<-Πρόλογος τού συγγραφέα | 2. Μαρτίνος Ε’ και Ευγένιος Δ’. Κωνσταντία και Φερράρα-Φλωρεντία. Αντίθεση στον Μουράτ Β’-> |
1
Η Βενετία και η αποτυχία των Λατίνων να ανακόψουν την οθωμανική προέλαση στην Ελλάδα (1402-1431)
![]() |
![]() |
Στις αρχές τού 15ου αιώνα οι πάπες είχαν πια συμπληρώσει τριακόσια περίπου χρόνια κηρύσσοντας σταυροφορίες. Η σταυροφορία ήταν κατά κάποια έννοια ένοπλο προσκύνημα, αρχικός σκοπός τού οποίου δεν ήταν απλώς να επισκεφτούν τούς τόπους τής γήινης ύπαρξης τού Χριστού, αλλά να τούς αποσπάσουν από τούς μουσουλμάνους και να τούς κρατήσουν για πάντα. Στις αρχές τού μεσαίωνα το επικίνδυνο ταξίδι στους Αγίους Τόπους, το «προσκύνημα» (peregrinatio), είχε καταστεί σχεδόν κοινωνική τελετουργία για εκείνους που είχαν την ευσέβεια και τη γνώση, το θάρρος και τα χρήματα να το αναλάβουν. Όταν από το τέλος τού 11ου αιώνα οι προσκυνητές (peregrini) έφεραν όπλα και οργανώνονταν σε στρατούς, άρχιζαν να παίρνουν τον σταυρό σε εκκλησιαστικές τελετές, δεσμευόμενοι με επίσημο όρκο να πορευτούν προς τον Πανάγιο Τάφο και να πολεμήσουν σε ιερό πόλεμο εναντίον των απίστων πέρα από τη θάλασσα. Σταδιακά λοιπόν έγιναν γνωστοί ως «σταυροφόροι» (cruce signati). Οι πάπες και οι εκκλησιαστικές σύνοδοι ανακήρυσσαν τα προνόμιά τους, τα οποία ήσαν παρόμοια με εκείνα των προσκυνητών, αλλά τα υπερέβαιναν. Οι ειδικοί τού κανονικού δικαίου και οι εκκλησιαστικές σύνοδοι προσδιόριζαν τις υποχρεώσεις τους. Ηγεμόνες, ευγενείς, καθώς και ο ανώτερος κλήρος έπαιρναν πάντοτε τον σταυρό, όταν οι επιθυμίες τους ή η δημόσια πίεση τούς υποχρέωναν να συμμετάσχουν ή να υπόσχονται ότι θα συμμετάσχουν σε σταυροφορική εκστρατεία. Ήσαν πολύ προβεβλημένοι για να μπορούν να κάνουν αλλιώς. Από την άλλη πλευρά μεγάλος αριθμός «σταυροφόρων» ήσαν σκληροτράχηλοι μισθοφόροι και ταπεινοί τυχοδιώκτες. Είναι αμφίβολο αν πολλοί από αυτούς πήραν ποτέ επισήμως τον σταυρό. Χρόνο με τον χρόνο κηρύσσονταν σταυροφορίες. Διοργανώνονταν συχνά εκστρατείες, όπως είδαμε στον πρώτο τόμο, χωρίς την Ιερουσαλήμ στο μυαλό. Παρά τα παπικά συγχωροχάρτια, με πλήρη άφεση αμαρτιών των συμμετεχόντων, οι εκστρατείες αυτές σωστά ονομάστηκαν «γενικά περάσματα» (generalia passagia), αφού περιλάμβαναν ετερόκλητο πλήθος ευσεβών «προσκυνητών» και φυγόδικων. Όμως κάτω από την αιγίδα τής Αγίας Έδρας η Σταυροφορία είχε γίνει γρήγορα ιερή έννοια, που ήταν χρήσιμη για πολύ καιρό αφότου η Ιερουσαλήμ χάθηκε οριστικά για τη χριστιανοσύνη. Παρείχε το κανονικό και θεσμικό μέσο (όπως έλπιζαν) για τη διάσωση τού Βυζαντίου και των Βαλκανίων, τής Ουγγαρίας, τής Ρόδου, τού Μοριά και των ελληνικών νησιών από την περαιτέρω επέκταση τής τουρκικής κατάκτησης. Ο γενικός όρος «σταυροφορία» (cruciata) με σπάνιες παραλλαγές όπως crosata και croaeria, εμφανίζεται στις πηγές, αλλά λιγότερο συχνά απ’ όσο θα μπορούσε κάποιος να φανταστεί. Μια σταυροφορία ήταν «αγία εκστρατεία» (expeditio sancta) ή, όπως μόλις είπαμε, «γενικό πέρασμα» (passagium generale). Μάλιστα στα παπικά έγγραφα μετά το 1462 η λέξη «σταυροφορία» (cruciata) έχει συχνά το νόημα των παπικών εσόδων από τα ορυχεία στυπτηρίας στην Τόλφα, τα οποία, όπως θα δούμε, υποτίθεται ότι συγκεντρώνονταν για να διατεθούν στη σταυροφορία εναντίον των Τούρκων. Στην Ισπανία, την Πορτογαλία, καθώς και στο ύστερο βασίλειο τής Νάπολης η λέξη «σταυροφορία» (cruzada) κατέληξε να σημαίνει όχι μόνο σταυροφορία, αλλά και οικονομική επιβολή για χρήση εναντίον των Μαυριτανών ή χρήματα που συγκεντρώνονταν από την πώληση συγχωροχαρτιών ή, τέλος, ακόμη και το δικαίωμα να τρώνε κρέας, αυγά και γαλακτοκομικά προϊόντα κατά τη διάρκεια τής Σαρακοστής, όπου η τελευταία αυτή θρησκευτική άδεια εξακολουθούσε να χορηγείται στον αιώνα μας με παπικές «σταυροφορικές βούλλες» (bulas de cruzada).
Από τις αρχές τού 13ου αιώνα «σταυροφόροι» που άλλαζαν γνώμη για το «ταξίδι στην Ιερουσαλήμ» (iter Hierosolymitanum) μπορούσαν να μετατρέπουν ή να εξαγοράζουν τούς όρκους τους, καταβάλλοντας σε μετρητά ή με άλλον τρόπο το κατάλληλο ποσό, που θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί για την εκμίσθωση μισθοφόρων, που θα βοηθούσαν στο έργο τού Κυρίου. Φόροι δεκάτης και εικοστής επιβάλλονταν από καιρό για τη σταυροφορία, ενώ τα χρήματα που συγκεντρώνονταν μερικές φορές αναλώνονταν εναντίον των δυτικών αντιπάλων τής Αγίας Έδρας, των Αλβιγενσιανών στη νότια Γαλλία, των Χοχενστάουφεν στη Γερμανία και την Ιταλία, των Καταλανών στην Ισπανία και τη Σικελία, καθώς και διαφόρων άλλων που εύκολα έρχονται στο μυαλό. Ο πάπας Βονιφάτιος Η’ είχε ξεκινήσει ακόμη και σταυροφορία εναντίον τής οικογένειας Κολόννα και των υποστηρικτών της.
Οι πάπες μόνο μπορούσαν να κηρύξουν μια στρατιωτική επιχείρηση ως σταυροφορία. Μόνον αυτοί, ή εκείνοι που αυτοί εξουσιοδοτούσαν, μπορούσαν να χρησιμοποιούν κήρυκες τής σταυροφορίας και συλλέκτες των σταυροφορικών δασμών. Παρά το γεγονός ότι με το πέρασμα τού χρόνου οι ηγεμόνες έβλεπαν τη σταυροφορία με όλο και λιγότερο ενθουσιασμό, ειδικά μετά την καταστροφή στη Νικόπολη (1396), οι πάπες παρέμεναν αφοσιωμένοι στην ιδέα τού δίκαιου πολέμου κατά τής απειλής των απίστων, για μια χριστιανική κοινοπολιτεία. Καθώς μερικοί ηγεμόνες και ορισμένοι διανοούμενοι έφταναν να θεωρούν τη σταυροφορία ως στρατιωτικό και θρησκευτικό αναχρονισμό, ο θρυλικός Γοδεφρείδος τού Μπουγιόν, ο ηγέτης τής 1ης Σταυροφορίας, γινόταν ακόμη μεγαλύτερος ήρωας στη λαϊκή φαντασία.
Οι λαϊκοί κήρυκες θεωρούσαν ως νίκη τού Αντιχρίστου την αδυναμία να κερδηθεί η επίγεια Ιερουσαλήμ με τη δύναμη των όπλων. Προφήτες με αποκαλυπτικό χάρισμα προέλεγαν τη συγκέντρωση των λαών τού κόσμου στην Ιερουσαλήμ, η οποία θα γινόταν πραγματικά η ουράνια πόλη, η σκηνή τού απόλυτου θριάμβου των ευσεβών στη δευτέρα παρουσία τού Χριστού. Η Εκκλησία άρχισε στην Ιερουσαλήμ. Θα επέστρεφε στην Ιερουσαλήμ στην αρχή τού τέλους (στο έσχατον) τής ιστορίας. Το σταυροφορικό ιδεώδες θα επιζούσε έτσι για αιώνες στις σκοτεινές πτυχές τού νου, θα γινόταν ισχυρό στοιχείο τής χριστιανικής εσχατολογίας και θα εμφανιζόταν σε παράξενες προφητείες από τον ύστερο μεσαίωνα μέχρι τον 19ο αιώνα. Το τελευταίο κεφάλαιο τού τρίτου τόμου μας θα ασχοληθεί με προφητείες για τον τουρκικό χαμό.
Σταυροφορία σήμαινε διαφορετικά πράγματα για διαφορετικούς ανθρώπους σε διαφορετικές χρονικές στιγμές. Στον τόμο αυτό, καθώς και στον προηγούμενό του, σταυροφορία σημαίνει (συγκεκριμένα) την εξουσιοδοτημένη εκστρατεία κατά των μουσουλμάνων ή (αφηρημένα) ένα από τα σημαντικότερα στοιχεία τής εξωτερικής πολιτικής τής Αγίας Έδρας, δηλαδή την παπική προσπάθεια να βρεθεί απάντηση στο λεγόμενο Ανατολικό Ζήτημα. Μέχρι την παπική θητεία τού Ευγενίου Δ’ η παπική κούρτη λίγα πράγματα μπορούσε να κάνει για την προώθηση τής χριστιανικής υπόθεσης κατά των Τούρκων, των οποίων η ισχύς αυξανόταν ραγδαία από το 1421, όταν ο Μουράτ Β’ ανέβηκε στον θρόνο των Οθωμανών. Οι πάπες δεν είχαν χρήματα.
Τα χρόνια τού Μεγάλου Σχίσματος τής Καθολικής Εκκλησίας (1378-1417), τα μεταρρυθμιστικά μέτρα των συνοδιστών στη σύνοδο τής Κωνσταντίας (1414-1418), η αναζωπύρωση τού Εκατονταετούς Πολέμου και η θρησκευτική δυσαρέσκεια στην Αγγλία και τη Βοημία, είχαν περί το 1430 προφανώς μειώσει τα έσοδα τής Αγίας Έδρας σε λιγότερο από το ένα τρίτο τού προηγούμενου επιπέδου τους (βλέπε παρακάτω, κεφάλαιο 2, σημ. 21). Ο πάπας Μαρτίνος Ε’ (1417-1431) μικρό ρόλο μπορούσε να παίξει στην ιστορία των αντι-τουρκικών κινημάτων τής εποχής του. Ο Τιμούρ ο Χωλός, δηλαδή ο Ταμερλάνος, είχε συντρίψει τον Οθωμανό σουλτάνο Βαγιαζήτ Α’ στην Άγκυρα τον Ιούλιο τού 1402, ενώ ο παπισμός ήταν ακόμη παγιδευμένος στο Σχίσμα. Όμως οι Τούρκοι συνήλθαν από την ήττα τους πριν μπορέσουν οι πάπες να επανακτήσουν τη δύναμη και το κύρος τους, αν πραγματικά τα ανέκτησαν ποτέ, γιατί μετά το Σχίσμα ήσαν δέσμιοι των συνόδων. Οι Έλληνες και οι Ενετοί ήσαν οι μοναδικοί δυτικοί ωφελημένοι από τη μάχη τής Άγκυρας, αλλά τα οφέλη τους ήσαν βραχύβια.
Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι η νίκη τού Tιμούρ τού Χωλού επί τού σουλτάνου Βαγιαζήτ στην Άγκυρα παρέτεινε τη ζωή τής ελληνικής αυτοκρατορίας για μισό αιώνα. Σχεδόν κάθε ιστορικός τού Βυζαντίου τονίζει αυτό το προφανές γεγονός. Κατά τη διάρκεια τού έτους μετά τη μάχη τής Άγκυρας ο Tιμούρ απέσυρε τις ορδές του από τη Μικρά Ασία στη Σαμαρκάνδη και στη συνέχεια πέθανε στο Οτράρ τον Φεβρουάριο τού 1405, ενώ σχεδίαζε εκστρατεία στην Κίνα. Ο ηττημένος Βαγιαζήτ, που είχε πιαστεί αιχμάλωτος στην Άγκυρα, είχε ήδη φύγει από τη σκηνή, αφού τον Μάρτιο τού 1403 υπέκυψε στις ταλαιπωρίες τής αιχμαλωσίας. Οι γιοι του, ο Σουλεϊμάν, ο Μούσα και ο Μωάμεθ, πολεμούσαν μεταξύ τους για την πολυπόθητη διαδοχή, έως ότου τελικά ο θάνατος τού Σουλεϊμάν (1411) και τού Μούσα (1413) άφησε τον Μωάμεθ Α’ αναμφισβήτητο ηγεμόνα τής Οθωμανικής αυτοκρατορίας, με πολλά προβλήματα προς επίλυση, τόσο στην Ευρώπη όσο και στη Μικρά Ασία.1
Κατά τη διάρκεια των οκτώ ετών τού σουλτανάτου τού Μωάμεθ Α’ (1413-1421) διατηρήθηκαν ειρηνικές σχέσεις μεταξύ τής Οθωμανικής και τής Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, όπου η μια είχε πληγεί σοβαρά από την καταστροφή τής Άγκυρας και από τούς εμφυλίους πολέμους που ακολούθησαν, ενώ η άλλη είχε φθαρεί από γενιές αποτυχιών, εσωτερικής αποσύνθεσης, καθώς και από την τριβή που προκαλούσε η φτώχεια.
Παρ’ όλα αυτά, ο αυτοκράτορας Μανουήλ Β’ Παλαιολόγος δύσκολα μπορούσε να αφήσει τα στενά τού Βοσπόρου χωρίς τον φόβο των Τούρκων, ενώ μόνο τον Μάρτιο τού 1415 εμφανίστηκε τελικά στον Μοριά, για να τοποθετήσει τον δεύτερο γιο του, τον Θεόδωρο [Β’], στον θρόνο τού «δεσποτάτου», ο οποίος είχε παραμείνει κενός με τον θάνατο τού Θεόδωρου Α’, τού αδελφού τού Μανουήλ, οκτώ χρόνια πριν (1407). Λίγο καιρό μετά τον θάνατο τού αδελφού του ο Μανουήλ συνέθεσε μακροσκελή αγόρευση προς τιμήν του, ομορφαίνοντας την όχι ξεχωριστή σταδιοδρομία τού Θεόδωρου με τον πλούτο κλασσικών υπαινιγμών2 και προσπαθώντας ακόμη να παρουσιάσει ως πράξεις σοφότατης πολιτικής ικανότητας τις μικρόψυχες προσπάθειες τού Θεόδωρου να πουλήσει τα μεγάλα κάστρα τής Ακροκορίνθου, των Καλαβρύτων και τού Μυστρά στους Ιωαννίτες (Hospitallers) Ιππότες τής Ρόδου (1397-1400).3 Ο Θεόδωρος προσπάθησε μάλιστα να πουλήσει ολόκληρο το δεσποτάτο στους Ιππότες. Ο ίδιος ο αυτοκράτορας δεν εμφανίστηκε στον Μυστρά για να εκφωνήσει την κουραστική αγόρευσή του (η οποία έχει κάποια ιστορική αξία), αλλά έστειλε τον μοναχό Ισίδωρο να το κάνει αυτό, πιθανότατα το φθινόπωρο τού 1409. Ο Ισίδωρος διάβασε τη μισή ομιλία και κάποιος Γαζής την άλλη μισή, σε συγκέντρωση που πρέπει να είχε αξιοσημείωτη αντοχή.4 Τα επόμενα χρόνια θα πρόσφεραν στον μοναχό Ισίδωρο εκπληκτική σταδιοδρομία. Διακρίνεται στα επόμενα κεφάλαια τού παρόντος τόμου κι έτσι κρίνεται σκόπιμη εδώ μια υποσημείωση γι’ αυτόν, πριν τον ξανασυναντήσουμε.5
Για κάποιον λόγο, κατά πάσα πιθανότητα λόγω τής τεταμένης τουρκικής κατάστασης, ο Μανουήλ δεν είχε μπορέσει να έρθει ο ίδιος στον Μοριά για να τιμήσει τη μνήμη τού αδελφού του τότε που διαβάστηκε ο επικήδειος λόγος. Αλλά τώρα το 1415, όταν ήρθε, ο αυτοκράτορας άρχισε αμέσως εργασίες στο «έξι μιλίων» τείχος, στο Εξαμίλιον, κατά μήκος τού Ισθμού τής Κορίνθου. Έχτισε βιαστικά το οχύρωμα, που λέγεται ότι είχε 153 αμυντικούς πύργους κατά μήκος τής γραμμής, ορατής ακόμη και σήμερα, την οποία οι Πελοποννήσιοι είχαν οχυρώσει εναντίον τού Ξέρξη, ο αυτοκράτορας Βαλεριανός εναντίον των Γότθων και ο Ιουστινιανός εναντίον των Βουλγάρων, των Ούννων και των Σλάβων. Μάλιστα οι χτίστες τού Μανουήλ ανακάλυψαν επιγραφή, που μνημόνευε την κατασκευή τού Ισθμίου τείχους από τον Ιουστινιανό πριν από οκτώμιση περίπου αιώνες.6
Αν και οι Βυζαντινοί μπορούσαν έτσι να προκληθούν να αναλογιστούν τη μακρά συνέχεια τής ιστορίας τους, το εύρημα δεν αποτελούσε οιωνό για καλύτερες ημέρες. Πίσω από το τείχος που έχτισαν εναντίον των Τούρκων αποξένωσαν σύντομα τον μόνο δυνατό σύμμαχό τους, τούς Ενετούς, μολονότι πρέπει να παραδεχθούμε ότι οι πολιτικοί τής Γαληνοτάτης σπανίως θα πολεμούσαν ή θα υπερασπίζονταν οποιαδήποτε υπόθεση πέρα από τη δική τους. Όμως οι Τούρκοι αποτελούσαν πηγή σταθερής ανησυχίας για τούς Ενετούς, όπως και για τούς Βυζαντινούς. Τα ενετικά έγγραφα τούς αναφέρουν ξανά και ξανά. Μια ενδιαφέρουσα επιστολή σε ένα από τα αρχεία τής Γερουσίας (Deliberazioni miste) προειδοποιεί τον Αντόνιο Ατσαγιόλι, τον δούκα τής Αθήνας, «ότι πρέπει να διαφυλάσσει και να διατηρεί σε καλή κατάσταση τις οχυρώσεις του και να μην εμπιστεύεται τις υποσχέσεις των Τούρκων, στους οποίους δεν μπορεί να αποδοθεί καλή πίστη … Αλλά λαμβάνοντας υπόψη το γεγονός ότι ο Τούρκος είναι πολύ σοφός και καλά ενημερωμένος για τούς τόπους μας εκεί πέρα, μάς φαίνεται πιο σημαντικό για την ασφάλεια των τόπων μας, ακόμη και τής κυριαρχίας μας, να μην τον αγνοούμε..»7 Οι Ενετοί ήξεραν καλύτερα από κάθε άλλον την αξία των συμβουλών που έστελναν στην Αθήνα, αφού οι τουρκικές επιδρομές εξολόθρευαν ήδη τον πληθυσμό στο κοντινό νησί τού Νεγκροπόντε, που αποτελούσε ένα από τα κύρια κέντρα των ενετικών επιχειρήσεων στην Ανατολή.8
Σε γενικές γραμμές οι έμποροι τής λιμνοθάλασσας τής Βενετίας ήσαν πιθανώς καλοί γείτονες. Ύστερα από την πτώση τής Μενδενίτσας (Βουδουνίτσας) το φλωρεντινό δουκάτο Αθηνών και Θηβών ήταν ιδιαίτερα ευάλωτο σε τουρκικές επιθέσεις και η Ενετική Σινιορία συμφώνησε να βοηθήσει τον δούκα Αντόνιο Ατσαγιόλι εναντίον τού κοινού εχθρού, να τού επιτρέψει να αγοράζει «πυρομαχικά» (le cosse de la munition) από το Nεγκροπόντε και να αφήνει τούς Αθηναίους και τούς Θηβαίους να στέλνουν ζώα και περιουσιακά στοιχεία εκεί για φύλαξη σε περίπτωση έκτακτης ανάγκης.9 Επιτράπηκε επίσης στον Αντόνιο να παίρνει σιτάρι από το Νεγκροπόντε, υπό την προϋπόθεση ότι δεν θα χρειαζόταν αυτό σε τοπικό επίπεδο.10 Υπήρχε σίγουρα ανάγκη τέτοιας συνεργασίας, η οποία δεν υπήρξε ποτέ επαρκής ανάμεσα στα λατινικά κράτη τής Ανατολικής Μεσογείου. Για τούς συμμετέχοντες στα γεγονότα εκείνης τής εποχής αναμφίβολα δεν ήταν τόσο σαφές, όσο είναι για τον ιστορικό με την εκ των υστέρων γνώση του ότι η ίδια η επιβίωση των κρατών αυτών θα εξαρτιόταν από την προθυμία και την ικανότητά τους να συγκροτήσουν κοινό μέτωπο εναντίον των Τούρκων.
Ο σουλτάνος Μωάμεθ Α’, μετά την άνοδό του στον θρόνο, είχε υποδεχθεί βυζαντινή πρεσβεία με εξαιρετική ευγένεια, πιθανότατα στα τέλη Ιουλίου 1413, επικυρώνοντας συνθήκη που είχε ήδη γίνει με τον αυτοκράτορα Μανουήλ, στον οποίο παρέδιδε διάφορα οχυρά στη Μαύρη Θάλασσα, καθώς και ορισμένες πόλεις και κάστρα στη Θεσσαλία και την Προποντίδα, αναγνωρίζοντας ότι είχε εξασφαλίσει την πατρική του κληρονομιά με βυζαντινή ενίσχυση και επευφημώντας τον Μανουήλ ως πατέρα, στον οποίο θα έδειχνε πάντοτε υιική υπακοή. Ο Μωάμεθ Α’ είχε επίσης δεχθεί απεσταλμένους από τη Σερβία, τη Βλαχία, τη Βουλγαρία και τα Γιάννινα, καθώς και εκείνους που είχαν σταλεί από τον δεσπότη Θεόδωρο Β’ τού Μυστρά και τον πρίγκηπα τής Αχαΐας Τσεντουριόνε Ζακκαρία, πληροφορώντας όλους για την επιθυμία του να ζήσει μαζί τους ειρηνικά.8 Όμως ο Μωάμεθ προφανώς δεν διατηρούσε τέτοια επιθυμία για ειρήνη με τούς Ενετούς, των οποίων τη νήσο Nεγκροπόντε οι Τούρκοι λεηλάτησαν τον Ιούνιο τού 1414. Παρά το γεγονός ότι οι Τούρκοι απέτυχαν να καταλάβουν την πόλη και το κάστρο τής Καρύστου, πέτυχαν την παράδοση τής Μενδενίτσας (Βουδουνίτσας) κοντά στις Θερμοπύλες, τερματίζοντας έτσι τη λατινική ιστορία τής διάσημης μαρκιωνίας, την οποία είχαν κυβερνήσει οι Παλαβιτσίνι και οι Ζώρζι για περισσότερο από δύο αιώνες.9
Για χρόνια οι Ενετοί και ο Σίγκισμουντ, ο βασιλιάς τής Ουγγαρίας και εκλεγμένος αυτοκράτορας Ρωμαίων (electus Rex Romanorum), βρίσκονταν σε αντιπαράθεση λόγω των συγκρουόμενων συμφερόντων τους στη Δαλματία. Η έχθρα τους θεωρούνταν γενικά ως εμπόδιο για την οργάνωση σταυροφορίας κατά των Τούρκων. Ο αυτοκράτορας Μανουήλ Β’ Παλαιολόγος προσφέρθηκε σε διάφορες περιπτώσεις να λειτουργήσει ως διαμεσολαβητής στις διαφορές τους. Στις 30 Αυγούστου 1415 η Γερουσία απεύθυνε εγκύκλιο «με θυμό και αγανάκτηση» (iram et indignationem concepimus) προς τούς βασιλείς τής Γαλλίας, τής Αγγλίας και τής Αραγωνίας, τον δούκα τής Αυστρίας, τον κόμη τής Σαβοΐας, τον δούκα τής Βαυαρίας, τον κόμη τού Παλατινάτου τού Ρήνου και τον αποστολικό εφημέριο στην Αβινιόν, διαμαρτυρόμενη για την ειδεχθή «συκοφαντία» τού Σίγκισμουντ ότι η Βενετία είχε ενεργήσει σε συμπαιγνία με τουρκικό στρατό, «που περιφερόταν σε τμήματα τής Δύσης, στις άκρες τις Ουγγαρίας και τής Ιλλυρίας με πρόθεση άγριας επιδρομής» (qui vagans in partibus Occidentis fines Hungarie et Illirie sevis incursionibus populatur). Ο Σίγκισμουντ είχε γράψει σε διάφορους βασιλείς και ηγεμόνες, διατυπώνοντας αυτή την εντελώς αδικαιολόγητη κατηγορία εναντίον τής Βενετίας και ενεργώντας σαν να ήταν ο Τούρκος κάποιος εντελώς νέος και απρόβλεπτος εχθρός, που επιτίθετο στην Ουγγαρία για πρώτη φορά!
Η Γερουσία καλούσε τον Σίγκισμουντ να επιβεβαιώσει ότι μετά την ήττα των χριστιανών στη Νικόπολη (το 1396) οι Ενετοί τον είχαν διασώσει «ηττημένο κι έχοντας τραπεί σε φυγή … περιπλανώμενο άσκοπα και έντρομο» (victus fugatusque … errabundus et pavens) από τα σαγόνια τού εχθρού, ενώ οι δικές τους γαλέρες τον είχαν αποβιβάσει με ασφάλεια στη Δαλματία. Ο δούκας τής Βουργουνδίας και πολλοί άλλοι Γάλλοι άρχοντες μπορούσαν να επιβεβαιώσουν το γεγονός. Ο βασιλιάς τής Πολωνίας, που είχε προσπαθήσει να διευθετήσει τις διαφορές μεταξύ Σίγκισμουντ και Βενετίας, γνώριζε καλά τις γενναιόδωρες προσφορές τής Γερουσίας για βοήθεια κατά των Τούρκων, «για την ανατροπή τού κράτους και τον αφανισμό των Τούρκων» (ad subversionem status et exterminium Teucrorum). Κάθε χρόνο η Βενετία δαπανούσε μεγάλα ποσά για να αποτρέψει το θράσος των Τούρκων να κυριαρχήσουν στις θάλασσες. Το ενετοκρατούμενο νησί τού Νεγκροπόντε δεχόταν καθημερινά επιθέσεις από τούς Τούρκους, οι οποίοι είχαν σφάξει «απίστευτο πλήθος» Ενετών πολιτών και υπηκόων, «γιατί ο συνεχής πόλεμος μεταξύ εκείνων και ημών μεγάλωνε τη σύγκρουση με μεγάλη ανισότητα» (nam inter illos et nos eternum bellum maxima inequalitate crudescit). Οι Τούρκοι αποτελούσαν τρομερή απειλή για όλους τούς χριστιανούς που κατοικούσαν ανάμεσα στη Μαύρη Θάλασσα και την Αδριατική. Οι Ενετοί το ήξεραν καλά και «βαδίζοντας στα βήματα των προγόνων μας» (incedentes per vestigia progenitorum nostrorum), ήσαν πάντοτε έτοιμοι να ενωθούν με τούς χριστιανούς ηγεμόνες σε εκστρατεία, που θα κατέστρεφε το οθωμανικό κράτος, ακόμη και το όνομα των Τούρκων.10 Είναι αλήθεια ότι οι Ενετοί είχαν διαπραγματευτεί με την οθωμανική κυβέρνηση γενικές συνθήκες (το 1403, το 1406 και το 1411), οι οποίες περιλάμβαναν και κατανόηση τόσο για το Νεγκροπόντε όσο και για τη Μενδενίτσα,11 αλλά είχε γίνει απολύτως σαφές ότι οι Τούρκοι μόνο με βία θα μπορούσαν να συγκρατηθούν από λεηλασίες. Όταν στις 2 Απριλίου 1416 ο Πιέτρο Λορεντάν ανέλαβε την αποστολή του ως «γενικός διοικητής τού Κόλπου», έλαβε την εντολή να συγκεντρώσει στόλο από δώδεκα περίπου γαλέρες και να κατευθυνθεί αμέσως στην Καλλίπολη. Με σπάνια ομοφωνία η Γερουσία τον διέταξε να επιτεθεί στους Τούρκους, αν αποτύγχαναν οι συνήθεις προσπάθειες να γίνει ειρήνη με τον σουλτάνο Μωάμεθ Α’. Αν και λεγόταν ότι ο Αντόνιο Ατσαγιόλι, ο Φλωρεντινός δούκας τής Αθήνας, «ήταν με τον Τούρκο», οι Ενετοί δεν θα επιτίθεντο στο δουκάτο, αν ο Αντόνιο τηρούσε τούς όρους τής ειρήνης του με τούς αξιωματούχους τού Νεγκροπόντε.12
Οι γαλέρες είχαν εξοπλιστεί στον Χάνδακα, στο Ναύπλιο, στο Νεγκροπόντε και στο Αρχιπέλαγος, καθώς και στη Βενετία και αλλού. Στις 29 Μαΐου (1416) ο Λορεντάν πέτυχε σημαντική νίκη επί μεγάλου τουρκικού στόλου στα ανοικτά τής χερσονήσου τής Καλλίπολης. Έχουμε μακροσκελή περιγραφή τής ναυμαχίας σε επιστολή που γράφτηκε προς τη Σινιορία από τον Λορεντάν, που τραυματίστηκε στη δράση, ο οποίος περιγράφει τον τρόπο με τον οποίο ξεκίνησε η σύγκρουση, όταν οι Ενετοί προσπάθησαν να αποβιβαστούν στην «άκρη τής Καλλίπολης» (la punta di Gallipoli), για να πάρουν νερό που χρειάζονταν πολύ, πόσα τουρκικά πλοία αιχμαλωτίστηκαν, ποιος τα πήρε και ούτω καθεξής. Στο πλευρό των Τούρκων είχε πολεμήσει αριθμός Γενουατών, Καταλανών, Σικελών, Προβηγκών και Κρητών. Κατά τον Λορεντάν οι περισσότεροι από αυτούς σκοτώθηκαν στη μάχη, ενώ θανατώθηκαν εκείνοι που έπεσαν στα χέρια του. Ο γενικός διοικητής ξεκαθάριζε διεξοδικά ότι η μάχη ξεκίνησε με τουρκική επίθεση στα πλοία του, ενώ κατά τη γνώμη του ο ενετικός στόλος είχε κερδίσει τη μεγάλη νίκη με σχεδόν ειρηνικές προθέσεις. Από την επιστολή αυτή φαίνεται σαφώς ο συνεχής περιορισμός που έθετε η Γαληνοτάτη επί των διοικητών της. Παρά τις διαταγές προς τον Λορεντάν να επιτεθεί, αυτός δεν έπρεπε να υποστεί απώλειες λόγω ήττας. Ακόμη και σε περίπτωση νίκης έπρεπε να είναι σαφές ότι δεν είχε διακινδυνεύσει την τιμή και τούς πόρους τής Δημοκρατίας σε αμφίβολου αποτελέσματος σύγκρουση. Ο Ενετός διοικητής έπρεπε να είναι σίγουρος για τη νίκη πριν πραγματοποιήσει την επίθεσή του. Αποσυρόμενος στην Τένεδο, απ’ όπου είχε αποπλεύσει πριν λίγες ημέρες, ο Λορεντάν διαπίστωνε ότι μόνο 340 από τούς άνδρες του είχαν τραυματιστεί, «από τούς οποίους το μεγαλύτερο μέρος θα είναι και πάλι καλά», ενώ μόνο δώδεκα είχαν χάσει τη ζωή τους, «μέρος των οποίων πνίγηκε, να τούς συγχωρήσει ο Θεός».13
Οι αβέβαιες σχέσεις, σε καιρό πολέμου ή ειρήνης, που είχαν οδηγήσει τον Λορεντάν στην αποστολή προς την κυβέρνηση τής πατρίδας του μιας τόσο προσεκτικής εξήγησης, θα κρατούσαν για άλλα τρία χρόνια. Όμως τον Νοέμβριο τού 1419 ο σουλτάνος Μωάμεθ Α’ ορκίστηκε συνθήκη με τούς Ενετούς στον Αλλάχ, τον δημιουργό τού ουρανού και τής γης, στον προφήτη Μωάμεθ, στα επτά αντίγραφα τού Κορανίου (li Sette Mussaffi), στους 124.000 προφήτες, από τούς οποίους πρώτος ήταν ο Αδάμ και τελευταίος ο Μωάμεθ και τέλος στις ψυχές τού παππού του και τού πατέρα του. Διακηρύχθηκε ρύθμιση των προβλημάτων που σχετίζονταν με αιχμαλώτους που είχαν πάρει οι Τούρκοι από το Nεγκροπόντε και οι Ενετοί από την Καλλίπολη, με την ανεξάρτητη θέση τού ενετικού δουκάτου τής Νάξου, καθώς και με τα αμοιβαία δικαιώματα καθενός από τα συμβαλλόμενα μέρη στις εμπορικές του συναλλαγές στα εδάφη τού άλλου.
Ο σουλτάνος αναγνώριζε ενετική επικυριαρχία επί τριανταοκτώ πύργων και τόπων που προσδιορίζονταν ονομαστικά και στους οποίους περιλαμβάνονταν (μεταξύ άλλων) ο Χάνδαξ (Ηράκλειο Κρήτης), η Σαντορίνη, η Αστυπάλαια, η Αμοργός, η Τήνος, η Μύκονος, η Άνδρος, το Nεγκροπόντε (Εύβοια), το Πτελεόν, το Ναύπλιο, το Άργος, η Μεθώνη, η Κορώνη, η Κέρκυρα, το Λεπάντο (Ναύπακτος), το Δυρράχιο, το Σκουτάρι (Σκόδρα) και η Ζάρα (Ζάνταρ), «όλοι εκείνοι στους οποίους υψώνεται η σημαία τού Αγίου Μάρκου».17
Οι Τούρκοι φυσικά θα εξακολουθούσαν να βρίσκονται υπό παρακολούθηση και τούς παρακολουθούσαν καλά, όπως παρακολουθούσαν οτιδήποτε είχε σχέση με την ευημερία τής ενετικής εμπορικής αυτοκρατορίας στην Ανατολή. Πολλές εκατοντάδες έγγραφα στις πλούσιες σειρές των «κοινών και μυστικών εγγράφων τής Γερουσίας» (Senato Misti and Secreti),18 διασώζονται σήμερα στα ενετικά Αρχεία τού Κάμπο ντέι Φράρι και μαρτυρούν την αδιάκοπη επαγρύπνηση που ασκούσε η «γαληνοτάτη δουκική Σινιορία τής Βενετίας» επί των ανατολικών υποθέσεων. Η Γερουσία έπαιρνε αποφάσεις σχετικές με φόρους, τέλη, δασμούς και πρόστιμα, εξωτερικές σχέσεις και συνάλλαγμα, τη χρήση των γαλερών τού κράτους, την προστασία τής αλιείας, την αγορά ζάχαρης, την πώληση κρασιού και κρέατος, την εξαγωγή σιτηρών, καθώς και με δεκάδες άλλα θέματα που σχετίζονταν με την οικονομική ζωή στις ενετικές αποικίες στον Μοριά και στα διάφορα νησιά. Μέλη των οικογενειών ευγενών, υπάκουα κατ’ ανάγκη στην πατρίδα, δεν μπορούσαν να ξεφύγουν από την πειθαρχία τής Σινιορίας πηγαίνοντας στο εξωτερικό, γιατί όταν έθεταν το προσωπικό τους συμφέρον πάνω από το κοινό καλό, η επίπληξη ήταν άμεση και η τιμωρία μπορούσε να είναι βαριά. Αυτή ήταν σίγουρα η περίπτωση όταν εκδηλωνόταν στην ανατολή φιλοδοξία ή απληστία. Έτσι το 1412-1413 ο Τζιοβάννι Ζανάκι Κουρίνι, σύντομα μετά τον διορισμό του ως πολιτικός διοικητής (rector) Τήνου και Μυκόνου (το 1411), αγόρασε το νησί τής «Σταμπάλια», την αρχαία Αστυπάλαια ανάμεσα στη Νάξο και τη Ρόδο. Πήρε τον τίτλο τού κόμη τής Σταμπάλια και έσπευσε να εγκαταστήσει κατοίκους στο νέο φέουδό του, που είχε παραμείνει ακατοίκητο για περισσότερο από εβδομήντα χρόνια, μεταφέροντας οικογένειες από την Τήνο και τη Μύκονο στο δικό του νησί με πλοία που ανήκαν στη Δημοκρατία, «πράγμα που θα προκαλούσε την καταστροφή και την ερήμωση εκείνων των νησιών μας» (quod esset causa destructionis et depopulationis ipsarum nostrarum insularum). Όμως η Γερουσία δεν επέτρεπε σε πολίτη να εξασφαλίζει και να εμπλουτίζει τις δικές του κτήσεις σε βάρος τού κράτους. Επέβαλε λοιπόν στον Κουρίνι πρόστιμο διακοσίων δουκάτων για κάθε άτομο που είχε μετακινήσει με αυτόν τον τρόπο και το οποίο δεν θα επιστρεφόταν αμέσως στα δύο νησιά με όλη την περιουσία του.19
Αφήνοντας προς το παρόν κατά μέρος τούς όμορφους, ξυλόδετους τόμους τού «μυστικού αρχείου τής Γερουσίας» (Senatus Secreta), μπορούμε να δούμε στο κοινό (Μisti) αρχείο (επίσης σε όμορφους και ξυλόδετους τόμους) την αντικατάσταση ενός αποικιακού γιατρού από άλλον, την πρόσληψη τοξοτών και την αγορά όπλων για άμυνα, τούς μισθούς των αξιωματούχων στα νησιά, τούς όρους και τούς περιορισμούς των θητειών τους και εκατοντάδες άλλες λεπτομέρειες. Μπορούμε να παρακολουθήσουμε την κατασκευή τειχών, πηγαδιού και ανεμόμυλου στην Κέρκυρα και την ανακατασκευή τού μώλου στο λιμάνι τής Μεθώνης. Την εκχώρηση των εσόδων τής λατινικής αρχιεπισκοπής Κέρκυρας για την επισκευή τού καθεδρικού ναού, «που απειλούνταν να μετατραπεί σε ερείπια» (que minatur ruinam) και για την αγορά διαφόρων εκκλησιαστικών αναγκαίων. Τον περιορισμό σχετικά με τον αριθμό Ελλήνων ιερέων που επιτρεπόταν στο Νεγκροπόντε, καθώς και τούς φόρους που επιβάλλονταν στους Εβραίους στο Νεγκροπόντε, στην Κέρκυρα, και αλλού και τις υπηρεσίες που απαιτούσαν από αυτούς. Και ως τελευταίο παράδειγμα, την άδεια που δόθηκε στον βαΐλο και τούς συμβούλους τού Nεγκροπόντε να δαπανήσουν 125 υπέρπυρα (τα οποία είχαν ήδη δαπανήσει) για τη φιλοξενία τού αυτοκράτορα Μανουήλ Β’ Παλαιολόγου, όταν αποβιβάστηκε στο Nεγκροπόντε στις αρχές τού 1415.20 Όμως με την άφιξη τού αυτοκράτορα στον Μοριά η Σινιορία φρόντισε να αντικαταστήσει τούς Έλληνες μισθοφόρους της στην Κορώνη και τη Μεθώνη με Λατίνους στρατιώτες, επί των οποίων η αυτοκρατορική παρουσία και προσωπικότητα δεν θα ασκούσε φυσική έλξη,18 ενώ μετά την κατασκευή τού Εξαμιλίου οι Ενετοί αρνήθηκαν να συνεισφέρουν στα έξοδα φύλαξης και συντήρησης τού επιμήκους τείχους. Δήλωναν αρκετά ειλικρινά ότι, όπως γνώριζε ο Μανουήλ, βρίσκονταν συνεχώς κάτω από «πολλές και αφόρητες δαπάνες … σε διάφορα μέρη και τόπους» (multe et intollerabiles expense … in diversis partibus et locis), λόγω των προδοτικών επιθέσεων των Τούρκων κατά των κτήσεών τους και τής δαπανηρής αναγκαιότητας διατήρησης οπλισμένων γαλερών για την υπεράσπιση τού Νεγκροπόντε.19
Το Νεγκροπόντε αναπόφευκτα προβάλλει ιδιαίτερα σε αυτά τα έγγραφα, ενώ τα ίδια τα έγγραφα τού Νεγκροπόντε είναι σημαντικά. Στις 26 Ιανουαρίου 1417 η Ενετική Γερουσία πήρε απόφαση σύμφωνα με την οποία,
δεδομένου ότι οι αρχιγραμματείς τού βαΐλου μας στο Νεγκροπόντε … συντάσσουν πολλές συμβολαιογραφικές πράξεις που τούς ζητούνται, όπως διαθήκες, πιστοποιητικά περιουσιακής κατάστασης, πωλητήρια και άλλα δημόσια έγγραφα, ενώ έχουν πρωτόκολλα αυτών των διαθηκών, συμβολαίων και δημοσίων εγγράφων, όπως κάνουν οι συμβολαιογράφοι, των οποίων κρατούν αντίγραφα, τα οποία θεωρούνται ότι βρίσκονται σε καλή κατάσταση, αλλά [επειδή] πολλοί από τούς αρχιγραμματείς τηρούν τα πρωτόκολλά τους σε χαρτί [in bombinico], με αποτέλεσμα με το πέρασμα τού χρόνου, στο αρχείο τού Νεγκροπόντε, οι εγγραφές να βρίσκονται σκισμένες και φθαρμένες, επειδή το χαρτί είναι εύθραυστο, πράγμα που οδηγεί πολλές φορές σε μεγάλη απώλεια και ζημιά τούς εκεί πολίτες,
πάρθηκε η απόφαση «ότι ως εκ τούτου όλοι οι αρχιγραμματείς πρέπει να τηρούν σε περγαμηνή τα τυπικά, στα οποία θα καταγράφουν [αντίγραφα] διαθήκες, αποδείξεις, συνθήκες κατοχής και άλλες τέτοιες πράξεις με τον ενετικό τρόπο, «όπως ακριβώς κάνουν όλοι οι συμβολαιογράφοι εδώ στη Βενετία».20 Τα αρχεία φυλάσσονταν προσεκτικά σχεδόν παντού στην εκτεταμένη ενετική επικράτεια. Εκείνα που αφορούσαν τον Μοριά δείχνουν ότι η ταλαιπωρημένη γη αποτελούσε μόνιμο μέλημα για τούς σοφούς συμβούλους, που μπορούσε κανείς να τούς δει να μπαινοβγαίνουν καθημερινά στο παλάτι τής Λεκάνης (Μπατσίνο) τού Αγίου Μάρκου. Τον Μάρτιο τού 1416 ο αυτοκράτορας Μανουήλ Β’ έφυγε από τον Μοριά, όπου μερικούς μήνες αργότερα ήρθε ο μεγαλύτερος γιος του και συναυτοκράτορας Ιωάννης Η’, για να ενωθεί με τον νεαρό Θεόδωρο Β’ και να τον βοηθήσει να κυβερνήσει το λεγόμενο δεσποτάτο. Τα δύο αδέλφια ενεπλάκησαν σύντομα σε έντονες πολεμικές επιχειρήσεις εναντίον τού Τσεντουριόνε Ζακκαρία, τού Λατίνου πρίγκηπα τής Αχαΐας. Εισέβαλαν επίσης σε ενετικά εδάφη και απάντησαν σε διαμαρτυρία τής Σινιορίας με την υπόσχεση ότι δεν θα πείραζαν τις μωραΐτικες κτήσεις της και «θα τις διατηρούσαν ως δικές της» (et tamquam propria conservarent), πράγμα που αφόπλιζε τούς Ενετούς καστελλάνους τής Κορώνης και τής Μεθώνης από προσπάθειες για την υπεράσπιση των Ενετών υπηκόων σε αυτές τις περιοχές (το 1417): «αλλά οι ένοπλοι άνδρες των εν λόγω αρχόντων, τού αυτοκράτορα και τού δεσπότη, αγνοώντας την υπόσχεσή τους, είναι υπεύθυνοι για πολλές αδικίες και ζημιές, κλοπές και πράξεις εμπρησμών στις περιφέρειες Κορώνης και Μεθώνης, κατά των υπηκόων μας και των οπαδών μας, τούς οποίους αντιμετωπίζουν σαν να ήσαν δημόσιοι και κατάφωροι εχθροί…»21
Στη διάρκεια όλης αυτής τής περιόδου ο Ενετός βαΐλος στην Κωνσταντινούπολη, ο Φαντίνο Βιάρο, ήταν συνεχώς απασχολημένος τρέχοντας πέρα δώθε ανάμεσα στο σπίτι του στην ενετική συνοικία και στο αυτοκρατορικό παλάτι (και ασχολούμενος επίσης με τα δυσάρεστα προβλήματα, που αντιμετώπιζαν τότε οι πολίτες και οι υπήκοοι τής Δημοκρατίας στον Βόσπορο), ώστε δεν είχε κατορθώσει να δώσει προσοχή στις έντονα απαιτούμενες επισκευές τής «οικίας τού βαΐλου» (domus baiulatus), η οποία κινδύνευε να καταρρεύσει και να καταστραφεί λόγω έλλειψης προσοχής. Η Γερουσία είχε εξουσιοδοτήσει τον Φαντίνο να δαπανήσει εκατό δουκάτα για το σπίτι τού βαΐλου, ενώ τώρα στις 25 Ιουλίου 1417 διέθετε το ίδιο ποσό στον διάδοχό του Τζιοβάννι Ντιέντο για να βάλει το σπίτι σε τάξη.25
Ήταν καλό για τούς βαΐλους να εξασφαλίζουν μια στέγη πάνω από τα κεφάλια τους. Επρόκειτο να παραμείνουν στην Κωνσταντινούπολη για μεγάλο χρονικό διάστημα. Αν και ο «νεαρός αυτοκράτορας» (imperator iuvenis) Ιωάννης Η’ και ο «δεσπότης» (despotus) Θεόδωρος Β’ είχαν πάρει αιχμαλώτους αγρότες και άλλα πρόσωπα από ενετικά εδάφη και είχαν κατασχέσει τα εμπορεύματα και τα ζώα τους, έτσι ήταν η ζωή στον Μοριά.26 Δεν χρειάζεται να παραπέμψουμε σε καμιά ντουζίνα έγγραφα για να περιγράψουμε το γεγονός. Η βυζαντινή πολιτική μπορεί να ήταν κοντόφθαλμη, αλλά η επιθυμία να εκδιωχθούν οι αλλοδαποί εισβολείς από την αρχαία πατρίδα πρέπει να ήταν πολύ ισχυρή. Οι Αλβανοί στο ελληνικό «δεσποτάτο» δύσκολα ελέγχονταν και οι ενετικές διαμαρτυρίες για τις λεηλασίες τους ήσαν σε μεγάλο βαθμό μάταιες. Παρ’ όλα αυτά οι Βυζαντινοί επιθυμούσαν τη διατήρηση ειρήνης με τη Δημοκρατία. Δύο χρόνια πριν από αυτό, τον Ιούλιο τού 1415, η Σινιορία είχε δώσει πολύ προσεκτική απάντηση στο αίτημα τού αυτοκράτορα Μανουήλ, ότι οι Ενετοί διοικητές Κορώνης, Μεθώνης και Ναυπλίου έπρεπε σε περιόδους έκτακτης ανάγκης να βοηθήσουν στην υπεράσπιση τού νεόκτιστου Εξαμιλίου από τούς Τούρκους.27 Όμως, καθώς περνούσε ο καιρός, το Εξαμίλιο, τού οποίου η κατασκευή είχε κοστίσει πολύ, αποδεικνυόταν δαπανηρό και στη διατήρησή του, ενώ οι Έλληνες άρχιζαν να διαφεύγουν από το δεσποτάτο σε ενετική επικράτεια, για να αποφύγουν τη γενική εισφορά για τη συντήρησή του, στην οποία η Σινιορία τον Ιούνιο τού 1418 αρνήθηκε να συμμετάσχει, επειδή κάθε χρόνο, χειμώνα και καλοκαίρι, οι Ενετοί επιβαρύνονταν με έκτακτες δαπάνες στην αδιάκοπη αντίθεσή τους με τούς Τούρκους, «για το γενικό καλό και την ευημερία ολόκληρης τής χριστιανοσύνης, χωρίς τη συνδρομή οποιουδήποτε άλλου ηγεμόνα ή κυβέρνησης».28
Τον Αύγουστο τού 1417 πέθανε η Ρωσίδα πριγκήπισσα Άννα, η σύζυγος τού Ιωάννη Η’ Παλαιολόγου και ο ίδιος έφυγε από τον Μοριά το επόμενο καλοκαίρι.29 Πριν φύγει όμως, συνήψε ανακωχή με τον πρίγκηπα Αχαΐας Τσεντουριόνε Ζακκαρία. Τον Ιωάννη θα αντικαθιστούσε τώρα ο μικρότερος αδελφός του Θωμάς, τον οποίο συνόδευσε στον Μοριά ο μελλοντικός διπλωμάτης και ιστορικός Γεώργιος Σφραντζής, που ήταν τότε δεκαέξι ετών.30 Ο Θωμάς ήταν τότε νεαρό αγόρι, αλλά σύντομα αποδείχθηκε αεικίνητος. Για σαράντα περίπου χρόνια την ιστορία τού βυζαντινού δεσποτάτου θα χαρακτήριζαν οι προσπάθειες τού Θωμά, συχνά ακατανόητες, να εκδιώξει από τον Μοριά τούς ασθενέστερους Λατίνους άρχοντες και να αποκρούσει τούς Τούρκους. Παρά την εκεχειρία που είχε συμφωνήσει ο Ιωάννης Η’ πριν από την αναχώρησή του, η Βενετία συνέχιζε να έχει προβλήματα. Αν και η ειρήνη διατηρούνταν αρκετά καλά μέχρι το 1420, στις αρχές τού επόμενου έτους ο δεσπότης Θεόδωρος Β’ ανανέωσε τις επιθέσεις του εναντίον τού Τσεντουριόνε Ζακκαρία και οι απείθαρχες δυνάμεις του σύντομα θα ήσαν και πάλι ένοχες βίαιης καταπάτησης ενετικού εδάφους. Στις 8 Μαΐου 1421 η Ενετική Γερουσία αποφάσισε να στείλει τον Μπενεντέτο Έμο ως απεσταλμένο και βαΐλο στην Κωνσταντινούπολη.
Οι πρώτες οδηγίες που είχε πάρει ο Έμο ήταν να σταματήσει στον Μοριά και να υποβάλει τυπική (αλλά ευγενική) διαμαρτυρία στον δεσπότη Θεόδωρο:
Πρέπει να εξηγήσετε στην Εξοχότητά του, ότι τού έχουμε γράψει πολλές επιστολές, ενώ ομοίως οι καστελλάνοι μας τής Κορώνης και τής Μεθώνης έχουν στείλει στην Εξοχότητά του μηνύματα και γραπτές επιστολές, απαιτώντας, δεδομένου ότι οι άνθρωποί του έχουν προκαλέσει πολλές ζημιές στους υπηκόους μας τής Κορώνης και τής Μεθώνης, να συμφωνήσει στην αποκατάσταση αυτών των ζημιών των υπηκόων μας.
Τα στρατεύματα τού δεσπότη είχαν αλώσει τέσσερα χωριά στην περιοχή τής Μεθώνης, λεηλατώντας τα πάντα σε τέτοιο βαθμό, ώστε οι φτωχοί κάτοικοι είχαν χάσει «ακόμη και τα πουκάμισά τους» (usque ad camisiam). Η Ενετική Δημοκρατία αντιμετώπιζε αυτή την επίθεση με μεγάλη ανησυχία, «γιατί θεωρούμε τα εδάφη τής Μεθώνης και τής Κορώνης όχι λιγότερο αγαπητά από την ίδια τη Βενετία». Ο απεσταλμένος έπρεπε να καταστήσει σαφές στον Θεόδωρο ότι οι Ενετοί δεν θα ανέχονταν τέτοιες συνθήκες και θα έφερναν την έκφραση τής αγανάκτησής τους και την επιμονή τους για αποζημιώσεις στον γαληνότατο άρχοντα αυτοκράτορα Κωνσταντινούπολης, ανεξάρτητα τού πόσο αποτελεσματικό θα ήταν αυτό, αφού απεσταλμένοι τόσο τού δεσπότη όσο και τού αυτοκράτορα είχαν ήδη παραπονεθεί στη Βενετία ότι οι καστελλάνοι τής Κορώνης και τής Μεθώνης είχαν προμηθεύσει στους εχθρούς τού δεσπότη όπλα, πυροβόλα, ακόμη και μια γαλιότα, «πράγμα που δεν ήταν αληθές» (quod non est verum), αφού πρόθεση τής Δημοκρατίας ήταν να κρατήσει αυστηρή ουδετερότητα σε αυτούς τούς πολέμους στον Μοριά. Για οποιοδήποτε λόγο, αυτές οι οδηγίες προς τον Έμο ακυρώθηκαν, αλλά η αρχική μορφή τής αποστολής του διασώζεται στα αρχεία και μαρτυρά την απόλυτη έλλειψη εμπιστοσύνης τής Γερουσίας προς την Παλαιολόγεια αρχή τού Μοριά.31
Δυστυχώς τόσο για τούς Έλληνες όσο και για τούς Λατίνους στον Μοριά η στρατιωτική συμμαχία και όχι η αλληλοκτόνος διαμάχη θα ήταν η μόνη δυνατή άμυνα απέναντι στην αυξανόμενη δύναμη των Τούρκων στον βορρά. Στην Αδριανούπολη, προς το τέλος τού Μαΐου 1421, ο Μουράτ Β’ διαδέχθηκε τον πατέρα του Μωάμεθ Α’ και άρχιζε τη νέα εποχή τής οθωμανικής δύναμης και επέκτασης, που θα συνεχιζόταν σχεδόν χωρίς μείωση μέχρι τα τέλη τού 16ου αιώνα. Κατά τη διάρκεια των τελευταίων ετών τής βασιλείας τού αυτοκράτορα Μανουήλ Β’, η ευθύνη των κρατικών υποθέσεων έπεφτε σχεδόν εξ ολοκλήρου στους ώμους τού γιου του και συνηγεμόνα Ιωάννη Η’, ο οποίος στέφθηκε επίσημα αυτοκράτορας τον Ιανουάριο τού 1421. Ο Ιωάννης, αδέξια απερίσκεπτος στην τουρκική πολιτική, διαφωνώντας με την άνοδο τού Μουράτ Β’ στον θρόνο, υποστήριξε τον διεκδικητή Μουσταφά, που ισχυριζόταν ότι ήταν γιος τού Βαγιαζήτ. Επρόκειτο για μεγάλο λάθος. Σε αντίποινα ο οργισμένος νεαρός σουλτάνος, έχοντας φονεύσει τον Μουσταφά, πολιόρκησε την Κωνσταντινούπολη με μεγάλο και καλά εξοπλισμένο στρατό (από τις 10 Ιουνίου μέχρι τις 6 Σεπτεμβρίου 1422). Λεγόταν ότι οι αρχαίοι μάντεις και οι αστρολόγοι είχαν προβλέψει ότι η πόλη θα έπεφτε εκείνο ακριβώς το έτος, τη μέρα και την ώρα τής τελικής επίθεσης (που ξεκίνησε στις 24 Αυγούστου). Όμως την κρίσιμη στιγμή εμφανίστηκε η φιγούρα γυναίκας ντυμένης στα πορφυρά, που περπατούσε κατά μήκος των επάλξεων τού εξωτερικού τείχους. Οι Τούρκοι την είδαν. Σκοτάδι και καταιγίδα έπεσε πάνω τους. Ο φόβος και ο τρόμος μπήκαν στις καρδιές τους. Σκορπίστηκαν έντρομοι με βιασύνη που έκοβε την ανάσα και η πολιορκία τερματίστηκε. Για άλλη μια φορά η Παναγία είχε σώσει τη πόλη της.32 Ό,τι κι αν είχε συμβεί, ήταν προφανές πια σε ολόκληρη την Ευρώπη ότι είχε ανατείλει νέα μέρα στις ελληνο-τουρκικές σχέσεις και η σημασία τού θανάτου τού σουλτάνου Μωάμεθ Α’ για τον ελληνικό κόσμο είχε ήδη γίνει πλήρως κατανοητή στον Μοριά.
Ο δεσπότης Θεόδωρος ήταν τώρα πρόθυμος να κάνει ειρήνη, για κάποιο διάστημα τουλάχιστον, με τον πρίγκηπα τής Αχαΐας Τσεντουριόνε Ζακκαρία. Στα τέλη Φεβρουαρίου 1423 η ενετική κυβέρνηση εξουσιοδότησε τούς καστελλάνους Κορώνης και Μεθώνης να κανονίσουν τις λεπτομέρειες ετήσιας εκεχειρίας μεταξύ Θεόδωρου και Τσεντουριόνε, στην οποία θα περιλαμβάνονταν επίσης ο Κάρλο Α’ Τόκκο, δούκας Λευκάδας (Αγίας Μαύρας), παλατινός κόμης Κεφαλονιάς και Ζακύνθου, καθώς και ο δεσπότης Ιωαννίνων (Άρτας).33 Οι Ενετοί είχαν προσπαθήσει σκληρά για κάποιο διάστημα να εισαγάγουν τάξη στον Μοριά. Σχεδόν ένα χρόνο πριν, στις 2 Απριλίου 1422, ο δόγης Θωμάς Μοτσενίγκο είχε αναθέσει αποστολή, με τη συνήθη εξουσιοδότηση τής Γερουσίας, στον Ντελφίνο Βενιέρ ως Ενετό πρεσβευτή και επόπτη (provveditore) στη Μεθώνη, την Κορώνη και τον Μοριά, για να διερευνήσει πλήρως τις ζημίες και καταστροφές που είχαν προκαλέσει σε Ενετούς υπηκόους και περιουσίες οι άνθρωποι τού δεσπότη Θεόδωρου. Εφοδιασμένος με τις πληροφορίες που θα είχε έτσι αποκτήσει, ο Βενιέρ έπρεπε να πάει στην αυλή τού δεσπότη και να διαμαρτυρηθεί στην Εξοχότητά του, με την ευγένεια και αποφασιστικότητα που άρμοζε σε απεσταλμένο τής Δημοκρατίας, ζητώντας την πλήρη αποκατάσταση των μέχρι τότε ζημιών, καθώς και τη διαβεβαίωση τής μη επανάληψής τους στο μέλλον. Στον Βενιέρ είχαν ανατεθεί και διάφορα άλλα καθήκοντα, μεταξύ των οποίων, αν ήταν δυνατό, να κατέβαλλε τις καλύτερες προσπάθειες με τον δεσπότη και τούς αντιπάλους του, για να επιτυγχανόταν στον Μοριά η πολύ απαραίτητη ανακωχή.34
Στις 22 Ιουλίου 1422 ετοιμάστηκαν κι άλλες οδηγίες προς τον Βενιέρ, ως απεσταλμένο προς τούς τρεις Μωραΐτες ηγεμόνες. Αριθμός γερουσιαστών ήταν πια διατεθειμένος να επεκτείνει την ενετική εξουσία στον Μοριά, αν και η κυβέρνηση είχε αρνηθεί στο παρελθόν ορισμένες προσφορές εδαφών από τον δεσπότη Θεόδωρο, ο οποίος προφανώς θα έκφραζε την έκπληξή του για αυτή την αλλαγή τής ενετικής πολιτικής: «… Θα απαντήσετε ότι η Εξοχότητά του δεν χρειάζεται να απορεί γι’ αυτό, γιατί η Σινιορία μας δεν έχει ούτε τη φιλοδοξία ούτε την επιθυμία να επεκτείνει την κυριαρχία μας, αλλά είναι ικανοποιημένη με τα σύνορα που μάς έχει δώσει ο Παντοδύναμος …». Οι εκχωρήσεις που θα ζητούσε η Βενετία από τούς τρεις ηγεμόνες προέρχονταν μόνο από τον φόβο ότι η διατήρηση των συνθηκών που υπήρχαν τότε στην χερσόνησο θα οδηγούσε στην κατάκτησή της από τούς Τούρκους. Παρά τις αξιοσημείωτες διαφορές απόψεων στη Γερουσία, η ενετική πολιτική τώρα, όπως πάντοτε, έπρεπε να διαλέξει ανάμεσα σε πιθανές εδαφικές κατοχές. Η κυβέρνηση λοξοκοίταζε προς την αποδοχή τού Εξαμιλίου, το οποίο ο Θεόδωρος είχε προσφερθεί να δώσει στη Δημοκρατία, επειδή φυσικά ήθελε να κρατήσει την Κόρινθο. Ακόμη και τα πιο τολμηρά μέλη τής Γερουσίας θα δέχονταν το Εξαμίλιο μόνο αν η Βενετία έπαιρνε επίσης, ως απαραίτητη για την άμυνά του, λωρίδα εδάφους πλάτους ενός ή δύο μιλίων κατά μήκος τής εσωτερικής (νότιας) πλευράς του, ενώ θα δεσμεύονταν να διατηρούν το τείχος και τις οχυρώσεις του μόνο αν το σχετικό κόστος εξασφαλιζόταν σε τοπικό επίπεδο,
«…ενώ για άρση κάθε αιτίας φιλονικίας, πρέπει να δηλωθεί ότι η Σινιορία μας θα καταβάλει το μισό τής εν λόγω δαπάνης για εκείνο το τμήμα τής χώρας που ανήκει στη Σινιορία μας, ενώ ο άρχοντας δεσπότης πρέπει να καταβάλει το άλλο μισό για το δικό του τμήμα τής εν λόγω χώρας, παρά το γεγονός ότι η επικράτεια τού άρχοντα δεσπότη είναι πολύ καλύτερη και πιο πολυπληθής [από τη δική μας]».
Σύμφωνα με την πρόταση τής 22ας Ιουλίου, ο απεσταλμένος Βενιέρ έπρεπε να προσπαθήσει να πείσει τον πρίγκηπα Αχαΐας Τσεντουριόνε Ζακκαρία να παραδώσει τον τίτλο, τα εδάφη και τα κάστρα τού πριγκηπάτου τής Αχαΐας στη Βενετία, ώστε να τα εξασφαλίζουν απέναντι στους Τούρκους. Ο Τσεντουριόνε θα διατηρούσε τα βαρωνικά του δικαιώματα επί των εδαφών που κατείχε μέσω κληρονομιάς από τούς γονείς του, για τα οποία θα ήταν υποτελής και θα ορκιζόταν φεουδαρχική υποτέλεια στη Δημοκρατία. Ο Βενιέρ έπρεπε στη συνέχεια να πάει στην αυλή τού Κάρλο Τόκκο και να προσπαθήσει να τον πείσει να παραδώσει τη Γλαρέντζα (δηλαδή την Κυλλήνη) και τις άλλες κτήσεις του στο πριγκηπάτο τού Μοριά, για τις οποίες η Σινιορία θα τού πλήρωνε 3.000 έως 4.000 δουκάτα. Ο Κάρλο Τόκκο είχε αγοράσει τη Γλαρέντζα το 1421 από Ιταλό πειρατή που ονομαζόταν Ολιβέριο Φράνκο, ο οποίος την είχε αρπάξει από τον Τσεντουριόνε το 1418, όταν είχε επίσης υποχρεώσει τον πρίγκηπα να τού δώσει σε γάμο μια κόρη του. Αλλά αν ο Κάρλο Τόκκο δεν πωλούσε τελικά τούς τόπους αυτούς, τότε ο απεσταλμένος έπρεπε να τού ζητήσει όρκο φεουδαρχικής υποταγής.35 Όσο διαφωτιστικό κι αν είναι αυτό το έγγραφο, ποτέ δεν στάλθηκε επισήμως στον Βενιέρ, επειδή η μαχητική παράταξη τής Γερουσίας δεν μπόρεσε να εξασφαλίσει τις ψήφους που χρειάζονταν για να πετύχει την έγκρισή του.
Όμως την ίδια μέρα (22 Ιουλίου) ετοιμάστηκε άλλη και πολύ πιο σύντομη ομάδα οδηγιών και αυτές αποτελούσαν την εντολή που στάλθηκε στον Βενιέρ και τού ζητούσε να εξετάσει το Εξαμίλιον και να προσπαθήσει να εκτιμήσει το κόστος συντήρησής του τόσο σε καιρό ειρήνης όσο και σε καιρό πολέμου. Έπρεπε επίσης να διερευνήσει τούς πόρους τής χώρας και το πιθανό κόστος υπεράσπισής της.36 Μόνο αυτά εξουσιοδοτήθηκε ο Βενιέρ να κάνει στον Μοριά και αναμφίβολα αυτά μόνο έκανε, εκτός από το να υποστηρίζει την ειρήνη όπου πήγαινε.
Είναι σαφές ότι τα πιο τολμηρά μέλη τής Ενετικής Γερουσίας ήσαν πλέον έτοιμα να μοιραστούν τον πολυπαθή Μοριά με τούς Έλληνες, να αναλάβουν πρόθυμα τούς προφανείς κινδύνους για τα πιθανά πλεονεκτήματα, αλλά δεν μπορούσαν να πείσουν αρκετούς από τούς συναδέλφους τους να υπερψηφίσουν τις προτάσεις τους. Ήθελαν επίσης να πάρουν τον έλεγχο τής σημαντικής πόλης τής Πάτρας, την οποία είχαν ήδη διοικήσει για αρκετά χρόνια (1408-1413) με εκμίσθωση από τον αρχιεπίσκοπο Στέφανο Ζακκαρία στα πλαίσια μιας ρύθμισης, για την οποία τού είχαν καταβάλει ετήσιο μίσθωμα 1.000 δουκάτων.37
Ο Στέφανο, αδελφός τού πρίγκηπα Τσεντουριόνε, είχε προτιμήσει από τις ανησυχητικές ευθύνες τής Πάτρας, η οποία δεχόταν συνεχώς τουρκικές επιθέσεις, την ευτυχή προοπτική τριών ετών στο Πανεπιστήμιο τής Πάδουας. Η Πάτρα είχε επανέλθει στον Στέφανο το 1413, τότε που αυτός πιεζόταν πολύ από τον αδελφό του Τσεντουριόνε, καθώς και από τούς Τούρκους και τον Έλληνα δεσπότη τού Μοριά, κι έτσι το 1417 ανανέωσε την προηγούμενη συμφωνία του με τούς Ενετούς. Όμως στην παπική κούρτη η προσπάθεια τού Στέφανο να λύσει τα προβλήματά του φαινόταν σαν αλλοτρίωση εκκλησιαστικής περιουσίας. Ο πάπας ασκούσε ειδική εποπτεία επί τής αρχιεπισκοπής Πατρών από τα πρώτα χρόνια τής λατινικής κατάκτησης και το καλοκαίρι τού 1419 ο αρχιεπίσκοπος υποχρεώθηκε να αναλάβει πάλι την επαχθή υπευθυνότητά του.38 Τρία χρόνια αργότερα προσπαθούσε προφανώς να κινήσει το ενδιαφέρον των Ιωαννιτών τής Ρόδου για τον Μοριά, αλλά στις 10 Μαΐου 1422 ο μάγιστρος τού Οσπιταλίου έστειλε απεσταλμένο στον αρχιεπίσκοπο (καθώς και στον δεσπότη Θεόδωρο και στον πρίγκηπα Τσεντουριόνε), εξηγώντας ότι η τουρκική δραστηριότητα στο ανατολικό Αιγαίο καθιστούσε αδύνατη την εμπλοκή τού Τάγματος στις Μωραΐτικες υποθέσεις. Η Ρόδος βρισκόταν σε διαρκή κίνδυνο, καθώς και η Χίος και η Μυτιλήνη.39 Οι αδελφοί Zακκαρία όχι μόνο δεν τα κατάφερναν καλά μεταξύ τους, αλλά οι σχέσεις τους ήσαν ακόμη χειρότερες με τον δεσπότη Θεόδωρο, που επιτίθετο στην αρχιεπισκοπή τής Πάτρας με την ίδια προθυμία με την οποία επιτίθετο εναντίον τού λατινικού πριγκηπάτου. Υπήρχαν λοιπόν σοβαροί λόγοι για την ενετική αγωνία εξασφάλισης τής Πάτρας, τούς οποίους βρίσκουμε να εκφράζονται ξεκάθαρα σε μακροσκελή εντολή, που ετοιμάστηκε στις 22 Ιουλίου για τον απεσταλμένο Ντελφίνο Βενιέρ.40
Τα ενετικά σχέδια ήσαν συνήθως μεγάλης εμβέλειας. Οι οδηγίες προς τούς απεσταλμένους τής Δημοκρατίας αντανακλούσαν συνήθως προσπάθεια να προβλεφθεί κάθε περίπτωση και να αποσπαστεί από τη δεδομένη κατάσταση κάθε πλεονέκτημα. Οι έρευνες τού Βενιέρ και οι επιφυλακτικές προσπάθειές του για ειρήνη αρχικά δεν ακούστηκαν ευνοϊκά από τον δεσπότη Θεόδωρο. Όταν όμως έφτασε στον Μοριά η είδηση τής τουρκικής απειλής στην Κωνσταντινούπολη, ο δεσπότης φοβήθηκε και διαπραγματεύτηκε γρήγορα εξάμηνη ανακωχή με τον πρίγκηπα Τσεντουριόνε και με τον αρχιεπίσκοπο Στέφανο Ζακκαρία.41 Ο πάπας Μαρτίνος Ε’, έχοντας πληροφορηθεί αυτή την εξέλιξη, έγραψε αμέσως στον αυτοκράτορα Μανουήλ στις 5 Ιουλίου 1422, εκφράζοντας την ελπίδα ότι ο τελευταίος θα πρόσθετε την αυτοκρατορική εξουσία του στην παπική πιεστική πρόσκληση προς τον Θεόδωρο για τη διατήρηση τής ειρήνης, «που είχε πρόσφατα κάνει με τον σεβάσμιο αδελφό μας Στέφανο, τον αρχιεπίσκοπο Πατρών», η έδρα τού οποίου δεχόταν σοβαρές επιθέσεις, όχι από τούς γειτονικούς Τούρκους, αλλά από τον Θεόδωρο. Ο πάπας έλπιζε ότι αυτή η ειρήνη θα διαρκούσε. Δήλωνε επίσης ότι είχε προειδοποιήσει τον αρχιεπίσκοπο να μην παραβιάζει κανέναν όρο της, ενώ τού απαγόρευε την προσφυγή στα όπλα χωρίς την ειδική άδεια τής Αγίας Έδρας, «ώστε η Εκκλησία του, για την οποία φροντίζουμε ιδιαίτερα, να μην υποστεί κάποια ζημιά». Ο πάπας απαιτούσε επίσης από τον Θεόδωρο να διατηρεί την ειρήνη και τού ζητούσε να μην προχωρά αμέσως σε πόλεμο ως αντίποινα για οποιαδήποτε αιτίαση, πραγματική ή φανταστική, την οποία θα μπορούσε να έχει κατά τού αρχιεπισκόπου, αλλά να στέλνει απεσταλμένους και επιστολές στη Ρώμη, όπου θα αποδιδόταν αμέσως δικαιοσύνη και θα τιμωρούνταν οποιοδήποτε πρόσωπο ήταν ένοχο αδικήματος σε βάρος του.42
Οι άλλες επιστολές τού πάπα για το ίδιο ζήτημα διασώζονται επίσης, έχουν όλες ημερομηνία 5 Ιουλίου 1422 και απευθύνονται στον δεσπότη Θεόδωρο, στον αρχιεπίσκοπο Στέφανο, στον Κάρλο Τόκκο, στον Τσεντουριόνε Ζακκαρία και στον Τομάζο Μοτσενίγκο, δόγη τής Βενετίας.43 Στον Μοτσενίγκο πιστώθηκε η διευθέτηση τής εκεχειρίας, η οποία, όπως ενημερωνόταν ο πάπας, επρόκειτο να διαρκέσει για ένα χρόνο και δύο μήνες.44
Οι εκεχειρίες σπάνια τηρούνταν αυτή την περίοδο στον Μοριά, ενώ κάποια σύγχυση συνδέεται με την ιστορία τους. Τον Δεκέμβριο τού 1422 οι απεσταλμένοι των Μωραϊτών ηγεμόνων συγκεντρώθηκαν στη Βενετία, συνοδευόμενοι από τον Ρικάρντο ντε Γκλεμόνα, τον αρχιγραμματέα τής Μεθώνης. Τα μαχητικά μέλη τής Γερουσίας δεν έβλεπαν προοπτικές για την υλοποίηση των επιθυμιών τους, τη σκοπιμότητα των οποίων είχαν ζητήσει από τον Βενιέρ να διερευνήσει. Έπρεπε λοιπόν να είναι ικανοποιημένοι με εκεχειρία ενός έτους, για την οποία οι πρέσβεις συμφώνησαν γενικά στα τέλη Φεβρουαρίου 1423,45 αλλά δεν εύρισκαν πολύ καθησυχαστικές ούτε τις διασκέψεις τους με τούς εκπροσώπους των συμβαλλομένων μερών, ούτε τα επακόλουθα γεγονότα στον Μοριά. Τον Σεπτέμβριο τού ίδιου έτους βρίσκουμε τη Γερουσία να προτρέπει για τη διατήρηση τής εκεχειρίας τούς Κάρλο Τόκκο, δεσπότη Θεόδωρο και Τσεντουριόνε Ζακκαρία.46
Ακόμη και η επιδρομή στον Μοριά τού τρομερού Τούρκου διοικητή Tουραχάν μπέη δεν μπόρεσε να οδηγήσει σε συνεργασία αυτούς τούς ιδιοτελείς καιροσκόπους.47 Οι Ενετοί προσπαθούσαν να είναι δίκαιοι και εύλογοι, όπως φαίνεται για παράδειγμα από την καθαρότητα τής θέσης τους σε μια αντιδικία με τον Τσεντουριόνε.48 Ο τελευταίος, που ήταν ο λιγότερο ασφαλής από τις μεγάλες προσωπικότητες τού Μοριά, ήταν και ο λιγότερο σοφός. Στις 30 Δεκεμβρίου 1423 η Ενετική Γερουσία ειδοποίησε τούς καστελλάνους στην Κορώνη και τη Μεθώνη ότι ο Θεόδωρος κατηγορούσε τον Τσεντουριόνε ότι είχε σπάσει την εκεχειρία, με αποτέλεσμα να οφείλει πρόστιμο 5.000 δουκάτων, σύμφωνα με τούς όρους τής συμφωνίας.49 Υπήρχαν πάντοτε προβλήματα στον Μοριά. Στις 8 Ιανουαρίου 1424 πέθανε ο αρχιεπίσκοπος Στέφανο Ζακκαρία και η Γερουσία έγραψε στον πάπα Μαρτίνο Ε’, ζητώντας τον διορισμό Ενετού στην αρχιεπισκοπική έδρα τής Πάτρας, η οποία βρισκόταν σε έδαφος σχισματικών Ελλήνων και ήταν πάντοτε εκτεθειμένη στις επιθέσεις των απίστων Τούρκων.50 Όμως η παπική κούρτη απέρριψε το αίτημα και ο πάπας διόρισε ως νέο αρχιεπίσκοπο τον Παντόλφο Μαλατέστα, γαμπρό τού Θεόδωρου. Επρόκειτο για ευγενική χειρονομία προς τούς Παλαιολόγους, αν και αυτοί δεν έδιναν ιδιαίτερη προσοχή στη σχέση τους με τούς Μαλατέστα.51 Ο Παντόλφο πήγε αμέσως στον Μοριά, αλλά δεν αποδείχθηκε πιο ικανός από τον προκάτοχό του στην αντιμετώπιση των προβλημάτων τής Πάτρας.
Αν και δεν υπήρχε τέλος στις διαφωνίες και τις συγκρούσεις στον Μοριά, πρέπει κάποια στιγμή να σταματήσουμε να αφιερώνουμε κι άλλο χώρο στο θέμα αυτό. Τον Ιούνιο τού 1424 ο Θεόδωρος Β’ επιτέθηκε ξαφνικά στον Τσεντουριόνε, τον πήρε όμηρο και λεηλάτησε ξανά ενετικό έδαφος.52 Τον Κάρλο Τόκκο απασχολούσε αρκετά δικαιολογημένα αυτή η κατάφωρη παραβίαση τής εκεχειρίας, η οποία δεν μπορούσε να σπάσει χωρίς προγενέστερη ειδοποίηση τουλάχιστον δύο μηνών προς τούς Ενετούς καστελλάνους Κορώνης και Μεθώνης. Ο Τόκκο λοιπόν έστειλε αμέσως απεσταλμένους στην Ενετική Γερουσία, τής οποίας οι εκπρόσωποι απάντησαν κουρασμένα ότι η Σινιορία θλιβόταν φυσικά που μάθαινε ότι η εκεχειρία (την οποία είχε ρυθμίσει ο Ντελφίνο Βενιέρ) είχε αντιμετωπιστεί έτσι ελαφρά τη καρδία, αλλά τώρα φαινόταν ότι δεν υπήρχε τίποτε περισσότερο να πει. Αν ο Τόκκο μπορούσε να κάνει κερδοφόρα πρόβλεψη για το δικό του κράτος (πιθανώς με επιθέσεις εναντίον των Ελλήνων), η Βενετία δεν θα είχε καμία αντίρρηση και θα ήταν ικανοποιημένη παρακολουθώντας την αύξηση τής δύναμης και τής ευημερίας του.53
Οι Ενετοί είχαν τις δικές τους δυσκολίες με τον ταραχώδη Θεόδωρο, τού οποίου οι επιθέσεις εναντίον τής Κορώνης και τής Μεθώνης ήσαν συνεχείς για μερικούς μήνες. Στις 17 Απριλίου 1424 ο νέος δόγης Φραντσέσκο Φόσκαρι και η Γερουσία αποφάσισαν να υποβάλουν την καταγγελία τους απευθείας στον «γέρο αυτοκράτορα» Μανουήλ, καθώς και στον αναπληρωτή του (locum tenens) στην Κωνσταντινούπολη, όπου είχαν επίσης υπάρξει επιθέσεις εναντίον των Ενετών. (Ο «νεαρός αυτοκράτορας», ο Ιωάννης Η’ Παλαιολόγος, βρισκόταν τότε στην Ιταλία και αυτοκρατορικός αναπληρωτής ήταν ο Κωνσταντίνος.) Ο Ενετός βαΐλος πήρε εντολή να ζητήσει την τιμωρία των παραβατών, ειδικά κάποιου «Ιωάννη Τούρκου», ώστε να αποτελέσει παράδειγμα για τούς άλλους. Η βυζαντινή κυβέρνηση έπρεπε να εξασφαλίζει ότι τέτοιες πράξεις βίας εναντίον υπηκόων τής Δημοκρατίας θα σταματούσαν τόσο στην Κωνσταντινούπολη όσο και στον Μοριά. Δεν έπρεπε να υπάρχουν επαναλήψεις. Διαφορετικά οι Ενετοί θα έπαιρναν τόσο στιβαρά μέτρα, ώστε να καταστήσουν τη δυσαρέσκειά τους αναμφίβολα σαφή στους Έλληνες. Ο γενικός τους διοικητής στη θάλασσα διατάχθηκε να προχωρήσει στην περιοχή τής Κωνσταντινούπολης, ενώ απαιτήθηκαν αποζημιώσεις από τη βυζαντινή κυβέρνηση για τις ζημιές που είχαν υποστεί μέχρι τότε.54
Η απειλητική στάση των Ενετών προφανώς δεν έκανε εντύπωση στην Κωνσταντινούπολη ή στον Μυστρά, αν και οι Έλληνες ήξεραν τούς Ενετούς πολύ καλά, ώστε να μη θεωρούν ως αδυναμία τους την ευγένεια με την οποία διατύπωναν πάντοτε τις διαμαρτυρίες τους. Τρεις μήνες αργότερα, στις 16 Ιουλίου (1424), η Γερουσία έδωσε εντολή στον Ενετό βαΐλο στην Κωνσταντινούπολη να εμφανιστεί ενώπιον τού «γέρου αυτοκράτορα», αν βρισκόταν σε κατάσταση να τον δεχθεί (ο Μανουήλ είχε υποστεί εγκεφαλικό επεισόδιο την 1η Οκτωβρίου 1422) ή ενώπιον τού αναπληρωτή του, για να καταστήσει σαφές ότι οι χωρίς τέλος λεηλασίες τού Θεόδωρου στον Μοριά ήσαν απολύτως απαράδεκτες. Αντιμετώπιζε τούς Ενετούς υπηκόους σαν να υπήρχε πόλεμος μεταξύ τής Δημοκρατίας και των Ελλήνων. Τώρα ο βαΐλος έπρεπε να δηλώσει ότι υπέβαλλε την τελευταία διαμαρτυρία τής Βενετίας προς τη βυζαντινή κυβέρνηση πριν από αντίποινα με ένοπλη επίθεση.55
Οι καιροί ήσαν ταραχώδεις και οι κατώτεροι βαρώνοι τού Μοριά έπρεπε να αναλάβουν δράση. Η εκστρατεία τού Tουραχάν μπέη την άνοιξη και το καλοκαίρι τού 1423 είχε τρομοκρατήσει κάθε μικρό δυνάστη στη χερσόνησο. Στα τέλη Φεβρουαρίου και στις αρχές Μαρτίου τού 1425 περίπου 25.000 Τούρκοι εισέβαλαν και πάλι στον Μοριά, παίρνοντας πάνω από 1.260 αιχμαλώτους από την ενετική επικράτεια και περίπου 6.000 Έλληνες και Αλβανούς, οι οποίοι επρόκειτο να πωληθούν ως δούλοι.56 Η καταλανική οικογένεια των Καουπένας στράφηκε για προστασία στη Βενετία, την κύρια λατινική δύναμη στην Ελλάδα. Στις 6 Μαρτίου 1425 η Γερουσία ενήργησε ευνοϊκά σε αναφορά τού άρχοντα τής Αίγινας Αλιότο Β’ και τού αδελφού του Αρνάου, «σήμερα κυβερνήτη τής Πιάδας (τής σημερινής Νέας Επιδαύρου)», οι οποίοι, με τούς Καταλανούς και τούς άλλους οπαδούς τους, «έχουν προσφέρει υπηρεσίες στη διατήρηση τού Άργους και τού Ναυπλίου, σε περιπτώσεις έκτακτης ανάγκης κατά των Ελλήνων και Αλβανών, καθώς και εναντίον των Τούρκων, από στεριά και θάλασσα…». Όντας αδέσμευτοι απέναντι σε οποιαδήποτε άλλη επικυρίαρχη δύναμη ή πρόσωπο και παρακινούμενοι (όπως έλεγαν) από αγάπη και πίστη στη Βενετία, ο Αλιότο και ο γιος του Αντονέλλο, μαζί με τον αδελφό του Aρνάου, ζητούσαν ταπεινά από τη γαλήνια Σινιορία να αποδεχθεί αυτούς και τούς κληρονόμους τους «ως καλούς και πραγματικούς φίλους των φίλων και ως εχθρούς των εχθρών τής εν λόγω ένδοξης δουκικής Σινιορίας…». Οι Καουπένας πρότειναν επίσης ότι αν ο οίκος τους έμενε χωρίς απογόνους (manchando i dicti signori e suo heriedi), η Αίγινα, η Πιάδα, και οι άλλες κτήσεις τους να περνούσαν στα χέρια των Ενετών.57
Τότε ο δούκας Αντόνιο Ατσαγιόλι ανησυχούσε για το ιπποφορβείο του και στις 6 Noεμβρίου 1425 η Ενετική Γερουσία ψήφισε να τού επιτρέψει να μεταφέρει τα άλογά του και τα άλλα ζώα στο Νεγκροπόντε «σε περίπτωση ξαφνικού κινδύνου» (pro casibus novitatum). Όμως η Γερουσία απέρριψε το αίτημά του για χορήγηση άδειας για την κατασκευή δύο γαλιοτών και απέρριψε διαμαρτυρία που είχε διατυπώσει ο Aντόνιο σχετικά με τούς όρους υπό τούς οποίους η Βενετία είχε πάρει τούς Καουπένας κάτω από τα φτερά της:
Όσον αφορά την υπόθεση τού άρχοντα τής Αίγινας, στου οποίου το νησί ο εν λόγω άρχοντας Αντόνιο [Ατσαγιόλι] λέει ότι η γυναίκα τού άρχοντα τής Αίγινας έχει τα δικαιώματά της κλπ., απαντούμε ότι αν προκύψει κατάσταση, όπου η εν λόγω κυρία θα έχει λόγο να πιέσει για τα δικαιώματά της στο νησί, ο άρχοντας Αντόνιο πρέπει να είναι βέβαιος, ότι η Σινιορία μας θα κάνει πάντοτε αυτό που είναι σύμφωνο με τον νόμο και τη δικαιοσύνη.58
Η «εν λόγω κυρία» ήταν η υιοθετημένη κόρη τού Αντόνιο Ατσαγιόλι, που είχε παντρευτεί τον Αντονέλλο, τον νόθο γιο και διάδοχο τού Αλιότο Β’ στη μικρή ηγεμονία. Παρά το γεγονός ότι αναζητούσαν το καταφύγιο τής ενετικής δύναμης και κύρους, οι Καουπένας (όπως σχεδόν όλοι στον Μοριά) συνέχιζαν να πολεμούν μεταξύ τους. Λόγω τής εριστικότητάς τους η Βενετία θα αποκτούσε το νησί τής Αίγινας μια γενιά αργότερα.
Τίποτε δεν μπορούσε να διατηρήσει την ειρήνη στον Μοριά, ούτε η ενετική διπλωματία ούτε η τουρκική απειλή. Το 1426-1427 ο Θεόδωρος Β’ τού Μυστρά βρέθηκε μπλεγμένος με τον Κάρλο Τόκκο. Ο τελευταίος είχε αγοράσει τη Γλαρέντζα (Κυλλήνη) από τον Ολιβέριο Φράνκο έξι χρόνια πριν και είχε αποκτήσει κέντρο για στρατιωτικές επιχειρήσεις στη χερσόνησο, από το οποίο είχε επεκτείνει την επιρροή του προς νότο επί μεγάλου μέρους τής αρχαίας Ήλιδας, μέχρι τον ποταμό Αλφειό και το όρος Φολόη. Αρχικά ο Θεόδωρος, έχοντας κάνει ό,τι μπορούσε για να διαχειριστεί τα προβλήματά του με τούς Ενετούς και τούς Ναβαρρέζους τού Τσεντουριόνε, τα απομεινάρια τής παλαιάς «Εταιρείας Ναβάρρας» τού Πέδρο Μπόρδο ντε Σαν Σουπεράνο, ήταν διατεθειμένος να αναγνωρίσει προς το παρόν την κυριαρχία τού Tόκκο στα εδάφη που είχε καταπατήσει, βλέποντας στο πρόσωπό του, κατά κύριο λόγο, εχθρό τού Τσεντουριόνε. Όμως κατά το τέλος φθινοπώρου και στις αρχές τού χειμώνα τού 1426 ο Τόκκο παρακολουθούσε τούς Αλβανούς να κατεβάζουν τα κοπάδια και τα μπουλούκια τους από τα υψίπεδα στην πεδιάδα τής Ηλείας, όπου συνήθιζαν να βόσκουν τα ζώα τους κατά τη χειμερινή περίοδο. Περί τα μέσα τού χειμώνα, πιθανότατα λόγω έλλειψης τροφίμων για τις δυνάμεις του, ο Τόκκο άρχισε να κυκλώνει πολλά από τα άλογα, γελάδια, πρόβατα και γουρούνια των Αλβανών. Οι Αλβανοί ήσαν υπήκοοι τού βυζαντινού δεσποτάτου και έτσι ο Θεόδωρος υποχρεώθηκε σε πόλεμο με τον Τόκκο. Η κατάσταση ήταν τόσο σοβαρή, που προκάλεσε την επιστροφή τού αυτοκράτορα Ιωάννη Η’ στον Μοριά, για να αναλάβει τη διοίκηση επίθεσης εναντίον τού Τόκκο, τού οποίου η πόλη Γλαρέντζα τέθηκε αμέσως υπό πολιορκία.59 Βυζαντινά πλοία περιπολούσαν στις ακτές, προσπαθώντας να αποκόψουν το ακρωτήριο τής Γλαρέντζας από τη νησιωτική επικράτεια τού Τόκκο, την Κεφαλονιά και τη Ζάκυνθο. Όμως ο Τόκκο συγκέντρωσε στόλο από τα νησιά και την Ήπειρο. Ενώθηκαν μαζί του και κάποια πλοία από τη Μασσαλία, κατά πάσα πιθανότητα εμπορικά. Επικεφαλής αυτής τής ετερόκλητης αρμάδας έβαλε τον νόθο γιο του, τον Τούρνο (Τurno). Ο Ιωάννης Η’ ανέθεσε τη διοίκηση των ναυτικών του δυνάμεων σε κάποιον Λεοντάριο. Η ναυμαχία έλαβε χώρα στα «γεμάτα αγκάθια νησάκια» Εχινάδες, τα Κουρτσολάρι, εκεί που θα δινόταν αργότερα η περίφημη ναυμαχία τής Ναυπάκτου. Ο στόλος τού Τόκκο ηττήθηκε άσχημα και πολλά από τα πλοία του αιχμαλωτίστηκαν. Οι Έλληνες πήραν περισσότερους από εκατόν πενήντα αιχμαλώτους, συμπεριλαμβανομένου ενός από τούς ανηψιούς τού Τόκκο. Πολλοί από τούς Λατίνους σκοτώθηκαν και ο Τούρνο μετά βίας διέφυγε ζωντανός από τη σύρραξη.60 Ήταν η τελευταία νίκη που θα σημείωνε το βυζαντινό ναυτικό.
Οι Τούρκοι βρίσκονταν σε όλους τούς δρόμους και τα περάσματα στη Βαλκανική χερσόνησο, καθώς και σε όλες τις θαλάσσιες οδούς τού Αιγαίου. Οι Ενετοί ανησυχούσαν διαρκώς για τις στρατηγικές τους θέσεις και τα εμπορικά τους κέντρα στην Αλβανία, στο Δυρράχιο (Ντουράτσο), στη Σκόδρα (Σκουτάρι), στο Αλέσσιο (Λέζε), στο Δρίβαστο (Δριστ), στη Μπούντβα (Μπούντουα), στο Ντούλτσινιο (Ούλτσιν) και στο Αντίβαρι (Μπαρ). Υπάρχει αφθονία εγγράφων σχετικών με την υπεράσπιση αυτών των θέσεων κατά των Τούρκων και των φιλο-Τούρκων Αλβανών οπλαρχηγών.61 Σε αυτές τις μακροχρόνιες ανησυχίες των Ενετών ερχόταν τώρα να προστεθεί ένα σύντομο αλλά πολύ σημαντικό επεισόδιο τής ιστορίας τους. Ο σουλτάνος Μουράτ Β’, έχοντας αποτύχει στην θερινή πολιορκία του τής Κωνσταντινούπολης το 1422, μετέφερε τον στρατό και τη φιλοδοξία του στη Θεσσαλονίκη, τη δεύτερη πόλη τής Βυζαντινής αυτοκρατορίας, η οποία βρισκόταν σε μεγάλο κίνδυνο να δεχτεί σοβαρή επίθεση. Τα τείχη τής πόλης δεν είχαν συντηρηθεί, ενώ ο κυβερνήτης της, ο δεσπότης Ανδρόνικος Παλαιολόγος, προβληματικός νεώτερος γιος τού γέρου αυτοκράτορα Μανουήλ Β’, δεν διέθετε πόρους για να προσλάβει στρατιώτες, ούτε πλοία για τον ανεφοδιασμό τής πόλης. Ένα μόνο τρόπο έβλεπε για να σώσει τη Θεσσαλονίκη από τούς βαρβάρους: να τη δώσει στη Βενετία.
Η Γερουσία τής Βενετίας βρισκόταν τότε σε πιο περιπετειώδη διάθεση απ’ ό,τι πριν μερικά χρόνια. Ο προσεκτικός και συντηρητικός δόγης Τομάζο Μοτσενίγκο είχε πεθάνει στις 4 Απριλίου 1423 και το βράδυ τής 15ης τού μηνός εκλέχτηκε διάδοχός του ο Φραντσέσκο Φόσκαρι. Ο Φόσκαρι ήταν ηγέτης τής φιλοπόλεμης παράταξης (που αποτελούσε ακόμη μειοψηφία στη Γερουσία), η οποία φοβόταν την προέλαση των Τούρκων περισσότερο από την προσωρινή αναστολή των εμπορικών συναλλαγών στην Ανατολική Μεσόγειο.62 Υπήρχε λοιπόν νέος δόγης όταν η Γερουσία θεώρησε αξιόλογη την προσφορά τού δεσπότη Ανδρόνικου στις 7 Ιουλίου 1423. Ο Ανδρόνικος είχε πρώτα ενημερώσει την αποικιακή κυβέρνηση τού Νεγκροπόντε ότι ήταν πρόθυμος να παραδώσει την πόλη στη Δημοκρατία για να εξασφαλίσει τη σωτηρία της από τούς Τούρκους. Στις 2 Ιουνίου οι αξιωματούχοι τού Νεγκροπόντε είχαν στείλει στη Βενετία αντίγραφα των επιστολών τού δεσπότη με εξοπλισμένο μπριγαντίνι. Ο Ανδρόνικος ανησυχούσε έντονα για «την ακραία κατάσταση τής περιοχής τής Θεσσαλονίκης από την πολιορκία των Τούρκων» (la extrema condition della terra de Salonichi per la assedion de Turchi) και στο όνομά του, καθώς και σε εκείνο τού λαού τής Θεσσαλονίκης, πρόσφερε την πόλη στην Ενετική Σινιορία, ζητώντας μόνο να διοικείται αυτή «σύμφωνα με τα ήθη και τούς νόμους της», να επιβεβαιώνεται η εκκλησιαστική ευθύνη τού Ορθόδοξου μητροπολίτη Θεσσαλονίκης,63 να διατηρούν τα τοπικά δικαστικά τους δικαιώματα οι Έλληνες κάτοικοι, να μπορούν να έρχονται και να φεύγουν ελεύθερα και να έχουν πλήρως στη διάθεσή τους τα αγαθά και τις περιουσίες τους. Και τέλος να εγγυάται η Βενετία την κατάλληλη άμυνα τής πόλης απέναντι σε κάθε επιτιθέμενο, περιλαμβανομένων των Τούρκων. Η Γερουσία έδωσε αμέσως εντολή στον βαΐλο στην Κωνσταντινούπολη, να προσπαθήσει να δει τον αυτοκράτορα Μανουήλ, αν εκείνος ήταν αρκετά καλά ώστε να τον δεχτεί. Ο βαΐλος θα ενημέρωνε την αυτοκρατορική κυβέρνηση για την προσφορά τού δεσπότη, την οποία η Βενετία ήταν έτοιμη να αποδεχθεί, εφόσον αυτή ήταν αποδεκτή από τον Μανουήλ. Οι Ενετοί αξιωματούχοι στο Νεγκροπόντε, ο δούκας Νάξου, ο τοπάρχης (ποντεστά) και ο στρατιωτικός διοικητής Ναυπλίου και ο επίτροπος Τήνου και Μυκόνου θα εξόπλιζαν γαλέρες και θα τις διατηρούσαν σε ετοιμότητα, για να εκτελέσουν την εντολή τής Σινιορίας, όταν θα ερχόταν, ώστε να καταλάβουν τη Θεσσαλονίκη στο όνομα τής Γαληνοτάτης.64
Τρεις εβδομάδες αφότου η Γερουσία ψήφισε να αποδεχθεί τη Θεσσαλονίκη, εφόσον ο αυτοκράτορας Μανουήλ έδινε τη συγκατάθεσή του, ο δόγης Φραντσέσκο Φόσκαρι εξέδωσε λεπτομερείς οδηγίες για την αποστολή των Σάντο Βενιέρ και Νικολό Τζόρτζι, οι οποίοι είχαν διοριστεί επίτροποι (provveditori) για να παραλάβουν τη Θεσσαλονίκη. Το έγγραφο τής αποστολής τους έχει ημερομηνία 27 Ιουλίου 1423. Οι Βενιέρ και Τζόρτζι έπρεπε να πάνε στο Nεγκροπόντε, όπου θα έπαιρναν κάποια άλλα νέα από τον δεσπότη Ανδρόνικο, στον οποίο η Γερουσία είχε γράψει για την ενετική προθυμία αποδοχής τής Θεσσαλονίκης με τούς όρους που είχε περιγράψει. Αν η απάντηση τού δεσπότη παρέμενε θετική, οι επίτροποι έπρεπε να συνεχίσουν το προβλεπόμενο ταξίδι τους προς Θεσσαλονίκη, όπου έπρεπε να δώσουν στον δεσπότη την πιο επίσημη διαβεβαίωση ότι οι Ενετοί θα συμμορφώνονταν με τούς όρους υπό τούς οποίους αυτός είχε δηλώσει ότι θα παρέδιδε την απειλούμενη πόλη στην ανώτερη δύναμη τής Βενετίας, «και ότι είσαστε έτοιμοι να αναλάβετε την εν λόγω πόλη…» (et quod estis parati dictam civitatem accipere…)
Οι Βενιέρ και Τζόρτζι, έχοντας αναλάβει την πόλη από τον δεσπότη με όλη την απαραίτητη επισημότητα, έπρεπε να φροντίσουν για την άμυνά της και να βάλουν σε τάξη τη φρουρά στην κορυφή τού λόφου, παίρνοντας τα απαραίτητα κεφάλαια από τα έσοδα τής πόλης. Έπρεπε επίσης να στείλουν αμέσως επιστολές στην αποικιακή κυβέρνηση στο Nεγκροπόντε, η οποία θα τις προωθούσε κατευθείαν στη Βενετία με μπριγαντίνι. Στη συνέχεια ένας από τούς δύο επιτρόπους (επρόκειτο να είναι ο Τζόρτζι) έπρεπε να πάει, όταν ο χρόνος φαινόταν κατάλληλος, ως απεσταλμένος στους Τούρκους, «να αναφέρει και να εξηγήσει ότι ο λαμπρός άρχοντας δεσπότης τής Θεσσαλονίκης έχει δώσει στη Σινιορία μας την πόλη τής Θεσσαλονίκης, την οποία δεχτήκαμε για την αγάπη τού Θεού…». Ο απεσταλμένος έπρεπε να υπογραμμίσει τη φιλία που υπήρχε από κοινού μεταξύ Βενετίας και Πύλης, να εκφράσει την ελπίδα για την απρόσκοπτη συνέχισή της και να επιδιώξει την ασφάλεια των δρόμων για τούς εμπόρους. Λίγο νωρίτερα η Γερουσία είχε διατάξει τον βαΐλο στην Κωνσταντινούπολη να συνάψει επίσημη ειρήνη με τούς Τούρκους, αλλά κανένας δεν ήξερε ακόμη στη Βενετία αν αυτό είχε γίνει. Αν όμως ο εν λόγω απεσταλμένος γνώριζε ότι ο βαΐλος δεν είχε κατορθώσει να συνάψει τέτοια ειρήνη με τούς Τούρκους, έπρεπε να προσπαθήσει ο ίδιος να το κάνει αυτό, όταν θα τον περίμενε για να τού εξηγήσει την ενετική κατάληψη τής Θεσσαλονίκης. Επρόκειτο για απίστευτη αποστολή, όπως θα συνειδητοποιούσε ο Τζόρτζι.
Ο απεσταλμένος θα προσπαθούσε επίσης να κανονίσει ειρήνη μεταξύ των Τούρκων και τού Βυζαντινού αυτοκράτορα, επειδή η Σινιορία αγαπούσε και τούς δύο ως αδελφούς και φίλους. Επιστρέφοντας τώρα στον δεσπότη, η αποστολή που ανέθετε ο δόγης στους Βενιέρ και Τζόρτζι παρείχε λεπτομερείς οδηγίες ως προς το τι να κάνουν σε περίπτωση που ο δεσπότης είχε αλλάξει γνώμη. Αν ο δεσπότης απαιτούσε εισόδημα για να ζήσει, οι επίτροποι μπορούσαν να τού υποσχεθούν ετήσια σύνταξη 20.000 έως 40.000 άσπρων, που θα πληρωνόταν από τα έσοδα τής Θεσσαλονίκης. Αν όλα πήγαιναν καλά με την αποστολή τους, οι Βενιέρ και Τζόρτζι έπρεπε να δώσουν εντολή στην αποικιακή κυβέρνηση τής Κρήτης να τούς στείλει πενήντα βαλλιστές, αν ήταν αναγκαίο, για την υπεράσπιση τής Θεσσαλονίκης, ενώ μπορούσαν να προσλάβουν εκατό «στραντιότι» (στρατιώτες), Βλάχους ή οποιουσδήποτε άλλους μισθοφόρους, με μισθό δύο δουκάτα τον μήνα ανά άτομο, για τέσσερις ή έξι μήνες, όπως θα φαινόταν σκόπιμο. Οι επίτροποι εφοδιάστηκαν με τα απαραίτητα κεφάλαια για την αποστολή τους, καθώς και με δώρα για τον σουλτάνο, μεταξύ των οποίων διάφορα τόπια υφάσματος φτιαγμένου στη Βενετία, τη Φλωρεντία και τη Βερόνα. Η σημαντική επιχείρηση την οποία ξεκινούσαν τώρα εγκρίθηκε από τη Γερουσία με ψήφους 86 υπέρ, 8 κατά και 10 λευκές.65
Ο αυτοκράτορας Μανουήλ Β’, ό,τι κι αν ένιωθε στην καρδιά του, έδωσε όντως τη συγκατάθεσή του για την ενετική κατάληψη τής Θεσσαλονίκης, όπου οι Βενιέρ και Τζόρτζι έφτασαν τον Σεπτέμβριο τού 1423. Τουρκικός στρατός 5.000 ανδρών πολιορκούσε την πόλη, η οποία λέγεται ότι είχε τότε πληθυσμό 25.000 έως 40.000 ανθρώπους, βασανιζόμενους από την πείνα και τρομοκρατημένους στην προοπτική τής κατάληψής της από τούς βαρβάρους. Ο ενετικός στόλος τούς έφερε τρόφιμα και ελευθερία. Σύντομα η σημαία με το λιοντάρι τού Ευαγγελιστή ανέμιζε στην ακρόπολη.66 Αργότερα, κατά πάσα πιθανότητα τον Φεβρουάριο τού 1424, ο Τζόρτζι πήγε στην τουρκική πρωτεύουσα στην Αδριανούπολη, για να προσπαθήσει να εκπληρώσει τη δύσκολη αποστολή, την οποία η κυβέρνηση τής πατρίδας του είχε αναθέσει σε αυτόν και στον συνάδελφό του Βενιέρ. Απέτυχε βεβαίως και καθώς επέστρεφε στη Θεσσαλονίκη ο Μουράτ τον έθεσε υπό κράτηση. Το παράξενο είναι ότι υπήρχε έκπληξη στη Βενετία, όταν η είδηση τής σύλληψης τού Τζόρτζι έφτασε στις αρχές Απριλίου με επιστολές από την αποικιακή κυβέρνηση τής Κέρκυρας (με ημερομηνία 31 Μαρτίου).67
Η Γερουσία έσπευσε να αντικαταστήσει τον φυλακισμένο Τζόρτζι ορίζοντας άλλον επίτροπο ως συνάδελφο τού παρενοχλούμενου Βενιέρ, ενώ σύντομα αποφάσισε να αντικαταστήσει και τον τελευταίο. Διορίστηκαν οι Τζάκοπο Τρεβιζάν και Φαντίνο Μιτσιέλ, αλλά αρνήθηκαν την ανάθεση και πιθανώς πλήρωσαν το πρόστιμο που συνήθως συνεπάγονταν τέτοιες αρνήσεις. Έτσι τον Μάιο (τού 1424) διορίστηκαν ο Μπερνάρντο Λορεντάν με τον τίτλο τού δούκα (Θεσσαλονίκης) και ο Τζάκοπο Ντάντολο με εκείνον τού διοικητή, πράγμα που δείχνει τη σημασία που απέδιδε η Σινιορία στη νέα κτήση της. Στο μεταξύ η Γερουσία είχε δώσει εντολή στον Βενιέρ να επιδιώξει την απελευθέρωση τού Τζόρτζι. Μπορούσε να υποσχεθεί στον σουλτάνο Μουράτ ετήσιο φόρο 1.000 έως 2.000 δουκάτων, που θα πληρωνόταν από τα έσοδα τής Θεσσαλονίκης. Μπορούσαν επίσης να διανεμηθούν περίπου 5.000 δουκάτα στους επικεφαλής πασάδες τού σουλτάνου, ώστε να στρατολογηθεί η βοήθειά τους για την εξασφάλιση τής επιθυμητής ειρήνης με την Πύλη. Ταυτόχρονα η Βενετία επιθυμούσε να τής δοθούν τα χωριά (καζάλια) γύρω από τη Θεσσαλονίκη και το κάστρο στο κοντινό ύψωμα τού Χορτιάτη (Κορτιάχ).68
Η Γερουσία είχε ήδη προβλέψει τον εξοπλισμό δύο ακόμη γαλερών και την εκλογή διοικητή τού Κόλπου, ο οποίος έπρεπε να διοικεί πέντε ή έξι γαλέρες για την προστασία (custodia) τής Αδριατικής. Θα υπηρετούσε υπό τον Πιέτρο Λορεντάν, τότε ναυτικό γενικό διοικητή. Ο ίδιος ο Λορεντάν έπρεπε να προχωρήσει στη Θεσσαλονίκη με όλες τις άλλες διαθέσιμες γαλέρες. Αν εύρισκε τον Μουράτ Β’ στην περιοχή, έπρεπε να κάνει ό,τι καλύτερο μπορούσε για να εξασφαλίσει την απελευθέρωση τού Τζόρτζι (εντολή που είχε δοθεί και στον Βενιέρ) και να προσπαθήσει να αγοράσει την ειρήνη προσφέροντας ετήσιο φόρο 1.000 έως 2.000 δουκάτων, που έπρεπε να καταβληθεί «από έσοδα τής Θεσσαλονίκης» (de introitibus Salonichi). Όμως αν ο Λορεντάν εύρισκε ότι ο σουλτάνος είχε θέσει τη Θεσσαλονίκη υπό πολιορκία ή ότι ο σουλτάνος δεν βρισκόταν στην περιοχή, τότε έπρεπε να πλεύσει στην Καλλίπολη και να επιτεθεί στους Τούρκους. Έπρεπε να αποτρέπει τη διέλευση τουρκικών δυνάμεων πέρα δώθε στα Δαρδανέλλια. Ίσως επίσης εύρισκε ότι άξιζε τον κόπο να προκαλέσει προβλήματα για τον Μουράτ στην Ευρώπη και ιδιαίτερα στη Μικρά Ασία μεταξύ των Τούρκων ηγεμόνων, οι οποίοι αντιμετώπιζαν με φόβο και εχθρότητα τη θεαματική άνοδο τής οθωμανικής εξουσίας.69
Η Βενετία ξεκινούσε λοιπόν την δαπανηρή επταετή κατοχή τής Θεσσαλονίκης (1423-1430), αλλά οι γιοι της λίγα πράγματα κέρδισαν για τις δαπάνες και την ταλαιπωρία τους. Η πρόσφατη έρευνα τούς έχει στερήσει ακόμη και τα συγχαρητήρια για την οικοδόμηση τού διάσημου Λευκού Πύργου, ο οποίος εξακολουθεί να βρίσκεται στην ακτή, ως φρουρός τού παρελθόντος.70 Οι Σάθας, Ιόργκα, Μέρτζιος, Τιριέ, Βαλεντίνι και άλλοι έχουν δημοσιεύσει πολυάριθμα έγγραφα που σχετίζονται με το ενετικό καθεστώς στη Θεσσαλονίκη. Η Γερουσία καθιστούσε απολύτως σαφές «στους Τούρκους και σε ολόκληρο τον κόσμο … ότι περιβάλλουμε με στοργή την πόλη τής Θεσσαλονίκης και δεν έχουμε πρόθεση να την εγκαταλείψουμε…».71 Στις 30 Οκτωβρίου 1424 η Γερουσία πήρε απόφαση για την αποστολή προμηθειών, χρημάτων και 150 έως 200 πεζών στρατιωτών στη Θεσσαλονίκη, σε απάντηση έκκλησης από την πόλη, που λεγόταν ότι τότε βρισκόταν σε «ακραία κατάσταση και ανάγκη».72 Είχε καταστεί απολύτως σαφές ότι δεν υπήρχε η παραμικρή ελπίδα επίτευξης συμφωνίας με τούς Τούρκους. Η Βενετία βρισκόταν σε πόλεμο. Στις 13 Ιανουαρίου 1424 η Γερουσία πήρε απόφαση να εκλέξει κι άλλο ναυτικό γενικό διοικητή και να εξοπλίσει στόλο εικοσιπέντε γαλερών.73
Λίγους μήνες αργότερα (στις 2-4 Απριλίου 1425), όταν ο Φαντίνο Μιτσιέλ αντικατέστησε τον Λορεντάν ως γενικός διοικητής, πήρε εντολή να πάει στη Θεσσαλονίκη, αφού πρώτα αντιμετώπιζε ορισμένα ζητήματα στην Κορώνη, την Μεθώνη και το Nεγκροπόντε, και να διαβεβαιώσει τον αρχιεπίσκοπο και τούς προκρίτους τής Θεσσαλονίκης ότι οι Ενετοί ήσαν αποφασισμένοι να κρατήσουν την πόλη. Ο Μιτσιέλ έπρεπε να προσπαθήσει να εξασφαλίσει τουρκική αναγνώριση τής κατοχής από την κυβέρνησή του, με όρους ίδιους με εκείνους με τούς οποίους ο δεσπότης Ανδρόνικος κατείχε την πόλη. Ο σουλτάνος θα διατηρούσε τα προηγούμενα δικαιώματά του στις αλυκές τής Θεσσαλονίκης, υπό την προϋπόθεση ότι οι εμπορικοί δρόμοι θα επιτρεπόταν να παραμείνουν ανοικτοί. Θα λάμβανε επίσης τον ετήσιο φόρο υποτέλειας 100.000 άσπρων, τον οποίο κατέβαλλε στην Πύλη ο Ανδρόνικος. Όμως οι Τούρκοι στη Θεσσαλονίκη δεν θα είχαν το δικαίωμα να δικάζονται μόνο από μουσουλμάνο «καδή», όπως συνέβαινε υπό τον δεσπότη. Τα παλαιά τελωνεία επρόκειτο να επανιδρυθούν στις πύλες τής πόλης. Ο Μιτσιέλ έπρεπε να υποσχεθεί στον μεγάλο βεζύρη, τον Ιμπραήμ πασά, 15.000 έως 20.000 άσπρα ετησίως, ώστε να εξασφαλίσει ισχυρό φίλο στην τουρκική αυλή και να διανείμει άλλες 150.000 σε δώρα στον Ιμπραήμ και άλλους αξιωματούχους τής Πύλης. Έπρεπε επίσης να εξασφαλίσει την απελευθέρωση, αν μπορούσε, περίπου 1.500 Ενετών υπηκόων, που είχαν πιαστεί αιχμάλωτοι κατά την τουρκική εισβολή στον Μοριά τον προηγούμενο Μάρτιο. Έπρεπε να γίνει προσπάθεια διαπραγμάτευσης τής ανανέωσης τής τελευταίας συνθήκης μεταξύ Βενετίας και Πύλης (1419) με ορισμένες τροποποιήσεις ή ακόμη και να πάρουν πίσω για λογαριασμό τού μαρκησίου Νικολό Τζόρτζι το φρούριο τής Μενδενίτσας (Βουδουνίτσας), το οποίο κατείχαν οι Τούρκοι από το 1414.74
Παρά το γεγονός ότι οι Έλληνες τής Θεσσαλονίκης δεν ήσαν αγνώμονες απέναντι στους Ενετούς, δεν αντιμετώπιζαν τούς νέους κυρίους τους με γνήσια ευτυχία. Ο δεσπότης Ανδρόνικος, αφού παρέδωσε την πόλη στους Ενετούς, λεγόταν ότι είχε πάει στη Μαντίνεια με τον γιο του Ιωάννη, «λόγω τής ηπιότητας τού κλίματος». Όμως, σύμφωνα με τον Σφραντζή, ο Ανδρόνικος έγινε μοναχός με το όνομα Ακάκιος και εγκαταστάθηκε στη μονή Παντοκράτορος στην Κωνσταντινούπολη, όπου πέθανε και θάφτηκε κοντά στον πατέρα του (τον Μάρτιο τού 1429).75 Τον Ιούνιο τού 1425 οι Έλληνες κάτοικοι έστειλαν πρεσβεία στη Βενετία με μακροσκελή αναφορά, προτρέποντας να οχυρωθεί η χερσόνησος τής Κασσάνδρας και να ενισχυθούν τα τείχη τής πόλης κατά των Τούρκων (θέματα που συναντώνται μάλλον συχνά στα έγγραφα) και παρέχοντας κάποιες ενδιαφέρουσες πληροφορίες για τις τοπικές συνθήκες στη Θεσσαλονίκη. Μαθαίνουμε τα ονόματα εξήντα περίπου Ελλήνων εμμίσθων τής Δημοκρατίας, οι περισσότεροι από τούς οποίους κατατάσσονται ως ευγενείς, καθώς και το γεγονός ότι κάποιοι κύριοι (cavalieri), προφανώς Λατίνοι, στις ακολουθίες τού δούκα και τού διοικητή, είχαν γίνει αντιπαθητικοί στους πολίτες, περιφρονώντας τα δικαιώματά τους και τα έθιμα τής πόλης. Ο δόγης Φραντσέσκο Φόσκαρι και η Γερουσία προσπάθησαν να ικανοποιήσουν τα αιτήματα των Ελλήνων απεσταλμένων (στις 7-23 Ιουλίου),76 ενώ έφτασαν σύντομα στη Γερουσία αναφορές τού Μιτσιέλ ότι είχε καταλάβει τον «πύργο τής Κασσάνδρας» (turris Cassandrie) καθώς και το λιμάνι τού Πλαταμώνα στον κόλπο και βρισκόταν σε διαπραγματεύσεις με τούς Τούρκους: είχε υποσχεθεί 20.000 άσπρα τον χρόνο στον περίφημο Tουραχάν μπέη, πέραν των 20.000 που είχε εξουσιοδοτηθεί ο Μιτσιέλ να προσφέρει στον μεγάλο βεζύρη, τον Ιμπραήμ πασά.77
Η τουρκική πολιορκία τής Θεσσαλονίκης συνεχιζόταν καλά από τη στεριά. Οι Ενετοί χρησιμοποιούσαν τούς θαλάσσιους διαδρόμους, αλλά πάντοτε πιέζονταν σκληρά για την εισαγωγή επαρκών ποσοτήτων τροφίμων. Αριθμός σοβαρών επιθέσεων κατά τής πόλης είχαν απωθηθεί με επιτυχία. Οι πύλες ήσαν κλειδωμένες και λίγοι έμποροι επιχειρούσαν έξω στους επικίνδυνους δρόμους. Τελικά τον Απρίλιο τού 1426 φαινόταν ότι ο Μιτσιέλ είχε διαπραγματευτεί ανακωχή με τον Χαλίλ μπέη, τον κυβερνήτη (subashi, σούμπαση) τής Καλλίπολης, με την οποία αναγνωριζόταν η ενετική κυριαρχία στη Θεσσαλονίκη, η οποία έπρεπε να καταβάλλει στην Πύλη ετήσιο φόρο υποτέλειας 100.000 άσπρων. Οι Τούρκοι θα κρατούσαν επίσης τις αλυκές. Οικονομικές διαφορές μεταξύ Τούρκων μπορούσαν να εκδικάζονται από καδή, ο οποίος δεν θα είχε καμία άλλη αρμοδιότητα. Οι δύο πλευρές θα επέστρεφαν φυγάδες. Οι πύλες τής πόλης θα παρέμεναν ανοικτές και οι έμποροι θα μπορούσαν να πηγαίνουν πέρα δώθε, όπως συνέβαινε «την εποχή τού άρχοντα δεσπότη».78 Δεδομένου ότι η Υψηλή Πύλη δεν θα παραιτιόταν από τη χερσόνησο τής Κασσάνδρας και το κάστρο στο όρος Χορτιάτης, προφανώς δεν χαλάρωνε την πρόθεσή της να καταλάβει τελικά τη Θεσσαλονίκη και οι διαπραγματεύσεις τού Μιτσιέλ είχαν μικρό άμεσο αποτέλεσμα. Συνεχίζονταν οι εχθροπραξίες μεταξύ των δύο αντιπάλων δυνάμεων, προμήνυμα μεγάλης σύγκρουσης, που αργότερα, στη διάρκεια τού αιώνα, θα παρέσυρε μαζί της την πλήρη ισχύ και των δύο.
Στο μεταξύ στις 4 Δεκεμβρίου 1425 η Βενετία είχε ενωθεί τελικά με τη Φλωρεντία σε δεκαετή συμμαχία, για να σταματήσει την επιθετικότητα τού δούκα τού Μιλάνου Φίλιππο Μαρία Βισκόντι. Οι κατακτήσεις τού Φίλιππο Μαρία στη Ρομάνια και στην Τοσκάνη θα πήγαιναν στη Φλωρεντία, ενώ εκείνες στη Λομβαρδία θα πήγαιναν στη Βενετία. Στις 11 Ιουλίου 1426 με τούς νέους σύμμαχους ενώθηκε και ο Αμαδέος Η’ τής Σαβοΐας, ο οποίος είχε επίσης βρει επικίνδυνους γείτονες τούς Μιλανέζους.79 Όπως ο Τζιαν Γκαλεάτσο πριν από αυτόν, έτσι και ο Φίλιππο Μαρία φαινόταν τώρα ότι σκεφτόταν να έρθει σε επαφή με τούς Τούρκους. Ο Ιόργκα έχει δημοσιεύσει προσχέδιο επιστολής προς κάποιον Φεντερίγκο ντε Πέτιις, τον οποίον ο Φίλιππο Μαρία σχεδίαζε να στείλει στον σουλτάνο Μουράτ. Στην επιστολή αυτή, γραμμένη στο Μιλάνο στις 24 Ιουλίου 1426, ο Φίλιππο Μαρία αναφερόταν «στην επιθυμητή καταστροφή των ενετικών προβάτων που τρέμουν» (optata destructio tremularum ovium venetarum).80 Δεν είναι σαφές αν απεσταλμένος τού Μιλάνου στάλθηκε ποτέ στην Πύλη, αλλά οι Ενετοί ήσαν πρόθυμοι να τερματίσουν τις εχθροπραξίες με τούς Τούρκους, αν μπορούσαν να βρουν τρόπο να το κάνουν, εξακολουθώντας να διατηρούν τη Θεσσαλονίκη.
Τον Ιούλιο (1426) νέος Ενετός ναύαρχος, ο Αντρέα Μοτσενίγκο, «γενικός διοικητής τού Κόλπου», πήρε εντολή από τη Γερουσία να επαναλάβει διαπραγματεύσεις με απεσταλμένους τού σουλτάνου, χωρίς να επιμένει αυτή τη φορά στη διατήρηση τής Κασσάνδρας και τού «κάστρου που ονομάζεται Χορτιάτης» (castrum vocatum Cortiati), το οποίο κάστρο ο εν λόγω [σουλτάνος] Μουράτ μπέης δεν είναι πρόθυμος να επιτρέψει να παραμείνει σε εμάς». Ο Τζιοβάννι Β’ Κρίσπο, δούκας τού Αρχιπελάγους (1418-1437), καθώς και τα αδέρφια του, άρχοντες διαφόρων νησιών τού Αιγαίου, έπρεπε να περιλαμβάνονται στην ειρήνη με τούς Τούρκους. Αν τέτοια ειρήνη εξακολουθούσε να μην είναι επιτεύξιμη, ο Μοτσενίγκο έπρεπε να επιτεθεί στα τουρκικά πλοία στην Καλλίπολη, ακόμη και μέσα στα Στενά, αλλά φαινόταν να υπάρχει κάποια ελπίδα για ειρήνη, γιατί ο Τζάκοπο Γκατελούζο, ο άρχοντας τής Λέσβου (1409-1428), «ο οποίος είναι φίλος τού εν λόγω Τούρκου», ενδιαφερόταν για την εξάλειψη των αιτίων τής τριβής.81 Τον Αύγουστο τού 1426 ο παλιός δεσπότης τής Σερβίας, ο Στέφανος Λαζάρεβιτς, προσφέρθηκε μέσω τού υιοθετημένου του γιου και ανηψιού, τού Γεωργίου Μπράνκοβιτς, να μεσολαβήσει με τούς Τούρκους, στον οποίο οι Ενετοί απάντησαν με ευγνωμοσύνη και ευγένεια, αναγνωρίζοντας ότι η κατοχή τής Θεσσαλονίκης τούς είχε κοστίσει πολλά χρήματα και προσπάθεια, αλλά παραδεχόμενοι ότι δεν μπορούσαν να εγκαταλείψουν την πόλη.82 Τον Σεπτέμβριο και τον Οκτώβριο οι Τούρκοι κάποιου άλλου διεκδικητή τού θρόνου, που ονομαζόταν Μουσταφά, ισχυριζόταν ότι ήταν γιος τού Βαγιαζήτ και παρέμενε στη Θεσσαλονίκη ως σύμμαχος των Ενετών, έκαναν μεγάλης κλίμακας και μάλλον απερίσκεπτες εξορμήσεις από την πόλη. Μια έκθεση τής 8ης Δεκεμβρίου, που περιγράφει τα γεγονότα αυτά, δείχνει ότι η γραφική ύπαιθρος γύρω από τη Θεσσαλονίκη ήταν γεμάτη με στρατεύματα τού σουλτάνου.83
Οι ενετικές προσπάθειες για ειρήνη ήσαν επίμονες, αλλά χωρίς όφελος όπως αποδείχτηκε. Ο πόλεμος μπορούσε να είναι συναρπαστικό και κερδοφόρο παιχνίδι για τούς Τούρκους, αλλά αποτελούσε ζοφερή και δαπανηρή επιχείρηση για τούς εμπόρους τής Βενετίας. Τον Νοέμβριο τού 1426 ο Αντρέα Μοτσενίγκο πέτυχε, μέσα από τις προσπάθειες τού Ενετού νοτάριου Ιωάννη ντε Μπονίσιο, να εξασφαλίσει τη γενική αποδοχή από τον σουλτάνο Μουράτ (στις 28 τού μηνός) των όρων τής προβλεπόμενης συνθήκης τού περασμένου Απριλίου, την οποία είχε διαπραγματευθεί ο προκάτοχος τού Μοτσενίγκο, ο Φαντίνο Μιτσιέλ. Η Βενετία υποσχόταν τώρα ετήσιο φόρο υποτέλειας 150.000 άσπρων. Διεκδικούσε ακόμη τη χερσόνησο τής Κασσάνδρας, αλλά ήταν πρόθυμη να εγκαταλείψει το ζήτημα τού όρους Χορτιάτη. Οι άλλοι όροι παρέμεναν ίδιοι, εκτός από το ότι η Βενετία θα διένειμε ποσά στην Πύλη μάλλον με μεγαλύτερη γενναιοδωρία και θα πρόσφερε περισσότερα ετήσια εισοδήματα στους επικεφαλής αξιωματούχους τού σουλτάνου. Στις 24 Ιουλίου 1427 ο δόγης Φραντσέσκο Φόσκαρι ανέθεσε πρεσβευτική αποστολή στον Μπενεντέττο Έμο, ελπίζοντας ότι θα μπορούσε να εξασφαλίσει από την Πύλη την επίσημη επικύρωση τής συμφωνίας.84
Οι συνθήκες στην πολιορκούμενη Θεσσαλονίκη επιδεινώνονταν συνεχώς. Οι κάτοικοι σταδιακά έχαναν την εμπιστοσύνη τους στην ικανότητα των Ενετών να διαχειριστούν το τουρκικό πρόβλημα. Η έλλειψη τροφίμων είχε μετατρέψει τον χειμώνα τού 1426-1427 σε μακρύ εφιάλτη για τούς διαχειριστές τής Δημοκρατίας στην πόλη.85 Οι μήνες περνούσαν και συνθήκη δεν γινόταν. Η αυξανόμενη ελληνική επίθεση στον Μοριά ανησυχούσε τη Γερουσία. Ο Έμο αντικαταστάθηκε τον Αύγουστο τού 1428 από τον Τζάκοπο Ντάντολο, που ούτε αυτός κατόρθωσε να εξασφαλίσει οριστική και επίσημη επικύρωση τής απατηλής ειρήνης από τον Μουράτ.86 Όμως ο Ντάντολο είχε την εξουσιοδότηση να αυξήσει τον φόρο τιμής σε 300.000 άσπρα καθώς και να μοιράσει 10.000 έως 15.000 δουκάτα σε δώρα και να υποσχεθεί στους κύριους αξιωματούχους τής Πύλης συντάξεις που ανέρχονταν συνολικά σε 2.000 επιπλέον δουκάτα. Για να συνεχιστεί η ειρηνική κατοχή τής Θεσσαλονίκης, τής Κασσάνδρας, των αλυκών και των γειτονικών εδαφών και χωριών, η Βενετία θα πλήρωνε ακόμη περισσότερα, καταβάλλοντας ιδιαίτερη χρηματική αποζημίωση για τις αλυκές, αλλά η ειρήνη έπρεπε να επικυρωθεί σε σχέση επίσης με τις ενετικές κτήσεις στην Αλβανία. Αν όμως ο Μουράτ δεν έδειχνε ειλικρινή διάθεση να υποκύψει σε όλα τα ενετικά αιτήματα, ο Ντάντολο δεν έπρεπε να αναφέρει αυτά τα μεγαλύτερα ποσά, για προφανείς λόγους.87 Ο Ντάντολο δεν βρήκε την ευκαιρία να μιλήσει για μεγαλύτερα ποσά. Μάλιστα έφτασε τελικά η είδηση στη Βενετία ότι όταν ο δυστυχής Ντάντολο οδηγήθηκε ενώπιον τού σουλτάνου, εξήγησε την αποστολή του και παρουσίασε τα δώρα του, ο Μουράτ τον ρώτησε: «Έχεις εξουσιοδότηση να μού παραδώσεις τη γη τής Θεσσαλονίκης;» Ο Ντάντολο αναγνώρισε ότι δεν είχε τέτοια εξουσιοδότηση. Διώχτηκε λοιπόν, συνελήφθη αμέσως και με εντολή τού σουλτάνου κλείστηκε στη φυλακή, απ’ όπου δεν βγήκε ποτέ.88 Αυτό ήταν πάρα πολύ, ακόμη και για την ενετική υπομονή. Έτσι στις 29 Μαρτίου 1429 η Γερουσία ενέκρινε δημόσια κήρυξη πολέμου κατά τής Πύλης και αποφάσισε να εξοπλιστούν τρεις ακόμη ελαφρές γαλέρες στη Βενετία και μία στη Zάρα. Από τις τρεις Κρητικές γαλέρες που είχε στον στόλο του, ο γενικός διοικητής Μοτσενίγκο διατάχθηκε να διαλέξει τις δύο ισχυρότερες και να προσθέσει στον εξοπλισμό τους απογυμνώνοντας την τρίτη. Την τελευταία αυτή γαλέρα έπρεπε να αντικαταστήσει νέα, που θα εξόπλιζε η αποικιακή κυβέρνηση Κρήτης.89
Αν και οι ήχοι των πριονιών και σφυριών και οι φωνές των εργατών και των ναυτικών ακούγονταν στις αποβάθρες τού Ναύσταθμου (Αρσενάλε) τής Βενετίας, τα μέλη τής Γερουσίας συνέχιζαν να συζητούν τις πολλές πτυχές τού τουρκικού προβλήματος, από το Δυρράχιο και το Αλέσσιο μέχρι τη Μεθώνη και την Κορώνη, το Νεγκροπόντε και τη Θεσσαλονίκη. Ο αυτοκράτορας Σίγκισμουντ είχε κάνει ειρήνη τριών ετών με τούς Τούρκους (το 1428), υποστηρίζοντας ότι οι Ενετοί τον είχαν ουσιαστικά εξαναγκάσει σε αυτήν από την εχθρότητά τους απέναντι στην Ουγγαρία, κατηγορία την οποία ο δόγης Φραντσέσκο Φόσκαρι αρνιόταν με αγανάκτηση σε επιστολή τής 29ης Ιουνίου 1429 προς τον πάπα Mαρτίνο Ε’, υπενθυμίζοντας τις υπηρεσίες τής Δημοκρατίας προς την ανατολική χριστιανοσύνη και τον τωρινό πόλεμο με τούς Τούρκους.90 Μάλιστα βρίσκονταν σε πόλεμο με τούς Τούρκους επί έξι χρόνια, από τότε που αποδέχτηκαν τη Θεσσαλονίκη από τον δεσπότη Ανδρόνικο, πράγμα που αποδείχτηκε ότι υπήρξε καθόλου ικανοποιητική επιχείρηση.
Στις 14 Ιουλίου 1429 η Γερουσία έδωσε επίσημες απαντήσεις σε λεπτομερή αναφορά, που υποβλήθηκε από πρεσβεία που εκπροσωπούσε τον ελληνικό πληθυσμό τής Θεσσαλονίκης, αποδεικνύοντας ότι οι κάτοικοι είχαν πια ξεμαγευτεί από την ενετική εξουσία με την πάροδο των ετών. Οι Έλληνες απεσταλμένοι διαμαρτύρονταν για την παραβίαση των δικαιωμάτων τους να αφήνουν την πόλη και να πωλούν τα προϊόντα τους όπως επέλεγαν, δεδομένου ότι η Γερουσία αρνιόταν να χαλαρώσει τούς πολεμικούς περιορισμούς που είχαν επιβληθεί, φοβούμενη ότι η διακίνηση ανθρώπων και ιδιοκτησιών από την πόλη θα είχε ως αποτέλεσμα την πτώση τής στους Τούρκους: «η ίδια [η πόλη] θα έπεφτε ξαφνικά στα χέρια των αγριοτήτων των διαβολικών Τούρκων» (eadem [civitas] subito veniret ad manus perfidorum Teuchrorum). Οι Έλληνες ήθελαν να παρθούν κάποια θετικά μέτρα σε σχέση με την πάντοτε κρίσιμη κατάσταση τού ανεφοδιασμού τής πόλης με σιτηρά, την ακόμη ανοχύρωτη κατάσταση τής Κασσάνδρας και τα δυστυχή δεινά των προσφύγων που ήθελαν να επιστρέψουν στην πόλη, αλλά των οποίων τα σπίτια είχαν καταστραφεί ή καταστρέφονταν κατά την απουσία τους. Για όλα αυτά τα αιτήματα η Γερουσία έδωσε καθησυχαστικές απαντήσεις. Οι απεσταλμένοι κατήγγειλαν ότι τα τείχη τής ίδιας τής Θεσσαλονίκης ήσαν σχεδόν ετοιμόρροπα, ειδικά από την πλευρά τής θάλασσας, ενώ η Γερουσία υποσχέθηκε να τα επισκευάζει κάθε χρόνο. Η Γερουσία πληροφορούνταν ότι ορισμένοι από τούς στρατιώτες της ήσαν αναξιόπιστοι (ακόμη και επικοινωνώντας με τούς Τούρκους), καθώς και ότι ορισμένοι αξιωματούχοι, ειδικά οι ανώτατοι λειτουργοί (chancellors) τού πολιτικού διοικητή (rector), ήσαν ένοχοι για συνεχή εκβιασμό. Οι απεσταλμένοι ζητούσαν νέα επιβεβαίωση των προνομίων τού Ορθοδόξου αρχιεπισκόπου, το δικαίωμα τού ασύλου στην αρχαία εκκλησία τής Αγίας Σοφίας, καθώς και μεγαλύτερο σεβασμό για τις εκκλησίες και τα μοναστήρια τους εκ μέρους των στρατιωτών, οι οποίοι προφανώς τα χρησιμοποιούσαν ως στρατώνες και έμπαζαν πόρνες στα ιστορικά και ιερά κτίρια. Οι απεσταλμένοι ζητούσαν επίσης γενική αναγνώριση των εκκλησιαστικών δικαστηρίων. Σε αυτά, καθώς και σε τρία ή τέσσερα άλλα αιτήματα που αφορούσαν εκκλησιαστικά ζητήματα, η Γερουσία έδωσε καταφατικές ή με κατανόηση απαντήσεις, αλλά αρνήθηκε να αναγνωρίσει τη δικαιοδοσία τού αρχιεπισκόπου επί των λαϊκών.91
Οι Ενετοί ποτέ δεν μερίμνησαν επαρκώς για την υπεράσπιση τής Θεσσαλονίκης κατά των Τούρκων. Είχαν σίγουρα δαπανήσει μεγάλα ποσά, όπως υπενθύμιζαν συνεχώς στους Έλληνες απεσταλμένους, αλλά τούς ανησυχούσε πάντοτε η άρνηση τού σουλτάνου να αναγνωρίσει τον τίτλο τους στην πόλη, αν και είχαν κάποιο λόγο να αμφιβάλλουν για την ικανότητά τους να διατηρήσουν τόσο σημαντικό τόπο, τόσο κοντά στην τουρκική πρωτεύουσα τής Αδριανούπολης. Συνεπώς το εύρισκαν πάντοτε δύσκολο να καταλάβουν αν ξόδευαν πάρα πολλά ή πολύ λίγα.
Οι Eνετοί έψαχναν φυσικά γύρω για συμμάχους, που θα μπορούσαν να αντιταχθούν στον «Μεγάλο Τούρκο» (Gran Turco), θεωρώντας ως πιο πιθανό τον ηγεμόνα τής Καραμανίας Ιμπραήμ μπέη (1423-1464), που ήταν, όπως συνέβαινε, γαμπρός τού σουλτάνου Μουράτ. Ήταν γνωστός ως «Μεγάλος Καραμάνος», αλλά φοβόταν τον κουνιάδο του όχι λιγότερο απ’ όσο τον φοβούνταν οι Ενετοί. Τον Αύγουστο τού 1429 βρίσκουμε τη Βενετία να προσπαθεί να οργανώσει συμμαχία με τον Ιμπραήμ μπέη, για την επίτευξη τής οποίας στρατολόγησε τις καλές υπηρεσίες τού βασιλιά Ιανού τής Κύπρου, ο οποίος φημιζόταν για τη διατήρηση «καλής φιλίας με τον Μεγάλο Καραμάνο» (bona amicicia cum magno Caramano).92 Αν οι Ενετοί δαπανούσαν πολύ λίγα για την υπεράσπιση τής Θεσσαλονίκης, όμως είχαν ήδη δαπανήσει πολλά, ενώ ήταν απολύτως προφανές ότι το μέλλον δεν έφερνε την παραμικρή προοπτική για μείωση των δαπανών. Ο Αντρέα Σουριάνο, μέλος τής φιλοπόλεμης παράταξης, δήλωνε σε πολύ ενδιαφέρουσα ομιλία του στη Γερουσία στις 3 Ιανουαρίου 1430, ότι η Βενετία έπρεπε να ετοιμάσει μια πραγματικά ισχυρή αρμάδα, ώστε να υποχρεώσει τον Μουράτ να αποδεχθεί την ειρήνη. Ξοδεύονταν χρήματα επί χρόνια και η Δημοκρατία δεν είχε πετύχει σχεδόν τίποτε. Ήταν απαραίτητο να καταφέρουν μεγάλο πλήγμα επί των Τούρκων, αποφασιστικό πλήγμα, που θα μείωνε τις τεράστιες δαπάνες διατήρησης τής Θεσσαλονίκης, «έτσι ώστε ο Τούρκος είτε να υποταχθεί σε ειρήνη με τη Σινιορία ή να υποστεί τέτοιες ζημιές, ώστε να φοβάται τη δύναμή μας και να μην παγιδευόμαστε σε αυτές τις συνεχείς δαπάνες». Ο Σουριάνο δήλωνε ότι η Βενετία είχε δαπανήσει κατά μέσο όρο πάνω από 60.000 δουκάτα ετησίως για τη διατήρηση τής πόλης εναντίον των Τούρκων. Υπέβαλε πρόταση να εξοπλιστούν δώδεκα γαλέρες και δύο μεγάλα πλοία. Επτά από τις γαλέρες θα εξοπλίζονταν στη Βενετία, τρεις στην Κρήτη και από μία στη Ζάρα και στο Σεμπένικο.93 Μια τέτοια αρμάδα δύσκολα θα επαρκούσε για την εξυπηρέτηση τού σκοπού που είχε στο μυαλό του ο Σουριάνο. Παρ’ όλα αυτά δεν κατόρθωσε να εξασφαλίσει την υπερψήφιση τής πρότασής του από τη Γερουσία.
Σύντομα καταφέρθηκε ισχυρό πλήγμα. Απάλλαξε τη Βενετία από τη μεγάλη δαπάνη για την οποία διαμαρτυρόταν ο Σουριάνο, αλλά ήταν ο Τούρκος εκείνος που επέφερε το πλήγμα. Η Θεσσαλονίκη δέχτηκε εισβολή στις 29 Μαρτίου 1430, ύστερα από τριήμερη επίθεση υπό το άγρυπνο βλέμμα τού ίδιου τού σουλτάνου Μουράτ. Οι περισσότεροι από τούς Ενετούς διέφυγαν με τρεις γαλέρες που είχαν στο λιμάνι, αλλά μερικές σημαντικές προσωπικότητες συνελήφθησαν. Ο Σανούντο λέει ότι η Δημοκρατία είχε δαπανήσει για την πόλη περισσότερα από 700.000 δουκάτα, αριθμός που είναι σχεδόν διπλάσιος από το ποσό που ανέφερε ο Σουριάνο στη Γερουσία.94 Εν πάση περιπτώσει, το θέμα τής Θεσσαλονίκης είχε πλέον οριστικά λυθεί και οι σοφοί πολιτικοί τής Δημοκρατίας δεν έκαναν σκέψεις για ανακατάληψη τής πόλης. Μάλιστα ένα μήνα αφότου είχαν χάσει τη Θεσσαλονίκη, ενημέρωναν τον ναυτικό γενικό διοικητή τους, τώρα τον Σιλβέστρο Μοροζίνι, ότι θα ήσαν πρόθυμοι να παραχωρήσουν τα δικαιώματά τους στην πόλη έναντι μιας έντιμης ειρήνης με την Πύλη.95
Η Βενετία είχε κι άλλες σημαντικές κτήσεις στην Ανατολή, καθώς και άλλα προβλήματα για να ανησυχεί. Το Δυρράχιο, η Σκόδρα και το Aντίβαρι, το Λεπάντο και το Ναύπλιο, η Μεθώνη, η Κορώνη και πάνω από όλα το Νεγκροπόντε δεν έπρεπε να πέσουν στα χέρια των Τούρκων. Κυρία ακόμη τού Αιγαίου, η Βενετία είχε λιγότερο άγχος για την Κρήτη και το Αρχιπέλαγος. Όσο για τη Θεσσαλονίκη, λίγες πόλεις στην Ανατολική Μεσόγειο έχουν πιο ενδιαφέρουσα ιστορία. Αν και υποβλήθηκε σε σκληρή άλωση μετά την κατάληψή της από τούς Τούρκους, η Θεσσαλονίκη παρέμεινε σημαντικός τόπος. Επιτράπηκε στους επιζήσαντες κατοίκους να ξαναφτιάξουν τη ζωή τους όσο καλύτερα μπορούσαν, ενώ επιτράπηκε στους Έλληνες φυγάδες να επιστρέψουν στα σπίτια τους. Η Τουρκοκρατία κράτησε στη Θεσσαλονίκη σχεδόν πέντε αιώνες, μέχρι τον Οκτώβριο τού 1912, όταν οι Έλληνες ανέκτησαν την πόλη και την πρόσθεσαν στην αυξανόμενη επικράτεια τού νέου ελληνικού βασιλείου.96
Στις αρχές Σεπτεμβρίου 1422, λίγο μετά την απόσυρση των στρατευμάτων τού Μουράτ Β’ από την πολιορκία τής Κωνσταντινούπολης, ο γέρος αυτοκράτορας Μανουήλ είχε υποστεί εγκεφαλικό επεισόδιο (την 1η Οκτωβρίου) και όλες οι υποθέσεις τού κράτους έπρεπε να αφεθούν στα χέρια τού γιου του και συνηγεμόνα Ιωάννη Η’, αν και τα ενετικά έγγραφα δείχνουν ότι από καιρό σε καιρό, όταν το επέτρεπε η υγεία του, ο Mανουήλ υποδεχόταν ακόμη ξένους απεσταλμένους και έπαιρνε αποφάσεις. Τον Ιούλιο τού 1425 ο Μανουήλ πέθανε και θάφτηκε στην πρωτεύουσα, στη μονή Παντοκράτορος. Άφησε έξι γιους, που ήσαν οι τελευταίοι τραγικοί πρωταγωνιστές στα ελληνικά θέατρα τού Βυζαντίου και τού Μορέως. Εκτός από τον αυτοκράτορα Ιωάννη Η’ και τον δεσπότη Θεόδωρο Β’, υπήρχαν ο Θωμάς, που βρισκόταν τότε στον Μοριά, ο Κωνσταντίνος [ΙΑ’] «Δραγάσης», κυβερνήτης Αγχιάλου, Μεσημβρίας και ορισμένων άλλων τόπων στη Μαύρη Θάλασσα, ο Ανδρόνικος, κάποτε δεσπότης Θεσσαλονίκης και ο Δημήτριος, ο οποίος δεν είχε ακόμη ειδικό μερίδιο στην αυτοκρατορική κληρονομιά.97 Από αυτούς ο Κωνσταντίνος, που γεννήθηκε τον Φεβρουάριο τού 1405, έμελλε να προσελκύσει την προσοχή τού κόσμου ως ο τελευταίος αυτοκράτορας και ο τελευταίος υπερασπιστής τής Κωνσταντινούπολης κατά των βαρβάρων εισβολέων, αληθινός μάρτυρας για την υπόθεση τής ελληνικής ανεξαρτησίας. Τώρα ακριβώς ο Κωνσταντίνος έκανε την πρώτη αισθητή εμφάνισή του στη σκηνή.
Ο δεσπότης Θεόδωρος, αφού σκέφτηκε για κάποια στιγμή να γίνει μοναχός και να εγκαταλείψει την αρχή τού Μοριά στον Κωνσταντίνο, άλλαξε γνώμη όταν έφτασε ο τελευταίος στη χερσόνησο τον Δεκέμβριο τού 1427 μαζί με τον αυτοκρατορικό του αδελφό Ιωάννη Η’, ο οποίος είχε εγκρίνει την προτεινόμενη μεταβίβαση εξουσίας.98 Τώρα επέστρεφε στον Μοριά ο Γεώργιος Σφραντζής, διπλωμάτης και ιστορικός στην υπηρεσία των Παλαιολόγων,99 ιδιαίτερα συνδεδεμένος με τον Κωνσταντίνο. Αν και ο Ιωάννης Ευγενικός απεύθυνε μακροσκελή και κουραστική αγόρευση στον Θεόδωρο, επιδοκιμάζοντας την ευγενή απόφασή του να μπει σε μοναστήρι,100 ο δεσπότης υπέκυψε στις υποτιθέμενες παρακλήσεις τής τοπικής αριστοκρατίας και συνέχιζε την εξουσία του στον Μυστρά. Έχοντας ως τότε κακή σχέση με την Ιταλίδα σύζυγό του, την Κλεόπα Μαλατέστα, ο Θεόδωρος συμφιλιώθηκε μαζί της «και στο εξής ζούσε ευτυχισμένος μαζί της», σύμφωνα με τον Χαλκοκονδύλη. Για να έχει λοιπόν ο απογοητευμένος Κωνσταντίνος εδάφη στον Μοριά, έπρεπε αυτά να κατακτηθούν. Ο Θεόδωρος είχε ήδη προσαρτήσει το μεγαλύτερο μέρος τού λεγόμενου πριγκηπάτου τού Τσεντουριόνε στο δεσποτάτο τού Μυστρά, αλλά ο Κάρλο Τόκκο κατείχε ακόμη τη Γλαρέντζα (Κυλλήνη), την «πρωτεύουσα τής Ήλιδας», την οποία ο Ιωάννης Η’ έθετε και πάλι υπό πολιορκία. Ο Κάρλο, που είχε ηττηθεί άσχημα κατά το προηγούμενο έτος στη μάχη των Εχινάδων, αποφάσισε να εγκαταλείψει τη Γλαρέντζα και τις άλλες κτήσεις του στην περιοχή. Κανονίστηκε γάμος ανάμεσα στην ανηψιά του, τη Μανταλένα ντε Τόκκι, κόρη τού Λεονάρντο Β’ τής Ζακύνθου (Ζάντε) και τον Κωνσταντίνο, στον οποίο ο Κάρλο παραχωρούσε τώρα ως προίκα τη Γλαρέντζα και τα υπόλοιπα οχυρά σημεία του στον Μοριά (ὅσα δή καί εἶχεν εἰς τόν Μορέαν). Την 1 Μαΐου 1428 ο Σφραντζής κατέλαβε το κάστρο τής Γλαρέντζας εξ ονόματος τού Κωνσταντίνου, ενώ άλλοι αξιωματούχοι στάλθηκαν να αναλάβουν τούς άλλους τόπους.101 Στις αρχές Ιουλίου οι τρεις αδελφοί στρατοπέδευσαν έξω από την Πάτρα, όπου οδηγήθηκε η Μανταλένα. Παντρεύτηκε τον Κωνσταντίνο στο ελληνικό στρατόπεδο, εν μέσω προετοιμασιών για την πολιορκία τής πόλης, αλλάζοντας το όνομά της κατά τη βυζαντινή συνήθεια σε Θεοδώρα. (Ήταν πιόνι στο σκληρό παιχνίδι τής πολιτικής, που πέθανε δεκαεπτά περίπου μήνες αργότερα.) Τώρα τα αδέλφια φιλονικούσαν μεταξύ τους και ο Θεόδωρος ήταν πια βέβαιος ότι δεν ήθελε να γίνει μοναχός. Εργαζόμενοι για αντίθετους σκοπούς δεν μπορούσαν να πάρουν την Πάτρα, παπικό φέουδο, που τότε κατείχε (όπως είδαμε) ο αρχιεπίσκοπος Παντόλφο Mαλατέστα, κουνιάδος τού Θεόδωρου, αλλά μπόρεσαν να κατακτήσουν τρία οχυρωμένα χωριά (καστελλόπουλα) και να αποσπάσουν από τούς κάτοικους τής Πάτρας την υπόσχεση ετήσιου φόρου πεντακοσίων χρυσών νομισμάτων για τον Κωνσταντίνο. Η εκστρατεία είχε τελειώσει. Ο Ιωάννης αναχώρησε για τον Μυστρά. Ο Κωνσταντίνος πήρε τη νύφη του στη Γλαρέντζα. Κατοικούσαν στο παλιό κάστρο των Βιλλεαρδουίνων στο Χλεμούτσι. Όταν λίγο αργότερα ο Ιωάννης Η’ αποφάσισε να επιστρέψει στην Κωνσταντινούπολη, ο Κωνσταντίνος έσπευσε να τον συναντήσει για μερικές ημέρες στον Μυστρά. Τώρα τέσσερα από τα αδέλφια ήσαν μαζί, γιατί ο Θωμάς βρισκόταν επίσης στον Μοριά, ενώ τον Οκτώβριο (1428) πήγαν στην Κόρινθο, από όπου ο Ιωάννης πήρε πλοίο για την Κωνσταντινούπολη. Τότε ο Θεόδωρος επέστρεψε στον Μυστρά. Ο Θωμάς τον συνόδευσε μέχρι τα Καλάβρυτα. Ο Κωνσταντίνος πήγε στη Βόστιτζα (Αίγιο), την οποία τού είχε παραχωρήσει ο Θεόδωρος μαζί με σειρά άλλων κάστρων στο δυτικό τμήμα τού Μορέως, τα οποία εκτείνονταν σε όλη τη διαδρομή προς νότο στην Ανδρούσα, στο Νησί (σήμερα Μεσσήνη) και στην Καλαμάτα. Ο πιστός Σφραντζής ανέλαβε τα διάφορα κάστρα στο όνομα τού κυρίου του Κωνσταντίνου, τού οποίου η παρουσία γινόταν σύντομα έντονα αισθητή παντού στον Μοριά και φαινόταν να προμηνύει την αρχή νέας εποχής για τα ελληνικά πράγματα.102
Στο μεταξύ, κατά τη διάρκεια τού Ιουνίου και Ιουλίου τού 1428, ο αρχιεπίσκοπος Παντόλφο Μαλατέστα βρισκόταν στη Βενετία, όπου ζητούσε βοήθεια για την απειλούμενη αρχιεπισκοπική έδρα και την πόλη τής Πάτρας. Η Γερουσία όμως, η οποία είχε προειδοποιήσει τον πάπα για την πιθανότητα να πέσει η πόλη στα χέρια είτε των Ελλήνων ή των Τούρκων, ελάχιστα διατεθειμένη ήταν να παρέμβει σε αυτή την προχωρημένη και κρίσιμη φάση των υποθέσεων. Οι Ενετοί διακήρυξαν την αγάπη τους για τον μεγάλο οίκο των Μαλατέστα, για τον πατέρα και την αδελφή τού Παντόλφο. Θα τού χορηγούσαν άδεια για την αγορά πυρομαχικών στη Βενετία για εξαγωγή στην Πάτρα, αλλά έβλεπαν ότι δεν είχε νόημα να στείλουν απεσταλμένο στην ελληνική κυβέρνηση στον Μοριά, αν θεωρούσαν ότι ήσαν έτοιμοι να αντιμετωπίσουν τούς Έλληνες, εφόσον οι τελευταίοι αναλάμβαναν την πρωτοβουλία.103
Στις αρχές Μαρτίου 1429 ο Κωνσταντίνος Δραγάσης ξανάρχισε την πολιορκία τής Πάτρας και την Κυριακή των Βαΐων οι δυνάμεις του πήραν θέσεις μπροστά στις πύλες τής πόλης. Μερικές ημέρες αργότερα, μετά τον εορτασμό τού Μεγάλου Σαββάτου (26 Μαρτίου 1429), ξαφνική εξόρμηση των «Πατρινών» (Πατρένσες) από την «πύλη των Εβραίων» (Οβριάς) βρήκε τούς Έλληνες διοικητές να συζητούν αργόσχολα στη σκηνή τού Κωνσταντίνου. Στην αψιμαχία που ακολούθησε το άλογο τού Κωνσταντίνου χτυπήθηκε από κάτω με βέλος. Οι επιτιθέμενοι όρμησαν για να τον σκοτώσουν ή να τον συλλάβουν, αλλά ο Σφραντζής υπερασπίστηκε τον κύριό του μέχρι να μπορέσει αυτός να απεγκλωβιστεί από το πεσμένο άλογο και να διαφύγει πεζός. Όμως ο Σφραντζής τραυματίστηκε και πιάστηκε αιχμάλωτος, χάνοντας στη συμπλοκή το αγαπημένο του άλογο. Αλυσοδεμένος και ριγμένος σε σκοτεινό μπουντρούμι σε εγκαταλειμμένη σιταποθήκη, ο δύστυχος Σφραντζής πέρασε ένα μήνα παλεύοντας με μυρμήγκια, σκαθάρια και ποντίκια. Τελικά τη μέρα τής γιορτής τού Αγίου Γεωργίου (23 Απριλίου), αφού προσευχήθηκε στον προστάτη του, τον ελευθερωτή των αιχμαλώτων, έβγαλαν τις αλυσίδες από τον Σφραντζή και οι δεσμοφύλακες τού εξήγησαν ότι η άθλια τροφή που τού έδιναν ήταν η μόνη που είχαν. Μια ή δύο μέρες αργότερα τού ζήτησαν να επικοινωνήσει με τον Κωνσταντίνο για την απελευθέρωσή του και είπαν ότι μπορούσε να κάνει προκαταρκτικές ρυθμίσεις για την παράδοση τής Πάτρας, με την προϋπόθεση ότι ο Κωνσταντίνος θα αποσυρόταν στη Γλαρέντζα και θα περίμενε μέχρι το τέλος Μαΐου. Αν ο αρχιεπίσκοπος Παντόλφο, ο οποίος αναζητούσε βοήθεια στην Ιταλία, δεν είχε επιστρέψει μέχρι τότε, ο Κωνσταντίνος θα παραλάμβανε την παράδοση τής πόλης. Οι όροι συμφωνήθηκαν και ο Σφραντζής, περισσότερο νεκρός παρά ζωντανός, σύμφωνα με τη δική του περιγραφή, έγινε δεκτός με χαρά και ανακούφιση από τον Κωνσταντίνο, που τον φόρτωσε με δώρα, ωραία ρούχα και άλλα πράγματα. Επέστρεψαν στη Γλαρέντζα, περιμένοντας να περάσει ο Μάιος.104
Ύστερα από λίγες ημέρες έφτασε στη Γλαρέντζα αγγελιοφόρος από τον σουλτάνο Μουράτ Β’, απαγορεύοντας στον Κωνσταντίνο να παρενοχλεί την Πάτρα, δεδομένου ότι η πόλη απέτιε φόρο τιμής στην Υψηλή Πύλη. Παρ’ όλα αυτά την 1η Ιουνίου (1429), δεδομένου ότι ο Παντόλφο Μαλατέστα δεν είχε ακόμη επιστρέψει από την Ιταλία, ο Κωνσταντίνος κινήθηκε εναντίον τής πόλης. Ταυτόχρονα ο αδελφός του Θωμάς πολιορκούσε την κοντινή Χαλανδρίτσα, το κύριο προπύργιο που είχε απομείνει στον Τσεντουριόνε Ζακκαρία. Οι αδελφοί ένωσαν τις δυνάμεις τους σε επίδειξη δύναμης, που βοήθησε και τούς δύο να πετύχουν τούς σκοπούς τους, αν και ο Σφραντζής φοβόταν ότι θα φιλονικούσαν. Την Κυριακή 5 Ιουνίου δόθηκαν στον Κωνσταντίνο τα κλειδιά τής πόλης τής Πάτρας στην αρχαία εκκλησία τού Αγίου Ανδρέα μέσα στη χαρά τού λαού. Οι δρόμοι ήσαν στρωμένοι με λουλούδια και υπήρχε γιορταστική διάθεση, καθώς οι Πατρινοί περνούσαν και πάλι υπό ελληνική εξουσία για πρώτη φορά από τη λατινική κατάκτηση τού 1205. Όμως τα στρατεύματα τού Παντόλφο Μαλατέστα κατείχαν ακόμη την ακρόπολη και το γειτονικό αρχιεπισκοπικό παλάτι, αρνούμενα να παραδοθούν. Αν και έβαλλαν εναντίον των εορταζόντων από τις υψηλές επάλξεις τής ακρόπολης, μικρή μόνο ζημιά προκάλεσαν και στις 6 Ιουνίου οι πολίτες απέτιαν φόρο τιμής στον Κωνσταντίνο στην εκκλησία τού Αγίου Νικολάου. Ο Σφραντζής διοριζόταν κυβερνήτης τής Πάτρας.105
Όμως ο Σφραντζής, πριν προλάβει να αναλάβει τα νέα καθήκοντά του, έπρεπε να εκτελέσει μια αποστολή. Στις 8 Ιουνίου αναχώρησε για τη Ναύπακτο (Λεπάντο), κατευθυνόμενος στην Κωνσταντινούπολη, για να αναφέρει στον αυτοκράτορα για την κατάληψη τής Πάτρας, και από εκεί στην Αδριανούπολη, για να εξηγήσει και να δικαιολογήσει την κατάσταση στον σουλτάνο. Στη Ναύπακτο έπεσε πάνω σε δύο Τούρκους απεσταλμένους, έναν σταλμένο από τον σουλτάνο και τον άλλο από τον Τουραχάν μπέη, για να προειδοποιήσουν τον Κωνσταντίνο να μην καταλάβει την πόλη τής Πάτρας. Σύντομα κατέφθασε στη Ναύπακτο ο ίδιος ο Παντόλφο Μαλατέστα με καταλανικό πλοίο, έχοντας ήδη ακούσει για την ελληνική κατάληψη τής πόλης του. Ζήτησε από τον Σφραντζή να καθυστερήσει το προς βορρά ταξίδι του κατά μια τουλάχιστον ημέρα, ώστε να συσκεφτούν μεταξύ τους. Ο Έλληνας διπλωμάτης και ο Λατίνος αρχιεπίσκοπος κάθισαν μαζί, «Αρκάδες και οι δύο» (Arcades ambo), προσπαθώντας καθένας να μάθει τις προθέσεις τού άλλου, χωρίς επιτυχία. Όμως ο Παντόλφο έδωσε στους Τούρκους απεσταλμένους επιστολές για τον σουλτάνο και τον Τουραχάν μπέη, όπως έμαθε ο Σφραντζής, ο οποίος δεν μπορούσε να ησυχάσει μέχρι να μπορέσει να μάθει το περιεχόμενό τους. Πήρε μέρος μαζί με τούς Τούρκους σε οινοποσία και μέθυσε περίπου όσο κι αυτοί, αλλά κατάφερε να αποσπάσει τις επιστολές τους, τις οποίες διάβασε, αντέγραψε και ξανασφράγισε. Από εκεί ο Σφραντζής συνέχισε προς τη βυζαντινή πρωτεύουσα, όπου ορίστηκε μαζί του ως απεσταλμένος στην Πύλη ο Mάρκος Παλαιολόγος Ιάγρος. Ο Mάρκος αποδείχθηκε λιγότερο βοήθεια και περισσότερο τροχοπέδη, ενώ είπαν και στους δύο μόλις έφτασαν στην οθωμανική αυλή, ότι η Πάτρα έπρεπε να επιστραφεί στους Λατίνους. Αλλά ο πανούργος Σφραντζής είπε στον μεγάλο βεζύρη Ιμπραήμ πασά ότι δεν τολμούσε να φέρει πίσω στον δεσπότη τέτοια απάντηση. Ζήτησε να επιστρέψει μαζί του στον Μοριά Τούρκος απεσταλμένος, για να ενημερώσει τον δεσπότη για την απόφαση τού σουλτάνου. Δεν θα έβγαινε τίποτε, αλλά το θέμα θα παρατεινόταν με ανταλλαγή πρεσβειών. Τον επόμενο Σεπτέμβριο (1429) ο Σφραντζής βρισκόταν πάλι στον δρόμο, αυτή τη φορά πηγαίνοντας στα Τρίκαλα ή τη Λάρισα για να συναντήσει τον Τουραχάν μπέη, με τον οποίο, όπως ο ίδιος μάς πληροφορεί, «τελικά ρυθμίστηκαν τα θέματα τής Πάτρας».106 Ο Σφραντζής είχε μάλιστα πετύχει, ενώ ο Παντόλφο Μαλατέστα είχε ήδη απελπιστεί για την ανάκτηση τής πόλης. Στις 18 Οκτωβρίου 1429 η Ενετική Γερουσία πήρε την ακόλουθη απόφαση, που αποτελεί σύντομο αλλά γραφικό κεφάλαιο στην ιστορία τής Πάτρας:
Δεδομένου ότι ο αιδεσιμότατος πατέρας, ο άρχοντας [αρχι]επίσκοπος Πατρών, έχει πρόσφατα προτείνει στην κυβέρνηση μας ότι, αν θέλουμε, είναι έτοιμος να τοποθετήσει στα χέρια μας το κάστρο τής Πάτρας, το οποίο εξακολουθεί να κατέχεται στο όνομά του, και να εξασφαλίσει από τον ανώτατο ποντίφηκα [Mαρτίνο Ε’] άδεια για την ανάκτηση τής πόλης από τα χέρια των Ελλήνων και διατήρησή της υπό την κυριαρχία μας, παίρνεται η απόφαση ότι πρέπει να τού απαντηθεί με κατάλληλο τρόπο, ότι δεν φαίνεται βέλτιστο σε εμάς, για καλούς και δικαιολογημένους λόγους, να εμπλακούμε σε αυτή την υπόθεση.
Δεν υπήρχαν αρνητικές ψήφοι.107
Η φρουρά τού Παντόλφο κρατούσε ακόμη το κάστρο τής Πάτρας, το οποίo δεν παραδόθηκε στον Κωνσταντίνο παρά τον Μάιο τού 1430, όταν πια οι υπερασπιστές του είχαν αποδυναμωθεί από την πείνα και την πανούκλα.108 Ο Χαλκοκονδύλης λέει ότι ο Mαρτίνος Ε’ έστειλε δέκα γαλέρες (τριήρεις) σε προσπάθεια να ανακτήσει την πόλη. Όμως μπορεί να βρίσκονταν εκεί πολλές γαλέρες, αλλά ήσαν επανδρωμένες με Καταλανούς, που δεν έκαναν καμία προσπάθεια να ξαναπάρουν την Πάτρα, αλλά στις 17 Ιουλίου (1430) κατέλαβαν τη Γλαρέντζα, την οποία κράτησαν για κάποιο διάστημα και στη συνέχεια ξαναπούλησαν στον Κωνσταντίνο, για 5.000 χρυσά κομμάτια σύμφωνα με τον Χαλκοκονδύλη και για 12.000 σύμφωνα με τον Ψευδο-Σφραντζή. Φοβούμενος ότι η Γλαρέντζα θα μπορούσε και πάλι να πέσει σε λατινικά χέρια, από τα οποία δεν θα ήταν τόσο εύκολη η ανάκτησή της, ο Κωνσταντίνος λέγεται ότι κατέστρεψε τα τείχη τής πόλης, διάσημα στα χρονικά τής Φραγκοκρατίας στην Ελλάδα για ορισμένες ιστορικές συνεδριάσεις τής παλαιάς Υψηλής Κούρτης τής Αχαΐας.109
Στο μεταξύ ο Θωμάς Παλαιολόγος πολιορκούσε τη Χαλανδρίτσα ολόκληρο το καλοκαίρι τού 1429. Τον Σεπτέμβριο είχε τελικά εξαναγκάσει τον πρίγκηπα Τσεντουριόνε σε διευθέτηση, η οποία εξασφάλιζε την ενδεχόμενη κατοχή από τούς Παλαιολόγους των διάσπαρτων απομειναριών τού παλαιού γαλλο-ναβαρρέζικου πριγκηπάτου τής Αχαΐας. Ο πρίγκηπας είχε αναγκαστεί να συμφωνήσει στον γάμο τής μεγαλύτερης κόρης του Κατερίνας με τον Θωμά, ο οποίος έτσι γινόταν κληρονόμος του, ενώ μετά τη γαμήλια δεξίωση που γιορτάστηκε στον Μυστρά τον Ιανουάριο τού 1430110 τίποτε δεν απέμενε στον Τσεντουριόνε, πέρα από τον κενό τίτλο τού πρίγκηπα και τη βαρωνία τής Αρκαδίας (Κυπαρισσίας), την οποία είχε κληρονομήσει από τον πατέρα του. Ο Τσεντουριόνε ήταν άμεσος απόγονος τού Μπενεντέττο Α’ Ζακκαρία, που είχε παντρευτεί μια αδελφή τού Βυζαντινού αυτοκράτορα Μιχαήλ Η’ Παλαιολόγου, καθώς και τού διάσημου Μαρτίνο Ζακκαρία, άλλοτε άρχοντα τής Χίου, που είχε σκοτωθεί μπροστά στη Σμύρνη τον Ιανουάριο τού 1345. Ήταν το τελευταίο σημαντικό μέλος τού οίκου του, αλλά σε μεταγενέστερα χρόνια ο νόθος γιος του, ο Τζιοβάννι Ασάν, ο οποίος αγνοήθηκε στον διακανονισμό με τον Θωμά, θα διεκδικούσε για λίγο τον τίτλο τού πρίγκηπα και θα βύθιζε τον Μοριά σε αναταραχή (το 1454), όπως θα έχουμε την ευκαιρία να δούμε σε εύθετο χρόνο. Τον Αύγουστο τού 1430 ο Θωμάς πήρε τον τίτλο τού δεσπότη από τον αδελφό του Ιωάννη Η’. Δύο χρόνια αργότερα πέθανε ο Τσεντουριόνε και ο Θωμάς ανέλαβε τη βαρωνία τής Αρκαδίας. Τον Μάρτιο τού 1432 ο Κωνσταντίνος δέχθηκε από τον Θωμά το κάστρο τής πόλης των Καλαβρύτων σε αντάλλαγμα για τη Γλαρέντζα, όπου ο Θωμάς τώρα μετέφερε την κατοικία του με την Κατερίνα. Αν ο Κωνσταντίνος είχε καταστρέψει τα τείχη τής πόλης, όπως λέει ο Ψευδο-Σφραντζής, τώρα ο Θωμάς τα αποκαθιστούσε. Επίσης την ίδια περίπου εποχή οι Τεύτονες Ιππότες έχασαν από τούς Έλληνες το σημαντικό φέουδό τους στη Μοστενίτσα (στην ορεινή Ηλεία) και τα εξαρτώμενα από αυτό εδάφη.111 Οι Ενετοί κατείχαν ακόμη τη Μεθώνη και την Κορώνη, το Άργος και το Ναύπλιο. Ο υπόλοιπος Μοριάς ανήκε στους Παλαιολόγους. Ο Θεόδωρος Β’, ο Κωνσταντίνος και ο Θωμάς μοιράζονταν με κάποια δυσκολία την ευρεία έκταση και την λαμπρή τιμή τού δεσποτάτου. Είχαν νικήσει στον μακροχρόνιο αγώνα με τούς Λατίνους, αλλά ποιο θα ήταν άραγε το αποτέλεσμα τού αγώνα τους με τούς Τούρκους; Εδώ φυσικοί τους σύμμαχοι έπρεπε να είναι οι Ενετοί, με τούς οποίους δεν τα πήγαιναν πολύ καλά, όπως διαπιστώσαμε, αν και δεν υπήρχε ιδιαίτερη πραγματική σύγκρουση συμφερόντων μεταξύ Ενετών και Ελλήνων δεσποτών. Η αποτυχία τους να συνεργαστούν είχε αποδειχθεί δαπανηρή και για τούς δύο, ενώ τα χειρότερα δεν είχαν ακόμη έρθει.
Οι εντυπωσιακές καταγραφές στα Μυστικά Αρχεία (Senato Secreti), στα Μικτά Αρχεία (Misti, μέχρι το 1440) και στα Αρχεία Θαλάσσης (Mar) των Κρατικών Αρχείων τής Βενετίας είναι γεμάτες από επιστολές προς τούς παρενοχλούμενους καστελλάνους Μεθώνης και Κορώνης σε ολόκληρο τον 15ο αιώνα. Η απόσταση μεταξύ των δύο σταθμών ήταν μόνο δεκαπέντε περίπου μίλια, περίπου πέντε ώρες διαδρομή για έφιππο στρατιώτη. Αν και αναμφισβήτητα πιο δασωμένος τότε από σήμερα, ο δρόμος διέτρεχε άγονους λόφους. Αποτελούσε μοναχική πορεία και ο κίνδυνος ακολουθούσε κάθε βήμα εκείνου που την έκανε. Οι Έλληνες επιτίθεντο αρκετά συχνά σε ενετικά εδάφη. Οι τουρκικές επιδρομές ήσαν λιγότερο συχνές, αλλά, όταν συνέβαιναν, ήσαν πιο σοβαρές. Ο μόνος τρόπος αποτροπής τέτοιων επιδρομών φαίνονταν να είναι τα ακριβά δώρα προς τον Τουραχάν μπέη. Οι Ενετοί είχαν κι αυτοί αναμφίβολα κάποια ευθύνη για τα προβλήματά τους με τούς Έλληνες. Σε μια περίπτωση απεσταλμένος τού δεσπότη Θεόδωρου κατήγγειλε στην Γερουσία ότι οι καστελλάνοι Μεθώνης και Κορώνης απαλλοτρίωναν τα χρήματα και τα αγαθά των υπηκόων του ακόμη και για τις πιο μικρές κλοπές. Αν Mωραΐτης, Αλβανός ή Έλληνας, υπήκοος τού δεσπότη έκλεβε γάιδαρο, υποζύγιο, ή άλογο, οι καστελλάνοι έπρεπε να επιδιώκουν την κατάλληλη επανόρθωση τού αδικήματος. Σε μια τέτοια περίπτωση δεν υπήρχε λόγος να απαλλοτριώνουν την περιουσία άλλων υπηκόων τού δεσπότη. Η καταγγελία ακούγεται μάλλον πιο λογική σε εμάς απ’ όσο στους Ενετούς. Ο μηχανισμός τής δικαιοσύνης κινιόταν με πολύ αργούς ρυθμούς τότε (ιδιαίτερα τής δικαιοσύνης τού Θεόδωρου), ενώ τα αντίποινα υιοθετούνταν σχεδόν γενικά ως μόνος αποτελεσματικός τρόπος για την ανάκτηση τής αξίας των κλεμμένων αγαθών και για την αποθάρρυνση τής επανάληψης τέτοιων επιθέσεων κατά τής ιδιοκτησίας (και των προσώπων) των πολιτών και υπηκόων κάποιου. Όμως στην προκειμένη περίπτωση η Ενετική Γερουσία συμφώνησε με τη διαμαρτυρία τού δεσπότη και έδωσε εντολή στους καστελλάνους να σταματήσουν τέτοια αντίποινα και να ζητήσουν ικανοποίηση από την κυβέρνηση τού δεσπότη, τουλάχιστον όσο κρατούσε στάση καλού γείτονα σε πιο σημαντικά ζητήματα.112
Η προηγούμενη πολιτική είχε αναμφίβολα βασιστεί στη δυσκολία τής ανάκτησης είτε κλεμμένης περιουσίας ή τής αξίας της με κάθε νόμιμη διαδικασία στο δικαστήριο τού δεσπότη. Οι καστελλάνοι τής Μεθώνης και τής Κορώνης προφανώς πίστευαν ότι μόνο αντίποινα θα ενθάρρυναν τούς αξιωματούχους να εξασκούν επαρκή επιτήρηση των απείθαρχων υπηκόων τους, εξασφαλίζοντας ότι τέτοιες παραβιάσεις δεν θα συνέβαιναν, ενώ η δικαιοσύνη θα είχε υποχρεώσει κάθε ενημερωμένο Ενετό να συμφωνήσει ότι τέτοια επιτήρηση ήταν σχεδόν αδύνατη κατά μήκος ερημικών δρόμων, σε απομονωμένες κοιλάδες, καθώς και σε ορεινά περάσματα σε διάφορα μέρη τού Μοριά. Υπάρχει κάποιος φαρισαϊκός τόνος σε πολλά ενετικά έγγραφα (κοινός στο στυλ κάθε αρχείου, τού οποίου τα μητρώα μπορούσαν να ανοίξουν για επιθεώρηση), αλλά οι Ενετοί ήσαν αναμφισβήτητα καλύτεροι γείτονες από τούς Έλληνες και Αλβανούς τού δεσπότη. Σε γενικές γραμμές οι Ενετοί είχαν καλή φήμη σε όλη την ανατολική Μεσόγειο. Για παράδειγμα στις 18-20 Ιουνίου 1427 η Γερουσία απέρριψε τελικά σε δεύτερη ψηφοφορία, με ψήφους 47-40, την αίτηση κάποιου Αλβίζε Μιτσιέλ να ξεκινήσει ημι-πειρατική σταδιοδρομία εναντίον των Τούρκων και άλλων εχθρών τής Δημοκρατίας.113 Υπό τις συγκεκριμένες συνθήκες θα μπορούσε κάλλιστα να αναμένεται υπερψήφιση τής πρότασης τού Μιτσιέλ.
Οι Τούρκοι ήσαν εκείνοι που προκαλούσαν το μεγαλύτερο πρόβλημα που αντιμετώπιζε η Βενετία στην Ανατολική Μεσόγειο. Όσο η Υψηλή Πύλη παρέμενε μεγάλη στρατιωτική δύναμη, ούτε η Βενετία, ούτε ο παπισμός, ούτε οποιαδήποτε άλλη δυτική δύναμη θα εύρισκε ποτέ απάντηση στο «ανατολικό ζήτημα». Η βασική ιστορική ειρωνεία τής ιστορίας τής Ανατολικής Μεσογείου σε πιο σύγχρονες εποχές είναι βέβαια ότι το ανατολικό ζήτημα συνέχιζε να παρενοχλεί τις αυλές τής Ευρώπης (και τής Ρωσίας) όταν η τουρκική στρατιωτική δύναμη θα παράκμαζε τόσο σημαντικά κατά τον 18ο αιώνα και οι χριστιανοί πολιτικοί, που είχαν εξασκηθεί τόσο πολύ για αιώνες στην καταστροφή τής Οθωμανικής αυτοκρατορίας, τώρα θα αναζητούσαν τρόπους για να την κρατήσουν ζωντανή, ώστε να μη διεισδύσουν οι ανταγωνιστές τους στις σημαντικές περιοχές, τις οποίες οι Τούρκοι μπορούσαν εύκολα να υποχρεωθούν να εγκαταλείψουν. Αλλά αυτό είναι θέμα που βρίσκεται αρκετά πέρα από το πεδίο τής παρούσας εργασίας. Ασχολούμαστε με περίοδο ολοένα αυξανόμενης τουρκικής δύναμης, όταν όχι μόνο τα Βαλκάνια αλλά ακόμη και η ίδια η ιταλική χερσόνησος διέτρεχε κίνδυνο εισβολής. Οι τουρκικές επιθέσεις σε ενετικά εδάφη είναι πάρα πολλές για να αναφερθούν, ειδικά στα φυλάκια τής Δημοκρατίας στην Αλβανία. Κανένα ενετικό φρούριο στην Ανατολή δεν ήταν ασφαλές από τέτοιου είδους επιθέσεις. Στις 22 Απριλίου 1428, για παράδειγμα, εξοπλισμένο μπριγαντίνι έφτασε στη Βενετία από τη Μεθώνη, με ειδήσεις μεγάλης τουρκικής ναυτικής επίθεσης εναντίον τού Νεγκροπόντε. Ο τουρκικός στόλος ήταν μεγάλος και διάφορες πληροφορίες ανέφεραν ότι περιλάμβανε σαράντα έως εξηνταπέντε γαλέρες και φούστες. Περίπου επτακόσιοι Ενετοί υπήκοοι λεγόταν ότι είχαν αιχμαλωτιστεί και οδηγηθεί στη σκλαβιά. Είχαν πυρποληθεί αμπελώνες και ελαιώνες, προκαλώντας σοβαρές απώλειες. Οι Τούρκοι αποβιβάστηκαν ύστερα στην Κορώνη και στη Μεθώνη, όπου επανέλαβαν τη φρίκη τής προηγούμενης επίσκεψής τους στο Nεγκροπόντε. Τώρα λεγόταν ότι βρίσκονταν στα ανοιχτά με κατεύθυνση τη Γλαρέντζα, έτοιμοι να κάνουν ακόμη χειρότερα στο ταξίδι τής επιστροφής τους. Αυτά αποτελούσαν όλα τμήμα των αντιποίνων τού σουλτάνου Μουράτ προς τη Βενετία για την επιχειρηθείσα κατάληψη τής Θεσσαλονίκης. Σύμφωνα με τον Σανούντο, δεκαπέντε γαλέρες εξοπλίστηκαν στον ναύσταθμο τής Βενετίας και στάλθηκαν αμέσως «να πάνε και να βρουν την εν λόγω τουρκική αρμάδα».114
Στις συνθήκες που είχε συνάψει η Βενετία στην Αδριανούπολη, με τον Μωάμεθ Α’ το Νοέμβριο τού 1419 και στη συνέχεια με το Μουράτ Β’ τον Σεπτέμβριο τού 1430, είχε συμπεριλάβει τον Τζιοβάννι Β’ Κρίσπο (Giovanni II Crispo), δούκα τής Νάξου, καθώς και τα αδέρφια του, που κατείχαν ορισμένα φέουδα στο «Αρχιπέλαγος» (Αιγαίο πέλαγος).115 Αν και σε αυτές τις συνθήκες οι σουλτάνοι είχαν αναγνωρίσει την ανεξαρτησία των Κρίσπι ως υπηκόων τής Βενετίας (in la obediencia de Veniexia) και τούς εξαιρούσαν από «φόρο τιμής και υποτέλεια», ο φόβος τού Τούρκου θα αυξανόταν απέραντα μετά την πτώση τής Θεσσαλονίκης. Ήδη τον Ιούλιο τού 1426, όταν οι Ενετοί πιέζονταν σκληρά στον Θερμαϊκό κόλπο, η Γερουσία είχε ψηφίσει να επιτρέψει στον Τζιοβάννι (και στον αδελφό του Nικολό) να κάνει «ομόνοια με τούς Τούρκους, όσο καλύτερα μπορούσε για τη διατήρηση τού κράτους του, υπό την προϋπόθεση ότι δεν θα δεσμευόταν να προσφέρει καταφύγιο, ούτε στα πλοία τους ούτε στις δυνάμεις τους…». Το ίδιο επιτράπηκε και στον άρχοντα τής Άνδρου Πιέτρο Ζένο και με τον ίδιο όρο.116
Ο Τζιοβάννι έσπευσε να κάνει ειρήνη με τον Μουράτ, μετά την οποία εγκατέλειψε την μέχρι τότε πρακτική, να ανάβει πυρσούς (quedam signalia cum igne) για να προειδοποιεί τις ενετικές αρχές στο Νεγκροπόντε κάθε φορά που φαίνονταν τουρκικές γαλέρες ή φούστες στα ανοικτά των ακτών τού νησιωτικού του δουκάτου. Τώρα βοηθούσε τούς Τούρκους με τον ένα ή τον άλλο τρόπο (τι άλλο μπορούσε να κάνει;) «με συνέπεια την απώλεια υπηκόων μας στο εν λόγω νησί». Στις 3 Μαρτίου 1430, έξι μήνες πριν από την ενετική ειρήνη με τον Mουράτ, η Γερουσία αποφάσισε να γράψει στον Τζιοβάννι, απαιτώντας να σταματήσει να βοηθά με τον τρόπο αυτό και να υποκινεί τούς Τούρκους στις επιθέσεις τους κατά τού Νεγκροπόντε. Μάλιστα αν ήθελε να διατηρήσει τη «γειτονία και αδελφοσύνη» του με τη Βενετία, έπρεπε να επαναλάβει τη σωστή πρακτική τού ανάμματος πυρσών, για να προειδοποιεί για την προσέγγιση των Τούρκων.117 Αλλά αναμφίβολα δεν τολμούσε να το πράξει, και καθώς δεν άναβαν πια προειδοποιητικές φωτιές κατά μήκος των ακτών του, τα φώτα άναβαν πιο πολλές ώρες μέσα στη νύχτα στο παλάτι τού δόγη στη Βενετία, όπου η Γερουσία συγκεντρωνόταν σχεδόν καθημερινά για να αποφασίσει την επόμενη κίνησή της εναντίον των Τούρκων.
Στο μεταξύ οι Μωραΐτες Έλληνες περνούσαν λιγότερο καλά από τούς Ενετούς τού Nεγκροπόντε. Οι φιλοδοξίες των Παλαιολόγων στη μακρινή χερσόνησο είχαν προκαλέσει, για μερικά χρόνια, την εχθρική προσοχή των πασάδων που συγκεντρώνονταν στο παλάτι τού σουλτάνου, ανάμεσα στις λεύκες στην Αδριανούπολη. Οκτώ χρόνια μετά την ανέγερση τού Εξαμιλίου ο Τούρκος πολεμιστής Tουραχάν μπέης, γιος τού γνωστού πασά Γιγκίτ μπέη, το είχε καταστρέψει στις 21-22 Μαΐου 1423 και στη συνέχεια έκανε τη φοβερή επιδρομή στον Μοριά, στην οποία έχουμε ήδη αναφερθεί. Ρήμαξε τη χώρα και επιτέθηκε στις πόλεις τού Μυστρά Λεοντάρι, Γαρδίκι και Ταβία.118 Αυτή ήταν η πρώτη εμφάνιση τού Τουραχάν μπέη στην ιστορία.119 Το Εξαμίλιον ξαναχτίστηκε εν μέρει, αλλά επέστρεψε το 1431 και το γκρέμισε ξανά.120 Έκτοτε, για τέσσερις περίπου αιώνες, η τουρκική παρουσία θα ήταν η κυρίαρχη πολιτική πραγματικότητα στον Μοριά. Βέβαια οι Έλληνες θα συνέχιζαν κάποια προσπάθεια για άλλα τριάντα χρόνια, για να διατηρήσουν την όψη, αν όχι την ουσία, τής ανεξαρτησίας, ενώ μάλιστα υπό τον Κωνσταντίνο Δραγάση Παλαιολόγο θα έκαναν περισσότερες από μία προσπάθειες να αποτινάξουν τον φόβο τού Τούρκου και μάλιστα θα επιδίωκαν να επεκτείνουν την κυριαρχία τους προς βορρά στην ηπειρωτική Ελλάδα. Όμως οι Τούρκοι είχαν όλο και περισσότερο το πλεονέκτημα, καθώς ο ρυθμός κατάκτησής τους επιταχυνόταν και η επιτυχία έστεφε σχεδόν συνεχώς τα όπλα τους.
<-Πρόλογος τού συγγραφέα | 2. Μαρτίνος Ε’ και Ευγένιος Δ’. Κωνσταντία και Φερράρα-Φλωρεντία. Αντίθεση στον Μουράτ Β’-> |