Σημειώσεις κεφαλαίου 06

Σημειώσεις Κεφαλαίου 6

[←1]

Arch. Segr. Vaticano, Acta Consistorialia (1439-1486) στο Arm. XXXI, τόμος 52, φύλλο 57:

«Το έτος 1460 από τη γέννηση τού Κυρίου, ημέρα Δευτέρα, που ήταν 24 Μαρτίου, περί την Πέμπτη ή έκτη ώρα από τη δύση τού ηλίου [περί τη 1:00 τη νύχτα] ο ιερότατος άρχοντάς μας κύριος Νικόλαος, θεία προνοία πάπας Ε’, έκλεισε τις μέρες του και η ψυχή του αναπάυθηκε εν ειρήνη».

(Anno a nativitate Domini MCCCCLV die lune, que fuit XXIIII, mensis Martii hora quinta [vel] circa sextam noctis sanctissimus dominus noster dominus Nicolaus divina providentia papa Quintus suum diem clausit extremum, cuius anima requiescat in pace)

Επιλογές από τα Acta Consistorialia, περιλαμβανομένου και αυτού τού αποσπάσματος (σε πολύ συνοπτική μορφή) υπάρχουν στον Conrad Eubel, Hierarchia catholica medii aevi, II (1914, ανατυπ. 1960), 26 και εξής, 30. Όπως καταγράφεται στο Arm. XXVIIII, φύλλο 4, ο Νικόλαος Ε’ πέθανε

«ημέρα Δευτέρα την 25η τού μηνός Μαρτίου τού προαναφερθέντος έτους [1455, κατά το οποίο όμως έτος 25 Mαρτίου έπεφτε Τρίτη και όχι Δευτέρα], περί την πέμπτη ώρα τής νύχτας, όπου η ψυχή του παραδόθηκε στον Θεό, και το σώμα του τάφηκε τιμητικά στο Βατικανό, στη βασιλική τού Αγίου Πέτρου τής πόλης».

(die lune vicesima quinta mensis Martii anni supradicti circa horam quintam noctis cum dimidia animam Deo reddidit, cuius corpus in Vaticano in basilica Sancti Petri de urbe honorifice sepultum fuit….)

[←2]

Gian. Manetti, Vita Nich. V, ii στο L. A. Muratori (επιμ.), RISS, 111-2 (Μιλάνο, 1734), στήλες 947-57. Πρβλ. O. Raynaldus, Annales ecclesiastici ad ann. 1455, αριθ. 10-16, τόμ. XVIII (Cologne, 1694), σελ. 431-34, L. v. Pastor, Hist. Popes, II, 166-67 και ιδιαίτερα σελ. 305-18 με παράρτημα, αριθ. 26-28, σελ. 529-33 και Gesch. d. Päpste, I (ανατυπ. 1955), 51415 και ιδιαίτερα σελ. 645-56 με παράρτημα, αριθ. 59-61, σελ. 846-48.

Ήδη πριν τις 7 Mαρτίου ο Νικόλαος Ε’ είχε ενημερώσει τον γραμματέα του Πιέτρο ντα Νοτσέτο «σε ποιο τόπο ήθελε να ταφεί» (in qual locho el voleva esser sepelito), όπως πληροφορούσε ο Μιλανέζος πρεσβευτής τον Φραντσέσκο Σφόρτσα [Pastor, Acta inedita historiam pontificum Romanorum … Illustrantia, I (Φράιμπουργκ ιμ Μπράισγκαουi 1904), αριθ. 25, σελ. 39, γραμμές 27 και εξής] και στις 14 Mαρτίου οι Φλωρεντινοί είχαν πληροφορήσει τον πρεσβευτή τους στη Βενετία «ότι ο άγιος πατέρας είναι σοβαρά άρρωστος και είναι αμφίβολο αν δεν φύγει σε λίγιο από αυτή τη ζωή» (chel sancto padre e si gravemente malato che si dubita che in pochi di non passi di questa vita) [στο ίδιο, I, αριθ. 26, σελ. 40].

[←3]

W. Heyd, Histoire du commerce du Levant au moyen-age, 2 τόμοι, Λειψία, 1885-86, ανατυπ. Άμστερνταμ, 1967, ΙΙ, 383. Οι Τούρκοι είχαν ήδη λεηλατήσει τη Γκόθια το 1446, όταν ο Μουράτ Β΄ είχε στείλει στόλο εναντίον τής Κολχίδας. Βλέπε Λαόνικο Χαλκοκονδύλη, βιβλίο V, εκδ. CSHB, Βόννη, σελ. 260-61 και επιμ. Eugen Darkò, II-1 (Βουδαπέστη, 1923), 37-38:

Έτσι ήσαν λοιπόν τα πράγματα στην ηγεμονία του. Ύστερα από αυτό ο Μουράτ έστειλε γαλέρες εναντίον τής Κολχίδας για να λεηλατήσει την περιοχή και να υποδουλώσουν την πόλη, αν μπορούσαν. Θα έπλεαν επίσης εναντίον τής Γοτθίας και όπου μπορούσαν να αποκτήσουν πάτημα, για να αποβιβαστούν και να λεηλατήσουν τη χώρα. Οι γαλέρες έπλευσαν στην Κολχίδα και έδεσαν εκεί και εκείνοι προχώρησαν εναντίον των Γότθων και λεηλάτησαν τη γη τους, υποδουλώνοντας μεγάλο μέρος της. Καθώς ο στόλος επέστρεφε, ξέσπασε βίαιη καταιγίδα και ένας άνεμος από τον βορρά τούς έσπρωξε προς την Ασία, κοντά στην Ηράκλεια στην ακτή τού Εύξεινου Πόντου. Σπρωγμένες προς αυτή την κατεύθυνση κάποια γαλέρες καταστράφηκαν και υπέστησαν τέτοια συμφορά.

«Ταῦτα μὲν δὴ ἐς τὴν ἀρχὴν οὕτως ἔσχεν αὐτῷ τὰ πράγματα· Ἀμουράτης δὲ μετὰ ταῦτα ἐπὶ Κολχίδα γῆν τριήρεις ἔπεμψε, τήν τε χώραν δῃῶσαι καὶ ἀνδραποδίσασθαι τὴν πόλιν, ἢν δύνωνται, καὶ ἐπὶ Γοτθίαν ἐπιπλεῦσαί τε, καὶ ὅπῃ παρείκοι, τὴν χώραν ληΐσασθαι ἀποβάντας. καὶ ἐπιπλέουσαι μὲν αἱ τριήρεις προσέσχον ἐς γῆν τε τὴν Κολχίδα, καὶ ἐπὶ τοὺς Γότθους ἀφικόμενοι ἐλεηλάτουν τὴν χώραν, ἀνδραποδισάμενοι οὐκ ὀλίγην. ἐπανιόντι δὲ τῷ στόλῳ χειμὼν ἐγένετο ἰσχυρός, καὶ ἄνεμος ἀπαρκτίας ἐπιβαλὼν ἐξήνεγκεν ἐς τὴν Ἀσίαν κατὰ τὴν Ποντοηράκλειαν, καὶ φερόμεναι αὐτοῦ ἔνιαι τῶν τριηρῶν διεφθείροντο καὶ ἐν ξυμφορᾷ ἔσχοντο τοιαύτῃ.»

[←4]

Δούκας, Hist. byzantina, κεφ. 42, CSHB, Βόννη, σελ. 314, επιμ. Vasile Grecu, Ducas, Istoria Τurco-bizantina (1341-1462), Βουκουρέστι, 1958, σελ. 395:

Ο τύραννος καθόταν στον θρόνο του, περήφανος και αλαζονικός, καμαρώνοντας για την άλωση τής πόλης. Και οι ηγεμόνες των χριστιανών στέκονταν εκεί τρέμοντας και αναρωτιούνταν τι θα έφερενε σε αυτούς το μέλλον.

«ὁ δὲ τύραννος ἐκάθητο ὑψαύχην καὶ ἀλαζὼν, ἐπαιρόμενος ἐπὶ τῇ ἁλώσει τῆς πόλεως. οἱ δὲ ἡγεμόνες τῶν Χριστιανῶν ἵσταντο τρομαλέοι, ἐκδεχόμενοι τὶ ἄρα ἔσται τὸ μέλλον εἰς αύτοὺς ἀποφῆναι.

Ζήτησε πρώτα από τον πρέσβη τής Σερβίας ετήσια πληρωμή δώδεκα χιλιάδων χρυσών νομισμάτων στον θρόνο των Τούρκων. Στους δεσπότες τής Πελοποννήσου δόθηκε εντολή να εμφανίζονται αυτοπροσώπως ετησίως με δώρα για να τον προσκυνούν και να καταβάλλουν την πληρωμή δέκα χιλιάδων χρυσών νομισμάτων. Ο ηγεμόνας τής Χίου έπρεπε να πληρώνει κάθε χρόνο έξι χιλιάδες χρυσά νομίσματα και ο ηγεμόνας τής Μυτιλήνης τρεις χιλιάδες χρυσά νομίσματα ετησίως. Ο αυτοκράτορας Τραπεζούντας και όλοι όσοι κατοικούσαν κατά μήκος τού Εύξεινου Πόντου έπρεπε να έρχονται κάθε χρόνο με δώρα για να τον προσκυνήσουν και να πληρώσουν τον φόρο υποτέλειας.

ἀπελογίσατο οὖν πρῶτον τῷ πρέσβει Σερβίας τοῦ διδόναι κατ’ ἔτος τῇ ἡγεμονίᾳ τῶν Τούρκων νομίσματα χιλιάδας δώδεκα, τοὺς δεσπότας τῆς Πελοποννήσου χιλιάδας δέκα, κατ’ ἔτος σὺν δώροις ἔρχεσθαι εἰς προσκύνησιν αὐτοῦ, τῷ ἐν τῇ Χίῳ κατ’ ἔτος νομίσματα χιλιάδας ἕξ, τῷ Μιτυλήνης κατ’ ἔτος νομίσματα χιλιάδας τρεῖς, τῷ Τραπεζοῦντος καὶ πᾶσι τοῖς ἐν τῇ Ποντικῇ θαλάσσῃ οἰκοῦσιν κατ’ ἔτος ἐρχομένους ποιεῖν τὴν προσκύνησιν μετά δωροφορίας καὶ διδόναι τὰ τέλη.»

Πρβλ. στο ίδιο, κεφ. 45, CSHB, Βόννη, σελ. 339, γραμμή 4, επιμ. Grecu, σελ. 423, γραμμές 27-28:

«…ὑμεῖς οἰκειοθελῶς ὑπεσχέθητε τοῦ δοῦναί μοι φόρους κατ’ ἔτος νομίσματα χιλιάδας δέκα, νῦν δὲ ὁρῶ ὑμᾶς καταφρονοῦντάς με…»

Ο Grecu δίνει οριακές αναφορές σε σελίδες τής έκδοσης CSHB Βόννης τού Δούκα. Σπανίως παραπέμπω στην έκδοσή του σε αυτόν τον τόμο. Ενώ ο Δούκας αναφέρει τον μωραΐτικο φόρο υποτέλειας ως 10.000, ο Χαλκοκονδύλης, βιβλίο viii, CSHB, Βόννη, σελ. 414, επιμ. Darkò, II-2 (1927), 176 τον αναφέρει ως 12.000 δουκάτα:

«…ἦν δε αὐτοῖς ὁ ἐπέτειος φόρος μύριοι και δισχίλιοι χρυσίου στατῆρες».

Σύμφωνα με τον Κριτόβουλο τον Ίμβριο, όταν οι δεσπότες Θωμάς και Δημήτριος αντιμετώπισαν, μετά την πτώση τής Κωνσταντινούπολης, εξέγερση των Αλβανών (το 1453-1454, για το οποίο βλέπε πιο πάνω, Κεφάλαιο 5), έκαναν έκκληση στον σουλτάνο Μωάμεθ για βοήθεια, υποσχόμενοι να τού πληρώνουν ετήσιο φόρο 6.000 χρυσών στατήρων [De rebus gestis Mechemetis ΙΙ, III, 1, επιμ. Karl Müller, Fragmenta historicorum graecorum (FHG), V-l (Παρίσι, 1870), σελ. 120a, επιμ. V. Grecu, Critobul din Imbros, Din domnia lui Mahomed al II-lea, 1451-1467, Βουκουρέστι, 1963, σελ. 215]:

Τον ίδιο χειμώνα ο σουλτάνος έστειλε πρέσβεις στην Πελοπόννησο, απαιτώντας από τις εκεί τοπικές αρχές τούς ετήσιους φόρους, τούς οποίους όφειλαν μάλιστα για τρία περίπου χρόνια. Γιατί οι δεσπότες τής Πελοποννήσου, αμέσως μετά την άλωση τού Βυζαντίου, είχαν αντιμετωπίσει συνωμοσία και εξέγερση των Ιλλυριῶν [Αλβανών που κατοικούσαν] στην Πελοπόννησο εναντίον τους και είχαν καλέσει τον σουλτάνο να έρθει σε βοήθειά τους, υποσχόμενοι να τού καταβάλλουν ετήσιο φόρο υποτέλειας από την Πελοπόννησο έξι χιλιάδες χρυσά νομίσματα.

«Τοῦ δ’ αὐτοῦ χειμῶνος καὶ βασιλεὺς πέμπει πρεσβείαν ἐς Πελοπόννησον, ἀπαιτῶν παρὰ τῶν ταύτῃ ἡγεμόνων τοὺς ἐπετείους φόρους, οὕς ὤφειλον αὐτῷ τριῶν ἐτῶν που μάλιστα. Οἱ γὰρ τῆς Πελοποννήσου δεσπόται, τῆς Βυζαντίδος ἁλούσης, εὐθὺς νεωτερισάντων τῶν ἐν Πελοποννήσῳ Ἰλλυριῶν καὶ ἐπαναστάντων αὐτοῖς, καλοῦσιν ἐς ἐπικουρίαν τὸν βασιλέα, ὑπεσχημένοι τούτῳ δασμὸν ἐτήσιον ἀποφέρειν ἀπὸ Πελοποννήσου χρυσίου στατήρας ἑξακισχιλίους.»

Ο Αινείας Σύλβιος, de Europa, 12 στο Opera quae extant omnia, Βασιλεία, 1551, ανατυπ. Φρανκφούρτη, 1967, σελ. 405, αναφέρει τον φόρο ως 17.000 χρυσά νομίσματα μετά την καταστολή τής αλβανικής εξέγερσης. Ο Andrea Cambini, Commentario, 1538, σελ. 22 δίνει τον ίδιο αριθμό («di pagarli [Μehmed II] latino diciasette migliaia di ducati doro…»). Σύμφωνα με τον Rabbi Joseph Ben Joshua Ben Meir, Chronicles, μετάφρ. G. H. F. Bialloblotzky, 2 τόμοι, Λονδίνο, 1886, I, 281, οι δεσπότες Θωμάς και Δημήτριος υποσχέθηκαν να πληρώνουν στον σουλτάνο ετήσιο φόρο 17.000 «χρυσών νομισμάτων».

[←5]

«Alfonso … rührte weder jetzt noch später eine Hand zum Schutze der Christenheit» [Pastor, Gesch. d. Päpste, I (ανατυπ. 1955), 629-30].

Στην πραγματικότητα, κατά τη διάρκεια τού καλοκαιριού τού 1455, ο Αλφόνσο Ε’ έστειλε χίλιους πεζούς στον Σκεντέρμπεη «στην Αλβανία για να υπερασπιστούν εκείνα τα εδάφη» (in Αlbania per defensione de quelle terre), οι περισσότεροι από τούς οποίους ακοτώθηκαν κατά την τουρκική εισβολή, «…και σκοτώθηκαν ή πιάστηκαν αιχμάλωτοι πέντε έως έξη χιλιάδες χριστιανοί» (… e hano tra morti e presi da cinque in sey milia Cristiani) [V. V. Makušev, Monumenta historica slavorum meridionalium, II (1882), 148-51, έγγραφα με ημερομηνία 8 και 14 Αυγούστου 1455]. Ο Αλφόνσο είχε προφανώς την πρόθεση να στείλει στον Σκεντέρμπεη 1.200 πεζούς και πεντακόσιους ιππείς [στο ίδιο, σελ. 227, έγγραφο με ημερομηνία 22 Μαΐου 1455], αλλά ίσως δεν ήταν σε θέση να στερηθεί μια τόσο μεγάλη δύναμη ιππικού [πρβλ. πιο κάτω, σημείωση 127, για περαιτέρω αναφορά σε αυτά τα έγγραφα]. Βλέπε γενικά Ernesto Pontieri, Alfonso il Magnanimo, re di Napoli (1435 1458), Νάπολη, 1975, σελ. 262-63, 318-25 και ιδιαίτερα «Alfonso I d’ Aragona e la ‘crociata’ di Callisto III» στο Atti della Accademia nazionale dei Lincei, Rendiconti, Cl. di scienze morali, κλπ., 8η σειρά, XXIX (1974), 61-68, για απλή αναφορά των λόγων για τούς οποίους ο Αλφόνσο, αν και «γιος τής Ισπανίας τής ανακατάκτησης (reconquista)», εγκατέλειψε τα (προφανή) σχέδιά του για μεγάλης κλίμακας κίνηση εναντίον των Τούρκων.

[←6]

Σύμφωνα με την επιστολή τού Ρομπέρτο ντι Σανσεβερίνο προς τον Φραντσέσκο Σφόρτσα, δούκα τού Mιλάνου, γραμμένη στη Μπολώνια στις 17 Απριλίου (1455) [όπως παρέχεται στον F(rancesco) Petruccelli della Gattina, Histoire diplomatique des conclaves. 4 τόμοι, Παρίσι, 1864-66, I, 269, από έγγραφο στο Arch. di Stato di Milano, Carteggio di Roma]. Βλέπε Pius II, Commentarii, βιβλίο I, Φρανκφούρτη, 1614, σελ. 24 και σημειώστε το συμπλήρωμα σε αυτό το απόσπασμα στον Jos. Cugnoni, Aeneae SilviiOpera inedita στο Atti della R. Accademia dei Lincei, anno CCLXXX (1882-83), 3η σειρά, Memorie della classe di scienze morali, storiche e filologiche, VIII (Ρώμη, 1883), σελ. 498, ex cod. man., σελ. 33, που περιλαμβάνει το «μήπως δεν γνωρίζουμε ότι» (Ecquid scimus) [το οποίο απόσπασμα παραλήφθηκε από την τυπωμένη έκδοση των Commentarii τού Πίου Β΄], επί τής αμφισβήτησης από τον καρδινάλιο Αλαίν τής ειλικρίνειας τού προσηλυτισμού τού Βησσαρίωνα στον Λατινικό Καθολικισμό.

Πρβλ. την αγγλική μετάφραση των Απομνημονευμάτων (Commentarii) από την Florence Alden Gragg στο Smiih College Studies in History, XXII (1936-37), 75-76, εργασία η οποία έχει το προτέρημα ότι περιλαμβάνει τα αποσπάσματα που έχουν αποκοπεί από το τυπωμένο κείμενο. Βλέπε Raynaldus, Annales ecclesiastici ad ann. 1455, αριθ. 17, τόμ. XVIII (1694), σελ. 434, Pastor, Hist. Popes, II, 323-24 και Gesch. d. Päpste, I (ανατυπ. 1955), 659-60, Ludwig Mohler, Kardinal Bessarion als Theologe, Humanist und Staatsmann, 3 τόμοι, Πάντερμπορν, 1923-42, ανατυπ. Άαλεν και Πάντερμπορν, 1967, I, 267-68.

[←7]

Raynaldus, Annales ecclesiastici ad ann. 1455, αριθ. 17, τόμ. XVIII (1694), σελ. 434. Pastor, Hist. Popes, II, 319-26 και Gesch. d. Päpste, I (ανατυπ. 1955), 656-61. Arch. Segr. Vaticano, Acta Consistorialia στο Arm. XXXI, τόμος 52. φύλλο 57:

«Δημιουργία κύριου πάπα Κάλλιστου Γ΄: Το προαναφερθέν έτος [1455], ημέρα Τρίτη, στις 8 τού εν λόγω μηνός [Απριλίου], περί την δέκατη πέμπτη ώρα, ο αιδεσιμώτατος εν Χριστώ πατέρας και κύριος, ο κύριος Αλφόνσο κλπ., καρδινάλιος ιερέας Βαλένθια, ανυψώθηκε στην υψηλότερη αποστολική κορυφή και ονομάστηκε Κάλλιστος Γ΄…»

[δεν υπάρχει στον Eubel].

(Creatio domini Calixti papae Tertii: Anno predicto [1455] die vero Martis octava dicti mensis [Αprilis] circa horam quintadecimam reverendissimus in Christo pater et dominus, dominus Alfonsus, etc., Quatuor coronatorum presbyter cardinalis Valentinus, assumptus fuit ad summi apicem apostolatus et vocatus Calixtus Tertius …)

Πρβλ. Arm. XXVIIII, φύλλο 4, και J. B. Saegmüller, Die Papstwahlen und die Staaten von 1447 bis 1555 (Nikolaus V. bis Paul IV.), Τύμπινγκεν, 1890, σελ. 82-84.

[←8]

Pastor, Acta inedita, I, αριθ. 27, σελ. 41.

[←9]

Στο ίδιο, I, αριθ. 28, σελ. 41-42.

[←10]

Στο ίδιο, 1, αριθ. 29, σελ. 42: «ex Ianua die XIIII Αprilis 1455».

[←11]

Στο ίδιο, I, αριθ. 30, σελ. 42-43. O δόγης Πιέτρο ζήτησε επίσης την επιβεβαίωση για τον νεαρό αδελφό του Πάολο ως αρχιεπίσκοπο Γένουας, επειδή, παρόλο που είχε εκλεγεί στο αξίωμα αυτό πριν τρία χρόνια, δεν είχε ποτέ απονεμηθεί στον Πάολο ο τίτλος, λόγω τού νεαρού τής ηλικίας του. Πρβλ. τη γενουάτικη επιστολή προς το Κολλέγιο των Καρδιναλίων με ημερομηνία 28 Απριλίου 1455 [στο ίδιο, I, αριθ. 32, σελ. 44].

Για τις φλωρεντινές συγχαρητήριες επιστολές βλέπε Cesare Guasti, Due legazioni al sommo pontefice per il comune di Firenze presedute da Sant’ Antonino arcivescovo, Φλωρεντία, 1857, σελ. 34-35, που αναφέρεται από τον Pastor, Gesch. d. Päpste, I (ανατυπ. 1955), 664, σημείωση 2, ο οποίος παραθέτει επίσης μικρό απόσπασμα από ενετική επιστολή στις 20 Απριλίου [στα Sen. Secreta, Reg. 20, φύλλο 58 (59)], ότι η εκλογή τού Κάλλιστου Γ΄ έπρεπε να θεωρείται ως ουράνια μάλλον και όχι ανθρώπινη πράξη και ότι οι επιστολές δεν μπορούσαν να εκφράσουν την τεράστια χαρά και ευχαρίστηση, που ένιωσαν για αυτή την εκλογή οι πολιτικοί τής Γαληνοτάτης. Την ίδια μέρα η Γερουσία έγραφε στον Πιέτρο Μπάρμπο, τον καρδινάλιο τού Αγίου Μάρκου, για τη μεγάλη τους ικανοποίηση με την εκλογή τού Κάλλιστου και για τον σταυροφορικό του όρκο, αντίγραφο τού οποίου είχε στείλει ο Μπάρμπο στη Βενετία [στο ίδιο, φύλλο 59 (60)]: «Αυτό το πράγμα ήταν σίγουρα πιο αποδεκτό από όλους μας» (Ea omnia nobis profecto fuere gratissima). Πρβλ. Marino Sanudo, Vite de duchi στο RISS, XXII (Μιλάνο, 1733), στήλη 1158DF.

[←12]

Arch. Segr. Vaticano, Arm. XXXI, τόμος 52, φύλλα 57-58, Pastor, Hist. Popes, II, 337-39 και Gesch. d. Päpste, I (ανατυπ. 1955), 671-72, Acta inedita, I, αριθ. 31, σελ. 43-44.

[←13]

Sen. Secreta, Reg. 20, φύλλα 61-62 (62-63), από περιγραφή αποστολής με ημερομηνία 6 Ιουνίου 1455, που εκδόθηκε στο όνομα τού δόγη Φραντσέσκο Φόσκαρι προς τούς Πασκουάλε Μαλιπιέρο, Τριαντάνο Γκρίττι, Τζάκοπο Λορεντάν και Λοντοβίκο Φοσκαρίνι, Ενετούς απεσταλμένους που στέλνονταν στη Ρώμη, σε πρεσβεία υπακοής προς τον Κάλλιστο Γ΄:

«…Όταν βρεθείτε στη Ρώμη και παρουσιαστείτε ενώπιον τού ανώτατου ποντίφηκα και τού δείξετε τη συστατική επιστολή μας, με την οποία, ευσεβείς και υιικοί, συστήνουμε εσάς στη μακαριότητά του … να τού ανακοινώσετε την υπέρτατη και ανείπωτη χαρά που νιώσαμε, από τη στιγμή που μάθαμε ότι η Αγιότητά του ανυψώθηκε στην ανώτατη κορυφή τής αρχιερατικής διοίκησης και ότι είμαστε πεπεισμένοι και βέβαιοι ότι αυτή η εκλογή ήταν θεία μάλλον παρά ανθρώπινη… Αν τότε, που θα βρίσκεστε στη Ρώμη, ο ανώτατος ποντίφηκας, όπως θα μπορέσετε να αντιληφθείτε, αποσκοπεί ιδιαιτέρως στην καταστροφή των Τούρκων ή αν ζητήσει να τού πείτε εσείς οτιδήποτε γι’ αυτό το τουρκικό ζήτημα, θέλοντας να κατανοήσει την πρόθεσή μας, αν εμείς και άλλοι δικοί μας ισχυροί προτιμάμε αυτή την επιχείρηση, είμαστε ικανοποιημένοι και επιθυμούμε αυτό που επιθυμεί και η Μακαριότητά του, να απαντήσετε με τα συγκρατημένα και κατάλληλα λόγια που θα σάς φανούν πιο χρήσιμα, ότι μόλις δούμε άλλες χριστιανικές δυνάμεις να κινούνται δυναμικά εναντίον των Τούρκων, τότε εμείς, ακολουθώντας τα βήματα των προγόνων μας, θα έχουμε την καλή διάθεση που είχαμε και στο παρελθόν».

(…Quando eritis Rome dabitis operam adeundi conspectum summi pontificis, et exhibitis litteris nostris credentialibus factisque devotis et filialibus recommendationibus Beatitudini sue … declarabitis summum gaudium ineffabilemque letitiam quam suscepimus cum primum intelleximus Sanctitatem suam ad summi pontificatus apicem esse assumptam, persuasimus namque nobis ac certissimum tenuimus hanc eius electionem divinam potius quam humanam fuisse. . . Si per id tempus quo stabitis Rome summus pontifex qui, ut intelligere potuistis, multum inclinatus esse videtur ad exterminium Theucrorum requireret seu diceret vobis quicquam de his rebus Theucrorum velletque intelligere nostram intentionem si et nos cum alius potentiis favores nostros huic impresie prestaturi sumus, contenti sumus et volumus quod sue Beatitudini respondeatis in ea modesta et pertinenti forma verborum quam magis utilem iudicabitis: Quod quando videbimus alias potentias Christianas contra Teucros potenter se movere, nos quoque imitantes vestigia maiorum nostrorum repperiemur illus bone dispositions cuius per elapsum fuimus)

Ένα μήνα αργότερα, στις 7 Ιουλίου, οι απεσταλμένοι πήραν πάλι εντολή να επαναλάβουν αυτή τη δήλωση προς τον πάπα, ο οποίος τούς δεχόταν τώρα σε ακρόαση και τον οποίο εύρισκαν να φλέγεται από την επιθυμία να προχωρήσει εναντίον τού άπιστου Τούρκου [στο ίδιο, φύλλα 65-66 (66-67)]. Όμως ο πάπας παρεμποδιζόταν στις δικές του προσπάθειες να ξεκινήσει εκστρατεία εναντίον των Τούρκων από τα έξοδα στα οποία τον είχαν υποχρεώσει οι εχθροπραξίες τού οπλαρχηγού (condottiere) Τζάκοπο Πιτσινίνο, ο οποίος είχε προσφάτως εισβάλει στην περιφέρεια τής Σιένα [Pastor, Acta inedita, I, αριθ. 34-35, σελ. 45-47]. Για τις πρεσβείες πρβλ. Raynaldus, Annales ecclesiastici ad ann. 1455, αριθ. 20-24, τόμ. XVIII (1604), σελ. 435-38. Οι ενετικές πηγές εκείνων των ετών, ιδιαίτερα τα Sen. Secreta, Reg. 20 (14531459), περιλαμβάνουν πολλές αναφορές στον Πιτσινίνο. Στις 14 Απριλίου 1455 ο πάπας είχε δώσει εντολή σε όλους τούς κοσμικούς του εκπροσώπους να εκβάλουν τον Πιτσινίνο από τα κράτη τής εκκλησίας [Arch. Segr. Vaticano, Reg. Vat. 436, φύλλο 1].

[←14]

Raynaldus, Annales ecclesiastici ad ann. 1455, αριθ. 18, τόμ. XVIII (1694), σελ. 135. Pastor, Hist. Popes, II, 346 και Gesch. d. Päpste, I (ανατυπ. 1955), 678-79. Luke Wadding, Annales Minorum, εκδ. J. M. Fonseca, XII (3η εκδ., Καράτσι, 1932), 284.

[←15]

Γκαμπριέλε ντα Βερόνα, αναφερόμενος στον Wadding, Ann. Minorum, XII (1932), 336. Ο ίδιος ο Κάλλιστος Γ΄ έγραψε στις 5 Αυγούστου 1456 στον Διονύσιο Σέχυ, αρχιεπίσκοπο τού Γκραν (Έστεργκομ) και καρδινάλιο-ιερέα τού Σαν Τσιριάκο, ότι μέχρι την προηγούμενη 31η Μαΐου η σταυροφορία τού είχε κοστίσει, «μάρτυς μου ο Θεός» (Deo teste), περισσότερα από 150.000 δουκάτα [Arch. Segr. Vaticano, Arm. XXXIX, τόμος 7, φύλλο 25. Πρβλ. στο ίδιο, φύλλο 43].

Μια δεκαετία αργότερα ο Γκαμπριέλε ντα Βερόνα θα διοριζόταν από τον πάπα Παύλο Β΄ ιεροεξεταστής στη Βοημία, «…για την εκρίζωση τής αίρεσης και ιδιαίτερα τής ασεβούς σέχτας των Χουσσιτών … από το βασίλειο τής Βοημίας και από τα γειτονικά μέρη…» (… ad extirpationem heresium et precipue nephande Hussitarum septe … per Boemie regnum et partes illi adiacentes…), με απόφαση «που εκδόθηκε στη Ρώμη, στον Άγιο Μάρκο, το έτος κλπ. 1466, 13 μέρες πριν από τις καλένδες Απριλίου, κατά το τρίτο έτος τής παπικής μας θητείας» (datum Rome apud Sanctum Marcum, anno κλπ., MCCCCLXVI, tertiodecimo Kal. Aprilis, [pontificatus nostri] anno tertio), δηλαδή στις 20 Μαρτίου 1467, επειδή υπολογίζοντας με βάση την ενσάρκωση τού Κυρίου ο νέος χρόνος ξεκινούσε στις 25 Mαρτίου. Για το έγγραφο αυτό βλέπε Reg. Vat. 519, φύλλο 250, και πρβλ. τη βούλλα εναντίον των Χουσσιτών, που απευθύνθηκε στον Γκαμπριέλε στις 15 Μαρτίου 1467 και «εκδόθηκε στη Ρώμη, στον Άγιο Μάρκο, το έτος κλπ. 1466, στις ίδες Μαρτίου, κατά το τρίτο έτος τής παπικής μας θητείας» (datum Rome apud Sanctum Marcum, anno etc., MCCCCLXVI, Idus Martii, pontificatus nostri anno tertio) [στο ίδιο, φύλλα 235-236].

Όπως είναι γνωστό, ο βασιλιάς τής Βοημίας Γεώργιος τού Ποντιεμπράντυ ανακηρύχθηκε αιρετικός από τον Παύλο Β΄ και «στερούμενος» το βασίλειο και τις κτήσεις του, με απαλλαγή στις 23 Δεκεμβρίου 1466 όλων των υποτελών του από τούς όρκους φεουδαρχικής υποταγής σε αυτόν [Pastor, Hist. Popes, IV, 140-41 και Gesch. d. Päpste, II (ανατυπ. 1955), 404-5. F. G. Heymann, George of Bohemia, king of Heretics, Πρίνστον, 1965, σελ. 437-39]. Στις 14 Μαΐου 1467 ο Παύλος Β΄ εξήγγειλε πάλι επίσημη διακήρυξη αφορισμού του με τη βούλλα Ad Romani pontificis Christi in terris vicarii, που «εκδόθηκε στη Ρώμη, στον Άγιο Μάρκο, το έτος κλπ., μια μέρα πριν τις ίδες Μαΐου, κατά το τρίτο έτος τής παπικής μας θητείας» (datum Rome apud S. Marcum, anno etc., pridie Idus Maii, pont. nostri anno tertio) [επίσης στο Reg. Vat. 519, φύλλα 236-237] και διακηρύχθηκε σταυροφορία εναντίον του την επόμενη μέρα, στις 15 τού μηνός [στο ίδιο, φύλλα 237-241]. Οι παπικές προσπάθειες εναντίον τού Γεωργίου δεν είχαν όμως αποτέλεσμα και παρέμενε ανίκητος από τη Ρώμη και όχι συμφιλιωμένος με αυτήν όταν πέθανε στις 22 Μαρτίου 1471 [Pastor, Hist. Popes, IV, 146 και Gesch. d. Päpste, II, 409. Heymann, George of Bohemia, σελ. 584-85 και εξής]. Tα κείμενα τής εποχής δείχνουν τη σημασία τού Γκαμπριέλε ντα Βερόνα κατά τη διάρκεια αυτής τής περιόδου, όταν η ενασχόληση τού Παύλου Β΄ με τον Χουσσίτη βασιλιά (όπως θα δούμε) επρόκειτο να αποτελέσει εμπόδιο για τη σταυροφορία και οι Ενετοί επρόκειτο να χάσουν το Νεγκροπόντε.

Για την οικογένεια και την ασυνήθιστη σταδιοδρομία τού αδελφού (Fra) Λοντοβίκο [Σεβέρι] ντα Μπολώνια βλέπε το σημαντικό άρθρο τού Angelo Bargellesi Severi, «Nuovi documenti su fr. Lodovico da Bologna, al secolo Lodovico Severi, nunzio apostolico in Oriente (1455-1457)» στο Archivum Franciscanum Historicum, LXIX (1976), 3-22, με τρία νέα έγγραφα, μια (πνευματική) χορηγία τού Λοντοβίκο προς κάποια μέλη τής οικογένειάς του με ημερομηνία 19 Νοεμβρίου 1455 και δύο βούλλες τού Κάλλιστου Γ΄, λάθος χρονολογημένες από τον Σεβέρι στις 22 Δεκεμβρίου αλλά με σωστή ημερομηνία 22 Νοεμβρίου 1457. Για τον Λοντοβίκο βλέπε πιο κάτω, Κεφάλαιο 7, σημείωση 80.

[←16]

N. Iorga, Notes et extraits pour servir a l’ histoire des croisades, IV (Βουκουρέστι, 1915), μέρος 3, αριθ. 45, σελ. 118. Η αποφασιστικότητα τού πάπα να διώξει τούς Τούρκους από την Κωνσταντινούπολη ήταν γνωστή στην Ευρώπη [πρβλ. Lorenzo Bonincontri, Ann., στο RISS, XXI (Μιλάνο, 1732), στήλη 158]. O Λάντισλας Πόστουμους θα πέθαινε στην Πράγα τον Νοέμβριο τού 1457, λιγό πριν γίνει δεκαοκτώ ετών, περιμένοντας τον επερχόμενο γάμο του με την Μαντλέν, την κόρη τού Καρόλου Ζ’ τής Γαλλίας. Θα τον διαδεχόταν ως βασιλιάς τής Βοημίας ο Ουτρακουιστής (Utraquist, Χουσσίτης) Γεώργιος τού Ποντιεμπράντυ, ο οποίος ήταν αντιβασιλέας μέχρι να ενηλικιωθεί ο Λάντισλας. Ο Ματίας Κορβίνους, γιος τού Ιωάννη Χούνιαντι, τού εκλιπόντος αντιβασιλέα τής Ουγγαρίας, τον διαδέχθηκε στο βασίλειο αυτό. Ο τυχερός νεαρός Ματίας ήταν φυλακισμένος από τον Λάντισλας, ο οποίος είχε εκτελέσει τον μεγαλύτερο γιο τού Ιωάννη Χούνιαντι, τον Λάζλο. Ο Λάντισλας είχε κληρονομήσει την Αυστρία από τον πατέρα του, τον βασιλιά Άλμπερτ Β΄ και με τον δικό του θάνατο το δουκάτο περνούσε στον εξάδελφό του, τον Φρειδερίκο Γ΄, επικεφαλής τού οίκου των Αψβούργων, τού οποίου οι προηγούμενες εδαφικές κτήσεις ήσαν κυρίως η Στυρία και η Καρινθία. Για την πολυτάραχη σταδιοδρομία τού Λάντισλας από περίπου τον Φεβρουάριο τού 1455 μέχρι τον θάνατό του βλέπε Heymann, George of Bohemia, σελ. 125-48.

[←17]

Wadding, Ann. Minorum, XII (1932), σελ. 294-95, εκδ. Λυών, VI (1648), σελ. 151-52, εκδ. Ρώμης, XII (1735), σελ. 254.

[←18]

Με τη βούλλα Ad summi pontificatus apicem, δημοσιευμένη εν μέρει στον Raynaldus, Annales ecclesiastici ad ann. 1455, αριθ. 19, τόμ. XVIII (1694), σελ. 435. Tο πλήρες κείμενο υπάρχει στο Reg. Vat. 436, φύλλα 161-163 (163-165), στο πρώτο από τα δεκαοκτώ μητρώα των de Curia τού Κάλλιστου Γ΄, Regg. Vatt. 436-53. Tα πρώτα φύλλα κάθε μητρώου περιέχουν, ως συνήθως, κατάλογο περιεχομένων (rubricellae). Συνοπτικός κατάλογος περιεχομένων των δεκαοκτώ τόμων και μικρός αριθμός επιλεγμένων εγγράφων μπορεί να μελετηθεί στο Arm. XXXI, τόμος 59, το οποίο δεν βρήκα όμως πολύ χρήσιμο. Πρβλ. το Sussidi per la consultatione dell’ Archivio Vaticano, I (Ρώμη, 1926), 73 (Studi e testi, αριθ. 45). Υπάρχει επίσης πλήρες (και καλογραμμένο) αντίγραφο τής βούλλας Ad summum [sic] pontificatus apicem στο Arm. XXXII, τόμ. 12, φύλλα 75-80. Πρόκειται για πολύ χρήσιμη συλλογή από σημειώματα, βούλλες και κάποια άλλα έγγραφα σχετικά με τις σταυροφορίες από τον Σελεστίνο Γ΄ μέχρι τον Λέοντα Ι’. O Pastor, Gesch. d. Päpste, I (ανατυπ. 1955), 683, σημείωση 1 περιγράφει αυτόν τον τόμο ως «χωρίς συγκεκριμένη θέση» (ohne bestimmten Standort) στα Αρχεία, αλλά στην πραγματικότητα η αρχειοθέτηση τού τόμου (XXXII, τόμος 12) είναι προσεκτικά γραμμένη στη ράχη του με το ίδιο μελάνι και από το ίδιο χέρι που έγραψε και τον τίτλο του (τον οποίον ο Pastor αναφέρει) «Pontif. Βullae pro Subs. Terrae Stae. et de Bello Turcis infer».

[←19]

Raynaldus, Annales ecclesiastici ad ann. 1455, αριθ. 25-27, τόμ. XVIII (1694), σελ. 439-40 και πρβλ. Pastor, Gesch. d. Päpste, I (ανατυπ. 1955), 681-82. O Διονύσιος Σέχυ, καρδινάλιος αρχιεπίσκοπος τού Γκραν, διορίστηκε λεγάτος τού πάπα (de latere) στην Ουγγαρία [Arch. Segr. Vaticano. Reg. Vat. 438, φύλλα 79, 129]. O Χουάν ντε Καρβαχάλ, καρδινάλιος τού Σαντ’ Άντζελο «in Pescheria», τού οποίου η αντι-Χουσσιτική αποστολή στην Πράγα τον Απρίλιο και Μάιο τού 1448 είχε αποτύχει οικτρά, επρόκειτο να πάει στη Γερμανία, την Ουγγαρία και την Πολωνία [στο ίδιο, φύλλα 2l2-213, 233-234 και αλλού]. Ο Νικόλαος Κουζάνους στην Αγγλία και τη Γερμανία [στο ίδιο, φύλλα 189, 215-218 και αλλού] και ο Αλαίν ντε Κετιβύ στη Γαλλία [πρβλ. στο ίδιο, φύλλα 118-119, 171-172]. Οι πολλές αρμοδιότητες που δόθηκαν στον Καρβαχάλ ήσαν τόσο σημαντικές, που έκαναν τον γραφέα να γράψει «Αρμοδιότητες καρδινάλιου Αγίων Αγγέλων» (Facultates cardinalis Sancti Angeli) στο από περγαμηνή περιτύλιγμα τού Reg. Vat. 442, στο οποίο βλέπε φύλλα 99-109, 245-246 και 247. Στις 27 Αυγούστου 1457 (sexto Kal. Septembris) χορηγήθηκαν στον Καρβαχάλ κάποιες αρμοδιότητες εξαίρεσης και άφεσης [Reg. Vat. 449, φύλλα 133-135]. Ο Καρβαχάλ υπήρξε ικανή και εξέχουσα φυσιογνωμία, παρά την εκ μέρους του κακή διαχείριση τής αποστολής στη Βοημία, για την οποία σημειώστε Lino Gómez Canedo, Un Español al servicio de la Santa Sede, Don Juan de Carvajal, cardenal de Sant’ Angelo, legado en Alemania y Hungria, Μαδρίτη, 1947, σελ. 22, 105 και εξής, 113-19 και βλέπε Heymann, George of Bohemia (1965), σελ. 36-41. Για την ουγγρική αποστολή τού Καρβαχάλ, που κράτησε από το 1455 μέχρι τo 1461, βλέπε Gomez Canedo, ό. π., σελ. 153 και εξής, ενώ για αυτές τις λεγατινές αποστολές γενικά, πρβλ. Sanudo, Vite de duchi στο RISS, XXII, στήλη 1159AB.

Ο Κάλλιστος Γ΄ κατέβαλε ιδιαίτερες προσπάθειες για να κερδίσει τον Κάρολο Ζ’ τής Γαλλίας στην υπόθεση τής σταυροφορίας, αλλά οι προσπάθειές του υπήρξαν μάλλον μάταιες [πρβλ. Arm. XXXIX, τόμος 7. φύλλα 41, 50-51, 69-70, 105-106, 137-138]. Σε επιστολή του στις 28 Μαΐου 1457 ο Κάλλιστος ενημέρωνε τον Κάρολο για την απόφασή του να τού απονείμει το χρυσό ρόδο [στο ίδιο, φύλλα 96-97 και πρβλ. φύλλο 102], για τη σημασία τού οποίου βλέπε Anna Hedwig Benna, «Zur kirchlichen Symbolik: Goldene Rose, Schwert und Hut», Mitteilungen d. Osterreichischen Staatsarchivs, IV (Βιέννη, 1951), 54-62.

[←20]

Pastor, Hist. Popes, II, 349-50 και παράρτημα, αριθ. 35, σελ. 539-40 και Gesch. d. Päpste, I (ανατυπ. 1955), 681-82 και παράρτημα, αριθ. 68, σελ. 851-52, Raynaldus, Annales ecclesiastici ad ann. 1455, αριθ. 28-29, τόμ. XVIII (1694), σελ. 440-41, ο οποίος παρέχει την περιγραφή τής αποστολής τού Πέδρο ντε Ουρρέα με ημερομηνία 20 Σεπτεμβρίου 1455. Ο Κάλλιστος τον έστελνε με «όχι μικρό στόλο»,

«καταλαβαίνουμε ότι οι ύπουλοι Τούρκοι … συγκεντρώνουν ναυτικές και βοηθητικές δυνάμεις και κατασκευάζουν όχι μικρό στόλο, για να εισβάλουν, να λεηλατήσουν, να επιτεθούν και να καταστρέψουν με βαρβαρική σκληρότητα … τόσο τα νησιά τού Αιγαίου και τού Ιουνίου, όσο και τις ηπειρωτικές περιοχές…».

(quia perfidum Turcum …, maritimis quoque auxiliis aedificata atque constructa non exigua classe, nunc insulas Aegei atque Ionii marium, nunc continentem, … invadere, diripere, impugnare … ac barbarica crudelitate vastare intelligeremus…)

Η ημερομηνία τής αναχώρησης τού Καρβαχάλ από τη Ρώμη για την αποστολή του προσδιορίζεται από εγγραφή στα Acta Consistorialia (1439-1486), ad ann. 1455 στο Arm. XXXI, τόμος 52, φύλλο 58:

«Αναχώρηση κυρίου καρδιναλίου Αγίων Αγγέλων: Κατά το προαναφερθέν έτος και υπό την προαναφερθείσα αρχιερατική διοίκηση [1455, επί Κάλλιστου Γ΄], στις 25 Σεπτεμβρίου, που ήταν ημέρα Πέμπτη, πραγματοποιήθηκε μυστικό εκκλησιαστικό συμβούλιο και ο σεβασμιώτατος καρδινάλιος Αγίων Αγγέλων αναχώρησε το πρωί σε αποστολή λεγάτου στην Ουγγαρία και τη Γερμανία, φεύγοντας από την πύλη τής Σάντα Μαρία ντε Πόπολο»

(Recessus domini cardinalis Sancti Angeli: Anno et pontificatu predictis [1455 de tempore Calixti III] die vero XXV Septembris, que fuit dies iovis, fuit factum consistorium secretum, et reverendissimus dominus cardinalis Sancti Angeli recessit legatus in Alamaniam et Ungariam de mane per portam Sancte Marie de Populo)

[και πρβλ. Eubel, Hierarchia catholica, II (1914, ανατυπ. 1960), 31a].

Η αποστολή τού Καρβαχάλ στην Ουγγαρία και τη Γερμανία, όπως αναφέρθηκε στη σημείωση 19 πιο πάνω, επρόκειτο να διαρκέσει μέχρι το 1461 (βλέπε την εργασία που ήδη αναφέρθηκε τού Lino Gómez Canedo, Don Juan de Carvajal, cardenal de Sant’ Angelo (1947), σελ. 15, 22-23, 153 και εξής.

[←21]

Arch. Segr. Vaticano, Arm. XXXIX, τόμος 7, φύλλο 28, χωρίς ημερομηνία επιστολή (πιθανώς Απριλίου 1456) προς τον δόγη και το συμβούλιο τής Γένουα. Συγχαίροντας τούς Γενουάτες για την αναφερθείσες προσπάθειές τους εναντίον των Τούρκων, ο Κάλλιστος περιέγραφε τη δική του αδιάκοπη ανησυχία:

«Έτσι ετοιμάστηκε ο στόλος μας και ο λεγάτος μπόρεσε να πλεύσει με αυτόν προς τα μέρη τής ανατολής σε κατάλληλο χρόνο. Ως εκ τούτου οι γαλέρες που κατασκευάζουμε εδώ θα παραδοθούν στη διάρκεια τού ερχόμενου Μάϊου και πρέπει να είναι όλες και οι δέκα εξοπλισμένες και οι άνδρες πολύ καλά εκπαιδευμένοι. Βρίσκεται επίσης στη θάλασσα ο δικός μας λεγάτος, ο σεβασμιώτατος αδελφός αρχιεπίσκοπος Ταρραγώνα, με 16 γαλέρες. Μαζί με εκείνες που έχουμε ήδη υπάρχουν επιπλεόν στο λιμάνι τής Αγκώνας κάποια κατάλληλα πολεμικά σκάφη, τα οποία τις προσεχείς μέρες πρέπει να στείλουμε προς την ανατολή και να τα εφοδιάσουμε με άλλο κατάλληλο εξοπλισμό, χρήματα και προμήθειες. Είμαι ενθουσιασμένος που βρισκόμαστε σε αυτό το σημείο και δεν υπάρχει βιασύνη, γιατί θεωρούμε ότι δε είναι αργά. Αλλά εσείς θα είναι καλό και συνετό να πάρετε μέτρα για την αποστολή τοξοτών για επικουρία των νησιών Λέσβου και Λήμνου και για τη μεταφορά σιτηρών για το λαό τού Καφφά και να είσαστε εξασφαλισμένοι από επιθέσεις βαρβάρων, ώστε η άφιξη τού στόλου μας να αποφύγει τον κίνδυνο».

(ut classis nostra expediatur et legatus noster cum ea ad partes orientales maturo tempore enavigare possit; itaque triremes quas hic fabricari facimus per totum mensem Maii proximi absolventur eruntque decem omni armamentorum genere validissime instructe. Est eciam in mari venerabilis frater archiepiscopus Terraconensis legatus noster cum triremibus XVI; una cum illis que iam sunt habemus insuper in portu Anconitano aliqua navigia bello navali apta quas[!] prope diem versus orientem emitti faciemus facimusque alios opportunos apparatus ut pecunie et commeatus suppleant. Adeo autem incitati in hanc rem sumus ut nulla festinatio nobis non tarda videatur. Vos autem bene sapienterque fecistis capere consilium de mittendis sagittariis in subsidium Lesbi Lemnique insularum et de comportando frumento pro Caphensi populo ut contra barbarorum impetus muniti sint quoad adventu classis nostre ex periculo liberentur…)

Πρβλ. Matteo Sciambra, Giuseppe Valentini και Ignazio Parrino, Il “Liber brevium” di Callisto III, la crociata, l’ Αlbania e Skanderbeg, Παλέρμο, 1968, αριθ. 2, σελ. 69 (για την εργασία αυτή βλέπε πιο κάτω, σημείωση 25).

[←22]

O Αντόνιο Ολτσίνα, «στρατιώτης τού Τάγματος τού Αγίου Ιακώβου τής Σπάτα» (miles ordinis militie Sancti Jacobi de Spata), υπήρξε παραλήπτης χορηγίας από τον Νικόλαο Ε’ το καλοκαίρι τού 1451, Reg. Vat. 396, φύλλα 278-279, ενώ τον Μαϊο τού 1455 ο Κάλλιστος είχε διαθέσει στον Ιωαννίτη Αντόνιο Φρεσκομπάλντι πόρους που οφείλονταν στο παπικό ταμείο «για τον εξοπλισμό τεσσάρων γαλερών και ενός πλοίου μεταφοράς στο Πόρτο Πιζάνο» (ad armandum quatuor galeas et unam navim in portu Pisano), Reg. Vat. 436, φύλλο 38.

Στις 23 Μαΐου 1455 χορηγήθηκε στον Ολτσίνα, «φίλο μας … κυβερνήτη δύο γαλερών» (familiaris noster … duarum gallearum patronus), άδεια ασφαλούς διέλευσης (littera passus), Reg. Vat. 436, φύλλο 102. Πρβλ. γενικά Pio Paschini, «La flotta di Callisto III (1455-1458)» στο Archivio della R. Societa romana di storia patria, LIII-LV (Ρώμη, 1930-32), 180-82.

[←23]

Raynaldus, Annales ecclesiastici ad ann. 1456, αριθ. 11-12, τόμ. XVIII (1694), σελ. 457, Pastor, Gesch. d. Päpste, I (ανατυπ. 1955), 693-94. Τα λόγια τού πάπα είναι από χωρίς ημερομηνία επιστολή προς τον Jaume de Perpinya [Arch. Segr. Vaticano, Arm. XXXIX, τομ. 7, φύλλο 9].

[←24]

Pastor, Hist. Popes, II, παράρτημα, αριθ. 38, σελ. 544-45 και Gesch. d. Päpste, I (ανατυπ. 1955), παράρτημα, αριθ. 71, σελ. 854. Υπάρχουν πολλές αναφορές στον Ολτσίνα και στον αρχιεπίσκοπο τής Ταρραγώνα σε σημαντικό τόμο σημειωμάτων τού Κάλλιστου Γ΄ στα Αρχεία Βατικανού [Arm. XXXIX, τόμος 7, για παράδειγμα στο φύλλο 37], όπου η σκανδαλώδης συμπεριφορά τού αρχιεπίσκοπου καταγγέλεται στον Λοντοβίκο Τρεβιζάν, τον καρδινάλιο τής Ακουιλέια, στον οποίο δόθηκαν οι γαλέρες του, για να χρησιμοποιηθούν στην υπηρεσία στα ανατολικά ύδατα για την οποία προορίζονταν. Οκτώ χρόνια αργότερα όμως ο Φρεσκομπάλντι διορίστηκε από τον Πίο Β΄ σταυροφορικός επίτροπος για την Αγκώνα:

«…Aγαπημένε μας γιέ Αντόνιο ντε Φρεσκομπάλντι, ηγούμενε τού μοναστηριού Πίζας τού Οσπιτάλιου τού Αγίου Ιωάννη Ιεροσολύμων σάς χαιρετούμε κλπ. Όταν σε λίγο, με τη φιλοπονία σας και την εμπειρία σας για τα πράγματα, θα κατορθώσετε όπως είμαστε βέβαιοι, να εξοπλιστούν αρκετές γαλέρες και άλλα σκάφη και να γίνουν πολλά άλλα πράγματα, που αφορούν την προετοιμασία τού πολεμικού μας στόλου εναντίον των Τούρκων, ο οποίος θα συγκεντρωθεί για να φέρει σε πέρας το έργο του, θα σάς διορίσουμε και θα σάς αναθέσουμε καθήκοντα επιτρόπου στην πόλη μας τής Αγκώνας και σε άλλους τόπους… με αποστολική εξουσία παραχωρούμε αυτά τα καθήκοντα κλπ.»

(… Dilecto filio Antonio de Frescobaldis, priori prioratus Pisarum Hospitalis Sancti Johannis Hierosolimitani commissario nostro salutem, etc. Cum nuper nos de tua industria rerumque experientia plurimum confidentes pro perficiendis non nullis galeis et aliis navigiis ac quampluribus aliis rebus ad apparatum classis nostre maritime contra Turchos pertinentibus conducendis et peragendis te commissarium nostrum ad civitatem nostram Anconitanam et alia loca … destinaverimus ac deputaverimus, … auctoritate apostolica tenore presentium concedimus, etc.)

[χορηγώντας διοικητικές αρμοδιότητες για την προετοιμασία τού παπικού στόλου], έγγραφο στο Reg. Vat. 519, φύλλα 62-63, «γραμμένο στη Ρώμη, στον Άγιο Πέτρο, το έτος κλπ. 1463, έξη μέρες πριν από τις ίδες Ιανουαρίου, κατά το έκτο έτος τής παπικής μας θητείας» (datum Rome apud Sanctum Petrum, anno etc., millesimo CCCCLXIII, sexto Idus Januarii, pontificatus nostri anno sexto) δηλαδή στις 8 Ιανουαρίου 1464. Πρβλ. Paschini, «La Flotta», σελ. 192-204, 212, 216-17, που χρονολογεί την τελική απομάκρυνση των Ουρρέα, Ολτσίνα και Φρεσκομπάλντι από τη διοίκηση στις 20 Μαρτίου 1457 [στο ίδιο, σελ. 204].

[←25]

Πρβλ. Pastor, Gesch. d. Päpste, Ι (ανατυπ. 1955), 683-85. Yπάρχουν πολλές επιστολές προς παπικούς συλλέκτες στον τόμο σημειωμάτων που αναφέρθηκε στην προηγούμενη σημείωση (και αναφέρεται συχνά σε αυτές τις σελίδες). Για τις σταυροφορικές προσπάθειες τού Κάλλιστου Γ΄ βλέπε το συνοπτικό αλλά περιεκτικό άρθρο των Matteo Sciambra, Giuseppe Valentini και Ignazio Parrino, «L’Αlbania e Skanderbeg nel piano generale di crociata di Callisto III (1455-1458)», στο Bollettino della Badia greca di Grottaferrata, νέα σειρά, XXI (1967), 83-136, οι οποίοι παρέχουν στα παραρτήματα καταλόγους ονομάτων των σταυροφορικών λεγάτων, νούντσιων, συλλεκτών πόρων και κηρύκων. Οι αρχειακές τους έρευνες τούς οδήγησαν στο συμπέρασμα ότι ο Κάλλιστος δαπάνησε (ή αναμενόταν να δαπανήσει;) «ελάχιστο σύνολο» 639.000 δουκάτων για τη σταυροφορία και δέσμευσε για αυτήν 750.000. Η μελέτη τους βασίζεται κυρίως, αλλά όχι αποκλειστικά, στον εν λόγω τόμο σημειωμάτων [Arm. XXXIX, τόμος 7, τον οποίο χρησιμοποίησα πριν από χρόνια στα Αρχεία Βατικανού], τού οποίου ετοίμασαν πολύτιμη edizione in regesto, δηλαδή ιταλικές περιλήψεις των κειμένων, με επιλεγμένα σημειώματα παρεχόμενα στην αρχική λατινική τους διατύπωση [Il “liber brevium” di Callisto III, la crociata, l’Αlbania e Skanderbeg, Παλέρμο: Centro internazionale di studi albanesi, 1968]. Υπάρχουν συνολικά 436 σημειώματα, που καλύπτουν την περίοδο από τις 4 Μαΐου 1456 μέχρι τις 28 Ιουνίου 1458.

Για τα παπικά μητρώα την εποχή τού Κάλλιστου και τις πρακτικές τής κούρτης και των γραφέων στην υπογραφή, διανομή, αντιγραφή και διατήρηση βουλλών, σημειωμάτων και άλλων κειμένων (διορθώσεων, διαγραφών, ακυρώσεων, προσδοκίμων, διορισμών σε εκκλησιαστικά αξιώματα και επιδόματα, τού ταμείου, για το παπικό ταμείο και αρχείο, για παπικούς γραμματείς, συνοψιστές, γραφείς και άλλους αξιωματούχους, καθώς και για τον ρόλο τού πάπα στο περιβάλλον τού Βατικανού), βλέπε Ernst Pitz, Supplikensignatur und Briefexpedition an der romischen Kurie im Pontifikal Papst Calixts III., Τύμπινγκεν, 1972. Ο Κάλλιστος έκανε τον ανηψιό του Ροδρίγο Βοργία (αργότερα πάπα Αλέξανδρο ΣΤ’) αντικαγκελάριο την 1η Μαΐου 1457 και στη συνέχεια επικεφαλής τού Γραφείου (Chancery), αφού η θέση είχε παραμείνει κενή για τέσσερα χρόνια [στο ίδιο, σελ. 39].

[←26]

Η επιστολή αυτή, με ημερομηνία 1 Σεπτεμβρίου 1455, αναφέρεται συνοπτικά, παρόλο που δεν δημοσιεύεται, από τον Raynaldus, Annales ecclesiastici ad ann. 1455, αριθ. 27, τόμ. XVIII (1694), σελ. 440, αλλά βλέπε την επόμενη σημείωση. Για την οικονομική συμμετοχή τής Γένουας και τής Τράπεζας Αγίου Γεωργίου στη σταυροφορία και στην πώληση συγχωροχαρτιών στην περιοχή νότια τής πόλης (για τη διατήρηση τού Καφφά στη Μαύρη Θάλασσα), βλέπε Jacques Heers, «La Vente des indulgences pour la croisade, a Genes et en Lunigiana, en 1456», Miscellanea storica ligure, III (1963), 69-101. Οι πόροι συλλέγονταν σε νομίσματα Γένουας, Φλωρεντίας, Αγίας Έδρας, Μιλάνου, Φερράρας, Βενετίας, Μπολώνια, Σιένα, Σαβόνα, Σαβοϊας, Καταλωνίας, Γαλλίας και τού γενουάτικου νησιού τής Χίου, πράγμα που δείχνει την μεγάλη ποικιλία νομισμάτων σε τοπική κυκλοφορία και την προφανή περίπτωση νομισματικής ανταλλαγής στα μέσα τού 15ου αιώνα.

[←27]

Pastor, Acta inedita, 1 (1904), αριθ. 36, σελ. 47-51 με ημερομηνία 1 Σεπτεμβρίου 1455. Πρβλ. επίσης Pastor, Gesch. d. Päpste, I (ανατυπ. 1955), 685. To κείμενο υπάρχει στο Reg. Vat. 438, φύλλα 59-60.

[←28]

Πρβλ. Pastor, Gesch. d. Päpste, I (ανατυπ. 1955), 686.

[←29]

Arch. Segr. Vaticano, Arm. XXXIX, τόμος 7, φύλλο 57:

«Μαθαίνουμε από αξιόπιστη πηγή ότι κάποιος Λεονάρντο πρεσβύτερος τού Αρέτσο, που υπηρετούσε ως εφημέριος στην εκκλησία τής Σαρσίνα, τράπηκε σε φυγή με ποσότητα χρημάτων, που προέρχονταν από τον σταυροφορικό φόρο δεκάτης. Γι’ αυτό επιθυμούμε, αναθέτουμε σε σάς το καθήκον και δίνουμε εντολή, οπουδήποτε κι αν βρίσκεται ο εν λόγω Λεονάρντο, να συλληφθεί υποχρεωτικά και να οδηγηθεί στη φυλακή και να επιστραφούν τα εν λόγω χρήματα στον αξιωματούχο τής Τσεζένα, τον αγαπημένο γιό και επίτροπό μας Φραντσέσκο Κοππίνο. Δική σάς αμελεια ή καθυστέρηση στην υπόθεση αυτή θα προκαλέσει την οργή μας και στη συνέχεια θα προχωρήσουμε σε μέτρα εναντίον σας. Γράφτηκε στη Ρώμη κλπ. στις 28 Δεκεμβρίου 1457 [έτσι, αλλά με ημερομηνία από γεννήσεως (a nativitate), δηλαδή 25 Δεκεμβρίου, το έτος είναι 1456], κατά το δεύτερο έτος τής παπικής μας θητείας».

(Intelleximus fidedigna relatione quendam Leonardum presbyterum Arretinum dum exerceret officium vicariatus ecclesie Saxinatensis cum certa pecuniarum quantitate, quas ex decima Cruciate perceperat, aufugisse. Quare volumus et fratemitati tue presentium tenore committtmus et mandamus ut dictum Leonardum, ubicumque sit, capi facias et carceribus mancipari cogasque cum ad resututionem dictarum pecuniarum faciendam officialibus deputatis Cesenne aut dilecto filio Francisco Coppino commissario nostro, in qua re si negligens fueris aut tardus, indignationem nostram incurres et deinde ad acriora contra te procedemus. Datum Rome, etc., die XXVIII decembris MCCCCLVII [pontificatus nostri] anno secundo)

[←30]

Arm. XXXIX. τόμος 7, φύλλα 76-77, σε απάντηση επιστολής από τον Φενολλέτ γραμμένης στη Βαρκελώνη στις 24 Φεβρουαρίου 1457.

[←31]

A. Vigna, «Codice diplomaticus delle colonie tauro-liguri» στο Atti della Società ligure di storia patria, VI (Genoa, 1868), έγγραφο αριθ. 349, σελ. 738-40 και πρβλ στο ίδιο, σελ. 698-99.

[←32]

«Non absque displicentia percepimus quendam Johannem de Revo se falso nuntium et apostolice sedis commissarium asserentem perque universum Austrie ducatum predicare sanctam cruciatam et inauditas absque sedis apostolice facilitate concedere indulgentias ex quibus a devotis ignarisque personis illarum partium pecunias et bona quam plurima dicitur surripuisse…». Arm. XXXIX, τόμος 8, φύλλα 7-8, επιστολή στις 15 Ιουλίου 1457 προς τον επίσκοπο τού Φέλτρε, «γενικό μας εκπρόσωπο και αξιωματούχο σε πνευματικά και κοσμικά ζητήματα» (in spiritualibus et temporalibus vicarius et officialis generalis).

[←33]

Arm. XXXIX. τόμος 7, φύλλο 135, σε απάντηση επιστολής από τον καρδινάλιο Λοντοβίκο, γραμμένης στη Ρόδο στις 12 Οκτωβρίου 1457.

[←34]

Pastor, Acta inedita, I (1904), αριθ. 37, σελ. 51-52. Oι Ενετοί προφανώς συμφωνούσαν να στείλουν στον καρδινάλιο Λοντοβίκο Τρεβιζάν 3.000 δουκάτα τον χρόνο, για να βοηθήσουν την υποστήριξη τού παπικού στόλου [Arm. XXXIX, τόμος 7, φύλλο 53]. Στις 16 Μαρτίου 1457 οι Ραγουσαίοι έγραψαν στο βασιλιά Λάντισλας Πόστουμους τής Ουγγαρίας (και Βοημίας), ότι ο Φραγκισκανός μοναχός Μαριάνο ντα Σιένα, σταυροφορικός αναπληρωτής τού Τρεβιζάν στη Ραγούσα (Ντουμπρόβνικ) και τη Δαλματία, χορηγούσε «αποστολική άφεση από όλες τις αμαρτίες» σε εκείνους που συνεισέφεραν τρία δουκάτα για να βοηθήσουν τις χριστιανικές προσπάθειες εναντίον των Τούρκων. Πίστευαν ότι είχε συγκεντρώσει 4.000 δουκάτα μόνο στη Ραγούσα, καθώς και απροσδιόριστο ποσό από την υπόλοιπη Δαλματία.

Οι Ραγουσαίοι έδιναν κάποια έμφαση στη συνταγματική τριβή, ότι η πόλη τους βρισκόταν ακόμη υπό τη δικαιοδοσία τού ουγγρικού στέμματος. Ο Μαριάνο κήρυττε τη σταυροφορία «σε αυτή τη πόλη τής Μακαριότητάς σας … αν και η εν λόγω πόλη είναι μέλος τού βασιλείου τής Αυτού Μεγαλειότητας» (in hac Serenitate vestre civitate … quamquam civitas predicta regni Maiestatis vestre membrum sit).

Θεωρούσαν ότι οι πόροι επρόκειτο να χρησιμοποιηθούν για να βοηθήσουν τον στόλο τού Τρεβιζάν, ο οποίος βρισκόταν τότε σε ροδιακά ύδατα [βλέπε πιο κάτω, σελ. 188], αλλά προτιμούσαν ιδιαίτερα να εκτραπούν όλα τα χρήματα σε ενίσχυση (ουγγρικής) εκστρατείας εναντίον των Τούρκων στη στεριά. Tα χρήματα θα περνούσαν έτσι στα χέρια τού καρδινάλιου Καρβαχάλ μάλλον και όχι σε εκείνα τού Τρεβιζάν [βλέπε J. Gelcich και L. Thallóczy (επιμ.), Diplomatarium ragusanum, Βουδαπέστη, 1887, αριθ. 347, σελ. 594-95]. Φυσικά ο Λάντισλας προσπάθησε να σταλούν τα χρήματα στην Ουγγαρία, αλλά ο Κάλλιστος Γ΄ παρενέβη και απείλησε τούς Ραγουσαίους με αφορισμό αν δεν τα παρέδιδαν στον αποστολικό νούντσιο Ιωάννη Ναβάρρε, ο οποίος στάλθηκε στη Ραγούσα για να τα συλλέξει [στο ίδιο, αριθ. 351-52, σελ. 598-600]. Όμως οι Ραγουσαίοι δεν παρέδωσαν τα χρήματα στον νούντσιο μέχρι τις 7 Φεβρουαρίου 1458, όταν πια είχαν βεβαιωθεί για τον θάνατο τού Λάντισλας τον προηγούμενο Νοέμβριο [υπ’ αριθ. 355, σελ. 603].

[←35]

Arch. di Stato di Mantova, Arch. Gonzaga, Busta 834:

«…Εμείς τουλάχιστον, για να προετοιμαστεί αυτή η ευοίωνη εκστρατεία, προσπαθήσαμε με κάθε επιμέλεια, φροντίδα και επαγρύπνηση και συμβάλαμε χωρίς καθυστέρηση σε όλα όσα είναι απαραίτητα για την υποστήριξή της, με αποτέλεσμα να ανακοινώνουμε τώρα ότι ο λεγάτος μας είναι έτοιμος να αναλάβει τη διεξαγωγή της στις καλένδες Απριλίου, με όλο τον στόλο, μεταφορικό και πολεμικό. Γράφτηκε στη Ρώμη … και σφραγίστηκε με τη σφραγίδα μας τού αλιέα στις 15 Φεβρουαρίου 1456, κατά το τρίτο έτος τής παπικής μας θητείας».

(…Nos certe ad huius nostri apparatus faustam expeditionem omni studio, cura et vigilantia intenti sumus optamusque ut omnes quicquid ad eam subsidii sint allaturi sine mora conferant cum effectu cum decreverimus iam quod noster legatus ad Kal. Αprilis cum tota classe navigationi et bello feliciter gerendo sit accinctus. Datum Rome … sub anulo piscatoris die XV Februarii MCCCCLVI, pontificatus nostri anno primo)

Κανένας δεν χαιρόταν πληρώνοντας τη σταυροφορική επιβολή και βρίσκουμε τότε τον Πιέτρο ντε Τεμπαλντέσκι ντα Νόρτσια, τον γερουσιαστή Ρώμης, να διαμαρτύρεται για τον φόρο δεκάτης που επέβαλλε ο πάπας στον μισθό του [A. Cappelli, «Un Senatore di Roma nel 1456», Archivio storico lombardo, 3η σειρά, XX (ann. XXX, 1903, 195-99, ιδιαίτερα σελ. 198, επιστολή στις 11 Φεβρουαρίου (1456) προς τον Φραντσέσκο Σφόρτσα, δούκα τού Mιλάνου].

[←36]

Pastor, Hist. Popes, II, 368 και παράρτημα, αριθ. 36, σελ. 540-41 και Gesch. d. Päpste, I (ανατυπ. 1955), 696 και παράρτημα, αριθ. 69, σελ. 852, ο οποίος (όπως σημειώνεται αλλού σε αυτόν τον τόμο) αποκαλεί ανακριβώς «Σκαράμπο» τον Τρεβιζάν. Βλέπε Niccola della Tuccia, Cronaca di Viterbo, επιμ. Ignazio Ciampi, Φλωρεντία, 1872, σελ. 187. Στις 29 Δεκεμβρίου 1455 η Ενετική Γερουσία έγραφε στον καρδινάλιο Λοντοβίκο, τον «σεβασμιώτατο κύριο καρδινάλιο, πατριάρχη Ακουιλέια, παπικό ταμία [καμεράριο]» (Reverendissimo domino cardinali, patriarche Aquilegiensi, camerario):

«…Μάθαμε από επιστολή που πήραμε πρόσφατα από τη σεβασμιότητά σας, ότι ο ανώτατος ποντίφηκας, με την ομόφωνη ψήφο και τη συγκατάθεση τού Ιερού Κολλεγίου … εξέλεξε το αιδεσιμότατο πρόσωπό σας ως αποστολικό λεγάτο, γενικό κυβερνήτη και διοικητή ολόκληρου τού πολεμικού στόλου, για να τον οδηγήσει εναντίον των εχθρών τής πίστης…»,

(… Novimus litteris reverendissime dominationis vestre nuper nobis redditis electionem factam per pontificem maximum unanimi voto et consensu Sacri Collegii … de reverendissima persona vestra in legatum apostolicum generalemque gubernatorem et capitaneum tocius maritime classis contra hostes fidei instruende…)

ύστερα από το οποίο ακολουθούν οι συνήθεις κολακευτικές εκφράσεις εμπιστοσύνης και στοργής [Arch. di Stato di Venezia, Sen. Secreta, Reg. 20, φύλλο 76 (77)].

[←37]

Πρβλ. Pastor, Hist. Popes, II, 323-25, 330 και Gesch. d. Päpste, Ι (ανατυπ. 1955), 659-61, 664 με παραπομπές στις πηγές.

[←38]

Lodrisio Crivelli (Cribellus), De expeditioni Pii papae secundi in Τurcas, βιβλίο I στο RISS, XXIII (Μιλάνο, 1733), στήλες 56E-57D και επιμ. G. C. Zimolo στο νέο Muratori, RISS, XXIII, μέρος 5 (1942, 1948-50), σελ. 64-65. Tο μέγεθος τού στόλου τού Λοντοβίκο Τρεβιζάν παραμένει αβέβαιο. Μπορεί να είχε στην αρχή δέκα γαλέρες (βλέπε πιο κάτω, σημείωση 100). Η περιγραφή τού Κριβέλλι για την απροθυμία τού Λοντοβίκο να αποπλεύσει σε ταξίδι προς την Ανατολή λόγω τής ανεπάρκειας τού στόλου και για την απειλή τού Κάλλιστου να αναλάβει δράση εναντίον του, είναι αρκετά αληθοφανής, αλλά δεν φαίνεται να επιβεβαιώνεται ούτε από τη διπλωματική αλληλογραφία ούτε από εγγραφές στα αρχεία τού εκκλησιαστικού συμβουλίου [πρβλ. Pastor, Gesch. d. Päpste, I (ανατυπ. 1955), 696, σημείωση 2].

[←39]

Arch. di Stato di Roma, Mandata pro classe conficienda: Diversorum Calixti III, τόμ. 831, φύλλα 193 και εξής, για το οποίο βλέπε Pastor, Gesch. d. Päpste, I (ανατυπ. 1955), 696-97 και ιδιαίτερα P. Paschini, «La flotta di Callisto III», Arch. della R. Soc. rom. di storia patria, LIII-LV (1930-32), 184 και εξής, 190-91. Aπό τον Νοέμβριο τού 1455 μέχρι τον Αύγουστο τού 1456 ο Αμπρότζιο Σπανόκκι τής Σιένα, λειτουργώντας ως οικονομικός εκπρόσωπος τής Αγίας Έδρας, εισέπραξε περίπου 49.076 χρυσά φλουριά και πλήρωσε περίπου 45.369 για τον στόλο τού Τρεβιζάν. Όταν στις 20 Ιουνίου 1459 έγινε στη Μάντουα ο τελικός απολογισμός των πόρων, ο Σπανόκκι όφειλε λοιπόν στο παπικό ταμείο περίπου 3.707 φλουριά. Ο ενδιαφερόμενος αναγνώστης θα βρει τις λεπτομέρειες συνοψιζόμενες στην επόμενη παράγραφο.

Ο οικονομικός απολογισμός παρέχεται στο Arch. Segr. Vaticano, Introitus et Exitus, Reg. 432, φύλλα 79-101,

«σε αυτό το βιβλίο θα γράφονται όλα τα εσόδα και έξοδα που θα εισπράττουμε και θα πληρώνουμε για την κατασκευή των γαλερών που θα χρησιμοποιηθούν εναντίον των Τούρκων και θα τηρείται από μένα, τον Φραντσέσκο Γκινούτσι ντα Σιένα, στο όνομα τού Αμπρότζιο Σπαννόκι, αναπληρωτή οικονομικού υπεύθυνου αυτής τής κατασκευής» [στο ίδιο, φύλλο 79].

(in questo libro sara scritta tutta l’entrata e uscita de che si ricieveranno e pagheranno per la fabricha de le galee [che] si fanno contro lo Turcho, tenuto per me Francesco Ghinnuci da Siena in nome d’ Anbrosio Spannochi, deputato depoxitario de detta fabricha)

Kατά τη διάρκεια τής εν λόγω περιόδου ο Αμπρότζιο Σπανόκκι εισέπραξε χρήματα που αθροίζονταν σε 49.076 χρυσά φλουριά «του παπικού ταμείου» (de camera), 13 σόλιδους (solidi) και 6 δηνάρια (denarii) σε ρωμαϊκά χρήματα [φύλλο 88] και δαπάνησε, κυρίως «με εντολή τού παπικού ταμία» (per mandato del camarlengo), 45.369 φλουριά, 17 σόλιδους, 9 δηνάρια,

«και έτσι τα έσοδα υπερβαίνουν τα έξοδα σε ίδια χρυσά φλουριά [δηλαδή φλουριά τού παπικού ταμείου] κατά 3.706 φλουριά, 45 σόλιδους και 9 δηνάρια αυτού τού νομίσματος και με την επιφύλαξη αυτού τού υπολογισμού, ο οποίος πράγματι είναι αληθινός, ο εν λόγω Αμπρότζιο παραμένει οφειλέτης και αποτελεσματικά δεσμευμένος απέναντι στο παπικό ταμείο για 3.806 φλουριά, 45 σόλιδους και 8 δηνάρια …. Γράφτηκε στη Μάντουα, στο παπικό ταμείο, την εικοστή ημέρα τού μηνός Ιουνίου τού 1450 [!], κατά το πρώτο έτος τής παπικής θητείας τού αγιώτατου ποντίφηκα κυρίου Πίου, ο οποίος με θεϊκή πρόνοια ονομάστηκε πάπας Β΄» [φύλλο 101].

(et sic introitus superat exitum in florenis auri similibus tribus milibus septingentissex, solidis quadragintaquinque, denariis novem dicte monete, salvo tamen calculo veriori in quibus quidem III m. DCCCVI, soll. XXXXV, den. VΙΙΙI predictus Ambrosius remanet Camere Apostolice debitor et efficaciter obligatus…. Mantue in Camera Apostolica die vicesima mensis Iunii MCCCCL, pontificatus sanctissimi d. n. domini Pii divina providentia Pape II anno primo)

Στα Έσοδα και Έξοδα [Introitus et Exitus, Reg. 459, φύλλα 8-16], υπάρχει καταγραφή τής συλλογής και εκταμίευσης των πόρων «για υποστήριξη τού εξοπλισμού εναντίον των Τούρκων» (in adiutorium armate contra Turchos) [φύλλο 9 από τον Απρίλιο μέχρι τον Ιούλιο τού 1456], από τούς Αμπρότζιο Σπανόκκι, Αλεσσάντρο Μιραμπάλλι, Τομμάζο Σπινέλλι και άλλους. Όπως πάντοτε στην ιστορία τού παπισμού τού Μεσαίωνα και τής Αναγέννησης, οι οικονομικές εγγραφές δεν είναι πλήρεις, αλλά αμφιβάλλω αν ο Κάλλιστος δαπάνησε «κατ΄ έλάχιστο» 639.000 δουκάτα για τη σταυροφορία, για την οποία εκτίμηση βλέπε πιο πάνω, σημείωση 25.

[←40]

Pastor, Gesch. d. Päpste, I (ανατυπ. 1955), 689-90 και πρβλ. Raynaldus, Annales ecclesiastici ad ann. 1455, αριθ. 30, τόμ. XVIII (1694), σελ. 441-42.

[←41]

Επιστολή τού Μπαρτολομμέο Βισκόντι, επισκόπου Νοβάρα, προς Φραντσέσκο Σφόρτσα, γραμμένη στη Ρώμη στις 29 Ιουνίου 1455 στον Pastor, Acta inedita, I (1904), αριθ. 34, σελ. 45-46. Πρβλ. Pastor, Hist. Popes, II, 360, όπου η επιστολή χρονολογείται στο κείμενο εσφαλμένα στο 1456 και στο ίδιο, σελ. 362, όπου έχει χρονολογία τόσο σωστή όσο και λανθασμένη στη δεύτερη σημείωση, όπως και στο Gesch. d. Päpste, I (ανατυπ. 1955), 691, σημείωση 3.

[←42]

Raynaldus, Annales ecclesiastici ad ann. 1456, αριθ. 6, τόμ. XVIII (1694), σελ. 454, Pastor, Hist. Popes, II, 362-63 και Gesch. d. Päpste, I (ανατυπ. 1955). 691-92.

[←43]

Pastor, Hist. Popes, II, 364 και Gesch. d. Päpste, I, 693.

[←44]

Gelcich και Thallóczy, Diplomatarium ragusanum (1887), αριθ. 332, σελ. 581.

[←45]

«… ut consilli prorsus inopes simus…» [στο ίδιο, αριθ. 353, σελ. 601, επιστολή με ημερομηνία 14 Νοεμβρίου 1457].

[←46]

Σπ. Π. Λάμπρος, Παλαιολόγεια και Πελοποννησιακά, IV (Αθήνα. 1930), 247 και πρβλ. Giuseppe Cammelli, I Dotti bizantini e le origini dell’ umanesimo, II: Giovanni Argiropulo, Φλωρεντία, 1941, σελ. 75-76. Η επιστολή είναι γραμμένη στον Άγιο Πέτρο στη Ρώμη, «MCCCCLV, idibus Martii, pontificatus nostri anno primo», δηλαδή στις 15 Μαρτίου 1456. O Κάλλιστος Γ΄ στέφθηκε πάπας στις 20 Απριλίου 1455.

[←47]

Arch. di Stato di Venezia, Sen. Secreta, Reg. 20, φύλλα 76 και εξής, 80-8l, 107, 108, 110-111, 127 (77 και εξής, 8182, κλπ.), έγγραφα με ημερομηνία από το τέλος Δεκεμβρίου 1455 μέχρι τον Ιούνιο τού 1457.

[←48]

Οφείλουμε τις λεπτομέρειες στα ονομαζόμενα Απομνημονεύματα ενός Γενιτσάρου [Pamiejniki Janezara, κεφ. 27, μετάφρ. Renate Lachmann (με επιπλέον σημειώσεις από C.-P. Haase και C. Prinzing), Memoiren eines Janitscharen oder Turkische Chronik, Graz, Βιέννη και Cologne, 1975, σελ. 112-13 (Slavische Geschichtsschreiber, VIII)], σύμφωνα με τα οποία ο φερόμενος ως συγγραφέας, ο Σέρβος Κωνσταντίνος Μιχαήλοβιτς από την Οστρόβιτσα, ήταν μεταξύ τής ομάδας των 320 νεαρών ανδρών και των 704 (ή 741) γυναικών που πήραν οι Τούρκοι από το Νόβο Μπόρντο [πρβλ. την όχι ικανοποιητική έκδοση τού Pamietniki Jancara Polaka, κεφ. 27 στο P. A. Dethier (επιμ.), Monumenta Hungariae historica, XXII, μέρος 1 (Ισταμπούλ, 1872), σελ. 1249-50, με γαλλική μετάφραση, στο ίδιο, XXII-2, σελ. 335-36].

Tα «απομνημονεύματα» φαίνεται να αποτελούν αμάγαλμα διαφόρων κειμένων (καθώς και των επινοημάτων που προστέθηκαν στην πολωνική σύνταξη). Διασώζονται σε δώδεκα ή περισσότερα χειρόγραφα στα τσεχικά (ως Kranika Turecka ή Τουρκικό Χρονικό) και ιδιαίτερα στα πολωνικά (ως Pamietniki Janezara ή Απομνημονεύματα ενός Γενιτσάρου). Tο πρωτότυπο φαίνεται καθαρά ότι είχε γραφεί στα τσεχικά [βλέπε την εισαγωγή τής Lachmann στη γερμανική μετάφραση και Angiolo Danti, «Contributi all’ edizione critica dei Pamietniki Janezara», Ricerche slavistiche, XVI (1968-69), 126-62, με βιβλιογραφικά συμπληρώματα στο Pertusi, Caduta di Costantinopoli, I (1976), 254-55]. To τσέχικο κείμενο των «απομνημονευμάτων», με αγγλική μετάφραση από τον Benjamin Stolz και ιστορικό σχολιασμό από τον Svat Soucek, έχει προσφάτως δημοσιευθεί από το Πανεπιστήμιο τού Michigan [Konstantin Mihailovic, Memoirs of a Janissary, Ann Arbor, 1975].

Για την πολιορκία τού Νόβο Μπόρντο και τα γεγονότα που οδήγησαν σε αυτήν βλέπε Κριτόβουλο, II, 8-9, επιμ. Müller, FHG, V-l (1870), σελ. 110-11, επιμ. Grecu. σελ. 185, 187:

Και ο Λάζαρος, έχοντας αναλάβει και πάλι την εξουσία στη χώρα του, έγινε ισχυρός σε σύντομο χρονικό διάστημα, και την κυβερνούσε δυνατά. Ήταν υποτελής στον πατέρα τού σουλτάνου και μέχρι πριν από λίγο και στον ίδιο τον σουλτάνο Μεχμέτ και πλήρωνε τον φόρο υποτέλειας. Αλλά ύστερα από αυτό, όπως ανέφερα, έγινε απερίσκεπτος και αποφάσισε να εξεγερθεί. Ούτε κατέβαλε πρόθυμα τον φόρο υποτέλειας, αλλά επίσης συνεργαζόταν με τούς Παίονες [Ούγγρους] και τούς Δάκες, παραβιάζοντας έτσι τις συνθήκες που είχε συνάψει με τον σουλτάνο.

«Λάζαρος δὲ τὴν ἰδίαν ἀρχὴν αὖθις ἀναλαβὼν κατὰ μικρὸν τε κρατυνάμενος καὶ ἄρξας αὐτῆς ἐγκρατῶς, ἦν ὑποταττόμενος τῷ τε πατρὶ τοῦ βασιλέως καὶ αὐτῷ δὴ τῷ βασιλεῖ, μέχρι τινὸς καὶ τὸν φόρον ἀποδιδοὺς˙ μετὰ ταῦτά γε μὴν, ἧπερ ἔφην, ἀβουλίᾳ γνώμης χρησάμενος καὶ νεωτέρων ἐπιθυμήσας, οὔτε τὸν φόρον ἀπεδίδου ῥᾳδίως, καὶ μετὰ τῶν Παιόνων τε καὶ Δακῶν ἔπραττε, παραβαίνων τὰς μετά βασιλέως σπονδὰς.

Όταν ο σουλτάνος ανακάλυψε ότι ενεργούσε με αυτόν τον τρόπο, οργίστηκε και εκστράτευσε εναντίον του. Έχοντας κάνει προσεκτικές προετοιμασίες κατά τη διάρκεια τού χειμώνα, με την πρώτη εμφάνιση τής άνοιξης έφυγε από την Αδριανούπολη με όλο τον στρατό του, ιππικό και πεζικό, και βάδιζε μέσα από το εσωτερικό τής Θράκης και τής Μακεδονίας, παίρνοντας μαζί του πολλά κανόνια και όπλα κάθε είδους.

Ὅ δὴ καταφωράσας ὁ βασιλεὺς αὐτὸν ποιοῦντα καὶ ληφθεὶς ὀργῇ, τὴν ἐκστρατείαν κατ’ αὐτοῦ ἐποιεῖτο. Παρασκευασάμενος οὖν χειμῶνος καλῶς, ἐπειδὴ ἔαρ ὑπέφαινεν ἤδη, ἄρας ἐκ τῆς Ἀδριανοῦ παντὶ τῷ στρατῷ ἱππικῷ τε καὶ πεζικῷ ἐχώρει διὰ τῆς μεσογείας Θρᾴκης τε καὶ Μακεδονίας, ξυνεπαγόμενος ἅμα οἱ καὶ μηχανὰς οὐκ ὀλίγας καὶ ὅπλα πάμπολλα.

Είχε στρατό, όπως λεγόταν, 50.000 ιππέων και πολύ μεγαλύτερο αριθμό πεζών. Φτάνοντας στη Μοισία και στην οροσειρά τού Αίμου (όπου βρισκόταν το πέρασμα), τη διέσχισε με ασφάλεια με όλο τον στρατό του σε μια εβδομάδα, ενώ με τρεις ημέρες πορείας από εδώ μπήκε στο έδαφος των Τριβαλλών. Εισέβαλε και λεηλάτησε μεγάλο μέρος του, και κατέλαβε αρκετά φρούρια, μερικά με βία και έφοδο, άλλα με πολιορκία.

Ἦν δὲ ὁ στρατὸς αὐτῷ, ὡς ἐλέγετο, ἵππος μὲν πεντακισμύρια, πεζὸς δὲ οὐκ ὀλίγῳ πλείων τούτων. Καταλαβὼν δὲ τὴν τε Μυσίαν καὶ τὸ Αἵμονος ὄρος, ἔνθα ή πάροδος, ἑβδομαῖος διαβαίνει τε ταύτην ἀσφαλῶς παντὶ τῷ στρατῷ, κἀκεῖθεν ὁρμηθεὶς τριταῖος ἐσβάλλει ἐς τὴν Τριβαλλῶν˙ καὶ κατατρέχει μὲν αὐτῆς τὰ πολλὰ καὶ ληίζεται, χειροῦται δὲ καὶ φρούρια οὐκ ὀλίγα, τὰ μὲν ἐξ ἐπιδρομῆς βίᾳ, τὰ δὲ καὶ πολιορκίᾳ ἑλὼν.

Κάνοντας αυτό μέσα σε διάστημα εικοσιπέντε ημερών από την πρώτη του εισβολή, εφτασε σε πόλη καλά οχυρωμένη και ακμάζουσα, το Νόβο Μπέρντο, όπως ονομαζόταν στη γλώσσα των Τριβαλλών, όπου εξορυσσόταν το μεγαλύτερο μέρος τού αργύρου και τού χρυσού. Έστησε το στρατόπεδο του μπροστά από αυτή την πόλη.

Δράσας δὲ ταῦτα ἐν πέντε καὶ εἴκοσι ταῖς ὅλαις ἡμέραις μετὰ τὴν ἐσβολὴν, ἀφικνεῖται ἐς πόλιν ἐχυρὰν καὶ εὐδαίμονα Νοβόπροδον οὕτω καλουμένην τῇ Τριβαλλῶν φωνῇ, οὐ δὴ καὶ πλεῖστος ἄργυρος καὶ χρυσὸς γεωργεῖται ἀνορυττόμενος, καὶ στρατόπεδον τίθησιν ἐπ’ αὐτὴν.

Πρώτα έστειλε μήνυμα στους κατοίκους, προτείνοντας την παράδοσή τους και τη σύναψη συνθήκης, αν ήσαν πρόθυμοι, και δηλώνοντας ότι έπρεπε να τού παραδώσουν την πόλη τους και τούς εαυτούς τους, με υποσχέσεις καλής πίστης, και ότι αυτοί και οι σύζυγοί τους και τα παιδιά και όλα τα αγαθά τους θα παρέμεναν εκεί ασφαλή και σώα, στην ίδια κατάσταση όπως μέχρι τότε. Απαίτησε επίσης να τού πληρώνουν ακριβώς τούς ίδιους φόρους που έδιναν στον βασιλιά τους και ότι έπρεπε να ζουν ειρηνικά με όλους τούς άλλους.

καὶ πρῶτα μὲν λόγους προσφέρει τοῖς ἐν αὐτῇ περὶ τε ἐνδόσεως καὶ ξυνθηκῶν, εἴ βούλοιντο παραδόντες αὐτῷ τὴν πόλιν καὶ ἑαυτοὺς μετὰ ξυμβάσεων καὶ ὁμολογίας καὶ πίστεως καθῆσθαι ξὺν γυναιξὶ καὶ τέκνοις καὶ τοῖς ὑπάρχουσι πᾶσι σῶς καὶ κακῶν ἀπαθεῖς ἐπὶ τοῖς αὐτοῖς καὶ ὁμοίοις, εφ’ οἷσπερ καὶ πρότερον, καὶ φόρους ἀποφέρειν οὕς καὶ τῷ σφῶν βασιλεῖ, τοῖς ἄλλοις ἄπασιν εἰρηνεύοντες.

Όμως αυτή η απόπειρα δεν πέτυχε όπως περίμενε, καθώς οι πολιορκημένοι ήσαν απολύτως απρόθυμοι να δεχτούν. Γι’ αυτό κατέστρεψε αμέσως την ύπαιθρο, κύκλωσε την πόλη με τον στρατό του και την πολιορκούσε βάζοντας τα κανόνια του σε δράση.

Ὡς δ’ οὐ προὐχώρει κατὰ νοῦν αὐτῷ ἡ πεῖρα, τῶν ἔνδον καθάπαξ οὐ βουλομένων, ἔκειρέ τε τὴν γῆν εὐθύς, καὶ περισταυρώσας τὸ ἄστυ καὶ κύκλῳ περιλαβὼν τῷ στρατῷ καὶ μηχανὰς ἐπιστήσας ἐπολιόρκει.

Ο Λάζαρος, ο αρχηγός των Τριβαλλών, όταν άκουσε για τη μεγάλη επίθεση τού σουλτάνου, για την κατάληψη των φρουρίων και την πολιορκία τού Νόβο Μπέρντο, εξεπλάγη από αυτό που είχε συμβεί και βρισκόταν εντελώς σε αμηχανία ως προς το τι να κάνει. Έκανε όμως ό,τι μπορούσε για να τακτοποιήσει τα υπόλοιπα φρούρια και απομάκρυνε τούς άνδρες, τις γυναίκες και τα παιδιά από τις πεδιάδες, βάζοντας τους μέσα στα φρούρια ή αλλού στα οχυρά των βουνών. Μετέφερε τα κοπάδια, όπως και όλα τα άλλα αγαθά τού λαού, και οχύρωσε την υπόλοιπη χώρα.

Λάζαρος δὲ ὁ τῶν Τριβαλλῶν ἡγεμὼν τὴν ἀθρόαν ἔφοδον τοῦ βασιλέως μαθὼν τὴν τε τῶν φρουρίων ἅλωσιν καὶ τὴν πολιορκίαν τοῦ Νοβοπρόδου, ἐξεπλάγη τε τῷ γινομένῳ καὶ ὅλος ἦν ἐν ἀμηχανίᾳ καὶ ἀπορίᾳ, μὴ ἔχων ὅ τι καὶ δράσειεν˙ ὅμως γε μὴν ἐκ τῶν δυνατῶν τὰ τε λοιπὰ τῶν φρουρίων ἐπεσκέυαζε τούς τε ἄνδρας καὶ γυναῖκας καὶ παῖδας ἀπὸ τῶν κάτω χωρῶν τοὺς μὲν ἐς τὰ φρούρια, τοὺς δὲ ἐς τὰ μετεωρότερα τῆς χώρας μετῴκιζε, τὰ τε βοσκήματα ἀνεκόμιζε καὶ τὴν ἄλλην πᾶσαν περιουσίαν αὐτῶν καὶ ἀποσκευὴν, τὴν τε λοιπὴν ἠσφαλίζετο χώραν.

Αφού τοποθέτησε σημαντική φρουρά στο Σμεντέρεβο, με διοικητή που ήταν από τούς πιο πιστούς σε αυτόν, και αφού έφερε σε αυτό το μέρος άφθονα εφόδια, τα οποία θεωρούσε επαρκή για μακρά πολιορκία, ο ίδιος διέσχισε τον Δούναβη με τη γυναίκα του και τα παιδιά του και όλα τα αγαθά του, καθώς και με κάποιους τής ακολουθίας του. Φτάνοντας στη χώρα των Δακών και των Παιόνων, παρέμενε εκεί.

αὐτὸς δὲ φρουρὰν τε ἱκανὴν καὶ φρούραρχον ἕνα τῶν αὐτῷ πιστοτάτων ἐγκαταστήσας τῇ Σαμανδρίᾳ, τὰ τε ἐπιτήδεια ἄφθονα ἐσκομίσας αὐτῇ, καὶ ὅσα γε ἐς μακρὰν πολιορκίαν ἀρκέσειν ἐνόμιζε, διαβαίνει τὸν Ἴστρον ξὺν γυναικὶ καὶ τέκνοις καὶ τοῖς ὑπάρχουσι πᾶσι καὶ τισι τῶν περί αὐτὸν, καὶ ἀφικόμενος ἐς Δάκας καὶ Παίονας ἐκεῖ διέτριβεν.

Ύστερα από λίγο σκέφτηκε ότι ήταν σκόπιμο να στείλει πρεσβεία στον σουλτάνο και να προσπαθήσει, αν ήταν δυνατόν, να εξασφαλίσει με κάποιο τρόπο συνθήκη ειρήνης. Επέλεξε λοιπόν άνδρες τής υψηλότερης τάξης από τούς γύρω του, άνδρες σοφίας και εκπαίδευσης, και τούς έδωσε πολλά ακριβά δώρα από χρυσό και ασήμι, καθώς και τούς συνήθεις φόρους που όφειλε, και τούς έστειλε.

Ὅμως γε μὴν μετά μικρὸν ἔδοξεν αὐτῷ βουλευσαμένῳ πρεσβείαν τε πέμπειν ὡς βασιλέα καὶ πειρᾶσθαι εἰ δύναιτο τρόπῳ παντὶ σπονδῶν τυχεῖν καὶ εἰρήνης. Ἀπολεξάμενος οὖν ἄνδρας τοὺς πρώτους παρ’ αὐτῷ , ξυνετοὺς τε καὶ τῶν ἄγαν πεπαιδευμένων, καὶ δῶρα δοὺς αὐτοῖς χρυσοῦ καὶ ἀργύρου πλεῖστα τε καὶ πολυτελῆ, ἀλλὰ δὴ καὶ τὸν ξυνήθη δασμὸν, ὅν ἔφαμεν, ἀποπέμπει.

Εκείνοι φτάνοντας έφεραν τα δώρα στον σουλτάνο, καθώς και τούς φόρους, και τού έδωσαν το μήνυμα που είχαν από τον ηγεμόνα τους. Ο σουλτάνος τούς δέχτηκε ήρεμα και τούς αντιμετώπισε με καλοσύνη. Αφού συνομίλησε μαζί τους ειρηνικά, έκανε συνθήκη και έδωσε και πήρε δεσμεύσεις, με τις οποίες θα κρατούσε μόνο τα φρούρια που είχε καταλάβει και το έδαφος που είχε πάρει με τα όπλα, ενώ σε όλα τα υπόλοιπα θα κυβερνούσε ο ηγεμόνας τους, πληρώνοντας ετήσιο φόρο υποτέλειας κάπως λιγότερο από ό,τι στο παρελθόν. Ο τελευταίος θα διέθετε επίσης καθορισμένο αριθμό στρατιωτών για τις εκστρατείες τού σουλτάνου.

Οἱ δὲ ἀφικόμενοι τὰ τε δῶρα κομίζουσι τῷ βασιλεῖ καὶ τὸν δασμὸν, ἀπαγγέλλοντες αὐτῷ καὶ τὰ παρὰ τοῦ σφῶν ἡγεμόνος. καὶ ὁ βασιλεὺς δέχεται τούτους ἡμέρως καὶ χρηματίζει φιλανθρώπως, καὶ λαλήσας εἰρηνικὰ μετ’ αὐτῶν σπονδὰς ποιεῖται, καὶ πίστεις δίδωσι καὶ λαμβάνει ἐφ’ ᾧ κατέχειν τε αὐτὸς ἅ ἔλαβε φρούρια, καὶ χώραν ὅσην ἐπῆλθε μετὰ τῶν ὅπλων, τῶν δὲ λοιπῶν πάντων ἄρχειν τὸν ἡγεμόνα σφῶν, ἀποδιδόντα φόρον ἐτήσιον ὀλίγῳ ἐλάσσονα τοῦ προτέρου καὶ στρατιώτας ῥητοὺς ἐν ταῖς ἐκστρατείαις τοῦ βασιλέως.

Τώρα η πολιορκούμενη πόλη τού Νόβο Μπέρντο, μη μπορώντας να αντισταθεί πια στην πολιορκία που είχε διαρκέσει πολύ –γιατί πολιορκούνταν για σαράντα περίπου ημέρες και τα τείχη είχαν κατεδαφιστεί από τα κανόνα- παραδόθηκε με δική της συμφωνία με τον σουλτάνο, με την προϋπόθεση ότι θα γλίτωναν όλοι οι κάτοικοι και θα παρέμεναν όπως ήσαν, με τις συζύγους και τα παιδιά τους και όλα τα υπάρχοντά τους, ζώντας στην πόλη και καλλιεργώντας τη γη.

Ἤδη γὰρ καὶ τὸ πολιορκούμενον ἄστυ τοῦ Νοβοπρόδου, μὴ δυνάμενον ἀντέχειν ἔτι τῇ πολιορκίᾳ μέχρι πολλοῦ παρατεινομένῃ (τεσσαράκοντα γὰρ που παρεῖλκον ἡμέραι πολιορκουμένῳ), ἀλλὰ δὴ καὶ τῶν τειχῶν αὐτῷ κατερριμμενων ταῖς μηχαναῖς, προσεχώρησεν ὁμολογίᾳ τῷ βασιλεῖ, ἐφ’ ᾧ μηδὲν τι κακὸν παθεῖν πάντας τοὺς ἐν αὐτῷ, ἀλλὰ μένειν ὡς εἶχον ξὺν γυναιξὶ καὶ τέκνοις καὶ τοῖς ὑπάρχουσι πᾶσι, κατοικοῦντάς τε τὸ ἄστυ καὶ νεμομένους τὴν χώραν.

Έτσι ο σουλτάνος, έχοντας κάνει τη συνθήκη και ανταλλάξει δεσμεύσεις, τίμησε τούς πρέσβεις με φιλικά και κατάλληλα δώρα, τούς χαιρέτησε με ήμερα και ευγενικά λόγια και τούς έστειλε πίσω. Κατά την επιστροφή τους είπαν στον αρχηγό τους Λάζαρο τι είχαν κάνει. Είχε πράγματι πετύχει πέρα από τις προσδοκίες του να πάρει τη συνθήκη (για την οποία δεν θα μπορούσε ποτέ να ελπίζει), γιατί δεν είχε φανταστεί ότι ο σουλτάνος θα μπορούσε να συνάψει συνθήκη μαζί του αφού είχε δημιουργήσει τέτοιο στρατό και είχε κάνει τόσο μεγάλες και ακριβές προετοιμασίες για πόλεμο. Έτσι ήταν πολύ ευχαριστημένος με το αποτέλεσμα, και δεν τον απασχολούσαν εκείνα που είχε χάσει, όντας ευτυχής με εκείνα που είχαν απομείνει. Μάλιστα περίμενε ότι θα τα έχανε όλα μονομιάς.

Σπεισάμενος οὖν καὶ πίστεις δοὺς τε καὶ λαβὼν, καὶ δώροις φιλοτίμοις τε καὶ ξενίοις τιμήσας τοὺς πρέσβεις καὶ λόγοις ἡμέροις καὶ φιλανθρώποις δεξιωσάμενος ἀποπέμπει. Οἱ δὲ παραγενόμενοι ἀπαγγέλλουσι τῷ σφῶν ἡγεμόνι Λαζάρῳ ἅ ἔπραξαν· ὁ δὲ παρ’ ἐλπίδα τυχὼν τῶν σπονδῶν, ὅπερ οὐκ ἄν ποτε προσεδόκησεν, οὐδὲ γὰρ ἐνόμιζεν ἔτι δυνατὸν εἶναι σπείσασθαί οἱ τὸν βασιλέα τοσαύτην ἀγείραντα στρατιὰν καὶ παρασκευὴν τοσήνδε καὶ δαπάνην ἐς τὸν πόλεμον πεποιημένον, ὅμως γε μήν ἥσθη τε τῷ γενομένῳ διαφερόντως καὶ (τῶν) ὧν ἀπέβαλεν οὐδένα πεποίηται λόγον, ἀγαπήσας τοῖς καταλειφθεῖσι· πάντων γὰρ ἀθρόων ἐνόμιζεν ἐκπεσεῖσθαι.

Παίρνοντας λοιπόν ο Λάζαρος αμέσως τη σύζυγό του και τα παιδιά του και όλα τα άλλα υπάρχοντά του, διέσχισε τον Δούναβη και πήγε στη δική του επικράτεια.

Ἀναλαβὼν οὖν αὖθις τὴν τε γυναῖκα καὶ τοὺς παῖδας καὶ τὴν ἄλλην πᾶσαν ἀποσκευὴν, καὶ τὸν Ἴστρον διαβὰς ἧκεν ἐς τὴν ἰδίαν ἀρχὴν.

Όσον αφορά τον σουλτάνο, αφού έφερε τα φρούρια που είχε καταλάβει σε πολύ ασφαλή κατάσταση, και αφού τοποθέτησε επαρκή φρουρά στη χώρα, άφησε ως κυβερνήτη τον Αλή, πολεμιστή και ευγενή. Με πολύ μεγάλη ποσότητα λείας για τον ίδιο και τον στρατό του, ο σουλτάνος Μεχμέτ επέστρεψε στη συνέχεια στην Αδριανούπολη. Το καλοκαίρι τελείωνε. Έμεινε στην Αδριανούπολη για λίγο. Στη συνέχεια, αφήνοντας ένα μέλος τής δικής του ακολουθίας υπεύθυνο εκεί, πήγε στο Βυζάντιο στα μέσα τού φθινοπώρου, για να περάσει τον χειμώνα εκεί. Έτσι έκλεισε το έτος 6963 [1455] από τη δημιουργία τού κόσμου, το πέμπτο τής βασιλείας τού σουλτάνου.

Βασιλεὺς δὲ τὰ τε φρούρια καλῶς ἀσφαλισάμενος πάντα ἅ ἔλαβε, καὶ φυλακὴν ἱκανὴν ἐγκαταστήσας τῇ χώρᾳ, σατράπην τε ἐγκαταλιπὼν αὐτῇ τὸν Ἀλῆν, ἄνδρα στρατηγικὸν καὶ γενναῖον, καὶ λείαν ἐλάσας ὅτι πολλὴν αὐτὸς τε καὶ τῇ στρατιᾷ διαδούς, ἐπάνεισιν ἐς τὴν Ἀδριανού˙ ἤδη γὰρ καὶ τὸ θέρος ἐτελεύτα· βραχὺν δὲ χρόνον ἐνδιατρίψας αὐτοῦ καὶ τινα τῶν αὐτόθι καταστησάμενος, μεσοῦντος ἤδη φθινοπώρου, ἀφικνεῖται ἐς τὸ Βυζάντιον, παραχειμάσων αὐτοῦ˙ καὶ τρία καὶ ἑξήκοντα ἔτη πρὸς τοῖς ἐννακοσίοις τε καὶ ἑξακισχιλίοις τοῖς ὅλοις ἠνύετο, πέμπτον δὲ τῆς ἀρχῆς τῷ βασιλεῖ.»

Πρβλ. F. Babinger, Maometto il Conquistatore, Τορίνο, 1957, σελ. 196-97.

Για τούς κανονισμούς τού Μωάμεθ Β΄ για την εκμετάλλευση των ορυχείων τού Νόβο Μπόρντο βλέπε ιδιαίτερα Nicoara Beldiceanu, Les Actes des premiers Sultans … I: Actes de Μehmed II et de Bayezid II du MS. Fonds Turc Ancien 39 (de la Bibl. Nationale), Παρίσι, 1960, αριθ. 3-6, σελ. 68-73 και πρβλ. αριθ. 15-16, σελ. 84-85, με πλήρη βιβλιογραφία.

[←49]

Πρβλ. το σημείωμα στις 7 Ιανουαρίου 1456 προς τον μαρκήσιο Λοντοβίκο Β΄ Γκονζάγκα τής Μάντουα (τού οποίου έχω δει μια ντουζίνα άλλων παραδειγμάτων) στο Arch. di Stato di Mantova, Arch. Gonzaga, Busta 834:

«Αγαπημένε μας γιέ, ευγενή άνδρα, τούς χαιρετισμούς και τις αποστολικές ευλογίες μας. Αναθέσαμε στον αγαπημένο μας γιό Φραντσέσκο Κοππίνι, διδάσκαλο και στα δύο δίκαια, κληρικό τού παπικού ταμείου και δικό μας γραμματέα, κάποιες αρμοδιότητες όσον αφορά τη συλλογή και διαβίβαση χρημάτων και άλλων πραγμάτων σχετικών με τον φόρο δεκάτης και σταυροφορίας που δημοσιεύθηκε εναντίον των Τούρκων, όπως πληρέστερα περιέχονται στην πιο πάνω επιστολή μας. Προτρέπουμε λοιπόν την εξοχότητά σας στο όνομα τού Κυρίου, έχοντας πλήρη πίστη στα προηγούμενα για τον εν λόγω Φραντσέσκο, να τον συνδράμετε με βοήθεια, συμβουλές και ευνοϊκές χάρες. Γράφτηκε στη Ρώμη, στον Άγιο Πέτρο και τέθηκε η σφραγίδα μας τού αλιέα στις 7 Ιανουαρίου 1456, κατά το πρώτο έτος τής παπικής μας θητείας. Συντάκτης Ιωάννης Αουρίσπα».

(Dilecte fili, nobilis vir, salutem et apostolicam benedictionem. Commisimus dilecto filio Francisco Coppino iuris utriusque doctori, Camere Apostolice clerico et secretario nostro, nonnulla exequenda circa colligendas et transmittendas pecunias et alias res occasione decimarum et cruciate publicate contra Turchas quemadmodum in litteris nostris superinde confectis plenius continentur, quocirca nobilitatem tuam in domino exhortamur ut eidem Francisco plenam in premissis fidem adhibeat, assistendo eidem auxiliis, consiliis et favoribus oportunis. Datum Rome apud Sanctum Petrum sub anulo piscatoris die VII Januarii MCCCCLVI, pontificatus nostri anno primo. Io. Aurispa)

Tο σημείωμα έχει ακόμη πάνω του την κόκκινη κέρινη σφραγίδα, με την επιγραφή «Calistus Papa III». Πρβλ. επίσης το σημείωμα με ημερομηνία 20 Σεπτεμβρίου 1457, που εκφράζει την ικανοποίηση τού πάπα με την επιτυχία τής αποστολής τού Φραντσέσκο Κοππίνι στη Μάντουα,

«και για τον εν λόγω Φραντσέσκο, που στείλαμε για τις προαναφερθείσες υποθέσεις [για υποθέσεις τού φόρου δεκάτης και σταυροφορίας] και κάποιες άλλες σε εκείνα τα μέρη, επιδοκιμάζουμε την αφοσίωσή του στον Κύριο και ζητάμε να πιστεύετε και να συνδράμετε … τον εν λόγω Φραντσέσκο με τον κατάλληλο τρόπο…».

(et quoniam eundem Franciscum ob causas predictas [circa causas decimarum et sanctissime cruciate] et alias nonnullas ad partes illas remittimus, devotionem tuam hortamur in domino ac requirimus ut eidem Francisco … credat et assistat favoribus oportunis…)

[←50]

Arch. di Stato di Mantova, Arch. Gonzaga, Busta 834, σημείωμα στις 29 Ιανουαρίου 1456 προς τον μαρκήσιο Λοντοβίκο:

«…Δεδομένου ότι ο αγαπημένος μας γιός Αντόνιο Μαρία ντε Τοσκάνις, διδάσκαλος και στα δύο δίκαια, δικός μας γραμματέας, έχει διοριστεί αποστολικός μας νούντσιος στη δική σας εξοχότητα εναντίον των Εβραίων, για τον λόγο αυτό προτρέπουμε στο όνομα τού Κυρίου την εξοχότητά σας, ώστε από σεβασμό προς εμάς και την Αποστολική Έδρα, να προσφέρετε βοήθεια στον εν λόγω Αντόνιο Μαρία, όπως ελπίζουμε και είμαστε βέβαιοι ότι τα αποστολικά γράμματα θα τού προσφέρουν την ένθερμη βοήθειά σας, που πρέπει να είναι αποτελεσματική και χωρίς καθυστέρηση, για να απαιτηθεί ο φόρος δεκάτης και τοκογλυφίας από αυτούς τούς Εβραίους και να μετατραπεί σε αυτό το ιερό έργο εναντίον των σκληρότατων Τούρκων, για τη δική τους καταστολή και την εξύψωση τής χριστιανικής πίστης. Οτιδήποτε προσφέρει στο θέμα αυτό η εξοχότητά σας στον εν λόγω Αντόνιο Μαρία σίγουρα αντανακλάται σε εμάς και την Αποστολική Έδρα. Γράφτηκε στη Ρώμη … και τέθηκε η σφραγίδα μας τού αλιέα, στις 29 Ιανουαρίου 1456, κατά το πρώτο έτος τής παπικής μας θητείας».

(…Quoniam dilectum filium Antonium Mariam de Tuscanis, iuris utriusque doctorem, secretarium nostrum, ad nobilitatem tuam contra Iudeos nuncium apostolicum ducimus destinandum, idcirco Excellentiam tuam hortamur in domino ut pro nostra et Sedis Apostolice reverentia ad decimas et usuras ab ipsis Iudeis exigendas et in hoc sancto opere contra illum crudelissimum Turchum pro ipsius depressione et fidei Christiane exaltatione convertendas dicto Antonio Marie tales prebeas favores prout speramus atque confidimus quod littere apostolice superinde confecte eum ferventi auxilio tuo sine mora debitum sortiantur effectum. Quicquid enim nobilitas tua in hac re erga ipsum Antonium Mariam fecerit, nobis et Sedi Apostolice profecto facies. Datum Rome … sub anulo piscatoris die XXVIIII Januarii millesimo CCCCLVI, pontificatus nostri anno primo)

Άλλο σημείωμα για το ίδιο θέμα, που υπάρχει στον ίδιο φάκελλο (busta), απευθυνόταν στον Λοντοβίκο στις 16 Μαρτίου 1456,

«…στείλαμε στα μέρη εκείνα … τον Αντόνιο Μαρία … για να απαιτήσει από τούς Εβραίους που απομένουν στο κράτος σας τον φόρο δεκάτης και άλλη βοήθεια … Γράφτηκε στη Ρώμη … και τέθηκε η σφραγίδα μας τού αλιέα στις 16 Μαρτίου 1456, κατά το πρώτο έτος τής παπικής μας θητείας».

(…misimus ad partes illas … Antonium Mariam … ut a Iudeis in dominio tuo comorantibus decimas exigat et alias subventiones. … Datum Rome … sub anulo piscatoris die XVI Martii anno domini MCCCCLVI, pont. nostri anno primo)

[←51]

Giovanni da Tagliacozzo, Relatio de victoria Βelgradensi, 2 στο Luke Wadding, Annales Minorum, 3η έκδ. by J. M. Fonseca, XII (Καράτσι, 1932), 752 και πρβλ., στο ίδιο, ad ann. 1456, σελ. 396. Η αναφορά (relatio) τού Φρα Τζιοβάννι έχει τη μορφή επιστολής γραμμένης στο Ούντινε στις 22 Ιουλίου 1460, προς τον Φραγκισκανό κήρυκα Τζάκοπο ντέλλα Μάρκα (για τον οποίο βλέπε πιο κάτω, Κεφ. 7, σημείωση 33). Tο κείμενο στις παλαιότερες εκδόσεις τού Wadding είναι φτωχό, αλλά ο Fr. Fonseca έχει αναπαραγάγει το καλύτερο κείμενο, που θεσπίστηκε από τον L. Lcmmens στo Acta Ordinis Minorum, fasc. I-XI (1906), που ανατυπώθηκε ως βιβλίο με τίτλο Victoria mirabilis divinitus de turcis habita … descripta per fr. loannem de Tagliacotio, Καράτσι, 1906. (Παραθέτω αυτό το κείμενο από τον νέο Wadding, XII, Addenda, σελ. 750-96.)

Πέρα από αυτή τη μακροσκελή επιστολή, ο Ταλιακότσο έχει αφήσει δύο άλλες περιγραφές τής πολιορκίας τού Βελιγραδίου (με ημερομηνίες 28 Ιουλίου 1456, έξι μέρες μετά το τέλος τής πολιορκίας και 15 Σεπτεμβρίου 1457), για τις οποίες πρβλ. J. Hofer, στο Hist. Jahrbuch, LI (1931), 169-70, 207-8 (βλέπε την επόμενη σημείωση). Για το ιστορικό των γεγονότων στη Γερμανία και την Ουγγαρία βλέπε Gomez Canedo, Don Juan de Carvajal (1947), σελ. 128-58.

[←52]

Πρβλ. την επιστολή Καρβαχάλ προς τον δούκα τού Μιλάνου Φραντσέσκο Σφόρτσα, γραμμένη στη Βούδα στις 17 Απριλίου 1456 στο L. Thallóczy και A. Aldasy, Monumenta Hungariae historica XXXIII (Βουδαπέστη, 1907), έγγραφο dxxix, σελ. 463-64. Οι παλαιότερες πηγές σχετικές με την πολιορκία τού Βελιγραδίου έχουν συγκεντρωθεί από τον Wadding, Annales Minorum, ad annum 1456, XII (Ρώμη, 1735), 315 και εξής και 3η εκδ., τόμ. XII (1932), σελ. 365 και εξής (και πρβλ. την προηγούμενη υποσημείωση). Πλήρης σχεδόν κατάλογος όλων των γνωστών πηγών παρέχεται, μαζί με διεισδυτική συζήτηση για αυτές, από τον Johannes Holer, «Der Sieger von Belgrad 1456», Historisches Jahrbuch d. Gorres-Gesellschaft, LI (Cologne, 1931), 163-212. Bλέπε επίσης το βιβλίο τού Hofer, Giovanni da Capestrano: Una vita spesa nella lotta per la riforma della Chiesa, L’Aquila, 1955, σελ. 644-87 και πρβλ. Babinger, Maometto, σελ. 212-25, και ιδιαίτερα «Der Quellenwert der Berichte uber den Entsatz von Belgrad am 21-22 Juli 1456», Sitzungsberichte d. Bayer. Akad. d. Wissenschaften, Philos.-hist. Kl., Μόναχο, 1957, Heft 6. Για τις τουρκικές ετοιμασίες για την πολιορκία τού Βελιγραδίου (όπως αναφέρονταν στη Ραγούσα, όπου ο στόχος τής επίθεσης τού σουλτάνου ήταν ασαφής μέχρι τα μέσα Απριλίου 1456), βλέπε Gelcich και Thallóczy, Diplomatarium ragusanum (1887), αριθ. 338, 340 και 342, σελ. 587, 589, 592.

[←53]

Aeneas Sylvius, Historia bohemica (γραμμένη τον Ιούνιο τού 1458), 65 στο Opera quae extant omnia, Βασιλεία, 1551, ανατυπ. Φρανκφούρτη, 1967, σελ. 137, Giovanni da Tagliacozzo, Relatio, 5 στο Wadding, Annales Minorum, XII (1932), 755:

«…για 160.000 και υπάρχουν πολλοί που μιλούν για 200.000 Τούρκους πολεμιστές, από τούς πιο εκλεκτούς και ισχυρούς, που συγκεντρώνονται εκεί [στο Βελιγράδι]».

(… Nam centum sexaginta millia, multi autem dicunt ducenta millia, Τurcοrum bellantium de electioribus et fortioribus illuc convenerunt)

Και για τον τουρκικό στόλο ο Φρα Τζιοβάννι λέει [κεφ. 6, στο ίδιο, σελ. 757]:

«…64 γαλέρες … που συνοδεύονταν από πολλά σκάφη και βάρκες στην υπηρεσία αυτών των γαλερών … στις οποίες γαλέρες υπήρχαν άνδρες διαφόρων γλωσσών και διαφορετικής εθνικότητας, εξασκημένοι στο ναυτικό πόλεμο».

(…Sexaginta quatuor galeas cum multis scaphis atque naviculis in servitium galearum … deducebant … in quibus galeis homines diversae linguae variaeque nationis in bello navali exercitati erant)

Πρβλ. Raynaldus, Annales ecclesiastici ad ann. 1456, αριθ. 14, τόμ. XVIII (1694), σελ. 459a], Wadding, XII (1932), 389, 434, L. Kupelwieser, Die Kampfe Ungarns mit den Osmanen bis tur Schlacht bei Mohacs, 1526, Βιέννη και Λειψία, 1895, σελ. 124-25, «στρατός 150.000 ανδρών» (ein Heer von 150.000 Mann). Ο αριθμός αυτός εμφανίζεται επίσης στην πρώτη έκδοση τού Pastor, Hist. Popes, II, 390, αλλά στην τελευταία έκδοση τον μείωσε σε 100.000 [Gesch. d. Päpste, I (ανατυπ. 1955), 713]. R. Nisbet Bain, «The Siege of Βelgrade by Muhammad II…», English Historical Review, VII (1892), 240, 244, Babinger, Maometto, σελ. 214-15, Hofer, Giovanni da Capestrano (1955), σελ. 660, σημείωση 128. Οι εκτιμήσεις για τον τουρκικό στρατό έφταναν μέχρι τις 400.000.

[←54]

Iorga, Notes et extraits, IV (1915), μέρος 3, αριθ. 73, σελ. 145-46, έγγραφο με ημερομηνία 25 Αυγούστου 1456:

«Όπως γνωρίζει η χάρη σας, εγώ για την αποχώρηση των Τούρκων έχω δει όλα τα γεγονότα με τα μάτια μου και από την αρχή που ήρθε ο Τούρκος με αυτόν τον συρμό δεν είχε περισσότερους από 100.000 άνδρες. Και ούτε είχε ποτέ περισσότερα από 21 πλοία…».

(Item Eur Gnad sol wissen, von der Niderleg wegen der Turken, daz ich, der durch ain warhafften underricht bin, der die Sach alle mit seinen Augen gesehen hat, von erst so hat der Turk zu disem Zug uber hundert tausent Man nye gehabt. Item er hat auch nye mer dann ains und zwanczig Schiff gehabt…)

Σύμφωνα με αυτόπτη μάρτυρα λοπόν, ο Μωάμεθ δεν είχε περισσότερους από 100.000 άνδρες, ούτε περισσότερα από εικοσιένα πλοία, ενώ πληροφορούμαστε επίσης ότι «έχει περάσει όλους τούς ανθρώπους του στη στεριά» (er hat alle sein Leut uber Landt bracht). Φυσικά η πηγή μας έχει δώσει στον Μωάμεθ πάρα πολλούς άνδρες και πολύ λίγα πλοία.

[←55]

Hofer, Giovanni da Capestrano, σελ. 652-53 και πρβλ. Thallóczy και Aldasy, MHH, XXXIII (1907), αριθ. cclxix, cclxx, σελ. 203, επιστολές από τον Αντόνιο Γκουϊντομπόνο, Mιλανέζο απεσταλμένο στη Βενετία, προς τον Φραντσέσκο Σφόρτσα (με ημερομηνία 18 Ιουνίου) και από τον Χούνιαντι προς τούς Γερμανούς στην Τρανσυλβανία (22 Ιουνίου). Από το τελευταίο έγγραφο παρέχεται μόνο ουγγρική περίληψη.

To Τέμεσβαρ (στα ουγγρικά) και Τιμισοάρα (στα ρουμανικά) στη δυτική Ρουμανία, στη βάση τριγώνου που διαμορφώνεται από τα γειτονικά σύνορα Ουγγαρίας και Γιουγκοσλαβίας, είναι το κοινωνικό κέντρο πολύγλωσσης περιοχής Ρουμάνων, Μαγυάρων, Γερμανών, Σέρβων, τσιγγάνων και Εβραίων, που επιβίωσαν στην από καιρό «βαλκανοποιημένη» ιστορία τής πόλης του και των ζωών τους.

[←56]

Hofer, Giovanni da Capestrano, σελ. 653-56, Giovanni da Tagliacozzo, Relatio, 4 στο Wadding, Annales Minorum, XII (1932), 754-55.

[←57]

Hofer, Giovanni da Capestrano, σελ. 650, 656-57.

[←58]

Thallóczy και Aldasy, MHH, XXXIII (1907), έγγραφο cxxxι, σελ. 465-67, «από το φρούριο τού Βελιγραδίου στις 4 Ιουλίου 1456» (ex castro Albandor die tertia Iulii MCCCCLVI).

[←59]

O Τζιοβάννι ντα Ταλιακότσο, Relatio, 5 στο Wadding. Annales Minorum, XII (1932), 755 ξεκινά την πολιορκία τού Βελιγραδίου στις 3-4 Ιουλίου: «Το πρωί, … δηλαδή, την τρίτη ημέρα τού μήνα, ιδού, ο στρατός των Τούρκων άρχισε να εμφανίζεται» (Mane autem …, scilicet tertia die mensis, ecce, Τurcorum exercitus apparere coepit).

Πρβλ. Hofer, στο Hist. Jahrbuch, LI, 187, 194 και Giovanni da Capestrano, σελ. 657. Ο Ούγγρος ιστορικός Antonio Bonfini λανθασμένα παρέχει τις 13 Ιουνίου ως ημερομηνία [Historia pannonica, Cologne, 1690, decad. iii, βιβλίο 8, σελ. 351]. Eπίσης στον Wadding, XII, 389: «Η Άλμπα Γκρέκα [Βελιγράδι] πολιορκήθηκε … από τούς Τούρκους, όπως λένε, στις ίδες Ιουνίου [13 Ιουνίου]» (A Turcis … Alba [Greca] obsidetur, quod Idibus Iuniis accidisse ferunt), που μπορεί να φαίνεται να επιβεβαιώνεται από επιστολή, που έστειλαν οι Σιενέζοι απεσταλμένοι από τη Νάπολη στις 3 Ιουλίου όταν ήδη οι «Τούρκοι … είχαν στρατοπεδεύσει στο Βελιγράδι» (Turchi … erano achampati a Βεlgrado) [Pastor, Gesch. d. Päpste, I (ανατυπ. 1955), 724, σημείωση].

Eκτός από αυτό, οι πρεσβευτές συχνά έστελναν προς τις κυβερνήσεις τους ανακριβείς πληροφορίες βασισμένες σε φήμες και πράγματα που ακούγονταν, ενώ βέβαια οι δηλώσεις των Καπιστράνο, Ταλιακότσο και άλλων αυτοπτών μαρτύρων ή συμμετασχόντων είναι περισσότερο από επαρκείς για να προσδιορίσουμε τις 3-4 Ιουλίου ως ημερομηνία έναρξης τής πολιορκίας, η οποία ασφαλώς δεν θα μπορούσε να είχε μαθευτεί στη Νάπολη πριν περάσουν τουλάχιστον άλλες δύο εβδομάδες.

[←60]

Παρμένο από τον Hofer, Giovanni da Capestrano, σελ. 658-59.

[←61]

Thallóczy και Aldasy, MHH XXXIII, έγγραφο dxdxii, σελ. 467-69, «[γραμμένη] στη Βούδα στις 10 Ιουλίου 1456» (ex Buda die X Ιulii MCCCCLVI). Μάλιστα ο τουρκικός στολίσκος μπορεί να αποτελούνταν από 64 γαλέρες και διάφορα άλλα πλοία, που αθροίζονταν σε 200 περίπου σκάφη, σύμφωνα με τον Hofer, Giovanni da Capestrano, σελ. 660. Αν ο Σφόρτσα δεν μπορούσε να στείλει όλα τα στρατεύματα που είχε υποσχεθεί, ο Καρβαχάλ ήθελε τουλάχιστον μέρος από αυτά να αναχωρήσει από την Ιταλία στα μέσα Αυγούστου [MHH XXXIII, 469], που δείχνει μάλλον καθυστερημένη ημερομηνία με δεδομένη την κρίσιμη κατάσταση στο Βελιγράδι.

[←62]

Bertrandon de la Broquiere, Le Voyage d’ outremer, επιμ. Chas. Schefer, Παρίσι, 1892, σελ. 211-14 (στο Recueil de voyages et de documents pour servir a l’ histoire de la geographie, XII).

[←63]

Hofer, Giovanni da Capestrano, σελ. 662 και Thallóczy και Aldasy, MHH, XXXIII, έγγραφο dxxxiii, σελ. 470.

[←64]

Giovanni da Tagliacozzo, Relatio, 2 στο Wadding, Annales Minorum, XII (1932), 753 και για τούς Ευρωπαίους πυροβολητές στον τουρκικό στρατό, στο ίδιο, κεφ. 11, σελ. 759.

[←65]

Σύμφωνα με τον Bonfini, Hist. pannonica (1690), decad. iii, βιβλίο 8. σελ. 352 και τον Wadding, Annales Minorum, XII (1932), 390, o οποίος μάς πληροφορεί επίσης για τη φυγή τού Λάντισλας και τής αυλής του «δήθεν για κυνήγι» (simulata venatione), πράγμα που υπήρξε βέβαια καταστροφικό για τη σταυροφορική προσπάθεια, γιατί οι ιεράρχες και οι βαρώνοι θεώρησαν τούς εαυτούς τους αποδεσμευμένους από τούς δικούς τους όρκους, να μπουν στο πεδίο τής μάχης εναντίον των Τούρκων [Hofer, Giovanni da Capestrano, σελ. 652].

[←66]

Σύμφωνα με άλλο Φραγκισκανό, τον Νικκολό ντε Φάρα, ο οποίος όπως ο Ταλιακότσο ήταν σύντροφος τού Καπιστράνο, ο Μωάμεθ Β΄ είχε μετατρέψει τις καμπάνες των εκκλησιών τής Κωνσταντινούπολης σε κανόνια [Wadding, XII (1932), 420]. Οι καμπάνες ήσαν προσβλητικές για τούς μουσουλμάνους [πρβλ. Khoja Sa’d-ad-Din, The Capture of Constantinople from the Taj-ut-tevarikh, μετάφρ. F.. J. W. Gibb, Glasgow, 1879, σελ. 33]. Λέγεται ότι οι Τούρκοι είχαν φέρει διακόσια περίπου κανόνια μπροστά στο Βελιγράδι.

[←67]

Giovanni da Tagliacozzo, Relatio, 5-6 στο Wadding, Annales Minorum, XII (1932), 755-57.

[←68]

Giov. da Tagliacozzo, Rel., 19-22, στο ίδιο, σελ. 765-67.

[←69]

Ο Κριτόβουλος εκτιμά τον αριθμό των στρατιωτών σε 4.000 [II, 18, 4, επιμ. Müller, FHG, V-l (1870), σελ. 115b, επιμ. Grecu (1963), σελ. 201]:

Ο Ιωάννης [Χούνιαντι], ο διοικητής των Παιόνων και των Δακών, στρατοπέδευσε πέρα από τον Δούναβη, απέναντι από την πόλη, με τέσσερις χιλιάδες βαριά οπλισμένους πεζούς στρτοἶώτες, παρακολουθώντας εκείνα που γίνονταν. Όταν είδε ότι το τείχος είχε καταστραφεί και η τάφρος έχει ήδη γεμίσει πλήρως και ότι η πολύ σύντομα αναμενόταν μεγάλη μάχη και επίθεση από τον σουλτάνο και ολόκληρο τον στρατό του, φοβήθηκε μήπως καταληφθεί η πόλη με έφοδο, με τη δύναμη των όπλων. Γι’ αυτό διέσχισε κρυφά το ποτάμι με τούς στρατιώτες του, μπήκε στην πόλη και περίμενε, χωρίς να ξέρει το πέρασμά του κανένας από τούς έξω.

«Ἰωάννης δὲ, ὁ Παιονων τε καὶ Δακῶν ἡγεμὼν, πέραν τοῦ Ἴστρου καθήμενος ἀπαντικρὺ τοῦ ἄστεος ξὺν τετρακισχιλίοις ὁπλίταις ἀπεσκόπει τὰ δρώμενα. Ὡς οὖν ἔγνω τὸ τε τεῖχος κατερριμμένον, τὴν τε τάφρον ἤδη χωσθεῖσαν ἅπασαν, τὸν τε πόλεμον ὅσον οὐ προσδοκώμενον καὶ τὴν προσβολὴν τοῦ βασιλέως παντὶ τῷ στρατῷ, δείσας περὶ τοῦ ἄστεος, ὅπως μὴ ἐξ ἐπιδρομῆς βίᾳ ληφθείη τοῖς όπλοις, λαθὼν διαβαίνει ξὺν τοῖς ὁπλίταις τὸν ποταμὸν καὶ ἐσελθὼν τὸ ἄστυ ἐκάθητο, μηδενὸς εἰδότος τῶν ἔξω τὴν τούτου διάβασιν».

Ίδια είναι και η εκτίμηση τού Peter Eschenloer, δημοτικού χρονικογράφου τού Μπρέσλαου [Hofer στο Hist. Jahrbuch, LI, 195, σημείωση 80 και πρβλ. σελ. 211].

[←70]

Ο Giov. da Tagliacozzo, Rel., 14 στο Wadding, Annales Minorum, XII (1932), 761 γράφει ότι o Χούνιαντι συγκέντρωσε περίπου διακόσια ποταμόπλοια (naviculae) και ρύθμισε την επάνδρωση σαράντα αντίστοιχων πλοίων στο λιμάνι τού Βελιγραδίου. Σημειώστε επίσης Babinger, Maometto, σελ. 216 και στο Sitzungsber. d. Bayer. Akad. d. Wissen., 1957, Heft 6, σελ. 17, όπου παρέχεται σχέδιο τής τοπογραφίας τού Βελιγραδίου, παρμένο από τον L. Kupelwieser [Die Kämpfe Ungarns mit den Osmanen (1895), απέναντι από τη σελ. 128].

[←71]

Giov. da Tagliacozzo, Rel., II, στο Wadding, Annales Minorum, XII (1932), 759. Για το τριπλό κάστρο (castrum tripartitum) τού Bελιγραδίου, με τις τρεις διακεκριμένες περιοχές άμυνας, βλέπε ό. π., κεφ. 32, σελ. 774-75. Για την παπική δραστηριότητα κατά τη διάρκεια τής πολιορκίας βλέπε Pastor, Gesch. d. Päpste, I (ανατυπ. 1955), 720-23.

[←72]

Thallóczy και Aldasy, MHH, XXXIII, έγγραφο cclxxiii, σελ. 205. H αναφορά τού Urban Vignalus, επίσκοπου Σεμπένικο (Sibenik) στη δαλματική ακτή, μιλά επίσης για τον λιμό και την υψηλή τιμή τού ψωμιού στο τουρκικό στρατόπεδο [στο ίδιο, έγγραφο dxxxiii, σελ. 470].

[←73]

Thallóczy και Aldasy, MHH, XXXIII, έγγραφο cclxxviii, σελ. 210.

[←74]

Hofer, Giovanni da Capestrano, σελ. 664-66.

[←75]

Giov. da Tagliacozzo, Rel., 14-15, στο Wadding, Annales Minorum, XII (1932), 761-62 και πρβλ. Hofer, Giovanni da Capestrano, σελ. 666 και εξής. Για την Τετάρτη ως δυσοίωνη μέρα για τούς Τούρκους βλέπε Babinger, «Der Quellenwert der Berichte über den Entsatz von Belgrad am 21./22. Juli 1456», Sitzungsber. d. Bayer. Akad. d. Wissen., 1957, Heft 6, σελ. 5, σημείωση 2.

[←76]

Πρβλ. Giov. da Tagliacozzo, Rel., 26, στο Wadding, Annales Minorum, XII (1932), 769: «… οτιδήποτε κατέστρεφαν οι Τούρκοι τη νύχτα με τις πολεμικές μηχανές, το επιδιόρθωναν τη μέρα [οι χριστιανοί]» (…quidquid ex machinis Τurcοrum in nocte ruebat, in die reparabant).

[←77]

Iorga, Notes et extraits, IV, μέρος 3, αριθ. 68, σελ. 134, έγγραφο με ημερομηνία 24 Ιουλίου 1456 και πρβλ. Thallóczy και Aldasy, MHH, XXXIII, έγγραφο cclxxvii, σελ. 208:

«Μέχρι τώρα κατέστρεψε το κάστρο τόσο πολύ με τα χτηπήματα των κανονιών [ο Τούρκος αυτοκράτορας], που το κάστρο αυτό όχι κάστρο αλλά πεδίο μπορούμε να το πούμε, αφού τα τείχη τού κάστρου έχουν καταστραφεί μέχρι το έδαφος» [από αναφορά τού Χούνιαντι προς τον Ούγγρο βασιλιά Λάντισλας Πόστουμους].

(In tantum enim castrum per ictus bombardarum destruxit, quod ipsum castrum non castrum sed campum dicere possumus, quod usque ad terram murus castri est destructus)

Αυτή είναι μια από τις τρεις επιστολές τού Χούνιαντι που αφορούσαν τη χριστιανική νίκη [Hofer στο Hist. Jahrbuch, LI, 172-74]. Μια από αυτές τις επιστολές έχει ημερομηνία 23 Ιουλίου και οι άλλες δύο 24 Ιουλίου. Είναι μάλλον ασαφείς ως προς τον ακριβή ρόλο του στην τελική μάχη για το Βελιγράδι, γεγονός το οποίο, σε συνδυασμό με τις πηγές που πιστώνουν στον Καπιστράνο τη χριστιανική νίκη, βοήθησε στην ανάπτυξη αμφισβήτησης, για την οποία βλέπε πιο κάτω.

[←78]

Giov. da Tagliacozzo, Rel., 29-33, στο Wadding, Annales Minorum, XII (1932), 771-76. Σε όλη την περιγραφή τού Ταλιακότσο ο Καπιστράνο είναι ο ήρωας τής πολιορκίας τού Βελιγραδίου και διαρκώς ανυψώνει το πεσμένο ηθικό και το χαμένο θάρρος τού Χούνιαντι, ο οποίος λέγεται ότι είχε αναζητήσει καταφύγιο πάνω σε πλοίο, όπως πιστεύει και ο Hofer, Giovanni da Capestrano, σελ. 675-76.

[←79]

Giov. da Tagliacozzo, Rel., 35, στο Wadding, Annales Minorum, XII (1932), 777.

[←80]

Giov. da Tagliacozzo, Rel., 36-38, στο Wadding, Annales Minorum, XII (1932), 778-80: «Ήταν περίπου η δέκατη έκτη ώρα» (Hora erat quasi decima sexta) [σελ. 780]. Αν ο Ταλιακότσο θεωρεί την πρώτη ώρα με τον ιταλικό τρόπο τής εποχής, δηλαδή από τη δύση τού ηλίου, τότε η δέκατη εκτη ώρα προφανώς δεν ήταν, όπως το θέτει ο Hofer, «μόλις τέσσερις το απόγευμα» (schon vier uhr nach mittag) [Hist. Jahrbuch, LI, 178], πράγμα που δεν αφήνει επαρκή χρόνο για όλα εκείνα που επρόκειτο να ακολουθήσουν. Πρβλ. επίσης Hofer, Giovanni da Capestrano, σελ. 680. Τον Ιούλιο η δεκάτη έκτη ώρα ήταν περίπου μία το μεσημέρι. Πρβλ. B. M. Lersch, Einleitung in die Chronologie, 2 τόμοι, 2η εκδ., Φράιμπουργκ ιμ Μπράισγκαου, 1899, I, 9.

[←81]

Giov. da Tagliacozzo, Rel., 38-47, στο Wadding. Annales Minorum, XII (1932), 780-89. Oι τουρκικές απώλειες ήσαν τεράστιες, όπως γνωρίζουμε από τον Γενουάτη ευγενή Τζάκοπο ντε Προμοντόριο ντε Κάμπις (1410;-1487;), ο οποίος πέρασε εικοσιπέντε πλήρη χρόνια ως έμπορος στην οθωμανική αυλή (δεκαοκτώ χρόνια στην εποχή τού Μουράτ Β΄ και επτά σε εκείνη τού Μωάμεθ Β΄). Ο Τζάκοπο ήταν ο ίδιος παρών στην πολιορκία τού Βελιγραδίου, «στην οποία επιχείρηση και συμπλοκή με τον εν λόγω Μεγάλο Τούρκο ήταν προσωπικά παρών ο προαναφερθείς κύριος Τζάκομπο, ο έμπορός του» (ala quale impresa et zuffa con dicto Gran Turcho era presente in persona lo prenominato Domino Iacobo suo mercatante), πράγμα το οποίο, με δεδομένη τη φτώχια των οθωμανικών χρονικών, δίνει κάποια σημασία στη συνοπτική περιγραφή τής καταστροφής, την οποία υπέστη ο Μεχμέτ στο Βελιγράδι [Franz Babinger, «Die Aufzeichnungen des Genuesen Iacobo de Promontorio de Campis uber den Osmanenstaat um 1475», Sitzungsberichte der Βayerische Akademie der Wissenschaften, 1956, Heft 8, σελ. 24-28, 87]. Ο Τζάκοπο έγραψε είκοσι χρόνια μετά τα γεγονότα που περιγράφει (το 1475 ή λίγο αργότερα), αφότου είχε επιστρέψει στη Γένουα, για να ζήσει στην πατρίδα του τα τελευταία χρόνια. μάς πληροφορεί ότι ο Μωάμεθ πήγε στο Βελιγράδι «προσωπικά, με μεγάλη εκστρατεία, με όλη την πολεμική του δύναμη από την Τουρκία και την Ελλάδα, με πάνοπλους πολεμιστές και πεζούς αζάπηδες» (in persona … con magno exercito con tutto suo perforzo di lutia Turchia et Grecia di armigeri et pedestri azapi).

Όμως θυμόταν καλύτερα τις τρομακτικές απώλειες τού σουλτάνου, εικοσιοκτώ, όχι εικοσιδύο, μεγάλα κανόνια (bombarde grosse), εκατό γαλέρες και περισσότερους από 13.000 άνδρες, όπου όλη η επιχείρηση τού είχε στοχίσει περισσότερα από 500.000 δουκάτα [στο ίδιο, σελ. 84-87 και πρβλ. Babinger, «Der Quellenwert der Berichte über den Entsatz von Belgrad», στο ίδιο, 1957, Ηeft 6, σελ. 61-66].

Ο Τζάκοπο αναφέρει ότι ο Μωάμεθ τραυματίστηκε δύο φορές, ενώ χωρίς ημερομηνία επιστολή τού πάπα Κάλλιστου Γ΄ προς τον Αλφόνσο Ε’ τής Πορτογαλίας, ο οποίος είχε υποσχεθεί στόλο για υπηρεσία εναντίον των Τούρκων, επισημαίνει την αναφορά ότι ο Μωάμεθ είχε τραυματιστεί και είχε χάσει περισσότερο από τον μισό του στρατό κατά την αποχώρησή του από το Βελιγράδι [Arch. Segr. Vaticano, Arm. XXXIX, τόμος 7, φύλλα 28-29, που απευθύνεται «στον αγαπητό εν Χριστώ υιό, τον ένδοξο βασιλιά τής Πορτογαλίας» (Carissimo in Christo filio, a Portugallie regi illustri)]:

«Γιατί ύστερα από τα πολλά γράμματα που έχουμε στείλει στη γαληνότητά σας για την ευτυχή νίκη, την οποία ο Θεός και ο χριστιανικός λαός … μάς πρόσφεραν ως εκ θαύματος, με διάφορους τρόπους, με επιστολές τού αγαπημένου μας γιού καρδινάλιου των Αγίων Αγγέλων και δικού μας λεγάτου και τού αγαπημένου μας γιού ευγενούς κόμη Ιωάννη Χούνιαντι, καθώς και τού αδελφού Τζιοβάννι ντε Καπιστράνο, έχουμε πληροφορηθεί ότι χάθηκε περισσότερο από το μισό των δυνάμεων των Τούρκων και ο ίδιος έχει καταβληθεί από τη σφαγή των Τούρκων και έχει κλονιστεί από την απώλεια των ανδρών του, ενώ, όπως λέγεται από πολλούς, επέστρεψαν στα μέρη τους τραυματίες, μαστιζόμενοι από τη φτώχια, ανασφαλείς και με καταρρακωμένο ηθικό. Για τον λόγο αυτόν δεν θα υπάρξει ποτέ μεγαλύτερη ευκαιρία εισβολής στο βασίλειό του και ανάκτησης τής πόλης τής Κωνσταντινούπολης, για το οποίο προτρέπουμε την εξοχότητά σας. Να αναλάβετε ο ίδιος αυτή την ιερή επιχείρηση εναντίον των Τούρκων, με στόλο σας που θα καταπλέυσει για την εκτέλεσή της…».

(Nam post eas litteras, quarum copiam Serenitati tue misimus super felici victoria quam deus nobis et populo Christiano … mirabiliter concessit, pluribus modis per litteras dilecti filii Cardinalis Sancti Angeli legati nostri et dilecti filii nobilis viri Comitis Johannis Vayvode ac fratris Johannis de Capestrano certiores facti sumus ultra dimidiam partem copiarum Turchi concisam et profligatam esse ipsumque Turcum strage ac iactura suorum perculsum et, ut a pluribus dicitur, saucium ac concilii inopem incertumque et animo labantem ad propria remeasse. Quapropter numquam tanta oportunitas fuit invadendi eius regnum et Constantinopolitane urbis recuperande, pro quo tuam Celsitudinem hortamur ut sanctum propositum tuum contra Turcum ipsum cum classe tua navigandi execucioni mandes….)

Πρβλ. στο ίδιο, φύλλο 40 και σημείωσε Sp. P. Lampros, Ecthesis chronica, Λονδίνο, 1902, σελ. 33-34. O B. X. Coutinho, «L’ idee de croisade au Portugal au XV’ siècle», Miscellanea historica in honorem Alberti de Meyer, 2 τόμοι, Λουβαίν και Βρυξέλλες, 1946, II, 737-47, προσθέτει λίγα ή τίποτε στο θέμα.

[←82]

Πρβλ. Hofer, στο Hist. Jahrbuch, LI, 170-72, Μια γερμανική αναφορά Σεπτεμβρίου 1456 τοποθετεί επίσης τον Χούνιαντι πάνω σε πλοίο στον Σάβα εκείνες τις κρίσιμες ημέρες [στο ίδιο, σελ. 178-79, 208 και πρβλ. σελ. 185]. Oι τρεις επιστολές τού ίδιου τού Χούνιαντι, που αναγγέλουν τη νίκη στο Βελιγράδι, είναι ασαφείς ως προς τη φύση τής δικής του δραστηριότητας κατά τη διάρκεια των δύο κρισίμων ημερών [σελ. 172-74, 207]. Ο Καπιστράνο έγραψε επίσης τρεις επιστολές, προς τον πάπα Κάλλιστο Γ΄ με ημερομηνία 22 και 23 Ιουλίου και 17 Αυγούστου 1456 [σελ. 17476, 207], αλλά αναφέρεται στο ρόλο τού Χούνιαντι στη μάχη τού Βελιγραδίου μόνο στην πρώτη από αυτές, η οποία μεταφράζεται πιο κάτω στο κείμενο.

[←83]

Bonfini, Hist. pannonica (1690), decad. iii, βιβλίο 8, σελ. 352-54, επίσης στον Wadding, Annales Minorum, XII (1932), 391-93. O Hofer, στο Hist. Jahrbuch, LI, 182-86 μπορεί να έχει δίκιο να πιστεύει ότι η μεγάλη φήμη τού Χούνιαντι τού εξασφάλιζε στις αναφορές του μεγαλύτερη κυκλοφορία στην Ευρώπη από εκείνες των Φραγκισκανών και συγκεκριμένων Γερμανών αυτοπτών μαρτύρων των γεγονότων στο Βελιγράδι, κι έτσι στη μοναδική επίθεση των σταυροφόρων κατά των Τούρκων προστέθηκε και δεύτερη επίθεση από τον Χούνιαντι, πιθανώς ως συνέπεια τού εσφαλμένου συμπεράσματος τού Αινεία Σύλβιου [Historia bohemica, 65 στο Opera quae extant omnia. Βασιλεία. 1551, ανατυπ. Φρανκφούρτη, 1967, σελ. 138], ότι ο Χούνιαντι περιφερόταν προσωπικά στην πόλη διευθύνοντας την υπεράσπισή της σε ολόκληρη τη διάρκεια τής νύχτας τής 21-22 Ιουλίου:

«…ο Χούνιαντι, πότε εδώ, πότε εκεί, τρέχοντας με ομάδα στρατιωτών, για να επαναλάβει εντολές, να ενισχύσει τούς κουρασμένους, να φροντίσει για όλους τούς τραυματίες, εκτελούσε τα καθήκοντα τού αυτοκράτορα και τού στρατιώτη».

(…Huniades modo huc, modo illuc cum globo militum currere, instaurare ordines, pro fessis validos, pro sauciis integros sufficere, imperatoris ac militis officium exequi)

Με δεδομένη τη φήμη τού Χούνιαντι είναι εύκολο να καταλάβουμε γιατί ο Αινείας θεωρούσε ότι αυτός πρέπει να ήταν ο τρόπος με τον οποίο συμπεριφέρθηκε ο Χούνιαντι κατά την πολιορκία, αλλά ο Αινείας δεν γνωρίζει τίποτε για εφόρμηση των Ούγγρων υπό τον Χούνιαντι, ενώ δεν γνωρίζουν ούτε οι Ούγγροι ιστορικοί Johannes Thurocz και Petrus Kanzani, οι οποίοι μάλιστα δεν κάνουν καμμία σχεδόν διάκριση μεταξύ Ούγγρων και «σταυροφόρων» (οι οποίοι παρεμπιπτόντως, σύμφωνα με τον Αινεία Σύλβιο, ό. π., ήσαν σε μεγάλο βαθμό Γερμανοί και ιδιαίτερα εχθρικοί προς τον Χούνιαντι και τούς Ούγγρους) και αποδίδουν δευτερεύοντα ρόλο στη μάχη τού Βελιγραδίου στον Καπιστράνο, ο οποίος βοηθούσε απλώς τη χριστιανική υπόθεση με τις προσευχές του. Η διαμάχη μεταξύ των φιλο-Καπιστράνο και φιλο-Χούνιαντι πηγών συνήθως επιλύεται υποθέτοντας ότι καθένας από τούς δύο ηγέτες ηγήθηκε μιας επίθεσης των δικών του οπαδών επί των Τούρκων. Ο Bonfini, ό. π., αποδίδει εσφαλμένα τη μάχη τού Βελιγραδίου στις 6 Αυγούστου. Για τις αλλαγές που έγιναν στο κατά Wadding κείμενο τού Ταλιακότσο υπέρ τού Χούνιαντι, βλέπε Hofer, ό. π., σελ. 188-89, ο οποίος πιστώνει κυρίως τον Καπιστράνο με την επικουρία τού Βελιγραδίου και την ήττα των Τούρκων στο έργο του [Giovanni da Capestrano, σελ. 682 87, 696-97]. Όμως, όχι σε μικρό βαθμό, η βιογραφία τού Καπιστράνο από τον Ηofer αποτελεί «απολογία για τη ζωή του» (apologia pro vita eius). Από την άλλη πλευρά υπάρχει μάλλον σκληρή κρίση για τον αδελφό στον Heymann, George of Bohemia, σελ. 69-76, 78-80, 119-20, ο οποίος όπως είναι ευνόητα αγανακτισμένος για τις διώξεις των Εβραίων από τον Καπιστράνο στο Μπρέσλαου.

[←84]

Hofer στο Hist. Jahrbuch, LI, 186-88.

[←85]

Aeneas Sylvius, Europa, 8 στο Opera quae extant omnia (1551, ανατυπ. 1967), σελ. 403, ο οποίος παρατηρεί επίσης ότι οι τρεις πρωτεργάτες τής νίκης στο Βελιγράδι είχαν όλοι το όνομα Ιωάννης: Καρβαχάλ, Χούνιαντι και Καπιστράνο.

[←86]

Η πρώτη επιστολή τού Καπιστράνο προς τον Κάλλιστο Γ΄ για τη νίκη στο Βελιγράδι είναι γραμμένη «στο Βελιγράδι, τη μέρα τής γιορτής τής Αγίας Μαρίας Μαγδαληνής [22 Ιουλίου 1456], την ίδια τη μέρα τής ένδοξης νίκης» (Ex Nanderalba in festo sanctae Mariae Magdalenae, ipso die gloriosissimae victoriae) και παρέχεται στον Wadding, Annales Minorum, XII (1932), 42930.

[←87]

Η επιστολή τού Καρβαχάλ είναι γραμμένη στο Ούζλακ (Ujlak) στις 29 Ιουλίου 1450 και έχει δημοσιευτεί από τούς Thallóczy και Aldasy, MHH, XXXIII (1907), έγγραφο cclxxix, σελ. 210-11, για το οποίο πρβλ. Hofer, Hist. Jahrbuch, LI, 176, 209. Επιστολές τής ενετικής Γερουσίας με ημερομηνία 5 και 12 Αυγούστου 1456 προς τούς Καρβαχάλ και Χούνιαντι εκφράζουν ενθουσιασμό για τη νίκη τού Βελιγραδίου [Sen. Secreta, Reg. 20 φύλλα 98-99 (99-100)], την οποία αποδίδουν στο ταλέντο, το θάρρος και τη σύνεση τού Χούνιαντι [στο ίδιο, φύλλο 99 (100)]. Δεδομένου ότι από τα κείμενα αυτών των επιστολών απουσιάζει ο σταυρός, ο οποίος έμπαινε στο αριστερό περιθώριο τής εγγραφής για να υποδείξει ότι μια ενέργεια είχε τεθεί σε εφαρμογή, οι επιστολές ίσως δεν στάλθηκαν ποτέ [τα κείμενα παρέχονται στο Sime Ljubić, Listine, X (Ζάγκρεμπ, 1891), 94-95 και πρβλ. σελ. 97]. Όμως οι Ενετοί έστειλαν απεσταλμένο να αναγνωρίσει τα συναρπαστικά νέα τής νίκης τού Χούνιαντι,

«τα χαρούμενα νέα τής νίκης του επί τού επαίσχυντου αυτοκράτορα των Τούρκων, με σφαγή πολλών δικών του, ο οποίος χάνοντας κανόνια και άλλο εξοπλισμό τράπηκε σε φυγή και οι ψυχές μας ένιωσαν τέτοια χαρά, τέτοια ευτυχία, που βρίσκονται σε διέγερση και δυσκολεύονται να την εκφράσουν» [Sen. Secreta, Reg. 20, φύλλο 99 (l00) και πρβλ. φύλλα 101, 103].

(felicissima nova victorie sue de imperatore Τurcοrum turpiter cum multa suorum strage et tormentorum et ceterarum munitionum suarum amissione in fugam converso que animos nostros tanto gaudio tantaque leticia affecit tantumque erexit ut exprimere difficile sit)

Επιστολή τού Κάλλιστου Γ΄, γραμμένη στη Σάντα Μαρία Ματζόρε στη Ρώμη στις 25 Αυγούστου 1456, έστελνε στον Καπιστράνο πολύ γενναιόδωρη έκφραση εκτίμησης τού ρόλου που είχε παίξει ο αδελφός στη νίκη στο Βελιγράδι [Arch. Segr. Vaticano, Arm. XXXIX, τόμος 7, φύλλο 42], επιφυλάσσοντας ακόμη περισσότερους επαίνους για τη λαμπρή ηγεσία που αποδίδει στον καρδινάλιο Καρβαχάλ [στο ίδιο, 43]. Ο Κάλλιστος συνήθως επαινεί και τον Καπιστράνο και τον Χούνιαντι, χωρίς να προσπαθεί ειδικότερα να εκτιμήσει την συνεισφορά καθενός [στο ίδιο, 47 και αλλού]. Για τις δραστηριότητες τού Καρβαχάλ πριν από την πολιορκία (και μετά την επικουρία) τού Βελιγραδίου βλέπε Gomez Canedo, Don Juan de Carvajal (1947), σελ. 165-74.

[←88]

O Καπιστράνο σκιαγραφεί επίσης συνοπτικό πρόγραμμα σταυροφορίας στο Wadding, Annales Minorum, XII (1932), 430-32. Η επιστολή περιέχει κολακευτική αναφορά στον Χούνιαντι, ο οποίος είχε πεθάνει από την πανούκλα πριν από έξι μέρες.

[←89]

Pastor, Hist. Popes, II, 403-4 και παράρτημα, αριθ. 43, σελ. 548-50 και Gesch. d. Päpste, Ι (ανατυπ. 1955), 724-25 και παράρτημα, αριθ. 76, σελ. 856-57: «…Ήταν μόνος και δεν υπήρχε άλλο άτομο από την εικοστή ώρα [γύρω στις 4:00 το απόγευμα τον Αύγουστο] μέχρι την εικοστή τρίτη και μισή…» (… Steti secho solo chel non zera altra persona da le XX hore per fina ale XXIIΙ et meza…).

Ο Κάλλιστος κατήγγειλε επίσης την αποτυχία των Ούγγρων να πάρουν μέρος στην υπεράσπιση τού Βελιγραδίου, «λέγοντας ότι όλη [αυτή η νίκη] έγινε από τον προαναφερθέντα βοεβόδα Ιωάννη [Χούνιαντι] συνοδευόμενο από τούς φτωχούς και από μεμονωμένους σταυροφόρους…» (dicendo che tuta [questa victoria] hera stata del prefato Zohanne Vayvoda acompagnato da li poveri e soli cruciati…).

Πρβλ. τις χαρούμενες επιστολές τού Κάλλιστου προς τον δόγη Φραντσέσκο Φόσκαρι τής Βενετίας, τον Κάρολο Ζ’ τής Γαλλίας και τη Φλωρεντινή κυβέρνηση στo Arch. Segr. Vaticano, Arm. XXXIX, τόμος 7, φύλλα 22-24. Τον Αύγουστο ο πάπας έγραφε στον [Άγιο] Αντονίνο, τον αρχιεπίσκοπο Φλωρεντίας, ότι ανυπομονούσε «όχι μόνο για την ανάκτηση τής Κωνσταντινούπολης, αλλά και για την απελευθέρωση τής Ευρώπης, τής Ασίας και των Αγίων Τόπων» [στο ίδιο, φύλλο 26. και πρβλ. φύλλο 29 και αλλού].

[←90]

Aeneas Sylvius, Historia bohemica, 66-68 στο Opera quae extant omnia (1551, ανατυπ. 1967), σελ. 139-40, Pastor, Gesch. d. Päpste, I (ανατυπ. 1955), 730-31, Heymann, George of Bohemia (1965), σελ. 134-37. Υπάρχει αλλοιωμένη περιγραφή τής δολοφονίας τού Τσίλλι και τής εκτέλεσης τού Λάζλο Χούνιαντι στον Τζάκοπο ντε Προμοντόριο ντε Κάμπις [Babinger στο Sitzungsber. d. Bayer. Akad. d. Wissen., 1956, Heft 8, σελ. 87-89 και στο ίδιο, 1957, Heft 6, σελ. 66-68].

[←91]

Ο δεσπότης Γεώργιος Μπράνκοβιτς άφησε πεθαίνοντας τρεις γιους. Οι δύο μεγαλύτεροι, ο Γρηγόριος και ο Στέφανος, είχαν τυφλωθεί από τούς Τούρκους. Το φθινόπωρο τού 1457 ο Γρηγόριος και η αδελφή του, η σουλτάνα Μάρα, η χήρα τού Μουράτ Β΄, έστειλαν πληροφορίες από τον Αδριανούπολη στη Ραγούσα, όπως προφανώς έκαναν από καιρό σε καιρό, και ως συνήθως οι Ραγουσαίοι έστειλαν τις πληροφορίες στο βασιλιά τής Ουγγαρίας [Gelcich και Thallóczy, Diplomatarium ragusanum (1887), αριθ. 353, σελ. 600-2]. Ο Λάζαρος, ο τρίτος γιος, διαδέχθηκε τον πατέρα του σε μια ασταθή βασιλεία διάρκειας λίγο μεγαλύτερης τού ενός έτους, παρενοχλούμενος διαρκώς από τον Μιχαήλ Σίλαγκι, τον γαμπρό τού Χούνιαντι και τώρα κυβερνήτη Βελιγραδίου. Ο Λάζαρος πέθανε στις 20 Ιανουαρίου 1458, χωρίς να αφήσει αρσενικούς απογόνους [πρβλ. N. Iorga, Gesch. d. osman. Reiches, II (Γκότα, 1909), 80-81 και Babinger, Maometto, σελ. 226-27, 239].

Ο παπισμός προσπάθησε να φέρει τη Σερβία στη σφαίρα επιρροής του. Επιστολή τού Κάλλιστου με ημερομηνία 15 Μαρτίου 1458, με την οποία έστελνε στον καρδινάλιο Λοντοβίκο Τρεβιζάν περίληψη των νέων, αναφέρει ότι

«ο δεσπότης … Ράσκιας [Σερβίας], που πέθανε χωρίς να αφήσει διάδοχο, διέταξε να παραδοθούν και να παραχωρηθούν τα εδάφη του στον λεγάτο μας καρδινάλιο των Αγίων Αγγέλων, για λογαριασμό δικό μας και τής αποστολικής έδρας» [Arch. Segr. Vaticano, Arm. XXXIX, τόμος 7, φύλλο 155].

(despotus … Rassie, qui nullo relicto herede mortuus est, terras suas cardinali Sancti Angeli legato nostro pro nobis et Apostolica Sede tradi et consignari mandavit et, ut credimus, iam illas nominibus predictis accepit)

Στις 3 Απριλίου ο πάπας πληροφορούσε πάλι τον Λοντοβίκο για τις προσπάθειες τού Καρβαχάλ να εξασφαλίσει τα εδάφη τού εκλιπόντος δεσπότη για την Αγία Έδρα [στο ίδιο, φύλλο 158]. Ενώ o Καρβαχάλ εργαζόταν «με δύναμη και θάρρος» (viriliter et potenter) για την Εκκλησία, ο Κάλλιστος φαινόταν να βρίσκει ιδιαίτερη έλλειψη τέτοιας ενεργητικότητας στον Λοντοβίκο.

[←92]

Σύμφωνα με επιστολή στις 5 Αυγούστου 1456 που απευθυνόταν στον

«αγαπημένο μας γιο Διονύσιο ιερέα Αγίου Κυριάκου στις Θέρμες, καρδινάλιο Έστεργκομ [στον Διονύσιο Σέχυ, καρδινάλιο αρχιεπίσκοπο τού Γκραν]: Αλλά ετοιμάσαμε μέχρι την τελευταία μέρα τού περασμένου Μαΐου [31 Μαΐου 1456], όπως είχαμε δεσμευτεί, δικό μας στόλο με δικό μας λεγάτο και τον στείλαμε στα μέρη τής ανατολής για να καταστρέψει τον εχθρό, με τέτοια προετοιμασία και εξοπλισμό που, μάρτυς μου ο Θεός, μάς στοίχισε μέχρι τώρα περισσότερα από 150.000 δουκάτα, ελπίζοντας ότι θα κάνουμε καθημερινά όλο και περισσότερα για να αυξήσουμε την τήρηση τού όρκου μας στα μάτια τού Θεού και προς όφελος των ανθρώπων».

(dilecto filio Dionisio tituli S. Kyriaci in Termis presbytero cardinali Strigoniensi: Nos autem iam ab ultima die Maii proxime elapsi, ut ante obtulimus, classem nostram cum legato nostro ad partes orientales emisimus hostes mox vexaturam in qua paranda et arrnanda deo teste iam supra CL ducatorum milia expendimus facturique omnia sumus que in dies magis augere votum nostrum in conspectu dei et hominum profutura putemus)

Arch. Segr. Vaticano, Arm. XXXIX, τόμος 7, φύλλο 25 και πρβλ. το Schedario Garampi: Vescovi, τόμ. 63 (archival indice, τόμ. 507), φύλλο 17. Πρβλ. πιο πάνω, σημείωση 15.

[←93]

Raynaldus, Annales ecclesiastici ad ann. 1456, αριθ. 13, τόμ. XVIII (1694), σελ. 458, όπου παρέχεται η επιστολή διορισμού (17 Δεκεμβρίου 1455), στην οποία ο Raynaldus προσθέτει:

«Η εξουσια του είχε αυξηθεί με άλλους τίτλους, αφού τού είχε δοθεί λεγατινή δικαιοδοσία στη Σικελία, Δαλματία, Μακεδονία, σε όλη την Ελλάδα, στα νησιά τού Αιγαίου, στην Κρήτη, Ρόδο, Κύπρο, στα βασίλεια και τις επαρχίες τής Ασίας και είχε οριστεί διοικητής σε όλους τούς τόπους που θα μπορέσει να πάρει από τον εχθρό…».

(Amplificata alio diplomate eius fuit potestas, quo legatio ipsi in Sicilia, Dalmatia, Μacedonia, Graecia universa, Aegei maris insulis, Creta, Rhodo, Cypro, regnisque et provinces Asiaticis data est, praefectusque omnibus locis, quae hostibus eripuisset….)

Πρβλ. Alberto Guglielmotti, Storia della marina pontificia, II (Ρώμη, 1886), 253-55, ο οποίος μεταφράζει την επιστολή τού καρδινάλιου Λοντοβίκο στις 26 Απριλίου 1456 προς τον Τζιοβάννι ντα Καπιστράνο [από Alph. Ciacconius, Vitae pontif. romanorum, II (Ρώμη, 1677), 920], αναγγέλλοντας ότι o στόλος θα ήταν έτοιμος να αποπλεύσει «σε λίγες μέρες».

[←94]

Pastor, Acta inedita, I (1904), αριθ. 38. σελ. 5254, έγγραφο με ημερομηνία 8 Μαρτίου 1456.

[←95]

Pastor, Acta inedita, I, αριθ. 39, σελ. 54, με ημερομηνία 27 Απριλίου 1456 και πρβλ. τις χωρίς ημερομηνία παπικές επιστολές προς Σφόρτσα και αρχιεπίσκοπο Mιλάνου στo Arch. Segr. Vaticano, Arm. XXXIX. τόμος 7, φύλλο 20.

[←96]

Pastor, Acta inedita, I, αριθ. 40, σελ. 55-56, χρονολογούμενη ίσως περίπου στα μέσα Μαΐου 1456 και πρβλ. την επιστολή τού πάπα προς τον αυτοκράτορα Φρειδερίκο Γ΄ στον Raynaldus, Annales ecclesiastici ad ann. 1456, αριθ. 16, τόμ. XVIII (1694), σελ. 460a.

Παρά τις συχνές παπικές ικεσίες και τη λεγατινή αποστολή τού καρδινάλιου Αλαίν ντε Κετιβύ στην Αβινιόν, ο Κάρολος Η’ δεν έκανε τίποτε για τη σταυροφορία, θέμα για το οποίο ο πάπας είχε πολλά προβλήματα με το Πανεπιστήμιο Παρισιού [Pastor, Hist. Popes, II, 377-82, κάπως αναθεωρημένο στο Gesch. d. Päpste, I (ανατυπ. 1955), 702-6 και πρβλ. Raynaldus, Annales ecclesiastici ad ann. 1456, αριθ. 1-5, τόμ. XVIII, σελ. 452b-454a]. Οι παπικές επιστολές προς Κάρολο Η’ και Φρειδερίκο Γ΄, με χρονολογία 1456 (αλλά με κενά αφημένα για τη μέρα και τον μήνα), διασώζονται στα Αρχεία Βατικανού, Arm. XXXIX, τόμος 7, φύλλα 4-5 και 4 αντιστοίχως. Πολλές επιστολές στάλθηκαν την ίδια εποχή σε άλλους ηγεμόνες, στους Φλωρεντινούς και στον επίσκοπο Τζιοβάννι Καστιλιόνε τής Παβίας [στο ίδιο, φύλλα 6-9]. Oι Sciambra, Valentini και Parrino, Il ‘Liber brevium’ di Callisto III (1968), σελ. 53-55, 71 και εξής, χρονολογούν αυτές τις επιστολές στον Ιούλιο τού 1456.

[←97]

Raynaldus, Annales ecclesiastici ad ann. 1456, αριθ. 10, τόμ. XVIII (1694), σελ. 456b:

«Για τον λόγο αυτό προτρέπουμε έντονα και για δεύτερη φορά τη γαληνότητά σας, ώστε γι’ αυτό το αποκλειστικά θεϊκό έργο να ετοιμαστούν οι 15 γαλέρες, τις οποίες υποσχεθήκατε να εξοπλίσετε, και να μπορέσουν να αποπλεύσουν μαζί με τον προαναφερθέντα λεγάτο και τον υπόλοιπο πολεμικό στόλο».

(Quapropter Serenitatem tuam iterato instantissimeque hortamur, ut omnino dei operam, quod XV ille galee, quas alias pollicita est armare, in apparatu sint, ut cum prelibato legato et reliqua classe nostra navigare possint)

H παπική επιστολή βρίσκεται στο Arm. XXXIX, τόμος 7, φύλλο 5. Την ίδια εποχή ο πάπας έγραψε στον Ιωάννη Σόλερ, τον πρεσβευτή του στη Νάπολη, ότι όλοι οι χριστιανοί έπρεπε να ξυπνήσουν από τον λήθαργό τους και τον έδινε εντολή να προτρέψει τον Αλφόνσο

«ώστε να ετοιμάσει και να εξοπλίσει αυτές τις 15 γαλέρες και να το κάνει ταχύτατα βάζοντας στην άκρη κάθε δικαιολογία» [στο ίδιο, φύλλο 6],

(ut XV illas triremes parari armarique quam raptissime faciat omni postposita excusatione)

προσθέτοντας:

«Έχουμε συνέχεια στο μυαλό μας αυτό το θέμα και δεν θα μπορέσουμε να ησυχάσουμε, μέχρι να ακούσουμε ότι ο εν λόγω στόλος έφτασε στα μέρη τής ανατολής».

(Nos enim ita ex hac re mente animo pendemus ut donec audiamus classem predictam orientales partes attigisse nullo modo quiescere possumus)

Άλλη χωρίς ημερομηνία επιστολή προς τον Αλφόνσο παρέχεται σε αυτό το σημείο τού αρχείου στο ίδιο, φύλλο 6. Για τις δεκαπέντε γαλέρες που υποσχέθηκε ο Αλφόνσο βλέπε επίσης στο ίδιο, φύλλα 20-21, 38.

[←98]

Raynaldus, Annales ecclesiastici ad ann. 1456, αριθ. 12. τόμ. XVIII (1694), σελ. 458a]:

«Χρίσαμε σταυροφόρο τη μέρα τής γιορτής τής Αγίας Πετρονίλλας [31 Μαΐου] τον καρδινάλιό μας Λοντοβίκο, ιερέα τού Αγίου Λαυρεντίου στο Νταμάσο και λεγάτο τής Αποστολικής Έδρας εναντίον των εχθρών τού Χριστού και τού χριστιανικού ονόματος, τον οποίο αναγνωρίσαμε πολύ ευλαβικά…».

(Nos die S. Petronillae Ludovicum tituli S. Laurentii in Damaso presbyterum cardinalem nostrum et Apostolicae Sedis legatum contra Christi et Christiani nominis inimicos, ipso etiam devotissime suscipiente, crucesignavimus…)

Στις 13 Μαΐου 1456 ο Ισίδωρος, ο «Ρώσος καρδινάλιος», έφυγε από τη Ρώμη σε σταυροφορική αποστολή δύο μηνών στη Βενετία [Acta Consistorialia ( 1439-1486), στo Arch. Segr. Vaticano, Arm. XXXI, τόμος 52, φύλλο 58, με περιληπτικό κείμενο στο Eubel, Hierarchia, II (1914, ανατυπ. I960), 31b]. Τα παπικά αρχεία παρέχουν συνεχή μαρτυρία τής τότε έντονης δραστηριότητας στην παπική κούρτη.

[←99]

Οι ημερομηνίες προσδιορίζονται από εγγραφές στα πολύτιμα Acta Consistorialia, Arm. XXXI, τόμος 52, φύλλο 58:

«Αναχώρηση κύριου καμεράριου καρδινάλιου τής Ακουιλέια: Κατά το ως άνω έτος από τη γέννηση τού Κυρίου [1456], την πρώτη ημέρα τού μηνός Ιουνίου, ο σεβασμιώτατος κύριος καμεράριος καρδινάλιος Ακουιλέια αναχώρησε το πρωί από μυστικό εκκλησιαστικό συμβούλιο ως παπικός λεγάτος στη θάλασσα εναντίον των Τούρκων, συνοδευόμενος από τούς κυρίους καρδιναλίους μέχρι τις γαλέρες που βρίσκονταν στην όχθη τού Τίβερη στην πόλη. Αλλά δεν αναχώρησε από την όχθη μέχρι τις έντεκα τού εν λόγω μηνός, οπότε κατευθύνθηκε από τον Τίβερη προς τον εχθρό μέσω Νεάπολης».

(Recessus domini camerarii cardinalis Aquilegiensis: Anno a nativitate ut supra die vero prima mensis Iunii reverendissimus dominus camerarius cardinalis Aquilegiensis de mane recessit de secreto consistorio legatus de latere per mare contra Teucros associatus a dominis cardinalibus usque ad galeas que erant in Ripa Tiberis in urbe. Non tamen discessit de Ripa tunc sed die undecima dicti mensis per Tiberim ivit ad Hostium versus Neapolim)

Πρβλ. Eubel, Hierarchia, II, 31b], P. Paschini, Lodovico Cardinal Camerlengo, Ρώμη, 1939, σελ. 184 και Pastor, Gesch. d. Päpste, I (ανατυπ. 1955), 697 98. Σημειώστε επίσης Paschini, «La Flotta di Callisto III», Arch. della R. Soc. rom. di storia patria, LIII-LV (1930-32), 207 και εξής.

Ένα ενδιαφέρον μητρώο στο Archivio Segreto Vaticano, που φέρει την παλαιά αρίθμηση «2008» [Calist. ΙΙΙ, Diversor. Cam., 1455-1458, τώρα Arm. XXVIIII (XXIX), τόμος 28], είναι σε μεγάλο του μέρος γεμάτο με καταγραφές τού ευρέος φάσματος των δραστηριοτήτων τού καρδινάλιου Λοντοβίκο στη Ρώμη, ακριβώς μέχρι τις 31 Μαΐου 1456 (μέχρι το φύλλο 180), την προγουμένη τής ημέρας που επιβιβάστηκε στο πλοίο του στον Τίβερη.

Από τις 4 Ιουνίου η δραστηριότητα τού παπικού ταμείου διεξαγόταν στο όνομα τού Γεώργιου, υποκαμεράριου (vicecamerarius) και επισκόπου Λωζάννης [φύλλα 180-181 και εξής]. Ο Γεώργιος είχε διοριστεί υποκαμεράριος στις 14 Μαρτίου 1456, Reg. Vat. 465, φύλλο 166, «εκδόθηκε στη Ρώμη, στον Άγιο Πέτρο, το έτος κλπ. 1455 [δηλαδή το έτος Ενσάρκωσης], μια μέρα πριν από τις ίδες Μαρτίου, κατά το πρώτο έτος τής παπικής μας θητείας» (datum Rome apud Sanctum Petrum, anno etc., MCCCCLV, pridie Idus Martii, pontif. nostri anno primo). Πριν από αυτό, στις 21 Απριλίου 1455 είχε διοριστεί καστελλάνος τού κάστρου τού Σαντ’ Άντζελο:

«Σεβασμιώτατο αδελφό Γεώργιο, επίσκοπο Λωζάννης, καστελλάνο μας τού κάστρου μας Κρεσκέντι στην πόλη, αλλιώς ονομαζόμενου Καστέλ Σαντ’ Άντζελο» [Reg. Vat. 465, φύλλο 16].

(Venerabili fratri Georgio episcopo Lausanensi, Castri nostri Crescentii alias dicti Sancti Angeli de urbe castellano nostro)

Κράτησε το αξίωμα τού καστελλάνου τού Σαντ’ Άντζελο για ένα περίπου χρόνο, μέχρις ότου υποχρεώθηκε να παραιτηθεί από αυτό τη νύχτα τής 15ης Μαρτίου 1456, όταν η οικογένεια Βοργία και οι Καταλανοί οπαδοί της εξασφάλισαν τον έλεγχο τής πόλης τής Ρώμης [Pastor, Gesch. d. Päpste, I (ανατυπ. 1955), 771 και σημείωση 1]. Το Reg. Vat. 465 είναι το πρώτο από τρία μητρώα τού Κάλλιστου Γ΄ σχετικά με διορισμούς (Officiorum liber primus, Anno 1-ΙΙ-ΙΙΙ), όπου τα άλλα δύο είναι τα Reg. Vat. 466-67 (υπάρχουν περίπου σαράντα Reg. Vat. για τη σύντομη παπική θητεία τού Κάλλιστου Γ΄). Στις 6 Απριλίου 1458 έχουμε εντολή τού «υποκαμεράριου Γεώργιου, επίσκοπου Λωζάννης» (Georgius, ep. Lausanen., vicecamerarius), για την αγορά ξυλείας για κουπιά, για γαλέρες που κατασκευάζονταν τότε εναντίον των Τούρκων [Arm. XXIX, τόμος 28, φύλλο 273].

[←100]

Ο καρδινάλιος Λοντοβίκο απεύθυνε δύο επιστολές προς τον Λοντοβίκο Β΄ Γκονζάγκα με ημερομηνία 13 και 20 Ιουνίου 1456, «από τις εκβολές τού Τίβερη, πάνω στον στόλο» (ex ostio Tiberis super classem), οι οποίες διατηρούνται στο Archivio Gonzaga (στα Κρατικά Αρχεία τής Μάντοβα), για το οποίο πρβλ. Pastor, Gesch. d. Päpste, 1 (ανατυπ. 1955), 698, σημείωση 2. 709, σημείωση 5. Σύμφωνα με τον Gugliemmotti, Storia della marina pontificia, II (1886), 255-56 o παπικός στόλος αποτελούνταν από τουλάχιστον εικοσιπέντε πλοία, που μετέφεραν 5.000 στρατιώτες, 1.000 ναύτες και 300 κανόνια. Ο Paschini, Lodovico Cardinale Camerlengo, σελ. 184 γράφει ότι ο καρδινάλιος διοικητής την 1η Ιουνίου «πήρε στην κατοχή του τις δέκα γαλέρες που είχαν ετοιμαστεί» (prese il possesso delle dieci galee già pronte). O Ουρρέα είχε δεκαέξι γαλέρες υπό τις διαταγές του, ενώ δέκα ακόμη βρίσκονταν υπό κατασκευή, πέρα από τα παπικά πλοία στην Αγκώνα, καθώς μαθαίνουμε από χωρίς ημερομηνία επιστολή τού Κάλλιστου Γ΄ [Arch. Segr. Vaticano, Arm. XXXIX, τόμος 7, φύλλο 28, πιθανώς Απριλίου 1456, για το οποίο βλέπε πιο πάνω, σημείωση 21]. Σε χωρίς ημερομηνία επιστολή προς τον καρδινάλιο Καρβαχάλ, η οποία νομίζω ότι πρέπει να αποδοθεί στις τελευταίες λίγες μέρες τού Ιουνίου, ο Κάλλιστος Γ΄ έγραφε «…στέλνουμε τον λεγάτο μας, ο οποίος την τελευταία μέρα τού Μαΐου ανεβαίνει στις γαλέρες και πηγαίνει στη Νάπολη…» (…legatum nostrum emisimus qui die ultima Maii triremes conscendit Neapolimque se contulit…) [Arm. XXXIX, τόμος 7. φύλλο 10], πράγμα που συνέβη τελικά.

Η διαβεβαίωση τού πάπα προς τον Καρβαχάλ ότι ο στόλος είχε αναχωρήσει θα ήταν ασφαλώς ενθαρρυντική για τούς Ούγγρους, «συνεπώς, αγαπημένε μας γιέ, να έχετε εμπιστοσύνη και καλή διάθεση. Ο Θεός δεν εγκαταλείπει την υπόθεσή του» (itaque, dilecte fili, confide et bono animo fortique sis: Deus non relinquet causam suam) [στο ίδιο], ενώ ο Καρβαχάλ μπορούσε να διαβιβάσει αυτή τη διαβεβαίωση στον βασιλιά και στην αυλή στη Βούδα.

[←101]

Η βούλλα Όταν αυτά τα ανώτερα χρόνια (Cum hiis superioribus [annis]) υπάρχει στο Reg. Vat. 457, φύλλα 226-229 και «εκδόθηκε στη Ρώμη, στον Άγιο Πέτρο, το έτος 1456 από την ενσάρκωση τού Κυρίου, 12 μέρες πριν από τις καλένδες Ιουλίου, κατά το δεύτερο έτος τής παπικής μας θητείας» (datum Rome apud Sanctum Petrum anno incarnationis dominice millesimo quadringentesimo L sexto, duodecimo Kalend. Iulii, pontificatus nostri anno secundo) [20 Ιουνίου 1456]. Για τη σημασία τής βούλλας αυτής βλέπε Paul Schwenke και Hermann Degering, Die Türkenbulle Pabst Calixtus Iii: Ein Deutscher Druck von 1456 in der ersten Gutenbergtype, Βερολίνο, 1911. Tο κείμενο περιγράφεται ως «βούλλα προσευχής εναντίον των απίστων για τη νίκη τού χριστιανικού λαού» (bulla oracionis contra infideles pro victoria populi Christiani) [στον τίτλο τού Reg. Vat. 457, φύλλο 5]. Έχει μάλιστα ημερομηνία 29 Ιουνίου («τέσσερις μέρες πριν από τις καλένδες Ιουλίου», tercio Kal. Iulii) στο αρχειακό αντίγραφο [στο ίδιο, φύλλο 229], πιθανώς τη μέρα που μπήκε στο μητρώο.

[←102]

Arch. Segr. Vaticano, Arm. XXXIX, τόμος 7, φύλλα 9-10, 33, 34, 37 και πρβλ. την περιγραφή τού Pastor για την καθυστερημένη αναχώρηση τού «Σκαράμπο» από τη Νάπολη [Gesch. d. Päpste, I (ανατυπ. 1955), 699].

[←103]

Υπάρχουν επιλογές παπικών επιστολών στον Raynaldus, Annales ecclesiastici ad ann. 1456, αριθ. 13, τόμ. XVIII (1694), σελ. 459a. Ο πάπας έγραφε στον Αλφόνσο «με τα χέρια του» (manu propria) [Arch. Segr. Vaticano, Arm. XXXIX. τόμος 7 φύλλα 25-26].

[←104]

Βλέπε χωρίς ημερομηνία επιστολές Κάλλιστου Γ΄ προς Jaume de Perpinya στo Arch. Segr. Vaticano, Arm. XXXIX’, τόμος 7, φύλλο 10 και προς καρδινάλιο Λοντοβίκο [στο ίδιο, φύλλο 33].

[←105]

Η ημερομηνία είναι γνωστή από επιστολή των Αινεία Σύλβιου, Γκάλγκανο Μποργκέζε και Μπερνάρντο ντε Μπενβολιέντι, γραμμένη στη Νάπολη στις 6 Αυγούστου 1456 [Bibl. Com. Siena. Cod. A, ΙΙΙ, 16], αναφερόμενη από τον Pastor, Gesch. d. Päpste, I (ανατυπ. 1955), 700, σημείωση 2: «Ο αιδεσιμώτατος πατριάρχης αναχωρεί απόψε το βράδυ…» (El rev. patriarcha questa sera si parti…). Όμως στις 4 Ιουλίου 1456 ο Κάλλιστος έγραφε στον καρδινάλιο Αλαίν ντε Κετιβύ:

«Έχουμε στείλει τον δικό μας λεγάτο καρδινάλιο Καμεράριο με απίστευτη ταχύτητα, ο οποίος τώρα βρίσκεται στη θάλασσα και το συντομότερο δυνατό θα εισβάλει στις ακτές τού εχθρού, ώστε μέσα από αυτή τη δύναμη να αποσπάσει την προσοχή του από την Ουγγαρία…» [Arch. Segr. Vaticano, Arm. XXXIX, τόμος 7, φύλλο 12].

(Misimus enim legatum cardinalem Camerarium nostrum cum incredibili celeritate qui iam in mari est et quam citissime versus orientem vela dat littoraque hostium invadet ut per hoc eorum potentia ex Hungaria distrahatur…)

Στις 6 Αυγούστου ο Κάλλιστος έκανε πάλι έκκληση προς τον βασιλιά τής Νάπολης για βοήθεια, υπενθυμίζοντας σε αυτόν τη βαριά υπευθυνότητα την οποία επέβαλλε ο κίνδυνος τής Ουγγαρίας στον μέτριο στόλο του (mediocris classis) [στο ίδιο, φύλλο 26], ενώ στις 18 τού μηνός έγραψε στον καρδινάλιο Λοντοβίκο, εκφράζοντας τη μεγάλη ικανοποίησή του για την αναχώρησή του με τον στόλο προς Σικελία [στο ίδιο, φύλλο 34]. Πρβλ. Paschini, «La Flotta», σελ. 209-14.

[←106]

«E la Majesta del Re li ha dato quele XV gallee li haveva promisso…». Pastor, Gesch. d. Päpste, I, παράρτημα, αριθ. 76, σελ. 856-57, έγγραφο γραμμένο στο Κάστρο Τζουμπιλέο στις 24 Αυγούστου 1456.

[←107]

Pastor, I, παράρτημα, αριθ. 73, σελ. 855, επιστολή τού Κάλλιστου Γ΄ προς τον Ζωμέ ντε Περπίνυα, μέσα Αυγούστου 1456: «Θέλουμε να κατευθυνθείτε αμέσως στην Κωνσταντινούπολη με στόλο…» (Optamus enim ut illico cum classe ad Constantinopolim se conferat…) [από Arch. Segr. Vaticano, Arm. XXXIX, τόμος 7, φύλλο 13].

Πρβλ. στο ίδιο, φύλλα 1314, επιστολή προς Ιωάννη Σόλερ στο ίδιο γενικά θέμα, γραμμένη μερικώς στα καταλανικά. Παρά το γεγονός ότι μετά την χριστιανική επιτυχία στο Βελιγράδι ο Κάλλιστος εξέφραζε συχνά την ελπίδα του για την ανακατάκτηση τής Κωνσταντινούπολης, τής Μικράς Ασίας και των Αγίων Τόπων, πρώτη του σκέψη ήταν γενικά οι Καθολικές Ουγγαρία, Αλβανία και Bοσνία.

Η στάση τού Κάλλιστου απέναντι στους Έλληνες ήταν εκείνη τού προκατόχου του, τού Νικολάου Ε’, όπως έπρεπε αναμφίβολα να αναμένεται και όπως φαίνεται από τη βούλλα του στις 3 Σεπτεμβρίου 1457, που απευθυνόταν στον ελληνικό κλήρο:

«…αποφασίσαμε και διατάζουμε ότι από τώρα και στο εξής όλοι και καθένας πρώην Έλληνας πρεσβύτερος και ιερέας, σε όποιο τόπο κι αν βρίσκεται, υπό ανατεθειμένη αποστολή στο όνομα τού Ρωμαίου ποντίφηκα στον τόπο που εκπροσωπεί, θα εκφράζει με δυνατή και κατανοητή φωνή ότι δεσμεύεται και προσεύχεται για την ασφαλή και ειρηνική κατάσταση τη δική μου και τής Αγίας Ρωμαϊκής Εκκλησίας…»,

(statuimus et ordinamus quod ex nunc in antea omnes et singuli presbyteri et sacerdotes greci ubilibet existentes infra missarum solempnia nomen Romani pontificis in loco deputato alta et intelligibili voce exprimere ac pro ipsius et Sancte Romane Ecclesie incolumitate statuque pacifico orare teneantur…)

Reg. Vat. 449, φύλλο 133, προηγουμένως φύλλο 130. H βούλλα υπάρχει επίσης στο Arm. XXXI, τόμος 59, φύλλα 82-84.

[←108]

Πρβλ. Pastor, Gesch. d. Päpste, I, 700.

[←109]

Σε χωρίς ημερομηνία επιστολή, προφανώς στις αρχές Σεπτεμβρίου 1456, ο Κάλλιστος έγραφε στον καρδινάλιο Λοντοβίκο [Arch. Segr. Vaticano, Arm. XXXIX, τόμος 7, φύλλο 31]:

«Πιστεύουμε ότι η Σωφροσύνη σας κατανοεί τα ευχάριστα νέα, που πρόσφατα μάς έφεραν από την Ουγγαρία και μάς πληροφορούν για την ένδοξη νίκη των Ούγγρων επί των κακών Τούρκων, που κερδήθηκε με τη θεϊκή δύναμη. Κρίνουμε ότι αγγαλιάζει η καρδιά μας για την ευτυχή σας αναχώρηση από τη Νάπολη, για την οποία έχουμε επίσης ενημερωθεί, έτσι ώστε με θεϊκό σχέδιο, το οποίο αναμφίβολα θεωρούμε ως καθοριστικό γεγονός, ο σκληρότατος εχθρός να δεχθεί ταυτόχρονα επίθεση από τη στεριά και τη θάλασσα. Κι εσείς με τον στόλο μας θα αναχωρήσετε για τις ερημωμένες θαλάσσιες χώρες. Ως εκ τούτου, αγαπημένε μας γιέ, αφυπνείστε την πολύ γνωστή σε όλους σύνεσή σας σε αυτό το θεϊκό έργο που εμφανίζεται, από το οποίο το όνομά σας θα κερδίσει αθανασία. Τώρα πρέπει να επιδειχθεί όλη η δύναμη, τώρα είναι η μεγαλύτερη επιδίωξη, τώρα που ο εχθρός με τη σειρά του, μετά την ήττα του, είναι απογοητευμένος και ανασφαλής. Τώρα πιο εύκολα από ποτέ θα μπορούσε να καταληφθεί το βασίλειό του. Ο Θεός εφοδιάζει με δύναμη και μυαλό τον λαό του. Δείτε το θέαμα που προσφέρουν οι προσευχές τού σκυμένου λαού του, ο οποίος, όπως γνωρίζει η Σωφροσύνη σας, διατηρεί τη μεγαλύτερη αφοσίωση για ολόκληρο τον χριστιανικό κόσμο».

(Credimus Circumspectionem tuam intellexisse felicissimum novum quod novissime ex Hungaria nobis allatum est quo de gloriosa Victoria Hungariorum contra pessimos Turchos divina potencia obtenta certiores facti sumus: arbitramur quo gaudio eo magis exultavit cor nostrum quod de felici tuo recessu ex Neapoli certiores facti etiam fuimus ita ut divino consilio quo sine dubio res iste gubernantur factum putemus ut uno tempore crudelissimi hostes navali et terrestri pugna profligati essent. Et tu cum classe nostra ad eorum maritimas terras vastandas proficisceris. Quare, dilecte fili, exsuscita te ipsum tuamque prudentiam omnibus cognitam in hoc divino opere ostende ex quo tuum nomen immortalliati donabitur. Nunc omnes promende sunt vires, nunc maxime instandum est hosti perculso et fugato incertoque quo se vertat. Numquam facilius eius regnum occupari potuit. Deus animum et vires suggerit populo suo. Vide qualem eventum dedit inclinatus orationibus plebis sue quas ut tua Circumspectio scit cum maxima devotione per universum orbem Christianum fieri ordinavimus. …)

Όπως πάντοτε, στις επιστολές αυτής τής περιόδου οι παπικές ελπίδες ήσαν μεγάλες. Η ασιατική καθώς και η ευρωπαϊκή επικράτεια που είχαν καταλάβει οι Τούρκοι μπορούσε τώρα να ξανακερδηθεί, κλπ.

Όλα ήσαν ένα όνειρο, γιατί σύμφωνα με «τα νέα που έρχονται από την Κωνστατινούπολη και γράφτηκαν τον μήνα Δεκέμβριο [1456]» (le nove recevute da Constantinopoli scripte del mese de Decembre) οι Τούρκοι πήγαιναν πολύ καλά υπό τον νεαρό σουλτάνο τους και τούς νεαρούς πασάδες του:

«Αυτός ο Κύριος έχει μεγάλο θάρρος και σύντομα θα αποκομίσει τα οφέλη. Δεν θέλει να διαφωνούν με τη γνώμη του και για να το πετύχει αυτό έχει προτιμήσει να προωθήσει δύο νεαρούς πασάδες τής ηλικίας του, που τον ακολουθούν σε όλα αυτά τα πράγματα. Επίσης έχει κάνει ναυτικό γενικό διοικητή του τον Γιουνούς μπέη [Γιουνούς πασά], ένα νεαρό 25 ετών, ζωηρό, που τον προώθησε μαζί του σε ανοδική πορεία, ενώ σκοπεύει να επιτεθεί σύντομα με ισχυρό στρατό στην Τραπεζούντα, τον Καφφά και σε άλλα μέρη τής μεγάλης θάλασσας. Ο εν λόγω κύριος τού έχει υποσχεθεί σε αυτό τον στρατό 30 έως 40 χιλιάδες άνδρες. Ελπίζουμε ότι αυτή η φωτιά θα τον κάψει… Ύστερα από την έλευση τού εν λόγω Κυρίου, αυτά τα σκυλιά φώναζαν “στη Ρώμη! στη Ρώμη!” και στη συνέχεια φώναζαν “στην Απουλία! στην Απουλία!”. Καθημερινά κατασκευάζουν πολεμικό υλικό επίθεσης και μεγάλα κανόνια…»

(Questo Signor e de grandissimo animo et presto a fare le sue provisione, non vole contrasto a la sua opinione, et per fare quello, chel vole, ha allevato duoi zoveni bassa de sua etade, li quali in tute cose lo seguitano. Item ha facto suo capitaneo de mare Janisbei, zovene de XXV anni, animoso, allevato con lui da puto in suso, et a tempo novo usira con potente armata dicese per tuore Trebesunda, Caffa et altri lochi del mare maiore. Il dicto Signor gli ha promesso in dicta armata milie XXX in XL, havemo sperantza chel usira male per lui … Dapoi la venuta de questo Signore, questi cani vano dicendo: a Roma, a Roma! poi diceno in Puglia in Puglial Ogni giorno fa fare edifiei et munitione da offendere et maxime bombarde…)

[V. V. Makušev, Monumenta historica slavorum meridionalium, 11 (1882), 89-90].

[←110]

Στις 11 Φεβρουαρίου 1457 ανατέθηκε στον καρδινάλιο Λοντοβίκο η αποστολή τής μεταρρύθμισης τού μοναστηριού των Ιωαννιτών, με επιστολή που «εκδόθηκε στη Ρώμη, στον Άγιο Πέτρο, το έτος 1456 από την ενσάρκωση τού Κυρίου, τέσσερις μέρες πριν από τις ίδες Φεβρουαρίου, κατά το δεύτερο έτος τής παπικής μας θητείας» (datum Rome apud Sanctum Petrum anno incarnationis dominice MCCCCLVI, tertio Idus Februarii, pontificatus nostri anno secundo) (τo νέο έτος τής Ενσάρκωσης ξεκινά στις 25 Mαρτίου), Reg. Vat. 144, φύλλα 23-25, όπου η βούλλα ξαναγράφηκε και ξαναχρονολογήθηκε (στο περιθώριο τού φύλλο 23), με σημείωση τής αλλαγής και τη νέα ημερομηνία 14 Μαρτίου 1457 καταγραμμένες από τον παπικό γραμματέα C. de Vulterris.

Ο Κάλλιστος προσπαθούσε να διατηρεί τον στόλο του και το επιτελείο του στη Ρόδο καλά εφοδιασμένο [πρβλ. Arm. XXXIX, τόμος 7, φύλλα 80-81, 83, 86, 87, 89, 90, 91, 115-7, 135-136, 154-156, 157, I59, 160 και αλλού]. Σε επιστολή προς Λοντοβίκο με ημερομηνία 4 Δεκεμβρίου 1457, ο πάπας ανέφερε ότι «… τον ερχόμενο … μήνα Αύγουστο και κατά τις τελευταίες ημέρες αυτού τού μηνός αναμένουμε εδώ τρεις γαλέρες καλά εξοπλισμένες…» (…proximo … mense Αugusti et ultimis diebus eiusdem mensis expedivimus hic tres galeas bene armatas…) [στο ίδιο, φύλλα 134, 135 και πρβλ. φύλλα 120121, 122].

Σημειώστε επίσης Const. Marinescu, «L’ile de Rhodes au XV siecle et l’ Ordre de Saint-Jean de Jerusalem d’ apres des documents inedits» στο Miscellanea Giovanni Mercati, V (1946), 399-401 (Studi e testi, αριθ. 125), όπου o Λοντοβίκο Τρεβιζάν αποκαλείται «Σκαράμπο».

Για την τουρκική επιθετικότητα στο Αιγαίο και τον φόβο των φορτωμένων με χρέη Ιωαννιτών για τον Μωάμεθ Β΄, ο οποίος απαιτούσε ετήσιο φόρο 2.000 δουκάτων από αυτούς (τον οποίον αρνούνταν να πληρώσουν), βλέπε R. Valentini, «L’ Egeo dopo la Caduta di Costantinopoli nelle relazioni de I gran maestri di Rodi», Bullettino dell’ Ιstituto storico italiano per il medio evo e Archivio Muratoriano, II (1936), 137-68, με τέσσερα έγγραφα με ημερομηνία από το 1453 μέχρι το 1462. Παρεμπιπτόντως ο μεγάλος μάγιστρος Ζαν ντε Λαστίκ (Jean de Lastic, 1437-1454) και το Μοναστήρι στη Ρόδο φαίνεται να πίστευαν τη φήμη ότι ο Μωάμεθ είχε 600.000 άνδρες στην πολιορκία τής Κωνσταντινούπολης! [στο ίδιο, έγγραφο i, σελ. 160]. Παρ’ όλα αυτά αρνήθηκαν να πληρώσουν τον φόρο [έγγραφο ii, σελ. 162 προς τον σουλτάνο], ο οποίος ξεκίνησε «να ξεπεράσει με τα επιτεύγματά του εκείνα τού Μεγάλου Αλεξάνδρου» (suis gestis Alexandri Magni gesta superare) [έγγραφο iii, σελ. 163].

[←111]

Arch. Segr. Vaticano, Arm. XXXIX, τόμος 7, φύλλο 126, επιστολή Kάλλιστου Γ΄ με ημερομηνία 24 Σεπτεμβρίου 1457 προς Guillem Ponc de Fenollet. Στους Sciambra, Valentini και Parrino, Il “Liber brevium” di Callisto III (1968), σελ. 174, τo κείμενο παρέχεται ανακριβώς ως αναφερόμενο στη σύλληψη τριάντα (αντί για εικοσιπέντε) τουρκικών σκαφών. Πρβλ. Raynaldus, Annales ecclesiastici ad ann. 1457, αριθ. 31-32, τόμ. XVIII (1694), σελ. 490b-91 και Πίο Β΄, II, Asia, 74 στο Opera quae extant omnia (1551, ανατυπ. 1967), σελ. 355-56 (το κεφάλαιο είναι αριθμημένο λάθος και το κείμενο είναι κακό).

Στις 31 Αυγούστου 1457 ο Κάλλιστος είχε γράψει στον αυτοκράτορα Φρειδερίκο Γ΄ ότι ο στόλος τού Λοντοβίκο υπερασπιζόταν τη Ρόδο, Κύπρο, Λέσβο, Χίο και όλα τα χριστιανικά νησιά τής Ανατολής, τα οποία δεν θα μπορούσαν να αντισταθούν στις συνεχιζόμενες τουρκικές επιθέσεις χωρίς τέτοια βοήθεια. Paschini, Lodovico Cardinal Camerlengo. σελ. 186 και βλέπε επίσης «La Flotta», σελ. 218 και εξής.

[←112]

O Μωάμεθ πήρε επίσης τη Λέσβο το 1462. Valentini, «L’Egeo dopo la Caduta di Costantinopoli», έγγραφο iv, σελ. 166-67 και Wm. Miller, «The Cattilusi of Lesbos», Essays on the Latin Orient, Καίμπριτζ, 1921, ανατυπ. Άμστερνταμ, 1967, σελ. 340-49.

[←113]

Πρβλ. Eλισσάβετ A. Zαχαριάδου, «Συμβολὴ στὴν ἱστορία τοῦ νοτιοανατολικοῦ Αἱγαίου (μὲ ἀφορμὴ τὰ Πατμιακὰ φιρμάνια τῶν ἐτῶν 1454-1522)», Kέντρον Βυζαντινῶν Ἐρευνῶν, Βασιλικόν Ἵδρυμα Ἐρευνῶν, Σύμμεικτα, I (Αθήνα, 1966), 184-230, με τα κείμενα έντεκα οθωμανικών φιρμανιών από τη μονή τού Αγίου Ιωάννη στο νησί τής Πάτμου.

[←114]

Για τις δραστηριότητες τού καρδινάλιου Λοντοβίκο στο Ανατολή βλέπε επίσης Κριτόβουλο, De rebus gestis Mechemetis II, II, 23, επιμ. Müller, FHG, V-l (1870), σελ. 118-19, επιμ. Grecu (1963), σελ. 211, 213:

Την ίδια εποχή ο Νικόλαος [Ε’], ο πάπας τής Ρώμης, συγκέντρωνε στρατό στην Ιταλία και εξόπλιζε στόλο για να διασχίσει τη θάλασσα εναντίον των νησιών τού Αιγαίου τού σουλτάνου, τής Ίμβρου και τής Λήμνου και των υπόλοιπων. Γέμισε τριάντα γαλέρες και δύο μεγάλα γαλιόνια, τα εξόπλισε καλά, και ανέβασε πάνω τους εκπαιδευμένους στρατιώτες και κάθε είδους όπλα και κανόνια. Επέλεξε ως ανώτατο ναύαρχο τον ανιψιό του Λοντοβίκο, τον οποίο διόρισε επίσης ως πατριάρχη των ανατολικών περιοχών. Και τούς έστειλε στις αρχές τής άνοιξης.

«Νικόλαος δὲ ὁ τῆς Ῥώμης ἀρχιερεὺς κατὰ τὸν αὐτὸν χρόνον στρατιὰν ἤθροιζεν ἐς Ἰταλίαν, καὶ στόλον ἐξήρτυε διαπόντιον κατὰ τῶν ἐν τῷ Αἰγαίῳ νήσων τοῦ βασιλέως, Ἴμβρου καὶ Λήμνου καὶ τῶν λοιπῶν. καὶ πληρώσας τριήρεις τριάκοντα καὶ ὁλκάδας δύο τῶν μεγάλων, καὶ ὁπλίσας καλῶς, στρατιώτας τε τῶν μαχίμων ἐπιβιβάσας καὶ ὅπλα παντοῖα ἐνθέμενος καὶ μηχανὰς, καὶ στρατηγὸν αὐτοκράτορα ἑλόμενος Λοδοβίκον τὸν ἀδελφιδοῦν, ὅν καὶ πατριάρχην τῶν ἀνατολικῶν μερῶν κατέστησεν, ἅμα ἦρι ἐκπέμπει.

Αυτός, αποπλέοντας από την Ιταλία, έφτασε στη Ρόδο και ύστερα από σύντομη παραμονή εκεί, ἐπλευσε και πήγε στα νησιά τού σουλτάνου. Έφτασε πρώτα στη Λήμνο, έκανε απόβαση και την κατέλαβε με συμφωνία, γιατί ο λαός τής Λήμνου παραδόθηκε αμέσως, όπως και η φρουρά που είχε τοποθετήσει ο σουλτάνος στο νησί. Ήταν φρουρά εκατό εκπαιδευμένων πολεμιστών από τούς γενίτσαρους τής προσωπικής του σωματοφυλακής, μαζί με τον διοικητή τους, που ονομαζόταν Μουράτ, ο οποίος ήταν επικεφαλής ολόκληρου τού νησιού.

καὶ ὅς ἀναχθεὶς ἐξ Ἰταλίας ἀφικνεῖται ἐς Ῥόδον, καὶ μικρὸν τι διατρίψας αὐτοῦ, ἄρας ἐκεῖθεν ἐπιπλεῖ ταῖς νήσοις τοῦ βασιλέως, καὶ προσσχὼν τὸ πρῶτον ἐν Λήμνῳ, καὶ ἀπόβασιν ποιησάμενος, παρεστήσατο ταύτην ὁμολογίᾳ, τῶν τε Λημνίων ένδόντων εὐθὺς καὶ τῶν ἐν αὐτῇ φυλάκων τοῦ βασιλέως· εἶχε γὰρ ἐν αὐτῇ φρουροὺς ἄνδρας ἑκατὸν μαχίμους τῶν ἀπὸ τῆς ἰδίας αὐλῆς νεοδαμωδῶν καὶ ἄρχοντα τούτων τε καὶ τῆς νήσου ξυμπάσης Μωράτην οὕτω καλούμενον.

Ύστερα από παραμονή οκτώ ημερών στη Λήμνο, κατά τη διάρκεια τής οποίας έκανε τις κατάλληλες ρυθμίσεις εκεί και άφησε επαρκή φρουρά υπό τον Λοΐζο ως διοικητή της, ο Λοντοβίκο έφυγε και πήγε στη Θάσο. Εκεί αποβιβάστηκε και άρχισε πρώτα να διαπραγματεύεται την εθελοντική παράδοση τού νησιού και τής φρουράς στο φρούριο τού λιμανιού. Καθώς όμως δεν μπορούσε να τούς πείσει γι’ αυτό, περικύκλωσε το φρούριο με τον στρατό του και επιτέθηκε με ορμή από όλες τις πλευρές. Φέρνοντας σκάλες στο τείχος και κανόνια, το κατέλαβε με τη βία στην πρώτη επίθεση. Σκότωσε μερικούς από τούς φρουρούς, ενώ άλλους συνέλαβε ζωντανούς. Υπήρχαν εκεί εξήντα φρουροί, στρατιώτες τού σουλτάνου.

Ἐπιμείνας δὲ τῇ Λήμνῳ ἡμέρας ὀκτὼ καὶ καταστησάμενος τὰ αὐτοῦ, φρουρὰν τε ἱκανὴν αὐτῇ καὶ φρούραρχον ἐγκαταλιπὼν τὸν Λωίζον, ἄρας ἐκεῖθεν ἐπιπλεῖ τῇ Θάσῳ, καὶ ἀποβὰς λόγους προσφέρει πρῶτον περὶ τε ξυμβάσεων καὶ ἐνδόσεως τῆς νήσου τοῖς ἐν τῷ φρουρίῳ τοῦ λιμένος. Ὡς δ’ οὐκ ἔπειθε, κύκλῳ περιλαβὼν τῇ στρατιᾷ καὶ πανταχόθεν προσβαλὼν αὐτῷ ἰσχυρῶς καὶ κλίμακας ἐπαγαγὼν τῷ τείχει καὶ μηχανὰς, αἱρεῖ κατὰ κράτος ἐκ πρώτης προσβολῆς, καὶ τῶν φυλάκων τοὺς μὲν ἀναιρεῖ, τοὺς δὲ ζώντας αἱρεῖ· ἦσαν γὰρ ἐν τούτῳ φρουροὶ ἄνδρες ἑξήκοντα τοῦ βασιλέως.

Τρόμαξε τόσο πολύ με αυτό τούς ανθρώπους στις άλλες πόλεις, που τις πήρε με παράδοση, γιατί παραδόθηκαν οι ίδιοι και τα φρούριά τους χωρίς μάχη.

Καταπλήξας δὲ ἰσχυρῶς ἐκ τούτου καὶ τοὺς ἐν τοῖς ἄλλοις πολίσμασι λαμβάνει καὶ τούτους ὁμολογίᾳ ἑαυτοὺς τε καὶ τὰ φρούρια παραδόντας ἀμαχὶ.

Έτσι, έχοντας αποκτήσει τον έλεγχο ολόκληρου τού νησιού και έχοντας υποτάξει αυτό εντελώς σε δεκαπέντε συνολικά ημέρες, έβαλε τα πράγματα σε καλή κατάσταση εκεί, άφησε φρουρά και έφυγε για τη Λήμνο με όλο τον στόλο του, παίρνοντας μαζί του τούς άνδρες που είχε συλλάβει ζωντανούς στις φρουρές.

Παραστησάμενος δὲ πᾶσαν τὴν νῆσον καὶ κατασχὼν τελείως ἐν πεντεκαίδεκα ἡμέραις ταῖς ὅλαις, διατίθεται τὰ κατ’ αὐτὴν, καὶ φρουρὰν ἐγκαταστησάμενος αὖθις ἀπέπλευσεν ἐς Λῆμνον παντὶ τῷ στόλῳ, ἔχων καὶ τοὺς ἄνδρας οὕς ἔλαβε ζῶντας τῶν φρουρῶν.

Όταν έφτασε στη Λήμνο, έστειλε στην Ίμβρο δέκα γαλέρες με κάποιον Κόντο ως διοικητή. Ο ίδιος ο Λοντοβίκο έμεινε τέσσερις μόνο μέρες στη Λήμνο. Την επόμενη μέρα πήρε τούς στρατιώτες τού σουλτάνου που είχε συλλάβει στη Λήμνο και τη Θάσο, όσους δεν είχαν πεθάνει, και έφυγε με τον υπόλοιπο στόλο στη Ρόδο.

Γινόμενος δ’ ἐν Λήμνῳ ἐκπέμπει δέκα τριήρεις ἐς Ἴμβρον καὶ ἄρχοντα μετ’ αὐτῶν Κόντον οὕτω καλούμενον. Λοδοβίκος δὲ τέτταρας μόνας ἡμέρας ἐπιμείνας τῇ Λήμνῳ τῇ ὑστεραίᾳ ἀναλαβὼν τοὺς ἄνδρας τοὺς τε ἐκ Λήμνου τοὺς τε ἐκ Θάσου ζωγρηθέντας τοῦ βασιλέως, ὅσοι μὴ ἀπέθανον, ξὺν τῷ λοιπῷ στόλῳ ἀπέπλευσεν ἐς Ρόδον.

Ο Κόντος έφτασε στην Ίμβρο με τις δέκα γαλέρες του και έκανε προτάσεις στον Κριτόβουλο, έπαρχο τού νησιού, για την παράδοση τού νησιού, δίνοντάς του επίσης επιστολές από τον Λοντοβίκο για το θέμα αυτό.

Κόντος δε ἀφικόμενος ἐς Ἴμβρον ξὺν ταῖς δέκα τριήρεσι, λόγους προσφέρει Κριτοβούλῳ τῷ ταύτης ἐπάρχόντι περὶ ἐνδόσεως τῆς νήσου, ἐγχειρίσας αὐτῷ καὶ γράμματα περὶ τούτου τοῦ Λοδοβίκου.

Ο Κριτόβουλος τον δέχτηκε με φιλικό τρόπο, τού έδωσε πολλά δώρα, τον χαιρέτησε με ήπια και ευχάριστα λόγια, χρησιμοποίησε κάθε άλλο δυνατό μέσο για να τον μαλακώσει και τον άφησε να φύγει με ειρήνη, έχοντας αρκεστεί στα λόγια που είχε ακούσει από αυτόν, χωρίς άλλα αιτήματα. Ούτε παρενέβη ο Κόντος καθόλου στις υποθέσεις, ούτε πραγματοποίησε τον σκοπό τού ερχομού του. Ο Κριτόβουλος τού ανέθεσε επιστολές προς τον Λοντοβίκο σχετικά με την κατάσταση. Ήσαν γραμμένες με φιλικό πνεύμα. Έτσι ο άνδρας έφυγε προς τη Ρόδο.

Κριτόβουλος δὲ δέχεται τοῦτον φιλόφρόνως, καὶ πολλὰ δωρησάμενός τε καὶ λόγοις ἡμέροις καὶ προσηνέσι δεξιωσάμενος, πάσῃ τε ἄλλῃ χρησάμενος ἐς αὐτὸν θεραπείᾳ, ἀποπέμπει μετ’ εἰρήνης ἀρκεσθέντα τοῖς λόγοις τοῖς παρ’ αὐτοῦ καὶ μηδὲν ζητήσαντα περαιτέρω μηδὲ πολυπραγμονήσαντα ὅλως ἤ περὶ ὧν ἧκέ τι διαπραξάμενον. Ἐγχειρίζει δὲ αὐτῷ καὶ γράμματα ἐς Λοδοβίκον, οἰκονομίαν δὲ ἔχοντα καὶ φιλίαν δεικνύντα. καὶ ἀποπλεῖ καὶ οὗτος ἐς Ῥόδον.

Ακριβώς τότε τελείωνε το φθινόπωρο και διανυόταν το έτος 6965 [1457], που ήταν το έβδομο έτος τής βασιλείας τού σουλτάνου.

Ἐν τούτῳ δὲ καὶ τὸ φθινόπωρον ἐτελεύτα, καὶ ἑξηκοστὸν καὶ πέμπτον ἔτος πρὸς τοῖς ἐννακοσίοις καὶ ἑξακισχιλίοις τοῖς ὅλοις ἠνύετο, ἕβδομον δὲ τῆς ἀρχῆς τῷ βασιλεῖ.»

Στο ίδιο, III, 10, επιμ. Müller, FHG, V-l (1870), σελ. 126a, επιμ. Grecu (1963), σελ. 235:

Όταν έφτασε εκεί, έστειλε αμέσως να φωνάξουν τον Ισμαήλ, κυβερνήτη τής Καλλίπολης και ναύαρχο ολόκληρου τού στόλου. Τον διέταξε να ετοιμάσει το συντομότερο δυνατό στόλο εκατόν πενήντα πλοίων, να πλεύσει στη Λέσβο και στη Μυτιλήνη και να επιτεθεί σε ολόκληρο το νησί, λεηλατώντας, αλώνοντας και καταστρέφοντάς το όσο το δυνατόν περισσότερο.

«Κἀνταῦθα γενόμενος εὐθὺς μεταπέμπεται Ἰσμαῆλον τὸν Καλλιουπόλεως ἔπαρχον καὶ τοῦ στόλου παντὸς ἡγεμόνα, καὶ κελεύει τοῦτον ὅτι τάχιστα στόλον πεντήκοντα καὶ ἑκατὸν νεῶν ἐξαρτίσαντα ἐπιπλεῦσαι τῇ Λέσβῳ καὶ Μιτυλήνῃ καὶ καταδραμεῖν πᾶσαν αὐτὴν καὶ ληίσασθαι δῃοῦντα καὶ ἀφανίζοντα κατὰ κράτος.

Γιατί οι δύο γιοι τού ηγεμόνα αυτού τού νησιού, τού Ντορίνο, οι οποίοι είχαν κληρονομήσει ολόκληρο το νησί και τον έλεγχό του μετά τον θάνατο τού πατέρα τους, βρίσκονταν πάντοτε σε μεταξύ τους διαμάχες και σχεδίαζαν εξέγερση. Και όταν είδαν να έρχονται από την Ιταλία οι τριάντα γαλέρες τού πάπα τής Ρώμης, των οποίων ναύαρχος και αρχηγός ήταν ο Λοντοβίκο, εξεγέρθηκαν αμέσως και συμφώνησαν μαζί του, αθετώντας την πίστη τους στον σουλτάνο και δεν ήθαλαν πια να τού πληρώνουν τον συνήθη φόρο, που έφερναν κάθε χρόνο. Και όχι μόνο, αλλά και πριν από αυτό είχαν δεχτεί πειρατικά πλοία στα λιμάνια τους και δίνοντάς τους κρυφά προμήθειες και συμμαχία, είχαν κάνει ζημιά σε ολόκληρο το τμήμα τής ακτογραμμής τού σουλτάνου και λεηλατούσαν τα πλοία που ταξίδευαν σε εμπορικά ταξίδια.

Οἱ γὰρ τοῦ ταύτης ἡγεμόνος Δωριέως υἱεῖς δύο καταλειφθέντες μετὰ θάνατον αὐτοῦ κληρονόμοι τῆς τε νήσου ξυμπάσης καὶ τῆς ἀρχῆς, στασιάζοντές τε ἦσαν άλλήλοις, καὶ νεωτέρων ἐπιθυμούντες ἀεὶ· καὶ ἐπειδὴ τὰς ἐξ Ἰταλίας ἡκούσας τριάκοντα τριήρεις εἶδον τοῦ Ῥώμης ἀρχιερέως, ὧν ἐναυάρχει Λοδοβίκος στρατηγὸς αὐτοκράτωρ ὤν αὐτός, ἐνεόχμωσαν εὐθύς, καὶ ξυνθήκας ποιησάμενοι μετ’ αὐτοῦ ἠθέτησαν τὰς μετὰ βασιλέως, καὶ οὐκέτι ἤθελον ἀποδιδόναι αὐτῷ τὸν ξυνήθη δασμὸν, ὅν ἀπέφερον ἐτησίως· οὐ μόνον δέ, ἀλλ’ ὅτι καὶ πρὸ τούτου τὰς κατάρσεις τῶν πειρατικῶν νεῶν δεχόμενοι, καὶ σιτήσεις καὶ πίστεις αὐτοῖς λάθρα παρέχοντες ἐκάκουν πᾶσαν τὴν ταύτῃ παραλίαν τοῦ βασιλέως καὶ τὰς κατ’ ἐμπορείαν πλεούσας ναῦς ἐσκύλευον.

Ο σουλτάνος, όντας λοιπόν οργισμένος μαζί τους εξαιτίας αυτού, έστειλε τον στόλο του. Ο Ισμαήλ ετοίμασε ταχύτατα εκατόν πενήντα πλοία και τα φόρτωσε με όπλα, κανόνια, αρκετό βαρύ πεζικό και άλογα σε πλοία μεταφοράς αλόγων. Στη συνέχεια, έχοντας προετοιμάσει κάθε άλλο είδος στρατιωτικών αναγκών και αφού τα ανέβασε όλα στα πλοία, απἐπλευσε από την Καλλίπολη και την τρίτη ημέρα έφτασε στη Λέσβο. Αποβιβάστηκε σε μικρή παραλιακή πόλη που ονομαζόταν Μόλυβος και πρώτα κατέστρεψε και λεηλάτησε όλα τα γύρω μέρη. Στη συνέχεια περιχαράκωσε την πόλη, την κύκλωσε με τον στρατό του, έστησε τα κανόνια του και την πολιορκούσε.

Ἔχων οὖν αὐτοῖς ὀργὴν διὰ ταῦτα ὁ βασιλεὺς τὸν στόλον ἐξέπεμψεν. Ἰσμαῆλος δὲ πληρώσας ὅτι τάχιστα ναῦς πεντήκοντα καὶ ἑκατὸν καὶ ὅπλα καὶ μηχανὰς καὶ ὁπλίτας ἐμβιβάσας αὐταῖς ἱκανοὺς καὶ ἵππους ἐν ναυσὶν ἱππαγωγοῖς καὶ πᾶσαν ἄλλην παρασκευὴν τε καὶ χρείαν πολεμικὴν ἐξαρτίσας τε καὶ ταῖς ναυσὶν ἐνθέμενος, ἄρας ἐκ Καλλιουπόλεως τριταῖος καταίρει ἐς Λέσβον, καὶ ἀποβὰς ἔς τινα πολίχνην παράλιον Μόλυβον οὕτω καλουμένην, πρῶτον ἔκειρε πᾶσαν τὴν αὐτοῦ καὶ ἐδῄωσεν, ἔπειτα περισταυρώσας τὸ ἄστυ καὶ κύκλῳ περιλαβὼν τῷ στρατῷ καὶ μηχανὰς ἐπιστήσας ἐπολιόρκει.

Έτυχε να βρίσκονται τότε στη Λέσβο δώδεκα από τις γαλέρες που είχαν σταλεί με τον Λοντοβίκο. Ήσαν υπό την ηγεσία τού Σεργίου. Ο Λοντοβίκο τις είχε στείλει μπροστά για να βοηθήσει τη Μυτιλήνη σε περίπτωση που ο στόλος τού σουλτάνου ἐπλεε εναντίον του, όπως φημολογούνταν. Όμως αυτά τα πλοία, όταν έμαθαν ότι ο στόλος τού σουλτάνου είχε πραγματικά πλεύσει, φοβήθηκαν, έφυγαν στη Χίο και περίμεναν εκεί.

Ἔτυχον δὲ τότε ἐν Λέσβῳ παροῦσαι κατὰ ξυμμαχίαν δύο καὶ δέκα τριήρεις τῶν μετά Λοδοβίκου, ὧν ἐναυάρχει Σέργιος, ἅς προαπέστειλε Λοδοβίκος βοηθοὺς Μιτυλήνῃ, εἴ γε ὁ στόλος αὐτῇ ἐπιπλεύσειε τοῦ βασιλέως (ἐλέγετο γάρ) · αἵ προμαθοῦσαι τὸν ἐπίπλουν τοῦ βασιλέως στόλου, δείσασαι εὐθὺς ἀπέπλευσαν ἐς Χίον κἀκεῖ περιέμενον.

Αλλά ο Ισμαήλ, πολιορκώντας δέκα ημέρες την πόλη, δεν κατόρθωνε τίποτε. Έτσι έκαψε τα σπίτια που βρίσκοταν μπροστά στην πόλη, και στη συνέχεια, αφού κατέλαβε μεγάλο μέρος τού νησιού τής Λέσβου και το λεηλάτησε και το κατέστρεψε και λήστεψε τις πόλεις και πήρε μεγάλη ποσότητα λείας, το φόρτωσε στα πλοία και έφυγε στην πατρίδα του στην Καλλίπολη, όπου διέλυσε τον στόλο.

Ἰσμαῆλος δὲ ἐπεὶ δέκα ἡμέρας τὸ ἄστυ πολιορκῶν οὐδὲν ἤνυεν, ἐμπρήσας τε τὰς πρὸ τοῦ ἄστεος οἰκίας καὶ καταδραμὼν τὰ πολλὰ τῆς Λέσβου καὶ ληισάμενος καὶ δηώσας καὶ κώμας διαρπάσας καὶ λείαν ὅτι πλείστην ἐλάσας καὶ ταῖς ναυσὶν ἐνθέμενος ἀπέπλευσεν ἐπὶ οἴκου ἐς Καλλιούπολιν, καὶ διέλυσε τὸν στόλον.

Ο Σέργιος με τα δώδεκα πλοία του, μόλις έμαθε ότι ο στόλος είχε απομακρυνθεί από τη Λέσβο, επέστρεψε ξανά στη Μυτιλήνη. Αλλά επειδή κατηγορήθηκε και ντροπιάστηκε από τούς ηγέτες τής πόλης επειδή, παρόλο που είχε έρθει σε αυτούς ως σύμμαχος και είχε υποσχεθεί να τούς βοηθήσει, τούς καθυστερούσε απλώς με μάταιες ελπίδες και στη συνέχεια τούς εγκατέλειψε την εποχή που τον χρειάζονταν και τράπηκε σε φυγή, τώρα ενοχλήθηκε (ή μάλλον, ντράπηκε), και έφυγε στη Λήμνο και αργότερα στη Ρόδο για να ενωθεί με τον Λοντοβίκο.

Σέργιος δὲ ξὺν ταῖς δώδεκα ναυσὶ μαθὼν ἀναχθέντα τὸν στόλον ἀπὸ τῆς Λέσβου, πάλιν ἐπανῆκεν ἐς Μιτυλήνην, καὶ πολλὰ ὀνειδισθεὶς τε καὶ μεμφθεὶς παρὰ τῶν αὐτῆς ἡγεμόνων, ὅπως κατὰ ξυμμαχίαν τε ἥκων αὐτοῖς καὶ βοηθήσειν ἐπαγγειλάμενος καὶ κεναῖς ἐλπίσιν ἀναρτήσας αὐτούς, ἐν τῷ καιρῷ τῆς ἀνάγκης καταλιπὼν φυγὰς ᾤχετο, ἀνιαθεὶς ή μᾶλλον αἰσχυνθεὶς ἀπέπλευσεν ἐς Λῆμνον καὶ μετὰ ταῦτα ἐς Ῥόδον παρὰ Λοδοβίκον.

Οι κάτοικοι τής Μυτιλήνης, σαν πληγωμένα παιδιά, άλλαξαν τώρα γνώμη και έστειλαν πρέσβεις στον σουλτάνο. Ζήτησαν συγνώμη για τα πράγματα για τα οποία κατηγορούνταν, πλήρωσαν τον φόρο που όφειλαν και ζήτησαν συνθήκη και ειρήνη για το μέλλον. Και κατάφεραν να το πετύχουν αυτό, γιατί ο σουλτάνος δέχτηκε.

Μιτυληναῖοι δὲ κατὰ τοὺς νηπίους πληγέντες νοῦν ἔσχον, καὶ μετὰ ταῦτα πέμπουσι πρέσβεις ὡς βασιλέα, ἀπολογούμενοί τε περὶ ὧν ἐνεκαλοῦντο, καὶ τὸν δασμὸν ἀποδίδοντες ὅν ὤφειλον, καὶ δεόμενοι σπονδῶν τυχεῖν καὶ εἰρήνης τοῦ λοιποῦ· καὶ μέντοι γε καὶ τυγχάνουσι, δεξαμένου τοῦ βασιλέως σφᾶς.

Το ίδιο έκαναν αργότερα οι κάτοικοι τής Χίου και τής Νάξου. Φοβήθηκαν ότι θα πάθαιναν τα ίδια που είχαν πάθει οι Μυτιληναίοι, γι’ αυτό έστειλαν πρέσβεις και πλήρωσαν τον φόρο που όφειλαν και ανανέωσαν τη συνθήκη τους με τον σουλτάνο.

τὸ δ’ αὐτὸ καὶ Χῖοι καὶ Νάξιοι πεποιήκασιν ὕστερον, δείσαντες μὴ ὅπερ ἔπαθον οἱ Μιτυληναῖοι, καὶ αὐτοὶ πάθωσι, καὶ πέμψαντες πρέσβεις τὸν τε δασμὸν ὅν ὤφειλον ἀπέδοσαν, καὶ τὰς μετὰ βασιλέως ξυνθήκας ἀνενεώσαντο.»

Στο ίδιο, III, 15, επιμ. Müller, FHG, V-l (1870), σελ. 129a, επιμ. Grecu (1963), σελ. 245:

Ο Κριτόβουλος, αφού πέρασε τέσσερις ημέρες στην πόλη τού Κότζινου και τακτοποίησε τις υποθέσεις του, την επόμενη μέρα πήρε τετρακόσιους καλά οπλισμένους ιππείς και όχι λιγότερους από τριακόσιους βαριά οπλισμένους πεζούς και πήγε στην πόλη τής Μύρινας, στρατοπεδεύοντας σε κάποια απόσταση από την πόλη, ώστε τα άλογα και οι στρατιώτες να μην καταστρέφουν τούς αμπελώνες και τα χωράφια μπροστά από την πόλη. Στη συνέχεια έστειλε αγγελιοφόρο για να μιλήσει ξανά ειρηνικά με τον διοικητή και να προσπαθήσει να τον παρακινήσει με ήπια λόγια και υποσχέσεις.

«Κριτόβουλος δὲ ἡμέρας τέσσαρας ἐν τῷ Κοτζίνου ἄστει διαγαγὼν καὶ καταστησάμενος τὰ αὐτοῦ, τῇ ὑστεραίᾳ ἀναλαβὼν τετρακοσίους ἱππεῖς εὖ ὡπλισμένους καὶ πεζῶν ὁπλίτας οὐκ ἐλάσσους τριακοσίων ἀφικνεῖται ἐς Μυρινούπολιν, καὶ στρατοπεδεύεται πόρρω τοῦ ἄστεος, τοῦ μὴ λυμήνασθαι τοὺς τε ἵππους καὶ στρατιώτας τὰς περὶ τοῦ ἄστεος ἀμπέλους καὶ τοὺς ἀγροὺς· καὶ πέμψας ἄγγελον λαλεῖ πάλιν εἰρηνικὰ τῷ φρουράρχῃ καὶ πειρᾶται λόγοις ἡμέροις αὐτὸν ὑπαγαγέσθαι καὶ ὑποσχέσεσιν.

Εκείνος, βλέποντας την ισχυρή δύναμη μπροστά στα μάτια του και καθώς δεν ήταν καθόλου σίγουρος για εκείνους μέσα στην πόλη (γιατί φοβόταν μήπως ξεσηκωθούν από τούς έξω, ή καταλήξουν σε συμφωνία μαζί τους και εξεγερθούν εναντίον του από μέσα, έτσι ώστε και την ακρόπολη να χάσει και να κινδυνεύσει ο ίδιος προσωπικά), αποδέχθηκε τούς όρους ειρηνικά και έκανε συνθήκη, ενώ ζήτησε και πήρε προθεσμία τριών μηνών, ώστε αφού επικοινωνήσει με τον ηγούμενο τής Ρόδου, τον μεγάλο μάγιστρο (γιατί ο Λοντοβίκο είχε ήδη ξεκινήσει για την Ιταλία, αφήνοντας αυτόν τον άνδρα ως εκπρόσωπό του στα νησιά), να εξασφαλίσει και από αυτόν τη συγκατάθεση να παραδώσει την ακρόπολη και την πόλη. Έδωσε γι’ αυτό ομήρους και δεσμεύσεις.

Ὁ δὲ τὴν τε παροῦσαν δύναμιν πρὸ ὀφθαλμῶν ὁρῶν, καὶ τοὺς ἐντὸς τῆς πόλεως ὑφορώμενός τε καὶ ἅμα δεδιὼς μὴ τοῖς ἔξωθεν ἐπαρθέντες ἤ καὶ κοινολογησάμενοι μετὰ τούτων καὶ αὐτοὶ ἔνδοθεν ξυνεπαναστῶσι, καὶ τὴν τε ἀκρόπολιν ἀποβαλεῖ καὶ αὐτὸς κινδυνεύσειε, δέχεται τοὺς λόγους εἰρηνικῶς καὶ ξυνθήκας ποιεῖται καὶ προθεσμίαν αἰτεῖ καὶ λαμβάνει μηνῶν τριῶν, ἕως οὗ κοινωσάμενος τῷ τοῦ τῆς Ῥόδου ἡγουμένῳ μεγάλῳ μαΐστρῳ (Λοδοβίκος γὰρ προαπεπεπλεύκει ἐς Ίταλίαν, ἐπίτροπον τοῦτον ταῖς νήσοις καταλιπὼν) δέξηται καὶ παρ’ αὐτοῦ ξύνθημα τοῦ παραδοῦναι τὴν τε ἀκρόπολιν καὶ τὸ ἄστυ· καὶ ὁμήρους ἐπὶ τούτοις δίδωσι καὶ πιστὰ.»

Βλέπε επίσης Δούκα (που ήταν ο γραμματέας τού Ντομένικο Γκατελούζο, άρχοντα τής Λέσβου), κεφ. 15, CSHB, Βόννη, σελ. 338, επιμ. Grecu (1958), σελ. 423:

Το έτος 6965 [1456] ήρθαν έντεκα τριήρεις από τη Ρώμη υπό τη διοίκηση τού πατριάρχη τής Ακουιλεΐας. Είχαν σταλεί από τον πάπα Κάλλιστο για να βοηθήσουν τα νησιά που γειτονεύουν με τούς Τούρκους, όπως η Ρόδος, η Χίος, η Λέσβος, η Λήμνος, η Ίμβρος, η Σαμοθράκη και η Θάσος. Έφτασαν στη Ρόδο, η οποία υπαγόταν στον πάπα και δεν ήθελε να πληρώνει φόρο υποτέλειας στους Τούρκους. Φεύγοντας από τη Ρόδο ήρθαν στη Χίο, όπου ζήτησαν από τούς νησιώτες να αρνηθούν να πληρώνουν φόρο υποτέλειας στους Τούρκους και να προτιμήσουν να πολεμήσουν, αλλά οι νησιώτες δεν πείστηκαν. Στη Λέσβο επίσης πήραν την ίδια απάντηση. Εδώ η παπική μοίρα ενώθηκε με Καταλανούς κουρσάρους και άλλα πειρατικά πλοία. Ένας στόλος σαράντα περίπου πλοίων έπλεε τώρα από τη Λέσβο προς τη Λήμνο. Κατέλαβαν τη Λήμνο και προχώρησαν για τη Σαμοθράκη, την οποία επίσης κατέλαβαν και έφτασαν στη Θάσο. Αφού εξασφάλισαν τα νησιά εγκαθιστώντας φρουρές, επέστρεψαν στη Ρόδο. Όταν ο τύραννος έμαθε αυτά που συνέβησαν, απέδωσε ολόκληρη την ευθύνη στον ηγεμόνα τής Λέσβου, εναντίον τού οποίου κήρυξε ολοκληρωτικό πόλεμο. Ετοίμασε τεράστιο στόλο και τον έστειλε τον Αύγουστο στη Λέσβο, με τον Ισμαήλ ως ναυτικό διοικητή. Όταν ο Ισμαήλ έφτασε στη Μήθυμνα, εφάρμοσε πολλές στρατηγικές πολιορκίας, όπως πετροβολισμούς με καταπέλτες, αναρρίχηση με σκάλες και υπονόμευση των τειχών, αλλά δεν πέτυχε τίποτε. Επέστρεψε άπρακτος, αφού έχασε πολλούς από τούς δικούς του άνδρες.

«ἐν δὲ ,ςϡξε’ ἔτει ἤλθασιν ἐκ τῆς Ῥώμης τριήρεις ἕνδεκα ἔχοντες ἀρχηγὸν πατριάρχην τῆς Ἀκουιλίας, πεμφθεῖσαι παρὰ τοῦ πάπα Καλλίστου εἰς βοήθειαν τῶν νήσων τῶν πλησιαζόντων τοῖς Τούρκοις, οἷον Ῥόδον Χίον Λέσβον Λῆμνον Ἴμβρον Σαμοθράκην καὶ Θάσον. κατήντησαν οὖν ἐν Ῥόδῳ ὡς ὑπὸ τὸν πάπαν τελοῦσαν καὶ φόρους μὴ θελήσασαν δοῦναι τοῖς Τούρκοις. ἀπὸ δε Ῥόδου ἀπάραντες ἤλθασιν ἐν Χίῳ, αἰτοῦντες τοῦ μὴ δοῦναι φόρους τοῖς Τούρκοις ἀλλὰ μάχην μᾶλλον ἑλέσθαι· οἱ δ’ οὐκ ἐπεὶσθησαν. ὁμοίως καὶ ἐν Λέσβῳ, καὶ αὐτοὶ τὰ ὅμοια. ἀπὸ δὲ Λέσβου ἀθροισθέντα τοῦ πάπα, τῶν Κατελάνων καὶ ἑτέρων ληστρικῶν πλοίων τὸν ἀριθμὸν ἕως μ’ ἀπῄεσαν ἐν τῇ Λήμνῳ, καὶ παραλαβόντες τὴν νῆσον ἤλθασιν ἐν Σαμοθρᾴκη, καὶ λαβόντες καὶ ταύτην εἰς Θάσον ἐγένοντο. καὶ φύλακας ἐνθέντες ἐν ταῖς νήσοις καὶ καλῶς ἀσφαλίσαντες εὶς Ῥόδον ὑπέστρεψαν. τότε ὁ τύραννος μαθὼν τὰ γενόμενα τὴν πᾶσαν αἰτίαν τῷ ἡγεμόνι τῆς Λέσβου κατέγραψεν, καὶ δὴ μάχην κρατερὰν ἐνστήσας κατ’ αὐτοῦ στόλον ἀπαρτίζει βαρὺν, καὶ τῷ Αὐγούστῳ μηνὶ πέμπει τοῦτον ἐν Λέσβῳ, ἔχων ἀρχηγὸν τὸν Ισμαὴλ. καὶ δὴ ἐς Μήθυμναν ἐλθὼν καὶ πολλὰς μεθόδους καὶ μηχανικὰς πράξεις διὰ τε πετροβολισμοὺς καὶ κλίμακας καὶ τοιχωρυχίας εἰσπράξας οὐδὲν ὠνήσατο, ἀλλὰ καὶ μᾶλλον πολλοὺς ἀπεβάλλετο τῶν οἰκείων, καὶ οὕτως ὑπέστρεψεν ἄπρακτος.»

Βλέπε και Χαλκοκονδύλη, βιβλίο ix, CSHB, Βόννη, σελ. 469-70, επιμ. E. Darkò, 11-2 (1927), 225:

Έστειλε τον Γιουνούς, τον ύπαρχο τής Καλλίπολης, να παραλάβει τα νησιά. Η Ίμβρος και η Λήμνος προσχώρησαν σε αυτόν αμέσως και μια φρουρά τού σουλτάνου έφτασε στα νησιά. Αργότερα οι Τούρκοι έμαθαν ότι ο στόλος ερχόταν από την Ιταλία κάτω από τον καρδινάλιο, ενώ αναμενόταν ότι κι άλλος ένας στόλος θα ερχόταν από την Ιταλία, οπότε η φρουρά αποσύρθηκε, αλλά ο Τούρκοι εξακολουθούσαν να κυβερνούν τα νησιά. Όταν ο στόλος έπλευσε προς τη Λήμνο, εκείνη πέρασε στο πλευρό τους, ενώ η Ίμβρος, η Θάσος και η Σαμοθράκη έκαναν το ίδιο. Λίγο αργότερα, όταν ο στόλος αναχώρησε για Ρόδο, ο Ισμαήλ, ο οποίος είχε πρόσφατα διοριστεί ύπαρχος από τον σουλτάνο, έπλευσε εναντίον τής Ίμβρου και τής Λήμνου και τις ανακατέλαβε, συλλαμβάνοντας τούς Ιταλούς που βρήκε εκεί και στέλνοντάς τους στον σουλτάνο. Όταν τούς έφεραν στον σουλτάνο, τούς σκότωσε όλους. Αυτό συνέβη όταν ο σουλτάνος κατοικούσε στη Φιλιππούπολη. Είχε αποσυρθεί από το παλάτι λόγω μεγάλης επιδημίας πανούκλας. Αλλά η Θάσος και η Σαμοθράκη ανόητα δεν πέρασαν στο πλευρό του. Λίγο αργότερα ο Ζαγανός απάλλαξε τον Ισμαήλ και ανέλαβε τη διοίκηση τής Καλλίπολης. Έπλευσε εναντίον τής Θάσου και τής Σαμοθράκης, τις κατέλαβε και τις υποδούλωσε. Οι αιχμάλωτοι εγκαταστάθηκαν από τον σουλτάνο στο Βυζάντιο. Τα νησιά και εκείνοι που είχαν διαφύγει στις κορυφές των βουνών για να αποφύγουν την υποδούλωση..

«…ἔπεμπέ τε Ἰονούζην τὸν τῆς Καλλιουπόλεως ὕπαρχον, παραληψόμενος τὰς νήσους. ἡ μὲν Ἴμβρος αὐτίκα προσεχώρησε καὶ ἡ Λῆμνος καὶ φρουρὰ βασιλέως ἀφίκετο ἐς τὰς νήσους. μετὰ δὲ πυθόμενοι οἱ Τοῦρκοι τὸν ἀπὸ τῆς Ἰταλίας στόλον ἅμα τῷ καρδινάλει ἀφικόμενον, προσδόκιμον δὲ καὶ ἄλλον ἀφίξεσθαι ἀπὸ Ἰταλίας, ἡ μὲν φρουρὰ ἀνεχώρησε, Τοῦρκοι δὲ ἄνδρες ἐπετρόπευον τὰς νήσους. Λῆμνος μέν, ὡς ἐπέπλευσε σφίσιν ὁ στόλος, προσεχώρησε, καὶ ἡ Ἴμβρος ἐποίει παραπλησίως, καὶ ἡ Θάσος ἔτι καὶ Σαμοθρᾴκη. οὐ πολλῷ δὲ ὕστερον οἰχομένου τοῦ στόλου ἐς Ῥόδον, Ἰσμαήλης ὕπαρχος καταστὰς ὑπὸ βασιλέως ἄρτι, ἐπιπλεύσας τήν τε Ἴμβρον καὶ Λῆμνον παρεστήσατο, καὶ τοὺς ἐν αὐτῇ ἄνδρας τῶν Ἰταλῶν συλλαβὼν ἀπέπεμψεν ὡς βασιλέα. οὗτοι μὲν οὖν ὡς ἀπήχθησαν, διεχρήσατο πάντας βασιλεύς, διατρίβων ἐν Φιλιπποπόλει· ὑπεξεχώρει γὰρ ἐκ τῶν βασιλείων διὰ τὸν λοιμὸν τότε ἐπιγινόμενον μέγαν. Θάσος δὲ καὶ Σαμοθρᾴκη οὐ προσεχώρησαν, ἀγνωμοσύνῃ χρησάμεναι. καὶ ὡς οὐ πολλῷ ὕστερον Ζάγανος ἀπήλλαξέ τε Ἰσμαήλην καὶ κατέστη ἐς τὴν Καλλιουπόλεως ἀρχήν, ἐπιπλεύσας Σαμοθρᾴκην τε καὶ Θάσον ἐξελὼν ἠνδραποδίσατο. καὶ τούτους μὲν κατῴκισε βασιλεὺς ἐς τὸ Βυζάντιον· τὰς δὲ νήσους, καὶ ὅσοι ἐς τὰ ἄκρα τῶν ὀρέων διέφυγον μὴ ἀνδραποδισθῶσι…»

O Κριτόβουλος περιγράφει τον τρόπο με τον οποίο έσωσε με διπλωματία από τούς Λατίνους τη γενέτειρά του, το νησί τής Ίμβρου, για την οποία οι Δούκας και Χαλκοκονδύλης αναφέρουν λανθασμένα ότι πάρθηκε από τον Λοντοβίκο.

Ο Κάλλιστος Γ΄ επίσης δεν ήταν καλά πληροφορημένος όταν έγραφε στις 2 Ιανουαρίου 1457 [Raynaldus, Annales ecclesiastici ad ann. 1457, αριθ. 10, τόμ. XVIII (1694), σελ. 486b]:

«Στις 29 Δεκεμβρίου [1456] λάβαμε επιστολή από τον στόλο μας, ότι είχε καταλάβει τρία τουρκικά νησιά και τα είχε οδηγήσει στην υποταγή στην αγία μητέρα Εκκλησία, δηλαδή τη Λέσβο, τη Θάσο και τη Λήμνο, που απαρτίζονται από περίπου 60.000 ψυχές».

(Ad XXIX [diem mensis] decembris accepimus litteras a classe nostra, quemadmodum tres insulas Τurcοrum expugnasset, et ad obedientiam sanctae matris Ecclesiae reduxisset, scilicet Mitilenum, Taxum, et Staliminum, quae conficiunt circa LX millia animarum)

Η Λέσβος βρισκόταν ήδη βέβαια υπό λατινική κυριαρχία. Η επιστολή τού Κάλλιστου Γ΄ στις 2 Ιανουαρίου 1457 είχε γραφεί προς τον νεαρό βασιλιά Λάντισλας Πόστουμους τής Ουγγαρίας. Αρχειακό αντίγραφο τού πρωτότυπου κείμενου υπάρχει στο Arch. Segr. Vaticano, Arm. XXXIX, τόμος 7, φύλλα 58-59, απ’ όπου o Raynaldus αντέγραψε το απόσπασμα για την κατάκτηση από τον Λοντοβίκο των τριών νησιών από τούς Τούρκους.

Σημειώστε επίσης Sanudo, Vite de duchi στο RISS, XXII (1733), στήλη 1159B]. K. Hopf, «Griechenland im Mittelalter» στο J. S. Ersch και J. G. Gruber, Allgemeine Encyklopaedie, τόμ. 86 (Λειψία, 1868, ανατυπ. Νέα Υόρκη, 1960. II), 152-53. Pastor, Hist. Popes, II, 372-76, 438-39 και παράρτημα, αριθ. 45, σελ. 551-52. και Gesch. d. Päpste, I (ανατυπ. 1955), 698-702, 751-52 και παράρτημα, αριθ. 78, σελ. 858. Iorga, Gesch. d. osman. Reiches, II, 68-71, 85-86. Paschini, Lodovico Cardinale Camerlengo, σελ. 185-87. Babinger, Maometto, σελ. 209-11, 231-32. Wm. Miller, «The Cattilusi of Lesbos», Essays on the Latin Orient, Καίμπριτζ, 1921, σελ. 334-41. Const. Marinescu, «Le Pape Calixte III (1455-1458), Alfonse V d’ Aragon, roi de Νaples et l’offensive contre les Turcs», Βulletin historique de l’Academie roumaine, XIX (1935), 77-97. O Paolo Brezzi, «La Politica di Callisto III: Equilibrio Ιtaliano e difesa dell’ Europa alla meta del sec. XV», Studi romani, VII (1959), 37 αναφέρει ότι o στόλος τού καρδινάλιου «Σκαράμπο» επέβαλε τη συνθηκολόγηση τής Ακρόπολης στην Αθήνα τον Ιούνιο τού 1458 και πήρε την Κόρινθο [από τούς Τούρκους] τον Αύγουστο. Έχει διαβάσει πολύ γρήγορα τον Massimo Petrocchi, La Politica della Santa Sede di fronte all’ invasione ottomana (1444-1718), Νάπολη, 1955, σελ. 35-36, ο οποίος αναφέρεται στους Τούρκους υπό τον Μωάμεθ Β΄, όχι στους χριστιανούς υπό τον Trevisan! Ο Brezzi έχει περάσει το λάθος του στον Michael Mallett, The Borgias, Λονδίνο, 1969, σελ. 72.

[←115]

Τον Aλφόνσο διαδέχθηκε στο ναπολιτάνικο βασίλειο ο φυσικός του γιος Φερράντε Α’ και στην Αραγωνία-Καταλωνία και Σικελία ο αδελφός του Ιωάννης Β΄ (πέθανε το 1479). Ο τελευταίος είχε πολύ κακές σχέσεις με τον γιο του, τον Κάρολο, ηγεμόνα τής Βιάνα, τού οποίου η ταραχώδης σταδιοδρομία περιέπλεκε τις υποθέσεις τής Σικελίας καθώς και τής Αραγωνίας-Καταλωνίας μέχρι τον θάνατό του το 1461. Βλέπε Jaime Vicens Vives, «Trayectoria mediterranea del principe de Viana (1458-1461)» στην επιθεώρηση Principe de Viana, XI (1950), 211-50. Τον Ιούνιο τού 1468 ο Ιωάννης Β΄ έκανε τον άλλο γιο του, τον Φερδινάνδο, βασιλιά και συν-αντιβασιλέα Σικελίας και παρόλο που οι δραστηριότητες τού Φερδινάνδου στη Σικελία περικόπηκαν από τον γάμο του τον επόμενο χρόνο με την Ισαβέλλα τής Καστίλλης, το ενδιαφέρον του για τις ιταλικές υποθέσεις μεγάλωνε με τα χρόνια, όπως θα δούμε [πρβλ. Vicens Vives, El Principe Don Fernando [el Catolico], rey de Sicilia, Saragossa, 1949].

[←116]

Costantino Corvisieri, Notabilia temporum di Angelo de Tummulillis da Sant’ Elia, Λιβόρνο, 1890. σελ. 78:

«…Ο πατριάρχης Ακουιλεΐα, που ήταν σε αποστολή εναντίον των Τούρκων … πρώτα βρέθηκε στο λιμανι τού Τάραντα … στη συνέχεια πήγε στην Απουλία … και ύστερα ήρθε στη Νάπολη για μερικές μέρες. Αργότερα τον μήνα Ιανουάριο πήγε στη μονή τού Κασσίνο όπου έμεινε αρκετές μέρες και από εκεί ήρθε στη Ρώμη».

(…Patriarcha Aquilegensis a legatione contra Turchos … primo actinsit portum Taranti … postea venit in Apuliam … et inde venit Neapolim per certos dies; postea de mense Januarii venit in abbatiam Casinensem et ibidem commoratus est pluribus diebus, de inde accessit Romam)

Πρβλ. Paschini, Lodovico Cardinal Camerlengo, σελ. 188 και «La Flotta di Callisto III», Arch. della R. Società rom. di storia patria, LIII-LV (1930-32), 251. O Paschini χρονολογεί την άφιξη τού καρδινάλιου Λοντοβίκο «στη Ρώμη στις 8 Μαρτίου» (a Roma l’otto marzo).

Όμως βρισκόταν στη Ρώμη αρκετές ημέρες, όταν στις 8 Φεβρουαρίου (1459) έγραφε στον μαρκήσιο Λοντοβίκο Β΄ Γκονζάγκα [Pastor, Hist. Popes, III, 63, σημείωση, αναθεωρημένη στο Gesch. d. Päpste, II (ανατυπ. 1955), 51, σημείωση 3, επιστολή από τα Αρχεία Γκονζάγκα στη Μάντοβα]:

«Σας ενημερώνουμε ότι, έχοντας περάσει διάφορες καταστάσεις και κινδύνους, που υποστήκαμε μέχρι τώρα σε στεριά και θάλασσα, τελικά με τη συγκατάθεση τού Υψίστου επιστρέψαμε στην αγαπημένη μας πόλη τής Ρώμης και προς το παρόν είμαστε σώοι και υγιείς».

(Significamus vobis nos post varios casus ac pericula que hactenus terra marique perpessi fuimus, tandem concedente altissimo, ad almam urbem Romam redisse atque in ea ad presens esse sanos atque incolumes)

Βρίσκω πολύ παρόμοια επιστολή, γραμμένη επίσης «στην πόλη τής Ρώμης στις 8 Φεβρουαρίου 1459» (ex urbe Roma die VIII Februarii 1459), από τον καρδινάλιο Λοντοβίκο προς τον Φραντσέσκο Σφόρτσα, στο Arch. di Stato di Milano, Arch. Visconteo-Sforzesco, Potenze Estere (Fondo Sforzesco), Cart. 48 (tit. «Roma»), όπου υπάρχουν πολλές άλλες επιστολές από τον Λοντοβίκο προς τον Φραντσέσκο και τη Μπιάνκα, τουλάχιστον μια υπογεγραμμένη από το χέρι τού ίδιου τού Λοντοβίκο.

Ο διάδοχος τού Κάλλιστου, ο Πίος Β΄, έγραφε στον καρδινάλιο Λοντοβίκο συγχαρητήριο σημείωμα για την ασφαλή επιστροφή του [Arch. Segr. Vaticano, Arm. XXXIX, τόμος 9, φύλλο 15, γραμμένo στην Περούτζια στις 13 Φεβρουαρίου 1459]:

«Αγαπημένε μας γιέ σάς χαιρετούμε κλπ. Κατανοούμε ότι η Σωφροσύνη σας αποβιβάστηκε στη Ρώμη σώα και αβλαβής, πράγμα που μάς ευχαριστεί πολύ και σάς συγχαίρουμε…».

(Dilecte fili, salutem, etc. Intelleximus Circumspectionem tuam Romam incolumem applicuisse, quod nobis plurimum placuit et tibi congratulamur…)

Η ημερομηνία τής επιστροφής τού Λοντοβίκο στη Ρώμη παρέχεται λοιπόν ανακριβώς ως 8 Μαρτίου 1459 στα συνήθως αξιόπιστα Acta Consistorialia, Arm. XXXI, τόμος 52. φύλλο 61:

«Ερχομός τού κύριου ταμία [καμεράριου]: Κατά το έτος 1459 από τη γέννηση τού Κυρίου, την όγδοη ημέρα τού μηνός Μαρτίου, ο αιδεσιμότατος εν Χριστώ πατέρας και κύριος, ο καρδινάλιος κύριος Λοντοβίκο, καμεράριος τού κυρίου μας πάπα, μπήκε στην πόλη προερχόμενος από τα μέρη τής Ρόδου, όπου ήταν λεγάτος, ενώ στις 16 Μαρτίου μπήκε στη Σιένα, όπου βρισκόταν ο πάπας [Πίος Β ‘] με την παπική κούρτη και από εκείνη τη στιγμή άρχισε να συμμετέχει, κλπ.»

(Adventus domini camerarii: Anno a nativitate Domini MCCCCLVIIII, die vero octava mensis Martii, reverendissimus in Christo pater et dominus, dominus Ludovicus cardinalis camerarius domini nostri papae, veniens de partibus Rodi ubi fuit legatus, intravit urbem, et die XVI mensis Martii intravit Senas ubi papa erat cum Curia et ex[inde] incipit participare, etc.)

[με περίληψη τού κείμενου στο Eubel, Hierarchia, II (1914, ανατυπ. 1960), 32b, ενώ για τη «συμμετοχή» (incipit participare) των καρδιναλίων στην «κοινή υπηρεσία» (servitia communia) βλέπε A. V. Antonovics, «A Late Fifteenth-Century Division Register of the College of Cardinals», Papers of the British School at Rome. XXXV (n.s., XXII, 1967), 87-101]. Είναι προφανώς σωστό ότι ο Λοντοβίκο επανεντάχθηκε στην παπική κούρτη στη Σιένα στις 16 Mαρτίου.

Στις 30 Mαρτίου ο Πίος Β΄ έγραφε στον πατριάρχη Βενετίας Μάρκο Κονταρίνι από τη Σιένα, ότι ο καρδινάλιος Λοντοβίκο, που είχε προσφάτως επιστρέψει από την Ανατολή, τού είχε αναφέρει ότι η Ρόδος και τα νησιά τα οποία ο παπικός στόλος είχε μόλις προσφάτως ανακτήσει από τούς Τούρκους βρίσκονταν σε σοβαρό κίνδυνο. Ο Πίος λοιπόν έδινε εντολή ότι τα περίπου 25.000 δουκάτα, που όπως λεγόταν είχαν συγκεντρωθεί για τη σταυροφορία από τα ενετική εδάφη «στη Δαλματία και πιο πέρα» έπρεπε τώρα να χρησιμοποιηθούν για να βοηθήσουν ένα παπικό σχέδιο για την προστασία των νησιών από τούς Τούρκους, μέχρι να παρθούν περαιτέρω μέτρα στην προσεχή δίαιτα τής Μάντουα για χριστιανική επίθεση εναντίον τής Πύλης [Pii II Brevia στο Arm. XXXIX, τόμος 9, φύλλο 30, «datum Senis penultimo Martii anno primo»].

[←117]

Ο πάπας Πίος Β΄ ανακεφαλαίωσε το 1461 την εκστρατεία τού καρδινάλιου Λοντοβίκο ως εξής [Asia, 88 στο Opera qua extant omnia, Βασιλεία, 1551, ανατυπ. Φρανκφούρτη, 1967, σελ. 370]:

«Ο πάπας Κάλλιστος Γ΄ … έστειλε όχι μικρό στόλο σε επικουρία τής Ρόδου, ο οποίος παρέμεινε εκεί για μεγάλο χρονικό διάστημα, βυθίζοντας πολλά τουρκικά πλοία που νίκησε σε μάχες και καρφώνοντας τα σώματα των ανδρών σε πασσάλους [!]. Απέσπασε από την τουρκική αυτοκρατορία τη Σταλίμινο, που κάποτε ονομαζόταν Λήμνος, τη Θάσο και την Ίμβρο [αλλά έχουμε σημειώσει ότι ο Λοντοβίκο δεν κατέλαβε την Ίμβρο] και κάποιες άλλες μικρότερες. Ούτε οι Αυγύπτιοι μπόρεσαν να τον σταματήσουν, ούτε οι Σύριοι, ούτε οι Κίλικες. Όμως με τον θάνατο τού Κάλλιστου διαλύθηκε ο στόλος, ο καρδινάλιος τής Ακουιλέια Λοντοβίκο, που ήταν διοικητής του, επέστρεψε στη Ρώμη, αφήνοντας τη Ρόδο και όλους τούς δικούς μας ανατολικούς θρησκευτικούς υποστηρικτές σε κίνδυνο και πολύ μεγάλη απόγνωση. Και επιστρέφοντας ο εχθρός απέκτησε το νησί και η Ιταλία συντάραζε τα σωθικά μας, καθώς οι υπήκοοι ασχολούνταν με στάσεις. Δεν μπορούσαμε να προβλέψουμε το μέλλον και ιδιαίτερα η ίδια η Ρώμη βρισκόταν σε κίνδυνο, όχι μόνο επειδή την περιτριγύριζαν οι βαρώνοι, αλλά επειδή και ορισμένοι άλλοι Ρωμαίοι πολίτες προκαλούσαν εξεγέρσεις και επιτίθεντο προδοτικά στην εξουσία τής εκκλησίας».

(Calixtus tertius Papa … classem non parvam in auxilium Rhodiorum misit, quae diu apud eos morata plures Turcarum naves praelio superatas dimersit, et corpora hominum palo suffixit [!]. Staliminumque insulam Lemnum olim appellatam et Taxum et Nembrum et alias quasdam minoris nominis Turcarum imperio ademit: nec Aegyptios quiescere permisit, neque Syrios neque Cilicias. Sed mortuo Calixto dissoluta classe, Ludovicus cardinalis Aquileiensis, qui ei praefectus erat, Romam rediit, Rhodo et omni oriente nostri [sic] religionis cultore in discrimine summaque desperatione relicto. Et acquisitae insulae ad hostes rediere, cum nos intestinis Italiae motibus et subditorum seditionibus occupati, longinqua prospicere non possemus, praesertim cum Roma ipsa in periculo esset, non solum baronibus per circuitum, sed aliquibus Romanis civibus, res novas molientibus et ecclesiasticae potentiae insidiantibus)

Οι κατακτήσεις στο εξωτερικό ήσαν ασφαλώς αδύνατες χωρίς ειρήνη στην πατρίδα. Ο Πίος επανέλαβε αυτό το απόσπασμα, σχεδόν κατά λέξη, στο έργο του Commentarii, Φρανκφούρτη, 1614, σελ. 205.

[←118]

Πρβλ. Pastor, Hist. Popes, II, 376-86. αναθεωρημένο στο Gesch. d. Päpste, I (ανατυπ. 1955), 701-9 και επιστολή Κάλλιστου στις 4 Δεκεμβρίου 1457 προς τον καρδινάλιο Λοντοβίκο [Arch. Segr. Vaticano, Arm. XXXIX, τόμος 7, φύλλο 134 και αλλού]. Η αλληλογραφία ήταν εκτεταμένη και τα προβλήματα πολλά. Πρβλ. στο ίδιο, φύλλα 132-133, γεμάτη ελπίδες επιστολή προς καρδινάλιο Καρβαχάλ. Παρά το γεγονός ότι για προφανείς λόγους έχω θεωρήσει τις βορειο-ευρωπαϊκές και πολωνικές υποθέσεις ως ευρισκόμενες γενικά έξω από το αντικείμενο αυτής τής μελέτης των παπικών σχέσεων με την Ανατολική Μεσόγειο, οι πάπες έκαναν κάθε προσπάθεια να μαζέψουν χρήματα για τη σταυροφορία σε εκείνες τις περιοχές. Τα πολωνικά συμφέροντα ήσαν φυσικά πιο στενά συνδεδεμένα με την αντι-τουρκική επιχείρηση απ’ ό,τι εκείνα τής Σκανδιναβίας.

Tα παπικά μητρώα μάς εφοδιάζουν με πολλές πληροφορίες για τη σταυροφορική δραστηριότητα στην Πολωνία. Στις 20 Απριλίου 1455, για παράδειγμα, ο Κάλλιστος διόρισε τον Νικόλαο Σπιτσινούρι (τού οποίου το όνομα εμφανίζεται γραμμένο στα μητρώα με διαφορετικούς τρόπους), ψάλτη τής εκκλησίας τής Κρακοβίας και ειδικο των διαταγμάτων (decretorum doctor), ως συλλέκτη και γενικό εισπράκτορα τής Αγίας Έδρας στην Πολωνία, Reg. Vat. 465, φύλλα 31-32. Στις 21 Δεκεμβρίου τού ίδιου έτους ο Κάλλιστος τού χορήγησε την αρμοδιότητα να δίνει άφεση αμαρτιών σε εκείνους που πρόσφεραν στρατιωτική υπηρεσία στον πόλεμο εναντίον των Τούρκων ή συνεισέφεραν χρήματα γι’ αυτόν τον σκοπό, Reg. Vat. 440, φύλλα 89-90. Παρόμοιες χορηγίες είχαν δοθεί στον Σπιτσινούρι από τον Νικόλαο Ε’ πριν πέντε χρόνια, Reg. Vat. 393, φύλλα 297-300, έγγραφα με ημερομηνία «έτος κλπ. 1450, πέντε μέρες πριν από τις ίδες Ιανουαρίου» (anno, etc., MCCCCL, quinto Idus Ιanuarii), δηλαδή 9 Ιανουαρίου 1451. Η δραστηριότητα τού Σπιτσινούρι συνεχίστηκε κατά τη διάρκεια τής παπικής θητείας τού Πίου Β΄, ο οποίος πληροφορούσε τούς Πολωνούς επισκόπους σε επιστολή τής 24ης Αυγούστου 1459,

«… προκειμένου, για τη βοήθεια τού Θεού και με τη δική μας δύναμη, να συγκρατήσουμε την αλαζονεία και το θράσος αυτών των άπιστων Τούρκων, για χάρη τού οποίου ήδη δεν έχουμε σταματήσει να δαπανούμε πολλά χρήματα σε χερσαίες και ναυτικές εκστρατείες …»

(…disponimus enim auxiliante deo pro viribus nostris frenare superbiam et insolentiam horum perfidorum Τurcοrum propter quod iam plurimas in terrestribus et maritimis expeditionibus expenere [sic] pecunias non desinimus…)

[Arm. XXXIX, τόμος 8. φύλλα 67-68, όπου επιστολή για τον ίδιο σκοπό απευθύνεται επίσης στον βασιλιά Κάζιμιρ Δ’ τής Πολωνίας και πρβλ. φύλλο 68, επιστολή προς τον ίδιο τον Σπιτσινούρι]. Στις 17 Μαΐου 1465 ο Παύλος Β΄ διόρισε τον Σπιτσινούρι γενικό συλλέκτη για την Αγία Έδρα στην Πολωνία,

«…Η Ρωμαϊκή εκκλησία και το παπικό ταμείο σάς ορίζει τώρα συλλέκτη και γενικό εισπράκτορα των χρεών και των οφειλομένων, συνεχώς, προς ευχαρίστηση δική μας και τής εν λόγω έδρας»,

(Romane Ecclesie ac camere apostolice inibi debitorum et debendorum collector ac generalis receptor usque ad nostrum et dicte sedis beneplacitum)

με το παπικό ενδιαφέρον να αφορά ιδιαίτερα τα «προσφερόμενα και παρεχόμενα για τη σταυροφορία προς βοήθεια εναντίον των Τούρκων» (oblata et data pro Cruciata in subsidium contra Turchum), Reg. Vat. 542, φύλλα 65-67.

[←119]

Arm. XXXIX, τόμος 7, φύλλο 115, έγγραφο με ημερομηνία 26 Ιουλίου 1457, που απευθύνεται στον «ευγενή Φεντερίκο κόμη τού Ουρμπίνο, πολιτικό μας εκπρόσωπο σε κοσμικά ζητήματα» (nobili viro Frederico comiti Urbini in temporalibus vicario nostro).

[←120]

Arm. XXXIX, τόμος 7, φύλλα 110-111.

[←121]

«…Non enim dorinit inimicus Christiane religionis, sed iam im[m]inet regno Hungarie cum valido exercitu, et nisi occurratur in tempore, certe maxima calami[ta]te Christianus populus afficietur». Aπό επιστολή τού Κάλλιστου προς τον αδελφό Ρομπέρτο ντα Λέτσε, παπικό νούντσιο και συλλέκτη στο δουκάτο τού Μιλάνου, με ημερομηνία 19 Απριλίου (1457), στο Arm. XXXIX, τόμος 7, φύλλο 88.

[←122]

Arm. XXXIX, τόμος 7, φύλλο 83, επιστολή προς Καρβαχάλ, με ημερομηνία 10 Aπριλίου 1457 (στο ίδιο, φύλλο 84).

[←123]

Πρβλ.. για παράδειγμα επιστολή Κάλλιστου Γ΄ προς αδελφό Ρομπέρτο ντα Λέτσε [Arm. XXXIX, τόμος 7, φύλλο 89]:

«Από τις επιστολές τού αγαπημένου μας γιού ευγενούς δούκα τού Μιλάνου και τη δική σας κατανοούμε πλήρως τη δυσκολία την οποία έχει ο κλήρος για την καταβολή τού παρόντος φόρου δεκάτης…».

(Per litteras dilecti filli nobilis viri ducis Mediolani et tuas plene intelleximus difficultatem quam facit clerus ille in solvenda decima presenti…)

[←124]

Πρβλ. τις διάφορες επιστολές προς Ιωάννη Σόλερ και Γκουίλλεμ Πονκ ντε Φενολλέτ (Guillem Ponc de Fenollet) στο Reg. Vat. 441, φύλλα 18-21 και αλλού. Στο Reg. Vat. 439, φύλλα 3 [index], 82-84, μπορούμε να δούμε τον διορισμό των Σόλερ και Γκουίλλεμ Πονκ ντε Φενολλέτ (Fenollet) ως «συλλέκτες δεκάτης στο βασίλειο τής Καταλωνίας» (collectores decime in regnis Cathalanis) – «έγιναν νούντσιοι για τη συλλογή τού φόρου δεκάτης στα βασίλεια Αραγωνίας, Βαλένθια και Μαγιόρκας και στο πριγκηπάτο [Καταλωνίας]» (consistuuntur nuntii pro decimis colligendis in regnis Aragonum, Valentie, et Maioricarum et principatu), όπου το έγγραφο αρχίζει με την υπόμνηση τής κατάληψης τής Κωνσταντινούπολης από τούς άπιστους Τούρκους και είναι γραμμένο στον Άγιο Πέτρο στη Ρώμη, το 1455, δύο μέρες πριν από τις ίδες Σεπτεμβρίου (secundo Idus Sept.), δηλαδή στις 12 Σεπτεμβρίου.

Στις 25 Οκτωβρίου 1455 ο Γκουίλλεμ Πονκ ντε Φενολλέτ [de Fonolleto], εφημέριος τής εκκλησίας τής Βαρκελώνης και ειδικός των διαταγμάτων (decretorum doctor), διορίστηκε γενικός συλλέκτης τής Αποστολικής Έδρας στην Aραγωνία, Reg. Vat. 465, φύλλα 121-123, ενώ στις 15 Μαΐου 1456 έγινε αποστολικός νοτάριος [στο ίδιο, φύλλο 176]. O Γκουίλλεμ Πονκ υπήρξε δραστήριος και έμπιστος υπηρέτης τού Καταλανού ποντίφηκα και το όνομά του εμφανίζεται συχνά στα παπικά μητρώα, αλλά δεν χρειάζεται εδώ να πούμε περισσότερα γι’ αυτόν. Την τελευταία μέρα τού Φεβρουαρίου 1456 ο Καταλανός Αντόνι Φερρέρ (Ant. Ferrarii) διορίστηκε ειδικός νούντσιος για τη συλλογή φόρων δεκάτης που οφείλονταν στο παπικό ταμείο από αριθμός γερμανικών επαρχιών, τη Βουργουνδία και την Αγγλία, Reg. Vat. 441, φύλλα 21-22. H συνεχής χρησιμοποίηση Καταλανών από τον Κάλλιστο σε παπική υπηρεσία είναι πολύ γνωστή, ώστε να μη χρειάζεται τεκμηρίωση. Παρά το γεγονός ότι επιστολή στις 26 Απριλίου 1458, μάς πληροφορεί ότι σταυροφορικός φόρος δεκάτης 50.000 φλουριών είχε επιβληθεί στα ισπανικά βασίλεια [Arm. XXXIX, τόμος 7. φύλλο 161], φαίνεται αμφίβολο αν η Αγία Έδρα εισέπραξε ποτέ κάποιο αξιόλογο μέρος αυτού τού ποσού.

[←125]

Arm. XXXIX, τόμος 7, φύλλο 84:

«Δεν παραβλέπουμε την επιχορήγηση την οποία δικαιούστε, όπως προβλέπουν οι όροι που έχουν συμφωνηθεί, όπως μέχρι τώρα δεν την έχουμε παραβλέψει και τις τελευταίες ημέρες, μέσω τής τράπεζας Μεδίκων, σάς στείλαμε 3.000 δουκάτα, για την περίοδο από τώρα μέχρι τον ερχόμενο Σεπτέμβριο…».

(Subventionem quam tibi deputavimus statutis terminis eam facere non ommittemus, prout hactenus non ommisimus, et proximis diebus per banchum de Medicis tibi misimus tria milia ducatorum pro tempore quo fuimus usque ad mensem Septembris proxime futurum…)

Πρβλ. στο ίδιο, φύλλο 129, επιστολή προς Κόζιμο Μέδικο με ημερομηνία 1 Νοεμβρίου 1457. Αυτό το μητρώο (Arm. XXXIX, τόμος 7) περιέχει πολλά έγγραφα σχετικά με τη συλλογή τού σταυροφορικού φόρου δεκάτης από τις διάφορες ευρωπαϊκές χώρες καθώς και από το μεγαλύτερο μέρος των ιταλικών κρατών και συχνά αναφέρει τούς Φλωρεντινούς τραπεζικούς οίκους των Πάτσι και των Μιραμπάλλι ως διαχειριστές πόρων που προορίζονταν για τη σταυροφορία [π.χ. φύλλο 109]:

«…από χρήματα φόρου δεκάτης και σταυροφορίας που έχουν συλλεγεί από εσάς έχουν σταλεί και περαστεί στην τράπεζα των Πάτσι 3.000 και σε εκείνη των Μιράμπαλλι 4.000 δουκάτα, πράγμα από το οποίο τίποτε πιο ευχάριστο δεν θα μπορούσε να υπάρχει για εμάς…»,

(…ex pecuniis decime et cruciate per te collectis in bancho illorum de Pazis tria milia et illorum de Miraballis quatuor milia ducatorum dedisti et consignasti qua re nihil gratius nobis facere potuisti …)

επιστολή προς Αγκοστίνο, ηγούμενο τής Καζανόβα, νούντσιο και αποστολικό συλλέκτη, με ημερομηνία 6 Ιουλίου 1457 και πρβλ. στο ίδιο, επιστολή τού πάπα στις 8 Ιουλίου που αφορά την είσπραξη 3.000 δουκάτων από «αυτή την εταιρεία των Μιράμπαλλι» (societas illorum de Miraballis). Σημειώστε επίσης Gelcich και Thallóczy, Diplomatarium ragusanum, αριθ. 351-52, σελ. 598, 599 όσον αφορά τούς Τζάκοπο και Πιέτρο ντε Πάτσι, των οποίων εκπρόσωπος στη Ραγούσα ήταν ο Μαρτίνο Κλαρίνι αυτό το έτος (1457). Ο Τζάκοπο ήταν ένας από τούς πλουσιότερους ανθρώπους στη Φλωρεντία [πρβλ. Raymond de Roover, The Rise και Decline of the Medici Bank, 1397-1494, Νέα Υόρκη, 1966, σελ. 29-30] και η οικογένειά του ευημερούσε μέχρι τη συνωμοσία των Πάτσι το 1478.

[←126]

Arch. Segr. Vaticano, Arm. XXXIX, τόμος 7, φύλλο 106.

[←127]

Arm. XXXIX, τόμος 7. φύλλο 99, με ημερομηνία 9 Ιουνίου 1457, «προς Γεώργιο Καστριώτη Σκεντέρμπεη» (Georgio Castrioto Scandarbeg). O πάπας αναγνώριζε την παραλαβή δύο επιστολών από τον Σκεντέρμπεη, που τον πληροφορούσε «για τον ερχομό των άπιστων Τούρκων για επίθεση στα εδάφη σας, για τον οποίο δηλώνετε ότι δεν είναι μικρός ο φόβος που σάς συγκλονίζει…» (de adventu perfidorum Τurcοrum ad expugnationem terrarum tuarum, ex quo significas te non parvo timore perculsum…) [στο ίδιο].

Στις 26 Ιουλίου 1455 αλβανικός στρατός 14.000 ανδρών, που περιλάμβανε και καταλανικά στρατιωτικά αποσπάσματα που είχαν σταλεί από τον Αλφόνσο Ε’ τής Νάπολης, ηττήθηκε άσχημα στο Μπεράτ («Belgrado») από ισχυρές τουρκικές δυνάμεις, που λεγόταν ότι αριθμούσαν «περίπου 40.000 ιππείς … και είχαν σκοτώσει ή πιάσει αιχμαλώτους 5-6.000 χριστιανούς» (da circha 40.000 cavalli …, e hano τra morti e presi da cinque in set milia Cristiani).

Βλέπε J. Radonić, Djuradj Kastriot Skenderbeg, Belgrade, 1942, αριθ. 95-97, σελ. 54-55, έγγραφα με ημερομηνία 8, 14, 22 Αυγούστου 1455, ανατυπ. από τον V. V. Makušev στο Monumenta historica slavorum meridionalium vicinorumque populorum, II (Belgrade, 1882), 147-51 και πρβλ. M. Barletius, De vita et gestis Scenderbegi, 1η εκδ., Ρώμη, ca. 1509, βιβλίο viii, φύλλα xcviii-cii, εκδ. Ζάγκρεμπ, 1743, σελ. 225-33, ο οποίος περιγράφει πλήρως τη μάχη και μάλλον με αναξιόπιστες λεπτομέρειες. Πρβλ. Francisc Pall, «Marino Barlezio» στο Mélanges d’ histoire generale, επιμ. C. Marinescu, II (Βουκουρέστι, 1938), 210-211 και βλέπε γενικά Joseph Gill, «Pope Callistus III and Scenderbeg the Albanian», Orientalia Christiana periodica, XXXIII (1967), 534-62, με δεκαεπτά έγγραφα από το Arch. Segr. Vaticano.

Για λεπτομέρειες τής αλβανικής ήττας στο Μπεράτ (στις 26 Ιουλίου 1455), βλέπε F. Pall, «I Rapporti italo-albanesi intorno alla medii del secolo XV», στο Archivio storico per le province napoletane, LXXXIII (3η σειρά, IV, 1966), έγγραφα i-ii, σελ. 153-57 και πρβλ. στο ίδιο, σελ. 141-42. Αυτό το άρθρο [στο ίδιο, σελ. 123-226], με ογδονταοκτώ έγγραφα από το Arch. di Stato di Milano, είναι μια από τις πιο πολύτιμες μελέτες σχετικά με τον Σκεντέρμπεη που έχουν εμφανιστεί τα πρόσφατα χρόνια. Μια εγγραφή στους ναπολιτάνικους λογαριασμούς ταμείου στις 28 Αυγούστου 1455 (όταν πια η έκταση τής ήττας στο Μπεράτ είχε γίνει πλήρως κατανοητή στη Νάπολη), φαίνεται να δείχνει ότι ο Αλφόνσο Ε’ ετοιμαζόταν να στείλει στον Σκεντέρμπεη περισσότερη βοήθεια αμέσως [Camillo Minieri Riccio, «Alcuni Fatti di Alfonso I. di Aragona … (1437-1458)», στο ίδιο, VI (1881), 432, από το Cedole della Regia Tesoreria, αριθ. 29, φύλλο 276]:

«Και [ο Αλφόνσο] δίνει στον Τζιοβάννι Καταλάνο, κοντόσταυλο των βαλλιστών και των φάντηδων που στέλνει στην Αλβανία εναντίον τού Τούρκου, το λάβαρο που έφτιαξαν ο ταπητουργός του Τσιρίλλο Γκαλλινάρο και ο ζωγράφος του Λεονάρντο Μπρούτσο…».

(E fa consegnare a Giovanni Catalano contestabile de’ balestrieri e de’ fanti che spedisce in Αlbania contro il Τurcο lo stendardo che à fatto costruire dal suo arazziere Cirillo Gallinaro e dal suo pittore Leonardo Bruzzo…)

[←128]

Arm. XXXIX. τόμος 7, φύλλο 104 (και πρβλ. φύλλα 112-114):

«Κάλλιστος, κλπ. Αγαπημένε μου γιε σε χαιρετώ. Ήρθαν σε εμάς τις τελευταίες ημέρες οι αγαπημένοι μας γιοί Μπρίτιους τής Ουγγαρίας και Δημήτριος τής Αλβανίας, αδελφοί τού Τάγματος των Ελασσόνων Μοναχών [Φραγκισκανών], σταλμένοι από τον αγαπητότατο εν Χριστώ γιό μας [Στέφανο Θωμά], τον επιφανή βασιλιά τής Βοσνίας, και μάς ανέφεραν πολλά πράγματα για την πίστη και αφοσίωση αυτού τού βασιλιά προς εμάς και τη χριστιανική θρησκεία, καθώς και για την πολύ καλή και αξιέπαινη πρόταση τής γαληνότητάς του να προελάσει γενναία εναντίον των Τούρκων και να επιτεθεί στο κακό έθνος τους και ότι ο ίδιος βασιλιάς είχε ήδη παύσει να αποτίει φόρο τιμής, τον οποίο μέχρι τώρα συνήθιζε να δίνει στον τύραννο των Τούρκων…».

(Calistus, etc. Dilecte fili, salutem. Venere ad nos proximis diebus dilecti filii Britius de Pannonia et Demetrius de Αlbania, fratres Ordinis Minorum, missi a carissimo in Christo filio nostro, Rege Bosne iliustri, et multa nobis retulerunt de fide et devotione ipsius regis erga nos et religionem Christianam et de optimo ac laudabili proposito sue Serenitatis prodeundi viriliter in Τurcοs et expugnationem eorum pessime nationis et quod iam ipse rex desiit pendere tributum quod hactenus ipsi tyranno Τurcorum dare consuevit…)

Στις 30 Απριλίου 1455 ο βασιλιάς Στέφανος και η οικογένειά του τέθηκαν υπό την ειδική προστασία τής Αγίας Έδρας [Reg. Vat. 436, φύλλα 23-24, 32].

Στις 24 Ιουνίου 1457 ο Τζιοβάννι Καστιλιόνε, επίσκοπος Παβίας, ο οποίος είχε πάρει το κόκκινο καπέλλο τού καρδιναλίου στα μέσα Δεκεμβρίου (1456), έγραφε στον Φραντσέσκο Σφόρτσα από τη Ρώμη:

«Εδώ έχουμε νέα ότι ο αιδεισμότατος καρδινάλιος τού Σαντ’ Άντζελο [Καρβαχάλ] ξεκίνησε από τη Βούδα για να πάει στη Βοσνία. Ο βασιλιάς τής Βοσνίας θέλησε να πάρει το σταυρό και να καταβάλει κάθε προσπάθειά του εναντίον των Τούρκων …»,

(Havemo qui novelle che Monsignore el cardinale di Sancto Angelo [Carvajal] è partito de Buda per andare in Bosna; el Re de Bosna desydera pigliare la croce et fare tuto il suo sforzo contra il Turcho…)

αλλά o Καστιλιόνε λίγες ελπίδες είχε ότι ο Καρβαχάλ θα πετύχαινε κάτι στη Boσνία και (όπως είπε στον πάπα) τα πράγματα ήσαν «πιο σοβαρά από εκείνα που θα μπορούσε να αντιμετωπίσει ο εν λόγω αιδεσιμότατος τού Σαντ’ Άντζελο…» (seria meglio che dicto Monsignore di S. Angelo fusse rimasto…). Makušev, Monumenta historica slavorum meridionalium, II, 199 και σημειώστε επίσης σελ. 217.

Έντεκα περίπου εβδομάδες αργότερα (στις 7 Σεπτεμβρίου) ο Καστιλιόνε έγραφε ότι οι Τούρκοι είχαν καταλάβει σχεδόν όλα τα πεδινά στην Αλβανία. Ο Σκεντέρμπεης είχε διαφύγει προς τα ορεινά οχυρά. Ο πάπας υποτίθεται ότι τού έστελνε κάποια χρήματα «για λίγη παρηγοριά σας» (per alcuna sua consolatione) [στο ίδιο].

Ένα χρόνο πριν από αυτό (τον Ιούνιο τού 1456) δύο απεσταλμένοι τού Στέφανου Θωμά, «με τη χάρη τού Θεού βασιλιά Βοσνίας κλπ.» (Dei gratia rex Bossine etc.), είχαν ζητήσει βοήθεια και συμβουλή από τον δόγη και τη Σινιορία τής Βενετίας,

«προκειμένου να προβλέψουμε και να αντισταθούμε στη διεστραμμένη επιθυμία αυτού τού έξαλλου τύραννου αυτοκράτορα των Τούρκων, ο οποίος έχει την πρόθεση να αποσπάσει από εμάς εξ ολοκλήρου το βασίλειό μας. Και παρά το γεγονός ότι μέχρι τώρα έχουμε ικανοποιήσει την ακόρεστη επιθυμία αυτού και των προκατόχων του πληρώνοντας πολλά χρήματα, με σημαντική απώλεια για εμάς και τούς δικούς μας υπηκόους, όμως αυτή ποτέ δεν επιβάρυνε κάποιους χριστιανούς ηγεμόνες».

(ad providendum et resistendum perverse voluntati huius saevissimi tyranni imperatoris Τurcοrum, qui totaliter intendit extorquere a nobis regnum nostrum. Et quamvis hucusque sue insatiabili voluntati ac suorum predecessorum satisfecerimus plurimis pecuniis cum maximo detrimento nostro nostrorumque subditorum, nunquam tamen gravavimus aliquos Christianos principes)

Όμως ο σουλτάνος δεν ήταν πια ικανοποιημένος με χρήματα. Ζητούσε τέσσερα βοσνιακά κάστρα, ένα από τα οποία (unum castrum videlicet Hystrychky) απείχε μόνο ταξίδι μιας μέρας από τις ενετικές πόλεις τού Σπαλάτο (Split), Τράου (Trogir), Σεμπένικο (Sibenik) και Ζάρα (Zadar). Η Γερουσία επέτρεψε στον Στέφανο Θωμά να στρατολογήσει με δικές του δαπάνες μέχρι εκατό βαλλιστές (ballistarii) στην ενετική Δαλματία και χορήγησε σε αυτόν και σε όλους εκείνους που θα πήγαιναν μαζί του (αλλά ας αποτρέψει ο Θεός την ανάγκη!) καταφύγιο στην ενετική επικράτεια [Arch. di Stato di Venezia, Sen. Secreta, Reg. 20, φύλλα 93-94 (94-95)]. Oι απαντήσεις τής Γερουσίας στους Βόσνιους απεσταλμένους έχουν ημερομηνία 14 Ιουνίου 1456 και πρβλ. φύλλα 140 (142), 153 (155).

[←129]

Iorga, Gesch. d. osman. Reiches, II (1909), 108. Ο Στέφανος Θωμάς φιλοδοξούσε να εξουσιάσει τη Δουνάβια Σερβία. Προς το τέλος τού έτους 1458 ο γιος και συνονόματός του, ο Στέφανος Τομάσεβιτς, αρραβωνιάστηκε την Έλενα, μοναχοκόρη τού Λάζαρου, τού εκλιπόντος δεσπότη τής Σερβίας. Ο γάμος έγινε την 1η Μαΐου 1459, πραγματοποιώντας έτσι τη δυναστική ένωση τής Boσνίας με τη Δουνάβια Σερβία. Όμως ο Μωάμεθ Β΄ δεν θα συμμορφωνόταν προς τη βοσνιακή φιλοδοξία και με την τουρκική κατάληψη (τον Ιούλιο τού 1459) τής σημαντικής πόλης Σεμέντρια, στη συμβολή τού Μοράβα και τού Δούναβη, κατέρρευσε το σχεδόν αυτοκρατορικό όνειρο τού Στέφανου. Η Έλενα αποσύρθηκε στην Ουγγαρία και από εκεί στην Ιταλία, όπου έζησε υπό παπική προστασία, πεθαίνοντας με το μοναστικό σχήμα το 1474.

Πρβλ. Iorga, ό. π., II, 108-9 και Χαλκοκονδύλη, βιβλίο ix, CSHB, Βόννη, σελ. 459-60, επιμ. Darkò. II, 216-17:

«Ύστερα όμως, όταν ο στρατός αναχώρησε, ο Θωμάς προχώρησε και πολιόρκησε τούς γενίτσαρους τού σουλτάνου στις ακροπόλεις. Εκείνο το καλοκαίρι ο σουλτάνος βάδισε εναντίον τού Σμεντέρεβο και τής χώρας των Σέρβων. Ξεκίνησε αυτή την εκστρατεία για τον ακόλουθο λόγο. Όταν πέθανε ο Λάζαρος, ο γιος τού Βουκ, η σύζυγός του, ως κηδεμόνας τής κόρης του, έμεινε υπεύθυνη για την ηγεμονία και κατείχε την ακρόπολη τού Σμεντέρεβο. Έκανε γαμήλια συμμαχία, δίνοντας την κόρη της στον γιο τού βασιλιά των Ιλλυριών [Βόσνιων] και σκόπευε να διατηρήσει η ίδια τη διοίκηση τής πόλης. Αλλά ο Σέρβοι πλησίασαν τον Μιχαήλ, τον αδελφό τού Μαχμούτ, ο οποίος ζούσε κοντά στον ηγεμόνα των Σέρβων, και τον επέλεξαν να είναι ηγεμόνας τους, τον διόρισαν και τού ανέθεσαν τις υποθέσεις τής πόλης. Η γυναίκα τον κάλεσε στην ακρόπολη για να προσφέρει φιλοξενία, αλλά στη συνέχεια τον συνέλαβε και τον έστειλε αλυσοδεμένο στους Ούγγρους. Οι Ούγγροι φυλάκισαν τον Μιχαήλ, όταν έφτασε. Τότε οι Σέρβοι πλησίασαν τον σουλτάνο, έχοντας κληθεί από αυτόν, και διαπραγματεύθηκαν για την παράδοση τής πόλης μαζί με τη σύζυγο τού ηγεμόνα. Αλλά ο σουλτάνος, επειδή έτσι εξελίχθηκαν για αυτόν τα θέματα σε αυτή την πόλη, ετοιμαζόταν να βαδίσει εναντίον τού Σμεντέρεβο και να το καταλάβει με τη βία. Όταν οι άνθρωποι τού Σμεντέρεβο έμαθαν ότι ο σουλτάνος ερχόταν εναντίον τους, βγήκαν να τον χαιρετήσουν, φέρνοντας μαζί τους τα κλειδιά τής πόλης. Ο σουλτάνος ήταν ευγενικός στους Σέρβους, έδωσε σε πολλούς από αυτούς δώρα σε γη και χρήματα, ενώ επέτρεψε στη χήρα τού Λάζαρου να αναχωρήσει υπό ανακωχή με τον πλούτο της, αλλά ανέλαβε τη φρουρά».

«Ὁ μὲν οὖν Θωμᾶς αὖθις, ὡς ἀπῄει ὁ στρατὸς ἐπελαύνων ἐπολιόρκει τοὺς τοῦ βασιλέως νεήλυδας ἐν ταῖς ἀκροπόλεσι· βασιλεὺς δὲ ἤλαυνε τὸ θέρος τοῦτο ἐπὶ Σπενδερόβην καὶ τὴν τῶν Τριβαλλῶν χώραν. τὴν δὲ ἔλασιν ἐποιεῖτο δι’ αἰτίαν τήνδε. ὡς γὰρ ἐτελεύτησεν Ἐλεάζαρος ὁ τοῦ Βούλκου παῖς, κατελέλειπτο ἡ γυνὴ αὐτοῦ ἐπὶ θυγατρὶ ἐς τὴν ἀρχήν. καὶ τὴν μὲν ἀκρόπολιν τῆς Σπενδερόβης κατεῖχεν αὕτη. καὶ ἐπιγαμίαν ποιουμένη ἐπὶ τὸν Ἰλλυριῶν βασιλέως παῖδα [ἐπὶ] τῇ θυγατρὶ διενοεῖτο τὴν ἀρχὴν αὐτὴ σχήσειν τῆς πόλεως. οἱ μὲν οὖν Τριβαλλοὶ ὥρμηντο ἐπὶ τὸν Μαχουμούτεω ἀδελφὸν τὸν Μιχαῆλον, ὃς παρὰ τῷ Τριβαλλῶν ἡγεμόνι διέτριβε, καὶ σφίσιν ἡγεμόνα ἑλόμενοι καθίστασάν τε αὐτὸν καὶ ἐπέτρεπον τὰ τῆς πόλεως πράγματα. ἥτε γυνὴ μεταπεμπομένη τοῦτον ἐς τὴν ἀκρόπολιν ἐπὶ ξενίσει συνέλαβέ τε αὐτὸν καὶ συνδήσας ἀπέπεμψεν ἐς τοὺς Παίονας. τὸν μέντοι Μιχαῆλον οἱ Παίονες λαβόντες καθεῖρξαν. καὶ οἱ Τριβαλλοὶ ὥρμηντο αὖθις ἐπὶ βασιλέα, καὶ μεταπεμπόμενοι ἅμα τῇ τοῦ ἡγεμόνος γυναικὶ ἔπρασσον τὴν τῆς πόλεως παράδοσιν. ὁ μὲν οὖν βασιλεύς, οὔπω καταστάντων ἐς τόδε αὐτῷ τῶν πραγμάτων, παρασκευασάμενος ἤλαυνεν ἐπὶ Σπενδερόβην ὡς ἐξελῶν κατὰ κράτος. οἱ δ’ ἐν τῇ πόλει Σπενδερόβῃ πυνθανόμενοι βασιλέα ἐπιόντα σφίσιν ὑπήντων αὐτῷ, τὰς κλεῖς φέροντες κατὰ τὴν ὁδόν. βασιλεὺς μὲν δὴ τούς τε Τριβαλλοὺς ἐθεράπευσε, χώραις δωρησάμενος καὶ χρήμασι τοὺς πολλούς, καὶ τὴν τοῦ Ἐλεαζάρου γυναῖκα ὑπόσπονδον ἀφῆκεν ἀποφέρεσθαι τὸν πλοῦτον αὐτῆς οἰχομένην, καὶ τήν τε φρουρὰν σὺν αὐτῷ παρέλαβε.»

H Σεμέντρια είναι το σύγχρονο Σμεντέρεβο.

[←130]

Pall, «I Rapporti italo-albanesi», Arch. stor. per le province napoletane, LXXXIII (1966), έγγραφο iii, σελ. 157-59. O Φραντσέσκο Σφόρτσα δεν είχε πρόθεση να εμπλακεί με τον Μωάμεθ Β΄ [πρβλ. Luigi Fumi, «Il Disinteresse di Francesco I Sforza alla crociata di Calisto III contro i turchi …», Archivio storico lombardo, XXXIX (4η σειρά, XVII), 1912, 101-111]. Υπάρχει ενδιαφέρουσα αλλά μάλλον επί τροχάδην διερεύνηση των μιλανέζικων σχέσεων με τούς Οθωμανούς σουλτάνους στον Franz Babinger, «Relazioni visconteo-sforzesche con la corte ottomana durante il secolo XV» στο Atti del Convegno la Lombardia e l’ Oriente (Ιούνιος 1962), Μιλάνο, 1963, σελ. 8-30. Όσο για τον Φραντσέσκο Σφόρτσα, την εποχή που πήρε την έκκληση τού Σκεντέρμπεη συγκέντρωνε την προσοχή του στην ανασυγκρότηση τού δουκάτου που είχε αποκτήσει πριν έξι χρόνια. Ο Georges Peyronnet, «Il Ducato di Milano sotto Francesco Sforza (1450-1466): politica interna, vita economica e sociale», Archivio storico italiano, CXVI (1958), 36-53, μάς δίνει διδακτική, συνοπτική περιγραφή τής εσωτερικής πολιτικής τού Σφόρτσα: αποτελεσματική διοίκηση, προστασία των τεχνών, προσοχή στα δημόσια έργα και την άρδευση, στην προώθηση τής γεωργίας, τής αμπελουργίας και τής βιομηχανίας και στην περαιτέρω ανάπτυξη τού εμπορίου, όλα μάλλον αξιόλογα για έναν αγράμματο οπλαρχηγό (condotliere).

Ο Σκεντέρμπεης αναγνώριζε την επικυριαρχία τού Αλφόνσο Ε’, «του οποίου είμαστε υποτελείς και δικοί του διοικητές σε αυτά τα μέρη» (cuius nos vasalum esse et capitaneum istis in partibus), όπως έγραφε ο Σκεντέρμπεης στον Φραντσέσκο Σφόρτσα από την Κρόια στις 18 Ιουλίου 1456, «πράγμα που δεν πιστεύουμε για την πλευρά τής δικής σας υψηλότητας» (vestram Celsitudinem latere non credimus) [Pall, ό. π., έγγραφο iv, σελ. 161].

[←131]

V. V. Makušev, Monumenta historica slavorum meridionalium, II (1882), 113-14, αναφορά τού Μάρκο Ντιέντο, βαΐλου και στρατιωτικού διοικητή Δυρραχίου, για τον οποίο πρβλ. Hopf, Chron. gréco-romanes (1873, ανατυπ. 1966), 390-91.

[←132]

Σε κάπως υβριστικό αλλά όχι άσχετο άρθρο, ο Stavri N. Naçi, «A propos de quelques truchements concernant les rapports de la Papauté avec Skanderbeg durant la lutte albano-turque (1443-1468)», Studia Albanica, V-I (Tίρανα, 1968), 73-86 κατηγορεί ορισμένους ιστορικούς ότι πρέπει να ντρέπονται, επειδή

«έντυσαν με θρησκευτική στολή τον αγώνα των Αλβανών για την ελευθερία, μετασχημάτισαν τον Σκεντέρμπεη με σταυρό και παρουσίασαν τούς καρπούς τού λαϊκού ηρωισμού ως αποτέλεσμα ης χρηματικής ενίσχυσης από τον παπισμό» [σελ. 78],

(ils firent mettre la livrée religieuse à la lutte des Albanais pour la liberté, ils transformèrent Skanderbeg en croisé, et les fruits de l’héroisme populaire furent cénses d’étre les fruits de l’aide en argent de la papauté)

παρά το γεγονός ότι κατά τη διάρκεια τής ενός τετάρτου αιώνα πάλης του εναντίον των Τούρκων ο Σκεντέρμπεης μετά βίας πήρε περισσότερα από 20.000 δουκάτα από την Αγία Έδρα (σύμφωνα με τον Naçi), ποσό που δεν θα αρκούσε για τη συνεχή συντήρηση είκοσι ενόπλων ανδρών με μηνιαίο μισθό τριών έως πέντε δουκάτων [σελ. 81-82 και εξής]. Στην πραγματικότητα όμως η Αλβανία αποτελούσε μέρος εκτεταμένου χριστιανικού μετώπου που αντιτασσόταν στους Τούρκους, το οποίο περιλάμβανε την Ουγγαρία, Στυρία, Καρινθία, Καρνιόλα, Κροατία, Βοσνία, Δαλματία, Σερβία, Ρόδο και τα νησιά τού Αιγαίου υπό ενετική και γενουάτικη κυριαρχία. Πρβλ. το άρθρο που αναφέρθηκε πιο πάνω στη σημείωση 25, των Sciambra, Valentini και Parrino στο Bollettino della Badia greca di Grottaferrata, n.s., XXI (1907), 83-136.

[←133]

Arch. Segr. Vaticano, Arm. XXXIX, τόμος 7, φύλλα 122-123 με ημερομηνία 11 Σεπτεμβρίου 1457, «Georgio Castriotti Scandarbech Albanie domino», δημοσιευμένο από A. Theiner, Vetera monumenta historica Hungariam sacram illustrantia, II (Ρώμη, 1860), αριθ. 472, σελ. 303-4. Πρβλ. επίσης τις παπικές επιστολές προς βασιλιά Στέφανο τής Bοσνίας, καρδινάλιο Καρβαχάλ, Σκεντέρμπεη, τον πολιτικό διοικητή (rector) και το συμβούλιο τής Ραγούσας και άλλους, περιλαμβανομένου τού δόγη τής Βενετίας [Arm. XXXIX, τόμος 7, φύλλα 123-125, 141 και 142-143].

Στις 10 Σεπτεμβρίου (1457) ο πάπας είχε διορίσει τον Ιωάννη Ναβάρρε παπικό επίτροπο για τη σταυροφορία στην Αλβανία και τη Δαλματία,

«λαμβάνοντας υπόψη πόσους κόπους και διακρίσεις έχουν υποστεί μέχρι τώρα και θα υποφέρουν στο μέλλον οι αγαπημένοι μας εν Χριστώ γιοί, οι επιφανείς βασιλείς Ουγγαρίας και Βοσνίας, καθώς και ο αγαπημένος μας γιός ευγενής Γεώργιος Καστριώτης, ο εν λόγω Σκεντέρμπεης, άρχοντας τής Αλβανίας, που βρίσκονται σχεδόν μόνοι απέναντι στη μανία των Τούρκων και των βαρβάρων …»,

(considerantes quot labores et discrimina perpessi hactenus sint et in dies patiantur carissimi in Christo filii nostri, Hungarie et Bosne reges illustres necnon dilectus filius nobilis vir Georgius Castrioti dictus Scandarbech Albanie dominus, qui prope soli oppositi sunt furori barbarorum et Turchorum…)

Reg. Vat. 449, φύλλο 172 και δημοσιευμένο από A. Theiner (επιμ.), Vetera monumenta Slavorum meridionalium historiam illustrantia, I (Ρώμη, 1863), αριθ. 604, σελ. 427.

Έχοντας μάθει για την τρομερή τουρκική επιδρομή στην Αλβανία, ο πάπας έδινε εντολή στον Ιωάννη να σπεύσει εκεί ταχύτατα και να αναλάβει την ευθύνη για τούς φόρους δεκάτης και τούς άλλους πόρους που συλλέγονταν για τη σταυροφορία στις πόλεις Ραγούσα (Ντουμπρόβνικ) και Αντίβαρι (Μπαρ) καθώς και σε ολόκληρη τη Δαλματία:

«…Εξαιρουμένων 10.000 φλουριών τού παπικού ταμείου, τα οποία, με δική μας εντολή προς την εμπορική εταιρεία των Πάτσι [τον φλωρεντινό τραπεζικό οίκο τής οικογένειας Πάτσι], θα συγκεντρωθούν σε αυτά τα μέρη και πρέπει να σταλούν. Και από όλα αυτά τα χρήματα, εκτός αν έχουν ήδη σταλεί, δίνουμε εντολή να σταλούν κατά κύριο λόγο από τούς προαναφερθέντες εμπόρους, για την εξυπηρέτηση αυτού τού ιερού έργου μας. Οι κάθε είδους συλλέκτες … διαχειριστές και άλλοι, στους οποίους με οποιοδήποτε τρόπο έφτασαν και θα φτάσουν τα χρήματα αυτά, να φροντίσουν να τα χωρίσουν σε τρία ίσα μέρη, τα οποία πρέπει με δικούς τους εκπροσώπους να φτάσουν αποτελεσματικά το ένα στον προαναφερθέντα βασιλιά Ουγγαρίας, το άλλο στον βασιλιά Βοσνίας και το τρίτο στον αναφερθέντα Σκεντέρμπεη…» [στο ίδιο].

(…Decem mille ducatis de Camera exceptis qui de mandato nostro mercatoribus societatis de Pazis apud illas partes moram trahentibus consignari debent et ex dictis pecuniis omnino, nisi iam consignati fuerint, consignari mandamus ratione maioris summe de qua mercatores predicti pro hoc sancto opere nobis subvenerunt; a quibuscumque collectoribus … depositariis et aliis, apud quos quovis modo [pecunie] sunt et esse contingent, habere procures easque in partes tres equas dividas, quarum unam prefato regi Hungarie, alteram regi Bosne, tertiam vero memorato Scandarbech aut eorum procuratoribus effectualiter consignes…)

Ο πάπας αγωνιούσε ιδιαίτερα να εισπράξει ο Σκεντέρμπεης το μερίδιό του από τούς διαθέσιμους πόρους το συντομότερο δυνατό, λόγω τής επικίνδυνης κατάστασης των αλβανικών υποθέσεων. Πάρθηκαν επίσης μέτρα τότε για την αποκατάσταση και υποστήριξη δύο σημαντικών εκκλησιών στην Αλβανία, ενώ χορηγήθηκε και επιστολή ελέυθερης διέλευσης (littera passus) στον Παύλο, ηγούμενο τού μοναστηριού τής Σάντα Μαρία ντε Τρεφαντένα, Reg. Vat. 449, φύλλα 172-174. Σε χωρίς ημερομηνία έγγραφο, προς το τέλος τού 1455, ο Κάλλιστος διόριζε κάποιον Τζάκομπους ντε Κανταπόρτο, «αρχιδιάκονο τής εκκλησίας τής Χερσονήσου Κρήτης» (archidiaconus ecclesie Quironensis), συλλέκτη τού φόρου δεκάτης στη Δαλματία, Reg. Vat. 440, φύλλα 71-72.

[←134]

Στις 24 Σεπτεμβρίου 1457 ο Κάλλιστος έγραφε στον Γκουίλλεμ Πονκ ντε Φενολλέτ, τον παπικό συλλέκτη στην Αραγωνία, «…και στην Αλβανία και παντού η νίκη έτσι μάς δίνεται συνεχώς εναντίον των απίστων Μωαμεθανών …» (…et in Albania et ubique victoria adeo continue nobis datur contra perfidos Mahometicos…». Raynaldus, Annales ecclesiastici ad ann. 1457, αριθ. 31, τόμ. XVIII (1694), σελ. 491a.

Πρβλ. Hopf, «Griechenland im Mittelalter» στο Ersch και Gruber, Allgemeine Encyklopaedie, τόμ. 86 (1868 και ανατυπ. Νέα Υόρκη, 1960, II), 134-35. Iorga, Gesch. d. osman. Reiches, II, 84. F. S. Noli, George Castrioti Scendebeg, Νέα Υόρκη, 1947, σελ. 52-53, με παραπομπές στις σελ. 205-6.

Παρά τις ναυτικές επιτυχίες τού καρδινάλιου Λοντοβίκο Τρεβιζάν και τις νίκες τού Σκεντέρμπεη επί των Τούρκων στην Αλβανία (που είχαν οδηγήσει τον Κάλλιστο να βλέπει «νίκες παντού»), η κυβέρνηση τής Ραγούσας δεν έβλεπε καμία μείωση τής δύναμης τού Μωάμεθ Β΄. Στις 14 Νοεμβρίου 1457 οι Ραγουσαίοι έγραφαν στον βασιλιά Λάντισλας Πόστουμους τής Ουγγαρίας:

«Φοβόμαστε τον άγριο εχθρό [δηλαδή τον Μεγάλο Τούρκο], τον νικηφόρο σε στεριά και θάλασσα και πολύ επικίνδυνο για τις υποθέσεις μας και περιμένουμε στις επόμενες μέρες και τη δική μας καταστροφή…».

(Hostem ferocissimum, terra marique victorem et rebus nostris infestissimum, timemus et in dies ad ruinam nostram expectamus…)

Gelcich και Thallóczy, Diplomatarium ragusanum (1887), αριθ. 353, σελ. 601. J. Radonić (επιμ.), Acta et diplomata ragusina, I, μέρος 2 (Belgrade, 1934), αριθ. 267, σελ. 604.

error: Content is protected !!
Scroll to Top