ ανέβαλλε το ταξίδι, όταν από το ταξίδι αυτό εξαρτώνται αποτελέσματα, για τα οποία κάθε χριστιανός θα άντεχε χιλιάδες θανάτους; Μάλιστα αυτοκράτορα, όταν τόσο μεγάλη θα είναι η δόξα τού να παύσεις τα σκάνδαλα ερχόμενος, άραγε δεν θα είναι ακόμη μεγαλύτερη η δυσφήμηση, ότι μη ερχόμενος θα προκαλέσεις σύγχυση στην Εκκλησία και σε ολόκληρη, αλίμονο, την Ευρώπη, που ενώ είναι δυνατό να μπουν σε καλή τάξη και να ειρηνεύσουν, εμπλέκονται σε κακές εχθρότητες; Γιατί η διστακτικότητα είναι αξιοκατάκριτη. Δεν πρέπει λοιπόν, αυτοκράτορα, να αφήσεις τέτοια ευκαιρία που συνέπεσε από τον Θεό, αλλά πρέπει να θαυμάσεις τη θεϊκή πρόνοια και να ευχαριστήσεις, ότι σε σένα που ζητάς την ένωση δωρίζει διπλή αντί για απλή. Γιατί γνωρίζω ότι πολλές φορές ζήτησες από τον Θεό να ενωθούν απλά οι Εκκλησίες από σένα. Εκείνος όμως στο χαρίζει διπλά, για να έρθεις με μεγαλύτερη προθυμία. Τι συμβαίνει λοιπόν; Εκείνο για το οποίο ο Θεός υποδαυλίζει το πάθος σου και ξανανάβει την αγάπη, αυτό το ίδιο πρέπει άραγε κάποιοι να φοβούνται μη γίνει εμπόδιο; Αυτό μοιάζει σαν να πιστεύει κάποιος ότι η φωτιά σβήνεται με λάδι και δεν τρέφεται με αυτό. Ή σαν να ισχυρίζεται κάποιος, ότι εκείνος που θέλει δέκα τάλαντα για να κάνει κάτι, δεν θα θελήσει να κάνει αυτό το ίδιο για εκείνον που θα τού βρει είκοσι τάλαντα. Αυτά όμως θα τα αφήσω. Γιατί δεν βλέπω τι είναι εκείνο που θα σ΄ εμποδίσει να έλθεις. Η ειρήνη των εκκλησιών, εκείνη την οποία επιδίωξες πολύ, πλησιάζει. Και όχι μόνον αυτή, αλλά και η Εκκλησία τής Ρώμης πρήζεται από φουσκάλες και καλεί σε βοήθεια τη δική σου προστασία.

Πῶς γὰρ τις μετὰ τὸ ἐλθεῖν σε εἰς Ἰταλίαν τολμήσει μὴ σωτῆρά σε καὶ πάντων τῶν καλῶν μετὰ Θεὸν αἴτιον ἀνακηρύττειν, ὅν ἔτι καὶ νῦν ὅσοις τῶν τοιούτων μέλει, τοῖς αυτοῖς ἀποσεμνύνουσιν ὀνόμασιν; Μέγα τοι κῦδος ὀρέξαι Θεὸς βούλεται, ὦ βασιλεῦ, τῇ σῇ παρακληθεὶς ἀρετῇ καὶ τῷ ἐρᾷν σε τῆς ἑνώσεως χαίρων, ὥσπερ τι προοίμιον τῶν μελλόντων σοι καὶ τῷ γένει Ῥωμαίων διὰ σοῦ ἀγαθῶν, χαρίζεται τὴν γαλήνην τῆς γενησομένης τρικυμίας πάντως, εἰ μὴ σὺ τῷ ἐλθεῖν κωλύσῃς. Εἰ γοῦν βασιλικὸν καὶ τῇ σῇ φύσει πρέπον, ἵνα μὴ διασπασθῇ ἡ τῆς Ῥώμης Ἐκκλησία, καὶ μόνον τὸν εἰς Ἰταλίαν πλοῦν ὑποστῆναι, τοσοῦτον νῦν χρήματος ὥσπερ ἐκ παρέργου κατορθουμένου τῇ παρουσίᾳ τοῦ κράτους σου, οὐκ ἐπιβήσῃ ἀσμένως τῆς νηὸς καὶ ὅτι τάχιστα συνθέσεις τάς Ἐκκλησίας; καὶ τὶς ὀρθῶς λογιζόμενος τοιούτων προκειμένων ἔργων τῷ πλεῖν, ὑπὲρ ὧν πᾶς Χριστιανὸς μυρίους θανάτους ὑπέμεινεν ἄν, τὸ πλεῖν ἀναβάλλοιτο; καὶ μάλισθ’ ὅτι ὅσον μεγάλη ἡ δόξα τῷ ἐλθεῖν παῦσαι τὰ σκάνδαλα, ὦ βασιλεῦ, τοσοῦτον μείζων ἡ δυσφημία τῷ μὴ ἐλθεῖν συγχέαι τὴν Ἐκκλησίαν, καὶ πᾶσαν, φεῦ! τὴν Εὐρώπην, ἐξὸν καταστῆσαι καὶ εἰρηνοποιῆσαι καλῶς, ἐκπολεμῶσαι κάκιστα; τὸ γὰρ ὀκνεῖν κατηγορεῖ. Οὐ δεῖ δὴ τοιοῦτον ἀφεῖναι καιρὸν, ὦ βασιλεῦ, συμπεσόντα θεόθεν, ἀλλὰ δεῖ θαυμάσαι τῆς προνοίας τὸ θεῖον, καὶ εὐχαριστῆσαι ὅτι διπλῆν ἀνθ’ ἁπλῆς δωρεῖταί σοι ζητοῦντι τὴν ἕνωσιν. Οἶδα γὰρ ὅτι πολλάκις αἰτήσειας παρὰ Θεοῦ ἁπλῶς ἑνωθῆναί σοι τὰς Ἐκκλησίας. Ὁ δὲ διπλῶς χαρίζεται, ἵνα προθυμότερον ἔλθῃς. τὶ οὖν, ᾧπερ τὸ Θεῖον μᾶλλον ἀνάπτει τὸν σὸν ζῆλον, καὶ ἀναῤῥιπίζει τὸν ἔρωτα, τοῦτο χρὴ τινας φοβεῖσθαι μὴ ἐμπόδιον γένηται; Τόδ’ ἐστὶ παρόμοιον, ὡς εἴ τις ἐλαίῳ μὴ τρέφεσθαι ἀλλὰ σβέννυσθαι νομίζῃ τὸ πῦρ· ἤ εἴπερ τις διατείνηται τὸν δέκα ταλάντοις ἐθέλοντά τι ποιεῖν, τοῦτ’ αὐτὸ μὴ βουληθῆναι ποιεῖν τῷ δὶς δέκα προσεξευρίσκειν τάλαντα. Ἀλλὰ ταῦτα μὲν ἐάσω· οὐδὲ γὰρ ὁρῶ τι τὸ κωλῦσον ἥξειν σε. Ἧπερ πολλὰ ἐσπούδασας, πάρεστιν ἐπὶ θύραις ἡ τῶν Ἐκκλησιῶν εἰρήνη· καὶ οὐχ αὕτη μόνον, ἀλλὰ καὶ ἡ τῆς Ῥώμης Ἐκκλησία φλυκταίνει οἰδαίνουσα, καὶ ἐπιβοᾶται τὴν σὴν προστασίαν.

Κι εκείνοι που τούς απασχολούν αυτά, όλοι, αυτοκράτορα, σε σένα βασίζονται, αν σε εμπνεύσουν τα λαμπρά τής τύχης όχι λιγότερο, απ΄ όσο τον Κωνσταντίνο εκείνον τον Μεγάλο ή τον Θεοδόσιο ή τον Ιουστινιανό. Μάλιστα όταν έλθεις, η φήμη των πριν από σένα ηγεμόνων θα σκεπαστεί όπως τα αστέρια από τον ήλιο. Γιατί εκείνοι θα φανούν σε αυτούς που εξετάζουν σωστά τα πράγματα, ότι κατόρθωσαν πολλά, έστω και με τη βία. Γιατί στους μεγάλους δυνάστες η φήμη ακολουθεί τα πολλά πολεμικά κατορθώματα. Ενώ εσύ, ενώ ήδη εδώ και πολλές γενιές η τύχη στάθηκε ενάντια στο γένος, με φρόνηση, δικαιοσύνη, πραότητα και με τις άλλες αρετές, με τις οποίες στόλισες την εξουσία σου, ταξιδεύοντας στην Ιταλία αφενός θα διατηρήσεις ακέραιη την Εκκλησία, ενώ θα επανενώσεις κι εκείνα που έχουν χωριστεί άσχημα, διορθώνοντας με ωραίο τρόπο και τις υποθέσεις τής αυτοκρατορίας, ενώ θα παραδώσεις στους μετά από σένα διαδόχους την πόλη την οποία κατέχεις, ως έδρα αυτοκρατορίας πολλών λαών. Τα αντίθετα όλων αυτών θα σε ακολουθούν, αν δεν έλθεις. Γιατί δεν θα υπάρξει, δεν θα υπάρξει στη συνέχεια ελπίδα, αυτοκράτορα, αν αφήσεις να περάσει αυτή η εποχή και προσπαθήσεις κατόπιν να διορθώσεις εκείνα που θα έχουν συντριβεί. Γιατί πώς άραγε θα το κατορθώσεις, όταν και εκείνα που φαίνονται σθεναρά, σαν τείχη τής Βαβυλώνας, οι υποθέσεις τής Ρώμης εννοώ, σείονται και ταρακουνιούνται σαν να βρίσκονται πάνω σε κύματα; Δεν υπάρχει τρόπος ν΄ αποφύγεις τη θύελλα, παρά μόνο πιάνοντας σταθερά με το δεξί σού χέρι το πηδάλιο. Δεν θέλω να γίνω μάντης κακών. Όμως, ωθούμενος από τα πράγματα, δεν μπορώ να συγκρατήσω τον εαυτό μου. Αν δεν καταπλεύσεις στην Ιταλία, να ξέρεις ότι έχασες το γένος των Χριστιανών, ότι κατέστρεψες τις υποθέσεις τής εκκλησίας. Ω δυστυχία! Δεν θα υπάρχει η Εκκλησία τής Ρώμης, αν δεν ενωθεί μαζί της εκείνη των Γραικών, ενώ, αν ανατραπεί η Εκκλησία τής Ρώμης, διστάζω, αλλά θα το πω: η Εκκλησία των Γραικών θα χαθεί εντελώς.

Οἷς δὲ τῶν τοιούτων μέλει, ἁπαξάπαντες, αὐτόκράτορ, εἰς σέ βλέπουσιν οὐχ ἧττον, ἤ εἰ κατὰ Κωνσταντῖνον ἐκεῖνον τὸν Μέγαν, ἤ Θεοδόσιον, ἤ Ἰουστινιανὸν λαμπρὰ σοι ἐπέπνει τὰ τῆς τύχης. καὶ τῷ ὄντι ἐλθόντος σου, ὡς ὑπὸ ἡλίου ἀστέρες τῶν πρὸ σοῦ αὐτοκρατόρων ἡ φήμη τῇ σῇ δόξῃ κρυβήσεται· ἐκεῖνοι γὰρ πολλὰ ἄν καὶ βίᾳ κατορθῶσαι δόξωσι τοῖς ὀρθῶς ἐξετάζουσι· τοῖς γὰρ μεγάλοις δυνάσταις ἤ τοῦ βιαίως πολλὰ ποιεῖν ὑπόληψις ἕπεται· σὺ δὲ πρὸ πολλῶν ἤδη γενεῶν ἀντιπνευσάσης τῷ γένει τῆς τύχης, φρονήσει, δικαιοσύνῃ, πραότητι καὶ ταῖς ἄλλαις ἀρεταῖς αἷς σου τὸ κράτος ἐκόσμησας, τὴν τε Ἐκκλησίαν εἰς Ἰταλίαν πλεύσας ἀκέραιον συντηρήσεις, καὶ τὰ διαιρεθέντα κακῶς συζεύξεις, καλῶς καὶ τὰ τῆς βασιλείας ἐπανορθώσεις, καὶ παρέξεις τοῖς μετὰ σὲ πολλῶν ἐθνῶν βασιλεύουσαν τὴν ἧς κρατεῖς πόλιν. Ὧν τουναντίον ἅπαν τοῦ μὴ ἐλθεῖν σε ἕψεται· οὐ γὰρ ἔσται, οὐκ ἔσται τοῦ λοιποῦ ἐλπὶς, ὦ βασιλεῦ, τοῦ καιροῦ τούτου παρελθόντος ἐπιχειρεῖν ἰᾶσθαι τὰ συντριβέντα· πῶς γὰρ ὅπου καὶ τὰ δοκοῦντα εὐσθενῆ, καὶ ὡς τείχη Βαβυλώνια, τὰ τῆς Ῥώμης λέγω, σείεται, καὶ σαλεύει ἐπὶ κυμάτων ἱστάμενα; καὶ οὐκ ἔστιν ἐκφυγεῖν τὴν ζάλην, εἰ μὴ ἐπιβάλλῃς τῷ πηδαλίῳ τὴν δεξιὰν. Ἐγὼ δὲ οὐ βούλομαι μὲν τὰ κάκιστα προλέγειν· ὠθούμενος δὲ τοῖς πράγμασιν, οὐ δύναμαι κατέχειν ἐμαυτὸν· εἰ μὴ πλεύσῃς εἰς Ἰταλίαν, ἴσθι ὡς ἀπώλεσας τὸ τῶν Χριστιανῶν γένος, διέφθειρας τὰ τῆς Ἐκκλησίας. Ὤ τοῦ πτώματος! Οὔτ’ εἰ μὴ ἑνωθήσεται ή τῶν Γραικῶν, ἔσται Ῥώμης Ἐκκλησία, καὶ ἡ τῶν Γραικῶν ταύτης σφαλείσης, ὀκνῶ μὲν, λέξω δὲ ὅμως, τὸ παράπαν οἰχήσεται.

Αυτοκράτορα ηγεμόνα, αυτά να τα βάλεις καλά στο μυαλό σου. Τη δύναμη των Εκκλησιών που σού παρέχουν παρακινούμενοι από τον Θεό όλοι στην Ευρώπη, μπορεί κανείς να την καταλάβει ως σημάδι, ότι ύστερα από λίγο, με τη θέληση τού Θεού, θα σού δοθεί η ηγεμονία επί πολλών λάων. Και γι΄ αυτά τούς δικούς σου συλλογισμούς, για τα οποία σε θεωρώ να βρίσκεσαι δίπλα μου και να βλέπεις τα μελλοντικά, όπως είπαν κάποιοι για τον Θεμιστοκλή, να χρησιμοποιήσεις τη δική σου ψυχή και τη δική σου σύνεση. Ν΄ αποκρούσεις εκείνους που σε οδηγούν αλλού ή σε παραπλανούν, αν είναι αληθινά αυτά που λέγονται και κατεβούν οι γαλέρες τής Αβινιόν στην Κωνσταντινούπολη και δεν τις διώξει αυτές ο Θεός. Ή, έχοντας θαυμαστά αλλάξει τις δικές τους απόψεις, έχοντας καμφθεί από τη δική σου αρετή, να σε προωθήσει στην Ιταλία με αυτές και με εκείνες τις γαλέρες. Έγραψα λοιπόν, όχι επειδή είχα εμπιστοσύνη στην ικανότητά μου να γράφω, αφού γνωρίζω ότι δεν είμαι ειδικός στην ελληνική γλώσσα, αλλά επειδή επιθυμώ πολύ την ειρήνη των Εκκλησιών και την αποκατάσταση τού γένους στη φήμη τού παρελθόντος από το δικό σου μεγαλείο, από τα οποία και μόνο έχοντας παρακινηθεί από καιρό, έχω ήδη συζητήσει για τα ζητήματα αυτά και με τον μακαριώτατο πάπα. Κι εσύ, αγιότατε αυτοκράτορα, να ζήσεις για να οδηγήσεις ξανά το γένος στην αρχαία ευδαιμονία, ανεχόμενος τόσο την αμάθεια όσο και την πολυλογία μου».

Ταῦτα, ὦ βασιλεῦ, ὦ αὐτόκράτορ, ᾧπερ ἤδη τὸ κράτος τῶν Ἐκκλησιῶν παρέχουσι θείως κινούμενοι πάντες οἱ τῆς Εὐρώπης, ἐνθυμηθεὶς, ὥσπερ σημείῳ χρήσοιτό τις μετ’ οὐ πολὺ σοι Θεοῦ θέλοντος δοθησομένης πολλῶν ἐθνῶν ἡγεμονίας· καὶ πρὸς τούτοις τοὺς σοὺς λογισμούς, οἷς ὡς παρόντα σε οἶμαι τὰ μέλλοντα ὁρᾷν, ὥσπερ τινὲς ἔφασαν τὸν Θεμιστοκλέα, χρῆσαι τῇ σῇ ψυχῇ, τῇ σῇ φρονήσει· ἀπόκρουσον τοὺς ἄλλοσέ πη ἄγοντας ἤ παράγοντας, εἴπερ ἀληθῆ τὰ λεγόμενα, καὶ κατέλθωσιν αἱ Ἀβιῶνος εἰς τὴν Κωνσταντίνου τριήρεις, καὶ μὴ ἐξώσοι αὐτὰς ό Θεὸς· ἤ μεταβαλὼν τὰς ἐκείνων γνώμας θαυμασίως τῇ σῇ ἀρετῇ καμφθεὶς, καὶ ταύταις κἀκείναις ταῖς τριήρεσιν εἰς Ἰταλίαν προπέμψοι σε. Ἐγὼ μὲν οὖν ἔγραψα οὐ τῷ λέγειν θαῤῥήσας, οἶδα γὰρ ὡς ού μέτεστί μοι λόγων Ἑλληνικῶν, ἀλλά τῷ ἐφίεσθαι σφόδρα τῆς τῶν Ἐκκλησιῶν εἰρήνης καὶ τῆς τοῦ γένους εἰς τὸ πάλαι ἀξίωμα διὰ τοῦ σοῦ ὕψους ἀποκαταστάσεως, ᾧπερ καὶ μόνῳ κινηθεὶς πρὸ πολλοῦ, ἤδη περὶ τῶν τοιούτων καὶ πρὸς τὸν μακαριώτατον πάππαν διειλέχθην. Σὺ δε, ὦ θειότατε βασιλεῦ, ζῆθι ἐπανάγων τὸ γένος πρὸς τὴν ἀρχαίαν εὐδαιμονίαν, καὶ τῆς ἀμαθίας ὁμοῦ καὶ πολυλογίας ἀνάσχου μοι».

[←39]

Epistolae pontificiae, I, αριθ. 66-86, σελ. 64-88, ιδιαίτερα σελ. 67, 69, 71-72, 75-77, 83. Hefele και Leclercq, Hist. des conciles, VII-2 (1916), 939-40. Για τις μπερδεμένες σχέσεις τού Ευγένιου Δ’, των Ελλήνων και των συνοδιστών τής Βασιλείας βλέπε στο ίδιο, V1I-2, 673-74, 684, 688-89, 697, 699, 705, 743-45, 746-47 και ιδιαίτερα σελ. 875 και εξής, 916-49. Με λιγότερες λεπτομέρειες βλέπε Joseph Gill, The Council of Florence, Καίμπριτζ, 1959, σελ. 46-84. Παρά το γεγονός ότι οι συνοδιστές (conciliarists) τής Βασιλείας έστειλαν επίσης γαλέρες στην Κωνσταντινούπολη για να μεταφέρουν τούς Έλληνες δυτικά, ο Ιωάννης Η’ αρνήθηκε να επιβιβαστεί σε αυτές και δέχτηκε τις παπικές γαλέρες, επειδή οι τής Βασιλείας δεν τον είχαν στηρίξει όσον αφορά τον τόπο τής ενωτικής συνόδου, καθώς «και σε πολλά άλλα που δεν τηρήθηκαν από την πλευρά σας» [et in aliis quamplurimis non observatum ex parte vestra, Orientalium documenta minora, αριθ. 25, σελ. 29-30, με ημερομηνία 25 Οκτωβρίου 1437].

[←40]

Epistolae pontificiae, I, αριθ. 87, σελ. 89-90, στην οποία ο πάπας εκφράζει την ελπίδα

«ότι με έργο τού Υψίστου, για την υπόθεση τού οποίου γίνεται αυτή, η σύνοδος Βασιλείας θα μεταφερθεί προσεχώς στην πόλη τής Φερράρας, για να επιτευχθεί σε αυτήν η ενότητα τής Ανατολικής και τής Δυτικής εκκλησίας, για τη μεταρρύθμιση τής οικουμενικής εκκλησίας, για την αύξηση τής χριστιανικής πίστης και για την ειρήνη των πιστών …».

(quod per operam Altissimi, cuius causa agitur, concilium Basiliense transferetur de proximo ad civitatem Ferrariensem pro tractanda in eo et occidentalis et orientalis ecclesiarum unitate, pro reformatione universalis ecclesie, Christiane fidei augmento et pace fidelium…)

H σύνοδος τής Βασιλείας «μεταφέρθηκε» τελικά και επίσημα στη Φερράρα με την παπική βούλλα Pridem ex iustis, που εκδόθηκε στη Μπολώνια στις 30 Δεκεμβρίου 1437, ενώ οι εργασίες της θα επαναλαμβάνονταν, σύμφωνα με τη βούλλα, στις 8 Ιανουαρίου 1438 [στο ίδιο, I, αριθ. 108, σελ. 110-12], τότε που όντως πραγματοποιήθηκε η πρώτη συνεδρίαση στη Φερράρα [Gill, Council of Florence, σελ. 94-95]. Ο Ευγένιος έφτασε στην πόλη προς το τέλος τού μήνα, οπότε (στις 24 Ιανουαρίου), οι απείθαρχοι συνοδιστές τής Βασιλείας τον κήρυξαν σε αναστολή από το αξίωμα και στερούμενο κάθε πνευματικής και κοσμικής εξουσίας [John of Segovia, Historia gestorum generalis synodi basiliensis, xiii, 7 στο Monumenta conciliorum generalium seculi decimi quinti, III (1886), 25-30].

[←41]

Στις 11 Aυγούστου (1437) η Ενετική Γερουσία έγραψε στον Λοντοβίκο για να τον συγχαρεί για την προαγωγή του από την έδρα τού Tράου (Τrau) σε εκείνη τής Φλωρεντίας [Sen. Secreta, Reg. 14 (1436-1439), φύλλο 50].

[←42]

Marino Sanudo, Vite de duchi στο L. A. Muratori (επιμ.). RISS, XXII (Μιλάνο, 1733), στήλη 1043B.

[←43]

Sen. Secreta, Reg. 14, φύλλο 55 με ημερομηνία 10 Σεπτεμβρίου 1437:

«…να απαντήσουμε … [στον αιδεσιμότατο πατέρα άρχοντα αρχιεπίσκοπο Φλωρεντίας] … ότι, γνωρίζει η μακαριότητά του, ότι είμαστε αληθινοί και αφοσιωμένοι γιοί τής Αγιότητάς του και διατεθειμένοι να κάνουμε εκείνα τα πράγματα που θα ευχαριστούσαν τη μακαριότητά του και παρακαλούμε να εξοπλιστούν εδώ εκείνες οι γαλέρες που πρέπει να εξοπλιστούν και από τις χώρες μας να υπάρξουν βαλλιστές [τοξότες], με μισθούς που θα στείλει εκείνος, για επικουρία τής πόλης τής Κωνσταντινούπολης. … Και ήταν πρόθεσή μας, όπως έχουμε δηλώσει στην Αγιότητά του, να συγκληθεί η σύνοδος στη Μπολώνια ή σε άλλο κράτος τής Αγίας Εκκλησίας ή σε δικά μας εδάφη, γιατί αν συγκαλούνταν σε δικά μας εδάφη, η Μακαριότητά του θα γνώριζε πολλλές τιμές και πλεονεκτήματα, που θα προέρχονταν από τη δημοκρατία μας. Αλλά τώρα κατανοώντας τούς λόγους, που παρακίνησαν την μακαριότητά του να συγκαλέσει την προαναφερθείσα σύνοδο στην πόλη τής Φερράρας, παραμένουμε σε υιική ευλάβεια και με την ειλικρινή επιθυμία μας να μείνει ικανοποιημένη η μακαριότητά του σε όλες τις ανέσεις, ενώ η σύγκληση τής εν λόγω συνόδου στην πόλη τής Φερράρας, είναι σαν να γίνεται στα δικά μας εδάφη και είμαστε έτοιμοι για τη μακαριότητά του, … να ζητήσουμε από τον άρχοντα μαρκήσιο τις άδειες ασφαλούς διέλευσης, που η Αγιότητά του ζητά».

(…Respondeatur [reverendo patri domino archiepiscopo Florentino] … quod, ut novit Beatitudo sua, nos ut veri et devotissimi filii Sanctitatis sue et dispositi ad ea que grata forent Beatitudini sue fuimus contenti et complacere quod armaret hic eas galea quas amari fecit ac quod de terris nostris ballistarios haberet ad eius stipendia mittendos ad custodiam civitatis Constantinopolitane. … Et fuit nostra intentio, quemadmodum Sanctitati sue declarari fecimus, quod concilium celebraretur in Bononia vel aliis terris Sancte Ecclesie aut in terris nostris, nam si in terris nostris celebraretur, Beatitudo sua ample cognoscit honores et commoda que nostre reipublice pervenissent. Sed nunc intellectis causis que Beatitudinem suam moverunt ad celebrandum concilium suprascriptum in civitate Ferrarie dispositi ob filialem reverentiam et sinceritatem nostram ad omnia commoda sue Beatitudini contenti remanemus, quod in dicta civitate Ferrarie celebretur predictum concilium ac si celebraretur in terris nostris, et parati sumus pro Beatitudine sua a … domino marchione petere salvumconductum, ut requirit Sanctitas sua)

Για την αποστολή τού Λοντοβίκο πρβλ. επίσης στο ίδιο, φύλλα 57-58 και εξής, 79, 83, 84, 93, 94-95 και αλλού και Sanudo, Vite de duchi στο RISS, XXII, στήλη 1043B.

[←44]

Andrea Navagero, Storia veneziana στο RISS, XXIII (1733), στήλη 1105, άλλη ένδειξη ότι ο Λοντοβίκο ήταν Τρεβιζάν και όχι μέλος τής οικογένειας των Σκαράμπο-Μετσαρόλα (για την οποία βλέπε πιο κάτω σε αυτή τη σημείωση). Ο Eυγένιος είχε ήδη στείλει απεσταλμένο στη Βενετία, για να ζητήσει από τη Γερουσία να αποδεχθεί τον παπικό διορισμό κάποιου Ενετού, προφανώς τού Λοντοβίκο, στο προσοδοφόρο πατριαρχείο τής Ακουιλέια. Όμως οι προτάσεις που εξασφάλιζαν στον Λοντοβίκο ετήσιο εισόδημα 4.000 δουκάτων και τού παραχωρούσαν την Ακουιλέια, το Σαν Βίτο και το Σαν Ντανιέλε «κοσμικά και πνευματικά» (in temporalibus et spiritualibus) καταψηφίστηκαν στη Γερουσία στις 14 Δεκεμβρίου 1439 [Sen. Secreta, Reg. 15, φύλλα 2-3], αλλά ύστερα από τη νίκη τού Λοντοβίκο στο Άνγκιαρι επί τού οπλαρχηγού (condottiere) Νικκολό Πιτσινίνο (στην οποία θα αναφερθούμε σε λίγο) και την προαγωγή τού σε καρδινάλιο, η Γερουσία ήταν διατεθειμένη να προσθέσει κάπως στην εδαφική δικαιοδοσία του και να τού προσφέρει 5.000 δουκάτα τον χρόνο [στο ίδιο, φύλλο 77, έγγραφα με ημερομηνία 10 και 29 Απριλίου 1441]. Αλλά τώρα πια ο απεσταλμένος τού Λοντοβίκο στη Γερουσία αποδεικνυόταν τόσο απαιτητικός, ώστε

«αποφασίστηκε, ότι στο μέλλον δεν μπορεί να προταθεί από οποιονδήποτε σε αυτό το συμβούλιο, να δοθούν χρήματα, θέσεις ή ο, τιδήποτε άλλο, πέρα από εκείνα που έχουν ήδη αποφασιστεί και προσφέρονται μόνο αυτά. Το συμβούλιο συνεδρίασε με 100 παρόντες…» [φύλλο 79 και πρβλ. φύλλο 86],

(vadit pars quod in futurum non possit poni per aliquem in isto consilio de dando pecunias, loca, aut aliquid aliud ultra ea que capta sunt et oblata nisi istud consilium congregatum fuerit numero C…)

ενώ στις 21 Σεπτεμβρίου 1441 η Γερουσία πληροφορούσε άμεσα τον Λοντοβίκο για τα όρια τής προσφοράς τους, όταν βρέθηκε ο ίδιος στη Βενετία [φύλλο 97 και πρβλ. φύλλα 112, 113, 115].

Γνωστός εσφαλμένα ως Σκαράμπο από τα μέσα περίπου τού 16ου αιώνα, ο Λοντοβίκο αποκαταστάθηκε στην οικογένεια Τρεβιζάν από τον Pio Paschini, «La Famiglia di Lodovico cardinal camerlengo» στο L’Arcodia, V (1926), 91 και εξής, «Da Medico a patriarca d’ Aquileia, camerlengo e cardinale di S. Romana Chiesa», Memorie storiche forogiuliesi, XXIII (1927), 1-56, «Lodovico cardinale camerlengo e i suoi maneggi sino alla morte di Eugenio IV (1447)», στο ίδιο, XXIV (1928), 39-72 και XXVI (1930), 27-74 και «Prelati e curiali di Casa Scarampi», Rivista di Alessandria, XLV (1936), 362-66. Για τη σταδιοδρομία τού Λοντοβίκο γενικά έχω στηριχτεί στη βιογραφία τού Paschini, Lodovico Cardinal Camerlengo (+1465), Ρώμη, 1939 στο Lateranum, νέα σειρά, V-1. Facultas Theologica Pontificii Athenaei Lateranensis. O Ernesto Pontieri, Alfonso il Magnanimo, re di Napoli (1435-1458), Νάπολη, 1975, σελ. 94, 269-70, 323, 362, ονομάζει ακόμη τον Τρεβιζάν «Σκαράμπο».

Ό,τι κι αν βρίσκεται πίσω από την εσφαλμένη απόδοση τού επωνύμου Σκαράμπο στον Λοντοβίκο, αυτός είχε στενές σχέσεις με διάφορα μέλη αυτής τής οικογένειας. Πρβλ. την επιστολή Πίου Β΄ προς τον Λοντοβίκο με ημερομηνία 9 Αυγούστου 1460 [Arch. Segr. Vaticano, Arm. XXXIX, τόμος 9, φύλλο 136]:

«Έχουμε ακούσει, ότι το όνομά σας φέρει ο αγαπημένος μας γιός Νικκολό Σκαράμπο, δικός σας ασπιδοφόρος, επί των υποθέσεων των εδαφών τής μονής τού Μοντεκασσίνο».

(Audivimus que nomine tuo retulit nobis dilectus filius Nicolaus Scarampo, scutifer tuus, super negotiis terrarum abbatie Montiscasini…)

Πρβλ. στο ίδιο, φύλλο 137. Ο Λοντοβίκο Τρεβιζάν έκανε μάλιστα κληρονόμους του τούς Νικκολό και Λοντοβίκο Σκαράμπο, τούς οποίους είχε μεγαλώσει σχεδόν από την παιδική τούς ηλικία, παρόλο που ο Παύλος Β΄ δεν αναγνώρισε τη διαθήκη (facultas testamenti) τού Τρεβιζάν και διεκδίκησε το μεγαλύτερο μέρος των εκτεταμένων κτήσεών τού για τη σταυροφορία (μετά τον θάνατό του στις 22 Μαρτίου 1465), στερώντας έτσι από τούς Σκαράμπι την κληρονομιά τους, αλλά αφήνοντάς τούς παρ’ όλα αυτά αξιόλογη περιουσία, για το οποίο βλέπε Paschini, Lodovico Card. Camerlengo, σελ. 208-10. Δεδομένου ότι ήταν γνωστό ότι ο Λοντοβίκο είχε αφήσει το μεγαλύτερο μέρος τής περιουσίας του στους Σκαράμπι, γεγονός που δημοσιοποιήθηκε ευρέως με την παρέμβαση τού Παύλου Β΄, ήταν φυσικό να θεωρούν οι μεταγενέστεροι συγγραφείς ότι πρέπει να ανήκε σε αυτή την οικογένεια.

[←45]

Arch. Segr. Vaticano, Reg. Vat. 382 (Εugenii IV Officior. τόμος II), φύλλο 111, που αποτίει ιδιαίτερο φόρο τιμής στην «εμπειρία στις ενεργές υποθέσεις» (experiencia in agendis rebus) τού Λοντοβίκο. Πρβλ. στο ίδιο, φύλλα 144-145.

[←46]

Sen. Secreta, Reg. 15, φύλλο 28, έγγραφο με ημερομηνία 3 Ιουλίου 1440. Για την πολιτική σημασία τής νίκης τού Άνγκιαρι για τον Ευγένιο Δ’ βλέπε Gill, The Council of Florence, σελ. 320-21.

[←47]

Πρβλ. Arch. di Stato di Venezia. Sen. Secreta, Reg. 15, φύλλο 33, έγγραφο με ημερομηνία 8 Αυγούστου 1440, και, στο ίδιο, φύλλα 42, 43, 77, 79, 86, 97 και άλλα.

[←48]

Πρβλ. Paschini, Lodovico Cardinale Camerlengo, σελ. 7-51, 103, 115-16, 136, 208 και εξής. Για τη διοίκηση από τον Λοντοβίκο των παπικών στρατευμάτων βλέπε Predelli, Regesti dei Commemoriali, IV (1896), βιβλίο xiii, αριθ. 66. σελ. 226, με ημερομηνία 21 Μαρτίου 1440 και αριθ. 147-48, 156 και πρβλ. Arch. Segr. Vaticano, Reg. Vat. 382, φύλλα 162-163, με ημερομηνία 1 Σεπτεμβρίου 1442 και φύλλα 204-206.

Διάφορα χρονολογικά στοιχεία σχετικά με τη σταδιοδρομία τού καρδινάλιου Λοντοβίκο υπάρχουν σε μικρή αλλά ιδιαίτερα σημαντική εγγραφή στα Αρχεία τού Βατικανού, Arm. XXXI, τόμος 52, στην οποία ο Ludwig von Pastor έδωσε προσοχή πριν πολλά χρόνια [Hist. Popes, I, 392 93 και Gesch. d. Papste, I (ανατυπ. 1955), 815-16]. Δεδομένου μάλιστα ότι πολλά χρονολογικά στοιχεία θα βρεθούν να εξαρτώνται από αυτόν τον τόμο για μισό σχεδόν αιώνα, νομίζω ότι στο σημείο αυτό αξίζει τον κόπο κάποια περιγραφή του.

Τα αρχικά γράμματα στη ράχη τού τόμου διασώζονται (το πίσω μέρος τής αρχικής βιβλιοδεσίας έχει κολληθεί στο τωρινό εσωτερικό κάλυμμα) και τον προσδιορίζουν ως Lettere Sacri Collegii Federico 3: Imperatore: Quietantie varia: Bulla Eugenii pro Camerae clericis: 2611: de officio et potestate Camerarii S. Collegii: Computa et res spectantes ad Sacrum Collegium. Παρά τούς διάφορους τίτλους, ο τόμος στην πραγματικότητα περιέχει λεπτομερείς σημειώσεις σχετικά με το Εκκλησιαστικό Συμβούλιο από το 1439 μέχρι το 1486 (φύλλα 48104, φύλλα 15-71 με προηγούμενη αρίθμηση) και μπορεί να θεωρηθεί ως ένας από τούς πρώτους στην πολύτιμη σειρά των Acta Consistorialia. Ο (πρώτος) συγγραφέας αυτοπροσδιορίζεται ως Jacobus Radulphi, «…και έτσι εμένα, τον Τζάκομπο Ραντούλφι, κληρικό τού εν λόγω κολλέγιου με πήρε ο ίδιος ο κύριος πάπας…» (… et sic michi Jacobo Radulphi, clerico dicti collegii, retullit idem dominus…) [φύλλο 53 και πρβλ. 57].

Αυτός ο Jacobus έγραψε επίσης μερικές Ephemerides sacri consistorii, που χρησιμοποιήθηκαν από τον Domin. Georgius στο έργο του Vita Nicolai V, Ρώμη, 1742, αλλά το Arm. XXXI, τόμος 52, δεν είναι το έργο το οποίο υπαινίσσεται ο Georgius [πρβλ. Pastor, Hist. Popes, I, 393]. O Pastor πίστευε ότι τα Acta «είχαν αποσπαστεί από μεγαλύτερο μητρώο», πράγμα που είναι πιθανό. Συνιστούν όμως εβδομαδιαία αναφορά μυστικών και δημοσίων εκκλησιαστικών συμβουλίων (σημειώστε την εν μέρει οριακή προσθήκη στις 13 Οκτωβρίου 1469, σε εγγραφή με ημερομηνία 13 Νοεμβρίου 1467, στο φύλλο 69), ιδιαίτερα την συμμετοχή των καρδινάλιων στα communia et minuta servitia, την οποία κατέγραφε ο camerarius ή ταμίας τού Ιερού Κολλέγιου, διαβιβάζοντας συνήθως την πληροφορία στους υπαλλήλους τού Κολλέγιου, οι οποίοι τηρούσαν τα «acta» που διασώζονται σε αυτό το μητρώο.

Στις αρχές τού έτους 1468 εμφανίζεται η σημείωση [Arm. XXXI, τόμος 52, φύλλο 70]: «Τροποποιήθηκε το έτος 1468, κατά το τέταρτο έτος τής παπικής θητείας τού πάπα κύριου Παύλου και άρχισε από εμένα τον Ιερώνυμο Τζούνιους στις 26 Απριλίου, από βιβλίου τού κυρίου Γκαμπριέλε Ροβίρα, κληρικού τού Κολλέγιου» (Mutatur annus MCCCCLXVIII, pontificatus S. D. N. domini Pauli anno quarto, inceptus per me Ιeronimum Iunium die XXVI Αprilis -ex libro domini Gabrielis Rovira clerici collegii) (η πρώτη εγγραφή αυτού τού έτους έχει ημερομηνία 10 Ιανουαρίου).

Ο Τζούνιους εκλέχτηκε ως ένας από τούς δύο υπαλλήλους τού Ιερού Κολλέγιου το Σάββατο 23 Απριλίου, όπως καταγράφει για τον εαυτό του στο μητρώο [φύλλο 70]:

«Δημιουργία εμένα, τού Ιερώνυμου Τζούνιους, ως κληρικού τού Κολλέγιου των αιδεσιμοτάτων κυρίων καρδιναλίων: Το Σάββατο 23 Απριλίου τού έτους και τής παπικής θητείας όπως αναφέρεται ανωτέρω [1468], ο αιδεσιμότατος εν Χριστώ πατέρας και κύριος, ο κύριος Γουλιέλμος, επίσκοπος Όστια και καρδινάλιος Ρουέν [ο Γκυγιώμ ντ’ Ετουβίλ], ταμίας [καμεράριος] τού Ιερού Κολλέγιου των σεβασμιώτατων εν Χριστώ πατέρων κυρίων καρδιναλίων, με τη συγκατάθεση και τη συναίνεση όλων τους, δέχθηκαν και όρισαν εμένα, τον Ιερώνυμο Τζούνιους, ειδικό των διαταγμάτων, Φλωρεντινό εφημέριο, ως κληρικό αυτού τού Ιερού Κολλέγιου και ορκίστηκα στα χέρια αυτού τού αιδεσιμώτατου κύριου Γουλιέλμου, σύμφωνα με τούς κανόνες αυτού τού Ιερού Κολλέγιου, παρουσία τού κυρίου Γκαμπριέλε Ροβίρα, άλλου κληρικού, κατόπιν αιτήματος τού κυρίου Ιωάννη Φορτίνι, νοτάριου τού παπικού ταμείου».

(Creatio mei Ieronimi Iunii in clericum Collegii reverendorum dominorum cardinalium: Die sabati XXIII, Αprilis, anno et pontificatu quibus supra [1468], reverendissimus in Christo pater et dominus, dominus Gulielmus, episcopus Ostiensis cardinalis Rothomagensis [Guillaume d’ Estouteville], Sacri Collegii reverendissimorum in Christo patrum dominorum S.S.R.E. cardinalium camerarius de ipsorum omnium voluntate et consensu admisit et constituit me Ieronimum Iunium decretorum doctorem, canonicum Florentinum in clericum ipsius Sacri Collegii, et iuravi in manibus ipsius reverendissimi domini Gulielmi secundum constitutiones ipsius Sacri Collegii in presentia domini Gabrielis Rovira, alterius clerici, de quibus rogatus fuit dominus Johannes Fortini, notarius camere apostolice)

Πρβλ. στο ίδιο, φύλλο 71. Τέτοιες ματιές στο παρασκήνιο τής παπικής κούρτης είναι πάντα ενδιαφέρουσες.

Η πρώτη εγγραφή σε αυτό το μητρώο των Acta Consistorialia είναι επίσης σημαντική, καθώς σηματοδοτεί την πρώτη εμφάνιση των Ελλήνων Ισίδωρου «του Κιέβου» και Βησσαρίωνος τής Νίκαιας ως καρδιναλίων, όπου και οι δύο θα υπηρετούσαν επί μακρόν τη λατινική υπόθεση στην Ανατολή [φύλλο 48]:

«Κατά το έτος 1439 από την ενσάρκωση τού Κυρίου, το Σάββατο 18 Δεκεμβρίου, κατά το ένατο έτος τής παπικής θητείας τού κυρίου Ευγένιου: ο αγιώτατος κύριός μας θεία προνοία [Ευγένιος] πάπας Δ’ στη Φλωρεντία δέχθηκε στη θέση τού καρδινάλιου 17 κύριους καρδινάλιους και συγκεκριμένα:…»

(Anno incarnationis dominice MCCCCXXXIX, die Sabbati XVIII mensis decembris, pontificatus domini Eugenii anno nono: Sanctissimus dominus noster divina providentia [Eugenius] papa quartus Florentie assumpsit (MS. Assupmsit!] ad cardinalatum XVII dominos cardinales, videlicet:…)

Έβδομος στον κατάλογο βρίσκεται ο «κύριος Ισίδωρος, αρχιεπίσκοπος Ρωσίας» (dominum Isidorum, archiepiscopum Russensem) και όγδοος ο «κύριος Βησσαρίων, αρχιεπίσκοπος Νικαίας» (dominum Bissarionem, archiepiscopum Nicenum).

Ήταν ιστορικό εκκλησιαστικό συμβούλιο εκείνο στο οποίο ανακοινώθηκαν αυτές οι προαγωγές καρδιναλίων, αλλά η σημείωση στα Acta είναι ελαττωματική, από την άποψη ότι το 1439 η 18 Δεκεμβρίου έπεφτε Παρασκευή, όχι Σάββατο. Επιλογές από το μητρώο [Arm. XXXI, τόμος 52] με αφετηρία τις 22 Ιανουαρίου 1440 παρέχονται στον Conrad Eubel, Hierarchia catholica medii aevi, II (1914, ανατυπ. 1960), 26 και εξής.

[←49]

O Κωνσταντίνος Ντεγιάνοβιτς (Constantine Dejanovic) σκοτώθηκε στη μάχη τού Ρόβινε (Rovine) τον Μάιο τού 1395, όταν ο Μιρτσέα (Mircea) ο Πρεσβύτερος τής Βλαχίας, βοηθούμενος από τούς Ούγγρους, προσπάθησε μάταια να ανακόψει την τουρκική προέλαση προς την Δοβρουτσά (Dobruja) και πέρα από τον Δούναβη. Πρβλ. C. Ostrogorsky, History of the Byzantine State, Οξφόρδη, 1956, σελ. 489-90 και Iorga, Gesch. d. osman. Reiches, I, 275 και εξής.

[←50]

Σύμφωνα με τον Σφραντζή, Χρονικόν, PG 156, 1045D-1046A, επιμ. Grecu, σελ. 56, ο Κωνσταντίνος έφυγε από την Πάτρα στις 5 Σεπτεμβρίου (1437), πήγε στο Νεγκροπόντε και από εκεί στην Κωνσταντινούπολη, όπου έφτασε στις 24 τού μηνός:

Στις 5 Σεπτεμβρίου 6946 [1437] ο αφέντης μου [κυρ Κωνσταντίνος] κι εγώ πήγαμε από την Πάτρα στον Εύριπο [Νεγκροπόντε] από τη στεριά και μπήκαμε σε ενετική γαλέρα στην Κάρυστο, στο κάστρο τής Εύβοιας [Ευρίπου]. Μάλιστα πάνω σε αυτή τη γαλέρα ήταν και ο Μάρκος, κάποτε εφημέριος τής Πάτρας όταν τής επιτεθήκαμε, ο οποίος είχε τώρα διοριστεί παπικός λεγάτος από τον πάπα Ευγένιο που ήταν συγγενής του, καθώς και απεσταλμένος στον αυτοκράτορα. Στις 24 τού ίδιου μήνα Σεπτεμβρίου φτάσαμε στην Πόλη.

«Καὶ τῇ ε’ Σεπτεβρίου τοῦ μς’ ἔτους διέβημεν ἀπὸ τὴς Πάτρας διὰ τῆς στερεᾶς εἰς τὸν Εὔριπον μετὰ τοῦ αὐθεντός μου λέγω, καὶ ἐσέβημεν εἰς κάτεργον Βενέτικον ἀπὸ τὸ καστέλλιον τῆς Εὐρίπου τὴν Κάρυστον. Ἐν ᾧ δὴ κατέργῳ ἦν καὶ ὅ ποτε μὲν ἐν τῇ Πάτρᾳ κανόνικος Μάρκος, ὅταν ἀπήλθομεν κατ’ αὐτῆς, γεγονὼς δὲ λεγάτος παρὰ τοῦ πάπα Εὐγενίου τοῦ συγγενοῦς αὐτοῦ καὶ παρ’ ἐκείνου καὶ ἀποκρισιάριος εἰς τὸν βασιλέα. Καὶ τῇ κδ’ τοῦ αὐτοῦ μηνὸς Σεπτεβρίου ἀπεσώθημεν εἰς τὴν Πόλιν.»

Πρβλ. Ψευδο-Σφραντζή, II, 12, εκδ. CSHB, Βόννη, σελ. 162-63. επιμ. J. B. Papadopoulos, I (Λειψία. 1935), 164, επιμ. Grecu, σελ. 306:

«τέλος δὲ πάλιν ἄλλων ἐλθόντων πρέσβεων, τοῦ Μελισσηνοῦ λέγω Γρηγορίου ἱερομονάχου καὶ πνευματικοῦ, τοῦ καὶ χρηματίσαντος ὕστερον πατριάρχου Κωνσταντινουπόλεως, ὅς καὶ παρ’ ἄλλοις Στρατηγόπουλος ἐπωνομάζετο, καὶ συν αὐτῷ δὴ καὶ τῷ Γρηγορίῳ πάλιν τοῦ Δισυπάτου καὶ ἐμοῦ συμβιβασάντων καὶ συμφρονησάντων αὐτοὺς ἵνα ὁ μὲν αὐθέντης μου καὶ δεσπότης ἀπελθών παροικήσῃ ἐν τῇ Κωνσταντινουπόλει, ὁ δὲ κύρ Θεόδωρος καὶ κύρ Θωμᾶς οἱ δεσπόται ἐν τῇ Πελοποννήσῳ.

καὶ τῇ ε’ τοῦ Σεπτεμβρίου τῷ ,ςϡμη’ διέβη άπο τῆς Πάτρας διὰ ξηρᾶς εἰς τὸν Εὔριπον ἀπελθών, ὁ αὐθέντης μου λέγω, σὺν ἡμῖν· καὶ ἐμβάντες εἴς τινα τῶν Ἑνετῶν τριήρη ἀπὸ ἄστεος Εὐρίπου Εὔβοιαν λεγομένην, ἐν ᾗ δὴ τριήρει ἦν καὶ ὅ ποτε ἐν τῇ Πάτρᾳ κανονικός Μάρκος ἡνίκα ἀπήλθομεν κατ’ αὐτῆς, ὅς γέγονε καὶ λεγάτος παρά τοῦ πάπα Εὐγενείου τοῦ συγγενοῦς αὐτοῦ, καὶ παρ’ ἐκείνου ἔτι καὶ πρὸς τὸν βασιλέα διὰ πρεσβείας ἀπεστάλη, καὶ τῇ κδ’ τοῦ αὐτοῦ μηνός Σεπτεμβρίου ἀπεσώθημεν εἰς τὴν πόλιν.»

Ο Ψευδο-Σφραντζής συμφωνεί γενικά με την πληροφορία που έδωσε η ενετική κυβέρνηση στον πάπα [Iorga, ROL, VI, 389, έγγραφο με ημερομηνία 22 Οκτωβρίου 1437].

Για τις συνθήκες και τη χρονολόγηση τού ταξιδιού τού Ιωάννη Η’ στη Βενετία βλέπε Iorga, ROL. VI, 39192 σημείωση, 398-99 σημείωση και Gill, Council of Florence, σελ. 88-90, 98.

[←51]

Πρβλ. γενικά τα ενετικά Sen. Secreta, Reg. 14, φύλλο 109 και εξής, 149 και εξής και von Aschbach, Gesch. Kaiser Sigmund’s, IV, 396 και εξής.

[←52]

G. Beckmann, Deutsche Reichstagsakten unter Konig Albrecht II, μέρος 1, Γκέττινγκεν, 1957, αριθ. 121, 128, σελ. 184, 195 (Deutsche Reichstagsakten, XIII), γραμμένες στη Βενετία σις 25 Φεβρουαρίου 1438 και στη Φρανκφούρτη μεταξύ 11 και 19 Mαρτίου τού ιδίου έτους.

[←53]

Beckmann, ό. π., αριθ. 370, σελ. 729. Πρβλ. ανταπάντηση τού Ladislas προς τον πάπα, με ημερομηνία Φεβρουαρίου 1439 [στο ίδιο, αριθ. 375, σελ. 747] και σημειώστε A. Sokolowski και J. Szujski, Codex epistolaris saeculi decimi quinti, I, μέρος 1 (Κρακοβία, 1876, ανατυπ. Νέα Υόρκη και Λονδίνο, 1965), αριθ. xciv-xcvi, xcix, cii, σελ. 88 και εξής (Monumenta medii aevi historica res gestas Poloniae Ιllustrantia, τόμος II).

[←54]

Beckmann, ό. π., αριθ. 283, σελ. 525. Σημειώστε επίσης στο ίδιο, αριθ. 399, σελ. 839. Πρβλ. Iorga, Gesch. d. osman. Reiches, I, 419-20 και Aurel Decci, «Deux documents turcs conecrnant les expeditions des Sultans Βayazet I’r et Μurad II dans les pays roumains», Revue roumaine d’ histoire, XIII-3 (1974), 395-413, ιδιαίτερα σελ. 403 και εξής. >

To Mühlenbach (Sebeș) δεν «καταστράφηκε ολοσχερώς», όπως λέει ο Jodocus (Mulenbach civitas totaliter est destructa), για το οποίο σημειώστε Radu Florescu και R. T. Menally, Dracula: A Biography of Vlad the Impaler (1431-1476), Νέα Υόρκη, 1973, σελ. 31 και 188, σημείωση 13. Οι Τούρκοι εισέβαλαν στο Siebenburgen τις χρονιές 1395-1396, 1420-1421, 1432, 1434, 1438, 1440, 1442 και συχνά έκτοτε [Gustav Gündisch, «Die Türkeneinfalle in Siebenbürgen bis zur Mitte des 15. Jahrhunderts», Jahrbucher für Geschichte Osteuropas, II (1937), 393-412 και Gündisch, «Siebenbürgen in der Türkenabwehr, 1395-1526», Revue roumaine d’ histoire, XIII-3, 415-43].

[←55]

Ύστερα από την απόδρασή του από τούς Τούρκους, ο Γεώργιος τού Ζιμπενμπύργκεν (ή Georgius de Hungaria) εντάχθηκε στο τάγμα των Δομινικανών. Έγραψε γνωστό έργο με τίτλο Traetatus de moribus, condicionibus et nequicia Turcorum, το οποίο πρωτοεμφανίστηκε στη Ρώμη το 1480, παρόλο που ο συγγραφέας τού έργου παρέμενε για καιρό μάλλον ασαφής. Ο Γεώργιος πέθανε στη Ρώμη σε ηλικία ογδόντα ετών στις 3 Ιουλίου 1502. Τάφηκε κοντά στον Φρα Αντζέλικο, στην εκκλησία τής Σάντα Μαρία σόπρα Μινέρβα «με πολύ μεγάλο πλήθος ανθρώπων επί τρεις ημέρες» (cum maxima populi frequentia per triduum), μολονότι ο χώρος ταφής του δεν είναι πια αναγνωρίσιμος. Βλέπε J. A. B. Palmer, «Fr. Georgius de Hungaria, O. P. …», Bulletin of the John Rylands Library, XXXIV (Manchester, 1951), 44-68.

[←56]

Iorga, Gesch. d. osman. Reiches, 1, 417-20, 422-25, Babinger, Maometto il Conquistatore (1957), σελ. 40-44, 618. Το Νόβο Μπόρντο καταλήφθηκε από τούς Τούρκους το 1441, ανακτήθηκε από τούς Σέρβους και ανακαταλήφθηκε από τις δυνάμεις τού Μωάμεθ Β΄ την 1η Ιουνίου 1455. Για την τουρκική εκμετάλλευση των ορυχείων βλέπε Nicoara Beldiceanu, Les Actes des premiers Sultans … , I: Actes de Mehmed II el de Bayezid II … , Παρίσι, 1960, έγγραφα 3-6, σελ. 68-73, με παραπομπές και τόμ. II: Reglements miniers, 1390-1512, Παρίσι, 1964, σελ. 53-55, 85-87, 103, 148 και εξής, 161 και εξής και έγγραφα 9, 10, 16, 19, ιδιαίτερα 20, 22, 25 και 26-28.

Πολλές από τις δραστηριότητες τού Φρειδερίκου Γ΄ τόσο ως βασιλιά των Ρωμαίων όσο και ως αυτοκράτορα υπάρχουν σχεδόν από μέρα σε μέρα στον Joseph Chmel, Regesta chronologico-diplomatica Friderici III. Romanorum Imperatoris, Βιέννη, 1838, ανατυπ. Χίλντεσχαϊμ, 1962. Μεταξύ των σχεδόν 9.000 εγγράφων που συνοψίζονται από τον Chmel (ασχολούμενων βέβαια σε μεγάλο βαθμό με τις εσωτερικές υποθέσεις τής αυτοκρατορίας) υπάρχουν εκπληκτικά λίγα αναφερόμενα στον τουρκικό κίνδυνο, πιο σημαντικά από τα οποία είναι τα υπ’ αριθ. 2232, 3009, 3175, 3356, 3369, 3535, 3689, 3699, 3781, 3857, 4490, 4739, 5031, 6177, 6336, 6431, 7468, 8001 και πρβλ. αριθ. 3706, 3711, 3721, 4542. Ο Φρειδερίκος ενδιαφερόταν πάντα πολύ λιγότερο με το τουρκικό ζήτημα (Türkenfrage) απ’ ό,τι με την άνοδο τής οικογένειάς του. Για τη βασιλεία του βλέπε τα διάφορα δοκίμια και βιβλιογραφίες στους Alphons Lhotsky, Hermann Wiesflecker, Hanna Dornik-Eger, et al., Friedrich III,, Kaiserresidenz Wiener Neustadt, Βιέννη. 1966 και Lhotsky, «Kaiser Friedrich III.: Sein Leben und seine Persönlichkeit» (ανατυπ. από το Kaiserresidenz Wiener Neustadt) στο βιβλίο του Aufsätze und Vorträge, 5 τόμοι, Μόναχο, 1970-76, II, 119-63.

[←57]

Σφραντζής, Χρονικόν (Chronicon minus) στην Patrologia graeca (PG), τόμ. 156, στήλες 1046D-1047A, Vasile Grecu, Georgios Sphrantzes, Memorii (1401-1477) στο anexa Pseudo-Phrantzes: Macarie Melissenos, Cronica (1258-1481), Βουκουρέστι, 1966, Mem., xxiii, 5-6, σελ. 58:

Όταν ήρθε στη συζήτηση η σύνοδος, ο διάσημος αυτοκράτορας [Μανουήλ Β’] είπε στον γιο του, τον αυτοκράτορα κυρ Ιωάννη, μόνοι οι δυο τους, ενώ εγώ μόνο στεκόμουν μπροστά τους: «Γιε μου, γνωρίζουμε πολύ καλά ότι οι ασεβείς στο βάθος τής καρδιάς τους φοβούνται πολύ μη συμφωνήσουμε και ενωθούμε με τούς Φράγκους. Γιατί πιστεύουν ότι αν γίνει αυτό, θα τούς συμβεί μεγάλο κακό από τούς χριστιανούς τής Δύσης για λογαριασμό μας.

«Εἶπεν ὁ ἀοίδιμος βασιλεὺς πρὸς τὸν υἱὸν αὑτοῦ, τὸν βασιλέα κὺρ Ἰωάννην, μόνος πρὸς μόνον, ἱσταμένου καὶ ἐμοῦ μόνου ἔμπροσθεν αὐτῶν, ἐμπεσόντος λόγου περὶ τῆς συνόδου· “Υἱέ μου, βεβαίως καὶ ἀληθῶς ἐπιστάμεθα ἐκ μέσης τῆς καρδίας δὴ τῶν ἀσεβῶν, ὅτι πολλὰ τοὺς φοβεῖ, μὴ συμφωνήσωμεν καὶ ἑνωθῶμεν μὲ τοὺς Φράγκους· ἔχουν το γάρ, ὅτι, ἂν τοῦτο γένηται, θέλει γενεῖν μέγα τι κακὸν εἰς αὐτοὺς παρὰ τῶν τῆς Δύσεως Χριστιανῶν δι’ ἡμᾶς.

Μελέτα λοιπόν το ζήτημα τής συνόδου και ανακάτευέ το, ιδιαίτερα όταν χρειάζεται να τρομάξεις τούς ασεβείς. Όμως μην επιχειρήσεις ποτέ να πραγματοποιήσεις την ένωση, γιατί δεν βλέπω τούς δικούς μας να μπορούν να βρουν κάποιον τρόπο ένωσης, ειρήνης και ομόνοιας, πέρα από το να θέλουν να τούς γυρίσουν πίσω και να είμαστε όπως στην αρχή. Επειδή αυτό είναι σχεδόν αδύνατο, φοβάμαι μήπως υπάρξει ακόμη χειρότερο σχίσμα. Και τότε θα ξεσκεπαστούμε απέναντι στους ασεβείς».

Λοιπὸν τὸ περὶ τῆς συνόδου, μελέτα μὲν αὐτὸ καὶ ἀνακάτωνε, καὶ μάλισθ’ ὅταν ἔχῃς χρείαν τινα φοβῆσαι τοὺς ἀσεβεῖς· τὸ δὲ νὰ ποιήσῃς, αὐτήν, μηδὲν ἐπιχειρισθῇς αὐτό, διότι οὐδὲν βλέπω τοὺς ἡμετέρους, ὅτι εἰσὶν ἁρμόδιοι πρὸς τὸ εὑρεῖν τινα τρόπον ἑνώσεως καὶ εἰρήνης καὶ ὁμονοίας, ἀλλ’ ὅτι νὰ τοὺς ἐπιστρέψουν εἰς τὸ νά ἐσμεν ὡς ἀρχῆθεν. Τούτου δὲ ἀδύνατον ὄντος σχεδόν, φοβοῦμαι μὴ καὶ χεῖρον σχίσμα γένηται· καὶ ἰδοὺ ἀπεσκεπάσθημεν εἰς τοὺς ἀσεβεῖς”.

Και ο αυτοκράτορας [Ιωάννης Η’], ο οποίος, όπως φάνηκε, δεν συμφώνησε με τα λόγια τού πατέρα του, σηκώθηκε χωρίς να πει τίποτε κι έφυγε. Κι αφού έγινε λίγο σκεφτικός, ο μακαρίτης και διάσημος πατέρας του κοιτάζοντας εμένα είπε: «Ο γιος μου ο αυτοκράτορας είναι κατάλληλος για αυτοκράτορας, αλλά όχι τής σημερινής εποχής. Γιατί οραματίζεται και σκέφτεται μεγαλεπήβολα, για τα οποία θα χρειαζόταν η εποχή τής ευημερίας των προγόνων μας. Όμως σήμερα, όπως συμβαίνουν σ΄ εμάς τα πράγματα, η δική μας εξουσία δεν χρειάζεται αυτοκράτορα αλλά οικονόμο. Φοβάμαι λοιπόν, μήπως από τις σκέψεις και τις ενέργειές του επέλθει καταστροφή αυτού τού οίκου. Γιατί είδα και πριν εκείνα που σκεφτόταν και πίστευε ότι θα κατόρθωνε με τον Μουσταφά, ενώ είδα και σε τι κινδύνους μάς έβαλαν τα αποτελέσματα των πράξεών του».

Τοῦ δὲ βασιλέως, ὡς ἔδοξε, μὴ δεξαμένου τὸν λόγον τοῦ πατρὸς αὑτοῦ, μηδὲν εἰπών, ἀναστὰς ἀπῆλθε. Καὶ μικρὸν σύννους γεγονὼς ὁ μακαρίτης καὶ ἀοίδιμος πατὴρ αὐτοῦ, ἐμβλέψας πρὸς ἐμὲ ὁρίζει· “Ὁ βασιλεὺς ὁ υἱός μου ἔνι μὲν ἁρμοδίως βασιλεῖ, οὐ τοῦ παρόντος δὲ καιροῦ. Βλέπει γὰρ καὶ φρονεῖ μεγάλα καὶ τοιαῦτα, οἷα οἱ καιροὶ ἔχρῃζον τῆς εὐημερίας τῶν προγόνων ἡμῶν· ἄμη σήμερον, ὡσὰν παρακολουθοῦσιν εἰς ἡμᾶς τὰ πράγματα, οὐ βασιλέα θέλει ἡ ἡμῶν ἀρχή, ἀλλ’ οἰκονόμον· καὶ φοβοῦμαι, μήποτε ἐκ τῶν ἐνθυμημάτων καὶ ἐπιχειρημάτων αὐτοῦ γένηται χαλασμὸς τοῦ ὁσπιτίου τούτου. Προεῖδον γὰρ καὶ τὰς ἐνθυμήσεις αὐτοῦ καὶ τὰ ἐδόξαζε κατορθῶσαι μὲ τὸν Μουσταφᾶν, καὶ εἶδον καὶ τὰ τέλη τῶν κατορθωμάτων, εἰς τι κίνδυνον μᾶς ἔφερον”».

Πρβλ. Ψευδο-Σφραντζή («Φραντζή»), Chron. maius, II, 13, CSHB, Βόννη, σελ. 178-79, επιμ. Papadopoulos, I, 177-78, επιμ. Grecu, σελ. 320:

«Εἶπεν ὁ ἀοίδιμος βασιλεύς κύρ Μανουήλ πρὸς τὸν υἱόν αὐτοῦ, τὸν βασιλέα κύρ Ἰωάννην, μόνος πρὸς μόνον, κἀμοῦ μόνου ἱσταμένου ἔμπροσθεν αὐτῶν· καὶ ἐκπεσόντος λόγου περί τῆς συνόδου ἔφη “υἱέ μου, βεβαίως καὶ ἀληθῶς ἐπιστάμεθα ἐκ μέσου τῆς καρδίας αὐτῶν δὴ τῶν ἀσεβῶν, ὅτι λίαν διστάζουσι φοβούμενοι μήπως συμφωνήσωμεν καὶ ἑνωθῶμεν τοῖς δυτικοῖς Χριστιανοῖς· δοκεῖ γὰρ αὐτοῖς ὅτι εἰ τοῦτο γένηται, γενήσεταί τι κακόν μέγα κατ’ αὐτῶν παρά τῶν εἰρημένων δυτικῶν δι’ ἡμᾶς·

Λοιπόν τὸ περί τῆς συνόδου μελέτα μὲν αὐτὸ καὶ ζήτει, καὶ μάλιστα ὅταν χρείαν ἔχεις φοβῆσαι τοὺς ἀσεβεῖς, τὸ δὲ ποιῆσαι αὐτὴν μηκέτι ἐπιχειρισθῇς αὐτό, διότι ὡς βλέπω τοὺς ἡμετέρους, οὔκ εἰσιν ἁρμόδιοι πρὸς τὸ εὑρεῖν μέθοδον καὶ τρόπον ἑνώσεως συμφωνίας τε καὶ εἰρήνης καὶ ἀγάπης καὶ ὁμονοίας, εἰ μὴ φροντίζουσι πρὸς τὸ ἐπιστρέψαι αὐτούς, λέγω τοὺς δυτικούς, ὡς ἦμεν ἀρχῆθεν. τοῦτο δὲ ἀδύνατον ὄντως· σχεδόν γὰρ φοβοῦμαι μὴ καὶ χεῖρον σχῖσμα γένηται· καὶ ἰδοὺ ἀπεκαλύφθημεν τοῖς ἀσεβέσι.”

Τοῦ δὲ βασιλέως ἔδοξε μὴ δεξαμένου τὸν λόγον τοῦ πατρός αὐτοῦ, μηδέν εἰπών ἀναστάς ἀπῆλθε. καὶ μικρόν σύννους γεγονώς ὁ μακαρίτης καὶ ἀοίδιμος πατήρ αὐτοῦ, ἐμβλέψας πρὸς με εἶπε “δοκεῖ τῷ βασιλεῖ τῷ υἱῷ μου εἶναι αὐτὸν ἁρμόδιον βασιλέα, πλήν οὐ τοῦ παρόντος καιροῦ· βλέπει γὰρ και φρονεῖ μεγάλα, καὶ τοιαῦτα οἷα οἱ καιροί ἔχρηζον ἐπὶ τῆς εὐημερίας τῶν προγόνων ἡμῶν. πλήν τῇ σήμερον ὡς παρακολουθοῦσιν ἡμᾶς τὰ πράγματα, οὐ βασιλέα θέλει ἡμῶν ἡ ἀρχή ἀλλ’ οἰκονόμον· φοβοῦμαι γὰρ μὴ ποτε ἐκ τῶν ποιημάτων καὶ ἐπιχειρημάτων αὐτοῦ γένηται χαλασμός τοῦ οἴκου τούτου· προεῖδον γὰρ καὶ τὰς ἐνθυμήσεις αὐτοῦ, καὶ ὅσα ἐδόξασε κατορθῶσαι μετά τοῦ Μουσταφᾶ, καὶ εἶδον καὶ τὰ τέλη τῶν δογμάτων, ἐν τίνι κινδύνῳ ἡμᾶς ἤγαγον.”»

Στο κείμενο αυτό γίνεται συχνά αναφορά.

Πρβλ. Gill, Council of Florence, σελ. 30, Barker, Manuel II Palaeologus, σελ. 329-30, V. Laurent στο Revue des études byzantines, XX, 14.

[←58]

Μάλιστα ο Συρόπουλος, Memoires, IX, 15, επιμ. Laurent (1971), σελ. 448 παρουσιάζει τον Ιωάννη Η’ Παλαιολόγο να λέει στην ελληνική αντιπροσωπεία στη Φλωρεντία, ότι ο πατέρας τού Μανουήλ ήθελε πάντοτε την ένωση των εκκλησιών και εργαζόταν γι’ αυτήν. Όμως, επειδή ο Μανουήλ δεν είχε μπορέσει να την πετύχει, είχε κληροδοτήσει την επίτευξη τού στόχου στον Ιωάννη:

Δεν πρόφτασε όμως να τη δει να ολοκληρώνεται, γι΄ αυτό και πέρασε σε μένα η υποχρέωση να την ολοκληρώσω. Το έργο είναι δικό του και σαν προερχόμενο από εκείνον το προωθώ και ο ίδιος.

«Oὐκ ἔφθασε δἐ ἰδεῖν ταύτην [την ἕνωσιν] τετελεσμένην, διό και ἐπαφῆκέ μοι ἵνα τελειώσω αὐτήν, και ἔστιν το ἔργον ἐκείνου και ὡς ἀπ’ ἐκείνου πράττω τοῦτο και αὐτός».

[←59]

Οι κύριες πηγές για τη Σύνοδο τής Φερράρας-Φλωρεντίας έχουν καταστεί πλήρως διαθέσιμες μόνο κατά τη διάρκεια τής τελευταίας γενιάς, σε εξαιρετικές εκδόσεις που ετοίμασαν οι αδελφοί Georg Hofmann, Emmanuel Candal, Joseph Gill, Bernard Schultze, Vitalien Laurent και άλλοι στο Concilium Florentinum, Documenta et scriptores, δημοσιευμένο από το Pontifical Institute of Oriental Studies, Piazza S. Maria Maggiore, Ρώμη. Όταν παρίσταται ανάγκη γίνεται αναφορά στον συγκεκριμένο τόμο. Όμως παραμένει ακόμη πολύ χρήσιμο το παλαιό έργο τού Eugenio Cecconi, Studi storici sul concilio di Firenze, I, Φλωρεντία, 1869, με 200 περίπου έγγραφα.

Από την άφθονη δευτερεύουσα βιβλιογραφία σχετικά με τη σύνοδο πρέπει να αναφερθούν τα εξής έργα: Georg Hofmann, «Die Konzilsarbeit in Ferrara», Orientalia Christiana periodica, III (1937), 110-40, 403-55. τού ιδίου «Die Konzilsarbeit in Florenz», στο ίδιο, IV (1938), 157-58, 372-122 και Papato, conciliarismo, patriarcato (1438-1439): Teologi e deliberazioni del concilia di Firenze, Ρώμη, 1940. Επίσης V. Chiaroni, La Scisma greco e il concilio di Firenze<, Φλωρεντία, 1938. Jean de Carreaux, Les Grecs au concile de reunion Ferrare-Florence (1438-1439), Παρίσι, 1970, το οποίο συγκεντρώνει άρθρα δημοσιευμένα στο Revue des études italiennes, 1961-67. Ivan N. Ostroumoff, The History of the Council of Florence, μετάφρ. Basil Popoff, Boston, 1971 και Stephan Mösl, Das theologische problem des 17. Ökumenischen Konzils von Ferrara-Florenz-Rom (1438-1445), Ίννσμπρουκ, 1974 (Studien und Arbeiten der Theologischen Facultat, Universitat Innsbruck), το οποίο ασχολείται, τρόπος τού λέγειν, με την ενημέρωση (aggiornamento) για τις εργασίες τής συνόδου. Μεγάλο μέρος σχετικής βιβλιογραφίας συγκεντρώνεται από τον Angelo Mercati, «Il Decreto d’ unione del 6 luglio 1439 nell’ Archivio Segreto Vaticano», Orient. Christ, periodica, XI (19-15), 5-44. Για γενικές περιγραφές των εργασιών και των συγκρούσεων στη Φερράρα-Φλωρεντία βλέπε ιδιαίτερα Joseph Gill, The Council of Florence, Καίμπριτζ, 1959, με γαλλική μετάφραση από τον M. Jossua, Tournai, 1964. Βλέπε επίσης Personalities of the Council of Florence, Οξφόρδη, 1964 και Constance et Bale-Florence, Παρίσι, 1965, σελ. 119 και εξής (Histoire des conciles oecumeniques, τόμ. 9).

[←60]

Georg Hofmann (επιμ.). Fragmenta protocolli, Diaria privata, sermones, Ρώμη, 1951, αριθ. 1, σελ. 3-6 (Conc. Florent., Docc. et scripp., σειρά A, τόμ. ΙΙΙ, fasc. 2).

[←61]

Δέκα συνεδριάσεις τής συνόδου είχαν διεξαχθεί πριν από την εγγραφή των Ελλήνων [πρβλ. τα Fragmenta protocolli, αριθ. 10, σελ. 24, με ημερομηνία 3 Απριλίου 1438 και πρβλ. σελ. 29-30].

[←62]

Ιorga, Notes et extraits, II, 351-52, που παραπέμπει στο Arch. Segr. Vaticano, Reg. Vat. 370, φύλλα 211-12. Epistolae pontificiae, II (1944), αριθ. 150, σελ. 48. Πρβλ. Gill, Council of Florence, σελ. 108-9, 174-75, 299-300.

[←63]

Louis Petit και Georg Hofmann, με εισαγωγή από Jos. Gill, De purgatorio disputationes in concilio Florentino habitae, Ρώμη, 1969 (Conc. Florent., Docc. et scripp., σειρά A, τόμ. VIII, fasc. 2). Ο τίτλος αυτής τής εργασίας μπορεί να είναι παραπλανητικός. Οι συζητήσεις για το καθαρτήριο πυρ έγιναν στη Φερράρα. Για τις δογματικές διαφορές μεταξύ τής ελληνικής και τής Λατινικής Εκκλησίας σημειώστε τον Fantino Vallaresso, Ενετό επίσκοπο Κρήτης (πέθανε στις 18 Μαΐου 1443), Libellus de ordine generalium conciliorum et unione Florentina, επιμ. Bernard Schultze, Ρώμη, 1944, σελ. 20 και εξής (Conc. Florent., Docc. et scripp., σειρά B, τόμ. II, fasc. 2).

[←64]

Hefele και Leclercq, Hist. des conciles, VII-2, 967-87, Gill, Council of Florence, σελ. 117-25, 115-69. Για την προταθείσα μεταφορά τής συνόδου στη Φλωρεντία για οικονομικούς λόγους βλέπε Gill, στο ίδιο, σελ. 174-76. Ένα άγνωστο μέλος τής συνόδου τής Βασιλείας, όταν φαινόταν ακόμη δυνατό να προσελκυστούν οι Έλληνες σε τόπο επιλογής των συνοδιστών, είχε υπολογίσει τη δαπάνη μεταφοράς και συντήρησής τους, μαζί με διάφορα λοιπά έξοδα και τις αναγκαίες ενισχύσεις για την υπεράσπιση τής Κωνσταντινούπολης σε ποσό μεταξύ 186.000 και 200.000 δουκάτων, αν η συμμετοχή τους στη Σύνοδο διαρκούσε ένα περίπου έτος. Οι γνωστές δαπάνες τις οποίες έπρεπε να αντιμετωπίσει ο Ευγένιος και οι γνωστές πηγές και τα υποτιθέμενα ποσά τού εισοδήματός του, όπου όλα τα στοιχεία είναι σχετικώς ελλιπή, διερευνώνται σε άρθρο τού Gill, «The Cost of the Council of Florence», Orientalia Christiana periodica, XXII (1956), 299-318.

[←65]

Epistolae pontificiae, II, αριθ. 160, σελ. 60-61, όπου η αιτία που παρέχεται για τη μεταφορά τής συνόδου (translatio concilii) είναι η μόλυνση τού αέρα στη Φερράρα (και βέβαια η πανούκλα θα επέστρεφε με την άνοιξη) και η μεγαλύτερη άνεση και καλύτερη κατάσταση υγείας στη Φλωρεντία (γιατί ο Ευγένιος δεν μπορούσε να αναγνωρίσει ότι χωρίς την οικονομική κάλυψη των Μεδίκων η Σύνοδος δεν μπορούσε να συνεχιστεί).

[←66]

Πρβλ. Iorga, Notes et extraits, II, 33, κείμενο αρκετά ενδιαφέρον για παράθεση [από τη φλωρεντινή σειρά των «Uscita», Reg. 268, φύλλο 35] και πολύ παρόμοιο με πολλές εγγραφές στους λογαριασμούς τού παπικού ταμείου (Camera Apostolica) εκείνης τής περιόδου:

«Στις 18 Μαΐου [1439]. Από τον Κόζιμο τού Τζιοβάννι Μέδικου και από τον Λορέντσο και τον καθένα από αυτούς, συνολικά. Για δαπάνες που έγιναν από αυτούς κατά τον μήνα Φεβρουάριο που μόλις πέρασε, για τη μετακίνηση και τις δαπάνες διαβίωσης των Ελλήνων για τον ερχομό τους από την πόλη τής Φερράρας στην πόλη τής Φλωρεντίας, 1.200 φλουριά τού παπικού ταμείου και για τις δαπάνες αυτών των Ελλήνων στην πόλη τής Φλωρεντίας κατά τον πρώτο και δεύτερο μήνα, που κοινοποιήθηκαν μέχρι τις 15 Φεβρουαρίου που μόλις πέρασε, σε αναλογία 1.700 φλουριών τού παπικού ταμείου για κάθε μήνα. Συνολικά 4.600 φλουριά τού παπικού ταμείου, πλέον προμήθεια 7 φλουριά και 10 σόλιδοι [=7,5 φλουριά] ανά 100 φλουριά [=345 φλουριά], γενικό σύνολο 4.945 φλουριά, μείον έκπτωση, ίσον 4.600 φλουριά [οι τελευταίες λέξεις έχουν σβηστεί]».

(Adi XVIII di maggio [1439]. A Chosimo di Giovanni de’ Medici e Llorenzo e ciaschuno di loro, in tutto. Per ispese per loro fatte del mese di febraio prossimo passato, per chamino e per vivere de’ Greci, della venuta loro della città di Ferrara alla città di Firenze, fiorini mille dugiento di Chamera, e per le spese fatte a detti Greci nella città di Firenze, per primo e sechondo mese, chomincato adi XV del mese di febraio prossimo passato, a ratione di fiorini 1.700 di Chamera per ciaschun mese; in tutto fiorini quatromile secento di Chamera, a fiorini sette, soldi dieci auro pro cento, 4.945 di sconto, fiorini 4.600 di Camera)

«Στη συνέχεια, για όλα τα φλουριά για τις δαπάνες που έγιναν στην πόλη τής Φλωρεντίας από αυτούς τούς Έλληνες, για να ζήσουν κατά τον τρίτον μήνα, που κοινοποιήθηκαν μέχρι τις 15 Απριλίου που μόλις πέρασε, με τη χαμηλότερη αναλογία, 1.700 φλουριά τού παπικού ταμείου, πλέον προμήθεια 7 φλουριά και 10 σόλιδοι [=7,5 φλουριά] ανά 100 φλουριά [=127,50 φλουριά], γενικό σύνολο 1.827 φλουριά και 2 γκρόσσι [;],δύο σόλιδοι και 4 δηνάρια, μείον έκπτωση, ίσον 1.700 φλουριά τού παπικού ταμείου [οι τελευταίες λέξεις έχουν σβηστεί]. Ομολογήθηκε από τον εν λόγω Κόσιμο. Καθαρό ποσό που έχει πληρωθεί ωε τώρα: 6.300 φλουριά τού παπικού ταμείου».

(Alloro detti e a ciaschuno in tutto fiorini per le spese per loro facte nella città di Firenze a detti Greci, per lo vivere per terzo mese, inchomincato adi XV d’ Αprile prossimo passato, a ratione chome di sopra, fiorini mille seicento [sic] di Chamera, e fiorini sette, soldi dieci auro pro cento, di sconto, 1.827, grossi [?] due, soldi due, denari quattro,-1.700 di Camera. Confessati per detto Chosimo. Pagha netti fiorini 6.300 di Chamera)

Οι παπικοί, Φλωρεντινοί και άλλοι οικονομικοί λογαριασμοί δείχνουν να διαψεύδουν, σε κάποιο βαθμό τουλάχιστον, την κατηγορία που συχνά επαναλάμβαναν οι Συρόπουλος, Γεώργιος Σχολάριος (Γεννάδιος), Ιωάννης Ευγενικός, Aμηρούτζης και άλλοι, ότι οι Λατίνοι επιδίωκαν λίγο-πολύ να οδηγήσουν τούς Έλληνες στη λιμοκτονία, ώστε να αποδεχθούν το διάταγμα τής ένωσης. Πρβλ. Jos. Gill, «The ‘Acts’ and the Memoirs of Syropoulos as History», Orientalia Christiana periodica, XIV (1948), 331-340.

Μια ιδέα τής οικονομικής σημασίας των Μεδίκων για τον Ευγένιο Δ’, τούς Έλληνες και τη Σύνοδο τής Φλωρεντίας παρέχεται στις Epistolae pontificiae, I (1940), αριθ. 68, σελ. 70-71. II (1944), αριθ. 138, 194, 221, σελ. 32-33, 86, 120-21. III (1946), αριθ. 246, σελ. 23 και στα Acta camerae apastolicae, (1950), αριθ. 59, 60, 69, 71, 72, κλπ., σελ. 48-49, 50 και εξής, 59, 61, 63, 67-68, 69, 76-77, 78-80, 83-84, 90-91, 99, 101, 102-3, 106, 109.

Οι Μέδικοι συνέχισαν ως παπικοί τραπεζίτες σε όλη τη διάρκεια τής παπικής θητείας τού Eυγένιου. Πρβλ. D. Krekic, Dubrovnik (Raguse) et le Levant au moyen age, Παρίσι και Χάγη, 1961, αριθ. 1097, σελ. 346-47.

[←67]

To λατινικό δόγμα για τη διπλή εκπόρευση τού Αγίου Πνεύματος ήταν το κύριο πρόσκομμα για την επανένωση των Ελλήνων με τη Λατινική Εκκλησία. Οι Hefele και Leclercq, Hist des conciles, VII-2, 988-95 έχουν ανεξηγήτως μπερδέψει τον Τζιοβάννι ντι Μοντενέρο με τον συνοδιστή τής Βασιλείας Ιωάννη τής Ραγούσας, όπως παρατήρησε ο Gill, Council of Florence, σελ. 194-226, ο οποίος μάς παρέχει εξαιρετική περίληψη τής συζήτησης και των άμεσων επακόλουθών της. Για τον Μοντενέρο και τούς συναδέλφους του μοναχούς βλέπε G. Meersseman, «Les Dominicains presents au concile de Ferrare-Florence jusqu’ au decret d’ union pour les Grecs (6 juillet 1439)», Archivum Fratrum Praedicatorum IX (1939), 62-75.

Μέχρι να αφαιρέσουν οι Λατίνοι την προσθήκη «και εκ τού Υιού» (filioque) από το Σύμβολο τής Πίστεως και να εγκαταλείψουν τη χρήση άζυμου άρτου στη λειτουργία (πέραν των διαφορετικών λατινικών απόψεων και πρακτικών στο βάπτισμα, στη θεία ευχαριστία και στο καθαρτήριο πυρ), ο Mάρκος Eυγενικός δεν θεωρούσε δογματικά διατηρητέα την εκκλησιαστική επανένωση. Αυτός αποτελεί αντικείμενο δύο πρόσφατων μονογραφιών [N. Π. Bασιλειάδης, Μᾶρκος ὁ Εὐγενικὸς καὶ ἡ Ἕνωσις τῶν Ἐκκλησιῶν, Αθήνα, 1972 και C. N. Tsirpanlis, Mark Eugenicus and the Council of Florence, Thessaloniki, 1974]. Ο Mάρκος Ευγενικός ήταν επίσης γενναίος και μορφωμένος άνθρωπος.

[←68]

Πρβλ. Συρόπουλο, Memoires, X, 28-29, επιμ. Laurent (1971), σελ. 516-20:

Αλλά όταν σταμάτησαν οι διαλέξεις, τίποτε άλλο δεν έκανε η σύνοδος. Όλα γίνονταν ιδιαιτέρως, μυστικά και υπόγεια. Γιατί οι συνεδριάσεις που έγιναν από τον αυτοκράτορα με δέκα αρχιερείς στον πάπα, έγιναν ιδιαιτέρως και μυστικά. Ούτε οι υπόλοιποι δικοί μας αρχιερείς, ούτε οι επίσκοποι των Λατίνων γνωρίζουν τι συζητήθηκε εκεί. Και οι συνεδριάσεις πάλι που έγιναν από τούς δικούς μας και στο παλάτι και στο πατριαρχείο, ιδιω-τικά έγιναν. Εκείνα που αποφασίστηκαν σε αυτές δεν υπήρξαν πράξεις καθολικής συνόδου, αλλά τρόποι και τεχνάσματα που σχεδιάζονταν εδώ, για να συμφωνήσουν απλώς οι δικοί μας στην ένωση με τούς Λατίνους. Οι γνώμες που δίνονταν σε αυ-τές δεν δίνονταν ως γνώμες οικουμενικής συνόδου, αλλά ως γνώμες κάποιων επιμέρους, που ζητούσαν να συμφωνήσουμε στην ένωση.

«Παυσαμένων δὲ τῶν διαλέξων, οὐκ ἔτι ἔπραξεν ἡ σύνοδος οὐδέν, ἀλλ’ ἰδίως καὶ κρύφα καὶ συνεσκιασμένως πάντα ἐγίνοντο. αἵ τε γὰρ συνελεύσεις αἱ παρά τοῦ βασιλέως μετά δέκα ἀρχιερέων γεγονυῖαι εἰς τὸν πάπαν ἰδίᾳ ἐγένοντο και μυστικῶς. και οὔτε οἱ λοιποί τῶν ἡμετέρων ἀρχιερέων, οὔτε οἱ ἐπίσκοποι τῶν Λατίνων οἴδασι τὰ λαληθέντα ἐκεῖσε. καὶ αἱ συνελεύσεις πάλιν αἱ παρά τῶν ἡμετέρων γεγονυῖαι καὶ ἐν τῷ παλατίῳ καὶ ἐν τῷ πατριαρχείῳ κελλικῶς ἐγένοντο. καὶ οὐκ ἦσαν τὰ ἐν αὐταῖς ὡς πράξεις συνόδου καθολικῆς, ἀλλὰ τρόποι καὶ ἐπίνοιαι ἐντεῦθεν κατεσκευάζοντο, ὅπως ἄν στέρξωσιν ἁπλῶς οἱ ἡμέτεροι τὴν μετά τῶν Λατίνων ἕνωσιν. καὶ αἱ γνῶμαι αἱ διδόμεναι ἐν αὐταῖς οὐκ ἐδίδοντο ὡς γνῶμαι συνόδου οἰκουμενικῆς, ἀλλ’ ὡς γνῶμαι τινῶν μερικῶν ἀπαιτουμένων στέρξαι τὴν ἔνωσιν.

Όταν λοιπόν φάνηκε ότι τούς έπεισαν, τότε ανέφεραν στον πάπα ότι συναίνεσαν οι Γραικοί σ΄ εκείνο που πιστεύει η Ρωμαϊκή Εκκλησία, ότι το Άγιο Πνεύμα εκπορεύεται και από τον Υιό και ήδη ενώνονται με τη Δυτική Εκκλησία. Και τότε συντάχθηκε η απόφαση και όλα τα περιλαμβανόμενα σε αυτήν, με τον τρόπο που ήθελαν κάποιοι λίγοι από κάθε μέρος, δηλαδή εκείνοι που τα μεθόδευσαν, ο έλεγχος των οποίων δεν αποτελεί σκοπό τού παρόντος βιβλίου. Οι συμμετέχοντες στη σύνοδο δεν γνώριζαν τον τρόπο με τον οποίο έγιναν αυτά, επειδή όλα γίνονταν κρυφά κι απομονωμένα. Ούτε έπραξε τίποτε από αυτά η οικουμενική σύνοδος. Ούτε στις διαλέξεις που έγιναν ή σε οτιδήποτε αρθρώθηκε από την αρχή, ρωτήθηκε κανείς από τούς συμμετέχοντες σε αυτήν, Γραικός ή Λατίνος, ή υπήρξε συνοδικό συμπέ-ρασμα.

Ὅτε οὖν ἔδοξεν ὄτι κατέπεισαν αὐτούς, τότε ἀνήγγειλαν τῷ πάπᾳ ὄτι ἔστερξαν οἱ Γραικοί ὄπερ δοξάζει ἡ Ῥωμαϊκή ἐκκλησία, ὄτι ἐκπορεύεται τὸ Πνεῦμα τὸ ἅγιον καὶ ἐκ τοῦ Υἱοῦ καὶ δη ἑνοῦνται μετά τῆς δυτικῆς ἐκκλησίας. καὶ τότο ἐγένετο ὁ ὅρος καὶ τὰ ἐν αὐτῷ πάντα, ὡς ἤθελον τινὲς ὀλίγοι ἐξ ἑκατέρου μέρους οἱ ταῦτα κατασκευάσαντες, ἅ ἐλέγχειν οὐ τοῦ παρόντος ἐστὶ συντάγματος· ούκ ἤδεισαν οἱ ἐν τῇ συνόδῳ ὅπως ταῦτα ἐπράχθησαν, ἐπεί ἐν παραβύστῳ καὶ γωνίᾳ πάντα ἐγένοντοών. οὐδὲ ἔπραξε τὶ τῶν τοιούτων ἡ οἰκουμενική σύνοδος, οὐδὲ κατά τὰς γεγονυίας διαλέξεις ἤ ὅλως τὰς ἐξ αρχῆς αὐτῆς προχειρήσεις ἠρωτήθη τις τῶν ἐν αὐτῇ, Γραικός ἤ Λατῖνος, ἤ ἀπεφήνατό τι συνοδικῶς.

Γι΄ αυτό λοιπόν, δεν έχει κανείς το δικαίωμα να κατηγορεί εκείνους που δεν υποστηρίζουν την ένωση ότι ανατρέπουν απόφαση οικουμενικής συνόδου, επειδή κανένας από εκείνους που συμμετείχαν σε αυτήν δεν αποφάνθηκε συνοδικώς, ότι αποδείχθηκε ότι το Άγιο Πνεύμα εκπορεύεται και από τον Υιό και ότι πρέπει να το υποστηρίζουν, να το νομίζουν και να το πιστεύουν αυτό όλοι ως αναμφίβολο και ομολογούμενο. Το μόνο που έκαναν οι επίσκοποι στη σύνοδο, Λατίνοι και Γραικοί, είναι το εξής:

Δια ταῦτα τοίνυν, οὐδὲ ἔχει τις αἰτιᾶσθαι δικαίως τοὺς μὴ στεργοντας τὴν ἕνωσιν, ὡς ἀνατρέποντας ἀπόφασιν συνόδου οἰκουμενικῆς. ἐπεί οὐδείς τῶν ἐν αὐτῇ ἀπεφήνατο συνοδικῶς ὅτι ἀπεδείχθη ὡς ἐκπορεύεται τὸ Πνεῦμα τὸ ἅγιον καὶ ἐκ τοῦ Υἱοῦ καὶ δεῖ στέργειν καὶ φρονεῖν καὶ πιστεύειν τοῦτο πάντας ὡς ἀναμφίβολον καὶ όμολογούμενον. ὅσον δὲ ἐποίησαν οἱ ἐν τῇ συνόδῳ ἐπίσκοποι Λατῖνοι τε καὶ Γραικοί ἐστὶ τοῦτο.

Είδαν οι Γραικοί την απόφαση υπογραμμένη από τον αυτοκράτορα και υπέγραψαν κι αυτοί. Την είδαν και οι Λατίνοι υπογραμμένη από τούς Γραικούς και από τον πάπα και υπέγραψαν κι αυτοί, χωρίς να γνωρίζουν οι περισσότεροι τα περιλαμβανόμενα σε αυτήν. Γιατί εκτός από κάποιους λίγους, τόσο από τούς Λατίνους όσο και από τούς Γραικούς, εκείνους δηλαδή που εξέτασαν την απόφαση ή που έτυχε να βρεθούν εκεί όταν γραφόταν, οι περισσότεροι δεν γνώριζαν εκείνα που ήσαν γραμμένα σε αυτήν. Και όταν συγκεντρώθηκαν για να υπογράψουν, ούτε στούς Γραικούς διαβάστηκε πριν να υπογραφεί ή και αμέσως μετά την υπογραφή της, ούτε στούς Λατίνους.

Ἴδον οἱ Γραικοί τὸν ὅρον ὑπογεγραμμένον παρά τοῦ βασιλέως καὶ ὑπέγραψαν καὶ αὐτοί. εἶδον αὐτὸν καὶ οἱ Λατῖνοι ὑπογεγραμμένον παρά τῶν Γραικῶν καὶ παρά τοῦ πάπα καὶ ὑπέγραψαν καὶ αὐτοί, μὴ εἰδότες οἱ πλείους τὰ ἐν αὐτῷ γεγραμμένα. πλήν γὰρ ὀλίγων τινῶν ἔκ τε τῶν Λατίνων καὶ τῶν Γραικῶν, τῶν διασκεψαμένων τὸν ὁρον ἤ καὶ τῶν παρατυχόντων ὅτε ἐγράφετο, οἱ πλείους οὐκ ἠπίσταντο τὰ ἐν αὐτῷ γεγραμμένα. καὶ συνελθόντων ὑπογράψαι, οὔτε ἐν τοῖς Γραικοῖς ἀνεγνώσθη πρὸ τοῦ ὑπογραφῆναι ἤ καὶ μετά τὸ ὑπογραφῆναι εὐθύς, οὔτε ἐν τοῖς Λατίνοις.

Μόνο την επόμενη μέρα, αφού διαβάστηκε η απόφαση σε συνέλευση, όπως ήδη αναφέρθηκε, ρωτήθηκαν οι επίσκοποι, και οι μεν Λατίνοι είπαν «πλάτζετ, πλάτζετ», οι δε Γραικοί, «μάς αρέσει». Όλα αυτά μεθοδεύτηκαν με τούς τρόπους που περιγράφηκαν και προηγουμένως και τώρα. Όταν λοιπόν η απόφαση είχε συνταχθεί με τέτοιον τρόπο και όταν οι επίσκοποι τέτοια πληρηφόρηση είχαν για τα περιλαμβανόμενα σε αυτήν, καθώς και για τις τόσο πολλές ραδιουργίες και μηχανορραφίες που είχαν γίνει ώστε να μεθοδευτεί αυτή, ας στοχαστούν οι ενδιαφερόμενοι, αν χρειάζεται αυτού τού είδους η απόφαση να θεωρείται απόφαση τής οικουμενικής συνόδου, αν χρειάζεται η ένωση που έχει γίνει με τέτοιον τρόπο να υποστηρίζεται ως πραγματική και αναντίρρητη ένωση, καθώς και αν εναντιώνονται σε συνοδική απόφαση εκείνοι που δεν δέχονται την ένωση και την απόφαση αυτή. Σκοπός δικός μας δεν ήταν να εγκαλέσουμε κάποιους για αυτού τού είδους τα πράγματα, αλλά να τα εκθέσουμε μόνο γυμνά, όπως συνέβησαν, να τα καταστήσουμε φανερά σ΄ εκείνους που ενδιαφέρονται και να τούς παραπέμψουμε στα επόμενα. Ας προχωρήσει λοιπόν η αφήγησή μας με τον σκοπό που έχει τεθεί από την αρχή.

Ἐν τῇ ἐφεξῆς μόνον ἡμέρᾳ, ἀναγνωσθέντος τοῦ ὅρου ἐπ’ ἐκκλησίας ὡς ὁ λόγος φθάσας ἐδήλωσεν, ἠρωτήθησαν οἱ ἐπίσκοποι, καὶ οἱ μὲν Λατῖνοι εἶπον πλάτζατ, πλάτζατ, οἱ δὲ Γραικοί, ἀρέσει. καὶ ταῦτα πάντα συνεσκευάσθη κατά τοὺς τρόπους οὕς καὶ πρότερον καὶ νῦν διεξῆλθεν ὁ λόγος. οὕτως οὖν γεγονότος τοῦ ὅρου καὶ τῶν ἐπισκόπων τοιαύτην εἴδησιν ἐσχηκότων περί τῶν ἐμπεριειλημμένων αὐτῷ καὶ τοσούτων ῥαδιουργημάτων καὶ συσκευῶν γεγενημένων ὥστε κατασκευασθῆναι, σκοπείτωσαν οἱ βουλόμενοι, εἰ χρὴ λογίζεσθαι τὸν τοιοῦτον ὅρον ὡς ἀπόφασιν τῆς οἰκουμενικῆς συνόδου καὶ εἰ χρὴ τὴν οὕτω γεγονυῖαν ἕνωσιν ὡς ἀληθῆ καὶ ἀναντίρρητον στέργειν ἕνωσιν καὶ εἰ ἐναντιοῦνται ἀποφάσει συνοδικῇ οἱ τὴν ἕνωσιν καὶ τὸν ὅρον μὴ στέργοντες. ἡμῖν γὰρ οὐκ ἐξελέγχειν τὰ τοιαῦτα σκοπός, ἀλλ’ ὡς προέβησαν μόνον γυμνά ταῦτα ἐκθέσθαι καὶ δῆλα καταστῆσαι τοῖς βουλομένοις καὶ παραπέμψαι τοῖς ἐφεξῆς. χωρείτω δὴ λοιπόν ὁ λόγος ἡμῖν καθ’ ὅν προὔθετο σκοπόν ἐξ ἀρχῆς.»

[←69]

Emmanuel Candal (επιμ.), Bessarionis Nicaeni Oratio dogmatica de unione, Ρώμη, 1958, σελ. 1015 και εξής. (Conc. Florent., Docc. et scripp., σειρά B, τόμ. VII, fasc. 1).

Σημείωση τού μεταφραστή: Από τον μακροσκελή «Δογματικό ή Περί Ἑνώσεως» λόγο τού Βησσαρίωνα στην κατ’ ιδίαν συνέλευση των Ορθοδόξων (Ανατολική Σύνοδος) παρατίθεται εδώ το τελευταίο κεφάλαιο Θ’ [Migne, Patrologia Greca, τόμος 156, σελ. 543-612]:

«Δέομαι δὲ καὶ παρακαλῶ πάντας ὑμᾶς, ἁγιώτατοι Πατέρες τε καὶ δεσπόται, σύστημα ἱερώτατον, σύλλογος ἅγιος, ταῦτα σκεψαμένους, καὶ ἀκριβῶς ἐπιστήσαντας πᾶσι, τὴν προσήκουσαν ἐξενεγκεῖν ψῆφον, καὶ ἥτις ὑμῖν μετ’ εὐφημίας ἕψεται παρά πάντα τὸν χρόνον, καὶ τοῖς ὀψιγόνοις ἡμᾶς παραπέμψει μετ’ εὐκλείας τε καὶ στεφάνων καὶ τοῦ παρά πάντων ἐπαίνου. Συλλογίσασθε γὰρ πρῶτα μέν, ὡς οὐχ ὁμοία ἡμῖν ἡ ἀπολογία ἔσται μετέπειτα, ὡς καὶ πρότερον, τῆς τοσαύτης τῶν ἀδελφῶν διαιρέσεως, καὶ τῆς ἔχθρας τῆς πρὸς Λατίνους, οὕτω μὲν ὄντας πολλούς, οὕτω δὲ σοφίᾳ καὶ γνώσει κεκοσμημένους καὶ ἀρετῶν ἰδέᾳ παντοίᾳ, τῇ τε ἐς ψυχήν και τὴν ἐκείνης κατάστασιν καὶ βελτίωσιν ἀπαγούσῃ, τῇ τε ἐς σῶμα και τα σωματικά ἀφορώσῃ· καὶ ὅτι πρὶν μὲν οἰκουμενικήν σύνοδον συνελθεῖν, ἐκείνοις τὸ βάρος τῆς ἀπολογίας ἐπέκειτο, νῦν δὲ συστάντος κοινοῦ συνεδρίου, καθ’ ἡμῶν τὰ ἐκείνων ἐγκλήματα μετεστράφη, ἄν μὴ εὐπρόσωπον ἔχωμεν αἰτίαν δεικνῦναι, δι’ ἥν αὐτῶν διῃρέθημεν. Ἔπειτα μέμνησθε, ἀνάγκην μὲν εἶναι συμβαίνειν τοὺς Πατέρας ἀλλήλοις, καὶ ἄλλως οὐκ εἶναι, χριστιανούς ἡμᾶς ὄντας, οὐ λέγειν, οὐδὲ φρονεῖν, ἕως ἄν καὶ τὰς τῆς πίστεως ἡμῶν ἀρχάς σώζειν ἐθέλωμεν, τοὺς δὲ Ῥωμαίους Πατέρας σαφέστατά τε καὶ φανερώτατα ἐκ τοῦ Υἱοῦ ἐκπορεύεσθαι λέγοντας τὸ Πνεῦμα τὸ ἅγιον, κἀκεῖνον αἰτίαν ἔχειν τοῦ εἶναι ὥσπερ καὶ τὸν Πατέρα· πρὸς τούτοις οὐδὲν ἦττον καὶ τοὺς ἐκ τῆς Ἑῴας ταυτό τοῦτο λέγοντας ἀποδεδειγμένους, τοὺς μὲν τῷ διὰ τοῦ Υἱοῦ λέγειν αὐτὸ ἐκ τοῦ Πατρός ἐκπορεύεσθαι, τοὺς δὲ τῷ ἐκ τοῦ Πατρός καὶ Υἱοῦ. καὶ ἐξ ἀμφοῖν εἶναι, καὶ ἐκ τοῦ Υἱοῦ σαφῶς εἶναι διδάσκειν· καὶ ὅτι ταύτα λέγοντες, τοῖς Ῥωμαίοις Πατράσι συμβαίνουσι, καὶ λέγουσιν ἀλλήλοις ταυτά, ὡς ἑνί καὶ ταυτῷ φθεγγόμενοι Πνεύματι. Ἐπί πᾶσι δὲ τούτοις, καὶ ἦν ἡμῖν ἐγὼ ὑπολελειμμένην ἀπολογίαν ὁρῶ, περί ὧν οἱ Ῥωμαῖοι Πατέρες φασί, καὶ ταύτην οὐδὲν οὖσαν εἰδότες, μᾶλλον δὲ σαφῆ γέλωτά τε καὶ παίγνιον, βουλευσώμεθα τὰ βελτίω, καὶ πρὸς ἕνωσιν ἐπειχθῶμεν, Θεῷ ἀρέσαι βουλόμενοι. Ἤ γὰρ μὴ δεῖν δέχεσθαι φαίη τις ἄν τοὺς ἁγίους, και πάντα ὑπείκειν αὐτοῖς· ἤ δέχεσθαι μὲν αὐτοὺς ἀναγκαῖον, οὐ μέντοι καὶ πλανηθῆναι αὐτοὺς ἀνθρώπους ὄντας αδύνατον· ἤ τὸ γε λοιπόν καὶ τρίτον, εἰ καὶ πάσης ἔξω πλάνης εἰσί, καὶ πάντα πειστέον αὐτοῖς, ταῦτα μέντοι τὰ παρά Λατίνων ἀνεγνωσμένα τῶν ἁγίων ῥητά οὔκ εἰσι γνήσια τῆς διανοίας ἐκείνων, ἀλλὰ νόθα τινὰ καὶ παρέγγραπτα καὶ πάντα ἁπλῶς παραπεποιημένα καὶ προσθῆκαι χειρός ἀλλοτρίας. Ἀλλά τῶν μὲν πρώτων οὐδὲν ὑμεῖς δέξαιθ’ ἄν, ἤ πάντα ἡμῶν εὐθὺς ἀνετράπη τὰ τῆς Εκκλησίας μυστήρια, καὶ ἐπ’ οὐδενός, καὶ βεβήκαμεν ἰσχυροῦ· τὸ δὲ γε λοιπόν καὶ τρίτον γέλως σαφής, καὶ κατάγνωσις πρόδηλος, εἰ πάντα ἑξῆς, οὕτω μὲν τοσαῦτα βιβλία, οὕτω δὲ τοιαῦτα νόθα ἐροῦμεν, καίτοι παλαιᾶς μὲν και ἀρχαιοτάτης χειρός ἔργον ὄντα, ἀνὰ πᾶσαν δὲ ἐσπαρμένα τὴν γῆν, δι’ αὐτῆς δὲ τῆς ἀκολουθίας τῶν προηγουμένων καὶ ἑπομένων δεικνύντα τὸ γνήσιον· καὶ ταῦτα τῶν ἡμετέρων πάντων καὶ αὐτῶν τῶν ἀρχαιοτάτων, καὶ ἐπ’ αὐτοῦ τοῦ πρώτου κακοῦ καὶ τῆς διαιρέσεως μὲν ἀκμῆς καὶ ἀρχῆς ἀκμασάντων, μεμνημένων μὲν τούτων, οὐδὲν δὲ ὅμως ἀντειπεῖν δυναμένων, ὅ τι καὶ ἄξιον λόγου· ἄλλως τε καὶ μηδ’ ἄλλων παρ’ ἡμῖν ὄντων βιβλίων, πρὸς ἅ παραβάλλοντες τὰ τῶν Λατίνων, τὸ νόθον αὐτῶν ἐφωράσαμεν ἄν. Ἅ πάντα ἀναλογισάμενοι, καὶ πᾶσι τὸν νοῦν ἐπιστήσαντες, μὴ τὰ χείρω ἑλώμεθα, μηδέ καθ’ ἡμῶν αὐτῶν τὴν ψῆφον ἐξενέγκωμεν· δεινόν γάρ, εἰ ἡμεῖς ἡμῶν αὐτῶν καταγνοίημεν· μηδέ προδῶμεν ἡμᾶς αὐτοὺς καὶ τὸ γένος, πρῶτα μὲν ἀποστραφῆναι δόξαντες την ἀλήθειαν, και μύσαντες τοὺς ὀφθαλμους πρὸς τὸ φῶς· ἔπειτα δὲ καὶ ἐθελονταί αὐτοὶ καθ’ ἡμῶν αὐτῶν τὰ δεινότατα ἐπαγαγόντες, καὶ πολλαπλασιάσαντες τὰ δεινά. Ὅσα γὰρ ἡμῖν καὶ σωματικά ἐντεῦθεν ἕπεισι δεινά, καὶ ὡς ἰσχυρότερον μὲν τὸν κοινόν ἐχθρόν καὶ πολέμιον ὁπλίσομεν καθ’ ἡμῶν, καὶ ὡς κινδυνεύει σχεδόν παντελής ὄλεθρος ἔσεσθαι τῶν ὑφ’ ἡμᾶς καὶ τὴν Ἐκκλησίαν τὴν ἡμετέραν Χριστιανῶν, καὶ τὸ ὄνομα τοῦ Χριστοῦ ἐκεῖθεν τέλειον ἐκτριβήσεσθαι, οὐδείς ἀγνοεῖ. καὶ διῆλθον ἄν πάντα καθ’ ἕν, καὶ ἐτραγῴδησα τὰ ἐπιόντα τῷ γένει δεινά καὶ πᾶσι τοῖς ἀπὸ Χριστοῦ καλουμένοις, τοῖς τε ἐν νήσοις, τοῖς τε ἐν ταῖς ἠπείροις, τοῖς ἐν ἀνατολῇ, τοῖς ἐν ἄρκτῳ, καὶ τοῖς ἐν δύσει τοῖς ἡμῖν ὁμογνώμοσί τε καὶ ὁμόφροσιν, οὐχ ὅσα εἰς σῶμα καὶ τὰ σωματικά ἀναφέρεται μόνον, οὐ τοσοῦτον γὰρ ἄν ἦν τὸ δεινόν, ἀλλὰ καὶ ὅσα εἰς ψυχήν τε καὶ τὴν εὐσέβειαν τείνει, πάντων ἁπλῶς ἤ τῶν πλειόνων, τῶν μὲν ἑκόντων, τῶν δὲ ἀκόντων κινδυνευόντων ὑπαχθῆναι τῇ πλάνῃ, καὶ ἀποστῆναι Θεοῦ, εἰ μὴ πρὸς εἰδότας ὁ λόγος ἐγίνετο, καὶ τοῦ λέγοντος μᾶλλον ἐπισταμένους. τὶς γὰρ οὐκ οἶδεν ὡς μόνη μὲν ἡμῖν ἐν κινδύνοις καταφυγή τὸ τῶν Λατίνων γένος κατελείπετο καὶ ἡ μετ’ αὐτῶν ἕνωσις, ἐκεῖθεν ἐλπίζουσι σφᾶς αὐτοὺς ἀνακτήσεσθαι, καὶ τοὺς ἐχθρούς καταγωνιεῖσθαι, μόνον δὲ τῷ πολεμίῳ τοῦτο φόβητρον ἦν, έπέχον αὐτὸν ὁπωσοῦν τῆς μανίας τῆς καθ’ ἡμῶν, καὶ ἡρεμεῖν ἀναγκάζον καὶ μὴ βουλόμενον; οὗ τανῦν γυμνωθέντες, ποῖ ποτε φευξόμεθα; τὶς ἡμῖν ἔσται τῶν κακῶν λύσις; τὶς ἀπαλλαγή τῶν δεινῶν; καὶ εἰ μὲν πλάνην δογμάτων ἤ διαστροφήν πίστεως τῶν Λατίνων κατεγινώσκομεν, οὐκ ἄν οὐδ’ αὐτὸς ὑμῖν συνεβούλευσα τὴν μετ’ αὐτῶν ἀσπάσασθαι ἕνωσιν, καὶ οὕτως ἔχουσιν ὁμονοῆσαι αὐτοῖς τὰ σωματικά δεδιότας δεινά, καὶ προελομένους τῶν πνευματικῶν τὰ παρόντα, καὶ τῆς τῆς ψυχῆς βελτιώσεως τὴν τῶν σωμάτων ἐλευθερίαν· ἀλλὰ πρότερον ἄν πάντα αὐτὸς τε ὑπέστην τὰ χείριστα, ὑμῖν ὑπεθέμην, ἤ αὐτοῖς ἑνωθῆναι προέτρεψα καὶ τὰ γε τοιαῦτα συνεβούλευσα ἄν. Νῦν δὲ δέος ὑφέρπει, μὴ τὴν σωματικήν μετά καὶ τῆς ψυχικῆς βλάβης ἑλώμεθα· καὶ τἀληθῆ τε καὶ εὐσεβῆ φρονούντων αὐτῶν, καὶ οὐδὲν πλανωμένων περί τὴν πίστιν, εἴπερ μηδ’ οἱ Πατέρες ἡμῶν καὶ αὐτῶν καὶ διδάσκαλοι, συμφωνούντων δὲ καὶ τῇ ἡμῶν Ἐκκλησίᾳ καὶ τοῖς ἁγίοις καὶ διδασκάλοις τοῖς ἐξ Ἑῴας, ἡμεῖς ἐπὶ κακῷ τῷ σφετέρῳ διαιρεθῆναι τῶν τοιούτων ἀνδρῶν δικαιώσωμεν. Αὐτοὺς μὲν γὰρ τοῖς ἐξ Ἑσπέρας Πατράσιν ἕπεσθαι φανερῶς, καὶ ὑμεῖς οἶδ’ ὅτι ἐρεῖτε· τούτους δὲ τοῖς ἐξ Ἑῴας συμβαίνειν, ἐνταῦθα διὰ βραχέων ὡς ἐνόν ἀποδέδεικται· ὡς εἶναι λοιπόν φανερόν πᾶσιν, αὐτοὺς ἕπεσθαι τοῖς ἁγίοις Δυτικοῖς τε ἅμα καὶ Ἀνατολικοῖς κοινοῖς οὖσι Πατράσι καὶ διδασκάλοις. Ποίῳ τοίνυν δικαίῳ τῶν τοιούτων διασταίημεν; Τίσιν εὐπροσώποις λόγοις τὴν αὐτῶν φύγοιμεν κοινωνίαν; Ποία ἡμῖν ἱκανή πρὸς Θεόν ἔσται ἀπολογία τοῦ τοσούτου κακοῦ τῆς τῶν ἀδελφῶν διαιρέσεως, ἥν ὥστε αὐτὸς ἀνελεῖν Χριστός καὶ πάντας ἑνῶσαι, κατῆλθε καὶ ἐσαρκώθη, καὶ σταυρόν κατεδέξατο, καὶ παρέδωκεν ἑαυτόν; Ποία δὲ εἰς τὰς μετέπειτα γενεάς ἡμῶν, μᾶλλον δὲ εἰς τὰς νῦν οὔσας; Οὐ γὰρ οἶδα εἰ καὶ τι τοῦ ἡμετέρου φύλου ἔσται μετέπειτα ὑπὲρ ὧν μεγάλων καὶ πολλῶν ἑκόντες αὐτοῖς συμφορῶν ἐπιφέρομεν. Μή, πατέρες καὶ ἀδελφοί, μὴ ταύτης τῆς γνώμης γενώμεθα· μὴ οὕτω κακῶς περί ἡμῶν αὐτῶν βουλευσώμεθα· μὴ λύκοι ἀντὶ ποιμένων ὀφθῶμεν τοῖς βλέπουσιν εἰς ἡμᾶς· μὴ καὶ τὰς ψυχάς αὐτοῖς ἀπολέσωμεν καὶ τὰ σώματα προδόντες τοῖς πολεμίοις. Ἐγώ γάρ, καὶ ἔστω μοι οὗτος ὁ λόγος εἰς άείμνηστον μαρτυρίαν τῷ γένει παντί, καὶ πᾶσι Χριστιανοῖς, ταύτης οὐκ ἄν ποτε γενοίμην τῆς γνώμης, οὐδ’ ἄν ποτε προδοίην ἑκών τούτῳ τῷ μέρει καὶ σώματα, καὶ ψυχάς, καὶ πίστιν, καὶ πόλεις, καὶ τάφους πατέρων, καὶ ἐλευθερίαν, καὶ πᾶν ὅ τι τίμιον. Ἅ πάντα εὑρίσκω λογιζόμενος τῇ τῶν Χριστιανῶν διαιρέσει ἑψόμενα, καὶ τῇ ἀπὸ Λατίνων ἡμῶν σὺν οὐδενί δικαίῳ ἀποστάσει καὶ ἐπιβλαβεῖ διαιρέσει καὶ τῇ ἔχθρᾳ τῇ πρὸς αὐτούς, Οὐδεμία γὰρ μοι εὔλογος φαινομένη αἰτία δοκεῖ, δι’ ἥν ἄν τὰ τοσαῦτα καὶ τοιαῦτα ἐλοίμην κακά, καὶ ἥτις ἄν ταῦτα ἀντισηκώσειε· δέομαι δὲ καὶ ὑμῶν, μάλιστα μὲν πάντας τὴν αὐτὴν ἐμοὶ γνώμην λαβεῖν, εἰ δὲ μὴ γε, τοὺς πλείονας· εἰ δ’ οὖν, ἀλλ’ ἐγὼ μὲν μαρτύρομαι τὸν ἐπὶ πάντων Θεόν καὶ ὑμᾶς τοὺς νυνί παρόντας, καὶ τοὺς μετέπειτα τοῦ γένους τοῦ ἡμετέρου, ὡς ἀπαθῶς τε καὶ ἀληθῶς καὶ ἀδόλως, ἅ μοι ἔδοξεν ἀληθῆ εἶναι καὶ δίκαια καὶ συμφέροντα, ἐξ ἀρχῆς καὶ μέχρι τοῦ νῦν παρηκολουθηκώς τῷ πράγματι διετέλεσα λέγων, καὶ οὐδὲν ὑπεστειλάμην εἰπεῖν τὰ δοκοῦντά, οὐδὲ τὴν ἰδίαν ἀσφάλειαν τοῦ κοινῇ συνοίσοντος προειλόμην· ἀλλὰ τὰ ἐμά πάντα τῷ Θεῷ ἀναθέμενος ὅπως ἐκεῖνος βούλοιτο ἄγειν, ὅ καὶ ἐκ νέου μοι πάντα τὸν βίον βέλτιον ἤ αὐτὸς ηὐχόμην διῳκηκώς, τοῦ κοινοῦ ἀγαθοῦ διὰ τέλους ἐφρόντισα, καὶ πρὸς τοῦτ’ ἀποβλέπων, καὶ ἔδρών πάντα καὶ ἔλεγον, μετά τοῦ σώζειν τὴν ἐν τῇ πίστει ἀλήθειαν, καθόσον αὐτὸς ἐδυνάμην συνιέναι και τῶν σωματικῶν τῷ γένει ὡς ἐνόν προνοῶν. Ὑμεῖς δὲ ὅ τι ἄν ὑμῖν δόξειε πράττειν, γνώμης οὖσι κυρίοις, τοῦτο ποιεῖτε. Νικῴη δ’ ὅμως Θεοῦ ἡγουμένου καὶ παρ’ ὑμῖν τὰ βελτίω: Εἰ δὲ τὰ χείρω κρατήσει, τῆς ἡμῶν ἁμαρτίας λελυμασμένης τοῖς πράγμασιν, ἀλλὰ τοῦτό γε ἵστω πᾶν γένος ἀνθρώπων, καὶ ἡλικία πᾶσα καὶ τάξις, δεῖ γὰρ αὖθις ἐπιμαρτύρασθαι, ὡς ἀναίτιος μὲν ἐγὼ τοῦ κακοῦ τοῦ τῆς διαιρέσεως, οὐκ ἐκοινώνησα δὲ ταύτης τῆς γνώμης, οὐδὲ δικαιῶ διαζευχθῆναι Λατίνων παρά πᾶν τὸ ἐκ τῶν λόγων εἰκός. Οὔτε γὰρ ἐμαυτόν πείθω, μὴ ἀληθῶς τε καὶ εὐσεβῶς δοξάζειν αὐτούς, καὶ ταυτά τοῖς ἁγίοις καὶ τῇ ἡμῶν Ἐκκλησίᾳ φρονεῖν· οὔτ’ ἀγνοῶ τὰ ἐντεῦθεν ἑψόμενα τῷ γένει δεινά, καὶ πάσης τραγῳδίας ἐπέκεινα· ἀλλὰ καὶ προέγνων, καὶ εἴρηκα, καὶ πᾶσιν ἐδήλωσα, καὶ ὅπως μὴ γένηται, ἐκ τῶν δυνατῶν προενόησα· εἰ δὲ μὴ ἐδυνήθην ἀνῦσαι, οὐ τοῦ εἰπόντος, ἀλλὰ τῶν μὴ πεισθέντων τὸ ἔγκλημα.»

[←70]

George Scholarius, «De pace deque adiuvanda patria adhortatio» στο Jos. Gill (επιμ.), Orationes Georgii Scholarii in concilio Florentino habitae, Ρώμη, 1964, ιδιαίτερα σελ. 12-18 (Conc. Florent., Docc. et scripp., σειρά B, τόμ. VIII, fasc. 1). Πρβλ. στο ίδιο, σελ. 40 και εξής, 62 και εξής.

Σημείωση τού μεταφραστή:

Ακολουθεί το πλήρες κείμενο τής ομιλίας τού Γεωργίου Σχολαρίου στην κατ’ ιδίαν συνέλευση των Ορθοδόξων (Ανατολική Σύνοδος) [J.P. Migne, Patrologia Graeca, τόμος 160, σελ. 386-406]:

«Τοῦ σοφωτάτου Γεωργίου τοῦ Σχολαρίου ὑπὲρ είρήνης, καὶ βοηθείας πατρίδι παράκλησις προς τὴν Ἀνατολικήν Σύνοδον ἐν Φλωρεντίᾳ.

Τῇ θείᾳ καὶ ἱερᾷ συνόδῳ τῆς καθ’ ἡμᾶς ἁγίας Ἐκκλησίας, ἀρίστοις καὶ τιμιωτάτοις Πατράσι Γεώργιος ὁ Σχολάριος την ὀφειλομένην εὐλάβειαν.

Ἡ μὲν κοινή τῶν σοφῶν ἁπάντων παραγγελία μηδένα δεῖν φησι συμβουλεύειν πρί ἄν κληθείη· ἐγὼ δὲ καὶ μὴ κληθείς τοῦτο πράττειν προάγομαι, καὶ τὸν παρόντα πέμπω λόγον ὑμῖν, εἰδώς τοῦτον παράκλησιν ὄντα μᾶλλον ἤ συμβουλήν· καὶ κηδόμενος μὲν τῶν ὅλων πραγμάτων, κηδόμενος δὲ ἐν τῷ μέρει καὶ ἐμαυτοῦ καὶ γονέων καὶ συγγενῶν· καὶ ἅμα την ὑμῶν φιλανθρωπίαν εἰδώς, καὶ πεπεισμένος ὑμᾶς, κἄν οὐκ ἀρέσκοισθε τοῖς ὑπ’ ἐμοῦ λεγομένοις, οὐκ ὀργιεῖσθαί μοι, ἀλλὰ καὶ χάριν ἕξειν τῆς προθυμίας. Δικαίους γὰρ ὑμᾶς καὶ τἄλλα εἰδώς, νῦν πολλῷ μᾶλλον ἐλπίζω διατηρήσειν τὴν γνώμην. Δεῖ δὲ καὶ τὴν ἐμήν προς ὑμᾶς ἔννοιαν ἐνθυμηθῆναι· ἧς χάριν οὐθ’ ἑνί τινι, οὔτε πᾶσιν ὁμοῦ προσκεκρουκώς φαίνομαι, σιγῇ δὲ μᾶλλον πολλῶν ἀνασχόμενος δυσχερῶν, ὧν οἶδε Θεός, καὶ ὧν οὐκ ἄν τις ῥᾳδίως ἀνέσχετο· οὔτε γὰρ τινα λυπεῖν, οὔτε ταράττειν ἔδει τὰ πράγματα. πρὸς ταύτην τοίνυν τὴν εὔνοιαν ἀποβλέψαντες καὶ τῇ τῶν πραγμάτων ἀνάγκῃ τὴν παροῦσαν λογισάμενοι τόλμαν, οὕτω τοὺς λόγους κρίνειν βουλήθητε, δεσπόται μου καὶ Πατέρες, καὶ ἡγεμόνες πάντων ὁμοῦ τῶν καλῶν καὶ νῦν καὶ πάντα τὸν χρόνον ἐσόμενοι.

Οὔτε σιωπᾷν λοιπόν οἶμαι δεῖν, κύριοί μου καὶ πατέρες αἰδέσιμοι, τῶν προσδοκωμένων δεινῶν καὶ πλέον τι τούτου τολμᾷν ἤδη πειθόντων, οὔτε πολλῶν λόγων τὰ παρόντα πράγματα δεῖσθαι, ἐν ἀκμῇ καθεστῶτα κινδύνου, καὶ μόλις μετά πολλά μὲν πράττειν, λέγειν δἐ ἐλάττω, δυνάμενα σώζεσθαι. Συνθήκης δὲ καὶ φράσεως καὶ τέχνης ῥητορικῆς το πλεῖστον μὲν ὑπὸ τῶν παρόντων δεινῶν καὶ τῆς ἐπὶ τούτοις λύπης ἀφῄρημαι, τῷ δε παραλειπομένῳ καιρόν οὐχ ὁρῶ τὸν παρόντα χρῆσθαι· και ….. πρὸς πάντας ὑμᾶς ὄντος τοῦ λόγου, ἁπλοῦν τι εἶναι τοῦτον ἀνάγκη καὶ πᾶσιν εὐσύνετον. … δε ἐμοὶ μὲν τῶν λόγων Θεός, ὅν οὐκ ἄν … και τῆς εἰς ὑμᾶς καὶ πατρίδα και ἔθνος … εὐνοίας καλέσαι μάρτυρα· ὑμῖν δὲ τῆς ἐπὶ τὰ τε συμφέροντα ἑλέσθαι τε καὶ ἄρξασθαι πράττειν ὁδοῦ.

Ὅτι μέ οὖν εἰσί τινες ἐξ ὑμῶν, οἵ την τῶν Λατίνων καταγωνιεῖσθαι σοφίαν, καὶ πείσειν αὐτοὺς ἐπὶ τῶν ἀρχαίων ἐκείνων μένειν ἐνόμιζον, τοῦτο καὶ αὐτὸς οἶδα· καὶ λίαν αὐτῶν θαυμάζω, ὅτι πάντα τἄλλα σοφοί τινες ὄντες, τοσοῦτον ἐν τούτῳ τῷ μέρει πεπλάνηνται· καὶ ταῦτα καὶ συνειδότες πρὸς τε αὐτοῖς καὶ τοῖς ἄλλοις φαύλως ἔχουσι τῆς … πείθειν παρασκευῆς, οὐ μόνον ἄν τις περί τῶν μεγίστων ἐνίσταιτο, ἀλλ’ εἰ καὶ τὴν δυάδα πρῶτον ἐν ἀριθμοῖς ἄρτιον εἶναι, ἤ τὸν άνθρωπον ἐκ ψυχῆς καὶ σώματος συνεστάναι, καὶ τὰ τοιαῦτα ἀρνῆσθαι θελήσειεν· εἰδότες δὲ καὶ Λατίνους μἐχρι τῆς ἀνθρωπίνης εὐπορίας ἁπάσης διαλεκτικήν τε και πᾶσαν ἐπιστήμην, καὶ τὴν πασῶν ὑψηλοτάτην θεολογίαν ἐξητακότας τε καὶ ἀσκήσαντας. Ἀλλ’ εἰ καὶ πλείους ὑμῶν οὔτε τὴν Λατίνων ἠγνόουν … οὔθ’ ὅτι πολλῶν εὐπορήσουσι λόγων πρὸς ……. σφᾶς αὐτοὺς δοξάζειν καλῶς, ἀλλ’ ὅμως ἐκεῖνοί τε πάντες καὶ οὗτοι τὴν μετά Λατίνων ἕνωσιν και παντός ἄξιον χρῆμα καὶ ῥᾷστον εἶναι προς … νομίσαντες, ἑαυτούς τε καὶ τοὺς ἄλλους … μεθ’ ἡδονῆς ἀφικέσθαι. Κείσθω δὲ καὶ πάντα … αυτήν ἐσχηκέναι γνώμην, καὶ ἥκειν ἐλπίσαντας μηδέν μὲν εἰδότας μήτε τἀληθῆ φρονοῦντας Λατίνους ἐλέγξειν, πείσειν δὲ ἑκόντας ἤ ἄκοντας την σφετέραν δόξαν ἀρνήσασθαι, καὶ οὕτω τὴν μετ’ αὐτῶν ἕνωσιν διαπράξεσθαι. Εἰ μὲν οὖν …. ταῦτα κατά σκοπόν, ἄμεινον ἄν ἴσως ἦν· και ὁ … Θεός, ᾧ συνάπτεσθαι τῇ γνώσει τῆς ἀληθείας και τῇ προς άλλήλους εἰρήνῃ πάντες ἐμέλλομεν. …. τέροις ἄν τῶν ἑτέρων ἐχαρίσατο μᾶλλον· ἀλλὰ τοὺς τε διδάσκοντας τὴν ἀλήθειαν, καὶ τοὺς σὺν εὐγνωμοσύνῃ ταύτην δεδιδαγμένους ἐπίσης ἔμελλε στεφανοῦν, καὶ ἑαυτῷ συνάπτειν ὁμοίως. Ἐδόξει δ’ ἄν οὑτωσί διδασκάλων τάξιν ἐπέχειν, καὶ τῷ … τῆς φήμης ἐτέρφθημεν· οὗ τοῖς τὰ πνευματικά ζητοῦσιν ὑμῖν και Θεῷ προσανέχειν ὑπεσχημένοις οὐδαμῶς ἐστιν ἁρμόττον ἐφίεσθαι. Ἀλλ’ ὁρᾶτε πάντες, ὅτι Λατίνοι τῆς ἑαυτῶν ὑπερησπίσαντο δόξης καλῶς· ὥστε μηδένα ἄν αὐτοῖς ἐγκαλεῖν ἔχειν, εἰ βούλοιτο δίκαιος εἶναι. καὶ ὁ μὲν κοινός ἡμῶν διδάσκαλος καὶ δεσπότης ἐπὶ …. τριῶν μαρτύρων δεῖν ἵστασθαι πᾶν ῥῆμά φησι, ό πολιτικός νόμος οὕτω διαγορεύει· οἱ δὲ ἐκ τῶν κοινῶν διδασκάλων τῆς Ἐκκλησίας ἕξ τοὺς μεγίστους ἀξιώματι καὶ σοφίᾳ καὶ τοῖς ὑπὲρ τῆς εὐσεβείας ἀγῶσι, τοὺς γὰρ ἄλλους παρίημι, μάρτυρας τῆς ἑαυτῶν δόξης παρήγαγον· ὧν ἕκαστον δεῖ τῶν ἐν τῷ κόσμῳ πάντων ἀνθρώπων κρίνειν ἀντάξιον, κἀκείνους οὐχ ἁπλῶς οὕτως οὐδὲ παρέργως, ἀλλ’ ὥσπερ εἰ δικασταί τινες ἦσαν ἡμῖν τῆς παρούσης ἀμφιβολίας, οὕτω διαλεγομένους διωρισμένως τε καὶ σαφῶς· καὶ αὐταῖς μὲν λέξεσι λέγοντας τὸ ζητούμενον, προστιθέντας δὲ καὶ τὰς αἰτίας, καθά διδασκάλοις προσῆκε, καὶ τὰ μέρη τῆς θείας Γραφῆς, ἐξ ὧν τὴν δόξαν ταύτην ἀναγκαίως ἔχουσιν εἰληφότες, καθ’ ἅπερ ἄλλας ἐξ ἄλλων μερῶν συνελέξαντο. πρὸς οὕς διδασκάλους τοσούτους τε ὄντας καὶ τηλικούτους, καὶ οὕτω σαφῶς τὴν δόξαν ταύτην εἰσάγοντας, οὐδ’ ἄν βουληθέντες ἔχοιμεν ἀναισχυντεῖν. πρὸς τούτοις ἄλλους ἐκ τῶν κοινῶν διδασκάλων παρήγαγον, τοὺς ἐξ Ἀνατολῆς λέγω, ἴσῃ σοφίᾳ καὶ ἀξιώματι κεκοσμημένους, οὐχ οὕτω μὲν διαρρήδην ὥσπερ ἐκεῖνοι, λέγοντας δ’ ὅμως καὶ αὐτοὺς τοῖς ἄλλοις ταυτά, εἴ τις μετ’ ἀληθείας καὶ σοφίας ὁμοῦ τὰς ἐκείνων ἐξετάζειν βούλοιτο ῥήσεις· καὶ σοφιστικόν οὐδὲν οὐδὲ βίαιον, ἀλλὰ πάντα ἁπλᾶ καὶ τῇ θείᾳ Γραφῇ καὶ τοῖς διδασκάλοις ἑπόμενα πρὸς ἀπόδειξιν τῆς ἑαυτῶν προσεβάλοντο δόξης· καὶ εἴρηται παρ’ ἡμῶν οὐδὲν πρὸς αὐτούς, πρὸς ὅ μὴ σοφῶς τε καὶ γενναίως καὶ μετά τῆς ἀληθείας ἀποκρινάμενοι φαίνονται· οὐδ’ ἔχομέν τινα τῶν ἁγίων φανερῶς αὐτοῖς ἀντιφάσκοντα· εἰ δὲ τις ἦν, καὶ τοῦτον ἔδει τοῖς πολλοῖς μηχανῇ τινι καὶ λόγῳ συνάπτειν πολλῶ μᾶλλον καὶ δικαιότερον, ἤ πρὸς τὸν ἕνα πλῆθος τοσούτων διδασκάλων παραβιάζεσθαι. Εἰς ἅ δὲ νομίζομεν αὐτοὺς ἐκ τῆς δόξης ταύτης ἐκπίπτειν, καὶ ταῦτα μήτε φρονεῖν μήτ’ ἐξ ἀνάγκης ἕπεσθαι τῇ δόξῃ, διαμαρτύρονται. Ἀλλά καὶ τὰ αὐτὰ φασι μεθ’ ἡμῶν πιστεύειν, καὶ πρὸς τὸν ἴσον ἡμῖν φέρεσθαι νοῦν, εἰ καὶ προσθήκῃ λέξεων ἄμεινον ἀναπτύσσουσι· καὶ οὐδένα τῶν ἁγίων ἀναγκάζονται συκοφαντεῖν ἤ διαγράφειν, ἀλλὰ μᾶλλον συνάπτουσιν ἀλλήλοις τοὺς διδασκάλους· καὶ μίαν ταύτην ἀπόδειξιν ἀρκοῦσαν ἔχειν ἡγοῦνται παρ’ ἑαυτοῖς τοῦ τἀληθῆ φρονεῖν καὶ πιστεύειν, ὅτι μηδενί πρὸς μηδένα τῶν διδασκάλων ἀντίφασίν τινα καὶ μάχην ἐγείρουσιν· ἀλλὰ τἀκείνων πάντα γαλήνης γέμει καὶ ὁμονοίας, τῆς δόξης ταύτης κρατούσης. πρὸς δὲ τούτοις, καθάπερ διδασκάλοις ἡμῖν ἤ κριταῖς αὐτῶν καθημένοις, οὕτω προσφέρονται· καὶ δέονται σφᾶς προσήκασθαι, καὶ μὴ θέλειν ἀνθρώπων οὕτω μὲν ἀδελφά φρονούντων ἡμῖν, οὕτω δὲ συμβαινόντων τοῖς κοινοῖς διδασκάλοις, μικρᾷ προφάσει χωρίζεσθαι. Οὐδ’ ἀπαιτοῦσιν ἐξ ἡμῶν τὴν ὁμολογίαν τῆς ἀληθείας, ἀλλὰ τοῦτο μὲν ἡμῖν καταλείπουσιν, εἰ βουλοίμεθα τελείως πιστεύειν, καὶ μὴ νομίζοιμεν αἰσχύνην φέρειν ἡμῖν τὴν ἐλπίδα τῆς σωτηρίας· «Δεῖ γάρ, φησί, πρὸς το σώζεσθαι, καὶ χείλεσι τὴν πίστιν ὁμολογεῖν.» αὐτοὶ δὲ ἀρκεῖν ἡγοῦνται πρὸς τὴν εἰρήνην τὸ παύσασθαι λοιπόν ἐγκαλεῖν αὐτοῖς, οὕτω πολλάς τοῦ μὴ ψεύδεσθαι μηδέ κακῶς φρονεῖν παρασχομένοις τὰς ἀποδείξεις. Ὥστ’ ἐξεῖναι τρόπον ἡμῖν ἕτερον μετά τοῦ τὴν εἰρήνην πράττειν, καὶ τῆς ἔξω καὶ φαινομένης ταύτης ἀπολαῦσαι λαμπρότητός τε καὶ φήμης, και μηδέ τὴν ἀποστασίαν τῶν ἡμῖν προσηκόντων δεδιέναι γενῶν, ἐπειδή τὴν ὁμολογίαν τῆς πίστεως οὐκ ἄλλως ἤ πρότερον ἐκείνοις τε καὶ ἡμῖν ἔσται ποιεῖσθαι.

Καί οἱ μὲν Λατῖνοι ταῦτα δεικνύουσι, ταῦτά φασιν, οὕτω πρὸς τὴν μεθ’ ἡμῶν ζέουσιν ἕνωσιν, οὕτως ἡμᾶς τῆς ἐκείνων ἕνεκα δόξης οὐδὲν βούλονται πράττειν αἰσχρόν ἤ δυνάμενον βλάπτειν. Ἡμεῖς δε πρὸς ταῦτα πάντα λόγων μὲν ἴσως εὐπορήσομεν, άλλ’ οὐ πάνυ γενναίων, οὐδ’ εὐπρεπῶν, οὐδ’ ἀξίων τῆς ἡμετέρας ἀρετῆς καὶ σοφίας, οὐδὲ βουλομένων ἀνδρῶν σχῆμα σώζειν καὶ τάξιν τῶν ἐν ταῖς συνόδοις ἐκείναις Πατέρων, οἵ μετά τῆς ἀληθείας καὶ τῆς πρὸς ἀλλήλους ἀγάπης πάντα ἐξήτασαν. Οὐδ’ ὑπὲρ τῶν τυχόντων ἡμῖν ὁ ἀγών, ἀλλ’ ὑπὲρ τῆς ἀληθείας τῆς πίστεως, μεθ’ ἧς δὴ ἐλπίζομεν καὶ πρὸς ἥν ἐθέλειν φιλονεικεῖν, οὐκ αἰσχρόν μόνον, ἀλλὰ καὶ κινδύνου γέμον μεγίστου. Οὔτε γὰρ ἀρνήσασθαι τοὺς διδασκάλους ἔξεστιν, οἷς καὶ πρέσβεσι πρὸς Θεόν ὑπὲρ τῶν ἡμετέρων ἁμαρτημάτων ἐώθαμεν χρῆσθαι, καὶ οἷς τὸ κοινόν τῆς Ἐκκλησίας μεγίστας τῶν ὑπὲρ τῆς ἀληθείας ἀγώνων καὶ τῶν ἐν τῷ διδάσκειν πόνων ἀπένειμε χάριτας ἄνευ τῆς ἄλλης ἁγιωσύνης, ἧς ἕνεκα ταῖς δευτέραις μετά Θεόν αὐτοὺς τιμῶμεν τιμαῖς· οὔτ’ ἐροῦμεν ἀντιφάσκειν τοὺς διδασκάλους ἀλλήλοις· τοῦτο γὰρ πάντα συγχέειν ἐστί, καὶ τὴν πίστιν πᾶσαν ἀρνεῖσθαι. τὸ δὲ Λατίνους διαφθεῖραι βουληθῆναι την πίστιν καὶ τὴν τῶν διδασκάλων ἁπάντων νοθεῦσαι θεολογίαν, τὶς οὕτως ἁπλοῦς ἐστι ὥστε πιστεῦσαι; ἤ τις τοῦτο κατά Λατίνων εἰπών οὐχί καὶ γέλωτα προσοφλήσει; οὐδεμία γὰρ ταυτησί τῆς κατηγορίας πλείοσί τε καὶ μείζοσι καὶ ἀληθεστέροις ἄν ἐλέγχοιτο λόγοις. Ἄλλά τὴν φαινομένην προβαλλόμεθα τῶν διδασκάλων διαφωνίαν. Λύσουσι τοίνυν αὐτὴν καὶ μάλα εὐκόλως· μᾶλλον δὲ καὶ ἤδη λελύκασιν. Ἀλλ’ οὐδ’ εὐπρεπές ἐστι λοιπόν παρά Λατίνων τὰ τοιαῦτα ζητεῖν· καὶ ἡμεῖς γὰρ παρ’ ἑαυτοῖς δυνάμεθα διδασκάλους συνάπτειν. Ἐγώ πάντων ὑμῶν ἐλάχιστος ὤν, ὁπόταν κελεύσητε, τοῦθ’ ἕτοιμός εἰμι πράττειν καὶ ἰδίᾳ καὶ δημοσίᾳ, καὶ δεῖξαι πᾶσιν οὕτω φανερῶς, ὅτι διὰ πάντων οἱ τῆς Εκκλησίας διδάσκαλοι τὴν αὐτὴν περί τῶν προκειμένων ἔχουσι γνώμην· καὶ τοῦτο οὐκ ἐν λόγοις δείξω πολλοῖς, ἀλλ’ ἀρκέσουσιν ὧραι δύο, ὥστε πεῖσαι πάντας ὑμᾶς μηκέτι περί τῆς τῶν διδασκάλων συμφωνίας ἀμφιγνοεῖν μηδέ πράγματα λοιπόν αὐτοὺς τε ἔχειν καὶ Λατίνους παρέχειν, κοινῇ συνόδῳ τὴν περί τούτων ἀνατιθέντας ἐξέτασιν. Ἀλλά μήν οὐδ’ εἰ τρίβειν ἐξῆν τὸν καιρόν, καθάπερ ἐπὶ σχολῆς καθημένους, και πρὸς τὴν ἐπάνοδον οὐδεμίαν ἀνάγκην ἔχοντας, ἔδει περί τῶν θείων πραγμάτων κενά καὶ μάταια λέγειν, καὶ πρὸς τὸν ἔξω λόγον ἐνίστασθαι, καὶ τὴν νίκην μόνον σκοπεῖν, καὶ πολλά λέγειν, ἐν οἷς εἰκός τι καὶ ἁμαρτάνειν· καὶ ταῦτα περί θεολογίας τε καὶ φιλοσοφίας οὐ σφόδρα δυναμένους ἀμιλλᾶσθαι Λατίνοις· τοῦ τῆς ἐν ἡμῖν δυστυχίας τῶν πραγμάτων πεποιηκυίας, δι’ ἥν οἱ παρ’ ἡμῖν ἄκροι τοσοῦτον θεολογίας τε και φιλοσοφίας ἅπτονται, ὥστε μόνον μὴ δοκεῖν καθάπαξ απαίδευτοι, ἐκλελοιπότων μὲν παιδευτηρίων, σβεσθείσης δὲ τῆς περί μαθήματα καὶ λόγους φιλοτιμίας, καὶ πάντων τῆς χρείας μόνης καὶ τῆς ἀνάγκης γεγενημένων. Πέπεισμαι δὲ μηδέ τῷ Πνεύματι σφόδρα ἀρέσειν τὴν τοσαύτην ἀδολεσχίαν, ἀλλὰ πειραστάς ἡμᾶς αὐτοῦ νομιεῖν, εἰ τοσαῦτα μὲν ἐκ τῆς θείας Γραφῆς, τοσαῦτα μὲν ἐκ τῆς τῶν διδασκάλων συμφωνίας ἔχοντες πρὸς το προκείμενον βοηθήματα, εἶτα καθεδούμεθα τούτων πάντων καταφρονοῦντες, καὶ λόγους λόγοις συμπλέξομεν, ἤ νομίζοντες ἐν τοῖς ἡμετέροις λόγοις ἄμεινόν τι τῆς ἐκ τῶν Γραφῶν χορηγίας εὑρήσειν, ἤ ζητοῦντες παρά τοῦ Πνεύματος σαφέστερόν τι τῶν ὑπ’ αὐτοῦ λαμπρῶς οὑτωσί διωρισμένων λαβεῖν. Ὑπό τούτων γὰρ τῶν λόγων καὶ τῆς τοιαύτης ὁδοῦ μᾶλλον ὑμᾶς οἶδα πρὸς διχόνοιάν τε καὶ στάσιν ἤ πρὸς ὁμόνοιαν ἀγομένους τε καὶ μᾶλλον ἀχθησομένους.

Τούτων τοίνυν οὕτως ἐχόντων, καὶ Θεῷ φίλον, καὶ τοῖς διδασκάλοις τῆς Ἐκκλησίας χάριεν ἔσται, καὶ ἡμῖν εὐπρεπές, καὶ πρὸς τούτοις ῥᾴδιον, το τὴν ἕνωσιν ἤδη, τῶν πολλῶν ἀφεμένους λόγων, διαπράξασθαι, καὶ μετά ταύτης ἐπανιέναι. καὶ οὐδὲν ἡμῖν ὅλως προσίσταται πρὸς τὸ πράττειν ὧν ἐπιθυμήσαντες ἥκομεν, τῆς μὲν δόξης Λατίνων ὑπὸ τοσούτων μαρτυρουμένης, καὶ πανταχόθεν ἀξίας οὔσης πιστεύεσθαι, ἡμῶν δὲ δυναμένων αὐτοῖς ἑνωθῆναι ἄνευ τοῦ καὶ περί τὸ σύμβολόν τι καινοτομεῖν. καὶ μήν ἴστε πάντες καλῶς, ὅτι τὴν ἕνωσιν τῆς Ἐκκλησίας Χριστοῦ, καίτοι πολλῶν ἄλλων ἕνεκα καὶ δικαιοτέρων μάλιστ’ ἄν ὑπὸ παντός ζητηθεῖσαν, τὸ παρά τῶν ἀσεβῶν δέος καὶ τὰ πράγμαθ’ ἡμῖν εἰς τοὔσχατον ἥκοντα δυστυχίας, καὶ ποθῆσαι καὶ σπουδάσαι διὰ πολλῶν, καὶ ὅτι μάλιστα τοῦ τέλους ἐγγὺς αὐτὴν ἀγαγεῖν, τὰ γὰρ μεταξύ παραλείπω πάντα, ἡμᾶς ἰδίως ἐποίησαν. Δεῖ τοίνυν τῆς προθέσεως ἐχομένους, ἐπεί δυνατόν καὶ εὐπρεπές ἐστι, ταύτην εἰς τέλος ἐξενεγκεῖν. Ἄλλως δ’ ἄν ματαιότεροι πάντων ἀνθρώπων ἐδόξαμεν εἶναι, εἰ πολλά μὲν ὑπὲρ αὐτῆς ὑποστάντες, πολλῶν δὲ ἀγαθῶν ἐλπίσι κεκινημένοι, ἐπιδώσειν δὲ ἡμῖν τὰ δεινά, τοῦ σχίσματος βεβαιωθέντος, πάντες πιστεύοντες, εἴθ’ ὥσπερ ἐπιλαθόμενοι τούτων ἁπάντων, κεναῖς, ὥς φασι, χερσί και μηδέν πράξαντες ἐπανέλθοιμεν, καὶ ταῦτ’ εὐπρεπές οὕτω καὶ ῥᾴδιον ὄν, καὶ μηδενός ἡμῖν εὐλόγως εἰς τοῦτο προσισταμένου. οὐδὲ προσέχειν δεῖ τοῖς μηδέν ἀγαθόν ἡμῖν ἐκ τῆς ἑνώσεως λέγουσιν ἥξειν· καὶ τούτου πρόφασιν οἰομένοις ἔχειν ἀρκοῦσαν, τὰ τε τῶν Λατίνων γένη τῇ κατ’ ἀλλήλων μάχῃ φθειρόμενα καὶ ταῖς οἰκείαις προσέχοντα συμφοραῖς, καὶ τὰ τοῦ πάππα πράγματα τάξιν οὕπω λαβόντα καὶ δύναμιν, ἀλλ’ ἀσθενοῦντα καὶ πολλαχόθεν ἀκμήν ἐπιβουλευόμενα. Ἄνευ γὰρ τῆς ἄλλης ὠφελείας ἁπάσης, ἥν ὅ τε πάππας ἡμῖν καὶ τὰ λοιπά τῶν Λατίνων ἔθνη, καὶ τῶν πραγμάτων οὕτω σφίσιν ἐχόντων, παρέξονται· τὸ γὰρ ἡμέτερον ὀλίγον ὄν, ὡς καὶ ὑμεῖς ἴστε, δυσχέρειαν αὐτοῖς οὐ μεγάλην μέλλει παρέχειν· τέως γὰρ ἀσφαλείας μόνης καὶ τοῦ μὴ δεδιέναι τοὺς πολεμίους, ἡμᾶς οἴδασι χρήζοντας· ὅ χρήμασι μὲν οὐ πολλοῖς, ναυσὶ δὲ ὀλίγαις δύνανται πράττειν· ἐγὼ φημι καὶ τὴν τῆς ἑνώσεως φήμην ἀρκέσειν ἡμῖν τὸ μηκέτι δεδιέναι τοὺς πολεμίους. οὐδὲ γὰρ δέος ἐστὶ λοιπόν ἡμῖν αὐτοὺς επιθήσεσθαι, ἐγγῦθεν ἐσομένους ἡμῖν τοὺς συμμάχους εἰδότας· οἵ πολλάκις βεβοηθηκότες οὕπω διηλλαγμένοις, νῦν ἤδη πολλῷ μᾶλλον καὶ προθυμότερον τοῦτο πράττειν βουλήσονται, καὶ καθάπερ τι χρέος ἀποτιννύναι τὴν συμμαχίαν. Οὔτε γὰρ Λατίνων οὔτε Βαρβάρων οὐδείς … πρώτην αἰτίαν ἑνώσεως τὴν τῆς βοηθείας οὖσαν ἐλπίδα, καὶ τὸ μηδένα ἄλλον ἡμῖν περιλειφθῆναι τρόπον, ᾧ μέλλομεν σώζεσθαι· τοὐναντίον δέ, τοῦ πρὸς Λατίνους μίσους καὶ τῆς ἀηδίας ἡμῖν αὐξηθέντων ἐκ τοῦ κενούς ἡμᾶς καὶ ἀπράκτους ἐντεῦθεν ἀπαλλαγῆναι, ὅπερ ἐκ τοῦ φαύλως καὶ ταπεινῶς και μετά μικρᾶς δυνάμεως ἐπανήκειν εὐθὺς ἔσται πᾶσι κατάδηλον, καὶ ἡμῖν οὐκέτι περί τῆς σωτηρίας ἐλπίζειν ἐξεῖναι ἄν, καὶ τοὺς πολεμίους ἐπιθήσεσθαι, καὶ μὴ βουλομένους, ἡμῖν καιρόν ἔχειν ἡγοῦμαι.

Λογίσασθαι δὲ ἐπὶ πᾶσι καὶ τὴν παροῦσαν ἀνάγκην, ὁπόση τὶς ἐστιν· ἀκούετε γὰρ τὸν Βάρβαρον μεγίστῃ δυνάμει παρασκευάζεσθαι πεζῇ τε καὶ ναυτικῇ κατά τῆς ἡμετέρας πόλεως ἥξειν· και ἴσως πρὶν ἡμᾶς σαφές τι μαθεῖν, ἀφίκετο, ἤ ὅσον οὕπω μέλλει παρεῖναι· ἴστε δὲ πάντες ἐκείνην ἄνευ τῆς ἔξωθεν συμμαχίας οὐδὲ πρὸς τὴν ἔφοδον ἀντιστῆναι δυνησομένην, ἀλλὰ κινδυνεύουσαν ἔρμαιον γενέσθαι τῶν πολεμίων ἀμαχητί, πρὸς μόνην τὴν ὄψιν αὐτῶν καταπεπληγμένην. Εἰ δ’ ἀντισταίη μέχρι τινός πολιορκουμένη, ἀλλ’ οὐδεμία μηχανή παντίπασιν αὐτὸν ἀπαθῆ δυνηθῆναι διαγενέσθαι· ἀλλ’ ἀνάγκη πᾶσα ταύτην ἐνδοῦναι. Μέμνησθε γάρ, ὅτι τῶν αὐτῶν τούτων Βαρβάρων ποτέ πολιορκούντων ἡμᾶς ἀπὸ γῆς, τοῦ δὲ πρὸς θαλάσσης τείχους, ὅ διπλάσιόν ἐστι τοῦ λοιποῦ, μένοντος ἀφυλάκτου, οὐδείς γὰρ ἐκεῖθεν ἠνώχλει, είς πόσον ἡμῖν φόβου καὶ ἀνάγκης ἦλθε τὰ πράγματα. Νῦν δὲ ἅπαν μὲν το τεῖχος ἀνάγκη φυλάττειν· τὸ δὲ νῦν στρατιωτικόν καὶ τὸ λοιπόν ἅπαν τῆς πόλεως πλῆθος, οὐδ’ ἥμισυ τῶν τότε ὄντων ἐστίν· οἱ τὴν τρίτην τοῦ τείχους μοῖραν φυλάττοντες καὶ προπολεμοῦντες, οὐκ ἐδόκουν πρὸς τοσοῦτον πλῆθος καὶ τοσαύτην παρασκευήν τῶν πολεμίων ἀρκεῖν. Ὁ γὰρ τοσούτοις ἔτεσιν ἡμᾶς πιέζων λοιμός δεινῶς πάντας ἀνάλωκεν. Ἥμισυ δε εῖναί φημι, καὶ ἡμῶν ἐκεῖθε παρόντων καὶ συναριθμουμένων. Νῦν δὲ ἄπεστι μὲν βασιλεύς, ὅς εἷς ὤν, ἐν πᾶσι πράγμασι τὰ μέγιστα δύναται· ἄπεστε δὲ τοσοῦτοι τὸν ἀριθμόν καὶ οὕτω καλοί, ὥστ’ ἀρκέσαι ἄν ὑμᾶς ἀντὶ συμμαχίας μεγίστης, αἴφνης προσγενομένους. Οἱ δὲ μισθοφόροι τοξόται πλήν εἴκοσι καὶ πέντε πάντες ᾤχοντο φεύγοντες· τὰς δ’ αἰτίας πρέπει σιγᾷν· ἴσως δὲ κἀκεῖνοι τοῖς ἄλλοις ὁμοίως ὑπὲρ σφῶν αὐτῶν ἄχρι νῦν ἐβουλεύσαντο. Πῶς οὖν ἐλπίς ἐστιν ἐρημίᾳ τοσαύτῃ σωμάτων οὕτω φρικώδη πόλεμον διακρούσασθαι; Εἰ τοίνυν μήθ’ ὑπὲρ τῆς ἑνώσεως ἐτύχομεν ἀφιγμένοι, μήτε την ἕνωσιν ἕνεκα τοῦ τῶν κινδύνων ἀπηλλάχθαι καὶ φόβων μάλιστα ἐποθοῦμεν, ἀλλ’ ἄλλο τι καὶ δι’ ἄλλην αἰτίαν πράττοντες ἐκαθήμεθα, ἔδει μετά την πικράν ἀγγελίαν ἐκείνην, πάντα ῥίψαντας τὰ ἐν χερσί, καὶ πᾶσαν πραγματείαν εἰς χάριν ἀφίγμεθα, παριδόντας, ζητῆσαι μέν, εἰ δυνάμεθα Λατίνους προσδέξασθαι, καὶ κοινωνῆσαι σφίσι καλῶς· τοῦτο δ’ ἐστί, τῇ τε θείᾳ Γραφῇ και τοῖς διδασκάλοις τῆς Ἐκκλησίας συμφώνως. Τοῦτο δ’ εὑρόντας, αὐτίκα τὴν πρὸς αὐτους φιλίαν ἀνανεώσασθαι· εἶτα ναῦς ἑτοιμάσαντας, τὰς μὲν διδόντων αὐτῶν, τὰς δὲ καὶ ἡμῶν ὠνουμένων, εἰ οἷόν τε καὶ σώματα αὐτὰ πιπρασκόντων, μήτε τροφήν αἱρουμένους, μήθ’ ὕπνον λαμβάνοντας, ἀλλ’ ἐν τῷ πράττειν ὄντας νύκτωρ τε και καθ’ ἡμέραν, πρὸς τὴν βοήθειαν τῆς ἡμετέρας ἐπείγεσθαι πόλεως. Ἀρκοῦντι γίρ παραγενόμενοι ναυτικῷ, καὶ φυλάξειν αὐτήν, καὶ τοὺς πολεμίους ἀπράκτους ποιήσειν καὶ ἀποσοβήσειν, καὶ συμβαλεῖν αὐτοῖς εἰ δεήσει, καὶ πάντα τὰ τοιαῦτα ἠδυνήθημεν ἄν. Πολλῷ δὲ μᾶλλον ταῦτα πράττειν ἀνάγκη, ὁπότε καἰ μηδἐν ἄλλο ζητήσοντες ἤ τὴν ἕνωσιν, οὐδ’ ἑτέρου χάριν τινός ἀφῖχθαι, πάντες εἴποιμεν ἄν.

Τήν δ’ ἕνωσιν, οὕτω ῥᾴστην καὶ εὐπρεπῆ καὶ Θεῷ καὶ πᾶσιν ἀνθρώποις ἀρέσκειν μέλλουσαν, ἤδη πράττειν δυνάμεθα. Οὐ δεῖ τοίνυν μέλλειν οὐδ’ ἀναβάλλεσθαι, ἀλλὰ καὶ τὴν ἕνωσιν πράττειν, καὶ ὅτι τάχιστα βοηθεῖν. Ἐνθυμηθῆναι γαρ ἑκάστους ἡμᾶς δεῖ καὶ γυναῖκας καὶ παῖδας ἑαυτῶν, καὶ ἁπλῶς συγγενεῖς καὶ πολίτας, οἰκτρῶς πολιορκουμένους καὶ ἀμηχανοῦντας καὶ θρηνοῦντας· καὶ φόνους καὶ δεσμά καὶ πληγάς καὶ ὕβρεις καὶ λιμόν καὶ δίψαν, καὶ οἰκτροτάτην περιαγωγήν, καὶ δουλείαν ἀπαραμύθητον, καὶ νηπίων ἑλκυσμόν, καὶ γερόντων σφαγήν, καὶ χωρισμόν ἀλλήλων ἐλεεινότατον, καὶ ἱερῶν ἀτιμίαν, καὶ βλασφημίαν εἰς ὕψος αἱρομένην κατά Θεοῦ· καὶ τοὺς μὲν ἑκόντας, τοὺς δὲ ἄκοντας τὸν μὲν Ἰησοῦν ἀποβαλλομένους τὸν ἀληθῆ Θεόν καὶ μόνον διδάσκαλόν τε καὶ νομοθέτην, τῇ δὲ Μωάμεθ φλυαρίᾳ καὶ ὀργίοις ἐκείνου προστιθεμένους, καὶ τὴν ἀσέβειαν ἐπιδιδοῦσαν, τὴν δὲ πίστιν διωκομένην· καὶ τὰ τοιαῦτα πάντα φανταζομένους, καὶ ἐπὶ πᾶσιν ἡμᾶς ἀνακαλουμένους, καὶ τὴν ἡμῶν ἀμέλειαν ὀνειδίζοντας· ὑφ’ ὧν οὐδέποτε προσεδόκησαν οὑτωσί καταφρονηθήσεσθαι· οὕς ἐν τάξει δεσποτῶν καὶ πατέρων καὶ διδασκάλων εἶχόν τε καὶ ἐτίμων· καὶ οὕς ἐπίστευον τῆς αὐτῶν ἀσφαλείας καὶ σωτηρίας πάντα θήσεσθαι δεύτερα· ὑπὲρ ὧν ἀποδημεῖν αὐτοὶ τε ἐνόμιζον, καὶ ὑμεῖς ἐλέγετε φανερῶς. Ἐκεῖνοι μὲν οὖν τὰ ἑαυτῶν μόνον δεινά φανταζόμενοι θρηνήσουσι, καὶ ἡμᾶς ἀνακαλέσονται γοερῶς· καὶ ταῖς ἐλπίσι τοῦ σήμερον, αὔριον, ἡμᾶς ἥξειν μόναις ψυχαγωγήσουσιν ἑαυτούς· ἅ πρὶν ἐκείνους παθεῖν, ἡμᾶς γένοιτο πάντας ἀποθανεῖν. οὐδὲν γὰρ ἐλεεινότερον, οὐδὲν ὅλως αἴσχιον, οὐδὲν βδελυκτότερον καὶ Θεῷ καὶ ἀνθρώποις ἡμῶν ἔσται, ἄν ἐκείνους συμβαίη ταῦτα παθεῖν. Ἡμᾶς δὲ καὶ μέχρι τῶν ἄλλων Χριστιανῶν ἀφικέσθαι πρέπει τῷ λογισμῷ, καὶ ἅπερ ὑπὲρ ἑαυτῶν έκεῖνοι δεδίασι, ταῦθ’ ἡμᾶς ὑπὲρ τε ἐκείνων καὶ τῶν ἄλλων Χριστιανῶν καὶ ἡμῶν αῦτῶν λογίζεσθαι χρή. Τα αὐτὰ γὰρ ταῦτα τοῖς ὁπουδήποτε γῆς οἰκοῦσι Χριστιανοῖς, καὶ ὑπὸ τὴν Βάρβαρον τελοῦσιν ἀρχήν ἀνάγκη πᾶσα συμβῆναι, καὶ τὸ τοῦ Χριστοῦ σέβας πανταχόθεν ἐξαλειφθήσεσθαι. Ἐγω δὲ και διὰ …. Χριστιανῶν ἐντὸς ὀλίγων ἐτῶν ἀφίξεσθαι τὸν κατακλυσμόν ἐκεῖνον ἡγοῦμαι, καὶ πάντα νεμηθήσεσθαι τὴν ἀσέβειαν, καὶ τοῖς Βαρβάροις παντὶ δουλεύειν. Δεῖ δὲ εἰ μηδέν ἄλλο, καὶ τὰς …. αἰδεσθῆναι τουτωνί τῶν Λατίνων, οἵ και μετά τὰς πονηράς ἀγγελίας και τὸν ἐπισεισθέντα φόβον ἡμῶν ἔτι καθημένους ὁρῶντες, καὶ μάτην τρίβοντας τον καιρόν, καὶ ὥσπερ παίζοντας ἐν οὐ παικτοῖς και τῶν δεινῶν ἐγγιζόντων οὐδ’ ἐπιστρεφομένους …δεις καὶ άνοήτους, καὶ προδότας τῶν ίδίων άποκαλοῦσι· καὶ ὅλως τῆς ἀνθρωπίνης φύσεως ἔξω τὸ ἡμέτερον τίθενται, οὔτε πρόνοιαν τῶν οἰκείων, οὔτε σπουδήν ἀνθρώποις προσήκουσαν ἡμῖν ….. Πῶς δὲ νομίζετε τούτους ἡμῖν χρήσασθαι … τοὺς μὲν τῶν ἁγίων ἀτιμαζόντων τοὺς δε … νόντων· και τὰ μὲν τῶν ἀξιωμάτων … λεγόντων, τὰ δ’ ἁπλῶς οὑτωσί μὴ προσιεμένων, … ἀεὶ μελετώντων ὅ τὶ γε σοφιούμεθα· καὶ πῶς ἀλλήλους στασιαζόντων, καὶ πρὸς τὴν τῶν δογμάτων κρίσιν ἡγουμένων ἀρκεῖν ἀμαθίαν τε και πολλούς φάναι, ἤ τὸν δεῖνα ἀρνήσασθαι, … δὲ καὶ νοῦν καὶ σοφίαν ἀποκλειόντων, και Λατίνων ταῦτα άνεχομένων; οὐ γὰρ δήπου σφίσι …νεύει τὰ πράγματα, ἄν ταῦτα ποιούντων ἡμῶν ἀγγελθῇ τι δεινόν· ὅ μὴ γένοιτο, Θεέ βασιλεῦ, καταφάνηθι μᾶλλον ἡμῖν δίκαιος δικαστής ἤ φιλάνθρωπος πατήρ καὶ δεσπότης. Οὐδείς λόγος …. τὴν τόθ’ ἡμᾶς καταληψομένην αἰσχύνην δηλῶσαι, μᾶλλον δὲ οὐδὲ τὴν νῦν οὖσαν οὐδείς ἀρκεῖ παραστῆσαι. Τότε δὲ καὶ πλέον τι συγχωροῦσιν ἡμῖν … προσέξουσιν, οὐδὲ παύσονται διὰ τοῦτο μισοῦντες τε καὶ προδότας τῶν οἰκείων αἰσχρῶς καὶ τοῦ Χριστοῦ πολεμίους ἀποκαλοῦντες.

Εἰ δὲ λέγει τις, ἡμᾶς μὲν οὕτω δεῖν ἐνταῦθα καθῆσθαι, ἐλπίζειν δὲ τὸν Θεόν ἀμυνεῖσθαι τοὺς πολεμίους καὶ τὴν ἡμετέραν διαφυλάξειν πόλιν ἡμῖν οὗτος καὶ ἑαυτόν ἀπατᾷ, καὶ τοῦ Θεοῦ καταψεύδεται πάντως· οὐδενί γὰρ εἴωθε βοηθεῖν ἀμελοῦντι, ἀλλ’ ὁπόταν τὰ κατά δύναμιν πράττων τις, ἔτι και τῇ παρ’ ἐκείνου δέηται βοηθείας, ἧς ἄνευ οὐδὲν ἀνύειν δυνάμεθα. Ἐγώ γάρ, οὐδ’ ἄν πάντα πεποιηκότες ὧμεν τὰ δυνατά, εἴποιμ’ ἄν πρὸς τὴν ἄμυναν τῶν πολεμίων τοῦτ’ ἐξαρκεῖν· ἀλλ’ ἄν πάντα μὲν χρήματα, ναῦς δὲ ἁπάσας ἐντεῦθεν εἰληφότες ἀπίωμεν, οὐδὲν ἔσεσθαι πλέον ἡμῖν, μὴ καὶ τῆς ἄνωθεν βοηθείας προσγινομένης· ἥν καλῶς ἐλπίσαντας καὶ πεπιστευκότας, ἀνάγκη πᾶσα λαβεῖν. Ἀμελούντων δ’ ἡμῶν καὶ ἀφροντιστούντων, ὧν ἐξήρτηται πάντα τἀκεῖ, οὐδὲ παρά Θεοῦ τινα συμμαχίαν ἐλπίζειν εὔλογόν ἐστι. Δῆλον τοίνυν ἐστίν, ὅτι καὶ χωρίς τῶν ἄλλων ἁπάντων, ὧν ἕνεκα δεῖ τι περαίνειν ἡμᾶς καὶ τέλος τοῖς παροῦσι πράγμασιν ὁτιοῦν ἐπιθεῖναι, ἀρκεῖ τὸ νῦν ἐφιστάμενον δέος τῶν πολεμίων· τοῦτο γὰρ πρόδηλον ἔχει καὶ ἀπαραίτητον την ἀνάγκην. διὰ τοῦτο βλάβας τε καὶ ὠφελείας τὰς ἔκ τε τοῦ πράττειν ἤ μὴ συμβησομένας, καὶ αὖθις ἐκ τοῦ προσήκασθαι Λατίνοις ἤ μή, οὐκ ἔδει λέγειν ἡμῖν, πρὸς τὸ πείθειν τῆς ἀνάγκης ἀρκούσης.

Ὁπόσα δὲ λογίζεσθαι χρὴ πρὸς τὴν παροῦσαν ἀνάγκην, αὐτὸς μὲν μετρίως τούτων ἡψάμην, ὑμῖν δὲ ἱκανά πάντως λαβεῖν ἐπὶ νοῦν καὶ ἀναπολῆσαι· μᾶλλον δὲ πάντα σαφῶς οὑτωσί καὶ σχεδόν ὁρώμενα πρόκειται, ταύτῃ μόνον οὐ φαινόμενα καθαρῶς, ὅτι δύναταί τις ἐπισκοτούμενος ἰδίῳ πάθει τινὶ μηδέ τὰ φανερώτατα καλῶς συνορᾷν. καὶ πρὸς τούτοις, ὅτι μήτε νῷ μήτε λόγῳ περιλαβεῖν ἐστι δυνατόν, ὁπόσα πάρεστι μὲν ἐφ’ ἑκάτερα καὶ φαῦλα καὶ ἀγαθά, μέλλει δὲ θάτερα ἐξ ἀνάγκης συμβαίνειν. Συμβουλεύω δὴ καὶ δέομαι πάντων ὑμῶν, πρῶτα μὲν τῆς χρείας, ἔπειτα τοῦ πρέποντος, πρὸς δε τούτοις τῆς ἀνάγκης, ἐπὶ πᾶσι δὲ καὶ τῆς ἡμετέρας προθέσεως γενομένους, ἅμα ἀθροισθέντας, λόγων μὲν παύσασθαι, ἅψασθαι δὲ ἔργων· ἕν διὰ πάντων σκοποῦντας, ὅπως καὶ πατρίδα καὶ ἔθνος καὶ ἱερά καὶ τάφους καὶ ἀεὶ μέν, νῦν δὲ μάλιστα διασωζώμεθα· καὶ Λατίνους μὲν φημι δεῖν προσδέξασθαί τε καὶ κοινωνεῖν, οὐδὲν ἁμαρτάνοντας ἐν τῇ πίστει, εἴπερ μηδ’ οἱ τῆς πίστεως ἡμῖν ἡγεμόνες γεγενημένοι, καὶ τὸ τούτοις ἐμπνεῦσαν Πνεῦμα, ἡμάρτανον· καὶ ἔτι τὰ αὐτὰ φρονεῖν ἡμῖν λέγοντας, καὶ πρὸς τούτοις διαλάττοντας ἀλλήλοις τοὺς διδασκάλους, οὕς ἐκ τῆς ἡμετέρας ἀντιλογίας ἐκπεπολεμῶσθαι μᾶλλον συμβαίνει· ὅ καὶ ὑμείς ἴστε καλῶς, κἀγώ πᾶσιν ἕτοιμός εἰμι τοῦτο δῆλον ποιεῖν ὁπόταν κελεύσητε· ἐπὶ δὲ πᾶσιν ἀναθέματι καθυποβάλλοντας ἅπερ αὐτοὺς ἐνομίζομεν ἐκ τῆς δόξης ταύτης ὁμολογεῖν· καὶ μὴ μόνον τοῦτο ποιοῦντας, ἀλλὰ καὶ δεικνύντας ὅπως ἐκεῖνα τῇ δόξῃ σφῶν πολλοῦ δέουσιν ἕπεσθαι. Τούτοις μὲν οὖν προσδεκτέον· ἀναγνωστέον δὲ τὸ Σύμβολον καθώσπερ εἰώθαμεν· τοῦτο γὰρ δοκεῖ καὶ πρὸς τοὺς ὅρους ἀρκεῖν, οὕς φαμεν δεδιέναι, καὶ πρὸς τὸ πᾶσι τοῖς ὑπὸ τὴν ἡμετέραν Ἐκκλησίαν ἔθνεσι τὴν εἰρήνην ταύτην ἀρέσαι, συμφέρειν. Νῆες δὲ παρασκευαζέσθωσαν ὁπόσαι δυναταί· μεταξύ δὲ ὁπόσα δεῖ, διαθέσθαι περί τε βοηθείας τῆς εἰς τὸ μέλλον, καὶ βεβαιώσεως τῆς εἰρήνης, καὶ τινων ἄλλων· τὰ μὲν δι’ ἑαυτῶν πράττοντας ὁπόσα νῦν ἔξεστι, τὰ δὲ τρισί τισιν ἤ τέταρσιν ἐπιτρέψαντας πράττειν, οὕς ἀνάγκη καταλιπεῖν ἐν τῇ παρούσῃ συνόδῳ, τοὺς τῶν ἄλλων βελτίστους τε καὶ σοφωτάτους. Εἶτα καὶ αὐτοὶ ἔλθωμεν εἰς Βενετίας, κἀκεῖ πάντα ποιήσαντες ὁπόσα δεῖ καὶ συμφέρει, εὐθύ τῆς ἡμετέρας ἴωμεν πόλεως, ἅμα τε ἐπανήκοντες καὶ σύμμαχοι ἥκοντες οἱ αὐτοί. Ταῦτα δὲ πάντα δεῖ πράττειν μετά τῆς γιγνομένης ἐν πᾶσι σπουδῆς. Δυνάμεθα γὰρ τὰ μὲν ἐνταῦθα μέχρι πεντεκαίδεκα ἡμερῶν, κἄν ὧμεν οἱ νωθέστατοι, συμπεράνασθαι. Τούτων δὲ συναριθμουμένων μέχρις ὅλων τεσσαράκοντα, καὶ αὐτοὶ ἐντὸς εἶναι τῶν νεῶν ὁποσωνδήποτε οὐσῶν· ὧν καὶ πλείους δυνησόμεθα κατά τὸν πλοῦν προσλαμβάνειν, πάντων ἡμῖν κατ’ εὔνοιαν καὶ τῶν σφετέρων ἀρχόντων ἐπιταγήν εἵνεκα τῆς παρούσης χρείας προστιθεμένων. Εἴρηκα δ’ ἄχρι τοσούτων ἡμερῶν τῶν πασῶν, ὅτι πάντα ἅμα δεῖ καὶ δυνατόν ἐστι γίνεσθαι, και τὴν ἕνωσιν πράττειν, καὶ τὴν βοήθειαν ἀπαιτεῖν, καὶ τὸν παρασκευασόμενον τὰς ναῦς ἐκπέμπειν, καὶ πρέσβυν πρὸς τὸν Βάρβαρον αἱρεῖσθαι καὶ ἀποστέλλειν, καὶ τὸ ναυτικόν ἐξαρτύεσθαι, καὶ ἡμᾶς ἐντεῦθεν εἶναι ἀπηλλαγμένους. καὶ οὕτω τουτωνί τῶν ἡμερῶν συναριθμουμένων μέχρις ἑβδομήκοντα τῶν πασῶν ἤ μικρόν τι πρός, τῷ λιμένι τῆς ἡμετέρας πόλεως ἐξέσται ἡμῖν προσορμίσασθαι. Εἰ δ’ ἀρκεῖν ἡγεῖσθε τὸ πέμπειν βοήθειαν μόνον τὴν ἱκανήν. καὶ οὕτω τὴν ἕνωσιν πράττειν, ὅτι τάχιστα δεῖ· ἄλλως γὰρ ἀδύνατον ἱκανῶς βοηθεῖν. Κἀκείνην μὲν πέμψομεν, ἡμεῖς δὲ πάντα τὰ μετά ταῦτα σχολῇ βέλτιον διαθέμενοι, καὶ ἐπ’ ἀσφαλέσι τοῖς πράγμασι καὶ ἐλάττονι ναυτικῷ ἅμα φθινοπώρῳ διὰ τοῦ Ἑλλησπόντου πλευσόμεθα. Οἱ δὲ κατ’ οὐδένα τρόπον τὴν πρὸς Λατίνους βούλεσθε πράττειν εἰρήνην, ἐγὼ μὲν ἀπεύχομαι ταύτην ἐν ὑμῖν κινῆσαι τὴν γνώμην· ἄνευ γὰρ τῶν ἄλλων δεινῶν, ἴστε πλήν ὀλίγων τοὺς πάντας οὐκέτι τὴν αὐτὴν πρὸς τὰ τῶν Λατίνων ἕξοντας ἀηδίαν ἥν τε και πρότερον, ἀλλ’ εὐσεβεῖν αὐτοὺς και ὀρθά φρονεῖν ὑποληψομένους. καὶ οὕτως ἡ μὲν ἕνωσις ἐν ταῖς τῶν ἀνθρώπων ἔσται ψυχαῖς· ὧν δὲ ἐκ τῆς ἑνώσεως ἠλπίζομεν ἀπολαύσεσθαι, καὶ ὧν μάλιστα χάριν αὐτῆς ἐπιθυμῆσαι προήχθημεν, τούτων στερηθησόμεθα πάντων. Εἰ δ’ ὅλως ταύτης μέλλοιτε γενέσθαι τῆς γνώμης, δεῖ καὶ τοῦτο αὐτίκα ψηφισαμένους τε καὶ κυρώσαντας, τῆς ἐπανόδου φροντίζειν, λαμβάνοντας τὰ ὁπόσα ἡμῖν ὁ πάππας φιλανθρωπευόμένος, ἤ καὶ τὰς ὑποσχέσεις πληρῶν ἐθέλοι διδόναι, καὶ οἴκοθεν ἀναλίσκοντας, καὶ ἔτι κοινοῖς καὶ ἰδίοις ἐνεχύροις πλείω δανειζομένους. Πάντως δὲ δεῖ ἤ αὐτοὺς ἀφικνεῖσθαι, ἤ τὴν ἀρκοῦσαν πέμπειν βοήθειαν. Τοῦτο γὰρ ἕν τε τῷ παρόντι καὶ πρὸς τὸ μέλλον οἶμαι λυσιτελήσειν, καὶ πρὸς πᾶσαν τύχην αὖθις ὠφέλιμον ἔσεσθαι. οὐδὲ δεῖ λέγειν ὅτι κατόπιν ἥξομεν, ἤ ἥξουσιν οἱ πεμπόμενοι, χρείας· εἰκός γὰρ μηδέ σφόδρα κατόπιν ἐλθεῖν· εἰ δὲ καὶ τοῦτ’ ἤδειμεν ἀκριβῶς, ἀλλ’ ἡμᾶς οὐ δίκαιον, οὔτ’ εὔλογόν ἐστι, τῶν ἡμῖν τέως δυνατῶν τινος ἀμελεῖν. Ὥσθ’ ἕν τι τῶν δύο τούτων δεῖν φημι πράττειν ἡμᾶς· ἤ Λατίνοις ἑνωθέντας αὐτοὺς ἐπανήκειν, ἤ πέμπειν μετά τὴν ἕνωσιν· ἤ τὴν πρὸς αὐτοὺς εἰρήνην καθάπαξ ἀπεγνωκότας, μήτε κενούς καθῆσθαι, καὶ τοῖς οἰκείοις πάσῃ πειρᾶσθαι δυνάμει βοηθεῖν, κἄν μυρίοις ἰδῶμεν κινδύνοις περιπεσούμενοι. Ὅ τι δ’ ἄν ἄλλο βουλευσαίμεθα πράττειν, τὸ προδότας γενέσθαι τῶν ἡμετέρων, ἤ τουλάχιστον δόξαι τοῖς τε ἡμετέροις αὐτοῖς καὶ πᾶσιν ἀνθρώποις, οὐκ ἐκφευξόμεθα. Ἄν δὲ και τοῦ αἴσχους τούτου καταφρονήσωμεν, καὶ Θεός παρ’ ἐλπίδα πᾶσαν φιλανθρωπευσάμενος χεῖρα ὑπέρσχῃ, καὶ τῆς παρά τῶν πολεμίων βλάβης ἡ πατρίς ἡμῶν ἐλευθέρα εἴτε προσελθόντων αὐτῇ, εἴτε καὶ μή, διαγένηται, ἀλλ’ οὐδὲ πρὸς ἄλλο τι τῶν ἁπάντων συνοίσειν ἡμῖν τὸ τὰ πράγματα ἀναβάλλεσθαι πέπεισμαι· πάντα μὲν οὖν διὰ τοῦτο χείρω γενήσεται, ὅπερ αὐτοῖς καὶ μέχρι τοῦ νῦν ἐκ τῆς προτέρας ἀμελείας συνέβη. Εἴρηκα· ἕτοιμος ὤν ὑπὲρ τῆς ἀληθείας καὶ τοῦ καλοῦ καὶ πᾶσιν ὑμῖν συμφέροντος, ὅ καὶ ἐμοὶ καὶ τοῖς οἰκείοις ἔσται συμφέρον, πάντα ἄν ὑποστῆναι· καὶ ἔτι πρὸς πᾶσαν τύχην ἐμοὶ νομίζων ἀρκεῖν τὸ μὴ κρύψαι τὰ παριστάμενα. Ὑμεῖς δὲ ἕλοισθε τὰ συνοίσοντα, πάντες μὲν Θεόν ἡγεμόνα καὶ βουλῆς καὶ λόγου καὶ ἔργου παραλαβόντες· εἰ δὲ τὶς ἐστιν ὁ τὰ χείρω θέλων κρατεῖν, οἱ πλείους τε καὶ σοφώτεροι καὶ νοῦν μάλιστα ἔχοντες, πράττοντες τὰ βελτίω. Οὗτος γὰρ συνόδου καὶ πολιτείας ἁπάσης καὶ συλλόγου παντός καὶ ὅλως ἀνθρώπων πέφυκε νόμος.»

[←71]

G. Hofmann και Em. Candal, Ιsidores arch. Kioviensis et totius Russiae, Sermones inter concilium Florentinum conscripti, Ρώμη, 1971, σελ. 54-80, ιδιαίτερα σελ. 70, ο «προτρεπτικός λόγος προς τη σύνοδο» (Exhortatoria oratio ad concilium) τού Ισίδωρου [Conc. Florent., Docc. et scripp., σειρά A, τόμ. X, fasc. I].

[←72]

Πρβλ. το δοκίμιο τού Hofmann, Papato, conciliarismo, patriarcato, Ρώμη, 1940.

[←73]

G. Hofmann (επιμ.), Orientalium documenta minora, Ρώμη, 1953, αριθ. 34, σελ. 44 (Conc. Florentinum, Docc. et scripp., σειρά A, τόμ. ΙΙΙ, fasc. 3). Tο πρωτότυπο ελληνικό κείμενο αυτής τής επιστολής διακόπτεται στη μέση. Η λατινική εκδοχή, η οποία φαίνεται ότι είναι σύγχρονη, είναι πλήρης.

[←74]

Tο διάταγμα ή βούλλα τής ένωσης τής 6ης Ιουλίου 1439 υπάρχει στο A. Theiner και F. Miklosich, Monumenta spectantia ad unionem ecclesiarum graecae et romanae, Βιέννη, 1872, σελ. 46-56 και στο G. Hofmann, Documenta concilii Florentini de unione orientalium, I, de unione Graecorum …, Ρώμη, 1935 (Pontificia Universitas Gregoriana, Textus et documenta, series theologica, αριθ. 18. Το κείμενο τού Hofmann είναι καλύτερο.

Σημείωση τού μεταφραστή:

Παρατίθεται εδώ το διάταγμα τής ένωσης από το Concilium Florentinum Documenta et Scriptores, σειρά Β΄, τόμος 5, Pontificium Institutum Orientalium Studiorum, Ρώμη, 1953, σελ. 459-467:

«Ὅρος τῆς Ἀγίας και Οἰκουμενικῆς Συνόδου τῆς ἐν Φλωρεντίᾳ γενομένης.

Εὐγένιος ἐπίσκοπος, δοῦλος τῶν δούλων τοῦ θεοῦ, εἰς ἀίδιον τοῦ πράγματος μνήμην. συναινοῦντος τοῖς ὑπογεγραμμένοις τοῦ ποθεινοτάτου υἱοῦ ἡμῶν Ἰωάννου Παλαιολόγου τοῦ περιφανοῦς βασιλέως τῶν Ῥωμαίων καὶ τῶν τοποτηρητῶν τῶν σεβασμίων ἀδελφῶν ἡμῶν τῶν πατριαρχῶν καὶ τῶν λοιπῶν τῶν τὴν ἀνατολικήν ἐκκλησίαν παριστανόντων.

Εὐφραινέσθωσαν οἱ οὐρανοί καὶ ἀγαλλιάσθω ἡ γῆ˙ ἀφῄρηται μὲν γὰρ τὸ μεσότοιχον τὸ τὴν δυτικήν καὶ ἀνατολικήν διαιροῦν ἐκκλησίαν, ἐπανῆλθε δὲ εἰρήνη τε καὶ ὁμόνοια, τοῦ ἀκρογωνιαίου λίθου ἐκείνου Χριστοῦ τοῦ ποιήσαντος ἑκάτερα ἐν τῷ τῆς ἀγάπης τε καὶ εἰρήνης ἰσχυροτάτῳ δεσμῷ ἑκάτερον τοῖχον ζευγνῦντος καὶ συσφίγγοντός τε καὶ συνέχοντος στοργῇ ἀιδίου ἑνότητος, καὶ μετά τὴν μακράν ἐκείνην τῆς ἀθυμίας ὀμίχλην καὶ τὴν ἀπὸ τῆς χρόνου διαστάσεως μέλαινάν τε καὶ ἄχαριν ἀχλύν ἡ γαληνιῶσα πᾶσιν ἀκτίς ἐξήστραψε τῆς ποθεινοτάτης ἑνώσεως. εὐφραινέσθω καὶ ἡ μήτηρ ἐκκλησία τα ἑαυτῆς τέκνα μέχρι τοῦδε πρὸς ἄλληλα στασιάζοντα εἰς ἑνότητά τε καὶ εἰρήνην ἤδη ἐπανιόντα ὁρῶσα, καὶ ἡ πρώην ἐπὶ τῷ χωρισμῷ αὐτῶν πικρότατα κλαίουσα ἐκ τῆς νῦν αὐτῶν θαυμαστῆς ὁμονοίας σὺν ἀνεκφράστῳ χαρᾷ παντοδονάμῳ εὐχαριστείτω θεῷ. πάντες συνεφραινέσθωσαν οἱ πανταχοῦ τῆς οἰκουμένης πιστοί καὶ οἱ τῷ ἀπὸ Χριστοῦ ὀνόματι κεκλημένοι τῇ μητρί τῇ καθολικῇ ἐκκλησίᾳ συναγαλλέσθωσαν.

Ἰδού γὰρ οἵ τε δυτικοί καὶ ἀνατολικοί πατέρες μετά τὸν μακρότατον τῆς διαφωνίας καὶ διαστάσεως χρόνον ἐκεῖνον, πρὸς πάντα παραβαλλόμενοι κίνδυνον τὸν ἐν γῇ καὶ θαλάττῃ καὶ πάντα πόνον ὑπερβαλόντες πρὸς τὴν ἱεράν ταυτηνί καὶ οἰκουμενικήν σύνοδον τῇ τε τῆς ἱερᾶς ἑνώσεως ἐφέσει καὶ τοῦ τὴν παλαιάν ἀγάπην ἀνακτήσασθαι ἕνεκα, γεγηθότες συνῆλθον καὶ πρόθυμοι, καὶ τοῦ σκοποῦ οὐκ ἀπέτυχον˙ μετά γὰρ πολλήν καὶ ἐπίπονον ἔρευναν τέλος τῇ τοῦ παναγίου πνεύματος φιλανθρωπίᾳ τῆς εὐκταιοτάτης ταύτης καὶ ἁγιωτάτης ἑνώσεως ἔτυχον. τὶς οὖν ταῖς τοῦ θεοῦ εὐεργεσίαις ἀξίως εὐχαριστεῖν δύναιτ’ ἄν; τὶς ἐνώπιον τοῦ πλούτου τῶν θείων οἰκτιρμῶν οὐκ ἄν ἐκπλαγείη; τίνος οὐκ ἄν καὶ σιδηροῦν στῆθος τὸ τῆς θείας εὐσπλαγχνίας οὔσης γε τηλικαύτης μαλθάξειε μέγεθος; ὄντως θεῖα εἰσί ταῦτα ἔργα, οὐκ ἀνθρωπίνης ἀσθενείας εὑρέματα˙ καὶ διὰ ταῦτα μετά ἐξαιρέτου μὲν εὐλαβείας ἀποδεκτέα, θείοις δὲ ὕμνοις προβιβαστέα˙ σοί αἶνος, σοί δόξα, σοί πρέπει εὐχαριστία, Χριστέ, πηγή οἰκτιρμῶν, ὅς τοσοῦτον ἀγαθόν τῇ νύμφῃ σου, τῇ καθολικῇ ἐκκλησίᾳ, κεχάρισαι, κἄν τῇ ἡμετέρᾳ γενεᾷ τὰ τῆς εὐσπλαγχνίας σου ἔδειξας θαύματα, ἵνα σοῦ πάντες τὰ θαυμάσια διηγήσωνται. οὕτω μέγα τῷ ὄντι καὶ θεῖον ἡμῖν ὁ θεός δῶρον δεδώρηται, καὶ τοῖς ὀφθαλμοῖς εἴδομεν, ὅ πολλοί τῶν πρὸ ἡμῶν ἐπιθυμήσαντες ἰδεῖν οὐ δεδύνηνται.

Συνελθόντες γὰρ Λατῖνοί τε καὶ Γραικοί ἐν ταύτῃ τῇ ἱερᾷ καὶ ἁγίᾳ καὶ οἰκουμενικῇ συνόδῳ σπουδῇ μεγάλῃ πρὸς ἀλλήλους ἐχρήσαντο, ὅπως μετά τῶν ἄλλων καὶ τὸ ἄρθρον ἐκεῖνο τὸ περί τῆς θείας ἐκπορεύσεως τοῦ ἁγίου πνεύματος μετά πλείστης ὅσης ἐπιμελείας καὶ συνεχοῦς συζητήσεως ἐξετασθείη. Προσκομισθειςῶν δὲ μαρτυριῶν ἀπὸ τῆς θείας γραφῆς καὶ πλείστων χρήσεων τῶν ἁγίων διδασκάλων, ἀνατολικῶν τε καὶ δυτικῶν, τῶν μὲν ἐκ πατρός καὶ υἱοῦ, τῶν δὲ ἐκ πατρός δι’ υἱοῦ λεγόντων τὸ πνεῦμα τὸ ἅγιον ἐκπορεύεσθαι καὶ εἰς τὴν αὐτὴν ἔννοιαν ἀποβλεπόντων ἁπάντων ἐν διαφόροις ταῖς λέξεσιν, οἱ μὲν Γραικοί διισχυρίσαντο, ὅτι τοῦθ’, ὅπερ λέγουσι, τὸ πνεῦμα τὸ ἅγιον ἐκ τοῦ πατρός ἐκπορεύεσθαι, οὐ ταύτῃ τῇ διανοίᾳ προφέρουσιν, ὥστε αὐτοὺς τὸν υἱόν ἀποκλείειν, ἀλλ’ ἐπειδήπερ αὐτοῖς ἐδόκει, φασί, τοὺς Λατίνους διαβεβαιοῦσθαι, τὸ πνεῦμα τὸ ἅγιον ἐκ τοῦ πατρός καὶ τοῦ υἱοῦ ὡς ἀπὸ δύο ἀρχῶν καὶ δύο πνεύσεων ἐκπορεύεσθαι, διὰ τοῦτ’ ἐφυλάξαντο λέγειν, τὸ πνεῦμα τὸ ἅγιον ἐκπορεύεσθαι ἐκ πατρός καὶ υἱοῦ˙ οἱ δὲ Λατῖνοι διαβεβαιώσαντο, μὴ κατά ταύτην τὴν διάνοιαν σφᾶς αὐτοὺς λέγειν, τὸ πνεῦμα τὸ ἅγιον ἐκ πατρός καὶ υἱοῦ ἐκπορεύεσθαι, ὡς ἀποκλείειν τὸν πατέρα τοῦ εἶναι πηγήν καὶ ἀρχήν ὅλης τῆς θεότητος, τοῦ υἱοῦ δηλονότι καὶ τοῦ ἁγίου πνεύματος, ἤ ὅτι τὸ ἐκ τοῦ υἱοῦ ἐκπορεύεσθαι τὸ πνεῦμα τὸ ἅγιον ὁ υἱός οὐκ ἔχει παρά τοῦ πατρός, ἤ ὅτι δύο τιθέασιν εἶναι ἀρχάς ἤ δύο πνεύσεις, ἀλλ’ ἵνα μίαν μόνην δηλώσωσιν εἶναι ἀρχήν καὶ μοναδικήν προβολήν τοῦ ἁγίου πνεύματος, καθώς μέχρι τοῦδε διισχυρίσαντο. ἐπειδή δὲ τούτων ἁπάντων μία καὶ ἡ αὐτή τῆς ἀληθείας, συνάγεται ἔννοια, τέλος εἰς τὴν ὑπογεγραμμένην ἁγίαν καὶ θεοφιλῆ τῇ αὐτῇ διανοίᾳ καὶ τῷ αὐτῷ νοί συνεφώνησαν, καὶ συνῄνεσαν ὁμοδομαδόν ἕνωσιν.

Ἐν τῷ ὀνόματι τοίνυν τῆς ἁγίας τριάδος, τοῦ πατρός καὶ τοῦ υἱοῦ καὶ τοῦ ἁγίου πνεύματος, ταύτης τῆς ἱερᾶς καὶ οἰκουμενικῆς τῆς ἐν Φλωρεντείᾳ ἐπιψηφιζομένης συνόδου ὁρίζομεν, ἵνα αὕτη ἡ τῆς πίστεως ἀλήθεια ὑπὸ πάντων τῶν χριστιανῶν πιστευθείη τε καὶ ἀποδεχθείη, καὶ οὕτω πάντες ὁμολογῶσιν, ὅτι τὸ πνεῦμα τὸ ἅγιον ἐκ τοῦ πατρός καὶ τοῦ υἱοῦ ἀιδίως ἐστί, καὶ τὴν ἑαυτοῦ οὐσίαν καὶ τὸ ὑπαρκτικόν αὐτοῦ εἶναι ἔχει ἐκ τοῦ πατρός ἅμα καὶ τοῦ υἱοῦ καὶ ἐξ ἀμφοτέρων ἀιδίως, ὡς ἀπὸ μιᾶς ἀρχῆς καὶ μοναδικῆς προβολῆς ἐκπορεύεται, διασαφοῦντες, ὅτι τοῦθ’ ὅπερ οἱ ἅγιοι διδάσκαλοι καὶ πατέρες ἐκ τοῦ πατρός διὰ τοῦ υἱοῦ ἐκπορεύεσθαι λέγουσι τὸ πνεῦμα τὸ ἅγιον, εἰς ταύτην φέρει τὴν ἔννοιαν, ὥστε διὰ τούτων δηλοῦσθαι, καὶ τὸν υἱόν εἶναι, κατά μὲν τοὺς Γραικούς αἰτίαν, κατά δὲ τοὺς Λατίνους, ἀρχήν τῆς τοῦ ἁγίου πνεύματος ὑπάρξεως, ὥσπερ καὶ τὸν πατέρα, καὶ ἐπεί πάντα, ὅσα ἐστὶ τοῦ πατρός, αὐτὸς ὁ πατήρ τῷ μονογενεῖ αὐτοῦ υἱῷ ἐν τῷ γεννᾶν δέδωκε, πλήν τοῦ εἶναι πατέρα, τοῦτ’ αὐτό, ὅτι τὸ πνεῦμα τὸ ἅγιον ἐκ τοῦ υἱοῦ ἐκπορεύεται, αὐτὸς ὁ υἱός παρά τοῦ πατρός ἀιδίως ἔχει, ἀφ’ οὗ ἀιδίως καὶ γεγέννηται.

Ἔτι διοριζόμεθα, τὴν τῶν ῥημάτων ἐκείνων ἀνάπτυξιν, τὴν “καί έκ τοῦ υἱοῦ” χάριν τοῦ τὴν ἀλήθειαν σαφηνισθῆναι, ἀνάγκης τε τότε ἐπικειμένης, θεμιτῶς τε καὶ εὐλόγως ἐν τῷ συμβόλῳ προστεθῆναι.

Ἔτι ἐν ἀζύμῳ ἤ ἐνζύμῳ ἄρτῳ σιτίνῳ τὸ τοῦ Χριστοῦ σῶμα τελεῖσθαι ἀληθῶς, τοὺς τε ἱερεῖς ἐν θατέρῳ αὐτὸ τὸ σῶμα τοῦ κυρίου ὀφείλειν τελεῖν, ἕκαστον δηλονότι κατά τὴν τῆς ἰδίας ἐκκλησίας, εἴτε δυτικῆς, εἴτε ἀνατολικῆς, συνήθειαν.

Ἔτι ἐὰν οἱ ἀληθῶς μετανοήσαντες ἀποθάνωσιν ἐν τοῦ θεοῦ ἀγάπῃ, πρὶν τοῖς ἀξίοις τῆς μετανοίας καρποῖς ἱκανοποιῆσαι περί τῶν ἡμαρτημένων ὁμοῦ καὶ ἠμελημένων, τὰς τούτων ψυχάς καθαρτικαῖς τιμωρίαις καθαίρεσθαι μετά θάνατον, ὥστε δὲ ἀποκουφίζεσθαι αὐτὰς τῶν τοιούτων τιμωριῶν, λυσιτελεῖν αὐταῖς τὰς τῶν ζώντων πιστῶν ἐπικουρίας, δηλονότι τὰς ἱεράς θυσίας καὶ εὐχάς καὶ ἐλεημοσύνας καὶ τἄλλα τῆς εὐσεβείας ἔργα, ἅτινα παρά τῶν πιστῶν ὑπὲρ ἄλλων πιστῶν εἴωθε γίνεσθαι κατά τὰ τῆς ἐκκλησίας διατάγματα.

Ἐκείνων δὲ τὰς ψυχάς, οἵτινες μετά τὸ βαπτισθῆναι οὐδεμιᾷ ὅλως τῆς ἁμαρτίας κηλῖδι ὑπέπεσον ἤ ἔτι τὰς μετά τὸ ἐφελκύσασθαι τὴν τῆς ἁμαρτίας κηλῖδα, εἴτε ἐν τοῖς αὐτῶν σώμασιν, εἴτε μετά τὸ τὰ σώματα ἀποδυσασθαι, ὡς προείρηται, καθαρθείσας, εἰς οὐρανόν εὐθὺς προσλαμβάνεσθαι καὶ καθαρῶς θεωρεῖν αὐτὸν τὸν ἕνα καὶ τρισυπόστατον θεόν, καθώς ἐστίν, ἕτερον μέντοι ἑτέρου τελεώτερον κατά τὴν τῶν βεβιωμένων ἀξίαν, τὰς δὲ ψυχάς τῶν ἐν τῇ κατ’ ἐνέργειαν θανασίμῳ ἁμαρτίᾳ ἤ καὶ ἐν μόνῃ τῇ προπατορικῇ ἀποβιουντων, εὐθέως καταβαίνειν εἰς ᾃδην, τιμωρίαις ὅμως ἀνίσοις τιμωρηθησομένας.

Ἔτι ὁρίζομεν, τὴν ἁγίαν ἀποστολικήν καθέδραν καὶ τὸν ῥωμαϊκόν ἀρχιερέα εἰς πᾶσαν τὴν οἰκουμένην τὸ πρωτεῖον κατέχειν, αὐτὸν τε τὸν ῥωμαϊκόν ἀρχιερέα διάδοχον εἶναι τοῦ μακαρίου Πέτρου, τοῦ κορυφαίου τῶν ἀποστόλων, καὶ ἀληθῆ τοποτηρητήν τοῦ Χριστοῦ καὶ πάσης τῆς ἐκκλησίας κεφαλήν καὶ πάντων τῶν χριστιανῶν πατέρα καὶ διδάσκαλον ὑπάρχειν καὶ αὐτῷ ἐν τῷ μακαρίῳ Πέτρῳ τοῦ ποιμαίνειν καὶ διιθύνειν καὶ κυβερνᾶν τὴν καθολικήν ἐκκλησίαν ὑπὸ τοῦ κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ πλήρη ἐξουσίαν παραδεδόσθαι, καθ’ ὅν τρόπον καὶ ἐν τοῖς πρακτικοῖς τῶν οἰκουμενικῶν συνόδων καὶ τοῖς ἱεροῖς κανόσι διαλαμβάνεται.

Ἀνανεοῦντες ἔτι καὶ τὴν ἐν τοῖς κανόσι παραδεδομένην τάξιν τῶν λοιπῶν σεβασμίων πατριαρχῶν, ὥστε τὸν Κωνσταντινουπόλεως πατριάρχην δεύτερον εἶναι μετά τον ἁγιώτατον πάπαν τῆς Ῥώμης, τρίτον δὲ τὸν τῆς Ἀλεξανδρείας, τέταρτον δὲ τὸν τῆς Ἀντιοχείας καὶ πέμπτον τὸν τῶν Ἱεροσολύμων, σωζομένων δηλαδή καὶ τῶν προνομίων ἁπάντων καὶ δικαίων αὐτῶν.

Ἐδόθη ἐν τῇ Φλωρεντείᾳ ἐν συνελεύσει δημοσίᾳ συνοδικῇ ἑορτασίμως ἐν τῇ μεγάλῃ ἐκκλησίᾳ τελεσθείσῃ ἔτει τῆς κυριακῆς ἐνανθρωπήσεως χιλιοστῷ τετρακοσιοστῷ τριακοστῷ ἐνάτῳ, ἕκτη τῷ ἰουλίῳ, τῆς ἀρχιερατείας ἡμῶν ἔτει ἐνάτῳ.

Ἰωάννης ἐν Χριστῷ τῷ θεῷ πιστός βασιλεύς καὶ αὐτοκράτωρ Ῥωμαίων, ὁ Παλαιολόγος.

Αἱ κατωγεγραμμέναι ὐπογραφαί εἰσί τῶν ἀνατολικῶν πατέρων τῶν ἀκολουθησάντων τῷ γαληνοτάτῳ κυρίῳ τῷ βασιλεῖ εἰς βεβαίωσιν τῆς ἁγίας ἑνώσεως τῶν ἐκκλησιῶν τοῦ Χριστοῦ.

Ὁ ταπεινός μετροπολίτης Ἡρακλείας, ὁ λογἀς τῶν αἰδεσίμων καὶ ἀρχιερεύς πάσης Θρᾴκης καὶ Μακεδονίας καὶ τοποτηρητής τῆς ἀποστολικῆς καθέδρας τοῦ ἁγιωτάτου πατριάρχου Ἀλεξανδρείας Φιλοθέου, Ἀντώνιος, ἀποφἠνας ὑπέγραψα.

Ὁ τοποτηρητής τῆς αὐτῆς ἀποστολικῆς καθέδρας τοῦ πατριάρχου Ἀλεξανδρείας καὶ κυρίου μου κυρίου Φιλοθέου καὶ πρωτοσύγγελος πνευματικός Γρηγόριος ἱερομόναχος ὑπέγραψα.

Ἰσίδωρος, μητροπολίτης Κιαίβου καὶ πάσης Ῥωσίας καὶ τοποτηρητής τῆς ἀποστολικῆς καθέδρας τοῦ ἁγιωτάτου πατριάρχου Ἀντιοχείας, κυρίου Δωροθέου, ἀρκετός ὑπέγραψα.

Ὁ ταπεινός μητροπολίτης Μονεμβασίας καὶ τοποτηρητής τῆς ἀποστολικῆς καθέδρας τοῦ ἁγιωτάτου πατριάρχου Ἱεροσολύμων Ἰωακείμ, Δοσίθεος, ἀρκετός ὑπέγραψα.

Ὁ ταπεινός μητροπολίτης Τραπεζοῦντος, και τον τόπον ἐπέχων τοῦ Καισαρείας, Δωρόθεος αρκετός ὑπέγραψα.

Βησσαρίων ἐλέῳ θεοῦ ἀρχιεπίσκοπος Νικαίας, και τον τόπον ἐπέχων τοῦ Σάρδεων, ἀρκετός ὑπέγραψα.

Ὁ ταπεινός μητροπολίτης Νικομηδείας Μακάριος ὑπέγραψα.

Ὁ ταπεινός μητροπολίτης Τορνόβου, και τον τόπον ἐπέχων τοῦ Νικομηδείας, Ἰγνάτιος άρκετός ὑπέγραψα.

Ὁ ταπεινός μητροπολίτης Μιτυλήνης, καὶ τον τόπον ἐπέχων τοῦ Σίδης, Δωρόθεος ἀρκετός ὑπέγραψα.

Ὁ ταπεινός μητροπολίτης Μολδοβλαχίας, καὶ τον τόπον ἐπέχων τοῦ Σεβαστείας, Δαμιανός ἀρκετός ὑπέγραψα.

Ὁ ταπεινός μητροπολίτης Ἀμασείας Ἰωάσαφ ὑπέγραψα.

Ὁ ταπεινός μητροπολίτης Ῥόδου Ναθαναήλ καὶ τῶν Κυκλάδων νήσων ὑπέγραψα.

Ὁ ταπεινός μητροπολίτης Δρίστρας Κάλλιστος ὑπέγραψα.

Ὁ ταπεινός μητροπολίτης Γάνου Γεννάδιος ὑπέγραψα.

Ὁ ταπεινός μητροπολίτης Μελενίκου Ματθαῖος ὑπέγραψα.

Ὁ ταπεινός μητροπολίτης Δράμας Δοσίθεος ὑπέγραψα.

Ὁ ταπεινός μητροπολίτης Ἀγχιάλου Σωφρόνιος ἀρκετός ὑπέγραψα.

Βησσαρίων Νικαίας δι’ ἐπιτροπῆς γεγραμμένης παρά τοῦ μεγάλου σακελλαρίου Μανουήλ διακόνου τοῦ Χρυσοκούκη, ὅστις ἑαυτόν πιθανόν ὁμοῦ ἐσημείωσεν, ὑπὲρ ἐκείνου ἐνταῦθα αὐτὸν ἐξηγούμενος τῆς αὐτῆς δόξης και τοῦ αὐτοῦ νοῦ καὶ αὐτὸν μεθ’ ἡμῶν ὑπάρχεινι καὶ ταῦτα πάντα ἀκολουθεῖν, ὑπέγραψα.

Ὁ μέγας σκευοφύλαξ διάκονος Θεόδωρος ὁ Ξανθόπουλος ὑπέγραψα.

Ὁ μέγας χαρτοφύλαξ καὶ ἀρχιδιάκονος Μιχαήλ ὁ Βαλσαμών ὑπέγραψα.

Ὁ μέγας ἐκκλησιάρχης καὶ δικαιοφύλαξ διάκονος Σίλβεστρος ὁ Συρόπουλος ὑπέγραψα.

Ὁ πρωτέκδικος διάκονος Γεώργιος ὁ Καππάδοξ ὑπέγραψα.

Ὁ πρωτοπαπᾶς Κωνσταντῖνος καὶ τοποτηρητής τοῦ Μολδοβλαχίας ὑπέγραψα.

Ὁ ἐκκλησιάρχης τῆς τιμίας μονῆς ἁγίας καὶ βασιλικῆς τοῦ ἁγίου ὅρους τῆς μεγάλης Λαύρας, καὶ τοποτηρητής τῆς αὐτῆς μονῆς Μωσῆς ἱερομόναχος ὑπέγραψα.

Ὁ ποτέ ἡγούμενος τῆς Περιβλέπτου Ἀθανάσιος ὑπέγραψα.

Ὁ ἡγούμενος τῆς ἁγίας μονῆς τοῦ Παντοκράτορος Γερόντιος ἱερομόναχος ὑπέγραψα.

Ὁ ποτέ ἡγούμενος τοῦ ἁγίου Βασιλείου Γερμανός ὑπέγραψα.

Παχώμιος ἱερομόναχος καὶ ἀββᾶς τοῦ Παύλου ἀρκετός ὑπέγραψα.»

Tο πρωτότυπο διασώζεται ακόμη στη Biblioteca Medicea-Laurenziana στην Cassetta Cesarini, αριθ. 1, η οποία τώρα «εκτίθεται κάτω από γυαλί», όπως σημειώνει ο Hofmann, Epistolae pontificiae, II (1944). σελ. vii-viii. Πρβλ. Dölger, Regesten, μέρος 5, αριθ. 3486, σελ. 126.

Σύμφωνα με τα Acta graeca, επιμ. Gill, II, 471-72, οι Έλληνες (και οι Λατίνοι) υπέγραψαν πέντε ακόμη αντίγραφα τού διατάγματος στις 20 και 21 Ιουλίου (1439).

Ο Συρόπουλος γράφει ότι ο πάπας ήθελε πέντε αντίγραφα, αλλά η κούρτη συμβιβάστηκε για τέσσερα, Memoires, X, 25, επιμ. Laurent (1971), σελ. 510, 512:

Αφού έγινε η ένωση, ζητούσε ο αυτοκράτορας το οφειλόμενο σιτηρέσιο και δεν κατόρθωνε τίποτε. Όταν δόθηκε και η συμβουλή αυτή, ζήτησε το σιτηρέσιο πιο συστηματικά και εσπευσμένα. Και ο πάπας αποκρίθηκε: «Το μεν σιτηρέσιο ετοιμάζεται και θα δοθεί, αλλά είναι ανάγκη να γραφεί η απόφαση τής συνόδου σε άλλα πέντε αντίγραφα και να υπογραφούν αυτά ως πρωτότυπα, ώστε να πάρετε και εσείς το ένα και να στείλουμε τα υπόλοιπα σε δικούς μας βασιλείς». Ρώτησε λοιπόν ο αυτοκράτορας: «Γιατί χρειάζονται πέντε; Αρκούν δύo, να πάρουμε εμείς το ένα και να έχετε εσείς το άλλο». Και οι άνθρωποι τού πάπα είπαν: «Υπάρχει ανάγκη να φτιαχτούν τουλάχιστον τέσσερα», πράγμα που έγινε.

«Μετὰ δὲ τὸ τελεσθῆναι τὴν ἕνωσιν ἀπῄτει τὸ οφειλόμενον σιτηρέσιον ὁ βασιλεύς, ἤνυε δὲ οὐδὲν. δοθείσης δὲ καὶ τῆς συμβουλῆς ταύτης, ἐπιμελέστερον ἀπῄτησε τὸ σιτηρέσιον καὶ σπουδαιότερον. ὁ δὲ πάπας ἀπεκρίνατο, ὅτι τὸ μὲν σιτηρέσιον ἑτοιμάζεται καὶ δοθήσεται, χρεία δὲ ἐστὶν ἵνα μεταγραφῇ ὁ ὅρος καὶ ἕτεροι πέντε ἴσοι ὅροι ὑπογεγραμμένοι ὡς πρωτότυποι, ὡς ἄν λάβητε ὑμεῖς ἕνα ἐξ αὐτῶν, τοὺς δὲ λοιποὺς στείλωμεν εἰς ἡμετέρους ρἡγας. ἔφη οὖν ὁ βασιλεύς, τὶς ἐστὶ χρεία τῶν πέντε; ἀρκοῦσι δύo, ἵνα λαβωμεν ἡμεῖς τὸν ἕνα καὶ ἔχητε καὶ ὑμεῖς τὸν ἕτερον. οἱ δ’ ἐκ τοῦ πάπα εἶπον, ἀνάγκη ἐστὶν ἵνα τὸ ἕλαττον τέσσαρες, ὅ καὶ γέγονεν.»

Μάλιστα εκατοντάδες αντίγραφα ετοιμάστηκαν και διανεμήθηκαν ανυπόγραφα ή με υπογραφές που προστέθηκαν για επαλήθευση τού γεγονότος. Στις 2 Αυγούστου 1439 ο Φραντσέσκο Κοντουλμέρ, ο καρδινάλιος-ταμίας (camerarius), διέταξε την πληρωμή δεκαεννέα φλουριών στον νοτάριο Αρνόλντο «για τριακόσια δέκα αντίγραφα τού διατάγματος τής αγιώτατης ένωσης που έγινε με τούς Έλληνες, για αποστολή σε διάφορα μέρη τού κόσμου» (pro trecentis decem copiis decreti sanctissime unionis Grecorum factis pro mittendo ad nonnullas mundi partes) [Acta camerae apostolicae (1950), αριθ. 82, σελ. 71]. O Hofmann, Epp. pontificiae, II, σελ. viii-ix, έχει εντοπίσει δεκαοκτώ αντίγραφα με πρωτότυπες ή άλλες υπογραφές.

[←75]

Συρόπουλος, Memoires, V, 3, επιμ. Laurent (1971), σελ. 258:

Ύστερα από λίγες ημέρες τούς ειδοποίησαν ξανά για το ίδιο πράγμα και οι δικοί μας, ενώ στα λόγια έλεγαν ότι θα το κάνουν, το απέφευγαν. Κάποια από αυτές τις ημέρες είπε ο πατριάρχης προς όλους εμάς: «Αν καλέσουν οι παπικοί κάποιους από εσάς σε γεύμα, να μην πάτε». Κάλεσε λοιπόν ο Ιουλιανός τόν μεγάλο χαρτοφύλακα καί μένα καί αρνηθήκαμε ευγενικά την πρόσκληση. Είχε καλέσει πριν από εμάς τον Νικαίας, τόν σοφό Γεμιστό καί τόν Αμηρούτζη και κατά τη διάρκεια τού γεύματος πρότεινε στους δικούς μας διάφορα φιλοσοφικά προβλήματα, στα οποία αυτοί τού έδωσαν επαρκείς απαντήσεις. Υστερα κάλεσε σε δείπνο τον Εφέσου, μαζί με τον αδελφό του τον νομοφύλακα και τον Μυτιλήνης. Αυτοί οι δύο είχαν παρακινήσει και τον Εφέσου και παίρνοντάς τον πήγαν στην κατοικία τού Ιουλιανού. Κατά τη συνήθειά τους οι Λατίνοι μιλούσαν στον Εφέσου μέσω διερμηνέα.

«Καί μεθ’ ἡμέρας τινάς αὖθις περί τούτου διεμηνύσατο. οἱ δὲ ἡμέτεροι λόγοις μὲν ἔλεγον τοῦτο ποιήσειν, ἔργοις δὲ ἐπελανθάνοντο. μεταξύ δὲ τῶν ἡμερῶν τούτων εἶπεν ὁ πατριάρχης πρὸς ἡμᾶς πάντας, ὅτι εἰ καλέσουσί που ἡμᾶς πρὸς ἑστίασιν, μὴ ἀπέλθετε. κέκληκεν οὖν ὁ Ἰουλιανός τὸν μέγαν χαρτοφύλακα καὶ ἐμέ, καὶ παρεκρουσάμεθα ὡς οἷόν τε ἦν εὐπρεπῶς τὴν τοιαύτην πρόσκλησιν. κέκληκέ τε πρὸ ἡμῶν τὸν Νικαίας, τὸν σοφόν Γεμιστόν, καὶ τὸν Ἀμηρούτζην, καὶ ἐν τῷ ἀρίστῳ φιλόσοφα προβλήματα προέτεινε πρὸς τοὺς ἡμετέρους, καὶ οὗτοι ἀρκούντως τὰς λύσεις τούτων ἐπεξειργάζοντο. ὕστερον δὲ καὶ τὸν Ἐφέσου μετά τοῦ ἀδελφοῦ αὐτοῦ τοῦ νομοφύλακος, καὶ τὸν Μιτυλήνης κέκληκεν εἰς εὐωχίαν. οὗτοι γοῦν οἱ δύο παρεκίνησαν καὶ τὸν Ἐφέσου, καὶ λαβόντες αὐτὸν εἰς τοῦ Ἰουλιανοῦ παρεγένοντο. κατά γοῦν τὸ ἔθος αὐτῶν ὡμίλουν λογικῶς μετά τοῦ Ἐφέσου διὰ μεταγλωττιστοῦ.»

[←76]

Συρόπουλος, Memoires, VI, 42, επιμ. Laurent (1971), σελ. 338:

Στις 18 Νοεμβρίου ημέρα Τρίτη έγινε ενδέκατη συνεδρίαση, στην οποία ο πνευματικός και ο Αμηρούτζης, μαζί με έναν ακόμη, απομακρύνθηκαν και κάθησαν στην ανατολικότερη γωνία τού τρικλίνου, πίσω απ΄ όλους και μακριά και απέναντι από τον Εφέσου, τού οποίου ειρωνεύονταν τα λεγόμενα, κρυ-φογελώντας και κοροϊδεύοντας. Με αυτό τον τρόπο υποστήριζαν και βοηθούσαν οι δικοί μας τον υπερασπιστή τής εκκλησίας μας, που αγωνιζόταν στον στίβο για την ευσέβεια.

«Τῇ ιη’ τοῦ Νοεμβρίου ἡμέρᾳ γ’ ἐγένετο συνέλευσις ια’, καθ’ ἥν ὁ πνευματικός καὶ ὁ Ἀμηρούντζης μεθ’ ἑτέρου τινός ἀπελθόντες, ἐκάθισαν ἐν τῇ ἀνατολικωτέρᾳ γωνίᾳ τοῦ τρικλίνου, ὄπισθεν μὲν πάντων καὶ πόρρω ἀπέναντι δὲ τοῦ Ἐφέσου, τὰ παρ’ αὐτοῦ λεγόμενα εἰρωνευόμενοι καὶ ὑπ’ ὀδόντα γελῶντες τε καὶ ἐμπαίζοντες. οὕτω συνηγόρουν καὶ συνηγωνίζοντο οἱ ἡμέτεροι τῷ τῆς ἡμῶν ἐκκλησίας προασπιστῇ, ἐν τῷ σταδίῳ ὑπὲρ εὐσεβείας ἀγωνιζομένῳ.»

[←77]

Iorga, Notes et extraits, II (Παρίσι, 1900), 1-20 (μέχρι το έτος 1440). Ο Iorga έχει δημοσιεύσει εδώ πολλές εντολές (mandata) τού παπικού ταμείου (διατηρούνται στο Arch. di Stato di Roma, Mandata, Regs. 828-30). O Fr. Hofmann έχει παρακολουθήσει την πληρωμή αυτών των εντολών στους λογαριασμούς παπικών εσόδων και δαπανών [Arch. Segr. Vaticano, Introitus et exitus, Regs. 402, 40-1, 406, 408, 410] στο βιβλίο του Acta camerae apostolicae (πρβλ. σημείωση 66), όπου μερικά έγγραφα ήδη διαθέσιμα στον Iorga έχουν ανατυπωθεί μαζί με αριθμό άλλων, που ο τελευταίος δεν είχε εντοπίσει.

Ο μητροπολίτης Ισίδωρος είχε φύγει από τη Μόσχα με περισσότερα από εκατό άτομα στην ακολουθία του στις 8 Σεπτεμβρίου 1437 στο ταξίδι του προς τη Ρίγα και από εκεί μέσω μιας δεκάδας γερμανικών πόλεων, τού Τρεντ και τής Πάδουας στη Φερράρα, στην οποία μπήκε στις 18 Αυγούστου 1438. Βλέπε Jan Krajcar, «Metropolitan Isidore’s Journey {Khozenie) to the Council of Florence», Orientalia Christiana periodica, XXXVIII (1972), 367-87. O Ισίδωρος επέστρεψε στη Μόσχα στις 19 Σεπτεμβρίου 1440. Για το θέμα αυτό βλέπε επίσης Krajca στη μελέτη «Simeon of Suzdal’s account of the Council of Florence», στο ίδιο, XXXIX (1973), 103-30. Η περιγραφή τού Συμεών, που διασώζεται σε τρεις κριτικές αναθεωρήσεις, είναι ιστορικά άχρηστη, αλλά απέκτησε πολιτική επιρροή στη Ρωσία ως αντι-λατινική πραγματεία.

[←78]

«A Francescho di Ghuccio, maziere de Singnori, grossi quaranta, per ispese per lui fatte e che ara affare di mandare a Prato e a Pistoia e innantri luoghi chollo ‘nperadore de Greci e cho messere Agnolo Acciaiuoli» [Iorga, Notes et extraits, II, 34, από τα «Uscita», Reg. 269, φύλλο 49, όχι στον Hofmann]. Οι Ελληνικές Πράξεις τής συνόδου τής Φλωρεντίας, που δίνουν κάποιες πληροφορίες για τις δραστηριότητες τού αυτοκράτορα Ιωάννη, δεν αναφέρουν γεγονότα μεταξύ 21 Ιουλίου και 13 Αυγούστου και συνεπώς δεν περιλαμβάνουν αναφορά στο ταξίδι αυτό στο Πράτο και την Πιστόια. Jos. Gill (επιμ.), Quae supersunt actorum graecorum Concilii Florentini, Conc. Florent., Docc. et scripp., σειρά B. τόμ. V, fascs. i-ii (Ρώμη, 1953), II, 471-72.

[←79]

«A Francescho di Ghuccio, maziere, per resto di spese per lui fatte innandare a Prato e a Pistoia, chome ser Angnolo Acciaiuoli, quamdo achonpangno lo ‘nperadore de’ Greci, grossi quattordici p.». Iorga, Notes et extraits, II, 34, από τα «Uscita», Reg. 270, φύλλο 38, όχι στον Hofmann. Θεωρώ ότι το σημείο p σημαίνει di piccioli.

[←80]

Πρβλ. το Inventari dei manascritti dalle biblioteche d’ Italia, X (Forli, 1900), 134-35, όπου αναλύονται τα περιεχόμενα τού χειρογράφου. Είμαι υπόχρεος στον Dr. Cesare Olschki, για τη βοήθειά του να πάρω πλήρες μικροφίλμ αυτού τού χειρογράφου.

[←81]

Tο έγγραφο αυτό πρωτοδημοσιεύτηκε από τον Pietro Ferrato, Relazione di Giovanni de’ Pigli da Peretola intorno a un viaggio dell’ imperatore di Costantinopoli fatto nel 1439 (Μπολώνια, 1807), από τον οποίο αναδημοσιεύθηκε με ελληνική μετάφραση από τον Σπ. Π. Λάμπρο, «Mία ἡμέρα Ἰωάννου τοῦ Παλαιολόγου ἐν Περετόλῃ τῆς Τοσκάνης», Δελτίον ταῆς Ἱστορικῆς και Ἐθνολογικῆς Ἑταιρίας τῆς Ἑλλάδος, VI (Αθήνα. 1901), 351-57. Εφοδιασμένος στη συνέχεια με βελτιωμένο αλλά ελαττωματικό ακόμη ιταλικό κείμενο, ο Λάμπρος, ο οποίος προφανώς δεν είδε ποτέ το χειρόγραφο, το ανατύπωσε στο βιβλίο του Παλαιολόγεια και Πελοποννησιακά, ΙΙΙ (Αθήνα. 1026), 327-20, όπου δίνει λάθος χρονολογία (1438 αντί για 1439) τόσο στον τίτλο όσο και στην πρώτη φράση τού κειμένου. Ο Λάμπρος σημειώνει ότι ο συνοπτικός σχολιασμός τού Ferrato είναι ανακριβής, αλλά και ο δικός τού είναι επίσης πολύ μικρός και δεν περιλαμβάνει τις αναφορές που παρέχονται πιο πάνω στις εγγραφές τις οποίες δημοσίευσε ο Iorga από τα φλωρεντινά «Uscita», καταγράφοντας τις πληρωμές τής Σινιορίας για τις δαπάνες τού αυτοκράτορα στο ταξίδι στην Πιστόια και το Πράτο. Tο κείμενο επανεπιμελήθηκε ο Setton, στο Speculum XXXIII, 225-26. Mετά την περιγραφή τής ημέρας τού αυτοκράτορα στην Περέτολα, ο Giovanni de’ Pigli παρέχει κάποιες σημειώσεις για μέλη τής οικογένειάς του και τούς τόπους ταφής τους [φύλλα 110 και εξής].

[←82]

Ο Άντζελο ντι Τζάκοπο ντι Ντονάτο Ατσαγιόλι ήταν δεύτερος ξάδελφος τού Αντόνιο Α’ Ατσαγιόλι, Φλωρεντινού δούκα τής Αθήνας (πέθανε το 1435) και πρώτος ξάδελφος των δουκών Νέριο Β΄ και Αντόνιο Β΄. Ο Άντζελο ήταν οπαδός των Μεδίκων και εξορίστηκε στην Κεφαλονιά το 1433, όταν οι Ρινάλντο ντέλλι Αλμπίτσι και Πάλλα Στρότσι έδιωξαν τον Κόσιμο Μέδικο από τη Φλωρεντία. Chav Ηopf, Chroniques gréco-romanes inedites ou peu connues, Βερολίνο, 1873, σελ. 476. Wm. Miller, Latins in the Levant, Λονδίνο, 1908, σελ. 400. K. M. Setton. Catalan Domination of Αthens, 1311-1388, αναθ. εκδ., Λονδίνο, 1975, σελ. 205, 208. Πρβλ. Vespasiano da Bisticci, «Commentario della vita di Messer Agnolo Acciaiuoli» στο Archivio storico italiano, τόμ. IV, μέρος 1 (1843), σελ. 339-61 (όπου γράφονται πολλά για τις διπλωματικές δταστηριότητες τού Άντζελο, αλλά ο Vespasiano δεν γνώριζε τίποτε γι’ αυτό το επεισόδιο και Niccolò Machiavelli, Istorie fiorentine, βιβλίο iv, κεφ. xxx, επιμ. Plinio Carli, I (Φλωρεντία, 1927), 227-29.

[←83]

Στον καθεδρικό (Duomo) τού Πράτο υπάρχει ακόμη ο Άμβωνας τής Αγίας Ζώνης από τούς Donatello και Michelozzo (1439), ενώ εξωτερικά τού αριστερού διαδρόμου βρίσκεται το παρεκκλήσιο τής Αγίας Ζώνης με τοιχογραφίες τού Angelo Gaddi (1367).

[←84]

Αναφορές στην κακή κατάσταση τής υγείας τού αυτοκράτορα Ιωάννη υπάρχουν στις Ελληνικές Πράξεις (Πρακτικά) τής συνόδου τής Φλωρεντίας, στις ημερομηνίες 29 Aπριλίου και 10-13 Μαΐου 1439 [Jos. Gill (επιμ.), Acta graeca, II, 414, 417 και πρβλ. Gill στο Orient. Christ. periodica. XIV, 314, 315, 345].

[←85]

Αυτή η γοητευτική εικόνα τού αυτοκράτορα Ιωάννη βρίσκεται σε αντίθεση με τη μάλλον σκληρή και προκατειλημμένη περιγραφή που έχουμε γι’ αυτόν στα Απομνημονεύματα τού Συρόπουλου.

[←86]

Συρόπουλος, Memoires, XI, 4, 12-25, επιμ. Laurent, σελ. 524-44:

Την επομένη, που ήταν 1η Φεβρουαρίου 1440, ημέρα Δευτέρα τής Τυροφάγου, ήρθε πολύ πρωί ο δεσπότης κυρ Κωνσταντίνος με γαλέρα για να υποδεχθεί τον αυτοκράτορα, καθώς και άλλοι πολλοί από τούς άρχοντες και από τούς Γενουάτες και τούς Ενετούς.

«Τῇ δ’ ἐπιούσῃ ἥτις ἦν α’ τοῦ Φεβρουαρίου τῆς γ ἐπινεμήσεως, ἡμέρα Δευτέρα τῆς Τυροφάγου, ἅμα πρωΐ ἦλθεν ὁ δεσπότης κῦρος Κωνσταντῖνος μετά κατέργου εἰς ὑπαντήν τοῦ βασιλέως καὶ ἕτεροι πολλοί τῶν ἀρχόντων καὶ τῶν Γενουϊτῶν καὶ τῶν Βενετίκων.»

Πρβλ. Thiriet, Regestes, III, αριθ. 2507, 2510-13, σελ. 76-78.

[←87]

Epistolae pontificiae, II, αριθ. 220-21, ιδιαίτερα σελ. 119-21. Tα 12.000 φλουριά ήσαν

«για ανακούφιση εκεί [στην Κωνσταντινούπολη] με μερικούς τέτοιους βαλλιστές, με επιμέλεια τού εν λόγω κράτους, που θα προσφερθούν για ορισμένο χρονικό διάστημα».

(pro solutione ibidem [in Constantinopoli] fienda certis balistariis ad custodiam dicte civitatis pro certo tempore deputandis)

Πρβλ. γενικά Raymond de Roover, The Rise and Decline of the Medici Bank, 1397-1494, Νέα Υόρκη, 1966, σελ. 124, 194, 212-13, 217.

[←88]

Epistolae pontificiae, II, αριθ. 224, σελ. 123-38. Gill, Council of Florence, σελ. 306-8. Σημειώστε επίσης G. Hofmann και άλλοι, Orientalium documenta minora, Ρώμη, 1953, αριθ. 29-31, 35, σελ. 32-36, 45.

[←89]

Epistolae pontificiae, III, αριθ. 258, σελ. 45-65. Gill, Council of Florence, σελ. 325-26. Για το ιστορικό βλέπε Hofmann, Orientalium documenta minora, αριθ. 39, 41, 43. σελ. 53 και εξής.

[←90]

Αν δεν μετανοούσε (και δεν μετανόησε), ο Ευτύχιος Ε’, ο οποίος ονομαζόταν «Αμαδέος αντίχριστος» (Amadeus antichristus), έπρεπε να καταδικαστεί και να τιμωρηθεί μαζί με όλους τούς υποστηρικτές του ως σχισματικός, βλάσφημος, αιρετικός και προδότης [Epistolae pontificiae, III, αριθ. 238-39, σελ. 4-13, με ημερομηνία 23 Mαρτίου και 27 Μαΐου 1440].

[←91]

Raynaldus, Annales ecclesiastici ad ann. 1443, αριθ. 1-5 και εξής, τόμ. XVIII (Cologne. 1694), σελ. 273-75 και εξής. Pio Paschini, «Lodovico cardinale camerlengo e i suoi maneggi si no alia morte di Eugenio IV (1447)», Memorie storiche forogiuliesi, XXIV (1028), 62-63.

[←92]

Epistolae pontificiae, III, αριθ. 243, σελ. 17-21. Για τον Γκαρατόνε, που υπηρέτησε ως αρχιγραμματέας τού βαΐλου στην «Ενετική κούρτη στην Κωνσταντινούπολη» (curia Venetorum in Constantinopoli» [G. M. Thomas και R. Predelli, Diplomaτarium veneto-levantinum, II (1899, ανατυπ. 1965), αριθ. 178, σελ. 341, έγγραφο με ημερομηνία 30 Σεπτεμβρίου 1423], βλέπε την εξαιρετική μελέτη του Luigi Pesce, «Cristoforo Garatone trevigiano, nunzio di Eugenio IV», Rivista di storia della Chiesa in Italia, XXVIII (1974). 23-93.

Ως αποτέλεσμα τουλάχιστον έξι ετών διαμονής του στον Βόσπορο (1423-1428/29), ο Γκαρατόνε είχε αποκτήσει άριστη γνώση των ελληνικών και σημαντική συλλογή ελληνικών χειρογράφων, ιδιαίτερα κλασσικών συγγραφέων. Υπηρέτησε την Αγία Έδρα καλά και για μεγάλο διάστημα. Ο Ευγένιος τον χρησιμοποίησε σε έξι αποστολές στην Κωνσταντινούπολη τα έτη 1433, 1434, 1435, 1436 και 1437, από τις οποίες επέστρεψε στην Ιταλία με την ελληνική συνοδική αντιπροσωπεία στις αρχές τού 1438 και ύστερα γύρισε μαζί με τούς Έλληνες (ως παπικός νούντσιος) στο ταξίδι τής επιστροφής τους το 1439-1440. Ο Γκαρατόνε είχε επίσης σταλεί σε αποστολή στη Βασιλεία το 1435, ενώ τού ανατέθηκαν καθήκοντα παπικού συλλέκτη στην Κρήτη το 1444. Πήγε σε τέσσερις σταυροφορικές αποστολές στην Ουγγαρία το 1442, 1443, 1446 και 1448, όταν ήταν παρών στη μάχη τού Κοσσυφοπέδιου (17-19 Οκτωβρίου 1448), όπου σκοτώθηκε. Για την επιστολή τού πάπα τής 25ης Αυγούστου 1440, πρβλ. Pesce, ό. π., σελ. 78-79.

[←93]

Orientalium documenta minora, αριθ. 36, σελ. 45-47, Gill, Council of Florence, σελ. 350-51.

[←94]

Δούκας, Hist. byzantina, κεφ. 31, CSHB, Βόννη, σελ. 215-16 και επιμ. Grecu (1958), σελ. 269, 271:

Οι αρχιερείς κατέβηκαν αμέσως από τις γαλέρες και οι Κωνσταντινουπολίτες, όπως συνηθίζεται, τούς ασπάζονταν και τούς ρωτούσαν: «Πώς πήγαν οι υποθέσεις σας; Πώς πήγαν τα ζητήματα τής συνόδου; Επικρατήσαμε;» Κι εκείνοι απαντούσαν: «Ξεπουλήσαμε την πίστη μας. Ανταλλάξαμε την ευσέβεια με την ασέβεια προδίδοντας την καθαρή θυσία. Έχουμε γίνει αζυμίτες». Τέτοια και άλλα πιο αισχρά και βρώμικα λόγια έλεγαν. Μάλιστα ποιοι; Εκείνοι που υπέγραψαν την απόφαση, ο Ηρακλείας Αντώνιος και όλοι οι άλλοι. Κι όταν κάποιος τούς ρωτούσε «Τότε γιατί υπογράψατε;» έλεγαν «επειδή φοβηθήκαμε τούς Φράγκους». Κι όταν πάλι τούς ρωτούσαν: «Βασάνισαν οι Φράγκοι κανέναν; Τον μαστίγωσαν; Τον έβαλαν στη φυλακή;» έλεγαν «όχι». «Τότε γιατί;» «Αυτό το δεξί χέρι υπέγραψε», έλεγαν, «πρέπει να κοπεί. Η γλώσσα συμφώνησε. Πρέπει να ξερριζωθεί».

«…οἱ δὲ ἀρχιερεῖς εὐθέως ἀπὸ τῶν τριήρεων ἀποβάντες, καὶ οἱ τῆς Κωνσταντίνου κατά τὸ σύνηθες ἠσπάζοντο αὐτούς, ἐρωτῶντες “πῶς τὰ ὑμέτερα; πῶς τὰ τῆς συνόδου; εἰ ἄρα ἐτύχομεν τὴν νικῶσαν;” οἱ δὲ ἀπεκρίνοντο “πεπράκαμεν τὴν πίστιν ἡμῶν, ἀντηλλάξαμεν τῇ ἀσεβείᾳ τὴν εὐσέβειαν, προδόντες τὴν καθαράν θυσίαν ἀζυμῖται γεγόναμεν”. ταῦτα καὶ ἄλλα αἰσχρότερα καὶ ῥερυπασμένα λόγια, καὶ ταῦτα τίνες; οἱ ὑπογράψαντες ἐν τῷ ὅρῳ, ὁ Ἡρακλείας Ἀντώνιος καὶ οἱ πάντες. εἰ γὰρ τις πρὸς αὐτοὺς ἤρετο “καί διὰ τι ὑπεγράφετε;” ἔλεγον “φοβούμενοι τοὺς Φράγκους”. καὶ πάλιν ἐρωτῶντες αὐτοὺς εἰ ἐβασάνισαν οἱ Φράγκοι τινά, εἰ ἐμαστίγωσαν, εἰ εἰς φυλακήν ἔβαλον, οὐχί. ἀλλὰ πῶς; “ἡ δεξιά αὕτη ὑπέγραψεν” ἔλεγον “κοπήτω· ἡ γλῶττα ὡμολόγησεν, ἐκριζούσθω”.»

[←95]

Για τον Ισίδωρο τού Κιέβου βλέπε πιο πάνω, Κεφάλαιο 1, σημείωση 5. Για τον Βησσαρίωνα, που αποτελεί αντικείμενο μεγάλης βιβλιογραφίας, βλέπε Ludwig Mohler, Kardinal Bessarion als Theologe, Humanist und Staatsmann, 3 τόμοι, Πάντερμπορν, 1923-42, ανατυπ. Άαλεν και Πάντερμπορν, 1967. Ο Mohler, I, 56-191 και εξής, έχει ασχοληθεί εκτεταμένα με τη σύνοδο Φερράρας-Φλωρεντίας και τα επακόλουθά της.

[←96]

C. J. G. Turner, «George-Gennadius Scholarius and the Union of Florence», The Journal of Theological Studies, νέα σειρά, XVIII (1967), 83-103. Ο Γεννάδιος είχε γεννηθεί περί το 1403. Είχε μάθει λατινικά καλά σε νεαρή σχετικά ηλικία και ήταν εξοικειωμένος με τη θεολογία τού Θωμά Ακινάτη πριν τη σύνοδο τής Φερράρας-Φλωρεντίας. Υπερασπιζόταν τον Αριστοτέλη εναντίον τού Πλατωνιστή Γεωργίου Πλήθωνος Γεμιστού. Το Σχολάριος ήταν κανονικό όνομα, όχι τίτλος. Βλέπε Turner, «The Career of George-Gennadius Scholarius», Byzantion, XXXIX (1969-70), 420-55. Tα γεγονότα τού 1438-1439 στη Φερράρα και τη Φλωρεντία έχουν επιπτώσεις στην φιλοενωτικές και ανθενωτικές δραστηριότητες ακόμη και μέχρι τον παρόντα αιώνα. Πρβλ. Ihor Ševčenko, «Intellectual Repercussions of the Council of Florence», Church History, XXIV (1955), 291-323. Η θρησκευτική τύχη των Ελλήνων στην Ιταλία, από τη Βενετία μέχρι τη Γη τού Οτράντο (Terra d’ Otranto) τη Σικελία και τη Μάλτα επί περιόδου οκτώ περίπου αιώνων, εξετάζονται σε περισσότερα από πενήντα άρθρα στο La Chiesa greca in Italia dal VIII al XVI secolo: Atti del convegno storico inter-ecclesiale [που συγκλήθηκε στο Μπάρι από τις 30 Aπριλίου μέχρι τις 4 Μαΐου 1969], 3 τόμοι, Padua, 1972-73 (Italia sacra: Studi e documenti di storia ecclesiastica, τόμοι 20-22).

Όταν οι Ορθόδοξοι κληρικοί επέστρεψαν στην πατρίδα τους, είχαν να εξηγήσουν πολλά και η δημόσια μετάνοια αποτελούσε προφανώς τον στόχο για πολλούς από τούς Έλληνες κληρικούς που είχαν υπογράψει το φλωρεντινό διάταγμα τής ένωσης. Πρβλ. N. Γ. Πολίτη, «Η μετάνοια τού Συλβέστρου Συρόπουλου», Ἐπετηρίς Ἑταιρείας Βυζαντινῶν Σπουδῶν, XXXIX-XL (1972-73), 386-402, ο οποίος εντοπίζει το κείμενο μιας «μετάνοιας» όπως εκείνη τού ιστορικού τής συνόδου Συλβέστρου Συρόπουλου, που είχε υπογράψει το διάταγμα «απρόθυμα με το χέρι και όχι με την καρδιά του» (ἀλλά και ἄκων ὑπέγραψα ἐν τῷ ἐκεῖσε συντεθέντι ὅρῳ χειρί και οὐ γνώμῃ).

Σε μεταγενέστερα χρόνια ο Ιωάννης Ιωσήφ Πλουσιαδηνός (1429?-1500), ο Έλληνας επίσκοπος Μεθώνης (από το 1492), υπερασπιζόταν την ένωση τής Φλωρεντίας τόσο ανάμεσα στους Έλληνες τής γενέτειράς του Κρήτης όσο και ανάμεσα στους Έλληνες πρόσφυγες στην Ιταλία. Για τη σταδιοδρομία του βλέπε ιδιαίτερα M. Manoussakas, «Recherches sur la vie de Jean Plousiadénos (Joseph de Méthone)», Revue des études byzantines, XVII (1959), 28-51. Επίσης Manuel Candal, «La ‘Apologia’ del Plusiadeno a favor del Concilio de Florencia», Orientalia Christiana periodica, XXI (1955), 36-57 και Μαυροειδή-Πλουμίδη Φανή, «Έγγραφα αναφερόμενα στις έριδες των Ελλήνων τής Βενετίας στα τέλη τού ΙΕ΄ αιώνα», Thesaurismata, VIII (Βενετία, 1971), 115-87, με πολλά (Ενετικά) έγγραφα που αφορούν τον Πλουσιαδηνό.

[←97]

Μετά τον θάνατο τού Αλβέρτου Β΄, βασιλιά των Ρωμαίων και τής Ουγγαρίας, ο Λάντισλας Γ΄ τής Πολωνίας εκλέχτηκε βασιλιάς Ουγγαρίας στις 6 Μαρτίου 1440, όπως ο ίδιος ενημέρωσε τον πάπα Eυγένιο Δ’ την επόμενη μέρα [Codex epistolaris, 1-1 (1876, ανατυπ. 1965), αριθ.cxi, σελ. 119-21]. Οι τουρκο-oυγγρικοί πόλεμοι κατά τη διάρκεια τής σύντομης βασιλείας τού Ladislas (1440-1444), ιδιαίτερα η τουρκική πολιορκία τού Βελιγραδίου το 1440 και η ουγγρική «μακρά εκστρατεία» τού 1443 (πρβλ. πιο πάνω, σημείωση 54 και πιο κάτω, σημείωση 134), αποτελούν αντικείμενο ενός παλαιού αλλά ακόμη πολύ χρήσιμου άρθρου τού Alfons Huber, «Die Kriege zwischen Ungarn und den Türken, 1440-1443», Archiv für österreichische geschichte, LXVIII (1886), 159-207. Ενετικά έγγραφα σχετικά με τα σχέδια και τις δραστηριότητες των ευρωπαϊκών δυνάμεων «εναντίον των Τούρκων εχθρών τού σταυρού» (contra Teucros hostes crucis) κατά τη διάρκεια των ετών 1443-1444 είναι τώρα εύκολα διαθέσιμα στον Valentini, Acta Albaniae veneta, XVIII (1974), ο οποίος καλύπτει πολύ ευρύτερη περιοχή από αυτήν που υπονοεί ο τίτλος τής εργασίας του.

[←98]

Sen. Secreta, Reg. 15 (1439-1442), φύλλα 56-57 (57-58). Valentini, Acta Albaniae veneta, XVI (1972), αριθ. 3.945, σελ. 130-31:

«…Για το θέμα των Τούρκων μιλάμε … και είναι πασίγνωστο σε ολόκληρο τον κόσμο, ότι για λογαριασμό τής χριστιανικής πίστης επί πολύ χρόνο με πολλά δεινά και δαπάνες, με καταστροφές και με το αίμα των πολιτών και των υπηκόων μας έχουμε πολεμήσει τούς Τούρκους, χωρίς τη βοήθεια ή την εύνοια άλλων και τελικά βλέποντας ότι είμαστε μόνοι, αναγκαστικά κατά κάποιον τρόπο ήρθαμε σε ειρήνη με αυτόν τον Τούρκο, η οποία τηρείται αυστηρώς και από τις δύο πλευρές και την οποία δεν θα μπορούσαμε επί τού παρόντος να παραβιάσουμε έντιμα, χωρίς μεγάλη προκατάληψη εναντίον μας και δική μας ζημιά. Αλλά με την πρόοδο τού χρόνου τα πράγματα μπορεί να διαμορφωθούν με τέτοιο τρόπο, ώστε να μπορέσουμε να κάνουμε αυτό που θέλουμε, και αυτό που έχουμε κάνει στο παρελθόν, για την ευημερία τής Χριστιανοσύνης».

(…Ad factum Teucrorum dicimus, … ut notorium est toti orbi, quod pro Christiana fide longissimo tempore cum multa nostra gravedine et expensa ac nostrorum civium et subditorum clade et effusione sanguinis guerram Teucro fecimus sine alicuius subsidio vel favore, et tandem videntes nos solos esse quasi coacte devenimus cum ipso Teucro ad pacem que per utramque partem peroptime extitit observata, cui cum honore et sine nostro multo preiudicio et damno contravenire ad presens non possemus. Sed in processu temporis res taliter dirigi possent quod possemus pro salute Christianitatis facere de his que optamus et per elapsum fecimus)

[←99]

Sen. Secreta, Reg. 15, φύλλο 112 (113), έγγραφα με ημερομηνία 21 Φεβρουαρίου 1442. Πρβλ. Dölger, Regesten, μέρος 5, αριθ. 3494, σελ. 128, Thiriet, Regestes, ΙΙΙ, αριθ. 2568, σελ. 92. Ο δόγης Φραντσέσκο Φόσκαρι είχε υποδεχθεί τούς δύο απεσταλμένους χωριστά στις 20 Φεβρουαρίου, πιθανώς στο Κολλέγιο, ενώ ανέφερε για τις αποστολές τους στη Γερουσία την επόμενη μέρα. Ο Giuseppe Valentini, «La Crociata da Eugenio IV a Callisto III (dai documenti d’ Archivio di Venezia)», Archivum historiae pontificiae, XII (1974), 91-123, ιδιαίτερα σελ. 95-110, έχει ετοιμάσει πολύ χρήσιμη σύνοψη (regesto) ενετικών εγγράφων σχετικών με τη σταυροφορία από τον Φεβρουάριο τού 1442 μέχρι τον Αύγουστο τού 1458. Έχει επίσης δημοσιεύσει τα εν λόγω δύο έγγραφα (τής 21ης Φεβρουαρίου 1442) στο βιβλίο του Acta Albaniae veneta, XVII (1973), αριθ. 4.002-3, σελ. 174-77.

Τον Αύγουστο τού 1442 ο Φραγκισκανός αδελφός Τζάκοπο ντε Πριμαντίτιις βρισκόταν στη Βενετία ως απεσταλμένος τού Ιωάννη Η’ Παλαιολόγου, αναζητώντας τρεις εξοπλισμένες γαλέρες, «οι οποίες θα πήγαιναν σε επικουρία τής εν λόγω πόλης [Κωνσταντινούπολης] αυτόν τον χειμώνα» (que ad custodiam ipsius civitatis stent pro hac hyeme).

Δεδομένου ότι ο αδελφός Τζάκοπο θα πήγαινε και στη Φλωρεντία για να κάνει έκκληση στον Ευγένιο για βοήθεια, η Γερουσία ανέβαλλε τη λήψη απόφασης, μέχρι να μπορέσουν να μάθουν «τι θα πάρει αυτός από την Αγιότητά του» [Sen. Secreta, Reg. 15, φύλλο 135 (136)]. Πρβλ. Dölger, Regesten, μέρος 5, αριθ. 3495, σελ. 128, Thiriet, Regestes, ΙΙΙ, αριθ. 2588, σελ. 96.

[←100]

Hofmann, Fragmenta protocolli, Diaria private, sermones, σελ. 44-45. Arch. Segr. Vaticano, Arm. XXXI, τόμος 52, φύλλο 16, επιμ. Eubel, Hierarchia, II (1914, ανατυπ. 1960), 27, αριθ. 29.

[←101]

Sen. Secreta, Reg. 15, φύλλο 116 (117), έγγραφο με ημερομηνία 26 Μαρτίου 1442. To κείμενο υπάρχει στον Aug. Cieszkowski, Fontes rerum polonicarum e tabulario reipublicae venetae, σειρά I, fasc. 2 (Poznan, 1890), αριθ. xxvii, σελ. 61-62. Για τούς σκοπούς τής αποστολής Τσεζαρίνι βλέπε Domenico Caccamo, «Eugenio IV e la crociata di Varna», Archivio della Società romana di storia patria, LXXIX (3η σειρά, X, Ρώμη, 1956), 45-46.

[←102]

Sen. Secreta, Reg. 15, φύλλο 117 (118), Valentini, Acta Albaniae veneta, XVII (1973), αριθ. 4.015, σελ. 186-88, έγγραφο με ημερομηνία 5 Απριλίου 1442.

[←103]

Epistolae pontificiae, II, αριθ. 206, σελ. 97-98. Bλέπε επίσης Iorga, Notes et extraits, II, 365-66. Ο Τορτσέλλο αναφέρεται στο έγγραφο αυτό ως «νεαρός άρχοντας από τον Κρήτη» (domicellus Cretensis). Ίσως δεν ήταν πολύ νέος, επειδή το 1433 είχε υπηρετήσει ως πρόξενος για τούς Καταλανούς και Σικελούς στην Κωνσταντινούπολη [Const. Marinescu, «Contribution a l’ histoire des relations economiques entre l’ empire byzantin, la Sicile et le royaume de Naples de 1419 a 1453», Studi bizantini e neoellenici, V (1939), 211-12, 217]. Περίπου τριάντα χρόνια αργότερα ο Τορτσέλλο ήταν αρκετά μεγάλος (in hac sua senecta) και τα είχε χάσει όλα με την πτώση τής Κωνσταντινούπολης στους Τούρκους. Είχε υπηρετήσει τη Βενετία τόσο πιστά, όσο και τον πάπα και τον Bυζαντινό αυτοκράτορα. Με ειδική «χάρη» που ψήφισε η Ενετική Γερουσία στις 27 Αυγούστου 1467, στους γιούς και τούς νόμιμους απόγονους τού Τορτσέλλο χορηγήθηκε το δικαίωμα να κατέχουν αξιώματα και φέουδα στο νησί τής Κρήτης [Arch. di Stato di Venezia, Senato Mar, Reg. 8, φύλλο 138]:

«Είναι εμφανές από πολλές μαρτυρίες πολλών αξιόλογων και εξαιρετικών δικών μας ευγενών, ότι ο στρατιώτης κύριος Ιωάννης Τορτσέλλο, πιστός μας πολίτης τής Κρήτης, συνεχώς, από τα παλιά χρόνια, διεκπεραίωνε έντιμα και πιστά τις υποθέσεις τού κράτους μας, προσεκτικά, με μεγάλη επαγρύπνηση και φρόντιζε για την αξιοπρέπεια τού κράτους μας παντού και ιδιαίτερα την εποχή που ήταν στην υπηρεσία τού γαληνότατου αυτοκράτορα Κωνσταντινούπολης, ιδιαίτερα όταν ο στόλος μας βρέθηκε σε πραγματικό πόλεμο με τούς Γενουάτες, τότε που ο ευγενής Συλβέστρο Μοροζίνι βάδισε εναντίον τής πόλης τού Πέρα, των οποίων τα έργα οδήγησαν τον εν λόγω στόλο σε μεγάλες ανάγκες για τρόφιμα, πολεμοφόδια και χρήματα και ο ίδιος οδήγησε σε ένα είδος συνθήκης, που έδινε αυτή την πόλη στην κυριαρχία μας, πράγμα που αποκαλύφθηκε ότι έγινε με μεγάλη ζημιά, δηλαδή μεγαλύτερη από 2.000 δουκάτα και με κίνδυνο για τη ζωή τού εν λόγω Ιωάννη. Αναγνωρίζοντας την πίστη του και ως ανταμοιβή των έργων του τώρα στα γηρατειά του, ιδιαίτερα μετά την απώλεια όλης τής περιουσίας του στην υπόθεση τής Κωνσταντινούπολης, και για να μπορεί να ζήσει με τα παιδιά του κάτω από τη σκιά τού κράτους μας, αποφασίζεται, ότι δίνει την άδεια αυτό το Συμβούλιο στον εν λόγω Ιωάννη, στα παιδιά του και στους νόμιμους απογόνους του να μπορούν να συμμετέχουν στα αξιώματα και τα ευεργετήματα τής Κρήτης, ακριβώς όπως και πολλοί άλλοι στους οποίους χορηγήθηκε η χάρη. Ρωτήθηκαν και έτσι αποφάσισαν όλοι οι εν λόγω ευγενείς μας: υπέρ 89, κατά 9, λευκά 8».

(Constat peramplo testimonio complurium notabilium nobilium nostrorum egregium militem dominum Johannem Torcellum, fidelem civem nostrum Cretensem, continue ab ineunte etate fideliter et honorifice se gessisse in rebus dominii nostri studiosissime in vigilando amplitudini et dignitati status nostri ubique et presertim tempore quo erat in servitiis quondam serenissimi Imperatoris Constantinopolis, et imprimis quando classis nostra bello genuensi prefecto quondam nobile viro Ser Silvestro Mauroceno ivit contra civitatem Pere, cuius opera dicta classis in summa necessitate sua habuit subventionem panis, armigerorum et pecuniarum, et ipsemet ducebat quoddam tractatum dande ipsius civitatis dominio nostro, quod fuit detectum cum maximo damno, viz., ultra ducatorum duo milia et periculo vite ipsius dicti Johannis, et ut senciat aliquod premium fidei et laboris suorum in hac sua senecta, amissis presertim omnibus facultatibus suis in casu Constantinopolis, et vivere possit cum filiis suis sub umbra nostri dominii, vadit pars quod auctoritate huius Consilli ipse dictus Johannes cum suis filiis et legitime descendentibus participare possit de officiis et beneficiis Crete, sicuti plerisque aliis concessum fuit per gratiam, consulentibus et suadentibus sic dictis omnibus nobilibus nostris. de parte 89, de non 9, non sinecri 8).

H πρόταση ψηφίστηκε και η σημείωση τού γραφέα προσθέτει: «[αποφασίστηκε] έγινε επιστολή την τελευταία ημέρα τού Αυγούστου» ([Pars] facta in litteris die ultimo Augusti).

[←104]

Epistolae pontificiae, ΙΙΙ, αριθ. 264, ιδιαίτερα σελ. 78-79 και σημειώστε το Codex epistolaris, 1-1, αριθ. cxvi, cxx και cxxiii, σελ. 127 και εξής. Tο τελευταίο κείμενο είναι επιστολή με ημερομηνία 27 Απριλίου 144,3 στην οποία ο Λάντισλας αναφέρει ότι ο πάπας τού είχε υποσχεθεί τριανταοκτώ γαλέρες για υπηρεσία εναντίον των Τούρκων, ενώ αυτός περίμενε δώδεκα γαλέρες από τούς Ενετούς, δέκα από τον βασιλιά τής Αραγωνίας, έξι από τον δούκα τής Βουργουνδίας, οκτώ από τον δούκα τού Mιλάνου και δύο από τον μάγιστρο τής Ρόδου [στο ίδιο, σελ. 137]. Η ρητορική αντικαθιστούσε την πραγματικότητα.

[←105]

Epistolae pontificiae, III, αριθ. 265-66, σελ. 80-84, ιδιαίτερα σελ. 81, με ημερομηνία 28 Μαΐου και 13 Ιουνίου 1443. Η παπική κούρτη βρισκόταν τότε στη Σιένα. Πρβλ. Thiriet, Regestes, III, αριθ. 2607-8, σελ. 102.

[←106]

Epistolae pontificiae, III, αριθ. 267-68, σελ. 84-85. Αντί για «Ebrcellus», διάβαζε «Torcellus» [πρβλ. Iorga, Notes et extraits, II, 397-98 και Dölger, Regesten, μέρος 5, αριθ. 3504, σελ. 129]. Την ίδια στιγμή ο Τορτσέλλο, «απεσταλμένος τού γαληνότατου άρχοντα αυτοκράτορα των Ελλήνων» (orator serenissimi d. imperatoris Grecorum), εισέπραττε 100 χρυσά φλουριά από το παπικό ταμείο «για να βοηθηθεί» (pro sua subventione) [Iorga, II, 22 και Hofmann, Acta camerae apostolicae, αριθ. 143, σελ. 110, με ημερομηνία 9 Ιουλίου 1443]. Στις 27 Νοεμβρίου 1444 το παπικό ταμείο εξόφλησε στην τράπεζα των Μεδίκων τριάντα χρυσά φλουριά για το ποσό που είχε πληρωθεί στον Τορτσέλλο, που περιγραφόταν τώρα ως «αποστολικός απεσταλμένος για υποθέσεις τού αγιώτατου κυρίου μας πάπα» (orator apostolicus pro factis sanctissimi domini nostri pape) [Notes et extraits, II, 23].

[←107]

Τη Δευτέρα 16 Μαρτίου 1439, μεταξύ τής έκτης και τής έβδομης συνεδρίασης τής συνόδου στη Φλωρεντία, ο Τορτσέλλο, «ιππότης, υπηρέτης και αρχιθαλαμηπόλος, όπως λένε, τού αυτοκράτορα Κωνσταντινούπολης» (chevallier, serviteur et chambellan, comme il dit, de l’ empereur de Constantinople), προωθούσε σχέδια για σταυροφορία, τα οποία αξιολογούσε αργότερα ο ταξιδιώτης Bertrandon de la Broquière για καθοδήγηση τού Φιλίππου τού Καλού τής Βουργουνδίας. Σύμφωνα με τον Τορτσέλλο ο Μεγάλος Τούρκος θα έβαζε στο πεδίο τής μάχης περίπου 100.000 ιππείς (hommes de cheval). Περίπου 20.000 από αυτούς ήσαν μισθοφόροι, προφανώς έτοιμοι πάντοτε για πρόκληση στα όπλα, από τούς οποίους 10.000 ήσαν πάνοπλοι, ενώ οι υπόλοιποι έφεραν απλώς ασπίδες, σπαθιά, τόξα και βέλη. Ο Τούρκος είχε επίσης 10.000 πεζούς (gens de piè), οι οποίοι δεν διέθεταν άλλον οπλισμό εκτός από σπαθιά, τόξα και βέλη, ενώ άλλοι από αυτούς είχαν ασπίδες και άλλοι όχι. Τέτοια ήταν η συνολική δύναμη που μπορούσε να συγκεντρώσει ο Τούρκος (c’ est cy toute la puissance du Grant Turc), νικώντας και υποτάσσοντας την οποία η Χριστιανοσύνη θα μπορούσε σε λιγώτερο από ένα μήνα να κατακτήσει «την ιερή Γη τής Επαγγελίας» (la saincte Terre de promission.)

Για να νικηθεί ο Τούρκος, σύμφωνα με τον Τορτσέλλο, θα χρειάζονταν 80.000 μαχητές, ενώ η καλύτερη προσπέλαση προς την οθωμανική επικράτεια θα ήταν από την Ουγγαρία μέσω τού Δούναβη. Οι χριστιανικές δυνάμεις έπρεπε να συγκεντρωθούν σε τρεις στρατιές, εκ των οποίων η μεγαλύτερη (50.000 ανδρών) θα διέσχιζε τον ποταμό στο Βιδίνι (Vidin), ενώ μια δεύτερη στρατιά (20.000 ανδρών) θα διέσχιζε στο Βελιγράδι. Οι χριστιανοί είχαν περισσότερο από επαρκή ανθρώπινη δύναμη: [Χωρίς να υπολογίζονται οι Ούγγροι, Πολωνοί και άλλοι,] ο ηγεμόνας τής Σερβίας, «που είναι υποτελής των Τούρκων» (qui est tributaire au Turc), θα παρείχε 40.000 έφιππους μαχητές (combatans à cheval), οι Αλβανοί 20.000 ιππείς, οι Έλληνες τού Μοριά άλλες 15.000, ενώ 50.000 χριστιανοί υπήκοοι τού Τούρκου θα επαναστατούσαν μόλις εμφανίζονταν στο προσκήνιο οι σταυροφόροι για να τούς βοηθήσουν. Η στρατιά που θα διέσχιζε τον Δούναβη στο Βιδίνι θα κατευθυνόταν στην Αδριανούπολη, «την κύρια έδρα τού Τούρκου» (le principal siège du Turc), ταξίδι δεκαπέντε ημερών για πάνοπλους άνδρες κλπ., κλπ. Και ο Τορτσέλλο έκλεινε την έκθεσή του διαβεβαιώνοντας τούς συνοδικούς πατέρες στη Φλωρεντία ότι «με τον τρόπο αυτόν ο Τούρκος θα χαθεί και πολύ σύντομα» (en tenant ceste manière, le Turc seroit perdu et tres-brief).

Για το κείμενο τού Τορτσέλλο και τα επ’ αυτού σχόλια τού ντε λα Μπροκέρ βλέπε Chas. Schefer, Le Voyage d’ Outremer de Bertrandon de la Broquière, Παρίσι, 1892, σελ. 263-74. O ντε λα Μπροκέρ δεν αντιμετώπισε χωρίς κριτική τις απόψεις τού Τορτσέλλο, καταλήγοντας με την παρατήρηση, ότι

«όσο για την κατάκτηση των Αγίων Τόπων, η οποία, όπως συμβουλεύει ο κύριος Toρτσέλλο, θα γίνει ένα μήνα μετά, νομίζω ότι το πράγμα δεν είναι τόσο εύκολο να γίνει, τουλάχιστον από τη στεριά όπως είπε ο κύριος Tορτσέλλο…»

(quant a la conqueste de la Terre Saincte de quoy Messire Jehan Torzelo met en son advis qui se feroit ung mois par apprez, il me samble que la chose n’est pas si legière à faire, au moins par terre comme le dit Messire Jehan…)

[στο ίδιο, σελ. 273-74]. Μάλιστα κάθε συζήτηση για ανάκτηση των Αγίων Τόπων δεν ήταν παρά ανοησία.

Για περαιτέρω παρατηρήσεις σχετικές με τον Τορτσέλλο βλέπε Franz Babinger, «’Bajejid Osman’ (Calixtus Ottomanus), ein Vorläufer und Gegenspieler Dschem-Sultans» στο Aufsätze und Abhandlungen zur Geschichte Südosteuropas und der Levante, I (Μόναχο, 1962). 305-8 (ανατυπ. από το La Nouvelle Clio, III, Βρυξέλλες, 1951) και «Veneto-kretische Geistesstrebungen um die Mitte des XV. Jahrhunderts», Byzantinische Zeitschrift, LVII (1964), 73-75.

[←108]

Σφραντζής, Χρονικόν, PG, 156, 1049CD, επιμ. Grecu, σελ. 66:

Τον Νοέμβριο τού ίδιου έτους ο δεσπότης και αφέντης μου κυρ Κωνσταντίνος ήρθε στην Πόλη. Την 1η Μαρτίου [1443] πήρε από τον αυτοκράτορα τη Σηλυμβρία και έστειλε εμένα εκεί ως επικεφαλής, για να την προστατεύω από τον σουλτάνο, από τον δεσπότη κυρ Δημήτριο, αλλά και από τον ίδιο τον αυτοκράτορα που τού την είχε δώσει.

«Καὶ τὸν Νοέμβριον τοῦ αὐτοῦ ἔτους ἦλθεν εἰς τὴν Πόλιν ὁ δεσπότης καὶ αὐθέντης μου κὺρ Κωνσταντῖνος· καὶ τῇ α’ Μαρτίου ἔλαβεν ἀπὸ τὸν βασιλέα τὴν Σηλύβριαν καὶ ἀπέστειλεν ἐμὲ ἐκεῖσε εἰς κεφαλήν, ἵνα καὶ ἀπὸ τὸν ἀμηρᾶν καὶ τὸν δεσπότην κὺρ Δημήτριον καὶ αὐτὸν δὴ τὸν δεδωκότα βασιλέα προστάξας φυλάττω.

Τον Ιούνιο τού ίδιου έτους [1443] ήρθε στην Πόλη ο πρωτοστράτωρ Φραγκόπουλος. Πήρα κι εγώ εντολή και ήρθα από τη Σηλυμβρία στην Πόλη. Επιτεύχθηκε συμφωνία ότι ο αφέντης μου ο δεσπότης [κυρ Κωνσταντίνος] θα επέστρεφε στον Μοριά και θα έπαιρνε όλα τα εδάφη τού δεσπότη κυρ Θεόδωρου, ο οποίος θα ερχόταν στην Πόλη και θα έπαιρνε τη Σηλυμβρία. Ετσι κι εγινε.

Καὶ τὸν Ἰούνιον τοῦ αὐτοῦ ἔτους ἦλθεν εἰς τὴν Πόλιν Φραγκόπουλος ὁ πρωτοστράτωρ· καὶ ὁρισθεὶς κἀγὼ ἀπὸ τὴν Σηλύβριαν εἰς τὴν Πόλιν ἦλθον. Καὶ συμφωνίαι γεγόνασιν, ὅτι ὁ μὲν δεσπότης καὶ αὐθέντης μου εἰς τὸν Μορέαν ἀπέλθῃ καὶ τὸν τόπον πάντα τοῦ δεσπότου κυροῦ Θεοδώρου λάβῃ, ἐκεῖνος δὲ εἰς τὴν πόλιν ἔλθῃ καὶ τὴν Σηλύβριαν λάβῃ· ἃ δὴ καὶ ἐγένετο.

Στις 10 Οκτωβρίου 6952 [1443] ο αφέντης μου και δεσπότης [κυρ Κωνσταντίνος] έφυγε από την Πόλη με καράβι για τον Μοριά. Ο δεσπότης κυρ Θεόδωρος έφτασε στην Πόλη με το ίδιο καράβι τον Δεκέμβριο τού ίδιου έτους. Τον Μάρτιο [1444] τού παρέδωσα τη Σηλυμβρία.

Καὶ τῇ ι’ τοῦ Ὀκτωβρίου τοῦ νΒ΄ ἔτους μετὰ καραβίου ἐξελθόντος ἀπὸ τῆς Πόλεως τοῦ αὐθεντός μου καὶ δεσπότου καὶ ἀπελθόντος εἰς τὸν Μορέαν, καὶ πάλιν μετ’ αὐτοῦ δὴ τοῦ καραβίου ὁ δεσπότης κὺρ Θεόδωρος τὸν Δεκέμβριον μῆνα τοῦ αὐτοῦ ἔτους εἰς τὴν Πόλιν ἀπέσωσε. Καὶ τὸν Μάρτιον παρέδωκα ἐγὼ πρὸς αὐτὸν τὴν Σηλύβριαν.»

Βλέπε και Ψευδο-Σφραντζή, II, 18-19, CSHB, Βόννη, σελ. 195-96, επιμ. Papadopoulos, I, 193-94, επιμ. Grecu, σελ. 336, 338:

p?

«…καί τῷ Νοεμβρίῳ μηνὶ τοῦ αὐτοῦ ἔτους ἦλθεν εἰς τὴν πόλιν ὁ δεσπότης καὶ αὐθέντης μου. καὶ τῇ α’ Μαρτίου ἔλαβε ἀπὸ τὸν βασιλέα τὴν Σηλυμβρίαν, καὶ ἀπέστειλεν ἐμέ ἐκεῖσε διοικεῖν, καὶ οὕτως προσέταξέ μοι φυλάττειν αὐτὴν μετά ἐπιμελείας διὰ τὴν ὑποψίαν ἥν εἴχομεν ἐκ τοῦ ἀμηρᾶ καὶ τοῦ δεσπότου κύρ Δημητρίου καὶ αὐτοῦ δἡ τοῦ βασιλέως. Τῷ δε Ἰουνίῳ μηνὶ τοῦ αὐτοῦ ἔτους ἦλθεν εἰς Κωνσταντινούπολιν Λέων ὁ Φραγκόπουλος ὁ πρωτοστράτωρ, ὁ ἐπ’ ἀδελφῇ υἱός τοῦ πάλαι μεγάλου πρωτοστράτορος Νικηφόρου τοῦ Μελισσηνοῦ, ὅν ἡ ἱστορία ἀλλαχοῦ ἐδήλωσε. διὰ τοῦτο καὶ τὴν ἐπιτροπικήν τοῦ Μεσσηνιακοῦ κόλπου διῆρχεν, ὡς τοῦ ῥηθέντος μεγάλου πρωτοστράτορος ἀνεψιός, προστάξει τοῦ δεσπότου κύρ Θεοδώρου, ἕως οὗ παρέδωκεν αὐτὴν τῷ δεσπότῃ κύρ Κωνσταντίνῳ, ὡς προγέγραπται. τότε ὁρισθείς κἀγώ ἐκ τῆς Σηλυμβρίας ἐπανῆλθον εἰς Κωνσταντινούπολιν. καὶ ἀναμεταξύ τῶν ἀδελφῶν συμφωνίαι γεγόνασι τοιαῦται, ὅτι ὁ μὲν αὐθέντης μου ὁ δεσπότης Κωνσταντῖνος ἀπέλθῃ εἰς Πελοπόννησον καὶ τον τόπον ἅπαντα τοῦ δεσπότου κύρ Θεοδώρου λάβῃ, ὁ δὲ κύρ Θεόδωρος εἰς τὴν πόλιν ἔλθῃ καὶ τὴν Σηλυμβριαν λάβῃ. ἅ δὴ καὶ ἐγένετο. καὶ τῇ δεκάτῃ Ὀκτωβρίου τοῦ ,ςϡνΒ΄ ἔτους ὁ αὐθέντης μου ὁ δεσπότης ἐξῆλθε μετά νηός ἀπὸ τῆς πόλεως, καὶ πλεύσας εἰς Πελοπόννησον, καὶ πάλιν μετ’ αὐτῆς δὴ τῆς νηός ὁ δεσπότης κύρ Θεόδωρος τῷ Δεκεμβρίῳ μηνὶ τοῦ αὐτοῦ ἔτους ἀπέσωσεν εἰς τὴν πόλιν· καὶ τῷ Μαρτίῳ μηνὶ παρέδωκα αὐτῷ τὴν Σηλυμβρίαν.»

Πρβλ. Zakythinos, Despotat grec de Morée, I, 216-17. Είτε βρισκόταν στη Σηλυμβρία ή στον Μοριά, υπέρτατος στόχος τού Κωνσταντίνου Δραγάση ήταν η Κωνσταντινούπολη και ο αυτοκρατορικός θρόνος, πράγμα που τελικά πέτυχε [πρβλ. H. G. Beck, «Reichsidee und nationale Politik im spatbyzantinischen Staat», Byzantinische Zeitschrift, LIII (1960), 86-94, ιδιαίτερα σελ. 89-90]. Για την επιθετική πολιτική τού Κωνσταντίνου ύστερα από την επιστροφή του στον Μοριά σημειώστε τον Wm. Miller, Latins in the Levant, Λονδίνο, 1908, σελ. 409 και εξής. Κατέλαβε τη Βιτρινίτσα (στη βόρεια ακτή τού Κορινθιακού κόλπου) από τούς Ενετούς, στους οποίους είχαν δώσει την πόλη οι Τούρκοι. Η ενέργειά του προκάλεσε διαμαρτυρία από τον δόγη και τη Γερουσία: «τον προαναφερθέντα δικό μας τόπο … πρέπει να αποκαταστήσει ο πολιτικός μας διοικητής στη Ναύπακτο» (locum nostrum predictum … rectori nostro Nepanti restituere) [Valentini, Acta Albaniae veneta, XIX (1973), αριθ. 5.090, σελ. 54-55, με ημερομηνία 20 Aπριλίου 1445].

[←109]

Ο Κυριάκος γράφει, «… ήρθα στην πασίγνωστη πόλη τής Ευρίπειας Χαλκίδας στην Εύβοια…» (…cum Euripeam Chalcidiam insignem Euboeae civitatem advenissem….). Το Ευρίπεια είναι επίθετο που προέρχεται από το ελληνικό Εὔριπος, που σημαίνει πορθμός ή δίαυλος και υποδηλώνει ιδιαίτερα τον πορθμό μεταξύ Βοιωτίας και Εύβοιας. Από τον Εύριπο προέρχεται το σύγχρονο όνομα Egripo και προτάσσοντας το τελικό «n» τού ελληνικού άρθρου στη λαϊκή προφορά προέρχεται το Νεγκροπόντε (εἰς τον Εὔριπον).

[←110]

Francesco Pall, «Ciriaco d’ Ancona e la crociata contro i Turchi», Bulletin historique de l’ Acadimie roumaine, XX (Βουκουρέστι, 1938), 60-61 (λατινικό κείμενο) και πρβλ. σελ. 24-25, Oskar Halecki, The Crusade of Varna, Νέα Υόρκη, 1943, σελ. 84 (με το ίδιο κείμενο). Η επιστολή αυτή, γραμμένη από τον Κυριάκο στους Ωρεούς τής Ευβοίας κάποια στιγμή μετά τις 26 Φεβρουαρίου 1444, έχει θεωρηθεί από τούς περισσότερους μελετητές ως το πρώτο μέρος μακροσκελούς επιστολής, που στάλθηκε τελικά στον Ιωάννη Η’ Παλαιολόγο στις 24 Ιουνίου, αφότου ο Κυριάκος είχε φτάσει στο Πέρα.

Στην πραγματικότητα όμως, η επιστολή από τούς Ωρεούς είναι προφανώς η πρώτη σειράς έξι κειμένων, ενώ φαίνεται ότι είναι η μόνη από την ομάδα επιστολών που στάλθηκαν στον Ιωάννη Η’. Φαίνεται ότι είναι προτιμότερο να εξετάσουμε αυτά τα έξι κείμενα, στα οποία γίνεται από καιρό αναφορά ως ενιαία επιστολή προς τον αυτοκράτορα, σε σχέση με την παρούσα αναφορά στο πρώτο από αυτά (τα υπόλοιπα χρησιμοποιούνται πιο κάτω στη χρονολογική σειρά τους). Η δεύτερη [Pall, ό. π., σελ. 61 έως 62] γράφτηκε πιθανώς προς τον φίλο τού Κυριάκου Αντρεόλο Τζουστινιάνι-Μπάνκα από την Αδριανούπολη γύρω στις 12 Ιουνίου 1444 (ο παραλήπτης είναι αγνώστων στοιχείων και η επιστολή δεν φέρει ημερομηνία). Στην επιστολή αυτή υπήρχαν ως επισυναπτόμενα (ως τρίτο και τέταρτο κείμενα τής σειράς) αντίγραφο τής επιστολής τού βασιλιά Λάντισλας τής Ουγγαρίας τής 24ης Απριλίου 1444 προς τον σουλτάνο Μουράτ Β’ [στο ίδιο, σελ. 62-63] και η απάντηση τού Μουράτ σε αυτήν με ημερομηνία 12 Ιουνίου [στο ίδιο, σελ. 63-64]. Το πέμπτο και έκτο κείμενα τής σειράς είναι δύο επιστολές με ημερομηνία 12 Ιουνίου και 24 Ιουνίου 1444 [στο ίδιο, σελ. 64-65, 65-66], τις οποίες ο Κυριάκος έστειλε, ενδεχομένως μαζί, την τελευταία ημερομηνία, στον Ιωάννη Χούνιαντι, με τα κατορθώματα τού οποίου εναντίον των Τούρκων θα ασχοληθούμε σύντομα.

Τη διαίρεση σε έξι τμήματα τής ονομαζόμενης επιστολής τής «24ης Ιουνίου» προς τον Ιωάννη Η’ την παίρνω από τον Halecki, Crusade of Varna, σελ. 79-82, ο οποίος κατά τη γνώμη μου έχει σωστά διορθώσει κάποιες πτυχές τής πολύτιμης περιγραφής τού Pall, Bull. hist. Acad. roum., XX, ιδιαίτερα σελ. 34-36 για τις ουγγρο-τουρκικές διαπραγματεύσεις ειρήνης τού 1444, στις οποίες θα έρθουμε επίσης σύντομα.

[←111]

Πρβλ. Roberto Weiss, «Ciriaco d’ Ancona in Oriente» στο Agostino Pertusi (επιμ.), Venezia e l’ Oriente fra tardo Medioevo e Rinascimento, Βενετία, 1966, σελ. 323-37. O Bernard Ashmole, «Cyriac of Ancona», Proceedings of the British Academy, XLV (1959), 25-41, με δεκαέξι πινακίδες, έχει δείξει ότι τα σκίτσα των αρχαιοτήτων στον Hamilton Codex τού Βερολίνου, που αποδίδονται στον Κυριάκο, δεν μπορεί να είναι σχέδια από το δικό του χέρι. Σημειώστε τις αναφορές σε ταξίδια του σε επιστολή που έγραψε ο Κυριάκος στις 13 Aπριλίου 1442 προς τον Βερονέζο λόγιο Martino Rizzoni και την εγκωμιαστική αξιολόγηση των αρχαιολατρικών μελετών τού Κυριάκου σε επιστολή τού Τζάκομο, τού αδελφού τού Μαρτίνο, με ημερομηνία 6 Μαΐου τού ίδιου έτους. Για τα κείμενα βλέπε Gian Paolo Marchi, «Due Corrispondenti veronesi di Ciriaco d’ Ancona», Italia medioevale e umanistica, XI (1968), 317-23.

[←112]

Πρβλ. Franz Babinger, Maometto il Conquistatore e il suo tempo, μετάφρ. Evelina Polacco, 1957, σελ. 729-32, E. Jacobs, «Cyriacus von Ancona und Mehemmed II», Byz. Zeitschr., XXX (1929), 197-202, για το οποίο όμως βλέπε Babinger, «Notes on Cyriac of Ancona και Some of his Friends», Journal of the Warburg and Courtauld Institutes, XXV (1962), 321-23.

[←113]

Για τη χρονολογία τού θανάτου τού Κυριάκου βλέπε Chr. G. Patrinelis, «Cyriacus of Ancona: His Alleged Service at the Court of the Sultan Mehmed the Conqueror and the Time of his Death» [στα ελληνικά], Ἐπετηρίς τῆς Ἑταιρείας Βυζαντινῶν Σπουδῶν, XXXVI (Αθήνα, 1968), 152-60. Τα τελευταία χρόνια τού Κυριάκου είναι τυλιγμένα στο σκοτάδι και η χρονολογία τού θανάτου του παραμένει αβέβαιη. Ο Babinger, «Mehmed II, der Eroberer, und Italien», Aufsätze und Abhandlungen, I (1962), 175-78, πιστεύει ότι πρέπει να έζησε μέχρι το 1455 (το άρθρο αυτό πρωτοδημοσιεύθηκε στο Byzantion, XXI, 1951). Κατά τον Jacopo de’ Languschi [σύμφωνα με την παραπομπή τού Ενετού χρονικογράφου Zorzo Dolfin στο Assedio e presa di Costantinopoli nell’ anno 1453, που έχει περιληφθεί στο Cronaca delle famiglie nobili di Venezia τού τελευταίου, επιμ. G. M. Thomas στα Sitzungsberichte d. k. bayer. Akad. d. Wissenschaften zu München, philos.-hist. Kl., II (1868), 5-6], το 1452 ο Μωάμεθ Β΄, «φιλοδοξώντας σε δόξα όπως εκείνη τού Αλεξάνδρου τού Mακεδόνα, βάζει κάθε μέρα να τού διαβάζει την ιστορία των Ρωμαίων και άλλων ένας σύντροφος, ο Κυριάκος τής Αγκώνας, ενώ ένας άλλος Ιταλός τού έχει διαβάσει Λαέρτιο, Ηρόδοτο, Λίβιο, Κουίντο Κούρτιο, καθώς και χρονικά των παπών, των αυτοκρατόρων και των βασιλέων τής Γαλλίας και των Λομβαρδών!» Η αξιοπιστία τού Languschi έχει αμφισβητηθεί, ενώ η πηγή των πληροφοριών του παραμένει άγνωστη. Το 1452 ο Languschi (ή de Langusco) βρισκόταν στην παπική υπηρεσία (βλέπε Walther von Hofmann, Forschungen zur Geschichte der kurialen Behörden vom Schisma bis zur Reformation, 2 τόμοι, Ρώμη, 1914, II, 111).

Όμως έχει περαιτέρω υπάρξει ο ισχυρισμός ότι ο Κυριάκος ζούσε στις αρχές τού 1454 και βασίζεται σε επιστολή τού Φραντσέσκο Φιλέλφο προς τον Μωάμεθ Β΄, γραμμένη πιθανώς στο Μιλάνο στις 11 Mαρτίου εκείνου τού έτους. Ο Φιλέλφο επιδίωκε την απελευθέρωση τής πεθεράς του Μανφρεντίνα Χρυσολωρίνας και των θυγατέρων της, για τις οποίες προσφερόταν να πληρώσει λύτρα, αν το ποσό δεν ήταν πέρα από τις δυνατότητές του, ενώ για το ζήτημα αυτό ο γραμματέας τού Μεχμέτ, ο γραμματεύς Κυρίζης, μπορούσε να παράσχει οποιαδήποτε αναγκαία συμπληρωματική πληροφορία. Ο Babinger έχει αποδεχθεί το συμπέρασμα τού P. A. Dethier, ότι «πίσω από το όνομα τού Κυρίζη βρίσκεται ο Κυριάκος Αγκωνίτης» (dass sich hinter Kyrizes der Name des Kyriakos von Ancona verbirgt) [Aufsätze und Abhandlungen, I, 17778, με παραπομπές και πρβλ. Maometto, σελ. 731], πράγμα που φαινόταν πολύ απίθανο και έχει τώρα απορριφθεί. Ο Patrinelis (ό. π., σελ. 159-60) έχει αποδείξει ότι ενώ ο Κυρίζης ήταν όντως γραμματέας τού Μωάμεθ, αυτός ήταν ο Δημήτριος Απόκαυκος Κυρίτζης και καθόλου άγνωστος [πρβλ. G. M. Thomas και R. Predelli (επιμ.), Diplomatarium veneto-levantinum, II (1899, ανατυπ. 1965), αριθ. 199, 202, σελ. 369, 371. Iorga, Notes et extraits, III (1902), 212-13, για τα οποία σημειώστε Patrinelis, ό. π.]. Απομένει να αποδειχθεί αν ο Κυριάκος ζούσε μετά το 1452, έτος που παρέχεται ως χρονολογία θανάτου του σε χειρόγραφα τής Bibl. Ambrosiana τού Μιλάνου, Trotti 373, φύλλο 41: «Ο Κυριάκος Αγκωνίτης πέθανε στην Κρεμόνα δύο χρόνια μετά το έτος Κυρίου 1450…» (Kyriacus Anconitanus Cremone moritur anno domini MCCCCL secundo…) [O αδελφός Edw. W. Bodnar, που εξέτασε το χειρόγραφο, μάς πληροφορεί ότι η λέξη δεύτερο (secundo) είναι γραμμένη πάνω σε διαγραφή].

[←114]

Ο εκλιπών James Morton Paton άφησε πίσω του πεθαίνοντας ανολοκλήρωτη επιμέλεια των επιστολών τού Κυριάκου (το δακτυλογραφημένο κείμενο βρίσκεται τώρα στη Houghton Library τού Harvard University).

[←115]

Χαλκοκονδύλης, Eugen (Jeno) Darkò, Laonici Chalcocondylae historiarum demonstrationes, 2 τόμοι, 1922-23, II-1, 91-92, εκδ. CSHB, Βόννη, σελ. 318-19:

«Αυτά λοιπόν συνέβαιναν τότε γι’ αυτόν στην Ασία. Αλλά στην Ευρώπη τα ακόλουθα συνέβαιναν στην επικράτειά του από τούς Πελοποννήσιους ηγεμόνες. Γιατί όταν ο Θεόδωρος, ο οποίος επρόκειτο να είναι αυτοκράτορας των Ελλήνων μετά τον Ιωάννη, πήγε στο Βυζάντιο για να αναλάβει το βασίλειο, ο Κωνσταντίνος με το επώνυμο Ντράγκας πήγε στην Πελοπόννησο για να αναλάβει τα εδάφη τού αδελφού του, συμπεριλαμβανομένου, μεταξύ άλλων, τού Μυστρά, που βρίσκεται δίπλα στο όρος Ταϋγετος, και σχεδόν ολόκληρης τής υπόλοιπης Πελοποννήσου (γιατί εκτός από την επικράτεια τού Θωμά, τού αδελφού τού αυτοκράτορα, παρέλαβε όλη την υπόλοιπη, να βρίσκεται υπό την εξουσία του). Όταν έφτασε εκεί, προχώρησε σε ρυθμίσεις για την περιτείχιση τού Ισθμού, ενώ έκανε τις περιοχές έξω από την Πελοπόννησο να επαναστατήσουν εναντίον τού σουλτάνου των Τούρκων. Κατέλαβε τη Βοιωτία, υπέταξε την πόλη τής Θήβας και γενικά ανέλαβε όλη τη Βοιωτία. Ο τύραννος τής Αθήνας [Νέριο Β’] υποσχέθηκε να τού πληρώνει φόρο υποτέλειας και να κάνει συνθήκη. Όσο για το όρος Πίνδος, σε αυτό κατοικούν Βλάχοι, που μιλούν την ίδια γλώσσα με εκείνους τής Βλαχίας —γιατί είναι παρόμοιοι με τούς Βλάχους τού Δούναβη— και ήρθαν σε αυτόν τον ηγεμόνα και τού εμπιστεύθηκαν τούς εαυτούς τους. Πολέμησαν εναντίον των Τούρκων που ζουν στη Θεσσαλία, λαμβάνοντας άρχοντα από τον ηγεμόνα των Πελοποννήσιων [Κωνσταντίνο]. Το Λοιδορίκιον, μια πόλη στη χώρα των Λοκρών, στην Πίνδο, κοντά στην πόλη Φανάρι, παραλαμβάνει τον άρχοντά της από τον σουλτάνο. Η επικράτεια που εκτείνεται μέχρι την Αχαΐα κατοικείται από τούς Αραβαίους, οι οποίοι είναι Αλβανοί και τούς επιτρέπει ο σουλτάνος να εξουσιάζουν τη δική τους προγονική γη. Ήρθαν και αυτοί στους Έλληνες».

«Ταῦτα μέντοι αὐτῷ κατὰ τὴν Ἀσίαν ξυνεβεβήκει, κατὰ δὲ τὴν Εὐρώπην ὑπὸ μέντοι τῶν Πελοποννησίων ἡγεμόνων ἐς τὴν χώραν αὐτοῦ τοιάδε ἐγένετο. ὡς γὰρ Θεόδωρος ὁ μετ’ αὐτὸν βασιλέα Ἑλλήνων γενόμενος, ὡς οἰχόμενος παρῆν ἐς Βυζάντιον ἐπὶ τὴν βασιλείαν, Κωνσταντῖνος ὁ ἐπίκλην Δραγάσης, ἀφικόμενος ἐς Πελοπόννησον καὶ παραλαβὼν τὴν τοῦ ἀδελφοῦ χώραν, τά τε ἄλλα καὶ Σπάρτην τὴν πρὸς τὸ Ταΰγετον ὄρος, καὶ σχεδὸν ξύμπασαν τὴν ἄλλην Πελοπόννησον (πλὴν γὰρ τῆς τοῦ Θωμᾶ τοῦ βασιλέως ἀδελφοῦ χώρας, τὴν ἄλλην ὑφ’ αὑτῷ εἶχε παραλαβών), ἐνταῦθα ὡς ἀφίκετο, τό τε ἐν τῷ Ἰσθμῷ τειχίζειν παρεσκευάζετο, καὶ τὴν ἐκτὸς Πελοποννήσου χώραν ἀφίστη ἀπὸ βασιλέως, τήν τε Βοιωτίαν κατέσχε, καὶ τὴν Θηβῶν πόλιν ὑφ’ αὑτῷ ποιησάμενος καὶ ξύμπασαν τὴν Βοιωτίαν κατέσχε. καὶ ὁ τῆς Ἀττικῆς τύραννος φόρον τε ἀπάγειν αὐτῷ ὑπισχνούμενος σπονδὰς ἐποιήσατο, καὶ τό τε Πίνδον ὄρος Βλάχοι δ’ ἐνοικοῦσιν αὐτό, τῶν Δακῶν ὁμόγλωττοι· τοῖς παρὰ τὸν Ἴστρον Δαξὶν ὁμοίωντο ἀφικόμενοι παρὰ τοῦτον τὸν ἡγεμόνα, παραδιδόντα σφίσιν, ἐπολέμουν τοῖς τὴν Θετταλίαν οἰκοῦσι Τούρκοις, λαμβάνοντες ἄρχοντα παρὰ τοῦ Πελοποννησίων ἡγεμόνος. Λεωδορίκιόν τε τὸ κατὰ τὴν Λοκρῶν χώραν ᾠκημένον πολίχνιον, Πίνδου μέντοι τὸ κατὰ τὴν Φαναρίου πόλιν ᾠκημένον, ἄρχοντά τε λαμβάνει ἀπὸ βασιλέως. τὸ δὲ αὖ κατὰ τὴν Ἀχαΐαν καθῆκον Ἀραβαῖοι ᾤκουν ἄνδρες Ἀλβανοί, ὑπὸ βασιλέως συγχωρηθέντες ἄρχειν τῆς πατρῴας αὐτῶν χώρας· καὶ οὗτοι ἀφίκοντο ἐς τοὺς Ἕλληνας.»

Στη δική του έκδοση τού Χαλκοκονδύλη ο Darkò παρέχει περιθωριακές αναφορές στην έκδοση Παρισιού (1650, ανατυπ. σε εκείνη τής Βενετίας, 1729) καθώς και στην έκδοση CSHB, Βόννη [1843, ανατυπ. στο Migne, PG 159].

Πρβλ. Σύντομον Χρονικόν [Chronicon breve], που ακολουθεί τον Δούκα στη συλλογή CSHB, Βόννη, σελ. 518-19:

«τῷ ,ςϡνΒ΄ ἔτει, νεμήσει ζ’, Δεκεμβρίου κ’, ἦλθεν ἀπὸ Κωνσταντινουπόλεως κύρις Κωνσταντῖνος δεσπότης ὁ Παλαιολόγος, καὶ παρέλαβεν τὴν αὐθεντίαν τοῦ Μωραίως. ὁ δὲ ἀδελφός αὐτοῦ κύρις Θεόδωρος ο Πορφυρογέννητος ὁ δεσπότης Μωραίως ἀπῆλθεν εἰς τὴν Κωνσταντίνου πόλιν, ἵνα γένηται βασιλεύς. και ἀπέτυχεν τοῦ σκοποῦ· ἐβασίλευσε γὰρ κύρις Ἰωάννης ὁ ἀδελφός αὐτοῦ. τῷ ,ςϡνΒ΄ ἔτει μηνὶ Μαρτίῳ ἔκτισε τὸ Ἑξαμίλιον κύρις Κωνσταντῖνος Παλαιολόγος ὁ δεσπότης Μωραίου. ἔπαρέλαβε δὲ ὁ αύτός τὰς Θήβας τὰς ἑπταπύλας, καὶ ἐκούρευσε μέχρι Λιβαδείας καὶ Ζητουνίου καὶ τοῦ τόπου τῶν Ἀγράφων.»

Σφραντζής, Chron. Minus, PG, 156, 1049D-1050A, επιμ. Grecu, σελ. 66, 68:

Στις 10 Οκτωβρίου 6952 [1443] ο αφέντης μου και δεσπότης [κυρ Κωνσταντίνος] έφυγε από την Πόλη με καράβι για τον Μοριά. Ο δεσπότης κυρ Θεόδωρος έφτασε στην Πόλη με το ίδιο καράβι τον Δεκέμβριο τού ίδιου έτους. Τον Μάρτιο [1444] τού παρέδωσα τη Σηλυμβρία.

«Καὶ τῇ ι’ τοῦ Ὀκτωβρίου τοῦ νΒ΄ ἔτους μετὰ καραβίου ἐξελθόντος ἀπὸ τῆς Πόλεως τοῦ αὐθεντός μου καὶ δεσπότου καὶ ἀπελθόντος εἰς τὸν Μορέαν, καὶ πάλιν μετ’ αὐτοῦ δὴ τοῦ καραβίου ὁ δεσπότης κὺρ Θεόδωρος τὸν Δεκέμβριον μῆνα τοῦ αὐτοῦ ἔτους εἰς τὴν Πόλιν ἀπέσωσε. Καὶ τὸν Μάρτιον παρέδωκα ἐγὼ πρὸς αὐτὸν τὴν Σηλύβριαν.

Επιβιβάστηκα στο καράβι τού Αντωνίου Υαλινά από την Κρήτη και με άφησε στην Κάρυστο τής Εύβοιας. Στις 3 Ιουνίου έφτασα στον Μυστρά από τη στεριά, παρόλο που ο δεσπότης κυρ Θεόδωρος μού ζητούσε πολύ και με παρότρυνε να μείνω, να φρουρώ τη Σηλυμβρία και να είμαι ένας από τούς επικεφαλής βοηθούς του.

Καὶ ἐμβάντος μου εἰς καράβιον τοῦ ἀπὸ τὴν Κρήτην Ὑαλινᾶ Ἀντωνίου εἰς τὴν τοῦ Εὐρίπου Κάρυστον ἐπάφηκέ με. Καὶ τῇ Γ΄ τοῦ Ἰουνίου διὰ τῆς στερεᾶς ὁδοῦ εἰς τὸν Μυζηθρᾶν ἔφθασα, πολλὰ τοῦ δεσπότου κυροῦ Θεοδώρου ζητοῦντός με καὶ παροτρύνοντος, ἵνα καὶ τὴν Σηλύβριαν ἔχω καὶ τῶν πρώτων αὐτοῦ ὑποχειρίων εὑρίσκωμαι.

Στον δρόμο μου διαπίστωσα ότι το Εξαμίλιο είχε ενισχυθεί από τον άρχοντά μου τον δεσπότη, την προηγούμενη άνοιξη.

Διερχόμενος δὲ εὗρον καὶ τὸ Ἑξαμίλιον κτισθὲν παρὰ τοῦ αὐθεντός μου καὶ δεσπότου τῷ παρελθόντι καιρῷ τοῦ ἔαρος.

Λίγες ημέρες μετά την άφιξή μου στον Μυστρά έφτασε στην Πόλη με πολλές γαλέρες ο καρδινάλιος, αντικαγκελλάριος και καθολικός λεγάτος τού πάπα, προκειμένου να ενημερώσει τον αυτοκράτορα για την εκστρατεία που ετοίμαζε ο βασιλιάς τής Ουγγαρίας εναντίον των ασεβών. Στάλθηκα πάλι εγώ ως πρέσβης στον αυτοκράτορα και στον σουλτάνο και σε αυτόν ακόμη τον βασιλιά, αλλά κυρίως στον καρδινάλιο και στον διοικητή Αλβίζε Λορεντάν, με τις απαραίτητες οδηγίες ώστε να προχωρήσουν τα πράγματα.

Φθάσαντός μου οὖν εἰς τὸν Μυζηθρᾶν, μετά τινας ἡμέρας ὀλίγας, τοῦ καρδιναλίου καὶ βιτζεκαντζελλαρίου καὶ λεγάτου καθολικοῦ τοῦ πάπα ἀπερχομένου μετὰ πολλῶν κατέργων εἰς τὴν Πόλιν διὰ τὴν κατὰ τῶν ἀσεβῶν τοῦ ῥηγὸς τῆς Οὐγγαρίας ἐξέλευσιν, ἐστάλην καὶ ἐγὼ πάλιν ἀποκρισιάρης πρὸς τε τὸν βασιλέα καὶ πρὸς τὸν ἀμηρᾶν καὶ αὐτὸν δὴ τὸν ῥῆγαν, ἀλλὰ δὴ καὶ πρὸς τὸν λεγᾶτον καὶ πρὸς τὸν καπετάνιον Ἀλωΐζω Λορδᾶν δι’ ἀναγκαίας δουλείας, πρὸς οὗ προβῶσι τὰ πράγματα.»

Ψευδο-Σφραντζής, II, 19, CSHB, Βόννη, σελ. 196-97, επιμ. Papadopoulos, I, 195, επιμ. Grecu, σελ. 338:

«…καί ἀναμεταξύ τῶν ἀδελφῶν συμφωνίαι γεγόνασι τοιαῦται, ὅτι ὁ μὲν αὐθέντης μου ὁ δεσπότης Κωνσταντῖνος ἀπέλθῃ εἰς Πελοπόννησον καὶ τον τόπον ἅπαντα τοῦ δεσπότου κύρ Θεοδώρου λάβῃ, ὁ δὲ κύρ Θεόδωρος εἰς τὴν πόλιν ἔλθῃ καὶ τὴν Σηλυμβριαν λάβῃ. ἅ δὴ καὶ ἐγένετο. καὶ τῇ δεκάτῃ Ὀκτωβρίου τοῦ ,ςϡνΒ΄ ἔτους ὁ αὐθέντης μου ὁ δεσπότης ἐξῆλθε μετά νηός ἀπὸ τῆς πόλεως, καὶ πλεύσας εἰς Πελοπόννησον, καὶ πάλιν μετ’ αὐτῆς δὴ τῆς νηός ὁ δεσπότης κύρ Θεόδωρος τῷ Δεκεμβρίῳ μηνὶ τοῦ αὐτοῦ ἔτους ἀπέσωσεν εἰς τὴν πόλιν· καὶ τῷ Μαρτίῳ μηνὶ παρέδωκα αὐτῷ τὴν Σηλυμβρίαν. καὶ ἐμβάντος μου εἰς νῆα τὴν ἐκ Κρήτης Ὑαλινᾶ Ἀντωνίου, εἰς τὴν τῆς Εὐρίπου Κάρυστον ἐπαφήκέ με· καὶ τῇ τρίτῃ τοῦ Ἰουνίου διὰ τῆς ξηρᾶς ὁδοῦ ἔφθασα εἰς τὴν Σπάρτην. καὶ ὁ δεσπότης κύρ Θεόδωρος ἐζήτει με τὰ πλεῖστα καὶ παρώτρυνε ἵνα καὶ τὴν Σηλυμβριαν ἔχω καὶ τῶν πρώτων αὐτοῦ ὑποχειρίων εὑρήσωμαι. διερχόμενος οὖν κἀγώ εὗρον καὶ τὸν Ἰσθμόν οἰκοδομηθέντα παρά τοῦ αὐθέντου τοῦ δεσπότου κύρ Κωνσταντίνου τῷ παρελθόντι ἔαρι. φθάσαντός μου οὖν εἰς τὴν Σπάρτην, μετά τινας ἡμέρας οὐ πολλάς ἦλθεν εἰς τὴν Κωνσταντινούπολιν μετά πλείστων τριήρεων ὁ καρδινάλιος καὶ βικεκαγκελλάριος καὶ καθολικός τοῦ πάπα λεγάτος διὰ τὴν κατά τῶν ἀσεβῶν τοῦ ρηγός τῆς Οὐγγρίας ἐξέλευσιν. ἐστάλην κἀγώ αὖθις πρέσβυς πρὸς τε τὸν βασιλέα καὶ τὸν ἀμηρᾶν καὶ αὐτὸν δὴ τὸν ῥῆγα, ἀλλὰ δὴ καὶ πρὸς τὸν πρεσβευτήν ἥτοι λεγάτον καὶ πρὸς τὸν καπητάνιον Ἀλουΐσιον Λαουρεδανόν διὰ τινας ἀναγκαίας δουλείας, πρὸς οὗ προβῶσι τὰ πράγματα.»

Πρβλ. συγχαρητήρια επιστολή από τον Bησσαρίωνα προς τον Κωνσταντίνο, που περιλαμβάνει ενθάρρυνση και συμβουλές [Σπ. Π. Λάμπρος, «Tα τείχη τοῦ Ἰσθμοῦ τῆς Κορίνθου», Nέος Ἑλληνομνήμων, II (1905), 477-79]:

«Χαίρων τοίνυν αὐτὸς καὶ πόσην, οἴει, καρπούμενος εὐφροσύνην, ὅ πάλαι ποτ’ ἐπόθουν καὶ ποθῶν ἰδεῖν ἐπεθύμουν τετελεσμένον ὁρῶν οὐχ ἤκιστα, σοὶ και τῷ γένει συγχαίρω καὶ πᾶσιν ὅλως τοῖς Ἕλλησι, πρότερον μὲ, οὐ ψυχὰς μόνο, ἀλλ’ οἷον καὶ αὐτὴν τῶν σωμάτων ἀνακειμένοις τὴν ῥώμην καὶ συγκαταπεπτωκόσιν αὐτῷ τῷ ἰσθμῷ, νῦν δ’ ἐγερθέντος διὰ σοῦ καὶ αὐτοῖς τὴν τε ἀνδρείαν τὴν τε ῥώμην συναναστησομένοις, τὰ τε ἐκτὸς πάντα καὶ τὴν ἐν τούτοις εὐδαιμονίαν, εἰρήσθω δὲ σὺν θεῷ, σοῦ ἡγουμένου ἀποληψομένοις. Σοὶ δ’ ὅτι τὰς κοινὰς ἐλπίδας οὐκ ἔψευσας, μᾶλλον δ’ ὅτι καὶ πολλῷ αὐτὰς ὑπερεβάλου τῷ μέτρῳ συγχαίρων, πολλὰ ἐκ θεοῦ εὔχομοι ἀγαθὰ καὶ μακρὰν ἐπὶ πᾶσι ζωὴν, ἧς τὰ μακρὰ ἡμῶν καὶ πολυετῆ ὥστε ἀναστῆναι δέονται πτώματα. Σὺ γὰρ σφόδρα καὶ πρὶν ἐπεθύμεις ἡρωικὰ ἐπιδείξασθαι ἔργα, καὶ νῦν ἅμα τε ἀφορμῆς καὶ δυνάμεως ἐπελάβου καὶ πρὸς ἔργα ἐχώρησας, θεμέλιον οὐκ ἀγεννὲς τοῖς μέλλουσι προκαταβαλόμενος πράγμασι. Σοῦ τὴν ψυχὴν οἶδα πόσος ἀναφλέγει ζῆλος τῶν παλαιῶν ἐκείνων ἀνδρῶν κἀκ μικρᾶς ἀφορμῆς μεγάλα διαπράξασθαι δυνηθέντων. Οὐκ ἀγνοῶ οἷα καθ’ ἑκάστην λογίζῃ, οἷα ἐπιθυμεῖς, οἷα διανοῇ, ἅ τῷ νῷ συλλαμβάνεις καὶ ὥστε εἰς τέλος ἐξενεγκεῖν πάντα μηχανᾷ τρόπον. Οὐκ ἀμφιβάλλω παραστήσεσθαί σοι τὸν θεὸν σύμμαχον, ἐπόπτην, συνεργὸν τε καὶ βοηθὸν. Ἐκεῖνός τε γὰρ φιλάνθρωπος καὶ φιλάρετος, σὺ τε ἄξιος ὑπηρέτης ἐκείνου, πολὺν τῶν ἀρετῶν ποιούμενος λόγον˙ ὧν ἆθλα οὐ τὰ μέλλοντα μόνον, ἀλλ’ ἤδη καὶ τὰ παρόντα προὔθηκεν εἰς τὸ μέσον οὐ κακίας, οὐδ’ ἀμελείας τε καὶ ῥαστώνης, οἷς ἐπὶ πολὺν συνεχόμενοι χρόνον οὐκ ἀπεικότως αὐτοὶ τε ἀπολώλαμεν καὶ τὰ ἡμέτερα ἀπωλέσαμεν. Ἀλλὰ νῦν τὴν ἐναντίαν, σοῦ ἡγουμένου τε καὶ ὑποδεικνύντος, ἰόντες τοῖς ἐναντίοις τε καὶ πάντως ἀγαθοῖς ἐντευξόμεθα. Ταῦτά με εὐφραίνει, ταῦτα ἐν ἀρρήτῳ ἡδονῇ κατέχει, ταῦτά μοι γλυκυθυμίαν ἀδιάκοπον ἐμποιεῖ˙ ὧν τὰ μὲν ἤδη γεγενημένα, τὰ δ’ ὡς ἑψόμενα τῷ φανταστικῷ τῆς ψυχῆς ὀφθαλμῷ οὐ στοχάζομαι μόνον, ἀλλ’ οἷον ἤδη ὁρῶ. Τειχίσας μὲν οὖν τὸν ἰσθμὸν, βασιλικώτατε ἄνερ, ἄριστα καὶ ἀξίως σαυτοῦ ἐβουλεύσω˙ μὴ μέχρι δὲ τούτου διανοηθεὶς στῆναι, ἀλλὰ προσέτι καὶ πόλιν ἐκεῖσε ἱδρύσασθαι, ἔτι μᾶλλον ἄξια θαύματος ἐλογίσω. καὶ γὰρ ἄνευ μὲν φυλάκων οὐδὲν ἄν ποτε δυνηθεῖεν μόνα τὰ τείχη˙ φύλακες δὲ ἄνευ παρακειμένης πόλεώς τε καὶ πολιτείας οὔτ’ ἄν ἱκανοί, οὔτ’ ἄν μόνιμοί τε και βέβαιοι εἶεν, οὔτ’ ἄν ἐν ἅπασι καὶ τοῖς ἀναγκαίοις καιροῖς δύναιντ’ ἄν ἐκ τοῦ προχείρου παρεῖναι˙ καὶ τούτου μάρτυς ὁ χρόνος καὶ τὰ προλαβόντα παθήματα. Ὅθεν, εἰ μὲν γέγονεν, εἴτε καὶ γίνεται, ταῦτα γίνεται ἅπερ ἔδει γενέσθαι˙ εἰ δ’ οὔπω καὶ νῦν ἀρχὴν ἔλαβε, καλῶς ἄν ἔχοι καὶ ἄρξασθαι καὶ τελέσαι, μᾶλλον δὲ γε καὶ ἀναγκαίως καὶ οὗ χωρὶς οὐκ ἄν ποτε σχοίη καλῶς οὐδ’ ἄν ἔργον τετελεσμένον ῥηθείη˙ καίτοι, καὶ τούτου γεγενημένου, εἰ μὴ καὶ τὰ βασίλεια ἐκεῖ ἱδρυθείη καὶ προκαθημένη τῶν ἄλλων γένοιτο πόλις, οὐκ ἄν δυνηθείη τοσοῦτον. Τῶν γὰρ ἐντὸς τῆς Πελοποννήσου σὺν θεῷ μηδὲν δεδιότων, περὶ τὸν ἰσθμὸν ὡς ἐπὶ τὸ πολὺ δεῖ τὸν ἄρχοντα ἐγχρονίζειν, τὰ μὲν ἐπικουρήσοντα τοῖς ἰδίοις, εἴ τις ἐπέλθοι τῶν πολεμίων, τὰ δ’ ἐκδρομούμενον ἐν τοῖς προσήκουσι χρόνοις κατὰ τῶν παρακειμένων ἐχθρῶν καὶ μὴ τοὺς καιροὺς ἀπολλύντα τῇ ἀπουσίᾳ.»

Πρβλ. και E. W. Bodnar, «The Isthmian Fortifications in Oracular Prophecy», American Journal of Archaeology, LXIV (1960), 165-71.

[←116]

Marinus Barletius, Historia de vita et gestis Scenderbegi, Epirotarum principis, 1η εκδ., «impressum Romae per B. V.» [Bernardinus Venctus de Vitalibus], ca. 1509, βιβλίο I, φύλλα viii-ix, βιβλίο xiii, φύλλο clix, εκδ. Ζάγκρεμπ, «typis Ioannis Baptistae Weitz», 1743, σελ. 14-17, 372.

[←117]

Με την ευκαιρία 500 ετών από τον θάνατο τού Σκεντέρμπεη (στις 17 Ιανουαρίου 1468), οι ίδιοι οι Αλβανοί τίμησαν τον εθνικό τους ήρωα, αφιερώνοντας στη μνήμη του και τα δύο τεύχη τού Studia Albanica. Για τον θρύλο τού Σκεντέρμπεη σημειώστε Androkli Kostallari, «La Figure de Skanderbeg dans la litterature mondiale» και Johannes Irmscher, «Skanderbeg und Deutschland», στο ίδιο, V-l (1968), 191-215, 217-33, καθώς και Nicolas Ciachir, Gelcu Malesutovici και Dumitru Polena, «La Personnallite du heros albanais Georges Kastriote-Skanderbeg dans quelques ouvrages roumains», στο ίδιο, V-2 (1968), 121-30.

[←118]

O Σκεντέρμπεης αποτελεί αντικείμενο μεγάλης βιβλιογραφίας, στην οποία κατά τις λίγες τελευταίες δεκαετίες έχουν προστεθεί πολλοί σημαντικοί τίτλοι, για το οποίο πρβλ. Γ. Χ. Σούλη, «Αἱ νεωτέραι ἔρευναι περὶ Γεωργίου Καστριώτου Σκενδέρμπεγ», Έπετηρίς τῆς Ἑταιρείας Βυζαντινῶν Σπουδῶν, XXVIII (1958), 446-57. O Jovan Radonić έχει συγκεντρώσει τις κύριες τεκμηριωτικές και φιλολογικές πηγές που αφορούν τον Σκεντέρμπεη στην πολύ εύχρηστη εργασία του, Djuradj Kastriot Skenderbeg i Arbanija u XV veku, Belgrade, 1942. Για τις συνθήκες στην Αλβανία από τα τέλη φθινοπώρου 1441 βλέπε Arch. di Stato di Venezia, Sen. Secreta, Reg. 15, φύλλα 102, 116, 129. 131-133, 134, 154 και στο ίδιο, Reg. 16, φύλλα 9, 10, 15, 24 και αλλού.

[←119]

Barletius, Vita, 1η εκδ., Ρώμη, 1509, βιβλίο ii, φύλλα xvii, xix, εκδ. Ζάγκρεμπ, 1743, σελ. 35, 40. Giovanni Musachi, Breve Memoria de li discendenti de nostra casa Musachi στο Ch. Hopf, Chroniques gréco-romanes, Βερολίνο, 1873, σελ. 274. Πρβλ. Giammaria Biemmi (αλλά βλέπε πιο κάτω), Istoria di Giorgio Castrioto della Scander-Begh, 2η εκδ., Brescia, 1756, βιβλίο I, σελ. 30-38, ο οποίος παρέχει την ημερομηνία τής διάσκεψης τού Αλέσσιο, «ch’era pei due di Marzo» [σελ. 30]. Hopf, «Griechenland im Mittelalter und in der Neuzeit» στο J. S. Ersch και J. G. Gruber (επιμ.), Allgemeine Encyklopadie, τόμ. 86 (ανατυπ. Νέα Υόρκη, 1960, τόμ. II), σελ. 123b, ο οποίος την τοποθετεί στο καλοκαίρι τού 1444 και τον ακολουθεί ο Babinger, στην πρώτη έκδοση τού βιβλίου του για τη ζωή τού Μωάμεθ Β΄ [Μehmed der Eroberer und seine Zeit, Μόναχο, 1953, σελ. 56], για το οποίο σημειώστε Σούλη, ό. π., σελ. 454-55, αλλά η γενική επίκριση την οποία ο Σούλης απευθύνει στον Babinger ισχύει στην πραγματικότητα για τον Hopf. Aπό τις παλαιότερες πηγές σχετικά με τον Σκεντέρμπεη, ο «Aνώνυμος τού Antivari» είναι απάτη και συνεπώς ο Biemmi (που «ανακάλυψε» αυτή την πηγή) πρέπει να χρησιμοποιείται με ακραία επιφύλαξη ή μάλλον να μη χρησιμοποιείται καθόλου.

Για τη σταδιοδρομία τού Σκεντέρμπεη ο Barletius είναι πολύτιμη πηγή, αλλά πρέπει επίσης να χρησιμοποείται με ακραία επιφύλαξη. Πέρα από τις συνεχείς υπερβολές και τα χρονολογικά λάθη, ο Barletius (που ήταν καλός ανθρωπιστής, στον οποίο άρεσαν οι φιλολογικές ομιλίες και επιστολές) εφηύρε αλληλογραφία μεταξύ Σκεντέρμπεη και Λάντισλας Γιαγκελλόνιου το 1443 [Francisc Pall, «Les relations entre la Hongrie et Scanderbeg» στο Revue historique du Sud-Est européen, X (Βουκουρέστι, 1933), 121-26]. Εφηύρε επίσης αλληλογραφία μεταξύ Σκεντέρμπεη και σουλτάνου Μωάμεθ Β΄, για να φωτίσει τη δική του ερμηνεία των γεγονότων τού 1461-1463 [Vita, 1η εκδ., Ρώμη, 1509, βιβλίο xi, φύλλα cxxxiv-cxl, εκδ. Ζάγκρεμπ, 1743, σελ. 312-26].

O Marinus Barletius (1450;-1512;) ήταν ντόπιος τού Σκουτάρι (Shkoder, Σκόδρα) στην Αλβανία, ίσως ιταλικής καταγωγής και υπηρέτησε ως Καθολικός ιερέας στο Σκουτάρι μέχρι την τουρκική κατάληψη τού 1479 [πρβλ. Gazmend Shpuza, «La Lutte pour la defense de Shkoder dans les années 1474 et 1478-1479», στο Studia Albanica, V-1 (1968), 181-90]. Ύστερα ο Barletius κατοίκησε στη Βενετία και τη Ρώμη. Έγραψε περιγραφή τής πολιορκίας τού Σκουτάρι [De Obsidione Scodrensi, που πρωτοεκτυπώθηκε στη Βενετία το 1504] και τη διάσημη βιογραφία τού Σκεντέρμπεη (που πρωτοεκτυπώθηκε στη Ρώμη περί το 1509-1510). Για τη ζωή του, για την οποία πολύ λίγα είναι γνωστά, τα έργα του, κλπ., βλέπε Pall, «Marino Barlezio: Uno storico umanista» στο Mélanges d’ histoire generale, (επιμ.) Const. Marinescu, II (Βουκουρέστι, 1938), 135-315. Για τις πηγές που χρησιμοποίησε ο Barletius σην περιγραφή του για τον Σκεντέρμπεη βλέπε ιδιαίτερα σελ. 177-86, ενώ για τη γενική αξιοπιστία τού έργου, σελ. 199-202, 223-28.

Ο Τζιανμαρία Μπιέμμι, ιερέας από τη Μπρέσσια, προσποιήθηκε ότι είχε ανακαλύψει λατινικό παλαιότατο τυπωμένο βιβλίο (incunable), γραμμένο από άγνωστο συγγραφέα από το Αντίβαρι [Historia Scanderbegi edita per quendam Albanensem, δήθεν τυπωμένη από τον Erhard Ratdolt στη Βενετία στις 2 Απριλίου 1480], το οποίο ισχυρίζεται ότι χρησιμοποίησε στο βιβλίο του [Istoria di Giorgio Castrioto detto Scander Begh, Brescia, 1742 (2η εκδ., 1756)]. Βέβαια κανένα τέτοιο παλαιότατο τυπωμένο βιβλίο (incunable) δεν γνώριζε ο G. R. Redgrave, Erhard Ratdolt and his Work at Venice, Λονδίνο: Bibliographical Society, 1894, ανατυπ. 1899. Πρβλ. Kurt Ohly στο Gutenberg Jahrbuch, Mainz, 1933, σελ. 53-61, R. Janin, στο Echos d’ Orient XXXVII (1938), 210-11 και Willy Steltner, «Zum Geschichtsbild des albanischen Nationalhelden Georg Kastriota genannt Skanderbeg», Zeitschrift für Geschichtswissenschaft, IV-5 (1956), 1035-38.

O Μπιέμμι πλαστογράφησε επίσης δύο «πρώιμα» χρονικά τής Μπρέσσια και εργαζόταν πάνω σε τρίτο, όταν τον βρήκε ο θάνατος το 1778 όπως γράφει ο Pall, ό. π., σελ. 201-2, σημείωση, ο οποίος σωστά παρατηρεί ότι ο Μπιέμμι είχε ταλέντο στην έρευνα, που άξιζε να το χρησιμοποιήσει σε πιο ειλικρινείς εφαρμογές. Ο Μπιέμμι εργαζόταν πολύ σκληρά, για να εξασφαλίσει ότι οι σύγχρονοι ερευνητές θα εύρισκαν την εργασία του αξιόλογη. Ο Alessandro Serra, «Relationi del Castriota con il Papato nella lotta contro i Turchi (1444-1468)», Archivio storico italiano, >cxiv (1956), 713-33 και τόμ. cxv (1957), σελ. 33-63 δεν είχε ακόμη ανακαλύψει ότι η κατά Μπιέμμι βιογραφία τού Σκεντέρμπεη βασιζόταν σε δόλια πηγή. Ο Serra τα έχει καταφέρει κάπως καλύτερα στο δικό του δοκίμιο >L’Albania e la Santa Sede ai tempi di G[iorgio] C[astriota] Scenderbeg, Cosenza, 1960.

[←120]

«…joculariter saepe vicini principes aerarium Scenderbegi agrum hostilem appellabant» [Barletius, Vita, 1η εκδ., Ρώμη, 1509, βιβλίο iv, φύλλο xlv, εκδ. Ζάγκρεμπ, 1743, σελ. 97b].

[←121]

Pall «Les Relations entre la Hongrie et Scenderbeg», Revue historique du Sud-Est européen, X (1933), 119-27, «Skanderbeg et Janco de Hunedoara (Jean Hunyadi)», Studia Albanica, V-l (1968), 103-7 και «Skanderbeg et Janco de Hunedoara», Revue des études sud-est européennes, VI (1968), 6-9.

[←122]

Τα άρθρα τού Pall πρέπει να διαβαστούν πριν από την Vita τού Barletius [1η εκδ., Ρώμη, 1509, βιβλίο ii, φύλλα xxii-xxvii, εκδ. Ζάγκρεμπ, 1743, σελ. 47-57], τον οποίο ακολούθησε ο Raynaldus, Annales ecclesiastici ad ann. 1443 [sic], αριθ. 21, τόμ. XVIII (1694), σελ. 285-86 και ο Biemmi, βιβλίο I, σελ. 42-55, 59-60, ο οποίος παρέχει τις 29 Ιουνίου 1444 ως ημερομηνία τής πρώτης νίκης τού Σκεντέρμπεη επί των Τούρκων [σελ. 54]. H πλαστή αλληλογραφία Ιουλίου και Αυγούστου 1443 μεταξύ Λάντισλας και Σκεντέρμπεη (φτιαγμένη από τον Barletius, ο οποίος έπρεπε να την αποδώσει στο έτος 1444) ανατυπώνεται στον Radonić, Djuradj Kastriot Skenderbeg, σελ. 5-7.

[←123]

To κείμενο τής διάσημης συνθήκης τής Ζάρας (18 Φεβρουαρίου 1358) υπάρχει στον Sime Ljubić, Listine στο Monumenta spectantia historiam slavorum meridionalium, III (Ζάγκρεμπ, 1872), 368-71 με συνοδευτικά έγγραφα και πρβλ. J. Gelcich και L. Thallóczy, Diplomatarium ragusanum, Βουδαπέστη, 1887, αριθ. I και εξής, σελ. 3 και εξής. Για τη συνθήκη και τις συνέπειές της πρβλ. Sam. Romanin, Storia documentata di Venezia, III, 200-6, Giuseppe Gelcich, Dello Sviluppo civile di Ragusa, Ragusa, 1884, σελ. 44, Luigi Villari, Republic of Ragusa, Λονδίνο, 1904, σελ. 103-6, H. Kretschmayr, Geschichte von Venedig, II (Γκότα, 1920, ανατυπ. 1964), 217-18, Louis de Voinovitch, Histoire de Dalmatie, I (Παρίσι, 1934). 451-54 και Balint Homan, Gli Angioini di Napoli in Ungheria, 1290-1403, μεταφρ. από τα ουγγρικά από τούς Luigi Zambra και Rudolfo Mosca (Reale Accademia d’ ltalia, Studi e documenti, VIII, Ρώμη, 1938), σελ. 367-71. Επίσης βλέπε πιο πάνω, τόμο I, σελ. 228.

Για την εμφάνιση τής περιτειχισμένης Ραγούσας πρβλ. Luksa Beritic, Uturdenja grada Dubrovnika, Ζάγκρεμπ, 1955 και βλέπε γενικά τις απλωμένες αλλά ενδιαφέρουσες διαλέξεις τού N. Iorga, «Raguse» στο Bulletin historique de l’ Academie roumaine, XVIII (Βουκουρέστι, 1931), 32-100. H σημερινή Ragusa (Ντουμπρόβνικ) χρονολογείται σε μεγάλο βαθμό στην περίοδο μετά τον σεισμό τού 1667.

[←124]

Iorga, Notes et extraits, II, 371-74, 376-78 και ιδιαίτερα σελ. 381-84, 386. Οι δύσκολες διαπραγματεύσεις με την Πύλη ολοκληρώθηκαν τελικά από τον Ραγουσαίο πρεσβευτή Νικόλαο ντε Σίμον ντε Γκόζε, αλλά οι Ραγουσαίοι συνέχιζαν να έχουν προβλήματα με τούς Τούρκους αξιωματούχους [στο ίδιο, σελ. 395, 412]. Για τις τότε οικονομικές τους σχέσεις με τούς Τούρκους στη Σερβία, Αλβανία, Bοσνία, Ελλάδα, Βουλγαρία, Βλαχία και Aνατολία βλέπε B. Krckic, Dubrovnik (Raguse) et le Levant au moyen age, Παρίσι και Χάγη, 1961, αριθ. 958, 962, 964-66, 969, 972, σελ. 323 και εξής. Οι Ραγουσαίοι είχαν εκτεταμένα προξενικά προνόμια και νομικές απαλλαγές στο βασίλειο τής Σικελίας (Νάπολη), για το οποίο βλέπε Ljubić, Listine, IX (Ζάγκρεμπ, 1890), 36-37.

[←125]

«… come la nave agitata da fortuna in mezzo pelago…». Jovan Radonić, Acta et diplomata ragusina, I, μέρος 2 (Belgrade, 1934), αριθ. 231, σελ. 518, έγγραφο με ημερομηνία 28 Ιανουαρίου 1451 (Fontes rerum slavorum meridionalium, σειρά I). Gelcich και Thallóczy, Dipl. Ragusanum, αριθ. 285, σελ. 477.

[←126]

Πρβλ. Iorga, Gesch. d. osman. Reiches, I, 423-25 και D. Caccamo, «Eugenio IV e la crociata di Varna», Archivio della Società romana di storia patria, LXXIX, 43-45. Ο Αλβέρτος πέθανε στις 27 Οκτωβρίου 1439 και η Ελισσάβετ στις 19 Δεκεμβρίου 1442.

[←127]

Οι Ούγγροι ήσαν ιδιαίτερα επιτυχείς εναντίον των Τούρκων κατά τη διάρκεια τού δεύτερου μισού τού έτους 1442. Πρβλ. Iorga, ROL, VII (1899, ανατυπ. 1964), 78-79 και Notes et extraits, III (Παρίσι, 1902), 105-6, έγγραφο με ημερομηνία 30 Οκτωβρίου 1442 και σημείωση Iorga για το έγγραφο. Για την περίοδο αυτή βλέπε Francisc Pall, «Le Condizioni e gli echi internazionali della lotta antiottomana del 1442-1443, condotta da Giovanni di Hunedoara», Revue des études sud-est europeenes, III (Βουκουρέστι, 1965), 433-63.

[←128]

Iorga, ROL, VII, 73 και πρβλ. σελ. 98, 100, 377 και Notes et extraits, III, 100 και πρβλ. σελ. 125, 127, 136.

[←129]

Hofmann, Epistolae pontificiae, III, αριθ. 261, σελ. 69-75:

«… ξεκινώντας από τον εαυτό μας, από όλα τα έσοδα και τις αποδόσεις από κοινές υπηρεσίες και ετήσιες προσόδους, που ανήκουν στο παπικό ταμείο, η χρήση τού ενός πέμπτου εκχωρείται για τον στόλο και τον στρατό των πιστών…» [σελ. 75].

(… incipientes a nobis ipsis, omnium reddituum et proventuum ex communibus servitiis et annatis ad cameram apostolicam spectantibus partem quintam ad eundem usum classis et exercitus fidelium deputamus…)

Πρβλ. στο ίδιο, αριθ. 264-65, κλπ., επίσης τα σημειώματα στο Sanudo, Vite de duchi στο RISS, XXII (1733), στήλες 1106, 1I09B. 1110AB, 1114C. H σταυροφορική εγκύκλιος τού Ευγένιου Δ’ είναι λάθος χρονολογημένη στις 1442 στον Pastor, Hist. Popes, I, 325, αλλά παρέχεται σωστά ως «στις αρχές τού έτους 1443» (zu Anfang des Jahres 1443) στην τελευταία έκδοση τού έργου του Gesch. d. Päpste, I (ανατυπ. 1955), 333. Σημειώστε επίσης Iorga, ROL, VII, 94-95, 95-96, 98-100, κλπ. και Notes et extraits, III, 121-22, 122-23, 125-27, κλπ. Ο Eυγένιος και οι Ενετοί δεν βρίσκονταν γενικά σε συμφωνία και οι τελευταίοι συνέχιζαν να διαμαρτύρονται για τη χρηματοδότηση τού στόλου και τις ασταθείς συνθήκες στην Ιταλία [Sen. Secreta, Reg. 16 (1443-1445), φύλλα 9, 11, 12, 13, 14, 26, 30-31, 37, 61, 87, 95-96 και 116].

[←130]

Πρβλ. Iorga, Notes et extraits, II, 403, 417. Πρβλ. Krekic, Dubrovnik (1961), αριθ. 1054, 1097, σελ. 339, 346.

[←131]

Σε επιστολή προς τον Ευγένιο με ημερομηνία 13 Απριλίου 1443, ο δόγης Φραντσέσκο Φόσκαρι εξέφραζε την ικανοποίηση τής ενετικής Γερουσίας για την παραλαβή επιστολής από τον Τζουλιάνο Τσεζαρίνι, καρδινάλιο τού Σαντ’ Άντζελο, που εξηγούσε

«πόσο καλά προετοιμάζει τα πράγματα η χριστιανική θρησκεία και πώς όλοι οι άνθρωποι σε αυτά τα μέρη διατίθενται ολόθερμα να τιμωρήσουν αυστηρά την οργή των απίστων» [Sen. Secreta, Reg. 16, φύλλο 5, Iorga, Notes et extraits, III (Παρίσι, 1902), 121].

(quam bene preparantur res Christiane religionis quamque omnes populi illarum partium ad repprimendam infidelium rabiem ferventissime disponuntur).

Στην Κεντρική Ευρώπη τουλάχιστον υπήρχε ακόμη προθυμία να προχωρήσουν εναντίον των Τούρκων. Πρβλ. Valentini, Acta Albaniae veneta, XVIII (1974), αριθ. 4.805, σελ. 20, τού οποίου η ανάγνωση τής επιστολής τού δόγη διαφέρει από τη δική μου.

Στις 3 Μαΐου 1443 ο δόγης ανέφερε στη Γερουσία την αποστολή Βυζαντινού απεσταλμένου, κάποιου «Θεόδωρου Καραστινού» (ὁ ἐκ Καρύστου;), ο οποίος είχε μόλις αναφέρει [στο Κολλέγιο], ότι οι Τούρκοι δεν τηρούσαν την ειρήνη που είχαν κάνει με τον αυτοκράτορα Ιωάννη Η’,

«και τελικά μιλά για τη δράση των Τούρκων και πόσο εύκολα μπορούν να εκδιωχθούν από την Ελλάδα, αλλά χρειαζόνται απαραιτήτως γαλέρες και για τον λόγο αυτό βλέπει ότι είναι απολύτως απαραίτητο να γίνει από εμάς η διάθεση των γαλερών, ενώ έχει την ευθύνη να πάει ή να γράψει στον ανώτατο ποντίφηκα και στον επιφανή άρχοντα δούκα τής Βουργουνδίας, για να συνεισφέρουν χρήματα σε εμάς για τον εξοπλισμό των εν λόγω γαλερών και επιδιώκει τη συμβουλή και την εμφάνισή μας, ισχυριζόμενος ότι έχει εντολή να ακολουθήσει σε αυτό κα να υπακούσει εμάς».

(et tandem dicit condictionem Teucrorum et quam facile expellerentur de Gretia, sed neccessarie essent galee et ob hoc videt penitus necessarium esse ut per nos fiat provisio galearum et habet in mandatis eundi aut scribendi summo pontifici et illustrissimo domino duci Burgundie ut pecunias nobis contribuant pro armamento galearum predictarum et petit consilium et parere nostrum, asserens in mandatis habere in hoc sequendi parere nostrum)

Η Γερουσία ψήφισε να ενημερώσει τον απεσταλμένο

«ότι ο ανώτατος ποντίφηκας πρέπει να αντιμετωπίσει μαζί μας αυτό το αίτημα, εξοπλίζοντας εδώ δέκα γαλέρες και εμείς, που ακολουθούμε τα βήματα των προγόνων μας, έχουμε πάντοτε επιδιώξει να είμαστε πρόθυμοι και χρήσιμοι για τη Χριστιανοσύνη και θα είμαστε ικανοποιημένοι να φιλοξενήσουμε τα κελύφη αυτών των γαλερών και να συγκατατεθούμε στο αίτημά του να τις εξοπλίσουμε εδώ…».

(quod summus pontifex fecit apud nos fieri instantiam ut decem hic posset armare galeas et nos, qui sequentes vestigia predecessorum nostrorum semper comodum et utile Christianitatis quesivimus, fuimus contenti ei corpora ipsarum galearum accomodare et sue requisitioni de armando hic eas consentire….)

Ο καρδινάλιος Τσεζαρίνι προέτρεπε τον πάπα Ευγένιο να διαθέσει τους πόρους που ήσαν απαραίτητοι για τον εξοπλισμό των δέκα γαλερών, τις οποίες η Βενετία ήταν διατεθειμένη να διαθέσει στον σταυροφορικό στόλο. Δεν έπρεπε να υπάρχει καθυστέρηση (res hec in longum non est ducenda). Ο Θεόδωρος έπρεπε να πάει στην παπική κούρτη, «στα πόδια τού πάπα» (ad pedes apostolicos) το αίτημα για την αποστολή των χρημάτων στη Βενετία, αλλά πριν πάει έπρεπε να γράψει στον Ευγένιο. Η Γερουσία συμβούλευε επίσης τον Θεόδωρο να γράψει στον δούκα τής Βουργουνδίας πριν φύγει από τη Βενετία, αλλά να μην πει τίποτε για την προθυμία του να συναντήσει τον δούκα προσωπικά, εκτός αν εύρισκε υποστήριξη στην κούρτη και είχε τον χρόνο και τα μέσα να αναλάβει τέτοιο μακρινό ταξίδι.

«… Αλλά επειδή, όπως καταλαβαίνετε, τα πράγματα στην Ιταλία βρίσκονται σε όχι μικρή σύγχυση, προτρέπουμε, ότι πρέπει να πείσετε τον προαναφερθέντα ανώτατο ποντίφηκα και να τον ικετεύσετε να πάρει θέση και σύμφωνα με το αξίωμά του, επειδή είναι ο επικεφαλής των χριστιανών, να εργαστεί με τέτοιο τρόπο και να καταδεχθεί να παράσχει, ώστε τα πράγματα στην Ιταλία να επιλυθούν έτσι με ασφάλεια, ώστε αυτό το ιερό και χρησιμότατο έργο να είναι εφικτό, όπως επιθυμούμε. Υπέρ όλοι οι άλλοι, κατά 2, λευκό 1.» [στο ίδιο, Reg. 16, φύλλο 7].

(…Verum cum, ut intelligere potuit, res Italie in non parva sint confusione, hortamur ut suadere debeat prefato summo pontifici et supplicare cum instantia ut pro eius officio, quia caput Christianorum est, taliter operari et providere dignetur quod ipse res Italie taliter cum securitate componantur quod ad hoc sanctum et utilissimum opus vacare possimus ut optamus. De parte omnes alii, de non 2, non sinceri 1)

Βλέπε επίσης Valentini, Acta Albaniae veneta, XVIII (1974), αριθ. 4.807, σελ. 22-23, Iorga, Notes et extraits, III, 122-23 και σημειώστε τις περιλήψεις των εγγράφων [στο ίδιο, σελ. 125 και εξής].

O Θεόδωρος «Καραστινός« πήγε μάλιστα στο δουκάτο τής Βουργουνδίας, όπου ο Φίλιππος ο Καλός τον υποδέχθηκε στο Σαλόν-συρ-Σαόν:

«… ήρθε ένας πρεσβευτής εκ μέρους τού αυτοκράτορα τής Κωνσταντινούπολης στον δούκα, ονομαζόμενος Θεόδωρος Καρυστινός, τον οποίο ο εν λόγω δούκας υποδέχθηκε με μεγάλες τιμές…» [Jehan de Waurin, Recueil des croniques d’ Engleterre, VI, I, 6, επιμ. Hardy, τόμ. V (1891, ανατυπ. 1967), σελ. 20].

( …vint illec ung ambaxadeur de par lempereur de Constantinoble devers ycellui duc, nomme Theodore Crystins, lequel ledit duc recheupt moult honnourablement…)

Για πλήρη παράθεση αυτής τής έκδοσης βλέπε πιο κάτω, σημείωση. 134. Ο Φίλιππος τον διαβεβαίωσε για βουργουνδική βοήθεια εναντίον των Τούρκων [στο ίδιο, σελ. 22 και πρβλ., πιο κάτω, σημείωση 135].

[←132]

Για το ιστορικό βλέπε Bistra Cvetkova, «Analyse des principales sources ottomanes du XVe siècle sur les campagnes de Vladislav le Varnenien et Jean Hunyadi en 1443-1444», Studia Albanica, V-l (1968), 137-58. O Ιμπραήμ μπέης, ο σύμμαχος τού βυζαντινού αυτοκράτορα Ιωάννη Η’, βρισκόταν υπό την προστασία τού Τιμουρίδη ηγεμόνα σαχ Ρουχ, τον οποίο φοβούνταν ιδιαιτέρως οι Οθωμανοί. Bλέπε Halil Inalcik, «Byzantium and the Origins of the Crisis of 1444 under the Light of Turkish Sources», Actes du XIII Congres international d’ études byzantines (Ohrid, 1961), II (Belgrade, 1964), 159-63. Πρβλ. επίσης Gyula Raszo, «Una strana Alleanza: Alcuni pensieri sulla storia militare e politica dell’ alleanza contro i Turchi (1440-1464)» στο Vittore Branca (επιμ.), Venezia e Ungheria nel Rinascimento, Φλωρεντία, 1973, σελ. 79-100, τού οποίου το άρθρο ξεκινά με λάθος αναφορά, παραθέτοντας εσφαλμένα μια γραμμή από τον Πίο Β΄ (την οποία αποδίδει στον Κάλλιστο Γ΄) και στη συνέχεια είναι υπεύθυνος στις σημειώσεις του για σειρά από παραμορφωμένα λατινικά κείμενα.

[←133]

Πρβλ. Sen. Secreta, Reg. 16, φύλλα 73-74. Valentini, Acta Albaniae veneta, XVIII (1974), αριθ. 4.925, σελ. 129-34, έγγραφο με ημερομηνία 6 Μαρτίου 1444, όταν πια η Γερουσία γνώριζε ότι οι Τσεζαρίνι και Λάντισλας είχαν επιστρέψει στην Ουγγαρία, «[αυτοί] με στρατό χριστιανών κινήθηκαν προς τα πίσω και επέστρεψαν στην Ουγγαρία για καλούς και αναγκαίους λόγους» ([illos] cum exercitu Christianorum retrocessisse et in Hungariam remeasse bonis necessariisque causis).

Βλέπε Δούκα, κεφ. 32, CSHB, Βόννη, σελ. 217-18:

«Όταν ο προαναφερθείς δεσπότης Γεώργιος είδε την απογυμνωμένη του δεσποτεία και ότι τα μόνα υπάρχοντα που διατηρούσε ήσαν μερικά φρούρια μέσα στην Ουγγαρία, άρχισε να αποθαρρύνεται. Μη έχοντας κανέναν να τον βοηθήσει, πήγε στον κράλη τής Ουγγαρίας. Εκείνος ήταν ανήλικος και έτσι όλες οι υποθέσεις τού κράτους διεκπεραιώνονταν από τη μητέρα του τη βασίλισσα και τον Γιάνος τον πρωτοστράτορα. Ο δεσπότης παρακαλούσε και οδυρόταν να δείξουν έλεος. Η βασίλισσα, έχοντας καμφθεί από οίκτο ή μάλλον επειδή φοβήθηκε ότι ο καταστροφέας θα εισέβαλε και στην Ουγγαρία αν η Σερβία έμενε ανυπεράσπιστη, έδωσε εντολή στον στρατηγό, ο οποίος ήταν εξαιρετικά πλούσιος, να δώσει οικονομική βοήθεια στον Γεώργιο. Ο Γεώργιος, με μισθοφορική δύναμη εικοσιπέντε περίπου χιλιάδων ιππέων και τοξοτών, διέσχισε τον Δούναβη. Προχωρώντας γρήγορα μέχρι την πό,η που ονομάζεται Σόφια, έβαλαν φωτιά και την πυρπόλησαν, καθώς και όλες τις γύρω κωμοπόλεις και χωριά, χωρίς να αφήσουν τίποτε όρθιο. Όλα τα λάφυρα τα έστειλαν πίσω στον Δούναβη και μεταφέρθηκαν απέναντι, ενώ τα στρατεύματα προχωρούσαν προς τη Φιλιππούπολη. Ο Μουράτ συγκέντρωσε τον δυτικό του στρατό (γιατί δεν είχε τον χρόνο να καλέσει και τα ανατολικά στρατεύματα) και βάδιζε προς τη Φιλιππούπολη. Οι Ούγγροι, συνοδευόμενοι από τον δεσπότη, έφτασαν στην πόλη που ονομάζεται Τζλατή στη γλώσσα των Βουλγάρων, η οποία σε μετάφραση σημαίνει χρυσή. Βρίσκεται στη μέση μεταξύ Σόφιας και Φιλιππούπολης και έχει βουνά και αδιάβατα δάση που εκτείνονται μέχρι κοντά στη Φιλιππούπολη. Γιατί ήθελαν να διασχίσουν τα βουνά, πριν όμως το κάνουν αυτό, έπρεπε να ανοιχτεί μονοπάτι από τούς πελεκηφόρους άνδρες και τούς υλοτόμους. Οι Τούρκοι κατάφεραν να διασχίσουν το τραχύ ορεινό έδαφος και έφτασαν απέναντι από το στρατόπεδο των Ούγγρων, αλλά φοβήθηκαν και δεν κατέβηκαν από το βουνό στην πεδιάδα. Οι Ούγγροι ανέβηκαν με θάρρος στα μισά τού βουνού. Οι Τούρκοι έριχναν συνεχώς βέλη αλλά χωρίς αποτέλεσμα. Τελικά, βλέποντας και οι δύο πλευρές ότι δεν προχωρούσαν καθόλου λόγω τής τραχύτητας τού εδάφους, επέστρεψε καθεμία από εκεί που είχε έρθει. Τότε ο Μουράτ δείλιασε, όταν σκέφτηκε ότι κατά τη διάρκεια τής ζωής του δεν είχε δει ποτέ ουγγρική δύναμη να διασχίζει τον Δούναβη, αλλά τώρα, χάρη στον δεσπότη, αυτό είχε επιτευχθεί. Έστειλε πρέσβη στον δεσπότη και συμφώνησε να επιστρέψει όλες τις πόλεις του, συμπεριλαμβανομένου τού Σμεντέρεβο. Επέστρεψε επίσης τούς τυφλούς γιους τού δεσπότη καθώς και τούς γιους τού Ντράκουλ. Οι παραχωρήσεις του καθορίστηκαν σε συνθήκες σφραγισμένες με ιερούς όρκους. Ενημέρωσε [ο δεσπότης] για αυτές τις εξελίξεις τη βασίλισσα τής Ουγγαρίας και τον αντιβασιλέα. Ο Γιάνος ήταν πρωτοστράτωρ, ενώ ο βασιλιάς των Σαξόνων ήταν αντιβασιλέας για τον κράλη τής Ουγγαρίας. Τον είχαν καλέσει και τον είχαν διορίσει κηδεμόνα, επειδή ο καθολικός κράλης ήταν έφηβος, δεκαπέντε μόλις ετών. Έφτασαν οι Τούρκοι στην Ουγγαρία, δηλαδή οι πρέσβεις, και αντάλλαξαν όρκους φιλίας με τον βασιλιά των Σαξόνων. Συμφωνήθηκε ότι ούτε οι Ούγγροι θα διέσχιζαν τον Δούναβη για να επιτεθούν στον Μουράτ ούτε οι Τούρκοι θα πορεύονταν εναντίον των Ούγγρων. Όμως ο Γιάνος δεν ορκίσηκε, λέγοντας: «Δεν είμαι δεσπότης αλλά μόνο υπηρέτης τού δεσπότη».

«Ὁ δὲ προρρηθεὶς δεσπότης Γεώργιος ἰδὼν τὴν αὐτοῦ γυμνωθεῖσαν δεσποτείαν, καὶ μὴ ἔχων ἑτέραν ἐλπίδα πλὴν ὀλίγων πολιχνίων κειμένων ἐν τῇ Οὐγγρίᾳ, καὶ στενάζων τὸ καθ’ ἑκάστην, καὶ οὐκ ἦν ὁ ἐλεῶν, ἔρχεται πρὸς κράλην Οὐγγρίας (ἦν γὰρ νέος πάνυ˙ πλὴν τὰ πάντα ἐκυβερνῶντο διὰ χειρὸς τῆς ῥηγένης τῆς μητρὸς αὐτοῦ καὶ Ἰάγγου τοῦ πρωτοστράτορος) καὶ παρακαλεῖ καὶ ὀδύρεται τοῦ τυχεῖν ἐλέους. ἡ δὲ ῥήγενα καμφθεῖσα, μᾶλλον καὶ φοβηθεῖσα μὴ πως ἐρήμη καταλιμπανομένη Σερβία καὶ εἰς Οὐγγρίαν ὁ φθορεὺς φθάσει, κελεύει τὸν στρατηγὸν σὺν τοῖς ἀναλώμασι Γεωργίου τοῦ βοηθῆσαι˙ ἦν γὰρ πλούσιος σφόδρα, καὶ δὴ ῥογεύσας καὶ λαβὼν ἱππεῖς καὶ τοξότας ἄχρι χιλιάδας εἴκοσι πέντε περᾷ τὸν ποταμὸν, καὶ ταχυδρομήσαντες ἕως τῆς πόλεως τῆς καλουμένης Σοφίας καὶ πῦρ βάλλοντες ἐνέπρησαν, καὶ τὰς πέριξ πάσας πόλεις καὶ κώμας, μηδὲν ἀφέντες˙ τὴν δὲ λείαν πᾶσαν πέμψαντες ἐν τῷ ποταμῷ διεπέρασαν, οἱ δὲ πρὸς τὴν Φιλιππόπολιν ἤλαυνον. ὁ δὲ Μουρὰτ τὸν τῆς δύ¬σεως στρατὸν ἀθροίσας (ούκ εἶχε γὰρ εὐχερίαν τοῦ μετακαλέσασθαι καὶ τὰ τῆς ἀνατολῆς φωσάτα) ἦλθεν εἰς τὴν Φιλιππόπολιν. οἱ δὲ Οὖγγροι σὺν τῷ δεσπότῃ ἐλθόντες μέχρι τῆς κώμης τῆς καλουμένης Ἰζλατὴ κατὰ τὴν τῶν Βουλγάρων γλῶτταν, ὅ ἑρμηνεύεται χρυσῆ, ἦν γὰρ τὸ χωρίον ἀνὰ μέσον Σοφίας καὶ Φιλιππουπόλεως, ἐν δὲ τῷ μεταξύ ὄρη καὶ δρυμῶνες δύσβατοι ἕως ἐγγὺς Φιλίππου. ἐβούλοντο γὰρ περᾶσαι τὰ ὄρη, πλὴν διὰ πελεκυφόρων καὶ δενδροτόμων ἀνδρῶν ποιῆσαι πορείαν πρῶτον, εἶτα εἰσελθεῖν. οἱ δὲ Τοῦρκοι περάσαντες τὰ δύσβατα καὶ ἐλθόντες ἄντικρυ τοῦ φωσάτου τῶν Οὔγγρων, δειλιάσαντες οὐ κατῆλθον ἐκ τοῦ ὄρους ἐν τῷ πεδίῳ. οἱ δὲ Οὖγγροι καὶ μάλα θαρσαλέως ἀνέβησαν ἕως ἡμίσεος τοῦ ὄρους. οἱ δὲ Τοῦρκοι τοξοβολοῦντες οὐκ ἐπαύοντο, πλὴν οὐδὲν ἤνυον. τέλος ὁρῶντες τὰ δύο μέρη μηδέν ἀρεϊκὸν πράττοντες διὰ τὴν δυσκολίαν τοῦ τόπου, ἐστράφησαν ὄπισθεν ὅθεν ἦλθεν ὁ καθείς. τότε ὁ Μουρὰτ ἐδειλίασεν, βαλὼν κατὰ νοῦν ὅτι ἐν ταῖς ἡμέραις αὐτοῦ οὐκ ἴδεν δύναμιν Οὔγγρων διαβῆναι τὸν ποταμόν, καὶ νῦν ὁ δεσπότης τοῦτο ἐνήργησε. πέμπει ἀποκρισιάριον εἰς τὸν δεσπότην, καὶ δίδωσι τὰς πόλεις ἁπάσας αὐτοῦ καὶ τὸν Σμέδροβον. πέμπει οὖν καὶ τοὺς υἱοὺς αὐτοῦ τυφλοὺς ὄντας, καὶ τοῦ Δραγουλίου ὁμοίως, καὶ ποιεῖ συνθήκας ἐνόρκους. καὶ μηνύει ἐν Οὐγγρίᾳ τῇ ῥηγένῃ καὶ τῷ τοποτηρητῇ τῆς βασιλείας. ἦν γὰρ πρωτοστράτωρ ὁ Ἰάγγος, ὁ δὲ τοποτηρητὴς τοῦ κράλη Οὐγγρίας ἦν ὁ ῥὴξ τῶν Σάξων˙ μετεκαλέσαντο γὰρ αὐτὸν καὶ ἐποίησαν ἐπίτροπον διὰ τὸ εἶναι νέον τὸν καθολικὸν κράλην˙ ἦν γὰρ τότε πεντεκαιδέκατον ἄγων ἔτος. καὶ ἔρχονται οἱ Τοῦρκοι ἐν Οὐγγρίᾳ, ἤγουν οἱ πρέσβεις, καὶ δίδωσιν ὅρκους τῷ ῥηγί Σαξων, καὶ λαμβάνουσιν ὅρκους τοῦ εἶναι φίλοι καὶ ἠγαπημένοι˙ μήτε οἱ Οὖγγροι περάσουσι τὸν ποταμὸν τοῦ ἐλθεῖν κατὰ τοῦ Μουρὰτ, μήτε οἱ Τοῦρκοι κατὰ τῶν Οὔγγρων. ὁ δὲ Ἰάγγος οὐκ ὤμοσεν λέγων “ἐγὼ δεσπόζομαι, οὐ δεσπόζω”.»

Βλέπε και την περιγραφή που παρέχει ο Αινείας Σύλβιος Πικκολομίνι, αργότερα πάπας Πίος Β΄, σε επιστολή προφανώς με ημερομηνία 13 Ιανουαρίου 1444 προς τον Giovanni Campisio [Rudolf Wolkan (επιμ.), Der Briefwechsel des Eneas Silvias Piccolomini στο Fontes rerum austriacarum, II. Abteilung. Diplomataria et acta, τόμ. 61 (Βιέννη, 1909, για την οποία έκδοση βλέπε πιο κάτω, σημείωση 149), Ep. 117, σελ. 281-83, με ημερομηνία 15 Ιανουαρίου στο Wolkan, σελ. 278].

[←134]

Babinger, Maometto (1957), σελ. 56 και πρβλ. το άρθρο τού Babinger «Von Amurath zu Amurath: Vor- und Nachspiel der Schlacht bei Varna (1444)», Orient, III (1950), 229-31, ανατυπ. στο βιβλίο του Aufsätze und Abhandlugen zur Geschichte Südosteuropas und der Levante, 2 τόμοι, Μόναχο, 1962-66, I, 128-29. Βλέπε την περιγραφή τού ίδιου τού Λάντισλας για την εκστρατεία τού 1443 στην επιστολή του στις 2 Ιουλίου 1444 προς τούς Φλωρεντινούς ηγουμένους και τον σημαιοφόρο (gonfalonier) τής δικαιοσύνης στον Iorga, Notes et extraits, II, 404 και στην επιστολή τού Αινεία Σύλβιου προς τον Λέοναρντ Λάιμινγκ, τον επίσκοπο τού Πάσσαου, με ημερομηνία 28 Οκτωβρίου 1445 στον Wolkan, Briefwechsel, ό. π., τόμ. 61, Ep. 192, σελ. 565-66, στον Raynaldus, Annales ecclesiastici ad ann. 1443, αριθ. 15-19, τόμ. XVIII (1694), σελ. 282-84, στον Iorga, Gesch. d. osman. Reiches, I, 433-36 και πρβλ. γενικά, ROL, VII, 80 και εξής, 387-88. 398-401 και Notes et extraits, III, 107 και εξής, 146-47, 157-60.

Η εκστρατεία τού 1443 περιγράφεται λεπτομερώς και με κάποια σύγχυση από τον Jehan de Waurin, Recueil des croniques et anchiennes istories de la Grant Bretaigne, à présent nommé Engleterre, VI, I, 5, 7-8, επιμ. Wm. Hardy και E. L. C. P. Hardy, 5 τόμοι, Λονδίνο, 1864-91, ανατυπ. Nendeln, Λιχτενστάιν, 1965-72, τόμ. V, σελ. 15-19, 25-30 (Rolls Series). Yπάρχει περιγραφή τής «μεγάλης εκστρατείας» (langer Feldzug) τού 1443 στον L. Kupelwieser, Die Kämpfe Ungarns mit den Osmanen bis zur Schlacht bei Mohács (1526), Βιέννη και Λειψία, 1895, σελ. 68-79, με διαγράμματα των τουρκο-oυγγρικών συγκρούσεων κοντά στη Νις (μέχρι τις 3 Νοεμβρίου 1443) και στους πρόποδες τούς όρους Κουνόβιτσα στις αρχές Ιανουαρίου 1444. Αν και ήταν επαγγελματίας στρατιωτικός, ο Kupelwieser, σελ. 69, πίστευε ότι ο Μουράτ είχε 150.000 άνδρες υπό τις διαταγές του κατά τη διάρκεια τής εκστρατείας. Ο Halil Inalcik έχει αφιερώσει μεγάλη προσοχή στη δεκαετία που προηγήθηκε τής πτώσης τής Κωνσταντινούπολης στον τόμο του Fatih devri uzerinde telkikler ve vesikalar (Μελέτες και έγγραφα τής περιόδου τού Πορθητή), I, Ankara, 1954.

Μια απόφαση τής ενετικής Γερουσίας, που ψηφίστηκε στις 15 Ιανουαρίου 1444 προέβλεπε ότι

«…επειδή είναι τιμή για το κράτος μας να συγχαίρει τον σεβασμιώτατο κύριο καρδινάλιο τού Σαντ’ Άντζελο και τον γαληνότατο κύριο βασιλιά τής Πολωνίας, που έχουν γράψει σε εμάς για νίκες που κερδήθηκαν, αποφασίζεται ότι από τώρα και στο εξής θα στείλουμε ένα γραμματέα ενώπιον των προαναφερθέντων κυρίου καρδινάλιου και γαληνότατου κύριου βασιλιά, καθώς επίσης και τού υπέροχου κύριου Ιωάννη, βοεβόδα Τρανσυλβανίας, για να ευφραινόμαστε με τέτοιες νίκες και να μας παρουσιάζονται τα νέα και η πρόοδος των χριστιανών…» [Sen. Secreta, Reg. 16, φύλλο 57 και βλέπε φύλλο 58].

(…quia honor nostri dominii est congratulari cum reverendissimo domino cardinale Sancti Angeli ac serenissimo domino rege Polonie, qui nobis scripserunt de victoriis obtentis, ex nunc captum sit quod mittatur unus noster secretarius ad presentiam prefati reverendissimi domini cardinalis et serenissimi domini regis ac etiam magnifici domini Iohannis, vayvode transsilvani, ad congaudendum de victoriis suprascriptis et persentiendum de novis et progressibus Christianorum…)

Aλλά αν οι Λάντισλας και Τσεζαρίνι δεν επρόκειτο να συνεχίσουν τη νίκη τους με άλλη εκστρατεία στα τέλη τής άνοιξης και το καλοκαίρι τού 1444, έπρεπε να γίνουν άλλα σχέδια για τις γαλέρες, τις οποίες οι Ενετοί ετοίμαζαν για τούς εαυτούς τους και για τον πάπα,

«για να εμποδίζεται συνεχώς το πέρασμα των άπιστων Τούρκων από την Ασία στην Ευρώπη και αντίστροφα … γιατί θα ήταν διαφορετικά, θα ματαιωνόταν με την προέλαση των προαναφερθεισών γαλερών».

(ut infidelibus Teucris impediretur omnino transitus de Asia in Europam et econverso … quoniam si aliter esset, frustra esset accessus galearum predictarum)

Η Γερουσία έστειλε λοιπόν τον Τζιοβάννι ντε Ρεγκουαρντάτι ως απεσταλμένο στους Λάντισλας και Τσεζαρίνι για σχετικές πληροφορίες [στο ίδιο, φύλλα 73-74, έγγραφο με ημερομηνία 6 Μαρτίου 1444]. Πρβλ. Iorga, Notes et extraits, III, 155, Cieszkowski, Fontes rerum polonicarum, 1-2 (1890), αριθ. xxxix, σελ. 79-85 και Valentini, Acta Albaniae veneta, XVIII, αριθ. 4.904, σελ. 93-94 και αριθ. 4.925, σελ. 129-34.

[←135]

Sen. Secreta, Reg. 16, φύλλο 81, με ημερομηνία 23 Μαρτίου 1444, από τη Γερουσία προς τον Φίλιππο τής Βουργουνδίας και σημειώστε φύλλο 91. Πρβλ. Jehan de Waurin, Recueil des croniques d’ Engleterre, VI, I, 6, επιμ. Hardy, τόμ. V (1891. ανατυπ. 1967), σελ. 19-23 και Thiriet, Regestes, III, αριθ. 2597, 2603, 2639, 2645. σελ. 98 και εξής.

[←136]

Waurin, Croniques, VI, I, 9, 11, 14-19, τόμ. V, σελ. 3041, 44-51, 58-119 και σημειώστε Richard Vaughan, Philip the Good: The Apogee of Burgundy, Λονδίνο. 1970, σελ. 270-72. O Waleran de Wavrin ήταν ανηψιός τού χρονικογράφου Jehan de Waurin (Wavrin). Υπάρχουν διάφορες σημειώσεις και έξι κείμενα σχετικά με τις βουργουνδικές «επιχειρήσεις» (emprises) εναντίον των Τούρκων από το 1443 μέχρι τo 1466 στον N. Iorga, Les aventures “sarrazines” des Français de Bourgogne au XVe siècle, Cluj, 1926.

[←137]

Iorga, Gesch. d. osman. Reiches, I, 438-39.

[←138]

«…videlicet, serenissimum illum dominum regem omnino firmiter statuisse ac iurasse in manibus vestris una cum baronibus et aliis dominis ac primatibus regni illius adversus perfidos Teucros hac presenti estate potenti exercitu se transferre…» [Sen. Secreta, Reg. 16, φύλλο 91, Valentini, Acta Albaniae veneta, XVIII, αριθ. 4.962, σελ. 174, έγγραφο με ημερομηνία 12 Μαΐου 1444]. H Γερουσία προς Τσεζαρίνι, επαναλαμβάνοντας και προσαρμόζοντας τα ίδια τα λόγια τού τελευταίου.

[←139]

Στο ίδιο, Reg. 16, φύλλο 91, από την επιστολή που αναφέρθηκε στην προηγούμενη σημείωση:

«Κατανοείτε επομένως αιδεσιμότατε πατέρα [Τσεζαρίνι], όπως είναι τα πράγματα, πόσο ισχυρή και διακαής είναι η επιθυμία μας να συγκεντρωθεί ταχύτατα ο στόλος και να επιτεθεί στην Καλλίπολη» και σημειώστε φύλλα 95-96, έγγραφο με ημερομηνία 25 Μαΐου 1444.

(Intelligit itaque reverenda vestra paternitas quale ad rem hanc sit ardens desiderium nostrum et quam potens maritima classis in brevissimo spacio strictum Calipolis petitura sit)

[←140]

D. Caccamo, «Eugenio IV e la crociata di Varna», Archivio della Società romana di storia patria, LXXIX, 35-87, ιδιαίτερα σελ. 77-78.

[←141]

J. A. Fabricius, Bibliotheca Latina Mediae et Infimae Aetatis, VI (Padua, 1754), Addenda, σελ. 13, Francesco (Francisc) Pall, «Ciriaco d’ Ancona e la crociata contro i Turchi», Bulletin historique de l’ Academie roumaine, XX (1938), 61-62 και πρβλ. σελ. 32 και εξής, με παραπομπές, Halecki, Crusade of Varna (1943), σελ. 86-87.

Πέντε περίπου μήνες ύστερα από την καταστροφή στη Βάρνα, ο Αντρέας ντε Παλάτιο έγραφε στον καρδινάλιο Λοντοβίκο Τρεβιζάν από το Πόζναν στις 16 Μαΐου 1445, ότι οι Μπράνκοβιτς και Χούνιαντι είχαν διεξαγάγει τις διαπραγματεύσεις με τον Μουράτ χωρίς να συμβουλευτούν τον Λάντισλας, πράγμα που φαίνεται ότι αποτελούσε πολωνική προπαγάνδα:

«Αλλά δεν μπορούσε [ο βασιλιάς Λάντισλας] εντός τού καθορισμένου χρόνου να φέρει τις επιλεγμένες γι’ αυτόν τον σκοπό δυνάμεις, ούτε να περάσει με όλες αυτές το Δούναβη, λόγω τής συνθήκης ειρήνης, την οποία ο επιφανής Γεώργιος [Μπράνκοβιτς], δεσπότης Ράσκια [Σερβίας], υποτελής τού ίδιου βασιλιά με τον υπέροχο Ιωάννη Χούνιαντι, βοεβόδα Τρανσυλβανίας, επίσης χωρίς διαβούλευση με το βασιλιά, είχαν κάνει με τον μεγάλο ηγεμόνα των Τούρκων, τον Μουράτ μπέη…».

(Sed non potuit in termino constituto delectas ad hoc copias aggregare neque cum ipsis omnibus transfretare Danubium propter tractatum pacis, quem illustris Georgius despotus Rascie eiusdem regis subditus ac magnificus Iohannes de Huniad wagewoda Transsilvanus eciam inconsulto rege habuerunt cum eodem magno Theucrorum principe Omorath-begha…)

A. Lewicki (επιμ.), Codex epistolaris saeculi decimi quinti, II (Κρακοβία, 1891, ανατυπ. Νέα Υόρκη και Λονδίνο, 1965), αριθ. 308, σελ. 460.

Για τη σημασία αυτού τού κειμένου για τον Ant. Prochaska, ο οποίος ισχυριζόταν ότι ο Λάντισλας δεν επικύρωσε την ειρήνη, βλέπε Jan Dobrowski, L’ année 1444, Cracow: Academic polonaise des sciences et des lettres, 1952, σελ. 3 και πρβλ. σελ. 6 και εξής 17-18, 20.

[←142]

Η επιστολή τού Μουράτ Β΄ προς τον Λάντισλας παρέχεται στον Pall, Bull. hist. Acad. roum., XX, 63-64, καθώς και η «στυλιζαρισμένη» εκδοχή τού Κυριάκου για το ίδιο κείμενο [στο ίδιο, σελ. 57-58]. Πρβλ. Giov. Targioni Tozzetti, Relazioni d’ alcuni viaggi fatti in diverse parti della Toscana, V (Φλωρεντία, 1773, ανατυπ. Μπολώνια, 1971), 422, Halecki, Crusade of Varna, σελ. 88-90, Babinger, Maometto, σελ. 62-63.

[←143]

Pall, Bull. hist. Acad. roum., XX, 64-65, Halecki, Crusade of Varna, σελ. 90-91.

[←144]

Ciriaco, Ep. xvii στο Cod. Palat. Florent. 49 (Serie Targioni), φύλλο 19, επιστολή με ημερομηνία 22 Μαΐου 1444 προς τον Andreolo Giustiniani-Banca. Giovanni Targioni Tozzetti, Relazioni d’ alcuni viaggi, V, 422. Pall, Bull. hist. Acad. roum., XX, 25, 56-57. Halecki, Crusade of Varna, σελ. 86. Υπάρχουν πολλές αναφορές στις εμπορικές δραστηριότητες τού «Ser Franzesco di Drapieri dal bancho» στους Umberto Dorini και Tommaso Bertele, Il Libro dei Conti di Giacomo Badoer (Costantinopoli 1436-1440), Ρώμη, 1956, σελ. 34, 45, 70, 73, 90, 91, 94, 99, 102 και passim (Il Nuovo Ramusio, τόμ. III).

[←145]

Targioni Tozzetti, Relazioni, V, 422. Pall, Bull. hist. Acad. roum., XX, 58. Halecki, Crusade of Varna, σελ. 91.

[←146]

Pall, Bull. hist. Acad. roum., XX, 65-66. Halecki, Crusade of Varna, σελ. 91-92. Η επιστολή αυτή δεν μπορεί να είχε γραφεί, όπως συνήθως υποτίθεται, προς τον Bυζαντινό αυτοκράτορα Ιωάννη Η’ (βλέπε πιο πάνω, σημείωση 110).

[←147]

Pall, «Autour de la croisade de Varna: la question de la paix de Szeged et de sa rupture (1444)», Bull. hist. Acad. roum., XXII (1941), 144-58 και «Un moment décisif de l’ histoire du Sud-Est européen: la croisade de Varna (1444)», Balcania, VII (Βουκουρέστι, 1944), 102-20. Πρβλ. επίσης Babinger, «Von Amurath zu Amurath», Oriens, III (1950), 229-31, ανατυπ. στο δικό του Aufsätze und Abhandlugen, I (1962), 136-38.

O D. Caccamo, «Eugenio IV e la crociata di Varna», Archivio della Società romana di storia patria, LXXIX (1956), 78-79 γράφει απλώς ότι «φτάνοντας στο Σέγκεντ όχι μετά την 1η Αυγούστου, ο βασιλιάς επικύρωσε τη συνθήκη. …» (giunto a Szeged non dopo il primo agosto, il re ratificava il trattato. …).

Ο Caccamo επαναλαμβάνει εν συντομία τη βιβλιογραφία αυτής τής αντιπαράθεσης, η οποία έχει διερευνηθεί σε κάποια έκταση από τον Dobrowski, L’ année 1444 (1952).

[←148]

Pall, Bull. hist. Acad. roum., XX, 62-63, Halecki, Crusade of Varna, σελ. 85:

«Και όλα όσα αυτός ο Στόικα, δικός μας πιστός, τακτοποιήσει και συμφωνήσει με τη μεγαλειότητά σας, υποσχόμαστε με πίστη και δεσμό, ότι είμαστε πρόθυμοι να συγκεντρώσουμε και να παραδώσουμε στους απεσταλμένους σας…» (από επιστολή που παρουσίαζε τον Γκίζντανιτς στον Μουράτ Β΄).

(Et quidquid ipse Stoyka, noster fidelis, cum vestra magnitudine disposuerit et concluserit, fidem et vinculum quodcunque volueritis, promittimus … vestris nuntiis dare et conferre)

[←149]

Βλέπε Halecki, Crusade of Varna, σελ. 67-75 και Jan Dοbrowski, Wladyslaw Jagiellanczyk na Wegrzech (1440-1444), Βαρσοβία, 1922, σελ. 154-55 (παρατίθεται από Pall και Halecki). O Φίλιππο Μπουονακόρσι (1437-1496), αποκαλούμενος «Καλλίμαχος», ήταν ντόπιος τού Σαν Τσιμινιάνο κοντά στη Φλωρεντία. Ως νεαρός άνδρας συμμετείχε στη Ρωμαϊκή Ακαδημία τού Πομπόνιο Λέτο και ενεπλάκη στη «συνωμοσία» εναντίον τού Παύλου Β΄. Όταν η Ακαδημία κατεστάλη το 1468, ο Μπουονακόρσι διέφυγε στη Νάπολη και από εκεί στην Κρήτη, Κύπρο, Χίο και Κωνσταντινούπολη και βρήκε καταφύγιο στην Πολωνία, όπου από τα μέσα τής δεκαετίας τού 1470 ξεκίνησε διπλωματική και πολιτική σταδιοδρομία με επιρροή, η οποία τον έφερε στη Βενετία, την Ισταμπούλ και άλλα κέντρα εξουσίας. Είναι γνωστός στο παρόν πλαίσιο για το έργο του Historia de rege Vladislao seu clade Varnensi. Πέθανε το 1496 και θάφτηκε στην Κρακοβία [πρβλ., J. A. Fabricius, Bibl. latina med. et infim. aetatis, I (Φλωρεντία, 1858), 300 και βλέπε συνοπτική περιγραφή τής ζωής του με εξαιρετική βιβλιογραφία από τον Domenico Caccamo στο Dizionnario biografico degli italiani, XV (1972), 78-83].

Χωρίς ιδιαίτερη συμπάθεια για τούς Πολωνούς ή τούς Ούγγρους το 1445, o Αινείας Σύλβιος συζητά τις υποθέσεις τους σε πολλές επιστολές [Rudolf Wolkan (επιμ.), Der Briefwechsel des Eneas Silvius Piccolomini (1431-1454), 4 τόμοι, Βιέννη, 1909-18, στο Fontes rerum austriacarum, ii. Abteilung, Diplomataria et acta, τόμοι 61-62, 67-68, Epp. 170, 172-74, 186-89, κλπ.]. Σε πολύ υβριστική επιστολή προς τον καγκελλάριο τής βασίλισσας Σοφίας (Sonka) τής Πολωνίας, τής μητέρας τού Λάντισλας Γ΄ Γιαγκελλόνιου, γραμμένη το καλοκαίρι τού 1445, ο Aινείας κατηγορεί ευθέως τον Λάντισλας για παραβίαση τού συμφώνου του με τούς Τούρκους [στο ίδιο, I (1909), Ep. 175, σελ. 519]:

«Ούτε η συνθήκη που είχε γίνει με τούς απίστους ανακινήθηκε, ούτε μεσολάβησε συγκατάθεση τής αποστολικής έδρας, που δεν υπήρχε, αλλά ο αποστολικός λεγάτος [Τσεζαρίνι] διέταξε να αποκοπούν όλα».

(Nec enim federa tenentur cum infidelibus concussa, nisi consensus apostolice sedis interveniat, qui hic non fuit, sed legatus apostolicus [Cesarini] ea omnino scindi mandavit)

Πιστός υπερασπιστής των διεκδικήσεων των Αψβούργων επί τής Ουγγαρίας, ο Αινείας παρ’ όλα αυτά δεν ήταν εντελώς άπονος για την καταστροφή που είχε καταβροχθίσει τον Γιαγκελλόνιο, «αν και η συνθήκη επιπβεβαιώθηκε με ένορκη εκεχειρία» (quamvis federa essent indutiarum juramento firmata) [Ep. 179, σελ. 530, με ημερομηνία 13 Σεπτεμβρίου].

Υπαινισσόμενος πάλι την παραβιασμένη ειρήνη σε επιστολή στις 28 Oκτωβρίου 1445 προς τον επίσκοπο τού Πάσσαου, ο Αινείας κατηγορεί τον Τσεζαρίνι, «που είπε ότι η συνθήκη δεν είχε καμία σπουδαιότητα» (qui treugas nullius momenti fore dicebat) κλπ. [Ep. 192, σελ. 566].

Αν και τότε έτεινε να μην κατηγορεί τον πάπα στις επιστολές του (έχοντας ίσως λόγους γι’ αυτό), το 1458, όταν έγραψε το έργο του De Europa, 5, στο Opera quae extant omnia, Βασιλεία, 1551, ανατυπ. Φρανκφούρτη, 1967, σελ. 397C, o Aινείας θεωρεί τούς Ευγένιο Δ’ και Τσεζαρίνι ως υπεύθυνους, που υποχρέωσαν τον Γιαγκελλόνιο να παραβιάσει τη δεκαετή ειρήνη, που είχε επισήμως ορκιστεί με τούς Τούρκους:

«Παρόλο που την εν λόγω δεκαετή εκεχειρία τα δύο μέρη ορκίστηκαν στα δικά τους άγια να τηρούν, προσφέρθηκαν στον δεσπότη Σερβίας που είχε χάσει τον πόλεμο. … Παραβιάζοντας τούς όρκους… [κατ’ εντολή τού πάπα]».

(Induciae belli in decem annos dictae iusiurandum per sua sacra ambae partes praestitere, Despoto Serviae quae bello amiserat reddita. … Iuramenta remisit…)

Υπάρχουν κι άλλες σχετικές αναφορές στα έργα τού Αινεία, αλλά αυτές αρκούν για να δείξουν την άποψή του, την οποία διατήρησε για μακρά περίοδο ετών, όσον αφορά την παραβιασμένη συνθήκη που προηγήθηκε τής Βάρνας.

O χρονικογράφος Jehan de Waurin, γράφοντας ίσως «ενώ τα γεγονότα και οι εντυπώσεις ήσαν νωπά στη μνήμη» [σύμφωνα με τον εκδότη του Wm. Hardy, Croniques, I (1864, ανατυπ. 1972), εισαγωγή, σελ. xli-xlii], πίστευε επίσης

«ότι ο βασιλιάς και οι άρχοντες ήσαν ικανοποιημένοι να σπάσουν την ειρήνη που είχαν κάνει με τον Τούρκο και ο εν λόγω καρδινάλιος [Τσεζαρίνι] τούς απάλαξε από τούς όρκους και τις υποσχέσεις τους» [στο ίδιο, VI, i, 10 στον τόμ. V, σελ. 41-43].

(que le roy et les seigneurs furent contentz de rompre la paix quilz avoient faite avec le Turcq, et ledit cardinal leur donna absollution de leurs sermens et promesses)

O Waurin, όμως, αναθεώρησε το τελευταίο μέρος τής εργασίας του μεταξύ 1471 και 1474 [στο ίδιο, I, xlviii, σημείωση].

Αργότερα o Έρασμος, ο οποίος είχε καλή γνώση των ανατολικών υποθέσεων, κατηγορεί τον πάπα για την παραβίαση τής δεκαετούς εκεχειρίας, την οποία, όπως γράφει, ο Μουράτ είχε επιδιώξει και πετύχει [Utilissima consultatio de bello Turcis inferendo, Freiburg-imBreisgau, 1530, χωρις αριθ. φύλλα 8, 10=υπογραφές A-8, Β-2]. Φαίνεται ότι είχε την πληροφορία του από τον Αινεία Σύλβιο.

error: Content is protected !!
Scroll to Top