Σημειώσεις κεφαλαίου 04

Σημειώσεις Κεφαλαίου 4

[←1]

Arch. di Stato di Venezia, Senato Mar, Reg. 4, φύλλο 58 (59). Ο N. Iorga, Notes et extraits pour servir a l’ histoire des croisades au XV siècle, IV (Βουκουρέστι, 1915), αριθ. xxvii, σελ. 46, παρέχει την επιστολή τού Κωνσταντίνου ΙΑ’ με ημερομηνία 10 Μαρτίου 1451, που συνιστά τον Ανδρόνικο Λεοντάρη στον Μπόρσο ντ’ Έστε, μαρκήσιο τής Φερράρα. Για την αποστολή τού Λεοντάρη στη Ρώμη βλέπε Joseph Gill, The Council of Florence, Καίμπριτζ, 1959, σελ. 377-80, ενώ για την επιθυμία τού Κωνσταντίνου ΙΑ’ να φορολογήσει ξένα εμπορεύματα (τα σανσάρια ή σενσάρια) βλέπε Iorga, Notes et extraits, III (Παρίσι, 1902), 254-55.

[←2]

Ύστερα από την αναχώρηση τού Αμαδέου ΣΤ’ τής Σαβοϊας τον Ιούνιο τού 1367 (βλέπε πιο πάνω, Τόμος I, Κεφάλαιο 13), η βυζαντινή κυβέρνηση έχασε σταδιακά την αδύναμη κατοχή τής επί τής νοτιοδυτικής ακτής τής Μαύρης Θάλασσας μέχρις ότου, κατά τη διάρκεια τής Βασιλείας τού Βαγιαζήτ Α’ (ή ακόμη και πριν), η «αυτοκρατορία» είχε περιοριστεί σχεδόν μόνο στην πόλη τής Κωνσταντινούπολης. Όμως η βυζαντινή εξουσία επεκτάθηκε και πάλι προς βορρά, ως αποτέλεσμα εδαφικών παραχωρήσεων προς τον Μανουήλ Β΄ από τον εμίρη Σουλεϊμάν και αργότερα από τον σουλτάνο Μωάμεθ Α’, τούς γιους τού Βαγιαζήτ. Αυτό ήταν ένα από τα αποτελέσματα των εμφυλίων πολέμων για την οθωμανική διαδοχή, οι οποίοι ακολούθησαν την τουρκική ήττα στην Άγκυρα στα τέλη Ιουλίου 1402. Από την εποχή τής τελικής επικράτησης τού Μωάμεθ Α’ (το 1413) μέχρι τις αρχές τού 1453 οι Βυζαντινοί φαίνεται ότι διατηρούσαν επισφαλή και διακοπτόμενο έλεγχο τής ακτογραμμής τής Μαύρης Θάλασσας προς βορρά μέχρι τη Μεσημβρία και στη βόρεια ακτή τής Προποντίδας δυτικά μέχρι την Ηράκλεια Πέρινθο. Το ζήτημα είναι αδιευκρίνιστο και οι πηγές είναι ατελείς, αλλά βλέπε την προσπάθεια διασάφησης στον A. Bakalopulos, «Les Limites de l’ empire byzantin depuis la fin du XIVe siècle jusqu’ a sa chute (1453)», Byzantinische Zeitschrift, LV (1962), 56-65.

[←3]

Όση αξία κι αν έχει η μαρτυρία, σημειώστε την περιγραφή τού Δούκα, Hist. byzantina, κεφ. 34, CSHB, Βόννη, σελ. 233-37, επιμ. Vasile Grecu, Ducas, Ιstoria turco bizantina (1341-1462), Βουκουρέστι, 1958, σελ. 291, 293, 295, για τις προσπάθειες τού Μεγάλου Καραμάνου (Gran Caramano), ακόμη και τού Κωνσταντίνου ΙΑ’, να επωφεληθούν από την άνοδο τού Μεχμέτ στον θρόνο:

«Ο Μεχμέτ λοιπόν, αφού διευθέτησε όλα τα ζητήματα προς όφελός του, γοήτευσε όλους τούς χριστιανούς με μια ψευδή κατάσταση ειρήνης. Εξασφάλισε σύμφωνο ειρήνης τριών ετών από τον Γιἀνος, τον αντιβασιλέα τής Ουγγαρίας, και στη συνέχεια εκστράτευσε ο ίδιος εναντίον τού Καραμάν με τη δικαιολογία ότι [ο Μεχμέτ] ήταν γνήσιος φίλος των χριστιανών και ότι οι χριστιανοί, που ήσαν ξένοι και ανήκαν σε άλλη θρησκεία, εύρισκαν σε αυτόν έναν αξιόπιστο φίλο. Αντίθετα ο Καραμάν, όντας μουσουλμάνος και λατρεύοντας την πίστη τού Μωάμεθ, δεν σταματούσε ποτέ να υποκινεί πολέμους και αναταραχές, όταν εύρισκε την ευκαιρία. Αφού τού άρεσε, το θέλησε, και αφού το θέλησε, συνέβη. Γιατί έφτασε στα αυτιά τού Μεχμέτ ότι ο Καραμάν, όταν άκουσε τον θάνατο τού Μουράτ, έτρεξε από τα σύνορά του και κατέλαβε τρία φρούρια και πολλά εδάφη, τα οποία όμως φρούρια και εδάφη δεν αποτελούσαν μέρος τής κληρονομιάς τού Μουράτ από τούς προγόνους του. Λίγα χρόνια νωρίτερα, όπως αναφέρθηκε πιο πάνω, ο Μουράτ τα είχε αρπάξει από την επικράτεια τού Καραμάν, τον οποίο είχε υποτάξει. Ο γιος τού άρπαγα, βρίσκοντας λοιπόν κατάλληλο πρόσχημα εναντίον εκείνου που είχε προηγουμένως αδικηθεί και επιδίωκε έτσι να ανακτήσει τα δικά του υπάρχοντα, βάδισε εναντίον του με στρατιωτική δύναμη. Διασχίζοντας τον πορθμό με τις δυνάμεις τής Δύσης, περίμενε στην Προύσα τα στρατεύματά του τής Ανατολής. Αναχωρώντας από εκεί έφτασε στην Κιουτάχεια και από εκεί στη Σαλουταρία Φρυγία, στο ονομαζόμενο από τούς Τούρκους Καράχισαρ, που συνορεύει με τα εδάφη τού Καραμάν. Τότε ο Καραμάν, μαθαίνοντας για την άφιξη τού Μεχμέτ, έστειλε πρέσβεις από τούς ευγενείς του, για να αναζητήσει λύση για τα λάθη που είχε κάνει και για την επιστροφή των φρουρίων που είχε πάρει πίσω με τη βία. Ο τύραννος συναίνεσε για τον λόγο που θα αφηγηθώ τώρα. Η ανόητη συνέλευση των Ρωμιών, η οποία είχε συλλάβει ένα μάταιο σχέδιο, έστειλε πρέσβεις στον Μεχμέτ. Όμως, όπως είναι το έθιμό τους, είπαν πρώτα τον σκοπό τής πρεσβείας τους στους βεζύρηδες: «Ο αυτοκράτορας των Ρωμιών (τον ονόμαζαν αυτοκράτορα παρόλο που δεν είχε στεφθεί ποτέ, ούτε επρόκειτο να στεφθεί, όπως προαναφέρθηκε) δεν αποδέχεται το ετήσιο ποσό των τριακοσίων χιλιάδων ασημένιων νομισμάτων. Ο Ορχάν, που είναι και αυτός απόγονος τού Οσμάν, όπως και ο δικός σας ηγεμόνας Μεχμέτ, έχει φτάσει στην ηλικία τής ωριμότητας. Συρρέουν πολλοί κάθε μέρα σε αυτόν, που τον αποκαλούν άρχοντα και τον αναγορεύουν ηγεμόνα. Κι αυτός, θέλοντας να δείξει γενναιοδωρία και να κάνει πλούσια δώρα, δεν έχει πουθενά να απλώσει τα χέρια του. Ζητάει λοιπόν από τον αυτοκράτορα, αλλά ο αυτοκράτορας δεν έχει να τού δώσει όσα ζητάει. Σάς ζητάμε λοιπόν ένα από τα δύο: ή να διπλασιάσετε το επίδομα ή να απελευθερώσουμε την Ορχάν. Γιατί δεν είναι υποχρέωσή μας να τρέφουμε τούς γιους τού Οσμάν. Πρέπει να τρέφονται από τα δημόσια κονδύλια. Γιατί σε εμάς αρκεί να τον κρατάμε στην Πόλη και να τού αρνούμαστε την έξοδο». Ο Χαλίλ πασάς άκουσε αυτά και πολλά άλλα, γιατί ήταν πάντοτε φίλος των Ρωμιών για δύο λόγους: επειδή ήταν προσηνής και ευγενικός στους τρόπους και επειδή δωροδοκούνταν. Αν κάποιος συνομιλούσε μαζί του κρατώντας χρυσάφι στα χέρια του και τού το έδειχνε σαν καθρέφτη, ο Χαλίλ θα έδιωχνε, χωρίς δισταγμό, κάθε σκληρή λέξη από το στόμα του. Όταν λοιπόν άκουσε τα απειλητικά λόγια τού αυτοκράτορα και τής Γερουσίας που απευθύνονταν στον ηγεμόνα Μεχμέτ, μίλησε στους πρέσβεις ως εξής: «Ανόητοι και κουτοί Ρωμιοί, ξέρω από καιρό τούς πονηρούς τρόπους σας. Αφήστε αυτά που ξέρετε! Ο αποθανών ηγεμόνας ήταν ευγενής και ήταν με όλους ειλικρινής φίλος και άνθρωπος με ακέραιη συνείδηση. Όμως ο σημερινός μας ηγεμόνας Μεχμέτ δεν είναι τής ίδιας διάθεσης, όπως φαντάζεστε. Αν η Κωνσταντινούπολη καταφέρει να ξεφύγει από τα χέρια του —μιλάω για το θράσος, την αγριότητα και τη βία του— τότε θα μάθω ότι ο Θεός εξακολουθεί να παραβλέπει τις μηχανορραφίες και τις διαστροφές σας. Ανόητοι άνθρωποι, το επίσημο σύμφωνο που υπογράφηκε πριν από λίγες μέρες βρίσκεται στα χέρια μας και, τρόπος τού λέγειν, δεν έχει ακόμη στεγνώσει. Και τώρα, επειδή έχουμε περάσει την Ανατολή και διασχίζουμε στη Φρυγία, θέλετε να μάς τρομάξετε, κουνώντας μπροστά μας τα συνηθισμένα σκιάχτρα που φτιάχνετε. Δεν είμαστε παιδάκια χωρίς γνώση ή δύναμη. Αν υπάρχει κάτι που μπορείτε να κάνετε, κάντε το. Αν θέλετε να αναδείξετε τον Ορχάν ως ηγεμόνα στη Θράκη, αναδείξτε τον. Αν σκοπεύετε να περάσετε τούς Ούγγρους από τον Δούναβη, ας έρθουν. Και αν θέλετε να προχωρήσετε και να ανακτήσετε εκείνα που έχετε χάσει από καιρό, προχωρήστε. Να είστε βέβαιοι όμως ότι δεν θα πετύχετε σε κανένα από αυτά. Αντίθετα, θα σάς πάρουν κι εκείνο που νομίζετε ότι είναι δικό σας. Παρ’ όλα αυτά, θα αναφέρω το μήνυμά σας στον κύριό μου και ας γίνει αυτό που θέλει εκείνος». Όταν ο Μεχμέτ τα άκουσε αυτά, ήταν γεμάτος οργή, αλλά δεν μπορούσε να κάνει τίποτε εκείνη τη στιγμή. Συνήψς λοιπόν συνθήκη ειρήνης με τον Καραμάν. Σκόπευε να τον αφανίσει εντελώς, αλλά σκεφτόταν: «Μήπως ο αυτοκράτορας των Ρωμιών, ενώ βρίσκομαι στην Ανατολή, καλέσει τα χριστιανικά έθνη, απελευθερώνοντας ταυτόχρονα τον Ορχάν, ο οποίος, με τη βοήθειά τους, γίνει ηγεμόνας τής Ανατολής, παραχωρώντας τις δυτικές επαρχίες στους Ρωμιούς;» Καθώς σκεφτόταν τέτοιες δυνατότητες, κοίταζε τούς πρέσβεις τού Καραμάν με χαρούμενα μάτια. Άλλοτε τούς μιλούσε με τη χρήση απειλών και άλλοτε με ήπια πειθώ, μέχρι που εξασφάλισε ένορκη συνθήκη ειρήνης και τούς άφησε να φύγουν με αγάπη. Στους πρέσβεις τού αυτοκράτορα απάντησε: «Σύντομα θα βρίσκομαι στην Αδριανούπολη. Να έρθετε εκεί και να μού αναφέρετε όλες τις επείγουσες ανάγκες τού αυτοκράτορα και τής πόλης, και θα δεχτώ αμέσως κάθε αίτημα». Τούς κολάκευσε με τέτοια και άλλα ευχάριστα λόγια και στη συνέχεια τούς άφησε να φύγουν. Ο Μεχμέτ πέρασε τoν πορθμό λίγες ημέρες αργότερα και μπήκε στην Αδριανούπολη. Έστειλε αμέσως έναν από τούς δούλους του στα χωριά κατά μήκος τού Στρυμώνα, έκοψε τα έσοδα που είχαν παραχωρηθεί στον αυτοκράτορα, και έδιωξε τούς αξιωματούχους που είχαν διοριστεί για να επιβλέπουν και να μεθοδεύουν τη συλλογή τους. Ο αυτοκράτορας απόλαυσε αυτά τα έσοδα μόνο τον πρώτο χρόνο.»

«Τὰ πάντα οὖν, ὡς αὐτὸς ἐλογὶζετο, ἀπαρτίσας καλῶς ὁ κακός, καὶ εἰρηναίαν κατάστασιν πεπλασμένως ἐνδείξας ἅπασι τοῖς Χριστιανοῖς, καὶ σὺν αὐτῷ τῷ ἐπιτρόπῳ Οὐγγρίας τῷ Ἰάγγῳ τριῶν ἐτῶν εἰρήνην ἀσφαλισάμενος, αὐτὸς κατὰ τοῦ Καραμάν ἐκστρατεύει προφάσει αἰτίας ὡς αὐτὸς τῶν Χριστιανῶν ὑπάρχει φίλος ἀκίβδηλος, καὶ οἱ Χριστιανοὶ τὴν φιλίαν τὴν πρὸς αὐτὸν ἔχουσιν ἀδόλωτον ἀλλοεθνεῖς ὄντες καὶ ξένης θρησκείας, ὁ δὲ Καραμὰν μουσουλμάνος ὤν καὶ λατρεύων τὰ τοῦ Μωαμέδ ἀεὶ καὶ πάντοτε οὐ παύεται διεγείρων πολέμους καὶ ταραχάς ἐν καιρῷ περιστάσεως. βουληθεὶς οὖν ἠθέλησε, καὶ θελήσας ἐγένετο. ἔφθασε γὰρ ἐνωτισθεὶς ὁ Μεχεμὲτ ὡς ὁ Καραμὰν ἀκούσας τὸν θάνατον τοῦ Μωράτ κατέδραμεν ἀπὸ τῶν ὁρίων αὐτοῦ καὶ ἐχειρώσατο φρούρια τρία καὶ γῆν ἱκανὴν· ἀλλ’ οὐκ ἦν ἐκ τῶν προγόνων ἠ τῶν φρουρίων καὶ τῆς γῆς τῷ Μωράτ κατοχὴ, ἀλλὰ πρὸ ὀλίγων χρόνων ἐκ τῶν τοῦ Καραμὰν καταδυναστεύων ἀφήρπαξεν, ὡς καὶ ὁ λόγος φθάσας ἐδήλωσεν˙ εὑρὼν οὖν εὔλογον αἰτίαν ὁ υἱὸς τοῦ ἅρπαγος κατὰ τοῦ πρώην ἀδικηθέντος καὶ διὰ τοῦτο ἀνερευνῶντος τὰ ἴδια, σὺν δυνάμει κατ’ αὐτοῦ ἐστράτευσε. καὶ δὴ περάσας τὸν πορθμὸν σὺν τοῖς στρατεύμασι τῆς δύσεως, καὶ εἰς τὴν Προῦσαν ἀναμείνας τὰ τῆς ἀνατολῆς στρατεύματα, ἀπάρας ἐκεῖθεν εἰς Κοτύαιον ἀφίκετο, κἀκεῖθεν εἰς Σαλουταρίαν τῆς Φρυγίας, τὸ καὶ Καράσαρην παρὰ Τούρκοις λεγόμενον, ἐγγὺς ὄν ἐν ὁρίοις τοῦ Καραμὰν. τότε ὁ Καραμὰν ἀκούσας τὴν ἄφίξιν τοῦ Μεχεμὲτ ἔστειλε πρέσβεις ἐκ τῶν μεγιστάνων αὐτοῦ, αἰτῶν λύσιν τῶν ἐσφαλμένων σὺν ἀποδόσει τῶν ὧν ἀφείλετο φρουρίων. καὶ ὁ τύραννος κατένευσεν δι’ αἰτίαν τὴν ἥν λέξων ἔρχομαι. ἡ γὰρ μωρὰ τῶν Ῥωμαίων συναγωγὴ ἐσκέψατό τινα ματαίαν βουλὴν, στείλασα πρὸς αὐτὸν πρέσβεις, λέγοντες πῶς ὁ βασιλεὺς Κωνσταντῖνος (οὕπω γὰρ ἦν στεφθεὶς, ἀλλὰ οὐδὲ στεφθῆναι ἔμελλε διὰ τὸ προρρηθὲν, πλὴν βασιλέα ἐκάλουν Ῥωμαίων) λέγουσιν οὖν πρῶτον τὰ τῆς πρεσβείας μηνύματα τοῖς μεσάζουσιν, ὡς ἔθος αὐτοῖς, ὡς ὁ βασιλεὺς τῶν Ῥωμαίων τὴν τῶν κατ’ ἔθος ἀσπρῶν τριακοσίων χιλιάδων ποσότητα οὐ καταδέχεται. “καὶ γὰρ ὁ Ὀρχὰν, ὅς ἐστι καὶ αὐτὸς υἱὸς τοῦ Ὀθμὰν καθὰ καὶ ὁ ὑμέτερος ἀρχηγὸς Μεχεμἐτ, ὑπάρχει τέλειος ἄνδρας τῇ ἡλικίᾳ˙ καὶ καθ’ ἑκάστην συρρέουσιν ὅτι πλεῖστοι πρὸς αὐτὸν κυριωνυμοῦντες καὶ ἀρχηγὸν ἀναγορεύοντες. αὐτὸς δὲ θέλων φιλοτιμῆσαι καὶ δωρήσασθαι οὐκ ἔχει που τὰς χείρας ἁπλῶσαι. αἰτῶν οὖν τὸν βασιλέα, ὁ βασιλεὺς οὐκ εὐπορεῖ τοῦ δοῦναι τόσον ὅσον αἰτεῖ. ἐκ τῶν δύο οὖν ἕν αἰτοῦμεν, ἤ τὴν πρόσοδον διπλασιάσατε, ἤ τὸν Ὀρχὰν ἀπολύομεν. οὐκ ἔστι γὰρ τοῦτο χρέος ἡμέτερον τὸ τρέφειν τοὺς Ὀθμάνου παίδας, ἀλλὰ δεῖ τρέφεσθαι ἐκ τῶν δημοσίων˙ ἀρκεῖ γὰρ ἡμῖν ἡ τούτου κατάσχεσις καὶ ἡ μὴ τοῦ ἐκβῆναι τῆς πόλεως κώλυσις.” ταῦτα καὶ ἄλλα πλείω ὁ Χαλὶλ πάσιας ἀκούσας (καὶ γὰρ ἦν διὰ παντὸς φίλος τῶν Ῥωμαίων ἐκ δύο τινῶν αἰτιῶν˙ ἡ μὲν μία τὸ εἶναι προσηνῆ κατὰ γνώμην καὶ ἥμερον, ἡ δὲ ἑτέρα ὅτι ἦν δωρολήπτης˙ καὶ εἴ τις αὐτῷ διελέγετο φέρων ἐπὶ χείρας χρυσίον καὶ δεικνύων ὡς κάτοπτρον, ἀπροσκόπτως ἀπέπτυεν διὰ γλώττης ἄνευ φόβου πάντα λόγον σκληρὸν), ἀκούσας οὖν τοὺς παρὰ τοῦ βασιλέως λόγους καὶ συγκλήτου τοὺς μηνυθέντας τῷ ἡγεμόνι Μεχεμὲτ, οὕτως πρὸς τοὺς ἀποκρισιαρίους έφθέγξατο. “ὦ ἀνόητοι καὶ μωροὶ Ῥωμαῖοι, τὰ τῆς διανοίας ὑμῶν πανουργεύματα οἶδα ἐγὼ πρὸ πολλοῦ. ἄφετε ἅ κατέχετε. ὁ παρῳχηκὼς ἡγεμὼν ἥμερος καὶ εἰς πάντας ἀκραιφνὴς φίλος ἐτύγχανεν καὶ χρηστῆς συνειδήσεως ἄνθρωπος˙ ὁ δὲ νῦν ἡμέτερος ἡγεμὼν Μεχεμἐτ οὐκ ἔστι τῆς τοσαύτης γνώμης, ἥν ὑμεῖς θαρρεῖτε. καὶ γὰρ εἰ ἐκ τῶν χειρῶν αὐτοῦ ἀποδράσει Κωνσταντινούπολις, πρὸς τὸ θρασὺ καὶ ἄγριον καὶ ὁρμητικὸν αὐτοῦ λέγω, γινώσκων γνώσομαι ὅτι ἔτι θεὸς παραβλέπει τὰς ὑμῶν διαβουλὰς καὶ διαστροφὰς. ἄνθρωποι μωροί, τὴν χθὲς καὶ πρότριτα γενομένην μεθ’ ἡμῶν ἔνορκον πρᾶξιν ἤδη φέρομεν, καὶ εἰ δυνατὸν εἰπεῖν, τὰ γεγραμμένα οὔπω ἐξήρανται. νῦν δὲ διότι τὴν ἀνατολὴν διαβάντες καὶ ἐν Φρυγίᾳ διάγοντες, θέλετε φοβῆσαι ἡμᾶς, δεικνύντες τὰ παρ’ ὑμῖν κατεσκευασμένα συνήθη μορμολύκεια. οὐκ ἐσμὲν παιδάρια ἄνευ γνώσεως ἤ δυνάμεως. εἴ τι δύνασθε πρᾶξαι, πράξατε. εἰ βούλεσθε τὸν Ὀρχὰν δεῖξαι ἡγεμόνα ἐν Θράκῃ, δείξατε. εἰ τοὺς Οὔγγρους μελετᾶτε διαπερᾶσαι τὸν Δάνουβιν, ἐλθέτωσαν. εἰ καὶ ὑμεῖς βούλεσθε τοῦ καταδραμεῖν καὶ λαβεῖν ἅ πρὸ πολλοῦ ἀπωλέσασθε, τοῦτο ποιήσατε. πλὴν γινώσκετε ὅτι εἰς οὐδὲν τούτων εὐδοκιμήσετε, ἀλλὰ μᾶλλον καὶ ὅ δοκεῖτε ἔχειν ἀρθήσεται ἀφ’ ἡμῶν. πλὴν ἐγὼ ἀναγγελῶ τῷ κυρίῳ μου, καὶ τὸ αὐτῷ βουλητὸν γενέσθω.” ταῦτα ἀκούσας ὁ Μεχεμὲτ καὶ θυμοῦ πλησθεὶς οὐκ εἶχε τὶ ποιῆσαι, καὶ τῷ Καραμὰν συνεσπείσατο. εἶχε γὰρ ἐπιλογισμὸν τοῦ ἀφανίσαι αὐτὸν κατὰ κράτος˙ ἀλλὰ κατὰ νοῦν ἐσκόπει “μὴ πως ὁ βασιλεὺς τῶν Ῥωμαίων, ἐν τῇ ἀνατολῇ ὄντος μου, προσκαλέσηται τὰ λοιπὰ τὰ ἔθνη τῶν Χριστιανῶν, καὶ ἐκβαλεῖ καὶ ἀπολύσοι τὸν Ὀρχὰν, καὶ σὺν τῇ ἀρωγῇ τούτων γενήσεται κύριος τῆς ἀνατολῆς, καὶ τὰ τῆς δύσεως παραχωρήσει τοῖς Ῥωμαίοις.” ταῦτα καὶ τὰ τούτοις ὅμοια λαβὼν κατὰ νοῦν βλέπει τοὺς πρέσβεις τοῦ Καραμὰν ἱλαρῷ βλέμματι, καὶ κατὰ καιρὸν ἐπαπειλητικοὺς λόγους αὐτοὺς ἐδίδου, παρὰ καιρὸν δὲ καὶ πράους, ἕως οὗ τὴν εἰρήνην ἐνόρκως ἠσφαλίσατο καὶ μετὰ ἀγάπης ἀπέπεμψε. τοὺς δὲ τοῦ βασιλέως πρέσβεις ἀπεκρίνατο ὡς “ἤδη διασυντόμως ἐν Ἀδριανουπόλει μέλλομεν εἶναι, κἀκεῖ ἐλθόντες ἅπαντα τὰ τῷ βασιλεῖ καὶ τῇ πόλει ἀναγκαῖα ἀναγγείλατέ μοι, καὶ ἑτοίμως ἔχω τοῦ δοῦναι πᾶν τὸ ζητούμενον.” σὺν τούτοις δὲ καὶ ἑτέροις μειλιχίοις λόγοις κολακεύσας ἀπέλυσεν. ὁ δὲ Μεχεμὲτ διαβὰς δι’ ὀλίγων ἡμερῶν τὸν πορθμὸν καὶ ἐν τῇ Ἀδριανοῦ εἰσελθὼν, παρευθὺ στείλας ἕνα τῶν δούλων αὐτοῦ ἐν τοῖς κατὰ τὸν Στρυμόνα χωρίοις ἐκώλυσε τὴν πρόσοδον τὴν εὐεργετηθεῖσαν τῷ βασιλεῖ, καὶ τοὺς ἐπιβλέποντας καὶ οἰκοδεσποτεύοντας ταύτην ἐδίωξε, τὸν πρῶτον χρόνον μόνον γευσάμενος.»

[←4]

Arch. di Stato di Venezia, Senato Mar, Reg. 4, φύλλα (68-69), η αποστολή τού Μόρο με ημερομηνία 8-9 Ιουλίου 1451 και πρβλ. φύλλο 58 (59). Οι οδηγίες που πήρε ο Μόρο σε σχέση με την πρεσβεία τού Λεοντάρη διατυπώθηκαν ως εξής:

«Αλλά αν ίσως η Αυτού Μεγαλειότητα κάνει σε εσάς οποιαδήποτε αναφορά στους όρους που ζήτησε από εμάς εκ μέρους τής θαυμαστής γαληνότητάς του ο δικός του απεσταλμένος κύριος Ανδρόνικος Λεοντάρης, επιθυμούμε να απαντήσετε, ότι για εμάς οι εν λόγω όροι που έχουν συμφωνηθεί πρέπει να τηρούνται και για να μπορέσουμε να σάς δώσουμε πλήρη απάντηση, πρέπει οι προτεινόμενοι όροι να δικαιολογούνται με τέτοια λόγια, όπως περιέχονται στις προαναφερθείσες απαντήσεις. Πείτε του επίσης και άλλα λόγια, όπως φανεί σκόπιμο στη σύνεσή σας, φροντίζοντας να διατηρήσετε το μυαλό του ευχαριστημένο και ικανοποιημένο.» [στο ίδιο, φύλλο 68 (69)].

(Verum si forte per eius Majestatem tibi fieret ulla mentio de capitulis que a nobis petiit pro parte sue Serenitatis spectabilis dominus Andronicus Leondari orator suus, volumus ut responsiones per nos factas capitulis antedictis et unicuique eorum honestare et iustificare debeas cum illis verbis que in predictis responsionibus, quarum copiam tibi dari fecimus, continentur, et aliter sicut prudentie tue expediens visum fuerit, procura[re] que animum suum contentum et satisfactum reddere)

[←5]

Για την πρεσβεία τού Βενιέρ προς τον Μεγάλο Καραμάνο το 1451 βλέπε Sen. Mar, Reg. 4, φύλλο 53 (54), 54 (55), 60 (61), 66 (67), 68 (69), 98 (99) και Sen. Secreta, Reg. 19, φύλλο 50. Πρβλ. Louis de Mas Latrie, Documents nouveaux servant de preuves a l’ histoire de l’ile de Chypre (από τα Mélanges historiques, τόμ. IV, Παρίσι, 1882), Famagusta: εκδόσεις l’Oiseau, 1970, σελ. 370 και George Hill, A History of Cyprus, III (Καίμπριτζ, 1948), 508-13.

[←6]

Sen. Secreta, Reg. 19 (1450-1453), φύλλο 122, με ημερομηνία 14 Φεβρουαρίου 1452. Στο ίδιο, φύλλο 170, 16 Νοεμβρίου 1452, φύλλο 184, 4 Φεβρουαρίου 1453 επιστολή τής Γερουσίας προς τον πάπα Νικόλαο Ε’ [επίσης στο φύλλο 187, 24 Φεβρουαρίου 1453]. Όλα αυτά τα έγγραφα έχουν δημοσιευτεί από τον Enrico Cornet, Giornale del Cassedio di Costantinopoli di Nicola Barbaro, P.V., Βιέννη, 1856, παράρτημα, σελ. 67-73.

Κατά τη διάρκεια τής πολιορκίας η Ενετική Γερουσία αποφάσισε την ανάθεση αποστολής στον Μπαρτολομμέο Μαρτσέλλο (στις 8 Μαΐου 1453), να πάει στην Κωνσταντινούπολη και να διασκεφτεί με τούς Κωνσταντίνο ΙΑ’ και Μωάμεθ Β΄ «ώστε με κάθε τρόπο να πετύχει ειρήνη μεταξύ των Τούρκων και τής [αυτοκρατορικής] γαληνότητάς του και να εξασφαλίσει στην κατάστασή τους ηρεμία και ασφάλεια…» (ut per omnem modum procuremus pacificare Teucrum cum sua Serenitate [imperiali] et ponere statum suum in tranquilo et securitate…) [Sen. Mar, Reg. 4. φύλλο 187 (188), δημοσιευμένο από τον Sime Ljubić, Listine, X (Ζάγκρεμπ, 1891), 7].

Oι Ενετοί ισχυρίζονταν ότι είχαν «δικαιώματα και δικαιοδοσίες» (iura et iurisditiones) στην ελληνική πρωτεύουσα, όπως πραγματικά είχαν, ενώ ο Μαρτσέλλο έπρεπε να εξηγήσει στον Μωάμεθ:

«Αποφασίσαμε να εξοπλίσουμε μερικές γαλέρες και πλοία μας και να τα στείλουμε στην Κωνσταντινούπολη, όχι για να προσφέρουμε πόλεμο στη νεαρή εξοχότητά σας, αλλά επειδή οι δικές μας γαλέρες τής Ρωμανίας ενδέχεται να είναι το μόνο πράγμα που μπορεί να υπερασπιστεί και να διατηρήσει την πόλη, όπως με κάθε δικαίωμα και εντιμότητα μπορούμε να κάνουμε» [Reg. ό.π., φύλλο 187 (188)].

(Deliberavimus armare aliquas galeas et naves nostras et eas mittere Constantinopolim non pro inferendo guerram vel novitatem sue Excellentie sed ut associent galeas nostras Romanie et ipsam civitatem tanquam rem nostram deffendam et conservent, quod cum omni iure et honestate facere possumus…)

Η αποστολή τού Μαρτσέλλο ήταν αδύνατη. Όμως, όπως θα δούμε, πήγε όντως στην Κωνσταντινούπολη αργότερα, αλλά κάτω από εντελώς διαφορετικές συνθήκες. Πρβλ. γενικά R. Guilland, «Les appels de Constantin XI Paleologue a Rome et a Venise pour sauver Constantinople (1452-1453)», Byzantinoslavica, XIV (1953), 226-44, το οποίο δεν προσφέρει κάτι κανούργιο και M. M. Alexandrescu-Dersca Bulgaru, «L’action diplomatique et militaire de Venise pour la defense de Constantinople (1452-1453)», Revue roumaine d’ histoire, XIII-2 (1974), 247-67.

[←7]

Mιχαήλ Κριτόβουλος, De rebus gestis Mechemetis II, I, II, επιμ. K. Miller, Fragmenta historicorum Graecorum (FHG), V-l (Παρίσι, 1870), σελ. 60b-62a, επιμ. V. Grecu, Critobul din Imbros: Din domnia lui Mahomed al II-lea, anii 1451-1467, Βουκουρέστι, 1963, σελ. 53, 55:

Ξεκίνησε το έργο τής οικοδόμησης στα μέσα τής άνοιξης, με μεγάλη δύναμη ανδρών και μεγάλη δαπάνη, με ζήλο και ανταγωνισμό όλων εκείνων που απασχολούνταν στο έργο. Πριν περάσει εντελώς το καλοκαίρι, είχε περιτοιχίσει το κάστρο, το καλύτερα οχυρωμένο, ασφαλέστερο και πιο γνωστό από όλα τα κάστρα που κατασκευάστηκαν ποτέ. Το δούλεψε με πολύ μεγάλες πέτρες, προσεκτικά επιλεγμένες και τοποθετημένες μαζί. Οι αρμοί ενισχύθηκαν με πολύ σίδερο και μολύβι και πολλά άλλα πράγματα, ενώ οχυρώθηκε και ασφαλίστηκε από τούς μεγάλους ογκώδεις πύργους, στερεά κατασκευασμένους και ανυψωμένουςε σε μεγάλο ύψος, και από τη δύναμη των μικρότερων πύργων και προμαχώνων, μαζί με το ύψος και το πάχος τού τείχους.

«Ἀρξάμενος δὲ τῆς οἰκοδομῆς μεσοῦντος ἔαρος ἤδη, χειρὶ τε πολλῇ καὶ δαπάνῃ καὶ σπουδῇ καὶ ἀντιφιλοτιμήσει πάντων πρὸς τὸ ἔργον κεχρημένων, πρὶν ὅλον τὸ θέρος ἐξήκειν τειχίζει τὸ φρούριον, ἐρυμνότατον πάντων καὶ ἀσφαλέστατον καὶ τῶν πώποτε φρουρίων ὀνομαστότατον, λίθοις τε μεγίστοις λογάδην ξυντεθειμένοις ἐξειργασμένον, σιδήρῳ τε πολλῷ καὶ μολυβδωτοῖς γόμφοις ἐνεσχημένοις καὶ πολλοῖς ἄλλοις κατωχυρωμένον τε καὶ κατησφαλισμένον, πύργων τε πυκνότητι καὶ μεγέθει καὶ ἀσφαλείᾳ ἐς ὕψος ἠρμένων, μεταπυργίων τε καὶ ἐπάλξεων καρτερότητι, ὕψει τε καὶ τείχους παχύτητι.

Το παχύτερο τμήμα τού τείχους είχε πλάτος δώδεκα πήχεις. Το ύψος του ήταν τετραπλάσιο από αυτό, ενώ το μέγεθος τού φρουρίου δεν ήταν σαν κάστρο, αλλά σαν μικρή πόλη. Έκανε το σχήμα τού κάστρου τριγωνικό. Οι πλευρές τής ορθής γωνίας ανηφόριζαν προς την κορυφή, γιατί η τοποθεσία είχε σταδιακή κλίση, η καθεμιά σαν προμαχωνας με τον πύργο του να προεξέχει, πολύ ισχυρός και πολύ μεγάλος, που ένωνε τις δύο εγκάρσιες πλευρές και τις φρουρούσε. Και οι δύο γωνίες τής βάσης, κατά μήκος τής ακτής, σε κάθε άκρο τής πλευράς που περιτοιχιζόταν έτσι, ενισχύονταν και αυτές από άλλους πύργους, που ήσαν μικρότεροι σε μέγεθος από εκείνους των κορυφών, αλλά σε καμία περίπτωση λιγώτερο ισχυροί.

Εὗρος τῷ τείχει, ᾗ εὐρύτατον, πήχεις δύο καὶ δέκα, ὕψος δὲ τετραπλάσιον˙ καὶ μέγεθος δὲ οὐ κατὰ φρούριον, ἀλλὰ πολίχνῃ προσεοικὸς. Τρίγωνον δὲ κατασκευάζει τοῦ φρουρίου τὸ σχῆμα, τὴν μὲν ὀρθὴν γωνίαν ἄνω πρὸς τὸ ἄναντες ἔχον καὶ ἐν τῇ κορυφῇ (ἦν γὰρ ἠρέμα πρόσαντες τὸ χωρίον), ὥσπερ τινὰ πρόβολον μετὰ πύργου προβεβλημένην ἰσχυροτάτου τε καὶ μεγίστου, ξυνάπτουσάν τε τὰς δύο ἐγκαρσίας πλευράς καὶ φυλάττουσαν· τὰς δὲ δύο γωνίας τῆς βάσεως κάτω περὶ τὸν αἰγιαλὸν ἑκατέρωθεν τῆς πλευρᾶς, ἥ τοῦτον ἐπέχει, καὶ αὐτὰς πύργοις ἰσχυροτάτοις τε καὶ μεγίστοις ἠσφαλισμένας˙ καὶ αὐταί δὲ αἱ πλευραὶ πύργοις ἑτέροις πεπύκνωνται, ἐλάσσοσι μὲν τῷ μεγέθει τῶν ἐν ταῖς γωνίαις, δυνάμει δὲ οὐδὲν ἀποδέουσι.

Επέλεξε αυτό το σχήμα και αυτό το μέρος για το κάστρο, αφενός για να ελέγχει όσο το δυνατόν περισσότερο την ακτή, για χάρη των πετροβόλων κανονιών, τα περισσότερα από τα οποία ήσαν στραμμένα προς τη θάλασσα, για να εμποδίζουν τη διέλευση και να βυθίζουν τα πλοία. Αφετέρου, κατέχοντας τα σημεία στην κορυφή και φρουρώντας τα, κρατούσε τούς εχθρούς όσο το δυνατόν πιο μακριά, έτσι ώστε να μη βάλλουν από ψηλά εναντίον εκείνων που επάνδρωναν τις επάλξεις και να τούς βλάπτουν, αλλά να τούς απωθούν σε απόσταση.

Τοῦτο δὲ τὸ σχῆμα καὶ ταύτην τὴν θέσιν ἐμηχανήσατο τοῦ φρουρίου, τῇ μὲν ἵν’ ὡς πλεῖστον ἐπέχῃ τοῦ αἰγιαλοῦ, διὰ τὰς πετροβόλους μηχανὰς, αἵ πυκναὶ περὶ αὐτὸν ἔμελλον εἶναι τετραμμέναι πρὸς θάλασσαν, ἵνα δὴ τὸν διέκπλουν κωλύωσι, καταγνῦσαι τὰ σκάφη, τῇ δὲ καὶ τὴν ἄκραν ἄνω κατέχον τε καὶ φρουροῦν, καὶ τοὺς πολεμίους εἴργον ὡς πορρωτάτω, ἵνα μὴ ὑπὲρ κεφαλῆς οὗτοι βάλλοντες τοὺς ἐπὶ τῶν ἐπάλξεων βλάπτωσιν, ἀλλὰ ἀνασοβῶνται πόρρωθεν.

Αφού έχτισε τα τείχη με τον προαναφερθέντα τρόπο, ετοίμασε κάθε είδους όπλα: βέλη και τόξα και δόρατα, επίσης κράνη και ασπίδες και πολλά άλλα τέτοια όπλα. Και εκτός από αυτά, εξόπλισε όλες τις επάλξεις των μεγάλων πύργων, των μικρότερων πύργων και των προμαχώνων, με πετροβόλα κανόνια μεγαλύτερα ή μικρότερα. Τα μεγαλύτερα κανόνια τα τοποθέτησε δίπλα στη θάλασσα, κάτω από το τείχος, βάζοντάς τα κοντά μεταξύ τους σε όλη την πλευρά, στραμμένα προς τη θάλασσα, όπως είπα. Δεν βρίσκονταν όλα σε ευθεία γραμμή, αλλά σκόπευαν προς διάφορες κατευθύνσεις στα βαθιά νερά και φρουρούσαν και τις δύο κατευθύνσεις, με εκείνα στα δεξιά να βλέπουν προς τα αριστερά και εκείνα στα αριστερά να βλέπουν δεξιά και να πυροβολούν από τα δεξιά, εμποδίζοντας έτσι τη διέλευση από το στενό.

Τειχίσας δὲ τὸν εἰρημένον τρόπον, ἐπισκευάζει παντοίοις ὅπλοις, βέλεσί τε καὶ τόξοις καὶ δόρασιν, ἔτι δὲ καὶ ἀσπίσι καὶ θυρεοῖς καὶ πολλοῖς ἄλλοις τοιούτοις˙ πρὸς δὲ τούτοις πετροβόλοις μηχαναῖς μείζοσί τε καὶ μείοσι πάσας τὰς ἐπάλξεις ὁπλίζει τῶν τε πύργων καὶ μεταπυργίων καὶ προπυργίων, τὰς δὲ μεγίστας τῶν μηχανῶν τίθησι παρά τὴν θάλασσαν ὑπὸ τὸ τεῖχος χαμαὶ πυκνώσας παρὰ ὅλην τὴν πλευράν τετραμμένας ἐς θάλασσαν, ᾗπερ ἔφην, οὐκ ἐπ’ εὐθείας δρώσας, ἀλλ’ ἄλλῃ καὶ ἄλλῃ τοῦ πελάγους, καὶ ἐπαμφοτεριζούσας, τὰς μὲν δεξιάς ἐπὶ τὰ ἀριστερά, τὰς δὲ ἀριστερὰς ἐπὶ τὰ δεξιὰ δρώσας τε καὶ ἐξ ὑπερδεξίων βαλλούσας καὶ τὸν διέκπλουν, ᾗπερ ἔφην, κωλυούσας˙

Γιατί έριχναν τεράστιες στρογγυλές πέτρες που προχωρούσαν στην επιφάνεια τής θάλασσας, σαν να κολυμπούσαν, από αυτό το κάστρο προς το απέναντι, ενώ πάλι από εκείνο προς αυτό, με τον ίδιο τρόπο, άλλα κανόνια εμπόδιζαν τη διέλευση, όχι μόνο σε γαλιόνια ή γαλέρες, αλλά σε οποιουδήποτε φορτηγό ή άλλο πλοίο με φορτίο, ακόμη και στη μικρότερη βάρκα, που κινδύνευε να βυθιστεί ή να συντριβεί και να καταδικαστεί να σταλεί στον βυθό. Αυτό γινόταν όλη τη νύχτα, καθώς και την ημέρα, εκτός αν κάποιο πλοίο περνούσε με τη συγκατάθεση τού διοικητή τού κάστρου.

ἀφιεῖσαι γὰρ λίθους παμμεγέθεις τε καὶ στρογγύλους ἐν χρῷ θαλάσσης ὥσπερ νηχομένους, ἀπὸ τε τοῦ φρουρίου τοῦδε μέχρι τοῦ πέραν, καὶ ἀπ’ ἐκείνου πάλιν ἐπὶ τόδε τὸν αὐτὸν τρόπον ἕτεραι μηχαναί, οὐκ ἐῶσι διεκπλεῦσαι μὴ ὅτι γε ὁλκάδα καὶ τριήρη ἤ ἄλλο τι τῶν φορτηγῶν καὶ σκευαγωγῶν, ἀλλ’ οὐδὲ τὸ σμικρότατον ἀκάτιον τοῦ μὴ οὐ κατάξαι τε καὶ συντρῖψαι καὶ ὑποβρύχιον τῷ βυθῷ παραδοῦναι, οὕτω τοι νυκτός ὥσπερ δὴ καὶ ἡμέρας, εἰ μὴ που κατὰ γνώμην εἴη γε τοῦ φρουράρχου.»

Ο Λαόνικος Χαλκοκονδύλης, βιβλίο viii, CSHB, Βόννη, σελ. 380-81, επιμ. E. Darkò, II-2 (Βουδαπέστη, 1927), 147 λέει ότι το κάστρο χτίστηκε σε τρεις μήνες:

«Το επόμενο καλοκαίρι ο Μεχμέτ [Β’], ο γιος τού Μουράτ [Β’], ετοίμασε όσο περισσότερο ασβέστη μπορούσε στην Ασία και έχτισε στην Ευρώπη, στον Βόσπορο, κοντά στην Προποντίδα, στο στενότερο σημείο διέλευσης από την Ασία, το φρούριο που ονομάζεται Λαιμοκοπείον. Συγκέντρωσε εκεί ολόκληρους τούς στρατούς τής Ασίας και τής Ευρώπης και χωρίζοντάς τους σε μοίρες υπό τούς στρατηγούς και τούς υπάρχους τους, έχτισε αυτό το φρούριο. Το έκανε για να εξασφαλίζει το πέρασμά του στην Ασία και για να εμποδίζει τούς δυτικούς να τού επιτίθενται με γαλέρες, αποκλείοντας τη διέλευσή του και μεταβάλλοντας την κατάσταση των υποθέσεών του στην Ασία. Ήθελε επίσης να συνεισφέρει αυτό σημαντικά στην πολιορκία τού Βυζαντίου. Κατασκεύασε τρεις από τούς μεγαλύτερους πύργους που γνωρίζουμε, δύο από τούς οποίους βλέπουν στην ηπειρωτική χώρα, για να χρησιμοποιηθούν ως βάσεις άμυνας εναντίον εκείνων που θα έρχονταν από τη θάλασσα, ενώ έχτισε τον τρίτο που ήταν ο μεγαλύτερος. Στέγασε τούς πύργους με μόλυβδο. Το πλάτος των τειχών ήταν εικοσιδύο πόδια και εκείνο των πύργων ακόμη μεγαλύτερο, τριάντα περίπου. Τα τείχη ολοκληρώθηκαν σε τρεις μήνες και αυτός επέδραμε αμέσως στην περιοχή τού Βυζαντίου, ξεκινώντας πόλεμο εναντίον του.»

«Τοῦ δ’ ἐπιγιγνομένου θέρους Μεχμέτης ὁ Ἀμουράτεω, παρασκευασάμενος ἄσβεστον ἐν τῇ Ἀσίᾳ ὡς πλεῖστον, ᾠκοδόμει τὴν ἐν τῇ Εὐρώπῃ κατὰ τὴν Προποντίδα ἐν τῷ Βοσπόρῳ, ᾗ στενώτατόν ἐστι διαβῆναι ἀπὸ Ἀσίας, πολίχνην Λαιμοκοπίην καλουμένην. καὶ σύμπαντας μὲν συνήθροισεν ἐνταῦθα τούς τε ἐν τῇ Ἀσίᾳ καὶ ἐν τῇ Εὐρώπῃ, καὶ ἐπιδιελόμενος ἐς μοίρας τὴν πολίχνην ταύτην τοῖς τε στρατηγοῖς καὶ ὑπάρχοις ᾠκοδόμει. τοῦτο δὲ ἐποίει ὥστε ἀσφαλῆ αὐτῷ εἶναι τὴν ἐς τὴν Ἀσίαν διάβασιν, καὶ μὴ τοὺς ἑσπερίους δύνασθαι ἐπιόντας τριήρεσι διακωλύειν αὐτῷ τὴν διάβασιν καὶ καινοτομεῖσθαι τὰ ἐν τῇ Ἀσίᾳ αὐτῷ πράγματα. μέγα δὲ προφέρειν αὐτῷ ἔμελλε καὶ ἐς τὴν Βυζαντίου πολιορκίαν. ᾠκοδόμει δὲ πύργους τρεῖς μεγίστους πάντων, ὧν ἴσμεν, δύο μὲν κατὰ τὴν ἤπειρον, ὥστε ὡρμημένους ἀπὸ τούτων ἀμύνειν τῷ ἐπὶ τῇ θαλάττῃ ἐρχομένῳ, τοῦτον δὲ μέγιστον ἐπῳκοδόμει, καὶ μολίβδῳ τοὺς πύργους ἐστέγετο. τὸ δὲ πλάτος τοῦ τείχους πόδας δύο καὶ εἴκοσι, τῶν δὲ πύργων καὶ πλέον τούτων, τριάκοντα. ὡς δ’ ἐπιτετείχιστο ἐς τρεῖς μῆνας, ἐπέδραμέ τε αὐτίκα τὴν Βυζαντίου χώραν, πόλεμον αὐτῷ ἐξενεγκών.»

Ο Δούκας, Hist. byzantina, κεφ. 34, CSHB, Βόννη, σελ. 241-46 περιγράφει τις ένοπλες συρράξεις με τούς Έλληνες κατά τη διάρκεια τής κατασκευής τού Ρούμελι Χισάρ:

Όταν έφτασε η άνοιξη και είχε πια περάσει ο μήνας Μάρτιος, ο ασβέστης ετοιμάστηκε στα καμίνια των Καταφυγίων που λειτουργούσαν καθημερινά. Έφερναν τα ξύλινα δοκάρια από τη Νικομήδεια και την Ποντοηράκλεια, ενώ οι πέτρες προέρχονταν από την Ανατολή. Σύμφωνα με την εντολή, όλοι οι κυβερνήτες των ανατολικών και των δυτικών επαρχιών πήραν μαζί τους εκείνους που είχαν αγγαρευτεί για την εργασία και αναχώρησαν. Τότε έφυγε και ο ηγεμόνας [Μεχμέτ] από την Αδριανούπολη και πήγε στον χώρο που επρόκειτο να ορίσει για να μπουν τα θεμέλια τού φρουρίου. Σε μια κορυφογραμμή κάτω από το Σωσθένιον που από την αρχαιότητα ονομαζόταν Φονεύς, διέταξε να τοποθετηθούν τα θεμέλια σε τριγωνικό σχήμα. Όταν ολοκληρώθηκε, διέταξε να ονομαστεί το φρούριο Μπασκεσέν, το οποίο μεταφράζεται στα ελληνικά ως Κεφαλοκόπτης. Ακριβώς απέναντι ήταν το φρούριο που είχε κατασκευάσει ο παππούς του.

«…ὁ δὲ Μεχεμέτ ἤδη ἔαρος ἄρξαντος καὶ Μαρτίου μηνὸς ἤδη παρεληλυθότος, ἡ ἄσβεστος ἕτοιμος γέγονεν ἐν τοῖς Καταφυγίοις, τὰς καμίνους παμπληθεὶ ἐργασάμενοι, καθ’ ἑκάστην ἐξέφερον, ἐκ δὲ Νικομηδίας καὶ Ποντοηρακλείας τὰς δοκούς, ἐκ δὲ τῆς ἀνατολῆς τοὺς λίθους. κατά δὲ τὸ προσταχθέν προλαβόντες ἅπαντες οἱ ἐν ἐξουσίᾳ, οἱ ἐν ταῖς ἐπαρχίαις τῆς ἀνατολῆς καὶ τῆς δύσεως, μεθ’ ἑαυτῶν τοὺς ἀγγαρευθέντας ἀπῄεσαν. τότε καὶ ὁ ἡγεμών ἐξελθὼν ἐκ τῆς Ἀδριανοῦ κατήντησεν ἐν τῷ τόπῳ ὅ ἔμελλε δεῖξαι τοῦ πῆξαι τὸν θεμέλιον τοῦ κάστρου. καὶ δὴ καταλαβών μίαν ῥαχίαν κάτωθεν τοῦ Σωσθενίου καλουμένην ἔκπαλαι Φόνεαν, ἐκεῖ ὡς ἐν τριγώνῳ σχήματι τὸν θεμέλιον ὡρίσατο πηγνύναι, ὅ καὶ γενόμενον τὴν κλῆσιν τοῦ κάστρου Πασχεσέν ἐκέλευσε καλεῖσθαι, ἐξελληνιζόμενον δὲ ἑρμηνεύεται κεφαλοκόπτης, ἔχον ἄντικρυ καὶ τὸ φρούριον ὅ ἐδείματο ὁ πάππος αὐτοῦ.

Μοίρασε το έργο τής κατασκευής με τον ακόλουθο τρόπο. Στον Χαλίλ πασά ανέθεσε μια από τις γωνίες που βλέπουν στη θάλασσα, στην οποία ἐπρεπε να φτιάξει πύργο τόσο τεράστιο και συμπαγή, σαν φρούριο. Στον Ζαγανός ανέθεσε την κατασκευή άλλου πύργου στη δεύτερη γωνία που βρίσκεται στη στεριά και στον Σαρουτζά άλλου πύργου στην τρίτη γωνία. Αυτοί οι τρεις πύργοι, που λειτουργούσαν ως φρούρια για λόγους άμυνας, έπρεπε να φτιαχτούν από καθέναν με δικές του δαπάνες. Ο ηγεμόνας ανέλαβε την κατασκευή τού τείχους και τα υπόλοιπα τμήματα τού φρουρίου. Ήταν εντυπωσιακό το θέαμα τού πλήθους που συνέρρεε από όλα τα μέρη τής γης, μαζί με τούς καδήδες, δηλαδή, οι δικαστές, στους οποίους ο τύραννος είχε χορηγήσει την εξουσία επιβολής θανατικής ποινής. Ο Μεχμέτ μοίρασε το χτίσιμο, αναθέτοντας έναν πήχυ σε κάθε χτίστη. Οι χτίστες ήσαν χίλιοι και κοντά σε καθέναν υπήρχαν δὐο βοηθοί. Τόσοι υπήρχαν έξω από τα τείχη, ενώ μέσα υπήρχαν άλλοι τόσοι τεχνίτες και βοηθοί. Αυτοί μετέφεραν πέτρες, ασβέστη και αμέτρητα ψημένα τούβλα. Ακόμη και οι ίδιοι οι ευγενείς βοηθούσαν μερικές φορές μεταφέροντας πέτρες και ασβέστη, βλέποντας την αγριότητα τού τύραννου. Μετέφεραν οικοδομικά υλικά, τόσο από την απέναντι ακτή των στενών όσο και από την περιοχή προς το Βυζάντιο, που τα έπαιρναν από τα ερείπια των μεγάλων μνημείων τής αρχαιότητας. Ανάμεσά τους ήσαν και μερικοί κίονες, τούς οποίους πήραν από τα ερείπια τής εκκλησίας τού Αρχαγγέλου Μιχαήλ. Μερικοί από τούς κατοίκους τής πόλης, εξοργισμένοι με αυτό που συνέβαινε, βγήκαν και προσπάθησαν να εμποδίσουν τούς Τούρκους, αλλά συνελήφθησαν όλοι και σκοτώθηκαν από το σπαθί.

διένειμεν οὖν τὴν οἰκοδομὴν οὕτως. τῷ μὲν Χαλὶλ πασίᾳ δέδωκε μίαν τῶν γωνιῶν τῶν ἐν τῇ θαλάσσῃ κειμένων τοῦ οἰκοδομῆσαι πύργον ἕνα ὑπερμεγέθη καὶ στερρὸν ὡς ἀκρόπολιν, τῷ δὲ Ζάγανος ἕτερον ἐν τῇ ἑτέρᾳ γωνίᾳ τῇ κειμένῃ ἐν τῇ ξηρᾷ, μέγαν καὶ αὐτὸν, τῷ δὲ Σαριτζίᾳ ἄλλον ἐν τῇ τρίτῃ γωνίᾳ, τοὺς αὐτοὺς τρεῖς πύργους ὡς αντίμαχα καὶ ἀκροπόλεις ἐκ τῶν οἰκείων ἀναλωμάτων˙ τὸ δὲ τεῖχος καὶ τὴν ἑτέραν ἄλλην τοῦ κάστρου οἰκοδομὴν αὐτὸς ὁ ἡγεμὼν ἀνελάβετο. καὶ ἦν ἰδεῖν συρρέοντα τὰ πλήθη ἐκ τῶν ἁπανταχοῦ τῆς γῆς μερῶν σὺν τοῖς καδδίσι ἤγουν τοῖς κριταῖς, ἐπάνω κεφαλικῆς τιμωρίας τοῦ τυράννου προστάξαντος. καὶ διαμερίσας τὴν κτίσιν ἀνὰ πήχεος τῷ τεχνίτῃ οἱ τεχνῖται ὡς χίλιοι, καὶ ἐν ἑκάστῳ τεχνίτῃ ὑπουργοὶ δύο ἐγγὺς αὐτοῦ, ἔξωθεν τοῦ τείχους, καὶ ἔσωθεν ἕτεροι τοσοῦτοι καὶ τεχνῖται καὶ ὑπουργοί. οἱ δὲ κομίζοντες πέτρας, ἄσβεστον, πλίνθους ὀπτοὺς ὑπὲρ ἀριθμὸν. καὶ αὐτοὶ οἱ μεγιστᾶνες κατά καιρὸν ὑπούργουν, καὶ πέτρας καὶ ἄσβεστον ἐδίδουν ὁρῶντες τὴν τοῦ τυράννου ὠμότητα. τὴν δὲ παρακομιδήν καὶ ἐκ τῆς περαίας καὶ πρὸς τὸ Βυζάντιον ἅπασαν παρὰ τῶν ἐρειπίων τῶν κειμένων τῶν ποτε μεγάλων ἀναθημάτων ἐλάμβανον· ἐξ ὧν καὶ τινας κίονας μετακομίσαντες ἀπὸ τῶν ἐρειπίων τοῦ ναοῦ τοῦ ταξιάρχου Μιχαὴλ, τινὲς τῶν τῆς πόλεως ζήλῳ κινούμενοι ἐξῆλθον τοῦ κωλῦσαι τοὺς Τούρκους, καὶ δὴ συλληφθέντες πάντες διὰ μαχαίρας ἀπέθανον.

Ο αυτοκράτορας λοιπόν, βλέποντας ότι πραγματοποιούνταν οι αποφάσεις τού τύραννου, άλλαξε τακτική. Έστειλε πρέσβεις και ζητούσε υπερασπιστές για να υπερασπιστούν τούς Ρωμιούς στα απομακρυσμένα χωριά τής πόλης, για να μην καταστρέφουν τις καλλιέργειές τους οι Τούρκοι που περνούσαν από εκεί, καθώς είχε φτάσει σχεδόν η ώρα τής συγκομιδής. Αναγκασμένος να προσφέρει πλούσιες εύνοιες στον ανήμερο δράκο, τού έστελνε καθημερινά πολλά δώρα, καθώς και φαγητό και ποτό. Ο Μεχμέτ έστειλε μερικούς από τούς δούλους του με εντολή δήθεν να επιθεωρούν και να παρακολουθούν τις ενέργειες εκείνων που πάθαιναν ζημιές, διατάζοντάς τους να μην εμποδίζουν τούς Τούρκους να εισέρχονται στα βοσκοτόπια των Ρωμιών για να ταΐσουν τα ζώα τους, είτε ήσαν μουλάρια είτε άλογα ή άλλα αχθοφόρα ζώα που εξυπηρετούσαν τις ανάγκες τού φρουρίου, αλλά να τα αφήνουν. «Και όποτε οι Ρωμιοί θυμώνουν και αντιστέκονται στους Τούρκους, τότε κι εσείς, μαζί με τούς Τούρκους, αντισταθείτε».

ὁ βασιλεύς οὖν ἰδὼν ὅτι εἰς τέλος προχωροῦσι τὰ τοῦ τυράννου βουλεύματα, τὴν ἄλλην ἐτράπετο, καὶ δὴ πέμψας ἀποκρισιαρίους ἐζήτει τινὰς δεφένσορας τοῦ δεφενδεύειν τοὺς εἰς τὰς κώμας τῆς πόλεως Ῥωμαίους, ἵνα μὴ οἱ Τοῦρκοι διερχόμενοι λυμήνουσι τὴν αὐτῶν γεωργίαν (ἦν γὰρ ἐγγὺς φθάσας τὸ θέρος), στείλας αὐτῷ καὶ διάφορα δωρήματα καὶ πρὸς τροφήν καὶ πόσιν, καθ’ ἑκάστην φιλοτιμῶν τὸν ἀνήμερον δράκοντα ἐξ ἀνάγκης καὶ βίας. ὁ δὲ Μεχεμέτ ἐκ τῶν αὐτοῦ δούλων ἔστειλέ τινας, ὁρίσας αὐτοὺς τάχα τοῦ ἐπισκοπεῖν καὶ τηρεῖν τοὺς ζημιουμένους, παραγγείλας αὐτοῖς μὴ κωλύειν εἰς τέλος τοὺς εἰς τὰς νομάς τῶν Ῥωμαίων εἰσερχομένους Τούρκους τοῦ θρέψαι τὰ αὐτῶν ζῶα, εἴτε ἠμίονοι ὦσιν εἴτε ἵπποι ἤ ἄλλα τινὰ τῶν ἀχθηφόρων ζώων, ἅ ἐν τῇ δουλείᾳ τοῦ κάστρου τυγχάνουσιν, ἀλλ’ ἐᾶν αὐτοὺς˙ “καί ὁπότε οἱ Ῥωμαῖοι θυμωθέντες ἀντιστήσονται τοῖς Τούρκοις, τότε καὶ ὑμεῖς σὺν τοῖς Τούρκοις ἀντίστητε.”

Εκείνη την εποχή, ο γιος τού Ισφεντιγιάρ, ο γαμπρός τού Μουράτ, ο οποίος ήταν παντρεμένος με την αδελφή τού Μεχμέτ, η οποία αναφέρθηκε ήδη, υπακούοντας στο δημόσιο διάταγμα, βάδιζε και αυτός από το Αδραμύττιον με εκείνους που ήταν υπό την ευθύνη του, για να βοηθήσει τον ηγεμόνα στην κοινή αγγαρεία στο φρούριο. Καθώς πλησίαζαν στο φρούριο των Επιβατών, έλυσαν τα άλογα και τα υποζύγια να βοσκήσουν ελεύθερα στις καλλιέργειες των Ρωμιών και αυτά κατέστρεψαν το σιτάρι και όλα τα άλλα πράσινα λαχανικά. Όταν ένας από τούς Ρωμιούς είδε την καταστροφή των καλλιεργειών του, για τις οποίες είχε εργαστεί σκληρά και πολύ, έτρεξε και έδιωξε τα άλογα από το χωράφι. Ένας από τούς έφιππους Τούρκους πρόλαβε τον Ρωμιό και τον χτύπησε. Έτρεξε ένας συγγενής τού χτυπημένου άνδρα και ύστερα κι άλλος. Έσπευσαν επίσης Τούρκοι με σπαθιά. Συνεπλάκησαν μεταξύ τους και σκοτώθηκαν κάποιοι από τούς Τούρκους καθώς και από τούς Ρωμιούς. Τότε ο Καγιά Μπεγκ (γιατί αυτό ήταν το όνομά του), έφτασε ενώπιον τού ηγεμόνα την επόμενη μέρα και αφού τον προσκύνησε σύμφωνα με το έθιμο, ανέφερε όλα όσα είχαν συμβεί στους Επιβάτες. Κι εκείνος [ο Μεχμέτ], χωρίς να ζητήσει περαιτέρω πληροφορίες ή εξηγήσεις, διέταξε αυτόν τον Καγιά Μπεγκ να φύγει αμέσως με τούς δικούς του στρατιώτες και να σφάξει με το σπαθί όλους τούς κατοίκους εκείνου τού χωριού. Όπως κι έγινε. Οι αγρότες είχαν πάει στα χωράφια τους το πρωί για να θερίσουν τη συγκομιδή, όταν ξαφνικά εμφανίστηκε ο Καγιά Μπεγκ. Οι Τούρκοι έπεσαν πάνω τους και τούς σκότωσαν όλους, σαράντα περίπου σε αριθμό. Αυτή ήταν η αρχή τής σύγκρουσης που οδήγησε στην καταστροφή των Ρωμιών.

ἐν δὲ ταῖς ἡμέραις ἐκείναις ὁ υἱὸς τοῦ Σπεντιάρ, ὁ ἐπὶ θυγατρὶ γαμβρὸς τοῦ Μωράτ, ἀδελφῆς τοῦ Μεχεμὲτ, ἦν ὁ λόγος προλαβὼν ἐμνημόνευσεν, ἐκ τοῦ Ἀδραμυττίου κατὰ τὸ κοινὸν θέσπισμα καὶ οὗτος σὺν τοῖς ὑπ’ αὐτὸν ἐκστρατεύσας ἀπῄει ἐν τῷ ἡγεμόνι ὑπουργήσων καὶ αὐτὸς τὴν κοινὴν ἀγγαρείαν ἐν τῷ κάστρῳ˙ καὶ δὴ πλησίον πεζεύσας τοῦ πύργου τοῦ λεγομένου Ἐπιβάτας, ἀπολύσαντες τοὺς ἵππους καὶ τὰ σκευοφόρα ζῶα ἐν τοῖς καρποῖς τῶν Ῥωμαίων ἐλυμήναντο τοὺς στάχυας καὶ τὴν ἄλλην παντοίαν χλόην. εἷς δὲ τῶν Ῥωμαίων ὁρῶν τὴν γενομένην ζημίαν ἐν τοῖς πολυκόποις αὐτοῦ γεωργήμασιν δραμὼν ἐδίωξε τοὺς ἵππους ἐκ τοῦ ἀγροῦ. εἷς δὲ τῶν ἱππηλατῶν Τούρκος φθάσας παίει τὸν Ῥωμαῖον. ἄλλος δὲ προσγενὴς τοῦ τυφθέντος ἔδραμε, καὶ μετ’ αὐτὸν ἕτερος, ὁμοίως καὶ οἱ Τοῦρκοι ξιφήρεις. συμπλακέντες οὖν ἀλλήλοις ἐσφάγησαν ἐκ τῶν Τούρκων ὁμοίως καὶ ἐκ τῶν Ῥωμαίων. τότε ὁ Καγιάπεγ (οὕτω γὰρ ἦν αὐτῷ ὄνομα) ἐπὶ τὴν αὔριον φθάσας εἰς τὸν ἡγεμόνα, καὶ προσκυνήσας αὐτὸν κατὰ τὸ ἔθος, ἀπήγγειλε πάντα τὰ γενόμενα ἐν ταῖς ‘Επιβάταις˙ καὶ αὐτὸς μὴ δεηθείς ἑτέρας ἀγγελίας ἤ παραστάσεως, πρόσταξας αὐτῷ τῷ Καγιάπεγ τοῦ ἀπελθεῖν ἐν σπουδῇ σὺν τοῖς αὐτοῦ στρατιώταις καὶ πατάξαι τούτους ἐν μαχαίρᾳ πάντας τοῦ χωρίου ἐκείνου. ὅ καὶ γέγονεν˙ ἐλθὼν γὰρ ἐξαίφνης πρωΐ, καὶ οἱ γεωργοὶ ἐξελθόντες εἰς τοὺς ἀγροὺς τοῦ θερίζειν, ἐπεισπεσόντες οἱ Τοῦρκοι πάντας κατέσφαξαν, τὸν ἀριθμὸν ὡς τεσσαράκοντα. αὕτη αἰτία τῆς μάχης καὶ ἀφανισμὸς τῶν Ῥωμαίων.

Όταν ο αυτοκράτορας [Κωνσταντίνος ΙΑ’] άκουσε τι είχε συμβεί, έκλεισε τις πύλες τής πόλης και όσους Τούρκους βρήκε μέσα, τούς έδεσε όλους και τούς έθεσε υπό φρούρηση. Όμως τούς απελευθέρωσε τρεις ημέρες αργότερα. Τι μπορούσε να κάνει; Ανάμεσα στους Τούρκους που είχαν συλληφθεί υπήρχαν μερικοί νεαροί ευνούχοι από το παλάτι τού ηγεμόνα [Μεχμέτ Β’], οι οποίοι, όταν παρουσιάστηκαν στον αυτοκράτορα, είπαν: «Αυτοκράτορα, αν μάς απελευθερώσεις πριν δύσει ο ήλιος, θα σού είμαστε ευγνώμονες. Αν όμως δεν βρεθούμε ενώπιον τού ηγεμόνα μέχρι τη δύση τού ήλιου, να ξέρεις ότι το να απελευθερωθούμε αργότερα δεν θα μάς κάνει κανένα καλό, αλλά θα οδηγήσει μόνο στον θάνατό μας. Για αυτόν τον λόγο, δείξε μας έλεος και ελευθέρωσέ μας τώρα. Διαφορετικά, διάταξε να κόψουν τα κεφάλια μας. Είναι καλύτερο να πεθάνουμε από σένα, παρά από τον κοινό καταστροφέα τής οικουμένης». Ακούγοντας την έκκλησή τους, ο αυτοκράτορας άλλαξε γνώμη και τούς απελευθέρωσε εκείνη τη στιγμή. Έστειλε πρέσβεις στον τύραννο για να πουν: «Εφόσον επέλεξες τον δρόμο τής μάχης, και ούτε με όρκο ούτε με κολακείες μπορώ να σε πείσω, κάνε ό,τι θέλεις. Όσο για μένα, καταφεύγω στον Θεό και αν είναι θέλημά του να παραδώσω και αυτή την Πόλη στα χέρια σου, ποιος μπορεί να διαφωνήσει; Αν πάλι φυτέψει ειρήνη στην καρδιά σου, θα το δεχτώ κι αυτό με χαρά. Προς το παρόν όμως, πάρε πίσω τις συνθήκες και τούς όρκους σου. Από αυτή τη στιγμή θα έχω κλεισμένες τις πύλες τής πόλης ασφαλισμένες και θα υπερασπιστώ τούς κατοίκους εντός με όλη μου τη δύναμη. Όσο για σένα, συνέχισε να κυβερνάς ως καταπιεστής, έως ότου ο δίκαιος δικαστής αποδώσει σε καθέναν από εμάς τη δίκαιη ετυμηγορία». Όταν ο βάρβαρος άκουσε αυτά τα λόγια και χωρίς να κάνει καμία προσπάθεια να δικαιολογηθεί, διέταξε αμέσως να γίνει κήρυξη πολέμου. Έξι μήνες νωρίτερα, προβλέποντας το μέλλον, ο αυτοκράτορας είχε ετοιμάσει επιμελώς τις οχυρώσεις τής πόλης και είχε φέρει μέσα εκείνους τούς χωρικούς που ζούσαν κοντά. Έφερναν επίσης μέσα τα στάχια [σταριού] που θερίζονταν και αλωνίζονταν.

τότε ὁ βασιλεύς ἀκούσας τὸ γεγονὸς ἔκλεισε τὰς θύρας τῆς πόλεως, καὶ ὅσους ἔτυχεν εὑρὼν ἐντὸς Τούρκους πάντας δεσμήσας ἐν φρουρᾷ ἔθετο. καὶ μεθ’ ἡμέρας τρεῖς πάλιν ἀπέλυσε˙ τὶ γὰρ εἶχε τοῦ δρᾶν; ἔτι ἐν τοῖς εὑρεθεῖσι Τούρκοις ὑπῆρχον ἐκ τοῦ παλατίου τοῦ ἡγεμόνος εὐνουχόπουλοι, οἵ καὶ παρασταθέντες τῷ βασιλεῖ εἶπον “εἰ μὲν ἀπολύσεις ἡμᾶς ὦ βασιλεῦ πρὸ τοῦ τὸν ἥλιον κλίναι πρὸς δυσμὰς, χάριν εἴσομέν σοι˙ εἰ δὲ μετὰ δύσιν ἡλίου μὴ εὑρεθέντες ἐνώπιον τοῦ ἡγεμόνος, γνῶθι το μετὰ ταῦτα ἀπολυθῆναι οὐκ ἔσται ἡμῖν πρόσχαρι, ἀλλὰ καὶ λίαν θανάσιμον. διὸ ποίησον εἰς ἡμᾶς ἔλεος, καὶ ἀπόλυσον τῇ ὥρᾳ ταύτῃ, εἰ δ’ οὐ μὴ, κέλευσον ἀποτμηθῆναι τὰς κεφαλὰς˙ κρεῖττον γὰρ παρ’ ὑμῶν τεθνάναι ἤ παρὰ τοῦ κοινοῦ τῆς οἰκουμένης ὀλέθρου.” ταῦτα ἀκούσας ὁ βασιλεύς ἑκάμφθη τῇ γνώμῃ, καὶ ἀπέλυσεν αὐτοὺς τῇ ὥρᾳ ἐκείνῃ. καὶ στείλας ἀποκρισιαρίους πρὸς τὸν τύραννον εἶπεν “ἐπεὶ τὰ τῆς μάχης ᾑρετίσω, καὶ οὔτε ὅρκοις οὔτε κολακείαις πεισθῆναι ποιῆσαί σε ἔχω, ποίει ἅ βούλει. ἐγὼ γὰρ πρὸς τὸν θεὸν καταφεύγω, καὶ εἰ θελητὸν αὐτῷ ἐστι τοῦ δοῦναι καὶ τὴν πόλιν ταύτην εἰς χεῖράς σου, τὶς ὁ ἀντειπεῖν δυνάμενος; εἴ δε πάλιν ἐμφυτεύσει εἰρήνην ἐν τῇ καρδίᾳ σου, καὶ τοῦτο ἀσπασίως ἀποδέχομαι. πλὴν κατὰ τὸ παρὸν λάβε σου τὰς συνθήκας καὶ τοὺς ὅρκους. ἐγὼ ἀπὸ τοῦ νῦν τὰς πύλας τῆς πόλεως κεκλεισμένας ἔχων καὶ τοὺς ἔνδον φυλάξω ὅσον ἡ δύναμις. σὺ δὲ καταδυναστεύων δυνάστευε, ἕως ὁ δίκαιος κριτὴς ἀποδώσει ἑκάστῳ, ἐμοὶ τε καὶ σοί, τὴν δικαίαν ἀπόφασιν.” ταῦτα ἐνωτισθεὶς ὁ βάρβαρος, καὶ μηδὲ τὸ οἱονοῦν εἰς νοῦν μελετήσας ἀπολογίαν, παρευθὺ ἐκέλευσε διαλαλίαν μάχης γενέσθαι. ὁ δὲ βασιλεύς προορῶν τὸ μέλλον, πρὸ ἕξ μηνῶν εἶχε τὰ φρούρια ἐν ἐπιμελείᾳ, καὶ τοὺς χωρίτας τοὺς ἐγγὺς τῆς πόλεως ἔνδον, καὶ τὸν θεριζόμενον στάχην καὶ τὰς λικμιζομένας ἅλωνας ἔνδον ἐκόμιζον.

Όταν ο ηγεμόνας ολοκλήρωσε το καλοφτιαγμένο φρούριο και επέκτεινε το πλάτος των τειχών και των πύργων κατά τριάντα πιθαμές και το ύψος όσο χρειαζόταν, τοποθέτησε στον πύργο τού Χαλίλ πασά χάλκινα κανόνια, που μπορούσαν να εκτοξεύουν πέτρινες μπάλες βάρους εξακοσίων κιλών. Τοποθέτησε υπεύθυνο για το φρούριο τον Φιρουζ αγά, έναν από τούς πιο πιστούς δούλους του, και τον πρόσταξε: «Τα πλοία που ταξιδεύουν από τον Ελλήσποντο προς τον Εύξεινο Πόντο ή από τον Εύξεινο Πόντο προς τον Ελλήσποντο, ανεξάρτητα από το κράτος στο οποίο ανήκουν (Γένουα, Βενετία, Κωνσταντινούπολη, Καφφά, Τραπεζούντα, Αμισό, Σινώπη, ακόμη και το δικό μου) και ανεξάρτητα από τον τύπο τους (γαλέρες, γαλιότες, καΐκια, μικρά σκάφη), δεν θα περνούν πριν κλείσουν τα πανιά τους και πληρώσουν τον εμπορικό δασμό. Μόνο τότε θα τούς επιτρέπεις να προχωρήσουν. Όποιο πλοίο δεν πειθαρχεί και δεν συμμορφώνεται, να βυθίζεται από τα κανόνια». Αφού έδωσε αυτές και άλλες εντολές και τού άφησε και τετρακόσιους νέους ως φρουρά τού φρούριου, έφυγε ο αλαζόνας για την Αδριανούπολη, έχοντας ολοκληρώσει τα πάντα σε τέσσερις μήνες. Ήταν τώρα το δεύτερο έτος τής βασιλείας του, το 6961 [1452] από τη δημιουργία τού κόσμου.

ὁ δὲ ἡγεμὼν ἀπαρτίσας καλῶς τὸ φρούριον, καὶ εἰς πάχος τὰ τείχη καὶ τοὺς πύργους λ’ σπιθαμὰς ἐκτείνας, καὶ τὸ ὕψος εἰς τὸ ἀρκοῦν, καὶ ἐν τῷ πύργῳ τοῦ Χαλὶλ πασία χώνας χαλκοῦς ἀπολύοντας πέτρας ὑπὲρ ἑξακοσίων λίτρων τὸ βάρος, καὶ τῶν αὐτοῦ πιστοτάτων δούλων Φερούζ Ἀγαν ὀνόματι παραδοὺς τὸ πολίχνιον, παραγγείλας αὐτῷ ναῦς τὰς ἀφ’ Ἑλλησπόντου πρὸς Πόντον καὶ τὰς ἀπὸ Πόντου πρὸς Ἑλλήσποντον, κἄν ὁποίας ἄρα αὐθεντίας τυγχάνουσιν, εἴτε Γενουῖται εἴτε Βένετοι, Κωνσταντινουπολῖται, Καφατηνοἰ, Τραπεζούντιοι, Ἀμισηνοί, Σινώπεοι, καὶ οἱ ἐκ τῆς ἐμῆς αὐθεντίας, ὁποιασοῦν τύχης κἄν ὦσι, νῆες τριήρεις διήρεις βάλκαι ἀκάτια, μὴ πλείτωσαν πρὶν χαλάσαντες τὰ ἱστία τὸ κομμέρκιον διδόναι, καὶ οὕτως τὴν ὁδὸν αὐτῶν πορευέσθωσαν. ἡ δὲ ἀπειθήσασα ναῦς καὶ μὴ ἐνδοῦσα σὺν τῇ πετροβόλῳ καταποντισθήτω. ταῦτα καὶ ἕτερα διαταξάμενος ὁ ἀλαζὼν, δοὺς αὐτῷ καὶ τετρακοσίους νέους εἰς φυλακὴν τοῦ πολιχνίου, αὐτὸς εἰς Ἀδριανούπολιν ἐπορεύετο τέτρασι μησὶ τὸ πᾶν ἀπαρτίσας, ἤδη τῆς ἡγεμονίας αὐτοῦ τρέχοντος δευτέρου ἔτους, ἀπὸ δὲ κτίσεως κόσμου ,ςϡξα’.»

Ψευδο-Σφραντζής, III, 3 (CSHB, Βόννη, σελ. 233-34, επιμ. V. Grecu, George Sphrantzes, στο anexa Pseudo-Phrantzes, Βουκουρέστι, 1966, σελ. 378:

Ο σουλτάνος Μεχμέτ, βλέποντας και ακούγοντας τις διάσημες νίκες και πολέμους τού πατέρα του και των άλλων τρισκατάρατων προγόνων του, σκεφτόταν μόνος του τι αξιομνημόνευτο μπορούσε να κάνει και ο ίδιος. Καθώς λοιπόν σκεφτόταν αυτά, κατέληξε σε κακή απόφαση εναντίον μας, να ξεκινήσει πόλεμο εναντίον τής πόλης. Γιατί έλεγε μέσα του: «Αν κερδίσω την Πόλη, έχω ήδη ξεπεράσει όλους τούς πριν από μένα, γιατί εκείνοι, αν και μπήκαν πολλές φορές σε πειρασμό εναντίον τής πόλης, δεν κατόρθωσαν τίποτε». Για αυτήν λοιπόν την ενδόμυχη έννοια τού φάνηκε καλό να χτίσει κάστρο στο στενό των Ασωμάτων, όπως προαναφέρθηκε, για να το έχει ως καταφύγιο εκείνων που σκόπευε να κάνει, ώστε κανένα σκάφος, μικρό ή μεγάλο, να μη μπορεί να κατέβει από τον Εύξεινο Πόντο προς την Πόλη, καθώς και για να έχουν εύκολο πέρασμα από τη Μικρά Ασία προς την Ευρώπη. Θέλοντας μάλιστα και επειγόμενος να αρχίσουν να κατασκευάζονται τα έργα που μελετούσε, στις 26 Μαρτίου τού έτους 6961 από τη δημιουργία τού κόσμου ήρθε και εγκαταστάθηκε στον Βόσπορο, για να χτίσει το κάστρο. Βλέποντας λοιπόν ο αυτοκράτορας τις πονηριές του, θέλησε να ξεκινήσει ο ίδιος πρώτος τη μάχη, για να τον εμποδίσει. Όμως μερικοί συγκλητικοί, ιερωμένοι και λαϊκοί, διαφωνούσαν με τη γνώμη και την απόφαση τού αυτοκράτορα, λέγοντας: «Να μην ξεκινήσει η μάχη από τη βασιλεία σου, μέχρι να δούμε τι θέλει ο ίδιος να κάνει. Γιατί ακόμη κι αν χτίσει το κάστρο, μπορούμε εύκολα να τού το πάρουμε, επειδή βρίσκεται πιο κοντά σε εμάς». Όταν όμως το είδαν αργότερα ολοκληρωμένο, κατάλαβαν πραγματικά ότι οι κενές ελπίδες τρέφουν τούς ανόητους. Κι εγὼ περίμενα την πορεία η οποία ετοιμαζόταν, λέγοντας σήμερα θα δούμε και αύριο. Και ότι δεν είναι κατάλληλο από τη στεριά, επειδή το ζήτημα είναι επικίνδυνο, αλλά θα βρούμε από τη θάλασσα. Τον Ιούνιο μήνα τού ίδιου έτους κηρύχθηκε ο πόλεμος. Ο στρατός έσπευσε εναντίον μας και αιχμαλώτισε όλους όσοι ζούσαν έξω από την πόλη. Την ίδια εποχή τελείωσε καὶ τὸ κάστρο, και σε αυτό έχτισε τρεις δυνατούς πύργους, τούς δύο χερσαίους και τον άλλο κοντά στη θάλασσα, ο οποίος ήταν και λίγο μεγαλύτερος από τούς άλλους δύο. Το πλάτος των τειχών ήταν εικοσιπέντε πόδια, και στο εσωτερικό τους υπήρχε χώρος τριανταδύο ποδιών. Έπειτα σκέπασε με μολύβι τούς πύργους, ασφάλισε καλά όλο το φρούριο και τοποθέτησε φρουρούς σε αυτό. Και στις 28 Αυγούστου ο σουλτάνος έφυγε από εκεί και επιτέθηκε στις τάφρους τής πόλης, και την 1η Σεπτεμβρίου τού έτους 6961 πέρασε στην Αδριανούπολη, όπως φαίνεται, ώστε αυτές τις δύο ημέρες να δει τα τείχη τής πόλης και τις τάφρους καὶ ό,τι άλλο σκεφτόταν ο ίδιος.

«…Ἰδὼν καὶ ἀκούων ὁ ἀμηρᾶς Μεεμέτης τὰς τοῦ πατρὸς αὐτοῦ νίκας καὶ πολέμους περιφανεῖς καὶ τῶν ἑτέρων αὐτοῦ τρισκαταράτων προγόνων, ἐν ἑαυτῷ ἐφαντάζετο τὶ ἄρα καὶ αὐτὸς ποιήσῃ ἄξιον μνήμης. ταῦτα οὖν κατὰ νοῦν λογιζόμενος βουλῇ κακῇ καθ’ ἡμῶν χρησάμενος ἦν, ἵνα πόλεμον ἐγείρῃ κατὰ τῆς πόλεως· ἔλεγε γὰρ ἐν ἑαυτῷ “ἐὰν τὴν πόλιν νικήσω, ὑπὲρ πάντας τοὺς πρὸ ἐμοῦ ἤδη ἐποίησα, διότι αὐτοὶ μὲν κατὰ τῆσδε τῆς πόλεως πολλάκις πειρασθέντες οὐδὲν ἐκατώρθωσαν.” διὰ ταύτην οὖν τὴν ὑποκεκρυμμένην ἔννοιαν καλὸν ἐφάνη αὐτῷ ἵνα κατὰ τὸ τῶν Ἀσωμάτων στενὸν ἄστυ κτίσῃ, ὡς προείρηται, ἵνα καταφυγὴν ἔχῃ αὐτὸ περὶ ὧν ἐμελέτα ποιῆσαι, ὅπως οὐδὲν τῶν πλοιαρίων μικρὸν ἤ μέγα δυνηθείη κατελθεῖν ἐκ τοῦ Εὐξείνου πόντου κατὰ τὴν πόλιν, καὶ ἵνα ῥάδιον ἔχωσι τὸ πέραμα ἐκ τῆς Ἀσίας εἰς Εὐρώπην. θέλων δὲ καὶ βιαζόμένος ἵνα τὰ μελετούμενα ὑπ’ αὐτοῦ ἀρχὴν λάβωσιν, ἰδοὺ τῇ κς’ Μαρτίου τοῦ ἑξακισχιλιοστοῦ ἐννακοσιοστοῦ ἑξηκοστοῦ ἔτους ἐλθὼν ἔπεσεν εἰς τὸ στενὸν, ἵνα οἰκοδομήσῃ τὸ ἄστυ. ἰδὼν οὖν ὁ βασιλεὺς τὰς πανουργίας αὐτοῦ ἐβουλήθη ἀποκαλύψαι αὐτὸς πρῶτον τὴν μάχην, ὅπως αὐτὸν ἐμποδίσῃ. τινὲς δε τῶν τῆς συγκλήτου ἱερωμένων τε καὶ λαϊκῶν ἐκώλυσαν τὴν γνώμην καὶ βουλὴν τοῦ βασιλέως, λέγοντες “μὴ ἀποκαλυφθήτω ἡ μάχη παρὰ τῆς βασιλείας σου, ἕως ἄν ἴδωμεν τὶ βούλεται αὐτὸς πρᾶξαι. εἰ καὶ τὸ ἀστυ κτίσῃ, ἐν εὐκολίᾳ παραλαμβάνομεν αὐτὸ διὰ τὸ ἐγγύτερον εἶναι ἡμῖν.” ὅ καὶ ἐν ὑστέροις εἶδον τέλειον, καὶ ἀληθῶς ἔγνωσαν ὅτι ἐλπίδες κεναὶ τρέφουσι τοὺς ἀνοήτους. ἐγὼ δὲ ἐναπέμεινα τῆς πορείας ἥ ἡτοιμάσθη, σήμερον λέγοντες ἴδωμεν καὶ αὔριον· καὶ ὅτι διὰ ξηρᾶς οὐχ ἁρμόζει, ἐπεὶ ἐπικίνδυνόν ἐστι τὸ πρᾶγμα, ἀλλ’ εὑρήσωμεν πλεύσιμον. Ἐν Ἰουνίῳ μηνὶ τοῦ αὐτοῦ ἔτους ἰδοὺ ἐδημοσιεύθη ἡ μάχη· καὶ καθ’ ἡμῶν τοῦ στρατοπέδου δραμόντος, ᾐχμαλώτευσε πάντας τοὺς ἔξωθεν τῆς πόλεως οἰκοῦντας. ἐν ᾧ καιρῷ ἐτελείωσε καὶ τὸ ἄστυ, καὶ ἐν αὐτῷ ᾠκοδόμησε πύργους τρεῖς ἰσχυρούς, τοὺς δύο μὲν χερσαίους, τὸν δὲ ἕτερον κατὰ θάλασσαν, ὅς καὶ ὀλίγον τι μείζων τῶν δύο ὑπῆρχε. τὸ δὲ τειχῶν εὖρος ἦν εἴκοσι καὶ πέντε ποδῶν, τὸ δὲ ἔσωθεν αὐτῶν εὐρύχωρον ὑπῆρχε τριάκοντα καὶ δύο ποδῶν. εἶτα ἐν μολύβδῳ σκεπάσας τοὺς πύργους, καὶ πᾶν τὸ ἄστυ καλῶς ἀσφαλίσας, καὶ ἐν αὐτῷ φρουροὺς κατέστησε. καὶ ἐν τῇ εἰκοστῇ ὀγδόῃ τοῦ Αὐγούστου ἐγερθεὶς ἐκεῖθεν ἔπεσεν ἐπὶ τὰς σούδας τῆς πόλεως, και τῇ πρώτῃ τοῦ Σεπτεμβρίου μηνὸς τοῦ ,ςϡξα’ ἔτους διέβη εἰς τὴν Ἀδριανούπολιν, ὡς φαίνεται, ἵνα ταῖς δύο αὐταῖς ἡμέραις ἴδῃ τὰ τείχη τῆς πόλεως και τάφρους, καὶ εἴ τι ἕτερον αὐτὸς ἐλογίζετο.»

Γεώργιος Σφραντζής, Χρονικόν, PG 156, 1060BC, επιμ. Grecu (1966), σελ. 94:

Στις 26 Μαρτίου τού ίδιου έτους 6960 [1452], ο σουλτάνος κατέλαβε το Στενό [τον Βόσπορο] με πρόθεση να κατασκευάσει το κάστρο του. Συνέχισα να αναβάλλω την αποστολή μου από μέρα σε μέρα, επειδή η χερσαία διαδρομή ήταν πια αδύνατη, καθώς θα ήταν επικίνδυνη. Έπρεπε να βρω κατάλληλο πλεούμενο.

«Ἰδοὺ τῇ κς’ Μαρτίου τοῦ αὐτοῦ ἑξηκοστοῦ ἔτους ἦλθεν ὁ ἀμηρᾶς καὶ ἔπεσεν εἰς τὸ Στενόν, ἵνα ἐκεῖσε κτήσῃ τὸ κάστρον· καὶ σήμερον νὰ ἴδωμεν καὶ αὔριον καὶ ὅτι διὰ τῆς στερεᾶς οὐδὲν τυχένει, ἐπεὶ ἐπικίνδυνον θέλει εἶσθεν· ἰδοὺ εὑρεῖν θέλομεν πλεύσιμον.

Τον Ιούνιο τού ίδιου έτους [1452] ο πόλεμος έγινε ανοιχτός. Ο τουρκικός στρατός επιτέθηκε, συνέλαβε όλους τούς κατοίκους που βρέθηκαν έξω από τα τείχη και απέκλεισε την Πόλη. Όταν ολοκληρώθηκε η ανέγερση τού κάστρου, στις 31 Αυγούστου ο σουλτάνος έφυγε από εκεί και επιτέθηκε στις τάφρους τής πόλης.

Τὸν Ἰούνιον τοῦ αὐτοῦ ἔτους ἀπεσκεπάσθη ἡ μάχη καὶ πηλαλήσαντος φωσάτου, οὓς ἔξωθεν εὗρεν, ἀπῆρε καὶ τὴν πόλιν ἀπέκλεισε. Καὶ τελέσας τὸ κάστρον, τῇ λα’ τοῦ Αὐγούστου ἐγερθεὶς ἀπ’ ἐκεῖ, ἐλθὼν ἔπεσεν εἰς τὰς σούδας τῆς πόλεως.

Στις 3 Σεπτεμβρίου 6961 [1452] αναχώρησε για την Αδριανούπολη. Όπως φαίνεται, τις δύο αυτές ημέρες [1 και 2 Σεπτεμβρίου] επιθεωρούσε προσεκτικά το κάστρο [Ρούμελι χισάρ] και τις υποθέσεις του.

Καὶ τῇ γ΄ τοῦ Σεπτεβρίου μηνὸς τοῦ ξα’ ἔτους διέβη εἰς τὴν Ἀνδριανούπολιν, ὡς φαίνεται, ὅτι τὰς δύο ἡμέρας αὐτὰς ἵνα κρυφίως ἴδῃ τὸ κάστρον καλῶς καὶ τὰ τοῦ κάστρου.»

Πρβλ. και Barbaro, Giornale, επιμ. Cornet, σελ. 1-2, επίσης δημοσιευμένο από τον P. A. Dethier στο Monumenta Hungariae historica, XXII, μέρος 1 (1872), σελ. 694-95. Για άλλες πηγές βλέπε τις σημειώσεις τού Miller, ό. π., σελ. 60-61. Ο Δούκας, κεφ. 34 (CSHB, Βόννη, σελ. 246, γραμμές 20-21) αναφέρει ότι το κάστρο χτίστηκε, εξοπλίστηκε με κανόνια που μπορούσαν να ρίχνουν μπάλες βάρους μεγαλύτερου από 600 λίμπρες και εφοδιάστηκε με φρουρά 400 ανδρών, «όλα αυτά σε τέσσερις μήνες». Πράγματι, 5.000 εργάτες έχτισαν το κάστρο από τις 15 Απριλίου μέχρι τις 31 Αυγούστου 1452. Πρβλ. F. Babinger, Maometto il Conquistatore, Τορίνο, 1957, σελ. 128, για το οποίο σημειώστε τον Οθωμανό ιστορικό Khoja (Sa’d-ad-Din) Efendi στο N. Moschopoulos, «Le siège et la prise de Constantinople selon les sources turques», Le Cinq-Centieme Anniversaire de la prise de Constantimople (στο L’ Hellénisme contemporain, 2η σειρά, VII, 1953), σελ. 31-32 και E. J. W. Gibb (μεταφρ.), The Capture of Constantinople from the Taj-ut-tevarikh («Tο διάδημα των Ιστοριών»), γραμμένο στα τουρκικά από τον Χότζα Σανταντίν (Khoja Sa’d-ad-Din), Glasgow, 1879, σελ. 12.

Υπάρχει συνοπτική περιγραφή τής πολιορκίας από τον ναύαρχο Luigi Fincati, «La Presa di Costantinopoli (Maggio 1453)» στο Archivio veneto XXXII (1886), 1-36, παλαιά αλλά χρήσιμη, καθώς και πρόσφατο βιβλίο για το θέμα από τον Sir Steven Runciman, The Fall of Constantinople (1453), Καίμπριτζ, 1965. Πολύτιμη ανθολογία πηγών, με ιταλικές μεταφράσεις και εκτεταμένες σημειώσεις, έχει δημοσιευτεί πρόσφατα από τον Agostino Pertusi, La Caduta di Costantinopoli, 2 τόμοι, Βερόνα, 1976: I, Le Testimonianze dei contemporanei και II: L’Eco nel mondo. Οι εισαγωγές τού καθηγητή Pertusi στο ευρύ φάσμα (συχνά βελτιωμένων) κειμένων που έχει διαλέξει για συμπερίληψη είναι πολύ χρήσιμη. Θέλω να τον ευχαριστήσω για την αποστολή αυτών των δύο τόμων γιατί, αν και το κεφάλαιο αυτό είχε γραφεί πολύ πριν τη δημοσίευσή τους, είχα τον χρόνο να τούς μελετήσω και να κάνω κατάλληλες προσθήκες στις σημειώσεις πριν την εκτύπωση τού παρόντος τόμου.

[←8]

Σφραντζής, Χρονικόν, PG 156, 1060C, επιμ. Grecu, σελ. 94, 96 [βλέπε προηγούμενη υποσημείωση]. Ψευδο-Σφραντζής, III, 3, CSHB, Βόννη, σελ. 234-35, επιμ. Grecu, σελ. 378, 380 [βλέπε προηγούμενη υποσημείωση]. Πρβλ. Χαλκοκονδύλη, βιβλίο viii, CSHB, Βόννη, σελ. 381, γραμμές 10-11, επιμ. Darkò, II, 147, γραμμές 18-19:

Τα τείχη ολοκληρώθηκαν σε τρεις μήνες και αυτός επέδραμε αμέσως στην περιοχή τού Βυζαντίου, ξεκινώντας πόλεμο εναντίον του.

«… ὡς δ’ ἐπιτετείχιστο ἐς τρεῖς μῆνας, ἐπέδραμέ τε αὐτίκα τὴν Βυζαντίου χώραν, πόλεμον αὐτῷ ἐξενεγκὼν.»

O Barbaro, Giornale, επιμ. Cornet, σελ. 2, επιμ. Dethier, σελ. 695-96 γράφει ότι Μωάμεθ Β΄ είχε έρθει με 50.000 άνδρες. Έχω βέβαια ακολουθήσει το Χρονικόν τού Σφραντζή, παρά το Chron. maius τού Ψευδο-Σφραντζή (τού συντάκτη τού ύστερου 16ου αιώνα Μακάριου Μελισσηνού-Μελισσουργού), ο οποίος χρονολογεί την αναχώρηση τού Μωάμεθ από το Ρούμελι Χισάρ στις 28 Αυγούστου και την άφιξή του στην Αδριανούπολη την 1η Σεπτεμβρίου.

[←9]

Οι πηγές διαφωνούν ως προς τον αριθμό των δυτικών πλοίων που βρίσκονταν ακόμη στο λιμάνι τής Κωνσταντινούπολης την άνοιξη τού 1453 [πρβλ. τη σημείωση τού Müller επί τού Κριτόβουλου, I, 24, 3 στο FHG, V-l, σελ. 73]. Σε κάθε περίπτωση ο Barbaro, Giornale, επιμ. Cornet, σελ. 3-4, επιμ. Dethier, σελ. 698-99 δείχνει ότι δύο μεγάλες ενετικές γαλέρες από τον Καφφά πέρασαν με ασφάλεια από το στενό πέρασμα κάτω από το Ρούμελι Χισάρ παρά τον κανονιοβολισμό από τα τείχη του και έφτασαν στο λιμάνι υπό τον Τζιρολάμο Μοροζίνι στις 10 Νοεμβρίου 1452. Ο E. Pears, The Destruction of the Greek Empire, Λονδίνο, 1903, σελ. 217, σφάλλει. Tρεις μεγάλες ενετικές (εμπορικές) γαλέρες υπό τον Αλβίζε Ντιέντο ήρθαν επίσης από την Τάνα στην Κωνσταντινούπολη, όπου οι δύο ελαφρές γαλέρες που θα τις συνόδευαν, διοικούμενες από τον Γκαμπριέλε Τρεβιζάν, είχαν ήδη μπεί στο λιμάνι από τη Βενετία, με εντολές να επιστρέψουν στην πατρίδα μέσα σε δέκα μέρες από την άφιξη στην Κωνσταντινούπολη μιας γαλέρας ερχόμενης από την Τραπεζούντα. Ο Λεονάρδος τής Χίου στο Philip Lonicer, Chronica turcica, II (Φρανκφούρτη, 1578), 91 αναφέρει τις πέντε γαλέρες (τις αποκαλεί τριήρεις) τού Ντιέντο και τού Τρεβιζάν. Στις 4 Δεκεμβρίου 1452 η γαλέρα από την Τραπεζούντα μπήκε με ασφάλεια στο λιμάνι τής Κωνσταντινούπολης υπό τον Τζάκομο (ή Τζάκοπο) Κόκο, ο οποίος θα έπαιζε ηρωϊκό ρόλο στην υπεράσπιση τής πόλης [Barbaro, επιμ. Cornet, σελ. 4, επιμ. Dethier, σελ. 699-700].

Αν και οι Ενετοί καπετάνιοι και έμποροι ανυπομονούσαν να αναχωρήσουν, ο αυτοκράτορας Κωνσταντίνος ΙΑ’ τούς κράτησε για να βοηθήσουν στην υπεράσπιση τής πόλης, στο οποίο είχε τη βοήθεια τού έξυπνου και θαρραλέου Ενετού βαΐλου Τζιρολάμο Μινόττο, ο οποίος στο μέσα Δεκεμβρίου κέρδισε την πλειοψηφία των σημαινόντων μελών τής ενετικής αποικίας τής Κωνσταντινούπολης, κατά τη συνεδρίαση τού Συμβουλίου των Δώδεκα (Conseio di Dodexe) στην εκκλησία τής Σάντα Μαρία, για το οποίο βλέπε Barbaro, επιμ. Cornet, σελ. 8 και εξής. O Τρεβιζάν ήταν ιδιαίτερα δύσκολο να πειστεί. Ήταν τυπικός ναυτικός, είχε τις εντολές του και έπρεπε να τις ακολουθήσει, αλλά τελικά υποχρεώθηκε να υποκύψει στην απόφαση των ηγετών των συμπατριωτών του στην πόλη. Σύμφωνα με ανακοίνωση τής ενετικής Γερουσίας στις 8 Μαΐου 1453, είχαν πρόσφατα πληροφορηθεί ότι

«οι γαλέρες μας τού δρομολογίου Ρωμανίας βρίσκονται στην Κωνσταντινούπολη και οι δύο γαλέρες μας, παρά τα πράγματα που έχουν γίνει γνωστά για τις προετοιιμασίες τής Γαληνότητάς του [του Μωάμεθ Β΄] για την κατάληψη τής πόλης τής Κωνσταντινούπολης από στεριά και θάλασσα» [στο Sen. Mar, Reg. 4, φύλλο 187 (188)].

(quod galee nostre viagii Romanie simul cum duabus galeis nostris subtilibus rettente fuerunt in Constantinopoli propter ea que divulgata erant de apparatibus sue Serenitatis terra marique ad expugnationem civitatis Constantinopolitane)

Πρόκειται για την αποστολή που ανατέθηκε στον Μπαρτολομμέο Μαρτσέλλο και ύστερα ακυρώθηκε και η οποία αναφέρθηκε πιο πάνω στη σημείωση 6.

Φαίνεται ότι οκτώ ενετικές γαλέρες συμμετείχαν στις χριστιανικές επιχειρήσεις εναντίον των Τούρκων. Όμως ο Κριτόβουλος, I, 24, 3, επιμ. Müller, σελ. 73b, επιμ. Grecu, σελ. 85, λέει ότι υπήρχαν έξι γαλέρες (τις ονομάζει τριήρεις, δηλαδή πλοία με τρεις σειρές κουπιών):

Τύχαινε επίσης να βρίσκονται τότε εκεί και γαλέρες από την Ιταλία, έξι ενετικά πλοία, που δεν είχαν έρθει για πόλεμο, αλλά για ειδικό καθήκον, καθώς επίσης και μεγάλα γαλιόνια από την Κρήτη, που είχαν έρθει για εμπόριο. Τα έπεισαν και αυτά να αποδεχθούν το αίτημά τους και να μείνουν για τη μάχη.

«Ἔτυχον δὲ τότε παροῦσαι καὶ τριήρεις ἐξ Ἰταλίας ἕξ Ἐνετικαί, οὐκ ἐπὶ πόλεμον, ἀλλὰ κατὰ χρείαν ἰδίαν, καὶ ὁλκάδες μεγάλαι ἐκ Κρήτης ἀφιγμέναι κατ’ ἐμπορίαν, ἅς ἀξιώσει κατέσχον, πείσαντες παραμεῖναι τῷ πολέμῳ.»

Ένα ένατο ενετικό πλοίο διέφυγε από την πόλη υπό τον κυβερνήτη του Πιέρο Νταβάντσο στις 26 Φεβρουαρίου 1453 [Barbaro, επιμ. Cornet, σελ. 13-14, επιμ. Dethier, σελ. 717-18]. Σύμφωνα με τον Barbaro (βλέπε πιο κάτω) υπήρχαν τρία κρητικά πλοία στο λιμάνι τής Κωνσταντινούπολης, όπως σημειώνει και ο Ψευδο-Σφραντζής, III, 3. CSHB, Βόννη, σελ. 238, επιμ. Grecu, σελ. 382, 384 στον δικό του «κατάλογο των πλοίων»:

Και ήσαν τέτοια πλοία, από μεν τη Λιγουρία [Γένουα] τρία, από δε την Ιβηρία, δηλαδή την Καστίλη, ένα, από τον Γάλλο τής Προβηγκίας … [ένα], και τρία από την Κρήτη, ένα από την πόλη που ονομάζεται Χάνδαξ [Ηράκλειο] και δύο από την Κυδωνία [Χανιά], όλα σε πολεμική παράταξη, καλά προετοιμασμένα. Έτυχε επίσης να βρίσκονται εκεί τρεις μεγάλες εμπορικές γαλέρες των Ενετών, τις οποίες οι Ιταλοί συνηθίζουν να αποκαλούν μεγάλες γαλέρες ή μάλλον γαλεάσες, καθώς και άλλες γρήγορες γαλέρες, με αποστολή τη φρούρηση και την εξυπηρέτηση των εμπορικών γαλερών.

«ἦσαν δὲ νῆες τοιαῦται, ἐκ μὲν Λιγουρίας τρεῖς, ἐκ δὲ Ἰβηρίας ἥτοι Καστελίας μία, ἐκ τοῦ Γάλλου τῆς Προβέντζιας … [μία], ἐκ δὲ τῆς Κρήτης τρεῖς, ἐκ τῆς πόλεως λεγομένης Χάνδαξ ἡ μία καὶ αἱ δύο ἐκ Κυδωνίας, πᾶσαι εἰς παράταξιν πολεμικήν καλῶς ἡτοιμασμέναι. ἔτυχον δὲ καὶ ἐκ τῶν Ἑνετῶν τριήρεις ἐμπορικαὶ μεγάλαι τρεῖς, ἅς οἱ Ἰταλοὶ εἰώθασι γρόσσας γαλέρας καλεῖν ἤ μᾶλλον εἰπεῖν γαλεάτζας, καὶ ἕτεραι τριήρεις ταχεῖαι πρὸς φύλαξιν καὶ ὑπηρεσίαν τῶν ἐμπορικῶν τεταγμέναι»

Υπήρχαν περισσότερα από τρία γενουάτικα πλοία στο λιμάνι.)

Ο Λεονάρδος τής Χίου στο Lonicer, Chron. turcica, II, 89, αναφέρει επίσης τρία κρητικά πλοία. Τα πλοία ήσαν όλα επιταγμένα από τον αυτοκράτορα και για την αναχώρησή τους απαιτούνταν ειδική άδεια, την οποία δεν χορηγούσε. Όμως τον Νοέμβριο τού 1452 οκτώ κρητικά πλοία που χρησιμοποιούνταν στο εμπόριο κρασιού είχαν έρθει στην Κωνσταντινούπολη, έξι από τα οποία απέπλευσαν με βορειοανατολικό άνεμο και υπό την κάλυψη τής νύχτας στις 26 Φεβρουαρίου (1453), όταν ο Πιέρο Νταβάντσο έκανε τη δική του παράνομη έξοδο από το λιμάνι. Ο Barbaro γράφει ότι με την αποστασία αυτών επτά πλοίων χάθηκαν 700 άνδρες από την υπεράσπιση τής πόλης [επιμ. Cornet, σελ. 13].

Στις 26 Ιανουαρίου 1453 έφτασε στην Κωνσταντινούπολη με δύο γενουάτικα πλοία ο Τζιοβάννι Τζουστινιάνι-Λόνγκο, ενώ τον προηγούμενο Οκτώβριο είχε έρθει στην πόλη με τούς διακόσιους άνδρες του ο Ισίδωρος τού Κιέβου, καρδινάλιος τής Σαμπίνα, με πρόθεση για την ένωση των εκκλησιών [Barbaro, επιμ. Cornet, σελ. 3, επιμ. Dethier, σελ. 698]. Ενώ ο Barbaro τοποθετεί την ενωτική λειτουργία στην Αγία Σοφία στις 13 Δεκεμβρίου (1452), ο Δούκας, κεφ. 36 (CSHB, Βόννη, σελ. 255), τη χρονολογεί στις 12 τού μηνός, όπως και οι Ισίδωρος και Λεονάρδος τής Χίου.

Τον Ισίδωρο συνόδευε ο αρχιεπίσκοπος Λεονάρδος (Leonardo) τής Μυτιλήνης, καταγόμενος από τη Χίο. Οι Ισίδωρος και Λεονάρδος τής Χίου αποτελούν σημαντικές πηγές για την πολιορκία και την πτώση τής Κωνσταντινούπολης. Είχαν έρθει με γενουάτικο πλοίο, το οποίο είχε αναμείνει στη Χίο άλλο πλοίο στον δρόμο του προς τον Καφφά, ενώ και τα δύο πλοία είχαν επιταχθεί από τη βυζαντινή κυβέρνηση [πρβλ. Δούκα, κεφ. 36, εκδ. CSHB, Βόννη, σελ. 252-53]. O Barbaro τα αναφέρει μαζί αρκετές φορές. Η περιγραφή τού Λεονάρδου για την πολιορκία και πτώση τής Κωνσταντινούπολης (με τη μορφή επιστολής με ημερομηνία 16 Αυγούστου 1453 προς τον πάπα Νικόλαο Ε’) έχει επίσης δημοσιεθεί στην Patrologia graeca, τόμ. 159 (1866), στήλες 92341. Έγινε ευρύτερα γνωστή μέσω τής ιταλικής εκδοχής της στα βιβλία τού Francesco Sansovino Γενική ιστορία τής καταγωγής και τής αυτοκρατορίας των Τούρκων (Historia universale dell’ origine et imperio de’ Turchi, 1568) και Τουρκικά Χρονικά (Annali turcheschi, 1571-73), όπου η δεύτερη αυτή εργασία αποτελεί τη βάση τού «ανώνυμου» Ελληνικού χρονικού [Bibl. Apost. Vaticana, Cod. Barberini gr. 111], που δημοσιεύθηκε από τον Γ. Θ. Ζώρα στο Χρονικόν περί των Τούρκων σουλτάνων (κατά τον Βαρβερινόν ελληνικόν κώδικα 111), Αθήνα, 1958, σελ. 79 και εξής και πρβλ. Γ. Θ. Ζώρας, Περί την άλωσιν τής Κωνσταντινουπόλεως (Αθήνα 1959), σελ. 105 και εξής.

Για το αποκαλούμενο Χρονικόν σημειώστε τα άρθρα τού Gyula Moravcsik στο Byzantinische Zeiischrift, XLIV (1951), 430-34 και στα Byzantinoturcica, 2 τόμοι, Βερολίνο, 1958, Ι, 296-99 και βλέπε ιδιαίτερα Ελισάβετ Α. Ζαχαριάδου, Το Χρονικό των Τούρκων Σουλτάνων (του Βαρβερινού Ελλην. Κώδικα 111) και το ιταλικό του πρότυπο, Θεσσαλονίκη, 1960. Το βιβλίο τής κ. Ζαχαριάδου έχει ξεκαθαρίσει μακροχρόνιο αίνιγμα όσον αφορά τη χρονολογία (μετά το 1573) και την κύρια πηγή (Sansovino) τού ελληνικού Χρονικού. Παρά το γεγονός ότι ένα καλύτερο (αλλά ανολοκλήρωτο) κείμενο τού Λεονάρδου τής Χίου, με ιταλική μετάφραση, είναι τώρα διαθέσιμο στον Pertusi, Caduta di Costantinpoli, I (1976), 120-71, θεώρησα καλύτερο να διατηρήσω τις παραπομπές στην έκδοση τού Lonicer Chronica turcica και να ελέγξω το τελευταίο αυτό κείμενο σε σχέση με εκείνο που παρέχει ο Pertusi. Παρομοίως έχω διατηρήσει τις παραπομπές στην έκδοση Cornet τού ημερολόγιου τού Barbarο για την πολιορκία, την έκδοση Martène και Durand τού Tedaldi, κλπ., ελέγχοντας αυτά και άλλα κείμενα σε σχέση με εκείνα που υπάρχουν στον Pertusi και προσθέτοντας περιστασιακά παραπομπές στο τελευταίο.

Ο Barbarο, επιμ. Cornet, σελ. 20, 36, υποδεικνύει ότι εννέα ή δέκα από τα μεγαλύτερα πλοία στο λιμάνι φρουρούσαν τη σιδερένια αλυσίδα που απλωνόταν πάνω σε σημαδούρες στο στόμιο τού Κεράτιου κόλπου, από τη μια άκρη ως την άλλη. Από τα πλοία αυτά πέντε ήσαν γενουάτικα, τρία από την Κρήτη, ένα προφανώς από την Αγκώνα και ένα ανήκε στην Κωνσταντινούπολη. Ο Barbarο αναφέρει επίσης ότι υπήρχαν δεκαεπτά πλοία στο εσωτερικό λιμάνι [επιμ. Cornet, σελ. 20]. Είναι αδύνατη η ακριβής καταμέτρηση των σκαφών που υπήρχαν διαθέσιμα για την υπεράσπιση τού λιμανιού και τής πόλης (ο αυτοκράτορας διέθετε πέντε τουλάχιστον γαλέρες). Ο Λεονάρδος τής Χίου στο Lonicer, Chron. turcica, II, 91, γραμμή 22 λέει ότι υπήρχαν τριάντα πλοία στο λιμάνι. Ο Τζάκοπο Τεντάλντι, Φλωρεντινός έμπορος που βρισκόταν στην πόλη κατά τη διάρκεια τής πολιορκίας, αναφέρει τριαντανεννέα. [Edm. Martène και Urs. Durand (επιμ.), Thesaurus novus anecdotorum, I (Παρίσι, 1717, ανατυπ. Νέα Υόρκη, 1968), στήλες 1820-21]. Για τον Τεντάλντι (ή Τετάλντι) σημειώστε το μάλλον θεωρητικό άρθρο τού M.-L. Concasty, «Les ‘Informations’ de Jacques Tedaldi sur le siege et la prise de Constantinople», Byzantion, XXIV (1954), 95-110. Kείμενο τού Τεντάλντι υπάρχει επίσης στον Ρ. A. Dethier (επιμ.), Monumenta Hungariae historica, XXII, μέρος 1 (Ισταμπούλ, 1872), σελ. 891 και εξής. Για το άνοιγμα τής τάφρου από τον Κεράτιο βλέπε Barbarο, επιμ. Cornet, σελ. 15, επιμ. Dethier, στο ίδιο, σελ. 721-22.

[←10]

Κριτόβουλος, I, 25, επιμ. Müller, FHG, V-l, σελ. 74, επιμ. Grecu, σελ. 85, 87:

Εκείνες τις ημέρες έφτασε επίσης ένας Ιταλός, ο ονομαζόμενος Τζουστινιάνι, ισχυρός άνδρας και ευγενής, αλλά και έμπειρος σε θέματα πολέμου και πολύ γενναίος, έχοντας μαζί του δύο μεγάλα γαλιόνια, τα οποία είχε μόνος του επανδρώσει και εξοπλίσει καλά, με άνδρες και με κάθε είδους όπλα. Είχε πάνω στα καταστρώματα τετρακόσιους άνδρες με πανοπλίες. Είχε σταματήσει στη Χίο, τη Ρόδο και εκείνα τα μέρη τής θάλασσας, στρατολογώντας περισσότερους άνδρες από εκεί. Αυτός ο άνδρας, όταν έμαθε για τον πόλεμο εναντίον των Ρωμιών, για την επικείμενη πολιορκία τής πόλης και για τις μεγάλες προετοιμασίες τού σουλτάνου Μεχμέτ εναντίον της, ήρθε από μόνος του με τα γαλιόνια του για να βοηθήσει τούς Ρωμιούς και τον αυτοκράτορα Κωνσταντίνο. Υπάρχουν εκείνοι που λένε ότι τού ζητήθηκε να έρθει από τον Κωνσταντίνο, ο οποίος τού υποσχέθηκε, μετά τον πόλεμο, το νησί τής Λήμνου ως ανταμοιβή για τη βοήθειά του.

«Ἐν δὲ ταῖς αὐταῖς ἡμέραις ἀφικνεῖται καὶ τις ἀνὴρ Ἰταλός, Ἰουστῖνος ὄνομα, δυνατὸς τε καὶ τῶν εὖ γεγονότων, ἀλλὰ δὴ καὶ τὰ ἐς πόλεμον ἔμπειρος καὶ μάλα γενναῖος, ἔχων μεθ’ ἑαυτοῦ καὶ δύο τῶν μεγάλων ὁλκάδων, ἅς οἴκοθεν αὐτὸς ἐπισκευάσας καὶ ὁπλίσας καλῶς ἀνδράσι τε καὶ ὅπλοις παντοίοις (εἶχε γὰρ ἐπάνω τῶν καταστρωμάτων τούτων ἄνδρας καταφράκτους τετρακοσίους) διέτριβε περὶ τε Χίον καὶ Ῥόδον καὶ τὴν ταύτῃ θάλασσαν, λοχῶν τινας τῶν αὐτῷ διαφόρων˙ ὅς προμαθὼν τὸν τε πόλεμον Ῥωμαίων καὶ τὴν ὅσον οὐ τῆς πόλεως ἐσομένην πολιορκίαν καὶ τὴν μεγάλην τοῦ βασιλέως Μεχέμετι παρασκευὴν κατ’ αὐτῆς, ἧκεν αὐτόκλητος ξὺν ταῖς ὁλκάσι βοηθήσων Ῥωμαίοις καὶ βασιλεῖ Κωνσταντίνῳ· εἰσὶ δὲ οἵ καὶ μετάκλητον αὐτὸν γενέσθαι φασὶ παρ’ αὐτοῦ ὑπεσχημένου μετὰ τὸν πόλεμον μισθὸν τῆς βοηθείας τὴν Λῆμνον αὐτῷ.»

Δούκας, κεφ. 38, CSHB, Βόννη, σελ. 265-66:

Ο αυτοκράτορας Κωνσταντίνος φρόντιζε την κατάσταση, όσο μπορούσε, μαζί με τούς Γενουάτες τού Γαλατά. Γιατί κι εκείνοι σκέφτονταν αναγκαστικά ότι αν έπεφτε η Πόλη, θα ερημωνόταν και το δικό τους φρούριο. Είχαν λοιπόν στείλει ήδη επιστολές στη Γένουα ζητώντας βοήθεια. Ήρθε απάντηση ότι ένα πλοίο βρισκόταν ήδη καθ’ οδόν με πεντακόσιους οπλισμένους στρατιώτες για να βοηθήσει τον Γαλατά. Όταν κατέβηκαν οι ενετικές εμπορικές γαλέρες από την Αζοφική Θάλασσα και τον ποταμό Ντον και από την Τραπεζούντα, ο αυτοκράτορας και οι Ενετοί που κατοικούσαν στην Πόλη δεν τούς επέτρεψαν να συνεχίσουν προς Βενετία. Έμειναν ακριβώς για να βοηθήσουν στην υπεράσπιση τής πόλης.

«Ὁ βασιλεύς οὖν Κωνσταντῖνος, ὅσον δύναμις, ἐπιμελούμενος ἐπεμελεῖτο σὺν τοῖς τοῦ Γαλατά Γενουίταις· καὶ γὰρ καὶ αὐτοἱ εἶχον κατὰ νοῦν ἀπαραίτητον λογισμὸν, ὅτι ἐὰν ἡ πόλις ἁλῷ, καὶ τὸ φρούριον αὐτῶν ἔρημον γενήσεται. ἐν τούτῳ στείλαντες ἐν τῇ Γενούᾳ προλαβὼν γραφάς δεόμενοι βοηθείας, ἀντέγραψαν ὡς ἤδη ἔρχεται μία ναῦς σὺν φ’ ὁπλίταις εἰς βοήθειαν τοῦ Γαλατᾶ. καὶ αἱ τῶν Βενετικῶν ἐμπορικαὶ τριήρεις κατελθοῦσαι ἐκ τῆς Μαιώτιδος λίμνης καὶ τοῦ Τανάϊδος ποταμοῦ καὶ ἐκ Τραπεζοῦντος, ὁ βασιλεύς οὖν καὶ οἱ Βενετικοὶ οἱ κατοικοῦντες ἐν τῇ πόλει οὐκ εἴασαν αὐτὰς καταίρειν ἐν Βενετίᾳ, ἀλλ’ ἔμειναν εἰς βοήθειαν τάχα τῆς πόλεως,

Από τη Γένουα έφτασε επίσης ο Τζιοβάννι Λόνγκο Τζουστινιάνι με δύο τεράστια πλοία που μετέφεραν μεγάλη προμήθεια εξαιρετικού στρατιωτικού εξοπλισμού και καλά εξοπλισμένους νεαρούς στρατιώτες τής Γένουας, γεμάτους πολεμικό πάθος. Αυτός ο Τζιοβάννι ήταν πολύ ικανός στην τακτική τής ανάπτυξης συμμαχικών στρατιωτικών δυνάμεων. Ο αυτοκράτορας τον καλωσόρισε θερμά και τον τίμησε με το αξίωμα τού πρωτοστράτορα. Έδωσε στους στρατιώτες τού επιδόματα και τούς παραχώρησε πολλές εύνοιες. Στον Τζουστινιάνι ανατέθηκε η υπεράσπιση των τειχών κοντά στο παλάτι. Γιατί έβλεπαν ότι ο τύραννος εκεί έστηνε τα πετροβόλα κανόνια του και όλη την άλλη αντιπαράταξή του στα τείχη. Ο Κωνσταντίνος παραχωρούσε στον Τζιοβάννι με χρυσόβουλο το νησί τής Λήμνου, αν απωθούνταν ο Μεχμέτ και επέστρεφε πίσω, χωρίς να πετύχει τον σκοπό του να πάρει την Πόλη. Από τα΄τοτε λοιπόν πολεμούσαν ηρωικά οι Λατίνοι μαζί με τον Τζιοβάννι, βγαίνοντας έξω από τις πύλες τής πόλης και παίρνοντας θέσεις στις εξωτερικές οχυρώσεις και στην τἀφρο.

ὁμοίως καὶ ἐκ τῆς Γενούας ἐλθὼν εἷς ὀνόματι Ἰωάννης Λόγγος ἐκ τῶν Ἰουστινιανῶν σὺν δυσὶ νῆες ὑπερμεγέθεις, ἔχων καὶ πολεμικὰς παρασκευὰς πολλὰς καὶ καλὰς, σὺν ἐνόπλοις νέοις Γενουίταις ἀρεϊκὸν πνέοντας θυμὸν, καὶ ὁ αὐτὸς Ἰωάννης ἐπιδέξιος ἀνὴρ καὶ εἰς παραταγὰς καὶ συνασπισμοὺς πολέμων δοκιμώτατος. ἐδεξιώσατο τοῦτον ὁ βασιλεύς, καὶ ῥόγας ἐμέτρησε τοὺς στρατιώτας αὐτοῦ καὶ εὐεργεσίας ἔνειμε, καὶ πρωτοστράτορα τοῦτον ἐτίμησε, καὶ αὐτὸς τὴν φύλαξιν τῶν πρὸς τὸ παλάτιον κειμένων τειχέων ἀνελάβετο. καὶ γὰρ ἦσαν ὁρῶντες τὸν τύραννον ἐκεῖ τὰς σκευὰς τὰς πετροβόλους πηγνύοντα καὶ τὴν ἄλλην πᾶσαν ἀντίμαχον ἐν τοῖς τείχοις παράταξιν. εὐεργέτησε δὲ τούτῳ καὶ διὰ χρυσοβούλλου γράμματος τὴν νῆσον Λῆμνον, εἰ ἀποκρουσθήσεται ὁ Μεχεμέτ καὶ ὑποστραφήσεται ἄπρακτος ἐξ ὧν θαρρεῖ κερδᾶναι τῆς πόλεως. ἔκτοτε οὖν ἐμάχοντο ἡρωϊκῶς οἱ Λατῖνοι σὺν τῷ Ἰωάννῃ, ἐξερχόμενοι ἐκ τῶν πυλῶν τῆς πόλεως, καὶ ἱστάμενοι ἐν τῷ ἔξω κάστρῳ καὶ ἐν τῇ τάφρῳ.»

Ψευδο-Σφραντζής, III, 3, CSHB, Βόννη, σελ. 241-42, επιμ. Grecu, σελ. 386:

Υπήρχε και κάποιος από τη Λιγουρία στα δύο πλοία, ο οποίος ήταν ναύαρχος και άρχοντας, άνδρας πολύ επιδέξιος, ανδρείος και ικανός, που ονομαζόταν Τζιοβάννι Τζουστινιάνι, ο οποίος ήταν ευγενής. Βλέποντάς τον ο αυτοκράτορας να είναι σε όλα επιδέξιος, πρόσταξε να είναι αυτός αρχηγός και διοικητής τριακοσίων ανδρών και τού έδωσε εξουσία να προβλέπει και να αποφασίζει σε διάφορα άλλα αναγκαία πολεμικά ζητήματα, παίρνοντας μεγάλο θάρρος από αυτόν. Ο οποίος πράγματι, έκανε στην αρχή αξιομνημόνευτες πράξεις.

«…ὑπῆρχε δὲ τις ἐκ τῆς Λιγουρίας ἐν ταῖς δύο ναυσί, ὅς ἦν ναυάρχης καὶ κύριος, ἀνὴρ πάνυ δεξιὸς ἀνδρεῖος καὶ ἐπιτήδειος, τοὔνομα Ἰωάννης Ἰουστινιανός, ὅς γεννάδας εἶχε. θεωρῶν δὲ αὐτὸν ὁ βασιλεύς εἰς τὰ πάντα δεξιὸν δήμαρχον αὐτὸν καὶ στρατηγὸν ἐπὶ τριακοσίους ἄνδρας προσέταξεν εἶναι, καὶ προβλέπειν καὶ διοικεῖν αὐτὸν εἰς ἕτερά τινα ἀναγκαῖα τοῦ πολέμου ἐξουσίαν ἔδωσε, θαρρήσας μεγάλως εἰς αὐτὸν· ὅς ὄντως καὶ ἐν τῇ ἀρχῇ ἔργα ἄξια μνήμης ἐποίησε.»

Ο Barbaro αναφέρει ότι η συνολική δύναμη τού Τζιοβάννι Τζουστινιάνι ανερχόταν σε 700 άνδρες. [Giornale, επιμ. Cornet, σελ. 13, επιμ. Dethier, σελ. 717]. Ο Τζιοβάννι ήταν μέλος τής οικογένειας των Τζουστινιάνι-Λόνγκι, που κατοικούσαν από καιρό στο νησί τής Χίου [πρβλ. Ch. Hopf, Chroniques gréco-romanes, Βερολίνο, 1873, ανατυπ. Βρυξέλλες, 1966, σελ. 517, γενεαλ. πίνακες]. Για την άφιξή του στην Κωνσταντινούπολη βλέπε την προηγούμενη σημείωση και Λεονάρδο τής Χίου, στο Lonicer, Chron. turcica, II, 87. Ενώ ο Κριτόβουλος [ό. π.] αναφέρει ότι ο Τζουστινιάνι έφτασε με 400 άνδρες με πανοπλίες, ο Λεονάρδος λέει ότι υπήρχαν μόνο 300 Γενουάτες μαζί του στο χερσαίο τείχος την τελευταία μέρα τής πολιορκίας [ό. π., σελ. 93 και Pertusi, Caduta di Costantinopoli, I (1976), 148], αν και πιο πριν είχε αναφέρει ότι ο Τζουστινιάνι είχε έρθει «με τετρακόσιους περίπου πάνοπλους άνδρες» (cum … armatis circiter quadringentis) [στο ίδιο, σελ. 132].

Οι Λόνγκι αποτελούσαν χωριστό κλάδο των Τζουστινιάνι, όπου οι τελευταίοι αποτελούσαν μάλιστα ένωση οικογενειών (albergo) που σχηματίστηκε τον Μάρτιο τού 1364 και είχε υιοθετήσει το όνομα των Τζουστινιάνι για διάφορους πολιτικούς και κοινωνικούς λόγους. Μια τέτοια συμμαχία ή ένωση οικογενειών, η οποία επέτρεπε στις μικρότερες να ανταγωνίζονται τις μεγαλύτερες ομάδες συγγενών, αποτελούσε παραδόξως γενουάτικο θεσμό. Πρβλ. Philip P. Argenti, The Occupation of Chios by the Genoese, I (Καίμπριτζ, 1958), 134, 332-34. τη μια περίοδο ή την άλλη υπήρχαν 120 οικογένειες στην ένωση (albergo) των Τζουστινιάνι [Argenti, Hieronimo Giustiniani’s History of Chios, Καίμπριτζ, 1943, σελ. 387].

[←11]

Χαλκοκονδύλης, βιβλίο viii, CSHB, Βόννη, σελ. 384, γραμμές 6-13, επιμ. Darkò, II, 150, γραμμές 10-17:

«Όταν οι Έλληνες έμαθαν ότι ο στόλος τού σουλτάνου ετοιμαζόταν να τούς επιτεθεί, άπλωσαν μια σιδερένια αλυσίδα στη θάλασσα, από το σημείο απέναντι από την πόλη [Γαλατάς] μέχρι τα τείχη τού Βυζαντίου, κοντά στη λεγόμενη ακρόπολη, ενώ τοποθέτησαν κοντά στην αλυσίδα όλα τα πλοία που τύχαινε να βρίσκονται εκεί, μερικά ως σύμμαχοι και άλλα για χάρη τού εμπορίου. Πρόθεσή τους ήταν να εμποδίσουν με αυτόν τον τρόπο τον στόλο τού σουλτάνου να εισέλθει στο λιμάνι τού Βυζαντίου.»

«Ἕλληνες μὲν οὖν ὡς ἐπύθοντο ἐπιέναι σφίσι τὸν βασιλέως στόλον, διὰ θαλάσσης πέδας σιδηρᾶς διατείνοντες ἀπὸ τῆς καταντικρὺ πόλεως ἐς τὸ τεῖχος τοῦ Βυζαντίου, παρὰ τὴν ἀκρόπολιν καλουμένην, καὶ τάς τε ναῦς, ὅσαι ἔτυχον παραγενόμεναι αὐτοῦ, αἱ μὲν μετὰ ξυμμαχιῶν αἱ δὲ καὶ ἐμπορίας χάριν, φέροντες καθίστασαν ἐς τὰς πέδας. καὶ οὕτω διενοοῦντο διακωλύειν τὸν βασιλέως στόλον μὴ παριέναι εἴσω ἐς τὸν Βυζαντίου λιμένα.»

Δούκας, κεφ. 38, CSHB, Βόννη, σελ. 268, γραμμές 2-6:

Το λιμάνι τής πόλης ήταν κλεισμένο με αλυσίδα, που εκτεινόταν από την Ωραία Πύλη μέχρι τον Γαλατά. Τα πλοία στέκονταν από μέσα σε γραμμή, για να προστατεύσουν το λιμάνι και την αλυσίδα.

«…ὁ δὲ λιμὴν τῆς πόλεως ἦν κεκλεισμένος σὺν τῇ ἀλύσει ἀπὸ τοῦ μέρους τῆς πύλης τῆς πόλεως τῆς καλουμένης ὡραίας εἰς τὸ τοῦ Γαλατᾶ μέρος, καὶ αἱ νῆαι ἵσταντο ἔνδον ὁρμαθηδὸν προσέχοντες τὸν λιμένα καὶ τὴν ἄλυσιν.»

Ψευδο-Σφραντζής, III, 3, CSHB, Βόννη, σελ. 238, γραμμές 6-8, επιμ. Grecu, σελ. 382, γραμμές 26-28:

Την ίδια μέρα έφτασε και μέρος τού στόλου του και πλησίασε στις ακτές τής θάλασσας τής πόλης. Ήσαν τριάντα περίπου γαλέρες και εκατόν τριάντα ταχύπλοα, εμπορικά πλοία, μικρά σκάφη και γαλιόνια. Κι έτσι βρισκόταν δίπλα στην Πόλη, πολιορκώντας την με κάθε τρόπο και μηχάνημα, έχοντας περικυκλώσει από στεριά και θάλασσα τα δεκαοκτώ μίλια τής περιμέτρου τής πόλης. Και ο αυτοκράτορας πρόσταξε να τοποθετηθεί στην είσοδο τού λιμανιού η πολύ βαριά σιδερένια αλυσίδα, για να εμποδίσει την έφοδο τού στόλου των εχθρικών πλοίων.

«…καί τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ ἔφθασεν καὶ μέρος τοῦ στόλου αὐτοῦ, καὶ έπλησίασεν ἐν ταῖς άκταῖς τῆς θαλάσσης τῆς πόλεως. ἦσαν δὲ τριήρεις ὡσεὶ τριάκοντα καὶ δρόμωνες, νῆες δὲ καὶ πλοιάρια καὶ μονήρεις τριάκοντα καὶ ἑκατὸν. καὶ οὕτως παρέπεται τῇ πόλει πολιορκῶν αὐτὴν πᾶσι τρόποις καὶ μηχαναῖς, διὰ ξηρᾶς καὶ θαλάσσης περικυκλώσας τὰ δέκα ὀκτὼ μίλια τῆς πόλεως. καὶ ὁ βασιλεὺς προσέταξε τὴν σειρὰν τὴν σιδηρᾶν τὴν βαρυτάτην ἐν τῷ στόματι τοῦ λιμένος βαλεῖν, ἵνα τοῦ στόλου, λέγω τῶν πολεμίων πλοίων, κωλύσῃ τὴν ἔφοδον…»

Barbaro, Giornale, επιμ. Cornet, σελ. 15. Sa’d-ad-Din, Taj-ut-tevarikh, μετάφρ. E. J. W. Gibb, σελ. 24. Η αλυσίδα χρησιμοποιήθηκε μόνο πέντε φορές ως μέρος των οχυρώσεων τής πόλης (τα χρόνια 717-718, 821, 969, 1203 και 1453). Bλέπε τη λεπτομερή περιγραφή τού R. Guilland, «La Chaine de la Corne d’ Or», Ἐπετηρίς Ἑταιρείας Βυζαντινῶν Σπουδῶν, XXV (1955), 88-120. Ο γνωστός Τούρκος περιηγητής Εβλία Τσελεμπή (πέθανε το 1669) έγραψε περιγραφή τής πολιορκίας και πτώσης τής Κωνσταντινούπολης στο έργο του Seyahatname, τόμ. I, κεφ. 10, που είναι λιγότερο ενδιαφέρουσα ως ιστορική πηγή απ’ ό,τι ως καταγραφή τής μεταγενέστερης τουρκικής παράδοσης (και τής φαντασίας τού Εβλία). Yπάρχει γαλλική μετάφραση τού κειμένου από την Η. Turkova, «Le Siege de Constantinople d’apres le Seyahatname d’Evliya Celebi» στο Byzantinoslavica, XIV (1953), 1-13 και στο ίδιο, XVII (1956), 125-27. Για τούς Τούρκους ιστορικούς και για την (όπως φαίνεται) μάλλον περιορισμένη αξία τους για στοιχεία για την πολιορκία και πτώση τής Κωνσταντινούπολη, βλέπε Alessio Bombaci, La litteratura turca, 2η εκδ., Φλωρεντία και Μιλάνο, 1969, ιδιαίτερα σελ. 351 και εξής και Pertusi, Caduta di Costantinopoli, I (1976), σελ. xi-xix, 304 και εξής και II, 254 και εξής.

[←12]

Feridun-Bey, Munşeat-i Salatin, I (Ισταμπούλ, 1848), σελ. 239, αναφερόμενο από A. D. Mordtmann, Belagerung und eroberung Constantinopels durch die Turken im Jahre 1453, Στουτγκάρδη και Άουγκσμπουργκ, 1858, σελ. 44 και K. Müller, σημείωση για Κριτόβουλο, I, 23. 1 στο FHG, V-l, σελ. 71. Tα κείμενα των Κριτόβουλου και Σφραντζή (βλέπε τις επόμενες σημειώσεις) συμβιβάζονται όμως καλύτερα αν δεχτούμε ότι ο Μωάμεθ έφυγε από την Αδριανούπολη στις 25 ή 26 Μαρτίου. Λεπτομέρειες κάποιας σημασίας παρέχονται σε μια μάλλον ύστερη ρωσική περιγραφή, στο Povest’ o sozdanii io vziatii Tsaregrada, πρωτοδημοσιευμένο από τον I. I. Sreznevskii και μεταφρασμένο στα γαλλικά από τον Ph. Ant. Dethier ως ο «Aνώνυμος Μοσχοβίτης» στο Mon. Hung. hist., XXII, μέρος 1 (1872), σελ. 1053-1122. Χρησιμοποιημένο ελέυθερα από τον Chedomil Mijatovich, Constantine The Last Emperor of the Greeks, Λονδίνο, 1892, σελ. 150 και εξής, 233-34, το κείμενο επενεξετάστηκε από τον N. Iorga, «Une source negligee de la prise de Constantinople», Bulletin historique de l’ Academie roumaine, XIII (Βουκουρέστι, 1927), 59-128 σε σχέση με ρουμανική εκδοχή τού 18ου αιώνα και πρβλ. Pertusi, Caduta di Costantinopoli, I (1976), 261 και εξής.

[←13]

Κριτόβουλος, I, 23, 1, επιμ. Miller, FHG, V-l, σελ. 71b, επιμ. Grecu, σελ. 83, 85: «…καὶ ἀφικνεῖται δεκαταῖος ἐς τὸ Βυζάντιον…»

[←14]

Σφραντζής, Χρονικόν, PG 156, 1060D, επιμ. Grecu, σελ. 96, γραμμές 10-11: «Καὶ τῇ δ’ τοῦ Ἀπριλλίου μηνὸς τοῦ αὐτοῦ ἔτους ἦλθε πάλιν ὁ ἀμηρᾶς καὶ παρέπεσε τὴν Πόλιν, πολιορκῶν τὴν πόλιν πᾶσι τρόποις καὶ πάσαις μηχαναῖς διὰ τε γῆς καὶ θαλάσσης.»

Πρβλ. Ψευδο-Σφραντζή, III, 3, CSHB, Βόννη, σελ. 237, γραμμές 7-9, επιμ. Grecu. σελ. 382, γραμμές 10-11: «…καί τῇ β΄ τοῦ Ἀπριλλίου ἔφθασε καὶ ὁ ἀμηρᾶς μετὰ πλῆθος ἀναρίθμητον στρατοῦ ἱππικοῦ τε καὶ πεζοῦ….», ο οποίος δίνει τις 2 Απριλίου ως ημερομηνία άφιξης τού Μωάμεθ και θεωρεί επίσης την έναρξη τής πολιορκίας από αυτή την ημερομηνία, αφού παρουσιάζει τον αυτοκράτορα Κωνσταντίνο να λέει το βραδυ τής 28ης Μαΐου στην τελική προσφώνησή του προς τον στρατό και τη βυζαντινή αυλή, ότι ο Μωάμεθ διατηρούσε την ολοήμερη και ολονύχτια περικύκλωση και τον κανονιοβολισμό τής πόλης επί πενηνταεπτά μέρες [στο ίδιο ΙΙΙ, 6, σελ. 273, γραμμές 8-11, επιμ. Grecu, σελ. 416, γραμμές 15-17]:

«…αὐτὸς δὲ ὁ ἀλιτήριος ὁ ἀμηρᾶς πεντήκοντα καὶ ἑπτὰ ἡμέρας ἄγει σήμερον αφ’ οὗ ἡμᾶς ἐλθὼν ἀπέκλεισεν καὶ μετὰ πάσης μηχανῆς καὶ ἰσχύος καθ’ ἡμέραν τε καὶ νύκτα οὐκ ἐπαύσατο πολιορκῶν ἡμᾶς».

(Δεδομένου ότι οι αναφορές μου στην έκδοση CSHB, Βόννη τού Ψευδο-Σφραντζή προηγούνται εκείνων που παρέχω για την έκδοση Grecu, έχω διατηρήσει τούς αριθμούς κεφαλαίων τής έκδοσης CSHB, Βόννη, τούς οποίους ο Grecu άλλαξε χωρίς να υπάρχει λόγος και η παρούσα αναφορά, για παράδειγμα, εμφανίζεται στην έκδοση τού τελευταίου ως βιβλίο iii, κεφ. 8.) H ημερομηνία τού Σφραντζή (4 Απριλίου) συμφωνεί με εκείνη τού Barbaro (πρβλ. την επόμενη σημείωση).

[←15]

Barbaro, Giornale, επιμ. Cornet, σελ. 18. Δούκας, κεφ. 36, CSHB, Βόννη, σελ. 263, γραμμές 8-10: «τῇ Παρασκευῇ οὖν τῆς διακαινησίμου, καὶ ὁ Ναβουχοδονόσωρ ἐπὶ θύραις Ἱερουσαλήμ…». Βλέπε επίσης Müller, σημείωση στο Κριτόβουλος, I, 23, 1 στο FHG, V-l, σελ. 71 και πρβλ. Λεονάρδο Χίου στο Lonicer, Chron. turcica, II, 86. Σύμφωνα με τον Barbaro ο Μωάμεθ στρατοπέδευσε κατά την πρώτη ώρα, η οποία στα τέλη Μαρτίου και αρχές Απριλίου άρχιζε μεταξύ οκτώ και εννέα μ.μ. Ο Τζάκοπο Τεντάλντι γράφει ότι ο Μωάμεθ έφτασε στην πόλη στις 4 Απριλίου και ότι η πολιορκία άρχισε στις 5 τού μηνός [Martène και Durand, Thesaurus novus anecdotorum, I, στήλες 1819 και εξής].

[←16]

Κριτόβουλος, I, 23, επιμ. Müller, FHG, V-l, σελ. 71b-72a., επιμ. Grecu, σελ. 83, 85:

Ο ίδιος ο σουλτάνος ξεκίνησε από την Αδριανούπολη με όλο τον στρατό του, ιππικό και πεζικό, προχωρώντας από την ενδοχώρα, καταστρέφοντας και ενοχλώντας τα πάντα, προκαλώντας πανικό και αγωνία και τον μεγαλύτερο τρόμο απ΄ όπου περνούσε. Έφερε μαζί του και τα μηχανήματα [κανόνια], και σε δέκα ημέρες έφτασε στο Βυζάντιο. Στρατοπέδευσε μπροστά στην Πόλη, κάπου κοντά στα τείχη, τέσσερα περίπου στάδια έξω, απέναντι από την πύλη που ονομάζεται Πύλη Ρωμανού.

«Αὐτὸς δὲ ἅρας ἐκ τῆς Ἀδριανοῦ παντὶ τῷ στρατῷ ἱππικῷ τε καὶ πεζικῷ διὰ τῆς μεσογείας ἐχώρει, ἅπαντα ξυγκυκῶν τε καὶ ξυνταράττων καὶ φόβον καὶ ἀγωνίαν καὶ φρίκην μεγίστην ἐμποιῶν καθ’ οὕς ἀν γένοιτο, ξυνεπαγόμενος ἅμα οἱ καὶ τὰς μηχανὰς· καὶ ἀφικνεῖται δεκαταῖος ἐς τὸ Βυζάντιον, καὶ στρατοπεδεύεται πρὸς τῇ πόλει ἐγγὺς που τοῦ τείχους, ὅσα ἀπὸ σταδίων τεσσάρων, πρὸς ταῖς καλουμέναις πύλαις τοῦ Ῥωμανοῦ.»

Ψευδο-Σφραντζής, III, 3, CSHB, Βόννη, σελ. 237, γραμμές 9-10, επιμ. Grecu, σελ. 382, γραμμές 11-12:

Όταν ήρθε, έστησε τη σκηνή του απέναντι από την Πύλη Αγίου Ρωμανού και ο στρατός σαν την άμμο τής θάλασσας στα έξι μίλια τής στεριάς, από τη μια θάλασσα μέχρι την άλλη.

«…ἐλθὼν τὴν σκηνὴν αυτοῦ πήγνυσιν ἐξ ἐναντίας τῆς πύλης τοῦ ἁγίου Ῥωμανοῦ, καὶ ὁ στρατὸς ὡσεὶ ἄμμος θαλάσσης κατὰ τὸ Ἑξαμίλιον τῆς χέρσου ἐκ τῆς μιᾶς θαλάσσης καὶ ἐκ τῆς ἑτέρας…»

Χαλκοκονδύλης, βιβλίο viii, CSHB, Βόννη, σελ. 385, γραμμές 3-5, επιμ. Darkò, 11-2, 151, γραμμές 5-7:

Ένα από τα κανόνια τοποθετήθηκε απέναντι από το παλάτι, το άλλο απέναντι από τη λεγόμενη Πύλη Ρωμανού, όπου στρατοπέδευσε ο ίδιος ο σουλτάνος.

«…ἵδρυτο δὲ ὁ μὲν τῶν τηλεβόλων κατὰ τὰ ἐκείνων βασίλεια, ὁ δὲ κατὰ τὴν τοῦ Ῥωμανοῦ καλουμένην πύλην, ᾗ δὴ αὐτὸς ἐστρατοπεδεύετο βασιλεύς.»

Ο Δούκας, κεφ. 37, CSHB, Βόννη, σελ. 263, γραμμές 2-3 γράφει ότι ο Μωάμεθ έστησε τη σκηνή του απέναντι από την Πύλη Χαρισίου (βλέπε πιο κάτω):

«…καὶ πήξας τὰς αὐτοῦ σκηνὰς κατέναντι τῆς πύλης τοῦ Χαρισοῦ ὄπισθεν τοῦ βουνοῦ…»

Από το ύψωμα στο οποίο στήθηκε η σκηνή μπορεί μάλιστα να περιγραφεί ως «πάνω και απέναντι από την Πύλη Χαρισίου» (κατέναντι τῆς πύλης τοῦ Χαρισοῦ). Για τοπογραφικές λεπτομέρειες τής πόλης βλέπε την εξαιρετική εργασία τού R. Janin, Constantinople byzantine, 2η εκδ., Παρίσι, 1964. Η πορεία τής πολιορκίας μπορεί να ακολουθηθεί στο μεγάλο σχέδιο (υπ’ αριθ. i) στον φάκελλο χαρτών στο τέλος τού τόμου τού Janin. Μικρότερα σχέδια είναι εύκολα διαθέσιμα αλλού [για παράδειγμα στο Pears, Destruction of the Greek Empire, απέναντι από σελ. 335, Steven Runciman, The Fall of Constantinople (1453), Καίμπριτζ, 1965, απέναντι από σελ. 89 και Pertusi, Caduta di Costantinopoli, I (1976), σελ. 332-33]. Άλλες πηγές αναφέρουν ότι το αντίσκηνο τού σουλτάνου και το βαρύτερο κανόνι του στήθηκαν απέναντι από την Πύλη «Αγίου Ρωμανού» (βλέπε πιο κάτω).

[←17]

Χαλκοκονδύλης, βιβλίο viii, CSHB, Βόννη, σελ. 384, γραμμές 21-24, επιμ. Darkò, II-2, 150-51:

Ο αυτοκράτορας και οι Έλληνες πραγματοποίησαν συμβούλιο και αποφάσισαν να αναπτυχθούν στο εξωτερικό τείχος, που βρίσκεται πάνω από την τάφρο, και να αμυνθούν εκεί, όπως είχαν αποφασίσει να κάνουν εναντίον τού Μουράτ, όταν είχε πολιορκήσει την πόλη.

«τῷ μὲν οὖν βασιλεῖ καὶ τοῖς Ἕλλησι βουλευομένοις ἐδέδοκτο παρατασσομένοις ἐς τὸ ἐκτὸς τεῖχος ἀμύνεσθαι, οἷα τῇ τάφρῳ ὑπερκείμενον, κατὰ τὰ πρὶν δεδογμένα σφίσιν ἐπὶ Ἀμουράτεω, ὅτε ἐπολιόρκει τὴν πόλιν.»

Για την πολιορκία τού Μουράτ Β΄ το καλοκαίρι τού 1422, πρβλ. πιο πάνω, Κεφ. 1, περιοχή σημ. 31-32 και βλέπε Χαλκοκονδύλη, βιβλίο v, CSHB, Βόννη, σελ. 227-33, επιμ. Darkò, II-l (Βουδαπέστη, 1923), 6-12:

Λίγο αργότερα βάδισε εναντίον τού Βυζαντίου και των Ελλήνων. Έστειλε μπροστά τον Μιχάλογλου, τον βεζύρη του και στρατηγό τής Ευρώπης. Εκείνος πήρε ολόκληρο τον στρατό από την Ευρώπη και εισέβαλε στα εδάφη τού Βυζαντίου. Ύστερα από αυτό στρατοπέδευσε και στη συνέχεια ξεκίνησε και ο ίδιος ο Μουράτ, ο γιος τού Μεχμέτ, έχοντας τούς γενίτσαρους και όλους τούς άνδρες τής Πύλης που ακολουθούν τον σουλτάνο όταν εκστρατεύει. Έφτασε επίσης με τα στρατεύματα τής Ασίας και το στρατόπεδό τους απλωνόταν από θάλασσα σε θάλασσα. …

«Οὐ πολλῷ δὲ ὕστερον ἐστρατεύετο ἐπὶ Βυζάντιον καὶ ἐπὶ τοὺς Ἕλληνας. προέπεμψε δὲ Μιχαλόγλην, πρυτανέα τε ἅμα καὶ στρατηγὸν τῆς Εὐρώπης. καὶ λαβὼν οὗτος τὸ ἀπὸ τῆς Εὐρώπης στράτευμα ἅπαν, ἐπέδραμέ τε τὴν Βυζαντίου χώραν. μετὰ δὲ ταῦτα ἐστρατοπεδεύετο, καὶ αὐτίκα ἀπήλαυνεν Ἀμουράτης ὁ Μεχμέτεω, τούς τε νεήλυδας ἔχων καὶ τὴν θύραν ἅμα, ὅσοι βασιλεῖ ἕπονται, ὅποι ἂν στρατεύηται. καὶ τὰ Ἀσίας στρατεύματα ἔχων παρεγένετο, καὶ ἐστρατοπεδεύετο ἀπὸ θαλάσσης εἰς θάλασσαν. …

Ο Μουράτ λοιπόν, ο γιος τού Μεχμέτ, έθετε σε δοκιμασία τα τείχη με τα κανόνια του και άλλες μηχανές, επιτίθετο στα τείχη για πολλές ημέρες και σε πολλά μέρη σε προσπάθεια να τα καταλάβει. Οι Έλληνες τον απωθούσαν ρίχνοντας τούς γενίτσαρους τού σουλτάνου κάτω από τις σκάλες τους, ενώ έκοψαν τα κεφάλια μερικών και τα πήραν. Καθώς δεν σημείωνε πρόοδο στην κατάκτηση τής πόλης, ο Μουράτ θύμωσε και ενοχλήθηκε, γιατί είχε σκεφτεί ότι θα καταλάμβανε την πόλη. Οι Έλληνες τού έστειλαν πρέσβεις ενώ βρισκόταν εκεί, αλλά δεν ήθελε να συμβιβαστεί μαζί τους. Λίγες ημέρες αργότερα αναχώρησε για το σπίτι και απέλυσε τον στρατό του.

Τότε μὲν οὖν Ἀμουράτης ὁ Μεχμέτεω τηλεβόλοις καὶ ἄλλαις μηχαναῖς πειρασάμενος τοῦ τείχους περὶ ἡμέρας ἱκανὰς προσέβαλε τῷ τείχει ἁπανταχῇ καὶ ἑλεῖν ἐπειρᾶτο. ἐξεκρούσαντο δὲ αὐτὸν ἀπό τε τῶν κλιμάκων καταβαλόντες οἱ Ἕλληνες τοὺς βασιλέως νεήλυδας, καὶ ἐνίων ἀποταμόμενοι τὰς κεφαλὰς ἀπηνέγκαντο. Ἀμουράτης δ’, ὡς οὐδὲν προεχώρει ἡ τοῦ ἄστεως αἵρεσις, ἤσχαλλέ τε καὶ ἠθύμει, ᾤετο δὲ αἱρήσειν τὴν πόλιν. διατρίβοντι δὲ αὐτῷ ἐπεκηρυκεύοντό τε οἱ Ἕλληνες· ἀλλ’ οὐδ’ ὣς ἤθελεν αὐτοῖς σπένδεσθαι. μετ’ οὐ πολλὰς δὲ ἡμέρας ἀπεχώρει ἐπ’ οἴκου, καὶ τὰ στρατεύματα αὐτῷ διῆκεν.»

Βλέπε επίσης Κ. N. Sathas, Documents inédits relatifs a l’histoire de la Grèce au moyen age, I (Παρίσι, 1880, ανατυπ. Αθήνα, 1972), αριθ. 79, σελ. 120-21, 122, με ημερομηνία 26 Αυγούστου 1422.

Βλέπε και Δούκα, κεφ. 28, CSHB, Βόννη, σελ. 189, γραμμές 20-23:

Δεν ήταν όμως καθόλου διατεθειμένος να συμβιβαστεί με τον αυτοκράτορα Ιωάννη, αλλά έτρεφε άθλιο μίσος εναντίον του. Καθώς δεν μπορούσε να κάνει τίποτε εναντίον τής πόλης, …

«…μετὰ δὲ τοῦ βασιλέως Ἰωάννου οὐκ ἦν τὸ σύνολον ἡμερωθῆναι, ἀλλ’ ἔτρεφεν ἔχθραν ἄσπονδον. ὡς οὖν οὐκ ἠδυνήθη τι πρᾶξαι κατὰ τῆς πόλεως…»

και στο ίδιο, κεφ. 29, CSHB, Βόννη, σελ. 197, γραμμή 5

Εννοώ την εποχή τής πολιορκίας [της Θεσσαλονίκης] από τον Μουράτ και πριν από την πολιορκία τής πόλης .

«…ἐν δὲ τῷ καιρῷ τῆς μάχης, τοῦ Μωράτ λέγω, καὶ πρὸ τῆς μάχης τῆς πόλεως…»

Ο Μουράτ Β΄ είχε επίσης χρησιμοποιήσει κανόνια εναντίον τής πόλης, αλλά δεν πέτυχαν τα καταστροφικά αποτελέσματα τού 1453. Για το δυτικό τείχος βλέπε Ernest Mamboury, Istanbul touristique, Ισταμπούλ, 1951, σελ. 430-31 και ιδιαίτερα Janin, Constantinople byzantine (1964), σελ. 265-83 και πρβλ. σελ. 347, 406, 420-21, όπου όμως δεν γίνεται αναφορά τής σύγχυσης κατά τον 15ο αιώνα μεταξύ τού Πέμπτου και τής «πολιτικής» Πύλης Αγίου Ρωμανού.

[←18]

Λεονάρδος Χίου στο Lonicer, Chron. turcica, II, 93, ο οποίος πίστευε ότι έπρεπε να είχε γίνει μεγαλύτερη προσπάθεια για την ανοικοδόμηση των κατεστραμμένων τμημάτων τού υψηλότερου, εσωτερικού τείχους, το οποίο, όπως λέει, έπρεπε να ήταν δεύτερη γραμμή άμυνας.

[←19]

Χαλκοκονδύλης, βιβλίο viii, CSHB, Βόννη, σελ. 383, γραμμές 13-15, επιμ. Darkò, II-2, 149, γραμμές 21-22:

Ολόκληρος ο στρατός λέγεται ότι αριθμούσε περίπου τετρακόσιες χιλιάδες άνδρες…

«…λέγεται δὲ γενέσθαι ξύμπαντα τὸν στρατὸν ἀμφὶ τὰς τεσσαράκοντα μυριάδας…»

Barbaro, Giornale, επιμ. Cornet, σελ. 18: «…οι Τούρκοι ήσαν περίπου 160.000» (…fo Turchi zerca zento e sesanta milia).

Πρβλ. Κριτόβουλο, I, 23, επιμ. Müller, FHG, V-l, σελ. 72b-73a, επιμ. Grecu, σελ. 85:

Ολόκληρος ο στρατός ήταν, όπως λεγόταν, περισσότεροι από τριακόσιες χιλιάδες μαχητές, χωρίς να προσμετράται το άλλο πλήθος, πολύ μεγάλο, των ακολούθων τού στρατοπέδου.

«Ό δὲ στρατὸς ἅπας ἦν, ὡς ἐλέγετο, ὑπὲρ τὰς τριάκοντα μυριάδας τὸ μάχιμον, ἄνευ μέντοιγε τοῦ ἄλλου ὁμίλου, ὅς πολὺς εἵπετο.»

Πρβλ. Δούκα, κεφ. 39, CSHB, Βόννη, σελ. 283, που προσδιορίζει τη δύναμη σε πάνω από 260.000:

Η παράταξη ήταν όντως τρομερή. Ο ίδιος ο τύραννος ήταν έφιππος το απόγευμα τής Δευτέρας. Ακριβώς απέναντι από τα πεσμένα τείχη πολεμούσε μαζί με τούς πιστούς σκλάβους του, νέους και πολύ δυνατούς, πάνω από δέκα χιλιάδες, που πολεμούσαν σαν λιοντάρια. Πίσω και στις δύο πλευρές υπήρχαν περισσότεροι από εκατό χιλιάδες ιππείς. Στα νότια, μέχρι το λιμάνι τής Χρυσής Πύλης, υπήρχαν άλλες εκατό χιλιάδες στρατιώτες ή και περισσότεροι. Από το σημείο όπου στεκόταν ο ηγεμόνας μέχρι τις άκρες τού παλατιού, υπήρχαν άλλοι πενήντα χιλιάδες στρατιώτες. Υπήρχαν αναρίθμητοι και στα πλοία και τη γέφυρα.

«…καί ἦν ἡ παράταξίς μεγάλη σφόδρα. ἐμάχετο οὖν κατὰ πρόσωπον τῶν πεσόντων τειχέων σὺν τοῖς αὐτοῦ πιστοῖς δούλοις νέοις καὶ παναλκέσιν, ὑπερμαχοῦντες ὡς λέοντες ἐπέκεινα τῶν δέκα χιλιάδων, ἐξ ὄπισθεν δὲ καὶ ἐκ πλαγίων ἄνδρες μάχιμοι ἱππόται ὑπὲρ τὰς ρ’ χιλιάδας, ἐν δὲ τοῖς κάτω μέρεσιν ἄχρι τοῦ λιμένος τῆς χρυσῆς ἔτεραι ἑκατὸν καὶ ἐπέκεινα, καὶ ἀπὸ τοῦ τόπου οὗ ἵστατο ὁ ἡγεμὼν ἕως τοῦ παλατίου τὰς ἄκρας ἕτεραι πεντήκοντα χιλιάδες, καὶ εἰς τὰ πλοῖα καὶ τὴν γέφυραν ὑπὲρ ἀριθμὸν…»

Αλλά ο Δούκας αλλού γράφει ότι αυτόπτες μάρτυρες προσδιόριζαν τον αριθμό σε περισσότερους από 400.000 [κεφ. 38, σελ. 267, γραμμές 6-7]:

… ο τύραννος συγκέντρωνε περισσότερες δυνάμεις. Ο αριθμός εκείνων που κλήθηκαν και εκείνων που προσήλθαν εθελοντικά ήταν αμέτρητος. Οι ανιχνευτές ανέφεραν ότι υπήρχαν περισσότεροι από τετρακόσιες χιλιάδες.

«…ὁ γὰρ τύραννος εἰς πλέον ἠθροίζετο, συνήχθησαν οὖν ἄνδρες κλητοὶ καὶ αὐτόκλητοι ὑπὲρ ἀριθμὸν δυνατὸν εἰπεῖν. ἔλεγον οὖν, ὅσοι κατεσκόπευον, εἶναι ὑπὲρ τετρακοσίας χιλιάδας.»

Ο Λεονάρδος Χίου στο Lonicer, Chron. turcica, II, 86 μάς πληροφορεί ότι υπήρχαν περισσότεροι από 300.000, μεταξύ των οποίων υπήρχαν 15.000 γενίτσαροι.

Ο Σφραντζής προσδιορίζει τις χερσαίες τουρκικές δυνάμεις σε 200.000 [Χρονικόν, PG 156, 1060D, επιμ. Grecu, σελ. 96, γραμμή 14]:

Περικύκλωσε τα 18 μίλια τής περιμέτρου τής πόλης με 400 μικρά και μεγάλα σκάφη από τη θάλασσα και με 200.000 άνδρες από τη στεριά.

«…περικυκλώσας καὶ τὰ ιηʹ μίλια τῆς πόλεως, τετρακοσίων πλευσίμων ὄντων ἀπὸ τὴν θάλασσαν μικρῶν καὶ μεγάλων, διακοσίων δὲ χιλιάδων ἀνδρῶν ἀπὸ τῆς στερεᾶς,…»

Aλλά ο Ψευδο-Σφραντζής τις προσδιορίζει σε 258.000 [III, 3, CSHB, Βόννη, σελ. 240, γραμμές 16-17, επιμ. Grecu. σελ. 384, 386]:

«ὁ δὲ στρατὸς ὁ θέλων μάχεσθαι ἐκ τῆς χέρσου χιλιάδες ὑπῆρχον ὀκτὼ καὶ πεντήκοντα καὶ διακόσιαι.»

O Ισίδωρος τού Κιέβου τις υπολογίζει σε 300.000 [Pertusi, Caduta di Costantinopoli, I (1076), 68, 88, 94, 108], όπως και ο Henry τού Soemmern [στο ίδιο, II, 82, Iorga, Notes et extraits, IΙΙ (1902), 310].

Ο συγγραφέας τού «Θρήνου για την Κωνσταντινούπολη», επιμ. Adolf Ellissen, Analekten Der Mittel- Und Neugriechischen Literatur, III (Λειψία, 1857), σελ. 208-12, στίχοι 749-79, δίνει σύνολο 217.000 ανδρών (147.000 από την Ευρώπη, 70.000 από την Aσία), μεταξύ των οποίων υπήρχαν 15.000 γενίτσαροι [παρατιθέμενο και σωστά εκτιμώμενο από τον Müller, σημείωση στον Κριτόβουλο, FHG, V-l, σελ. 73]. Ο Τεντάλντι στο Martène και Durand, Thes. novum anecdotorum, I, στήλη 1820AB] αναφέρει ότι o Μωάμεθ είχε 200.000 άνδρες. Ο Adam de Montaldo, επιμ. Karl Hopf στο Ρ. A. Dethier, Monumenta Hungariae historica, XXII, μέρος 1 (1872), σελ. 46-47 δίνει το σύνολο των δυνάμεων τού Μωάμεθ «σε στεριά και θάλασσα» ως 240.000. Πρβλ. Feridun Dirimtekin, Istanbul’ un fethi (Η κατάκτηση τής Κωνσταντινούπολης), Ισταμπούλ, 1949, σελ. 64-72 και Pertusi, Caduta di Costantinopoli, I (1976), σελ. xix-xxi, lxxiii.

[←20]

Δούκας, κεφ. 35, CSHB, Βόννη, σελ. 247-49:

Ενώ βρισκόταν ακόμη στο φρούριο [Ρούμελι Χισάρ] και το κατασκεύαζε, βγήκε από την Πόλη ένας τεχνἰτης που κατασκεύαζε τα πετροβόλα κανόνια, Ούγγρος στην εθνικότητα και πολύ ικανός τεχνίτης. Είχε έρθει από καιρό στην Κωνσταντινούπολη και αφού έκανε γνωστή την τέχνη του στους μεσάζοντες τού αυτοκράτορα, εκείνοι το ανέφεραν στον αυτοκράτορα. Ο αυτοκράτορας ενέκρινε για αυτόν ένα επίδομα που δεν ήταν αντάξιο τής ικανότητάς του, αλλά ούτε αυτό το ασήμαντο και μικρό ποσό δεν δόθηκε στον τεχνίτη. Απογοητεύτηκε λοιπόν, οπότε μια μέρα έφυγε από την Πόλη και πήγε στον βάρβαρο. Ο Μεχμέτ τον δέχτηκε με χαρά και τού πρόσφερε απλόχερα φαγητό, ρούχα και μισθό τόσο, που αν ο αυτοκράτορας τού είχε δώσει το ένα τέταρτο της, δεν θα είχε φύγει από την Κωνσταντινούπολη. Όταν ρωτήθηκε από τον ηγεμόνα αν μπορούσε να χυτεύσει κανόνι αρκετά μεγάλο, που να μπορεί να εκτοξεύσει πέτρα τόσο τεράστια, ώστε να διαπεράσει την αντοχή και το πάχος των τειχών τής πόλης, εκείνος απάντησε: «Μπορώ, αν θέλετε, να κατασκευάσω κανόνι για το μέγεθος τής πέτρας που μού έδειξαν. Γνωρίζω πολύ καλά τα τείχη τής πόλης.

«…ἔτι ὄντος οὖν αὐτοῦ ἐν τῷ πολιχνίῳ καὶ οἰκοδομοῦντος ἐξῆλθεν ἐκ τῆς πόλεως εἷς τεχνίτης ὁ τὰς πετροβολιμαίους χώνας κατασκευάζων, τὸ γένος Οὖγγρος, τεχνίτης δοκιμώτατος. οὗτος πρὸ πολλοῦ ἐν τῇ Κωνσταντινουπόλει ἐλθὼν καὶ σημάνας τοῖς μεσάζουσι τῷ βασιλεῖ τὴν τέχνην αὐτοῦ ἀνέφερον τῷ βασιλεῖ. ὁ δὲ βασιλεύς γράψας αὐτῷ σιτηρέσιον οὐκ ἄξιον πρὸς τὴν ἐπιστήμην αὐτοῦ, ούδ’ ἐκεῖνο τὸ μηδαμινὸν καὶ εὐαρίθμητον ἐδίδοσαν τῷ τεχνίτῃ. ὅθεν καὶ ἀπογνοὺς καταλιπὼν τὴν πόλιν μιᾷ τῶν ἡμερῶν τρέχει πρὸς τὸν βάρβαρον. καὶ αὐτὸς ἁσπασίως ἀποδεξάμενος καὶ τροφὰς καὶ ἐνδύματα φιλοτιμήσας αὐτὸν δίδωσι, καὶ ῥόγαν τόσην ὅσην εἰ ὁ βασιλεὺς τὸ τέταρτον ἔδιδεν, οὐκ ἄν ἀπεδίδρασκε τῆς Κωνσταντινουπόλεως. ἐρωτηθεὶς οὖν παρὰ τοῦ ἡγεμόνος εἰ δύναται κενῶσαι χωνείαν μεγάλην πέτραν φέρουσαν ὑπερμεγέθη, ὅσον πρὸς τὴν ἀλκήν καὶ τὸ πάχος τοῦ τείχους τῆς πόλεως, αὐτὸς δὲ ἀνταπεκρίνατο “δύναμαι, εἰ βούλει, κατασκευάσαι χωνείαν ὅση τὸ μέγεθος τυγχάνει τῆς δεικνυομένης μοι πέτρας. ἐγὼ γὰρ τὰ τείχη τῆς πόλεως ἀκριβῶς ἐπίσταμαι.»

Χαλκοκονδύλης, βιβλίο viii, CSHB, Βόννη, σελ. 385-86, επιμ. Darkò, II, 151-52:

«… Ο αρχηγός τού πυροβολικού τού σουλτάνου ονομαζόταν Ούρμπαν. Ήταν Βλάχος στην καταγωγή, ο οποίος βρισκόταν προηγουμένως με τούς Έλληνες, αλλά τούς εγκατέλειψε όταν μαζί τους δεν μπορούσε να εξασφαλίσει τα προς το ζην. Έτσι πήγε στην Πύλη τού σουλτάνου, όπου τού δόθηκε μεγάλος μισθός για να ετοιμάσει τα κανόνια. Κανόνια σε κάθε πλευρά τού μεγάλου έβαλλαν πέτρα βάρους μισού περίπου τάλαντου. Αυτές οι δύο πέτρες χτυπούσαν τα τείχη και τα ράγιζαν. Ύστερα από τις δύο πέτρες έριχναν τη μεγάλη, που ζύγιζε τρία τάλαντα και κατέρριπτε μεγάλο μέρος τού τειχους. Γιατί η πέτρα, προωθούμενη με εξαιρετική ορμή και από σχεδόν υπερφυσική ώθηση, προκαλούσε ανείπωτη ζημιά. Λέγεται ότι ο ήχος του [κανονιού] ήταν αφόρητος και έκανε τη γη να τρέμει σε ακτίνα σαράντα σταδίων. Το εξωτερικό τείχος και οι πύργοι είχαν κατεδαφιστεί από τα κανόνια, ενώ το εσωτερικό χτυπιόταν επίσης. Κατά τη διάρκεια μιας ημέρας το κανόνι έριχνε επτά πέτρες και μία ακόμη κατά τη διάρκεια τής νύχτας, όπου ο στόχος τής νυχτερινής βολής υπολογιζόταν κατά τη διάρκεια τής ημέρας. Έτσι από την αρχή οι Έλληνες είχαν εκπλαγεί και τρομοκρατηθεί».

«…τηλεβολιστὴς δ’ ἦν τοῦ βασιλέως τοὔνομα Ὀρβανός, Δὰξ τὸ γένος, καὶ πρότερον παρ’ Ἕλλησι διατρίβων, καὶ τούς τε Ἕλληνας ἀπολιπὼν δεόμενος βίου, ἀφίκετο παρὰ τὰς θύρας τοῦ βασιλέως· ὃς τότε δὴ μεμισθωμένος πολλοῦ παρεσκευάσατο τοὺς τηλεβόλους. ἠφίεντο δὲ οὕτω. πρῶτα μὲν ἐλάττους τηλεβόλοι δύο παρὰ τὰ πλάγια τοῦ μεγάλου ὄντες ἠφίεντο, λίθον ἐπαφιέντες ἡμιτάλαντον. καὶ οὗτοι μὲν οἱ δύο λίθοι φερόμενοι ἐδῄουν τὸ τεῖχος. μετὰ δὲ τοὺς δύο λίθους ἠφίετο καὶ ὁ μέγας λίθος, τρία τάλαντα ἐν σταθμῷ ἔχων, καὶ μέγα μέρος κατεβάλλετο τοῦ τείχους· ὁ γὰρ λίθος δαιμονίᾳ φερόμενος ῥύμῃ καὶ φορᾷ ὑπερφυεῖ ἐλυμαίνετο ἀνηκέστως. λέγεται δὲ τὸν ψόφον αὐτοῦ ἀμήχανόν τινα ὄντα ἐπέχειν τὴν γῆν πέριξ ἐπὶ σταδίους τεσσαράκοντα σειομένην. κατεβάλλετο μὲν τὸ ἐκτὸς τεῖχος καὶ οἱ πύργοι ὑπὸ τῶν τηλεβόλων, καὶ τὸ ἐντὸς ἅμα ἐτύπτετο. ἠφίει δὲ τῆς ἡμέρας ὁ τηλεβόλος λίθους ἑπτά, καὶ ἕτερον τῆς νυκτός. κομισάμενος τῆς ἡμέρας τὸ σημεῖον, ᾗ ἔδει αὐτὸν ἀφιέναι. καὶ οὕτω τὴν ἀρχὴν ἔκπληξίς τε ἅμα καὶ δέος ἔσχε τοὺς Ἕλληνας.»

[←21]

Δούκας, κεφ. 37, CSHB, Βόννη, σελ. 258:

Όταν λοιπόν πέρασε ο Ιανουάριος, στις αρχές Φεβρουαρίου, ο Μεχμέτ διέταξε να μεταφερθεί το μεγάλο κανόνι στην Κωνσταντινούπολη. Έζευξαν τριάντα άμαξες μεταξύ τους και το έσυραν εξήντα τεράστια βόδια. Διακόσια άτομα τοποθετήθηκαν σε κάθε πλευρά τού κανονιού, για να το στηρίζουν και να το ισορροπούν, ώστε να μην γλιστρήσει και πέσει στον δρόμο. Πενήντα ξυλουργοί προχωρούσαν μπροστά από τις άμαξες, για να κατασκευάζουν ξύλινες γέφυρες στις ανωμαλίες τής οδού. Μαζί τους ήσαν διακόσιοι εργάτες. Το ταξίδι κράτησε τον Φεβρουάριο και τον Μάρτιο, μέχρι που το κανόνι έφτασε σε σημείο που απείχε πέντε περίπου μίλια από την Πόλη.

«Παρελθόντος οὖν τοῦ Ἰανουαρίου μηνὸς καὶ τοῦ Φεβρουαρίου ἄρξαντος ἐκέλευσε τὴν χωνείαν μετακομισθῆναι ἐν τῇ Κωνσταντινουπόλει, καὶ ζεύξας ἁμάξας τριάκοντα εἷλκον αὐτὴν ὄπισθεν οἱ ξ’ βόες, λέγω βόες βοῶν· καὶ ἐκ πλαγίου τῆς χωνείας ἄνδρες σ’, καὶ εἰς τὸ ἕν καὶ εἰς τὸ ἕτερον, τοῦ ἕλκειν καὶ ἐξισοῦν αὐτὴν, ἵνα μὴ ὀλισθήσει τοῦ δρόμου· καὶ ἔμπροσθεν τῶν ἁμαξῶν τέκτονες ν’, τοῦ κατασκευάζειν γεφύρας ξυλίνους εἰς τὰς ἀνωμαλίας τῆς όδοῦ, καὶ ἐργάται σὺν αὐτοῖς σ’. ἐποίησε γοῦν τὸν Φεβρουάριον καὶ Μάρτιον, ἕως οὗ κατήντησεν ἐν τόπῳ μακρὰν τῆς πόλεως ἀπὸ μιλίων ε’.»

Σύμφωνα με τον Χαλκοκονδύλη το μεγάλο κανόνι τραβούσαν εβδομήντα ζευγμένα βόδια και δύο χιλιάδες άνδρες [βιβλίο viii, CSHB, Βόννη, σελ. 382, γραμμές 2021, επιμ. Darkò, II, 149, γραμμές 6-8]:

έστειλε αρχικά τον Σαρατζά, τον στρατηγό τής Ευρώπης, μαζί με τον στρατό τής Ευρώπης για να φέρει τα κανόνια και άλλες πολιορκητικές μηνχανές στο Βυζάντιο, και ειδικά το μοναδικό, τεράστιο κανόνι. Για να τραβήξουν αυτό το κανόνι χρειάζονταν εβδομήντα ζευγάρια βόδια και δύο περίπου χιλιάδες άνδρες.

«…παραλαβόντα τε τὸν τῆς Εὐρώπης στρατόν, τούς τε τηλεβόλους ἄγειν ἐς Βυζάντιον ἄλλας τε μηχανὰς καὶ δὴ καὶ τηλεβόλον μέγαν. εἶναι δὲ τοῦτον τὸν τηλεβόλον ὡς ζεύγη βοῶν ἕλκειν ἑβδομήκοντα καὶ ἄνδρας ἐς δισχιλίους.»

Για το μέγεθος των διάφορων κανονιών σημειώστε Pertusi, I, σελ. xxiixxiii, lxxivlxxv, 229 και II, σελ. 82, 84.

[←22]

Κριτόβουλος, I, 29-30, επιμ. Müller, FHG, V-l, σελ. 76a78b, επιμ. Grecu, σελ. 93, 95, 97:

Έχοντας κάνει όλα αυτά, ο σουλτάνος κάλεσε τούς κατασκευαστές κανονιών και τούς μίλησε για τα κανόνια και για το [χερσαίο] τείχος και για το πώς θα μπορούσε πιο εύκολα να γκρεμιστεί το τείχος αυτό. Τον διαβεβαίωσαν ότι θα ήταν εύκολη η κατεδάφισή του αν, εκτός από τα κανόνια που είχαν ήδη (γιατί είχαν ήδη κάποια άλλα, που είχαν φτιαχτεί νωρίτερα), κατασκεύαζαν ένα ακόμη, το οποίο, πίστευαν, θα ήταν αρκετά ισχυρό, ώστε να ταρακουνήσει και να γκρεμίσει το τείχος. Για την κατασκευή αυτού τού κανονιού απαιτούνταν μεγάλη δαπάνη, για την αγορά μεγάλης ποσότητας ορείχαλκου και πολλών άλλων υλικών.

«Πράξας δὲ οὕτω ταῦτα μετακαλεῖται τοὺς μηχανοποιοὺς καὶ κοινολογεῖται τούτοις περὶ τε τῶν μηχανῶν καὶ τοῦ τείχους, ὅπως ἄν ῥᾷστα καθαιρεθείη. οἱ δὲ ὑπισχνοῦνται αὐτῷ ῥαδίαν εἶναι τὴν τούτου καθαίρεσιν, εἴ γε πρὸς ταῖς οὔσαις μηχαναῖς (ἦσαν γὰρ αὐτοῖς ἤδη καὶ ἕτεραι πρόσθεν πεποιημέναι) καὶ ἑτέραν ποιήσωσι, τὴν δοκοῦσαν αὐτοῖς ἱκανὴν εἶναι κατασεῖσαι τὸ τεῖχος καὶ καθελεῖν, πρὸς ἥν καὶ ἀναλωμάτων πολλῶν καὶ χαλκοῦ πλείστου καὶ ἑτέρων οὐκ ὀλίγων εἰδῶν ἔνεστι χρεία.

Κι αμέσως, μόλις το είπαν, ο σουλτάνος τούς διέθεσε με αφθονία όλα όσα χρειάζονταν. Κι εκείνοι έφτιαξαν το κανόνι, κάτι που ήταν πολύ φοβερό όταν το έβλεπε κανείς και εντελώς απίστευτο και δύσκολο να το αποδεχτεί όταν το άκουγε. Θα περιγράψω την κατασκευή του, την εμφάνισή του και τη δύναμή του, όπως ήταν πραγματικά. Ο πηλός αναμιγνυόταν για πολλές ημέρες, έτσι ώστε να είναι πολύ λειτουργικός, φτιαγμένος από το ελαφρύτερο, καθαρότερο και καλύτερο χώμα. Ανακατευόταν καλά και αναμιγνυόταν με λινάρι, κάνναβη και άλλα τέτοια πράγματα καλά τεμαχισμένα, έτσι ώστε να σχηματίζεται ένα σώμα, συνεχές και αδιαχώριστο.

καὶ ὡς εὐθύς, θᾶττον ἤ λόγος, ἅπαντα δαψιλῶς αὐτοῖς παρέχει τὰ πρὸς τὴν χρείαν, οἱ δὲ κατασκευάζουσι τὴν μηχανήν, πρᾶγμα φοβερώτατον ἰδεῖν καὶ ἐς ἀκοὴν ὅλως ἄπιστόν τε καὶ δυσπαράδεκτον. Λέξω δὲ τὴν κατασκευὴν αὐτῆς καὶ τὸ εἶδος καὶ τὴν ἐνέργειαν, ὡς ἐνὸν. Πηλὸς ἐπαλλάσσετο πολλῶν ἡμερῶν, ὥστε κατεργασθῆναι, γῆς τῆς πιοτάτης τε καὶ καθαρωτάτης καὶ λεπτοτάτης τῇ διαθέσει, λίνῳ τε καὶ κανάβῃ καὶ τοιούτοις τισὶν ἄλλοις ξυνδετικοῖς τε καὶ ξυνεκτικοῖς κατακεκερματισμένοις ὅλος διόλου μεμιγμένος καὶ ξυμφυρόμενος, ὡς ἕν σῶμα γίνεσθαι τούτοις ξυνεχὲς τε καὶ ἀδιάσπαστον.

Από αυτό κατασκευαζόταν στρογγυλό καλούπι σαν σωλήνας, μακρόστενο, για να είναι ο πυρήνας. Το μήκος του ήταν σαράντα πιθαμές. Το μπροστινό μισό του, που θα δεχόταν την πέτρινη μπάλα τού κανονιού, είχε περίμετρο δώδεκα πιθαμές, ενώ το πίσω μισό, η ουρά, που θα δεχόταν την ουσία που ονομάζεται «βοτάνη», είχε περίμετρο τέσσερις πιθαμές ή λίγο περισσότερο, αναλογικά, πιστεύω, ως προς το σύνολο. Κατασκευαζόταν επίσης κι άλλο εξωτερικό περίβλημα για να το παραλάβει, εντελώς κοίλο και σαν θήκη, αλλά φαρδύτερο, ώστε να χωράει πάνω από τον πυρήνα και να αφήνει κάποιο διάστημα μεταξύ. Το διάστημα μεταξύ τού πυρήνα και τού περιβλήματος, ομοιόμορφο σε όλο το μήκος, ήταν μια πιθαμή ή λίγο περισσότερο. Αυτό θα παραλάμβανε τον χαλκό που θα χυνόταν από το χωνευτήριο, για να σχηματιστεί το σώμα τού κανονιού.

Τύπος δ’ ἐκ τούτου κατεσκευάζετο στρογγύλος, αὐλοειδὴς, ἐπιμήκης, οἷος ἐς ὀμφαλὸν εῖναι˙ μῆκος τούτῳ σπιθαμαὶ τετταράκοντα· οὗ τὸ μὲν ἔμπροσθεν ἥμισυ, τὸ πρὸς ὑποδοχὴν τοῦ λίθου, σπιθαμῶν δυοκαίδεκα τὸν κύκλον καὶ τὴν περιφέρειαν εἶχε τοῦ πάχους, τὸ δ’ ὄπισθεν ἥμισυ τῆς οὐρᾶς, τὸ πρὸς ὑποδοχὴν τῆς ὀνομαζομένης βοτάνης, σπιθαμῶν τεττάρων ἤ καὶ μικρὸν τι πρὸς εἶχε τὴν περιφέρειαν τοῦ πάχους, ὡς πρὸς τὴν ἀναλογίαν, οἶμαι, τοῦ ὅλου. Ἕτερος δὲ τύπος ἐκτὸς πρὸς ὑποδοχὴν τούτου κατεσκευάζετο, κοῖλος ὅλος διόλου καὶ οἷον θήκη τις εἶναι, εὐρύτερος δὲ μόνον, ὥστε δέξασθαι τοῦτον ὅλον αὐτὸς καὶ μετ’ ἀποστάσεως˙ ἀπόστασις δ’ ἦν ἐν τῷ μεταξύ τοῖν τύποιν ἀμφοῖν ὅλων διόλου ἐπίσης πάντοθεν ὅσον σπιθαμιαία ἤ καὶ μικρὸν τι πρός, ἥτις ἔμελλε δέξασθαι τὸν χαλκὸν εἰσχεόμενον ἀπὸ τῆς χωνείας ἐς ἀπαρτισμὸν τοῦ εἴδους τῆς μηχανῆς.

Και αυτό το εξωτερικό καλούπι ήταν φτιαγμένο από τον ίδιο πηλό, αλλά ήταν εντελώς ζωσμένο και προστατευμένο από σίδερο και ξύλο και χτισμένο και ενισχυμένο από έξω με χώμα και πέτρες, έτσι ώστε το μεγάλο βάρος τού χαλκού που έπεφτε μέσα, να μην το διαλύει ή χαλάει τη μορφή τού κανονιού.

Ὁ δὲ τύπος οὗτος, ὁ ἔξω, φημί, κατεσκευάζετο τῷ αὐτῷ πηλῷ˙ ἦν δὲ ὅλος διόλου διεζωσμένος τε καὶ κατησφαλισμένος σιδήρῳ τε καὶ ξύλοις καὶ γῇ καὶ λίθοις ἔξωθεν ἐπῳκοδομημένος καὶ βοηθούμενος, ἵνα μὴ τὸ πολὺ βάρος ἐντὸς ἐμπεσὸν τοῦ χαλκοῦ διαρρήξῃ τοῦτον καὶ ἄπρακτον ἐργάσηται τὸ εἶδος τῆς μηχανῆς.

Στη συνέχεια κατασκευάζονταν δύο φούρνοι, πολύ κοντά στο καλούπι, έτοιμοι για τη χύτευση, πολύ ισχυροί και αξιόπιστοι, φτιαγμένοι στο εσωτερικό από ψημένο τούβλο και από πηλό καλά επεξεργασμένο και σκληρυμένο, και στο εξωτερικό εντελώς ενισχυμένοι με τεράστιες πέτρες, ασβέστη και ό,τι άλλο είναι κατάλληλο για τον σκοπό αυτό.

Ἰπνοὶ δὲ δύο σύνεγγυς τούτων ἀμφοτέρωθεν κατεσκευάζοντο εἰς χωνείας, ἰσχυρότατοι μέντοι καὶ βεβαιότατοι, τὰ μὲν ἔνδον ἐξ ὀπτῆς πλίνθου κατειργασμένοι καὶ πηλοῦ καλῶς εἰργασμένου καὶ πιοτάτου, τὰ ἔξωθεν δὲ ὅλοι διόλων λίθοις παμμεγέθεσι καὶ τιτάνῳ καὶ πᾶσιν ἄλλοις ώχυρωμένοι πρὸς τοῦτο χρησίμοις.

Μεγάλη ποσότητα χαλκού και κασσίτερου και μεγάλου βάρους ριχνόταν στα χυτήρια, στην πραγματικότητα 1.500 τάλαντα, όπως λεγόταν. Επιπλέον, μεγάλη ποσότητα ξυλάνθρακα και κορμών δέντρων συσσωρευόταν στο εξωτερικό των χυτηρίων, πάνω και κάτω και παντού, σε τέτοιο βάθος, που να καλύπτει τούς φούρνους, εκτός από τα στόμιά τους.

Χαλκοῦ δὲ καὶ κασσιτέρου πολὺ τι χρῆμα καὶ πολυτάλαντος ὁλκὴ ἐνεβέβλητο χωνείαις, τάλαντά που μάλιστα χίλια καὶ πεντακόσια, ὡς ἐλέγετο˙ ἐπὶ τούτοις ἀνθράκων τε πολὺ τι πλῆθος καὶ κορμῶν ἐπετίθετο ταῖς χωνείαις ἔξωθεν, ὥσπερ ἐπῳκοδομημένα ἄνωθέν τε καὶ κάτωθεν καὶ πανταχόθεν ἐς βάθος τοὺς ἰπνοὺς ξυγκαλύπτοντα, ἄνευ μέντοι γε τῶν στομίων.

Γύρω τους φυσούσαν βίαια και συνεχώς φυσητήρες, βάζοντας φωτιά σε όλο το από πάνω υλικό για τρεις ολόκληρες ημέρες και άλλες τόσες νύχτες, έως ότου ο χαλκός, έχοντας λιώσει και διαλυθεί εντελώς, γινόταν υδατώδης και υγρός. Στη συνέχεια, όταν άνοιγαν τα στόμια, ο χαλκός χυνόταν μέσα από τούς σωλήνες στο καλούπι, μέχρι να γεμίσει εντελώς ολόκληρο το δοχείο, να καλύψει εντελώς τον εσωτερικό πυρήνα και να ξεχειλίσει από αυτόν έναν πήχυ προς τα πάνω. Έτσι κατασκευαζόταν το κανόνι.

Φυσητῆρες δὲ περὶ αὐτοὺς ἐπιτεταμένως φυσῶντες καὶ ἀδιακόπως τὴν ἐπικειμένην ὕλην ἐξάπτοντες ἐν τρισὶν ὅλαις ἡμέραις καὶ νυξὶν ἴσαις, ἕως ὁ χαλκὸς ὅλος διόλου τακεὶς καὶ διαλυθεὶς ὑδαρώδης καὶ ῥυτὸς γένηται. Εἶτα τῶν στομίων ἀνοιγέντων, ἐσεχεῖτο ὁ χαλκὸς διὰ τῶν σωλήνων ἐν τοῖς τύποις, ἕως γεμισθῇ τελείως ἅπαν τὸ ἐσδεχόμενον, καὶ καλύψῃ καὶ τὸν ἐντὸς τύπον ὅλον διόλου καὶ ὑπερβλύσῃ τούτου πῆχυν ἕνα κατὰ τὸ ἄνω. καὶ οὕτως ἤδη ἀπήρτιστο ἡ μηχανὴ.

Ύστερα από αυτό, όταν ο ορείχαλκος στερεοποιούνταν και κρύωνε, αφαιρούσαν τόσο τα εσωτερικά καλούπια όσο και τα εξωτερικά, το λείαιναν και το γυάλιζαν με ξύστρες, έλαμπε εντελώς. Αυτή ήταν η κατασκευή και η μορφή τού κανονιού. Τώρα θα μιλήσω για τον τρόπο εργασίας του.

Μετὰ τοῦτο δὲ, ἀποζέσαντος τοῦ χαλκοῦ καὶ ψυχροῦ γεγονότος, ἐκαθαίρετο τῶν ἐντὸς τύπων καὶ τῶν ἐκτός, καὶ ξυομένη καὶ γλυφομένη ξυστῆρσιν, ἐλαμπρύνετο ὅλη διόλου. καὶ τοιαύτη μὲν ἡ κατασκευὴ καὶ τὸ εἶδος τῆς μηχανῆς˙ λέξω δὲ καὶ τὴν ἐνέργειαν.

Πρώτα τοποθετούνταν αυτό που ονομάζεται «βοτάνη» [σκόνη], γεμίζοντας σφιχτά το πίσω διαμέρισμα και την κοιλότητα τού μηχανήματος, μέχρι το άνοιγμα τού δεύτερου διαμερίσματος που επρόκειτο να δεχτεί την πέτρινη μπάλα τού κανονιού.

Ἐνεβέβλητο πρῶτον ἡ καλουμένη βοτάνη, πληροῦσα ἰσχυρῶς τὴν ὄπισθεν ὅλην χωνείαν καὶ τὸν αὐλὸν τῆς μηχανῆς ἕως τοῦ στομίου τοῦ δευτέρου αὐλοῦ τοῦ δεξομένου τὸν λίθον.

Στη συνέχεια τοποθετούσαν σε αυτό το στόμιο τεράστια ράβδο από ισχυρότατο ξύλο, η οποία, καθώς τη χτυπούσαν βίαια με σιδερένιες ράβδους, πιεζόταν προς τα μέσα, κλείνοντας και ενοποιώντας τη σκόνη τόσο δυνατά, ώστε να μη μπορεί με κανέναν άλλο τρόπο να βγει από εκεί, παρά μόνο με έκρηξη. Έπειτα τοποθετούσαν πάνω την πέτρινη μπάλα, ωθώντας την προς τα μέσα, μέχρι να φτάσει κοντά στη ράβδο και έσφιγγαν την πέτρα από όλες τις πλευρές.

Ἔπειτα τῷ στόματι τούτῳ πάσσαλος ἐνεβέβλητο μεγίστη ξύλου τοῦ ἰσχυροτάτου, ἥ σιδηροῖς μοχλοῖς τυπτομένη βιαίως ὠθεῖτο, στενοχωρουμένη ἐπὶ τὰ ἔνδον, ἀποκλείουσα καὶ ξυνέχουσα τὴν βοτάνην οὕτω τοι ἰσχυρῶς, ὡς μηδ’ ἄν εἴ τι καὶ γένοιτο, δυνηθῆναι ταύτην ἄλλῳ τῷ τρόπῳ ἐκεῖθεν ἐξαιρεθῆναι, μὴ τῆς βοτάνης ἀναφθείσης τῇ βίᾳ. Εἶτα τὸν λίθον ἐπεφόρουν ὠθοῦντες ἐντός, ἕως ἐν χρῷ γένηται τῇ πασσάλῳ, καὶ ξυνέσφιγγον τοῦτον κύκλωθεν.

Ύστερα από αυτό, αφού έστρεφαν το κανόνι προς ό,τι επρόκειτο να χτυπήσει, και έχοντας μετρήσει με ορισμένα τεχνικά μέσα και υπολογισμούς προς τον στόχο, έφερναν μεγάλα δοκάρια από ξύλο και τα έβαζαν από κάτω και τα τοποθετούσαν προσεκτικά. Πάνω σε αυτά τοποθετούσαν τεράστιες πέτρες, για να το βαραίνουν και να το ασφαλίζουν από πάνω και από κάτω και από πίσω και από παντού, ώστε να μη μετατοπιστεί από τη βάση του λόγω τής δύναμης τής ταχύτητας και τής σφοδρότητας τής κίνησης, και πυροβολήσει μακριά από τον στόχο.

Μετὰ δὲ τοῦτο τρέψαντες τὴν μηχανὴν πρὸς ὅ παίειν ἔμελλε, καὶ σταθμήσαντες αὐτὴν μέτροις τισὶ τεχνικοῖς καὶ ἀναλογίαις πρὸς τὸν σκοπὸν, ἐπεφόρουν ἔπειτα κεραίας μεγάλας ξύλων αὐτῇ κάτωθεν ὑποστρωννύοντες καὶ καλῶς ἐφαρμόζοντες, καὶ λίθους ἐπετίθουν παμμεγέθεις, βαρύνοντες αὐτὴν καὶ κατασφαλίζοντες ἄνωθέν τε καὶ κάτωθεν καὶ ὄπισθεν καὶ πανταχόθεν, ἵνα μὴ τῇ βίᾳ τῆς ῥύμης καὶ τῷ σφοδρῷ τῆς φορᾶς τῆς οἰκείας ἕδρας παρατραπεῖσα, πόρρω ποι τοῦ σκοποῦ βάλῃ.

Στη συνέχεια το πυροδοτούσαν μέσα από την κοντή τρύπα πίσω, αναφλέγοντας τη σκόνη. Και όταν εκείνη έπαιρνε φωτιά, πιο γρήγορα απ’ όσο το λέμε, υπήρχε πρώτα ένας φοβερός βρυχηθμός και ένας κλονισμός τού εδάφους από κάτω μέχρι μακριά, και ένας θόρυβος που δεν είχε ξανακουστεί. Στη συνέχεια, με εκπληκτική βροντή και τρομακτικό γδούπο και φλόγα που έκαιγε και μαύριζε τα πάντα γύρω, η ράβδος, εξαναγκαζόμενη από μέσα από ξηρή και θερμή έκρηξη αέρα, κινούσε βίαια την πέτρινη μπάλα, καθώς έβγαινε.

Εἶτα πῦρ ἐπέβαλον αὐτῇ, διὰ τῆς ὄπισθεν βραχείας τρυμαλιᾶς ἀνάψαντες τὴν βοτάνην˙ καὶ ταύτης ἐξαφθείσης θᾶττον ἤ λόγος, πρῶτα μὲν ἐγίνετο μυκηθμὸς φοβερὸς καὶ κλόνος τῆς ὑποκειμένης γῆς καὶ τῆς πόρρω καὶ βρόμος οἷος οὐδεὶς, ἔπειτα μετά βροντῆς ἐξαισίας καὶ δούπου φρικώδους καὶ πυρὸς τὰ πέριξ πάντα ξυμφλέγοντος καὶ μελαίνοντος ἔνδοθεν ὠθουμένη ἡ πάσσαλος πνεύματι ξηρῷ καὶ θερμῷ βιαίως ἐκίνει τὸν λίθον ἐξερχομένη˙

Και η πέτρινη μπάλα, ωθούμενη από τεράστια δύναμη και ταχύτητα, έπεφτε πάνω στο τείχος, το οποίο ταρακουνούσε αμέσως και κατέστρεφε, ενώ η ίδια έσπαγε σε πολλά θραύσματα και σκορπιζόταν, ρίχνοντας τα κομμάτια παντού και σκοτώνοντας εκείνους που βρίσκονταν κοντά. Μερικές φορές κατεδάφιζε ολόκληρο τμήμα, άλλες το μισό, και μερικές φορές μεγαλύτερο ή μικρότερο τμήμα πύργου, πυργίσκου ή έπαλξης. Και δεν υπήρχε κανένα τμήμα τού τείχους αρκετά ισχυρό ή αρκετά ανθεκτικό ή αρκετά παχύ, ώστε να μπορεί να αντέξει ή να αντισταθεί πλήρως στην τέτοια δύναμη και ταχύτητα τού χτυπήματος τής πέτρινης μπάλας.

ὁ δὲ φερόμενος μετὰ βίας σφοδροτάτης καὶ ῥύμης προσέπιπτε τῷ τείχει, καὶ εὐθὺς κατέσειέ τε αὐτὸ καὶ κατέβαλε καὶ ἐς πολλὰ παρερρήγνυ καὶ διελίκμα, πανταχοῦ τε διασκεδάζων αὐτὰ καὶ φόνον τῶν προστυχόντων ποιῶν˙ καὶ ποτὲ μὲν κατερρίπτει μέρος ὅλον, ποτὲ δὲ ἥμισυ, ποτὲ δὲ πλέον ἤ ἕλαττον πύργου ἤ μεταπυργίου ἤ καὶ ἐπάλξεως, καὶ οὐδὲν ἦν οὕτως ἰσχυρὸν ἤ ἀντίτυπον ἤ πάχος ἐρυμνότατον τείχους, ὡς ἀπαντῆσαι γοῦν δυνηθῆναι ἤ ἀντισχεῖν ὅλοις τῇ τοσαύτῃ τοῦ λίθου βίᾳ τε καὶ φορᾷ.

Αυτή ήταν η απίστευτη και αδιανόητη φύση τής δύναμης αυτής τής συσκευής, την οποία οι αρχαίοι, είτε βασιλείς είτε στρατηγοί, ούτε είχαν ούτε γνώριζαν. Γιατί αν την είχαν, τίποτε δεν θα μπορούσε να αντέξει, ούτε να αντισταθεί στις πολιορκίες τους. Ούτε θα ήταν δύσκολο για αυτούς να ταρακουνήσουν τα τείχη και να γκρεμίσουν ακόμη και τα καλύτερα οχυρωμένα. Ούτε θα είχαν λόγο να υψώνουν αντιτειχίσματα, να σκάβουν τάφρους, να βγάζουν χώματα, να φτιάχνουν σήραγγες κάτω από τη γη και να κάνουν κάθε είδους άλλα πράγματα για να εξασφαλίσουν την κατοχή πόλεων και την κατάληψη οχυρών, αλλά όλα αυτά θα είχαν παραδοθεί γρηγορότερα κι από τα λόγια, αν ταρακουνιούνταν και κατεδαφίζονταν από αυτές τις μηχανές. Δεν είχαν όμως καμία.

Οὕτως ἄπιστόν τι χρῆμα καὶ παράλογον τὸ εἶδος τοῦτο τῆς μηχανῆς, ὅπερ οἱ παλαιοὶ μὲν βασιλεῖς τε καὶ στρατηγοὶ οὔτε εἶχον οὔτε ἐγίνωσκον˙ εἰ γὰρ εἶχον, οὐδὲν ἄν εἶχον αὐτοῖς ἀντιβαῖνον ἔτι οὐδὲ προσιστάμενον ὅλοις ἐν ταῖς πολιορκίαις, οὐδὲ πολλῶν ἄν ἐδέοντο ἐς τὸ κατασεῖσαι τείχη τε καὶ καταβαλεῖν καὶ τὰ ἐρυμνότατα, οὐδὲ πράγματ’ ἄν εἶχον ἐπιτειχίζοντες καὶ ταφρεύοντες καὶ χώματα αἴροντες καὶ ὑπορύσσοντες ἔστιν οὗ καὶ ἄλλα ἄττα ποιοῦντες ὥστε παραστήσασθαι πόλεις καὶ χειρώσασθαι φρούρια, ἀλλὰ πάντ’ ἀν εἶκεν αὐτοῖς θᾶττον ἤ λόγος καὶ προσεχώρει κατασειόμενά τε καὶ καταρριπτούμενα ταῖς μηχαναῖς˙ ἀλλ’ οὐκ ἦν.

Πρόκειται για νέα εφεύρεση των Γερμανών ή των Κελτών, περίπου εκατόν πενήντα ετών ή λίγο περισσότερο, πολύ έξυπνη και καλά επινοημένη. Ιδιαίτερα η σύνθεση και ο σχηματισμός τής «βοτάνης», που είναι συνδυασμός πολύ θερμότερων και ξηρότερων μορφών, νίτρου, θείου, κάρβουνου και βοτάνων, που δημιουργούν ξηρό και θερμό αέριο, το οποίο, εγκλωβισμένο στο αδιαπέραστο, ισχυρό, συμπαγές σώμα τού χαλκού και μη έχοντας καμία άλλη έξοδο προς οπουδήποτε εκτός από αυτήν, ωθείται από μέσα από την έκρηξη και τη δύναμη και δίνει τόσο μεγάλη και ισχυρή δύναμη στην πέτρινη μπάλα. Όμως προκαλεί επίσης συχνά τη ρήξη τού χαλκού.

Εὕρεμα δὲ τοῦτο νέον ἐστὶ Γερμανῶν Κελτῶν, ἐτῶν που μάλιστα πεντήκοντα καὶ ἑκατὸν ἤ καὶ ὀλίγῳ πλειόνων, σοφώτατον πάνυ καὶ περινενοημένον· καὶ μάλιστα δὴ ἡ τῆς βοτάνης ξυμβολὴ τε καὶ σκευασία ἐξ εἰδῶν ξυγκειμένη θερμοτάτων καὶ ξηροτάτων, νίτρου καὶ θείου καὶ καρβούνου καὶ βοτανῶν ξηρὸν καὶ θερμὸν πνεῦμα ἀποτελούντων, ὅπερ ἐναποκλειόμενον στεγανῷ καὶ ἰσχυρῷ καὶ ξυμπεπιλημένῳ σώματι τοῦ χαλκοῦ, καὶ μηδαμὴ μηδαμοῦ διέξοδον ἔχον ἄλλοθί πη ἤ ταύτῃ, τῷ ἔνδοθεν ὠθισμῷ καὶ τῇ βίᾳ κινούμενον, τὴν τοσαύτην καὶ τηλικαύτην βίαν τε καὶ φορὰν τοῦ λίθου, ἀλλὰ δὴ καὶ ῥῆξιν τοῦ χαλκοῦ πολλάκις ἐργάζεται.

Τώρα δεν υπάρχει αρχαίο όνομα για αυτό το μηχάνημα, εκτός αν κάποιος μπορεί να το αποκαλέσει «ελέπολη» ή «αφετήριο». Όμως στην κοινή γλώσσα όλοι σήμερα το αποκαλούν «συσκευή». Αυτές είναι οι λεπτoμέρειες για το κανόνι, στο βαθμό που καταφέραμε να μάθουμε από εκείνους που θα μπορούσαν να μάς ενημερώσουν.

Ἀλλ’ οὐδὲ ὄνομα παλαιὸν εὑρίσκεται ταύτῃ τῇ μηχανῇ, εἰ μὴ ποὺ τις αὐτὴν ἑλέπολιν εἴποι ἤ ἀφετήριον, κοινῷ δ’ ὀνόματι ταύτην καλοῦσι πάντες οἱ νῦν ὄντες σκευὴν. καὶ τὰ μὲν τῆς μηχανῆς τοιαῦτα ὡς ἐνὸν ἡμῖν καὶ ἐκ τῶν δυνατῶν ἀπαγγείλασι.»

Οι Έλληνες ιστορικοί, όπως όλοι οι σύγχρονοί τους, είχαν εκπλαγεί από το κανόνι τού Mωάμεθ, το οποίο αποκαλούν με διάφορα ονόματα (ἑλέπολις, τηλεβόλος, πετροβόλος, βουμπάρδη κλπ.).

[←23]

Barbaro, Giornale, επιμ. Cornet, σελ. 21, επιμ. Dethier, σελ. 736. Λεονάρδος Χίου στο Lonicer, Chron. turcica, II, 88. Βλέπε επίσης τις σημειώσεις τού Müller στον Κριτόβουλο στο FHG. V-l, σελ. 76-77 και πρβλ. σελ. 70. Λέγεται ότι το κανόνι τού Ούρμπαν είχε εκραγεί, σκοτώνοντας τον κατασκευαστή τού και απαιτώντας αναχύτευση, αλλά οι αναφορές των πηγών βρίσκονται μεταξύ τους σε αντίθεση.

[←24]

Τεκφούρ σημαίνει κύριος, «άρχοντας» και ήταν ο τίτλος με τον οποίον οι Τούρκοι αναφέρονταν στον Bυζαντινό αυτοκράτορα.

[←25]

Tedaldi στο Martène και Durand, Thesaurus novus anecdotorum, I, στήλη 1820BC.

[←26]

Ο Κριτόβουλος παρέχει την πληρέστερη περιγραφή τής παράταξης των τουρκικών δυνάμεων [I, 27-28 (επιμ. Müller, FHG, V-l, σελ. 75a-76, επιμ. Grecu, σελ. 89, 91]:

Ύστερα από αυτό, επιθεώρησε ολόκληρο τον στρατό, τούς κυβερνήτες και τούς αρχηγούς ιλών, τούς αρχηγούς ταγμάτων και τούς αρχηγούς των τάξεων, δίνοντας σε κάθε έναν εντολή και αναθέτοντας τούς σταθμούς όπου έπρεπε να φρουρούν και να πολεμούν και δίνοντάς τους οδηγίες τι να κάνουν.

«Μετὰ δὲ τοῦτο ἐκτάσσει πᾶσαν τὴν στρατιὰν, τοὺς τε σατράπας καὶ ἰλάρχας καὶ ταγματάρχας καὶ ἡγεμόνας τῶν τάξεων, διδοὺς ἑκάστῳ καὶ τάξιν καὶ τόπον, ᾗ δεῖ φυλάττειν καὶ μάχεσθαι, καὶ παραγγέλλων ἅ δεῖ ποιεῖν.

Χωρίζοντας ολόκληρη την Πόλη σε τμήματα καθώς και τα τείχη, τα χερσαία και τα θαλάσσια, ανέθεσε στον Ζαγανός και τούς άνδρες του και ορισμένους άλλους διοικητές, την πολιορκία τού Γαλατά και ολόκληρης τής περιοχής γύρω από αυτόν, μαζί με τον Κεράτιο και ολόκληρο το λιμάνι, φτάνοντας μέχρι την πύλη τής πόλης που ονομάζεται «Ξυλόπορτα». Τον διέταξε να φτιάξει μια γέφυρα σε αυτό το μέρος τού Κεράτιου, από τα Κεραμικά μέχρι την απέναντι πλευρά, όπου βρισκόταν το τείχος τής πόλης. Γιατί ήξερε ότι περνώντας το βαρύ πεζικό και τούς τοξότες από αυτή τη γέφυρα, θα μπορούσε να επιτεθεί στην Πόλη από κάθε σημείο και έτσι θα έκανε την πολιορκία ολοκληρωμένη.

Διελὼν δε κατά μέρη τὴν πόλιν ἅπασαν καὶ τὸ τεῖχος κατὰ γῆν τε καὶ θάλασσαν, Ζαγάνῳ μὲν καὶ τοῖς ὑπ’ αὐτὸν ξὺν γε καὶ ἑτέροις τισὶ τῶν λοχαγῶν καταπιστεύει τὴν τε πολιορκίαν τοῦ Γαλατᾶ καὶ τὸ κατ’ αὐτὸν μέρος ἅπαν ξὺν γε τῷ Κέρατι καὶ λιμένι παντὶ ἀνιόντι μέχρι τῆς ὀνομαζομένης Ξυλίνης πύλης τῆς πόλεως, ἐνδοὺς αὐτῷ καὶ γεφυροῦν τὸν ταύτῃ πορθμὸν τοῦ Κέρατος ἀπὸ γε τῶν Κεραμικῶν μέχρι τοῦ πέραν καὶ καταντικρὺ τούτων ὄντος τείχους τῆς πόλεως˙ ἔγνωστο γὰρ αὐτῷ καὶ ταύτῃ διαβιβάσαι ὁπλίτας τε καὶ τοξότας, ὡς ἄν πανταχόθεν προσβάλλοι τῇ πόλει, καὶ ἀκριβῆ τὴν πολιορκίαν ποιοῖτο.

Στον Καρατζά, τον κυβερνήτη τής Ευρώπης, καθώς και σε άλλους στρατηγούς, ανέθεσε το τμήμα που ανέβαινε από την Ξυλόπορτα μέχρι το Παλάτι τού Πορφυρογέννητου και έφτανε πιο πέρα στην ονομαζόμενη Πύλη Χαρισίου. Τού έδωσε και μερικά κανόνια, συνοδευόμενα από τούς χύτες που τα είχαν φτιάξει, για να χτυπούν το τείχος σε εκείνο το σημείο και να το γκρεμίσουν, αν ήταν αδύνατο και ευάλωτο.

Καρατζίᾳ δὲ τῷ τῆς Εὐρώπης ἐπάρχῳ καὶ ἑτέροις τῶν σατραπῶν τὸ ἀπὸ τῆς Ξυλίνης πύλης ἀνιόντι μέχρι τῶν βασιλείων τοῦ Πορφυρογεννήτου καὶ φθάνοντι μέχρι τῆς ὀνομαζομένης πύλης τῆς Χαρισοῦς ἐγχειρίζει, δοὺς αὐτῷ καὶ τινας τῶν μηχανῶν καὶ μηχανοποιοὺς παίειν τὸ ταύτῃ τεῖχος, ᾗ ἄν ἀσθενὲς καὶ ἐπίμαχον εἴη, καὶ κατασείειν αὐτὸ.

Και ανέθεσε στον Ισάκ, τον τότε κυβερνήτη τής Ασίας, καθώς και στον Μαχμούτ, τον κόμη τής περιοχής, άνδρες γενναίους, με αξιοσημείωτη εμπειρία και τολμηρούς στη μάχη, το τμήμα από την Πύλη Μυριανδρίου μέχρι τη Χρυσή Πύλη και τη θάλασσα σε εκείνο το σημείο.

Ίσαάκῳ δὲ τῷ τῆς Ἀσίας ἐπάρχοντι τότε καὶ Μαχουμούτει κόμητι ὄντι τὸ τηνικαῦτα, ἀνδρᾶσι γενναίοις τε καὶ τῇ κατὰ πόλεμον ἐμπειρίᾳ καὶ τόλμῃ θαυμαζομένοις πολλῇ, τὸ ἀπὸ τοῦ Μυριανδρίου μέχρι τῶν τῆς Χρυσέας πυλῶν καὶ τῆς ταύτῃ θαλάσσης μέρος ἐπιτρέπει.

Ο ίδιος ο σουλτάνος, μαζί με τούς δύο πασάδες, τον Χαλίλ και τον Καρατζά, ανέλαβε τη μέση τής πόλης και τού χερσαίου τείχους, όπου σίγουρα περίμενε ότι θα γίνονταν οι περισσότερες μάχες. Είχε μαζί του ολόκληρη τη φρουρά τής αυλής του, εννοώ τούς καλύτερους από το πεζικό και τούς τοξότες και τούς υπασπιστές και τις υπόλοιπες προσωπικές του δυνάμεις, οι οποίες ήσαν οι καλύτερες στον στρατό.

αὐτὸς δὲ ὁ βασιλεὺς ξὺν γε τοῖς δυσὶ πασιάδαις τῷ τε Χαλίλῃ καὶ Καρατζίᾳ τὸ μέσον ἐπέχει τῆς πόλεως καὶ τοῦ κατ’ ἤπειρον τείχους, καὶ ᾗ μάλιστα ἐνόμιζεν ἐπιμαχώτατον εἶναι, ἔχων μεθ’ ἑαυτοῦ τὴν βασιλικήν αὐλὴν πᾶσαν, λέγω δὴ τοὺς πεζαιτέρους τε καὶ τοξότας καὶ ὑπασπιστὰς καὶ τὴν ἄλλην περὶ αὐτὸν ἴλην, ὅ δὴ τὸ καθαρώτατον ἦν τοῦ στρατοῦ.»

Δούκας, κεφ. 37, CSHB, Βόννη, σελ. 263:

Όλες οι δυνάμεις του αναπτύχθηκαν από την Ξυλόπορτα, που βρίσκεται κοντά στο παλάτι, μέχρι τη Χρυσή Πύλη στα νότια, και από την Ξυλόπορτα μέχρι το Κοσμίδιον. Από το νότο απλώνονταν σε βάθος μέχρι τούς αμπελώνες που εκτείνονταν γύρω από την πεδιάδα, η οποία είχε προηγουμένως καταστραφεί από τον Καρατζά. Ο Μεχμέτ περχαράκωσε την Πόλη την Παρασκευή μετά το Πάσχα, στις 6 Απριλίου.

«…καὶ πᾶσα ἡ δύναμις αὐτοῦ ἀπὸ τῆς Ξυλοπόρτης τῆς κειμένης ἐγγὺς τοῦ παλατίου ἕως τῆς Χρυσῆς πύλης τῆς πρὸς νότον, καὶ ἔτι ἀπὸ τῆς Ξυλοπόρτης ἕως τοῦ Κοσμηδίου, καὶ ἀπὸ τοῦ νότου εἰς πλάτος ὅσον περιέφερον κάμπον οἱ ἄμπελοι˙ καὶ γὰρ ἦσαν προλαβὼν φθαρέντες παρὰ τοῦ Καρατζία. καὶ περιεχαράκωσεν αὐτὴν Ἀπριλίῳ, ς’ ἡμέρα, παρασκευή ἡ μετὰ τὸ πάσχα.»

Χαλκοκονδύλης, βιβλίο viii, CSHB, Βόννη, σελ. 383-84, επιμ. Darkò. II, 149-50:

Στη συνέχεια λεηλατούσε στο έδαφος τού Βυζαντίου καθώς προχωρούσε μέσα από αυτό. Λίγο αργότερα έφτασε και ο ίδιος ο σουλτάνος και το στρατόπεδό του απλώθηκε από θάλασσα σε θάλασσα. Ολόκληρος ο στρατός τής Ασίας στρατοπέδευσε στα δεξιά τού σουλτάνου, προς τη λεγόμενη Χρυσή Πύλη, ενώ ο στρατός τής Ευρώπης στρατοπέδευσε στα αριστερά, κοντά στη λεγόμενη Ξυλόπορτα. Ο σουλτάνος τοποθετήθηκε στη μέση, έχοντας τούς γενίτσαρους μαζί του και τούς άνδρες τής Πύλης, οι οποίοι όλοι, όπως υπαγόρευε το έθιμο, έστησαν τις σκηνές τους κοντά στον σουλτάνο. Ο Ζαγανός, ο συγγενής τού σουλτάνου από γάμο, στρατοπέδευσε απέναντι από την άλλη πλευρά, πάνω από την πόλη τού Γαλατά.

«…καὶ τότε δὴ ὡς ἀφίκετο ἐπιών, ἐπέδραμε τὴν Βυζαντίου χώραν. οὐ πολλῷ δὲ ὕστερον ἐπελαύνων καὶ αὐτὸς βασιλεὺς ἐστρατοπεδεύετο ἀπὸ θαλάττης εἰς θάλατταν. καὶ τὸν μὲν ἐπὶ δεξιᾷ χῶρον τοῦ βασιλέως ἐς τὰς χρυσέας καλουμένας πύλας ἐστρατοπεδεύετο τὸ τῆς Ἀσίας ἅπαν στράτευμα, ἐς δὲ τὸ εὐώνυμον χωρίον κατὰ τὴν ξυλίνην καλουμένην πύλην ὁ τῆς Εὐρώπης στρατός· ἐν μέσῳ δ’ αὐτὸς ἵδρυτο βασιλεύς, ἔχων τε τοὺς νεήλυδας καὶ τῶν θυρῶν, ὅσοι εἰώθασι περὶ βασιλέα σκηνοῦν. Ζάγανος δὲ ὁ τοῦ βασιλέως κηδεστὴς ἐστρατοπεδεύετο ἐς τὸν καταντικρὺ χῶρον ὑπὲρ τὴν Γαλατίην πόλιν.»

Ψευδο-Σφραντζής, ΙΙΙ, 3, CSHB, Βόννη, σελ. 237-38, επιμ. Grecu, σελ. 382:

Ο στρατός τής ανατολής έστησε τις σκηνές του στα δεξιά τού σουλτάνου και μέχρι την ακτή τής παραθαλάσσιας Χρυσής Πύλης, ενώ εκείνος τής Ευρώπης στα αριστερά και μέχρι την ξύλινη πύλη των ακτών τού Κεράτιου κόλπου. Ο σουλτάνος ήταν περικυκλωμένος από σκαμμένα χαρακώματα και ξύλινα περιφράγματα, ενώ έξω από τα χαρακώματα στέκονταν ολόγυρα οι γενίτσαροι μαζί με άλλους ευγενείς τού παλατιού του. Επίσης ο πασάς, ο συγγενής τού σουλτάνου, ήρθε και κατασκήνωσε πάνω από τον Γαλατά, μαζί με τον στρατό που τού είχαν εμπιστευθεί.

«καί ὁ τῆς ἀνατολῆς στρατὸς ἐπήξατο τὰς σκηνὰς αυτῶν ἐν τοῖς δεξιοῖς μέρεσι τοῦ ἀμηρᾶ καὶ ἕως τῶν ἀκτῶν τῆς θαλάσσης πύλης τῆς χρυσῆς, ὁ δὲ τῆς Εὐρώπης ἐν τῇ ἀριστερᾷ καὶ ἕως τῆς πύλης τῆς ξυλίνης τῶν ἀκτῶν τοῦ Κερατίου κόλπου. καὶ ὁ ἀμηρᾶς περιεκυκλοῦτο ὀρυκτοῖς χαρακώμασι καὶ ξυλίνοις περισταυρώμασι, καὶ ἔξωθεν τοῦ χαρακώματος περιίσταντο οἱ ἰαννιτζάροι σὺν τοῖς ἄλλοις εὐγενέσι τοῦ παλατίου αὐτοῦ. ὁ δὲ μπασιᾶς ὁ τοῦ ἀμηρᾶ συγγενὴς ἐλθὼν ἐσκήνωσεν ἅμα τῷ ἐμπιστευθέντι αὐτῷ στρατῷ ἄνωθεν τοῦ Γαλατᾶ.»

Και πρβλ. N. Iorga, Gesch. d. osman. Reiches, II (Γκότα, 1909), 19 21. Οι πηγές διαφέρουν όσον αφορά το μέγεθος τού στόλου τού Μωάμεθ, όχι λιγότερο από όσο διαφέρουν στην εκτίμηση τού στρατού του, από τον πολύ πάνω από 400 πλοία μέχρι 145, όπου τον μικρότερο αριθμό παρέχει δυτική πηγή, που είναι πάλι ο Barbaro, οι πηγές και οι αριθμοί έχουν συγκεντρωθεί από τον Müller, σημείωση για τον Κριτόβουλο, I, 22, 2, στο FΗG, V-l, σελ. 71.

O Barbaro, Giornale, επιμ. Cornet, σελ. 21, επιμ. Dethier, σελ. 737-38 λέει:

«Αυτός ο στόλος τού Τούρκου αθροιζόταν σε 145 σκάφη, γαλέρες και φούστες και πλοία μεταφοράς και μπριγαντίνια, αλλά υπήρχαν 12 γαλέρες, 70 έως 80 μεγάλες φούστες, 20 έως 25 πλοία μεταφοράς, ενώ τα υπόλοιπα ήσαν μπριγαντίνια»

(La dita armada del Τurco fo vele cento e quaranta cinque fra galie e fuste e parandarie e bergantini, ma ne iera galie dodexe compie, fuste grose ne iera da setanta in otanta, parandarie da vinti in vinti cinque, tuto el resto si iera bregantini).

Πρβλ. στο ίδιο, επιμ. Cornet, σελ. 24, επιμ. Dethier, σελ. 743.

Σύμφωνα με τον Λεονάρδο τής Χίου, ο Μωάμεθ είχε συγκεντρώσει από τη Μικρά Ασία, τη Θράκη και τον Πόντο περίπου 250 σκάφη (τα οποία ονομάζει fustae), περιλαμβανομένων δεκάεξι κανονικών γαλερών (triremes, τριήρεις) και εβδομήντα ελαφρών γαλερών (fustae), όπου «τα υπόλοιπα ήσαν κανονικές φούστες με μια σειρά κουπιών» (reliquae fustae unius banchoremis) [Pertusi, Caduta di Costantinopoli, I (1976), 136].

O Ερρίκος (Henry) τού Ζέμμερν (Soemmern) μάς πληροφορεί ότι τον στόλο τού Μωάμεθ αποτελούσαν 220 «μικρές και μεγάλες γαλέρες» (galeae, inter parvas et magnas) [στο ίδιο, II, 82, Iorga, Notes et extraits. III (1902), 310].

O Δούκας πίστευε ότι o τουρκικός στόλος αποτελούνταν από 300 τριήρεις (γαλέρες), διήρεις (φούστες) και πλοία μεταφοράς [κεφ. 38, CSHB, Βόννη, σελ. 268, γραμμές 1 2]: «…συνήχθησαν καὶ διὰ θαλάσσης τὰ πλοῖα αὐτοῦ σὺν τριήρεσι διήρεσι πλοιαρίοις ἕως τριακόσια τὸν ἀριθμὸν…»

Η φούστα ήταν μακρύ, γρήγορο σκάφος που έμοιαζε με γαλέρα και είχε περίπου δύο δωδεκάδες κωπηλάτες [βλέπε πιο πάνω, Τόμος I, σελ. 264, σημείωση 24, με παραπομπές]. Αποκαλείται συχνά διήρης από τούς Έλληνες ιστορικούς. Η παραντάρια (parandaria) ήταν βαρύ πλοίο μεταφοράς και το μπριγαντίνι (brigantine) ελαφρύ, γρήγορο σκάφος, προτιμώμενο σε μεγαλύτερα μοντέλλα από τούς κουρσάρους.

Όμως είναι ενδιαφέρον να σημειώσουμε ότι o Τούρκος ιστορικός Ασίκ-Πασαζάντε (Ashik-Pasha-Zade) γράφει ότι o Μωάμεθ Β΄ είχε μόνο εβδομήντα πλοία [N. Moschopoulos. στο Cinq-Centieme Anniversaire de la prise de Constantinople (L’ hellenisme contemporain, 2η σειρά, VII, 1953), σελ. 28].

Σε ένα σημείο ο Τεντάλντι παρέχει το μέγεθος τού τουρκικού στόλου ως περίπου 110-128 γαλέρες, γαλιότες, φούστες και άλλα σκάφη [Martène και Durand, Thes. novus anecdotorum, I, στήλη 1820C] και αλλού ως 240 «πλοία» (nefs), γαλέρες και γαλιότες [στο ίδιο, I, 1823DE]. Αν και η περιγραφή τού Τεντάλντι είναι χρήσιμη ως περιγραφή αυτόπτη μάρτυρα, είναι συγχυσμένη και συγχύζουσα, όπως είναι και οι πολύ διαφέρουσες εκτιμήσεις τού μεγέθους τού τουρκικού στόλου που παρέχονται στις διάφορες πηγές [Pertusi, I, σελ. lxxvi].

[←27]

Κριτόβουλος, I, 31, επιμ. Müller, FHG, V-I, σελ. 79, επιμ. Grecu, σελ. 99:

Ο σουλτάνος Μεχμέτ, όταν οι κατασκευές των κανονιών ολοκληρώθηκαν με επιτυχία, διέταξε να φέρουν τα κανόνια κοντά στα τείχη. Στη μέση τού χερσαίου τείχους, όπου είχε το στρατόπεδό του, και όπου βρισκόταν και η σκηνή του, τούς διέταξε να διαλέξουν τρία από αυτά, τα μεγαλύτερα και ισχυρότερα, και να τα τοποθετήσουν εκεί για να ταρακουνούν το τείχος. Διέταξε να φέρουν τα άλλα σε άλλα τμήματα εδώ κι εκεί, επιλέγοντας τα πιο ευάλωτα και πιο αδύναμα μέρη τού τείχους. Γιατί έκρινε καλύτερο να επιτεθεί στο τείχος σε πολλά σημεία, έτσι ώστε, αφού είχε ξεκινήσει τη μάχη σε αρκετά σημεία, η κατάληψή του να αποδεικνυόταν ευκολότερη και πιο ευχερής για αυτόν. Όπως πραγματικά αποδείχθηκε.

«Μεχέμετις δὲ ὁ βασιλεύς, ἐπειδὴ οἱ τὰ τῶν μηχανῶν ἀπήρτιστο καλῶς, προσάγειν ἤδη ταύτας τοῖς τείχεσι κελεύει τοὺς μηχανοποιούς, καὶ κατὰ μὲν τὸ μεσοτείχιον, οὗ τὸ στρατόπεδον εἶχεν, ἵνα δὴ καὶ ἡ σκηνὴ ἦν αὐτῷ, τρεῖς ἀπολεξαμένους τὰς μεγίστας τε καὶ ἰσχυροτάτας ἐπιθεῖναι παίειν τὸ ταύτῃ τεῖχος καὶ κατασείειν, τὰς δὲ ἄλλας ἄλλῃ καὶ ἄλλῃ τοῦ τείχους προσάγειν ἐκέλευσεν ἐπιλεξαμένους τὰ ἐπιμαχώτατα καὶ ἀσθενέστατα τοῦ τείχους˙ ἔγνωστο γὰρ αὐτῷ πολλοῖς μέρεσι καταβάλλειν τὸ τεῖχος, ὡς ἄν πολλαχῇ προσβαλόντι τῷ πολέμῳ εὐχείρωτος αὐτῷ καὶ ῥᾳδία ἡ τούτου αἵρεσις γένηται˙ ὥσπερ δὴ καὶ γέγονε.

Και το κανόνια, όταν οδηγήθηκαν στο τείχος, το ταρακουνούσαν και το κατέρριπταν, όπως αναμενόταν. Στη συνέχεια, ο σουλτάνος γέμιζε την τάφρο μπροστά από τα κανόνια, κουβαλώντας πέτρες και ξύλα και χώματα και μαζέυοντας κάθε άλλο είδος υλικού, έτσι ώστε, όταν το τείχος ταρακουνιόταν κι έπεφτε, ο δρόμος να ήταν ευκολότερος για το βαρύ πεζικό και να διευκολυνόταν η προσέγγιση και η επίθεσή τους.

καὶ αἱ μὲν μηχαναὶ προσαχθεῖσαι τῷ τείχει κατέσειόν τε αὐτὸ καὶ κατερρίπτουν, δρῶσαι τὸ ἑαυτῶν. Βασιλεὺς δὲ τὴν κατὰ τὰς μηχανάς τάφρον ἐχώννυε, λίθους ἐπιφορῶν καὶ ξύλα καὶ χοῦν καὶ πᾶσαν ἄλλην ὕλην ξυλλέγων, ὡς ἄν, κατασεισθέντος τοῦ τείχους καὶ πεπτωκότος ἤδη, ῥᾳδία τοῖς ὁπλίταις ἡ διάβασις εἴη καὶ ἡ ἐς αὐτὸ πάροδός τε καὶ προσβολή.

Επίσης διέταξε τούς υπονομευτές να σκάψουν κάτω από το τείχος, και να φτιάξουν υπόγειες στοές προς την πόλη, έτσι ώστε το βαρύ πεζικό να μπει κρυφά τη νύχτα μέσα από αυτές. Αυτή η δουλειά προχωρούσε επίσης, αλλά αργότερα τη θεώρησε περιττή και άχρηστη δαπάνη, καθώς τα κανόνια επιτύγχαναν τα πάντα.

Ἔτι δὲ τοὺς γεωρύχους ὑπορύττειν τὸ τεῖχος ἐκέλευε, καὶ ὑπονόμους ὑπογείους πρὸς τὴν πόλιν ποιεῖν, ὡς ἄν διὰ τούτων νυκτὸς λάθωσιν ἐσελθόντες ὁπλῖται. καὶ ἠνύετο τὸ ἔργον˙ ἀλλὰ τοῦτο μὲν ὕστερον περιττὸν ἔδοξε καὶ ματαία δαπάνη, τῶν μηχανῶν τὸ πᾶν κατεργασαμένων.»

Tα κανόνια έκαναν τόσο καλή δουλειά ώστε, όπως λέει πιο πάνω ο Κριτόβουλος, ο Μωάμεθ είχε σταματήσει τις προσπάθειες των μηχανικών του να σκάψουν διόδους κάτω από τα τείχη, ως άσκοπη δαπάνη. Για την επιτυχία των κανονιών πρβλ. ό. π., I, 34, επιμ. Müller, σελ. 80a-81b, επιμ. Grecu, σελ. 103.

Όμως οι εργασίες υπονόμευσης συνεχίζονταν [Ψευδο-Σφραντζής, III, 3, εκδ. CSHB, Βόννη, σελ. 244, επιμ. Grecu, σελ. 388]:

Γέμιζαν τις τάφρους όλη τη μέρα, κι εμείς όλη τη νύχτα τραβούσαμε μέσα τα χώματα και τα ξύλα και οι εκσκαφές των τάφρων παρέμεναν όπως ήσαν και πριν. τούς πύργους που κατέστρεφαν, τούς ξαναχτίζαμε αμέσως κουβαλώντας χώμα με μεγάλα καλάθια, καθώς καὶ ξύλινα δοχεία κρασιού και άλλα ξύλα. Βλέποντάς το ο σουλτάνος, ντρεπόταν που δεν πραγματοποιούνταν η επιθυμία του, και θέλοντας να θέσει σε εφαρμογή άλλο πολεμικό τέχνασμα, πρόσταξε να έρθουν κάποιοι άνδρες, που μπορούσαν να δουν σωστά και να κατασκευάσουν τρύπες κρυμμένες κάτω από το έδαφος, για να μπει ο στρατός εύκολα στην πόλη μέσα από αυτές. Και σύμφωνα με την εντολή του, άρχισαν να σκάβουν. Όμως κάποιος Ιωάννης Γερμανός, πολύ εξασκημένος στα πολεμικά τεχνάσματα καθώς και σε εκείνα με υγρό πυρ, καταλαβαίνοντας το τέχνασμα, άνοιξε άλλη αντίθετη τρύπα, την εξόπλισε έντεχνα με υγρό πυρ, και καθώς οι Τούρκοι έρχονταν χαρούμενοι από την τρύπα, αυτός άναψε το υγρό πυρ στην αντίθετη τρύπα που είχε σκάψει ο ίδιος, έκαψε πολλοὺς από αυτούς και απέδειξε ότι ήταν άχρηστό το τέχνασμά τους. Όμως μια τρύπα των εχθρών διέφυγε από τον ευγενή Γερμανό και δεν τη βρήκε. Αλλά και οι Τούρκοι άναψαν και οι ίδιοι το υγρό πυρ, που είχαν φτιάξει, χωρίς να κατορθώσουν τίποτε. Έπεσε μόνο από τον κρότο τού υγρού πυρός μικρό μέρος παλιού πύργου, τον οποίο εμείς ξαναχτίσαμε αμέσως. Υπήρχαν και κάποιοι γέροι που έλεγαν ότι το είχαν κάνει και οι εχθροί σε άλλες μάχες αλλά δεν κατόρθωσαν τίποτε, επειδή το μεγαλύτερο μέρος τής πόλης κάτω από τα τείχη είναι πετρώδες. Και ο σουλτάνος, έχοντας σφάλει και διαψευστεί στις ελπίδες του, έθεσε σε εφαρμογή άλλες νέες εφευρέσεις και τεχνάσματα για την πολιορκία.

«…καὶ τοὺς τάφρους ἐνεγέμιζον δι’ ὅλης τῆς ἡμέρας, ἡμεῖς δὲ δι’ ὅλης τῆς νυκτὸς τὰς ὕλας καὶ τὰ ξύλα εἱλκίζομεν ἔσωθεν˙ καὶ αἱ ὀρύξεις τῶν τάφρων ἐναπέμειναν ὡς καὶ ἦν τὸ πρότερον. τοὺς δὲ χαλάσαντας πύργους χοῦν μετὰ σπυρίδων βαστάζοντες καὶ ἀγγείων ξυλίνων οἴνου καὶ ἑτέροις ξύλοις αὖθις ἀνεκαινίζομεν. ὁ δὲ ἀμηρᾶς θεωρῶν ᾐσχύνετο διὰ τὸ τὴν βουλὴν αυτοῦ ἄπρακτον μένειν, καὶ ἑτέραν μηχανὴν πολεμικὴν θέλων ποιῆσαι προσέταξεν ἵνα ἔλθωσί τινες ἄνδρες οἱ δυνάμενοι ὀρθῶς ἰδεῖν καὶ ποιεῖν ὀπὰς ὑποκεκρυμμένας κάτωθεν τῆς γῆς, ὅπως δι’ αυτῶν ὁ στρατὸς εὐκόλως εἰσέλθωσιν ἔνδον τῆς πόλεως. καὶ κατὰ τὸ προσταχθὲν υπ’ αὐτοῦ ἤρξαντο ὀρύσσειν. Ἰωάννης δὲ τις Γερμανὸς ἄκρον ἠσκημένος τὰς τοῦ πολέμου μηχανὰς καὶ τὰς τοῦ ὑγροῦ πυρός, ἐνωτισθεὶς τὴν μηχανὴν, ἑτέραν ὀπὴν έναντίαν ὀρύξας καὶ μετὰ ὑγροῦ πυρὸς τεχνηέντως συσκευάσας, ἐρχομένων τῶν Τούρκων διὰ τῆς ὀπῆς μετὰ χαρᾶς αὐτὸς τὸ πῦρ ἀνάψας τὸ εἰς τὴν ἐναντίαν ὠρυγμένην παρ’ αὐτοῦ ὀπὴν πολλοὺς ἐξ αὐτῶν κατέκαυσε καὶ τὰς τέχνας αὐτῶν εἰς οὐδὲν ἀπέδειξεν· ὀπὴν δὲ μίαν ἐναντίων ὁ γεννάδας Γερμανὸς λαθὼν οὐχ εὗρεν. οἱ Τοῦρκοι δὲ καὶ αὐτοὶ τὸ ὑγρὸν πῦρ ἀνῆψαν, ὅ προητοίμασαν, πλὴν οὐδὲν κατώρθωσαν· πύργου δὲ τινος μόνον παλαιοῦ ὀλίγον μέρος ἐκ τοῦ κρότου τοῦ πυρὸς ἔπεσεν, ὅν ἡμεῖς εὐθὺς ἀνεκαινίσαμεν. ἦσαν δὲ καὶ τινες γηραιοὶ οἵ ἔλεγον ὅτι καὶ οἱ ἐνάντιοι ἐν ἑτέραις μάχαις τοῦτο ἔπραξαν καὶ οὐδὲν ἐκατώρθωσαν διὰ τὸ τὸ πλεῖον μέρος τῆς πόλεως ὑποκάτωθεν τῶν τειχῶν πετρῶδες εἶναι. σφαλεὶς δὲ ὁ ἀμηρᾶς καὶ ψευσθεὶς ὑπὸ τὰς αύτὰς ελπίδας ἕτερα νέα ἐφευρήματα καὶ μηχανὰς εἰς πολιορκίαν ἐποίει.»

O Barbaro μιλά στο Giornale για τις εργασίες υπονόμευσης ακόμη και προς το τέλος τής πολιορκίας [πρβλ. Giornale, επιμ. Cornet, σελ. 41, επιμ. Dethier, σελ. 782-84].

Οι σήρραγες σκάβονταν, όπως μάς λέει ο Λεονάρδος τής Χίου, από «εκσκαφείς, τούς οποίους προσέλαβε από τον Νόβο Μπόρντο [στη νότια Σερβία] ο Τούρκος [δηλαδή o Μωάμεθ Β΄]» (fossores, quos ex Novo Brodo conduxerat magistros … Theucrus) [Pertusi, Caduta di Costantinopoli, 1 (1976), 132, 134 και πρβλ. στο ίδιο, σελ. 394, σημείωση 10]. Επτά σήραγγες ανακαλύφθηκαν μεταξύ 16 και 25 Μαΐου.

[←28]

Barbaro, Giornale, επιμ. Cornet, σελ. 21. Ο προσδιορισμός τής Πύλης Αγίου Ρωμανού, από την οποία επρόκειτο να γίνει η τελική είσοδος, έχει προκαλέσει κάποιες δυσκολίες. Κατά την πολιορκία τού 1453 ασχολούμαστε κυρίως με τρεις πολιτικές και δύο στρατιωτικές πύλες. Οι πολιτικές πύλες είναι: 1) η Χαρισίου ή η σύγχρονη Πύλη Αδριανούπολης (Εντίρνε Καπί). 2) Η Tοπ Καπί ή «Πύλη τού Κανονιού», η οποία ήταν κοινώς γνωστή ως Πύλη Αγίου Ρωμανού μέχρι κάποια στιγμή πριν από την πολιορκία και 3) η Πηγή ή Πύλη των Πηγών, τώρα ονομαζόμενη Σιλιβρί Καπί. Οι στρατιωτικές πύλες είναι: 1) το Πέμπτον και 2) το Τρίτον. Όταν ο Barbaro, ό. π. αναφέρεται στην Πηγή, φαίνεται ότι εννοεί το Τρίτον, στο οποίο φαίνονται τα αποτελέσματα τού σφοδρού κανονιοβολισμού.

Αν και δεν υπάρχει αμφιβολία ότι η σημερινή Tοπ Kαπί ονομαζόταν για πολύ καιρό Πύλη Αγίου Ρωμανού, Έλληνες και Ιταλοί φαίνεται ότι έχουν μεταφέρει αυτό το όνομα στη στρατιωτική πύλη Πέμπτου, όταν η Tοπ Kαπί ως πολιτική πύλη κλείστηκε πριν ξεκινήσει η πολιορκία. Το Πέμπτον φαίνεται πολύ καθαρά ότι είναι η πύλη που ονομάζεται Αγίου Ρωμανού στις πηγές [για το οποίο βλέπε τις αναφορές, που έχουν μερικώς συγκεντρωθεί στη σημείωση Müller, στο FHG, V-l, σελ. 72-73], αλλά ο αναγνώστης πρέπει να καθοδηγείται στην κατανόηση των κειμένων από τον Pears, Destruction of the Greek Empire, σελ. 238-45, 429-35. Για τις πηγές σχετικά με τον αριθμό, τη θέση και το μέγεθος των τουρκικών πυροβολαρχιών βλέπε Miller, ό. π., σημείωση στη σελ. 79.

[←29]

Βλέπε A. M. Schneider, «Die Bevölkerung Konstantinopels im XV. Jahrhundert» στο Nachrichten der Akademie der Wissenschaften in Göttingen, Philol.-Hist. Kl., IX (1949). 233-44, ιδιαίτερα σελ. 237. Ο πληθυσμός τού Βυζαντίου στο αποκορύφωμά του έχει αναμφίβολα διογκωθεί. Η περιοχή μέσα από τα χερσαία (Θεοδόσια) τείχη ποτέ δεν οικοδομήθηκε εντελώς. Υπήρχαν εκτεταμένοι ανοιχτοί χώροι σε όλη τη διάρκεια τού 12ου αιώνα. Πέρα από τις κατοικίες τής μάζας των κατοίκων, μεγάλες εκτάσεις καταλάμβαναν τα αυτοκρατορικά παλάτια και εκείνα τής αριστοκρατίας, στρατιωτικά καταλύμματα, δημόσιες πλατείες και δημόσια κτίρια, ο ιππόδρομος, πολλές εκκλησίες, μοναστήρια, αμπελώνες και σιτοβολώνες, αποθήκες, καταστήματα, σιταποθήκες και σταύλοι, ανοιχτές υδατοδεξαμενές, οπωρώνες, λαχανόκηποι και άλλοι ακαλλιέργητοι ή καλλιεργούμενοι αγροί, ενώ οι αμπελώνες ήσαν πάντοτε προφανείς εντός των τειχών τής πόλης. Σε τεκμηριωμένο και λογικό άρθρο ο David Jacoby, «La Population de Constantinople a l’epoque byzantine: Un probleme de demographie urbaine», Byzantion XXXI (1961), 81-169 προσπάθησε να αποδείξει ότι ακόμη και στο αποκορύφωμά του ο πληθυσμός τού Βυζαντίου ποτέ δεν ξεπέρασε τις 400.000 ως απόλυτο μέγιστο.

[←30]

Μάλιστα ο Σφραντζής, Χρονικόν, PG 156, 1060D, επιμ. Grecu, σελ. 96, καλύτερο κείμενο, παρέχει τον αριθμό των Ελλήνων ως «4.773 χωρίς τούς ξένους, εκ των οποίων μόλις υπάρχουν άλλοι 200» (,δψοΓ΄ ἄνευ τῶν ξένων μόλις ὄντων σ’ ἤ μικρόν τι πρός), όπου το 200 είχε πιθανώς γραφεί αντί τού 2.000 (,β). Tο κείμενο αυτού τού αποσπάσματος τού Χρονικού υπάρχει στην Ελληνική Πατρολογία [PG 156, 1060D] ακριβώς όπως και στην πρώτη έκδοση τού Angelo Mai, Classici auctores IX (Ρώμη, 1837), ad finem, σελ. 65.

O Ψευδο-Σφραντζής δίνει 4.773 Έλληνες και περίπου 2.000 ξένους: «οἱ δὲ πρὸς άντιπαράταξιν ἄνδρες ὄντες ἔνδον τῆς πόλεως τῆς τοσαύτης εἰς μέγεθος ἦσαν χιλιάδες τέσσαρες καὶ τρεῖς καὶ ἑβδομήκοντα καὶ ἐννακόσιοι, ἄνευ τῶν ξένων μόλις ὄντων χιλιάδων δύο» [III, 3, CSHB, Βόννη, σελ. 240, γραμμές 19-20, επιμ. Grecu, σελ. 386, γραμμές 2-3] και τον τελευταίο αυτόν αριθμό διατηρώ στο κείμενο.

Πρβλ. Δούκα, κεφ. 38, CSHB, Βόννη, σελ. 275-77 για τη σπανιότητα ανδρών, τα ερειπωμένα τείχη και την απελπισία στην πόλη. Για την παράταξη των χριστιανικών δυνάμενων στις πύλες και κατά μήκος των τειχών για την απόκρουση των τουρκικών επιθέσων βλέπε Pertusi, Caduta di Costantinopoli, I (1976), σελ. lxxilxxii.

To Χρονικόν τού Σφραντζή [PG 156, 1061, επιμ. Grecu, σελ. 96] δεν αναφέρει τίποτε από εκείνα που έγιναν στην Κωνσταντινούπολη από τη στιγμή τού υπολογισμού τού συνόλου των ελληνικών δυνάμεων μέχρι την κατάληψη τής πόλης από τούς Τούρκους στις 29 Μαΐου (1453), αφήνοντας κενό, το οποίο γέμισε ο Μακάριος Μελισσηνός-Μελισσουργός, ο «Ψευδο-Σφραντζής», από οποιαδήποτε πηγή ή πηγές. Στην έκδοση CSHB, Βόννη το πρόσθετο αυτό υλικό εκτείνεται από τις σελ. 240-41 μέχρι τη σελ. 288 και στην έκδοση Grecu από τη σελ. 386 μέχρι τη σελ. 430.

[←31]

Λεονάρδος Χίου στο Lonicer, Chron. turcica, II, 93 και στο Pertusi, Caduta di Costantinopoli, I (1976), 146.

[←32]

Tedaldi στο Martène και Durand, Thes. novus anecdotorum, I, στήλη 1820F: «Στην εν λόγω πόλη υπήρχαν περιμετρικά 30 έως 36.000 άνθρωποι και 6 έως 7.000 μαχητές και όχι περισσότεροι» (En icelle cité ly avoit entour de trente à trente-six mille hommes, et six à sept mille combattans, et non plus). Το κείμενο τού Tedaldi παρέχεται επίσης στον Dethier, MHH, XXII-I, αριθ. 9. σελ. 896.

O Δούκας λέει ότι οι υπερασπιστές τής πόλης μειονεκτούσαν αριθμητικά σε αναλογία είκοσι προς ένα: «καὶ γὰρ εὔκολον ἄν εἰπεῖν εἶναι ἕνα Ῥωμαίων πρὸς εἴκοσι Τούρκους» [κεφ. 38, CSHB, Βόννη, σελ. 266, γραμμές 13-14] και «ἦσαν γὰρ ἀντιπολεμοῦντες ἄνδρες μάχιμοι Τοῦρκοι εἴκοσι πρὸς ἕνα Ῥωμαῖον» [κεφ. 39, CSHB, Βόννη, σελ. 286, γραμμές 7-9]. Λέει επίσης ότι όλοι μαζί δεν ξεπερνούσαν τις 8.000: «εἰ γὰρ ἤδεσαν ὅτι πᾶς τῶν ἐνόπλων στρατὸς οὐχ ὑπερβαίνει τοὺς οκτακισχιλίους…» [κεφ. 39, σελ. 287, γραμμές 15-16], το οποίο βέβαια δεν συμβιβάζεται με τον αριθμό που μάς δίνει για τον τουρκικό στρατό, αλλά ταιριάζει με τον αριθμό τού Barbarο για 160.000 Τούρκους.

[←33]

Για τις τρεις αυτές επιθέσεις βλέπε Barbaro, Giornale, επιμ. Cornet, σελ. 22-23, επιμ. Dethier, σελ. 739-41 (για τις 18 Απριλίου), Cornet, σελ. 36-37, Dethier, σελ. 771-73 (για τις 7 Μαΐου) και Cornet, σελ. 39, Dethier, σελ. 777 (για τις 12 Μαΐου). Το ημερολόγιο τού Barbaro δεν είναι εντελώς συμβατό με τις άλλες πηγές. Βλέπε σημείωση Müller στο FHG, V-l, σελ. 81.

Οι Κριτόβουλος και Ψευδο-Σφραντζής φαίνεται να περιγράφουν και οι δύο την τουρκική επίθεση στις 18 Απριλίου, η οποία ακολούθησε την καταστροφή τού πύργου Αγίου Ρωμανού από κανονιοβολισμό:

Κριτόβουλος, I, 35-36, επιμ. Müller, ό. π., επιμ. Grecu, σελ. 103, 105:

Όταν ο σουλτάνος Μεχμέτ επέστρεψε από τα φρούρια, πίστευε ότι θα μπορούσε ύστερα από λίγες ημέρες να δοκιμάσει επίθεση στην Πόλη, στα σημεία όπου το τείχος είχε σπάσει, και παίρνοντας το βαρύ πεζικό και τούς τοξότες και τούς ακοντιστές και όλη τη γύρω του στρατιά των δυνάμεων πεζικού, να κάνει έντονη επίθεση στο τείχος. Γιατί και η τάφρος είχε ήδη γεμίσει.

«Μεχέμετι δὲ τῷ βασιλεῖ τῶν φρουρίων ἐπανελθόντι ἔδοξε μετ’ οὐ πολλὰς ἡμέρας ἀποπειράσασθαι τῆς πόλεως κατὰ τὰ παρερρηγμένα τοῦ τείχους, καὶ ἀναλαβόντι τοὺς τε ὁπλίτας καὶ τοξότας καὶ ἀκοντιστὰς καὶ πᾶσαν τὴν περὶ αὐτὸν ἴλην τῶν πεζαιτέρων προσβάλλειν τῷ τείχει ἐσχυρῶς˙ ἤδη γὰρ καὶ ἡ τάφρος αὐτῷ πλήρης ἦν.

Και οι δυνάμεις πεζικού, με βουητό και κραυγή μάχης, πέρασαν γρήγορα την τάφρο και επιτέθηκαν στο τείχος. Αρχικά προσπάθησαν να βάλουν φωτιά στα ξύλα, για να κάψουν την περίφραξη και να προκαλέσουν σύγχυση και πανικό στους αντιπάλους τους στη μάχη. Αλλά επειδή αυτό δεν πέτυχε όπως περίμεναν, καθώς οι άνδρες που ήσαν τοποθετημένοι πάνω από την περίφραξη πολεμούσαν πολύ καλά και έσβηναν τη φωτιά, προχώρησαν σε άλλο σχέδιο.

Καὶ οἱ πεζαίτεροι εὐθὺς ξὺν βοῇ καὶ ἀλαλαγμῷ διαβάντες τὴν τάφρον προσέμιξαν τῷ τείχει. Καὶ πρῶτα μὲν πῦρ ἐπιβάλλειν ἐπεχείρουν τῇ ὕλῃ, ἵνα τὸ τε σταύρωμα ἐμπρήσωσι, καὶ ἐς τὰ ἄλλα ξύγχυσιν ἐργάσωνται καὶ κατάπληξιν τῷ πολέμῳ˙ ὡς δ’ οὐ προὐχώρει τοῦτο αὐτοῖς κατὰ νοῦν, τῶν ἄνωθεν τοῦ σταυρώματος προτεταγμένων μαχομένων τε καλῶς καὶ σβεννύντων τὸ πῦρ, ἐπ’ ἄλλο τι χωροῦσι.

Στερεώνοντας άγκιστρα στις άκρες των δοράτων τους, τραβούσαν από πάνω και έσπαγαν τούς αμφορείς και έτσι απογύμνωναν τούς υπερασπιστές από τον προμαχώνα τους. Γιατί οι αμφορείς ήσαν για αυτούς το αντίστοιχο των τειχών και των επάλξεων. Τώρα όμως οι τοξότες, οι σφενδονιστές και οι ακοντιστές μπορούσαν εύκολα να στοχεύουν τούς ανυπεράσπιστους. Άλλοι που είχαν σκάλες, τις έφερναν στην περίφραξη και προσπαθούσαν να ανεβούν σε αυτήν, ενώ τα κανόνια έριχναν πολλές πέτρες εναντίον των αμυνομένων και έκαναν σημαντική ζημιά. Αυτά έκαναν εκείνοι.

Τοῖς ἄκροις τῶν δορατίων ἀγκύρας ἐμπήξαντες, ἄνωθεν κατέσπων τοὺς ἀμφορέας, ἀπογυμνοῦντες τοὺς προμαχομένους τῆς προβολῆς˙ οἵδε γὰρ ἀντὶ τείχους τε καὶ ἐπάλξεων ἦσαν αὐτοῖς˙ καὶ οἱ τοξόται καὶ σφενδονῆται καὶ ἀκοντισταὶ ῥᾳδίως ἔβαλον ἐπὶ τὰ γυμνὰ, ἄλλοι δὲ κλίμακας φέροντες προσῆγον τῷ σταυρώματι καὶ ἐπιβαίνειν ἐπειρῶντο τούτου˙ καὶ αἱ μηχαναὶ δὲ λίθους ξυχνοὺς ἀφιεῖσαι κατὰ τῶν προμαχομένων, οὐ μικρῶς ἔβλαπτον. Και οἱ μὲν οὕτως.

Ο Τζουστινιάνι και οι άνδρες του (γιατί σε αυτούς είχε ανατεθεί το κατεστραμμένο τμήμα τού τείχους), αλλά και σημαντικός αριθμός Ρωμαίων μαζί τους, φορώντας πανοπλίες, δεν τραυματίζονταν καθόλου από τα βέλη ή άλλα βλήματα. Αντίθετα, αντιστέκονταν σκληρά, πολεμούσαν γενναία και χρησιμοποιούσαν κάθε τέχνασμα για να καταστήσουν άπρακτα εκείνα που έκαναν οι αντίπαλοί τους.

Ἰουστῖνος δὲ καὶ οἱ ξὺν αὐτῷ (οὗτοι γὰρ ἐτετάχατο κατὰ τὰ παρερρηγμένα τοῦ τείχους), ἀλλὰ δὲ καὶ Ῥωμαίων πολλοὶ ξὺν αὐτοῖς, κατάφρακτοι ὄντες, οὐδεμίαν ἐδέχοντο βλάβην παρὰ τε τῶν βελῶν καὶ τῶν ἄλλων, ἀλλ’ εὐρώστως ἠγωνίζοντο μαχόμενοί τε γενναίως καὶ ἀντιμηχανώμενοι πρὸς τὰ παρ’ αὐτῶν καὶ ἄπρακτα δεικνύντες.

Τελικά επικράτησαν οι Ρωμαίοι και ο Τζουστινιάνι, τούς απέκρουσαν χωρίς δυσκολία και τούς έδιωξαν από το τείχος, τραυματίζοντας πολλούς από αυτούς και σκοτώνοντας όχι λίγους. Άλλες επιθέσεις γίνονταν καθημερινά, εδώ κι εκεί στο τείχος, ιδιαίτερα όπου είχε κατεδαφιστεί. Κατά τη διάρκεια αυτών των επιθέσεων οι υπερασπιστές τής πόλης δεν ήσαν σε καμία περίπτωση χειρότεροι, αλλά πολεμούσαν σθεναρά και αντιστέκονταν γενναία.

Τέλος ὑπερισχύσαντες οἵ τε Ῥωμαῖοι καὶ Ἰουστῖνος ἀπεκρούσαντό τε τούτους οὐ χαλεπῶς καὶ τοῦ τείχους ἐξέωσαν, πολλοὺς αὐτῶν τραυματίσαντες˙ οὐκ ὀλίγοι δὲ καὶ ἀπέθανον. Καὶ ἄλλαι δὲ προσβολαὶ καθ’ ἡμέραν ἐγίνοντο ἄλλῃ καὶ ἄλλῃ τοῦ τείχους, καὶ μάλιστα κατὰ τὰ παρερρηγμένα, ἐν αἷς οὐδὲν ἔλαττον οἱ τῆς πόλεως εἶχον, ἀλλ’ ἰσχυρῶς τε ἐμάχοντο καὶ ἀντεῖχον γενναίως.»

ΨευδοΣφραντζής, III, 3, CSHB, Βόννη, σελ. 246-47, επιμ. Grecu, σελ. 390, 392:

Δυσφόρησαν οι ασεβείς από τη μεγάλη κούραση και από τα τραύματα και σταμάτησε η συμπλοκή και η μάχη, ελπίζοντας ότι το πρωί, με λίγη προσπάθεια, θα έβρισκαν εύκολη τη βάση. Αλλά διαψεύστηκαν στις ελπίδες τους επειδή ο Τζιοβάννι Τζουστινιάνι, σαν διαμάντι όλη τη νύχτα ενθαρρύνοντας και παρακινώντας τούς στρατιώτες κάτω από αυτόν, καθώς και ο αυτοκράτορας που ήταν παρών μαζί με πολλούς άλλους που είχαν έρθει για βοήθεια σε εκείνον τον τόπο κατά τη διάρκεια όλης τής νύχτας, άδειασαν με μεγάλο κόπο τις τάφρους και ξανασήκωσαν με χίλια τεχνάσματα τον πύργο που είχε πέσει, ενώ πυρπόλησαν και την πολιορκητική μηχανή των εχθρών από κάτω, εκεί όπου ήταν τοποθετημένη.

«…Οἱ δὲ ἀσεβεῖς ἔκ τε τοῦ κόπου τοῦ πολλοῦ καὶ τῶν πληγῶν ἠγανάκτησαν, καὶ ἡ συμπλοκὴ καὶ ὁ πόλεμος ἐλύθη, ἐλπίζοντες μὲν τῷ πρωΐ μετὰ ὀλίγου κόπου τὴν βάσιν εὔκολον εὕρωσιν˙ ἀλλὰ τῶν ἐλπίδων ἐψεύσθησαν, διὰ τὶ μὲν Ἰωάννης ὁ Ἰουστινιανὸς ὥς τις ἀδάμας δι’ ὅλης τῆς νυκτὸς ἀναθαρρύνας τοὺς ὑπ’ αὐτὸν στρατιώτας καὶ παραινέσας καὶ ὁ βασιλεὺς παρὼν μετὰ ἑτέρων πολλῶν τῶν ἐλθόντων εἰς ἐκεῖνον τὸν τόπον εἰς βοήθειαν δι’ ὅλης τῆς νυκτὸς πολλὰ κοπιάσαντες τοὺς τάφρους ἐκένωσαν καὶ τὸν πεσόντα πύργον μυρίαις μηχαναῖς ἀνώρθωσαν, καὶ τὴν ἑλέπολιν τῶν ἐναντίων ὑποκάτωθεν, οὗ ἔκειτο ἐνδεδυμένη, ἐπυρπόλησαν.

Στο τρίτο λάλημα τού πετεινού ήρθαν χαρούμενοι, ελπίζοντας, όπως είπαμε, να βρουν εύκολη τη βάση και απόρησαν βλέποντας κενές τις ελπίδες τους. Ο σουλτάνος, που λυπήθηκε και ντράπηκε περισσότερο, θαύμασε την επιδεξιότητα των δικών μας και είπε, όπως λένε, θαυμάζοντας: «Αν και οι τριανταεπτά χιλιάδες προφήτες μού έλεγαν ότι αυτοί οι ασεβείς», εννοώντας εμάς, «μπορούν να κάνουν μέσα σε μια νύχτα εκείνα που έκαναν, δεν θα το πίστευα». Κι έπειτα, βλέποντας εμάς να μην έχουμε ούτε φόβο ούτε δειλία απέναντι στους ακροβολισμούς και τις συρράξεις τις οποίες επιχειρούσαν όλη την ημέρα, και στα αναρίθμητα μικρά πυροβόλα που έριχναν σε εμάς από πάνω βέλη και πέτρες που έπεφταν σαν βροχή από τον ουρανό, χωρίς να λογαριάζει κανείς τον κίνδυνο, έπεσε σε μεγάλη ταραχή και σύγχυση τού μυαλού του, τόσο ο ίδιος όσο και όλοι οι σύμβουλοί του. Και αυτά λοιπόν έτσι συνέβαιναν.

περὶ δὲ τρίτην ἀλεκτροφωνίαν ἐλθόντες μετὰ χαρᾶς, ἐλπίζοντες ἵνα τὴν βάσιν, ὡς εἴπομεν, ῥᾴδιον εὕρωσι, καὶ ἰδόντες τὰς ἐλπίδας αὐτῶν κενὰς ἐθαύμασαν. καὶ ὁ ἀμηρᾶς λυπηθεἰς μᾶλλον καὶ αἰσχυνθεὶς ἐθαύμασε τὴν ἐπιδεξιότητα τῶν ἡμετέρων, καὶ ἔλεγε θαυμάζων τάχα “ἐὰν καὶ οἱ τριάκοντα ἑπτὰ χιλιάδες οἱ προφῆται εἶπόν μοι ὅτι αὐτοὶ οἱ ἀσεβεῖς” λέγων ἡμᾶς “διὰ μιᾶς νυκτὸς δύνανται ποιῆσαι ἅ ἐποίησαν, οὐκ ἐπίστευον.” ἔπειτα μὲν θεωρῶν μὴ ἔχοντας φόβον ἡμᾶς οὔτε δειλίαν εἰς τοὺς ἀκροβολισμοὺς καὶ συρρήξεις ἅς ἐποίουν δι’ ὅλης τῆς ἡμέρας, καὶ τοὺς ἀναριθμήτους ἑλεβολίσκους βέλη τε καὶ πέτρας ἄνωθεν καθ’ ἡμῶν βρεχομένας ὡς ὑετοὺς ἐξ οὐρανοῦ, καὶ ἀντ’ οὐδενὸς πάντα κίνδυνον ἐλογίζοντο˙ εἰς οὖν ταραχὴν καὶ σύγχυσιν λογισμοῦ μεγάλην ἐνέπεσεν αὐτὸς τε καὶ πᾶσα ἡ βουλὴ αὐτοῦ. καὶ ταῦτα μὲν δὴ οὕτως εἶχον.»

Προς έκπληξη τού σουλτάνου, λέει ο Ψευδο-Σφραντζής, ο Τζουστινιάνι αποκατέστησε τις βασικές οχυρώσεις μέσα σε μια μόνο νύχτα. Οι Τούρκοι είχαν επίσης κατασκευάσει ψηλό ξύλινο πυργίσκο, τον οποίο έσπρωξαν εναντίον τού τείχους στο σημείο όπου είχε καταστραφεί ο πύργος Αγίου Ρωμανού και λέγεται ότι οι πολιορκημένοι έκαψαν τον πυργίσκο κατά τη διάρκεια τής νύχτας.

Πολλοί τέτοιοι πυργίσκοι στήθηκαν εναντίον των τειχών τής πόλης κατά τη διάρκεια τής πολιορκίας. Ο Ψευδο-Σφραντζής αποκαλεί ένα από αυτούς «αλωτή πόλεων» (ἑλέπολις). Τοποθετεί πολύ συγκεκριμένα αυτή την επίθεση ακριβώς πριν από τη ναυμαχία τής 20ης Απριλίου (βλέπε πιο κάτω), όταν ένα αυτοκρατορικό πλοίο μεταφοράς σιτηρών και τρία γενουάτικα πλοία εισήλθαν στον Κεράτιο κόλπο και βρέθηκαν αντιμέτωπα με ολόκληρη τουρκική αρμάδα. Όμως ο Barbaro, Giornale, επιμ. Cornet, σελ. 26-27 τοποθετεί την καταστροφή τού πύργου τού Αγίου Ρωμανού (και την επισκεύη του και την κατασκευή πασσαλοφράχτη σε αντικατάσταση τού κατεστραμμένου εξωτερικού τείχους) στις 21 Απριλίου, όταν οι Τούρκοι θα είχαν πετύχει (λέει) αν επιτίθεντο «απλώς με δέκα χιλιάδες άνδρες». Στις 22 Απριλίου, σύμφωνα με τον Barbaro, ο Μωάμεθ αποφάσισε να προσφύγει στη ναυτική του δύναμη (145 σκαφών), που στάθμευε στο Διπλοκιόνιον, στη βόρεια είσοδο προς τον Κεράτιο Κόλπο και ακολούθησε η έλξη εβδομήντα-δύο τουρκικών πλοίων (fuste) πάνω από τη στεριά, προς το λιμάνι κάτω από τις οχυρώσεις τού Πέρα (στην οποία θα έλθουμε σε λίγο), μέσα από τη σιδερένια και ξύλινη αλυσίδα που ήταν απλωμένη στην είσοδο προς τον λιμάνι.

Όλα αυτά βρίσκονται σε αντίθεση με την περιγραφή τού Ψευδο-Σφραντζή, ο οποίος παρουσιάζει τον Μωάμεθ ως έτοιμο από νωρίς τη μέρα μετά την επίθεση (όταν κατέρρευσε ο πύργος τού Αγίου Ρωμανού), να επαναλάβει την προσπάθειά του να πάρει την πόλη. Ολόκληρο αυτό το απόσπασμα στον Ψευδο-Σφραντζή [III, 3, σελ. 244-47, επιμ. Grecu, σελ. 388, 390] υποδεικνύει ασφαλώς ότι οι Τούρκοι κατασκεύαζαν (και οι χριστιανοί κατέστρεφαν) μεγάλο ξύλινο πυργίσκο, πράγμα το οποίο ο Barbaro, Giornale, επιμ. Cornet, σελ. 42-43, επιμ. Dethier, σελ. 785-88 χρονολογεί στις 18 Μαΐου. Πρβλ. τον Ανώνυμο Μοσχοβίτη [κεφ. II στο Dethier, MHH, XXII-1. σελ. 1086-88], Zorzo Dolfin [Chron., στο ίδιο, αριθ. 58, 61, σελ. 1011, 1013] και Tedaldi [στο ίδιο, αριθ. 14, σελ. 898], επίσης στο Martène και Durand, Thes. novus anecdotorum, I, στήλη 1821C. Oι A. Γ. Πασπάτης, Πολιορκία και Άλωσις τής Κωνσταντινουπόλεως υπό των Οθωμανών εν έτει 1453, Αθήνα, 1890, ανατυπ. 1939. σελ. 133-34 και Pears, Destruction of the Greek Empire, σελ. 192-94 έχουν χρησιμοποιήσει στο θέμα αυτό το κείμενο τού Ψευδο-Σφραντζή, θεωρώντας μάλιστα ότι υπάρχει σοβαρό σφάλμα στη χρονολόγησή του, πράγμα που ίσως συμβαίνει. Ο Barbaro, ό. π., δεν αναφέρει το κάψιμο τού πυργίσκου, τον οποίο αποκαλεί προμαχώνα (bastion) και φαίνεται να υπονοεί ότι αυτός στεκόταν κατά τη διάρκεια τής υπόλοιπης πολιορκίας, πράγμα που συμφωνεί με την περιγραφή τού Τεντάλντι στο Martène και Durand, Thes. novus anecdotorum, I (1717, ανατυπ. 1968), στήλες 1821C και 1823A, όπου «ο ξύλινος πύργος» (le chastel be bois) αναφέρεται στην τελευταία επίθεση τής 29ης Μαΐου.

[←34]

Κριτόβουλος, I, 36, 2, επιμ. Müller, FHG, V-l, σελ. 81b, επιμ. Grecu, σελ. 105:

Κι άλλες επιθέσεις γίνονταν καθημερινά, εδώ κι εκεί, στο τείχος, ιδιαίτερα όπου είχε κατεδαφιστεί. Κατά τη διάρκεια αυτών των επιθέσεων οι υπερασπιστές στην Πόλη δεν ήσαν σε καμία περίπτωση χειρότεροι, αλλά πολεμούσαν σθεναρά και αντιστέκονταν γενναία,

«Καί ἄλλαι δὲ προσβολαὶ καθ’ ἡμέραν ἐγίνοντο ἄλλῃ καὶ ἄλλῃ τοῦ τείχους, καὶ μάλιστα κατὰ τὰ παρερρηγμένα, ἐν αἷς οὐδὲν ἔλαττον οἱ τῆς πόλεως εἶχον, ἀλλ’ ἰσχυρῶς τε ἐμάχοντο καὶ ἀντεῖχον γενναίως»

ιδιαίτερα εναντίον των τόπων όπου ο διάδρομος είχε κατεδαφιστεί.

[←35]

Χαλκοκονδύλης, βιβλίο viii, CSHB, Βόννη, σελ. 389, επιμ. Darkò, II, 154:

«…Στην αρχή οι Έλληνες τοποθέτησαν επίσης τα δικά τους κανόνια κατά μήκος των τειχών και έριχναν πέτρες που ζύγιζαν τριάμιση τάλαντα και στόχευαν το μεγάλο κανόνι τού σουλτάνου. Όμως τα κανόνια τους ταρακουνούσαν τα τείχη και προκαλούσαν ζημιές σε αυτά κι έτσι δεν πετύχαιναν τίποτε. Επιπλέον το μεγαλύτερο κανόνι τους έσπασε μόλις πυροδοτήθηκε για πρώτη φορά, οπότε κατηγόρησαν τον αρχηγό τού πυροβολικού ότι είχε διαφθαρεί από τον σουλτάνο και τον πήραν για εκτέλεση. Δεν είχαν όμως πειστικά στοιχεία εναντίον του για να δικαιολογήσουν την τιμωρία και έτσι τον άφησαν ελεύθερο».

«…οἱ δὲ Ἕλληνες τὴν ἀρχὴν μὲν καὶ οὗτοι τοὺς παρὰ σφίσι τηλεβόλους ἱδρυσάμενοι κατὰ τὸ τεῖχος ἠφίεσαν καὶ οὗτοι λίθον ἕλκοντα τρία ἡμιτάλαντα σταθμόν, καὶ ἔβαλον ἐς τὸν τοῦ βασιλέως τηλεβόλον. ἀλλ’ ἐσείετο μὲν τὰ τείχη καὶ ἐβλάπτετο σφίσιν, οὐ μέντοι ἤνυον οὐδέν. καὶ ὁ μὲν μείζων τηλεβόλος διερρήγνυτο αὐτίκα, ὅτε πρῶτον ἠφίετο. καὶ τὸν τηλεβολιστὴν ἐν αἰτίαις εἶχον ὡς διεφθαρμένον ὑπὸ βασιλέως, καὶ ἀπῆγον θανάτου· οὐ μέντοι γε φανερὸν εἶχον σημεῖον, ὡς κολάζειν, καὶ ἀπέλυσαν.»

[←36]

Η αυτοκρατορική κυβέρνηση στην Κωνσταντινούπολη είχε αγοράσει μεγάλη ποσότητα σιτηρών από τη Σικελία. Πρβλ. Const. Marinescu, «Contribution a l’ histoire des relations economiques entre l’ Empire byzantin, la Sicile et le royaume de Naples de 1419 a 1453», Studi bizantini e neoellenici, V (1939), 209-19, από το Atti del V congresso international di studi bizantini (Ρώμη, 1936).

[←37]

Η ναυμαχία στις 20 Απριλίου περιγράφεται από τούς Κριτόβουλο, I, 39-41, επιμ. Müller, FHG, V-l, σελ. 84a-86a, επιμ. Grecu, σελ. 109. ΙΙΙ, 113, Barbaro, Giornale, επιμ. Cornet, σελ. 23-25, Δούκα, κεφ. 38, CSHB, Βόννη, σελ. 268-70, Χαλκοκονδύλη, βιβλίο viii, CSHB, Βόννη, σελ. 389-90, επιμ. Darkò, II, 154-55, Λεονάρδο Χίου στο Lonicer, Chron. turcica, II, 90-91 και Ψευδο-Σφραντζή, III, 3, CSHB, Βόννη, σελ. 247-50, επιμ. Grecu, σελ. 390, 392, 394.

Οι συνήθεις αποκλίσεις εμφανίζονται στις πηγές. Ο Χαλκοκονδύλης γράφει ότι δύο χριστιανικά πλοία εμπλέκονταν, ένα γενουάτικο και το άλλο βυζαντινό:

Στο μεταξύ, ενώ συνέβαιναν όλα αυτά, ανακοινώθηκε στον σουλτάνο ότι έπλεαν πλοία από το Αιγαίο Πέλαγος προς το Βυζάντιο, δύο φορτηγά πλοία, από τα οποία το μεγαλύτερο ανἠκε στους Γενουάτες και το άλλο στον αυτοκράτορα των Ελλήνων, φορτωμένα και τα δύο με σιτάρι.

«…εν δὲ τῷ μεταξὺ χρόνῳ, ἐν ᾧ ταῦτα ἐγίγνετο, ἠγγέλλετο τῷ βασιλεῖ ὡς νῆες ἐπιπλέουσιν ἀπὸ τοῦ Αἰγαίου ἐπὶ τὸ Βυζάντιον, δύο φορτίδες, μία μὲν μείζων τῶν Ἰανυΐων, ἡ δὲ ἑτέρα τοῦ Ἑλλήνων βασιλέως, σῖτον ἐπιφέρουσαι».

Ο Κριτόβουλος μιλά για τρία μεγάλα εμπορικά πλοία (ὀλκάδες) «από Ιταλία», σταλμένα από τον πάπα [Nικόλαο Ε’] και δεν αναφέρει το βυζαντινό πλοίο μεταφοράς σιτηρών:

Ενώ οι υποθέσεις βρίσκονταν σε αυτήν την κατάσταση, όχι περισσότερες από τρεις ή τέσσερις ημέρες αργότερα, τρία μεγάλα γαλιόνια εμφανίστηκαν στην ανοιχτή θάλασσα πλέοντας μεγαλοπρεπώς. Τα είχε στείλει ο αρχιερέας τής Ρώμης [ο πάπας] από την Ιταλία, φέρνοντας τρόφιμα και βοήθεια στην Πόλη.

«Ἐν τούτοις δ’ ὄντων αὐτῶν, οὕπω τριῶν ἤ τεττάρων παρελθουσῶν ἡμερῶν, ἀναφαίνονται τρεῖς τῶν μεγάλων ὁλκάδων ἐν τῷ πελάγει μετέωροι πλεουσαι, ἅς ἐξ Ἰταλίας ἔπεμψεν ὁ τῆς ‘Ρώμης ἀρχιερεύς, ἐπισιτισμὸν ἐχούσας καὶ βοήθειαν τῇ πόλει».

Ο Δούκας αναφέρει ένα βυζαντινό πλοίο σιτηρών από την Πελοπόννησο και τέσσερα γενουάτικα εμπορικά πλοία:

Από τα πέντε πλοία που αναφέραμε, αυτό που ανήκε στον αυτοκράτορα μετέφερε φορτίο σιταριού από την Πελοπόννησο. Τα τέσσερα γενουάτικα πλοία που είχαν ναυλωθεί από τον αυτοκράτορα παρέμεναν στη Χίο σε όλη τη διάρκεια τού Μαρτίου, φορτώνοντας τις απαραίτητες προμήθειες.

«αἱ δὲ νῆαι ἅς εἰρήκαμεν πέντε, μία ἡ τοῦ βασιλέως φέρουσα φόρτον τὸν ἐκ Πελοποννήσου σῖτον, αἱ δὲ ἄλλαι τέσσαρες ἐκ Γενούας ῥογευθεῖσαι παρὰ τοῦ βασιλέως, ἵσταντο μὲν ἐν Χίῳ μέχρι Μαρτίου μηνὸς ὅλου διὰ τινας αὐτῶν χρείας».

Ο Ψευδο-Σφραντζής γράφει για τρία γενουάτικα πλοία, τα οποία φεύγοντας από τη Χίο συνάντησαν ένα βυζαντινό πλοίο από τη Σικελία:

Κι ενώ γίνονταν αυτά και πολιορκούνταν η πόλη, τρία πλοία τής Λιγουρίας, παίρνοντας φορτίο από τη Χίο και βρίσκοντας ευνοϊκό άνεμο, έπλεαν προς εμάς. Καθώς προχωρούσαν, βρήκαν στον δρόμο κι άλλο ένα πλοίο αυτοκρατορικό, που ερχόταν από τη Σικελία με σιτάρι.

«Καί τούτων γινομένων πολιορκουμένης τῆς πόλεως νῆες τρεῖς Λιγουρίας ἐκ Χίου φόρτον λαβόντες καὶ ἄνεμον τηρήσαντες ἐπιτήδειον τὸν πλοῦν πρὸς ἡμᾶς ἐποιοῦντο· διερχομένων δὲ αὐτῶν εὗρον καθ’ ὁδὸν καὶ ἑτέραν μίαν βασιλικὴν νῆα ἐκ Σικελίας μετὰ σίτου ἐρχομένην».

Οι Barbaro, Pusculus και Λεονάρδος τής Χίου λένε περίπου το ίδιο. Ο Barbaro, σελ. 24 λέει ότι η πραγματική μάχη κράτησε σχεδόν τρεις ώρες. Ο Pears, Destruction of the Greek Empire, σελ. 258 προσδιορίζει λανθασμένα τον Λεονάρδο ως «αρχιεπίσκοπο Χίου». Ο Leonardus Chiensis ήταν αρχιεπίσκοπος Μυτιλήνης (Λέσβου). Σύμφωνα με τον Eubel, II, 198 πέθανε πριν τις 3 Δεκεμβρίου 1459 και τον διαδέχθηκε κάποιος Benedetto, O.S.B.

Με κάποια ανακρίβεια ο G. Ostrogorsky, History of the Byzantine State, μετάφρ. Joan Hussey, Οξφόρδη, 1956, σελ. 506-7 έχει γράψει: «Ο Κεράτιος Κόλπος ήταν φραγμένος με βαριά αλυσίδα, την οποία όλες οι τουρκικές προσπάθειες είχαν αποτύχει να σπάσουν και ως αποτέλεσμα μιας τέτοιας προσπάθειας ξέσπασε η ναυμαχία στις 20 Απριλίου, στην οποία νίκησε ο αυτοκρατορικός στόλος».

[←38]

Κριτόβουλος, I, 42-43, επιμ. Müller, FHG, V-l, σελ. 86b88b, επιμ. Grecu, σελ. 115, 117:

Ο σουλτάνος Μεχμέτ θεώρησε απαραίτητο στην προετοιμασία τής επόμενης κίνησής του να κατακτήσει το λιμάνι και να ανοίξει τον Κεράτιο για να ορμήσουν τα δικά του πλοία. Έτσι, καθώς κάθε προσπάθεια και τέχνασμά του είχε αποτύχει να επιβάλει την είσοδο, πήρε σοφή απόφαση, αντάξια τής διάνοιας και τής δύναμής του. Κατάφερε να εκπληρώσει τον σκοπό του και να θέσει τέρμα σε όλες τις αβεβαιότητες.

«Βασιλεύς δὲ Μεχέμετις προὔργου τι νομίζων εῖναί οἱ ἐς τὸ προκείμενον τὸν τε λιμένα ἑλεῖν καὶ τὸ Κέρας ἀνοῖξαι ταῖς ἰδίαις ναυσὶν ἐφορμεῖν, ἐπειδὴ πᾶσαν πεῖραν καὶ μηχανὴν προσαγαγὼν οὐκ ἠδυνήθη τὸν ἔσπλουν βιάσασθαι, βουλὴν βουλεύεται ξυνετὴν καὶ μόνης τῆς αὐτοῦ διανοίας καὶ ἰσχύος ἀξίαν, ἤ καὶ πρὸς τὸ προκείμενόν οἱ καλῶς ἤρκεσε καὶ τοῖς πᾶσι πέρας ἐπέθηκε.

Διέταξε τούς κυβερνήτες των σκαφών να κατασκευάσουν όσο το δυνατόν γρηγορότερα διάδρομο, που να οδηγεί από την εξωτερική θάλασσα, κοντά στον τόπο που ονομάζεται Διπλοκιόνιον, στην εσωτερική θάλασσα, δηλαδή στο λιμάνι και τον Κεράτιο, και να στρώσουν αυτόν τον διάδρομο με δοκάρια.

Κελεύει τοίνυν τοὺς ἐπὶ ταῖς ναυσὶ τεταγμένους ὅτι τάχιστα ποιεῖν ὁλκούς, φέροντας ἀπὸ τῆς ἔξω θαλάσσης πρὸς τὴν ἔσω θάλασσαν τοῦ τε λιμένος, φημί, καὶ τοῦ Κέρατος, κατά γε τὸ τοῦ Διπλοῦ κίονος ὀνομαζόμενον, καὶ ὑποστρωννύειν τούτοις δοκούς,

Αυτός ο διάδρομος, μετρούμενος από θάλασσα σε θάλασσα, είναι οκτώ περίπου στάδια [1,6 χλμ]. Σε περισσότερο από το μισό μήκος του είναι πολύ ανηφορικός, μέχρι να φτάσει στην κορυφή τού λόφου, ενώ από εκεί κατεβαίνει και πάλι στην εσωτερική θάλασσα τού Κεράτιου.

Ὁ δὲ χῶρος οὗτός ἔστι μὲν ἀπὸ θαλάσσης ἐς θάλασσαν μετροῦντι στάδιοι μάλιστα ὀκτὼ˙ ἐστὶ δὲ σφόδρα ἀνάντης ὑπερήμισυ τούτων, ἕως ἄν ἐπὶ τοῦ λόφου καὶ τῆς κορυφῆς γένηται, κακεῖθεν πάλιν διὰ τοῦ κατάντους φέρεται πρὸς τὴν ἔσω θάλασσαν τοῦ Κέρατος.

Και καθώς ο διάδρομος ολοκληρώθηκε νωρίτερα από το αναμενόμενο, λόγω τού μεγάλου αριθμού των εργαζομένων, ανέβασε πάνω του τα πλοία. Τοποθέτησε μεγάλες βάσεις κάτω από αυτά, με κεραίες απέναντι από κάθε πλευρά τους για να τα κρατούν ψηλά. Αφού τα έδεσε ολόγυρα καλά με σχοινιά, προσάρμοσε μακριά σχοινιά στις γωνίες και τα παρέδωσε στους στρατιώτες να τα τραβήξουν, άλλοι με τα χέρια και άλλοι με ορισμένα μηχανήματα και βαρούλκα.

Τῶν δὲ ὅλκων γεγονότων θᾶττον ἤ λόγος διὰ πολυχειρίαν, ἐπάγει τὰς ναῦς· καὶ τρόπεις μεγάλας ὑποθεὶς αὐταῖς καὶ κεραίας ἑκατέρωθεν τῶν πλευρῶν, ὥστε ἀνέχειν αὐτὰς, καὶ σχοινίοις διαζώσας καλῶς, ἐξάπτει προτόνους μακροὺς τῶν άγκώνων ἐκδήσας, καὶ παραδίδωσιν ἕλκειν τῇ στρατιᾷ, τοῖς μὲν αὐτοχειρίᾳ, τοῖς δὲ καὶ διὰ μηχανῶν τινων καὶ μαγγάνων.

Έτσι τα πλοία έλκονταν πολύ γρήγορα και τα πληρώματά τους, καθώς τα ακολουθούσαν, χαίρονταν με αυτά που γίνονταν και γελούσαν. Τότε μπήκαν στα πλοία στη στεριά, σαν να βρίσκονταν στη θάλασσα. Κάποιοι από αυτούς σήκωναν τα πανιά με κραυγές, σαν να ἐπλεαν, ενώ το αεράκι φούσκωνε τα πανιά και τα καμπύλωνε. Άλλοι κάθονταν στους πάγκους κρατώντας στα χέρια τους τα κουπιά και τα κινούσαν σαν να κωπηλατούσαν. Και οι λοστρόμοι, τρέχοντας δίπλα από την υποδοχή τού ιστού, με σφυρίγματα και κραυγές και χτυπώντας με τα μαστίγιά τους, πρόσταζαν τούς ευρισκόμενους στους πάγκους να κωπηλατούν. Τα πλοία, που προχωρούσαν στη στεριά σαν να βρίσκονταν στη θάλασσα, άλλα τα ανέβαζαν από την ανηφόρα στην κορυφή τού λόφου, ενώ άλλα τα κατέβαζαν από την κατηφόρα στο λιμάνι, όπου έκλειναν τα πανιά με φωνές και μεγάλο θόρυβο.

Αἱ μὲν οὖν νῆες εἵλκοντο θᾶττον, οἱ δὲ ἐπιβάται τούτων, ὥσπερ ἐπεντρυφῶντες τοῖς γινομένοις τε καὶ ἐπεγγελῶντες, πληροῦντες αὐτὰς ἐπὶ τῆς χέρσου ὥσπερ ἐπὶ θαλάσσης, οἱ μὲν ἀνεπετάννυον ξὺν κραυγῇ τὰ ἱστία, ὡς δῆθεν ἀναγόμενοι, τὰ δὲ πνεῦμά τε ἐδέχετο καὶ ἐκυρτοῦτο, οἱ δὲ ἐπὶ τῆς εἰρεσίας καθήμενοι κατεῖχον τὰς κώπας ἐν χεροῖν τετροπημένας ὥσπερ ἐρέττοντες, καὶ οἱ κελευσταὶ διαθέοντες ἐπὶ τῆς ἱστοδόκης, συριγμοῖς τε καὶ κραυγῇ καὶ φραγελλίοις παίοντες τοὺς ἐπὶ τῆς εἰρεσίας ἐρέττειν διεκελεύοντο, αἱ δὲ νῆες ἐπὶ τῆς χέρσου φερόμεναι ὥσπερ ἐπὶ πελάγους, αἱ μὲν ἀνήγοντο διὰ τοῦ ἀνάντους ἐπὶ τὸν λόφον ἄνω, αἱ δὲ πάλιν κατήγοντο διὰ τοῦ κατάντους ἐς τὸν λιμένα, χαλῶσαι τὰ ἱστία ξὺν βοῇ καὶ πατάγῳ πολλῷ.

Ήταν παράξενο θέαμα και δύσκολα το πιστεύει κανείς ακούγοντας, εκτός από εκείνους που το είδαν πραγματικά: πλοία μεταφέρονταν στη στεριά σαν να έπλεαν στη θάλασσα, με τα πληρώματα και τα πανιά τους και όλο τον εξοπλισμό τους. Πιστεύω ότι αυτό ήταν πολύ μεγαλύτερο επίτευγμα από το κόψιμο ενός καναλιού από τον Ξέρξη απέναντι από τον Άθω, και πολύ πιο περίεργο να το βλέπεις και να το ακούς. Επιπλέον αυτό το γεγονός, που έγινε χθες, μπροστά στα μάτια μας, καθιστά ευκολότερο να πιστέψουμε ότι πραγματικά συνέβη το άλλο, αφού χωρίς αυτό, το άλλος θα έμοιαζε με μύθο και θα ακουγόταν σαν άσκοπο λεγόμενο. Έτσι λοιπόν, στον κόλπο που ονομάζεται Ψυχρά Ύδατα, λίγο πιο πέρα από τον Γαλατά, κατέβηκε αξιοσέβαστος στόλος εξηνταεπτά περίπου πλοίων και έδεσε εκεί.

καὶ ἦν ἰδεῖν θέαμα ξένον καὶ ἀκοαῖς ἄπιστον πλὴν τῶν τεθεαμένων, ναῦς ἐπὶ τῆς μεσογείας φερομένας, ὥσπερ ἐπὶ θαλάσσης πλεούσας μετὰ γε τῶν πληρωμάτων αὐτῶν καὶ τῶν ἱστίων καὶ τῆς ἄλλης ἀποσκευῆς. Ἐγὼ δὲ νομίζω καὶ τῆς Ξέρξου Ἄθω διορυγῆς μεῖζον εἶναι τοῦτο πολλῷ, καὶ παραδοξότερον καὶ ἰδεῖν καὶ ἀκοῦσαι˙ μᾶλλον δὲ τοῦτο χθὲς καὶ πρὸ ὀφθαλμῶν ἡμετέρων γεγονὸς βεβαίαν κἀκείνῳ τὴν πίστιν παρέχει τοῦ γενέσθαι, ὡς ἄνευ γε τούτου μῦθος ἄν ἦν ἐκεῖνο καὶ ἐδόκει μάτην λεγόμενον. Κατάγονται τοίνυν ἐν τῷ κόλπῳ τῶν Ψυχρῶν Ὑδάτων καλουμένῳ, μικρὸν ἀπωτέρω τοῦ Γαλατᾶ, στόλος οὐ μικρός, νῆες ἑπτὰ καὶ ἑξήκοντα, καὶ ὁρμίζονται αὐτοῦ.»

Ο Κριτόβουλος λέει λοιπόν ότι υπήρχαν 67 πλοία.

Ο Barbaro, Giornale, επιμ. Cornet, σελ. 27-28 (βλέπε πιο πάνω, σημείωση 26) μιλά για 72 φούστες.

Ο Ψευδο-Σφραντζής σχολιάζει την ποικιλία τού εξοπλισμού που χρησιμοποίησαν οι Τούρκοι για τη χερσαία μεταφορά των πλοίων και αναγκάζεται να θαυμάσει το αξιόλογο «στρατήγημα» [III, 3, CSHB, Βόννη, σελ. 251-52, επιμ. Grecu, σελ. 394, 396]:

«…καί ἐκ τοῦ ὄπισθεν μέρους τοῦ Γαλατᾶ διὰ τοῦ λόφου ὁδὸν εὐθεῖαν ᾠκονόμησεν ἕως τοῦ λιμένος ἐρχομένην, καὶ σανίσι καὶ ξύλοις πᾶσαν κατέστρωσεν, ἅς ἤλειψε σανίδας μετὰ στέατος βοῶν καὶ κριῶν˙ καὶ ὄργανα πολύτροπα ἕτερα ποιήσας καὶ μηχανὰς, τὰς τριήρεις καὶ διήρεις ἐν εὐκολίᾳ ἄνωθεν ἐν τῷ λόφῳ σύρας ἔσω ἐν τῷ λιμένι καταβιβάσας ἔφερεν αὐτὰς. καὶ ἦν τὸ ἔργον θαυμαστὸν καὶ ναυμαχίας στρατήγημα ἄριστον.»

Ο Δούκας μιλά για 80 «διήρεις» (φούστες) και αναρωτιέται ποιος άραγε είδε ή άκουσε ποτέ τέτοιο πράγμα, να γίνεται η στεριά πλωτή όπως η θάλασσα [κεφ. 38, CSHB, Βόννη, σελ. 270-71]:

Όταν ο τύραννος είδε ότι υπήρχαν οκτώ μεγάλα πλοία, πάνω από είκοσι μικρά, αυτοκρατορικές γαλέρες, καθώς και ενετικά γαλέρες και πολλά άλλα μικρά σκάφη, κατάλαβε ότι δεν ήταν δυνατό να καταλάβει το λιμάνι. Επινόησε λοιπόν ένα τολμηρό και γενναίο τέχνασμα. Πρόσταξε να ισοπεδωθούν τα αλσύλλια που βρίσκονταν πίσω από τον Γαλατά, από την περιοχή προς τα ανατολικά και κάτω από το Διπλοκιόνιον μέχρι το τμήμα τού Γαλατά που βλέπει στην ακτή τού Κεράτιου, απέναντι από το Κοσμίδιον. Αφού εξομάλυναν τον δρόμοε όσο μπορούσαν, έβαλε τις γαλιότες πάνω σε τροχοφόρες βάσεις. Ανοίγοντας τα πανιά τους, πρόσταξε να τραβηχτούν τα πλοία από τη στεριά, από τον πορθμό τού Ιερού Στομίου, και να μπουν στον Κεράτιο. Όπως κι έγινε. Τα σκάφη έλκονταν κσι σε καθένα υπήρχε πιλότος στην πλώρη και άλλος που καθόταν στο τιμόνι. Ένας τρίτος κρατούσε το ακροκέραιο και κουνούσε το πανί. Άλλος χτυπούσε τύμπανο και άλλος έπαιζε θαλάσσιες μελωδίες με σάλπιγγα. Πλέοντας με ούριο άνεμο πάνω από κοιλάδες και ρυάκια, διέσχιζαν τη στεριά, μέχρι που έφτασαν στο νερό. Ήσαν ογδόντα στον αριθμό, γαλιότες όλες. Τα άλλα τα άφησαν πίσω. Ποιος είδε ή άκουσε κάτι τέτοιο; Ο Ξέρξης γεφὐρωσε τη θάλασσα και ο τεράστιος στρατός του πέρασε από πάνω της. Αλλά αυτός ο νέος Μακεδόνας, ο οποίος, πιστεύω, ήταν ο τελευταίος τύραννος τής γενεαλογίας του, μετέτρεψε τη γη σε θάλασσα και πέρασε τα πλοία πάνω από τις κορυφές των λόφων, σαν να ήσαν αυτοί κύματα. Ξεπέρασε όμως τον Ξέρξη. Γιατί εκείνος, αφού διέσχισε τον Ελλήσποντο, επέστρεψε έχοντας ηττηθεί ντροπιαστικά από τούς Αθηναίους. Αυτό όμως, διασχίζοντας τη στεριά σαν να ήταν νερό, αφάνισε τούς Ρωμιούς και άλωσε τη χρυσή πραγματικά Αθήνα [δηλαδή την Κωνσταντινούπολη], τη βασίλισσα των πόλεων που στολίζει τον κόσμο.

«τότε ὁ τύραννος ὶδὼν τὰς νῆας τὰς μεγάλας ὀκτὼ οὔσας, τὰς μικρὰς ἐπέκεινα τῶν κ’, καὶ τριήρεις βασιλικὰς καὶ τριήρεις τῶν Βενετικῶν, καὶ ἄλλα πλεῖστα μικρὰ, ἔγνω ὡς οὐκ ἔστι δυνατὸν τοῦ κατασχεῖν τὸν λιμένα, καὶ τεχνάζεται γενναῖόν τι καὶ ἀνδρεῖον σόφισμα· προστάττει τοῦ εὐθυδρομηθῆναι τὰς νάπας τὰς ὄπισθεν κειμένας τοῦ Γαλατᾶ, ἀπὸ τὸ μέρος τὸ πρὸς ἀνατολὴν κάτωθεν τοῦ διπλοῦ κίονος ἕως τὸ ἄλλο μέρος τοῦ Γαλατᾶ τὸ πρὸς τὸν αἰγιαλὸν τοῦ Κερατίου κόλπου κείμενον ἄντικρυ Κοσμηδίου. καὶ ποιήσαντες τὴν ὁδὸν ὁμαλὴν, ὅσον ἐδύναντο, διὰ τῶν φαλάγγων ἐπιβιβάσας τὰς διήρεις καὶ τὰ ἱστία πτερώσας ἐκέλευσεν ἕλκειν διὰ ξηρᾶς ἐκ τοῦ πορθμοῦ τοῦ ἱεροῦ στομίου καὶ εἰσάγειν εἰς τὸν Κεράτιον κόλπον τὰ πλοῖα. ὅ καὶ γέγονεν. ἥλκοντο δὲ τὰ σκάφη, καὶ ἐν ἑκάστῳ πρωρεὺς καὶ ἄλλος ἐπι τῶν οἰάκων καθήμενος˙ ἕτερος δὲ τὸ πτερὸν κρατῶν τὸ ἱστίον ἐτίνασσεν˙ ἄλλος τύμπανον, ἕτερος σάλπιγγα κρούων ἐμελῴδει θαλάσσιον μέλος. καὶ ἐξ οὐρίας πλέοντες τὰς νάπας καὶ τοὺς ῥύακας τὴν ξηράν διήρχοντο, ἕως οὗ καταντήσαντες ἐν τῇ ὑγρᾷ ταύτας ἀνήγαγον ὀγδοήκοντα τὸν ἀριθμὸν, αἱ διήρεις ὑπάρχουσαι˙ τὰς δὲ λοιπὰς ἔασεν ἐκεῖ. τὶς εἶδε τοιοῦτον ἤ τὶς ἤκουσεν; ὁ Ξέρξης τὴν θάλασσαν ἐγεφύρωσε, καὶ ὡς ξηρὰν ὁ τοσοῦτος στρατὸς ἐπάνω ταύτης διῆλθεν. οὗτος δὲ ὁ νέος Μακεδὼν, καὶ ὡς ἐμοὶ δοκεῖ, τῶν γενεῶν αὐτοῦ τύραννος ὕστατος τὴν γῆν ἐθαλάσσωσε, καὶ ὡς κατὰ κυμάτων, τὰ πλοῖα κατά τῶν κορυφῶν τῶν ὀρέων ἀπέζευξεν. ἀλλ’ ὑπὲρ τὸν Ξέρξην οὗτος˙ καὶ γὰρ ἐκεῖνος διαβάς τὸν Ἑλλήσποντον παρὰ τῶν Ἀθηναίων αἰσχύνην ἐνδυθεὶς ὑπέστρεψεν, οὗτος δὲ τὴν ξηρὰν ὡς ὑγρὰν διαβὰς τοὺς Ῥωμαίους ἠφάνισε, καὶ τὰς χρυσᾶς ὄντως Ἀθήνας, τὰς κοσμούσας τὸν κόσμον, τὴν βασιλίδα τῶν πόλεως εἷλε.»

O Χαλκοκονδύλης γράφει για 70 πλοία [βιβλίο viii, CSHB, Βόννη, σελ. 387, επιμ. Darkò, II, 153]:

Αυτές ήσαν οι πολιορκητικές επιχειρήσεις τού σουλτάνου στη στεριά. Από την πλευρά τής θάλασσας, καθώς ο Μεχμέτ δεν μπορούσε να μπει στο λιμάνι για να επιτεθεί στην πόλη από όλες τις πλευρές, αποφάσισε να σηκώσει και να σύρει τα πλοία του πάνω, δίπλα από το στρατόπεδο τού Ζαγανός και μέσα στο λιμάνι. Έτσι μετέφερε τα πλοία του πάνω από τον εκεί λόφο, με τα κατάρτια και τα κουπιά τους ασφαλισμένα και τα τράβηξε μἐχρι την ακτή τού λιμανιού. Μετέφερε εβδομήντα περίπου πλοία, πενήντα κουπιών και τριάντα κουπιών, και τα ετοίμασε για να τα βάλουν στο λιμάνι την επόμενη μέρα.

«Ταῦτα μὲν οὖν κατ’ ἤπειρον παρεσκεύαστο τῷ βασιλεῖ ἐς τὴν πολιορκίαν· κατὰ δὲ τὴν θάλατταν, ὡς οὐκ ἠδύνατο παριέναι εἴσω ἐς τὸν λιμένα, ὥστε πανταχῇ τῇ πόλει προσβάλλειν, ἐδόκει αὐτῷ ἄνω κατὰ τοῦ Ζαγάνου στρατόπεδον ἀνελκύσαντα ὑπερείδειν τὰ πλοῖα ἐς τὸν λιμένα. καὶ ταύτῃ μὲν ἄνω διὰ τοῦ ὄρους διέζευξε τὰ πλοῖα, παρεσκευασμένα ἱστίοις τε καὶ κώπαις ἑλκόμενα ἐς τὸν αἰγιαλὸν τοῦ λιμένος. διεβίβασε δὲ πλοῖα ἐς τὰ ἑβδομήκοντα, πεντηκοντόρους τε καὶ τριηκοντόρους, καὶ οὕτω παρεσκευάζετο ὡς τῇ ὑστεραίᾳ ἐπιπλευσούμενα ἐς τὸν λιμένα.»

Ο Λεονάρδος τής Χίου στο Lonicer, Chron. turcica, II, 89 για εβδομήντα διήρεις. Ο Henry τού Soemmern [Iorga, Notes et extraits, III (1902), 310] για εβδομήντα πλοία (naves), ενώ για πρόσθετες πηγές βλέπε σημειώσεις Müller για τον Κριτόβουλο, ό. π. Ο A. D. Mordtmann, Belagerung und Eroberung Constantinopels (1858), σελ. 57-60, σωστά ακολουθεί τον Barbaro μέσα στη διαφωνία μεταξύ των πηγών. Ο Sa’d-ad-Din, μετάφρ. E. J. W. Gibb (1879), σελ. 24-25 γράφει ότι τα πλοία κινήθηκαν πάνω από τον λόφο (τού Πέρα) σε λιπασμένα ξύλινα κύλιστρα. Πρβλ. Iorga, Gesch. d. Osman. Reiches, II, 25-26.

Σύμφωνα με τον Τεντάλντι, ο Zαγάν πασάς τράβηξε «εβδομήντα έως ογδόντα γαλέρες, καθώς και άλλες εξοπλισμένες φούστες» πάνω από τη στεριά, από το Διπλοκιόνιον προς το εσωτερικό λιμάνι τού Κεράτιου κόλπου, το οποίο ονομάζει mandraquin, δηλαδή στα ελληνικά μανδράκι (έγκλειστο μέρος, λιμάνι), «το οποίο βρίσκεται μεταξύ των δύο πόλεων» τού Πέρα και τής Κωνσταντινούπολης [Martène και Durand, Thes. novus anecdotorum, I, στήλη 1820D]. Mαζί οι τουρκικές και χριστιανικές δυνάμεις δεν αθροίζονταν σε εβδομήντα έως ογδόντα αληθινές γαλέρες. Η γαλέρα ήταν πολύ βαρύ και πολύ ακριβό σκάφος, όπως μας υπενθυμίζει διαρκώς πλήθος ενετικών εγγράφων. Παρ’ όλα αυτά πληροφορούμαστε από κάποιον Σαμίλε, ο οποίος αυτοαποκαλείται «Μπλάντικ ή Μπίσοφ», σε επιστολή με ημερομηνία 6 Αυγούστου 1453 προς τον Όσβαλντ, δήμαρχο (burgomaster) τού Χέρμαννστατ (τού ρουμανικού Σίμπιου και ουγγρικού Ναγκυζέμπεν, τής πρωτεύουσας τής Τρανσυλβανίας), ότι οι δυνάμεις τού Μωάμεθ «τράβηξαν με τα ίδια τους τα χέρια διακόσιες γαλέρες πάνω στη στεριά, σε απόσταση περίπου δύο μιλίων και ύστερα τις κατέβασαν σε εκείνο το μέρος τής θάλασσας, που βρίσκεται μεταξύ των δύο πόλεων [του Πέρα-Γαλατά και τής Κωνσταντινούπολης]». Το γερμανικό κείμενο υπάρχει στον Iorga, Notes et extraits, IV (1915), 66, με ιταλική μετάφραση στον Pertusi, Caduta di Costantinopoli, 1 (1976), 229.

[←39]

Κριτόβουλος, I, 43, 1, επιμ. Miller, FHG, V-l, σελ. 87b, επιμ. Grecu, σελ. 117:

Οι Ρωμιοί, όταν είδαν τέτοιο ασυνήθιστο πράγμα να συμβαίνει και να εφορμούν πολεμικά πλοία στον Κεράτιο, πράγμα που δεν θα μπορούσαν ποτέ να προβλέψουν, τρομοκρατήθηκαν από το απροσδόκητο θέαμα, έπεσαν σε κατάθλιψη και σε συναίσθημα απόλυτης αδυναμίας, μη γνωρίζοντας τι να κάνουν από τώρα και στο εξής.

«Ῥωμαῖοι δὲ πρᾶγμα τοσοῦτον παρὰ δόξαν γεγονὸς θεασάμενοι, καὶ τῷ Κέρατι ναῦς πολεμίας ἐφορμοῦντας, ὅπερ οὐκ ἄν ποτε προσεδόκησαν, ἐξεπλάγησάν τε τῷ παραλόγῳ τῆς θέας καὶ ἐς ἀμηχανίαν τε καὶ ἀπορίαν μεγίστην ἐνέπεσον, μὴ ἔχοντες τοῦ λοιποῦ ὅ τι καὶ δράσαιεν, ἀλλὰ δὴ καὶ ἀπόγνωσιν˙

Γιατί προηγουμένως είχαν αφήσει αφύλακτα τα τείχη κατά μήκος τού Κερατίου για απόσταση τριάντα περίπου σταδίων, και παρ’ όλα αυτά δεν είχαν αρκετούς άνδρες για τα υπόλοιπα τείχη, είτε για άμυνα είτε για επίθεση, ούτε πολίτες ούτε άνδρες από αλλού. Αντ’ αυτού, δύο ή ακόμη και τρεις επάλξεις τις υπερασπιζόταν ένας μόνο. Τώρα μάλιστα, που είχε γίνει και αυτό το [θαλάσσιο] τείχος ανοιχτό σε επίθεση και ἐπρεπε να φρουρηθεί, αναγκάζονταν να απογυμνώνουν τις άλλες επάλξεις και να μεταφέρουν τούς άνδρες εκεί. Αυτό αποτελούσε προφανή κίνδυνο, καθώς οι υπερασπιστές απομακρύνονταν από το άλλο τείχος, ενώ όσοι αφήνονταν εκεί, δεν επαρκούσαν για να το προστατεύσουν, καθώς ήσαν τόσο λίγοι.

καὶ γὰρ ἀφύλακτον ἔχοντες πρότερον τὸ τοῦ Κέρατος τεῖχος, σταδίους ἐγγὺς που τριάκοντα, οὐδὲ οὕτως εἶχον ἀρκούντως τοῖς ἄλλοις τείχεσιν ἔς γε προφυλακὴν τε καὶ μάχην οὔτε οἱ ἀστοὶ οὔτε οἱ ξένοι, ἀλλ’ ἐπάλξεις δύο καὶ τρεῖς εἶχον ἕνα προπολεμοῦντα˙ νῦν δὲ καὶ τοῦτο τὸ τεῖχος ἀνοιγὲν τῷ πολέμῳ φυλάττειν ἀνάγκην ἔχοντες, ἠναγκάζοντο τὰς ἄλλας ἐπάλξεις ἀπογυμνοῦν καὶ μετακομίζειν ἐνταῦθα τοὺς ἄνδρας˙ ὅπερ ἦν κίνδυνος προφανὴς, κενουμένου τῶν προμαχομένων τοῦ ἄλλου τείχους, καὶ μὴ ἀρκούντων τῶν ἐγκαταλελειμμένων, ὀλίγων ὄντων, φυλάττειν αὐτὸ.

Όχι μόνο υπήρχε αυτή η δυσκολία, αλλά, καθώς ολοκληρώθηκε η γέφυρα, βαρύ πεζικό και τοξότες μπορούσαν να περάσουν πάνω από το τείχος. Έτσι αυτό το μέρος ἐπρεπε επίσης να φρουρείται. Και τα πλοία κοντά στο στόμιο τού λιμανιού και στην αλυσίδα, γαλιόνια και γαλέρες, καθώς και τα άλλα πλοία στο λιμάνι, υπήρχε η μεγαλύτερη ανάγκη να βρίσκονται σε επιφυλακή, δεδομένου ότι τώρα υφίσταντο επίθεση και από μέσα και από έξω. Επομένως από πολλές κατευθύνσεις φαινόταν ότι είχαν δυσκολίες και είχαν πραγματικά. Όμως δεν παραμελούσαν τίποτε από εκείνα που μπορούσαν να γίνουν.

Οὐ τοῦτο δε μόνον ἦν τὸ δεινὸν, ἀλλ’ ὅτι καὶ ἡ γέφυρα τέλος λαβοῦσα ὁπλίτας ἐδέχετο καὶ τοξότας διαβαίνοντας ἐπὶ τὸ τεῖχος, καὶ ἔδει φυλάττειν κἀκεῖ˙καί αἱ πρὸς τῷ στόματι δὲ τοῦ λιμένος καὶ τῇ ἀλύσει ὁλκάδες τε καὶ τριήρεις καὶ αἱ ἄλλαι νῆες ἐν τῷ λιμένι φυλακῆς ἤδη μᾶλλον ἐδέοντο πλείονος, ἔνδοθέν τε καὶ ἔξωθεν πολεμούμεναι. Πολλαχόθεν οὖν αὐτοῖς ἄπορα ἦν τε καὶ ἐδόκει, πλὴν γε δὴ οὐκ ἠμέλουν ἐκ τῶν ἐνόντων τῶν δυνατών.»

[←40]

Η έκφραση αυτή δεν πρέπει να θεωρηθεί απλώς ως γραφικότητα ομιλίας [Barbaro, Giornale, επιμ. Cornet, σελ. 31, επιμ. Dethier, σελ. 760]. Στην πραγματικότητα σήμαινε τρόπο υπολογισμού μικρών χρονικών περιόδων. Μάλιστα ιατρικές συνταγές κατά τον 14ο και 15ο αιώνα ετοιμάζονταν βράζοντας τα συστατικά ή αφήνοντάς τα πάνω ή εφαρμόζοντας κάποια καυστική ουσία σε τραύμα για χρονικό διάστημα πολλών πάτερ ημών ή άβε Μαρία. Πρβλ. D’ Arcy Power, Treatises of Fistula … by John Arderne, Λονδίνο, 1910, σελ. xxix στο Early English Text Society, αριθ. 139.

[←41]

Barbaro, Giornale, επιμ. Cornet, σελ. 28-33, επιμ. Dethier, σελ. 754-63. Λεονάρδος Χίου στο Lonicer, Chron. turcica, II, 91-92, τού οποίου η περιγραφή είναι μάλλον παρόμοια με εκείνη που εμφανίζεται στον Ψευδο-Σφραντζή, ο οποίος έχει προσθέσει λεπτομέρειες [III, 4, CSHB, Βόννη, σελ. 256-58, επιμ. Grecu, σελ. 400, 402]:

Καὶ πάλι, όταν έγινε άλλο συμβούλιο, για να πυρπολήσουν με κάποιο τέχνασμα τις γαλέρες και τη γέφυρα που είχαν φέρει μέσα στο λιμάνι, γιατί τα πλοία αυτά προκαλούσαν μεγάλη ταραχή και κίνδυνο στην Πόλη, βρήκαν κάποιο τέχνασμα και ανέφεραν την απόφαση στον αυτοκράτορα. Ο Ενετός Τζάκομο Κόκο, άνδρας πιο έξυπνος στα έργα απ’ όσο στα λόγια, μόλις τού εμπιστεύτηκαν να τελειώσει αυτή την υπόθεση, άρχισε το έργο πολύ επιδέξια και καλά, με τον εξής τρόπο.

«Καὶ αὖθις ἑτέρας βουλῆς γενομένης, ἵνα τὰς ἐν τῷ λιμένι φερομένας τριήρεις καὶ γέφυραν ἐμπρήσωσι μηχανῇ τινί, διότι μεγάλην ταραχὴν καὶ κίνδυνον αἱ νῆες αὗται τῇ πόλει ἐνέδιδον, καὶ μηχανὴν τινα εὗρον, καὶ τὴν βουλὴν ἐξεφώνησαν τῷ βασιλεῖ. Ἰάκωβος Κόκος ὁ Ἑνετός, ἀνὴρ ὀξύτερος τοῦ ποιεῖν ἤ λέγειν, ὡς ἐνεμπιστεύθη τοῦ πέρας δῶσαι τῆς ὑποθέσεως, ἤρξατο τοῦ ἔργου πάνυ ἐπιτηδείως καὶ καλῶς τρόπῳ τοιῷδε.

Εξοικονόμησε τρία μικρά σκάφη πολύ γρήγορα και έβαλε σε αυτά σαράντα νέους θαρραλέους και μεγαλόψυχους και ανδρείους, Έλληνες και Ιταλούς. Αφού τούς περιέγραψε καλά τα πάντα, τούς παρέδωσε τις συσκευές με το υγρό πυρ που είχαν κατασκευαστεί, για να έρθουν νύχτα, να περάσουν προς τον Γαλατά και κοντά στην άκρη εκείνης τής περιοχής να φτάσουν μέχρι τις γαλέρες και να κάνουν εκείνα που είχαν αποφασιστεί.

ἀκάτια τρία πάνυ ταχέα καὶ γοργὰ οἰκονομήσας, καὶ τεσσαράκοντα νέους θαρσαλέους καὶ μεγαλοψύχους καὶ ἀνδρείους ἐν αὐτοῖς ἔβαλε, Γραικοὺς τε καὶ Ἰταλούς, καὶ καλῶς παραγγείλας αὐτοῖς τὰ πάντα καὶ τὰς κατασκευασθείσας μετὰ τοῦ ὑγροῦ πυρὸς τέχνας δώσας, ἵνα ἔλθωσιν νυκτὸς καὶ περάσωσι πρὸς τὸν Γαλατᾶν καὶ πλησίον τῆς πέρας ἐκείνης γῆς ἔλθωσιν ἕως τῶν τριήρεων καὶ τὰ ὁρισθέντα πράξωσιν.

Και θα είχαν γίνει, αν δεν τα εμπόδιζε και σε αυτό η κακή μας τύχη. Αφού ήρθαν πολύ επιδέξια, περπάτησαν στη γέφυρα, πέρασαν απέναντι και άφησαν εκεί δύο νέους με μια συσκευή, ώστε, όταν οι άλλοι πλησιάσουν στις γαλέρες και κάνουν κάποιο σινιάλο, τότε, την ίδια στιγμή, να ανάψουν με θειάφι το υγρό πυρ. Όταν όμως έφτασαν κοντά στις γαλέρες, ο Θεός είτε εμπόδισε το έργο εξαιτίας των αμαρτιών μας, ή από απροσεξία κάποιου από εκείνους τούς νέους ένας σκλάβος ειδοποίησε τούς αντιπάλους για το μυστικό. Και έχοντας άγρυπνες φρουρές και νυχτοφύλακες, μόλις τούς είδαν, με όπλα και πέτρες και με άλλα μικρά σκάφη βύθισαν το ένα μικρό σκάφος και συνέλαβαν αιχμαλώτους μερικούς από τούς ανθρώπους. Κι έτσι οι δικοί μας δεν κατόρθωσαν τίποτε άλλο, παρά μόνο να πυρπολήσουν μία από τις γαλέρες, ενώ τη φωτιά πάνω στη γέφυρα έτρεξε πλήθος Τούρκων και την έσβησε.

καὶ ἐγεγόνει ἄν, εἰ μὴ καὶ εἰς τὸ αὐτὸ ἡ κακὴ τύχη ἡμῶν ἐμπόδιζε. ἐλθόντες δὲ πάνυ ἐπιτηδείως καὶ τὴν γέφυραν περιπατήσαντες καὶ περάσαντες καὶ δύο νέους ἀφέντες ἐκεῖ μετὰ κατασκευῆς, ἵνα ὅταν οἱ ἕτεροι εἰς τὰς τριήρεις ἐγγίσωσι καὶ σημεῖόν τι ἴδωσι, τότε ἐν μιᾷ ὥρᾳ θεαφίῳ τὸ ὑγρὸν πῦρ ἀνάψωσι, φθάσαντες δὲ καὶ ἕως τῶν τριήρεων ἐγγύς, ὁ θεὸς ἤ διὰ τὰς ἁμαρτίας ἡμῶν ἐκώλυσε τὸ ἔργον, ἤ ἐξ ἀπροσεξίας τινὸς τῶν νέων ἐκείνων οἰκέτης τις τὸ μυστήριον τοῖς ἐναντίοις ἐμήνυσε˙ καὶ φυλακὰς ἀγρύπνους καὶ νυκτοσκόπους ἔχοντες, ὡς εἶδον αὐτούς, μετὰ σκευῶν καὶ πετρῶν καὶ μετὰ ἑτέρων ἀκατίων τὸ ἕν ἀκάτιον ἐβύθισαν καὶ μερικοὺς τῶν ἀνθρώπων ἐζώγρησαν˙ καὶ οὕτως οὐδὲν ἕτερον οὶ ἡμέτεροι ἐποίησαν εὶ μὴ μίαν τῶν τριήρεων ἐπυρπόλησαν. καὶ τὸ ἐν τῇ γεφύρᾳ πῦρ πλῆθος τῶν Τούρκων δραμόντες ἐναπέσβησαν.

Εκείνους τούς θαυμάσιους και ωραίους νέους πρόσταξε ο ασεβής σουλτάνος το πρωί και τούς θανάτωσαν οικτρά όλους, ενώ εμείς τούς βλέπαμε. Και υπήρξε μεγάλος θρήνος γι’ αυτούς στην Πόλη. Και ο αυτοκράτορας, που λυπήθηκε και ο ίδιος, πρόσταξε να θανατώσουν πάνω στους πύργους κυκλικά τούς αιχμάλωτους Τούρκους. Ήσαν λοιπόν διακόσιοι εξήντα εκείνοι που θανατώθηκαν. Για αυτά λοιπόν προκλήθηκαν ταραχές και υπήρξε μεγάλη σύγκρουση ανάμεσα στους Ενετούς και τούς Γενουάτες. Γιατί έλεγαν οι Γενουάτες και ισχυρίζονταν ότι ήσαν πιο έμπειροι από τούς Ενετούς σε όλα τα πράγματα, και ότι από απειρία ούτε ο Τζάκομο Κόκο ήξερε τι έκανε, ούτε ο ίδιος ούτε οι υπόλοιποι Ενετοί ήξεραν εκείνα που επιχειρούσαν. Και ότι για αυτή την αιτία είχαν χάσει εκείνους τούς σαράντα νέους, για τούς οποίους υπήρχε τόση λύπη, και δεν είχαν πυρπολήσει στο λιμάνι ούτε τις γαλέρες ούτε τη γέφυρα. Μόλις λοιπόν άκουσε ο αυτοκράτορας αυτά που γίνονταν, ήρθε και μίλησε στούς Ενετούς και τούς Γενουάτες και είπε στενοχωρημένος: «Αδελφοί, σάς παρακαλώ να ειρηνεύσετε. Αρκετός είναι για εμάς ο πόλεμος απ’ έξω. Μην αντιμάχεστε και μεταξύ σας, για να μάς λυπηθεί ο Θεός». Και λέγοντας κι άλλα πολλά τούς ειρήνευσε.

τοὺς δὲ νέους ἐκείνους τοὺς θαυμαστοὺς καὶ ὡραίους ὁ ἀσεβὴς ἀμηρᾶς προστάξας τῷ πρωΐ πάντας οἰκτρῶς ἐθανάτωσεν ἡμῶν ὁρώντων αὐτοὺς˙ καὶ θρῆνος ἐγεγόνει ἐν τῇ πόλει ὑπὲρ αὐτῶν ἀμέτρητος. ὁ δὲ βασιλεὺς λυπηθεὶς καὶ αὐτὸς προσέταξεν ἵνα ἄνωθεν τῶν πύργων κύκλωθεν τοὺς αἰχμαλώτους Τούρκους θανατώσωσιν˙ ἦσαν γὰρ τὸν ἀριθμὸν οἱ ἀναιρεθέντες διακόσιοι ἑξήκοντα. καὶ διὰ ταῦτα οὖν σκάνδαλα ἀνεφύησαν, καὶ στάσις μεγάλη ἐγεγόνει ἀναμεταξὺ τῶν Ἑνετῶν καὶ Λιγουρίων˙ ἔλεγον γὰρ οἱ Λιγούριοι καὶ διισχυρίζοντο τοῦ εἶναι αὐτοὺς ἐμπειροτάτους ἤ τοὺς Ἑνετοὺς ἐν παντὶ πράγματι, καὶ δι’ ἀπειρίαν μὴ εἰδέναι τὸν Κόκον Ἰάκωβον ἅ ἐποίει, οὔτε ἐκεῖνος οὔτε οἱ λοιποὶ τῶν Ἑνετῶν ἅ ἐπιχειρίζοντο˙ δι’ ἥν αἰτίαν τοὺς τεσσαράκοντα ἐκείνους νέους ἀπώλεσαν, δι’ οὕς τοσοῦτος οἶκτος ἐγένετο, καὶ τὰς τριήρεις καὶ τὴν γέφυραν τὰς ἐν τῷ λιμένι οὐκ ἐπυρπόλησαν. ὡς οὖν ἤκουσεν ὁ βασιλεὺς τὰ γενόμενα, ἐλθὼν ὡμίλησε τοῖς Ἑνετοῖς καὶ Λιγουρίοις, καὶ λυπούμενος εἶπε “παρακαλῶ ὑμᾶς, ἀδελφοί, εἰρηνεύετε, καὶ ἀρκεῖ ὑμῖν ὁ ἔξωθεν πόλεμος˙ καὶ μὴ ἀναμεταξὺ ὑμῶν μάχεσθε διὰ τοὺς οἰκτιρμοὺς τοῦ θεοῦ.” καὶ ἄλλα πολλὰ δημηγορήσας εἰρηνοποίησεν αὐτούς.»

Στο εδώ ζήτημα πρβλ. Tedaldi στο Martène και Durand, Thes. novus anecdotorum. I, στήλη 1821AB και Χαλκοκονδύλη, βιβλίο viii, CSHB, Βόννη, σελ. 387-88, επιμ. Darkò, II, 153:

Αυτές ήσαν οι πολιορκητικές επιχειρήσεις τού σουλτάνου στη στεριά. Από την πλευρά τής θάλασσας, καθώς ο Μεχμέτ δεν μπορούσε να μπει στο λιμάνι για να επιτεθεί στην πόλη από όλες τις πλευρές, αποφάσισε να σηκώσει και να σύρει τα πλοία του πάνω, δίπλα από το στρατόπεδο τού Ζαγανός και μέσα στο λιμάνι. Έτσι μετέφερε τα πλοία του πάνω από τον εκεί λόφο, με τα κατάρτια και τα κουπιά τους ασφαλισμένα και τα τράβηξε μἐχρι την ακτή τού λιμανιού. Μετέφερε εβδομήντα περίπου πλοία, πενήντα κουπιών και τριάντα κουπιών, και τα ετοίμασε για να τα βάλουν στο λιμάνι την επόμενη μέρα. Οι άνδρες τού σουλτάνου ετοίμασαν επίσης κανόνια εκεί κατά μήκος τής ακτής, για να απωθήσουν όποιον θα επιτίθετο για να τούς εμποδίσει να σύρουν τα πλοία στη θάλασσα. Γιατί μόλις οι Έλληνες είδαν τα πλοία όλα έτοιμα κατά μήκος τής ακτής τού λιμανιού, επάνδρωσαν όσα πλοία είχαν και βγήκαν για να πυρπολήσουν τα εχθρικά πλοία, αν μπορούσαν. Αυτό λοιπόν αποφάσισαν και ενήργησαν ανάλογα. Επάνδρωσαν τα πλοία τους και εξοπλίστηκαν για επίθεση, που θα έβαζε φωτιά στα εχθρικά πλοία που είχαν τραβηχτεί στην ακτή. Αλλά οι Τούρκοι κατάλαβαν ότι έρχονταν εναντίον τους και πυροδότησαν τα κανόνια τους, καταστρέφοντας δύο από τα πλοία τριάντα κουπιών. Αυτά τα πλοία βυθίστηκαν αμέσως και όλα τα μέλη των πληρωμάτων τους που δεν ήξεραν να κολυμπούν χάθηκαν αμέσως. Όσοι κολύμπησαν και βγήκαν στην ακτή συνελήφθησαν από τούς Τούρκους, ο οποίοι, καθώς ξημέρωσε σε λίγο, τούς έφεραν μπροστά στις πύλες τής πόλης και τούς σκότωσαν. Από την πλευρά τους, οι Έλληνες, επειδή είχαν κι αυτοί μερικούς Τούρκους αιχμαλώτους, τούς οποίους είχαν συλλάβει, τούς έφεραν επίσης στις επάλξεις απέναντι από το στρατόπεδο τού εχθρού και τούς σκότωσαν, ανταποδίδοντας τα ίσα όσον αφορά τη θανάτωση των αιχμαλώτων. Έτσι τα πλοία τού σουλτάνου μπορούσαν τώρα να πλέουν εναντίον τής πόλης καθώς κανένας δεν εμπόδιζε πια την καθέλκυσή τους.

«Ταῦτα μὲν οὖν κατ’ ἤπειρον παρεσκεύαστο τῷ βασιλεῖ ἐς τὴν πολιορκίαν· κατὰ δὲ τὴν θάλατταν, ὡς οὐκ ἠδύνατο παριέναι εἴσω ἐς τὸν λιμένα, ὥστε πανταχῇ τῇ πόλει προσβάλλειν, ἐδόκει αὐτῷ ἄνω κατὰ τοῦ Ζαγάνου στρατόπεδον ἀνελκύσαντα ὑπερείδειν τὰ πλοῖα ἐς τὸν λιμένα. καὶ ταύτῃ μὲν ἄνω διὰ τοῦ ὄρους διέζευξε τὰ πλοῖα, παρεσκευασμένα ἱστίοις τε καὶ κώπαις ἑλκόμενα ἐς τὸν αἰγιαλὸν τοῦ λιμένος. διεβίβασε δὲ πλοῖα ἐς τὰ ἑβδομήκοντα, πεντηκοντόρους τε καὶ τριηκοντόρους, καὶ οὕτω παρεσκευάζετο ὡς τῇ ὑστεραίᾳ ἐπιπλευσούμενα ἐς τὸν λιμένα. καὶ ταύτῃ κατὰ τὸν αἰγιαλὸν οἱ τοῦ βασιλέως παρασκευασάμενοι τηλεβόλοις διενοοῦντο ἀμύνεσθαι, ἤν τις ἐπίῃ διακωλύσων τὰ πλοῖα καθέλκειν ἐς τὴν θάλασσαν. Ἕλληνες γὰρ ὡς ἑώρων τὰ πλοῖα ἕτοιμα κατὰ τὸν αἰγιαλὸν τοῦ λιμένος πληρώσαντες πλοῖα ὅσα ἐπῆν αὐτοῖς, καὶ ἐπιόντες κατακαῦσαι, ἢν δύνωνται, τὰ πλοῖα. καὶ ἐπεί τε ἔδοξεν, ἐποίουν οὕτω, καὶ πληρώσαντες πλοῖα καὶ ἐξοπλισάμενοι ἐπῄεσαν ὡς κατακαύσοντες, ὥσπερ ἔχουσιν ἀνειλκυσμένα τὰ πλοῖα. οἱ μέντοι Τοῦρκοι αἰσθανόμενοι αὐτοὺς ἐπιόντας, καὶ ἀφιέντες τοὺς τηλεβόλους, διέφθειραν τῶν πλοίων δύο τριηκοντόρους. καὶ τὰ μὲν πλοῖα εὐθὺς κατεδύετο, οἱ δὲ ἄνδρες, ὅσοι μὴ ἠπίσταντο νήχοντες, εὐθὺς ἀπώλοντο. τούτων δ’ αὖ, ὅσοι ἐξένευσαν ἐς τὸν αἰγιαλὸν παρὰ τοὺς Τούρκους, ἑάλωσαν· καὶ οἱ Τοῦρκοι, ὡς ἡμέρα τάχιστα ἐγεγόνει, ἀπαγαγόντες τούτους ἐς τὰς πύλας τῆς πόλεως διέφθειραν. Ἕλληνες δὲἦσαν δὴ παρ’ αὐτοῖς Τούρκων τινές, οἳ ἑάλωσαν, δέσμιοι ἀπαγαγόντες καὶ οὗτοι τούτους ἐς τὰς ἐπάλξεις ἐναντίον τοῦ στρατοπέδου κατεχρήσαντο, ἴσα πρὸς ἴσα σφίσι διαχειριζόμενοι γίγνεσθαι περὶ τοὺς αἰχμαλώτους. τὰ μέντοι πλοῖα τοῦ βασιλέως, ὡς οὐδεὶς ἔτι διεκώλυε καθειλκυσμένα, ἀπέπλει ἐς τὴν πόλιν.»

O Marino Sanudo, Vite de duchi στο L. A. Muratori (επιμ.), RISS, XXII (Μιλάνο, 1733), στήλη 1149B γράφει ότι τραντατρείς άνδρες εκτελέστηκαν από τον Μωάμεθ. Η περιγραφή τού Barbaro είναι γενικά πολύ εχθρική για τούς Γενουάτες. Η κατηγορία του για δική τους προδοσία πρέπει να απορριφθεί, αλλά λόγω άλλων αποδεικτικών στοιχείων. Όμως σχεδόν δύο χρόνια αργότερα, σε επιστολή προς τον Φίλιππο τον Καλό τής Βουργουνδίας, ο Ισίδωρος τού Κιέβου είπε καλά λόγια για τούς Γενουάτες, ότι είχαν βοηθήσει τούς υπερασπιστές τής Κωνσταντινούπολης σε ολόκληρη τη διάρκεια τής πολιορκίας [βλέπε το κείμενο στον Pertusi, Caduta di Costantinopoli, I (1976), 108, επιστολή με ημερομηνία 22 Φεβρουαρίου 1455 και πρβλ., πιο κάτω, σημείωση 95].

O Ουμπερτίνους Πούσκουλους (Πούσκουλο) από τη Μπρέσσια, ο επικός ποιητής τής πολιορκίας (Constantinopoleos libri IV), αναφέρει ότι καθώς τα χριστιανικά πλοία άρχισαν να κινούνται προς τον στόχο τους, άναψε φως στην κορυφή τού πύργου τού Γαλατά, προφανώς ως σινιάλο για τούς Τούρκους [βιβλίο iv, στίχοι 585-88, 610 και εξής, επιμ. Ad. Εllissen, Analekten, III (Λειψία, 1857), Anhang, σελ. 72-73].

O Pears, Destruction of the Greek Empire, σελ. 260 γράφει ότι «oι Κριτόβουλος και Πούσκουλους επιβεβαιώνουν και οι δύο ότι ο Μωάμεθ είχε πληροφορίες από τον Γαλατά», αλλά δεν παρέχει παραπομπή στον Κριτόβουλο, γιατί δεν υπάρχει, ενώ ο Κριτόβουλος δεν λέει τίποτε τέτοιο (βλέπε πιο κάτω). Ο Ψευδο-Σφραντζής, III, 3, CSHB, Βόννη, σελ. 256-58, επιμ. Grecu, σελ. 400, 402, βλέπε πιο πάνω σημείωση 41, δεν λέει τίποτε για γενουάτικη προδοσία και αποδίδει την αποτυχία των χριστιανών στην κακή τύχη και στη θεϊκή τιμωρία για τις αμαρτίες τους (σημειώνει ότι κατέστρεψαν μόνο μία τουρκική τριήρη), αλλά ο Λεονάρδος τής Χίου στο Lonicer, Chron. turcica, II, 88, 92, ο οποίος ήταν Γενουάτης, φαίνεται ότι υπαινίσσεται προδοσία τής χριστιανικής υπόθεσης από τον Γαλατά:

«Ω Γενουάτες, ήδη κατά κάποιον τρόπο εξασφαλισμένοι, θα μείνω σιωπηλός, δεν θα μιλήσω, για εκείνους τούς ξένους που κρίνουν με ειλικρίνεια. … Αλλά γι’ αυτό που θα πω, μακαριώτατε πατέρα [πάπα Nικόλαε Ε ‘], πώς να με κατηγορήσει κανείς; Η σιωπή μου είναι».

(O Genuenses iam quodammodo cicurati, sileo ne de meis loquar, quos externi cum veritate dijudicant. … Sed quid dicam, beatissime pater accusarene quempiam licet? silendum mihi est)

Ο Γενουάτης Adam de Montaldo, επιμ. Hopf στο Dethier, MHH, XXII-1, αριθ. 16, σελ. 48 αρνείται την ύπαρξη προδοσίας. Οι μαρτυρίες στους Δούκα και Κριτόβουλο ίσως είναι πιο δύσκολο να χρησιμοποιηθούν απ’ ό,τι υποψιαζόταν ο Pears. Ο Ψευδο-Σφραντζής έχει κάποια διάθεση να ξανασχολιάζει τα λατινικά παραπτώματα και οι πηγές του είναι πάντοτε ανοιχτές σε αμφισβήτηση.

Παρά το γεγονός ότι ο Δούκας, κεφ. 38, CSHB, Βόννη, σελ. 277-79 φαίνεται να υπαινίσσεται την νυχτερινή προσπάθεια τού Τζάκομο Κόκο, τον οποίο δεν κατονομάζει, να πυρπολήσει τον τουρκικό στόλο, αφού γράφει ότι «οι Γενουάτες τού Γαλατά, μαθαίνοντας τι γινόταν, πληροφόρησαν τούς Τούρκους» [σελ. 277, γραμμές 1314], χρονολογεί ολόκληρο το επεισόδιο στις 4 Μαΐου, αφού την επόμενη μέρα, «ἡμέρας οὖν γενομένης» [σελ. 278, γραμμές 7-8], οι Τούρκοι βύθισαν με κανονιοβολισμούς στο λιμάνι τού Γαλατά ένα γενουάτικο εμπορικό πλοίο φορτωμένο με εμπορεύματα και ετοιμαζόμενο να αναχωρήσει για την Ιταλία [πρβλ. Ψευδο-Σφραντζή, III, 4, εκδ. CSHB, Βόννη, σελ. 259, επιμ. Grecu, σελ. 402], γεγονός το οποίο ο Barbaro, Giornale, επιμ. Cornet, σελ. 35-36, επιμ. Dethier, σελ. 769-70, μάς πληροφορεί ότι συνέβη στις 5 Μαΐου. Ο Δούκας περιγράφει στη συνέχεια την κατασκευή μιας γέφυρας, την οποία ο Barbaro προσδιορίζει στις 19 Μαΐου. O Δούκας φαίνεται μάλιστα να ασχολείται (όπως λέει) με προσπάθεια τού Γενουάτη Τζουστινιάνι εναντίον τού τουρκικού στόλου, όπως και o Κριτόβουλος, I, 44, επιμ. Müller, FHG, V-l, σελ. 88, επιμ. Grecu, σελ. 117, 119, που γράφει ότι ο Τζουστινιάνι προσπάθησε να περιορίσει τα τουρκικά πλοία στον ορμίσκο των Ψυχρών Υδάτων, παρατάσσοντας ένα βαρύ πλοίο μεταφοράς και τρεις τριήρεις (γαλέρες) σε διάταξη μάχης, αλλά έχασε μία τριήρη που χτυπήθηκε από τουρκικό κανόνι και υποχρεώθηκε να αποσύρει τα άλλα πλοία σε ασφαλή απόσταση. Στην πραγματικότητα όμως, αν πρέπει να πάρουμε τον Κριτόβουλο κυριολεκτικά, αυτή η τριήρης χάθηκε στις 25 ή 26 Μαΐου, γιατί συνεχίζει λέγοντας [I, 45, 1] ότι «κατά τη διάρκεια αυτών των ίδιων ημερών … τρεις ή τέσσερις ήμέρες πριν από τη μάχη» (κατά δε τὰς αὐτὰς ἡμέρας … πρὸ γὰρ τριῶν ἤ τετάρων ἡμερῶν τοῦ πολέμου…) διάφοροι κακοί οιωνοί καταστροφής συνέβησαν στην πόλη.

Δεδομένου ότι ο Κριτόβουλος είναι γενικά καλά πληροφορημένος, θα φαινόταν ότι εδώ δεν περιγράφει τα γεγονότα στις 28 Απριλίου Αυτό το απόσπασμα τού Κριτόβουλου έχει συχνά χρησιμοποιηθεί ως πηγή για αυτά τα γεγονότα, όπως από τον A. Γ. Πασπάτη, Πολιορκία και Άλωσις τής Κωνσταντινουπόλεως υπό των Οθωμανών εν έτει 1453, Αθήνα, 1890, ανατυπ. 1939, σελ. 119-23, ο οποίος δείχνει όμως σημαντική ικανότητα παρανόησης κειμένων. Ο Πασπάτης, για παράδειγμα, αφού πρώτα μάλιστα παραθέτει μια φράση από την περιγραφή τού Δούκα για την προσπάθεια τού Τζουστινιάνι επί τού τουρκικού στόλου [ό. π., σελ. 120, σημείωση 19], την οποία αποδίδει στον «Φραντζή», αναφέρει ότι κανένας συγγραφέας εκτός από τον Κριτόβουλο δεν αναφέρει τον Τζουστινιάνι στο θέμα αυτό [σελ. 121, σημείωση 20]. O L. Brehier, Le Monde byzantin, I: Vie et mort de Byzance, Παρίσι, 1947, σελ. 520, συμπεραίνει επίσης ότι όταν ο Κριτόβουλος λέει Τζουστινιάνι εννοεί τον Κόκο, έχοντας προφανώς αποκτήσει αυτή την εντύπωση από τον Pears και από τον G. Schlumberger, Le siege, la prise et le sac de Constantinople, Παρίσι, 1914, σελ. 179-80, τού οποίου το βιβλίο βασίζεται σε μεγάλο βαθμό σε εκείνο τού Pears. Ο τελeυταίος όμως έχει πρόβλημα με τη χρονολόγηση και τοποθετεί τούς κακούς οιωνούς τού Κριτόβουλου για την καταστροφή ακριβώς πριν τις 26 Μαΐου [ό. π., σελ. 296-97].

Δεν χρειάζεται να εκπλήσσεται κανείς, που ο Barbaro δεν αναφερει τη δράση τού Τζουστινιάνι εναντίον τού τουρκικού στόλου. Υποβαθμίζει συστηματικά τη συνεισφορά τού Τζουστινιάνι και των Γενουατών στην πολιορκία (η οποία συνεισφορά ήταν μεγαλύτερη από εκείνη των Ενετών) και μάλιστα αναφέρει ότι οι Ενετοί ήσαν τοποθετημένοι στη κρίσιμη πύλη Αγίου Ρωμανού, την οποία γνωρίζουμε ότι υπερασπιζόταν ο Τζουστινιάνι και οι Γενουάτες. Όμως πρέπει να σημειωθεί ότι ο Τζουστινιάνι πήρε επίσης μέρος στην προσπάθεια πυρπόλησης των τουρκικών πλοίων στις 28 Απριλίου [πρβλ. Λεονάρδο Χίου στο Lonicer, Chron. turcica, II, 92 και στο Pertusi, Caduta di Costantinopoli, Ι (1976), 142 και πρβλ. σελ. 354-55]. Ο Pusculus [βιβλίο iv, στίχοι 606-7, επιμ. Ellissen, σελ. 73] τον τοποθετεί πάνω σε ένα από τα πλοία μεταφοράς στο γενναίο φιάσκο τού Κόκο, αλλά υποψιάζομαι ότι ο Κριτόβουλος μπορεί να περιγράφει και ο Δούκας να υπαινίσσεται άλλη (και μεταγενέστερη) επίθεση εναντίον των τουρκικών πλοίων, στην οποία υιοθετήθηκε διαφορετική στρατηγική. Ο Δούκας κατηγορεί τούς Γενουάτες για προδοτική ενημέρωση των Τούρκων για την επικείμενη επίθεση τού Τζουστινιάνι, που αποτελεί προφανώς σύγχυση με την προσπάθεια τού Κόκο εναντίον τού στόλου τού Μωάμεθ. Μάλιστα η σύγχυση των πηγών καθιστά αδύνατη τη βεβαιότητα για λεπτομέρειες.

[←42]

Σύμφωνα με τούς Λεονάρδο τής Χίου στο Lonicer, Chron. turcica, II, 80-00, Ψευδο-Σφραντζή, III, 3, CSHB, Βόννη, σελ. 251-52, επιμ. Grecu, σελ. 394, 396 και Pusculus, Constantinopolis, βιβλίο iv, στίχοι 572-73, επιμ. Ellissen, σελ. 72, η γέφυρα κατασκευάστηκε ύστερα από την μεταφορά των τουρκικών πλοίων μέσα στον Κεράτιο (πράγμα που έγινε στις 22 Απριλίου, σύμφωνα με τον Barbaro).

Πρβλ. Κριτόβουλο, I, 43, επιμ. Müller, FHG. V-l, σελ. 88, επιμ. Grecu, σελ. 117:

Ανέθεσε στον Ζαγανός και τούς άνδρες του και σε ορισμένους άλλους διοικητές την πολιορκία τού Γαλατά και ολόκληρης τής περιοχής γύρω από αυτόν, μαζί με τον Κεράτιο και ολόκληρο το λιμάνι, φτάνοντας μέχρι την πύλη τής πόλης που ονομάζεται «Ξυλόπορτα». Τον διέταξε να φτιάξει γέφυρα σε αυτό το μέρος τού Κεράτιου, από τα Κεραμικά μέχρι την απέναντι πλευρά, όπου βρισκόταν το τείχος τής πόλης.

«…Ζαγάνῳ μὲν καὶ τοῖς ὑπ’ αὐτὸν ξὺν γε καὶ ἑτέροις τισὶ τῶν λοχαγῶν καταπιστεύει τὴν τε πολιορκίαν τοῦ Γαλατᾶ καὶ τὸ κατ’ αὐτὸν μέρος ἅπαν ξὺν γε τῷ Κέρατι καὶ λιμένι παντὶ ἀνιόντι μέχρι τῆς ὀνομαζομένης Ξυλίνης πύλης τῆς πόλεως, ἐνδοὺς αὐτῷ καὶ γεφυροῦν τὸν ταύτῃ πορθμὸν τοῦ Κέρατος ἀπὸ γε τῶν Κεραμικῶν μέχρι τοῦ πέραν καὶ καταντικρὺ τούτων ὄντος τείχους τῆς πόλεως.»

Του ιδίου, I, 27, επιμ. Müller, FHG. V-l, σελ. 75, επιμ. Grecu, σελ. 89, 91:

Όχι μόνο υπήρχε αυτή η δυσκολία, αλλά, καθώς η γέφυρα ολοκληρώθηκε, βαριά οπλισμένο πεζικό και τοξότες μπορούσαν να διασχίσουν το τείχος. Έτσι αυτό το μέρος ἐπρεπε επίσης να φρουρείται. Και τα πλοία κοντά στο στόμιο τού λιμανιού και στην αλυσίδα, γαλιόνια και γαλέρες, καθώς και τα άλλα πλοία στο λιμάνι είχαν τη μεγαλύτερη ανάγκη να βρίσκονται σε επιφυλακή, δεδομένου ότι τώρα δέχονταν επίθεση τόσο από μέσα όσο και από έξω. Επομένως είχαν δυσκολίες από πολλές κατευθύνσεις. Όμως δεν παραμελούσαν τίποτε που μπορούσε να γίνει.

«Οὐ τοῦτο δε μόνον ἦν τὸ δεινὸν, ἀλλ’ ὅτι καὶ ἡ γέφυρα τέλος λαβοῦσα ὁπλίτας ἐδέχετο καὶ τοξότας διαβαίνοντας ἐπὶ τὸ τεῖχος, καὶ ἔδει φυλάττειν κἀκεῖ· καὶ αἱ πρὸς τῷ στόματι δὲ τοῦ λιμένος καὶ τῇ ἀλύσει ὁλκάδες τε καὶ τριήρεις καὶ αἱ ἄλλαι νῆες ἐν τῷ λιμένι φυλακῆς ἤδη μᾶλλον ἐδέοντο πλείονος, ἔνδοθέν τε καὶ ἔξωθεν πολεμούμεναι. Πολλαχόθεν οὖν αὐτοῖς ἄπορα ἦν τε καὶ ἐδόκει, πλὴν γε δὴ οὐκ ἠμέλουν ἐκ τῶν ἐνόντων τῶν δυνατών.»

Ο Χαλκοκονδύλης, βιβλίο viii, CSHB, Βόννη, σελ. 388, γραμμές 9 και εξής, επιμ. Darkò, II, 153, γραμμές 25 και εξής, τοποθετεί την κατασκευή τής γέφυρας μετά την ενετική αποτυχία στην πυρπόληση των πλοίων (η οποία συνέβη στις 28 Απριλίου, σύμφωνα με τον Barbaro):

Στη συνέχεια ο σουλτάνος έχτισε επίσης μια γέφυρα προς την πόλη από την απέναντι ακτή, από την περιοχή που ονομάζεται Κεραμάρειοι. Ήταν προσαρμοσμένη πάνω σε δύο σειρές ξύλινων βαρελιών, δεμένων σφιχτά μεταξύ τους, έτσι ώστε τα στρατεύματα να μπορούν να περνούν από το στρατόπεδο τού Ζαγανός προς την πόλη. Έτσι η πόλη πολιορκούνταν από όλες τις πλευρές και η θέση τής πόλης και των Ελλήνων γινόταν πολύ αδύναμη. Επειδή η πόλη είναι αρκετά απλωμένη (η περιφέρεια αυτής τής πόλης είναι μεγαλύτερη από οποιασδήποτε άλλης στην εποχή μας, όντας εκατόν έντεκα περίπου στάδια) και οι άνδρες είχαν διανεμηθεί παντού, με αποτέλεσμα να μην είναι ιδιαίτερα οχυρωμένη.

«Καὶ ἐνταῦθα αὐτίκα βασιλεὺς γέφυραν ἐποιεῖτο ἀπὸ τῆς καταντικρὺ ἠπείρου τῶν Κεραμαρείων καλουμένης χώρας, ἐς τὴν πόλιν φέρουσαν, δυοῖν πίθοιν ξυλίνοιν ξυνηρμοσμένοιν καὶ συνδεδεμένοιν ἀλλήλοις ἰσχυρῶς, ὥστε διαβαίνειν τὰ στρατεύματα ἀπὸ τοῦ Ζαγάνου στρατοπέδου ἐπὶ τὴν πόλιν. συνέβαινεν οὕτω ἁπανταχῇ πολιορκεῖσθαι τὴν πόλιν, καὶ τὰ τῆς πόλεως ταύτῃ πράγματα καὶ Ἑλλήνων ἀσθενῆ γίγνεσθαι. ἅτε γὰρ τῆς πόλεως ἐπὶ πολὺ διηκούσης (ἡ γὰρ περίοδος τῆς πόλεως μεγίστη αὕτη τῶν ἐφ’ ἡμῶν, καὶ ἐπὶ ἑκατὸν ἕνδεκά πῃ σταδίους γενομένη) διανεμομένων τῶν ἀνδρῶν τῆς πόλεως ἁπανταχῇ, οὐ πάνυ τι ὀχυρὰ ἐγένετο…»

Ο Barbaro, Giornale, επιμ. Cornet, σελ. 43-44, επιμ. Dethier, σελ. 788-89 χρονολογεί τη γέφυρα στις 19 Μαΐου και o Δούκας, κεφ. 38, CSHB, Βόννη, σελ. 279, γραμμές 11-12, την τοποθετεί μετά τη βύθιση τού γενουάτικου εμπορικού πλοίου από τουρκικούς κανονιοβολισμούς στις 5 Μαΐου (σε διαφορετική ημερομηνία από εκείνη τού Barbaro).

Ο Ubertino Pusculo (Pusculus), που αναφέρθηκε πιο πάνω και αλλού σε αυτό το Κεφάλαιο, ήταν αυτόπτης μάρτυρας των γεγονότων που περιγράφει στο έργο του Constantinopoleos libri IV, το οποίο αφιέρωσε στον πάπα Νικόλαο Ε’. Ζούσε στην Κωνσταντινούπολη για κάποιο διάστημα πριν από την πολιορκία. Καταγόμενος από τη Μπρέσσια και «γνωρίζοντας και τις δύο γλώσσες» (utriusque linguae doctus), ο Pusculo δίδαξε αργότερα ελληνικά στη γενέτειρά του.

[←43]

Το απόσπασμα προέρχεται από τον Barbaro, Giornale, επιμ. Cornet, σελ. 5, επιμ. Dethier, σελ. 702 και αλλού.

Πρβλ. Δούκα, κεφ. 38, CSHB, Βόννη, σελ. 278-79, στον οποίο μπορούν εύκολα να προστεθούν κι άλλες αναφορές:

Υπήρχε ένα πλοίο που στεκόταν κοντά στην Πύλη τού Γαλατά, που μετέφερε εμπορικό φορτίο διαφόρων ειδών και ετοιμαζόταν να αποπλεύσει για την Ιταλία. Τόσο το πλοίο όσο και το φορτίο ανήκαν στους εμπόρους τού Γαλατά. Οι Τούρκοι έριξαν με το κανόνι και η πέτρα έπεσε στο κύτος τού πλοίου, στέλνοντας το κατεστραμμένο σκάφος στον βυθό. Με αυτόν τον τρόπο αντάμειψαν οι Τούρκοι τούς ανθρώπους τού Γαλατά για την πραγματική φιλία που είχαν δείξει προς αυτούς. Οι τού Γαλατά επισκέφτηκαν τούς βεζύρηδες εκείνη την ημέρα και διαμαρτυρήθηκαν: «Εμείς, όντας φίλοι και συμπεριφερόμενοι σαν φίλοι, ειδοποιήσαμε για τον ερχομό τής γαλέρας. Γιατί αν δεν είχατε ενημερωθεί για την άφιξή της από εμάς, θα είχαν πέσει στο κενό οι τόσοι κόποι σας, για να μεταφέρετε τα ογδόντα πλοία από τη στεριά στο λιμάνι. Γιατί θα είχαν γίνει στάχτη και σκόνη από τούς Ρωμιούς. Κι εσείς μάς ξεπληρώσατε κάνοντάς μας τόσο μεγάλη ζημιά!» Οι βεζύρηδες απάντησαν: «Δεν ξέραμε ότι το πλοίο ήταν δικό σας, αλλά νομίζαμε ότι ανήκε στον εχθρό, γι’ αυτό το κάναμε αυτό. Να έχετε όμως θάρρος και να προσεύχεστε να πάρουμε εμείς την Πόλη. Αυτό κοντεύει να γίνει και ο χρόνος πλησιάζει. Τότε θα αποζημιωθείτε για κάθε ζημιά και απώλεια που υποστήκατε». Με αυτά τα μειλίχια λόγια έφυγαν, χωρίς να γνωρίζουν οι άθλιοι ότι οι ίδιοι και η πόλη τους θα υφίσταντο σύντομα την ίδια μοίρα με εκείνη τής Κωνσταντινούπολης.

«…καὶ δὴ ἱσταμένης μιᾶς νηὸς ἐν τῇ πύλῃ τοῦ Γαλατᾶ ἐγγύς, φερούσης φόρτον ἐμπορικὸν παντοίων εἰδῶν καὶ μελλούσης ἐν Ἰταλίᾳ πλέειν (ἦν γὰρ καὶ ἡ ναῦς καὶ ὁ φόρτος τῶν ἐμπόρων τοῦ Γαλατᾶ) ἀφέντες οἱ Τοῦρκοι τὸν λίθον διέρρηξε τὴν γαστέρα τῆς νηός, καὶ διαρραγείσης ἄρδην κατεποντίσθη ἐν τῷ βυθῷ. τοῦτο τὸ δῶρον ἀντάμειψις τῆς ἀκραιφνοῦς φιλίας, ἧς ἐπεδείξαντο Τοῦρκοι τοὺς Γαλατίνους. ἀπῄεσαν γὰρ ἐν τοῖς μεγιστάνοις αὐτῆ τῇ ἡμέρᾳ βοῶντες ὡς “ἡμεῖς φίλοι ὄντες καὶ τὰ τῆς φίλίας πράττοντες ἐσημάναμεν τὴν ἔλευσιν τῆς τριήρεος˙ καὶ γὰρ εἰ οὐκ ἔστε παρ’ ἡμῖν ἐνωτισθέντες τὴν ἔλευσιν αὐτῆς, εἰς κενὸν ἄν ἦσαν οἱ τόσοι κόποι τῶν διὰ ξηρᾶς εἰσαχθέντων ἐν τῷ λιμένι ὀγδοήκοντα πλοίων˙ τέφρα γὰρ ἔμελλον γεγονέναι καὶ κόνις παρὰ τῶν Ῥωμαίων. ὑμεῖς δὲ τὴν ἀντιμισθίαν πληρώσαντες ἐποιήσατε ἡμῖν τὴν τοσαύτην ζημίαν.” οἱ δὲ μεσάζοντες ἀπεκρίναντο ὅτι “μή γινώσκοντες ὑμετέραν εἶναι τὴν ναῦν, ἀλλὰ θαρροῦντες τῶν ὑπεναντίων εἶναι, τοῦτο καὶ πεπράχαμεν. ἔχετε οὖν θάρρος, και εὔχεσθε τοῦ λαβεῖν ἡμᾶς τὴν πόλιν καὶ γὰρ ἤδη πάρεστιν καὶ ὁ καιρὸς ἐγγὺς ἐστι, καὶ τότε πᾶσα ζημία καὶ πᾶν ἕτερον τὸ ὀφειλόμενον ὑμῖν δοθήσεται.” σὺν τούτοις τοῖς μειλιχίοις λόγοις ἀπῄεσαν, μὴ εἰδότες οἱ ἄθλιοι ὅτι καὶ αὐτοὶ καὶ ἡ πόλις αὐτῶν, ὡς ἡ Κωνσταντίνου, οὕτω καὶ αὐτοὶ γενήσονται μετ’ ὀλίγον.»

[←44]

Tedaldi στο Martène και Durand, Thes. novus anecdotorum, I (1717, ανατυπ. 1968), στήλες 1821E-1822AB.

[←45]

Barbaro, Giornale, επιμ. Cornet, σελ. 34-35, 46-47, επιμ. Dethier, σελ. 766-69, 794-95. Δεδομένου ότι στην εγγραφή του στις 3 Μαΐου ο Barbaro αναφέρει τόσο την αποστολή ανδρών σε αναζήτηση τού ενετικού στόλου όσο και την επιστροφή τους στην Κωνσταντινούπολη είκοσι μέρες αργότερα, είναι προφανές, ότι το ημερολόγιό του αναδιατυπώθηκε αργότερα. Στην εγγραφή με ημερομηνία 12 Απριλίου γνώριζε ότι η πολιορκία θα τελείωνε στις 29 Μαΐου [επιμ. Cornet, σελ. 22]. Σε ολόκληρο το ημερολόγιο τα σχόλιά του καθιστούν σαφές ότι καθώς η υπεράσπιση συνεχιζόταν από εβδομάδα σε εβδομάδα, ο συγγραφέας γνώριζε ότι η πόλη επρόκειτο να πέσει. Ο Barbaro κρατούσε αναμφίβολα πρόχειρο ημερολόγιο από μέρα σε μέρα, αλλά έγραψε την περιγραφή που έχουμε τώρα μετά την επιστροφή του στη Βενετία. Μολονότι η εισαγωγική παράγραφος τού ημερολόγιου αποτελεί προφανώς μεταγενέστερη προσθήκη, όμως δίνει τον τόνο όλου τού έργου ως περιγραφή τής πολιορκίας τής Κωνσταντινούπολης «από την αρχή μέχρι το τέλος τής σκληρής και αξιολύπητης πολιορκίας της» (dal principio fino al finimento del aspra e passionevole presa soa).

Παρά το γεγονός ότι στις 3 Μαΐου οι Ενετοί στην Κωνσταντινούπολη έστειλαν αναμφίβολα μικρό σκάφος να εντοπίσει τον στόλο κάπου στο Αιγαίο (αφού το λέει ο Barbaro), η αποστολή τού Λορεντάν ως ναυτικού γενικού διοικητή έχει ημερομηνία 7 Μαΐου 1453, ημερομηνία μέχρι την οποία δεν είχε φύγει από τη Βενετία [Sen. Secreta, Reg. 19, φύλλα 193-194]:

«Εμείς, ο Φραντσέσκο Φόσκαρι, με τη χάρη τού Θεού δόγης Βενετίας κλπ., αναθέτουμε σε εσάς, τον ευγενή Τζάκοπο Λορεντάν, αγαπημένο πολίτη και πιστό μας … να πάτε και εσείς … ο ναυτικός γενικός διοικητής μας, έχοντας και διοικώντας το σύνολο τού στόλου μας, τον οποίο ετοιμάσαμε λόγω τής ευλάβειας τού Θεού για την τιμή των χριστιανών και τη διάσωση τής πόλης τής Κωνσταντινούπολης. Αναθέτουμε στη σύνεση και την πίστη σας…».

(Nos Franciscus Foscari Dei gratia dux Venetiarum, etc. Committimus tibi nobili viro Jacobo Lauredano dilecto civi et fideli nostro quod … vadas et sis … capitaneus noster generalis maris curamque et gubernationem totius classis nostre, quam ob reverentiam Dei, honorem Christianorum, et conservationem civitatis Constantinopolis paravimus, prudentie et fidei tue committimus…)

Σημειώστε περίληψη κειμένου από Iorga, Notes et extraits, III (1902), 283-85, Thiriet, Regestes, III (1961), αριθ. 2922, σελ. 185 και πρβλ. Sanudo, Vite de duchi στο RISS, XXII (1733), στήλη 1148 και Pastor, Hist. Popes, II, 261-62 και Gesch. d. Päpste, I (ανατυπ. 1955), 610-11.

Μάλιστα μόλις ένα περίπου μήνα αργότερα (στις 3 Ιουνίου) ο ενετικός στόλος με τον Λορεντάν έφτασε στο Νεγκροπόντε, όπου έφταναν ήδη οι πρώτοι Ενετοί πρόσφυγες από την άλωση τής Κωνσταντινούπολης. Pertusi, Caduta di Costantinopoli, I (1976), 348, σημείωση 29. Πρβλ. Zorzo Dolfin, Assedio e presa di Costantinopoli, επιμ. G. M. Thomas στο Sitzungsber. d. k. bayer. Akad. d. Wissen.zu München, II (1868), 36:

«Oι γαλέρες, οι τρεις από τη Ρωμανία και οι δύο ελαφρές γαλέρες, … βγήκαν από το λιμάνι περίπου το μεσημέρι [στις 29 Μαΐου] για να αποπλεύσουν και σε τέσσερις μέρες [δηλαδή στις 3 Ιουνίου] έφτασαν στο Νεγκροπόντε, όπου βρισκόταν ο κύριος Τζάκομο Λορεντάν, γενικός διοικητής, με οκτώ γαλέρες και ανέμενε κατάλληλο καιρό για να αναχωρήσει και να πάει να προσφέρει επικουρία στην Κωνσταντινούπολη και από τις οποίες [γαλέρες] έμαθε ότι την Κωνσταντινούπολη είχε καταλάβει ο Τούρκος στις 28 [!] Μαΐου 1453, με την ανατολή τού ηλίου ….».

(Le gallie tre de Romania et le do gallie sotil … tirate fuora del porto circa a mezo di feceno vela et in 4 zorni perveneno a Νegroponte dove trovono M. Jacomo Loredan capitano zeneral cum otto gallie che aspettavano tempo de andar a dar soccorso a Constantinopoli, et per quella sapeno Constantinopoli esser prexo dal Τurco adi 28 [sic!] Mazo 1453 al levar del sole….)

Πηγή τού Dolfin είναι ο Jacopo de’ Languschi.

[←46]

Barbaro, Giornale, επιμ. Cornet, σελ. 36-37, επιμ. Dethier, σελ. 771-73 (για τις 7 Μαΐου) και Cornet, σελ. 39, Dethier, σελ. 777 (για τις 12 Μαΐου). Στις 20 Μαΐου ο βομβαρδισμός των τειχών ήταν πολύ βαρύς, ενώ στις 21 τού μηνός η τουρκική αρμάδα στο Διπλοκιόνιον έκανε αναποτελεσματική προσπάθεια επί τής αλυσίδας στην είσοδο τού λιμανιού [ό. π., επιμ. Cornet, σελ. 44-45].

[←47]

Πρβλ. Janin, Constantinople byzantine, σελ. 283. To όνομα Καλιγαρία λέγεται ότι προερχόταν από εργοστάσιο τής περιοχής που έφτιαχνε στρατιωτικές μπότες (καλίγαι). Σύμφωνα με τον Τεντάλντι οι Τούρκοι υπονομευτές έσκαψαν δεκατέσσερις σήραγγες κάτω από τα τείχη [Martène και Durand, Thes. novus anecdotorum, I, στήλη 1821BC].

[←48]

Σφραντζής, Χρονικόν, PG 156. 1063AB, επιμ. Grecu, σελ. 102:

Ποιος από τούς χριστιανούς, από τον αυτοκράτορα τής Τραπεζούντας και τούς άρχοντες τής Βλαχίας μέχρι τον βασιλιά τής Γεωργίας, συνέβαλε έστω με μια δεκάρα ή έναν στρατιώτη στην άμυνά μας, ανοιχτά ή κρυφά;

«Τὶς τῶν Χριστιανῶν ἢ τάχα τοῦ βασιλέως τῆς Τραπεζοῦντος ἢ τῶν Βλαχῶν ἢ τῶν Ἰβήρων ἀπέστειλαν ἕνα ὄβολον ἢ ἕνα ἄνθρωπον εἰς βοήθειαν ἢ φανερῶς ἢ κρυφίως;»

ο οποίος σημειώνει ότι οι Σέρβοι έστελναν ανθρώπους και χρήματα για να βοηθήσουν τούς Τούρκους [ό. π.]:

Ναι, είναι αλήθεια ότι στάλθηκαν πολλά χρήματα και πολλοί άνδρες στον σουλτάνο, όταν πολιορκούσε την Πόλη. Έτσι οι Τούρκοι μπορούσαν να καυχώνται θριαμβευτικά ότι ακόμη και οι Σέρβοι ήσαν εναντίον μας.

«Ναί, ἀληθῶς ἔστειλαν πολλὰ καὶ χρήματα καὶ ἀνθρώπους εἰς τὸν ἀμηρᾶν πολιορκοῦντα τὴν πόλιν. Καὶ ἐθριάμβευσαν αὐτοὺς οἱ Τοῦρκοι καὶ ἔδειξαν, ὅτι „ἰδοὺ καὶ οἱ Σέρβοι καθ’ ὑμῶν εἰσι.”»

Ψευδο-Σφραντζής, III, 4 και IV, 2, CSHB, Βόννη, σελ. 261-64, 326, επιμ. Grecu, σελ. 404, 406, 408, 472:

Στις 24 Μαΐου ψιθυρίστηκε ότι ο σουλτάνος θέλει να μάς πολεμήσει σφοδρά από στεριά και θάλασσα στις 29 τού ίδιου μηνός, με συμπλοκή και σύρραξη. Όλοι οι στρατωτικοί διοικητές και οι ηγέτες τού λαού, κυρίως ο Τζιοβάννι Τζουστινιάνι, δεν σταματούσαν να θέτουν σε εφαρμογή κάθε τέχνασμα εναντίον των αντιπάλων με πεισματική αποφασιστικότητα και όλη τη νύχτα διόρθωναν με κάθε τρόπο τα τείχη που έπεφταν από τα χτυπήματα των κανονιών. Ύστερα ο Τζουστινιάνι, στέλνοντας κάποιον στον μεγάλο δούκα Νοταρά, ζητούσε να στείλει σε αυτόν μερικά κανόνια, τα οποία υπήρχαν στα μέρη που φρουρούσε ο ίδιος. Κι ο κυρ Λουκάς Νοταράς δεν ήθελε να τού τα δώσει, λέγοντας ότι τα χρειάζονταν και σε εκείνα τα μέρη. Ο Τζουστινιάνι διαφωνούσε λέγοντας ότι δεν υπήρχε καμία ανάγκη να βρίσκονται τόσα κανόνια σε εκείνα τα παραθαλάσσια μέρη. Για αυτούς λοιπόν τούς λόγους διαπληκτίζονταν και ξεχύνονταν βρισιές από το στόμα τού ενός εναντίον τού άλλου. Ο Τζουστινιάνι αποκάλεσε τον Νοταρά άχρηστο καὶ εκδικητικό πνεύμα και εχθρό τής πατρίδας, ενώ εκείνος πάλι έλουσε τον αντίθετο με άλλες βρισιές. Μόλις τα άκουσε αυτά ο αυτοκράτορας, τούς πήρε ιδιαιτέρως και τούς είπε: «Αδελφοί, δεν είναι κατάλληλος καιρός να κάνουμε και να λέμε τέτοια μεταξύ μας και να φιλονικούμε, αλλά κι εκείνους που μάς μισούν πρέπει να συγχωρήσουμε και να παρακαλέσουμε τον Θεό να ελευθερωθούμε από το φανερό στόμα αυτού τού αντιληπτού δράκου». Και λέγοντάς τους κι άλλα πολλά τέτοια λόγια τούς ειρήνευσε και επέστρεψε ο καθένας τους στο μέρος που τού είχε ανατεθεί, εκπληρώνοντας την υπηρεσία του.

«τῇ δὲ εἰκοστῇ τετάρτῃ τοῦ Μαΐου ἐψιθυρίσθη ὅτι ὁ ἀμηρᾶς βούλεται διὰ ξηρᾶς καὶ θαλάσσης τῇ εἰκοστῇ ἐννάτῃ τοῦ αὐτοῦ πολεμῆσαι ἡμᾶς σφοδρῶς μετὰ συμπλοκῆς καὶ συρρήξεως. οἱ δὲ στρατηγοὶ καὶ δήμαρχοι πάντες, καὶ μάλιστα Ἰωάννης ὁ Ιουστινιανός, οὐκ ἔπαυον πᾶσαν μηχανὴν ποιεῖν εἰς ἀντιπαράταξιν τῶν ἐναντίων, καὶ δι’ ὅλης τῆς νυκτὸς τοὺς τείχους τοὺς ἐμπεσόντας ἐν τῷ τύπτεσθαι ὑπὸ τῶν ἑλεβόλεων ἐδιώρθωνον μυριοτρόπως. εἶτα ὁ Ιουστινιανὸς στείλας πρὸς τὸν μέγαν δούκα τὸν Νοταρᾶν ἐζήτει ἐξαποστεῖλαι αυτῷ ἑλεβόλεις τινὰς, αἵ ὑπῆρχον ἐν τοῖς μέρεσιν οὗ ἐφύλαττεν αὐτὸς. ὁ δὲ κὺρ Λουκᾶς ὁ Νοταρᾶς οὐκ ἠθέλησε δοῦναι αὐτὰς, λέγων ὅτι καὶ ἐν ἐκείνοις τοῖς μέρεσι ἀνάγκη ἦν εἶναι αὐτὰς. ὁ δὲ Ιουστινιανὸς ἀντέλεγεν ὅτι οὐδεμία χρεία ἦν ἑλεβόλεις τοσούτας εἶναι ἐν ἐκείνοις τοῖς μέρεσι τοῖς ὑδρείοις. διὰ ταῦτα μὲν οὖν τὰ αἴτια ἦλθον καὶ εἰς λόγους νεωτερικούς, καὶ ὕβρεις ἐξέχεον ἑκατέρωθεν τῶν στομάτων εἷς κατὰ τοῦ ἑτέρου, καὶ ὁ Ιουστινιανὸς τὸν Νοταρᾶν ἀνωφελῆ καὶ ἀλάστορα καὶ ἐχθρὸν τῆς πατρίδος ἐκάλεσεν, αὐτὸς δὲ πάλιν αὐτὸν ἐξ ἐναντίας ὕβρεσιν ἑτέραις ἐνέπλυνε. ἀκούσας δὲ ὁ βασιλεὺς ταῦτα παραλαβὼν αὐτοὺς κατ’ ἰδίαν λέγει “ἀδελφοί, οὐκ ἔστι καιρὸς ἀναμέσον ἡμῶν τοιούτως ποιεῖν καὶ λέγειν καὶ μάχεσθαι, ἀλλὰ καὶ τοῖς μισοῦσιν ἡμᾶς συγχωρήσωμεν καὶ τῷ θεῷ δεηθῶμεν ἵνα λυτρωθῶμεν ἐκ τοῦ προφανοῦς στόματος τοῦ αἰσθητοῦ τούτου δράκοντος.” καὶ ἑτέρους οὐκ ὀλίγους λόγους αὐτοῖς εἰπὼν εἰρηνοποίησεν αὐτούς, καὶ ἕκαστος τούτων ἐν τῷ ἐμπιστευθέντι αὐτῷ τόπῳ ἐπανέστρεψε, τὴν ὑπηρεσίαν αὐτοῦ ἐκπληρῶν.»

Πρβλ. Lodrisio Crivelli (Cribellus), De expeditione Pii papae secundi in Turcas, βιβλίο I στο RISS, XXXIII (1733), στήλες 49-50 και G. C. Zimolo στο νέο Muratori, RISS, XXXIII, μέρος V (194850). σελ. 49-50, για τη φιλονικία τού Τζουστινιάνι με τον Νοταρά, που έγινε ευρέως γνωστή.

Ο Λεονάρδος τής Χίου στο Lonicer, Chron. turcica, II, 94-95 αναφέρει ότι, ύστερα από την επίθεση τού Τζουστινιάνι επί τού Νοταρά, ο τελευταίος έγινε πιο αδρανής στις προσπάθειές του για την υπεράσπιση τής πόλης και ότι οι Έλληνες αγανακτούσαν με το γεγονός ότι οι Λατίνοι θα έπαιρναν τα εύσημα αν σωζόταν η πόλη. Ο Πασπάτης, Πολιορκία και Άλωσις, σελ. 136 έχει παραποιήσει τη φιλονικία των Τζουστινιάνι και Νοταρά.

[←49]

Κριτόβουλος, I, 47, επιμ. Müller, FHG, V-l, σελ. 89b, επιμ. Grecu, σελ. 121:

Έτσι, για τον σουλτάνο Μεχμέτ, όλα πήγαιναν καλά. Δεν υπήρχε κανένα εμπόδιο, καθώς τόσο το εσωτερικό τείχος όσο και το εξωτερικό είχαν καταρριφθεί μέχρι το έδαφος από τα κανόνια, ενώ είχε γεμίσει και ολόκληρη η τάφρος. Ο Κεράτιος και όλο το τείχος κατά μήκος των ακτών του είχαν ανοιχτεί για μάχη με λαμπρές τακτικές και η πολιορκία ήταν πλήρης σε όλη την Πόλη, με σκάλες, ξύλινους πύργους και όλα τα υπόλοιπα καλά προετοιμασμένα. Η πολιορκία κράτησε αρκετό καιρό. Είχαν περάσει πενήντα σχεδόν ημέρες.Όμως υπήρχε φόβος μη συμβεί κάτι ή μήπως εμφανιστεί βοήθεια από κάπου από τη θάλασσα. Ο σουλτάνος είχε ήδη ακούσει ότι μια μοίρα ιταλικών πλοίων είχε φτάσει στη Χίο, οπότε ήξερε ότι δεν έπρεπε να καθυστερήσει κι άλλο ή να περιμένει περισσότερο, αλλά έπρεπε να μπει γρήγορα στη μάχη και να προσπαθήσει να καταλάβει την Πόλη με κάθε ταχύτητα και με όλη του τη δύναμη, επιτιθέμενος από στεριά και θάλασσα, και κάνοντας αυτή τη μεγαλύτερη και τελική απόπειρα.

«Βασιλεὺς δὲ Μεχέμετις, ἐπειδὴ οἱ πάντα ἦν εὐτρεπὴ καὶ οὐδὲν ἐμποδὼν ἔτι (τὸ τε γὰρ τεῖχος τὸ τε ἐντὸς τὸ τε ἐκτὸς ταῖς μηχαναῖς κατήρριπτο μέχρις ἐδάφους, ἥ τε τάφρος ἐχώσθη πᾶσα, τὸ τε Κέρας καὶ τὸ κατ’ αὐτὸ τεῖχος ἅπαν λαμπρῶς ἠνοίγη τῷ πολέμῳ, καὶ ἀκριβὴς ἦν ἡ πολιορκία πανταχόθεν τῇ πόλει, αἵ τε κλίμακες καὶ οἱ ξύλινοι πύργοι καὶ τὰ ἄλλα πάντα καλῶς ἡτοίμαστο, ὅ τε χρόνος τῆς πολιορκίας ἱκανὸς ἦν˙ ἡμέραι γὰρ δὴ παρεῖλκον αὐτῇ ἐγγὺς που πεντήκοντα, καὶ δέος ἦν μὴ ποὺ τι καὶ νεοχμώσῃ ἤ καὶ βοήθειά τις πόθεν ἀπὸ θαλάσσης φανείη˙ ἤδη γὰρ ἐπυνθάνετο καὶ τὸν ἐν Χίῳ ἀπόστολον τῶν Ἰταλικῶν νεῶν, δεῖν ἔγνω μηκέτι διαμέλλειν, μηδὲ τοῦ λοιποῦ μενετέα οἱ εἶναι, ἀλλὰ πολεμητέα ἐν τάχει, καὶ ἐπιχειρητέα τῇ πόλει πάσῃ σπουδῇ καὶ δυνάμει κατὰ τε γῆν καὶ θάλασσαν προσβάλλοντι, καὶ πεῖραν ταύτην αὐτῇ μεγίστην τε καὶ τελευταίαν προσενεγκεῖν.»

[←50]

Ψευδο-Σφραντζής, III, 4, CSHB, Βόννη, σελ. 264-68, επιμ. Grecu, σελ. 406, 408, 410, 412, ο οποίος επίσης αναφέρει ότι ο Χαλίλ Πασάς πληροφορούσε μυστικά τον αυτοκράτορα Κωνσταντίνο για το τι γινόταν στο πολεμικό συμβούλιο και τον ενθάρρυνε να κρατηθεί, επειδή οι τύχες τού πολέμου ήσαν πάντα αμφίβολες [CSHB, Βόννη, σελ. 269, επιμ. Grecu, σελ. 412]:

Μόλις τα άκουσε αυτά ο Χαλίλ πασάς λυπήθηκε πολύ, νιώθοντας ντροπή που υπερίσχυσαν τα λόγια τού Ζαγάν πασά, και από τη ζήλια ήθελε, αν ήταν δυνατό, να κανει κάποιο τέχνασμα, ώστε να μη γίνει τίποτε εναντίον τής πόλης. Ειδοποίησε τον αυτοκράτορα για τα συμβάντα και τον παρακινούσε να μη φοβάται, γιατί στους πολέμους πολλές φορές άγνωστη είναι η τύχη.

«Ἀκούσας δὲ ταῦτα ὁ Ἀλὶ πασιᾶς ἐλυπήθη λίαν, αισχυνθεὶς ὅτι ὑπερίσχυσαν οἱ λόγοι τοῦ Σογὰν πασιᾶ, καὶ ἐκ τοῦ φθόνου ἤθελεν, εἰ δυνατὸν, ποιῆσαι μηχανὴν ἵνα οὐδὲν πράξωσιν κατὰ τῆς πόλεως. ἐμήνυσε τῷ βασιλεῖ τὰ συμβάντα καὶ παρῄνει αὐτὸν μὴ φοβεῖσθαι, διότι ἐν τοῖς πολέμοις ἄδηλός ἐστιν ἡ τύχη πολλάκις.»

O Λεονάρδος τής Χίου στο Lonicer, Chron. turcica, II, 95-96 λέει το ίδιο πράγμα και αποτελεί αναμφίβολα την πηγή τού Ψευδο-Σφραντζή. Η κατηγορία για προδοσία εναντίον τού Χαλίλ πασά φαίνεται αληθινή. Τρεις μέρες μετά την κατάληψη τής Κωνσταντινούπολης ο Μωάμεθ Β΄ τον φυλάκισε και εκτελέστηκε στην Αδριανούπολη στις 10 Ιουλίου 1453 [Sa’d-ad-Din, μετάφρ. E. J. W. Gibb (1879), σελ. 35, Babinger, Maometto (1957), σελ. 145, 16465 και πρβλ. σελ. 84-87]. Tη στιγμή τής εκτέλεσής του ο Χαλίλ πασάς ήταν μεγάλος βεζύρης τής Οθωμανικής αυτοκρατορίας (ο έκτος που κατείχε αυτό το αξίωμα) για μερικά χρόνια, έχοντας διοριστεί από τον Μουράτ Β΄ πριν το 1443. Ανήκε σε οικογένεια που διατηρούσε στενές σχέσεις με τη βυζαντινή αυλή [Encycl. of Islam, I (1908), 831, λήμμα Cendereli και ιδιαίτερα, στο ίδιο, II (1965), 445, λήμμα Djandarli].

[←51]

Ψευδο-Σφραντζής, ΙΙΙ, 5, CSHB, Βόννη, σελ. 269, γραμμές 6-13, επιμ. Grecu, σελ. 412, γραμμές 10-16:

Αυτό έγινε το βράδυ τής 27ης Μαΐου. Ο σουλτάνος πρόσταξε να ανάβουν φώτα και φανάρια όλη εκείνη τη νύχτα και την επόμενη μέρα, να νηστέψουν όλη την ημέρα και να λουστούν επτά φορές, και νηστικοί κα καθαροί να παρακαλέσουν τον Θεό, να τούς βοηθήσει να νικήσουν την Πόλη. Πράγμα που έγινε. Το βράδυ τής Δευτέρας, με τη δύση τού ήλιου, αφού γευμάτισαν, σηκώθηκε λοιπόν ο σουλτάνος και είπε αγορεύοντας τα εξής.

«ἦν δὲ τοῦτο τῇ ἑβδόμῃ καὶ εἰκοστῇ τοῦ Μαΐου ἑσπέρᾳ. ὁ δὲ ἀμηρᾶς προστάξας δι’ ὅλης ἐκείνης τῆς νυκτὸς καὶ τῆς ἐπιούσης ἡμέρας φῶτα καὶ φανοὺς ποιήσωσι, καὶ νήστεις δι’ ὅλης τῆς ἡμέρας διατελέσωσι καὶ ἑπτάκις λουσθῶσι, καὶ τοῦ θεοῦ νήστεις καὶ καθαροὶ δεηθῶσιν, ὅπως τὴν πόλιν νικήσωσιν· ὅ καὶ έγένετο. τῇ δὲ δευτέρᾳ ἑσπέρας έπί τὴν ἡλίου δύσιν μετὰ τὸ ἀριστῆσαι αὐτοὺς ὁ οὖν ἀμηρᾶς σταθεὶς δημηγορῶν ταῦτα ἔφη.»

Πρβλ. Tedaldi στο Martène και Durand, Thes. novus anecdotorum, I, στήλη 1822BC. O Barbaro, Giornale, επιμ. Cornet, σελ. 48-49, επιμ. Dethier, σελ. 798-99 αναφέρει τις συνεχείς τουρκικές φωτιές, που μετέτρεπαν το σκοτάδι σε φως από την πρώτη ώρα τής νύχτας τής 26ης Μαΐου (όπως λέει), «για να ενθαρρύνουν τούς ανθρώπους στο στρατόπεδο». Οι αλλόκοτες τουρκικές κραυγές ακούγονταν μέχρι τις ακτές τής Ανατολίας, «που βρίσκονταν δώδεκα μίλια μακριά από το στρατόπεδο» (che sun mia dodexe luntan dal campo), σύμφωνα με τον ίδιο. Γράφει επίσης ότι στις 28 τού μηνός ο Μωάμεθ διέταξε όλους τούς διοικητές του για «ήχο σάλπιγγας» (son de trompeta), ολόκληρη τη μέρα, επί ποινή θανάτου «και αυτό επειδή … ο άρχοντας Τούρκος ήθελε να δώσει την επόμενη μέρα τη γενική μάχη εναντίον αυτής τής πονεμένης πόλης» (e questo perchè … el signor Τurcο vuol dar doman la bataia zeneral a questa dolente cità).

Είναι αρκετά παράδοξο ότι ο Tedaldi λέει ότι οι Τούρκοι δεν είχαν σάλπιγγες, αλλά χρησιμοποιούσαν τύμπανα, «ταμπούρλα» (tambour) [ό. π., I, 1822C].

[←52]

Κριτόβουλος, I, 48-51, επιμ. Müller, FHG, V-l, σελ. 89b92a, επιμ. Grecu, σελ. 123 και εξής]:

Κάλεσε λοιπόν όλους τούς ανώτερους αξιωματούχους και εκείνους τού περιβάλλοντός του, δηλαδή κυβερνήτες, στρατηγούς, αρχηγούς σωμάτων, αρχηγούς ταγμάτων, αρχηγούς λόχων, καθώς και χιλίαρχους, εκατόνταρχους και πεντηκόνταρχους, το στρατιωτικό άγημα και το ιππικό τής σωματοφυλακής του. Επίσης, εκτός από αυτούς, τούς καπετάνιους των πλοίων μεταφοράς και των γαλερών και τον ναύαρχο ολόκληρου τού στόλου. Και αφού τούς συγκέντρωσε, είπε τα εξής:

«Ξυγκαλέσας οὖν πάντας τοὺς ἐν τέλει τε καὶ περί αὐτὸν, σατράπας τὲ φημι καὶ στρατηγοὺς καὶ ἰλάρχας καὶ ταγματάρχας καὶ ἡγεμόνας τῶν τάξεων, ἔτι δὲ χιλιάρχους τε καὶ ἑκατοντάρχους καὶ πεντηκοντάρχους τὸ τε ἄγημα τοῦ στρατοῦ καὶ τὴν περὶ αὐτὸν πᾶσαν ἴλην καὶ πρὸς τούτοις ναυάρχους τε καὶ τριηράρχους καὶ τὸν ἡγεμόνα τοῦ στόλου παντός, καὶ ξύλλογον ποιήσας ἔλεξε τοιάδε.

«Άνδρες φίλοι μου και σύντροφοί μου στον παρόντα αγώνα! Σάς κάλεσα μαζί εδώ, όχι επειδή παρατήρησα κάποια τεμπελιά ή απροσεξία σας σε αυτήν την επιχείρηση, ούτε για να σάς κάνω πιο πρόθυμους στον παρόντα αγώνα. Γιατί έχω παρατηρήσει εδώ και πολύ καιρό ότι κάποιοι από εσάς δείχνουν τόσο ζήλο και προθυμία για το έργο, που θα προτιμούσατε να υποβληθείτε πρόθυμα σε όλα τα απαραίτητα αντί να φύγετε από εδώ χωρίς να το ολοκληρώσετε, ενώ άλλοι από εσάς παρακινούν όχι μόνο τούς εαυτούς τους αλλά ακόμη και τούς υπόλοιπους, να προχωρήσουν με όλη τους τη δύναμη προς το έργο. Άρα δεν σάς κάλεσα μαζί για αυτό, αλλά απλώς για να σάς υπενθυμίσω, πρώτα απ’ όλα ότι και τα παρόντα αγαθά, όσα έχετε, τα έχετε αποκτήσει όχι με νωθρότητα και απροσεξία, αλλά με σκληρή δουλειά και με μεγάλους αγώνες και κινδύνους μαζί μας, και αυτά τα πράγματα είναι δικά σας ως ανταμοιβές τής δικής σας ανδρείας και αρετής παρά ως δώρα τής τύχης. Και δεύτερον, ως προς τις ανταμοιβές που σάς παρουσιάζονται τώρα εδώ, θέλω να σάς δείξω πόσα και ποιά είναι και πόσο μεγάλη δόξα και τιμή συνοδεύουν τη νίκη. Και επίσης για να γνωρίζετε καλά πώς να συνεχίσετε τον αγώνα για τις υψηλότερες ανταμοιβές.

«Ἄνδρες φίλοι καὶ τοῦ παρόντος ἀγῶνος ἐμοὶ κοινωνοί, ἐγὼ ὑμᾶς ἐνθάδε ξυνεκάλεσα οὐ ῥᾳθυμίαν τινὰ καταγνοὺς ὑμῶν ἤ ἀμέλειαν ἐς τόδε τὸ ἔργον, οὐδ’ ἵνα προθυμοτέρους ἐς τὸν παρόντα ἀγῶνα ποιήσω˙ πάλαι γὰρ ὁρῶ τοὺς μὲν ὑμῶν τοσαύτῃ προθυμίᾳ καὶ σπουδῇ περὶ τὸ ἔργον κεχρημένους, ὡς πᾶν ὁτιοῦν ἄν μᾶλλον ἑλομένους παθεῖν ἤ ἀπράκτους τῶν ὧδε ἀναχωρῆσαι, τοὺς δὲ οὐ μόνον αὐτούς, ἀλλὰ καὶ τοὺς ἄλλους παροξύνοντας, πάσῃ δυνάμει πρὸς τὸ ἔργον χωρεῖν˙ οὐ τοίνυν διὰ τοῦτο ὑμᾶς ξυνεκάλεσα, ἀλλ’ ὥστε μόνον ἀναμνῆσαι, πρῶτον μὲν ὡς καὶ τὰ παρόντα ἀγαθὰ, ἅ ἔχετε, οὐ ῥᾳθυμοῦντες καὶ ἀμελοῦντες, ἀλλὰ καὶ σφόδρα πονοῦντες καὶ μετὰ μεγάλων ἀγώνων τε καὶ κινδύνων μεθ’ ἡμῶν ἐκτήσασθε καὶ ἆθλα τῆς ὑμῶν αὐτῶν ἀρετῆς καὶ ἀνδρίας ἔχετε μᾶλλον ἤ τύχης δῶρα˙ ἔπειτα δὲ, ὡς καὶ τὰ νῦν τὰ τε προκείμενα ἆθλα διδάξαι ὑμᾶς ὅσα καὶ οἷά ἐστι, καὶ τὴν δόξαν ὁπόσην ἔχει μετὰ τοῦ κέρδους καὶ τιμὴν, καὶ ἅμα ἵνα γνῶτε καλῶς ἐπὶ μεγίστοις ποιούμενον τὸν ἀγῶνα.

Πρώτον λοιπόν, υπάρχει μεγάλος πλούτος όλων των ειδών σε αυτήν την πόλη, μέρος στα ανάκτορα τού αυτοκράτορα, μέρος στα σπίτια των ισχυρών, μέρος στα σπίτια των κοινών ανθρώπων, ενώ ο ωραιότερος και πιο άφθονος είναι συγκεντρωμένος στις εκκλησίες, ως αφιερώματα και κειμήλια όλων των ειδών, κατασκευασμένα από χρυσό, ασήμι, πολύτιμα πετράδια και ακριβά μαργαριτάρια. Επίσης, υπάρχει αμέτρητος πλούτος υπέροχων επίπλων, χωρίς να υπολογίζονται όλα τα άλλα είδη και έπιπλα των σπιτιών. Όλων αυτών εσείς θα γίνετε κύριοι!

Πρῶτον μὲν γὰρ πλοῦτός τε ἐστὶ πολὺς καὶ παντοδαπὸς ἐν τῇδε τῇ πόλει, ὁ μὲν ἐν τοῖς βασιλείοις, ὁ δὲ ἐν τοῖς οἴκοις τῶν δυνατῶν, ὁ δὲ ἐν τοῖς τῶν ἰδιωτῶν, ὁ δὲ καλλίων καὶ μείζων ἐν τοῖς ἱεροῖς ἀποκείμενος ἀναθημάτων καὶ κειμηλίων παντοίων ἐκ χρυσοῦ καὶ ἀργύρου κατεσκευασμένων, λίθων τε τιμίων καὶ μαργάρων πολυτελῶν, ἐπίπλων τε ἄπειρόν τι χρῆμα λαμπρῶν, ἄνευ δὴ τῆς ἄλλης κατ’ οἶκον κατασκευῆς καὶ περιουσίας˙ ὧν ἁπάντων ὑμεῖς ἔσεσθε κύριοι˙

Υπάρχουν επίσης πάρα πολλοί ευγενείς και διακεκριμένοι άνδρες, μερικοί από τούς οποίους θα είναι δούλοι σας, ενώ οι υπόλοιποι θα διατεθούν προς πώληση. Επίσης πάρα πολλές και πολύ όμορφες γυναίκες, νέες και όμορφες και παρθένες, υπέροχες για γάμο, ευγενείς και από ευγενείς οικογένειες, που δεν τις έχουν δει, ακόμη και σήμερα, αρσενικά μάτια, μερικές από τις οποίες προφανώς προορίζονται για γάμο με διάσημους και μεγάλους άνδρες. Από αυτές, μερικές θα γίνουν σύζυγοι για εσάς, ενώ άλλες θα κάνουν για υπηρέτριες και άλλες θα μπορείτε να τις πουλήσετε. Έτσι θα κερδίσετε με πολλούς τρόπους, στην απόλαυση, στην υπηρεσία και στον πλούτο. Θα έχετε επίσης αγόρια, πάρα πολλά και πολύ όμορφα και από ευγενείς οικογένειες. Επιπλέον, θα απολαύσετε την ομορφιά των εκκλησιών και των δημοσίων κτιρίων και τα υπέροχα σπίτια και κήπους, και πολλά τέτοια πράγματα, κατάλληλα ταυτόχρονα για θέα, τέρψη, ευχαρίστηση και απόλαυση.

ἔπειτα ἄνδρες ἀγαθοὶ πλεῖστοι τε καὶ τῶν εὖ γεγονότων, ὧν οἱ μὲν δουλεύσουσιν ὑμῖν, οἱ δὲ ἐς ἀπόδοσιν ἔσονται, γυναῖκές τε πλεῖσται καὶ κάλλισται, νέαι καὶ ἀγαθαὶ τὰς ὄψεις, καὶ παρθένοι πρὸς γάμον ὡραῖαι εὐγενεῖς τε καὶ ἐξ εὐγενῶν, καὶ ἀρρένων ὀφθαλμοῖς ἔτι καὶ νῦν ἄβατοι ἔνιαι τούτων καὶ πρὸς γάμους ὁρῶσαι ἐπιφανῶν καὶ μεγάλων ἀνδρῶν, ὧν αἱ μὲν ἔσονται ὑμῖν ἐς γυναίκας, αἱ δὲ πρὸς θεραπείαν ἀρκέσουσιν, αἱ δὲ πρὸς ἀπόδοσιν, καὶ κερδανεῖτε κατὰ πολλὰ ἔς τε ἀπόλαυσιν ὁμοῦ καὶ θεραπείαν καὶ πλοῦτον˙ καὶ παῖδες ὁμοίως πλεῖστοι καὶ κάλλιστοι καὶ τῶν εὖ γεγονότων, ἔτι δὲ νεῶν τε κάλλη καὶ δημοσίων οἰκοδομημάτων, καὶ οἰκίαι λαμπραὶ καὶ παράδεισοι καὶ τοιαῦτα πολλὰ ἔς τε θέαν ὁμοῦ καὶ τέρψιν καὶ ἡδονὴν καὶ ἀπόλαυσιν ἱκανὰ.

Αλλά γιατί να χρονοτριβώ απαριθμώντας όλα αυτά; Μια πόλη μεγάλη και πυκνοκατοικημένη, την πρωτεύουσα των αρχαίων Ρωμαίων, που έχει φτάσει στο αποκορύφωμα τής ευδαιμονίας και τής τύχης και τής δόξας, έχοντας γίνει η κεφαλή όλης τής οικουμένης, σάς την παραδίδω τώρα για αρπαγή και λεηλασία, άφθονο πλούτο, άνδρες, γυναίκες, παιδιά, όλα τα άλλα στολίδια της και τις κατασκευές της. Όλα αυτά θα τα απολαύσετε σαν σε λαμπρό συμπόσιο, θα είστε ευχαριστημένοι μαζί τους και θα αφήσετε πολύ μεγάλο πλούτο στα παιδιά σας. Και το μεγαλύτερο απ’ όλα είναι αυτό: ότι θα καταλάβετε μια πόλη, η φήμη τής οποίας έχει πάει σε όλα τα μέρη τού κόσμου. Είναι προφανές ότι όπου έφτασε η ηγεμονία και η δόξα αυτής τής πόλης, εκεί θα φτάσει και η φήμη τής ανδρείας και τής γενναιότητάς σας, επειδή θα έχετε κατακτήσει με επίθεση μια πόλη όπως αυτή. καὶ τὶ δεῖ ταῦτα πάντα καταλέγοντα διατρίβειν; πόλιν μεγάλην καὶ πολυάνθρωπον, βασίλειόν τε τῶν πάλαι Ῥωμαίων, καὶ ἐς ἄκρον εὐδαιμονίας καὶ τύχης καὶ δόξης ἐλάσασαν, κεφαλὴν τε γεγενημένην τῆς οἰκουμένης ἁπάσης δίδωμι νῦν ὑμῖν ἐς διαρπαγὴν τε καὶ λείαν, πλοῦτον ἄφθονον, ἄνδρας, γυναῖκας, παῖδας, πάντα τὸν ἄλλον αὐτῆς κόσμον καὶ τὴν κατασκευὴν˙ ὧν ἁπάντων ἐμφορηθήσεσθε ὥσπερ ἐν εὐωχίᾳ λαμπρᾷ, καὶ ἐνευδαιμονήσετε τούτοις ὑμεῖς τε, καὶ τοῖς ὑμετέροις παισὶ πλοῦτον πολὺν καταλείψετε, καὶ τὸ μέγιστον, ὅτι πόλιν τοιαύτην αἱρήσετε, ἧς τὸ κλέος πᾶσαν ἐπῆλθε τὴν οἰκουμένην· καὶ δῆλον ὅτι ἐς ὅσον ἔδραμεν ἡ ταύτης ἡγεμονία καὶ δόξα, ἐς τοσοῦτον καὶ τὸ ὑμῶν κλέος ἀφίξεται τῆς ἀνδρίας καὶ ἀρετῆς, πόλιν τοιαύτην ἑλόντων ἐκ προσβολῆς.

Και σκεφτείτε: Ποια πράξη είναι άραγε πιο λαμπρή, ποια απόλαυση είναι μεγαλύτερη ή ποια κληρονομιά πλούτου καλύτερη από αυτήν που σάς παρουσιάζεται μαζί με τιμή και δόξα; Και πάνω απ’ όλα, θα κατεδαφίσουμε μια πόλη που ήταν εχθρική προς εμάς από την αρχή και πάντοτε φύτρωνε πάνω στα δικά μας δεινά και συνωμοτούσε με κάθε τρόπο εναντίον τής εξουσίας μας. Επομένως στη συνέχεια θα προστατεύουμε τα υπάρχοντά μας και θα ζούμε με απόλυτη και σίγουρη ειρήνη, έχοντας απαλλαγεί από τούς εχθρικούς γείτονές μας. Θα ανοίξουμε επίσης τον δρόμο για περαιτέρω κατάκτηση.

καὶ σκοπεῖτε τὶς εὐπραξία λαμπροτέρα ἤ τὶς ἡδονή μείζων ἤ τὶς πλούτου περιουσία καλλίων ἤ ἥ μετά τιμῆς καὶ δόξης προσέσται ἡμῖν; τὸ δὲ δὴ μεῖζον πάντων, ὅτι πόλιν ἐχθρῶς ἔχουσαν ἡμῖν ἐξ ἀρχῆς καὶ ἀεὶ ἐπιφυομένην τοῖς ἡμετέροις κακοῖς καὶ πάντα τρόπον ἐπιβουλεύουσαν τὴν ἡμετέραν ἀρχὴν καθαιρήσομεν, καὶ τοῦ λοιποῦ αὐτοὶ τε βέβαια ἕξομεν τὰ παρόντα ἀγαθὰ, καὶ ἐν εἰρήνῃ βαθείᾳ καὶ ἀσφαλείᾳ διάξομεν, ἀπαλλαγέντες ἐχθροῦ γειτονήματος, καὶ πρὸς τὰ λοιπὰ θύραν ἀνοίξομεν.

Και μη φανταστείτε ότι έτσι είναι τα πράγματα, ότι η Πόλη είναι απόρθητη και ότι το τείχος της είναι δύσκολο στην προσέγγιση και αδιαπέραστο, ή ότι πολύ μεγάλος κίνδυνος περιμένει εκείνους που τής επιτίθενται, επειδή δεν είναι εύκολο να καταληφθεί. Λοιπόν, όπως μπορείτε να δείτε, η τάφρος έχει γεμίσει και το χερσαίο τείχος σε τρία σημεία έχει καταστραφεί τόσο πολύ, που όχι μόνο βαρύ πεζικό και καλά ζωσμένοι άνδρες, όπως εσείς, αλλά και τα ίδια τα άλογα και το βαριά οπλισμένο ιππικό μπορούν εύκολα να διεισδύσουν. Έτσι δεν σάς προσφέρω απόρθητο τείχος, αλλά πεδίο διασχίσιμο από ιππικό, για να περάσετε από αυτό με τα όπλα σας.

καὶ μήτοι νομίσητε ταῦτα μὲν οὕτως ἔχειν, ἀπόμαχον δὲ εἶναι τὴν πόλιν καὶ τὸ ταύτης τεῖχος δυσπρόσοδόν τε καὶ δύσβατον καὶ κίνδυνον οὐ μικρὸν ἔχον τοῖς ἐπιοῦσιν, ὡς οὐ ῥᾳδίως ὄν ἁλωτὸν˙ ἀλλ’ ἰδοὺ γὰρ, ὡς ὁρᾶτε, ἡ μὲν τάφρος πᾶσα ἐχώσθη, τὸ δὲ κατὰ γῆν τεῖχος ἐν τρισὶ μέρεσιν οὕτω τοι κατήρριπται, ὡς μὴ μόνον ὁπλίταις τε καὶ εὐζώνοις ἀνδράσιν, ὥσπερ ὑμεῖς, ἀλλὰ καὶ ἵπποις αὐτοῖς καὶ ἱππόταις ὡπλισμένοις καλῶς ῥᾳδίως εἶναι διαβατὸν. Οὕτως οὐ τεῖχος ἀπόμαχον ὑμῖν, ἀλλὰ πεδίον ἱππάσιμον δίδωμι διαβῆναι ξὺν ὅπλοις.

Και τι χρειάζεται να πω για τούς αντιπάλους μας; Γιατί υπάρχουν πολύ λίγοι από αυτούς, και οι περισσότεροι από αυτούς είναι άοπλοι και άπειροι στον πόλεμο. Γιατί, όπως έχω μάθει από τούς λιποτάκτες, λένε ότι υπάρχουν μόνο δύο ή τρεις άνδρες υπερασπιζόμενοι έναν πύργο και άλλοι τόσοι το διάστημα μεταξύ των πύργων. Έτσι συμβαίνει ένας άνδρας να πολεμάει και να υπερασπίζεται τρεις ή τέσσερις επάλξεις, ο ίδιος μάλιστα εντελώς άοπλος ή άσχημα οπλισμένος.

Τά δὲ τῶν ἀντιτεταγμένων ἡμῖν τὶ χρὴ καὶ λέγειν; ἄνδρες γὰρ εἰσι πάνυ τε ὀλίγοι καὶ οἱ πλείους ἄοπλοι καὶ πολέμων ἄπειροι˙ ὡς γὰρ ἔχω πυνθάνεσθαι τῶν αὐτομόλων, μόλις φασὶ δύο ἤ τρεῖς ἄνδρας εἶναι τοὺς ἐν τῷ πύργῳ προμαχομένους καὶ ἑτέρους τοσούτους ἐν τῷ μεταπυργίῳ, ὥστε ξυμβαίνειν ἕνα ἄνδρα προπολεμεῖν τε καὶ προμάχεσθαι τριῶν ή τεττάρων ἐπάλξεων, καὶ τοῦτον ἤ ἄοπλον πάντη ἤ κακῶς ὡπλισμένον.

Πώς λοιπόν μπορούν να επαρκέσουν αυτοί απέναντι σε τόσο πλήθος όσο το δικό μας; Και ιδιαίτερα όταν εμείς πολεμάμε με διαδοχή, και νέα στρατεύματα μπαίνουν συνεχώς στη μάχη, έτσι ώστε οι άνδρες μας να έχουν χρόνο να απολαύσουν τον ύπνο και το φαγητό και να ξεκουραστούν, ενώ εκείνοι πολεμούν συνεχώς, χωρίς διακοπή, και απεγνωσμένα, και δεν έχουν χρόνο για ύπνο ή φαγητό ή ποτό ή ξεκούραση ή άλλο αντίστοιχο, καθώς εμείς επιτιθέμεθα και τούς αναγκάζουμε σε μάχες.

Πῶς οὖν ἐς τοσοῦτον πλῆθος ἡμῶν ἀρκέσουσιν οὗτοι; Kαί μάλιστα ἡμῶν μὲν ἐκ διαδοχῆς ἀγωνιζομένων καὶ ἀεὶ νεαρῶv ἐπιόντων ἐς τὸ ἔργον, καὶ καιρὸν ἐχόντων καὶ ὕπνον αἱρεῖσθαι καὶ σῖτα καὶ ἀναπαύειν αὑτούς, αὐτῶν δὲ ἀδιακόπως τε καὶ ἐπιτεταμένως μαχομένων ἀεὶ καὶ μηδένα καιρὸν ἐχόντων ἤ ὕπνου ἤ σιτίου ἤ ποτοῦ ἤ ἀναπαύλης ἤ ἄλλου τοῦ τῶν τοιούτων μεταλαχεῖν, ἡμῶν ἐπικειμένων τε τῷ πολέμῳ καὶ βιαζόντων.

Γιατί δεν θα χρησιμοποιήσουμε πια αψιμαχίες και ορμητικές εξόδους και απλές επιθέσεις, όπως κάναμε στην αρχή, και όπως αναμενόταν, αλλά μόλις αρχίσουμε να πολεμάμε, η μάχη θα είναι συνεχής και αδιάκοπη, νύχτα και μέρα, χωρίς ανάπαυση ή ανακωχή, μέχρι να τελειώσουν όλα. Πιστεύω, επομένως, ότι αυτοί οι άνδρες, έχοντας καταπιεστεί από τη συνεχή μάχη, την αγωνία, την πείνα και την αϋπνία, θα υποχωρήσουν εύκολα σε εμάς.

οὐδὲ γὰρ ἀκροβολισμοῖς ἔτι χρησόμεθα καὶ ἐπεκδρομαῖς καὶ προσβολαῖς καὶ πείραις μόναις, ὥσπερ πρόσθεν, καθά νομίζουσιν, ἀλλ’ ἀρξαμένων πολεμεῖν ὁ πόλεμος ξυνεχὴς ἔσται καὶ ἀδιάκοπος νύκτωρ καὶ μεθ’ ἡμέραν, μηδεμίαν ἔχων ἀνακωχὴν ἤ ἐκεχειρίαν, ἕως ἄν πέρας λάβῃ τὰ κατ’ αὐτὸν˙ ὥστε νομίζω τούτους τῷ τε ξυνεχεῖ πολέμῳ καὶ τῷ πόνῳ καὶ τῷ λιμῷ καὶ τῇ ἀγρυπνίᾳ καταπιεσθέντας ῥᾳδἰως ἐνδώσειν ἡμῖν.

Όσο για τούς Ιταλούς που είναι τοποθετημένοι στο γκρεμισμένο τείχος, αν και νομίζουν κάποιοι ότι αυτοί είναι έμπειροι βετεράνοι που μπορούν να αμυνθούν εναντίον των επιτιθέμενων, ως καλά οπλισμένοι και έμπειροι στη μάχη, ιδιαίτερα στις οχυρώσεις, εγώ πιστεύω ότι αυτή η γνώμη τους είναι εντελώς αναξιόπιστη και λανθασμένη.

Οἱ δὲ ἐπὶ τοῦ κατερριμμένου τείχους τῶν Ἰταλῶν τεταγμένοι, εἰ καὶ τῷ δοκοῦσιν ἀπόμαχοι εἶναι καὶ ἱκανοὶ τοὺς ἐπιόντας ἀμύνεσθαι, ὡς καλῶς τε ὡπλισμένοι καὶ πολέμων ἔμπειροι, καὶ μάλιστα τῶν ἐν τοῖς φρουρίοις, ἀλλ’ ἐμοὶ καὶ τὰ τούτων ἄπιστα δοκεῖ πάντη καὶ σφαλερὰ.

Γιατί πρώτον, ως έξυπνοι άνδρες, δεν θα είναι διατεθειμένοι να πολεμήσουν για λογαριασμό των αγαθών άλλων, ή να υποφέρουν και να εκτίθενται σε εμφανείς κινδύνους, όταν δεν έχουν τίποτε να κερδίσουν οι ίδιοι. Και επιπλέον, είναι ετερόκλητο πλήθος, που έχουν έρθει από εδώ και από εκεί, αποσκοπώντας απλώς στο να πάρουν κάτι και να φύγουν σώοι, όχι να πεθάνουν στη μάχη. Προς το παρόν το αντέχουν πραγματικά και συνεχίζουν, γιατί βάλλουμε από μακριά και επιτιθέμεθα μόνο κατά διαστήματα, όπως σε παιχνίδι, και πιστεύουν ότι το ίδιο θα κάνουμε εμείς και στη συνέχεια.

Πρῶτον μὲν γὰρ οὐκ ἐθελήσουσι νοῦν ἔχοντες ὑπὲρ ἀλλοτρίων ἀγαθῶν μάχεσθαι καὶ πονεῖν καὶ ἐς προὖπτον κίνδυνον ἐμβάλλειν αὑτούς, μηδὲν κερδαίνοντες αὐτοὶ˙ ἔπειτα ξύγκλυδές τὲ εἰσι καὶ ἄλλοι ἄλλοθεν ξυνεληλυθότες, ἐπὶ τὸ λαβεῖν βλέποντες μόνον καὶ ἀπελθεῖν σῶς, οὐκ ἐπὶ τὸ μαχόμενοι ἀποθανεῖν· ὥστε νῦν μὲν ἀντέχονται πάντως καὶ μένουσιν, ἐκ διαλειμμάτων ἀκροβολιζομένων καὶ μαχομένων ἡμῶν, ὥσπερ ἐν παιδιᾷ, νομίζοντες τοιούτων ἡμῶν πειρᾶσθαι καὶ τοῦ λοιποῦ·

Όταν όμως δουν τη μάχη να κυλάει πάνω τους, και να πιέζονται λαμπρά και αδιάκοπα από κάθε πλευρά και τον θάνατο επικείμενο μπροστά στα μάτια τους, τότε, είμαι απόλυτα σίγουρος, δεν θα διστάσουν καθόλου, αλλά θα πετάξουν τα όπλα τους, θα στρέψουν τα νώτα τους και θα αποδράσουν, για να μη γυρίσουν ποτέ. Και δεν θα υπάρχει τίποτε για να τούς αποτρέψει ή να τούς δώσει θάρρος.

ὅταν δὲ ἴδωσι τὸν πόλεμον περιρρέοντα καὶ πανταχόθεν λαμπρῶς ἐπικείμενον καὶ φοβοῦντα καὶ τὸν θάνατον πρὸ ὀφθαλμῶν ἐπαγόμενον, τότε, εὖ οἶδα, μηδὲν μελλήσαντες ὅλως, ῥίψαντες τὰ ὅπλα καὶ νῶτα δόντες ἀποδράσουσιν ἀμεταστρεπτί, καὶ οὐδὲν ἔσται τὸ κωλῦσον αὐτοὺς ἔτι ἤ ἐπισχῆσον ὅλως.

Αλλά ακόμη κι αν παραμείνουν σταθεροί, ας είναι έτσι! Εμείς όμως θα τούς καταβάλουμε εύκολα με τη δύναμη, την εμπειρία μας και την τόλμη. Έτσι, ακόμη και σε αυτήν την περίπτωση, νομίζω ότι δεν έχουμε καθόλου λόγο ή φροντίδα ανησυχίας.

Εἰ δὲ καὶ παραμένουσι καὶ ὁπωσοῦν (ἔστω γὰρ), ἀλλ’ ἡμεῖς αὐτοὺς ῥᾳδίως τρεψόμεθα ῥώμῃ τε καὶ ἐμπειρίᾳ καὶ τόλμῃ, ὥστε οὐδὲ τούτων ἡγοῦμαι πάνυ τι ἡμῖν εἶναι πρὸς λόγου ἤ φροντίδος ἄξιον ὅλως.

Όλα δείχνουν ότι η νίκη είναι στο πλευρό μας και ότι θα καταλάβουμε την Πόλη. Όπως βλέπετε, έχει αποκλειστεί εντελώς από στεριά και θάλασσα, σαν σε δίχτυ. Και δεν μπορεί πια να ξεφύγει από τα όπλα και τα χέρια μας.

Δείκνυται τοίνυν ἐξ ἁπάντων μεθ’ ἡμῶν εἶναι τὴν νίκην καὶ τὴν πόλιν ἡμῖν ἁλωτὴν. Πᾶσα γάρ, ὡς ὁρᾶτε, καθάπερ ἐν σαγήνῃ τινὶ κατὰ τε γῆν καὶ θάλασσαν ἀποκέκλεισται, καὶ οὐκ ἔνεστιν αὐτῇ τοῦ λοιποῦ τὰ ἡμέτερα ὅπλα καὶ τὰς χείρας διαφυγεῖν.

Να είστε λοιπόν γενναίοι οι ίδιοι και να παροτρύνετε όλους τούς άνδρες που βρίσκονται κάτω από εσάς να σάς ακολουθούν γενναία και να χρησιμοποιούν όλο τον ζήλο και την επιμονή στο έργο, με την πεποίθηση ότι τρία στοιχεία υπάρχουν στην καλή μάχη: η θέληση, η ντροπή και η υπακοή στους ηγέτες. Αυτό σημαίνει να διατηρεί καθένας τη θέση του και να πηγαίνει στην επίθεση ήσυχα και σε καλή τάξη, ώστε να ακούει ο ίδιος γρήγορα τις εντολές που δίνονται και με τον ίδιο τρόπο να τις μεταβιβάζει στους άλλους, ενώ όταν πρέπει να προχωρήσουν σιωπηλά, να σιωπά, και όταν πρέπει να φωνάξουν και να αλαλάξουν με τρομακτική κραυγή, να το κάνει. Πολλά από αυτά τα πράγματα είναι χρήσιμα σε κάθε είδους μάχες, όχι όμως λιγότερο στις μάχες σε τείχη. Όσο για τα υπόλοιπα, παραγγείλετε σε όλους να κάνουν τα πάντα καλά και σε καλή τάξη και πειθαρχία.

Γίνεσθε οὖν ἄνδρες ἀγαθοὶ αὐτοὶ τε ὑμεῖς, καὶ τοὺς μεθ’ ὑμῶν πάντας παρακελεύεσθε ἀκολουθεῖν τε γενναίως ὑμῖν καὶ πάσῃ προθυμίᾳ καὶ σπουδῇ ἐς τὸ ἔργον κεχρῆσθαι, νομίζοντας τοῦ καλῶς πολεμεῖν τρία εἶναι αἴτια, τὸ τε ἐθέλειν καὶ τὸ αἰσχύνεσθαι καὶ τὸ τοῖς ἄρχουσι πείθεσθαι˙ τοῦτο δ’ ἐστὶ τὴν ἰδίαν ἕκαστον τάξιν καλῶς τηρεῖν καὶ μετὰ σιγῆς καὶ κόσμου ἐς τὸ ἔργον ἰέναι, ὥστε καὶ τῶν παραγγελλομένων ὀξέως τε ἀκούειν αὐτὸν καὶ ἐς τοὺς ἄλλους ταῦτα διαπορθμεύειν όμοίως, καὶ ὅτε σιγῶντας ἐπιέναι δέοι, σιγᾶν, καὶ ὁπότε δὲ ἐμβοῆσαι καλὸν καὶ ἐπαλαλάξαι μετά κραυγῆς φοβερωτάτης, τοῦτο ποιεῖν˙ καὶ γὰρ ὡς τὰ πολλὰ κἄν τοῖς ἄλλοις τῶν πολέμων τοῦτο ξυμφέρει, οὐχ ἥκιστα δὲ ἐς τειχομαχίαν˙ τὰ τε ἄλλα παραγγέλλετε πᾶσι καλῶς καὶ ἐν κόσμῳ καὶ τάξει πάντα ποιεῖν.

Πολεμήστε λοιπόν γενναία, όπως αξίζει σε εσάς τούς ίδιους και σε εκείνους που έχουν πολεμήσει πριν από εσάς. Και μη δειλιάσετε, γιατί βλέπετε πόσα κρέμονται για εσάς από αυτόν τον αγώνα, ούτε να επιτρέψετε σε κανέναν από τούς άνδρες σας να το κάνει. Κι εγώ ο ίδιος πρώτος θα παρευρίσκομαι στο έργο, πολεμώντας δίπλα σας και παρακολουθώντας τι κάνει καθένας από εσάς.

Ἀγωνίσασθε οὖν καλῶς καὶ ἀξίως ὑμῶν τε αὐτῶν καὶ τῶν προειργασμένων ὑμῖν, καὶ μήτε ὑμεῖς μαλακισθῆτε, ὁρῶντες περὶ ὅσων ὑμῖν ἐστὶν ὁ ἀγὼν, μήτε τοῖς ἄλλοις ἐνδῶτε τοῖς μεθ’ ὑμῶν. Κἀγὼ δὲ αὐτὸς πρῶτος παρέσομαι τῷ ἔργῳ, μεθ’ ὑμῶν τε ἀγωνιζόμενος καὶ τῶν ἑκάστῳ δρωμένων θεατὴς.

Επιστρέψτε λοιπόν ο καθένας στη θέση του και στη σκηνή του, δειπνείστε και ξεκουραστείτε. Δώστε παρόμοιες εντολές στους άνδρες κάτω από εσάς. Σηκωθείτε νωρίς, τακτοποιείστε καθένας τη δική του μονάδα καλά και με τάξη, χωρίς να δίνετε προσοχή σε τίποτε έξω και χωρίς να ακούτε κανέναν άλλο. Όταν τακτοποιηθείτε, να παραμείνετε σιωπηλοί. Αλλά όταν ακούσετε τον πολεμικό παιάνα και δείτε το σύνθημα, τότε προχωρήστε στο έργο σας.

καὶ νῦν μὲν ἄπιτε παρά τὴν ἰδίαν τάξιν ἕκαστος καὶ σκηνὴν, καὶ δειπνοποιεῖσθε καὶ ἀναπαύεσθε καὶ παραγγέλλετε ταῦτα καὶ τοῖς ὑφ’ ὑμῖν˙ ἔωθεν δὲ ἀναστάντες ἐκτάττετε ἕκαστος τὴν ἑαυτοῦ τάξιν καλῶς τε καὶ ξὺν κόσμῳ, μηδενὸς αἰσθανομένου τῶν ἔξω ἤ κατακούοντος ὅλως˙ ταξάμενοι δὲ μένετε σιωπῇ· ἐπὰν δὲ ἀκούσητε τῶν πολεμικῶν ἀδόντων καὶ τὸ ξύνθημα ἴδητε, ἐνταῦθα τὸ ἔργον ὑμέτερον.

Κι εσύ λοιπόν Χαμζά, οδηγώντας τα πλοία κατά μήκος τού θαλάσσιου τείχους, να έχεις μερικά πλοία εντός εμβέλειας και να διατάζεις τούς τοξότες και εκείνους που είχαν βαλλίστρες στα χέρια τους και μουσκέτα, να πυροβολούν από τα καταστρώματα εκείνους που βρίσκονται στις επάλξεις τόσο συνεχώς, ώστε να μη μπορεί κανείς να σκύψει καθόλου προς τα έξω, ούτε να έχει την ευκαιρία να πολεμήσει. Κι εκείνα που θα βγουν στην ακτή, αν βρεθούν κοντά στο τείχος, να φέρουν σε αυτό τις σκάλες εκείνοι που τούς έχει ανατεθεί, ώστε να προσπαθήσε το βαρύ πεζικό να ανέβει με αυτές στο τείχος. Και έτσι να αγωνίζεσαι καλά και να προσπαθείς να είσαι γενναίος άνδρας.

Καί σὺ μὲν, ὦ Χαμουζᾶ, περιπλέων ταῖς ναυσὶ τὸ κατὰ θάλασσαν τεῖχος, ταῖς μὲν τῶν νεῶν ἀνακωχεύων εἴσω βελῶν, κέλευε τοὺς τε τοξότας καὶ τοὺς τὰς μηχανὰς ἔχοντας ἐν χεροῖν καὶ τοὺς τούφακας βάλλειν ἀπὸ τῶν καταστρωμάτων τοὺς ἐπὶ τῶν ἐπάλξεων οὕτω τοι πυκνῶς, ὡς μηδαμοῦ τούτους προκύπτειν ἐᾶν ἐς τὰ ἔξω ἤ ὅλως ἔχειν κεχρῆσθαι ἑαυτοῖς τῷ πολέμῳ, τὰς δὲ ἐποκέλλων εἴ ποι παρείκοι τοῦ τείχους, προσάγειν τούτῳ τὰς κλίμακας τοὺς ἐπὶ τούτῳ τεταγμένους, ὥστε ἐπιβαίνειν διὰ τούτων πειρᾶσθαι τοὺς ὁπλίτας τοῦ τείχους. καὶ οὕτω ἀγωνίζου καλῶς καὶ πειρῶ ἀνὴρ ἀγαθὸς εἶναι.

Κι εσύ ο ίδιος, Ζαγανός, να διασχίσεις τη γέφυρα γρήγορα και να επιτεθείς στο τείχος τού Κεράτιου πολύ δυνατἀ, έχοντας μαζί σου και τα πλοία μέσα στο λιμάνι, τα οποία σού έχουν ανατεθεί για αυτόν τον σκοπό, και γίνε ήρωας!

Αὐτὸς δέ, ὦ Ζάγανε, σὺ διαβὰς τὴν γέφυραν ταχέως πρόσβαλε τῷ τοῦ Κέρατος τείχει μάλα εὐρώστως, ἔχων μετὰ σεαυτοῦ καὶ τὰς ἐν τῷ λιμένι ναῦς ξυνεφαπτομένας σοι τοῦ ἔργου, καὶ γίνου ἀνὴρ ἀγαθὸς.

Κι εσύ το ίδιο Καρατζά, έχοντας μαζί σου τούς άνδρες σου και διασχίζοντας την τάφρο, να επιτεθείς στο κατεστραμμένο τμήμα τού τείχους ακριβώς μπροστά σου. Απωθώντας ρωμαλέα τούς υπερασπιστές, προσπάθησε να ανέβεις σε αυτό, αγωνιζόμενος γενναία, σαν ήρωας.

καὶ σὺ δὲ ὁμοίως, ὦ Καρατζία, ἔχων τοὺς μετὰ σεαυτοῦ καὶ διαβὰς τὴν τάφρον, πρόσμιγε τῷ κατὰ σε παρερρηγμένῳ τοῦ τείχους, καὶ βιασάμενος τοὺς προμαχομένους ῥωμαλέως πειρῶ ἐπιβαίνειν τούτου, ἀγωνιζόμενος γενναίως ὡς ἀνὴρ ἀγαθὸς.

Κι εσείς επίσης Ισάκ και Μαχμούτ, να διασχίσετε την τάφρο με ασφάλεια με τις δικές σας δυνάμεις και να προσπαθήσετε να ανεβείτε στο τείχος με σκάλες. Οι τοξότες και τα κανόνια και τα μουσκάτα να χτυπούν ασταμάτητα εκείνους που βρίσονται στις επάλξεις, έτσι ώστε να εμποδίζουν λιγότερο τη διέλευσή σας.

καὶ αὐτοὶ δὲ ὑμεῖς, Ἰσαὰκ τε καὶ Μαχουμούτα, ἔχοντες τὰς ἰδίας τάξεις διαβαίνετε τὴν τάφρον ἀσφαλῶς καὶ πειρᾶσθε διὰ τῶν κλιμάκων ἐπιβαίνειν τοῦ τείχους, οἱ δὲ τοξόται καὶ οἱ τὰς μηχανὰς ἔχοντες καὶ τοὺς τούφακας, βαλλέτωσαν ἰσχυρῶς τοὺς ἐπὶ τῶν ἐπάλξεων, ὡς ἄν ἧττον ἀπείργωσιν ὑμᾶς τῆς διαβάσεως.

Τέλος εσεις Χαλίλ και Σαρατζά, που έχετε τα στρατεύματά σας στις δύο πλευρές μου και πολεμάτε, όταν με δείτε να αγωνίζομαι και να προσπαθώ να ανεβώ στα ερειπωμένα μέρη τού τείχους και να αναγκάσω τούς Ιταλούς να ανοίξουν την πρόσβαση για τούς άνδρες μου στην πόλη, να επιχειρήσετε με κάθε τρόπο και στις δύο πλευρές να ελέγξετε εκείνους που είναι στραμμένοι απέναντί σας κατά πρόσωπο, επιτιθέμενοι έντονα σε αυτούς, έτσι ώστε να μην τούς δίνεται ανάπαυλα από εσάς, να προσέχουν λιγότερο εμάς και να μη μπορούν να βοηθήσουν εκείνους που πιέζονται σκληρά από εμάς. Εγώ ο ίδιος θα φροντίσω για τα υπόλοιπα. Επομένως επιστρέψτε τώρα στις σκηνές σας και στις μονάδες σας και καλή τύχη σε εσάς! Φάτε, πιείτε και ξεκουραστείτε».

καὶ ὑμεῖς δέ, ὦ Χαλίλη καὶ Σαρατζία, ἑκατέρωθεν ἐμοῦ τὰς τάξεις ἔχοντες καὶ μαχόμενοι, ὅταν ἐμὲ ἴδητε ἀγωνιζόμενον καὶ πειρώμενον ἐπιβαίνειν κατὰ τὰ παρερρηγμένα τοῦ τείχους, βιαζόμενόν τε τοὺς Ἰταλοὺς καὶ τοῖς μετ’ ἐμοῦ πάροδον ἀνοίγοντα ἐς τὴν πόλιν, πειρᾶσθε τρόπῳ παντὶ ἑκατέρωθεν ἀπείργειν τοὺς κατὰ πρόσωπον ὑμῖν ἀντιτεταγμένους, προσβάλλοντες ἰσχυρῶς, ὡς ἄν μὴ σχολὴν ἄγοντες ἀφ’ ὑμῶν, ἧττον προσέχωσιν ἡμῖν καὶ μηδαμοῦ προσβοηθῶσι τοῖς ὑφ’ ἡμῶν βιαζομένοις. καὶ τὸ ἀπὸ τοῦδε τῶν λοιπῶν ἔμοιγε πάντων μιλήσει. Ἀλλ’ ἄπιτε πρὸς τὰς σκηνὰς καὶ τὰς τάξεις ὑμῶν ἀγαθῇ τύχῃ, καὶ δειπνοποιησάμενοι ἀναπαύεσθε.»

Η ομιλία είναι φανταστική, με πρότυπο τον Θουκυδίδη, τον οποίο θυμίζει σε τουλάχιστον δύο σημεία.

Ο Ψευδο-Σφραντζής έχει συνθέσει συνοπτικότερη ομιλία, με εικόνα τού μουσουλμανικού παράδεισου που περίμενε εκείνους που θα έχαναν τη ζωή τους και σημειώνει ότι ο σουλτάνος υποσχέθηκε στον στρατό ενόρκως, ότι η Κωνσταντινούπολη θα λεηλατούνταν επί τρεις ημέρες και ότι κάθε στρατιώτης θα κρατούσε τα δικά του λάφυρα [III, 5, CSHB, Βόννη, σελ. 269-70, επιμ. Grecu, σελ. 412, 414]:

Πολυαγαπημένα τέκνα, εκ μέρους τού Θεού και τού ίδιου τού προφήτη Μωάμεθ καὶ εμένα προσωπικά τού δούλου του, σάς ικετεύω και σάς παρακαλώ …… και αν κάποιοι από εσάς πεθάνουν, όπως γίνεται συνήθως στους πολέμους, επειδή είναι γραμμένο στο κεφάλι τους, γνωρίζετε καλά από το δικό μας κοράνι τι λέει ο προφήτης, ότι εκείνος που θα πεθάνει σε τέτοιες περιπτώσεις, θα γευματίσει και θα πιει ολόσωμος στον παράδεισο μαζί με τον Μωάμεθ, και θα αναπαυτεί μαζί με αγόρια και ωραίες γυναίκες και παρθένους σε τόπο χλοερό που θα μοσχομυρίζει από λουλούδια, και θα λουστεί σε ωραιότατα λουτρά, και σε εκείνον τον τόπο θα τα έχει αυτά από τον Θεό …… και για τρεις ημέρες ολόκληρη η πόλη θα είναι δική σας. Και ό,τι αφαιρέσετε και βρείτε, χρυσό και ασημένιο σκεύος, ιματισμό, αιχμάλωτους άνδρες και γυναίκες, μικρούς και μεγάλους, κανένας δεν θα μπορεί από εσάς τούς ίδιους να το ζητήσει ή να σάς ενοχλήσει με οποιονδήποτε τρόπο.

«ὦ τέκνα φίλτατα, παρὰ τοῦ θεοῦ καὶ τοῦ αὐτοῦ προφήτου Μωάμεθ καὶ ἐμοῦ τοῦ δούλου αυτοῦ δέομαι καὶ παρακαλῶ ὑμᾶς …… καὶ ἐὰν καὶ ἐξ ἡμῶν τινὲς ἀποκτανθῶσιν, ὡς ἔθος ἐστὶν ἐν τοῖς πολέμοις, γεγραμμένον ἐπὶ τῆς κεφαλῆς αὐτοῦ, καλῶς οἴδατε διὰ τοῦ ἡμετέρου κορᾶν τὶ φησιν ὁ προφήτης, ὅτι ὁ ἀποθανὼν ἐν καιρῷ τοιούτῳ ὁλόσωμος ἐν παραδείσῳ μετὰ τοῦ Μωάμεθ ἀριστήσει καὶ πιεῖ, καὶ μετὰ παίδων καὶ μετὰ γυναικῶν ὡραίων καὶ παρθένων ἐν τόπῳ χλοερῷ καὶ μεμυρισμένῳ ἄνθεσιν ἀναπαυθῇ, καὶ ἐν λουτροῖς ὡραιοτάτοις λουσθῇ, καὶ ἐν ἐκείνῳ τῷ τόπῳ ἐκ θεοῦ ἕξει ταῦτα …… καὶ ἡμέραις τρισὶν ἡ πόλις πᾶσα ὑμῶν ἔσεται. καὶ εἴ τι δ’ ἄν σκυλεύσητε καὶ εὕρητε χρυσίου καὶ ἀργυρίου σκεῦος καὶ ἰματισμὸν, αἰχμαλώτους τε ἄνδρας καὶ γυναῖκας, μικροὺς τε καὶ μεγάλους, οὐδεὶς δυνηθείη αὐτοὺς ὑμῖν αἰτῆσαι ἤ τι ἐνοχλῆσαι εἰς οὐδὲν.»

O Χαλκοκονδύλης αναφέρει επίσης ομιλία προς τούς γενίτσαρους, υποσχόμενη αμοιβές για τη νίκη [βιβλίο viii, CSHB, Βόννη, σελ. 392-93, επιμ. Darkò, II, 157]:

Η απάντηση των Ελλήνων σε αυτό ήταν όπως ανέφερα. Όταν ολοκληρώθηκαν οι προετοιμασίες του για την επίθεση, ο σουλτάνος συγκέντρωσε τούς γενίτσαρους και μίλησε ως εξής: «Γενίτσαροι, γιοι μου! Πάντοτε ξεχωρἰζατε με τον πιο αξιοθαύμαστο τρόπο, οπουδήποτε εκστράτευα. Εναπόκειται τώρα σε εσάς να πάρετε αυτήν την πόλη. Να γνωρίζετε όμως και τα ακόλουθα: Όποτε σάς ρώτησα, είπατε ότι η πόλη μπορεί να καταληφθεί μόνο αν κατεδαφίσω τα τείχη για εσάς. Τώρα τα έχω επιθεωρήσει και σάς ρωτώ αν τα τείχη έχουν κατεδαφιστεί επαρκώς. Μάλιστα φαίνεται ότι έχουν κατεδαφιστεί όσο χρειάζεται για τον σκοπό σας. Καθώς είναι τώρα η ώρα να γίνει η επίθεση, προτείνω τα εξής: Φέρνοντας δόξα και φήμη στους προγόνους μας και σε μένα, με βοηθήσατε στη βασιλεία μου. Να γνωρίζετε λοιπόν ότι από όλες τις νομαρχίες που έχω στην Ασία και την Ευρώπη, θα δώσω την καλύτερη στον πρώτο που θα ανέβει πάνω στο οδόφραγμα. Θα τον τιμήσω με τον κατάλληλο τρόπο, θα τον ανταμείψω, θα τού δώσω ευημερούσα θέση εξουσίας και θα τον κάνω να θεωρείται ευτυχής στα μάτια όλων των ανθρώπων τής φυλής μας. Αλλά όποιον δω να επιστρέφει στις σκηνές και να μην πολεμάει στα τείχη, δεν θα μπορέσει να ξεφύγει ακόμη κι αν πετάξει σαν τα πουλιά και θα υποστεί φρικτό θάνατο. Πηγαίνετε τώρα σε αυτόν τον αγώνα, τον τόσο ένδοξο, τόσο κερδοφόρο. Γιατί θα αποκτήσετε πολύτιμους σκλάβους, τόσο γυναίκες όσο και παιδιά, ενώ υπάρχει πολύς πλούτος στην πόλη».

«Οἱ μὲν οὖν Ἕλληνες ἐς τοσοῦτον ἐξεφέροντο, ἐς ὅσον μοι δεδήλωται· βασιλεὺς δέ, ὡς αὐτῷ τὰ ἐς τὴν προσβολὴν παρεσκεύαστο, συγκαλέσας τοὺς νεήλυδας ἔλεγε τοιάδε. “ἄνδρες νεήλυδες καὶ ἐμοὶ παῖδες, τὰ κάλλιστα ἀεί, ὅποι ἂν στρατεύωμαι, ἀριστεύοντες, ἐφ’ ὑμῖν ἤδη ἐστὶν ἁλῶναι τήνδε τὴν πόλιν. ἴστε δὲ καὶ τόδε. ὁπότε ἐπειρώμην ὑμᾶς, ἐφάσκετε ἁλώσιμον εἶναι τὴν πόλιν, εἰ μόνον τὰ τείχη ὑμῖν καταβάλλοιμι. περιάγων δὲ ὑμᾶς ἐπηρόμην, εἰ ἱκανῶς καταβέβληται ἤδη τοῦ τείχους· καὶ ἐς ὅσον ὑμῖν ἱκανῶς ἔχειν ἔδοξε, κατεβάλλετο. νῦν δὲ ἐπειδὴ ὥρα ἐστὶ τὴν προσβολὴν ποιεῖσθαι, τάδε προτίθεμαι. ὑμεῖς ἁπανταχῇ δόξαν παρὰ τοῖς προγόνοις καὶ ἐμοὶ εὐκλεῆ ἀνελόμενοι συγκατεργάζεσθε τὴν βασιλείαν ἐμοί. ἴστε δὴ οὖν. ὅσαι ὑπαρχίαι ἔν τε τῇ Ἀσίᾳ καὶ ἐν τῇ Εὐρώπῃ τυγχάνουσιν ὄντα, τούτων τὴν βελτίω δώσω τῷ πρώτῳ ἀναβάντι ἐπὶ τὸ διάφραγμα. τιμήσω δὲ τοῦτον, οἷα εἰκός, καὶ ἀμείψομαι, ἀρχὴν παρεχόμενος εὐδαίμονα, καὶ ἀποδείξω μακαριζόμενον ὑπὸ τῶν τοῦ ἡμετέρου γένους ἀνθρώπων. ὃν δ’ ἂν αἴσθωμαι ἐν σκηναῖς ἀναστρεφόμενον καὶ μὴ μαχόμενον ἐς τὸ τεῖχος, οὐδ’ ἂν εἰ πετόμενος κατὰ τὰ πτηνὰ ἀποδραίη, ἱκανῶς ἔσται αὐτῷ ἀποφυγεῖν, μὴ τὰ ἔσχατα παθόντι ἀποθανεῖν. ἴτε δὴ οὖν ἐπὶ τὸν ἀγῶνα τοῦτον, κάλλιστόν τε καὶ ὀλβιώτατον· ἀνδράποδά τε γὰρ ἔσται ὑμῖν πολλοῦ ἄξια καὶ γυναῖκες καὶ παῖδες, καὶ πλοῦτος ἐν τῇ πόλει πολύς.”»

Πρβλ. τον ποιητή Pusculus, βιβλίο iv, στίχοι 819-55, επιμ. Kllissen, σελ. 77-78 και τον Λεονάρδο τής Χίου στο Lonicer, Chron. turcica, II, 96-97.

[←53]

Λεονάρδος Χίου στο Lonicer, Chron. turcica, II, 97-98.

Ο Ψευδο-Σφραντζής μιλά για μακροσκελέστερη αλλά πολύ παρόμοια ομιλία, αλλά αναφέρεται στο γεγονός ότι «ο σουλτάνος μάς είχε υπό πολιορκία για πενηνταεπτά μέρες» [III, 6, CSHB, Βόννη, σελ. 271-79, επιμ. Grecu, σελ. 414, 416, 418, 420, 422]:

Μόλις εμείς ακούσαμε μέσα στην Πόλη την τόσο μεγάλη κραυγή, που ήταν σαν μεγάλος θόρυβος τής θάλασσας, αναρωτιόμασταν τι ήταν αυτό. Μάθαμε ύστερα από λίγο με βεβαιότητα και αλήθεια, ὅτι ο σουλτάνος είχε ετοιμαστεί να επιτεθεί στην Πόλη την επόμενη μέρα, από στεριά και θάλασσα, όσο πιο σφοδρά μπορούσε. Κι εμείς, βλέποντας το τόσο μεγάλο πλήθος των ασεβών, που λέω, όπως μού φαίνεται ότι σε κάθε έναν από εμάς αντιστοιχούσαν πεντακόσιοι και περισσότεροι από εκείνους, είχαμε εναποθέσει όλες τις ελπίδες μας στη Θεία Πρόνοια. Και όταν πρόσταξε ο αυτοκράτορας, μαζί με τις άγιες και ιερές εικόνες και τα θεία ανάγλυφα, ιερείς, αρχιερείς και μοναχοί, γυναίκες και παιδιά, περνώντας με δάκρυα από τα τείχη τής πόλης, φώναζαν με δάκρυα το «Κύριε ελέησον» και ικέτευαν τον Θεό να μη μάς παραδώσει, εξαιτίας των αμαρτιών μας, στα χέρια εχθρών παράνομων, αποστατών, των χειρότερων σε όλη τη γη, αλλά να δείξει έλεος σε εμάς για την κληρονομιά του. Και ενθάρρυναν με κλάματα ο ένας τον άλλο, να αντισταθούν γενναία στους αντιπάλους την ώρα τής συμπλοκής. Επίσης και ο αυτοκράτορας, αφού συγκέντρωσε το ίδιο οδυνηρό βράδυ τής Δευτέρας όλους τούς άρχοντες και αρχόμενους διοικητές και εκατόνταρχους και άλλους βαθμοφόρους στρατιωτικούς, είπε τα εξής: «Ευγενέστατοι άρχοντες και λαμπροί δήμαρχοι και στρατηγοί και γενναιότατοι συστρατιώτες, καθώς και όλος ο πιστός και τίμιος λαός, γνωρίζετε καλά ότι έφτασε η ώρα και ότι ο εχθρός τής πίστης μας θέλει να μάς περιορίσει πιο έντονα με κάθε τρόπο και τέχνασμα και να εξαπολύσει εναντίον μας σφοδρό πόλεμο, με μεγάλη συμπλοκή και σύρραξη από τη στεριά και τη θάλασσα, με όλη του τη δύναμη ώστε, αν μπορεί, να χύσει το δηλητήριό τού Σαν φίδι και να μάς καταπιεί σαν λιοντάρι ανήμερο. …… Και ο ίδιος ο αλιτήριος ο σουλτάνος, πενηνταεπτά ημέρες είναι σήμερα από τότε που ήρθε και μάς απέκλεισε και δεν σταμάτησε να μάς πολιορκεί με κάθε τέχνασμα και δύναμη, μέρα και νύχτα.

«Ἀκούσαντες δὲ ἡμεῖς ἐν τῇ πόλει τῆς τοσαύτης κραυγῆς ὡσεὶ ἦχον μέγαν θαλάσσης, ἐλογιζόμεθα τὶ ἄρα ἐστὶ· μετ’ ὀλίγον δὲ ἐμάθομεν βεβαίως καὶ ἐν ἀληθείᾳ ὅτι ἐπὶ τὴν αὔριον ὁ ἀμηρᾶς ἡτοίμασε χερσαῖον τε καὶ ὑδραῖον πόλεμον σφοδρῶς, ὅσον αὐτῷ ἦν δυνατὸν, δῶσαι τῇ πόλει. ἡμεῖς δὲ θεωροῦντες τοσοῦτον πλῆθος τῶν ἀσεβῶν, λέγω ὡς ἐμοὶ δοκεῖ, ὄντως καθ’ ἕκαστον ἡμῶν πεντακόσιοι καὶ πλεῖον ἦσαν ἐξ αὐτῶν· καὶ εἰς τὴν ἄνω πρόνοιαν πάσας ἡμῶν τὰς ἐλπίδας ἀνεθέμεθα. καὶ προσταξας ὁ βασιλεὺς ἵνα μετὰ τῶν ἁγίων καὶ σεπτῶν εἰκόνων καὶ τῶν θείων ἐκτυπωμάτων ἱερεῖς ἀρχιερεῖς καὶ μοναχοί, γυναῖκες τε καὶ παιδία, μετὰ δακρύων διὰ τῶν τειχῶν τῆς πόλεως περιερχόμενοι τὸ κύριε ἐλέησον μετὰ δακρύων ἔκραζον, καὶ τὸν θεὸν ἱκέτευον ἵνα μὴ διὰ τὰς ἁμαρτίας ἡμῶν παραδώσῃ ἡμᾶς εἰς χείρας ἐχθρῶν ἀνόμων καὶ ἀποστατῶν καὶ πονηροτάτων παρὰ πᾶσαν τὴν γῆν, ἀλλ’ ἵλεως γενήσηται ἡμῖν τῇ κληρονομίᾳ αὐτοῦ. καὶ μετὰ κλαυθμοῦ ἀλλήλους ἀνεθαρρύνοντο ἵνα ἀνδρείως ἀντισταθῶσι τοῖς ἐναντίοις έπί τῇ ὥρᾳ τῆς συμπλοκῆς. ὁμοίως δὲ καὶ ὁ βασιλεὺς τῇ αὐτῇ ὀδυνηρᾷ ἑσπέρᾳ τῆς δευτέρας συνάξας πάντας τοὺς ἐν τέλει ἄρχοντας καὶ ἀρχομένους δημάρχους καὶ ἑκατοντάρχους καὶ ἑτέρους προκρίτους στρατιώτας ταῦτα ἔφη. “ὑμεῖς μὲν, εὐγενέστατοι ἄρχοντες καὶ ἐκλαμπρότατοι δήμαρχοι καὶ στρατηγοὶ καὶ γενναιότατοι συστρατιῶται καὶ πᾶς ὁ πιστὸς καὶ τίμιος λαός, καλῶς οἴδατε ὅτι ἔφθασεν ἡ ὥρα καὶ ὁ ἐχθρὸς τῆς πίστεως ἡμῶν βούλεται ἵνα μετὰ πάσης τέχνης καὶ μηχανῆς ἰσχυροτέρως στενοχωρήσει ἡμᾶς, καὶ πόλεμον σφοδρὸν μετὰ συμπλοκῆς μεγάλης καὶ συρρήξεως ἐκ τῆς χέρσου καὶ θαλάσσης δώσῃ ἡμῖν μετὰ πάσης δυνάμεως ἵνα, εἰ δυνατὸν, ὡς ὄφις τὸν ἰὸν ἐκχύσῃ καὶ ὡς λέων ἀνήμερος καταπίῃ ἡμᾶς. …… αὐτὸς δὲ ὁ ἀλιτήριος ὁ ἀμηρᾶς πεντήκοντα καὶ ἑπτὰ ἡμέρας ἄγει σήμερον αφ’ οὗ ἡμᾶς ἐλθὼν ἀπέκλεισεν καὶ μετὰ πάσης μηχανῆς καὶ ἰσχύος καθ’ ἡμέραν τε καὶ νύκτα οὐκ ἐπαύσατο πολιορκῶν ἡμᾶς…»

(Μολονότι ο Grecu έχει αριθμίσει τα βιβλία στη δική του έκδοση τού Ψευδο-Σφραντζή όπως στην έκδοση CSHB, Βόννη, όμως έχει αριθμίσει τα κεφάλαια διαφορετικά, για το οποίο βλέπε πιο πάνω, σημείωση 14.)

[←54]

Κριτόβουλος, I, 46, επιμ. Müller, FHG, V-l, σελ. 89, επιμ. Grecu, σελ. 121:

Αυτά συνέβησαν την προηγούμενη μέρα. Την επομένη το πρωί πυκνή ομίχλη κάλυψε ολόκληρη την Πόλη, από νωρίς το πρωί μέχρι το βράδυ. Αυτό έδειχνε προφανώς την αποχώρηση τής Θείας Παρουσίας και την αναχώρησή της από την Πόλη ή την ολοκληρωτική της εγκατάλειψη και αποστροφή. Γιατί η Θεότητα κρύβεται στο σύννεφο, εμφανίζεται και εξαφανίζεται πάλι. Αυτά λοιπόν έτσι συνέβησαν και να μην τα αρνηθεί κανείς, γιατί υπήρχαν πολλοί μάρτυρες αυτών των πραγμάτων και θεατές, άλλοι ξένοι και άλλοι κάτοικοι τής πόλης.

«Καὶ τῇ μὲν προτέρᾳ ταῦτα ἐγένετο, τῇ δ’ ὑστεραίᾳ ἕωθεν νέφος βαθὺ τὴν πόλιν πᾶσαν περιεκάλυψεν ἀπὸ πρωίας βαθείας ἕως ἑσπέρας. Τοῦτο πάντως ἐδήλου τὴν ἀποδημίαν τοῦ θείου καὶ ἀναχώρησιν ἐκ τῆς πόλεως ἤ τὴν τελείαν ταύτης ἐγκατάλειψιν καὶ ἀποστροφὴν· νέφει γὰρ τὸ θεῖον κρυπτόμενον καὶ παραγίνεται καὶ πάλιν ἀπέρχεται. καὶ ταῦτα μὲν οὕτω. καὶ ἀπιστείτω μηδεὶς· πλεῖστοι γὰρ οἱ τούτων μάρτυρές τε καὶ θεαταὶ τῶν τε ξένων καὶ ἀστῶν.»

Πρβλ. Pusculus, βιβλίο iv, στίχος 1024, επιμ. Ellissen, σελ. 81: «… Ο θεός ο ίδιος αρνήθηκε βοήθεια» (…Auxilium deus ipse negavit).

Στο τέλος τού έπους τού ο Pusculus πρόσθεσε αυτούς τούς στίχους που αφορούν τον ίδιο (η μετρική ανάλυση χρειαζόταν λίγο περισσότερη προσοχή):

«Εγώ ο Ουμπερτίνο γεννήθηκα πολίτης τη Μπρέσσια, μέλος τής έντιμης οικογένειας των Πούσκουλο. Συμμετείχα στα γεγονότα που περιγράφω. Βρισκόμουν στη γλυκιά πόλη τού Κωνσταντίνου όταν έπεσε στον πόλεμο. Μετατράπηκα σε λεία των βαρβάρων [Τούρκων]».

(Brixia me genuit civem: Ubertinum Puscula honesta Gens tulit-haec ausus talia qui cecini, Me Constantini studiis urbs dulcis habebat. | Cum cecidit bello: barbara praeda fui)

[←55]

Πρβλ. Ψευδο-Σφραντζή, III, 7, CSHB, Βόννη, σελ. 279, επιμ. Grecu, σελ. 422:

Ο αυτοκράτορας, αφού πήγε στην ιερότατη εκκλησία τής Σοφίας τού Θεού και προσευχήθηκε με κλάματα, μετέλαβε των αχράντων και θείων μυστηρίων. Το ίδιο έκαναν και πολλοί άλλοι εκείνη τη νύχτα.

«…ὁ δὲ βασιλεὺς ἐν τῷ πανσέπτῳ ναῷ τῆς τοῦ θεοῦ λόγου σοφίας ἐλθὼν καὶ προσευξαμενος μετὰ κλαυθμοῦ τὰ ἄχραντα καὶ θεῖα μυστήρια μετέλαβεν. ὁμοίως καὶ ἕτεροι πολλοὶ τῇ αὐτῇ νυκτὶ ἐποίησαν…»

Πρβλ. και Ανώνυμο Μοσχοβίτη στο Dethier, MHH, XXII-1, σελ. 1113.

[←56]

Andrea Cambini, Commentario … della origine de’ Turchi, et imperio della casa Οttomanna, εκδ. 1538, βιβλίο II, φύλλο 20, γραμμές 16-20. Πρβλ. Λεονάρδο Χίου στο Lonicer, Chron. turcica, II, 98: «…οι διπλές πόρτες τής πόλης δεν πήγαιναν πια προς τα πίσω [δεν άνοιγαν], ήσαν κλειστές…» (… valvis urbis, ne quisquam retrocederet, clausis….)

[←57]

Ψευδο-Σφραντζής, III, 7, CSHB, Βόννη, σελ. 279-81, επιμ. Grecu, σελ. 422, 424, για να μάθει την πηγή τού οποίου κάποιος θα έδινε πολλά:

Και ανεβαίνοντας σε άλογα βγήκαμε από τα ανάκτορα περνώντας από τα τείχη, για να παρακινήσουμε τούς φύλακες να φρουρούν άγρυπνα. Ήσαν όλοι πάνω στα τείχη και τούς πύργους τη νύχτα εκείνη. Όλες οι πύλες ήσαν κλεισμένες με απόλυτη ασφάλεια και δεν μπορούσε κανείς ούτε να βγει ούτε να μπει. Μόλις φτάσαμε στην Καλιγαρία, την ώρα τού πρώτου λαλήματος τού πετεινού, κατεβαίνοντας από τα άλογα ανεβήκαμε στον πύργο και ακούσαμε να μιλούν πολύ και να κάνουν από έξω μεγάλο σχετικό θόρυβο. Οι φρουροί μάς είπαν ότι αυτό γινόταν όλη τη νύχτα. Γιατί τραβούσαν όλες τις μηχανές που είχαν ετοιμαστεί για μάχη στα τείχη και τις έφερναν κοντά στο όρυγμα. Τότε άρχισαν να κινούνται στο νερό τα πιο μεγάλα πλοία των αντιπάλων, και οι γαλέρες και οι γέφυρες στο λιμάνι να πλησιάζουν στα τείχη και τις ακτές. Με το δεύτερο λάλημα τού πετεινού, χωρίς κανένα σινιάλο, όπως έκαναν άλλες ημέρες, ξεκίνησαν τη μάχη με μεγάλη βιασύνη και βία.

«Καί ἀναβὰς ἐφ’ ἵππου ἐξήλθομεν τῶν ἀνακτόρων περιερχόμενοι τὰ τείχη, ἵνα τοὺς φύλακας διεγείρωμεν πρὸς τὸ φυλάττειν ἀγρύπνως. ἦσαν δὲ πάντες ἐπὶ τοῖς τείχεσι καὶ πύργοις τῇ νυκτὶ ἐκείνῃ· καὶ αἱ πύλαι πᾶσαι ἦσαν κεκλεισμέναι ἀσφαλέστατα, δι’ ὧν οὐ δυνατὸν ἦν ἐξελθεῖν τινὰ ἤ εἰσελθεῖν. ὡς δὲ ἤλθομεν ἐν τοῖς Καλιγαρίοις ὥρᾳ πρώτῃ τῆς ἀλεκτροφωνίας, κατιόντες τῶν ἵππων ἀνήλθομεν εἰς τὸν πύργον, καὶ ἠκούσαμεν συχνῶς ὁμιλεῖν καὶ θόρυβον μέγαν ποιεῖν ἔξωθεν ἐπιτήδειον, καὶ εἶπον ἡμῖν οἱ φύλακες δὴ δι’ ὅλης τῆς νυκτὸς οὕτως ποιοῦσιν· ἦσαν γὰρ σύρνοντες τὰ ὅσα τῶν ὀργάνων πρὸς τειχομαχίαν ἡτοίμασται, φέροντες αὐτὰ ἐγγὺς τοῦ ὀρύγματος. ἐπὶ τούτοις σαλεύονται καὶ τῶν ἠόνων τὰ μέγιστα τῶν ἀντιπάλων σκάφη, καὶ αἱ τριήρεις καὶ αἱ γέφυραι ἐν τῷ λιμένι τοῖς τείχεσι καὶ ταῖς ἀκταῖς προσπελάζουσι. περὶ δὲ δευτέραν ἀλεκτροφωνίαν ἄνευ σημείου τινός, καθὼς καὶ ἄλλαις ἡμέραις προεποίουν, τὸν πόλεμον ἀνῆψαν μετὰ μεγάλης σπουδῆς καὶ βίας.»

Πρβλ. Λεονάρδο Χίου στο Lonicer, Chron. turcica, II, 98. Οι Ψευδο-Σφραντζής [ό. π.] και Barbaro, Giornale, επιμ. Cornet, σελ. 49 και εξής, επιμ. Dethier, σελ. 799 και εξής, αναφέρουν ότι, ύστερα από τις ετοιμασίες στις 27-28 Μαΐου, ο Μωάμεθ Β΄ εξαπέλυσε την τελική επίθεση επί τής πόλης τις πρώτες πρωινές ώρες τής 29ης Μαΐου.

Σύμφωνα με τον Κριτόβουλο, το σύνθημα για την επίθεση αυτή δόθηκε με σαλπίσματα το απόγευμα τής (Δευτέρας) 28 Μαΐου, όταν οι Τούρκοι είχαν τον ήλιο στην πλάτη τους και οι πολιορκούμενοι τον είχαν να αστράφτει μέσα στα μάτια τους [I, 54, επιμ. Müller, FHG, V-l, σελ. 92b, επιμ. Grecu, σελ. 133]:

Ο σουλτάνος, όταν η ώρα ήταν ήδη προχωρημένη, η μέρα έπεφτε, πλησίαζε το βράδυ και ο ήλιος βρισκόταν στην πλάτη των δικών του αλλά άστραφτε στα πρόσωπα των εχθρών τους, όπως ακριβώς ήθελε, έδωσε τότε την εντολή να ηχήσουν πρώτα οι σάλπιγγες το σήμα τής μάχης, και να ακολουθήσουν τα άλλα όργανα, οι αυλοί, τα φλάουτα και τα κύμβαλα, όσο πιο δυνατά μπορούσαν. Και έτσι ήχησαν όλες οι σάλπιγγες των άλλων τμημάτων και τα άλλα όργανα με τη σειρά τους, βγάζοντας όλα μαζί υπέροχο και φοβερό ήχο. Όλα ταρακουνιούνταν και έτρεμαν από την αντήχησή τους.

«Βασιλεὺς δέ, ἐπεὶ ὥρα τε ἦν ἤδη κλινούσης ἡμέρας, ἐγγὺς που περὶ δείλην, καὶ ὁ ἥλιος κατὰ νῶτόν τε αὐτῶν ἐγένετο καὶ τοῖς ἐναντίοις κατὰ πρόσωπον, ὅπερ ἐβούλετο, ἐνταῦθα δὴ κελεύει πρῶτον ᾆσαι τὰς τε σάλπιγγας τὸ πολεμικὸν καὶ τὰ ἄλλα ὄργανα τοὺς τε αὐλοὐς καὶ τὰς σύριγγας καὶ τὰ κύμβαλα πάνυ ἰσχυρῶς ὡς οἷόν τε. καὶ οὕτως αἵ τε σάλπιγγες πᾶσαι τῶν ἄλλων τάξεων καὶ τὰ ὄργανα ἐκ διαδοχῆς ἤχησαν μέγα καὶ φοβερὸν ὁμοῦ πάντα, καὶ τὸ πᾶν ἐσείσθη καὶ διεδονήθη τῇ περιηχήσει τούτων.»

Ο Δούκας, κεφ. 39, CSHB, Βόννη, σελ. 282-83 γράφει ότι ο Μωάμεθ άρχισε την επίθεση την Κυριακή το βράδυ στις 27 Μαΐου, χωρίς να επιτρέπει στους πολιορκούμενους ανάπαυση κατά τη διάρκεια τής νύχτας, ενώ συνέχισε την επίθεσή του, αλλά μάλλον λιγότερο έντονα, μέχρι το επόμενο απόγευμα (στις 28 τού μηνός), όταν ανέπτυξε τα στρατεύματά του για το φονικό, δίνοντας το σύνθημα κατά τη δεύτερη ώρα, πράγμα το οποίο φαίνεται να βρίσκεται λίγο-πολύ σε συμφωνία με τον Κριτόβουλο:

Την Κυριακή ο τύραννος άρχισε να εμπλέκεται σε πόλεμο πλήρους κλίμακας. Ακριβώς το βράδυ και όλη τη νύχτα δεν έδωσε ανάπαυση στους Ρωμιούς. Εκείνη την Κυριακή ήταν η γιορτή των Αγίων Πάντων, 27 Μαΐου.

«ὁ δὲ τύραννος ἤρξατο ἡμέρᾳ κυριακῇ συνάπτειν πόλεμον καθολικὸν, καὶ δὴ ἑσπέρας γενομένης οὐκ ἔδωκεν ἀνάπαυσιν τοῖς Ῥωμαίοις τῇ νυκτὶ ἐκείνῃ· ἦν γὰρ ἡ κυριακὴ ἐκείνη τῶν ἁγίων πάντων, ἄγων ὁ Μάϊος ἡμέρας κζ’.

Από το ξημέρωμα ασχολήθηκε με ελαφρές αψιμαχίες μέχρι την ένατη ώρα [3 μ.μ.]. Μετά την ένατη ώρα χώρισε τον στρατό από το παλάτι μέχρι τη Χρυσή Πύλη και τα ογδόντα πλοία από την Ξυλόπορτα μέχρι την Πύλη Πλατείας. Τα υπόλοιπα πλοία που στάθμευαν στο Διπλοκιόνιο, ξεκίνησαν κυκλικό ελιγμό, ξεκινώντας από την Ωραία Πύλη και συνεχίζοντας πέρα από την ακρόπολη τού Μεγάλου Δημητρίου και τη μικρή θύρα που βρίσκεται στη Μονή Οδηγήτριας. Περνώντας από το Μεγάλο Παλάτι και διασχίζοντας το λιμάνι, ολοκλήρωσαν την περικύκλωση μέχρι την πύλη Βλάγκας. Εκτός από όλα τα είδη εξοπλισμού, κάθε πλοίο είχε σκάλα μήκους ίσου με το ύψος των τειχών.

ἐπιφωσκούσης δὲ τῆς ἡμέρας συνῆψε πολεμον ὅν τόσον ἄχρις ὥρας ἐννάτης. μετὰ δὲ τὴν ἐννάτην διεῖλε τὸν στρατὸν ἀπὸ τοῦ παλατίου μέχρι τῆς χρυσῆς, καὶ τὰ ὀγδοήκοντα πλοῖα ἀπὸ τῆς Ξυλοπόρτης ἄχρι τῆς πλατέας˙ τὰ δὲ ἕτερα ἱστάμενα ἐν τῷ διπλοκιονίῳ περιεκύκλωσαν ἀπὸ τῆς ὡραίας πύλης διαβάντα τὸν Μεγαδημήτριον τὴν ἀκρόπολιν, καὶ τὴν πόρταν τὴν μικρὰν τὴν ἐν τῇ μονῇ τῆς Ὁδηγητρίας, καταβάντες τὸ μεγαπαλάτιον καὶ διαβάντες τὸν λιμένα περιεκύκλωσαν ἄχρι τοῦ Βλάγκα, ἕκαστον αὐτῶν ἔχον ἀνὰ κλίμακα ἰσόσταθμον τοῖς τείχεσι καὶ παντοίαν ἄλλην παρασκευὴν.

Μόλις έδυσε ο ήλιος, η σάλπιγα ήχησε επίθεση. Η παράταξη ήταν όντως τρομερή. Ο ίδιος ο τύραννος ήταν έφιππος το απόγευμα τής Δευτέρας.

δύναντος οὖν τοῦ ἡλίου τὸ ἐνυάλιον ἤχησε, καὶ αὐτὸς ὁ τύραννος ἔφιππος τῇ δευτέρᾳ ἑσπέρας, καὶ ἦν ἡ παράταξις μεγάλη σφόδρα.»

Εδώ όμως φαίνεται καλύτερο να ακολουθήσουμε τον Barbaro, ο οποίος βρισκόταν στην πόλη σε ολόκληρη τη διάρκεια τής πολιορκίας και να τοποθετήσουμε την τελευταία επίθεση στις πρώτες πρωινές ώρες τής 29ης τού μηνός. Ο Ψευδο-Σφραντζής, III, 8, εκδ. CSHB, Βόννη, σελ. 288, γραμμές 17-19, επιμ. Grecu, σελ. 430, γραμμές 22-24 λέει το ίδιο πράγμα, «…καί οὕτως ἐγκρατεῖς οἱ πολέμιοι πάσης τῆς πόλεως γεγονότες ἡμέρᾳ τρίτῃ, ὥρᾳ ἦν τῆς ἡμέρας Β΄ καὶ ἥμισυ, τοῦ ,ςϡξα’ ἔτους, τῇ κθ’ μηνὸς Μαΐου…», μολονότι θεωρεί επίσης ότι η επίθεση άρχισε σε γενικές γραμμές την Κυριακή 27 Μαΐου, παρατηρώντας ότι ο εχθρός πήρε τελικά την Κωνσταντινούπολη «την τρίτη μέρα».

Για τα γεγονότα που οδήγησαν στην πτώση τής πόλης (και την περιλαμβάνουν), από τις 27 Μαΐου το απομεσήμερο μέχρι τις 29 τού μηνός, βλέπε Barbaro, επιμ. Cornel, σελ. 49-57, επιμ. Dethier, σελ. 799-821 και πρβλ. Κριτόβουλο, I, 54-68, επιμ. Müller, FHG, V-l, σελ. 92b-98b, επιμ. Grecu, σελ. 133 και εξής, Ψευδο-Σφραντζή, ΙΙΙ, 7-8, CSHB, Βόννη, σελ. 280-90, επιμ. Grecu, σελ. 422-32, Δούκα, κεφ. 39, CSHB, Βόννη, σελ. 282-96 και Χαλκοκονδύλη, βιβλίο VIII, CSHB, Βόννη, σελ. 393-99, επιμ. Darkò, II, 158-63.

O Σφραντζής, Χρονικόν, PG 156, 1061AB, επιμ. Grecu, σελ. 96, 98 λέει περιέργως λίγα για την πολιορκία τής οποίας ήταν αυτόπτης μάρτυρας. Στο σημείο αυτό θα μπορούσε κάποιος να υποθέσει ότι ο Μακάριος Μελισσηνός-Μελισσουργός, ο συγγραφέας ή συντάκτης τού κειμένου τού Ψευδο-Σφραντζή, είχε πρόσβαση σε πιο εκτεταμένα απομνημονεύματα τού Σφραντζή, τού φίλου και τελευταίου συντρόφου τού αυτοκράτορα.

Για το τελευταίο αυτό θέμα βλέπε Margaret Caroll, «Notes on the Authorship of the ‘Siege’ Section of the Chronicon maius of the Pseudo-Phrantzes, book III», Byzantium, XLI (1971), 28-44 και XLII (1972), 5-22, η οποία πιστεύει ότι ο Μακάριος Μελισσηνός (ή μάλλον Mελισσουργός) είχε μάλιστα στη διάθεσή του πιο λεπτομερή εκδοχή των απομνημονευμάτων τού Σφραντζή όταν έγραφε το Chronicon maius (Μεγάλο Χρονικό). Θεωρεί πρωτεύουσα την παράξενη παράλειψη τόσο από το Chronicon minus όσο και από το Chronicon maius κάθε αναφοράς στις πολυάριθμες πρεσβείες που αντηλλάγησαν μεταξύ Κωνσταντίνου ΙΑ’ και Μωάμεθ Β΄ από την άνοδο τού τελευταίου στον θρόνο το 1451 μέχρι τον Μαρτίο τού 1453, μολονότι βρίσκουμε μία ή περισσότερες από αυτές τις πρεσβείες να τις αναφέρουν οι Λεονάρδος Χίου, Κριτόβουλος, Δούκας και Χαλκοκονδύλης, τούς οποίους ο Μακάριος χρησιμοποίησε στη δική του περιγραφή τής πολιορκίας. Η κ. Carroll στέκεται επίσης στην εχθρότητα που δείχνει ο Σφραντζής στο Χρονικόν (Chronicon minus) για τον Λουκά Νοταρά, η οποία εχθρότητα παίρνει ακόμη πιο εκτεταμένη έκφραση στο Chronicon maius (Μεγάλο Χρονικό), παρόλο που ο Μακάριος δεν θα μπορούσε να διατηρεί οποιαδήποτε προσωπική εχθρότητα για το Νοταρά, 125 χρόνια ύστερα από τα γεγονότα που περιγράφει. Η περιγραφή τού Μακάριου περιέχει πολλές πειστικές εμπεριστατωμένες λεπτομέρειες, τις οποίες είναι δύσκολο να πιστέψουμε ότι ανακάλυψε ο ίδιος, εκτός αν ήταν μυθιστοριογράφος τεράστιου ταλέντου. Για τον Μακάριο βλέπε στον πρώτο τόμο αυτής τής εργασίας, Κεφάλαιο 13, σημείωση 206.

[←58]

Σύμφωνα με τον Barbaro, Giornale, επιμ. Cornet, σελ. 51-52, επιμ. Dethier, σελ. 805:

«Αυτός ο άρχοντας Τούρκος [Μωάμεθ Β΄] χώρισε τούς άνδρες του σε τρεις ομάδες, καθεμιά από τις οποίες είχε 50.000 άνδρες. Σε μία ομάδα ήσαν οι χριστιανοί [οι βασιβουζούκοι!], που κρατούνταν στο στρατόπεδό του παρά τη θέλησή τους, στη δεύτερη ομάδα ήσαν άνδρες χαμηλής κατάστασης … [η μεραρχία τής Ανατολίας], και η τρίτη ομάδα αποτελείτο από γενίτσαρους …, άνδρες καλά οπλισμένους και ανδρείους στη μάχη, ενώ πίσω από αυτούς τούς γενίτσαρους ήσαν όλοι οι αξιωματικοί και πίσω από αυτούς ο ίδιος ο άρχοντας Τούρκος».

(Questo Signor Τurcο si fece far tre schiere de le sue zente, a cinquanta millia persone per schiera; una schiera si iera de Cristiani, i qual steva per forza in nel campo; la seconda schiera si iera de zente menuda …; la terza schiera si iera tuti ianizari … homeni zernidi e valenti a la bataia, e driedo questi ianisari si iera tuti i subasi, e driedo questi si iera el Signor Τurco)

[←59]

O Pears, Destruction of the Greek Empire (1903), σελ. 338 γράφει ότι κατά την επίθεση τής μεραρχίας τής Ανατολίας 300 Τούρκοι σκαρφάλωσαν στο στηθαίο και πέρασαν στην περίβολο (κοντά στην πύλη Αγίου Ρωμανού). Μπερδεύει αυτή την επίθεση με εκείνη των γενιτσάρων και των βαριών εφεδρειών, η οποία ακολούθησε. O Barbaro, Giornale, επιμ. Cornet, σελ. 52, επιμ. Dethier, σελ. 807, γράφει ειδικότερα ότι τα στρατεύματα τής Ανατολίας, τα οποία προσδιορίζει απλώς ως «η δεύτερη ομάδα» (la segonda schiera), «δεν κατόρθωσαν να διεισδύσουν στα τείχη» (e non poder [intrà]).

[←60]

Barbaro, Giornale, επιμ. Cornet, σελ. 50, επιμ. Dethier, σελ. 801.

[←61]

Σύμφωνα με τον Δούκα, κεφ. 39, CSHB, Βόννη, σελ. 282, 285-86, ακριβώς πριν εισέλθουν οι Τούρκοι μαζικά στην πόλη, κατόρθωσαν να περάσουν από αφύλακτη πλαϊνή είσοδο, γνωστή ως Κερκόπορτα, η οποία βρισκόταν κάτω από το ένα άκρο τού παλατιού τού Πορφυρογέννητου (Tekfur Saray):

Οι Ρωμιοί έβλεπαν ότι οι κινήσεις τους ήσαν πια εμφανείς και ότι δεν μπορούσαν να βγαίνουν από την πύλη και να πολεμούν στο έξω κάστρο τούς Τούρκους, όντας ακάλυπτοι μετά την πτώση των τειχών. Υπήρχαν όμως μερικοί γέροι, που γνώριζαν ένα υπόγειο παραπόρτι, φραγμένο με ασφάλεια πριν από πολλά χρόνια, ευρισκόμενο στο κάτω μέρος τού παλατιού. Tο φανέρωσαν στον αυτοκράτορα και με δική του εντολή ανοίχτηκε. Έβγαιναν λοιπόν από αυτό, ανέβαιναν στα τείχη που δεν είχαν ακόμη γκρεμιστεί και αντιστέκονταν πολεμώντας τούς Τούρκους στο περίβλημα. Η κρυφή εκείνη πύλη ονομαζόταν Κερκόπορτα.

«…οἱ δὲ Ῥωμαῖοι ἰδόντες τὴν εἰσοδοέξοδον αὐτῶν φανερὰν γενομένην, καὶ μὴ δυναμένους ἐξιέναι ἔξω τῆς πύλης καὶ άνθίστασθαι τοῖς Τούρκοις ἐν τῷ ἔξω κάστρῳ ἀπερικαλύπτους ὄντας τῶν τειχέων καταπεσόντων, ἦσάν τινες τῶν γερόντων ἐπιστάμενοι παραπόρτιον ἕν πρὸ πολλῶν χρόνων ἀσφαλῶς πεφραγμένον, ὑπόγαιον, πρὸς τὸ κάτωθεν μέρος τοῦ παλατίου· καὶ δηλώσαντες τῷ βασιλεῖ, διὰ προστάξεως αὐτοῦ ἠνοίχθη· καὶ ἐξήρχοντο ἐξ αὐτοῦ περισκεπόμενοι τοῖς τείχεσι τοῖς ὑγιαίνουσι, καὶ ἀντεμάχοντο τοῖς Τούρκοις ἐν τῷ περιβολαίῳ. τὸ δὲ ὄνομα τῆς κρυφῆς ἔχειν ἥς πύλης ἐκαλεῖτό ποτε Κερκόπορτα. …

Γιατί τούς εμπόδιζαν πετώντας τους πέτρες από ψηλά. Επομένως η επίθεση τους αποκρούστηκε. Όλοι λοιπόν οι Ρωμαίοι μαζί με τον αυτοκράτορα είχαν αντιπαραταχθεί στους εχθρούς και όλη η δύναμη και ο σκοπός ήταν, να μη αφήσουν να γίνει η είσοδος των Τοὐρκων από το μέρος των γκρεμισμένων τειχών. Όμως ο Θεός τούς έβαλε ανέλπιστα, όπως θέλησε, από άλλη οδό. Γιατί βλέποντας ανοιγμένη την πύλη, στην οποία αναφερθήκαμε, και πηδώντας μέσα, πενήντα περίπου από τούς διάσημους σκλάβους τού τύραννου ανέβηκαν στα τείχη και σκότωναν με ζήλο όποιον συναντούσαν, ενώ χτυπούσαν τούς φρουρούς που έβαλλαν από ψηλά. Ήταν τρομακτικό θέαμα. Κόπηκαν σε κομμάτια μερικοί από τούς Ρωμιούς και τούς Λατίνους που εμπόδιζαν τούς Τούρκους να στήσουν τις σκάλες στα τείχη, ενώ άλλοι έκλειναν τα μάτια τους, πηδούσαν από το τείχος και τελείωναν τη ζωή τους φρικτά, σπάζοντας το κορμί τους. Οι Τούρκοι έστηναν ανεμπόδιστα τις σκάλες και ανέβαιναν σαν αετοί πετούμενοι.

ὡς οὖν ἐμποδιζόμενοι εἰστήκεσαν, οἱ δὲ Ῥωμαῖοι πάντες σὺν τῷ βασιλεῖ ἀντιπαρατάσσοντες ἦσαν τοῖς ἐχθροῖς, καὶ ἅπασα ἡ δύναμις καὶ ὁ σκοπὸς ἦν τοῦ μὴ ἀφεῖναι τοῖς Τούρκοις τὴν εἴσοδον γενέσθαι ἐκ τῶν καταπεσόντων τειχέων, ἔλαθεν δι’ ἄλλης ὁδοῦ τούτους εἰσάξας ὁ θελήσας θεὸς· ἰδῶντες γὰρ τὴν πύλην ἥν προλαβόντες εἰρήκαμεν ἀνεωγμένην, καὶ εἰσπηδήσαντες ἐντὸς ἐκ τῶν ὀνομαστῶν ἀνδρῶν ἐκείνων τῶν δούλων τυράννου ὡς πεντήκοντα, καὶ ἀναβάντες ἐπάνω τῶν τειχέων πῦρ πνέοντες, καὶ τοὺς συναντήσαντας κτείναντες, τοὺς ἀκροβολιστὰς ἔπαιον· καὶ ἦν ἰδεῖν θέαμα φρίκης μεστὸν· οἱ γὰρ Ῥωμαῖοι καὶ Λατίνοι οἱ κωλύοντες τοὺς τὰς κλίμακας προσηλοῦντας τοῖς τείχεσιν, οἱ μὲν παρὰ τῶν κατεκόπησαν, οἱ δὲ τοὺς ὀφθαλμοὺς καμμύσαντες ἀπὸ τοῦ τείχους ἔπιπτον, κατερραγότες τὰ σώματα καὶ δεινῶς τὸ τέλος τῆς ζωῆς ἀποβάλλοντες. τὰς δὲ κλίμακας ἀκωλύτως ἐπήγνυον, καὶ ἀνέβαινον ὡς ἀετοὶ πετώμενοι.

Οι Ρωμιοί και ο αυτοκράτορας δεν ήξεραν τι είχε συμβεί, επειδή η είσοδος των Τούρκων είχε γίνει σε απόσταση. Μάλιστα η πρωταρχική τους ανησυχία ήταν ο εχθρός μπροστά τους. Οι άγριοι Τούρκοι πολεμιστές ξεπερνούσαν αριθμητικά τούς Ρωμιούς σε αναλογία είκοσι προς έναν. Ο Ρωμιός, εξάλλου, δεν ήταν τόσο έμπειρος στον πόλεμο όσο ο τυχών Τούρκος. Επομένως η προσοχή και η ανησυχία τους επικεντρώνονταν σε εκείνους [στη χερσαία τουρκική επίθεση]. Τότε βλέπουν ξαφνικά να πέφτουν βέλη από πάνω, σφάζοντας πολλούς [Ρωμιούς].

οἱ δὲ Ῥωμαῖοι σὺν τῷ βασιλεῖ οὐκ ἐγίνωσκον τὸ γενόμενον· ἦν γὰρ ἀπομακρόθεν ἡ γενομένη τῶν Τούρκων εἴσοδος, καὶ ἄλλως ὅτι ὑπὲρ τῶν ἀντιμαχόντων ἅπας ὁ σκοπὸς ἦν. ἦσαν γὰρ ἀντιπολεμοῦντες ἄνδρες μάχιμοι Τοῦρκοι εἴκοσι πρὸς ἕνα Ῥωμαῖον, καὶ τοῦτον οὐ τόσον πολεμιστὴν ὡς τὸν τυχόντα Τοῦρκον. πρὸς ἐκείνους γοῦν ἦν καὶ ὁ σκοπὸς καὶ ἡ φροντίς.»

Για το θέμα αυτό πρβλ. σημείωση Müller, Κριτόβουλος, I, 60, FHG, V-l, σελ. 94-95, Pears, Destruction of the Greek Empire, σελ. 341-44 και ιδιαίτερα Janin, Constantinople byzantine, σελ. 282-83.

[←62]

Κριτόβουλος, I, 56-57, επιμ. Muller,. FHG, V-l, σελ. 93, επιμ. Grecu, σελ. 135, 137:

Γιατί ο σουλτάνος Μεχμέτ, βλέποντας ότι τα τμήματα που είχαν τοποθετηθεί μπροστά ήσαν πολύ καταπονημένα από τη μάχη και δεν σημείωναν καμία αξιόλογη πρόοδο, και ότι οι Ρωμαίοι και οι Ιταλοί δεν πολεμούσαν μόνο δυνατά, αλλά επικρατούσαν στη μάχη, έχοντας τότε θυμώσει πολύ και θεωρώντας ότι δεν έπρεπε να το ανεχτεί άλλο, έφερε αμέσως μπροστά τα τμήματα που είχε κρατήσει για αργότερα, άνδρες εξαιρετικά καλά οπλισμένους, τολμηρούς και γενναίους, που υπερείχαν πολύ από τούς υπόλοιπους σε εμπειρία και ανδρεία. Ήσαν η ελίτ τού στρατού: βαρύ πεζικό, τοξότες και ακοντιστές, και οι σωματοφύλακές του, και μαζί με αυτούς το τμήμα που ονομάζονται γενίτσαροι. Φωνάζοντάς τους δυνατά και προτρέποντάς τους να αποδειχθούν τώρα ήρωες, οδήγησε ο ίδιος την επίθεση στο τείχος, μέχρι να φτάσουν στην τάφρο.

«Μεχέμετις γὰρ ὁ βασιλεύς, ἐπειδὴ τὰς προβεβλημένας οἱ τάξεις ἑώρα σφόδρα τῷ πολέμῳ πεπονηκυίας, καὶ μηδὲν περαινούσας ὅ τι καὶ λόγου ἄξιον, καὶ τοὺς Ῥωμαίους καὶ Ἰταλοὺς εὐρώστως τε ἀγωνιζομένους καὶ τῷ πολέμῳ πλεονεκτοῦντας, ἐνταῦθα δὴ σφόδρα ἀγανακτήσας καὶ οὐκέτι ἀνασχετὰ ἡγησάμενος εἶναι, αὐτίκα πάσας ἐπάγει τὰς τάξεις, ἅς ἐς ὕστερον ἐταμιεύετο, ἄνδρας εὐοπλοτάτους τε καὶ εὐτολμοτάτους καὶ εὐθαρσεστάτους ἅμα καὶ τῶν ἄλλων ἐμπειρίᾳ καὶ τόλμῃ πολλῷ προέχοντας· οἱ δὲ ἦσαν τὸ καθαρώτατον τοῦ στρατοῦ, ὁπλῖται καὶ τοξόται καὶ ἀκοντισταὶ καὶ ἡ περὶ αὐτὸν τάξις τῶν τε ἄλλων καὶ τῶν καλουμένων δὴ γενητζάρων· οἷς μέγα βοήσας καὶ παρακελευσάμενος ἀνδράσιν ἀγαθοῖς νῦν ἤδη φανῆναι, ἡγεῖτο τὴν ἐπὶ τὸ τεῖχος πρῶτος αὐτὸς μέχρι τῆς τάφρου.»

Για τον Ζαγάν πασά πρβλ. Barbaro, Giornale, επιμ. Cornet, σελ. 56, επιμ. Dethier, σελ. 817-18. Για τούς Γενουάτες αδελφούς Πάολο, Τρόιλο και Αντόνιο Μποκκιάρντι πρβλ. Λεονάρδο Χίου στο Lonicer, Chron. turcica, II, 93. Σύμφωνα με τον Barbaro, ό. π., η τουρκική αρμάδα υπό τον Χαμζά μπέη σήκωσε άγκυρα από το Διπλοκιόνιον και απέπλευσε «μια ώρα πριν ξημερώσει» (τον Μάιο ξημέρωνε γύρω στις 5 το πρωί) προς την «αλυσίδα» στην είσοδο τού λιμανιού, την οποία βρήκαν να φρουρείται καλά από δέκα χριστιανικά πλοία που στάθμευαν εκεί. Οι Τρόιλο και Αντόνιο Μποκκιάρντι [Buciardi, Buzzardi] ήσαν ακόμη δραστήριοι τον Φεβρουάριο τού 1461 [R. Predelli (επιμ.), Regesti dei Commemoriali, V (Βενετία, 1901), βιβλίο xv, αριθ. 73, σελ. 142-43].

[←63]

Barbaro, Giornale, επιμ. Cornet, σελ. 54, επιμ. Dethier, σελ. 810: «… σαν σκυλιά …γεμάτοι λύσσα…» (… come cani … tuti in furia…).

[←64]

Ψευδο-Σφραντζής, III, 7, CSHB, Βόννη, σελ. 281, επιμ. Grecu, σελ. 424:

Μόλις τα αστέρια τού ουρανού άρχιζαν να μη φαίνονται, καθώς ξημέρωνε το φως τής ημέρας, και από την ανατολή εμφανιζόταν το ροδόχρωμο τής αυγής, όλο το πλήθος των εχθρών είχε γίνει ένα, από το ένα μέρος τής πόλης μέχρι το άλλο.

«ὡς δὲ οἱ ἀστέρες τοῦ οὐρανοῦ ἀρχὴν ἐποίουν μὴ φαίνεσθαι, τοῦ φωτὸς τῆς ἡμέρας αὐγάζοντος, καὶ ἐκ τῶν ἀνατολῶν τὸ ῥοδοειδὲς τῆς πρωΐας ἐνέφαινεν, πᾶν τὸ πλῆθος τῶν πολεμίων ὡς σχοίνισμα ἕν ἐγεγόνει ἐκ τοῦ ἑνὸς μέρους τῆς πόλεως ἕως τοῦ ἑτέρου.»

Πρβλ. Λεονάρδο Χίου στο Lonicer, Chron. turcica, II, 98 και Pusculus, βιβλίο iv, στίχος 889, επιμ. Ellissen, σελ. 78. Στην Κωνσταντινούπολη στις 29 Μαΐου ξημέρωνε στις 6:23 π.μ.

[←65]

Κριτόβουλος, I, 58, επιμ. Müller, FHG. V-l, σελ. 94b, επιμ. Grecu, σελ. 137, 139:

Επρόκειτο όμως τελικά να τεθούν και οι ταλαίπωροι Ρωμαίοι κάτω από τον ζυγό τής δουλείας και να υποστούν τη φρίκη του. Διότι παρόλο που αγωνίζονταν γενναία και πρόθυμα, χωρίς να υστερούν καθόλου σε τόλμη στη μάχη, ο Τζουστινιάνι δέχτηκε θανάσιμη πληγή στο στήθος από βέλος που εκτοξεύτηκε από βαλλίστρα. Πέρασε καθαρά μέσα από τον θώρακά του, έπεσε χτυπημένος εκεί που ήταν και μεταφέρθηκε στη σκηνή του σε απελπιστική κατάσταση. Σκορπίστηκαν όλοι όσοι ήσαν μαζί του, αναστατωμένοι από την απώλεια τους. Εγκατέλειψαν την περίφραξη και το τείχος όπου πολεμούσαν, και σκέφτονταν μόνο ένα πράγμα: πώς μπορούσαν να τον μεταφέρουν στα γαλιόνια και να φύγουν οι ίδιοι σώοι και ασφαλείς, παρότι και ο αυτοκράτορας Κωνσταντίνος τούς παρακαλούσε και τούς έδινε πολλές υποσχέσεις, αν περίμεναν λίγο, μέχρι να υποχωρήσει η μάχη. Δεν συμφώνησαν όμως, αλλά παίρνοντας τον αρχηγό τους, επιβιβάστηκαν οπλισμένοι στα γαλιόνια, βιαστικά και με μεγάλη ταχύτητα, χωρίς να λαμβάνουν υπόψη τους άλλους υπερασπιστές.

«Ἀλλ’ ἔδει ποτὲ καὶ τοὺς ταλαιπώρους Ῥωμαίους τῷ τῆς δουλείας ὑπαχθῆναι ζυγῷ καὶ τῶν ταύτης πειραθῆναι δυσκόλων· ἤδη γὰρ μαχομένων γενναίως καὶ προθυμίας καὶ τόλμης οὐδὲν ἐλλειπόντων ἐς τὸν ἀγῶνα, βάλλεται μὲν Ἰουστῖνος καιρίαν βέλει τῶν ἀπὸ μηχανῆς κατά τοῦ στέρνου διὰ τοῦ θώρακος διαμπὰξ, καὶ βληθεὶς πίπτει αὐτοῦ, καὶ ἀποκομίζεται ἐς τὴν ἰδίαν σκηνήν κακῶς ἔχων. Ἐκλύονται δὲ οἱ μετ’ αὐτοῦ πάντες ἀπειρηκότες τῷ πάθει, καὶ καταλείψαντες τὸ τε σταύρωμα καὶ τὸ τεῖχος ἵνα ἐμάχοντο, πρὸς ἕν μόνον ἑώρων, ἀποκομίσαι τε τοῦτον ἐν ταῖς ὁλκάσι καὶ αὐτοὶ ἀποκομισθῆναι σῶς, καίτοι τοῦ βασιλἐως Κωνσταντίνου πολλὰ παρακαλοῦντος αὐτοὺς καὶ ὑπεσχημένου μικρὸν παραμεῖναι, ἕως ἄν ὁ πόλεμος λωφήσῃ· οἱ δ’ οὐκ ἐδέξαντο, ἀλλ’ ἀναλαβόντες τὸν ἡγεμόνα σφῶν, ὡπλισμένοι ἐχώρουν ἐπὶ τὰς ὁλκάδας σπουδῇ καὶ δρόμῳ, μηδενὸς ἐπιστρεφόμενοι τῶν ἄλλων.»

Οι πηγές περιλαμβάνουν τις συνήθεις παραλλαγές τους. Ο Pusculus, βιβλίο iv, στίχος 975, επιμ. Ellissen, σελ. 80 γράφει ότι o Τζουστινιάνι «τραυματίστηκε ψηλά στο χέρι» (percussus glande lacertum). Ο Ψευδο-Σφραντζής, III, 7, CSHB, Βόννη, σελ. 283, γραμμές 17-19, επιμ. Grecu, σελ. 426, γραμμές 9-10 στο δεξί πόδι: «Καί ταῦτα τοῦ βασιλέως λέγοντος, Ἰωάννης ὁ Ἰουστινιανὸς ὁ καὶ στρατηγὸς έπλήγη τόξου βέλει ἐν τοῖς σκέλεσιν έπί τὸν δεξιὸν πόδα». Ο Δούκας, κεφ. 39, CSHB, Βόννη, σελ. 284, γραμμές 14-15 γράφει ότι τραυματίστηκε στο πίσω μέρος τού χεριού του: «ἐπλήγη γὰρ διὰ μολυβδοβόλου ἐν τῇ χειρὶ ὄπισθεν τοῦ βραχίονος». Ο Χαλκοκονδύλης λέει επίσης ότι τραυματίστηκε στο χέρι [βιβλίο viii, CSHB, Βόννη, σελ. 395, γραμμές 2-3, επιμ. Darkò, II, 159, γραμμές 11-12]: «καὶ ὁ Λόγγος αὐτὸς τιτρώσκεται τηλεβολίσκῳ ἐς τὴν χεῖρα». Ο Λεονάρδος τής Χίου στο Lonicer, Chron. turcica, II, 98 τοποθετεί το τραύμα «κάτω από τη μασχάλη» (sub asella).

Εν πάση περιπτώσει δεν φαίνεται πιθανό ότι όλοι οι τριακόσιοι Γενουάτες που βρίσκονταν στον πασσαλοφράχτη με τον Τζουστινιάνι αποχώρησαν μαζί του «με τις πανοπλίες και όλα». Πρβλ. Λεονάρδο Χίου, στο ίδιο, II, 93:

«Έτσι λοιπόν ο ίδιος ο διοικητής [Τζουστινιάνι] με τριακόσιους Γενουάτες συμμαχητές βρίσκονταν, με υπέροχα λαμπερά όπλα … σε εκείνο το τμήμα των τειχών τού Αγίου Ρωμανού που είχαν αποκατασταθεί, όπου δινόταν η πιο σκληρή μάχη και όπου στεκόταν ο αυτοκράτορας».

(Iuxta ergo se eodem capitaneo cum tercentis commilitonibus Genuensibus posito, splendidis refulgentibus armis … circa illam partem murorum Sancti Romani reparatorum, ubi magis urgebat pugna, Imperator stetit)

[←66]

Ψευδο-Σφραντζής, III, 7, CSHB, Βόννη, σελ. 283-84, επιμ. Grecu, σελ. 426:

Κι αυτὸς ο τόσο έμπειρος από μάχες, μόλις είδε να τρέχει αίμα από το σώμα του, παραμορφώθηκε εντελώς και από τον φόβο έχασε την ανδρεία που είχε επιδείξει πριν, ενώ στη συνέχεια ενήργησε ασύμφορα. Έφυγε από τη θέση όπου βρισκόταν. Περνούσε σιωπηλά αναζητώντας γιατρούς, χωρίς να θυμίζει τη γενναιότητα και την επιδέξιότητα την οποία είχε δείξει στην αρχή. Και δεν είπε τίποτε σε εκείνους που βρίσκονταν μαζί του, ούτε άφησε κάποιον άλλο στη θέση του, για να μη μετατραπεί και σε απώλεια η σύγχυση που είχε προκληθεί. …… Στα πολλά που τού είπε ο αυτοκράτορας δεν απάντησε τίποτε, αλλά περνώντας στον Γαλατά, πέθανε εκεί ντροπιαστικά από την πικρία και την περιφρόνηση.

«…αὐτὸς δὲ ὁ τοσοῦτον ἔμπειρος ὤν πολέμου, ὡς εἶδε τὸ αἷμα ῥέειν ἐκ τοῦ σώματος αὐτοῦ, ὅλος ἠλλοιώθη, καὶ ἥν προέδειξεν ἀνδρίαν ἐκ τοῦ φόβου ἔχασε, καὶ ἀνωφελῶς μετὰ ταῦτα ἔπραξε. ὅς ἀνεχώρησεν ὅθεν ἦν. μετά σιωπῆς διήρχετο ζητῶν ἰατρούς, μὴ μνημονεύων τῆς γενναιότητος καὶ ἐπιδεξιότητος ἥν ἀρχῆθεν ἔδειξε. καὶ οὐκ εἶπε τοῖς συνοῦσιν αὐτῷ οὐδὲν, οὔτε ἀντ’ αὐτοῦ εἴασέ τινα ἕτερον, ἵνα μὴ ἡ γεγονυῖα σύγχυσις γένηται καὶ ἀπώλεια. …… πολλὰ δὲ εἰπόντος τοῦ βασιλέως αὐτῷ οὐδὲν άπεκρίνατο, ἀλλ’ ἐν τῷ Γαλατᾷ περάσας αἰσχρῶς ἐκεῖ τελευτᾷ ἐκ τῆς πικρίας καὶ περιφρονήσεως…»

Για υλικό σχετικά με τούς Λατίνους, ο Ψευδο-Σφραντζής (ή μάλλον ο Μακάριος Μελισσηνός-Μελισσουργός) στηρίχτηκε πολύ στην επιστολή τού Λεονάρδου τής Χίου προς τον πάπα Νικόλαο Ε’. Ο Λεονάρδος ήταν Γενουάτης τής Χίου, όπως ο Τζουστινιάνι, αλλά μιλά με φανερή αποδοκιμασία για την αποχώρηση τού τελευταίου από τον πασσαλοφράχτη:

«Στο μεταξύ, αλίμονο, για κακή μοίρα τής πόλης, ο Τζιοβάννι Τζουστινιάνι χτυπήθηκε από βέλος κάτω από τη μασχάλη και σαν απειροπόλεμος νεαρός δείλιασε βλέποντας να χύνεται το αίμα του και φοβήθηκε ότι έχανε τη ζωή του. Kαι εγκατέλειψε τούς συμπολεμιστές, που δεν γνώριζαν τη σοβαρότητα τού τραύματός του, αναζητώντας κάποιον γιατρό, φεύγοντας από τη μάχη. Kι αν είχε αφήσει άλλον στη θέση του, η σωτηρία τής πατρίδας δεν θα είχε χαθεί. Ενώ συνέβαιναν αυτά, διεξαγόταν επίπονη μάχη. Ο αυτοκράτορας αναστέναξε βαθιά όταν είδε να απουσιάζει από τη θέση του ο διοικητής και ρώτησε που είχε πάει. Οι δικοί μας, βλέποντας ότι ήσαν χωρίς αρχηγό, άρχισαν να υποχωρούν από τις θέσεις τους. Oι Τούρκοι ανέκτησαν θάρρος, τούς δικούς μας κυρίευσε τρόμος κλπ.»

(Inter haec malo urbis fato, heu Iohannes Iustinianus sagitta sub asella configitur; qui mox inexpertus iuvenis sui sanguinis effusione pavidus perdendae vitae concutitur. Et ne pugnatores qui vulneratum ignorabant virtute frangantur, dam medicum quaesiturus ab acie discessit. Qui si alium suo loco surrogasset, salus patriae non periisset. Pugnam inter haec arduam committunt. Imperator ut vidit deesse capitaneum ingemiscens quo scilicet ierit percunctatur. Nostri ut se vident sine duce resilire e locis incipiunt. Teucri convalescunt, horror nostris incutitur etc.)

[στο Lonicer, Chron. turcica, II, 98-99, με ελαφρά διαφορετικό κείμενο στο Pertusi, Caduta di Costantinopoli, I (1976), 160 και συνολικά για το επεισόδιο βλέπε στο ίδιο, σελ. 362-63].

Σε γνωστή προσφώνηση ενώπιον τού Αλφόνσο Ε’ τής Αραγωνίας στη Νάπολη, κατά τα τέλη Ιανουαρίου 1454, ο Νικκολό Σαγκουντίνο γράφει ότι ο Τζουστινιάνι «τραυματίστηκε δύο φορές» (duobusque acceptu vulneribus) [Pertusi, II, 134].

Ψευδο-Σφραντζής, ό. π.:

Ο αυτοκράτορας λοιπόν, που κατά τύχη είχε βρεθεί πάλι εκεί, είδε τούς στρατιώτες σε σύγχυση και γεμάτους φόβο, σαν πρόβατα που τα καταδίωκαν. Μαθαίνοντας την αιτία καὶ βλέποντας τον στρατηγό του τον Τζουστινιάνι να φεύγει, πλησίασε και τού είπε: «Αδελφέ, γιατί το κάνεις αυτό; Γύρισε στη θέση σου. Το τραύμα αυτό είναι μικρό. Γύρισε, γιατί τώρα είναι η μεγαλύτερη ανάγκη. Η πόλη κρέμεται από τα χέρια σου, για να την ελευθερώσεις».

«ὁ οὖν βασιλεὺς κατὰ συγκυρίαν πάλιν ἐκεῖσε εὑρεθεὶς ὁρᾷ τοὺς στρατιώτας συγκεχυμένους καὶ μεστοὺς φόβου ὡς πρόβατα διωκόμενα, καὶ μαθὼν τὸ αἴτιον καὶ τὸν στρατηγὸν αὐτοῦ Ἰουστινιανὸν ἰδὼν φεύγοντα ἐγγίσας αὐτῷ λέγει “ἀδελφὲ, τὶ τοῦτο πεποίηκας; στρέψον ἐν τῷ διατεταγμένῳ σου τόπῳ. ἡ πληγὴ αὕτη ὀλίγον τί ἐστι. στρέψον, ὅτι τὰ νῦν ἡ πλείων ἀνάγκη ἐστὶν. ἡ πόλις εἰς χεῖράς σου κρέμεται, ἵνα λυτρώσῃς αὐτὴν”.»

Ο Ψευδο-Σφραντζής αναφέρει την ομιλία τού αυτοκράτορα προς τον Τζουστινιάνι από τον Λεονάρδο:

«Aλλά αυτή η σωτηρία, η δόξα και η ίδια η λήθη, που ήταν πρώτα πραγματικά υψίστη μεγαλοψυχία, μικροψυχία δείχνει έτσι στη συνέχεια. Αν μπορείτε να υποφέρετε τον πόνο τού τραύματος, μην αποχωρείτε. Εκτός αν υπάρχει τουλάχιστον κάποιος άλλος, για να σταθεί και να σάς αντικαταστήσει στη θέση σας»

(At ille salutis, gloriae, suique oblitus, uti altam quidem primo magnanimitatem, ita posthac pusillanimitatem ostendit. Debuit enim, si poterat, vulneris dolorem sufferre, non recedere; si vir erat a seipso, vel saltem alium qui stetisset, loco sui surrogare),

κλπ. Πρβλ. Adam de Montaldo, επιμ. Hopf στο Dethier, MHH, XXII-1, σελ. 49-50, 55.

O Tedaldi σημειώνει ότι κατά τη στιγμή των τελικών τουρκικών επιθέσεων η πόλη είχε εναποθέσει την ελπίδα της στην ανδρεία τού Τζουστινιάνι [στο Martène και Durand, Thes. novus anecdotorum, I, στήλη 1822F].

O Pusculus γράφει ότι ο Τζουστινιάνι όταν τραυματίστηκε,

«είτε από τον φόβο των Τούρκων ή λόγω τής οξύτητας τού πόνου, φεύγοντας από τη μάχη κατευθύνθηκε στα πλοία, αφήνοντας τη θέση του…» [βιβλίο iv, στίχοι 976-78, επιμ. Ellissen, σελ. 80].

(Ac se subripuit pugnae, navesque petivit, | Sive metu Teucrum seu vulnere abactus acerbo, | Descruitque locum…)

[←67]

Ψευδο-Σφραντζής, III, 4, CSHB, Βόννη, σελ. 263, γραμμές 17-18, επιμ. Grecu, σελ. 406, γραμμή 32: «καὶ τὰ κατορθώματα καὶ τὰ ἔργα τοῦ ἀνδρὸς οἱ πάντες ἐθαύμαζον, καὶ λυτρωτὴν καὶ σωτῆρα τῆς πόλεως ἔλεγον. πλὴν οὐκ εἰς τέλος οὕτως ἐνέμεινεν, ἀλλὰ τὴν φήμην ἥν μετά ἀνδρίας ἐκέρδησεν, ὕστερον ἡ δειλία διέφθειρεν.»

[←68]

Δούκας, κεφ. 39, CSHB, Βόννη, σελ. 284, γραμμές 17-20:

Τραυματίστηκε στο χέρι λίγο πριν από την αυγή, από βολή μολυβδοβόλου, πίσω από τον βραχίονα. Το βλήμα τρύπησε τον σιδερένιο θώρακα, που είχε σφυρηλατηθεί με τον τρόπο των όπλων τού Αχιλλέα. Δεν μπορούσε να ανακουφίσει τον πόνο τού τραύματος. Φώναξε λοιπόν στον αυτοκράτορα: «Αντισταθείτε γενναία. Θα πάω μέχρι το πλοίο για να φροντίσω το τραύμα μου. Ύστερα θα επιστρέψω αμέσως».

«…ἐπλήγη γὰρ διὰ μολυβδοβόλου ἐν τῇ χειρὶ ὄπισθεν τοῦ βραχίονος, ἔτι σκοτίας οὔσης, καὶ διατρήσας τὴν σιδηρᾶν χλαμύδα, καὶ ἥτις ὑπῆρχε κατεσκευασμένη ὡς τὰ τοῦ Ἀχιλλέως ὅπλα, οὐκ ἠδύνατο ὑπὸ τῆς πληγῆς ἡρεμεῖν. καὶ λέγει τῷ βασιλεῖ “στῆθι θαρσαλέως, ἐγὼ δὲ μέχρι τῆς νηὸς ἐλεύσομαι, κἀκεῖ ἰατρευθεὶς τάχος ἐπαναστρέψω.”»

Ο Δούκας επίσης αναφέρει ότι ο Τζουστινιάνι βρισκόταν πάνω σε πλοίο όταν έμαθε για την τουρκική είσοδο στην Κωνσταντινούπολη και τον θάνατο τού αυτοκράτορα [στο ίδιο, σελ. 295-96]:

Μόλις ο Τζιοβάννι Τζουστινιάνι (ο οποίος, όπως προαναφέραμε, είχε επιστρέψει στο πλοίο του για να φροντίσει το τραύμα που είχε υποστεί) έφτασε στο λιμάνι, κάποιοι από τούς άνδρες του έτρεχαν τρεπόμενοι σε φυγή, λέγοντας ότι οι Τούρκοι είχαν εισέλθει στην Πόλη και ότι ο αυτοκράτορας είχε σκοτωθεί. Όταν λοιπόν άκουσε αυτά τα πολύ πικρά και σκληρά νέα, έδωσε εντολή στους κήρυκές του να ανακαλέσουν με τις σάλπιγγες τούς υπασπιστές του και τούς συντρόφους στο πλοίο. Τα υπόλοιπα πλοία ετοιμάζονταν επίσης να αναχωρήσουν.

«ὁ δὲ Ἰωάννης ὁ Ἰουστινιανός, ὅν φθάσας ὁ λόγος ἔπεμψεν ἐν τῇ νηὶ τοῦ θεραπευθῆναι τὴν πληγὴν ἥν ὑπέστη, κατευθὺς ὄντος αὐτοῦ ἐν τῷ λιμένι τινὲς τῶν αὐτοῦ φεύγοντες ἔδραμον λέγοντες πῶς οἱ Τοῦρκοι εἰσίασιν ἐν τῇ πόλει καὶ ὁ βασιλεὺς ἐσφάγη. ἀκούσας τὸν πικρότατον καὶ δριμὺν λόγον οὖν προστάττει τοὺς κήρυκας διὰ σαλπίγγων ἀνακαλεῖν τοὺς αὐτοῦ ὑπασπιστὰς καὶ συμπλώτας. ὁμοίως καὶ αἱ λοιπαὶ νῆαι ἑτοιμάζοντο.»

Ο ανειλικρινής Barbaro γράφει ότι ο Τζουστινιάνι τράπηκε σε φυγή στο πλοίο του, διαδίδοντας το γεγονός ότι οι Τούρκοι είχαν μπει στην πόλη:

«Βλέποντάς την [την τουρκική βίαιη διείσδυση στο στηθαίο], ο Τζοβάννι Τζουστινιάνι, Γενουάτης από τη Γένουα [στην πραγματικότητα ήταν από τη Χίο], αποφάσισε να εγκαταλείψει τη θέση του [«γιατί τραυματίστηκε από βέλος» (per esser ferito de freza) γράφτηκε από μεταγενέστερο χέρι στο περιθώριο τού χειρογράφου] και διέφυγε στο πλοίο του, που βρισκόταν στην αλυσσίδα…» [Giornale, επιμ. Cornet, σελ. 55, επιμ. Dethier, σελ. 813].

(Vedando questo, Zuan Zustignan, Zenovexe da Zenova, se delibera de abandonar la sua posta, e corse a la sua nave, che iera sta messa a la cadena….)

Πρβλ. Tedaldi, που γράφει ότι ο Τζουστινιάνι είχε «τραυματιστεί από πυροβόλο, αναχώρησε για ιατρική περίθαλψη και άφησε στη θέση του ευγενείς Γενουάτες» (blechié d’une couleuvrine, s’en parti pour se faire mediciner, et bailla sa garde à deux gentils hommes Jennevois), αλλά ότι οι άνδρες στα τείχη τράπηκαν σε φυγή πριν από την τουρκική επίθεση, «και έτσι οι Τούρκοι μπήκαν στην Κωνσταντινούπολη την αυγή τής ημέρας, τής 29ης ημέρας τού Μαΐου» (et ainsi les Turcs entrerent en Constantinople à l’aube du jour, le XXIX jour de Μay) [στο Martène και Durand, Thes. novus anecdotorum, I (1717, ανατυπ. 1968), στήλη 1823A].

[←69]

Leonardo στο Lonicer, Chron. turcica, II, 99. O Τζουστινιάνι τάφηκε στο νησί τής Χίου, στην εκκλησία τού Σαν Ντομένικο (στο κάστρο). Η επιτύμβια επιγραφή του υπάρχει προφανώς μόνο στην Ιστορία τής Χίου τού Hieronimo Giustiniani [Istoria di Scio, scritta nell’anno 1586], που εκδόθηκε από το χειρόγραφο τού Archivio di Stato di Roma, Fondo Giustiniani, Busta 130, fasc. 3 από τον Philip P. Argenti, Καίμπριτζ, 1943, σελ. 418:

«Θάφτηκε [ο Τζουστινιάνι] στην εκκλησία τού Σαν Ντομίνικο, στα αριστερά μετά την είσοδο, κάτω από τη μεγάλη πόρτα τού ιερού τού ναού, σε δικό του παρεκκλήσι, στο οποίο, πριν από την κατάκτηση τού νησιού, μπορούσε κανείς να δει τον τάφο του, υπερυψωμένο σε μάρμαρο, με αυτό το επίγραμμα: “Εδώ βρίσκεται [ο Τζιοβάννι Τζουστινιάνι], εντιμότατος άνδρας και Γενουάτης πατρίκιος Μαχονέζος τής Χίου, ο οποίος στην κατάκτηση τής Κωνσταντινούπολης από τον ηγεμόνα των Τούρκων Μωάμεθ, τού γαληνότατου Κωνσταντίνου τής Ανατολής, τού τελευταίου Χριστιανού αυτοκράτορα μεγαλόψυχος δούκας, τραυματίστηκε θανάσιμα από βλήμα και έχασε τη ζωή του, το έτος 1405 από την Κοίμηση τής Παρθένου, 8 μέρες πριν από τις καλένδες Αυγούστου».

(Fu sepolto [il Giustiniano] in la chiesa di Santo Dominico a man sinistra intrando appresso nella gran porta della nave del tempio in una sua capella nella quale avanti la presa dell’isola si vedea la sua sepultura in marmore elevata, con questo epigramma: ‘Hic iacet Joannes Justinianus, inclitus vir ac Genuensis patricius Sciique Maonensis, qui in Constantinopolis expugnatione a principe Turchorum Mehemet, serenissimi Constantini Orientalium ultimi Christianorum imperatoris magnanimus dux, lethali vulnere icto interiit, anno a partu Virginis M.IIII V [sic], VIII Kal. Augusti)

H εκκλησία τού Σαν Ντομένικο, που ονομάστηκε αργότερα Σάντα Μαρία ντελ Καστέλλο, βρισκόταν μέσα στον περίβολο τού κάστρου τής Χίου. Μετά την τουρκική κατάληψη το 1566 μετατράπηκε σε τζαμί. Για τις λατινικές εκκλησίες και μοναστήρια στο Κάστρο πρβλ. Aιμιλία K. Σάρου, To Κάστρον τῆς Χίου, Αθήνα, 1916, σελ. 46, 93 και εξής, 100, 104-5. Η επιγραφή τού Τζουστινιάνι δεν διασώζεται. Πρβλ. F. W. Hasluck, «Latin Μonuments of Chios», Annual of the British School at Αthens, XVI (1909-1910), 155 και Argenti, Occupation of Chios, I (1958), 203, σημείωση, 368, 559.

[←70]

Κριτόβουλος, I, 60, επιμ. Müller, FHG, V-l, σελ. 95b, επιμ. Grecu, σελ. 139, 141:

Λέγοντας αυτά, μπήκε ο ίδιος επικεφαλής. Και αυτοί, με κραυγή στο τρέξιμο και με φοβερό φώναγμα, προχώρησαν μπροστά από τον σουλτάνο, πιέζοντας μέχρι την περίφραξη. Ύστερα από δυνατή και μακροχρόνια μάχη απώθησαν τούς Ρωμαίους από εκεί και ανέβηκαν με δύναμη πάνω στην περίφραξη. Έριξαν μερικούς από τούς εχθρούς τους στην τάφρο ανάμεσα στο μεγάλο τείχος και την περίφραξη, την τάφρο που ήταν βαθιά και ήταν δύσκολο να βγουν, και τούς έσφαξαν όλους εκεί. Τούς υπόλοιπους τούς ώθησαν μέσα από τη μικρή πύλη τού Τζουστινιάνι, την οποία είχε ανοίξει εκείνος στο μεγάλο τείχος, για να περνάει εύκολα στην περίφραξη.

«…Ταῦτα εἰπὼν ἡγεῖτο πρῶτος αὐτὸς. Οἱ δὲ ἀλαλάξαντες δρόμῳ καὶ βοῇ φρικαλέῳ προλαβόντες τὸν βασιλέα χωροῦσιν ἐπὶ τὸ σταύρωμα, καὶ μάχης ἰσχυρᾶς γενομένης ἐφ’ ἱκανὸν, τρέπονται τοὺς ταύτῃ Ῥωμαίους καὶ βιαίως ἐπιβαίνουσι τοῦ σταυρώματος, καὶ οὕτω τοὺς μὲν αὐτῶν ρίπτουσι κατὰ τοῦ χάρακος τοῦ μεταξὺ τοῦ μεγάλου τείχους καὶ τοῦ σταυρώματος, βαθέος ὄντος καὶ δυσδιεξιτήτου, καὶ κατασφάττουσι πάντας αὐτοῦ, τοὺς δὲ ὠθοῦσι διὰ τῆς πυλίδος Ἰουστίνου, ἥν οὗτος ἀνέωξεν ἐν τῷ μεγάλω τείχει, ἵνα προχείρως ἔχῃ διαβαίνειν ἐπὶ τὸ σταύρωμα.

Τώρα υπήρχε μεγάλος αγώνας εκεί και μεγάλη σφαγή από το βαρύ πεζικό, με τη συνδρομή και αρκετών άλλων σε ακανόνιστο σχηματισμό, που είχαν προσελκυστεί από πολλά σημεία από τις φωνές. Εκεί έπεσε και ο αυτοκράτορας Κωνσταντίνος, με όλους όσοι ήσαν μαζί του, πολεμώντας γενναία.

καὶ γίνεται ὠθισμὸς ἐνταῦθα καὶ φόνος τῶν προστυχόντων πολὺς παρὰ τῶν ὁπλιτῶν, ἅτε ξυνδεδραμηκότων καὶ ἑτέρων οὐκ ὀλίγων ἀτάκτως πρὸς τὴν βοὴν πολλαχόθεν· οὗ δὴ καὶ βασιλεὺς Κωνσταντῖνος πίπτει μαχόμενος μετὰ τῶν ξὺν αὐτῷ γενναίως.»

Σφραντζής, Χρονικόν, PG 156, 1061B, επιμ. Grecu, σελ. 96, 98:

Την Τρίτη 29 Μαΐου [1453], νωρίς το πρωί, ο σουλτάνος κατέλαβε την Πόλη. Εκείνη τη στιγμή τής άλωσης τής πόλης σκοτώθηκε και πέθανε ο μακαρίτης αφέντης μου και αυτοκράτορας κυρ Κωνσταντίνος. Δεν βρισκόμουν στο πλευρό του εκείνη την ώρα, γιατί σύμφωνα με εντολή του είχα επισκεφτεί άλλο μέρος τής πόλης. Αλίμονό μου, δεν ήξερα τι επιφύλασσε για μένα η Θεία Πρόνοια!

«Καὶ τῇ κθ’ Μαΐου, ἡμέρᾳ γ΄, ὥρᾳ τῆς ἡμέρας ἀρχῇ ἀπῆρε τὴν Πόλιν ὁ ἀμηρᾶς, ἐν ᾗ ὥρᾳ καὶ ἁλώσει τῆς πόλεως καὶ ὁ μακαρίτης αὐθέντης μου καὶ βασιλεὺς κὺρ Κωνσταντῖνος σκοτωθεὶς ἀπέθανεν, ἐμοῦ πλησίον αὐτοῦ οὐχ εὑρεθέντος τῇ ὥρᾳ ἐκείνῃ, ἀλλὰ προστάξει ἐκείνου εἰς ἐπίσκεψιν δῆθεν ἄλλου μέρους τῆς πόλεως, ἰού, ἰοὺ κἀμοί, τῆς προνοίας οὐκ εἶδ’ εἰς τίνα με καιρὸν φυλαττούσης.»

Ψευδο-Σφραντζής, III, 9, CSHB, Βόννη, σελ. 290-91, επιμ. Grecu, σελ. 432:

Μόλις λοιπόν αλώθηκε η Πόλη, μπαίνοντας ο σουλτάνος μέσα, έσπευσε αμέσως να αναζητήσει τον αυτοκράτορα, μη έχοντας τίποτε άλλο στο μυαλό του, παρά μόνο να μάθει αν ζούσε ή αν είχε πεθάνει ο αυτοκράτορας. Κάποιοι έρχονταν και τού έλεγαν ότι είχε διαφύγει, ενώ άλλοι έλεγαν ότι ήταν κρυμμένος στην Πόλη και άλλοι ότι είχε πεθάνει πολεμώντας. Θέλοντας να διαπιστώσει την αλήθεια, έστειλε ανθρώπους εκεί όπου βρίσκονταν σωρηδόν τα πτώματα των σκοτωμένων, χριστιανών μαζί και ασεβών, και έπλυναν πολλά κεφάλια σκοτωμένων, μήπως τύχει έτσι και γνωρίσουν το κεφάλι τού αυτοκράτορα. Και δεν μπόρεσαν να το γνωρίσουν αλλά βρήκαν το πτώμα τού αυτοκράτορα, το οποίο αναγνώρισαν από τις αυτοκρατορικές περικνημίδες ή τα πέδιλα, όπου υπήρχαν ζωγραφισμένοι χρυσοί αετοί, όπως συνηθιζόταν με τούς αυτοκράτορες. Μόλις το έμαθε ο σουλτάνος, χάρηκε πάρα πολύ και ενθουσιάστηκε. Έδωσε εντολή και οι χριστιανοί που βρίσκονταν εκεί έθαψαν το πτώμα τού αυτοκράτορα με αυτοκρατορικές τιμές. Αλίμονό μου, δεν ήξερα τι επιφύλασσε για μένα η Θεία Πρόνοια!

«Ὡς οὖν ἡ πόλις ἑάλω, ὁ ἀμηρᾶς ἔνδον εἰσελθὼν εὐθὺς πάσῃ σπουδῇ ζήτησιν ἐποίει περὶ τοῦ βασιλέως, ὅς κατὰ νοῦν ἄλλον οὐκ ἐλογίζετο εἰ μὴ μόνον μαθεῖν εἰ ζῇ ἤ τέθνηκεν ὁ βασιλεύς, καὶ τινὲς μὲν ἐλθόντες ἔλεγον ὅτι ἔφυγεν, ἄλλοι δὲ ἐν τῇ πόλει ἔλεγον εἶναι κεκρυμμένον, ἄλλοι δὲ τεθνάναι μαχόμενον. καὶ θέλων πιστωθῆναι ἀληθῶς ἔστειλεν ἔνθα δὴ τὰ πτώματα τῶν ἀναιρεθέντων ἔκειτο σωροειδῶς Χριστιανῶν τε καὶ ἀσεβῶν, καὶ πλείστας κεφαλὰς τῶν ἀναιρεθέντων ἔπλυναν, εἰ τύχῃ καὶ τὴν βασιλικήν γνωρίσωσι. καὶ οὐκ ἐδυνήθησαν γνωρίσαι αὐτὴν εἰ μὴ τὸ τεθνεὸς πτῶμα τοῦ βασιλέως εὑρόντες, ὅ ἐγνώρισαν ἐκ τῶν βασιλικῶν περικνημίδων ἤ καὶ πεδίλων, ἔνθα χρυσοῖ ἀετοὶ ἦσαν γεγραμμένοι, ὡς ἔθος ὑπῆρχε τοῖς βασιλεῦσι. καὶ μαθὼν ὁ ἀμηρᾶς περιχαρὴς καὶ εὐφραινόμενος ὑπῆρχε. καὶ προστάξει αὐτοῦ οί εὑρεθέντες Χριστιανοὶ ἔθαψαν τὸ βασιλικὸν πτῶμα μετὰ βασιλικῆς τιμῆς. οὐαὶ οὐαὶ κἀμοὶ τῆς προνοίας ἐν τίνι καιρῷ με φυλαττούσης!»

Δούκας, κεφ. 39, CSHB, Βόννη, σελ. 286-87, 296, κεφ. 40, σελ. 300:

Όταν έφτασαν στην πύλη, δεν μπορούσαν να περάσουν, γιατί εμποδίζονταν από τα σώματα των νεκρών και εκείνων που πέθαιναν. Η πλειοψηφία λοιπόν μπήκε από ρήγματα στα τείχη και έσφαζαν όσους συναντούσαν. Ο αυτοκράτορας λοιπόν απελπισμένος, κρατώντας σπαθί και ασπίδα, είπε τα αξιολύπητα λόγια: «Δεν υπάρχει κανένας χριστιανός, να μού πάρει το κεφάλι;» Είχε απομείνει εντελώς μόνος. Τότε ένας από τούς Τούρκους τον τραυμάτισε χτυπώντας τον κατά πρόσωπο, ενώ και αυτός με τη σειρά του χτύπησε τον Τούρκο. Ένας δεύτερος Τούρκος τού έδωσε θανάσιμο χτύπημα από πίσω και ο αυτοκράτορας έπεσε στη γη. Τον σκότωσαν ως κοινό στρατιώτη και τον άφησαν, γιατί δεν ήξεραν ότι ήταν ο αυτοκράτορας.

«…ἐλθόντες δὲ εἰς τὴν πύλην οὐκ ἠδυνήθησαν εἰσελθεῖν· ἦν γὰρ φραγεῖσα ὑπὸ τῶν καταπεσόντων σωμάτων καὶ λειποψυχησάντων. ἐκ τῶν τειχέων οὖν οἱ πλεῖστοι διὰ τῶν ἐρειπίων εἰσήρχοντο, καὶ τοὺς συναντῶντας κατέκοπτον. ὁ βασιλεὺς οὖν ἀπαγορεύσας ἑαυτὸν, ἱστάμενος βαστάζων σπάθην καὶ ἀσπίδα, εἶπε λόγον λύπης ἄξιον «οὐκ ἔστι τις τῶν Χριστιανῶν τοῦ λαβεῖν τὴν κεφαλὴν μου ἀπ’ ἐμοῦ;» ἦν γὰρ μονώτατος ἀπολειφθεὶς. τότε εἷς τῶν Τούρκων δοὺς αὐτῷ κατὰ πρόσωπον καὶ πλήξας, καὶ αὐτὸς τῷ Τούρκῳ ἑτέραν ἐχαρίσατο· τῶν ὄπισθεν δ’ ἕτερος καιρίαν δοὺς πληγὴν, ἔπεσε κατὰ γῆς· οὐ γὰρ ᾒδεισαν ὅτι ὁ βασιλεὺς ἐστιν, ἀλλ’ ὡς κοινὸν στρατιώτην τοῦτον θανατώσαντες ἀφῆκαν.»

Χαλκοκονδύλης, βιβλίο viii, CSHB, Βόννη, σελ. 395, επιμ. Darkò, II (1927), 159-60:

Ο Λόνγκο απάντησε ότι ο Θεός ήταν επικεφαλής των Τούρκων, οπότε ο αυτοκράτορας στράφηκε στον Καντακουζηνό και τούς λίγους άνδρες που ήσαν μαζί του και είπε: «Άνδρες, ας επιτεθούμε σε αυτούς τούς βάρβαρους». Αυτός ο Καντακουζηνός πέθανε γενναία. Ο ίδιος ο αυτοκράτορας των Ελλήνων κατατροπώθηκε και στην καταδίωξη οι Τούρκοι τραυμάτισαν τον αυτοκράτορα Κωνσταντίνο στον ώμο και πέθανε.

«…τοῦ δ’ αὖ φαμένου, ὡς ταύτῃ θεὸς ὑφηγεῖται τοῖς Τούρκοις, αὐτὸς οὖν ὁ βασιλεὺς πρὸς Καντακουζηνὸν καί τινας ὀλίγους ἀμφ’ αὑτὸν ὄντας τραπόμενος ἔλεγεν “ἴωμεν, ἄνδρες, ἐπὶ τοὺς βαρβάρους τούσδε.” αὐτός τε ὁ Καντακουζηνὸς ἀνὴρ γενόμενος ἀγαθὸς ἐτελεύτησε. καὶ αὐτὸς ἐτράπετο, καὶ ἐπιόντες καὶ διώκοντες ἔτρωσαν βασιλέα Κωνσταντῖνον ἐς τὸν ὦμον, καὶ ἐτελεύτησεν.»

Βλέπε επίσης Barbaro, Giornale, επιμ. Cornet, σελ. 57, επιμ. Dethier, σελ. 820, Λεονάρδο Χίου στο Lonicer, Chron. turcica, II, 99, Pusculus, βιβλίο iv, στίχοι 100716, επιμ. Ellissen, Analekten, III, Anhang, σελ. 81, Tedaldi στο Martène και Durand, Thes. novus anecdotorum, I, στήλη 1823C.

O Sa’d-ad-Din, μετάφρ. E. J. W. Gibb (1879), σελ. 30-31 δεν δυσκολεύεται να φανταστεί ατιμωτικό τέλος για τον τελευταίο Βυζαντινό αυτοκράτορα, «αυτόν τον μονάρχη με τις κακές συνήθειες». Η περιγραφή του όμως για τον αποκεφαλισμό τού αυτοκράτορα μοιάζει μάλλον με εκείνη τού Pusculus.

[←71]

Κριτόβουλος, I, 60-61, επιμ. Müller, FHG, V-I, σελ. 95b, επιμ. Grecu, σελ. 139, 141, 143:

Ο σουλτάνος Μεχμέτ, καταλαβαίνοντας ότι η περίφραξη και το άλλο τμήμα τού τείχους που είχε καταστραφεί ήσαν τώρα κενά από άνδρες και έρημα από υπερασπιστές (γαιτί τύχαινε να πολεμά κάπου εκεί κοντά), πρόσεξε ότι οι άνδρες γλιστρούσαν κρυφά έξω και ότι όσοι έμεναν, πολεμούσαν άσχημα επειδή ήσαν τόσο λίγοι. Συνειδητοποιώντας από αυτό ότι οι υπερασπιστές είχαν φύγει και ότι το τείχος είχε ερημωθεί, φώναξε αμέσως δυνατά: «Φίλοι, την έχουμε την Πόλη! Την έχουμε! Τρέπονται σε φυγή από εμάς! Δεν μπορούν πια να αντισταθούν! Το τείχος είναι γυμνό από υπερασπιστές! Χρειάζεται λίγη ακόμη προσπάθεια και η Πόλη θα αλωθεί! Μη δειλιάσετε λοιπόν, αλλά συνεχίστε τη δουλειά με όλη σας τη δύναμη! Να είστε γενναίοι άνδρες και εγώ μαζί σας!»

«Μεχέμετις δὲ ὁ βασιλεὺς κατανοήσας τὸ τε σταύρωμα καὶ τὸ ἄλλο κατερριμμένον τοῦ τείχους κενὸν ἀνδρῶν καὶ τῶν προμαχομένων ἔρημον (ἐγγὺς γὰρ που ἐτύγχανεν ὤν ἀγωνιζόμενος), τοὺς τε ἄνδρας ὑπεξιόντας λαθραίως, τοὺς τε μένοντας ἀσθενῶς δι’ ὀλιγότητα μαχομένους, καὶ γνοὺς ἐκ τούτων τὸν τε δρασμὸν τῶν ἀνδρῶν καὶ τὴν τοῦ τείχους ἀπόλειψιν, μέγα βοήσας εὐθὺς· “Ἔχομεν, εἶπεν, ὦ φίλοι, τὴν πόλιν, ἔχομεν ἤδη· φεύγουσιν οἱ ἄνδρες ἡμᾶς· οὐκέτι παραμένειν ἀνέχονται· γυμνὸν τῶν προμαχομένων τὸ τεῖχος· ὀλίγου πόνου τὸ ἔργον καὶ ἡ πόλις ἐάλω· μὴ μαλακισθῆτε οὖν, ἀλλὰ χωρεῖτε πρὸς τὸ ἔργον εὐψύχως, καὶ γίνεσθε ἄνδρες ἀγαθοί, κἀγὼ μεθ’ ὑμῶν.”

Λέγοντας αυτά, μπήκε ο ίδιος επικεφαλής. Και αυτοί, με κραυγή στο τρέξιμο και με φοβερό φώναγμα, προχώρησαν μπροστά από τον σουλτάνο, πιέζοντας μέχρι την περίφραξη. Ύστερα από δυνατή και μακροχρόνια μάχη απώθησαν τούς Ρωμαίους από εκεί και ανέβηκαν με δύναμη πάνω στην περίφραξη. Έριξαν μερικούς από τούς εχθρούς τους στην τάφρο ανάμεσα στο μεγάλο τείχος και την περίφραξη, την τάφρο που ήταν βαθιά και ήταν δύσκολο να βγουν, και τούς έσφαξαν όλους εκεί. Τούς υπόλοιπους τούς ώθησαν μέσα από τη μικρή πύλη τού Τζουστινιάνι, την οποία είχε ανοίξει εκείνος στο μεγάλο τείχος, για να περνάει εύκολα στην περίφραξη.

Ταῦτα εἰπὼν ἡγεῖτο πρῶτος αὐτὸς. Οἱ δὲ ἀλαλάξαντες δρόμῳ καὶ βοῇ φρικαλέῳ προλαβόντες τὸν βασιλέα χωροῦσιν ἐπὶ τὸ σταύρωμα, καὶ μάχης ἰσχυρᾶς γενομένης ἐφ’ ἱκανὸν, τρέπονται τοὺς ταύτῃ Ῥωμαίους καὶ βιαίως ἐπιβαίνουσι τοῦ σταυρώματος, καὶ οὕτω τοὺς μὲν αὐτῶν ῥίπτουσι κατὰ τοῦ χάρακος τοῦ μεταξὺ τοῦ μεγάλου τείχους καὶ τοῦ σταυρώματος, βαθέος ὄντος καὶ δυσδιεξιτήτου, καὶ κατασφάττουσι πάντας αὐτοῦ, τοὺς δὲ ὠθοῦσι διὰ τῆς πυλίδος Ἰουστίνου, ἥν οὗτος ἀνέωξεν ἐν τῷ μεγάλω τείχει, ἵνα προχείρως ἔχῃ διαβαίνειν ἐπὶ τὸ σταύρωμα.»

Πρβλ. πιο κάτω, την επιστολή τού Άντζελλο Τζιοβάννι Λομελλίνο, ποντεστά τού Πέρα, προς τον αδελφό του. Βλέπε G. M. Angiolello, Hist. turchesca, επιμ. Ion Ursu, Βουκουρέστι, 1909, σελ. 19-20, Sp. P. Lambros, Ecthesis chronica, Λονδίνο, 1902, σελ. 12-16, πηγή τού 16ου αιώνα.

[←72]

Δούκας, κεφ. 39, CSHB, Βόννη, σελ. 287-88. επιμ. Grecu (1958), σελ. 361:

Μετά τη σύγκρουση, συνάντησα πολλούς Τούρκους που μού διηγήθηκαν τα ακόλουθα: «Φοβούμενοι εκείνους που βρίσκονταν μπροστά μας, σκοτώναμε όσους συναντούσαμε. Γιατί αν γνωρίζαμε ότι υπήρχε τέτοια έλλειψη ανδρών στην Πόλη, θα τούς είχαμε πουλήσει όλα σαν πρόβατα».

«…καὶ γὰρ μετὰ τὸν πόλεμον ἐνέτυχον ἐγὼ πολλοῖς, καὶ διηγήσαντό μοι πῶς φοβούμενοι τοὺς ἔμπροσθεν ἐσφάττομεν τοὺς προλαβόντας. καὶ γὰρ εἰ ᾒδειμεν τοσαύτην ἀπορίαν ἀνδρῶν ὑπάρχουσαν ἐν τῇ πόλει, τοὺς πάντας ὡς πρόβατα πεπράκαμεν ἄν.»

[←73]

Δούκας, κεφ. 39, CSHB, Βόννη, σελ. 288, γραμμές 3-6:

Μερικοί από τούς αζάπηδες, δηλαδή τη συνοδεία τού τύραννου, οι οποίοι ονομάζονται επίσης γενίτσαροι, επέδραμαν στο παλάτι. Άλλοι συνέρρευσαν προς τη Μονή τού Μεγάλου Προδρόμου, που ονομάζεται Πέτρα, και στη Μονή τής χώρας, στην οποία βρισκόταν τότε η εικόνα τής Πάναγνης Θεομήτορος.

«…οἱ δὲ τῆς αὐλῆς τοῦ τυράννου ἀζάπιδες, οἵ καὶ γενίτζαροι κέκληνται, οἱ μὲν ἐν τῷ παλατίῳ κατέδραμον, οἱ δὲ πρὸς τὴν μεγάλου Προδρόμου μονὴν τὴν ἐπικεκλημένην Πέτραν, καὶ ἐν τῇ μονῇ τῆς χώρας ἐν ᾗ καὶ ἡ είκὼν τῆς πανάγνου μου θεομήτορος ἦν εὑρισκομένη τότε.»

[←74]

Πρβλ. Χαλκοκονδύλη, που γράφει ότι υπήρχε ελληνικός θρύλος ότι όταν οι εισβολείς έφταναν στον φόρουμ Ταύρου θα απωθούνταν [βιβλίο viii, CSHB, Βόννη, σελ. 397, επιμ. Darkò, II, 161]:

… σύμφωνα με ένα χρησμό που κυκλοφορούσε στην πόλη, ότι ο εχθρός, κατά την καταδίωξή του, θα έφτανε μόνο στο φόρο τού Ταύρου, όπου οι πολίτες θα γύριζαν, θα αμύνονταν από ανάγκη, θα έδιωχναν τον εχθρό και θα ανακτούσαν τον έλεγχο τής πόλης.

«…καὶ κατὰ τινα χρησμὸν ᾀδόμενον ἐν τῇ πόλει, ὡς τῶν πολεμίων ἄχρι τοῦ Ταύρου χώρου τῆς πόλεως ἐπιγενομένων καὶ ἐπικειμένων τοὺς ἐν τῇ πόλει συστραφέντας ἀνάγκῃ ἀμυνομένους ἐκβαλεῖν τοὺς πολεμίους καὶ αὐτοὺς ἴσχειν τὴν πόλιν…»

Πρβλ. Δούκα, ο οποίος λέει παρόμοια ιστορία [κεφ. 39, CSHB, Βόννη, σελ. 289-90]:

Είχαν ακούσει πριν πολλά χρόνια από κάποιους ψευτοπροφήτες ότι η Πόλη θα παραδινόταν στους Τούρκους, που θα εισέρχονταν με μεγάλη δύναμη και ότι οι Ρωμιοί θα σφάζονταν από αυτούς μέχρι τη Στήλη τού Μεγάλου Κωνσταντίνου. Στη συνέχεια όμως, θα κτέβαινε άγγελος κρατώντας σπαθί και θα παρέδιδε την αυτοκρατορία και το ξίφος σε άγνωστον άνδρα που θα στεκόταν τότε στη Στήλη και θα ήταν εξαιρετικά απλός και φτωχός. Ο άγγελος θα τού έλεγε: «Πάρε αυτό το σπαθί και εκδικήσου για τον λαό τού Κυρίου». Τότε οι Τούρκοι θα τρέπονταν σε φυγή και οι Ρωμιοί θα τούς καταδίωκαν σφάζοντάς τους. Θα τούς έβγαζαν και από την Πόλη και από τη Δύση και από την Ανατολή, μέχρι τα σύνορα τής Περσίας, σε μέρος που ονομάζεται Μονοδένδρι.

«ἦσαν πρὸ πολλῶν χρόνων ἀκούοντες παρὰ τίνων ψευδομάντεων πῶς μέλλει Τούρκοις παραδοθῆναι ἡ πόλις καὶ εἰσελθεῖν ἐντὸς μετά δυνάμεως καὶ κατακόπτεσθαι τοὺς Ῥωμαίους παρ’ αὐτῶν ἄχρι τοῦ κίονος τοῦ μεγάλου Κωνσταντίνου· μετὰ δὲ ταῦτα καταβὰς ἄγγελος φέρων ῥομφαίαν παραδώσει τὴν βασιλείαν σὺν τῇ ρομφαίᾳ ἀνωνύμῳ τινι ἀνδρὶ εὑρεθέντι τότε ἐν τῷ κίονι ἱσταμένῳ, λίαν ἀπερίττῳ καὶ πενιχρῷ, καὶ ἐρεῖ αὐτῷ “λάβε τὴν ρομφαίαν ταύτην, καὶ ἐκδίκησον τὸν λαὸν κυρίου.” τότε τροπὴν ἕξονται οἱ Τοῦρκοι, καὶ οἱ Ῥωμαῖοι καταδιώξουσιν αὐτοὺς κόπτοντες, καὶ ἐξελάσουσιν καὶ ἐκ τῆς πόλεως καὶ ἀπὸ τῆς δύσεως καὶ ἀπὸ τῶν τῆς ἀνατολῆς μερῶν ἄχρις ὁρίων Περσίας, ἐν τόπῳ καλουμένῳ Μονοδενδρίῳ.»

[←75]

Barbaro, Giornale, επιμ. Cornet, σελ. 57, επιμ. Dethier, σελ. 819-20. Ο Dethier είναι ανάρμοστα σκληρός στις κρίσεις του για τον Barbaro, για τον οποίο έτρεφε προσωπική αντιπάθεια. Αναμφίβολα ο Barbaro κάνει κάποιες γελοίες δηλώσεις και η εκ μέρους του διαστρέβλωση των γεγονότων είναι μερικές φορές σκανδαλώδης, ιδιαίτερα στη δυσφήμηση των Γενουατών και στις αναληθείς περιγραφές του των ενετικών κατορθωμάτων. Ως γιατρός σε ενετική γαλέρα στο λιμάνι, ο Barbaro ίσως δεν βρισκόταν πάρα πολύ στην πόλη. Παρ’ όλα αυτά, παραμένει η καλύτερη πηγή μας για την πολιορκία τής Κωνσταντινούπολης, ιδιαίτερα για τη χρονολόγηση των γεγονότων. Πρέπει να είχε περιθάλψει πολλούς άνδρες τραυματισμένους στη δράση, αλλά παραδόξως ποτέ δεν αναφέρεται σε ολόκληρο το ημερολόγιό του στις δραστηριότητές του ως γιατρός. Ήταν άτομο με κάποια σημασία και είχε καθημερινή πρόσβαση σε καλές πηγές πληροφοριών. Συνολικά οι αριθμοί του είναι μάλλον λιγότερο φανταστικοί από εκείνους των περισσότερων από τις άλλες αυθεντίες μας, αλλά στο συγκεκριμένο απόσπασμα βέβαια εμφανίζει 40.000 περισσότερα λάβαρα να ανεμίζουν από την προηγούμενη εκτίμησή του για το μέγεθος τού τουρκικού στρατού (160.000 άνδρες).

Για την παραχώρηση σπιτιών από τον Πορθητή σε Τούρκους, Έλληνες και άλλους και για την εκ μέρους του επιβολή ενοικίων σε «κρατική» γη και ιδιοκτησίες, βλέπε Halil Inalcik, «The Policy of Mehmed II toward the Greek Population of Istanbul and the Byzantine Buildings of the City», Dumbarton Oaks Papers, XXIII-XXIV (1969-70), 231-49.

[←76]

Κριτόβουλος, I, 61, επιμ. Müller, FHG, V-I, σελ. 96a, επιμ. Grecu, σελ. 141, 143:

Το βαρύ πεζικό εισέρρεε ήδη στην πόλη από τη μικρή πύλη, και άλλοι έσπευδαν να μπουν από το κατεδαφισμένο μεγάλο τείχος. Τότε όλο το υπόλοιπο στράτευμα, με βιασύνη και βρυχηθμό, εισέρρευσε με λαμπρό τρόπο και διασκορπίστηκε σε ολόκληρη την πόλη.

«Οἱ δὲ ὁπλῖται ἐσεχέοντο ἤδη διὰ τῆς πυλίδος ἐπὶ τὴν πόλιν, οἱ δὲ καὶ διὰ τοῦ κατερριμμένου μεγάλου τείχους ἐσέπιπτον· τὸ δὲ ἄλλο στράτευμα πᾶν ἑπόμενον ὠθισμῷ καὶ βίᾳ ἐσεχεῖτο λαμπρῶς ἀνὰ πᾶσαν τὴν πόλιν σκεδαννύμενον.

Και ο σουλτάνος, που στεκόταν μπροστά στο μεγάλο τείχος, όπου ήταν και η μεγάλη σημαία και το προκαθορισμένο σήμα, παρακολουθούσε τα διαδραματιζόμενα. Γιατί ξημέρωνε τώρα πια. Τότε έγινε μεγάλη σφαγή όσων έτυχε να βρίσκονται εκεί. Μερικοί από αυτούς σφάχτηκαν στους δρόμους (γιατί είχαν ήδη βγει από τα σπίτια και έτρεχαν προς τον θόρυβο, πέφτοντας απροσδόκητα στα σπαθιά των στρατιωτών), ενώ άλλοι μέσα στα ίδια τους τα σπίτια, πέφτοντας θύματα τής βίας των γενιτσάρων και των άλλων στρατιωτών, χωρίς καμία τάξη και κανένα λόγο. Άλλοι αντιστέκονταν, βασιζόμενοι στο δικό τους θάρρος. Άλλοι πάλι κατέφευγαν στις εκκλησίες και ικέτευαν, άνδρες, γυναίκες, παιδιά, όλοι, χωρίς να υπάρχει έλεος.

Βασιλεὺς δ’ ἐστὼς πρὸ τοῦ μεγάλου τείχους, ἵνα καὶ ἡ μεγάλη σημαία ἦν καὶ τὸ ξύνθημα, ἀπεσκόπει τὰ δρώμενα· ἤδη γὰρ καὶ ἡμέρα ὑπέφαινεν. Ἔνθα δὴ φόνος πολὺς τῶν προστυγχανόντων ἐγίνετο, τῶν μὲν κατά τὴν ὁδὸν (ἤδη γὰρ ἐξήεσάν τίνες τῶν οἰκιῶν θέοντες πρὸς τὴν βοὴν, καὶ τοῖς ξίφεσι τῶν στρατιωτῶν ἀπροόπτως ἐνέπιπτον), τῶν δὲ ἐν ταῖς οἰκίαις αὐταῖς, ἐπεσπιπτόντων βίᾳ τῶν γενητζάρων καὶ τῶν ἄλλων στρατιωτῶν ξὺν οὐδενὶ κόσμῳ καὶ λογισμῷ, τῶν δὲ καὶ ἐς άλκὴν τρεπομένων, τῶν δὲ καὶ πρὸς ἱεροῖς καταπεφευγότων τε καὶ ἱκετευόντων, ἀνδρῶν, γυναικῶν, παίδων, πάντων ἁπλῶς, μηδεμιᾶς οὔσης φειδοῦς·

Οι στρατιώτες έπεφταν πάνω τους με θυμό και μεγάλη οργή, αφενός επειδή είχαν επηρεαστεί από τις δυσκολίες τής πολιορκίας, αφετέρου επειδή μερικοί ανόητοι τούς έριχναν χλευασμούς και κατάρες από τις επάλξεις σε όλη τη διάρκεια των μαχών, και γενικά για να τρομάξουν όλη την πόλη, και να τρομοκρατήσουν και να υποδουλώσουν με τις σφαγές.

ὀργῇ γὰρ καὶ θυμῷ πολλῷ ἐχώρουν ἐπ’ αὐτοὺς οἱ στρατιῶται, τοῦτο μὲν ἀχθόμενοι τῇ τριβῇ τῆς πολιορκίας, τοῦτο δ’ ὅτι καὶ ἀπὸ τῶν ἐπάλξεων σκώμμασί τε καὶ ὕβρεσιν οὐκ ὀλίγοις ἔβαλλον αὐτοὺς ἔνιοι τῶν ἀνοήτων παρ’ ὅλον τὸν πόλεμον, τὸ δ’ ὅλον ὅπως ἄν θροήσωσι τὸ πᾶν καὶ φοβήσωσι καὶ δουλώσωνται ταῖς σφαγαῖς.

Όταν διέπραξαν πολλούς φόνους και η πόλη είχε ήδη υποδουλωθεί, στράφηκαν μερικοί στα αρχοντικά των ισχυρών κατά ομάδες, διμοιρίες και τάξεις για αρπαγές και λεηλασίες, ενώ άλλοι προχώρησαν στη ληστεία εκκλησιών και άλλοι διασκορπίστηκαν στα απλά σπίτια των κοινών ανθρώπων, αρπάζοντας, κλέβοντας, λεηλατώντας, σκοτώνοντας, προσβάλλοντας, παίρνοντας αιχμαλώτους άνδρες, γυναίκες και παιδιά, γέρους και νέους, ιερείς, μοναχούς, με λίγα λόγια κάθε ηλικία και τάξη.

Ὡς δὲ ἅλις εἶχον τοῦ φόνου καὶ ἡ πόλις ἤδη δεδούλωτο, τρέπονται οἱ μὲν ἐν ταῖς τῶν δυνατῶν οἰκίαις κατὰ ξυμμορίας τε καὶ ξυνωμοσίας καὶ τάξεις ἐπὶ διαρπαγῇ καὶ σκυλμῷ, οἱ δὲ πρὸς σύλησιν τῶν ἱερῶν, οἱ δὲ ἐπὶ τὰς κοινάς τε καὶ τῶν ἰδιωτῶν οἰκίας ἐσκεδασμένοι, διαρπάζοντες, σκυλεύοντες, ληιζόμενοι, φονεύοντες, ὑβρίζοντες, ἀπάγοντες αἰχμαλώτους ἄνδρας, γυναίκας, παῖδας, πρεσβύτας, νέους, ἱερεῖς, μοναχούς, πᾶσαν ἡλικίαν καὶ τάξιν ἁπλῶς.

Έβλεπε κανείς θέαμα φοβερό και αξιολύπητο, πέρα από κάθε τραγωδία: νεαρές και αγνές γυναίκες ευγενούς καταγωγής και καλών οικογενειών, που έμεναν στο σπίτι και που ούτε στην αυλή του δεν είχαν βγει ποτέ, όμορφες και υπέροχες κοπέλες από υπέροχες και διάσημες οικογένειες, που δεν τις είχαν δει μέχρι τότε αρσενικά μάτια, άλλες να τις τραβούν με βία από τα δωμάτιά τους και να τις αρπάζουν σκληρά και ανέντιμα, ενώ άλλες, που κοιμούνταν στα κρεβάτια τους, να υφίστανται εφιάλτες. Άνδρες με σπαθιά, με τα χέρια τους βαμμένα με φόνο, βράζοντας από θυμό, έτοιμοι για φόνο, μιλώντας ακατανόητα, ξεδιάντροποι για τα χειρότερα πράγματα, αυτό το πλήθος, αποτελούμενο από άνδρες κάθε φυλής και έθνους, τυχαία συγκεντρωμένους, σαν άγρια και ανήμερα θηρία πηδούσαν μέσα στα σπίτια και τις τραβούσαν έξω ανελέητα, σύροντας, σχίζοντας, εξαναγκάζοντας, τις οδηγούσαν ντροπιαστικά στους δημόσιους δρόμους, τις πρόσβαλλαν και έκαναν κάθε κακό πράγμα. Λένε ότι πολλές από αυτές τις κοπέλες, ακόμη και με το απλώς ασυνήθιστο θέαμα και τον ήχο αυτών των ανδρών, τρομοκρατήθηκαν και κόντεψαν να πεθάνουν.

καὶ ἦν ἰδεῖν θέαμα δεινὸν καὶ ἐλεεινὸν καὶ πέρα τραγωδίας ἁπάσης, γυναίκας νέας καὶ σώφρονας, εὐγενεῖς τε καὶ τῶν εὖ γεγονότων, τὰ πολλὰ οἰκουρούσας καὶ οὐδὲ τὴν αὔλιον προελθούσας ποτὲ, καὶ παρθένους εὐπρεπεῖς καὶ ὡραίας λαμπρὰς τε καὶ λαμπρῶν οἰκιῶν καὶ μέχρι τότε άρρένων ὀφθαλμοῖς ὅλως ἀψαύστους, τὰς μὲν βίᾳ τῶν θαλάμων ἐξελκομένας ἀπηνῶς τε ἅμα καὶ ἀναιδῶς ἁρπαζομένας, τὰς δὲ — κακὸν αὐταῖς ἔτι κοιμωμέναις ἐφιστάμενοι ὄναρ ἄνδρες ξιφήρεις, ἡμαγμένοι τὰς χείρας τῷ φόνῳ, θυμοῦ πνέοντες, φονικὸν βλέποντες, ἄσημα φθεγγόμενοι, ἀπηρυθριασμένοι πρὸς πάντα τὰ χείριστα, ἅτε πλῆθος ξύμμικτον ὄντες, ἐκ παντὸς ἔθνους καὶ γένους καὶ τύχης ξυνειλεγμένοι, ὥσπερ θῆρες ἄγριοι καὶ ἀνήμεροι ἐσπηδῶντες ἐς τὰς οἰκίας καὶ σύροντες ὠμῶς, ἕλκοντες, σπαράσσοντες, βιαζόμενοι, ἀπάγοντες αἰσχρῶς, ἐπὶ τῶν τριόδων ὑβρίζοντες καὶ τὶ δεινὸν οὐχὶ ποιοῦντες· φασὶ γὲ τοι πολλὰς αὐτῶν καὶ πρὸς μόνην ἀήθη τὴν θέαν τε καὶ ἀκοὴν τούτων καταπλαγείσας ἐγγὺς ἐλθεῖν ἀφεῖναι καὶ τὴν ψυχὴν·

Ακόμη και αξιότιμους γέρους τούς τραβούσαν από τα άσπρα μαλλιά τους και μερικούς από αυτούς τούς χτυπούσαν ανελέητα. Παρθένες τής εκκλησίας που ήσαν έντιμες και δεν έβγαιναν καθόλου έξω, που ασχολούνταν μόνο με τον Θεό και ζούσαν μόνο για αυτόν, στον οποίο είχαν αφιερωθεί, μερικές τις έβγαζαν με τη βία από τα κελιά τους και τις τραβούσαν και άλλες τις αποσπούσαν από τις εκκλησίες όπου είχαν καταφύγει και τις απομάκρυναν με προσβολή και ατιμία, ενώ εκείνες έγδερναν τα μάγουλά τους μέσα σε θρήνους και ολοφυρμούς και πικρά δάκρυα. Άρπαζαν τρυφερά παιδιά βίαια από τις μητέρες τους, χώριζαν αδίστακτα νεαρές νύφες από τούς πρόσφατα παντρεμένους συζύγους τους και γίνονταν μύριες άλλες τρομερές πράξεις.

ἔτι δὲ γέροντας ἐντίμους ἑλκομένους τῆς πολιᾶς, τοὺς δὲ καὶ τυπτομένους ἀνηλεῶς· παρθένους μοναζούσας σεμνὰς τε καὶ ἀπροΐτους τὸ ὅλον καὶ τῷ θεῷ μόνῳ προσανεχούσας καὶ ζώσας, ᾧ καθιέρωσαν ἑαυτὰς, τὰς μὲν τῶν δωματίων βιαίως ἐξαγομένας καὶ συρομένας, τὰς δὲ τῶν ἱερῶν ἀποσπωμένας, ἐν οἷς κατέφευγον, καὶ ἀπαγομένας ξὺν ὕβρει καὶ ἀτιμίᾳ, ξαινομένας τε τὰς παρειὰς ξὺν οἰμωγῇ καὶ ὀλολυγῇ καὶ κοπτομένας πικρῶς· παῖδας ἁπαλοὺς ὠμῶς ἀποσπωμένους μητέρων, κόρας ἐλεεινῶς χωριζομένας τῶν νεογάμων ἀνδρῶν· ἄλλα μύρια εἰργασμένα δεινὰ.»

O Tedaldi στο Martène και Durand, Thes. Nov. anecdotorum, I, στήλη 1823B γράφει ότι οι Τούρκοι «σκότωναν όλους, όσους αντιστέκονταν» (mistrent à mort tout ce qu’ils faisoient à eulx resistance). Για την τουρκική βεβήλωση σταυρών αποσπασμένων από τούς τοίχους εκκλησιών, τούς βιασμούς γυναικών, τη διακωμώδηση τής χριστιανικής πίστης κλπ. βλέπε Λεονάρδο Χίου στο Lonicer, Chron. turcica, II, 100.

[←77]

Κριτόβουλος, I, 62, επιμ. Müller, FHG, V-l, σελ. 96b, επιμ. Grecu, σελ. 143, 145:

Και τη βεβήλωση και λεηλασία και ληστεία των εκκλησιών, πώς άραγε μπορεί κανείς να την περιγράψει με λόγια; Πετούσαν ατιμωτικά στο έδαφος εικονίδια και λείψανα και άλλα ιερά αντικείμενα. Αφαιρούσαν από πάνω τους τα στολίδια και άλλα παραδίνονταν στη φωτιά, ενώ άλλα σχίζονταν, καταστρέφονταν και ρίχνονταν στα σταυροδρόμια. Ανοίγονταν οι τάφοι των παλαιών και ευλογημένων ανθρώπων, και τα λείψανα τους έβγαιναν έξω, σχίζονταν και διαλύονταν ντροπιαστικά, λιχνίζονταν στον αέρα, ενώ άλλα ρίχνονταν στους δρόμους.

«Τήν δὲ τῶν ἱερῶν ὕβριν καὶ σύλησιν καὶ διαρπαγὴν πῶς ἄν τις ἐξείποι τῷ λόγῳ; Κατεβάλλοντο μὲν ἀτίμως ἐς γῆν εἰκόνες καὶ ἀφιδρύματα καὶ τἆλλα τῶν ἱερῶν, ἀπεσπάτο δὲ κόσμος ὁ τούτων, ἐδίδοτο δὲ τὰ μὲν αὐτῶν τῷ πυρί, τὰ δὲ ἐς λεπτὰ τεμνόμενά τε καὶ ξυντριβόμενα ἐπὶ τῶν τριόδων ἐρριπτεῖτο, ἠνοίγοντο δὲ θῆκαι τῶν παλαιῶν καὶ μακαρίων ἀνδρῶν καὶ τὰ τούτων ἐξήγετο λείψανα καὶ ἀτίμως λεπτυνόμενα καὶ λυόμενα ἐς ἀέρα ἐλικμᾶτο, τὰ δὲ καὶ ἐπὶ τῶν ἀμφόδων ἐρριπτεῖτο,

Δισκοπότηρα και αγγεία που δἐχονταν την ιερή θυσία, άλλα χρησιμοποιήθηκαν από αυτούς για ποτό και μεθύσι και άλλα διαλύθηκαν ή λιώθηκαν και πωλήθηκαν. Ιερά σκεύη και πολύτιμα πέπλα, πολυτελή και κεντημένα με πολύ χρυσό ή που άστραφταν από πολύτιμα πετράδια και μαργαριτάρια, άλλα δίνονταν στους πιο κακούς ανθρώπους για χρήση όχι καλή, ενώ άλλα παραδίδονταν στη φωτιά και λιώνονταν για το χρυσάφι.

κρατῆρες τε καὶ φιάλαι καὶ ἅ τὴν παναγεστάτην θυσίαν ἐδέχετο, αἱ μὲν ἐς προπόσεις καὶ μέθην ἦσαν αὐτοῖς, οἱ δὲ ξυντριβόμενοί τε καὶ χωνευόμενοι ἀπεδίδοντο, ἱερὰ δὲ σκεύη καὶ πέπλα τίμια πολυτελῆ τε καὶ πολλῷ χρυσίῳ ἐνυφασμένα, τὰ δὲ καὶ λίθοις διαφανέσι καὶ μαργάροις καταστραπτόμενα, τὰ μὲν ἀπεδίδοντο πονηροτάτοις ἀνδράσιν εἰς ἀπόχρησιν οὐ καλὴν, τὰ δὲ πυρὶ παρεδίδοντο, χωνευόμενα διὰ τὸν χρυσὸν·

Και ιερά και θεϊκά βιβλία, αλλά και εκείνα τής έξω [κοσμικής] γνώσης και τα περισσότερα των φιλοσόφων, άλλα παραδίδονταν στις φλόγες, ενώ άλλα ποδοπατιούνταν ντροπιαστικά. Τα περισσότερα από αυτά πωλούνταν για δύο ή τρία νομίσματα, μερικές φορές ακόμη και για δεκάρες, όχι τόσο για κέρδος, όσο για περιφρόνηση. Οι άγιες τράπεζες αποσπώνταν από τις βάσεις τους και ανατρέπονταν. Ερευνούνταν οι τοίχοι των άβατων και ανέγγιχτων τόπων και σκάβονταν τα ιερά των εκκλησιών σε αναζήτηση χρυσού. Πολλά άλλα τέτοια πράγματα αποτολμούνταν.

βίβλοι τε ἱεραὶ καὶ θεῖαι, ἀλλὰ δὴ καὶ τῶν ἔξω μαθημάτων καὶ φιλοσόφων αἱ πλεῖσται, αἱ μὲν πυρὶ παρεδίδοντο, αἱ δὲ ἀτίμως κατεπατοῦντο, αἱ πλείους δὲ αὐτῶν οὐ πρὸς ἀπόδοσιν μᾶλλον ἤ ὕβριν δύο ἤ τριῶν νομισμάτων, ἔστι δ’ ὅτε καὶ ὀβολῶν ἀπεδίδοντο· τράπεζαι δὲ ἱεραὶ ἐκ βάθρων αὐτῶν ἀνεσπῶντο καὶ ἀνετρέποντο, τοίχοί τε τῶν ἀβάτων καὶ ἀψαύστων τόπων ἀνηρευνῶντο καὶ τὰ τῶν τεμενῶν ἱερὰ ἕδη ἀνωρύττετό τε καὶ κατεσκάπτετο ἐπὶ ζητήσει χρυσοῦ, ἄλλα τε πολλὰ τοιαῦτα ἐτολμᾶτο.»

Οι Φραγκισκανοί έχασαν τη βιβλιοθήκη τους στην Κωνσταντινούπολη και ο Λεονάρδος τής Χίου, αρχιεπίσκοπος Μυτιλήνης, αγόρασε δύο από τα λειτουργικά βιβλία τους, μια ιερή σύνοψη και μερικά άλλα βιβλία από τούς Τούρκους! [Pastor, Hist. Popes, II, παράρτημα, αριθ. 22, σελ. 524-25 και Gesch. d. Päpste, I (ανατυπ. 1955), παράρτημα, αριθ. 55, σελ. 84344], γεγονός το οποίο ο Λεονάρδος δεν αναφέρει στην επιστολή του προς τον Νικόλαο Ε’ για την πτώση τής Κωνσταντινούπολης.

[←78]

Δούκας, κεφ. 42, CSHB, Βόννη, σελ. 312:

Τρεις μέρες μετά την άλωση ο Μεχμέτ ἀφησε ελεύθερα τα πλοία, για να ταξιδέψουν το καθένα στη δική του επαρχία και πόλη. Μετέφεραν τόσο φορτίο, που σχεδόν βυθίζονταν από το βάρος. Τι φορτίο μετέφεραν; Πολυτελή ενδύματα, σκεύη από ασήμι, χρυσάφι, χαλκό και κασσίτερο, αναρίθμητα βιβλία και αιχμάλωτους, ιερείς και λαϊκούς, μοναχές και μοναχούς. Όλα ήσαν κατάφορτα ενώ και οι σκηνές τού φουσάτου ήσαν επίσης γεμάτες με αιχμάλωτους και με τα πολυάριθμα εόδη που απαριθμήθηκαν πιο πάνω. Ήταν πραγματικά εντυπωσιακό να βλέπεις έναν βάρβαρο να φοράει επισκοπικό σάκκο, και έναν άλλο να φοράει χρυσό επιτραχήλιο και να τραβάει σκυλιά, που αντί για χοντρές κουβέρτες φορούσαν χρυσοΰφαντους επιτάφιους. Άλλοι κάθονταν σε συμπόσια, τρώγοντας διάφορα φρούτα από τούς ιερούς δίσκους που είχαν μπροστά τους και πίνοντας ανέρωτο κρασί από τούς ιερούς κρατήρες. Φόρτωσαν αναρίθμητα βιβλία σε άμαξες φορτώθηκαν στα βαγόνια και τα διασκόρπισαν παντού, στην Ανατολή και τη Δύση. Για ένα χρυσό νόμισμα πωλούνταν δέκα βιβλία: τού Αριστοτέλη, τού Πλάτωνα, θεολογικά και κάθε άλλο είδος βιβλίου. Από ευαγγέλια με κάθε είδους πλούσια διακόσμηση έβγαζαν το χρυσάφι και το ασήμι και μερικά τα πουλούσαν ενώ άλλα τα πετούσαν. Όλες τις εικόνες τις έριχναν στις φλόγες και στη φωτιά που άναβε, έψηναν κρέατα και έτρωγαν.

«Μεθ’ ἡμέρας οὖν τρεῖς τῆς ἁλώσεως ἀπέλυσε τὰ πλοῖα, πορεύεσθαι ἕκαστον εἰς τὴν αὐτῶν ἐπαρχίαν καὶ πόλιν, φέροντα φόρτον ὥστε βυθίζεσθαι. ὁ δὲ φόρτος τί; ἰματισμὸς πολυτελὴς, σκεύη ἀργυρᾶ χρυσᾶ χαλκᾶ καττιτέρινα, βιβλία ὑπὲρ ἀριθμὸν, αἰχμάλωτοι, καὶ ἱερεῖς καὶ λαϊκοί, καὶ μονάζουσαι καὶ μοναχοί. τὰ πάντα πλήρη φόρτου, αἱ δὲ σκηναὶ τοῦ φοσάτου πλήρεις αἰχμαλωσίας καὶ τῶν ἄνωθεν ἀριθμηθέντων τῶν παντοίων εἰδῶν. καὶ ἦν ἰδεῖν ἐν μέσῳ τῶν βαρβάρων ἕνα φοροῦντα σάκκον άρχιερατικὸν, καὶ ἕτερον ζωννύμενον ἐπιτραχήλιον χρυσοῦν, ἕλκοντα κύνας ἐνδεδημένους, ἀντὶ τῶν σαγισμάτων ἀμνοὺς χρυσοϋφάντους. ἄλλοι ἐν συμποσίοις καθήμενοι, καὶ τοὺς ἱεροὺς δίσκους ἔμπροσθεν σὺν διαφόροις ὀπώραις ἐσθίοντες, καὶ τὸν ἄκρατον πίνοντες ἀπὸ τῶν ἱερῶν κρατήρων. τὰς δὲ βίβλους ἁπάσας, ὑπὲρ ἀριθμὸν ὑπερβαινούσας, ταῖς ἁμάξαις φορτηγώσαντες ἁπανταχοῦ ἐν τῇ ἀνατολῇ καὶ δύσει διέσπειραν, δι’ ἑνὸς νομίσματος δέκα βίβλοι ἐπιπράσκοντο, Ἀριστοτελικοί, Πλατωνικοί, θεολογικοὶ καὶ ἄλλο πᾶν εἶδος βίβλου· εὐαγγέλια μετὰ κόσμου παντοίου ὑπὲρ μέτρον, ἀνασπῶντες τὸν χρυσὸν καὶ τὸν ἄργυρον, ἄλλ’ ἐπώλουν, ἄλλ’ ἔρριπτον, τὰς εικόνας ἁπάσας πυρὶ παρεδίδουν, σὺν τῇ ἀναφθείσῃ φλογὶ κρέη ἑψῶντες ἥσθιον.»

Ύστερα από την απόδρασή του στον Χάνδακα στο νησί τής Κρήτης, ο Ισίδωρος τού Κιέβου συζήτησε τις φιλολογικές απώλειες με τον Ενετό ανθρωπιστή Λάουρο Κουρίνι (Querini, Quirini), ο οποίος έγραψε στον Νικόλαο Ε’ από τον Χάνδακα στις 15 Ιουλίου (1453), ότι 120.000 ελληνικά χειρόγραφα («τόμοι βιβλίων», librorum volumina) έργων ιερών αλλά και «βλάσφημων» (παγανιστικών) καταστράφηκαν στην άλωση τής Κωνσταντινούπολης [Agostino Pertusi, «Le epistole storiche di Lauro Quirini sulla Caduta di Costantinopoli e la potenza dei Turchi» στο P.O. Kristeller, K. Krautter, A. Pertusi, G. Ravegnani, H. Roob. και C. Seno, Lauro Quirini umanista, Studi e testi, Φλωρεντία, 1976, σελ. 227, παρατιθέμενο από Pertusi, Caduta di Costantinopoli, I (1976), 381, σημείωση 25].

[←79]

Κριτόβουλος, I, 66, επιμ. Müller, FHG, V-l, σελ. 98a, επιμ. Grecu, σελ. 147:

Στο μεταξύ είχε φτάσει και η άλλη στρατιά και εισέρευσε νικηφόρα, με τον ίδιο τρόπο, από τις άλλες πύλες τής ακτής, τις οποίες έσπασε και πέταξε. Έτσι, ολόκληρο το στράτευμα των πλοίων, που διασκορπίστηκε σε ολόκληρη την Πόλη, τράπηκε σε λεηλασία, ληστεύοντας τα πάντα στον δρόμο του και πέφτοντας πάνω της σαν φωτιά ή ανεμοστρόβιλος έκαιγε και κατέστρεφε τα πάντα, ή σαν χείμαρρος που σαρώνει και καταστρέφει όλα τα πράγματα. Γιατί τα ερεύνησαν όλα, πιο εξονυχιστικά απ’ ό,τι λέγεται ότι έκανε ο Δάτις στην Ερέτρια, σπάζοντας εκκλησίες, ιερά, παλιούς θόλους, τάφους, και ψάχνοντας σε υπόγειες στοές, στέρνες, κρύπτες, σπηλιές και σχισμές. Και έψαχναν κάθε άλλο κρυφό μέρος, βγάζοντας έξω στο φως όποιον ή ό,τι εύρισκαν κρυμμένο.

«Ἐν τούτῳ δὲ καὶ ἡ ἄλλη στρατιὰ ἐφθάκει, ὁμοίως δὲ καὶ διὰ τῶν ἄλλων παραλίων πυλῶν ἐσεχέοντο λαμπρῶς, ταύτας ξυγκλῶντες καὶ καταβάλλοντες, καὶ οὕτως ἅπαν τὸ στράτευμα τῶν νεῶν ἤδη σκεδασθὲν ἀνὰ πᾶσαν τὴν πόλιν τρέπεται ἐς διαρπαγὴν, ληϊζόμενον πάντα τὰ ἐν ποσὶ καὶ δίκην ἐμπίπτον πυρὸς ἤ σκηπτοῦ καὶ ἐμπιπρῶν πάντα καὶ ἀφανίζον, ἤ χειμάρρου δίκην ἅπαντα παρασῦρον καὶ διαφθεῖρον· καὶ γὰρ οὗτοι πάντα διηρευνήσαντο ἀκριβέστερον ἤ Δάτις, φασί, τὴν Ἐρετρικὴν, ναούς, ἱερὰ, θήκας τε παλαιὰς καὶ τάφους ἀναρρηγνύντες, στοὰς τε ὑπογείους καὶ καταδύσεις καὶ κρησφύγετα καὶ ἄντρα καὶ χηραμοὺς καὶ ἄλλο πᾶν κεκρυμμένον ἀνερευνῶντες καὶ εἴ ποὺ τις ἤ τι ἦν κεκρυμμένον, ἐς φῶς ἐξάγοντες.»

Για τη βεβήλωση τάφων από τούς Τούρκους σε αναζήτηση λαφύρων σημειώστε την προσφώνηση (το 1455;) τού Τζάκομο Καμπόρα, επίσκοπου τού Καφφά, προς τον Λάντσισλας Πόστουμους, βασιλιά Βοημίας και Ουγγαρίας στον Pertusi, Caduta di Costantinopoli, I (1976), 192, 194.

[←80]

Δούκας, κεφ. 39, CSHB, Βόννη, σελ. 289-93:

Σε μια ώρα ο τεράστιος ναός ήταν γεμάτος με άνδρες και γυναίκες. Υπήρχε αμέτρητο πλήθος, πάνω και κάτω, στις αυλές και παντού. Έκλεισαν τις πόρτες και περίμεναν, ελπίζοντας να σωθούν από τον ανώνυμο σωτήρα.

«…ἐγένετο οὖν ἐν μιᾷ ὥρᾳ ὁ ὑπερμεγέθης ἐκεῖνος ναὸς πλήρης ἀνδρῶν τε καὶ γυναικῶν, καὶ κάτω καὶ ἄνω καὶ ἐν τοῖς περιαυλίοις καὶ ἐν παντὶ τόπῳ ὄχλος ἀναρίθμητος· κλείσαντες δὲ τὰς θύρας εἰστήκεσαν τὴν παρ’ αὐτοῦ σωτηρίαν ἐλπίζοντες.

Άθλιοι Ρωμιοί! Κακοί! Τον ναό που μόλις χτες και προχτές αποκαλούσατε σπηλιά και βωμό αιρετικών, και κανένας από εσάς δεν έμπαινε για να μη μολυνθεί, γιατί λειτουργούσαν μέσα κληρικοί που είχαν αγκαλιάσει την Ένωση των Εκκλησιών, τώρα, λόγω τής επικείμενης οργής, το βάζετε πάνω σας σαν λύτρο σωτηρίας. Αλλά ούτε η επικείμενη δίκαιη οργή δεν θα μπορούσε να μετακινήσει τις καρδιές σας προς την ειρήνη. Ακόμη κι αν, σε μια τέτοια καταστροφή, κατέβαινε άγγελος από τον ουρανό και σάς έλεγε, «Αν δεχτείτε την Ένωση και κατάσταση ειρήνης στην Εκκλησία, θα διώξω τον εχθρό από την Πόλη», ακόμη και τότε δεν θα συναινούσατε. Και αν συναινούσατε, θα ήταν μόνο ψέμα! Το ήξεραν αυτό εκείνοι που πριν λίγες μόνο ημέρες είχαν πει: «Καλύτερα να πέσουμε στα χέρια των Τούρκων παρά σε εκείνα των Φράγκων».

ὦ δύστηνοι Ῥωμαῖοι, ὦ ἄθλιοι, τὸν ναὸν ὅν ἐκαλεῖτε χθὲς καὶ πρὸ τὴν χθὲς σπήλαιον καὶ βωμὸν αἱρετικῶν, καὶ ἄνθρωπος οὐκ εἰσήρχετο ἐξ ὑμῶν ἐντός, ἵνα μὴ μιανθῇ διὰ τὸ ἱερουργῆσαι ἔνδον τοὺς τὴν ἕνωσιν τῆς ἐκκλησίας ἁσπαζομένους, νῦν ἕνεκα τῆς ἐπελθούσης ὀργῆς ὡς σωτήριον λύτρον ἐνδύεσθε. ἀλλ’ οὐδὲ τῆς δικαίας ὀργῆς ἐπελθούσης, ἐκίνησεν ἄν τὰ σπλάχνα ὑμῶν πρὸς εἰρήνην· καὶ γὰρ ἐν τοσαύτῃ περιστάσει εἰ ἄγγελος κατήρχετο ἀπ’ οὐρανοῦ ἐρωτῶν ὑμᾶς “εἰ δέχεσθε τὴν ἕνωσιν καὶ τὴν εἰρηνικήν κατάστασιν τῆς ἐκκλησίας, διώξω τοὺς ἐχθροὺς ἐκ τῆς πόλεως,” οὐκ ἄν συνετίθεσθε. εἰ δὲ καὶ συνετίθεσθε, ψεῦδος ἄν ἦν τὸ συντιθέμενον. ἴσασιν οἱ λέγοντες πρὸ ὀλίγων ἡμερῶν “κρεῖττον ἐμπεσεῖν εἰς χείρας τῶν Τούρκων ἤ Φράγκων.”

Τότε οι Τούρκοι, λεηλατώντας, σφάζοντας και αιχμαλωτίζοντας, έφτασαν στον ναό πριν περάσει η πρώτη ώρα τής ημέρας. Βρίσκοντας τις πύλες κλεισμένες, τις έσπασαν χωρίς καθυστέρηση με τσεκούρια. Μπήκαν μέσα με τα σπαθιά και βλέποντας τις χιλιάδες τού λαού, συλλάμβανε και έδενε καθένας τον δικό του αιχμάλωτο. Γιατί δεν υπήρχε εκεί κανένας να αντισταθεί ή να μην παραδοθεί σαν πρόβατο. Ποιος μπορεί να διηγηθεί την εκεί συμφορά; Ποιος μπορεί να περιγράψει τα κλάματα και τις φωνές των νηπίων, τις μέσα στα δάκρυα κραυγές των μητέρων; τούς θρήνους των πατέρων ποιος θα διηγηθεί; Ο τυχών Τούρκος αναζητούσε το πιο τρυφερό κορίτσι. Την ωραία καλόγρια, που μέχρι τώρα ανήκε μόνο σε έναν [στον Θεό], την άρπαζε και την έδενε άλλος δυνάστης. Η αρπαγή προκσλούσε το τράβηγμα πλεξούδων μαλλιών, την έκθεση στηθών και μαστών και το τέντωμα χεριών. Τότε δενόταν η σκλάβα με την κυρία της, ο αφέντης με τον σκλάβο του, ο αρχιμανδρίτης με τον θυρωρό, τρυφεροί νέοι με παρθένες, παρθένες που δεν τις είχε δει ποτέ ο ήλιος, παρθένες που σπάνια τις έβλεπε ο πατέρας τους, τις τραβούσαν, τις έσπρωχναν και τις μαστίγωναν. Γιατί ο άρπαγας ήθελε να τις οδηγήσει σε συγκεκριμένο σημείο, να τιε αφήσει εκεί φυλασσόμενες με ασφάλεια και να επιστρέψει για να κάνει και δεύτερη αρπαγή, ακόμη και τρίτη. Οι άρπαγες, οι εκδικητές τού Θεού, βιάζονταν πολύ. Μέσα σε μια ώρα τούς είχαν δέσει όλους: τούς αρσενικούς με σχοινιά και τις γυναίκες με τα ίδια τους τα πέπλα. Ήταν εντυπωσιακό θέαμα οι άπειρες αλυσίδες αιχμαλώτων, που έβγαιναν από τον ναό και από το ιερό τού ναού σαν αγέλες και κοπάδια προβάτων. Έκλαιγαν και οδύρονταν και δεν υπήρχε κανένας να τούς δείξει έλεος.

τότε οἱ Τοῦρκοι κουρσεύοντες σφάττοντες αἰχμαλωτίζοντες ἔφθασαν ἐν τῷ ναῷ οὕπω πρώτης ὥρας παρελθούσης, καὶ εὑρόντες τὰς πύλας κεκλεισμένας σὺν τοῖς πελέκεσιν ἔβαλον κάτω μὴ βραδύναντες. ἐλθόντες δὲ ξιφήρεις ἐντὸς καὶ ἰδόντες τὸν μυριάριθμον δῆμον, ἕκαστος τὸν ἴδιον αἰχμάλωτον ἐδέσμει, οὐ γὰρ ἦν ἐκεῖ ὁ ἀντιλέγων ἤ ὁ μὴ προδιδοὺς ἑαυτὸν ὡς πρόβατον. τὶς ἐστιν ὅς διηγήσεται τὴν ἐκεῖ συμφορὰν; τὶς τοὺς γεγονότας τότε κλαυθμοὺς καὶ τὰς φωνὰς τῶν νηπίων καὶ τὰ σὺν βοῇ δάκρυα τῶν μητέρων καὶ τῶν πατέρων τοὺς ὀδυρμοὺς τὶς διηγήσεται; ὁ τυχὼν Τοῦρκος τὴν τρυφερωτέραν ἐρευνᾷ. τὴν ὡραίαν ἐν μοναζούσαις προκατεῖχε μὲν εἷς, ἄλλος δὲ δυνάστης ἁρπάζων ἐδέσμει· ἡ δὲ τῆς ἁρπαγῆς καὶ τοῦ ἑλκυσμοῦ αἰτία πλόκαμοι τριχῶν, στηθέων καὶ μασθῶν ἀποκαλύψεις, βραχιόνων ἐκτάσεις. τότε ἐδεσμεῖτο δούλη σὺν τῇ κυρίᾳ, δεσπότης σὺν τῷ ἀργυρωνήτῳ, ἀρχιμανδρίτης σὺν τῷ θυρωρῷ, τρυφεροὶ νέοι σὺν παρθένοις, παρθένους ἅς οὐχ ἑώρα ἥλιος, παρθένους ἅς ὁ γεννήσας μόλις ἔβλεπεν, ἑλκόμεναι, εἰ δὲ καὶ ἀντωθοῦντο, καὶ ραβδιζόμεναι· ἠβούλετο γὰρ ὁ σκυλεύσας εἰς τόπον ἄγειν, καὶ παρακαταθεμένος ἐν ἀσφαλείᾳ στραφῇ καὶ καὶ δευτέραν πραῖδαν ποιῆσαι καὶ τρίτην. ἐβιάζοντο οἱ ἅρπαγες, οἱ ἐκδικηταὶ τοῦ θεοῦ, καὶ πάντας μὲν ἰδεῖν ἐν μιᾷ ὥρᾳ δεσμωθέντας, τοὺς μὲν ἄρρενας σὺν καλωδίοις, τὰς δὲ γυναίκας σὺν τοῖς σουδαρίοις αὐτῶν· καὶ ἦν ἰδεῖν ὁρμαθοὺς ἐξερχομένους ἀπείρους ἐκ τοῦ ναοῦ καὶ ἐκ τῶν ἀδύτων τοῦ ναοῦ, ὥσπερ ἀγέλας καὶ ποίμνια προβάτων. κλαίοντες, ὀδυρόμενοι, καὶ ὁ ἑλεὼν οὐκ ἦν.

Τι απέγιναν οι θησαυροί τού ναού; Τι να πω και πώς να το πω; Η γλώσσα μου κόλλησε στο λαρύγγι μου. Δεν μπορώ να αναπνεύσω με το στόμα μου κλεισμένο. Αμέσως τα σκυλιά έκοψαν τις άγιες εικόνες σε κομμάτια, αφαιρώντας τα στολίδια. Τις αλυσίδες, τα κηροπήγια, τα ιερά καλύμματα των βωμών και τα σκεύη φωτισμού, άλλα κατέστρεψαν και άλλα τα άρπαξαν. Όλα τα πολύτιμα και ιερά σκεύη τού ιερού σκευοφυλάκιου, φτιαγμένα από χρυσό, ασήμι και άλλα πολύτιμα υλικά, αρπάχτηκαν σε μια στιγμή, αφήνοντας τον ναό έρημο και γυμνό. Τίποτε απολύτως δεν άφησαν πίσω.

τὰ δὲ τοῦ ναοῦ πῶς; τὶ εἰπῶ ἤ τὶ λαλήσω; ἐκολλήθη ἠ γλῶσσά μου τῷ λάρυγγί μου, οὐ δύναμαι ἑλκῦσαι πνεῦμα τοῦ στόματός μου σφραγέντος. αὐθωρὸν οἱ κύνες τὰς ἁγίας εἰκόνας κατέκοψαν τὸν κόσμον ἀφελόντες, τὰς ἀλύσεις, μανουάλια, ἐνδυτὰς τῆς ἁγίας τραπέζης, τὰ φωτοδόχα ἀγγεῖα, ἄλλα φθείροντες, ἕτερα λαμβάνοντες. τὰ τοῦ ἱεροῦ σκευοφυλακίου τίμια καὶ ἱερὰ σκεύη χρυσᾶ τε καὶ ἀργυρᾶ καὶ ἐξ ἄλλης τιμίας ὕλης κατασκευασθέντα ἅπαντα ἐν μιᾷ ροπῇ συνήγαγον, ἀφέντες τὸν ναὸν ἔρημον καὶ γυμνὸν, μηδ’ ὁτιοῦν καταλείψαντες.

Τότε εκπληρὠθηκαν και στη Νέα Σιών εκείνα που είπε ο Θεός μέσω τού προφήτη Αμώς: «Έτσι λέει ο Κύριος Θεός ο Παντοδύναμος. Θα τιμωρήσω και τη Βαιθήλ για τα ειδωλολατρικά της θυσιαστήρια. Θα καταστραφούν και θα πέσουν ερείπια στη γη τα θυσιαστήρια. Θα συγκλονίσω και θα γκρεμίσω τούς χειμερινούς και θερινούς οίκους. Και θα καταστραφούν οι πολυτελείς ελεφάντινοι οίκοι, ενώ μαζί με αυτούς θα γκρεμιστεί και άλλο πλήθος κατοικιών, λέγει ο Κυριος». «Απέρριψα τις γιορτές σας, δεν θα μυρίσω τις θυσίες σας στις μεγάλες γιορτές και τα πανηγύρια σας. Γιατί αν μού προσφέρετε ολοκαυτώματα και άλλες θυσίες σας, δεν θα τις επιβλέψω. Να απομακρύνετε από κοντά μου τον ήχο των ωδών σας. Δεν θέλω να ακούσω τις μελωδίες των οργάνων σας». «Ο Κυριος μού είπε τότε. Εφτασε πια το τέλος τού λαού μου τού Ισραήλ. Δεν πρόκειται πια να τον επισκέπτομαι και να τού παρέχω την προστασία μου. Ολολυγμοί θα αντηχήσουν τότε στις οροφές τού ναού εκείνη την ημέρα τής καταστροφής, λέει ο Κυριος. Ακούστε λοιπόν αυτά εσείς οι πλούσιοι και ισχυροί, οι οποίοι συντρίβετε τον άπορο και καταδυναστεύετε πάντοτε τούς πτωχούς τής χώρας. Εσείς που λέτε, πότε θα περάσει η αργία τής νουμηνίας για να επιδοθούμε στο εμπόριό μας και πότε θα έρθει το Σάββατο για να ανοίξουμε τις θησαυροφόρες επιχειρήσεις μας, να χρησιμοποιήσουμε ελλιποβαρή σταθμά στην πώληση και βαρύτερα στην αγορά και γενικά να χρησιμοποιούμε άδικη ζυγαριά σε εξυπηρέτηση τού συμφέροντός μας. Για να μπορέσουμε έτσι να αγοράσουμε τον φτωχό ως δούλο μας και τον ταπεινό για ένα ζευγάρι παπούτσια». «Εκείνη την ημέρα, λέει ο Κύριος, ο ήλιος θα δύσει το μεσημέρι και το φως θα σκοτεινιάζει στη γη μέρα με τη μέρα. Θα μετατρέψω τις γιορτές σας σε πένθος και όλα τα τραγούδια σας σε θρήνο».

τότε ἐπληροῦντο καὶ ἐν τῇ νέᾳ Σιὼν τὰ παρὰ τοῦ θεοῦ διὰ τοῦ Ἀμὼς τοῦ προφήτου λεγόμενα “τάδε λέγει κύριος ὁ θεὸς ὁ παντοκράτωρ. ἐκδικήσω επί τὰ θυσιαστήρια Βεθὴλ, καὶ κατασκαφήσεται τὰ κέρατα τοῦ θυσιαστηρίου, καὶ πεσοῦνται ὑπὸ τὴν γῆν· καὶ συντρίψω καὶ πατάξω τὸν οἶκον τὸν περὶπτερον ἐπὶ τὸν οἶκον τὸν θερινὸν, καὶ ἀπολοῦνται οἱ οἶκοι οἱ ἐλεφάντινοι, καὶ ἀφανισθήσονται οἶκοι ἕτεροι πολλοί, λέγει κύριος. ἀπῶσμαι τὰς ἑορτὰς ὑμῶν, καὶ οὐ μὴ ὀσφρανθῶ ἐν ταῖς πανηγύρεσιν ὑμῶν. διότι εἰ ἐνέγκητέ μοι ὁλοκαυτώματα καὶ θυσίας ὑμῶν, οὐκ ἐπιβλέψομαι. μετάστησον ἀπ’ ἐμοῦ ἦχον ὠδῶν σου, καὶ ψαλμὸν ὀργάνων σου οὐκ ἀκούσομαι. καὶ εἶπε κύριος πρὸς με, ἥκει τὸ πέρας επί τὸν λαὸν μου Ἰσραὴλ· οὐκέτι οὐ μὴ προσθῶ τοῦ παρελθεῖν αὐτὸν, καὶ ὀλολύξει τὰ φατνώματα τοῦ ναοῦ ἐν ἐκείνῃ τῇ ἡμέρᾳ, λέγει κύριος. ἀκούσατε δὴ ταῦτα οἱ ἐκθλίβοντες εἰς τὸ πρωΐ πένητα καὶ καταδυναστεύοντες πτωχοὺς ἀπὸ τῆς γῆς, οἱ λέγοντες, πότε διελεύσεται ὁ μὴν, καὶ ἐμπολήσομεν, καὶ πότε ἥξει τὰ σάββατα, καὶ ἀνοίξομεν θησαυρούς, τοῦ ποιῆσαι μικρὸν τὸ μέτρον καὶ τοῦ μεγαλῦναι σταθμίον καὶ ποιῆσαι ζυγὸν ἄδικον, τοῦ κτᾶσθαι ἐν ἀργυρίῳ πτωχοὺς καὶ ταπεινοὺς ἀνθ’ ὑποδημάτων. ἐν ἐκείνῃ τῇ ἡμέρᾳ, λέγει κύριος, δύσεται ὁ ἥλιος μεσημβρίας, καὶ συσκοτάσει ἐπὶ γῆς ἐν ἡμέρᾳ φωτὸς. καὶ μεταστρέψω τὰς ἑορτὰς ὑμῶν εἰς πένθος καὶ πάσας τὰς ὠδὰς ὑμῶν εἰς θρῆνον.»

Πρβλ. Λεονάρδο Χίου στο Lonicer, Chron. turcica, II, 100, ο οποίος είναι συνοπτικότερος, αλλά όχι λιγότερο ρητορικός από τον Δούκα.

Κριτόβουλος, I, 66, 2, επιμ. Müller, FHG, V-l, σελ. 98a, επιμ. Grecu, σελ. 147:

Μπαίνοντας στη μεγάλη εκκλησία τής Αγίας Σοφίας βρήκαν μεγάλο πλήθος ανδρών, γυναικών και παιδιών που είχαν καταφύγει εκεί και παρακαλούσαν τον Θεό. Τούς συνέλαβαν σαν να τούς ἐπιαναν με δίχτυ, τούς πήραν όλους έχοντας παραδοθεί και τούς μετέφεραν αιχμάλωτους, άλλους στις γαλέρες και άλλους στο στρατόπεδο.

«Ἐς δὲ τὸν μέγιστον ἐσελθόντες τῆς τοῦ θεοῦ Σοφίας νεὼν, εὗρον ἐκεῖ πολὺ τι πλῆθος ἀνδρῶν τε καὶ γυναικῶν καὶ παίδων καταφυγόντας τε καὶ θεοκλητοῦντας· οὕς καὶ δίκην σαγήνης ξυγκλείσαντες παρεστήσαντο πάντας ὁμολογίᾳ, καὶ ἀπήγαγον αἰχμαλώτους, τοὺς μὲν ἐς τὰς τριήρεις, τοὺς δὲ ἐς τὸ στρατόπεδον.»

Ψευδο-Σφραντζής, III, 8, CSHB, Βόννη, σελ. 289-90, επιμ. Grecu, σελ. 430, 432:

Καί έτσι κυριάρχησαν οι εχθροί σε ολόκληρη την Πόλη, ημέρα Τρίτη, δυόμιση ώρες από το ξημέρωμα, τού έτους 6961 από τη δημιουργία τού κόσμου [1453], στις 29 Μαΐου. Σκοπός των επιτιθέμενων ήταν η αρπαγή και η αιχμαλωσία, ενώ εκείνοι που αντιστέκονταν και καταλαμβάνονταν υφίσταντο σφαγή. Σε μερικά σημεία το έδαφος δεν φαινόταν καθόλου λόγω τού πλήθους των νεκρών. Και έβλεπε κανείς παράξενο θέαμα και πολλά κλάματα και διάφορες και αμέτρητες υποδουλώσεις. Τις ευγενείς αρχόντισσες και τις παρθένους και τις αφοσιωμένες στον Θεό τις τραβούσαν οι Τούρκοι ανελέητα από τα μακριά μαλλιά και τις πλεξούδες τού κεφαλιού έξω από τις εκκλησίες με οδυρμούς. Ακουγόταν το βουητό και τα κλάματα των παιδιών. Οι ιεροί και άγιοι οίκοι ήσαν λεηλατημένοι. Ποιος θα διηγηθεί τη φρίκη που φαινόταν και ακουγόταν; Έβλεπε κανείς το άγιο αίμα και σώμα τού Χριστού να χύνεται και να ρίχνεται στο έδαφος, ενώ αρπάζοντας τα πολύτιμα δοχεία που το περιείχαν, άλλα τα έσπαγαν και εκείνα που διασώζονταν τα έκρυβαν στον κόρφο τους, ενώ το ίδιο έκαναν και με τα διακοσμητικά τους στολίδια. Καταπατούσαν τις άγιες εικόνες τις στολισμένες με χρυσάφι και ασήμι και πολύτιμα πετράδια και αφαιρώντας τα στολίδια, τις έκαναν κρεβάτια και τραπέζια. Και σκέπαζαν τα άλογα με τις ιερατικές στολές και τα ενδύματα, που ήσαν άλλα μεταξωτά και άλλα χρυσοΰφαντα, ενώ άλλοι έτρωγαν πάνω σε αυτά, και άρπαζαν τα πολύτιμα μαργαριτάρια των αγίων κειμηλίων, καταπατώντας τα άγια λείψανα. Και άλλα πολλά αξιοθρήνητα ανοσιουργήματα διέπρατταν οι πρόδρομοι τού αντίχριστου. Χριστέ βασιλιά, οι σοφές σου αποφάσεις είναι ανερμήνευτες και ανεξιχνίαστες. Και έβλεπε κανείς εκείνη την τεράστια και ιερότατη εκκλησία τής Σοφίας τού Θεού, τον επίγειο ουρανό, τον θρόνο τής δόξας τού Θεού, το άρμα των χερουβείμ, το δεύτερο στερέωμα, το έργο των χεριών τού Θεού, το άξιο θέαμα και έργο, την παραφορά χαράς όλης τής γης, την ωραία και ωραιότερη από τις ωραίες, στο εσωτερικό των αδύτων τής οποίας και πάνω στα θυσιαστήρια και τις τράπεζες έτρωγαν κι έπιναν, και διέπρατταν πάνω τους τις ασελγείς τους πράξεις και ορέξεις με γυναίκες και παρθένους και παιδιά. Ποιος δεν θα σε θρηνήσει άγιε ναὲ; Παντού υπήρχε κάθε κακό και πονούσε κάθε κεφάλι. Στα σπίτια θρήνοι και κλάματα, στα σταυροδρόμια οδυρμοί, στις εκκλησίες σπαραγμοί, σπαραχτικές κραυγές ανδρών, ολοφυρμοί γυναικῶν, τραβήγματα, υποδουλώσεις, βίαιοι χωρισμοί και βιασμοί. Oι ευγενείς θεωρούνταν ανέντιμοι, οι πλούσιοι πονηροί. Οι πλατείες, οι γωνίες σε κάθε περιοχή, παντού, ήσαν γεμάτες με όλες τις κακίες. Κανένα μέρος δεν έμεινε ανεξερεύνητο ή χωρίς να βεβηλωθεί. Χριστέ βασιλιά, ελευθέρωσε από την τότε θλίψη και στενοχώρια κάθε πόλη και χώρα, την οποία κατοικούν χριστιανοί. Κανένα κήπο ή κατοικία δεν άφησαν οι ασεβείς χωρίς να σκάψουν, για να βρουν τα κρυμμένα χρήματα. Kαι φορτώθηκαν βρίσκοντας πολλούς νέους και παλαιούς θησαυρούς και άλλα πολύτιμα πράγματα.

«Καί οὕτως ἐγκρατεῖς οἱ πολέμιοι πάσης τῆς πόλεως γεγονότες ἡμέρᾳ τρίτῃ, ὥρᾳ ἦν τῆς ἡμέρας β΄ καὶ ἥμισυ, τοῦ ,ςϡξα’ ἔτους, τῇ κθ’ μηνὸς Μαΐου. καὶ τῶν μὲν προσπιπτόντων ἦν ἁρπαγὴ καὶ αἰχμαλωσία, τῶν δὲ καταλαμβανομένων καὶ ἀνθισταμένων σφαγὴ˙ καὶ οὐδαμῶς ἡ γῆ ἔν τισι τόποις ἐκ τῶν νεκρῶν διεφαίνετο. καὶ ἦν ἰδεῖν θέαμα ξένον καὶ θρήνους πολλοὺς καὶ ποικίλους καὶ ἀμετρήτους ἀνδραποδισμούς, τῶν εύγενῶν ἀρχουσῶν καὶ παρθένων καὶ ἀφιερωμένων τῷ θεῷ συρομένων ὑπὸ τῶν Τούρκων διὰ τῶν ἐθείρων καὶ κόμων καὶ πλοκάμων τῆς κεφαλῆς ἔξωθεν τῶν ἐκκλησιῶν μετὰ ὀδυρμῶν ἀνηλεῶς, τὴν βοὴν καὶ κλαυθμὸν τῶν παίδων, τοὺς ἱεροὺς καὶ ἁγίους οἴκους λεηλατισμένους, τὸ φρικῶδες καὶ ἀκουόμενον τὶς διηγήσεται; ἦν ὁρᾶν τὸ θεῖον αἷμα καὶ σῶμα Χριστοῦ κατὰ γῆς χεόμενον καὶ ῥιπτόμενον, καὶ τὰ τιμαλφῆ δοχεῖα τούτου ἁρπάζοντες τὰ μὲν διέθραυον τὰ δὲ σῶα ἐνεκολπίζοντο, καὶ τοὺς ἐγκεκοσμημένους κόσμους ὁμοίως ἐποίουν, καὶ τὰς ἁγίας εἰκόνας μετὰ χρυσοῦ καὶ ἀργύρου καὶ λίθων πολυτίμων κατεπάτουν, καὶ τοὺς κόσμους αἴροντες κλίνας καὶ τραπέζας ἐποίουν, καὶ μετὰ τῶν ἱερατικῶν στολῶν καὶ ἐνδυμάτων τῶν ἐκ σηρικῶν καὶ χρυσοϋφάντων ὄντων τοὺς ἵππους ἐσκέπαζον, καὶ ἄλλοι ἐπ’ αὐτοῖς ἤσθιον, καὶ τοὺς πολυτίμους μαργάρους τῶν ἁγίων κειμηλίων ἀναρπάστους ἐποίουν, τὰ ἅγια λείψανα καταπατοῦντες. Και έκαναν κι άλλα πολλά αξιοθρήνητα ανοσιουργήματα οι πρόδρομοι του αντίχριστου. ὦ τῶν σοφῶν σου κριμάτων Χριστέ βασιλεῦ, ὡς ἀνερμήνευτα καὶ ἀνεξιχνίαστα εἰσὶ. καὶ ἦν ἰδεῖν τὸν παμμέγιστον ἐκεῖνον ναὸν καὶ θειώτατον τῆς τοῦ θεοῦ σοφίας, τὸν οὐρανὸν τὸν ἐπίγειον, τὸν θρόνον τῆς δόξης τοῦ θεοῦ, τὁ Χερουβικὸν ὄχημα καὶ στερέωμα δεύτερον, τὴν θεοῦ χειρῶν ποίησιν, τὸ θέαμα καὶ ἔργον ἄξιον, τὸ πάσης τῆς γῆς ἀγαλλίαμα, τὸν ὡραῖον καὶ ὡραίων ὡραιότερον· οὗ ἔσωθεν τῶν ἀδύτων καὶ ἄνωθεν τῶν θυσιαστηρίων καὶ τραπεζῶν ἤσθιον καὶ ἔπινον, καὶ τὰς ἀσελγεῖς γνώμας καὶ ὀρέξεις αὐτῶν μετὰ γυναικῶν καὶ παρθένων καὶ παίδων ἐπάνωθεν ἐποίουν καὶ ἔπραττον. τὶς μὴ θρηνήσῃ σε, ἅγιε ναὲ; καὶ πανταχοῦ πᾶν κακὸν ἦν, καὶ πᾶσα κεφαλὴ ἤλγει. ἐν οἴκοις θρῆνοι καὶ κλαυθμοί, ἐν τριόδοις ὀδυρμοί, ἐν ναοῖς ὀλοφυρμοί, ἀνδρῶν οἰμωγαί, γυναικῶν ὀλολυγαὶ ἑλκυσμοὶ ἀνδραποδισμοὶ διασπασμοί τε καὶ βιασμοί. οἱ σεμνοὶ τῷ γένει ἀτίμως περιῆσαν, οἱ πλούσιοι ἀνόσιοι. αἱ πλατεῖαι, αἱ γωνίαι κατὰ πάντα τόπον πανταχοῦ πασῶν κακιῶν ἦν ἔμπλεα· οὐδεὶς τόπος ἀνεξερεύνητος ἤ ἄσυλος ἔμεινεν, ὦ Χριστὲ βασιλεῦ, τῆς τότε θλίψεως καὶ στενοχωρίας πᾶσαν πόλιν καὶ χώραν, ἥν οἰκοῦσιν οἱ Χριστιανοί, ἐλευθέρωσον. καὶ πάντα κῆπον καὶ οἶκον οἱ ἀσεβεῖς οὐκ εἴασαν ἀνώρυκτον, ἵνα τὰ κεκρυμμένα χρήματα εὕρωσι· και πλείστων μὲν νέων θησαυρῶν καὶ παλαιῶν καὶ ἑτέρων πολυτίμων πραγμάτων εὑρόντες ἐνεπλήσθησαν.»

Χαλκοκονδύλης, βιβλίο viii, CSHB, Βόννη, σελ. 397, επιμ. Darkò, II, 161:

Τόσο οι άνδρες όσο και οι γυναίκες στράφηκαν τότε προς τη μεγαλύτερη εκκλησία τής πόλης, που ονομάζεται Αγία Σοφία. Μεγάλο πλήθος συγκεντρώθηκε εκεί και περισσότεροι συνέρρεαν όλη την ώρα, συμπεριλαμβανομένων ανδρών, γυναικών και παιδιών. Λίγο αργότερα συνελήφθησαν από τούς Τούρκους χωρίς μάχη και πολλοί από τούς άνδρες μέσα στην εκκλησία σκοτώθηκαν από τούς Τούρκους. Άλλοι Έλληνες που αναζήτησαν καταφύγιο αλλού στην πόλη δεν ήξεραν τι να κάνουν και λίγο μετά μερικοί από αυτούς σκοτώθηκαν ενώ άλλοι συνελήφθησαν. Πολλοί Έλληνες που ήσαν γενναίοι άνδρες πολέμησαν και πέθαναν για την πατρίδα τους, αντί να δουν τη σύλληψη των συζύγων και των παιδιών τους ως αιχμαλώτων.

«οἱ δὲ ἄνδρες τε καὶ γυναῖκες, πλῆθος πολὺ γενόμενοι ἐνταῦθα ἐπιρρεόντων αἰεὶ συχνῶν, ἐτράποντο ἐπὶ τοῦ μεγίστου νεὼ τῆς πόλεως, τῆς ἁγίας Σοφίας καλουμένης, καὶ ἐνταῦθα συνελέγοντο ἄνδρες τε καὶ γυναῖκες καὶ παῖδες. οὐ πολλῷ μέντοι ὕστερον ἑάλωσαν ὑπὸ τῶν Τούρκων ἀμαχητί, καὶ ἀνδρῶν οὐκ ὀλίγοι ἐντὸς τοῦ νεὼ διεφθάρησαν ὑπὸ Τούρκων. ἄλλοι δ’ αὖ τῶν Ἑλλήνων ἄλλῃ τῆς πόλεως τραπόμενοι ἐν ἀπορίᾳ τε εἴχοντο, καὶ οὐ πολλῷ ὕστερον οἱ μὲν ἀπώλοντο, οἱ δὲ καὶ ἡλίσκοντο. καὶ πολλοὶ τῶν Ἑλλήνων ἄνδρες γενόμενοι ἀγαθοὶ ἐμαχέσαντο καὶ ἀπέθανον πρὸ τῆς πατρίδος, ὥστε μὴ ἐπιδεῖν τὰς γυναῖκας αὐτῶν καὶ τοὺς παῖδας εἰς ἀνδραποδισμὸν γιγνομένας.»

Ο καρδινάλιος Ισίδωρος τού Κιέβου έγραψε επίσης θρήνο για την πτώση τής Κωνσταντινούπολης, που έχει δημοσιευθεί από τον P. A. Dethier στα Monumenta Hungariae historica, XXI, μέρος 1 (1872), σελ. 687-95 (πρβλ. πιο κάτω, σημείωση 95).

[←81]

Tedaldi στο Martène και Durand, Thes. novus anecdotorum, I, στήλη 1823CD:

«Οι ενετικές γαλέρες τού δρομολογίου τής Ρωμανίας και τής Τραπεζούντας παρέμειναν εκεί μέχρι το μεσημέρι, περιμένοντας να σώσουν κάποιους χριστιανούς αν έρχονταν, μεταξύ των οποίων ήταν ο Τζάκοπο Τεντάλντι, ο οποίος στεκόταν στο τείχος φρουρώντας το τμήμα από το οποίο μπήκαν οι Τούρκοι, ακόμη και δύο ώρες μετά την είσοδό τους. Έφτασε στη θάλασσα, γδύθηκε και κολύμπησε μέχρι τις γαλέρες, όπου τον παρέλαβαν».

(Les gallées Venitiennes de voyage de Romanie et de Trapesonde demourerent là jusques à midy, attendans pour sauver aucuns Chrestiens, dont il en est venu ung, entre lesquieulx fut cestuy Jacques Tedaldy, qui estant sur le mur en sa garde de la part où entrerent les Turcs, senu leur entrée bien deux heures après. Ainsi gagna la mer et se dèpouilla et entra jusques aux gallées, qui le receurent)

Δεδομένου ότι οι Τούρκοι εισήλθαν στην πόλη από διάφορα σημεία, αφού διέσπασαν τις πύλες Αγίου Ρωμανού και Χαρισίου, είναι δυσκολο να πούμε σε ποιο σημείο των τειχών στεκόταν ο Τεντάλντι.

[←82]

Barbaro, Giornale, επιμ. Cornet, σελ. 57-59, επιμ. Dethier, σελ. 821-24. Πρβλ. Tedaldi στο Martène και Durand, Thes. novus anecdotorum, I, στήλη 1123D και Δούκα, κεφ. 39, CSHB, Βόννη, σελ. 297. Ο Ζακκαρία Γκριόνι ελευθερώθηκε από τούς Τούρκους με την πληρωμή λύτρων τον Ιούλιο τού 1453. Επιστρέφοντας στην Κρήτη φυλακίστηκε από τούς Γενουάτες στη Χίο για χρέη. Βλέπε M. Manoussakas, «Les Derniers defenseurs cretois de Constantinople d’ apres les documents venitiens», Akten des XI, Internationalen Byzantinisten-Kongresses (1958), Μόναχο, 1960, σελ. 333-34. Οι κυβερνήτες των άλλων τριών Κρητικών σκαφών ήσαν Έλληνες (ο Πέτρος Σγουρός, τού οποίου ο θείος Γεώργιος ήταν ιδιοκτήτης τού σκάφους, ο Aντώνιος Υαλινάς και ο Αντώνιος Φιλομάτης), ενώ το πλοίο ενός άλλου Ενετού, τού Τζιοβάννι Βενιέρ, φαίνεται ότι απομακρύνθηκε επίσης με ασφάλεια. Πρβλ. Manoussakas, ό. π., σελ. 335-39 και R. Browning, «A note on the capture of Constantinople in 1453», Byzantion. XXII (1952), 381-84. Πέρα από αυτά, κι άλλα σκάφη επίσης δραπέτευσαν από τούς Τούρκους [Pertusi, Caduta di Costantinopoli, I (1976), 368, σημείωση 180].

Ο Υαλινάς, «σημαντικός άνθρωπος τής θάλασσας» (notabilis homo maris), έχασε σχεδόν όλη την περιουσία του με την πτώση τής Κωνσταντινούπολης. Στις 26 Δεκεμβρίου (1453) η Ενετική Γερουσία έδωσε εντολή στην αποικιακή κυβέρνηση τής Κρήτης να τον βοηθήσει να πληρώσει τα χρέη του προς ορισμένους Εβραίους, στους οποίους δεν έπρεπε να επιτραπεί τόκος μεγαλύτερος από 10 τοις εκατό [Thiriet, Regestes, III (1961), αριθ. 2950, σελ. 193]. Τρία χρόνια αργότερα (στις 16 Νοεμβρίου 1456) ο Aντώνιος Φιλομάτης (Filomati) και ο αδελφός του Μάρκος πήραν άδεια από τη Γερουσία να αγοράσουν 40.000 μέτρα σταριού από την Απουλία για μεταφορά στην Κρήτη, όπου υπήρχε έντονη σιτοδεία [στο ίδιο ΙΙΙ, αριθ. 3026. σελ. 214].

[←83]

Barbaro, Giornale, επιμ. Cornet, σελ. 59, επιμ. Dethier, σελ. 825. Μόνο οι ενετικές απώλειες ανέρχονταν σε 200.000 δουκάτα, στα οποία πρέπει να προστεθούν άλλες 100.000 δουκάτα που χάθηκαν από τούς συμπατριώτες τους τού Χάνδακα. Πρβλ. Zorzo Dolfin, Assedio e presa di Constantinopoli, επιμ. G. M. Thomas στο Sitzungsber. d. k. bayer. Akad. d. Wissen. zu München, II (1868), 37, Sanudo, Vite de duchi στο RISS, XXII, στήλη 1151, W. Heyd, Histoire du commerce du Levant au moyen-age, μετάφρ. Furcy Raynaud, II (Λειψία, 1886, ανατυπ. 1967), 308-9.

O Tedaldi, Thes. novum anecdotorum, I, στήλη 1823E αναφέρει: «Εκτιμάται ότι τα λάφυρα τής Κωνσταντινούπολης απέφεραν στους Τούρκους τέσσερα εκατομμύρια δουκάτα…» (On estime que le butin de Constantinople vault aux Turcs quatre millions de ducas…).

Ο Τεντάλντι όμως προσδιορίζει τις ενετικές ζημιές σε 40-50.000 δουκάτα, εκείνες των Φλωρεντινών σε 20.000, των Αγκωνιτών σε περισσότερες από 20.000, ενώ οι γενουάτικες ζημιές ήσαν ανυπολόγιστες [πρβλ. Heyd, ό. π.]. Περίπου σαρανταεπτά Ενετοί σκοτώθηκαν ή πιάστηκαν αιχμάλωτοι [πρβλ. Sanudo, ό. π., στήλη 1150B και τούς καταλόγους ονομάτων σε παράρτημα τού ημερολόγιου τού Barbaro, οι οποίοι παρουσιάζουν προβλήματα, που δεν χρειάζεται να εξεταστούν εδώ]. Για τούς ομήρους και τούς νεκρούς όμως βλέπε Pertusi, I, 405-6 και για τις ζημιές που υπέστησαν τα ιταλικά κράτη στο ίδιο, σελ. 413-14.

Σύμφωνα με τον A. D. Mordtmann, Belagerung u. Eroberung Constantinopels (1858), σελ. 95-96, οι Τούρκοι συνήθιζαν να λένε για κάποιον πλούσιο πολλά χρόνια μετά την πτώση τής πόλης, ότι αυτός «ήταν στην άλωση τής Κωνσταντινούπολης».

Ο Χαλκοκονδύλης μιλά για τον πλούτο που έπεσε σε τουρκικά χέρια [βιβλίο viii, CSHB, Βόννη, σελ. 398-99, επιμ. Darkò, II, 162-63]:

Οι γενίτσαροι γέμισαν το στρατόπεδο τού σουλτάνου με τις γυναίκες και τα παιδιά των πιο επιφανών Ελλήνων, άρπαξαν πολύ πλούτο και έφτασαν σε μεγάλη ευημερία. Μπορούσε να δει κανείς το στρατόπεδο παντού γεμάτο με άνδρες και γυναίκες να φωνάζουν ο ένας στον άλλο και παιδιά που είχαν εκπλαγεί από αυτή τη συμφορά. Πολύς χρυσός και ασήμι μεταφέρθηκε από την πόλη στο στρατόπεδο, ενώ υπήρχε αφθονία πολύτιμων λίθων και το μέρος ήταν γεμάτο με ενδύματα κάθε είδους, έτσι ώστε σε μια μέρα έγινε εξαιρετικά πλούσιο αυτό το στρατόπεδο, τόσο από την άποψη των διακεκριμένων ανδρών, τού πλούτου και άλλων μορφών ευημερίας, που πολλοί από τούς γενίτσαρους να μην ξέρουν τι να κάνουν με την παρούσα καλή τους τύχη. Μερικοί αγόρασαν πολύτιμους λίθους σε χαμηλές τιμές, καθώς οι γενίτσαροι δεν γνώριζαν την πραγματική τους αξία και έτσι πλούτισαν πολύ. Φαίνεται επίσης ότι οι γενίτσαροι πωλούσαν τον χρυσό στην τιμή τού χαλκού.

«Οἱ μὲν οὖν νεήλυδες αὐτίκα τὸ στρατόπεδον τοῦ βασιλέως ἐνέπλησαν [καὶ] γυναικῶν τε ἅμα καὶ παίδων τῶν περιφανεστάτων Ἑλλήνων, καὶ ὄλβον πολὺν ἀποφερόμενοι μέγα εὐδαίμονες ἐγένοντο. καὶ ἦν ἰδεῖν τὸ στρατόπεδον ἁπανταχῇ πλέων ἀνδρῶν τε καὶ γυναικῶν ἀλλήλους ἐπιβοωμένων καὶ παίδων ἐκπεπληγμένων ταύτῃ τῇ συμφορᾷ. καὶ χρυσὸς μὲν πολὺς καὶ ἄργυρος ἐφορεῖτο τῆς πόλεως ἐς τὸ στρατόπεδον, καὶ λίθων εὐπορία ἦν, καὶ ἐσθήτων παντοδαπῶν πλέως ἡ χώρα, ὥστε μιᾷ ἡμέρᾳ μέγα δὴ ὄλβιον γενέσθαι τοῦτο τὸ στρατόπεδον ἀπό τε ἀνδρῶν περιφανῶν καὶ πλούτου καὶ τῆς ἄλλης εὐδαιμονίας, ὥστε πολλοὺς μὲν οὐκ ἔχειν ὅ τι χρήσαιντο τῶν νεηλύδων τῇ παρούσῃ εὐδαιμονίᾳ. καὶ 2.163 λίθους μὲν ἐξωνησάμενοι ὀλίγης τιμῆς, ἅτε μὴ εἰδότων τῶν νεηλύδων, ὁπόσου αὐτὰ δέοι ἀποδόσθαι, μέγα ὄλβιοι ἐγένοντο, καὶ χρυσόν, ᾗ ἔστιν, ἀντὶ χαλκοῦ φαίνονται ἀποδόμενοι οἱ νεήλυδες.»

To ανθελληνικό αίσθημα στη Δύση έδωσε αφορμή για μεγάλους μύθους φιλαργυρίας των Κωνσταντινουπολιτών ενόψει το κινδύνου, όπως ότι η πόλη έπεσε επειδή οι Έλληνες δεν ήσαν πρόθυμοι να μισθώσουν στρατεύματα, παρά το γεγονός ότι μια γυναίκα βρέθηκε αργότερα με θησαυρό αξίας 150.000 δουκάτων σε κοσμήματα, ασήμι, χρήματα και ρούχα, ενώ ένας άντρας έκρυβε 80.000 δουκάτα [Cronica di Bologna, ad ann. 1453, στο Muratori, RISS, XVIII (1731), στήλη 701D. Corpus chronicorum bononiensium στη νέα έκδοση τού RISS, XVIII, μέρος i, τομ. 4, σελ. 187a, 188b]. Πρβλ. L. Crivelli, De expeditione Pii papae secundi in Turcas, βιβλίο i στο RISS, XXIII (1733), στήλη 55 και στο νέo RISS, XXIII, μέρος V (1948-50), 59-60. Σημιώστε επίσης το συμπλήρωμα στο ημερολόγιο τού Niccolò Barbaro από τον Marco Barbaro, Giornale, επιμ. Cornet, σελ. 65-66.

Ο S. Antonino από τη Φλωρεντία περιγράφει ότι, ενώ η Κωνσταντινούπολη περικυκλωνόταν από τούς Τούρκους, οι Έλληνες έστειλαν απεσταλμένους στον πάπα Νικόλαο Ε’, ικετεύοντάς τον για βοήθεια σε άνδρες και χρήματα, την οποία αρνήθηκε, πιστεύοντας ότι ήταν άδικο να επιβαρύνει την Ιταλία, ήδη εξαντλημένη από πολέμους, από περαιτέρω φορολόγηση για να βοηθήσει τούς Έλληνες, για τούς οποίους ήξερε ότι είχαν αρκετά χρήματα για να μισθώσουν μισθοφόρους, αλλά οι οποίοι στερούνταν πατριωτισμού και είχαν τόσο μεγάλη πρόθεση να διατηρήσουν τον ιδιωτικό τους πλούτο, που τελικά έχασαν τα πάντα, συμπεριλαμβανομένης τής ελευθερίας τους. Μετά την πολιορκία βρέθηκαν μεγάλοι ιδιωτικοί θησαυροί, αλλά οι Έλληνες είχαν τυφλωθεί από φιλαργυρία. Βλέπε Raynaldus, Annales ecclesiastici ad ann. 1453, αριθ. 1, τόμ. XVIII (Cologne, 1694), σελ. 404.

Αναμφίβολα οι Έλληνες προσπαθούσαν να αποκρύψουν πλούτη, πράγμα για το οποίο ο Ψευδο-Σφραντζής κατηγορεί τον Νοταρά [III, 9, εκδ. CSHB, Βόννη, σελ. 291, γραμμές 15-20, επιμ. Grecu, σελ. 432, 434]:

Πηγαίνοντας σε αυτόν ο μεγάλος δούκας, ο κυρ Λουκάς Νοταράς, τον προσκύνησε και αφού τού έδειξε μεγάλο θησαυρό τον οποίο είχε κρυμμένο, πολύτιμα πετράδια και μαργαριτάρια και άλλα λάφυρα αντάξια αυτοκρατόρων…

«…προσελθὼν δὲ αὐτῷ ὁ μέγας δοὺξ ὁ κὺρ Λουκᾶς ὁ Νοταρᾶς προσεκύνησεν αυτὸν, καὶ δείξας αὐτῷ θησαυρὸν πολὺν ὅν εἶχε κεκρυμμένον, καὶ λίθους καὶ μαργάρους καὶ ἕτερα λάφυρα ἄξια βασιλεῦσιν…».

Όμως είναι εκπληκτικό να βρίσκουμε τον Pastor, Hist. Popes, II, 274 και Gesch. d. Päpste, I (ανατυπ. 1955), 621 να καταλαμβάνεται από αυτή την ανθελληνική προπαγάνδα.

Μολονότι ο Zorzo Dolfin γράφει ότι μετά την πτώση τής πόλης ο Νικόλαος Ε’ διέταξε να εξοπλιστούν πέντε γαλέρες στη Βενετία «με δικές του δαπάνες» (a sue spese) εναντίον των Τούρκων [επιμ. Thomas, ό. π., σελ. 38 και επιμ. Dethier, MHH, XXII-1, σελ. 1046], ενετικό έγγραφο στις 10 Απριλίου 1453 δείχνει ότι ο πάπας προσπαθούσε να εξοπλίσει τις πέντε γαλέρες του για κάποιο διάστημα πριν από αυτή την ημερομηνία [Sen. Secreta, Reg. 19, φύλλο 192 και C. B. Picotti, «Sulle Navi Papali in Oriente al tempo della Caduta di Costantinopoli», Nuovo Arch. veneto, n.s., XXII (1911), 420-21, 438-39]. O Dolfin παρατηρεί επίσης ότι ο Νικόλαος Ε’ χορήγησε πλήρη άφεση αμαρτιών σε όποιον έπαιρνε τα όπλα εναντίον των Τούρκων, «αλλά υπήρξε μικρή βοήθεια σε αυτού τού είδους την ανάγκη» (ma è pocho soccorso in tanto bisogno).

[←84]

Λεονάρδος Χίου στο Lonicer, Chron. turcica, II, 100: «Οδηγήθηκαν προς τα αντίσκηνα, όλοι τους περιουσία και λεία άλλων, δεμένοι όλοι με σχοινιά, 60.000 χριστιανοί αιχμάλωτοι» (Traducitur ad papiliones omnis substantia et praeda, vinctique omnes ad sexaginta milia funibus Christiani captivantur).

Ο Sa’d-ad-Din, μετάφρ. Gibb, σελ. 31 αναφέρει ότι «επί τρεις ημέρες και νύχτες υπήρχε με αυτοκρατορική άδεια [του σουλτάνου] γενική άλωση και τα νικηφόρα στρατεύματα, μέσω τού πλούτου των λαφύρων, περιέπλεξαν το χέρι τής κατοχής γύρω από το λαιμό των επιθυμιών τους…». Όμως ακολουθώντας τον Runciman, The Fall of Constantinople (1965), σελ. 148 ο Inalcik, «The policy of Μehmed II…», Dumbarton Oaks Papers, XXIII-XXIV, 233 πιστεύει ότι ο Μωάμεθ «έθεσε τέλος στη λεηλασία το βράδυ τής πρώτης μέρας».

[←85]

Κριτόβουλος, I, 67, επιμ. Müller, FHG, V-l. σελ. 98b, επιμ. Grecu, σελ. 149:

Είχαν πεθάνει συνολικά, Ρωμιοί και ξένοι, όπως αναφερόταν, σε όλες τις μάχες και στην ίδια την άλωση, άνδρες, γυναίκες και παιδιά, τέσσερις περίπου χιλιάδες, ενώ λίγο περισσότεροι από πενήντα χιλιάδες είχαν συλληφθεί αιχμάλωτοι, συμπεριλαμβανομένων πεντακόσιων από ολόκληρο τον στρατό.

«Ἀπέθανον δὲ τῶν μὲν Ῥωμαίων καὶ τῶν ξένων, ὡς ἐλέγοντο, παρ’ ὅλον τὸν πόλεμον καὶ ἐν αὐτῇ δὴ τῇ ἁλώσει ξύμπαντες, ἄνδρες, φημί, καὶ γυναῖκες καὶ παῖδες, ἐγγὺς που τετρακισχίλιοι· ἐλήφθησαν δὲ καὶ αἰχμάλωτοι ὀλίγῳ πλείους πεντάκις μυρίων, τῆς δὲ στρατιᾶς ἁπάσης ἀμφὶ τοὺς πεντακοσίους.»

Tο Chronica bononiensia, ad ann. 1453 στο νέα RISS, XVII1, μέρος I, τομ. 4, σελ. 186a, 187b αναφέρει ότι «…υπήρχαν περισσότεροι από 3.000 νεκρούς και από τις δύο πλευρές» (…furono morti da tre milia homini de amedoe le parte), σύμφωνα με αναφορά Φραγκισκανών που παρελήφθη στη Μπολώνια [Cron. di Bologna στο RISS, XVIII (1731), στήλη 701B] και πρβλ. Dethier, MHH, XXII-1, σελ. 940].

[←86]

Κριτόβουλος, I, 68, επιμ. Müller, FHG, V-l, σελ. 98b, επιμ. Grecu, σελ. 149:

Ύστερα από αυτά ο σουλτάνος μπήκε στην Πόλη και θαύμαζε το μέγεθος και τη θέση της, το μεγαλείο και την ομορφιά της, τον μεγάλο αριθμό, το μέγεθος και την ομορφιά των εκκλησιών και των δημοσίων κτιρίων, των ιδιωτικών σπιτιών και των κοινοτικών και την πολυτέλεια εκείνων των αξιωματούχων. Έβλεπε επίσης τη θέση τού λιμανιού και των νεωρίων, και πόσο επιδέξια και επινοητικά ήσαν όλα τακτοποιημένα στην Πόλη, με μια λέξη, όλη την κατασκευή και τον στολισμό της.

«Ὁ δὲ βασιλεὺς μετὰ ταῦτα ἐσελθὼν ἐς τὴν πόλιν, κατεθεᾶτο τὸ τε μέγεθος καὶ τὴν θέσιν αὐτῆς, τὴν τε λαμπρότητα καὶ καλλονὴν, τὸ τε πλῆθος καὶ μέγεθος καὶ κάλλος τῶν τε ναῶν καὶ τῶν δημοσίων οἰκοδομημάτων, τῶν τε ἰδιωτικῶν οἰκιῶν καὶ κοινῶν καὶ τῶν ἐν δυνάμει ὄντων τὴν πολυτέλειαν, ἔτι δὲ τὴν τε τοῦ λιμένος θέσιν καὶ τῶν νεωρίων καὶ τὸ πρὸς πάντα ἐπιτηδείως ἔχειν τὴν πόλιν καὶ εὐφυῶς, καὶ ἁπλῶς πᾶσαν αὐτῆς τὴν κατασκευὴν καὶ τὸν κόσμον.

Έβλεπε επίσης και το πλήθος των σκοτωμένων και την ερήμωση των σπιτιών, την ολοκληρωτική καταστροφή τής πόλης και την ερείπωσή της. Ένιωσε αμέσως οίκτο και μετάνιωσε πολύ για την καταστροφή και τη λεηλασία. Δάκρυα ἐτρεξαν από τα μάτια του καθώς στέναξε βαθιά και παθιασμένα: «Τι πόλη παραδὠσαμε στη λεηλασία και την καταστροφή!» Έτσι υπέφερε στο πνεύμα.

Ἑώρα δὲ καὶ τὸ πλῆθος τῶν ἀπολλυμένων καὶ τὴν ἐρήμωσιν τῶν οἰκιῶν καὶ τὴν παντελῆ φθορὰν αὐτῆς καὶ τὸν ὄλεθρον· καὶ οἶκτος αὐτὸν εὐθὺς ἐσήει καὶ μετάμελος οὐ μικρὸς τῆς ἀπωλείας τε καὶ διαρπαγῆς, καὶ δάκρυον ἀφῆκε τῶν ὀφθαλμῶν, καὶ μέγα στενάξας τε καὶ περιπαθὲς, “οἵαν, ἔφη, πόλιν ἐς διαρπαγὴν καὶ ἐρήμωσιν ἐκδεδώκαμεν·” οὕτως ἔπαθε τὴν ψυχὴν.»

[←87]

Λεονάρδος Χίου στο Lonicer, Chron. turcica, II, 100-101 και PG 159, στήλη 943AB.

Πρβλ. Ψευδο-Σφραντζή, III, 9, CSHB, Βόννη, σελ. 293, γραμμές 13-14, επιμ. Grecu, σελ. 434, γραμμή 33, που γράφει ότι οι δύο γιοι τού Καταλανού πρεσβευτή εκτελέστηκαν μαζί του:

«εἶτα προστάξας μετὰ ταῦτα ἐθανάτωσε πολλοὺς εὐγενεῖς ἄρχοντας, τὸν τῶν Ἐνετῶν ἄγγαρον καὶ τὸν υἱὸν αὐτοῦ, τὸν ἀστάνδην τῆς Καταλονίας καὶ τοὺς δύο υἱοὺς αὐτοῦ.»

Σύμφωνα με τις άλλες πηγές μας (βλέπε την επόμενη σημείωση), δύο γιοί τού Νοταρά θανατώθηκαν επίσης μαζί με τον πατέρα τους.

Πρβλ. Crivelli, De expeditione Pii, Ρ. ΙΙ, βιβλίο I στο RISS, XXIII (1733), στήλη 55, νέα έκδοση στο RISS, XXIII, μέρος V (1948-50), 60 για τον Νοταρά.

Πρβλ. Κριτόβουλο για τον Χαλίλ πασά [I, 76, επιμ. Müller, FHG, V-l, σελ. 103b-104a, επιμ. Grecu, σελ. 167]:

Κατά τη διάρκεια τής ίδιας περιόδου ο σουλτάνος συνέλαβε επίσης τον Χαλίλ, έναν από τούς πρώτους γύρω του και πολύ ισχυρούς, και τον έκλεισε στη φυλακή. Αφού τον βασάνισε με πολλούς τρόπους, τον σκότωσε. Στην κατοχή του βρέθηκαν πολλά ασημένια και χρυσά νομίσματα και κάθε είδος πλούτου που μαζευόταν επί πολλά χρόνια, τόσο από τούς προγόνους του όσο και από τον ίδιο. Γιατί ανήκε σε μια από τις πρώτες οικογένειες ανάμεσά τους, γνωστή για δόξα, πλούτο και δύναμη. Όλον αυτό τον πλούτο ο σουλτάνος τον οδήγησε στο αυτοκρατορικό θησαυροφυλάκιο, εκτός από ένα πολύ περιορισμένο ποσό που άφησε στους γιους του. Αργότερα όμως, τα έδωσε όλα πίσω σε αυτούς τούς γιους.

«Κατὰ δὲ τὰς αὐτὰς ἡμέρας ξυλλαμβάνει καὶ Χαλίλην ὁ βασιλεύς, ἄνδρα τῶν πρώτων περὶ αὐτῷ καὶ μέγα δυναμένων, καὶ ἐς εἱρκτὴν ἐμβάλλει, καὶ πολλὰ αἰκισάμένος ἀναιρεῖ· εὕρηται δὲ πολὺ τι χρῆμα χρυσοῦ καὶ ἀργύρου ἐν αὐτῷ καὶ πλούτου παντοδαποῦ ἐκ παλαιῶν ἤδη χρόνων ξυλλεγέντος παρὰ τε τῶν προγόνων καὶ αὐτοῦ δὴ· ἦν γὰρ ὁ ἀνὴρ τῶν εὐ γεγονότων παρ’ αὐτοῖς, καὶ ἐπὶ δόξῃ καὶ πλούτῳ διαφανῶν καὶ δυνάμει. Πάντα οὖν τὸν πλοῦτον ἐπῆξεν ἐς τὸ βασιλικὸν ταμιεῖον, πλὴν ὧν κατέλιπε τοῖς υἱέσιν αὐτοῦ εὐαριθμήτων πάνυ· ὕστερον μέντοι πάντα ἀπέδωκεν αὐτοῖς.

Ο σουλτάνος είχε άφθονους λόγους να είναι οργισμένος με τον Χαλίλ, οι μεγαλύτεροι από τούς οποίους ήσαν οι εξής: Όταν ο πατέρας τού σουλτάνου εξακολουθούσε να βασιλεύει, ο Χαλίλ, που είχε τότε μεγάλη δύναμη, εναντιώθηκε στον Μεχμέτ με πολλούς τρόπους. Και όταν ο πατέρας είχε μεταβιβάσει κάποτε στον Μεχμέτ όλη την εξουσία, ύστερα από συμβουλή τού Χαλίλ ανακάλεσε στη συνέχεια αυτή την απόφαση. Επίσης κατά τη διάρκεια τής εκστρατείας τού Μεχμέτ εναντίον τής πόλης, ο Χαλίλ προσπάθησε να αποτρέψει τον σουλτάνο από αυτήν. Επιπλέον, είχε μυστικές διαπραγματεύσεις με τούς Ρωμαίους, αποκαλύπτοντας τις προσπάθειες τού σουλτάνου. Με κάθε τρόπο δούλευε εναντίον τού σουλτάνου και αντιτασσόταν σε αυτόν.

Εἶχε δ’ αἰτίας καὶ ἄλλας μὲν, δι’ ἅς εἰκότως ὠργίζετο αὐτῷ ὁ βασιλεύς, αἱ δὲ μείζους ἦσαν αὗται, ὅτι τε, ζῶντος αὐτῷ τοῦ πατρός, ἐν πολλοῖς ἠναντίωτο μέγα δυνάμενος παρ’ αὐτῷ, καὶ δὴ καὶ κύριον ἔτι ζῶντος ἀποδείξαντος αὐτὸν τῆς ὅλης ἀρχῆς, ἐσηγήσεσι τοῦτον πάλιν παρέλυσε ταύτης, καὶ ὅτι ἐς τὸν κατὰ τῆς πόλεως πόλεμον ἀποτρέπων τε ἦν αὐτὸν, καὶ ἐν ἀπορρήτοις ἐκοινολογεῖτο Ῥωμαίοις, ἔκφορα καθιστὰς τὰ αὐτοῦ, καὶ πάντα τρόπον ἀντιπράττων τε ἦν αὐτῷ καὶ ἐναντιούμενος.

Αυτοί ήσαν οι φανεροί λόγοι για τη σύλληψη και την εκτέλεση του, αλλά υπήρχαν και άλλοι μυστικοί.

καὶ αὗται μὲν ἦσαν αἰτίαι προηγούμεναι ἐς τὸ φανερὸν τῆς τε ξυλλήψεως αὐτοῦ καὶ τῆς ἀναιρέσεως· ἦσαν δὲ καὶ ἄλλαι τῶν ἀφανῶν.»

Πρβλ. Zorzo Dolfin, Assedio e presa di Constantinopoli, από το Cronaca τού Dolfin, επιμ. G. M. Thomas στο Sitzungsber. d. k. bayer. Ahad. d. Wissen. zu Munchen, II (1868), 32-33, επίσης στο Dethier, MHH, XXII, μέρος 1, ο οποίος είχε διαβάσει τον Λεονάρδο τής Χίου.

Η Ενετική Γερουσία πίστευε ότι ο βαΐλος Τζιρολάμο (ή Τζερόνιμο) Μινόττο ήταν ζωντανός στις 17 Ιουλίου 1453, όταν πήρε την ακόλουθη απόφαση [Sen. Mar, Reg. 4, φύλλο 201 (202)]:

«Επειδή έγινε γνωστή σε όλους η υπόθεση τού ευγενούς κυρίου Τζερόνιμο Μινόττο, που ήταν βαΐλος στην Κωνσταντινούπολη, ο οποίος όπως μάθαμε οδηγήθηκε σε αιχμαλωσία στην Τουρκία με τη σύζυγό του και ένα γιο και καταστράφηκε μαζί με όλη την αρμοδιότητά του, επειδή ένας του γιός προθυμοποιήθηκε να πάει για να φροντίσει για την εξαγορά και την απελευθέρωσή του και να δώσει ο ίδιος όλα εκείνα που είναι ευσεβή για ευνοϊκή και πλεονεκτική αντιμετώπιση, λαμβάνοντας υπόψη αυτή τη θλιβερή υπόθεση, αποφασίζεται να σπεύσει ο γιός του εν λόγω κύρίου Τζερόνιμο μαζί με βαλλιστές με εκείνη την ελαφρά γαλέρα, τής οποίας κυβερνήτης είναι ο ευγενής κύριος Πέτρους Αριμούντο, μαζί με δύο συνήθεις βαλλιστές, που θα γίνουν δεκτοί στην εν λόγω γαλέρα: υπέρ 163, κατά 0, λευκά 0».

(Cum omnibus notus sit miserabilis casus nobilis viri Ser Jeronimi Minoto, qui erat baiulus Constantinopolis, qui sicut habetur ductus est captivus in Turchia cum uxore et uno filio et perdidit omnem facultatem suam, et unus eius filius deliberaverit ire ad procurandum redemptionem et liberationem suam et sit res pia dare sibi omnem favorem et comoditatem possibilem, considerate hoc miserabili casu, vadit pars quod filius dicti Ser Jeronimi vadat pro ballistario super hac galea subtili cuius est patronus nobilis vir Ser Petrus Arimundo in numero duorum balistariorum ordinariorum qui accipi debent pro dicta galea: de parte 163, de non 0, non sinceri 0)

Όμως στις 28 Αυγούστου, έχοντας μάθει ότι ο Μινόττο και ένας από τούς γιούς του είχαν θανατωθεί από τούς Τούρκους, η Γερουσία ψήφισε προίκα για την κόρη τού νεκρού βαΐλου, 1.000 χρυσά δουκάτα αν παντρευόταν ή 300 αν έμπαινε σε μοναστήρι. Τα άλλα παιδιά του και η σύζυγός του –η οποία πρέπει να είχε δραπετεύσει ή να είχε ελευθερωθεί με την πληρωμή λύτρων– θα έπαιρναν καθένας σύνταξη εικοσιπέντε δουκάτων ετησίως [Iorga, Notes et extraits, III (1902), 280 και σημείωση Pertusi, Caduta di Costantinopoli, I (1970), 369-70].

[←88]

Δούκας, κεφ. 40, CSHB, Βόννη, σελ. 303-6:

Αφού ο τύραννος διέσχισε το μεγαλύτερο μέρος τής πόλης, γιόρτασε κάνοντας συμπόσιο στους χώρους τού παλατιού. Γεμάτος κρασί και μεθυσμένος, φώναξε τον αρχιευνούχο του και τον πρόσταξε: «Πήγαινε στο σπίτι τού μεγάλου δούκα και πες του: “Ο ηγεμόνας προστάζει να στείλεις τον μικρότερο γιο σου στο συμπόσιο”». Ο νέος ήταν καλοφτιαγμένος και δεκατεσσάρων ετών. Όταν ο πατέρας τού αγοριού το άκουσε αυτό, το πρόσωπό του απονεκρώθηκε, η όψη του αλλοιώθηκε και είπε στον αρχιευνούχο: «Η διαγωγή μου δεν μού επιτρέπει να παραδώσω το δικό μου παιδί με τα χέρια μου, για να το καταστρέψει. Θα ήταν καλύτερο να έστελνε δήμιο για να πάρει το δικό μου κεφάλι». Ο αρχιευνούχος τον συμβούλευσε να παραδώσει το παιδί, για να μην εξοργιστεί ο τύραννος. Αλλά ο μεγάλος δούκας δεν πείστηκε και είπε: «Αν θέλεις να τον πάρεις και να φύγεις, πάρε τον και φύγε. Αλλά το να σού τον παραδώσω με τη θέλησή μου, αυτό δεν προκειται να γίνει ποτέ». Επιστρέφοντας ο αρχιευνούχος ανέφερε στον ηγεμόνα όλα όσα είχε πει ο μεγάλος δούκας και ότι αρνούνταν να παραδώσει το παιδί. Τότε ο τύραννος οργισμένος διέταξε τον αρχιευνούχο: «Πάρε μαζί σου τον δήμιο και φέρε μου το αγόρι. Ο δήμιος να φέρει τον δούκα και τούς γιους του».

«Τότε ὁ τύραννος διελθὼν τὸ πλεῖστον τῆς πόλεως καὶ πως τοῖς τοῦ παλατίου μέρεσι συμπόσιον ποιήσας εὐφραίνετο· καὶ δὴ καταβαπτισθεὶς ὑπὸ τοῦ οἴνου καὶ μεθυσθεὶς ὥρισεν τῷ άρχιευνούχῳ αὐτοῦ, καὶ προστάξας εἶπεν “ἄπελθε ἐν τῷ οἴκῳ τοῦ μεγάλου δουκός, καὶ εἰπὲ αὐτῷ, ὁρίζει ὁ ἡγεμὼν ἵνα στείλῃς τὸν υἱὸν σού τὸν νεώτερον ἐν τῷ συμποσίῳ”. ἦν γὰρ εὐειδὴς ὁ νέος, ἄγων τεσσαρεσκαιδέκατον ἔτος. ἀκούσας οὖν ὁ πατὴρ τοῦ παιδὸς ἀπενεκρώθη, καὶ ἡ ὄψις αὐτοῦ ἠλλοιώθη, καὶ λέγει τῷ άρχιευνούχῳ “οὔκ ἐστι τοῦτο ἐν τῇ ἡμετέρᾳ διαγωγῇ τοῦ παραδοῦναι τὸ ἐμὸν παιδίον οἰκείαις χερσὶν μιανθῆναι παρ’ αὐτοῦ. κρεῖττον ἄν ἦν μοι τοῦ στεῖλαι δήμιον καὶ λαβεῖν τὴν κεφαλὴν μου ἀπ’ ἐμοῦ”. ὁ δὲ ἀρχιευνοῦχος συμβουλεύσας αὐτὸν τοῦ δοῦναι τὸ παιδίον, ἵνα μὴ εἰς ὀργὴν ἐκκαύσῃ τὸν τύραννον. ὁ δὲ μὴ πεισθεὶς, ἀλλ’ εἰπὼν ὅτι “εἰ βούλει λαβεῖν αὐτὸ καὶ ἀπελθεῖν, λαβὼν ἄπελθε, τὸ δὲ ἐγὼ σοι τοῦτο διδόναι οἰκείῳ θελήματι οὐ γενήσεται πώποτε.” τότε ὁ ἀρχιευνοῦχος στραφεὶς εἶπε τῷ ἡγεμόνι ἅπαντα τὰ παρὰ τοῦ μεγάλου δουκὸς λαληθέντα, καὶ πῶς τὸ παιδίον οὐκ ἠβουλήθη δοῦναι. τότε ὁ τύραννος θυμωθεὶς εἴρηκε τῷ άρχιευνούχῳ “λάβε τὸν δήμιον σὺν σοι, καὶ στραφεὶς ἄγε μοι τὸ παιδίον. ὁ δὲ δήμιος ἀγαγέτω τὸν δούκα καὶ τοὺς υἱοὺς αὐτοῦ.”

Όταν έφτασαν και ο δούκας έμαθε το μήνυμα, ασπάστηκε τη γυναίκα και τα παιδιά του και ξεκίνησε μαζί με τον δήμιο, αυτός, ο γιος του και ο γαμπρός του ο Καντακουζηνός. Ο αρχιευνούχος πήρε το αγόρι μαζί του. Μπήκε στο παλάτι για να δείξει το αγόρι στον ηγεμόνα. ενώ οι άλλοι στέκονταν στην πύλη τού παλατιού. Ο Μεχμέτ πρόσταξε τον δήμιο να κόψει τα κεφάλια τους με σπαθί. Τότε ο δήμιος τούς πήρε λίγο πιο κάτω από το παλάτι και τούς είπε την απόφαση. Όταν ο γιος τού δούκα άκουσε για τη σφαγή, έκλαψε. Ο πατέρας του όμως, κρατώντας γενναία στάση, έδωσε δύναμη στους νέους, στηρίζοντάς τους και λέγοντας: «Παιδιά, είδατε ότι χθες, με μια αλλαγή τού χρόνου, εξαφανίστηκαν όλα τα δικά μας: ο ανεξάντλητος πλούτος μας, η θαυμάσια δόξα που απολαμβάναμε σε αυτή τη μεγαλούπολη και μέσω αυτής σε όλη τη γη, όπου κατοικούν χριστιανοί. Τώρα, αυτή την ώρα, δεν μάς έχει απομείνει τίποτε παρά αυτή η παρούσα ζωή. Κι αυτή η ζωή δεν θα συνεχίζεται για πάντα. Κάποτε θα πεθάνουμε. Και πώς θα πεθάνουμε; Έχοντας στερηθεί τα αγαθά τα οποία χάσαμε —τη δόξα, την τιμή και την εξουσία— κι ενώ μάς περιγελούν όλοι, μάς περιφρονούν και μάς ταλαιπωρούν, μέχρι να έρθει σε εμάς ο θάνατος και να μάς πάρει από εδώ, χωρίς τιμή. Πού είναι ο αυτοκράτορας μας; Δεν σκοτώθηκε χθες; Πού είναι ο συμπέθερός μου και πατέρας σου, ο μεγάλος δομέστικος; Πού είναι ο πρωτοστράτωρ Παλαιολόγος με τούς δύο γιους του; Δεν σκοτώθηκαν χθες στη μάχη; Μακάρι να είχαμε πεθάνει κι εμείς μαζί τους. Όμως και αυτή η ώρα είναι αρκετή για εμάς. Ας μην αμαρτάνουμε πια. Ποιος ξέρει τα όπλα τού διαβόλου; Ποιος ξέρει ότι αν καθυστερήσουμε εδώ, δεν θα τραυματιστούμε από τα δηλητηριώδη βέλη του; Το στάδιο είναι τώρα έτοιμο. Στο όνομα εκείνου που σταυρώθηκε για εμάς και πέθανε και αναστήθηκε, ας πεθάνουμε κι εμείς, για να μπορέσουμε μαζί του να απολαύσουμε τις ευλογίες Του». Με τα λόγια αυτά ενίσχυσε το φρόνημα των νέων, που έγιναν πρόθυμοι να πεθάνουν. Στον δήμιο είπε: «Κάνε αυτό που σε πρόσταξαν, αρχίζοντας από τούς νέους». Ο δήμιος υπακούοντας αποκεφάλισε τούς νέους, ενώ ο μεγάλος δούκας στεκόταν και έλεγε, «Σε ευχαριστώ, Κύριε» και «Είσαι δίκαιος, Κύριε». Τότε είπε στον δήμιο: «Αδελφέ, δώσε μου λίγο χρόνο, να μπω μέσα και να προσευχηθώ». Γιατί υπήρχε ένα μικρό εκκλησάκι σε εκείνο το μέρος. Εκείνος τον άφησε. Μπήκε λοιπόν και προσευχήθηκε. Τότε, βγαίνοντας από την πύλη τού παρεκκλησίου (τα σώματα των γιων ήσαν ακόμη εκεί και σπαρταρούσαν), προσέφερε και πάλι δοξολογία στον Θεό και κόπηκε το κεφάλι του. Παίρνοντας λοιπόν ο δήμιος τα κεφάλια, ήλθε στο συμπόσιο και τα παρουσίασε στο αιμοδιψές θηρίο. Τα σώματα τα είχε αφήσει εκεί, γυμνά και άταφα.

τότε ἐλθόντες, καὶ μαθὼν τὸ μήνυμα ὁ δοὺξ ἠσπάσατο τὰ τέκνα αὐτοῦ καὶ τὴν γυναῖκα, καὶ ἐπορεύετο σὺν τῷ δημίῳ αὐτὸς καὶ ὁ υἱὸς αὐτοῦ καὶ ὁ γαμβρὸς αὐτοῦ ὁ Καντακουζηνὸς. τὸ δὲ παιδίον ἔλαβεν μεθ’ ἑαυτοῦ ὁ ἀρχιευνοῦχος. εἰσελθὼν οὖν καὶ δείξας τὸ παιδίον τῷ ἡγεμόνι, τοὺς δὲ λοιποὺς ἐν τῇ πύλῃ τοῦ παλατίου ἱσταμένους, ὥρισε τῷ δημίῳ ξίφει τὰς κεφαλὰς αὐτῶν ἀποτμηθῆναι. τότε λαβὼν αὐτοὺς μικρὸν κάτωθεν τοῦ παλατίου, εἶπεν αὐτοῖς ὁ δήμιος τὴν ἀπόφασιν. ἀκούσας δὲ ὁ υἱὸς αὐτοῦ τὴν σφαγὴν ἔκλαυσεν. ὁ δὲ πατὴρ αὐτοῦ γενναίως σταθεὶς ἐνεδυνάμωσε τοὺς νέους, στηρίζων αὐτοὺς καὶ λέγων “τεκνία, εἴδατε τὴν χθὲς ἡμέραν ἐν μιᾷ καιροῦ ροπῇ τὰ ἡμέτερα πάντα φροῦδα γεγονότα· ὁ πλοῦτος ἡμῶν ὁ ἀκένωτος, ἠ δόξα ἡ θαυμαστὴ, ἥν εἴχομεν ἐν τῇ μεγαλοπόλει ταύτῃ, καὶ δι’ αὐτῆς ἐν πάσῃ τῇ γῇ ἥν οἰκοῦσι χριστιανοί, νυνὶ δὲ τῇ ὥρᾳ ταύτη οὐκ ἐνελείπετο ἄλλο εἰς ἡμᾶς πλὴν ἠ παροῦσα αὕτη ζωή. ἔσται δὲ ἡμῖν αὕτη οὐκ ἀτελεύτητος· ὀψἐ ποτὲ γὰρ θνηξόμεθα. καὶ ταῦτα πῶς; ὑστερούμενοι τῶν ἀγαθῶν ὧν ὠλέσαμεν, τῆς δόξης, τῆς τιμῆς, τῆς αὐθεντίας, παρὰ πάντων ὀνειδιζόμενοι, καταφρονούμενοι καὶ ταλαιπωρούμενοι, ἄχρις οὗ ἔλθῃ ἐφ’ ἡμᾶς καὶ ὁ θάνατος, λαβὼν ἐκ τῶν ὧδε ἀτίμους. ποῦ ὁ ἡμέτερος βασιλεὺς; οὐκ ἐσφάγη χθὲς; ποῦ ἐμὸς συμπένθερος καὶ σὸς πατὴρ ὁ μέγας δομέστικος; ποῦ ὁ Παλαιολόγος καὶ πρωτοστράτωρ σὺν τοῖς δύο υἱέσιν αὐτοῦ; οὐκ ἐσφάγησαν χθὲς ἐν τῷ πολέμῳ; εἴθε καὶ ἡμεῖς ἀπεθάνομεν σὺν αὐτοῖς. πλὴν καὶ αὕτη ἠ ὥρα ἱκανὴ ἐστι. μὴ πλημμελήσωμεν πλέον, τὶς γὰρ οἶδε τὰ ὅπλα τοῦ διαβόλου, εἰ καὶ βραδύνοντες πληγῶμεν παρὰ τῶν ἐοβόλων βελῶν αὐτοῦ; νῦν τὸ στάδιον ἕτοιμον, ἐν ὀνόματι τοῦ σταυρωθέντος ὑπὲρ ἡμῶν καὶ θανόντος καὶ ἀναστάντος ἀποθάνωμεν καὶ ἡμεῖς, ἵνα σὺν αὐτῷ ἀπολαύσωμεν τῶν άγαθῶν αὐτοῦ”. ταῦτα είπὼν καὶ στηρίξας τοὺς νέους, ἐγεγόνεισαν πρόθυμοι τοῦ θανεῖν. καὶ λέγει τῷ σπεκουλάτορι “ποίησον τὸ κελευσθὲν σοι, ἀρξάμενος ἀπὸ τοὺς νέους.” καὶ ὑπακούσας ὁ δήμιος ἀπέτεμε τὰς κεφαλὰς τῶν νέων, ἱστάμενος ὁ μέγας δούξ καὶ λέγων τὸ “εὐχαριστῶ σοι κύριε” καὶ το “δίκαιος εἶ κύριε.” τότε εἶπε τῷ σπεκουλάτορι “ἀδελφὲ, δὸς μοι ὀλίγην ἀνοχὴν τοῦ εἰσελθεῖν καὶ προσεύξασθαι·” ἦν γὰρ ἐν ἐκείνῳ τῷ τόπῳ ναὸς μικρὸς. ὁ δὲ ἀφῆκε, καὶ εἰσελθὼν προσεύξατο. τότε ἐξελθὼν ἐκ τῆς πύλης τοῦ ναοῦ (ἦσαν γὰρ ἐκεῖ τὰ σώματα τῶν παίδων αὐτοῦ ἔτι σπαραττόμενα) καὶ πάλιν δοξολογίαν πέμψας θεῷ ἀπετμήθη τὴν κεφαλὴν. λαβὼν οὖν ὁ δήμιος τὰς κεφαλὰς ἦλθεν εἰς τὸ συμπόσιον, ἐμφανίσας αὐτὰς τῷ αἱμοβόρῳ θηρίῳ. τὰ δὲ σώματα γυμνὰ ἐκεῖ καὶ ἄταφα κατέλιπεν.»

Χαλκοκονδύλης, βιβλίο viii, CSHB, Βόννη, σελ. 401-3, επιμ. Darkò, II, 164-66:

Όσοι από τούς Έλληνες δεν σκοτώθηκαν, μεταφέρθηκαν στον Γαλατά, ιδιαίτερα οι πιο διακεκριμένοι ανάμεσά τους. Κάποιοι απελευθερώθηκαν με αυτόν τον τρόπο. Αλλά ο ίδιος ο σουλτάνος αγόρασε τον Νοταρά, τον επικεφαλής αξιωματούχο τού αυτοκράτορα των Ελλήνων, μαζί με τη γυναίκα και τα παιδιά του, και συζήτησε μαζί του τα δικά του σχέδια και τι περίμενε να συμβεί σε σχέση με την Ιταλία, και γενικά τον τιμούσε και περνούσε χρόνο μαζί του. Οι Έλληνες που απελευθερώθηκαν συγκεντρώθηκαν ξανά στην πόλη τού Βυζαντίου, για να ελευθερώσουν τούς φίλους και τούς συγγενείς τους. Λίγο αργότερα χάθηκαν με εντολή τού σουλτάνου. Αυτό συνέβη με τον ακόλουθο τρόπο. Όταν ανακοινώθηκε στον σουλτάνο ότι ο γιος τού Νοταρά ήταν παιδί δώδεκα ετών, έστειλε έναν από τούς οινοχόους του για να ζητήσει το παιδί. Όταν άκουσε το αίτημα τού οινοχόου, ο Νοταράς εξοργίστηκε και το θεώρησε προσβολή, λέγοντας: «Οινοχόε, είναι εντελώς αισχρό να αφαιρεί ο σουλτάνος τα παιδιά μου, όταν δεν έχει τίποτε προς το παρόν για το οποίο να μάς κατηγορήσει, δεδομένου ότι έχει συγχωρήσει τα αδικήματά μας, ελευθερώνοντάς μας ο ίδιος [με την πληρωμή λύτρων]. Αν αυτό προτίθεται να κάνει με εμάς, τότε γιατί δεν διατάζει απλώς να παραδοθούμε σε φρικτό θάνατο;» Αυτό είπε ο Νοταράς και είπε ότι, καθώς ο ίδιος ήταν αθώος, δεν θα παρέδιδε ποτέ τον γιο του. Ο οινοχόος τον επέπληξε και τον προέτρεψε να μη μιλήσει ποτέ ή συμπεριφερθεί με τέτοιον τρόπο απέναντι στον σουλτάνο, γιατί θα πεθάνει αμέσως, αλλά δεν μπόρεσε να τον πείσει.

«Ἑλλήνων μὲν οὖν ὅσοι μὴ ἀπώλοντο, τούτους ἀπαγαγόντες ἐς τὴν Γαλατίην, τοὺς ἐπιφανεῖς μάλιστα αὐτῶν. καὶ ἄλλοι μὲν οὕτως ἐλευθεροῦντο· Νοταρᾶν δὲ τὸν βασιλέως Ἑλλήνων πρύτανιν αὐτός τε ὁ βασιλεὺς ἐξωνησάμενος καὶ γυναῖκα καὶ παῖδας, καὶ χρηματίσας αὐτῷ, ἅττα ἠβούλετο συνιέναι τῶν ἑαυτοῦ, καὶ τὰ τῆς Ἰταλίας ὅσα ᾔδει προσδόκιμα, ἐτίμα τε καὶ συνεγένετο χρόνον τινά. καὶ Ἑλλήνων ὅσοι ἠλευθέρωντο, συνελέγοντο αὖθις ἐς τὴν Βυζαντίου πόλιν, τούς τε προσήκοντας αὐτῶν ἐλευθεροῦντες καὶ ἐπιτηδείους. καὶ οὐ πολλῷ ὕστερον ὑπὸ βασιλέως ἀπώλοντο. ἐγένετο δὲ ὧδε. ὡς ἀνηνέχθη ἐς βασιλέα παῖδα εἶναι τοῦ Νοταρᾶ νήπιον δωδεκαετῆ, ἔπεμψε τῶν οἰνοχόων αὐτοῦ ἕνα, αἰτούμενος τὸν παῖδα. ὁ δὲ ὡς ἐπύθετο τὰ παρὰ τοῦ οἰνοχόου, χαλεπῶς τε ἔφερε καὶ ἐποιεῖτο δεινόν, λέγων “ὦ οἰνοχόε, ταῦτα οὐκ ἀνασχετά ἐστι, βασιλέα ἀφαιρεῖσθαι τοὺς παῖδας ἡμῶν, οὐδὲν ἔχων, ὅ τι ἂν ἡμῖν ἐν τῷ παρόντι ἐπιμέμψασθαι, ἐπεί τε συνέγνω ἡμῖν τὴν ἁμαρτίαν ἐξωνησάμενος. εἰ δὲ ταῦτα οὕτω ἡμᾶς ποιοίη, τί οὐ κελεύει ἠμᾶς αὐτοὺς κακίστῳ ὀλέθρῳ παραδοῦναι;” ταῦτά τε ἔλεγε, καὶ οὐκ ἔφη ἑκὼν εἶναί ποτε τὸν παῖδα ἀναίτιος ὢν ἐκδώσειν. ἐπιπλήττοντι δὲ τῷ οἰνοχόῳ καὶ παραινοῦντι μήτε λέγειν μήτε ποιεῖν οὕτω ἐς βασιλέα, ὡς αὐτίκα ἀπολούμενον, οὐκ ἔπειθεν.

Όταν επέστρεψε ο οινοχόος και ανακοίνωσε την απάντηση των Ελλήνων στον σουλτάνο, εκείνος τον διέταξε αμέσως να συλλάβει και να σφάξει τον Νοταρά, τα παιδιά του και όλους όσοι ήσαν παρόντες μαζί του. Όταν εκείνοι στους οποίους είχε ανατεθεί αυτό το έργο ήρθαν στον Νοταρά, ζήτησε να σκοτώσουν πρώτα τα παιδιά του, ακριβώς εκεί μπροστά του, και τότε μόνο να τον εκτελέσουν. Οι γιοι του, φοβισμένοι εντελώς από τον θάνατο, παρακαλούσαν τον πατέρα τους να παραδώσει όλα τα χρήματα που είχε στην Ιταλία, για να τούς σώσει από τον θάνατο. Δεν το δέχτηκε αυτό, αλλά τούς προέτρεψε να αντιμετωπίσουν τούς θανάτους τους γενναία. Έτσι σκότωσαν τα παιδιά πρώτα και στη συνέχεια επέτρεψε τη δική του εκτέλεση. Όταν ο σουλτάνος είχε σκοτώσει τον ίδιο και την οικογένειά του, τότε διέταξε να συλληφθούν οι άλλοι Έλληνες που είχαν απελευθερωθεί και ήσαν παρόντες στο Βυζάντιο. τούς έσφαξαν επίσης.

ἐπεὶ δὲ ὑποστρέφων ἀπήγγειλε τῷ βασιλεῖ τὰ παρὰ τῶν Ἑλλήνων, αὐτίκα ἐκέλευσεν αὐτόν τε ἅμα καὶ τοὺς παῖδας, καὶ ὅσοι αὐτῷ συμπαρῆσαν, ἀπαγαγόντα κατασφάξαι. οἱ μὲν οὖν ὡς ἀφίκοντο ἐς αὐτὸν οἱ ἐπὶ τοῦτο ταχθέντες, ἐδεῖτο αὐτῶν τοὺς παῖδας ἐναντίον αὐτοῦ ἀνελεῖν τὰ πρῶτα, μετὰ δὲ ταῦτα ἑαυτὸν καταχρήσασθαι. καὶ οἱ μὲν παῖδες αὐτοῦ καταδείσαντες τὸν θάνατον ἐδέοντο τοῦ πατρός, καὶ ὅσα ἐνῆν σφίσι χρήματα ἐν τῇ Ἰταλίᾳ, παραδόντας περιποιῆσαι σφᾶς, ὥστε μὴ ἀποθανεῖν. ὁ δὲ οὐκ εἴα, ἀλλ’ ἐκέλευε θαρροῦντας ἰέναι ἐπὶ τὸν θάνατον. καὶ τούτους μὲν πρῶτα ἀνεῖλον, μετὰ δὲ ἑαυτὸν παρείχετο διαχρήσασθαι. ὡς δὲ τοῦτόν τε καὶ τοὺς περὶ αὐτὸν ἀνεῖλεν ὁ βασιλεύς, αὐτίκα ἐκέλευσε καὶ τῶν Ἑλλήνων τοὺς ἄλλους, ὅσοι παρῆσαν ἐν Βυζαντίῳ ἐλευθερωμένοι, ἀπαγαγόντες καὶ τούτους ἀπέσφαξαν.»

Κριτόβουλος, I, 73, επιμ. Müller, FHG, V-l, σελ. 102, επιμ. Grecu, σελ. 159, 161, 163:

Ο σουλτάνος Μεχμέτ, αφού παρατήρησε προσεκτικά την Πόλη και όλα όσα βρίσκονταν μέσα σε αυτήν, επέστρεψε στο στρατόπεδο και χώρισε τα λάφυρα. Πρώτα πήρε για τον εαυτό του τον συνήθη δασμό των λεηλασιών. Στη συνέχεια επίσης, ως ἐπαθλα από όλους τούς υπόλοιπους, επέλεξε όμορφες παρθένες και εκείνες των καλύτερων οικογενειών και τα πιο όμορφα αγόρια, μερικά από τα οποία αγόρασε ακόμη και από τούς στρατιώτες.

«Βασιλεὺς δὲ Μεχέμετις τὴν τε πόλιν καὶ τὰ ἐν αὐτῇ πάντα καλῶς θεασάμενος, ἐπάνεισιν ἐς τὸ στρατόπεδον καὶ διατίθεται τὰ κατὰ τὴν λείαν. καὶ πρῶτον μὲν λαμβάνει τὸν ξυνήθη δασμὸν αὑτῷ τῶν λαφύρων, ἔπειτα δὲ καὶ ἀριστεῖα ἀπὸ πάντων ἐκλέγεται, παρθένους τε ὡραίας καὶ τῶν εὖ γεγονότων καὶ παῖδας καλλίστους, ἔστιν ἅ δὲ τούτων καὶ ὠνούμενος παρά τῶν στρατιωτῶν.

Επέλεξε επίσης μερικούς από τούς διακεκριμένους άνδρες, οι οποίοι, όπως πληροφορήθηκε, ξεχώριζαν από τούς άλλους στην καταγωγή, τη σύνεση και την ανδρεία. Μεταξύ αυτών ήταν ο ίδιος ο Νοταράς, από τούς πιο ικανούς και αξιοσημείωτους στη γνώση, τον πλούτο, την αρετή και την πολιτική δύναμη. Ο σουλτάνος τον τίμησε με προσωπική συζήτηση, τού είπε καταπραϋντικά λόγια και τον γέμισε με ελπίδα, όχι μόνο αυτόν, αλλά και τούς υπόλοιπους που ήσαν μαζί του. Γιατί υπήρχε μέσα του οίκτος για τούς άνδρες και την ατυχία τους, καθώς έβλεπε από ποια ευημερία είχαν πέσει σε τόσο μεγάλη κακοτυχία. Και είχε καλές προθέσεις απέναντί τους, αν και η ζήλια δεν θα τον άφηνε αργότερα.

Εκλέγεται δὲ καὶ τῶν ἐπιφανῶν ἀνδρῶν οὕς ἐμάνθανε γένει τε καὶ φρονήσει καὶ ἀρετῇ διαφέρειν τῶν ἄλλων, καὶ δὴ καὶ Νοταρᾶν αὐτὸν, ἄνδρα τῶν δυνατῶν τε καὶ ἐπιφανῶν ὄντα ἔν τε ξυνέσει καὶ πλούτῳ καὶ ἀρχῇ καὶ ἀρετῇ καὶ πολιτικῇ δυνάμει, καὶ τιμᾷ τοῦτον τῇ ἐσόδῳ τῇ παρ’ αὐτὸν, καὶ λόγων μεταδίδωσι μειλιχίων καὶ χρησταῖς ἀνακτᾶται ταῖς ἐλπίσιν, οὐ μόνον αὐτὸν, ἀλλὰ καὶ τοὺς ἄλλους τοὺς μετ’ αὐτοῦ· ἐσῄει γὰρ αὐτὸν ἔλεος τῶν ἀνδρῶν καὶ τῆς δυστυχίας αὐτῶν, ἐξ οἵας ἄρα εὐδαιμονίας ἐς οἵαν κακοδαιμονίαν κατήχθησαν· καὶ χρηστὰ περὶ αὐτῶν ἐβουλεύετο, εἰ καὶ ὁ φθόνος μικρὸν οὐκ εἴασεν ὕστερον.

Αφού τακτοποίησε αυτές τις υποθέσεις και όλα όσα αφορούσαν τούς στρατιώτες, σύμφωνα με τις προθέσεις του, τίμησε μερικούς από αυτούς με κυβερνητικές θέσεις και αξιώματα, άλλους με χρήματα, και άλλους με επιδόματα και πολλά άλλα είδη δώρων. Επίσης μεταχειρίστηκς καλά και δέχτηκε προσωπικά εκείνους που γνώριζε ότι είχαν πολεμήσει καλά. Και αφού τούς μίλησε και τούς είπε πολλά πράγματα, επαινώντας και ευχαριστώντας τους, διαλύθηκε ο στρατός.

Διαθέμενος δὲ ταῦτά τε καὶ τὰ κατὰ τοὺς στρατιώτας ἅπαντα καλῶς καὶ ὡς ἦν αὐτῷ κατὰ νοῦν, καὶ τιμήσας τοὺς μὲν αὐτῶν ἀρχαῖς τε καὶ ἀξιώμασι, τοὺς δὲ χρήμασι, τοὺς δὲ σιτηρεσίοις και παντοίοις ἄλλοις δώροις, εὖ πεποιηκὼς τε καὶ δεξιωσάμενος οὕς ᾒδει καλῶς άγωνισαμένους, ἔτι τε δημηγορήσας καὶ πολλὰ εἰπὼν ἐς ἔπαινον φέροντα καὶ εὐχαριστίαν αὐτῶν, ἀπολύει τὴν στρατιὰν.

Στη συνέχεια, μαζί με τούς επιτελείς και τούς ανθρώπους τής αυλής του, πέρασε από την Πόλη. Πρώτα σχεδίαζε πώς να την εποικήσει ξανά, όχι απλώς όπως ήταν στο παρελθόν, αλλά πιο ολοκληρωμένα, αν ήταν δυνατόν, έτσι ώστε να είναι άξια πρωτεύουσα γι’ αυτόν, καθώε βρισκόταν σε ευνοϊκό σημείο από στεριά και θάλασσα. Στη συνέχεια δώρισε σε όλους τούς επιτελείς και σε εκείνους τού νοικοκυριού του, τα υπέροχα σπίτια των πλουσίων, με κήπους και χωράφια και αμπελώνες μέσα στην Πόλη, ενώ σε μερικούς από αυτούς έδωσε ακόμη και όμορφες εκκλησίες ως ιδιωτικές κατοικίες τους.

αὐτὸς δὲ μετὰ γε τῶν ἐν τέλει καὶ τῆς ἰδίας αὐλῆς ἔσεισιν ἐς τὴν πόλιν, καὶ πρῶτον βουλεύεται, ὅπως ἄν αὐτὴν ξυνοικίσας πάλιν, οὐχ ὅσον ἦν πρότερον, ἀλλὰ καὶ πᾶσαν εἰδιάαιτο, ὥστε βασίλειον εἶναι αὐτῷ, ἐν ἐπικαίρῳ γῆς καὶ θαλάσσης κειμένην· ἔπειτα δωρεῖται πᾶσι τοῖς τε ἐν τέλει καὶ οἰκείοις οἰκίας τε λαμπρὰς τὰς τῶν δυνατῶν καὶ παραδείσους καὶ ἀγροὺς καὶ ἀμπέλους ἔσω τῆς πόλεως, τοῖς δὲ καὶ ναοὺς περικαλεῖς, ὥστε εἶναι αὐτοῖς ἐς κατοίκησιν.

Για τον εαυτό του επέλεξε την πιο όμορφη τοποθεσία στο κέντρο τής πόλης, για την ανέγερση βασιλικού παλατιού. Ύστερα από αυτό, εγκατέστησε όλους τούς αιχμαλώτους που είχε πάρει ως μερίδιό του, μαζί με τις συζύγους και τα παιδιά τους, κατά μήκος των ακτών τού λιμανιού τής πόλης, δεδομένου ότι ήσαν θαλασσινοί άνθρωποι τούς οποίους προηγουμένως αποκαλούσαν Στενίτες. Τούς έδωσε σπίτια και τούς απάλλαξε από φόρους για συγκεκριμένο χρονικό διάστημα.

Ἐκλέγεται δὲ καὶ αὐτὸς τὸν μέσον καὶ κάλλιστον χῶρον τῆς πόλεως ἐς οἰκοδομὴν βασιλείων. μετὰ δὲ τοῦτο, τῶν αἰχμαλώτων ὅσους ἔλαβε δασμὸν ξὺν γυναιξὶ καὶ παισὶ καθίζει παρὰ τῷ τοῦ λιμένος αἰγιαλῷ τῆς πόλεως, θαλασσίους ὄντας, οὕς πρώην Στενίτας ώνόμαζον, δοὺς αὐτοῖς καὶ οἰκίας καὶ ἀτέλειαν χρόνων ῥητῶν·

Διακήρυξε επίσης ότι όλοι εκείνοι που είχαν πληρώσει τα δικά τους λύτρα ή που υπόσχονταν να τα πληρώσουν στους κυρίους τους σε συγκεκριμένο χρονικό διάστημα, μπορούσαν να ζήσουν στην Πόλη. Τούς παραχώρησε επίσης απαλλαγή από φόρους και τούς έδωσε σπίτια, είτε τα δικά τους ή άλλων.

καὶ τοῖς ἄλλοις δε πᾶσι τοῦτ’ αὐτὸ προκηρύξας, ὅσοι τὴν ἰδίαν ὠνὴν καταβαλόντες ἤ ξυνθέμενοι καταβαλεῖν ἐν καιρῷ ῥητῷ τοῖς δεσπόταις, βούλοιντ’ ἄν κατοικεῖν ἐν τῇ πόλει, καὶ τούτοις δὴ ἀτέλειαν καὶ οἰκίας παρέσχεν ἤ τῶν ἰδίων ἤ τῶν ἀλλοτρίων.

Ήθελε επίσης εκείνοι οι άρχοντες που είχε επιλέξει να ζήσουν εκεί με τις γυναίκες και τα παιδιά τους. Τούς έδωσε λοιπόν σπίτια και γη και παροχές για διαβίωση και προσπάθησε με κάθε τρόπο να τούς βοηθήσει. Αυτός ήταν ο σκοπός και μάλιστα επείγων, όπως λεγόταν.

Ἐβούλετο δὲ καὶ τῶν ἀρχόντων οὕς ἐξελέξατο κατοικίσαι αὐτοῦ ξὺν γυναιξὶ καὶ τέκνοις, παρασχὼν αὐτοῖς καὶ οἰκίας καὶ κτήματα καὶ πρόνοιαν τοῦ ζῆν, καὶ τρόπῳ παντὶ θεραπεῦσαι αὐτοὺς· καὶ ἦν αὐτῷ τοῦτο κατὰ νοῦν τε καὶ διὰ σπουδῆς, ὡς ἐλέγετο·

Σκόπευε να κάνει τον Νοταρά διοικητή τής πόλης και υπεύθυνο για τον επανεποικισμό της, ενώ τον είχε προηγουμένως συμβουλευτεί για το ζήτημα αυτό. Αλλά τα βέλη τού φθόνου χτύπησαν αυτούς [τον Νοταρά και τούς γιους του] με θανάσιμα πλήγματα και καταδικάστηκαν σε άδικο θάνατο.

τὸν δὲ γε Νοταρᾶν καὶ τῆς πόλεως ἐπιστάτην ἐσκόπει καταστῆσαι καὶ τοῦ ξυνοικισμοῦ ταύτης κύριον, ξυμβούλῳ χρησάμενος αὐτῷ πρότερον περὶ τούτου· ἀλλ’ ἔφθησαν αὐτοὺς τὰ τοῦ φθόνου βέλη βαλόντα καιρίαν, καὶ κυροῦται θάνατος ἄδικος κατ’ αὐτῶν.

Γιατί ορισμένοι άνδρες με μεγάλη επιρροή, δεν ξέρω από πού, παρακινούμενοι από φθόνο και μίσος για αυτούς τούς άνδρες, έπεισαν τον ηγεμόνα να τούς βγάλει από τη μέση, λέγοντας ότι οι Ρωμιοί, και ιδιαίτερα οι επιφανείς, όχι μόνο δεν έπρεπε να ζουν σε αυτή την πόλη ή να κατέχουν θέσεις, αλλά να μην ζουν καθόλου ούτε να περιφέρονται στον δικό του τόπο. Διότι, έλεγαν, αφού ανακάμψουν λίγο και αφού απαλλαγούν από τη δουλεία, αυτοί οι άνδρες δεν θα δίσταζαν πια να συνωμοτούν για τα δικά τους συμφέροντα και να επιδιώκουν να πάρουν πίσω αυτά που είχαν προηγουμένως, και ιδιαίτερα την ελευθερία τους. Έτσι θα έκαναν ό,τι μπορούσαν εναντίον τής πόλης, είτε όταν λιποτακτούσαν στους εχθρούς μας ή ακόμη και όταν παρέμεναν εδώ.

Τῶν γὰρ μέγα δυναμένων ἔνιοι, οὐκ οἶδ’ ὅθεν, φθόνῳ δὴ καὶ μίσει τῷ πρὸς τοὺς ἄνδρας φερόμενοι ἀναπείθουσι τὸν κρατοῦντα τούτους ἐκ μέσου ποιῆσαι, μὴ δεῖν λέγοντες ἄνδρας Ῥωμαίους καὶ τῶν ἐπιφανῶν μὴ ὅτι γε κατοικεῖν ἐν τῇ πόλει ταύτῃ καὶ προνοίας ἡστινοσοῦν ἠξιῶσθαι, ἀλλ’ οὐδὲ ζῆν ὅλως καὶ περινοστεῖν ἐν τῷ τόπῳ τῷ σῷ· ἀνεθέντας γὰρ μικρὸν καὶ τῆς δουλείας ἀπαλλαγέντας οὐκ ἀτρεμήσειν ἔτι, ἀλλὰ τῶν ἰδίων καλῶν καὶ ὧν πρόσθεν εἶχον ἐπιθυμήσαντας καὶ δὴ καὶ ἐλευθερίας, πάντα πράξειν κατὰ τῆς πόλεως, ἤ αὐτομολήσαντας πρὸς τοὺς ἡμῖν ἐναντίους ἤ αὐτοῦ μένοντας.

Ο σουλτάνος, έχοντας πειστεί ή μάλλον παραπλανηθεί από αυτά τα επιχειρήματα, διέταξε να σκοτώσουν τούς άνδρες. Σκοτώθηκαν όλοι και ανάμεσά τους εκτελέστηκε ο μεγάλος δούκας και οι δύο γιοι του.

Τούτοις πεισθεὶς ἤ μᾶλλον παραπεισθεὶς ὁ βασιλεὺς ἐκέλευσεν ἀναιρηθῆναι τοὺς ἄνδρας. Οἱ δὲ ἀναιροῦνται, καὶ ξυναναιρεῖται τούτοις ὁ μέγας δοὺξ ξὺν τοῖς δυσὶ υἱέσι.

Λένε ότι όταν αυτός ο άνδρας οδηγήθηκε στον τόπο εκτέλεσης, παρακάλεσε τον δήμο να σκοτώσει πρώτα τα παιδιά του μπροστά στα ίδια του τα μάτια, έτσι ώστε να μη φοβηθούν από τον θάνατό του και απαρνηθούν την πίστη τους. Και έτσι, καθώς περίμενε να θυσιάσει με τα παιδιά του, παρακολούθησε προσεκτικά ενώ οι γιοι τού εκτελούντκαν, χωρίς να στρέψει τα μάτια του, και χωρίς να τρομοκρατηθεί. Στη συνέχεια, αφού προσευχήθηκε και ευχαρίστησε τον Θεό που πήρε τα παιδιά του και τον ίδιο, έβαλε τον λαιμό του στο σπαθί. Έτσι γενναία πέθανε, με σταθεράό φρόνημα και ηρωικό πνεύμα.

φασὶ γέ τοι τοῦτον, ἐς τὸν τόπον τῆς ἀναιρέσεως ἀπαχθέντα, παρακαλέσαι τὸν δήμιον πρὸ ὀφθαλμῶν αὐτοῦ πρότερον ἀποκτεῖναι τοὺς παῖδας, τοῦ μὴ τὸν θάνατον δείσαντας ἀρνηθῆναί τὴν πίστιν, εἶθ’ οὕτως αὐτὸν τοῖς παισὶν ἐπιθῦσαι. Ἱστάμενον οὖν ὁρᾶν άτενὶ σφαττομένους τοὺς παῖδας ἀτρέπτῳ τῷ ὄμματι καὶ ἀπτοήτῳ τῇ γνώμῃ, εἶθ’ οὕτως εὐξάμενον καὶ τῷ θεῷ χάριτας ὁμολογήσαντα τῆς ἀπαγωγῆς τῶν παίδων, καὶ ἑαυτοῦ ὑποθεῖναι τὸν ἀυχένα τῷ ξίφει. Οὕτω γενναίως καὶ μετὰ φρονήματος καθεστῶτος καὶ ψυχῆς ἀνδρείας ἀπέθνησκεν.

Αυτός ο άνθρωπος ήταν ευσεβής σε όλες τις σχέσεις με τον Θεό, και διέφερε στη σύνεση, ενώ στο μεγαλείο τού φρονήματός του, την οξύτητα τής διανοίας του και την ελευθερία τού πνεύματός του ήταν ανώτερος από όλους. Μέσα από όλα αυτά έδειξε τόσο φυσικό όσο και ηθικό μεγαλείο. Μέσα από αυτά απέκτησε πολιτική φήμη, εξασφάλισε εξουσία στις δημόσιες υποθέσεις και απέκτησε μεγάλη δόξα και πλούτο. Βρισκόταν στην πρώτη θέση στην εκτίμηση, όχι μόνο των Ρωμαίων αλλά και πολλών από άλλα έθνη. Και οι σύντροφοί του, εννέα σε αριθμό, πέθαναν γενναία, με σταθερή άποψη και ανδρικό θάρρος.

Ἦν γὰρ ὁ ἀνὴρ εὐσεβὴς τε τὰ ἐς θεὸν ὅλως καὶ ξυνέσει διαφέρων, ἔτι δὲ φρονήματος μεγαλείῳ καὶ γνώμης ὀξύτητι καὶ ψυχῆς ἐλευθερίᾳ πάντων κρατῶν, καὶ διὰ πάντων φύσεως ῥώμην δεικνὺς καὶ ἀνὴρ ἀγαθὸς ὤν· δι’ ὧν καὶ τὴν πολιτικὴν ἀρετὴν ἔσχε, καὶ τὴν ἐν τοῖς πράγμασι δύναμιν ἐκτήσατο, καὶ ἐπὶ μέγα δόξης ἤρθη καὶ πλούτου, τὰ πρωτεῖα φέρων οὐ μόνον παρὰ Ῥωμαίοις, ἀλλὰ δὴ καὶ πολλοῖς τῶν ἔξω γενῶν. καὶ οἱ ξὺν αὐτῷ δὲ πάντες εὐθαρσῶς τε καὶ μετὰ γνώμης σταθερᾶς καὶ ἀνδρείας ἀπέθνησκον, ἐννέα τὸν ἀριθμὸν ὄντες.

Αργότερα όμως, ο σουλτάνος ανακάλυψε τον δόλο και την κακία εκείνων που τον έπεισαν να σκοτώσει αυτούς τούς άνδρες, και με αηδία για την προδοσία τους, τούς απομάκρυνε από το βλέμμα του, καταδικάζοντας μερικούς από αυτούς σε θάνατο και στερώντας από τούς άλλους τα αξιώματα και τις τιμές τους.

Ὕστερον γε μὴν καταφωράσας ὁ βασιλεὺς τὸν δόλον καὶ τὴν κακουργίαν τῶν ἀναπεισάντων αὐτὸν ἀποκτεῖναι τοὺς ἄνδρας, καὶ μισήσας τῆς κακουργίας αὐτοὺς ἐξ ὀφθαλμῶν ποιεῖται, τοὺς μὲν θανάτῳ ζημιώσας, τοὺς δὲ παραλύσας τῆς ἀξίας καὶ τῆς τιμής.»

Bλέπε επίσης Pusculus, βιβλίο iv, στίχοι 1070-74, επιμ. Ellissen, σελ. 82, Λεονάρδο Χίου, ό. π., Adam de Montaldo, επιμ. Hopf στο Dethier, MHH, XXΙI-1, σελ. 53. Πρβλ. Babinger, Maometto (1957), σελ. 155-58 και Α. Ι. Ι. Κοτσώνη, «Λουκάς Νοταράς« στο Aκτίνες, αριθ. 139 (Αθήνα, 1953). Σύμφωνα με τον ποιητή Pusculus, βιβλίο I, στίχοι 434-439, επιμ. Ellissen, σελ. 21, ο Nοταράς δεν ήταν ευγενούς καταγωγής όπως αναφέρεται συνήθως: «… κάποτε ο παπούς του πουλούσε μικρά ψάρια…» (… olim pisciculos vendebat avus….). Δύο Καντακουζηνοί εκτελέστηκαν επίσης ύστερα από την τουρκική κατάληψη τής Κωνσταντινούπολης [D. M. Nicol, The Byzantine family of Kantakouzenos (Cantacuzenus) ca. 1100-1460, Washington. D.C., 1968, αριθ. 68-69, σελ. 179-81].

[←89]

Κριτόβουλος, I, 68, επιμ. Müller, FHG, V-l, σελ. 99, επιμ. Grecu, σελ. 151, 153:

Αλώθηκε η Τροία, αλλά από Έλληνες και ύστερα από πόλεμο δέκα ετών. Έτσι, ακόμη και αν σε σχέση με τον αριθμό αυτών που σκοτώθηκαν και συνελήφθησαν η καταστροφή δεν ήταν λιγότερη ή ίσως ήταν ακόμη μεγαλύτερη, ακόμη και οι δύο αυτές περιστάσεις τής έδωσαν κάποια ανακούφιση και παρηγοριά. Γιατί οι Έλληνες ενήργησαν πιο φιλάνθρωπα απέναντι στους κατακτηθέντες, σεβόμενοι τις κοινές τους τύχες, ενώ ο παρατεταμένος και μακροχρόνιος πόλεμος και η καθημερινή προσδοκία τής άλωσης είχαν αμβλύνει την οξύτητα τού αισθήματος απέναντι σε αυτά τα δεινά. Όμως η παρούσα άλωση δεν είχε καμιά απολύτως παρηγοριά.

«Ἑάλω Τροία, ἀλλ’ ὑπὸ Ἑλλήνων καὶ δέκα ἔτη πολεμουμένη, ὥστε εἰ καὶ τῷ πλήθει τῶν τε ἀπολλυμένων τῶν τε ἑαλωκότων οὐ μείων ἦν ἡ ξυμφορὰ, εἰ μὴ καὶ μείζων εἰπεῖν, ἀλλὰ καὶ ἄμφω ταῦτα ἔφερέ τινα κουφισμὸν καὶ παραμυθίαν αὐτῇ· οἵτε γὰρ Ἕλληνες φιλανθρωπότερον τοῖς ἑαλωκόσι προσεφέροντο, τὰς κοινὰς αἰδούμενοι τύχας, ὅ τε συνεχὴς πόλεμος καὶ μακρὸς καὶ τὸ καθ’ ἡμέραν τὴν ἅλωσιν προσδοκᾶν παρῄρηται τὴν ἀκριβῆ τούτων αἴσθησιν τῶν δεινῶν· τὸ δὲ παρὸν ἀπαραμύθητον ὅλως.

Αλώθηκε η Βαβυλώνα από τον Κύρο, αλλά δεν τής δόθηκε θανάσιμο πλήγμα, ούτε υποδουλώθηκε από αιχμαλωσία, ούτε παραδόθηκε στην ατίμωση γυναικών και παιδιών. Άλλαξε απλώς δεσπότη, παίρνοντας έναν καλό στη θέση ενός κακού.

Ἑάλω Βαβυλὼν ὑπὸ Κύρου, ἀλλ’ οὐδὲν ἐς τὰ καίρια παραβλαβεῖσα, οὐδ’ αἰχμαλωσίᾳ δουλεύσασα, οὐδ’ ὕβρει γυναικῶν ἐκδοθεῖσα καὶ παίδων, ἀλλ’ ἤ μόνον δεσπότην ἀλλάξασα, καὶ τοῦτον χρηστὸν ἀντὶ πονηροῦ.

Αλώθηκε η Καρχηδόνα δύο φορές από τον Σκιπίωνα. Αλλά την πρώτη φορά, δίνοντας ομήρους και πληρώνοντας τα έξοδα τού πολέμου, υπέστη απλώς οικονομική απώλεια. Και τη δεύτερη φορά, αν και αναγκάστηκαν να εγκατασταθούν λίγο πιο μακριά με τις γυναίκες και τα παιδιά τους και όλα τα υπάρχοντά τους, και με τούς κατοίκους να αποκαθίστανται σώοι και ασφαλείς, δεν υπέστησαν τέτοιο κακό.

Ἑάλω Καρχηδὼν ὑπὸ Σκηπίωνος δὶς, ἀλλὰ τὸ μὲν πρῶτον ὁμήρους δοῦσα καὶ τὰς δαπάνας τοῦ πολέμου παρασχομένη, ἐς χρήματα (καὶ) μόνα τὴν ζημίαν ἐδέξατο, τὸ δὲ δεύτερον μικρὸν ἀπωτέρω μετοικισθεῖσα ξὺν γυναιξὶ καὶ παισὶ καὶ τοῖς ὑπάρχουσι πᾶσι καὶ τοὺς οἰκήτορας ἔχουσα σῶς καὶ κακῶν ἀπαθεῖς οὐδὲν τοσοῦτον ὑπέστη δεινὸν.

Αλώθηκε η Ρώμη, πρώτα από τούς Κέλτες και τούς Γαλάτες και ύστερα από τούς Γότθους, αλλά δεν υπέστη κανένα τέτοιο κακό. Απλώς βρέθηκε για λίγο κάτω από τύραννο, και υποβαθμίστηκαν η οικονομία και ο πλούτος της. Κατασχέθηκε η περιουσία των πρώτων οικογενειών και εξορίστηκαν οι περίφημοι άνδρες της. Και πάλι, λίγο αργότερα, έχοντας αναρρώσει, ανέβηκε σε νέο ύψος δόξας, πλούτου, δύναμης και καλής τύχης.

Ἑάλω Ῥώμη, τὸ μὲν πρῶτον ὑπὸ Κελτῶν τε καὶ Γαλατῶν, ὑπὸ Γότθων τὸ δεύτερον· ἀλλ’ οὐδὲν τοσοῦτον παθοῦσα δεινὸν, ἀλλ’ ἤ μόνον τυραννηθεῖσα μικρὸν καὶ χρήμασι ζημιωθεῖσα καὶ πλούτῳ καὶ δημεύσει τῶν πρώτων οἰκιῶν καὶ ὑπερορίᾳ τῶν ἐνδόξων ἀνδρῶν, καὶ πάλιν μικρὸν ὕστερον ἑαυτὴν ἀνακτησαμένη, ἐπὶ μέγα δόξης ἤρθη καὶ πλούτου καὶ δυναστείας καὶ τύχης.

Αλώθηκε η Ιερουσαλήμ τρεις φορές: από τούς Ασσύριους την πρώτη φορά, από τον Αντίοχο τη δεύτερη και από τούς Ρωμαίους την τρίτη. Αλλά την πρώτη φορά υπέστη απλώς αλλαγή κατοικίας, μαζί με τις γυναίκες, τα παιδιά και όλα τα υπάρχοντα, στη Βαβυλώνα. Κάτω από την τυραννία τού Αντίοχου βρέθηκαν για μικρό χρονικό διάστημα και στη συνέχεια κατέκτησαν ξανά την πόλη τους. Κάτω από τούς Ρωμαίους, αν και τα βάσανα τής κατάληψης ήσαν αφόρητα, υπήρξαν όμως στην πόλη πολλές τρομερές εξεγέρσεις αστικού χαρακτήρα, με λεηλασίες και σφαγές και ανελέητους φόνους των κατοίκων και ακόμη και των μελών των οικογενειών τους, τόσο πριν όσο και κατά τη διάρκεια αυτού τού τελευταίου πολέμου, με αποτέλεσμα πολλές φορές οι άνθρωποι να προσεύχονται θερμά να καταληφθεί η πόλη, έτσι ώστε να μπορέσουν να βρουν ανακούφιση από αυτά τα φοβερά κακά, είτε στον θάνατο είτε στη δουλεία.

Ἑάλω Ἱεροσόλυμα τρὶς, ὑπ’ Ἀσσυρίων τὸ πρῶτον, ὑπ’ Ἀντιόχου τὸ δεύτερον, ὑπὸ Ῥωμαίων τὸ τρίτον· ἀλλὰ τὸ μὲν πρῶτον μετοικίαν μόνην ὑπέστη ξὺν γυναιξὶ καὶ τέκνοις καὶ τοῖς ὑπάρχουσι πᾶσιν ἐς Βαβυλῶνα· ὑπ’ Ἀντιόχου δὲ μικρὸν τυραννηθέντες πάλιν εἶχον τὴν πόλιν· ὑπὸ δὲ Ῥωμαίων εἰ καὶ τὰ πάθη τῆς ἁλώσεως ἦσαν οὐ φορητὰ, ἀλλὰ στάσεις τε ἦσαν ἐν αὐτῇ πολλαὶ καὶ δειναὶ καὶ εμφύλια καὶ διαρπαγαὶ καὶ σφαγαὶ καὶ φόνοι τῶν ἐνοικούντων τε καὶ τῶν οἰκειοτάτων ἀνόσιοι καὶ πρὸ τοῦ πολέμου καὶ ἐν αὐτῷ τῷ πολέμῳ, ὥστε καὶ ἐν εὐχαῖς ἦν αὐτοῖς πολλάκις τὸ τὴν πόλιν ἁλῶναι, ἀπαλλαγὴν ἐκ τούτου τῶν μεγίστων κακῶν οἰομένοις εὑρέσθαι ἤ τῷ θανάτῳ ἤ τῇ δουλείᾳ.

Επομένως η πτώση εκείνων των άλλων πόλεων δεν μπορεί να συγκριθεί με την πτώση αυτής τής πόλης.

Οὕτως οὐδὲν τὰ τῶν πόλεων ἐκείνων πτώματα πρὸς τὸ ταύτης εἰσὶν οἷα καὶ παραβάλλεσθαι.

Αλώθηκαν και άλλες πόλεις, πολλές και μεγάλες, στην Ασία και την Ευρώπη. Ανθούσαν στον πλούτο, τη δόξα, τη σοφία, την ανδρεία των κατοίκων τους, και σε πολλές άλλες αξιόλογες πτυχές. Όμως τα δεινά εκείνων των πόλεων δεν ήσαν συγκρίσιμα με τα τωρινά δεινά.

Καί ἄλλαι δὲ πόλεις πολλαὶ καὶ μεγάλαι ἔν τε Ἀσίᾳ καὶ Εὐρώπῃ ἑάλωσαν, καὶ πλούτῳ καὶ δόξῃ καὶ σοφίᾳ καὶ ἀρετῇ τῶν ἐνοικούντων καὶ πολλοῖς ἄλλοις ἀνθοῦσαι τοῖς ἀγαθοῖς, ἀλλ’ οὐδὲ τὰ τούτων πτώματα λόγον ἔχει πρὸς τὰ παρόντα δεινά.

Αλώθηκε και αυτή η δύστυχη Πόλη στο παρελθόν από τούς δυτικούς λαούς, τυραννήθηκε για εξήντα χρόνια, και τής αφαιρέθηκε μεγάλος πλούτος και πολλά πανέμορφα και πολυτελή στολίδια από τις εκκλησίες. Τα λαμπρά και τιμημένα και περιζήτητα αριστουργήματα που είχαν δει και ακούσει όλοι μεταφέρθηκαν στα δυτικά, ενώ εκείνα που έμειναν στην Πόλη έγιναν παρανάλωμα τής φωτιάς. Όμως η απώλεια και η ταλαιπωρία περιορίστηκαν σε αυτό. Αν και αυτό δεν ήταν φυσικά κάτι μικρό, όμως από τούς κατοίκους κανείς δεν έχασε τη σύζυγο ή τα παιδιά του ή στερήθηκε τα πιο πολύτιμα πράγματά του. Όλοι οι κάτοικοι υπήρξαν σώοι και αβλαβείς. Στη συνέχεια, ανατρέποντας την τυραννία και ανακτώντας τον εαυτό της, επέστρεψε στην προηγούμενη κατάστασή της και υπήρξε έδρα αυτοκρατορίας, κυριαρχούσε σε πολλούς λαούς στην Ασία και την Ευρώπη και σε αρκετά νησιά. Έγινε υπέροχη και πλούσια και ένδοξη και φημισμένη, κανόνας και παράδειγμα σε όλα τα καλά πράγματα, κέντρο μάθησης και πολιτισμού και σοφίας και αρετής, στην πραγματικότητα, όλων των καλύτερων πραγμάτων σε ένα.

Ἑάλω καὶ ἡ δυστυχὴς αὕτη πόλις πρώην παρὰ τῶν ἑσπερίων γενῶν, ἑξήκοντα ἔτη τυραννουμένη, καὶ πλοῦτον ἀφῃρέθη πολὺν καὶ ἀναθήματα τῶν ἱερῶν πλεῖστα καὶ κάλλιστα καὶ πολυτελῆ, καὶ τὰ λαμπρὰ καὶ σεμνὰ καὶ περιμάχητα ταύτης θεάματα καὶ ἀκούσματα τὰ μὲν ἐς ἑσπέραν μετεκομίσθη, τὰ δ’ ἐν αὐτῇ τῇ πόλει πυρὸς γέγονε παρανάλωμα· ἀλλὰ μέχρι τούτων ἦν αὐτῇ ἡ ζημία καὶ τὸ δεινὸν· εἰ μὴ δὲ ταῦτα μικρὰ, τῶν οἰκητόρων δὲ οὐδένα ἀποβεβλήκει, οὐδ’ ἐς παῖδας καὶ γυναίκας καὶ τὰ τιμιώτατα παρεβλάβη, ἀλλ’ εἶχε πάντας τοὺς ἐνοικοῦντας άσινεῖς ὅλως καὶ κακῶν ἀπαθεῖς· καὶ πάλιν ἀπωσαμένη τὴν τυραννίδα καὶ ἑαυτὴν ἀνακτησαμένη ἐς τὴν προτέραν ἧκε κατάστασιν, καὶ βασίλειον ἦν καὶ γενῶν ἦρχε πολλῶν ἔν τε Ἀσίᾳ καὶ Εὐρώπῃ καὶ νήσων οὐκ ὀλίγων, καὶ ἐν περιφανείᾳ καὶ πλούτῳ καὶ δόξῃ καὶ λαμπρότητι ἦν, καὶ τῶν καλῶν ἁπάντων ἡγεμὼν καὶ παράδειγμα, καὶ λόγων ἦν ἑστία καὶ παιδείας ἁπάσης καὶ σοφίας καὶ ἀρετῆς καὶ πάντων τῶν καλλίστων ὁμοῦ.

Αυτή τη φορά όμως τα υπάρχοντά της εξαφανίστηκαν, τα αγαθά της εξαφανίστηκαν όλα μαζί και στερήθηκε όλα τα πράγματα: πλούτο, δόξα, εξουσία, λαμπρότητα, τιμή, λαμπρότητα τού πληθυσμού, αρετή, εκπαίδευση, σοφία, ιερωσύνη, αυτοκρατορία, με μια λέξη όλα. Και όσο ψηλά είχε ανέβει σε ευημερία και καλή τύχη, τόσο κατέβηκε τώρα στην άβυσσο τής δυστυχίας και τής κακοδαιμονίας. Ενώ στο παρελθόν πολλοί την αποκαλούσαν ευλογημένη, τώρα άκουγε όλους να τη λένε δύστυχη και βαθιά ταλαιπωρημένη. Και ενώ η φήμη τής έφτανε στα όρια τής οικουμένης, γέμιζε τώρα τη γη και τη θάλασσα με τις δικές της συμφορές και τη δική της κακή φήμη, στέλνοντας παντού, ως αναμνηστικά τής δυστυχίας της, τούς κατοίκους, άνδρες μαζί και γυναίκες και παιδιά, ντροπιαστικά διασκορπσμένους σε αιχμαλωσία, δουλεία και προσβολή. Και η πόλη που είχε προηγουμένως κυβερνήσει πολλά έθνη με τιμή, δόξα, πλούτο και μεγάλη λαμπρότητα, κυβερνιέται τώρα από άλλα, με φτώχια, ντροπή, ατίμωση και επαίσχυντη δουλεία. Ενώ ήταν παράδειγμα όλων των καλών πραγμάτων, εικόνα λαμπρής ευημερίας, έγινε πια εικόνα δυστυχίας, υπενθύμιση των μεγαλύτερων συμφορών, μνημείο καταστροφής, και ιστορία για τη ζωή.

Νῦν δ’ ὄντως ἐξήκει τὰ κατ’ αὐτὴν, καὶ τὰ καλὰ ξυλλήβδην ἔρρει, καὶ ἀφῄρηται πάντων, πλούτου, δόξης, ἀρχῆς, περιφανείας, τιμῆς, γένους λαμπρότητος, ἀρετῆς, παιδείας, σοφίας, ἱερωσύνης, βασιλείας, πάντων ἁπλῶς· καὶ ὅσον ἐς ἄκρον εὐδαιμονίας καὶ τύχης ἤλασε, τοσοῦτον ἐς πυθμένα δυστυχίας καὶ κακοδαιμονίας κατήχθη· καὶ μακαρισθεῖσα πρώην ὑπὸ πολλῶν, νῦν ὑπὸ πάντων δυστυχὴς καὶ βαρυδαίμων ἀκούει· καὶ μέχρι τερμάτων τῆς οἰκουμένης προελθοῦσα τῇ δόξῃ, νῦν πᾶσαν ὁμοῦ γῆν τε καὶ θάλασσαν μεστὴν πεποίηκε τῶν ἑαυτῆς ξυμφορῶν καὶ τῆς ἰδίας ἀδοξίας ἐνέπλησε, πανταχοῦ τῆς αὐτῆς κακοδαιμονίας ὑπομνήματα φέρουσα τοὺς οἰκήτορας, ἄνδρας ὁμοῦ καὶ γυναίκας καὶ παῖδας διασπαρέντας αἰσχρῶς ἐπ’ αἰχμαλωσίᾳ καὶ δουλείᾳ καὶ ὕβρει· καὶ ἡ πολλῶν γενῶν ἐπάρξασα πρότερον μετὰ τιμῆς καὶ δόξης καὶ πλούτου καὶ περιφανείας λαμπρᾶς, νῦν ὑφ’ ἑτέρων ἄρχεται μετὰ πενίας καὶ ἀδοξίας καὶ ἀτιμίας καὶ δουλείας αἰσχίστης· καὶ παράδειγμα πάντων οὖσα καλῶν καὶ λαμπρᾶς εὐδαιμονίας εἰκὼν, νῦν εἰκὼν ἐστι δυστυχίας καὶ μεγίστων ξυμφορῶν ὑπόμνημα καὶ στήλη κακοδαιμονίας καὶ μῦθος τῷ βίῳ.»

Για τις τύχες τής «Iσταμπούλ» κατά τη διάρκεια τού μισού περίπου αιώνα που ακολούθησε την κατάκτηση, βλέπε το άρθρο τού Inalcik που αναφέρθηκε πιο πάνω στη σημείωση 75.

[←90]

Λεονάρδος Χίου στο Lonicer, Chron. turcica, II, 101-2, επιστολή γραμμένη στη Xίο στις 16 Αυγούστου 1453.

Για την παράδοση τού Πέρα πρβλ. Tedaldi στο Martène και Durand. Thes. novus anecdotorum, I, στήλη 1823B] και Κριτόβουλο, I, 67, επιμ. Müller. FHG, V-l, σελ. 98a, επιμ. Grecu, σελ. 149:

Ύστερα από αυτό οι άνθρωποι στον Γαλατά, βλέποντας την Πόλη να έχει ήδη κατακτηθεί και να λεηλατείται, παραδόθηκαν αμέσως ομαδικά στον σουλτάνο για να μην υποστούν κακά. Άνοιξαν τις πύλες τους και δέχτηκαν τον Ζαγανός και τα στρατεύματά του, οι οποίοι δεν τούς έβλαψαν.

«Ἐν τούτῳ δὲ καὶ οἱ ἐν τῷ Γαλατᾷ, ὡς εἶδον τὴν πόλιν ἐχομένην ἤδη καὶ διαρπαζομένην, εὐθὺς προσεχώρησαν ὁμολογίᾳ τῷ βασιλεῖ ἐπὶ τῷ μηδὲν τι κακὸν παθεῖν, καὶ ἀνοίξαντες τὰς πύλας ἐσεδέχοντο τὸν Ζάγανον μετὰ τῆς στρατιᾶς, καὶ αὐτοὶ οὐδὲν ὅλως ἠδίκηντο.»

O L. T. Belgrano ανατυπώνει την επιστολή τού Λεονάρδου προς τον Νικόλαο Ε’ από το Chronica turcica (1578) τού Philip Lonicer στο Atti della Società ligure di storia patria, XIII (1877-84), αριθ. cl, σελ. 233-57. Βελτιωμένο κείμενο, με ιταλική μετάφραση, παρέχεται στον Pertusi, Caduta di Costantinopoli, I (1976), 124-71.

[←91]

Η επιστολή αυτή πρωτοδημοσεύθηκε από τον Aσιανολόγο Silvestre de Sacy, «Pieces diplomatiques tirees des Archives de la Republique de Genes» στο Notices et extraits des manuscrits de la Bibliotheque du Roi et autres bibliotheques, XI (Παρίσι, 1827), 75-79. Αργότερα αναδημοσιεύτηκε από τούς P. A. Dethier και K. Hopf, στο Monumenta Hungariae historica, XXII, μέρος 1 (1872), σελ. 647-55 και από τον L. T. Belgrano στο Atti della Società ligure di storia patria, XIII (1877-84), αριθ. cxlix, σελ. 229-33. Ο Άντζελο Τζιοβάννι πρότεινε στον αδελφό του να σταλεί πρεσβεία από τη Γένουα για να ασχοληθεί με τον σουλτάνο. Ο ανηψιός τού Ιμπεριάλε είχε συλληφθεί στην Κωνσταντινούπολη, αλλά δεν είχε κατορθώσει να εξασφαλίσει την απελευθέρωσή του, «επειδή ο κύριος [Μωάμεθ] θέλει να έχει μερικούς Λατίνους στην αυλή του» (quia dominus vult habere aliquos Latinos in curia sua), ενδιαφέρον γεγονός, το οποίο σχολιάζει ο Babinger στο Maometto [σελ. 171]. Δεν είχε γράψει ακόμη στον δόγη, επειδή «δεν είχε το μυαλό» (non habendo animum). Για τον Άντζελο Τζιοβάννι Λομελλίνο (όχι Ζακκαρία) βλέπε Pertusi, Caduta di Costantinopoli, I (1976), 39-40, 355 (σημείωση 75).

[←92]

Tο ελληνικό κείμενο τού φιρμανιού παρέχεται από την έκδοση τού Jos. von Hammer-Purgstall στο F. Miklosich και J. Müller, Acta et diplomata graeca medii aevi, III (Βιέννη, 1865, ανατυπ. Άαλεν, 1968), 287-88 και τού Belgrano στο Atti della Società ligure, XIII, 226-29:

«Ἐγὼ ὁ μέγας αὐθέντης καὶ μέγας ἀμυρᾶς σουλτάνος ὁ Μεχμέτ μπέης, ὁ υἱὸς τοῦ μεγάλου αὐθέντου καὶ μεγάλου ἀμυρᾶ σουλτάνου τοῦ Μουρὰτ μπέη, ὀμνύω εἰς τὸν θεὸν τοῦ οὐρανοῦ καὶ τῆς γῆς καὶ εἰς τὸν μέγαν ἡμῶν προφήτην τὸν Μωάμεθ καὶ εἰς τὰ ἑπτὰ μουσάφια, ὁποῦ ἔχομεν καὶ ὁμολογοῦμεν, καὶ εἰς τοὺς ρκδ’ χιλιάδας προφήτας τοῦ θεοῦ καὶ πρὸς τὴν ψυχὴν τοῦ πάππου μου καὶ τοῦ πατρὸς μου καὶ πρὸς ἑαυτὸν καὶ πρὸς τὰ παιδία μού καὶ εἰς τὸ σπαθί, ὁποῦ ζώνομαι.

Ἐπειδὴ ἔστειλαν οἱ καθολικοὶ ἄρχοντες τοῦ Γαλατᾶ πρὸς τὴν Πόρταν τῆς αὐθεντείας μου τοὺς τετιμημένους ἄρχοντας, τὸν κύριον Μπαπιλᾶν Παραβᾶν καὶ τὸν κύριον μαρκέζον Δριφάγκην καὶ τὸν δραγομάνον των Νικόλαον Πελατζόνην, καὶ ἐπροσκύνησαν τὴν βασιλείαν μου, καὶ ἐδεήθησαν τῆς αὐθεντείας μου, καὶ νὰ ἔχουν τὰς νομὰς κατὰ τὴν συνήθειαν τοῦ καθόλου τόπου τῆς αὐθεντείας μου, νὰ [μὴ] χαλάσω τὸ κάστρον των, αὐτοὶ δὲ νὰ ἔχουν τὰ πράγματά των καὶ τὰ ὀσπήτιά των καὶ τὰ μαγαζία των καὶ τὰ ἀμπέλιά των καὶ τοὺς μύλους των καὶ τὰ καράβιά των καὶ τὰς βάρκας των καὶ τὰς πραγματείας των ὅλας καὶ τὰς γυναῖκάς των καὶ τὰ παιδία των εἰς τὸ θέλημά των, καὶ νά πωλοῦν τὰς πραγματείας των ἐλεύθερα, καθὼς ὅλος ὁ τόπος τῆς αὐθεντείας μου, νὰ πηγαίνουν καὶ νὰ ἔρχωνται ἐλεύθερα διὰ ξηρᾶς καὶ θαλάσσης, καὶ κουμέρκιον νά μὴ δίδουν, μήτε φιαστικὸν, εἰ μὴ νά δίδουν χαράτζιον, ὡς καθὼς εἶναι ὁ τόπος τῆς αὐθεντείας μου, οἱ αὐτοὶ νόμοι καὶ συνήθειαι νὰ εἶναι οἱ αὐτοὶ ἀπὸ τοῦ νῦν καὶ ἔμπροσθεν, καὶ νὰ τοὺς ἔχω ἀκριβούς, καὶ νὰ τοὺς διαφεντεύω, ὡς καθὼς διαφεντεύω τὸ πρόσωπόν μου ὅλον. τὰς ἐκκλησίας των νὰ τὰς ἔχουν καὶ νὰ τὰς ψάλλουν, μόνον καμπάναις καὶ σημαντήρια νὰ μηδὲν κτυποῦν, ἀπὸ τὰς ἐκκλησίας μαΐδιον νά μὴ ζητήσω, μηδὲ αὐτοὶ νὰ ποιήσουν ἄλλας ἐκκλησίας. οἱ πραγματευτάδες τῶν Γενουβέζων νὰ πηγαίνουν καὶ νὰ ἔρχωνται ἐλεύθερα, νὰ ποιοῦν τὰς πραγματείας των. παιδία ποτὲ εἰς γιανιτζάρους νὰ μὴ πάρω, μήτε τινὰ νέον. μήτε Τοῦρκοι νὰ εἶναι εἰς τὸ μέσον των, ἀμὴ νὰ εἶναι ἐξόχως, εἰ μὴ τὰ νὰ βάλῃ ἡ αὐθεντεία μου σκλάβον νὰ τοὺς βλέπῃ˙ αὐτοὶ δὲ οἱ Γαλατιανοὶ νὰ ἔχουν ἄδειαν νὰ βάλλουν πρωτόγηρον εἰς τὸ μέσον των, διὰ νὰ διορθώνῃ τὰς δουλείας, ὁποῦ ἔχουν οἱ πραγματευτάδες. γιανιτζάροι καὶ σκλάβοι νὰ μηδὲν κονεύουν εἰς τὰ ὁσπήτιά των. τὰ κουμέρκια, ὁποῦ χρεωστοῦν, νὰ τὰ μαζώξουν, ἔχουν καὶ χρέος ἀπερνῶντες τὰ ὅσα ἐξόδευσαν, ἔχουν τὴν ἄδειαν νὰ τὰ μαζώξουν ἀπὸ τὴν μέσην τους, διὰ νὰ εὔγουν ἀπὸ τὸ χρέος. οἱ ἄρχοντες καὶ οἱ πραγματευτάδες των νὰ μηδὲν ἀγγαρεύωνται. οἱ πραγματευτάδες τῶν Γενουβέζων νὰ ἔχουν ἄδειαν νὰ πηγαίνουν καὶ νὰ ἔρχωνται, καὶ νὰ δίδουν κουμέρκιον κατὰ τοὺς νόμους καὶ τὴν συνήθειαν.

Ἐγράφη τὸ παρὸν ὁρκομωτικόν, καὶ ὤμωσεν ἡ αὐθεντεία μου ἐν ἔτει ,ςϡξα’ ἀπὸ κτίσεως κόσμου, ἐγύρας ωνζ’.»

Υπάρχει ενετική μετάφραση στον Zorzo Dolfin, Assedio e presa di Constantinopoli, επιμ. G. M. Thomas στο Sitzungsber. d. k. bayer. Akad. d. Wissen., II (1868), 34-36 και πρβλ. J. W. Zinkeisen, Gesch. d. Οsman. Reiches in Europa, II (Γκότα, 1854). 26-28.

Ένα πρωτότυπο ελληνικό κείμενο τού φιρμανιού τού 1453 διασώζεται στη Βιβλιοθήκη τού Bρεταννικού Μουσείου (χειρογρ. Egerton, αριθ. 2817), όπου κρέμεται μέσα σε κάδρο σε ένα τοίχο των αιθουσών εκθεμάτων για περισσότερα από εξήντα χρόνια. Έχει ημερομηνία 1 Ιουνίου έτους δημιουργίας 6961, δηλαδή 1453 και φέρει την επίσημη υπογραφή (tughra) τού σουλτάνου στο πάνω μέρος, με την υπογραφή τού Ζαγάν πασά στο κάτω μέρος. Όντας η πρώτη συνθήκη μεταξύ σουλτάνου και ιταλικού κράτους ύστερα από την κατάκτηση τής Κωνσταντινούπολης, η χορήγηση προνομίων στους Γενουάτες τού Γαλατά είναι πολύ σημαντικό έγγραφο. Το οποίο μάλιστα επρόκειτο να αποτελέσει για περισσότερο από τέσσερις αιώνες τη νομική θεμελίωση επί τής οποίας επρόκειτο να οικοδομηθούν τα δικαιώματα που απολάμβαναν οι Ρωμαιοκαθολικοί στην Οθωμανική Αυτοκρατορία, αποτελώντας το κύριο προηγούμενο για μεταγενέστερες συνθήκες μεταξύ τού σουλτάνου και των χριστιανικών δυνάμεων, ιδιαίτερα τής Γαλλίας, η οποία από το 1536 (όπως θα δούμε στον επόμενο τόμο) μετατράπηκε σε κύριο προστάτη των Ρωμαιοκαθολικών που βρίσκονταν υπό την Πύλη.

Tο φιρμάνι τού 1453 ανανεώθηκε επισήμως για πρώτη φορά, με κάποιες τροποποιήσεις στο περιεχόμενό του, τον Μάρτιο τού 1613 από τον σουλτάνο Αχμέτ Α’. Για επανεκδόσεις τού ελληνικού κείμενου και σχολιασμό βλέπε N. Iorga, «Le Privilege de Mohammed II pour la ville de Pera (1er juin 1453)» στο Βulletin historique de l’Academie roumaine, II (Βουκουρέστι, 1914), 11-32, όπου αναδημοσιεύεται και αριθμός άλλων οθωμανικών-χριστιανικών συνθηκών και E. Dalleggio d’ Alessio, «Le Texte grec du traite conclu par les Genois de Galata avec Mehmet II, le 1er juin 1453», Ἑλληνικά, XI (1939), 115-24 και «Traite entre les Genois de Galata et Mehmet II», Echos d’ Orient XXXIX (1940), 161-75 και «Listes des podestàts de la colonie genoise de Pera (Galata)…», Revue des études byzantines, XXVII (1969), 151-57. O τουρκικός χειρισμός των υποθέσεων τού Γαλατά περιγράφεται μάλλον ανακριβώς από τον Pears, Destruction of the Greek Empire (1903), σελ. 371-72, αλλά βλέπε Heyd, μετάφρ. Furcy Raynaud, II, 310-13 με παραπομπές και τα αναφερθέντα έργα τού Dalleggio d’ Alessio.

Η γενουάτικη κοινότητα βρισκόταν όχι μόνο στο Πέρα, αλλά (μετά το 1475) επίσης στο περιοχή τού Σαλμά Τομρούκ, που ονομάστηκε «Καφφά Μαχαλεσσί» όταν ο Μωάμεθ Β΄ εγκατέστησε τούς κάτοικους τού Καφφά κοντά στην πύλη Αδριανούπολης (Εντίρνε Καπί), στο βορειοδυτικό μέρος τής Ισταμπούλ. Η κοινότητα αναττύχθηκε σε «Λατινικό έθνος τής Κωνσταντινούπολης» (nation latine de Constantinople), κάτω από τη θρησκευτική αρχή τής Αποστολικής αποστολής. Αριθμούσε περίπου 14.000 άτομα στα μέσα τού 19ου αιώνα, αλλά είχε μειωθεί σε περίπου 3.400 το 1927, όταν κατεστάλη ως είδος νομικής οντότητας. Bλέπε Dalleggio d’ Alessio, «La Communaute latine de Constantinople au lendemain de la conquete Οttomane», Echos d’ Orient, XXXVI (1937), 309-17 και γενικά πρβλ. Ernest Mamboury, Istanbul touristique, Ισταμπούλ, 1951, σελ. 92-101.

Εικοσιπέντε χρόνια μετά την τουρκική κατάληψη τής πόλης υπήρχαν, σύμφωνα με την απογραφή τού 1477, περίπου 8.951 μουσουλμανικά νοικοκυριά στην κυρίως Ισταμπούλ και 535 στον Γαλατά, 3.151 Oρθόδοξα ελληνικά νοικοκυριά στην Ισταμπούλ και 592 στον Γαλατά και, όλα μαζί, 3.095 νοικοκυριά Αρμενίων, Λατίνων και Τσιγγάνων [Inalcik, «The policy of Μehmed II …», Dumbarton Oaks Papers, XXII1-XXIV, 247]. Σύμφωνα με την επιστολή τού «επίσκοπου» Σαμίλε στις 6 Αυγούστου 1453 προς τον Όσβαλντ, τον δήμαρχο (burgomaster) τού Χέρμαννστατ (βλέπε πιο πάνω, σημείωση 38), ο Μωάμεθ είχε ήδη τότε μεταφέρει δια θαλάσσης 30.000 άτομα στην Ισταμπούλ και την γύρω περιοχή [Iorga, Notes et extraits, IV (1915), 67. Pertusi, Caduta di Costantinopoli, I (1976), 230 και πρβλ. στο ίδιο, σελ. 426].

[←93]

Πρβλ. I. Dujčev, «La Conquete turque et la prise de Constantinople dans la litterature slave contemporaine», στο Byzantinoslavica, XIV (1953), 14-54, στο ίδιο, XVI (1955), 318-29 και στο ίδιο, XVII (1956), 276-340, V. Grecu, «La Chute de Constantinople dans la litterature populaire roumaine», στο ίδιο, XIV (1953), 55-81, J. Irmscher, «Zeitgenossische deutsche Summon zum Fall von Byzanz», στο ίδιο, XIV, 109-22, A. Vaillant, «Les Langues slaves meridionales el la conquete turque», στο ίδιο, XIV, 123-29, G. Th. Zoras, «Orientations ideologiques et politiques avant et apres la chute de Constantinople», L’ Hellenisme contemporain, 2η σειρά, VII (29 Μαΐου 1953), 103-23, ιδιαίτερα σελ. 108 και εξής, G. Megas, «La Prise de Constantinople dans la poesie et la tradition populaires grecques», στο ίδιο, VII, 125-33.

[←94]

J. Darrouzes, «Lettres de 1453», Revue des études byzantines, XXII (1964), 72-124. Ο Γεώργιος Σχολάριος, τότε μοναχός Γεννάδιος, αναφέρεται σε μια από αυτές τις επιστολές [ό. π., σελ. 101, 122-23].

[←95]

Λεονάρδος Χίου στο Lonicer, Chron. turcica, II, 101. Ύστερα από τη φυγή του από την Κωνσταντινούπολη, ο καρδινάλιος Ισίδωρος τού Κιέβου βρήκε για κάποιο διάστημα καταφύγιο στο ενετικό νησί τής Κρήτης, από το οποίο τον Ιούλιο τού 1453 απεύθυνε επιστολές προς τον πάπα Νικόλαο Ε’ [Iorga, Notes et extraits, II, 522-24], τούς καρδινάλιους Βησσαρίωνα και Καπράνιτσα, τον δόγη Φραντσέσκο Φόσκαρι και τούς Φλωρεντινούς. Για αναφορές στα κείμενα βλέπε Georg Hofmann. «Quellen zu Isidor von Kiew als Kardinal und Patriarch», Orientalia Christiana periodica, XVIII (1952), 143-48, ο οποίος παρέχει το κείμενο τής επιστολής τού Ισίδωρου προς τούς Φλωρεντινούς με ημερομηνία 7 Ιουλίου, με συνοπτική περιγραφή των φρικαλεοτήτων τής τουρκικής άλωσης τής πόλης και πρβλ. F. Babinger, «Veneto-kretische Geistesstrebungen…», Byzantinische Zeitschrift, LVII (1964), 70-71.

Για καλά κείμενα, με ιταλικές μεταφράσεις, των επιστολών Ισίδωρου προς Νικόλαο Ε’ (από Χάνδακα Κρήτης με ημερομηνία 6 και 15 Ιουλίου 1453) και προς Βησσαρίωνα (επίσης με ημερομηνία 6 Ιουλίου), στην οποία πληροφορεί τον Βησσαρίωνα ότι είχε φτάσει στον Βόσπορο στις 26 Οκτωβρίου 1452 (πρβλ. πιο πάνω, σημείωση 9), αναφέρει ότι ο Μωάμεθ είχε στρατό 300.000 ανδρών και στόλο με 220 σκάφη (όπως επίσης αναφέρει στην επιστολή του στις 15 Ιουλίου προς τον Νικόλαο Ε’), αναφέρει ότι ο ίδιος τραυματίστηκε από βέλος στην αριστερή πλευρά τού κεφαλιού του και δίνει δραματική περιγραφή τής πολιορκίας και τής άλωσης τής Κωνσταντινούπολης), καθώς και για την επιστολή θρήνων που απεύθυνε ευρέως στη Χριστιανοσύνη (universis et singulis Christi fidelibus, με ημερομηνία 8 Ιουλίου) και τις επιστολές προς Φραντσέσκο Φόσκαρι (26 Ιουλίου) και Φίλιππο τον Καλό τής Βουργουνδίας (από Ρώμη, με ημερομηνία 22 Φεβρουαρίου 1455), βλέπε Pertusi, Caduta di Costantinopoli, I (1976), 58-111. Στην επιστολή προς Φίλιππο ο Ισίδωρος αναφέρει πάλι ότι ο Μωάμεθ είχε συγκεντρώσει 300.000 άνδρες και 220 σκάφη για την πολιορκία τής Κωνσταντινούπολης. Υπερασπίζεται επίσης, όπως αναφέρθηκε πιο πάνω στη σημείωση 41, τη συμπεριφορά των Γενουατών κατά τη διάρκεια τής πολιορκίας.

[←96]

Η φιλοδοξία τού Μωάμεθ και το ενδιαφέρον του για την Ιταλία είναι γνωστά, αλλά το κείμενο τού Τεντάλντι είναι ενδιαφέρον [Martène και Durand. Thes. novus anecdotorum, I, στήλη 1824AB]:

«είναι θαρραλέος και φλεγόμενος να υποτάξει και να προσηλυτίσει ολόκληρο τον κόσμο, περισσότερο ακόμη και από τον Αλέξανδρο, τον Καίσαρα ή άλλον γενναίο που συγκρίνεται με αυτούς. Έχει περισσότερη δύναμη και κυριαρχία από εκείνη που είχε καθένας από αυτούς. Ζητά πάντα να τού διαβάσουν την ιστορία τους, που και πώς είναι χτισμένη η Βενετία, πόση είναι η χερσαία περιοχή της και πώς μπορεί να φτάσει κανείς εκεί από τη θάλασσα ή από τη στεριά … Αντίστοιχα ρωτά που βρίσκεται η Ρώμη, ρωτά για τον δούκα τού Μιλάνου και τούς γενναίους του, καθώς και για άλλα πράγματα, για τα οποία δεν μιλά ο πόλεμος…».

(courageux et ardant de seignourer et converser tout le monde: voire plus qu’Alexandre, ne César, ne aultre vaillant qui ait esté allegué qu’il a plus grande puissance et seignourie que nul d’ eulx n’avoit: et tousjours faisoit lire leur histoire, demande où et comment est posé Venise, combien loing de terre ferme, et comme on y puet entrer par mer et par terre. … Pareillement demande de Romme où elle est assise, et du duc de Milan et de ses vaillans: et d’ autres choses que de guerre ne parle…)

Ο Τεντάλντι παρέχει πρόγραμμα για την εκδίωξη των Τούρκων από την Ευρώπη [στο ίδιο, στήλες 1824-25].

Όταν ο καρδινάλιος Ισίδωρος επέστρεψε από την Ανατολή, ανέφερε ότι ο Μωάμεθ έδειχνε πιο δυνατός από τον Καίσαρα, τον Αλέξανδρο «ή κάθε άλλον ηγεμόνα, που είχε ποτέ φιλοδοξήσει να κατακτήσει τον κόσμο». Ο θησαυρός του σε νομίσματα ήταν τεράστιος. Είχε 230 πλοία και μπορούσε να ναυπηγήσει πολύ περισσότερα αν το επιθυμούσε. Είχε επίσης 30.000 ιππείς και πολλούς πεζούς, χωρίς προφανώς περιορισμό για πιθανές πρόσθετες στρατολογήσεις. Βλέπε την επιστολή με ημερομηνία 22 Νοεμβρίου 1453 τού Λεονάρντο ντε Μπενβολιέντι, Σιενέζου απεσταλμένου στη Βενετία στον Pastor, Hist. Popes, II, 288-89, σημείωση και Gesch. d. Päpste, I (ανατυπ. 1955), 634, με συμπλήρωμα στη σημείωση, που γράφει ότι ο Μωάμεθ «σύντομα θα έρθει στην Ιταλία» (intende presto venire in Italia).

[←97]

Προσθήκη μεταφραστή: Ας προσθέσουμε εδώ έναν θρήνο, που γράφηκε αμέσως μετά την άλωση τής Κωνσταντινούπολης και παραμένει μάλλον ανέκδοτος στην Ελλάδα. Το ειδικό του ενδιαφέρον στα πλαίσια αυτού τού βιβλίου έχει σχέση με την προπαγάνδιση αγώνα κατά των Τούρκων υπό την ενιαία ηγεσία τού πάπα. Ο Σπ. Π. Λάμπρος αναφέρει τον θρήνο σε άρθρο του [«Ἀνέκδοτος θρῆνος ἐπὶ τῇ ἁλώσει τῆς Κωνσταντινουπόλεως», Ἑστία, τόμ. 22, αρ. 574, σελ 821-25 (1886)], αλλά παραθέτει μερικούς μόνο στίχους. Ο θρήνος δημοσιεύθηκε από τον Adolf Ellissen, Analekten der mittel- und neugriechischen Literatur, Λειψία, 1857.

«Θρῆνος τῆς Κωνσταντινουπόλεως
Διήγησις πάνυ θλιβερὴ πονετικὴ καὶ πλήρη
Βαβαὶ παπαὶ τῆς συμφορᾶς τῆς Κωνσταντινουπόλης.

Α.

Νὰ τὄθελεν ὁ ποιητὴς, ὁ πλάστης τῶν ἁπάντων,
Ἀπόστολοι οἱ δώδεκα μετὰ τὴν Θεοτόκον,
Τέσσαρες εὐαγγελισταί, τῶν Χριστιανῶν ἡ πίστις·
Καὶ νὰ μὲ ᾽δῶκαν λογισμὸν καὶ γνῶσιν εἰς ἐτοῦτο,
Νἄγραψα τίποτε μικρὸν θλιβερὸν τε διὰ τὴν Πόλιν·
Διατὶ δὲν ἔχω φρόνησιν καὶ συλλογὴν εἰς τοῦτο,
Νὰ γράψω τὴν ὑπόθεσιν ὡς χρῆ καὶ ὡς τυχαίνει.
Και ὁ Θεὸς ὁ δυνατὸς ὁποὔδωκε τὴν γνῶσιν,
Νὰ μὲ φωτίσῃ καὶ ἐμὲ εἰς τὰς πλοκὰς τοῦ στίχου,
Και νὰ ποιήσω καὶ ἐγὼ ποίημά τι τοιοῦτον,
Νὰ μὴ τὸ βαρεθῇ τινὰς, ἀμὴ ὁλονῶν ν᾽ ἀρέσῃ,
Τὸν νοῦν μου καὶ τὴν γνῶσιν μου νὰ τὴν ἐπιστηλώσῃ.
Ὅμως θαῤῥῶ τὸ εἰς Θεὸν, πολλὰ νὰ τὸ ποθήσουν,
Ὁποῦ ν᾽ ἀρέσῃ τοὺς πολλοὺς καὶ νὰ τὸ μεταγράψουν,
Πολλὰ νὰ τὸ τιμήσουσι καὶ νὰ τὸ ἀγαπήσουν,
Νὰ χύσουν δάκρυα περισσὰ διὰ τὴν πτωχὴν τὴν Πόλιν,
Καρδιοαναστενάγματα καὶ κοπετοὺς νὰ χύσουν.
Καὶ τὸ λοιπὸν οἱ ἄρχοντες, ἀκούσατέ μοι λόγον·
Μικρὸν τὸ λέγει ὁ πρόλογος, ἀμὴ ἔνι τόσα μέγας,
Ὅτι ἔνι τοῦ κόσμου χαλασμὸς ὡς ᾽ς τὸν καιρὸν τοῦ Νῶε·
Καὶ ὅσοι ἀναγινώσκετε τὴν σύνθεσιν τοῦ λόγου,
Παρακαλῶ σας το πολλὰ νὰ μὴ τὸ βαρεθῆτε·
Ὅλον τὸ διαβάζετε, τελειώνετε τὸν λόγον,
Καὶ ἀνὴ σφάλλω πούβετις μὴ με κατηγορεῖτε·
Ὅλοι παρακαλέσατε νὰ ᾽δῶ τὴν σωτηριὰν μου,
Μὲ τὴν τιμὴν μου διὰ νὰ ζῶ, νὰ ᾽δῶ καὶ τὴν ὑγειὰν μου.
Ἐδὰ λοιπὸν ἀκούσετε τὴν σύνθεσιν του λόγου,
Ἀκρουασθῆτε τὴν ἀρχὴν καὶ τὸ τέλος τοῦ λόγου,
Διὰ ν᾽ ἀκούσετε θλιβερὸν καὶ πονεμένον λόγον·
Ὅλοι θαῤῥῶ νὰ τὸ γράψετε, πολλὰ νὰ λυπηθῆτε.
Ὁπὄχει καὶ πολλὴν χαρὰν, κρατῶ νὰ τὸ λυπᾶτε
Τώρα νὰ τὸ ᾽γρικήσετε διὰ τὴν ἁγιὰν τὴν Πόλιν,
Ἄρχοντες, πλούσιοι καὶ πτωχοί, μικροὶ τε καὶ μεγάλοι,
Ὅλοι ψυχοπονέσετε, κλαύσατε λυπημένα,
Την Πόλιν ἁγιὰν τὴν εἰπὲ, πάλιν ὑπεραγίαν,
Ἐὰν γὰρ καὶ μὴν ἔπεσε ᾽ς τῶν ἀσεβῶν τὰ χέρια.
Ἁγίαν, ἁγίαν τὴν εἰπὲ, ὦ Κωνσταντίνου Πόλις,
Ἡ πίστις τῶν Χριστιανῶν, ἡ δόξα καὶ τὸ κάλλος·
Ἐὰν γὰρ νὰ μην ἔμεινε πέτρα πρὸς ἄλλην πέτραν,
Τὸν τόπον ἅγιον τὸν εἰπὲ τῆς Κωνσταντινουπόλης.
Γράψην εἶχα καὶ πλειότερον ᾽ς τοῦ προλόγου τὸν λόγον,
Ἀμὴ σχολάζω, ἀφήνω το, διατὶ ἔχω μέγαν φόβον,
Ὅτι φοβοῦμαι ταπεινὸς μὴ ἀνασπασθῇ ἡ ψυχή μου.
Λοιπὸν αρχίζω τὴν αρχὴν τὴν πρὸς τοῦ βασιλέα,
Κὺρ Κωνσταντῖνον Δράγαζην, τὸν ἀρχηγὸν Ῥωμαίων.

B
Ὦ Κωνσταντῖνε βασιλεῦ, κακὸν ῥιζικὸν ὁποὖχες,
Καὶ τύχην πάνυ βλαβερὴν, μοῖραν ἀτυχεστάτην,
Καὶ σκοτεινὴν καὶ δολερὴν, ἀστραποκαϊμένην.
Νἄχεν ἀστράψῃ ὁ οὐρανός, νἄχε καῇ ἡ ὥρα,
Ὅταν ἐσὺ ᾽βασίλευσας ἐκείνην τὴν ἡμέραν,
Ἀπὸ ἀρχῆς ἐφάνηκεν ἡ δολερὴ σου τύχη.
Ἐχάλασες, βαρόμοιρε, τὸ κάστρον τῆς Κλαρέντζας·
Τοὺς πύργους, τὰ θεμέλιά του ὅλα ἐξερίζωσές τα·
Αἱ ἐκκλησιαὶ ἐχαλάσασιν, οἱ καλογήροι ἐκλαίγαν,
Οἱ ἄρχοντες μὲ τοὺς πτωχοὺς μεγάλην λύπην εἶχαν·
Τὰ σπήτιά των ἐχάλασες, ἐκεῖνοι ἐξορισθῆκαν,
Γυναῖκες καὶ παιδία των ὅλα ἐξολοθρευθῆκαν,
Ὅλοι ἐξορισθήκασιν, μεγάλον κρῖμαν ἦτον.
Τὶς ἦτον ὁποῦ σ᾽ ἔδωκεν τὴν συμβουλὴν ἐκείνην;
Κακὴ βουλὴ ἦτον εἰς ἐσὲ, ὡς ἔδειξε τὸ τέλος·
Καὶ ἀπὸ τότε ἔδειξεν ἡ ἄτυχός σου μοῖρα
Ἔδε κρῖμαν ὁποὔποικες ἐκείνην τὴν ἡμέραν.
Ὦ Κωνσταντῖνε βασιλεῦ, κακὸν ῥιζικὸν, ὁποὖχες·
Δεσπότης ὀνομάσθηκες ᾽ς τὸν Μιζηθρὰν ἀπέσω·
Νὰ τὄχεν θέλην ὁ Θεὸς ὁ ποιητὴς καὶ πλάστης,
Καὶ νἄχες ἦσθαι ᾽ς τὸν Μωρεὰν αὐθέντης καὶ δεσπότης·
Καὶ τὸ Ἑξαμίλιον ἔκτισες τὸ θαυμαστὸν ἐκεῖνον,
Διὰ τριάντα ἡμέραις τὄκτισες μετὰ πολλοῦ τοῦ πόθου,
Καὶ κόπον ἤβαλες πολὺν, ἀμ᾽ ἦτον ὅλως λύπη.
Λύπην μεγάλην καὶ φρικτὴν εἰς τοὺς αὐθέντας λέγω,
ὅλους τοὺς μεγιστάνους σου ἀρίστους τοὺς Ῥωμαίους,
Εἰς ἄρχοντας καὶ εἰς πτωχοὺς θρῆνον πολὺν καὶ λύπην.
Ὦ Ῥωμαῖοι εὐγενικοί, ποῦ εἶν᾽ ἡ παῤῥησιἀ σας;
Ποῦ ἦν τὸ κράτος, πάλιν δὲ ποῦ ἦν ἡ αὐθεντιὰ σας;
Ἡ κοσμοκρατορία σάς καὶ ἡ μεγάλη δόξα;
Ποῦ ἡ γνῶσίς σας ἡ ἄμετρος, φρόνησις ἡ μεγάλη,
Ἡ ὑπερέχουσα παντὸς καὶ τῶν ἄλλων ἀνθρώπων;
Ὦ Κόρινθος πολύθλιβος, πολύ κακὸν τὸ εἶδες,
Τότες ὅταν ἐχάλασαν οἱ Τοῦρκοι τὸ Ἑξαμίλι·
Ὅλος ὁ κάμπος ἔγεμεν ἅρματα καὶ δοξάρια,
Σαγίταις χρυσοπτέρυγαις, σπαθία κοσμημένα·
Κεφαλαί, χέρια, σώματα ᾽ς τὸν κάμπον ἁπλωμένα.
Ὦ Κόρινθος κακότυχος, πολὺ κακὸν ὁποὖδες.
Καὶ σὺ ἀνδρειωμένε βασιλεῦ, κακὸν ῥιζικὸν, ὁποὖχες·
τὴν Πάτραν τὴν πανεύμορψον εἶχες παρηγοριὰν σου·
Κἰ οἱ Τοῦρκοι τὴν ἐκόψασιν τὴν ταπεινὴν τὴν Πάτραν·
Καὶ ἀπὸ τότ᾽ ἐχάλασεν ὅλον τὸ ῥιζικόν σου·
Αὐτὴν τὴν Πάτραν τὴν πτωχὴν εἶχες παρηγοριὰν σου,
Ποὐγκην σου καὶ σακκούλι σου εἰς ὅλαις ταῖς δουλείαις,
Εἰς ὅλαις σου ταῖς ὄρεξαις κ᾽ εἰς τὰ θελήματὰ σου,
Καὶ ἀπ᾽ αρχῆς σου ἔδειξεν ὅλον τὸ ῥιζικὸν σου·
Κακὰ σοῦ ἐτελειώθηκεν ἐμπρὸς τῶν ὀμματιῶν σου.

Γ.
Ὦ βασιλεῦ πανφρόνιμε, κακὸν ῥιζικὸν, ὁποὖχες·
Νἄχεν ἀστράψῃ ὁ οὐρανός, νἄχε καγῇ ἡ ὥρα,
Τότες ὅταν ἀπέθανεν ὁ ἅγιος ἀδελφὸς σου,
Ὁ βασιλεὺς ὁ φρόνιμος σοφὸς ὁ Καλο-Iωάννης,
Ἡ ῥίζα τῶν φρονήσεων, ἡ δόξα τῶν Ῥωμαίων,
Κλέος καὶ κάλλος καὶ τιμὴ, δεύτερος Πτολεμαῖος,
Τῆς ὀρθοδόξου πίστεως σπαθὶν ἀκονισμένον,
Ῥίζα καὶ φῶς τῶν εὐσεβῶν Χριστιανῶν Ῥωμαίων.
Ὦ Καλο-Ιωάννη βασιλεῦ,πολλὰ κακὸν τὸ ᾽ποῖκες,
Τότες ὅταν ἀπέθανες ἐκείνην τὴν ἡμέραν·
Ἡ ὥρα τοῦ θανάτου σου ἦτον ὁ χαλασμὸς μας,
Τῆς Πόλης τὰ θεμέλια τότ᾽ ἐξεριζωθῆκαν.
Ὦ Κωνσταντῖνε βασιλεῦ, τὶς σου ἡ δόλια τύχη·
Ἐσέναν ἐθελήσασιν νὰ στέψουν βασιλέα·
Νἄχεν χαθῇ ὁ ἥλιος, ἄστρα καὶ τὸ φεγγάρι,
Ὅταν ἐσὺ ᾽βουλήθηκες νὰ ᾽βγῇς ἐκ τὸν Μωρέαν
᾽Σ τὴν Πόλιν, νὰ σὲ στεψουσιν βασιλέα Ῥωμαίων
Εἰς τὴν Κωνσταντινούπολιν τὴν θλιβερὴν τὴν πόλιν
Διὰ τὴν τύχην τὴν κακὴν, ἥν εἶχες εἰς τὸν κόσμον.
Ὦ Κωνσταντῖνε βασιλεῦ, πολὺ κακὸν τὸ ᾽ποῖκες,
Ὅταν ἐσὺ ᾽βουλήθηκες νὰ γένῃς βασιλέας·
Νἄχεν ἀστράψῃ ὁ οὐρανός, νἄχε καγῇ ἡ ὥρα,
Ὅταν ἐδόθην ἡ βουλὴ ἐς τῆς Πόλης τὸ παλάτι,
Καὶ βασιλέαν σ᾽ ἔστεψαν εἰς τὴν ἁγιὰν Σοφίαν.
Νἄχεν ἀστράψῃ ὁ οὐρανός, νἄχε καγῇ ἡ ὥρα·
Ἥλιος, σελήνη μηδαμοῦ νὰ μ᾽ εἶχαν ἀνατείλῃ,
Καὶ τέτοια ἡμέρα μελανὴ νὰ μ᾽ εἶχε ᾽ξημερώσῃ,
εἰς τοῦ Μαΐου τοῦ μηνὸς ἐς τὰς εἴκοσι ἐννέα,
Τρίτην ἡμέραν δολερὴν ποῦ αὐθέντευεν ὁ Ἄρης.
Ἐκείνη ἡ ὥρα ἡ βαρέα ἡ στιγμὴ τοῦ πλανήτου
Ἡ φουσκωσις Ἀνατολῆς ἐπῄρασι τὴν Πόλιν·
Οἱ Τοῦρκοι σκύλοι ἀσεβεῖς· ὦ συμφορὰ μεγάλη!

Δ.
Ὅποιος ἔνι Χριστιανὸς τὴν Πόλιν ἄς τὴν κλαύσῃ.
Λέγουν· “Οἱ Τοῦρκοι ἐσέβησαν εἰς τὴν ἁγίαν Πόλιν,
Καὶ τρέχουν καὶ κουρσεύουν την πεζοὶ καὶ καβαλλάροι,
Τὴν Πόλιν τὴν θεόκτιστον, καὶ τὶς νὰ τὸ πιστεύσῃ;
Ἐγὼ ἀπιστῶ το, φίλε μου, τὸ δολερὸν μανδάτον”.
— Ἔνι τοῦ κόσμου χαλασμὸς καὶ συντελειὰ μεγάλη,
Συντελεσμὸς τῶν Χριστιανῶν τῶν ταπεινῶν Ῥωμαίων·
Ὁμῶς ἄς τὸ θλιβοῦν πολλὰ καὶ τὰ γένη Λατίνων
Διὰ τοῦτο ποῦ συνέβηκεν βασιλείαν Ῥωμαίων,
Διατ᾽ ἦτον σπήτιον ὁλονῶν, Ῥωμαίων καὶ Λατίνων
Ἡ Πόλις ἡ κακότυχος κἰ ὁ βασιλεὺς ὁμάδην.
Ποὖναι λοιπὸν τὰ λείψανα, ποῦ αἱ ἁγιαὶ εἰκόνες;
Ἡ Ὁδηγήτρια ἡ Κυρὰ, ἡ Δέσποινα τοῦ κόσμου;
Λέγουσιν· ἀναλήφθησαν ᾽ς τὸν οὐρανὸν ἀπάνω,
Τὰ λείψανα τὰ ἅγια καὶ τοῦ Χριστοῦ τὰ πάθη,
Οὶ ἄγγελοι τὰ ᾽πήρασιν ἐμπρὸς εἰς τὸν Δεσπότην.
Καὶ τοῦτο ἔνι ἀληθινὸν, ὡς δοῦλοι τοῦ Δεσπότου,
Εἰκόνες τε καὶ λείψανα ὅλα ἀναληφθῆκαν
Εἰς οὐρανούς, εἰς τὸν Χριστὸν, τὸν κύριον τῆς δόξης.
Ποὖναι τὰ μοναστήρια, ποῦ ἡ ὀρθοδοξία;
Ἀφῆκες, ἐξαπόλυκες, πανύμνητε, τὸν κόσμον;
Οἱ ὕμνοι ποὖναι τὸ λοιπὸν, καὶ ποῦ αἱ ψαλμωδίαι;
Καὶ ποὖναι οἱ δομέστικοι ἡ μελῳδία ἀγγέλων;
Ὁ ὕμνος τῆς ἁγιᾶς Σοφιᾶς, αἱ μυρωδιαὶ θυσίαις;
Τί ἐγίνετο ἡ ψαλτικὴ, αἱ καλαῖς προσῳδίαις;
Ποῦ ἔνεν οἱ φιλόσοφοι ῥητορικοὶ Ῥωμαῖοι;
Ποῦ αἱ νηστειαῖς Ῥωμαίων τε, παπάδων, ἡγουμένων,
Νέων, γερόντων ἀληθῶς, ὁμοῦ δὲ καὶ Λατίνων;
Τὰ τρίμερα τῶν Χριστιανῶν, Θεὲ μου, δὲν τὰ θέλῃς,
Νὰ σὲ δοξάζουν ἀσεβεῖς ᾽ς τὸ ἅγιον σου σπῆτιν,
Ἀπέσω ᾽ς τὴν ἁγιὰν Σοφιὰν ᾽ς τὰ ἅγια τῶν ἁγίων,
Τὶς οἶδε ἤ τὶς ἤκουσε ποτὲ του τέτοιον πρᾶγμα,
Οἱ ἀσεβεῖς νὰ πάρουσι τὸ σπῆτι τῶν ἁγίων,
Νὰ σὲ δοξάζουν, Κύριε, οἱ Τοῦρκοι σοδομίταις;
Θεὲ μου, πῶς ἀπέμεινες ᾽ς τὴν τόσην ἀνομίαν,
καὶ πῶς τὸ κατεδέχθηκες δύναμις τῶν ἀγγέλων;
Ἐχάθησαν οἱ Χριστιανοί, Θεὲ, πῶς τὸ ἀπομένῃς;
Αἱ ἰδικαῖς μου ἁμαρτιαῖς τὸ ᾽προξενῆσαν τοῦτο·
Σύννους συστρέφων κατὰ νοῦν καὶ πάλιν οὕτως λέγω.

Ε.
Ὦ βασιλεῦ πανφρόνιμε, ἀνδρειωμένε Κωνσταντῖνε,
Δὲν πρέπει ἄνθρωπός τινας νὰ σὲ κατηγορήσῃ,
Μικρὸς ἤ μέγας διὰ νὰ ᾽πῇ, διὰ νὰ σὲ ὀνειδίσῃ
Λόγον ποτὲ εἰς γέλιον καὶ νὰ ἀναγελάςῃ,
Νὰ εἰπῇ πῶς καὶ διὰ σὲ ἐχάθηκεν ἡ Πόλις,
Καὶ πῶς τὴν ἐπερίλαβαν οἱ ἀσεβεῖς τὴν Πόλιν·
Μηδὲ κατηγορήσετε τὸν βασιλέα αὐθέντην,
Οὐδὲ τοὺς ἄρχοντας αὐτοῦ οὐδὲ τοὺς στρατιώτας,
Μικρούς, μεγάλους ἤ πτωχούς, πλουσίους ἀνδρειωμένους.
τὸ θαῤῥος ὁποῦ ἤλπιζαν οἱ Χριστιανοὶ ἐς τὴν Πόλιν
Ἦτον ᾽ς τὸν ἁγιώτατον τὸν πάπαν τε τῆς Ῥώμης,
Κ᾽ εἰς τοὺς καρδιναλίους του νὰ δώσουσι βοήθειαν·
Εἰς τοὺς ῥηγάδες τῆς Φραγκιᾶς τῶν αὐθεντῶν τῶν ὅλων,
Δουκάδες, κοῦντοι, πρίγκιπες καὶ τὰ κουμούνια ὅλα,
Μετὰ τοῦ βασιλέως τε τοῦ τῆς Ἀλαμανίας·
Σέρβους καὶ Ῥώσους, Βλάχους τε ὁμοίως καὶ Οὐγγάρους,
Τοὺς Παίονας τοὺς φημιστούς, τοῦ Πιάγκω τὰ φωσάτα,
Κάτεργ᾽ ἀπὸ τὴν Βενετιὰν τὴν πολυχρυσωμένην,
Καράβι᾽ ἀπὸ τὴν Γένοβαν τριήρεις καὶ λιβιέρα,
Κἰ ἀπὸ τὴν Κατελλώνιαν κἰ ἀφ᾽ ὅλην τὴν Ἰτάλιαν,
Νὰ δράμουν νὰ βοηθήσουσι τὴν ταπεινὴν τὴν Πόλιν,
Τὴν Πόλιν τὴν πανάτυχον, τὸ μέλος τὸ οἰκεῖον,
Τὸν βασιλέα τὸν πτωχὸν, τὸν ἄθλιον Κωνσταντῖνον,
Ὁποὖχε πάντα καὶ ἀεὶ ᾽ς αὐτούς, νὰ τὸν βοηθήσουν,
Τὸν πόθον καὶ τὴν πίστιν του καὶ ὅλον τοῦ τὸ θαῤῥος,
Καὶ ἐγελάσθην ὁ πτωχὸς κ᾽ ἔχασε τὴν ζωὴν του,
Κἰ ἀπέθανεν, ὡς λέγουσιν, ἐπάνω ἐς τὸ σπαθὶ του.
Τὸ θάῤῥος ὁποῦ ἤλπιζεν εὑρέθην γελασμένος,
Καὶ ἐκομπόθην εἰς αὐτοὺς κ᾽ ἐγίνη χαλασμένος,
Κἰ ἐχάθησαν οἱ Χριστιανοὶ Ῥωμαῖοι καὶ Λατίνοι.

Ζ.
Ἐκείν᾽ ἡ ᾽μέρα σκοτεινὴ, ἀστραποκαϊμένη
Τῆς τρίτης τῆς ἀσβολερῆς, τῆς μαυρογελασμένης,
Τῆς θεοκαρβουνόκαυτης, πουμπαρδοχαλασμένης,
Ἔχασε μάννα τὸ παιδὶ καὶ τὸ παιδὶ τὴν μάνναν,
Καὶ τῶν κυρούδων τὰ παιδιὰ ὑπᾶν ἀσβολωμένα,
Δεμέν᾽ ἀπὸ τὸν σφόνδυλα ὅλ᾽ ἀλυσσοδεμένα,
Δεμέν᾽ ἀπὸ τὸν τράχηλον καὶ τὸ οὐαὶ φωνάζον,
Μὲ τὴν τρομάραν τὴν πολλὴν, μὲ θρήνησιν καρδίας.
Τρέμουν ὡς φυλλοκάλαμον ἐξετραχηλισμένα,
Γυμνὰ χωρὶς ᾽πουκάμισον, ἐξάγκονα δεμένα,
Βλέπουν ἐμπρὸς κι ὀπίσω των μὴ νὰ ᾽δοῦν τοὺς γονεῖς των,
καὶ βλέπουν τοὺς πατέρας των ἐξάγκονα δεμένους,
Ὁ κύρις βλέπει τὸ παιδὶ καὶ τὸ παιδὶ τοῦ κύριν,
Ἄφωνοι δίχως ὁμιλιὰν διαβαίνουν τὸ μαγκούριν.
Αἱ μάνναις αἱ ταλαίποραις ὑπᾶν ᾽ξεγυμνωμέναις·
Τῆς Πόλης αἱ πολίτισσαις ἐξανασκεπασμέναις,
Πλούσιαις, πτωχαῖς ανάκατα, μὲ τὸ σχοινί δεμέναις,
Τής πόλης αἱ εὐγενικαῖς, αἱ ἀστραποκαϊμέναις.
Ὁ ἀδελφὸς τοῦ ἀδελφὸν βλέπει σιδηρωμένον·
Θωροῦν καὶ τὸν πατέρα των μὲ ἄλυσσον δεμένον,
Καὶ δυὸ ἀδελφάδαις εὔμορφαις πολλὰ ὡραιωμέναις,
Ἐντροπιασμένα ἐπάγεναν μὲ τὸ σχοινὶ δεμέναις,
Ἐστράφησαν ὀπίσω ταις, βλέπουν τοὺς ἀδελφοὺς των
Ὁμάδι μὲ τοῦ κύριν των νὰ κλαίγουν, νὰ θρηνοῦνται.
Το δάκρυον τὸ ἀστάλακτον, ὁ βοησμὸς κλαμάτου,
Ἐφαίνετο ἐβύθιζεν ἡ σφαίρωσις τού κρόνου,
Νὰ κλαίῃ ἡ μάννα τὸ παιδὶ καὶ τὸ παιδὶ τὴν μάνναν,
Τὰ κλάματα νὰ λούνουνται, ὁ φίλος μὲ τὸν φίλον,
Ὁ σύντεκνος τὸν σύντεκνον, ὁ γείτων πάλιν γείτων,
Νὰ κλαίουν νὰ θρηνίζωνται, νὰ μεγαλοφωνάζουν·
Ἐκ τὴν μεγάλην συμφορὰν πικρᾶς αἰχμαλωσίας,
Ἐτοῦτα ἤλπιζα ἐλεεινὸς νὰ γράψω διὰ τὴν Πόλιν,
Νὰ γράψω λόγια θλιβερὰ ἐξ ὅλης τῆς ψυχῆς μου·
Καὶ πῶς ἀπὸ τὸ σῶμα μου οὐδὲν ἐξανασπᾶσται,
Νὰ τὴν ἐπάρῃ ὁ ἄγγελος ἐκ τὴν πολλὴν μου λύπην·
Ὅμως ἐτοῦτα τὰ πικρὰ κἰ ὁ χαλασμὸς τῆς Πόλης,
Αἱ ἐδικαῖς μας ἁμαρτιαῖς οὐαὶ τὰ ἐπροξενῆσαν.
Λοιπὸν μὴ ὀνειδίζετε τὸν βασιλέα, αὐθένταις,
Διατὶ ὅλον τὸ πταίσιμον ἦτον εἰς τοὺς ῥηγάδες
Κ᾽ εἰς τοὺς αὐθέντας τῆς Φραγκιᾶς ὁποὖπαν νὰ βοηθήσουν
Τὴν Πόλιν τὴν θεόκτιστον, νὰ τὴν ἀποκρατήσουν,
Ἀμ᾽ ὅλοι νὰ βοηθήσουσι, νὰ τὴν ἀποκερδήσουν,
Διατ᾽ ἦτον σπήτιον ὁλονῶν Ῥωμαίων καὶ Λατίνων,
Και δόξα τῶν πατριαρχῶν καὶ τῶν μητροπολίτων,
Του πρωτοκλήτου τὸ σκαμνὶν Ἀνδρέου ἀποστόλου,
Καὶ θρόνος οἰκουμενικός, οὐαὶ σοι πάλιν, Πόλις.
Ποὖναι τὰ μοναστήρια σου, ποὖναι οἱ καλογήροι,
Παπάδες, ψάλταις, ἱερεῖς καὶ κοσμικοὶ ὁμοῦ τε;
Καὶ φιλοσόφοι, ῥήτορες τῆς ἑπτασόφου τέχνης;
Θεὲ μου, πῶς ἀπέμεινες τὴν ἀνομίαν ταύτην;
Καὶ πῶς τὸ κατεδεχθηχες, δύναμις τῶν ἀγγέλων;
Αἱ ψευδελπίδες δολεραῖς τὸ προξενῆσαν τοῦτο.
Ὦ Κωνσταντῖνε βασιλεῦ, κακὸ ῥιζικὸν ὁποῦχες;

Η.
Ἄς ἔλθω ἐς τὸ προκείμενον τοῦ πονεμένου θρήνου,
Νὰ μὴ πλαντάξω ἄτυχος ἐκ τὸ πικρὸν τὸ τόσον.
Αὐθένταις εὐγενέστατοι, τῆς Δύσης μεγιστᾶνες·
Ἐδὼ ἄς φανῇ ἡ δόξα σας, ὅλη ἡ δύναμίς σας,
Ὅλοι νὰ ὁμονοιάσετε, νὰ ποίσετε ἀγάπην.
Χρείαν σᾶς κάμνει καὶ πολλὴν νὰ εὐγάλλετε τὰ ἔθνη,
Ἀπὸ τὴν γειτονίαν σας συμὰ κ᾽ ἐκ τὸ πλευρὸν σας,
Νὰ μὴ ἀγριεύσουν τὰ θηριὰ καὶ φᾶσι τὰ παιδιὰ σας,
Μήπου κ᾽ ἐξολοθρεύσουν σας ἀπὸ τὰ γονικὰ σας,
Ὡσὰν τὸ ᾽ποῖκαν καὶ πολλῶν κ᾽ έξολοθρεύσασίν τους.
Κυροῦδες, μάνναις καὶ παιδιὰ ἀπὸ τὰ γονικὰ των,
Καὶ σκλάβοι διεσπάρτησαν ᾽ς ὅλην τὴν οἰκουμένην,
Καὶ κλαῖν κ᾽ ἀναστενάζουσιν μετὰ πολλῶν δακρύων.
Ὅλος ὁ κόσμος τοῦ Χριστοῦ, ὅλοι νὰ μαδευτοῦσι,
Τὴν Πόλιν νὰ ἐπάρετε ᾽κ τῶν ἀσεβῶν τὰς χεῖρας.
Καὶ μὴ ἀργεῖτε τίποτες τοῦ χρόνου ἤ τῶν χρόνων,
Νὰ μὴ τὸ μετανοήσετε εἰς τὴν ὑφὴν καὶ τέλος·
Ἡ μετανόησις ἡ ὑστερινὴ πολλὰ εἶν᾽ μετανοημένη.
Λοιπὸν μὴ ἀναμένετε πλέον μὴ καρτερεῖτε,
Ὅλοι σας συγκροτήσετε, πλέον μὴ ἀκαρτερεῖτε.
Περὶ τὰ πάντα ἀπὸ ψυχῆς ὅλοι ἀγαπηθεῖτε·
Νὰ πᾶτε ὅλοι κατ᾽ ἐχθρῶν, κατὰ τῶν μουσουλμάνων,
Καὶ δεῦτε εἰς ἐκδίκησιν, τρέχετε μὴ σταθεῖτε·
Τὸν Μαχουμέτην σφάξετε, μηδὲν ἀναμελεῖτε,
Τὴν πίστιν των τὴν σκυλικὴν νὰ τὴν λακτοπατεῖτε·
Μέρα καὶ νύχτα μὲ σπουδὴν ἐς τὰ ἔθνη διὰ νὰ πᾶτε·
Σηκώσατε καὶ τὸν σταυρὸν ὁποὖναι θεῖον ἅρμα,
Ὡσὰν τὸ ᾽σήκωσε ποτὲ ὁ μέγας Κωνσταντῖνος
Καὶ τοὺς ἐχθροὺς ἐνίκησε καὶ ἐκατέβαλλέν τους.

Θ.
Ὦ Κωνσταντῖνε Δράγαζη, κακὴν τύχην ὁποὖχες·
Καὶ τὶ νὰ λέγω οὐκ ἠμπορῶ καὶ τὶ νὰ γράφω οὐκ οἶδα.
Σκοτίζει μου τὸν λογισμὸν ὁ χαλασμὸς τῆς Πόλης,
Καὶ τὸ πολὺ τῆς τὸ κακὸν πῶς νὰ εὐγῇ ᾽ς τὸν κόσμον.
Ἐδὲ μανδάτον θλιβερὸν ποῦ θέλει ᾽πᾷ ᾽ς ταὸν πάπαν,
Τὴν κορυφὴν τῶν Χριστιανῶν μέσα ᾽ς τὸν ἅγιον Πέτρον,
Καρδιναλίους δώδεκα καὶ ἄλλους ἑβδομῆντα.
Πῶς νὰ τὸ πιάσῃ η ἐκκλησιὰ, ἡ συμβουλὴ τῆς Ῥώμης,
Καὶ πῶς νὰ τὸ συλλογισθοῦν τῆς Δύσης οἱ αὐθένταις;
Ῥηγάδες, κόντοι, πρίγκιπες, δουκάδες, καβαλλάροι,
Πῶς νὰ τὸ συμμετρήσετε, νὰ τὸ συλλογισθῆτε,
τὸ δολερὸν καὶ σκοτεινὸν τῆς Πόλης τὸ μανδάτον;
Ἦλθε καιρὸς τῶν Χριστιανῶν, Λατίνων καὶ Ῥωμαίων,
Ῥώσων καὶ Βλάχων καὶ Οὐγκρῶν, Σέρβων καὶ Ἀλαμάνων,
Ὅλοι νὰ ὁμονοιάσουσιν, νὰ γένουσι τὸ ἕνα,
Καὶ νὰ ὁμοφωνήσουσιν οἱ Χριστιανοὶ τε ὅλοι,
Καὶ νὰ σηκώσουν τὸν σταυρὸν, τοῦ Χριστοῦ τὸ σημάδι,
Μέ λιτανείαις, δέησαις, προσευχαῖς καὶ δακρύων,
Καὶ νὰ παρακαλέσουσι ἐξόχως τὴν Κυρίαν,
Νὰ δεηθῇ πρὸς Κύριον τοῦ νὰ μάς δώσῃ νίκος.
Ὦ Βενετία φουμιστὴ, μυριοχαριτωμένη,
Αὐθένταις εὐγενέστατοι, λάθος μεγάλον ἦτον,
Εἰς τὴν Κωνσταντινούπολιν μεγάλον κρῖμα ἦτον.
Ποῦ ἦτον ἡ βοήθεια σας, αὐθένταις Βενετζιάνοι;
Τὸ δολερὸν καὶ σκοτεινὸν τῆς Πόλης τὸ μανδάτον —
Λέγουν · οἱ Τοῦρκοι ἐπῄρασι τὴν Κωνσταντίνου πόλιν,
Νὰ ᾽ποῦν· ἐχάθη καὶ αὐτὴ ὡσὰν τὴν Σαλονίκην.
τὶ ἐγίνετον ὁ μπάϊλος; ποῦ οἱ πραγματευτάδες;
Ποῦ τὸ λογάρι τὸ ἄμετρο καὶ ποῦ αἱ πραγματίαις,
Λιθομαργαριτάρια, ἀσήμι καὶ χρυσάφι,
Καὶ στολησιαῖς καὶ φορεσιαῖς, ὁποὔχετε ᾽ς τὴν Πόλιν;
Ἐδὲ φωνὴν τὴν ἔσυρε κοράσιον ἐκ τὴν Πόλιν·
“Θεὲ μου, πῶς ἀπέμεινες τὴν τόσην ἀνομίαν,
Οἱ Τοῦρκοι νὰ κερδήσουσι τὴν Πόλιν τὴν ὀλβίαν,
Νὰ κενωθοῦν τῶν Χριστιανῶν τὰ αἵματα ὡς ὕδωρ.”
Ὦ Γενοβέσοι φρόνιμοι, ποὖτον ὁ λογισμὸς σας,
Καὶ ποῦ ἡ δόξα κἰ ἡ τιμὴ καὶ ποῦ ἡ συμβουλὴ σας;
Ποὖναι τ᾽ ἀρχοντολόγιά σας; ποὖναι ἡ παῤῥησιὰ σας;
Ποὖναι τὸ ἀσημοχρύσαφον καὶ τὸ πολὺ λογάρι,
Ὁποὔχετε ἐς τὸν Γαλατὰν εἰς τὰ σκηνώματά σας;
Καὶ ποὖναι αἱ εὐγενικαῖς καὶ αἱ ἀρχοντοπούλαις,
Τοῦ κάστρου αἱ Γαλατιαναῖς, αἱ Γενοβεσοπούλαις;
Οὶ Τοῦρκοι τὰς ἐπῄρασιν, ἀπεκερδήσασίν ταις.
Ὦ Γενοβέσοι φρόνιμοι, μὴ τὸ καταπατεῖτε·
Τὴν δύναμίν σας βάλλετε ὥστε νἀκδικηθεῖτε
Τὰ ἔθνη τὰ ἀλλόπιστα ᾽ς τὴν βρομερὴν τῶν πίστιν.
Μὴν τοὺς ἀφήσετε λοιπὸν ᾽ς τὴν Πόλιν νὰ σταθοῦσιν,
Μηδὲ ῥιζώσουσιν ἐκεῖ ἤ νὰ πολυσταθοῦσιν,
Καὶ κάμουν ῥίζαις δνναταῖς ἀνανασπάστους διόλου
εἰς τὴν Κωνσταντινούπολιν καὶ τὶς νὰ ταῖς ἀνασπάσῃ;
Ἀμὴ ὁ παντοδύναμος Θεὸς ὁ παντεπόπτης,
Καὶ ἡ Μητέρα τοῦ Χριστοῦ, ἡ τοῦ Θεοῦ καὶ Λόγου,
Οἱ ἅγιοι Ἀπόστολοι καὶ μετὰ τῶν Προφήτων.

Ι.
Ὦ Κωνσταντῖνε βασιλεῦ, τύχην βαρεὰν ὁποὖχες·
Θέλω νὰ δώσω ἐνθύμησιν ᾽ς τῶν αὐθεντῶν τῆς Δύσης
Ῥήγαν τὸν ἐκλαμπρότατον τοῦ Παρισιοῦ τὸν πρῶτον,
Πρωτόαρχον τῶν αὐθεντῶν τῶν τοπαρχῶν τῆς Δύσης.
Ὦ Φράτζα τιμιώτατη καὶ πολυφουμισμένη,
Φρατζόρσιδες πολεμισταί, ἄνδρες μου στρατιῶται·
Ἠξεύρετε πληροφοριάν, ἐχάθηκεν ἡ Πόλις.
Τώρ᾽ ἄς φανῇ ἡ δύναμις ὁμοῦ καὶ ἡ στρατιὰ σας,
Νὰ δράμετε ἀπόκοτα μὲ φρόνησιν καὶ πρᾶξιν,
Ἐκδίκησιν νὰ ποίσετε τῆς ταπεινής τῆς Πόλης.
Διατὶ καὶ τὸ βασίλειον ἀπὸ τὴν Φράτζαν ἦτον,
Ἔνι καὶ δίκαιον λοιπὸν τού γένους νὰ βοηθῆτε,
Καὶ μὴ ἀργεῖτε κἄν ποσῶς παραυτὰ ἐγερθῆτε·
Νὰ πᾶτε μὲ βοήθειαν Θεοῦ παντοδυνάμου,
Νὰ πολεμήσετε καλῶς μετὰ Μαχουμετιάνους,
Θέλημα ἔνι τού Θεού, ᾽ς τὰ ἔθνη νὰ ὑπᾶτε.
Λοιπὸν κοντεύγω τὰ πολλὰ, στρέφομαι πρὸς Ἀγκλέζους·
Ὦ Ἀγκλέζοι φρονιμώτατοι τίμιοι τῶν ἁρμάτων,
Οὐδὲν ἠξεύρω τὶ νὰ ᾽πῶ οὐδὲ τὸ τὶ νὰ λέξω.
Οἱ Χριστιανοὶ μὲ Χριστιανοὺς νἄναι τόση κατάρα,
Νὰ σφάζουνται ἀλλήλως των καὶ νὰ μηδὲν λυποῦνται,
Νὰ χύνουσι τὰ αἵματα ὁμοῦ ἕνας καὶ ἄλλος,
Καὶ νὰ τὸ δέχεται ἡ γῆ κάθ᾽ ἡμέρα νὰ πίνῃ·
Ὦ μέγα κρῖμα κἰ ἄδικον καὶ μαυρισμένη μοῖρα.
Θεἐ μου, διὰ τὴν δόξαν σου βάλλε τους εἰς ἀγάπην,
Φραζζέζους καὶ Ἀγκλέζιδες, Σπανιόλους, Ἀλαμάνους,
Πᾶσ᾽ αὐθεντία, πᾶσ᾽ ἀρχή, τῆς Δύσεως τὰ μέρη,
Νὰ ὁμονοιάζουν ἔμπιστα, νὰ πᾶν κατὰ τὰ ἔθνη,
Τὴν Πόλιν τῶν Χριστιανῶν, Λατίνων καὶ Ῥωμαίων
Νὰ πάρουν ἀπ᾽ τὰ χέριά των, νὰ κόψουν ἔπαρσίν των.
Οὐ δύναμαι νὰ γράψω πλέον αὐθένταις μεγιστάνοι,
Μὴ ᾽ξεψυχήσω ὁ ἄτυχος κρατῶντα τὸ κονδύλι,
Μὴ ᾽ξεψυχήσω ὁ ταπεινὸς ἐκ τὴν πολλὴν μου θλίψιν·
Ὅμως ἐδὰ καὶ πάντοτε μετὰ ψυχῆς κραυγάζω
Θεὸν τὸν παντοδύναμον τοῦ νὰ σᾶς εἰρηνεύσῃ,
Τὴν Πόλιν νὰ ἐπάρετε ἐκ τῶν ἀσεβῶν τὰς χεῖρας.

Κ.
Τώρα ἀναθυμήθηκα τὸν αὐθέντη τὸν δοῦκαν,
Κύριον τῆς Μπουργούνιας, τὸν μεγαν στρατιώτην.
Ὦ Μπουργουνέζοι ἀληθινοί, ἄνδρες ἀνδρικωτάτοι,
Ὁποὔχετε πολλὴν φιλιὰν πάντα ᾽ς τὴν βασιλείαν,
Εἰς ἄρχοντας καὶ εἰς πτωχούς, κ᾽ εἰς τὴν άγιὰν Σοφίαν·
Ποὖναι ὁ φίλος σας λοιπὸν, βασιλεύς Καλο-Ιωάννης
Καὶ Κωνσταντῖνος Δράγαζης ὁ ἀδελφὸς ὁ τούτου,
Ὁποὖχαν πόθον εἰς ἐσὲ κ᾽ ἐσὺ πάλιν εἰς αὔτους;
Καὶ ποὖναι ἡ ἁγιὰ Σοφιὰ μετὰ τὴν Ὁδηγήτριαν,
Ὁποὖχες τὴν ἀγάπην σου, δοῦκὰ μου τῆς Μπουργούνιας;
Ἡ Πόλις, ἡ ἀγάπη σου, ἐπῆράν την οἱ Τοῦρκοι.
Ἡ Ὁδηγήτρια οὐ φαίνεται, ἡ ἁγιὰ Σοφιὰ ἐχάθην,
Ὁ φίλος σου ὁ βασιλεὺς οὐδὲ ποσῶς εὑρέθην·
Τοὺς ἄρχοντας ἐκόψασι τὰ τουρκικὰ μαχαίρια,
Καὶ οἱ πτωχοὶ οἱ ταπεινοὶ ὅλοι ᾐχμαλωτισθῆκαν.
Λοιπὸν πανυψηλότατε, ἐκλαμπρότατε δοῦκα,
Κύριε τῆς Μπουργούνιας, αὐθέντη καὶ δεσπότη,
Σήκωσε τὸ σταντέλι σου μετὰ πολλῆς ἰσχύος·
Νἄνεν κἰ ὁ φόβος τού Θεοῦ ἐμπρὸς κατ᾽ ὀφθαλμοὺς σου
Καὶ δράμε εἰς ἐκδίκησιν τῆς Κωνσταντινουπόλης·
Ὁμοῦ μὲ ἄλλους Χριστιανοὺς δράμετε, μὴ ἀργεῖτε,
Τον Τοῦρκον μὴ ἀφήσετε, ὅλοι ἁρματωθῆτε,
Τοὺς Τούρκους ἐξαλείψατε, ἐξανασπάσετέ τους.
Μὴν ἀμελήσῃς τὸ λοιπὸν, δοῦκά μου στρατιῶτα,
Ἄμε δράμε ᾽ς ἐκδίκησιν τοῦ βασιλέως, τῆς Πόλης,
τῆς Ὁδηγήτριας τῆς κυρᾶς καὶ τῆς ἁγιᾶς Σοφίας,
Ὡς φίλος γνησιώτατος ὁποὔσουν τῶν Ῥωμαίων,
Μέ τὴν ψυχὴν διὰ νὰ ᾽μβῇς ὡσὰν τὸν Πτολεμαῖον,
Την Πόλιν νὰ ἐπάρετε καὶ μην ἀκαρτερεῖτε,
Καὶ νὰ τὸν ἀκοντίσετε μὲ τὴν καρδιὰν τὸν σκύλον,
Ὅτι ἐκενοδόξησεν ἀπὸ τῆς εὐτυχιᾶς του·
Νὰ μὴ μετανοήσετε κἰ ὑστέρου νὰ θλιβεῖτε,
Καὶ τὄχετε νὰ κάμετε μηδὲν τὸ ἀμελεῖτε.
Ἀφίνω τον τὸν εὐγενὴν τὸν δοῦκαν τῆς Μπουργούνιας,
Κ᾽ εἰς τὴν Προβέντζα στρέφομαι καὶ συνθρηνῶ μετὰ τους·
Ὦ Προβεντζάλοι εὐγενικοί, στρατιῶται τοῦ πολέμου,
Μετὰ τῶν Ἱσπανιόλων τε καὶ τῶν Πορτουγαλέζων,
Ἠξεύρετε ἀλιθινὰ· ἐχάθηκεν ἡ Πόλις,
Ἐπῇράν την οἱ ἀσεβεῖς καὶ ᾐχμαλώτευσάν την.
Ἀπὸ ἐλπίδας δολερὰς ἤ καὶ φιλαργυρίας
Ἐχάθηκεν ἡ ταπεινὴ ἡ Κωνσταντίνου Πόλις.

Λ.
Πλανῆται, μὴ ἀνατείλετε, τὸν κόσμον νὰ φωτεῖτε·
᾽Σ τῆς Πόλης τὰ περίγυρα μὴ λάμψετε, μὴ σταθεῖτε,
Μή ᾽ματωθοῦν οἱ ἀκτῖνές σας ᾽ς τὸ αἷμα τῶν Ῥωμαίων.
Ἥλιε, πλανῆτα τοῦ οὐρανοῦ, ποσῶς μὴ ἀνατείλῃς,
τῆς Πόλης τὰ θεμέλια πρόσεχε νὰ μὴ κλίνῃς,
Μὴ ᾽ματωθοῦν οἱ ἀκτῖνές σου ᾽ς τὸ αἷμα τῶν Λατίνων,
Τῶν Γενοβέσων σὺν αὐτοῖς καὶ τῶν Φράγκων τῶν ἄλλων.
Κρόνε, πλανῆτα τοῦ οὐρανοῦ, πρόσεχε μὴ ἀνατείλῃς
Τὴν πόρταν τῆς βασιλικῆς τῆς Κωνσταντίνου πόλης,
Μὴ ᾽ματωθοῦν οἱ ἀκτῖνές σου ἐς τὸ αἷμα τῶν Λατίνων,
᾽Σπανιόλων, Προβεντζάλων τε καὶ Μοιροκατελάνων.
Ὦ Ζεῦ, πλανῆτα τοῦ οὐρανοῦ, βλέπε μὴ ἀνατείλῃς,
Ἐκεῖ ᾽ς τὸν ἅγιον Ῥωμανόν ᾽ς τὸ τείχομα τῆς Πόλης,
Μὴ ᾽ματωθοῦν οἱ ἀκτῖνές σου ἐς τὸ αἷμα τῶν παρθένων.
Ἄρης ἐπερνοδιάβαινε τὴν τρίτην βουρκωμένος
Ἀπὸ τὸν ἅγιον Ῥωμανὸν ὅλως αἱματωμένος,
᾽Σ τὸ αἷμα τῶν Χριστιανῶν αἱματοκυλισμένος.
Ἡ Ἀφροδίτη ἔστεκε τὰ δάκρυα γεμισμένη,
Νὰ κλαίῃ νέους εὔμορφους, κοράσια ὡραιωμένα.
καὶ ὁ Ἑρμῆς τάχα θρηνῶν παρηγορῶν ἐκείνην·
“Τὶ ἔχεις, Ἀφροδίτη μου, καὶ εἶσαι χολιασμένη;”
Καὶ ἡ Σελήνη ἀπὸ μακρὰ στέκει κἰ οὐδὲν συμώνει,
Καὶ βλέπει καὶ θαυμάζεται καὶ τρέμει ἀπὸ τὸν φόβον·
Καὶ τὰ στοιχεῖα τ᾽ οὐρανοῦ κλαίουν, θρηνοῦν τὴν Πόλιν.

Μ.
Σχολάζω το νὰ ᾽πάγω ἐμπρός, ν᾽ ἀφηγηθῶ καὶ τ᾽ ἄλλα,
Διατὶ ἡ ψυχὴ μου βλέπω την καὶ θέλει νὰ μ᾽ ἀφίςῃ,
Ναὔγῃ ᾽κ τὰς ἁρμονίας μου καὶ ἐκ τὰ ᾽σωτικὰ μου·
μὴ σκάσω ὁ κακότυχος γράφοντα μὴ πλαντάξω,
Μήπως καὶ παραλογισμῶν Θεὲ, βοήθησέ μου!
Στρέφομαι εἰς βοήθειαν νὰ ᾽πῶ ὅπως νὰ δώσουν,
Κἰ ἀντιβολῶ παρακαλῶ εἰς πὰσαναν αὐθέντην,
Σπανιόλους, Προβεντζιάλους τε μὲ τῶν Πορτουγαλέων·
Μόνον νὰ ὁμονοιάσουσι ἄν θέλουσι καὶ μόνον,
Τὸν Τοῦρκον ἐξερίζονουν σύῤῥιζον ἐκ τὴν Δύσιν.
Καὶ μετ᾽ αὐτοὺς ὁ εὐγενής ὁ ῥήγας τῆς Γρανάτας·
Ἀμὴ κἰ αὐτὸν ἀφίσετε τὸν ἀσεβήν τὸν σκύλον,
Κ᾽ οὐδὲν τοῦ ᾽ξεριζώσετε παραυτὰ διὰ χρῆμα.
Σιγοπατῶ κἰ ἀφίνω το, κ᾽ ἐσεῖς νὰ τὸ εὑρεῖτε·
Ὅτι βλέπω κ᾽ ἐπήδησε κ᾽ ἐκάτζε κ᾽ εἰς τὴν Δύσιν,
Ὡς πάρδος λεοντόπαρδος, ὡς λέων πεινασμένος,
Καὶ τρώγεισας τὴν σάρκα σας καὶ πίνεισας τὸ αἷμα,
Ὡσὰν γλυκὺ μαγείρευμα καὶ δίχα θέλημά σας!
Κ᾽ ἔδε κρίμα τὸ κάμνετε κἰ ἕως πότε νἄνεν οὕτως,
Νὰ κάθεται ᾽ς τὸν τόπον σας, νὰ τρῷ τὰ σωτικὰ σας!
Ὅμως ὁ Θεὸς ὁ δυνατὸς νὰ σᾶς ἐγκαρδιώσῃ,
Νὰ ποίσετε ὁμόνοιαν εἰς μιὰν καρδιὰν οἱ ὅλοι,
Καὶ νὰ τὸν ᾽ξεριζώσετε παντάπαν ἀπ᾽ τὸν κόσμον·
Εἰς τοῦτο δὲ παρακαλῶ, αὐθένταις καὶ ῥηγάδες,
Ἄν ἔγραψα παράξενα, νὰ μὴ μὲ βαρεθῆτε,
Ἀμὴ νὰ μ᾽ ἀπομείνετε διὰ τὸν Θεὸν, αὐθένταις.

Ν.
Ὦ Κωνσταντῖνε βασιλεῦ, τύχην κακὴν τὴν εἶχες.
Ἄς ἔλθω ᾽ς τὸ προκείμενον τῆς ταπεινής τῆς Πόλης·
Τὸν Τοῦρκον τὸν παράνομον εὐγάλλετε ᾽κ τὴν Δύσιν.
Τινὰς ἀγάπην μετ᾽ αὐτὸν μὴ βουληθῇ νὰ ποίσῃ·
Μὲ τὴν ἀγάπην ἔφαγε τὸν κόσμον ὅπου ὁρίζει.
Λοιπὸν ὰν τὸν ἀφίσετε μόνον καὶ δύο χρόνους
Εἰς τὴν Κωνσταντινούπολιν νὰ περιανασάνῃ,
Ὀμννω σᾶς εἰς τοῦ Θεὸν ὅλους μᾶς θέλει φάγει.
Μηδὲν ἀναμελήσετε, ποσῶς μηδὲν σταθεῖτε,
Τὸν Τοῦρκον νὰ εὐγάλλετε, αὐθένταις νὰ γενῆτε,
Τότε νὰ κεφαλαιώσετε, αὐθένταις νὰ γενῆτε,
Ν᾽ ἀναπαυθῆτε ὅλοι σας, τινὰ νὰ μὴ φοβῆσθε.
Καὶ μέγαν λύκον ἔχετε, χάσχει ὡσὰν ταὸ ψάρι,
Τὰ αἵματα τῶν Χριστιανῶν πίνει ὡσὰν λεοντάρι,
Διὰ τοῦτο ὅλοι Χριστιανοὶ ἄς πᾶν μὲ ταὸ καμάρι.
Νὰ τὸν ἐξεριζώσετε τὸν σκύλον τὸν λυσιάρην,
Θεὸς ὁ παντοδύναμος θέλει σᾶς δώσει χἀριν,
τὸ πνεῦμα τὸ πανάγιον καὶ νὰ σᾶς ἐφωτίσῃ,
Μέ προθυμίαν δννατὴν καὶ μὲ ψυχὴν μεγάλην,
Καὶ νὰ τὸν ἀφανίσετε ὡς ὁ Θεὸς τὸ θέλει.
Ὁ Τοῦρκος ἔνι δυνατός, ἔχοντα καὶ τὴν Πόλιν
Θἐλει γενῆν ἀνήμερος δράκος καὶ λεοντάρι,
Τώρα τὸ βούλομαι νὰ ᾽πῶ ὁ κόσμος τὸ κατέχει.
Ἐκ τοῦ Ἡρακλείου τὸν καιρὸν ἐγέρθην ὁ Μωάμεθ,
Καὶ ἀπ᾽ εξαύτου τὴν ἀρχὴν ἐφάνη τέτοιον ἔθνος,
Κ᾽ ἐπάτησεν εἰς Ῥωμανιὰν καὶ νὰ τελῇ κατ᾽ ἔτος
Τὴν ἄτυχον κ᾽ ἐλεεινὴν τὴν Κωνσταντίνου Πόλιν·
Μέ τ᾽ αὔριον μὲ τὸ σήμερον ἀπὸ τόπον εἰς τόπον,
᾽ξ Ἀνατολῶν ἐπήδησεν κ᾽ ἐκάτζε κ᾽ εἰς τὴν Δύσιν,
Εἰς τὸ σκαμνὶ τῶν Χριστιανῶν τὸ κεφαλοδοτίκη.
Ἡράκλειος καὶ πρὸ αὐτοῦ ὁ μέγας Κωνσταντῖνος
Καὶ μέχρι Ἰουστινιανοῦ οἱ πρώτιστοι τῆς Πόλης,
Ἡ Πόλις ἐκυρίευεν Ἀνατολὴν καὶ Δύσιν,
Καὶ τώρα τὸ μειράκιον, τὸ συχαντὸν τὸ ἔθνος,
Ἐνέβηκεν, ἐψήλωσεν, ἐγίνη αὐθέντης μέγας.
Ἐπάρθηκεν ὁ ἀσεβὴς ὡς διάβολος διώκτης,
Τὸν κόσμον ὅλον βουλεται, θέλει νὰ τὸν ἐφάγῃ.
Καὶ πᾶσα εἷς ἄς βλέπετε μικρὸς καὶ μέγας αὐθέντης,
Μὴ συντροφιάσῃ μετ᾽ αὐτὸν μὴ φιλευθῇ μηδ᾽ ὅλως,
Μηδὲ δεχθῇ ὁρκομοτικά μηδεὶς αὐτὸν πιστευσῃ·
Τοὺς ὅρκους κάμνει δολερούς, ὀμνύει κ᾽ εἰς τὸ σπαθὶ του,
᾽ξ ὑστέρου θανατώνει τους καὶ ἐπιορκεῖ ὁ σκύλος·
Τον ὅρκον του ὁ ἀσεβὴς ποςῶς οὐ στέργει τοῦτο,
Διατ᾽ ἔνι γένος ἄπιστον καὶ πλήρης γέμον δόλου.
Καὶ ὁ Χριστὸς ὁποὖπαθεν δι᾽ ἡμᾶς τοὺς ἀνθρώπους,
Καὶ τὸν σταυρὸν μᾶς ἔδωκεν ὅπλον καὶ μέγαν ἅρμα,
᾽Σ τὸ νὰ νικοῦμεν τοὺς ἐχθροὺς ὁρατοὺς ἀοράτους.
Σηκώσετέ τον τὸν σταυρὸν μὲ φόβον καὶ καμάρι,
Κἰ ἀμέτε καταπάνω του τοῦ σκύλου μαγαρίτου.
Ἐλπίζω λέγω εἰς Θεὸν καὶ γράφω μετὰ θαῤῥους,
Τὸν Τοῦρκον νὰ νικήσετε μὲ τοῦ σταυροῦ τὴν χάριν,
Καθάποτε ὁ ἅγιος ὁ μέγας Κωνσταντῖνος.

Ξ.
Ἀφίνω τώρα τοὺς πολλοὺς καὶ τοὺς Προβεντζιάλους,
καὶ τῶν Πορτουγαλέων τε μετὰ τῶν Σπανιόλων,
καὶ στρέψομαι ᾽ς τοῦ βασιλεὰ τὸν τῆς Ἀλαμανίας,
Τον κράλην τοῦ πανθαύμαστον ῥήγαν τῆς Οὐγκαρίας.
Τοιοῦτος ἦν ὁ βασιλεὺς ὁ τῆς Ἀλαμανίας,
Καὶ πάλιν ὁ παμφούμιστος ῥήγας τῆς Οὐγκαρίας,
Ὡς τοὺς πλανήταις τοὺς ἑπτὰ νὰ ὑπερφέρουν δύο.
Ὦ βασιλεῦ πανεύγνωστε ὁ τῆς Ἀλαμανίας,
Καὶ σὺ ῥήγα πανένδοξε αὐθέντα Οὐγκαρίας,
Νὰ ᾽ξεύρετε· ἐπῄρασιν οἱ ἀσεβεῖς τὴν Πόλιν,
Κ᾽ ἐχάθην ἡ ἀποκρὰτησις βασιλεία Ῥωμαίων.
Ἀπὴν ἡ Πόλις ἐχάθηκεν, ὁ κόσμος ἄς προσέχῃ·
Ἦλθε καιρός, ὦ βασιλεῦ, νὰ πᾷς κατὰ τὰ ἔθνη,
Χρείαν σου κάμνει περισσὰ, νὰ ᾽πάγῃς κατ᾽ ἐκεῖνα.
Ὦ συμφορὰ καὶ θρηνισμὸς καὶ κοπετὸς μεγάλος,
Ὦ Κωνσταντῖνε βασιλεῦ, τύχην κακὴν ὁποὖχες!
Αὐθέντη, κράλη εὐγενικὲ, στολὴ τῶν ἀνδρειωμένων·
Κακὰ θηρία ἐσύμωσαν συμὰ ᾽ς τὴν Οὐγκαρίαν,
Ὦ Πιάγκω φρονιμώτατε, καὶ στήλη τῆς Βλαχίας,
Ἐχάλασεν ἡ Ῥωμανιὰ, ἐχάλασεν ἡ Δύσις,
Ἐπέσασι τὰ φλάμπουρα τοῦ βασιλέως τῆς Πόλης.
Θεὲ μου, πῶς ἀπέμεινες ᾽ς τὴν τόσην ἀνομίαν;
Ὦ Ἀλαμάνια καὶ Οὐγκριὰ, Βλαχία καὶ Σερβία,
Ἐδὰ σᾶς κάμνει χρειὰ πολλὴ κατὰ Τουρκῶν νὰ πᾶτε
Μετὰ μεγάλης στρατιᾶς, μετὰ πολλῆς ἰσχύος,
Νὰ πολεμήσετε καλῶς κὶ οὕτως νὰ δοξασθῆτε,
Νὰ δοξασθῆτε περισσά, ὅταν ἡ ὥρα σώσῃ,
Καὶ δώσῃ σᾶς τὴν ὁ Θεὸς ὁ μέγας τροπαιοῦχος,
Καὶ ὅλοι ν᾽ αὐθεντεύσετε μὲ τιμημένον τρόπον
Εἰς δόξαν τοῦ παντάνακτος Θεοῦ τοῦ παντεργάτου.

Ο.
Ἡ κορυφὴ τῆς ἐκκλησιᾶς τῆς Ῥώμης τῆς ἁγίας,
Ὦ πάπα ἁγιώτατε, τῆς πίστεως ὁ στῦλος,
Φέγγος φωστὴρ τῶν Χριστιανῶν καὶ κορυφὴ τῆς Ῥώμης,
Ποῖσε νὰ ὁμονοιάσουσιν οἱ Χριστιανοὶ τοῦ κόσμου,
Ὅλοι αὐθένταις τῆς Φραγκιᾶς νὰ κάμνουσιν ἀγάπην,
Ὁμόνοιαν ἀληθινὴν ὡς ὁ Θεὸς τὸ θέλει,
Καὶ νὰ σηκώσουν τὸν σταυρὸν, ἐσὺ πρῶτος κ᾽ ἐκεῖνοι,
Τὰ ἔθνη νὰ εὐγάλλετε ἀπὸ τὰ γονικὰ σας,
Νὰ τοὺς ἐξολοθρεύσετε ἀπὸ τὸ πρόσωπὸν σας,
Κὶ ὁρισμὸς ἔνι τοῦ Θεοῦ, παναγιώτατε πάπα,
Θέλεις νικήσειν μὲ τὸν Θεὸν ὅλους τοὺς ἀντιδίκους.
Φρατζέζοι, Ἀγκλέζοι εὐγενικοί, ἐλᾶτε εἰς τὴν Ῥώμην,
Καὶ Βενετζιάνοι φρόνιμοι εἰς βουλὴν καὶ είς ἔργον·
Ἐλᾶτε ὁμοῦ ὁμονοιάσετε καὶ μὲ τὴν συμβουλὴν σας,
Μέ τὸ καλὸν σας ῥιζικὸν καὶ μὲ τὰ κάτεργά σας.
Πορτουγαλέζοι, δράμετε κἰ ἐσεῖς οἱ Φράγκοι ὅλοι,
᾽σπανία μὲ τὴν δύναμιν ἥν ἔχει καὶ βοήθειαν.
᾽ταλιάνοι ἀνδρικώτατοι καὶ τῆς φρονήσης πρῶτοι,
Καὶ Γενοβέσοι ἐκλεκτοὶ ὁποῦ σᾶς κόπτει πλέον,
Ὅπως νὰ ξαναπάρετε σπήτιά σας τὰ χαϊμένα·
Συντόμως ὁμοθυμαδῶν ἀμέτε καταπάνω
Τοῦ Τούρκου μέγα Μαχουμέτ καὶ τοῦ ἀσεβεστάτου,
Ὁποὖμπεν καὶ κεφάλωσεν ᾽ς τῶν Ῥωμαίων τὴν χώραν.
Μὴν σας ἰδῇ, νὰ ᾽ξεσπασθῇ, νὰ φοβηθῇ, νὰ σκάσῃ,
Νὰ χέσῃ τὸ συκώτι του καὶ ὅλην τὴν οὐσιὰν του,
Νὰ χάσῃ τὴν ἀλωπεκὴν καὶ τὴν ψηλοφροσύνην,
Καὶ νὰ τὸν ἐνικήσετε, νὰ πάρετε τὴν Πόλιν.
Παρακαλῶ σας, βασιλεῖς, αὐθένταις καὶ ῥηγάδες,
Καὶ τὰ κουμούνια τῆς Φραγκιᾶς, σοφοὶ καὶ διδασκάλοι,
Μὴ μὲ κατηγορήσετε εἰς τἄγραψα καὶ εἶπα.
Περάσετε μ᾽ ὡς ἄγνωστον ὁμάδι μὲ τὸν νοῦν μου,
Καὶ ψέξετε τὸν λογισμὸν ἐμοῦ δὲ καὶ τὴν γλῶσσαν,
Τὴν ποιὰν δὲν ἐδυνήθηκα νὰ τὴν ἀποκρατήσω.
Ἀμὴ ἐνθυμοῦμον τίποτε μικρὸν διὰ νὰ γράψω,
Κἰ ὁ λογισμὸς ἀνέβαζε νὰ γράψω τέτοιαις λέξεις,
Καὶ νὰ μου λέγει· “Γράψε τας διὰ νὰ ταῖς ἀγρικήσουν
Ὅλοι αὐθένταις τῆς Φραγκιᾶς, καὶ θέλουν συμπονέσειν.”
Καὶ διὰ τοῦτο ἔποικα καὶ ἔγραψα ἅ εἶπεν.
Τοῦτο καὶ μόνον λέγω σας, πλέον νὰ μὴ ἀργεῖτε,
Τοὺς Τούρκους πολεμήσατε, τοὺς Χριστιανοὺς αφῆτε·
Ὅτι ἐβαρέθην ὁ Θεὸς τῶν Χριστιανῶν ταῖς μάχαις,
Ἐβρόμησαν εἰς τὸν Θεὸν μάχαις τῶν ὁμοφύλων.
Δὲν βλέπετε τοὺς ἀσεβεῖς τὸ πῶς εὐημεροῦσιν,
Κἰ οἱ Χριστιανοὶ μὲ Χριστιανοὺς πάντα νὰ πολεμοῦσιν;
Θεὸς ὁ παντοδύναμος χρεία νὰ μας βοηθήσῃ,
Νὰ καταβάλῃ τοὺς ἐχθρούς, νὰ τοὺς καταποντίσῃ,
Κ᾽ εἰς ὅσον γράφω νὰ γενῇ, καὶ νὰ χαρῇ ὁ κόσμος.

Π.
Ὦ Κωνσταντῖνε βασιλεῦ, τύχην κακὴν ὁποὖχες!
Θεὸς νὰ δώσῃ προθυμιὰν τῶν αὐθεντῶν τῆς Δύσης,
Νὰ ᾽πᾶσι εἰς ἐκδίκησιν τῆς ὀρθοδόξου πίστης.
Ὦ Βλαχία πολύθλιβη, Σερβία πονεμένη,
Θυμεῖσθε ταῖς αἰχμαλωσιαῖς, Οὐγκρία λυπημένη,
Τῶν μαγκουριῶν τὰ δέματα, θλιμένοι, πονεμένοι.
Πάλιν δὲ ἐνθυμίζω σας, αὐθένταις, μὴ σταθεῖτε,
Τὄχετε διὰ νὰ ποίσετε, μηδὲν τὸ ἀμελῆτε,
Τὰ ἔθνη διὰ νὰ εὐγάλλετε μὲ τὴν καρδιὰν σας ὅλοι,
Μὲ πόθον καὶ συγκρότησιν πάντες νὰ συναχθῆτε,
Νὰ εὐγάλλετε τοὺς ἀσεβεῖς ἀπὸ τὰ γονικὰ σας,
Νὰ πάρετε τοὺς τόπους σας καὶ νὰ χαρῇ ή καρδιὰ σας,
Καὶ μὴ σνγκατεβῇ κανεὶς νὰ τοῦ ζητήσῃ ἀγάπην,
Τὸν Τοῦρκον τὸν ἀγριόσκυλον, τὸ ἀνήμερον θηρίον·
Καὶ θέλω νὰ γινώσκετε, ὅτι μὲ τὴν ἀγάπην
Ἐῤῥούφισε τοὺς Χριστιανοὺς ὡς δράκος πεινασμένος,
Ἐγίνηκεν Ἀντίχριστος, τὸν κόσμον σακτανίζει,
Τὸ γένος τὸ Ῥωμαϊκὸν ἐκαταδούλωσέν το,
Καὶ πρὸς τὰ μέρη τῆς Φραγκιᾶς, βλέπω, ἀναχεντρίζει.
Ὦ κορυφὴ τῆς ἐκκλησιᾶς, παναγιώτατε Πάπα,
Τῆς πίστης τὸ στερέωμα, τῶν Χριστιανῶν ἡ δόξα,
᾽Στὴν ἁγιωσύνην σον κρεμᾶτ᾽ ὁλ᾽ ἡ Χριστιανοσύνη.
Νὰ τοὺς ἐφέρῃς εἰς καλὸν ἐκ τὴν διατανοσύνην,
Μὲ τὸ γλυκὺ, μὲ ταὄμορφον, μὲ τοῦ Θεοῦ τὸν φόβον,
Καὶ νὰ σηκώσῃς τὸν σταυρὸν μὲ φόβον καὶ μὲ τρόμον,
Μὲ τόλμην τὸν ἀγριόπιστον νὰ εὐγάλλετε ᾽κ τὸ σπῆτι,
Ἐκ τὴν Κωνσταντινούπολιν, τὴν Νέαν Ῥώμην λέγω.
Ἀπὴν ἡ Πόλις ἐχάθηκεν ὁ κόσμος ἄς προσέχῃ,
Καὶ λέγω, ἄς προσέχετε, ὡς ἡ βροντή τὰ νέφη.
Ἡ Πόλις ἦτον τὸ σπαθί, ἡ Πόλις τὸ κοντάρι,
Ἡ Πόλις ἦτον τὸ κλειδὶ τῆς Ῥωμανίας ὅλης,
Κ᾽ ἐκλείδωνε κ᾽ ἐσφάλιζεν ὅλην τὴν Ῥωμανίαν,
Κι᾽ ὅλον τὸ Ἀρχιπέλαγος ἐσφιχτοκλείδωνέν το.
Γίνωσκε, ἁγιώτατε καὶ κορυφὴ τῆς Ῥώμης,
Ὁ ποταμὸς ὁ πύρινος ἐσέβην εἰς τὴν Πόλιν,
Τὴν Δύσιν περιπλέκεται μὲ παρακλάδια ἕξη.
Τὸ πρῶτον σώνει ᾽ς τὴν Σερβιὰν, δεύτερον ᾽ς τὴν Βλαχίαν,
Τὸ τρίτον ἐκοντόσωσε συμὰ ᾽ς τὴν Οὐγκαρίαν,
Τὸ τέταρτον ἐφλόγισεν ὅλην τὴν Βουλγαρίαν,
Τὸ πέμπτον τὸ ᾽φοβούμετο μὴ δράμῃ παραμέσα
Καὶ σμίξῃ μὲ τὰ τέσσαρα, διατ᾽ ἦν μαγαρισμένον,
Θέλῃ γενῆν ἀπέραντον ποτάμι αἱματωμένον·
Τὸ ἕκτον τὸ ἐξάναψεν τῆς Πόλης τὰ θεμέλια,
Ἐξάναψεν ἡ φλόγα των καὶ τρέχει φοβησμένα,
Νὰ κάψῃ τὰ περίγυρα, πᾶν κάστρον, πᾶσαν χώραν.
Ἀφ᾽ ὥρας βάλλε τὴν βουλὴν, μὲ την καλήν τὴν ὥραν
Κοπιάσε μὲ τὰ γόνατα, μὲ τὸ ἅγιον τὸ κορμὶ σου,
Καὶ τὴν βουλὴν σου μάζωξε, σάλευσε ῥιζικὸν σου,
Ἅγιε καὶ πανάγιε καὶ κορυφὴ τῆς Ῥώμης·
Ποῖσε τὸ φλάμπουρον χρυσὸν, τὰς κλεῖς τοῦ ἁγίου Πέτρου,
Καὶ σώρευσε μετὰ Θεὸν τῆς Δύσης τοὺς αὐθένταις,
Νὰ πᾶτε εἰς ἐκδίκησιν τῆς Κωνσταντινουπόλης.

Ρ.

Αὐθέντης ἔνι δυνατὸς ὁ Τοῦρκος, ᾽ξεύρετέ το·
Δύσιν τε καὶ Ἀνατολὴν ὁρίζει, πιστοθεῖτε.
᾽Σ τὴν Δύσιν ἔχει ἀληθινὰ ὅλην τὴν δύναμίν του,
Πάντα τὴν Δύσιν θεωρεῖ, διατὶ ἔχει αὐτοῦ τὸν φόβον.
Λοιπὸν μηδὲ ν᾽ ἀφήσετε τὸν Τοῦρκον νὰ ῥιζώσῃ
Εἰς τὴν Κωνσταντινούπολιν, ὅτ᾽ εἶναι φόβος μέγας,
Τὸ ὁποῖον ποῦ ἠξεύρετε κι᾽ οὐδὲν τὸ ἀναφέρνω.
Αὐτὸ τὸ σπῆτι τὸ ἄπειρον ἡ Κωνσταντίνου πόλις
Δέν ἔνι σὰν τὰ πρόλοιπα ὁποῦ ὁρίζει ὁ Τοῦρκος,
Ἀμὴ ἔνι τέτοιον φοβερὸν ὅτι καλὰ ᾽γρικᾶτε,
Χρυσὰφιν ἔχει ἀρίθμητον, ἀνθρώπους ὅσους θέλει,
Φράγκους, Κουμάνους, Τζερκασούς, Βλάχους καὶ Ἀλαμάνους·
Τεχνίταις ὅλοι θαυμαστοὶ τέχνης ἁπάσης φύσης·
Τὴν ῥόγαν δίδει σὰν τυφλὸς εἰς τοὺς καλοὐς μαστόρους,
Τὰ στάμενα οὐδὲν ψηφᾷ εἰς τοὺς ἀνδρειωμένους·
Ποσῶς οὐκ ἔχει λογισμὸν εἰς τὴν φιλαργυρίαν
Σκορπίζει, σπέρνει τὰ ᾽ς τὴν γῆν, ῥογεύγει τὰ παντόθεν,
Ῥόγαις δίδει παράξεναις, δόξαις, τιμαῖς, τιμάρια,
Καὶ καθ᾽ ἡμέρα δίδει τα, λαμβάνουσι ταῖς ῥόγαις,
Καὶ τρέχουσιν οἱ Χριστιανοὶ μόνον διὰ ταῖς ῥόγαις,
Καὶ δι᾽ αὐτὸ εὑρίσκεται πάντα κεφαλαιωμένος.
τὸ χρήζει εὐθὺς τὸ πολεμᾷ δίχως τινὸς ἐμπόδου,
Καὶ τοῦτο ὅλον γίνεται διὰ τὴν τυφλὴν τὴν ῥόγαν,
Ὁποῦ ῥογεύγει ἀμηρᾶς ὁδηγοὺς καὶ προδότας,
Καὶ διὰ τοὺς κακοὺς κακὸν ἦλθεν κἰ ηὗρεν τὴν Πόλιν,
Διὰ κακοὺς Χριστιανοὺς ἐχάθη τέτοια χώρα.
Αἱ ἁμαρτιαῖς μού αἱ πολλαῖς τὸ ᾽προξενήσαν τοῦτο
Καὶ διὰ τὰ κρίματά των τὴν ἐπῄρασιν οἱ Τοῦρκοι.
Αἱ τέχναις τῶν Χριστιανῶν καὶ τὰ καμώματά των,
Αἱ δημηγερσιαῖς, αἱ διαβολιαῖς κἰ αἱ ἄλλαι πονηρίαις
Τὸν ποταμὸν τὸν πύρινον ἔβαλον εἰς τὴν Πόλιν,
Τὴν Πόλιν τὴν ἐξάκουστον, καὶ ἐπυρπόλησέν την,
Καὶ ἔκαυσε κ᾽ ἐμπύρισεν Χριστιανοὺς Ῥωμαίους.
Τὰ ἔργα τῶν Χριστιανῶν καὶ αἱ κεναῖς ἐλπίδες
Ἐκείναις ἐχαλάσασιν τὴν βασιλειὰν Ῥωμαίων,
Ἀμὴ οἱ Τοῦρκοι οὐ δύνουντα νὰ πάρουν τέτοιαν χώραν!
Ὅμως ᾽γρικῶ, μαδεύγεται θέλει ή ψυχἠ μου ναὔγῃ
Ἀπέσω ἀπὸ τὸ κοῦφός μου, ἀπὸ τὰ ᾽σωτικὰ μου,
Καὶ δι᾽ αὐτὸ συγκόπτω τα, θέλω νὰ ᾽πῶ ἄλλα ὀλίγα.
Ὦ Κωνσταντῖνε βασιλεῦ, κακὸ ῥιζικὸν ὁποὖχες!

Σ.
Πάλιν σᾶς λέγω, αὐθένταις μου, ῥηγάδες, μεγιστᾶνοι,
Εἶπα καὶ πάλιν, λέγω το, πάλι ἐνθυμίζω σᾶς τό,
Ποσῶς μὴ τὸ εὐγάλλετε ἀπὸ τὰ λογικὰ σας,
Μὰ πάντοτε νὰ τὄχετε μέσα εἰς τὴν καρδιὰν σας,
Τὴν Πόλιν μὴ ἀφήσετε ᾽ς τῶν ἀσεβῶν τὰς χεῖρας.
Ἐγρήγορα μὲ τὸ σπαθί, μετὰ θυμὸν νὰ ᾽πᾶτε,
Καὶ νὰ τὸν πολεμίσετε καὶ πλέον μὴ ἀργεῖτε·
Τὸν Τοῦρκον τὸν καταχανὰν αὐτὸν τοῦ χονικιάρην,
Ὥστε νὰ τὸν νικήσετε, νὰ μὴ ἀναπαυθεῖτε,
Καὶ νὰ τὸν ᾽ξεριζώσετε ἀπέσω ἀπὸ τὴν Πόλιν·
Εἰδὲ ἄν τὸν ἀφίκετε, νὰ περιανασάνῃ,
Νὰ κάμῃ ὀλιγοστὸν καιρὸν ἄχρι καὶ χρόνους δύο,
Ὀμνύω σᾶς εἰς τὸν Θεὸν κἰ ὅλοι πιστεύσατέ μοι,
Νἀγανακτήσετε πολλὰ ἐπάνω εἰς τὴν χρείαν.
Καὶ διὰ τοῦτο ὁ Θεὸς ἐχάρισέν σας γνῶσιν,
Ἔχετε καὶ τὴν δύναμιν ὁμοίως τε καὶ πλοῦτον,
Ἐτύχετε καὶ τὴν ἀνδρειὰν ἐκ τοῦ Θεοῦ την χάριν,
Καὶ ἡ σοφία τοῦ Θεοῦ εἰς τὴν Φραγκιὰν ἐδώθην·
Οὶ Φράγκοι τὴν έπήρασιν εἰς έχληρονομιάν
Κἰ ὁ Θεὸς ὁ παντοδύναμος νᾆναι ᾽ς τὴν συντροφιὰν σας,
Τὸ Πνεῦμα τὸ πανάγιον ἐμπρὸς ᾽ς τὰ φωτικὰ σας,
Ἰσχὺς εἰς τὰ μαχαίριά σας, ζῶσμα εἰς τὰ ἅρματά σας,
Καὶ νᾆσθε πάντα καὶ ἀεὶ ἐπὶ τὴν βασιλειὰν σας,
τὸ στέμμα, τὸ διάδημα νᾆναι κ᾽ εἰς τὰ παιδιὰ σας.
Τοῦτο δὲ μόνον δέομαι, πάλιν παρακαλῶ σας·
Ἄν γράφω τι παρὰ τὸ δεὸν νὰ μὴ μοῦ βαρεθῆτε,
Ὅταν τὸ ἀναγνώσετε, μὴ μὲ κατηγορεῖτε,
Ἀμ᾽ ὅλον τὸ διαβάζετε ἀπ᾽ ἄκραν ἕως ἄκραν.
Θαῤῥῶ εἰς τὸν Πανάγαθον καλῶς νὰ τὸ ποθῆτε,
Διατὶ ἔνι λόγοι θλιβεροὶ θρηνητικὰ γραμμένοι·
Μέ θρῆνον ἀνυπόμονον ἔνι περιπλεγμένοι·
Θαυμάζομαι, ξενίζομαι, ἐκπλήττομαι μεγάλως,
Πῶς ἐβαστᾶτο μοῦ ψυχὴ καὶ ἔγραφα τοὺς λόγους·
Κἰ οὐδὲν ἐξεριζώθηκεν ἐκ τὸ ἐμὸν τὸ σῶμα.
Γινώσκει το ὁ κύριος ὁ Θεὸς ὁ καρδιογνώστης,
Τὴν νύκταν ἐσηκώνουμου συχνῶς ἐκ τὸ κρεββάτι,
Ἀναθυμῶντα τὸ κακὸν τῆς Πόλης ἐθρηνούμην,
Ἔτρεχαν καὶ τὰ δάχκρυά μου, ὡς τρέχει τὸ ποτάμι,
Κὶ ἐμάχετό μοι λογισμὸς νὰ γράφω τὰ συμβάντα,
Τὰ ᾽ποῖα ἐσυνέβησαν τὴν ἄτυχον τὴν Πόλιν,
Καὶ ἐγερνόμην κ᾽ ἔγραφα καὶ μετέπιπτον πάλιν·
Καὶ πάλιν ἐσηκώνουμου κ᾽ ἐγύρευα νὰ γράφω.

Τ.
Τοῦτο λέγω νὰ ἠξεύρετε, ἄρχοντες τοῦ πολέμου,
Δὲν ἔχει τόσην δύναμιν ὁ Τοῦρκος σὰν το λέγουν·
Αὐτὴν τὴν Δύσιν ὁποῦ ἀκοῦς αὐτὸς καὶ αὐθεντεύει
Ὁ ἀσεβὴς σκυλότουρκος τῶν Χριστιανῶν ὁ διώκτης,
Ὅλοι ἔνι Χριστιανοὶ ἀπ᾽ ἄκραν ἕως ἄκραν.
Ἡ ὅλη δύναμις αὐτοῦ ἔνεν ὁ κροτισμὸς του,
ὁ φόβος του ὁ ἄμετρος ἐκρότησε τὸν κόσμον,
Διατὶ οὐδὲν πονεῖ ποςῶς τὸ Χριστιάνικον αἷμα,
Δι᾽ ἕνα κουφοκάρυδον νὰ σφάξῃ μιὰν χιλιάδα.
Διὰ τοῦτο ἐκροτίσθηκεν ὁ κόσμος ὁποῦ ὁρἰζει,
Καὶ τρέμουν καὶ οἱ Χριστιανοὶ Ἀνατολῆς καὶ Δύσης.
Ὦ Θεὲ, νὰ τὄχαν πολεμᾶν καὶ οἱ Ῥωμαῖοι οὕτως,
Καὶ νἄχαν κάμνειν αἵματα καὶ κρἰσαις τοῦ θανάτου,
Ποτὲ νὰ μὴ ἐχάνασιν, λέγω, τὴν βασιλείαν.
Ἀμὲ αἱ κρίσαις αἱ ἀχαμναῖς κἰ αἱ ἐλεημοσύναις
Ἔκαμάν τους ὁλόγυμνους κ᾽ ἐξετραχηλισμένους.
Καὶ τοῦτο ἔνεν ἀληθὲς, στοχάσου καὶ να τὸ εὕρῃς,
Καὶ οὐδὲν ἔνι ψεύματα κἰ οὐδὲν ἔνι ὡς τὸ γράφω.
Ἐδ᾽ ἄς χαροῦσιν οἱ ἐχθροὶ ὁποῦ τοὺς ἐμισοῦσαν,
Κἰ οἱ φίλοι των ἄς θλίβουνται ὁποῦ τοὺς ἀγαποῦσαν.
— Ἡ ἁμαρτιὰ μου τὸ ἔποικεν εἰς ὅσον ἐσυνέβη.
Ὦ Κωνσταντῖνε βασιλεῦ, κακὴν τύχην ὁποὖχες
Τὸ ποῦ ἦτον ἡ γνῶσίς σου ᾽ς ἄλλην γνῶσιν νὰ πέσῃ;
Τώρα εἰς τὸ προκείμενον θέλω νἄλθω του λόγου,
Καὶ πλέον οὐδὲ δύναμαι νὰ γράφω λυπημένα
Εἰς τόσην μου τὴν συμφορὰν κεἰς τὸ πολὺ κακὸν μου.
Καὶ στρέφομαι ᾽ς τὸν ἀσεβὴν, ᾽ς τον Τοῦρκον, τὸ θηρίον,
Τὸν τύραννον τῶν Χριστιανῶν καὶ σφάκτην καὶ διώκτην.
᾽Φθένταις, ῥηγάδες, τὸ λοιπὸν ἀπὸ τοῦ νῦν σᾶς γράφω,
Ν᾽ ἀκούσετε, νὰ μάθετε τὴν δύναμιν τοῦ Τούρκου.
Ἔχει ᾽ς τὴν Ἀδριανούπολιν ἡ Πόρτα του καὶ μόνον
Δἐκα χιλιάδες ἐκλεκτοὺς ἄνδρες νὰ πολεμήσουν,
Ἔχει καὶ γιανιτζάριδες χιλιάδες δέκα πέντε.
Φραζῆδες Χριστιανοὺς κακοὺς τριάντα χιλιάδες,
Τό δ᾽ ἄλλον τὸ ἀποληφθὲν τὸ πρόλοιπον φωσάτον
Ἀπὸ τὴν Ἀδριανούπολιν ᾽ς τὸν γύρον της ἀπέσω
Ἔχει κἰ αὐτοῦ ἀληθινὰ εἰκοσιπέντε χιλιάδες.
Ἔχει καὶ ᾽ς τὴν Καλλίπολιν φωσάτον καβαλλάρους
Τρεῖς χιλιάδες ἐκλεκτοὺς ἄνδρες νὰ πολεμήσουν·
Νικόπολιν, Δεμότοιχον μὲ τὴν περιοχὴν των,
Ἔχει φωσάτον ἀπ᾽ αὐτοῦ ὡς δώδεκα χιλιάδες,
Σεῤῥαις, Βεργία, Σκόπια, μὲ τὴν περιοχὴν των,
Ἔχει κἰ αὐτοῦ ἀληθινὰ χιλιάδες δέκα πέντε,
Ὠχρίδα μὲ τὴν Καστοριὰν καὶ μὲ τὴν Βουλγαρίαν,
Ἔχει κἰ αὐτοῦ εἰς μιὰν φωνὴν ναὐγάλῃ ἑπτὰ χιλιάδες.
Αὐλαῖς καὶ Ῥαδοβίζιο, ὁ Γρεβενὸς καὶ Στήπη,
Ἔχει κἰ αὐτοῦ ἀληθινὰ ὡς τέσσαρες χιλιάδες.
Ἄρτα καὶ τὰ Γιάνινα μὲ τὴν περιοχὴν των
Εὐγάλλουν ἄνδρες τε καλοὺς χιλίους τοῦ πολέμου.
Τρίκκαλα μὲ τὴν Λάρισσαν, Φέρσαλα καὶ Φανάρι,
Ζητοῦνι μὲ τὸ Δομοκὸ, Σάλωνα, Λεβαδία,
Ἑλλάδα, Πάτρα, Ἄγραφα, Βελούχι καὶ Πρωτόλιο,
Εὐγάλλουν αὐτὰ ἀληθινὰ εἴκοσι πέντε χιλιάδες,
Καὶ ἔνι τὸ περίγυρον τῆς χαμηλῆς Βλαχίας.
Αὐτὴ ἔνι ἡ δύναμις, αὐθένταις μου, ῥηγάδες,
Ὁποῦ ὁρίζει ὁ ἀμηρᾶς ᾽ς τὴν Δύσιν ὡς προεῖπον.
Ἔχει καὶ ἐς τὴν Ἀνατολὴν ἄνδρες ἐκλελεγμένους,
Χιλιάδες ἑβδομηκοντα Τούρκους πολεμιστάδες,
Καὶ διὰ τώρα τὸ ποσὸν γράφω σᾶς το, αὐθένταις,
Καὶ αὕτη ἔνι ἡ δύναμις ἡ ὁλότης τοῦ σκύλου,
Ὁποῦ ἔχει ᾽ς μέγα θέλημα καὶ εἰς τὸν ὁρισμὸν του,
Ὅταν ὁρίζει ὅλοι εὐθὺς διὰ νὰ καβαλλικεύσουν,
Εἰς ἕνα μῆναν σύντομα ὅλοι νὰ μαδευτοῦσιν
Μέσα ᾽ς την Ἀδριανούπολιν ἔμπροσθεν ᾽ς τὸν αὐθέντην,
Νὰ ἔνι εἰς ὑποταγὴν, νὰ ποίσουν ὅ, τι ὁρίσῃ,
Ὅλοι νὰ ἀποθάνουσι διὰ τὸν Μαχουμέτην,
καὶ διὰ τὸν αὐθέντην των ὅλοι νὰ αἱματωθοῦσιν.

Υ.
Ἐμάθετε τὴν δύναμιν, αὐθένταις, μεγιστάνοι,
Ἴδετε τὴν ὑποταγὴν, ὁποῦ ἔχουσιν οἱ Τοῦρκοι,
Ὁποῦ ἔχουν εἰς τὴν πίστιν των καὶ εἰς τὸν ἀμηρᾶν των·
Διὰ ὑποταγὴν τὴν φοβερὰν θάνατον οὐ ψηφοῦσιν,
Κἰ ἄν σκοτώσουν Χριστιανούς, ἁγιάζουσιν, ὡς λέγουν,
Κἰ ἄν τοὺς σκοτώσουν πάλιν δὲ εὑρίσκονται ν᾽ ἁγιάζουν,
Κἰ οὐδὲν ψηψοῦν τὸν θάνατον, μὰ τρέχουν ν᾽ ἀποθάνουν.
Βλέπετέ τοὺς τοὺς ἀσεβεῖς τὶ δασκαλιὰν κρατοῦσιν·
Ὁ Μαχουμὲτ ὁ διάβολος ἐκεῖνος τοὺς διδάσκει.
Λοιπὸν ἡμεῖς οἱ Χριστιανοὶ διὰ τοῦ Χριστοῦ τὸν νόμον
Νὰ κάμωμέν τα λέγουν καὶ τὰ ὁρίζουν οἱ πατέρες,
Καὶ προσευχαῖς καὶ λιτανιαῖς, νηστείαις, ἀγρυπνίαις,
Νὰ πᾶμεν μὲ ταπείνωσιν ζητῶντα τὸν Χριστὸν μας,
Τὴν ἄφεσιν ἁμαρτιῶν, ἔπειτα καὶ τὴν νίκην,
Καὶ ὅλοι νὰ συγκλίνωμεν ᾽ς τὸν ἅγιον τον πάπαν,
Ὡς εἶναι ᾽ς ὅλους κεφαλὴ χωρὶς ἀντιλογίας,
Τινὰς ὀπίσω μὴ συρθῇ ἀπὸ τὸν ὁρισμὸν του·
Ἤ ἕνα ὅποιον ἐκλέξετε νὰ ἔνι ὡς κεφάλι,
Καὶ μέλη πάλιν οἱ ἕτεροι, ὡς ἕνα σῶμα ὅλοι·
Νὰ δράμωμεν μετὰ χαρᾶς διὰ τὴν Χριστιανοσύνην,
Ὁποὖνεν ὑποκάτω του τοῦ ἀσεβῆ τοῦ σκύλου·
Νὰ τοὺς ἐλευθερώσετε, ὡς Μωυσῆς Ἐβραίους,
Κἰ αὐθένταις τους νὰ γίνεσθε εἰς τόπους τῶν Ῥωμαίων.
Καὶ ὅταν τὸ ἐξορθώσετε καὶ εὐγῆκεν ὁ σκύλος,
Καὶ μετὰ ταῦτα ἐλάβετε τὸ νίκος καὶ τὰ σκύλα
Νὰ θυμηθεῖτε δὲ κἀμὲ ὁποὔγραψα τοιαῦτα,
Ὁποὔποικα τὸ ποίημα τῆς ταπεινής τῆς Πόλης,
Μὲ θρηνισμὸν καὶ δάκρυα ἔβαλα τὸ μελάνι,
Καὶ μετ᾽ ἀναστενάγματα ἐκράτουν τὸ κονδύλι.
Τοῦτο θαῤῥῶ τὸ εἰς Θεὸν νὰ μὴν ἐξεψυχήσω,
Καὶ οὐ μὴν ἴδω θάνατον ἕως οὗ ἴδω τὴν Πόλιν
Μέ φλάμπουρα χριστιανικὰ γύρου γύρου τριγύρου
Κεἰς τὴν μεγάλην ἐκκλησιὰν τῆς Ῥώμης τὰ σημάδια
Καὶ τοῦτο ἦμαι θαῤῥετὸς μὲ τοῦ Χριστοῦ τὴν χάριν,
Νὰ εὐγάλλετε τοὺς ἀσεβεῖς, νὰ παύσουν πολλῶν οἱ πόνοι.
Ὦ βασιλεῦ καὶ νἄχες ζὴν καὶ μἦχες ἀποθάνην,
Ποῦ εἶν οἱ ἄρχοντες αὐτοὶ τού παλατιοῦ τῆς Πόλης,
Καὶ ποῦ ὁ αὐτοκράτορας βασιλεὺς τῶν Ῥωμαίων;
Ὦ Κωνσταντῖνε βασιλεῦ, Δράγαζη τὸ ᾽πινόμι,
Εἰπὲ μου, ποῦ εὑρίσκεσαι, ἐχάθης, ἐκρυβήθης;
Ζῆσαι ἤ καὶ ἀπέθανες ἐπάνω ᾽ς τὸ σπαθὶ σου;
Ὅτι ὁ σκύλος, ὁ ἀμηρᾶς ὁ Μάχουμὲτ ὁ κράτωρ,
Ὁποῦ αὐθέντευσε λοιπὸν τὴν ἄτυχον τὴν Πόλιν,
Πολλὰ γὰρ ἐψηλάψησε τὰ κομμένα κεφάλια,
Καὶ τὰ κορμία ἐδιέγερνεν λέγω τὰ κεκομμένα,
τὸ ᾽γύρευεν οὐδὲν ηὗρε, οὐκ οἶδα τὶς ἡ χρεία,
Νεκρὸν σῶμα λέγω τὸ σὸν τὶ τὄθελεν ὁ σκύλος,
Ἤ τὴν τιμίαν κεφαλὴν, ᾽φθέντα, τὴν ἰδικὴν σου.
Τρία πράγματα ἐχάλασαν τὴν Ῥωμανίαν ὅλην·
ὁ φθόνος, ἡ φιλαργυριὰ, καὶ ἡ κενὴ ἐλπίδα.
Καὶ τοῦτο ἔνι ἀληθινὸν, κανεὶς μὴ τὸ ἀπιστήσῃ.

Φ.
Τὸ ποίημα, ὁποὔγραψα, ὅλοι νὰ τὸ ποθεῖτε
Καὶ νὰ τὸ μεταγράφετε,πολλὰ νὰ τὸ ἀγαπᾶτε,
Κἰ ὅσοι τὸ μεταγράφετε, νὰ γράφετε ὡς εἶναι·
Μὴ εὐγάλλετε, μὴ βάλλετ᾽ ἀπ᾽ ἐκεῖνον τὸ ἐγράφη.
Κἰ ὁποῦ τὸ κάμει ἄς βλέπῃ το, τὸ κρίμα μὴ κερδίσῃ,
Ὅτι καὶ κόπον ἔβαλα ἐγὼ νὰ τὸ συνθέσω.
Διὰ τοῦτο σᾶς παρακαλῶ νὰ γράφετε σὰν εἶναι,
Καὶ πλέον νὰ μὴ γράψετε διὰ τὴν ἁμαρτίαν.
Ἄς ἔλθω εἰς τελείωσιν τοῦ πονεμένου λόγου·
Τὸν Τοῦρκον ἄν ἀφίκετε τὴν Πόλιν νὰ κρατήσῃ,
Θέλει γὰρ πάλιν τὸ θηριὸν καὶ θέλει δνναμώσει,
Καὶ θέλει καταπιεῖ πολλοὺς ὁ σκύλος ὡσὰν δράκος.
Λοιπὸν, πανυψηλότατοι αὐθένταις μου, ῥηγάδες,
Ἀγάπην ὅλοι κάμετε νὰ πᾶτε ἐς τοὺς ἐχθρούς σας,
Ἀγάπην θέλει ὁ Θεός, κἰ ὁποῦ ἀγάπην ἔχει
Ἕνα δεσμὸν μὲ τὸν Θεὸν γίνεται, οὕτως πέλει,
Καὶ ὁ Θεὸς τὸν βοηθᾷ ᾽ς πᾶσαν δουλειὰν καὶ χρῆσιν.
Πάπαν τὸν ἁγιώτατον νᾆνεν εἰς τὸ πλευρὸν σας,
Καὶ τὸν σταυρὸν σηκώσετε σημάδι ᾽ς τὰ ἅρματὰ σας,
Νἄνεν ἐμπρὸς καὶ ὀπίσω σας βοήθεια ᾽ς τὰ κορμιὰ σας.
Ναὐγάλλετε τοὺς ἀσεβεῖς ἀπὸ τὰ γονικὰ σας,
Μέσα ἀπὸ τὰ σπήτιά σας κἰ ἀπὸ τὰ ᾽σωτικὰ σας,
Νὰ χαίρεσθε, ν᾽ ἀγάλλεσθε μέσα ᾽ς τὰ ἰδικὰ σας,
Καὶ ν᾽ ἀπολησμονήσετε ταῖς θλίψεις καὶ ταῖς μάχαις,
Καὶ νὰ γενῇ ἀνάκλησις τοῖς Χριστιανοῖς τῆς Δύσης,
Καὶ νὰ δοξάζεται Χριστὸς ὁ βασιλεὺς τῆς δόξης,
Κἰ οἱ ἀσεβεῖς νὰ σφάζουνται καὶ νἄχουν πόνον μέγαν,
Παντάπα νὰ ᾽ξεριζωθοῦν ἀπὸ τὴν Ῥωμανίαν,
Μοῖραν νὰ κόψῃ τὸ σπαθί, μοῖραν νὰ διωχθοῦσιν,
Νὰ ᾽πᾶσιν ἀπεκεῖ ποῦ ἦλθαν ἕως Μονοδενδρίου,
Καθὰ καὶ τὸ μελλουμενον οὕτως μέλλει νὰ πάθουν.

Χ.
Ἄς ἔλθω εἰς τελείωσιν τὸν λόγον νὰ πληρώσω,
Μὴ ᾽ξεψυχήσω ἀποδὰ πριχοῦ τὸ ᾽ξεπληρώσω.
Καὶ πρὸς αὐτοὺς τοὺς φρόνιμους λέγω τοὺς Βενετζιάνους,
Ὀλίγα λόγια καὶ καλὰ θέλω δι᾽ αὐτοὺς νὰ εἴπω.
Ὦ Βενετία φουμιστὴ, μυριοχαριτωμένη,
Τὴν αὐθεντιὰν σου τὴν καλὴν ὁ Θεὸς νὰ τὴν στερεώνῃ,
Καὶ τοὺς ἐχθροὺς σου ᾽ς τὸν λαιμόν τὸν πόδα σου νὰ θέτῃς.
Ὦ Βενετζιάνοι φρόνιμοι, πρακταῖοι κ᾽ ἐπιδέξιοι,
Ἦλθε καιρός, ἐσύμωσε, νὰ δείξετε τὴν γνῶσιν,
Ἥν ἔχετε ἐκ φύσεως, ὁποῦ Θεὸς σᾶς ἐδῶκεν,
Ἦλθε καιρός, ἄν βούλεσθε νὰ δείξετε τὴν γνῶσιν
Καὶ τὸ τολμηροκάρδιον, καὶ τὴν χρυσὴν τὴν βρύσιν
Νὰ τρέξῃ, νὰ ποτίζετε στρατιώταις ἀνδρειωμένους,
Νὰ δώσετε, νὰ πάρετε κεφαλαιωμένον τόπον
Μέ τὸ σπαθί, μὲ τὰ ἅρματα καὶ μὲ τὴν φρονιμάδαν,
Καὶ κόσμον νὰ κερδήσετε, πολλὰ ν᾽ ἀναπαυθῆτε,
Μέ τὴν χαρὰν, μὲ τὴν τιμὴν, μετὰ μεγάλης δόξης,
Καὶ νὰ κοιμᾶσθε ἀμέριμνα, τινὰν νὰ μὴ φοβεῖσθε,
Ταῖς μάχαις τοῦ σκυλότουρκου νὰ ταῖς ἐλυτρωθεῖτε,
Καὶ νἄχετε εὐχαριστιαῖς ἀπὸ τὸν κόσμον ὅλον,
Καὶ ἄφεσιν ἁμαρτιῶν, συγχώριον ἀπ᾽ τὸν Κύριον.
Καὶ τοῦτο ἔνι ἀληθὲς, καὶ ἄν ἐσεῖς αὐθένταις
μὲ προθυμίαν δυνατὴν καὶ νἄχετε ἀγάπην,
Ἐμβεῖτε εἰς τὸν πόλεμον μ᾽ ὅλην τὴν καλὴ Ἰτάλιαν,
Τὸν Τοῦρκον ᾽ξεριζώνετε σύῤῥιζον ἐκ τὴν Δύσιν·
Μόνον νὰ βάλλετε βουλὴν καλὴν, νὰ βουλευθῆτε,
Θαῤῥῶ εἰς τὸν πανάγαθον ἀποτυχιὰν νὰ μὴ ἔνι,
Ναὐγάλλετε τοὺς ἀσεβεῖς ἀπέσω ἀπὸ τὴν Πόλιν.
Ὅλον κρέμεται εἰς ἐσᾶς παντοῦ νὰ πᾷ βουλὴ σας
Καὶ νὰ τὴν συναποίσετε εἰς ὅλην Χριστιανότην·
Ἡ συμβουλὴ σας ἡ καλὴ καὶ ἡ συγκρότησίς σας
Νὰ κάμῃ πλάταις καὶ πτερὰ εἰς ὅλους τοὺς αὐθέντας,
Καὶ νὰ παρακινήσετε στρατάρχας καὶ κρατάρχας,
Κἰ ὁμοφωνίαν, ὁμονοιὰν νὰ ἔχουσιν οἱ πάντες.
Ὁ Τοῦρκος πάντα ἔξυπνος ἔνι καὶ οὐ κοιμᾶται,
Πάντα πεινᾷ, πάντα διψᾷ, ποτὲ οὐδὲν χορταίνει
Νὰ τρώγῃ σάρκες Χριστιανῶν καὶ νὰ ῥουφᾷ καὶ τὸ αἷμα,
Κἰ οἱ Χριστιανοὶ νὰ μάχουνται ὁ ῥήγας μὲ τὸν ῥήγαν·
Καὶ τὶ ἔνι τούτη ἡ ὀργὴ καὶ τοῦ Θεοῦ κατάρα,
Νὰ τοὺς θωροῦν οἱ ἀσεβεῖς, νὰ ὑβρίζουν, νὰ γελοῦσιν!
Ὦ Κωνσταντῖνε βασιλεῦ, κακὸν ῥιζικὸν ὁποὖχες !
Ἀπὴν ἡ Πόλη ἐχάθηκεν, ὁ κόσμος ἄς προσέχῃ.
Ὦ Βενετζιάνοι πονηροί, μὲ τὴν πολλὴν σας γνῶσιν
Βλέπω ὁ Θεὸς σᾶς βοηθᾷ μὲ τὴν δεξιὰν του χεῖρα,
Ὅτι κλεψιαῖς δὲν θέλετε, ἁρπαγαῖς, ἀδικίαις,
Ἀγάπην πάντα θέλετε μὲ ἐχθροὺς καὶ μὲ φίλους,
Ἀμάχη δὲ μὲ τοὺς ἐχθροὺς καὶ μὲ τοὺς ἀλλοφύλους.
Πιάστε τὸ δυναμώτερον βλέπετε τὸ θηρίον,
Τὸ ἄγριον καὶ ἀνήμερον, τὸν σκύλον τὸν λυσιάρην,
Τον λύκον τὸν ἀχόρταγον ἐξαισπηλαιώσετέ τον·
Τότε νὰ κεφαλαιώσετε καὶ νὰ ἀναπαυθεῖτε,
Καὶ νὰ δοξάσετε Θεὸν καὶ τὴν ἁγιὰν Τριάδα.
Ὁ μέγας παντοκράτορας νὰ σᾶς ἐδιορθώσῃ
Καὶ μέσον σᾶς εἰς τὴν βουλὴν νὰ ἔνεν διὰ πάντα·
Τοῦτο τὸ γράφω νὰ γενῇ, Χριστὲ μου ἐπάκουσόν μου.
Αὐθένταις, μὴ ἀργήσετε, ὅλοι σας σηκωθεῖτε,
Τοὺς ἀσεβεῖς εὐγάλλετε ἀπέσω ἀπὸ τὴν Πόλιν,
Ἀμὴ νὰ συγκροτήσετε κἰ ἐσεῖς νὰ ᾖσθε πρῶτοι,
Νὰ ποίσετε νὰ σώσετε εἰς ὅλους τοὺς ῥηγάδες,
Καὶ νὰ τοὺς ἀναγκάσετε ὅλοι νἀλθοῦν εἰς ἕνα.
Τίνας οὐκ ἐσαλεύεται ἀπὸ ὅλους τοὺς αὐθέντας;
Διατὶ ἔχετε τὴν θάλασσαν τριήρεις καὶ καράβια,
Καὶ μέσον δύο τετοιῶν, τῆς γῆς καὶ τῆς θαλάσσης,
Δύνεσθε εἰς τὸ γίνεσθαι νικηταὶ τοῦ τυράννου.
Ὅμως παρακαλῶ σᾶς το, ἀπὸ σᾶς καὶ ἀφ᾽ ὅλους
᾽Σ τὸ νὰ μὲ συμπαθήσετε ἅ ἔγραψα καὶ εἶπον.
— Ὦ Κωνσταντῖνε Δράγαζη, κακὴν τύχην, ὁποὖχες!..

Ψ.
Ἀφίνω τὴν διήγησιν καὶ θρηνισμὸν τῆς Πόλης,
Μὴ ᾽ξεψυχήσω παραυτὰ πριχοῦ ἐξετελεύσω,
Καὶ θέλω νὰ γινώσκετε τὰ ἤκουσα νὰ λέξω.
Νὰ ᾽ποῦμεν διὰ τοὺς Χριστιανοὺς ὁποὖνεν εἰς Τουρκίαν·
Καθὼς ἐδιατάχθηκα οὕτως τὰ ἀναγγέλλω,
Να ᾽ξεύρετε ἀληθινὰ ὅτι ᾽ς τὴν Δύσιν ὅλην,
Ὁποῦ ὁρίζεΐ ὁ ἀσεβὴς τῶν Χριστιανῶν ὁ διώκτης,
Ἀγρίκησα πολλαῖς φοραῖς ἀπὸ τοῦς χαρατζάρους,
Ὅτι ὁρίζει ὁ ἄπιστος Χριστιανοὺς ὀρθοδόξους
Σπήτια μὲ ταῖς φαμίλιαις ἑπτακοσιαῖς χιλιάδες.
Καὶ τοῦτο ἔνι φανερὸν μὲ πάσης ἀκριβείας,
Ὡς οἶδα καὶ κατέμαθα ὑπὸ πιστῶν ἀνθρώπων.
Λοιπὸν αὐτοὶ οἱ Χριστιανοὶ ἀκαρτεροῦν νὰ ᾽δοῦσιν
Σημάδι μέγα φλάμπουρον, τὸν σταυρὸν τοῦ Κυρίου,
Καὶ τότε νὰ συγκλίνουσιν οἱ ἔσω μὲ τοὺς ἔξω,
Νὰ γένῃ μοῦρτος μοχθηρός, ὡς οἱ πολλοὶ τὸ λέγουν.
Μόνον νὰ ᾽δοῦσιν Χριστιανοὺς αὐθέντας εἰς τὸν κάμπον,
Ὡς τὸ προεῖπα, μὲ σταυρὸν, μἐ τάξιν τοῦ πολέμου,
Ὡσὰν τυγχαίνει τάξις δὲ, καὶ μὲ πολλῆς ἰσχύος,
Ὅλοι ἐς τὴν ὥραν προσκυνοῦν οἱ Χριστιανοὶ τῆς Δύσης.
Ἄν θέλετε ναὐγάλλετε τοῦ Τοῦρκον ἀπ᾽ τὴν Δύσιν,
Τὸν πρῶτον τῶν Χριστιανῶν ποίσετε ἀρχηγὸν σας,
Καὶ νὰ ὁμοφωνήσουσιν αἱ γλῶσσαι τῶν Λατίνων.
Τον Πάπαν δὲ τὸν ἅγιον νὰ στήσετε κεφάλι,
Καὶ τὸν σταυρὸν νὰ βάλλετε σημάδι ᾽ς τὰ ἅρματά σας,
Ἀγαπημένα σπλαγχνικὰ ὅλοι νἆσθε τὸ ἕνα·
Ὁμόφωνοι, ὁμόψυχοι, ὁμόψυλοι οἱ πάντες,
Τὴν Δύσιν ὅλην ἔχετε σὰν ζῶσμα ἰδικὸν σας.
Τοῦτο σᾶς λέγω ἀληθινὰ, πιστεύσατε τὸν λόγον,
Ὅτι τοῦ νὰ περάσετε τὸν Ντούναβιν ἐδῶθεν,
τῆς Δύσης οἱ Χριστιανοὶ εἰς μιὰν νὰ προσκυνήσουν.
Τοῦτο σᾶς λέγω, αὐθένταις μου, ἀλλοῦ μὴ πέσῃ ὁ νοῦς σας,
Τό πέραμά σας νὰ γενῇ μέσον τοῦ μεταπώρου,
Νἄλθετε τὸν νοέμβριον περάσετε τὰ Σκόπια·
Ἔετε δὲ καὶ Καστοριὰν καὶ ὅλην τὴν Ἀχρίδα,
Ἔχετε καὶ τὴν Βουλγαριὰν καὶ τὴν Ἀρβανητίαν
Οἱ Βλάχοι οἱ ἀνδρικώτατοι μετὰ Μποσνίων κἰ ἄλλων.
Ἡ Σαλονίκη παραυτὰ ἔνι προσκυνουμένη,
Αἱ Σεῤῥαις, τὸ Δεμότοιχον, ἡ Βέργεια καὶ τὰ Σέρβια,
Τὸ νὰ ἰδοῦσι τὸν σταυρὸν, ὅλα σᾶς προσκυνοῦσιν·
Τοῦ Στήπι ὁ τόπος παραυτὰ, ὁ Γρεβενὸς ᾽ς τὴν ὥραν,
Νὰ προσκυνήσουν τὸν σταυρὸν χωρὶς τινὸς ἐμπόδου,
Τὰ Τρίκκαλα μὲ τὴν Βλαχιὰν, Λάρισσος καὶ Φανάρι,
Τὰ Φέρσαλα, ὁ Δομοκός, Ζητοῦνι, Λεβαδία,
Τὸ νὰ ἰδοῦσι τὸν σταυρὸν, ᾽ς τὴν ὥραν προσκυνοῦσι·
Ἑλλάδα, Πάτρα Ἄγραφα, Βελούχη καὶ Πρωτόλιο,
Ἀθῆνα, Θήβα, Μέγαρα, Σάλωνα, τ᾽ ἄλλα ὅλα·
Ἄρτα καὶ τὰ Γιάνινα, ὅλον τὸ Δεσποτάτον,
Τὴν ὥραν ἔνι ᾽ς τὸν σταυρὸν τὰ χέρια των δεμένα.
Ἠξεύρετε, αὐθένταις μου, ταῖς χώραις ὁποῦ εἶπα
Ὅλαις ταῖς εἶδα, ἐπάτησα πεζὸς καὶ καβαλλάρης.
Διὰ τοῦτο ταῖς ἐσύνθεσα μὲ θρῆνον διαστίχου,
Διὰ τοῦτο καὶ ταῦτ᾽ ἀνέγραψα καὶ ἀνεσκέπασά τα,
Νὰ τὰ διαβάσῃ ὁποὖχει νοῦν καὶ νὰ μετρᾷ τὰ πάντα.
Βλέπετε ᾽ς πόσον τρομασμὸν στέκει ἡ Χριστιανότης·
Τοῦτο δὲ ἐνθυμίζω σᾶς, αὐθένταις μεγιστάνοι,
Ποσῶς μηδὲν θελήσετε νὰ ποίσετε ἄλλον δρόμον,
Διατὶ ἔνι ὅλοι Χριστιανοὶ ὁ κόσμος ὅπου γράφω,
Ἔνι κἰ οἱ τόποι θροψανοὶ ἀπὸ ζωὴν μεγάλην·
Ποιῶντα θέλετε εὑρεθῇ οὕτως κεφαλαιωμένοι.
Ὦ Κωνσταντῖνε βασιλεῦ, κακὴν τύχην ὁποὖχες!…
Ω.
Ὁ Θεὸς τὸ ᾽ξεύρει, αὐθένταις μου, δὲν τὄχα εἰς τὸν νοῦν μου,
Ἀμὴ διὰ τὸ πολύ κακὸν τῆς Πόλης ἐκινήθην,
Νὰ ποίσω τίποτες μικρὸν λόγον καὶ μυριολόγι,
Νὰ τὸ διαβάζω, νὰ θρηνῶ, νὰ κλαίω, νὰ βρυχοῦμαι·
Καὶ μὲ ὁ νοῦς ἐσέβασεν εἰς βυθισμὸν τοῦ λόγου,
Ποτὲ οὐκ ἠδυνήθηκα νὰ τὸν ἐξανασπάσω,
Ὡς ὅταν ἐτελείωνα μίαν λέξιν τε καὶ ἄλλην,
Καὶ ἄλλαις ἀνηβαίνασιν εἰς τὸν ἐγκέφαλὸν μου,
᾽Ψηλαῖς πολλαῖς διάλεκτοι νὰ τρέχουν διαστίχου,
Ὅμως εὐχαριστῶ τὸν Θεὸν, τὸν ποιητὴν καὶ πλάστην,
Ὅπου τὸν νοῦν μου ἔσωσεν νὰ γράψω τὰ τοιαῦτα.
Λοιπὸν παρακαλῶ σᾶς το καὶ συμβουλεύω σᾶς το·
Ὅλοι σας μεταγράψατε τὸ ποίημά μου τοῦτο
Καὶ νὰ τὸ ἀποστείλετε εἰς τῆς Φραγκιᾶς τὰ μέρη,
Εἰς χεῖράς τε τῶν αὐθεντῶν, ῥηγάδων, αὐθεντάδων·
Διατὶ θαῤῥῶ εἰς τὸν Θεὸν νἄνεν διὰ τὸ συμφέρον,
Διὰ καλὸν τῶν Χριστιανῶν μικρῶν τε καὶ μεγάλων.
Ὦ Κωνσταντῖνε βασιλεῦ, τὶ νἄνεν ἀπὸ ᾽σένα;
Λέγουν ὅτι ἀπέθανες ἐπάνω ᾽ς τὸ σπαθὶ σου,
Ἤκούσα πάλιν νὰ λέγουσι καὶ εἶσαι κεκρυμμένος
Ὑπὸ χειρὸς τε πανσθενοῦς δεξιᾶς τῆς τοῦ Κυρίου·
Μακάρην νᾆσαι ζωντανός, σὰν εἶσαι ἀποθαμένος.
Τώρα σκεπάζω τὄνομα καὶ κρύβω τὄνομά μου,
Νὰ μὴ τὸ ᾽ξεύρουν οἱ πολλοὶ τὶς ὁ τοιαῦτα γράψας,
Ἀλλ᾽ ὅμως νὰ γινώσκετε, ἐλαίαν ἔχει μαύραν,
Ὁποὔγραψε τὸ ποίημα ᾽ς δεξιὸν μικρὸν δακτύλι,
Καὶ εἰς τὴν χέραν τὴν ζερβὴν ἄλλην ἐλαίαν πάλιν,
Ἰσόσταθμα, ἰσόμετρα, ᾽ς τὴν μέσην τῆς παλάμης·
Αὐτὰ τὰ δύο σημάδια ἔχει ᾽ς τὰ δύο του χέρια.
Τὄνομὰ μου οὐ γράφω το διὰ τίποτις ποῦ ᾽ξεύρω.
Λοιπὸν παρακαλέσατε, νὰ ᾽δῶ τὴν σωτηριὰν μου,
Μὲ τὴν τιμὴν μου διὰ νὰ ζῶ, νὰ ᾽δῶ καὶ τὴν ὑγειὰν μου.
Δὲν ἔχω πλέον, αὐθένταις μου, πρὸς τὸ παρὸν νὰ γράφω·
Θλιμένα, παραπονετικὰ ἐῶ, ἀφίνω ταῦτα,
Καὶ τέλος κάμνω τὸ λοιπὸν καὶ παύομαι τοῦ λέγειν.
Ἡ ὕστερος παραγγελιὰ, αὐθένταις μου, ῥηγάδες,
Ἔνι νὰ κοπιάσετε, νὰ εὐγάλλετε τὸν Τοῦρκον,
Νὰ τὸν ἐξεριζώσετε ἀπέσω ἀπὸ τὴν Πόλιν·
Καὶ ἄμποτε ὁ Κύριος νὰ σᾶς κατευοδώσῃ.
Δέν ἔνι τίποτες μικρὸν νὰ τὸ παραθαῤῥεῖτε,
Νὰ τὸ ἀπολησμονήσετε, νὰ μὴ τὸ ἀναθυμεῖσθε·
Ἀμὴ ἔνι τόσα δυνατὸν, ὅτι οὐδὲν τυγχαίνει
Ἀπὸ τὸν νοῦν σας νὰ εὐγῇ οὐ ἡμέραν οὐδὲ νύκτα,
Νὰ μὴ ἔχετε ἀνάπαυσιν ὥστε νὰ ᾽δῆτε τέλος.
Καὶ ἄμποτε νὰ ποίσετε ἀνδραγαθίας ἔργον,
Καὶ νίκος δώσῃ εἰς ὑμᾶς καὶ ζῶσμα ᾽ς τὰ ἅρματὰ σας
Θεὸς ὁ παντοδύναμος, ὁ κύριος τῆς δόξης,
Νὰ ᾽πᾶτε, νὰ νικήσετε ὅλους σας τοὺς ἐχθροὺς σας,
Νῦν καὶ ἀεὶ καὶ πάντοτε εἰς αἰῶνας αἰώνων.»

error: Content is protected !!
Scroll to Top