Σημειώσεις Κεφαλαίου 1
- [←1]
-
Τον Ιανουάριο ή Φεβρουάριο τού 1403 ο Σουλεϊμάν έκανε ειρήνη με τη Βυζαντινή αυτοκρατορία, τούς Ιωαννίτες (Hospitallers) τής Ρόδου, τη Βενετία, τη Γένουα και τη Χίο και το δουκάτο τής Νάξου, που ήσαν μέλη μιας χριστιανικής ένωσης (liga Christiana). Για τη συνθήκη ειρήνης βλέπε G. M. Thomas και R. Predelli, Diplomatarium veneto-levantinum (1300-1454), II (Βενετία, 1899), αριθ. 159, σελ. 290-93. Βλέπε επίσης N. Iorga, Bulletin historique de l’ Academie roumaine, II (Βουκουρέστι, 1914), σελ. 26-29, βλέπε τού ίδιου Ιστορία τής Οθωμανικής αυτοκρατορίας [Geschichte des osmanischen Reiches, I (Γκότα, 1908), σελ. 328-30] και βλέπε ιδιαίτερα τη «Βυζαντινο-τουρκική συνθήκη τού 1403» τού George T. Dennis, «The Byzantine-Turkish treaty of 1403», Orientalia Christiana periodica XXXIII (1967), σελ. 72-88. Στις 12 Αυγούστου 1411 οι Ενετοί διαπραγματεύθηκαν συνθήκη ειρήνης με τον αδελφό τού Σουλεϊμάν, τον Μούσα [Thomas και Predelli, II, αριθ. 164, σελ. 302-4 και Predelli, Regesti dei Commemoriali, ΙΙΙ (1883), βιβλίο x, αριθ. 137, σελ. 354].
Για τη μελέτη τής οθωμανικής ιστορίας κατά το πρώτο μισό τού 15ου αιώνα βλέπε Paul Wittek, «De la Defaite d’ Ankara a la prise de Constantinople», Revue des Études Islamiques, XII (1938), σελ. 1-34. Για τούς τίτλους και τις νομικές σχέσεις των τριών γιών τού Βαγιαζήτ Α’ μετά τη μάχη τής Άγκυρας, πρβλ. Wittek, «Zu einigen friihosmanischen Urkunden», Wiener Zeitschrift für die Kunde des Morgenlandes, LIV (1957) σελ. 244 και εξής, LV(1959) σελ. 126-38 και LVI (I960) σελ. 276-84. Γα γενικές πληροφορίες βλέπε τού ιδίου «Das Fürstentum Mentesche, Studien zur Geschichte Westkleinasiens im 13.-15. Jahrh.», Ισταμπούλ, 1934, σελ. 88 και εξής (Istanbuler Mitteilungen, αριθ. 2). Ο Βαγιαζήτ είχε πέντε γιους και ήσαν όλοι παρόντες στη μάχη τής Άγκυρας. Πρβλ. Marie-Mathilde Alexandrescu-Dersea, La campagne de Timur en Anatolie (1402), Βουκουρέστι, 1942, σελ. 74-77. Ο Μουσταφά εξαφανίστηκε κατά τη διάρκεια τής μάχης, αν και αργότερα εμφανίστηκε ένας αγύρτης, που ισχυριζόταν ότι ήταν αυτός (1415-1422), ενώ ο Ισά σύντομα εξαλείφθηκε με τον αδελφοκτόνο πόλεμο, ο οποίος ακολούθησε την ήττα, την ομηρία και τον θάνατο τού Βαγιαζήτ.
Οι τουρκικές επιθέσεις επί των Αλβανών και των νοτίων Σλάβων κατά τη διάρκεια αυτών των ετών περιγράφονται στην πλούσια συλλογή τού Šime Ljubić, Listine o odnošajih između južnoga slavenstva i Mletačke Republike στα Monumenta spectantia historiam slavorum meridionalium, τόμοι V, XII, Ζάγκρεμπ, 1875, 1882. Θα ασχοληθούμε με τις επιθέσεις αυτές σε μεταγενέστερες και πιο κρίσιμες περιόδους. Σημειώστε επίσης το έργο των J. Gelcich και L. Thallóczy, Diplomatarium relationum reipublicae ragusanae cum regno Hungariae (εφεξής συντετμημένα Diplomatarium ragusanum), Βουδαπέστη, 1887, αριθ. 148-49, σελ. 225, 226 και πρβλ. αριθ. 163-70, 173, 175, 180 και αλλού. Η κύρια συλλογή ενετικών αρχειακών εγγράφων που έχουν σχέση με τούς Αλβανούς (και αναφέρονται σε περισσότερα θέματα από εκείνα που δείχνει ο τίτλος της) είναι το έργο τού Giuseppe Valentini (επιμ.), Acta Albaniae veneta saeculorum XIV et XV, 20 τόμοι, (μέχρι τώρα), Παλέρμο, Μιλάνο, Ρώμη και Μόναχο, 1967-74 (ακόμη σε εξέλιξη). Τα έγγραφα τού 15ου αιώνα ξεκινούν στον τρίτο τόμο τού Valentini. Ο τελευταίος τόμος που έχω δεί είναι ο εικοστός, ο οποίος τελειώνει με έγγραφα με ημερομηνία Δεκεμβρίου 1450. Δίπλα στην εργασία αυτή υπάρχει και ο συνοπτικός τόμος τού Ignatius Parrino, Acta Albaniae Vaticana: res Albaniae saeculorum XIV et XV atque cruciatamspectantia, I (Πόλη Βατικανού, 1971, Studi e testi, αριθ. 266), που περιέχει παπικά έγγραφα (regesta) και άλλα κείμενα από το 1328/30 μέχρι το 1482, κυρίως όμως από την παπική θητεία τού Κάλλιστου Γ΄ στα μέσα τού 15ου αιώνα.
- [←2]
-
Σπ. Π. Λάμπρος, Παλαιολόγεια και Πελοποννησιακά, III (Αθήνα, 1926), 11-119.
Ο Βυζαντινός ιστορικός και διπλωμάτης Γεώργιος Σφραντζής, Χρονικόν (Chronicon minus) (PG 156, 1025C) αναφέρει συνοπτικά μια προηγούμενη επίσκεψη τού Μανουήλ Β΄ στον Μοριά, προφανώς κατά τα τέλη τού 1407 ή το 1408:
Επίσης τον θάνατο τού δεσπότη κυρ Θεόδωρου τού πορφυρογέννητου στον Μυστρά και την άφιξη στον Μοριά τού αδελφού του, τού άγιου αυτοκράτορα κυρ Μανουήλ.
«…καὶ τοῦ θανάτου τοῦ δεσπότου κὺρ Θεοδώρου τοῦ πορφυρογεννήτου εἰς τὸν Μυζηθρᾶν καὶ τοῦ ἁγίου βασιλέως καὶ ἀδελφοῦ αὐτοῦ κὺρ Μανουὴλ εἰς τὸν Μορέαν ἐλεύσεως».
Ένα καλύτερο κείμενο τού Σφραντζή είναι τώρα δαθέσιμο στο Vasile Grecu (επιμ.), Georgios Sphrantzes: Memorii (1401-1477) στο anexa Pseudo-Phrantzes: Macarie Melissenos, Cronica (1258-1481), Βουκουρέστι, 1966, σελ. 4. Ο Grecu παρέχει και ρουμανική μετάφραση τόσο τού αυθεντικού Χρονικού (Chronicon minus) όσο και τού «πλαστού» Μεγάλου Χρονικού (Chronicon maius) τού 1575-1577, το οποίο γράφτηκε από τον Μακάριο Μελισσηνό, τού οποίου το πραγματικό όνομα ήταν Μελισσουργός και για τον οποίο βλέπε πιο κάτω, σημείωση 99 καθώς και στον τόμο I αυτής τής εργασίας (Κεφάλαιο 13, σημείωση 206).
Στην παρούσα περίπτωση ο Μανουήλ έφτασε στις Κεγχρεές, κοντά στην Κόρινθο, στον κόλπο τής Αίγινας, στις 29-30 Μαρτίου 1415. Για την ημερομηνία βλέπε R. J. Loenertz, «Pour l’ histoire du Peloponnese au XIVe siècle», Revue des études byzantines, I (1943), 156-57 και J. W. Barker, «On the dating of the activities of Manuel II Palaeologus in the Peloponnesus in 1415», Byz. Zeitschr., LV (1962), 42-43, 47. Πρβλ. Giuseppe Schirò, «Manuele II Paleologo incorona Carlo Tocco despota di Gianina», Byzantion, XXIX-XXX (1959-60), 210-11, 217 και εξής, με ορισμένα από τα συμπεράσματα τού οποίου σωστά διαφωνεί ο Barker. Ο Μανουήλ έγραψε στην Ενετική Σινιορία από το Εξαμίλιον στις 26 Ιουνίου (1415), όπως φαίνεται από την απάντηση τής Σινιορίας με ημερομηνία 23 Ιουλίου [Arch. di Stato di Venezia, Misti, Reg. 52, φύλλο 48 (50)]. Το κείμενο τής επιστολής έχει δημοσιεύσει ο Σπ. Π. Λάμπρος, Παλαιολόγεια και Πελοποννησιακά, IΙΙ, 127-28 και έχουν «καταγράψει» ο Freddy Thiriet, Regestes des deliberations du Sénat de Venise concernant la Romanie, II (Παρίσι και Χάγη, 1959), αριθ. 1583, σελ. 136 και oι Franz Dölger και Peter Wirth, Regesten der Kaiserurkunden des Oströmischen Reiches, μέρος 5 (Μόναχο και Βερολίνο, 1965), αριθ. 3351, σελ. 102.
- [←3]
-
Λαόνικος Χαλκοκονδύλης, βιβλίο ii, CSHB, Βόννη, σελ. 97-98, επιμ. E. Darkò, I (Βουδαπέστη, 1922), 90-92 και βιβλίο iv, CSHB, Βόννη, σελ. 206:
«…Τους είχε δοθεί από τον Θεόδωρο, τον ηγεμόνα τού Μυστρά, ο οποίος είχε αποφασίσει ότι οι Έλληνες δεν είχαν καμία ελπίδα για ασφάλεια στο Βυζάντιο ή, για το θέμα αυτό, στην Πελοπόννησο, καθώς οι υποθέσεις των Ελλήνων βρίσκονταν ήδη στην κόψη τού ξυραφιού. Πούλησε το Άργος, που συνορεύει με το Ναύπλιο, πόλη των Ενετών, σε χαμηλή τιμή. Επίσης, διαπραγματεύτηκε με τούς μοναχούς από τη Ρόδο και τούς πούλησε τον Μυστρά σε μεγάλη τιμή. Αλλά όταν οι άνθρωποι τού Μυστρά ανακάλυψαν ότι είχαν προδοθεί από τον ηγεμόνα τους, γιατί εκείνος έλειπε τότε, συγκεντρώθηκαν με την παρότρυνση τού επισκόπου Μυστρά για να συζητήσουν το ζήτημα, κατέληξαν σε συμφωνία και αποφάσισαν ότι δεν θα επέτρεπαν σε κανένα μοναχό να εισέλθει στην πόλη. Ήσαν προετοιμασμένοι να υποστούν οποιαδήποτε αναγκαία δυσκολία αντί να υπακούουν στους Λατίνους μοναχούς. Διόρισαν τον επίσκοπό τους ως ηγεμόνα τους σε αυτό το ζήτημα. Όταν έφτασαν οι μοναχοί, τούς είπαν να φύγουν το συντομότερο δυνατό, διαφορετικά θα θεωρούνταν εχθροί. Έτσι αναχώρησαν και επέστρεψαν στον ηγεμόνα, καθώς δεν σημείωναν πρόοδο εκεί. Όταν ο Θεόδωρος, ο ηγεμόνας τού Μυστρά, ενημερώθηκε ότι το θέμα είχε εξελιχθεί αντίθετα από εκείνο που είχε προγραμματίσει, έστειλε μήνυμα στους κατοίκους τού Μυστρά προσπαθώντας να δει αν θα τον δέχονταν ακόμη, αν επέστρεφε».
«…ἀπέδοτο δὲ Θεόδωρος ὁ τῆς Σπάρτης ἡγεμών, ὡς ἀπέγνω τοῖς Ἕλλησι τὴν σωτηρίαν τῷ τε Βυζαντίῳ, πρὸς δὲ καὶ τῇ Πελοποννήσῳ, καὶ ἐπὶ ξυροῦ ἀκμῆς ἤδη ἑστηκότα τὰ τῶν Ἑλλήνων πράγματα· τό τε Ἄργος ὅμορον ὂν Ναυπλίῳ, πόλει τῶν Ἑνετῶν, ἀπέδοτο οὐ πολλοῦ. καὶ Σπάρτην δὲ τοῖς ἀπὸ Ῥόδου Ναζηραίοις ἐς λόγους ἀφικόμενος ἀπέδοτο πολλοῦ τινός. οἱ μὲν Σπαρτιᾶται, ὡς ᾔσθοντο προδεδομένοι ὑπὸ τοῦ σφῶν αὐτῶν ἡγεμόνος, ἀπῆν γὰρ τότε, ἐνάγοντος τοῦ Σπάρτης ἀρχιερέως κοινῇ τε συνιόντες σφίσι λόγον ἐδίδοσαν, καὶ συνίσταντο ἀλλήλοις, καὶ συνετίθεντο ὡς οὐδενὶ ἐπιτρέψοντες εἰσελθεῖν ἐς τὴν πόλιν τῶν Ναζηραίων, πᾶν δέ, ὅ τι ἂν δέοι, χαλεπὸν πεισομένους πρὸ τοῦ Ναζηραίοις τοῖς Λατίνων πείθεσθαι. ἐστήσαντο δὲ σφίσι καὶ τόν γε ἀρχιερέα ἄρχοντα ἐπὶ τούτῳ. καὶ ἐλθόντων τῶν Ναζηραίων προηγορεύοντο ἀπαλλάσσεσθαι τὴν ταχίστην· εἰ δὲ μή, περιέψεσθαι ὡς πολεμίους. οὗτοι μὲν οὖν ᾤχοντο ἀπαλλασσόμενοι ὡς ἐπὶ τὸν ἡγεμόνα, ὡς οὐδὲν ἐς τοῦτο σφίσι προεχώρει· Θεόδωρος δὲ ὁ τῆς Σπάρτης ἡγεμὼν, ὡς ᾔσθετο τὸ πρᾶγμα, ὡς τοὐναντίον, ἢ ἐβούλετο, περιέστη αὐτῷ, λόγους τε ἔπεμπεν αὖθις παρὰ τοὺς Σπαρτιάτας, ἀποπειρώμενος, εἰ δέξαιντο ἔτι αὐτὸν αὖθις ἐπανιόντα».
Κατά το Σύντομον Χρονικόν [Chronicon breve, ad ann. 6912 (1404)], επισυναπτόμενο στo Ducas, Hist. byzantina (CSHB, Βόννη, σελ. 517) οι κάτοικοι τού Μυστρά αρνήθηκαν να δεχτούν την εξουσία των Ιπποτών, οι οποίοι όμως εξασφάλισαν την Κόρινθο και τα Καλάβρυτα, κρατώντας τα μέρη αυτά μέχρι τον Ιούνιο τού 1404, όταν τα ξαναπαραχώρησαν στον Θεόδωρο Α’:
«…τῷ ,ςϡιΒ΄ παρέλαβεν ο δεσπότης Πορφυρογέννητος την Κόρινθον και την καστελλανίαν αὐτῆς ἀπὸ τούς φρερίους Ῥόδου μηνός Ίουνίου ιδ’.»
Πρβλ. ιδιαίτερα R. J. Loenertz, στη Revue des études byzantines, I, 186-96 και στο «La Chronique breve moréote de 1423», Mélanges Eugène Tisserant, II (Πόλη Βατικανού, 1964), 426-27 (Studi e testi, αριθ. 232).
Ψευδο-Σφραντζής, Chronicon maius, I, 16, CSHB, Βόννη, σελ. 63-64, επιμ. J. B. Papadopoulos, I (Λειψία, 1935), 68-69, επιμ. Grecu (1966), σελ. 202, 204:
Και ο δεσπότης κυρ Θεόδωρος, βλέποντας ότι οι υποθέσεις των Ρωμαίων βρίσκονταν σε τόσο κακή κατάσταση και ότι η πόλη κινδύνευε τόσον καιρό αποκλεισμένη και πιεζόμενη από μεγάλη πείνα, βλέποντας επίσης τον πόλεμο τής Πελοποννήσου και ότι κανένας από τούς χριστιανούς ηγεμόνες δεν ήθελε να τούς βοηθήσει, ευρισκόμενος σε πλήρη σύγχυση, αφού πέρασε στη Ρόδο με γαλέρα, πούλησε την εξουσία τής Σπάρτης στην αδελφότητα τού προφήτη και βαπτιστή Ιωάννη. Όταν έστειλε λοιπόν στη Σπάρτη η αδελφότητα μερικούς σταυροφόρους για να παραλάβουν την εξουσία και να γίνουν άρχοντες και δεσπότες, μόλις τούς είδε ο λαός και άκουσε αυτά που είχαν γίνει, όρμησαν με ξύλα και πέτρες, τρέχοντας με οργή, για να σκοτώσουν τούς απεσταλμένους σταυροφόρους. Για να μη γίνει τέτοια απειθαρχία, σηκώθηκε και μίλησε ο αρχιεπίσκοπος τού τόπου και φόβισε τον λαό. Πειθαρχώντας στα δικά του λόγια, έδωσαν στους σταυροφόρους προθεσμία τριών ημερών, για να βγουν ειρηνικά έξω από τα σύνορα τής Σπάρτης. Αν δεν το έκαναν, τότε θα έβλεπαν. Βλέποντας λοιπόν εκείνοι ότι τίποτε δεν κατόρθωναν, αλλά ότι μόνο φασαρία και ταραχή γινόταν και κινδύνευαν μάλιστα να χάσουν τη ζωή τους, έφυγαν από εκεί και επέστρεψαν στο νησί τους. Οι Σπαρτιάτες ψήφισαν τον αρχιεπίσκοπό τους να είναι και δούκας και ήθελαν να τούς δικάζει και να τούς κυβερνά ο ίδιος και πολιτικά και εκκλησιαστικά. Και ο δεσπότης κυρ Θεόδωρος, μόλις είδε τις ελπίδες του να διαψεύδονται, επέστρεψε στην αδελφότητα τα χρήματα τα οποία είχε πάρει και ήθελε να επιστρέψει η Σπάρτη υπό την εξουσία του. Όμως ο λαός δεν ήθελε να τον δεχτεί και μάλιστα τον έλουζαν με βρισιές. Αφού ειπώθηκαν πολλά λόγια και μεσολάβησε ο αρχιεπίσκοπος για τον τερματισμό τής αναταραχής, τον δέχτηκαν και πάλι και συμφώνησαν να είναι αυτός όπως και πριν. Πριν όμως τού παραδώσουν την εξουσία, συνήψαν ένορκη συμφωνία, ότι ποτέ ξανά δεν θα τολμούσε εκείνα που είχαν γίνει.
«…ὁ δὲ δεσπότης κὺρ Θεόδωρος θεωρῶν τὰ τῶν Ῥωμαίων πράγματα ὅτι οὕτως κακῶς διέκειντο, καὶ τὴν πόλιν τοσοῦτον καιρὸν κινδυνεύουσαν ἀποκεκλεισμένην καὶ στενοχωρουμένην ὑπὸ λιμοῦ πολλοῦ, ὁμοίως καὶ τὸν τῆς Πελοποννήσου πόλεμον, καὶ βλέπων ὅτι οὐδεὶς τῶν Χριστιανῶν αὐθέντων ἤθελεν αὐτοῖς βοηθῆσαι, καὶ ἀπορηθεὶς ὅλως, περάσας ἐν τῇ Ῥόδῳ μετὰ τριήρεως τὴν τῆς Σπάρτης ἀρχὴν ἐπεπωλήκει τῇ ἀδελφότητι τοῦ προφήτου καὶ βαπτιστοῦ Ἰωάννου. στείλαντες οὖν ἡ ἀδελφότης τινὰς τῶν σταυροφόρων ἐν τῇ Σπάρτῃ ἵνα ἐγκρατεῖς τῆς ἀρχῆς ὡς κύριοι καὶ δεσπόται γενήσωνται, ὁ λαός ὡς εἶδεν αὐτοὺς καὶ ἤκουσε τὰ γενόμενα, ὥρμησαν μετὰ ξύλων καὶ πετρῶν μετὰ θυμοῦ δραμόντες, ἵνα τοὺς ἀπεσταλμένους σταυροφόρους ἀποκτείνωσι. ὁ δὲ ἀρχιερεύς τοῦ τόπου σταθείς καὶ ὁμιλήσας, ἵνα μὴ τοιαύτη ἀταξία γενήσηται, ἐδυσώπει τὸν λαόν, καὶ πειθόμενοι τοῖς τούτου λόγοις τοῖς σταυροφόροις τριῶν ἡμερῶν διορίαν ἔδωσαν, ἵνα ἐκ τῶν ὁρίων τῆς Σπάρτης μετά εἰρήνης ἀναχωρήσωσιν. εἰ δὲ ἄλλως πράξωσιν, αὐτοὶ ὄψονται. ἰδόντες οὖν οὗτοι ὅτι οὐδὲν κατώρθουν ἀλλὰ μᾶλλον θόρυβος καὶ σκάνδαλα ἐγίνοντο καὶ τὴν ζωήν μάλιστα ἐκινδύνευον, ἐγερθέντες ἐπανέστρεψαν οἴκαδε. οἱ δὲ Σπαρτιᾶται τὸν πρόεδρον αὐτῶν καὶ δοῦκα ἐψήψισαν εἶναι, καὶ πολιτικῶς καὶ ἐκκλησιαστικῶς ἤθελον κρίνεσθαι καὶ κυβερνᾶσθαι ύπ’ αὐτοῦ. ὁ δὲ δεσπότης κὺρ Θεόδωρος ὡς εἶδε τὰς ἐλπίδας ψευσθείσας, τὰ χρήματα ἅ ἔλαβε τῇ ἀδελφότητι ἐκτίνας ὄπισθεν, εἰς Σπάρτην ἐν τῇ αὐτοῦ ἀρχῇ θέλων ἐλθεῖν, οὐκ ἤθελεν δεχθῆναι αὐτὸν ὁ δῆμος, ἀλλὰ μάλιστα καὶ ὕβρεσιν ἐνέπλυνον. καὶ πολλῶν λόγων γενομένων καὶ σκανδάλων τέλος ἐμεσίτευσεν ὁ ἀρχιερεύς, καὶ πάλιν ἐδέχθησαν καὶ ἔστερξαν αὐτὸν εἶναι ὡς καὶ τὸ πρότερον. πλήν πρὶν τοῦ τὴν κατοχήν λαβεῖν αὐτὸν συνθήκας μετὰ ὅρκων συνέστησαν, ἵνα μὴ εἰς τὸν αἰῶνα ἐνθυμηθῇ ὅσα ἐποίησαν.»
H παραπάνω περιγραφή στο Μεγάλο Χρονικό τού Ψευδο-Σφραντζή, για τις προσπάθειες τού Έλληνα αρχιεπισκόπου Μυστρά να επιβάλει ειρήνη μεταξύ των θυμωμένων κατοίκων τού Μυστρά και των Ιωαννιτών Ιπποτών, όταν οι τελευταίοι επιδίωξαν να αναλάβουν την πόλη, παρά το γεγονός ότι γίνεται δεκτή στο D. A. Zakythinos, Despotat grec de Morée, I (Παρίσι, 1932), 159-60, πρέπει να απορριφθεί ως διαστροφή των γεγονότων, όπως είχε δειχθεί από τον R. J. Loenertz, «Autour du Chronicon maius attribué à Georges Phrantzes», Miscellanea G. Mercati, III (Πόλη Βατικανού, 1946), σελ. 290-93 (Studi e testi, αριθ. 123).
- [←4]
-
O Wm. Miller, Latins in the Levant, Λονδίνο, 1908, σελ. 377 συμπεραίνει λανθασμένα ότι ο Μανουήλ διάβασε ο ίδιος την ομιλία του με την ευκαρία τής επίσκεψής του στον Μυστρά το 1415. Bλέπε Σπ. Π. Λάμπρος, Παλαιολόγεια και Πελοποννησιακά, IΙΙ, εισαγωγή, σελ. 1-2 και ιδιαίτερα D. A. Zakythinos, «Μανουήλ Β’ ὁ Παλαιολόγος καὶ ὁ καρδινάλιος Ἰσίδωρος ἐν Πελοποννήσῳ», Mélanges offerts à Octave et Melpo Merlier, III (Αθήνα, 1957), 45-69, με παραπομπές. Αν και ο λόγος, σύμφωνα με τον περιγραφικό τίτλο, ήταν
«ῥηθείς ἐπιδημίσαντος εἰς Πελοπόννησον τοῦ βασιλέως»,
δεν συνέβη έτσι. Πρέπει επίσης να σημειωθεί ότι ο εν λόγω Γαζής δεν θα μπορούσε να είναι ο Θεόδωρος Γαζής (που γεννήθηκε γύρω στο 1400), όπως υποθέτει ο Λάμπρος.
- [←5]
-
Ο Ισίδωρος πρωτοεμφανίζεται στην ιστορία ως πολύ νεαρός άνδρας το 1403. Η σταδιοδρομία του μέχρι τη σύνοδο τής Βασιλείας έχει αποτελέσει αντικείμενο πολλών αμφιβολιών και διαφωνιών. Ο Zakythinos έχει υποστηρίξει (σε αντίθεση με τον καρδινάλιο Giovanni Mercati και τον αδελφό Vitalien Laurent), ότι ο Ισίδωρος ήταν ο ίδιος μητροπολίτης Μονεμβασίας από το 1412-1413 μέχρι περίπου το 1430, όταν προφανώς υποχρεώθηκε να εγκαταλείψει την έδρα, πιθανώς ως αποτέλεσμα τού βίαιου ανταγωνισμού του με τον μητροπολίτη Κορίνθου και επειδή τον αντιπαθούσε ο πατριάρχης Ιωσήφ Β΄ [Zacythenos. Mélanges Merlier, III (1957), 64–69]. Υπάρχουν πολλά επιχειρήματα, αποσιωπήσεις και εξορθολογισμοί των λεπτών γεγονότων και από τις δύο πλευρές, ώστε να μη μπορεί κάποιος να παρουσίασει την υπόθεση με απόλυτη βεβαιότητα, αλλά ο Zakythinos προφανώς δεν έχει αποδομήσει τις απόψεις τού Mercati για την πρώιμη σταδιοδρομία τού Ισίδωρου. Ο Mercati, Scritti d’ Isidoro il Cardinale Ruteno e codici a lui appartenuti che si conservano nella Biblioteca Apostolica Vaticana, Ρώμη, 1926 (Studi e testi, αριθ. 46), διόρθωσε τις δικές του προγενέστερες εσφαλμένες απόψεις που περιέχονταν στο «Lettere di un Isidoro, arcivescovo di Monembasia e non di Kiew», Bessarione, XXXII (1916), 200-7, επί των οποίων δείτε το άρθρο τού V. Laurent, «Isidore de Kiev et la mètropole de Monembasie», Revue des études byzantines, XVII (1959), 150-57.
O Ισίδωρος υπηρέτησε ως συνήγορος τής μητροπολιτικής έδρας Μονεμβασίας το 1429 σε δικαστική διαμάχη με τον μητροπολίτη Κορίνθου. Πρβλ. K. M. Setton στο Speculum, XXV (1950), 525-26, σημείωση. Ως «σεβάσμιος Ισίδωρος, μοναχός τής μονής Αγίου Δημητρίου» (venerabilis Isidorus, abbas monasterii S. Demetrii) ήταν μέλος τής Βυζαντινής πρεσβείας στη σύνοδο τής Βασιλείας το 1434–1435, επιδιώκοντας τη σύγκληση οικουμενικής συνόδου για τη συζήτηση τής ένωσης των εκκλησιών, κατά προτίμηση στην Κωνσταντινούπολη [J. D. Mansi (επιμ.), Sacrorum conciliorum nova et amplissima collectio, XXIX (Βενετία, 1788, ανατυπ. Παρίσι, 1901), στήλες 93C, 97D, 125C, 127A και 446D]. Tο 1436-1437 έγινε Ορθόδοξος μητροπολίτης Κιέβου και υπήρξε πολύ δραστήριος για την ένωση των εκκλησιών στη Σύνοδο Φερράρας-Φλωρεντίας το 1438-1439, για το οποίο βλέπε Georg Hofmann και M. Candal, Isidorus Arch. Kioviensis et totius Russiae: Sermones inter Concilium Florentinum conscripti, στο Concilium Florentinum, Documenta et scriptores, σειρά A, τόμ. X, fasc. 1 (Ρώμη, 1971).
Ο πάπας Ευγένιος Δ’ χρησιμοποιούσε ήδη τον Ισίδωρο ως από την πλευρά τού πρεσβευτή (legatus de latere) «στις επαρχίες Λιθουανίας, Λιβονίας και πάσης Ρωσίας», πριν την προαγωγή του σε καρδινάλιο [Arch. Segr. Vaticano, Arm. XXXIX, τόμος 6, φύλλο 46]. O Ισίδωρος βρισκόταν έβδομος στον κατάλογο των δεκαεπτά νέων καρδιναλίων που δημιούργησε ο Ευγένιος στις 18 Δεκεμβρίου 1439 [σύμφωνα με την πρώτη εγγραφή στα Acta Consistorialia (1439-1486) από τo Arch. Segr. Vaticano, Arm. XXXI, τόμος 52, φύλλο 48, αλλά πρβλ. και Conrad Eubel, Hierarchia catholica medii aevi, II (1914, ανατυπ. 1960), 7-8]. Οι σχέσεις του με την Ενετική Γερουσία έγιναν πολύ στενές και στις 15 Ιουνίου 1443 ονομάστηκε επίτιμος πολίτης τής Δημοκρατίας, ενώ στις 20 τού μηνός έγινε δεκτός στο Μεγάλο Συμβούλιο με 637 ψήφους υπέρ, 19 κατά και 8 ουδέτερες [Iorga, «Notes et extraits» στο Revue de l’ Orient Latin (συντομογρ. ROL), VII (1899-1900, ανατυπ. 1964), 104, 105, 106].
Η επιρροή τού Ισίδωρου στην παπική κούρτη μεγάλωνε σταθερά και διορίστηκε διάδοχος τού εκλιπόντος Λατίνου πατριάρχη Κωνσταντινούπολης Giovanni Contarini στις 24 Ιανουαρίου 1452, αλλά με δικαιώματα και έσοδα περιορισμένα στην Κρήτη, το Νεγκροπόντε και άλλες ενετικές κτήσεις [Arch. Segr. Vaticano, Reg. Vat. 398, φύλλο 56 και N. Iorga, Notes et extraits pour servir a l’ histoire des croisades, II (Παρίσι, 1899), 461-62]. Δεν έγινε πλήρης διορισμός στο αξίωμα τού Λατίνου πατριάρχη, επειδή ο Γρηγόριος Γ΄ ο εσφαλμένα ονομαζόμενος «Mάμμας»;), ο τότε Λατίνος πατριάρχης τού ελληνικού τελετουργικού, ζούσε ακόμη και για τον οποίο βλέπε Georg Hofmann, «Papst Kalixt III und die Frage der Kircheneinheit im Osten» στο Miscellanea Giovanni Mercati, ΙΙΙ (Πόλη Βατικανού, 1946), 218-21 (Studi e testi, αριθ. 123) και πρβλ. V. Laurent, «Le vrai surnom du patriarche de Constantinople, Grégoire III (d. 1459)», Revue des études byzantines, XIV (1956), 201-5. Στις 26 Ιουλίου (1452) ο δόγης τής Βενετίας πληροφορούσε τον δούκα τής Κρήτης για τις νέες υπευθυνότητες τού Ισίδωρου [Iorga, ROL, VIII (1900-1, ανατυπ. 1964), 85-86].
Ο Ισίδωρος βρισκόταν στην Κωνσταντινούπολη όταν η πόλη έπεσε στους Τούρκους και μετά βίας διασώθηκε, όπως θα δούμε αργότερα. Υπήρξε ακούραστα δραστήριος υπό τέσσερις ποντίφηκες και υπάρχουν δεκάδες έγγραφα σχετικά με αυτόν στα Αρχεία τού Βατικανού. Για παράδειγμα, σε χωρίς ημερομηνία έγγραφο τού 1455, στον Ισίδωρο, καρδινάλιο επίσκοπο τής Σαμπίνα (Sabina), χορηγήθηκε από τον πάπα Κάλλιστο Γ΄ «ένα σπίτι που βρίσκεται δίπλα στην εκκλησία τής Παναγίας στον φαρδύ δρόμο τής πόλης» (quedam domus sita iuxta ecclesiam beate Marie in Via lata de Urbe), Reg. Vat. 439, φύλλα 140-141.
Την 1η Μαΐου 1456 τού ανατέθηκε η εφημερία των εκκλησιών Λευκωσίας και Πάφου (Nicosien et Paphen) καθώς και η αρχιδιακονία τής Λευκωσίας [Reg. Vat. 444, φύλλα 262-263], ενώ στις 17 Σεπτεμβρίου τού επομένου έτους (1457) τού ανατέθηκαν τα πλήρη δικαιώματα επί τού ευβοϊκού χωριού Πρίνο, το οποίο βρισκόταν υπό τη δικαιοδοσία τής πατριαρχικής εκκλησίας τού Νεγκροπόντε [Reg. Vat. 449, φύλλα 216–2I7, ενδιαφέρον έγγραφο]. Στις 5 Σεπτεμβρίου 1458 ονομάστηκε αρχιεπίσκοπος Κέρκυρας [Reg. Vat. 468, φύλλο 25], ενώ λίγο αργότερα, στις 9 Νοεμβρίου, τού χορηγήθηκε η εκκλησία τής Σάντα Άγκαθα (S. Agatha) στη Ρώμη [στο ίδιο, φύλλο 320].
Το 1461 ο Ισίδωρος έπαθε εγκεφαλικό επεισόδιο, αλλά μπόρεσε παρ’ όλα αυτά να συμμετάσχει στις περίπλοκες τελετές που συνόδευαν την υποδοχή στη Ρώμη τής κάρας τού Αγίου Ανδρέα τον Απρίλιο τού 1462 [Pius II, Commentarii, βιβλίο viii, μετάφρ. Florence A. Gragg, Smith College Studies στο History, XXXV (1951), 536–37, εκδ. Φρανκφούρτης, 1614, σελ. 200, γραμμές 27 και εξής και πρβλ. O. Raynaldus, Annales ecclesiastici ad ann. 1462, αριθ. 1-5, τόμ. XIX (1693), σελ. 111-12]. Ο Ισίδωρος πέθανε στην Ρώμη την Τετάρτη 27 Απριλίου 1463 σύμφωνα με τα Acta Consistorialia (1439-1486) στo Arch. Segr. Vaticano, Arm. XXXI, τόμος 52, φύλλο 64:
«Θάνατος καρδιναλίου Ρώσων: Κατά το έτος 1463 από τη γέννηση τού Κυρίου, ημέρα Τετάρτη 27 τού μηνός Απριλίου, ο σεβασμιότατος εν Χριστῷ πατρὶ κυρίῳ καρδινάλιος Ρώσων ονομαζόμενος Ισίδωρος έκλεισε στη Ρώμη τις εξωτερικές του ημέρες. Ας αναπάυεται η ψυχή του εν ειρήνη»
(Obitus d. Cardinalis Ruteni: Anno a nativitate Domini MCCCCLXIII, die vero Mercurii XXVII mensis Aprilis, reverendissimus in Christo pater dominus Cardinalis Rutenus appellatus Ysidorus Rome diem suum clausit externum. Eius anima in pace requiescat).
Tο έτος θανάτου του δίνεται εσφαλμένα ως 1462 από τον Eubel, Hierarchia catholica, II, 8. Για τον Ισίδωρο βλέπε γενικά τη μονογραφία τού Mercati που αναφέρθηκε πιο πάνω [Scritti d’ Isidoro il Cardinale Ruteno, 1926]. Επίσης Adolf W. Ziegler, Die Union des Konzils von Florenz στο der russischen Kirche, Βύρτσμπουργκ, 1938, σελ. 56 και εξής. τού ιδίου, «Vier bisher nicht veröffentlichte griechische Briefe Isidors von Kijev», Byz. Zeitschr., XI,IV (1951), 570-77 και «Die restlichen vier unveroffentlichten Briefe Isidors von Kijev», Orientalia Christiana periodica, XVIII (1952), 135-42. G. Hofmann, «Quellen zu Isidor von Kiew als Kardinal und Patriarch», στο ίδιο, σελ. 143-57. Σκιαγράφηση τής σταδιοδρομίας του στο Joseph Gill, Personalities of the Council of Florence, Οξφόρδη, 1964, σελ. 65-78, καθώς και τις σημειώσεις που αφορούν αυτόν στο βιβλίο τού Gill, The Council of Florence, Καίμπριτζ. 1959. Στα 500 χρόνια από τον θάνατο τού Ισίδωρου οι Βασίλειοι Αδελφοί στη Ρώμη κυκλοφόρησαν τόμο με άρθρα αφιερωμένα στη μηνήμη του, τα Miscellanea in honorem Cardinalis Isidori (1463-1963) στα Analecta Ordinis S. Basilii Magni, IV (X), fascs. 1-4 (1963), που δεν περιέχει όμως υλικό συναφές με την παρούσα εργασία.
- [←6]
-
N. A. Bees (Μπέης), Die griechisch-christlichen Inschriften des Peloponnes, Αθήνα, 1941, αριθ. 1, σελ. 1, 4 (στο Corpus der griechisch-christlichen inschriften von Hellas, I, 1: Isthmos-Korinthos). Tο Εξαμίλιον έκανε μεγάλη εντύπωση. Βλέπε Χαλκοκονδύλη, βιβλίο iv, CSHB, Βόννη, σελ. 183-84, 215, επιμ. Darkò, I, 172-73:
«…Όμως η φιλία τού Μεχμέτ [A’] με τούς Έλληνες κράτησε μέχρι το τέλος. Έτσι ο Μανουήλ, αυτοκράτορας τού Βυζαντίου, μπόρεσε να πάει στην Πελοπόννησο και να χτίσει τείχος κατά μήκος τού Ισθμού, ενώ κάλεσε εκεί τούς Πελοποννήσιους όταν τείχιζε τον Ισθμό. Αυτός ο Ισθμός αποκόπτει ολόκληρη την Πελοπόννησο έτσι ώστε να είναι ουσιαστικά νησί. Εκτείνεται για σαρανταδύο περίπου στάδια από θάλασσα σε θάλασσα. Ήταν εδώ που οι Έλληνες συνήθιζαν να γιορτάζουν τα Ίσθμια. Απέχει εικοσιπέντε στάδια από την πόλη τής Κορίνθου. Οι Πελοποννήσιοι οχύρωσαν αυτόν τον Ισθμό όταν ο Ξέρξης, ο γιος τού Δαρείου, βάδισε εναντίον τής Αθήνας, θέλοντας να αποτρέψουν την είσοδο τού βάρβαρου στην Πελοπόννησο. Ύστερα από αυτό ο Ιουστινιανός, ο αυτοκράτορας των Ρωμαίων, τον οχύρωσε για δεύτερη φορά. Ο Μανουήλ, λοιπόν, καθώς βρισκόταν σε ειρήνη με τον Μεχμέτ, τον γιο τού Βαγιαζήτ, ήρθε τότε στην Πελοπόννησο, εγκατέστησε τον αδελφό του ως ηγεμόνα τής Πελοποννήσου και οχύρωσε τον Ισθμό. Έβαλε έτσι τούς Πελοποννήσιους να τού πληρώσουν χρήματα για να κάνει τον Ισθμό ασφαλή, ενώ διακήρυξε ότι έπρεπε να συγκεντρωθούν στον Ισθμό. Υπάκουσαν, συγκεντρώθηκαν και έχτισαν το τείχος, συμβάλλοντας ο καθένας ανάλογα με τα μέσα του. Όταν ολοκληρώθηκε το τείχος, τότε συνέλαβε τούς άρχοντες των Πελοποννήσιων, οι οποίοι κατείχαν τη χώρα για μεγάλο διάστημα αλλά δεν ήθελαν να υπακούουν στους ηγεμόνες των Ελλήνων, επειδή πίστευαν ότι δεν τούς συνέφερε να το κάνουν. Έτσι τούς συνέλαβε και τούς μετέφερε στο Βυζάντιο, όπου κρατούσε τούς Πελοποννήσιους υπό φρούρηση».
«…Ἕλλησι μέντοι φιλία ἦν αὐτῷ διὰ τέλους. διὸ καὶ Ἐμμανουῆλος ὁ Βυζαντίου βασιλεὺς ἐπὶ Πελοπόννησον ἀφικόμενος τόν τε Ἰσθμὸν ἐτείχισε, καὶ τοὺς Πελοποννησίους αὐτοῦ μεταπεμψάμενος, ἐπειδὴ ἐτείχισε τὸν Ἰσθμόν. ὁ δὲ Ἰσθμὸς οὗτος ξύμπασαν τὴν Πελοπόννησον, ὥστε νῆσος γενέσθαι, διείργει, ἐς δύο καὶ τεσσαράκοντα σταδίους ἀπὸ θαλάττης εἰς θάλατταν καθήκων, καθ’ ὃν δὴ χῶρον καὶ Ἴσθμια ἐτελεῖτο τοῖς Ἕλλησι. διήκει δὲ ἀπὸ Κορίνθου πόλεως σταδίους πέντε καὶ εἴκοσι. τοῦτον τὸν Ἰσθμὸν ἐλαύνοντος Ξέρξεω τοῦ Δαρείου ἐπὶ τὰς Ἀθήνας ἐτειχίσαντο Πελοποννήσιοι, διακωλύειν βουλόμενοι μὴ παριέναι εἴσω τῆς Πελοποννήσου τὸν βάρβαρον. μετὰ δὲ ταῦτα Ἰουστινιανὸς ὁ Ῥωμαίων βασιλεὺς τὸ δεύτερον ἐτείχισε. καὶ οὗτος δή, ὡς εἰρηναῖα αὐτῷ πρὸς Μεχμέτην τὸν Παιαζήτεω, ἐς Πελοπόννησον ἀφικόμενος τόν τε ἀδελφὸν αὐτοῦ καθίστη ἐπὶ τὴν ἀρχὴν τῆς Πελοποννήσου καὶ τὸν Ἰσθμὸν ἐτείχισεν, ὥστε αὐτῷ τελέσαι τοὺς Πελοποννησίους ἐπὶ τὴν τοῦ Ἰσθμοῦ φυλακὴν χρήματα. προηγόρευε μὲν οὖν ἐς τὸν Ἰσθμὸν συλλέγεσθαι. οἱ δὲ ἐπείθοντο καὶ συλλεχθέντες ἐτείχιζον, συμβαλλόμενον ἕκαστον τὴν ἑαυτοῦ δύναμιν. ἐπείτε δὴ ἐς τέλος ἤγαγε τὸ τείχισμα, ἐνταῦθα συλλαμβάνει τοὺς Πελοποννησίων ἄρχοντας, οἳ πολὺν κατέχοντες χρόνον τὴν χώραν οὐδέν τι πάνυ πείθεσθαι τοῖς Ἑλλήνων ἡγεμόσι βούλοιντο, ὅ τι μὴ σφίσιν αὐτοῖς δοκοῦν ἔς τι ὠφελεῖν αὐτούς. τότε μὲν δὴ συλλαβὼν τούτους ἐκομίζετο ἐπὶ Βυζάντιον, ἔχων καὶ τοὺς Πελοποννησίους ἐν φυλακῇ.»
Βλέπε Σφραντζή, Χρονικόν, PG 156, 1026BC, επιμ. Grecu, σελ. 6:
Τον Ιούλιο τού 6921 [1413] ο άγιος αυτοκράτορας κυρ Μανουήλ βγήκε από την Πόλη, πήγε στο νησί τής Θάσου και το κατέλαβε τον Σεπτέμβριο τού επόμενου έτους [1413]. Από τη Θάσο ταξίδεψε στη Θεσσαλονίκη και στον Μοριά, όπου επέβλεψε την κατασκευή τού τείχους τού Εξαμιλίου. Έφτασε στο λιμάνι των Κεγχρεών τον Μάρτιο τού 6922 [1414]. Στις 8 Απριλίου άρχισε να κατεδαφίζει και να ξαναχτίζει το τείχος τού Εξαμιλίου, που έχει μήκος 3.800 οργιές. Ύψωσε πάνω στο τείχος 153 πύργους. Κατά τη διάρκεια τής κατασκευής αποκαλύφθηκε μαρμάρινη πλάκα με την ακόλουθη επιγραφή: «Φως από φως, Θεός αληθινὸς από Θεό αληθινό, να φυλάει τον αυτοκράτορα Ιουστινιανό, τον πιστο του δούλο Βικτωρίνο καὶ ὀλους τούς κατοίκους τής Ελλάδας που ζουν μέσω τής χάρης τού Θεού». Επέστρεψε στην Πόλη τον Μάρτιο τού 6924 [1416].
«… Τὸν δὲ Ἰούλιον μῆνα τοῦ κα’ ἔτους ἐξελθὼν ἀπὸ τῆς Πόλεως ἀπῆλθεν εἰς τὴν νῆσον Θάσον ὁ ἅγιος βασιλεὺς κὺρ Μανουὴλ καὶ ἀπῆρεν αὐτὴν τὸν Σεπτέβριον τοῦ κβ΄ ἔτους. Εἶτ’ ἀπ’ ἐκεῖ ἀπῆλθεν εἰς τὴν Θεσσαλονίκην καὶ εἰς τὸν Μορέαν καὶ ἔκτισε τὸ Ἑξαμίλιον. Τῷ κΒ΄ ἔτει Μαρτίῳ γὰρ ἔσωσεν ἐν τῷ λιμένι τῶν Κεχρεῶν ὀνομαζομένῳ. Καὶ τῇ η’ τοῦ Ἀπριλίου μηνὸς ἤρξατο ἀνακαθαίρειν καὶ ἀνοικοδομεῖν αὐτὸ δὴ τὸ Ἑξαμίλιον, ὅπερ ἔνι τὸ μῆκος οὐργιὲς ͵γωʹ. Ἀνέστησε δὲ πύργους ἐπ’ αὐτῷ ρνγʹ. Εὑρέθησαν καὶ γράμματα ἐν μαρμάρῳ λέγοντα οὕτως· «Φῶς ἐκ φωτός, θεὸς ἀληθινὸς ἐκ θεοῦ ἀληθινοῦ, φυλάξῃ τὸν αὐτοκράτορα Ἰουστινιανὸν καὶ τὸν πιστὸν αὐτοῦ δοῦλον Βικτωρῖνον καὶ πάντας τοὺς ἐν τῇ Ἑλλάδι οἰκοῦντας τοὺς ἐκ θεοῦ ζῶντας». Καὶ τῷ κδ’ ἔτει μηνὶ Μαρτίῳ ἐπανέστρεψεν εἰς τὴν Πόλιν.»
Βλέπε Σύντομον Χρονικόν [Chronicon breve], έτους (ad ann.) 1415, CSHB, Βόννη, σελ. 517:
«τῷ ,ςϡκγ΄ ἔτει ἦλθεν κύριος Μανουήλ βασιλεύς ὁ Παλαιολόγος και ἔκτισεν το Ἑξαμίλιον μηνὶ Μαΐῳ, καὶ μηνὶ Μαρτίῳ λ’ ἡμέρᾳ τοῦ μεγάλου σαββάτου ἐπίασεν τούς ἄρχοντας τοῦ Μωραίως.»
Πρβλ. Ψευδο-Σφραντζή, I, 24 (33), CSHB, Βόννη, σελ. 96, επιμ. Papadopoulos, I, 99-100, επιμ. Grecu (1966), σελ. 234, 236:
«Ἐν δὲ τῷ Ἰουλίῳ μηνὶ τοῦ ,ςϡκα’ ἔτους ἐξῆλθεν ἀπὸ τῆς πόλεως ὁ βασιλεύς κύρ Μανουήλ. ἀπελθών εἰς τὴν νῆσον Θάσον ἐπῇρεν αὐτὴν ἐν μηνὶ Σεπτεμβρίῳ τοῦ ,ςϡκβ΄ ἔτους· καὶ αὖθις ἐκεῖθεν ἀπῆλθεν εἰς τὴν Θεσσαλονίκην, εἶτα εἰς τὸν Μωρέαν, ἔνθα ᾠκοδόμησε τὸ Ἑξαμίλιον ἐν ἐκείνῳ τῷ τόπῳ ὅπου καὶ ἐν ἑτεροις καιροῖς ᾠκοδομήθη, ὅταν ὁ Ἀρταξέρξης ὁ βασιλεύς περάσας ἐκ τῆς Ἀσίας μετά τοῦ μυριαριθμήτου ἐκείνου στρατοῦ ἤρχετο κατ’ αὐτῶν. εἶτα διὰ τὸ μάκρος τοῦ καιροῦ τὸ τὰ πάντα δαμάζον καὶ ἀνεπιμέλητον ἀφεθέν διεφθάρη· ἐκ δευτέρου δὲ κτισθέν ἦν παρά τοῦ ἐν βασιλεῦσιν ἀειμνήστου μεγάλου Ἰουστινιανοῦ, οὐχ ὑπὲρ ἀνάγκης (ὅτι αὐτὸς γὰρ σχεδόν εἰπεῖν τὸν κόσμον ἅπαντα ὑπέταξε,) ἀλλὰ μόνον ἐφάνη αὐτῷ καλόν· ἐπεί καὶ ἄλλας ἑτέρας κτίσεις καὶ οἰκοδομάς ἐποίει, τὴν Ῥωμαίων ἀρχήν καλλωπίζων, ἔδοξεν αὐτῷ καὶ ἡ κτίσις τοῦ Ἰσθμοῦ·»
Kαι στο ίδιο, I, 26 (35), CSHB, Βόννη, σελ. 107-8, επιμ. Papadopoulos, I, 111-12 με διορθωμένη χρονολογία, επιμ. Grecu (1966), σελ. 246:
«…καί έπί τὴν τοῦ Ἰσθμοῦ οἰκοδομήν ἐπανέλθωμεν. τῷ ,ςϡιγ΄ ἔτει, Μαρτίου ιγ΄, ὁ βασιλεύς ἀπέσωσεν ἐν τῷ λιμένι τῶν Κεγχρεῶν ὀνομαζομένων καὶ τῇ ὀγδόῃ Ἀπριλλίου ἤρξατο ἀνακαθαίρειν καὶ ἀνοικοδομεῖν αὐτὸν δὴ τὸν Ἰσθμόν, οὗπερ ἐστὶ τὸ μῆκος ἤ μᾶλλον εἰπεῖν τὸ εὖρος ἐκ μιᾶς θαλάττης εἰς τὴν ἑτέραν ὀργυίαις τρισχιλίαις καὶ ὀκτακοσίαις τὸ δὲ μάκρος ἐκ τῆς χέρσου τῆς Ἑλλάδος ἤτοι τῆς Ἀττικῆς γῆς μετά τὸ καταβῆναι τὴν τραχεῖαν ὁδόν τὴν λεγομένην Πλάγιον Κακόν, ἕως τῆς πεδιάδος κάτωθεν φθάσαι, ἐν ὧ τόπῳ ἦν κτισθέντα τὰ τείχη ταῦτα τοῦ Ἰσθμοῦ, στάδια τριάκοντα. ἀπὸ δὲ τῶν τειχῶν τοῦ Ἰσθμοῦ ἕως τῆς Κορίνθου τοῦ ὑπὲρ νεφέλας φρουρίου βουνῶν καὶ τοῦ Ἰσθμοῦ τέλος στάδια ὑπάρχουσι πολλά. ἔοικε δὲ ἡ Πελοπόννησος πλατάνου φύλλῳ εἰς πάντα, τοῦ δὲ φύλλου τὸ καῦλος ὁ Ἰσθμός ἐστιν. ἀνέστησε δὲ πύργους ἐν αὐτῷ ἑκατόν πεντήκοντα καὶ τρεῖς. καὶ ἔν τινι μαρμάρῳ εὗρον γράμματα γεγραμμένα λέγοντα οὕτως “φῶς ἐκ φωτός, θεός ἀληθινός ἐκ θεοῦ ἀληθινοῦ φυλάξῃ, τὸν αὐτοκράτορα Ἰουστινιανόν καὶ τὸν πιστόν δοῦλον αὐτοῦ Βικτωρῖνον καὶ πάντας τοὺς ἐν τῇ Ἑλλάδι οἰκοῦντας, τοὺς ἐκ θεοῦ ζῶντας”»,
για το οποίο βλέπε Loenertz, στα Miscellanea G. Mercati, III (19-16), 288-89, με παραπομπές.
Βλέπε Mάζαρι στο Fr. Boissonade, Anecdota graeca, III (Παρίσι, 1831), 177-79:
«…Τοῦ θειοτάτου καὶ γενναιοτάτου καὶ μάλα ὑψηλοτάτου αὐτοκράτορος ἐκ Κωνσταντίνου ἀπάραντος, κατὰ τὴν πέμπτην καὶ εἰκοστὴν ἰουλίου τῆς ἑβδόμης ἰνδικτιῶνος, μετὰ νηὸς τε μεγάλης μιᾶς καὶ πέντε τριήρων, κατέπλευσεν ἐν τῇ στασιασάσῃ πολυυμνήτῳ Θάσῳ, κἀκεῖσε τρεῖς μῆνας ἐνδιατρίψας, ὑφ’ ἑαυτὸν ἐποιήσατο πᾶσαν, ὥσπερ ἦν πρότερον, μετὰ δυνάμεώς τε καρτερᾶς και πετροβόλων μηχανημάτων, συχνῶν πρότερον καὶ μεγάλων ἐν αὐτῇ γεγονότων πολέμων. Εἶτα μέχρι καὶ Θεσσαλονίκης τοῦ τοιούτου ἐλθόντος καὶ τὰ ἐκεῖσε πάντ’ εὖ καὶ ὡς εἰκὸς διαθεμένου, ἐπανῆκε μετὰ τῆς τοιαύτης δυνάμεως καὶ πρὸς τὴν τοῦ Πέλοπος χαίρων. Ἐπανῆκεν οὖν οὐ πρὸς θοίνην οὐδὲ θήραν, ἀλλ’ οὐδὲ πρὸς ἄνεσιν καὶ πόνων ἀνακωχὴν, τῶν πολλῶν καὶ γενναίων ἐκείνων ἔργων ὧν ἐν Θεσσαλονίκῃ καὶ Θάσῳ πεποίηκεν˙ ἀλλὰ τὸν ἀπ’ αἰῶνος κατεσκαμμένον ἰσθμὸν τῆς Πελοποννήσου καὶ βατὸν τυγχάνοντα τῷ βουλομένῳ παντί, ὅν οὐδ’ ἐν ὕπνοις ὠνειροπόλησέ τις τῶν προτοῦ βασιλέων, πρὸς τὸ τειχίσαι τε και ταφρῶσαι, τοῦτον, παρὰ πᾶσαν προσδοκίαν, ἐν πέντε πρὸς ταῖς εἴκοσιν ἡμέραις, μετ’ ἐπάλξεων καὶ πυργωμάτων τὸν τοιοῦτον τετείχηκε περίβολον, καὶ σὺν αὐτῷ ἀνῳκοδόμησε καὶ τὰ ἐν ἄκροις κατεσκαμμένα δύο πολίχνια εἰς φρουρὰν μὲν τῶν ἔνδον συναναστρεφομένων, λιμένα δὲ τῶν χειμαζομένων ἔξωθεν ὑπ’ ἀνάγκαις βαρβαρικαῖς. Οὔπω δὲ τοῦ περιωνύμου τούτου ἔργου ἀπαρτισθέντος, οἱ πάντ’ ἄνω καὶ κάτω κυκῶντές τε καὶ ταράττοντες τὸν ἄπαντα τῆς ζωῆς αὐτῶν χρόνον τὰ τῶν Πελοπποννησίων, οἱ μάχαις μὲν ἀεὶ χαίροντες καὶ ταραχαῖς, φόνειον δ’ ἐς ἀεὶ πνέοντες τοπάρχαι, οἱ ἀπάτης καὶ δόλου καὶ ψεύδους μεστοί, οἱ βεβαρβαρωμένοι καὶ τετυφωμένοι καὶ ἄστατοι καὶ ἐπίορκοι καὶ ἄπιστοι πρὸς βασιλέα τε καὶ δεσπότας ἀεί, οἱ ὄντες μὲν ταλάντατοι, Ταντάλου δὲ πλέον φρονοῦντες, οἱ Ἶροι μὲν τυγχάνοντες, ἥρωες δὲ εἶναι δοκοῦντες, καὶ μυρίων ἀσελγειῶν καὶ πράξεων μεμεστωμένοι, οὗτοι, ὦ γῆ καὶ ἥλιε καὶ τῶν ἄστρων ἅπας χορός, περὶ τὸν εὐεργέτην αὐτῶν και σωτῆρα ἀναιδῶς ἐπανέστησαν, και τυραννίδα τούτων ἕκαστος ἐμελέτησε, καὶ ὄρκους και συμβούλια χαλεπὰ πρὸς ἀλλήλους συνέθεντο, καὶ δόλους κατὰ τοῦ γενναιοτάτου κἀν τῷ παρόντι καιρῷ καθ’ Ἡρακλέα καὶ ὑπὲρ Ἡρακλέα ἀγωνιζόμενον, τὸν τὰ ἑαυτοῦ πάντα δεύτερα θέμενον πρὸς τὸ τειχίσαι τε καὶ ταφρῶσαι μόνον τουτονὶ τὸν περίβολον εἰς φρουρὰν παντων τῶν ἐντὸς ἐνοικούντων, τοῦτον τοίνυν τὸν ἀήττητον καὶ γενναιότατον αὐτοκράτορα διαχειρίσαι ἐκαυχήσαντο ἤ κρύφα ἤ μεθ’ ὅπλων καὶ στρατιᾶς…»
Βλέπε επίσης Loenertz, «Chronicon brève de Graecorum imperatoribus, ab anno 1341 ad annum 1453, e codice Vaticano graeco 162», Έπετηρίς τῆς Εταιρείας Βυζαντινῶν Σπουδῶν, XXVIII (1958), 209 και τού ίδιου, «Epître de Manuel II Paléologue aux moines David et Damien (1416)» στο Silloge bizantina in onore di S. G. Mercati, Ρώμη, 1957, σελ. 297-304 (Η επιστολή τού Μανουήλ αναφέρεται στη σημασία τού τείχους για την υπεράσπιση τής χερσονήσου, στην αντίθεση ορισμένων Ελλήνων αρχόντων για την κατασκευή του, κλπ.). Πρβλ. Edw. W. Bodnar, «The Isthmian Fortifications in Oracular Prophecy», American Journal of Archaeology, LX (1960), 165-71 και βλέπε ιδιαίτερα Loenertz, «La Chronique breve moréote de 1423», Mélanges Eugène Tisserant, II, 429-32.
Tο Εξαμίλιον αποτελεί το κύριο αντικείμενο εργασίας που γράφτηκε το 1430 από τον καρδινάλιο Ισίδωρο προς κάποια δέσποινα τού Μυστρά, προφανώς την Κλεόπα Μαλατέστα. Η εργασία αυτή, που αναφέρεται σε προφητεία που αφορά το Εξαμίλιον, περιλαμβάνεται σε χειρόγραφο τού Βατικανού (MS. gr. 1852, φύλλα 105-6), για το οποίο βλέπε Mercati, Scritti d’ Isidoro il Cardinale Ruteno, σελ. 34-36, ενώ για το ίδιο το κείμενο βλέπε Ζακυθηνό, Mélanges Merlier, III (1957), 60-63.
Ο Σπ. Π. Λάμπρος, «Τα τείχη τού Ισθμού τής Κορίνθου κατά τούς μέσους αιώνες», Νέος Ἑλληνομνήμων, IV (1905), 435-489, ιδιαίτερα σελ. 444-69 ασχολείται εκτεταμένα με τούς πόρους τού Μανουήλ Β΄ για την κατασκευή τού Εξαμιλίου (που χτίστηκε σύμφωνα με τον Μάζαρι σε εικοσιπέντε μέρες, προφανώς από τις 8 Απριλίου μέχρι τις 2 Μαΐου), ενώ δημοσιεύει επίσης [στο ίδιο], σελ. 475-76, την προφητεία την οποία ερμήνευσε ο Ισίδωρος στην Κλεόπα Μαλατέστα. Ο Λάμπρος χρονολογεί λανθασμένα αυτή την προφητεία μεταξύ 1446 και 1449, ύστερα από την ανακατασκευή τού τείχους από τον Κωνσταντίνο [ΙΑ’] Δραγάση το 1443 και την νέα καταστροφή του από τούς Τούρκους το 1446, για το οποίο βλέπε πιο κάτω.
Για το ταξίδι τού Μανουήλ στον Μυστρά το 1415 και για την οικοδόμηση τού Εξαμιλίου βλέπε επίσης John W. Barker, Manuel II Paleologus (1391–1425): A Study in Late Byzantine Statesmanship, New Brunswick, N.J., 1969, σελ. 301-18.
- [←7]
-
Arch. di Stato di Venezia, Misti, Reg. 51, φύλλο 4. Έχει δημοσιευτεί από τον Κ. N. Σάθα (Sathas) στα Documents inédits relatifs à l’ histoire de la Grèce au Moyen Âge, 9 τόμοι, Παρίσι, 1880-90, ανατυπ. Αθήνα, 1972, III, αριθ. 649, σελ. 101, με ημερομηνία 7 Μαρτίου 1415. Για τις ενετικές προφυλάξεις απέναντι στις «διεφθαρμένες μηχανορραφίες και επιθυμίες των Τούρκων» (prave machinationes et voluntates ipsorum Turchorum) στην Αδριατική και στο Αιγαίο, πρβλ. τις αποφάσεις τής Γερουσίας στις 26 Μαρτίου 1415 από το Arch. di Stato di Venezia, Misti, Reg. 51, φύλλα 15-16, που έχουν δημοσιευτεί από τον Sime Ljubić στο Listine o odnošajih između južnoga slavenstva i Mletačke Republike, VII (1882), 196-200, στα Monumenta spectantia historiam slavorum meridionalium, τόμ. XII.
Ένα έγγραφο με ημερομηνία 30 Αυγούστου 1415 από τα Sen. Secreta, Reg. 6, φύλλο 67 (68), που έχει δημοσιευτεί από τον Ljubić, ό. π., σελ. 209-11, δείχνει πόσο επικίνδυνες είχαν γίνει οι επιδρομές τού τουρκικού στρατού, «που περιφέρεται σε τμήματα τής δύσης, στις άκρες τής Ουγγαρίας και τής Ιλλυρίας, με πρόθεση καταστροφικής εισβολής» (qui vagans in partibus occidentis, fines Hungarie et Illirie sevis incursionibus populatur), πράγμα που καθιστά σαφή την έκταση τής οθωμανικής ανάκαμψης ύστερα από την ήττα τής Άγκυρας και την επακόλουθη διαμάχη μεταξύ των γιών τού σουλτάνου Βαγιαζήτ Α’.
- [←8]
-
Βλέπε Arch. di Stato di Venezia, Misti, Reg. 51, φύλλα 94-95 (97-98). Βλέπε Sathas, IΙΙ, αριθ. 679, σελ. 125-27, με ημερομηνία 4 Φεβρουαρίου 1416 (χρονολ. Βενετίας 1415) και πρβλ. γενικά με το Vite de duchi τού Marino Sanudo, στο L. A. Muratori (επιμ.), RISS, XXII (Μιλάνο, 1733), στήλες 895C, 896, 898E.
- [←9]
-
Έγγραφο στις 7 Μαρτίου 1415, που αναφέρεται πιο πάνω στη σημείωση 7 [Sathas, III, αριθ. 649, σελ. 100-2] και αναδημοσιεύτηκε, όπως πολλά τέτοια ενετικά κείμενα, στον Valentini, Acta Albaniae veneta, VII, αριθ. 1948, σελ. 185-88.
- [←10]
-
Έγγραφο από το Arch. di Stato di Venezia, Misti, Reg. 51, φύλλο 8, δημοσιευμένο από τον Sathas, III, αριθ. 650, σελ. 103 με ημερομηνία 9 Μαρτίου 1415.
- [←11]
-
Δούκας, κεφ. 20, CSHB, Βόννη, σελ. 97-98:
Όταν ο αυτοκράτορας Μανουήλ έμαθε ότι ο Μεχμέτ [Α’] ήταν πια ο μόνος ηγέτης, έστειλε τούς πιο επιφανείς αξιωματούχους του ως πρέσβεις, για να ζητήσει από τον Μεχμέτ να παραδώσει όλα τα εδάφη που είχε υποσχεθεί όταν διέμενε στην Κωνσταντινούπολη. Ο Μεχμέτ τούς καλωσόρισε θερμά και συντάσσοντας επίσημες συνθήκες, τούς έδωσε όλα τα φρούρια κατά μήκος τού Εύξεινου Πόντου, καθώς και τα χωριά και τα φρούρια τής Θεσσαλίας, και όλα κατά μήκος τής Προποντίδας. Αφού τούς φιλοξένησε με τιμή και τούς φόρτωσε με πολλά δώρα, τούς άφησε να φύγουν ειρηνικά, δίνοντάς τους την εξής εντολή: «Πηγαίνετε και πείτε στον πατέρα μου, τον αυτοκράτορα των Ρωμιών, ότι με τη βοήθεια τού Θεού και τη συνεργασία τού πατέρα μου και αυτοκράτορα, έχω ενδυθεί την πατρική μου δύναμη. Στο εξής θα είμαι τόσο υπάκουος σε αυτόν, όπως ο γιος στον πατέρα του. Δεν είμαι αγνώμων ούτε θα αποδειχθώ ποτέ αχάριστος. Ας με διατάξει ό,τι θέλει και εγώ θα τον υπηρετήσω με απόλυτη χαρά». Με παρόμοιο τρόπο φιλίας απευθύνθηκε ο Μεχμέτ [Α’] στους πρέσβεις τής Σερβίας, τής Βλαχίας, τής Βουλγαρίας, τού δούκα των Ιωαννίνων, τού δεσπότη Λακεδαιμονίας και τού πρίγκιπα τής Αχαΐας. Καθίζοντάς τους όλους στο τραπέζι του ως συντρόφους στο δείπνο και πίνοντας στην υγεία όλων από τα κύπελλα τής φιλίας, τούς άφησε όλους να φύγουν ειρηνικά, λέγοντάς τους: «Να αναγγείλετε στους άρχοντές σας, ότι προσφέρω σε όλους ειρήνη και παίρνω ειρήνη. Ο Θεός τής ειρήνης ας είναι ενάντια σε εκείνον που υπονομεύει την ειρήνη».
«Ὁ δὲ βασιλεὺς Μανουὴλ μαθὼν τὴν μοναρχίαν τοῦ Μαχουμὲτ, καὶ ἀποκρισιαρίους στείλας τοὺς εὐγενεστέρους τῶν ἀρχόντων αὐτοῦ, ζητεῖ παρ’ αὐτοῦ ὅσα συνεκατετέθη δοῦναι ἔτι ἐν Κωνσταντίνου διάγοντος. ὁ δὲ Μαχουμὲτ δεξιῶς αὐτοὺς ἰδὼν καὶ συνθήκας ἐνόρκους ποιήσας, δοὺς ἅπαντα τὰ τοῦ Εὐξείνου πόντου κάστρα καὶ τὰ πρὸς Θετταλίαν χωρία καὶ κάστρα καὶ τὰ τῆς Προποντίδος ἅπαντα, φιλοτιμήσας καὶ δώροις πλείστοις κορέσας ἀπέλυσεν αὐτοὺς ἐν εἰρήνῃ, παραγγείλας αὐτοῖς, λέγων «ὑπάγετε, εἴπατε τῷ ἐμῷ πατρὶ τῷ βασιλεῖ τῶν Ῥωμαίων ὅτι βοηθείᾳ θεοῦ καὶ συνεργείᾳ τοῦ ἐμοῦ πατρὸς καὶ βασιλέως ἐζωσάμην την δύναμιν τὴν πατρικὴν· ἀπὸ τοῦ νῦν δὲ εἰμὶ καὶ ἔσομαι ὑπήκοος αὐτῷ υἱὸς πρὸς πατέρα· οὐκ εἰμὶ γὰρ ἀγνώμων, οὐδ ἀχάριστος ὀφθησομαι. κελευέτω μοι τὸ δοκοῦν αὐτῷ, ἐγὼ δὲ μετὰ χαρᾶς ὅτι πλείστης ἔχω τοῦ δουλεύειν αὐτῷ». ὁμοίως καὶ πρέσβεις Σερβίας καὶ Βλαχίας Βουλγαρίας τε καὶ δουκὸς τῶν Ἰωαννίνων καὶ τοῦ δεσπότου Λακεδαιμονίας καὶ πρίγκιπος Ἀχαΐας, καὶ πάντας ἡμέρως προσαγορεύσας καὶ ἐν ἀρίστῳ ὁμοτραπέζους συνκαθεδρίσας, καὶ ταῖς φιλοτησίαις ἐς ἀνάδειξιν πάντων ἐγκαταστήσας, ἀπέλυσε τοὺς πάντας ἐν εἰρήνῃ, λέγων αὐτοῖς «ἀναγγείλατε τοῖς κυρίοις ὑμῶν, ἐγὼ μετὰ πάντων εἰρήνην δίδωμι καὶ εἰρήνην λαμβάνω. ὅς πανουργεύει τὴν εἰρήνην, καὶ ὁ θεὸς τῆς εἰρήνης κατ’ αὐτοῦ.»
Βλέπε επίσης Dölger και Wirth, Regesten der Kaiserurkunden, μέρος 5 (1965), αριθ. 3334, σελ. 98.
Όμως θα ήταν λάθος να θεωρηθεί ο Μωάμεθ Α’ ως φιλικός προς το Βυζάντιο, όπως διασαφηνίζει ο Μανουήλ σε επιστολή του προς τούς μοναχούς Δαυίδ και Δαμιανό το 1416 [επιμ. Loenertz στο Silloge bizantina in onore di S. G. Mercati, σελ. 303-4]. Δεδομένου ότι το κείμενο τού Δούκα στη συλλογή Corpus Scriptorum Historiae Byzantinae (Bόννης) είναι πολύ καλό και εφοδιασμένο με τις πολύτιμες σημειώσεις τού Ismael Bullialdus, συνήθως δεν έχω προσθέσει παραπομπές στην έκδοση τού Vasile Grecu, Ducas: lstoria turco-bizantina (1341-1462), Βουκουρέστι, 1958, ο οποίες παρέχει παραπομπές στις σελίδες τής έκδοσης Βόννης.
- [←12]
-
Arch. di Stato di Venezia, Misti, Reg. 51, φύλλο 44 (46). Sanudo, Vite de duchi στα RISS, XXII, στήλη 890DE και πρβλ. στήλες 911-12. Andrea Navagero, Storia veneziana στα RISS, XXIII (Μιλάνο, 1733), στήλες 1080DE–1081AB. Bλέπε επίσης Amadio Valier, Cronica di Venezia, 2 τόμοι, Codd. Cicogna αριθ. 3630-31 (χειρόγραφο τού ύστερου 16ου αιώνα, με προηγούμενο αριθ. 296-97 στη Bibl. Correr, Βενετία), τόμ. I, φύλλο 259:
«Στις 20 Ιουνίου οι Τούρκοι παρουσιάστηκαν στο νησί τού Νεγκροπόντε. Αρχηγός των Τούρκων ήταν κάποιος ονομαζόμενος Καραμάν, που είχε πολύ μεγάλο στρατό από θάλασσα και στεριά, και ο οποίος εξόπλισε 6 γαλέρες και 18 φούστες και πολλά πλοία μεταφοράς και πήγε σε ένα κάστρο στη στεριά που ονομαζόταν Μπογκινίτσα [Boυδονίτσα], το οποίο αντιμετώπισε. Ύστερα τη νύχτα πήδηξε στο νησί τού Νεγκροπόντε και συνέλαβε και πήρε μαζί του 800 ψυχές και τις οδήγησε μακριά και προκάλεσε έκπληξη και ύστερα έβαλε φωτιά σε πολλά μέρη τού νησιού. Και αυτό ήταν πολύ μεγάλη ζημιά για τούς Ενετούς και για ολόκληρη τη Χριστιανοσύνη».
(A di 20 zugno li Turchi prexeno lixola de Νegroponte et mesela a sachomano: Esendo signor de Turchi uno nominato Charaman, el fece una grandissima armada per mare et per terra, et qual armò 6 galie conpide et 18 fuste et molte palandarie, el qual andò a uno castello per terra dito la Boginniza [Boudonitza], el qual lui l’ hebe per tratado. Da poi la note andò a lasalto alixola de Νegroponte et prexela et menò via cum lui 800 anime, et quelli che el non puote menare via, et il feceno amazare, et da poi el fece meter il fuogo in molti luogi de lixola. Et questo fu uno grandisimo danno a Venetiani et a tuta la Crestianità.)
Παρόλο που ο Valier ήταν καλά πληροφορημένος σε κάποια ζητήματα, περιλαμβανομένου τού παρόντος, το χειρόγραφο αυτό είναι αξιοσημείωτο τόσο για τις αστείες και μακάβριες μικρογραφίες του, όσο και για το ιστορικό του περιεχόμενο.
Σημειώστε επίσης στον Σάθα, III, αριθ. 1022-23. σελ. 429-31, τα έγγραφα με ημερομηνία Σεπτεμβρίου 1436, από τα οποία το πρώτο επιβεβαιώνει τον Μαρκεζόττο Ζόρζι (ή Giorgi) στη βαρωνία τής Καρύστου, ύστερα από τον θάνατο τού πατέρα του, τού Νικκολό Β΄, άρχοντα τής Καρύστου (1406-1436) και προφανώς κατ’ όνομα μαργράβου (margrave) Βουδονίτσας για κάποιο διάστημα μετά το 1416, ενώ το δεύτερο επιβεβαιώνει τον Νικκολό Γ΄ Ζόρζι ως καστελλάνο τού Πτελεού (Pteleum).
Πατέρας τού τελευταίου ήταν ο Τζάκοπο Α’, ο μαργράβος τον οποίο έδιωξαν οι Τούρκοι το 1414, που φαίνεται ότι είχε παραχωρήσει στον θείο του (Νικκολό Β΄) τον τίτλο τής Βουδονίτσας κάποια στιγμή μετά το 1416, σε αντάλλαγμα για τον πιο χαμηλό αλλά εφικτό τίτλο τού καστελλάνου τού Πτελεού. (Η Κάρυστος και το Πτελεόν κατέχονταν ως φέουδα από το ενετικό κράτος.) Οι Ζόρζι είχαν αποκτήσει τη Βουδονίτσα μέσω τού γάμου τής Γκουλιέλμα ντε Παλλαβιτσίνι με τον Νικκολό Α’ Ζόρζι περί το 1335. Ύστερα από την πτώση τού κάστρου στους Τούρκους, τον τίτλο κατείχε ο κλάδος τής οικογένειας στην Κάρυστο [πρβλ. Predelli, Regesti dei Commemoriali, IV (1896), βιβλίο xiii, αριθ. 17, σελ. 210], μέχρι την τουρκική κατάκτηση ολόκληρου τού νησιού τού Νεγκροπόντε (Εύβοια) το 1470. Πρβλ. Sanudo, ό. π., στήλη 1043A, επίσης Iorga, ROL, IV (1896. ανατυπ. 1964), 561 και V (1897. ανατυπ. 1964), 173, 195-96 και αλλού, Ch. Hopf, Chroniques gréco-romanes inedites ou peu connues, Βερολίνο, 1873, γενεαλογικοί πίνακες, σελ. 478, με σφάλματα και. Miller, Latins in the Levant, σελ. 374-75.
- [←13]
-
Sen. Secreta, Reg. 6. φύλλο 67 (68), Ljubić, Listine, VII, 209-11 και Iorga, ROL, IV, 550 και Notes et extraits, I, 235.
Στις 10 Σεπτεμβρίου (1415) η Γερουσία ενημέρωνε αντιπροσωπεία από τη σύνοδο τής Κωνσταντίας (Constance):
«Είμαστε βέβαιοι ότι είναι γνωστό σε όλο τον κόσμο, καθώς επίσης και ότι στη δική τους αιδεσιμότητα και σοφία [δηλ. των απεσταλμένων πατέρων τής συνόδου] είναι απολύτως σαφές μεταξύ άλλων, ότι χριστιανοί είμαστε πάντα και συνεχώς διώκτες τού συνόλου των απίστων και πιο ειδικά των Τούρκων και πρέπει … ο Γαληνότατος άρχοντας δόγης [δηλ. ο δόγης Τομμάζο Μοτσενίγκο], με αυτά τα λόγια που θα δείτε από τη Γαληνότητά του, να υποστηρίξει την τιμή των δικών μας κτήσεων και να κηρύξει τον αρχαίο πόλεμο και την εχθρότητα, που υπάρχει συνεχώς ανάμεσα σε εμάς και τούς εν λόγω Τούρκους»
(quod sumus certissimi toti mundo notorium fore et etiam suis paternitatibus et sapientiis clarissimum esse quod inter alios Christicolas semper fuimus et sumus omnium infidelium et potissime Teucrorum persecutores assidui, et debeat … serenissimus dominus dux cum illis verbis que sue Serenitati videbuntur sustinere honorem nostri dominii et declarare antiquam guerram et inimiciciam que continue fuit inter nos et dictos Turchos…)
[Sen. Secreta, Reg. 6, φύλλο 68 (69), με περαιτέρω αναφορά στον Σίγκισμουντ και στο λυπηρό γεγονός «ότι έχει γράψει σε όλο τον κόσμο, δυσφημώντας το κράτος μας» (quod etiam scripserat per orbem disfamando nostrum dominium)]. Πρβλ., πιο πάνω, σημείωση 7.
Είχαν υπάρξει τουρκικές επιδρομές στη Βοσνία, την Ουγγαρία και την Κροατία το 1398, στην Καρνιόλα το 1408 και το 1411 και στην Καρνιόλα, τη Στυρία και την κάτω Αυστρία το 1415, ύστερα από τις οποίες οι κάτοικοι τού Φριούλι δεν ένιωθαν ποτέ ασφαλείς [Pio Paschini, «Primi timori d’un’ invasione turca in Friuli», Memorie storiche forogiuliesi, VIII (1912), 65-73].
- [←14]
-
Πρβλ. Thomas και Predelli, Diplomatarium veneto-levantinum, II, αριθ. 159, 162, 164, σελ. 290 και εξής. Από το 1413 μέχρι το 1416 ο Μανουήλ Β΄ απεύθυνε διάφορες εκκλήσεις και νουθεσίες προς τη Βενετία εναντίον των Τούρκων [Dölger και Wirth, Regesten, μέρος 5, αριθ. 3335, 3338, 3348, 3352, 3354-55, σελ. 99-103].
- [←15]
-
Βλέπε Sen. Secreta, Reg. 6, φύλλα 93-94 (94-95), Iorga, ROL, V, 562 63. Notes et extraits, I, 247-48 και Thiriet, Regestes, II, αριθ. 1610, σελ. 143 για την αποστολή τού Λορεντάν, ο οποίος έπρεπε να περιπολεί στο βόρειο Αιγαίο από το Νεγκροπόντε μέχρι την Καλλίπολη:
«όπου θα είστε σε θέση να προσβάλετε τούς Τούρκους και να τούς βλάψετε, τόσο στη στεριά όσο και στη θάλασσα, επιχειρώντας τολμηρά από την Καλλίπολη μέχρι το Νεγκροπόντε, παραμένοντας σε εκείνα τα μέρη ή με άλλο δυνατό τρόπο, χωρίς όμως να βάζετε τις γαλέρες ή τούς άνδρες σε κίνδυνο, εκτός από το ότι δεν θέλουμε να προκαλέσετε ζημιές στο δουκάτο [στο δουκάτο τής Αθήνας], εφόσον οι τοπικοί άρχοντες, που είναι με τούς Τούρκους, παραμένουν σε ειρήνη και καλές σχέσεις με το νησί μας τού Νεγκροπόντε» [ό. π., φύλλο 94 (95)].
(Et ubicumque poteris offendere et damnificare Turchos tam in terra quam in mari debeas illud audacter facere tam veniendo de Galipoli versus Nigropontem quam stando in partibus illis et aliter quocumque poteris, non ponendo tamen galeas nec homines earum ad periculum, excepto quod nolumus quod inferas damnum aliquod super ducamine in casu quo loca ducaminis que sunt cum Turcho stent in pace et benivolentia cum nostra insula Nigropontis)
Η ψηφοφορία στη Γερουσία ήταν 113 υπέρ, 0 κατά, 2 λευκά. Την ίδια στιγμή που ο Λορεντάν έπαιρνε αυτές τις οδηγίες, η Γερουσία αναλάμβανε να στείλει απεσταλμένο στους Τούρκους, για να κάνει ειρήνη αν μπορούσαν να εξασφαλιστούν ικανοποιητικοί όροι.
Βλέπε τα έγγραφα (περιλαμβανομένων και τμημάτων τής αποστολής τού Λορεντάν) με ημερομηνία 2 Απριλίου 1416 στον Valentini, Acta Albaniae veneta, VIII (1970), αριθ. 2.013-16, σελ. 13-25. Η περικοπή πολλών από τα έγγραφα στον Valentini, όπως εκείνου τής αποστολής τού Λορεντάν [στο ίδιο, αριθ. 2.016], καθιστά τη χρήση τους αδέξια και ορισμένες φορές ακόμη και αποπροσανατολιστική.
- [←16]
-
Sen. Secreta, Reg. 6, φύλλο 107 (108), N. Iorga, ROL, IV, 566-67. Notes et extraits, I, 251-52 και Thiriet, Regestes, II, αριθ. 1622, σελ. 145: επιστολή τής Γερουσίας προς τον Λορεντάν με ημερομηνία 5 Ιουλίου 1416:
«Πήραμε με μεγάλη χαρά τις επιστολές σας, σταλμένες από την Τένεδο τη δεύτερη ημέρα τού περασμένου Ιουνίου, που περιείχαν την ευτυχισμένη είδηση τής νίκης που πετύχατε εναντίον ναυτικής δύναμης των απίστων Τούρκων…».
(Cum maxima animi iocunditate literas vestras στοιχείαs Tenedi die secundo mensis Junii elapsi recepimus continentes felicem victoriam per vos obtentam contra exercitum maritimum perfidorum Teucrorum…)
Η επιστολή τού Λορεντάν στις 2 Ιουνίου παρέχεται από τον Sanudo, Vite de duchi, στο RISS, XXII, στήλες 901-9, για την οποία σημειώστε Ιorga, ό. π. Ο Amadio Valier, Cron. στο Cod. Cicogna, αριθ. 3631, φύλλα 261-62 χρονολογεί λανθασμένα τη μάχη τής Καλλίπολης στις 30 Ιουνίου.
Για το γενικό υπόβαθρο σημειώστε στον Σάθα, III, αριθ. 671–72, σελ. 118-20 έγγραφα με ημερομηνία 30-31 Aυγούστου 1415 και αριθ. 679, σελ. 125-27 και 4 Φεβρουαρίου 1416, στα οποία αναφέρεται ότι οι Τούρκοι είχαν πάρει 1.500 ομήρους από το νησί τού Νεγκροπόντε και ότι οι κάτοικοι είχαν μόλις ζητήσει από τη Σινιορία το δικαίωμα να γίνουν υποτελείς των Τούρκων, το οποίο η Γερουσία είχε απορρίψει κατηγορηματικά, «επειδή σε αυτό δεν θα συμφωνήσουμε ποτέ!» (quia hoc numquam consentiremus!) [Arch. di Stato di Venezia, Misti, Reg. 51, φύλλο 94 (97), έγγραφο αναφερόμενο πιο πάνω, στη σημείωση 8].
Για την ενετική νίκη στην Καλλίπολη πρβλ. Jos. von Hammer-Purgstall, Geschichte des osmanischen Reiches, I (Buda]pest, l827, ανατυπ. Graz, 1963), 368-70, N. Iorga (Jorga), Gesh. d. osman. Reiches, I (Γκότα, 1908), 371-72, Wm. Heyd, Histoire du commerce du Levant, μεταφρ. Furcy Raynaud, II (ανατυπ. 1967), 277.
- [←17]
-
Thomas και Predelli, Diplomatarium, II, αριθ. 172, σελ. 318-19. Πρβλ. Predelli, Regesti dei Commemoriali, IV, βιβλίο XI, αριθ. 25, σελ. 16 και Valier, Cron. Cod. Cicogna, αριθ. 3631, φύλλο 263, ο οποίος χρονολογεί την ειρήνη στις 26 Σεπτεμβρίου.
Η Βενετία συμφωνούσε να πληρώνει στον σουλτάνο ετήσιο φόρο εκατό δουκάτων για το Λεπάντο (Ναύπακτο) και διακοσίων για το Αλέσσιο, το Δρίβαστο και το Σκουτάρι (Σκόδρα). Τα γραφικά λόγια τού όρκου τού σουλτάνου προέρχονται από προοίμιο κοινό σε τέτοιου είδους συνθήκες, αφού η ίδια διατύπωση υπάρχει και στην περίφημη συνθήκη τής 25ης Ιανουαρίου 1479, η οποία τερμάτισε σχεδόν δεκαεπτά χρόνια πολέμου μεταξύ Βενετίας και Πύλης [για την οποία βλέπε πιο κάτω, Κεφ. 10, περιοχή σημ. 46-47 και πρβλ. Franz Babinger, Maometto il Conquistatore e il suo tempo, Τορίνο, 1957, σελ. 550]. Η ίδια διατύπωση υπάρχει και στις τουρκο-ενετικές συνθήκες τού Σεπτεμβρίου 1430 [Thomas και Predelli, Dipl., II, αριθ. 182, σελ. 343], τού Φεβρουαρίου 1446 [βλέπε πιο κάτω, Κεφάλαιο 3, σημείωση 51], τού Σεπτεμβρίου 1451 [Dipl., II, αριθ. 209, σελ. 382] και τού Aπριλίου 1454 [Sanudo, Vite de duchi, στα RISS, XXII, στήλη 1154AB].
Ο σουλτάνος προειδοποιούσε τον δούκα τής Αθήνας Αντόνιο Ατσαγιόλι, που είχε γίνει υποτελής των Τούρκων, να τηρεί την ειρήνη με τη Βενετία, την οποία αυτός είχε ορκιστεί επίσημα, διαφορετικά θα υφίστατο τις συνέπειες [Thomas και Predelli, Dipl., II, αριθ. 173, σελ. 320]. Predelli, Regesti, IV, βιβλίο xi, αριθ. 26, σελ. 16: Παρά το γεγονός ότι η Σινιορία είχε δώσει οδηγίες στην κυβέρνησή της στο Νεγκροπόντε να βοηθά τον Αντόνιο, ο τελευταίος φαίνεται ότι είχε προσβάλει την ενετική αποικία, πιθανόν υπό την καθοδήγηση των Τούρκων, οι οποίοι τώρα τον διέταζαν να απέχει [πρβλ. Sathas, III, αριθ. 743, σελ. 90, με ημερομηνία 5 Ιανουαρίου 1419, από τα Μικτά (Misti) Aρχεία Βενετίας, Reg. 52, φύλλα 141-142].
- [←18]
-
Παραπέμποντας στις δύο αυτές σειρές από τα Αρχεία Βενετίας, χρησιμοποιείται η η ιταλική μορφή Misti από τη Mixta και η λατινική μορφή Secreta αντί για Secreti.
- [←19]
-
Arch. di Stato di Venezia, Misti, Reg. 49 (Mάρτιος 1411-Ιούνιος 1413), φύλλο 180. Sathas, III, αριθ. 552, σελ. 4-5, με ημερομηνία 18 Μαΐου 1413.
Για την περίπλοκη ιστορία των Κουρίνι τής Αστυπάλαιας (Stampalia) και τής Αμοργού, την οποία κάποιος μεταγενέστερος Τζιοβάννι Κουρίνι αγόρασε το 1446, βλέπε R, J. Loenertz, «Les Querini, comtes d’ Astypalee, 1413-1537», Orientalia Christiana periodica, XXX (1964), 385-97 και ιδιαίτερα «Les Querini, comtes d’ Astypalee et seigneurs d’ Amorgos, 1413-1446-1537», στο ίδιο, XXXII (1966), 372-93, με διορθώσεις στους γενεαλογικούς πίνακες τού Hopf, Chron. Gréco-romanes, σελ. 489 και με διάφορες σημειώσεις που αφορούν τούς Κουρίνι σε άλλα έργα τού Hopf. Σημειώστε επίσης τον Giuseppe Gerola, I Monumenti medievali delle tredici Sporadi, Bergamo, 1914-15, σελ. 258-64, ο οποίος παρέχει επιγραφή με ημερομηνία 30 Μαρτίου 1413, σε ανάμνηση τής επαναποίκισης τής Αστυπάλαιας από τον «Κόμη» Τζιοβάννι:
«Ιωάννης Κουρίνι κόμης Αστυνέας, ο οποίος πρώτος αυτός μεταβίβασε εδώ τούς γείτονες στις 30 Μαρτίου τού έτους 1413».
(Johannes Quirinus comes Astineai qui eo primus duxit accolas anno MCCCCXIII die XXX marcii translationis Sancti Quirini.)
Η Αστυνέα (νέα πόλη) αποτελεί προφανώς λογοπαίγνιο τού ονόματος Αστυπάλαια (παλαιά πόλη).
Το νησί τής Αστυπάλαιας είχε λεηλατηθεί και ερημωθεί πρὶν από το 1341 από τούς Τούρκους τού εμιράτου τού Αϊδινιού υπό τον γνωστό Ουμούρ πασά, για τον οποίο βλέπε Cristoforo de’ Buondelmonti, Liber insularum Archipelagi (γραμμένο το 1420), επιμ. G. R. L. von Sinner, Λειψία και Βερολίνο, 1824, σελ. 78. και πρβλ. Paul Lemerle, L’ émirat d’ Aydin, Παρίσι, 1957, σελ. 123-25.
Η Αστυπάλαια ήταν ακόμη ακατοίκητη όταν ο προσκυνητής από την Κάπουα Νικκολό ντα Μαρτόνι αποβιβάστηκε εκεί τον Ιούλιο τού 1394 [ROL, III (1895, ανατυπ. 1964), 581-82]:
«…αποβιβάστηκα στο νησί που ονομάζεται Σταμπάλεα, που έχει περίμετρο 30 μιλίων και είχε άλλους κατοίκους, αλλά καταστράφηκε από τούς Τούρκους και είναι ακατοίκητο, φαίνεται όμως ότι υπάρχει κάστρο με τείχη και ζουν στο εν λόγω νησί άγρια ζώα…».
(…applicuimus proper insulam que dicitur Stampalea, que girat milearia XXX et alias fuit habitata, sed destructa a Turchis est inhabitabilis, vero apparet ibi castrum cum mo[e]niis, et sunt in dicta insula animalia silvestria…)
- [←20]
-
Arch. di Stato di Venezia, Misti, Reg. 51. φύλλο 18 (20), Sathas, III, αριθ. 660, σελ. 110, με ημερομηνία 24 Απριλίου 1415.
- [←21]
-
Arch. di Stato di Venezia, Misti, Reg. 51, φύλλο 33 (35), Sathas, III, αριθ. 664, σελ. 113 με ημερομηνία 11 Ιουνίου 1415.
- [←22]
-
Sen. Secreta, Reg. 6, φύλλα 84-85 (85-86), με ημερομηνία 8 Φεβρουαρίου 1416, ιδιαίτερα φύλλο 85 (86). Valentini, Acta Albaniae veneta, VIII (1970), αριθ. 2.007, σελ. 8-10, όπου το κείμενο είναι ατελές. Σπ. Π. Λάμπρος, Παλαιολόγεια και Πελοποννησιακά, III, 129-31, ιδιαίτερα σελ. 131 και πρβλ. Iorga, ROL, IV, 558 και Notes et extraits, I, 243, Thiriet, Regestes, II, αριθ. 1599, σελ. 140, Dölger και Wirth, Regesten, μέρος 5, αριθ. 3354, σελ. 102-3, Zakythinos, Despotat grec de Morée, I, 169, Barker, Manuel II Palaeologus, σελ. 315-16.
- [←23]
-
Arch. di Stato di Venezia, Misti, Reg. 51, φύλλο 184 (187), Sathas, III, αριθ. 709, σελ. 153-54 με χρονολογία 1417.
- [←24]
-
Sen. Secreta, Reg. 6. φύλλο 154, Sathas, I, αριθ. 48, σελ. 65-66, απόφαση τής Ενετικής Γερουσίας με ημερομηνία 25 Ιουλίου 1417, που δίνει εντολή στον βαΐλο στην Κωνσταντινούπολη να ζητήσει αποζημίωση για τις ζημιές που είχαν γίνει. Πρβλ. Sanudo, Vite de duchi στο RISS, XXII, στήλη 916.
Η Βενετία έπαιρνε τώρα μέτρα για την υπεράσπιση τής Μεθώνης και τής Κορώνης [Arch. di Stato di Venezia, Misti, Reg. 52, φύλλο 35, στο Iorga, Notes et extraits, I (Παρίσι, 1899), 267, απόφαση με ημερομηνία 19 Ιουλίου και Sen. Secreta, Reg. 6, φύλλο 154, επίσης στο Sathas, I, αριθ. 49, σελ. 67, με ημερομηνία 25 Ιουλίου] και προσπαθούσε ταυτόχρονα να σταματήσει τον πόλεμο [Sathas, I, αριθ. 50 και εξής].
Φοβούμενος τούς Παλαιολόγους ο Τσεντουριόνε Ζακκαρία είχε κάνει έκκληση στη Γένουα (η οικογένειά του ήταν γενουάτικης καταγωγής), πράγμα που ήταν πολύ ανησυχητικό για τούς Ενετούς, που προειδοποιούσαν τούς Παλαιολόγους για πιθανή εισαγωγή των Γενουατών στις υποθέσεις τού Μοριά και υπαγόρευαν την ειρήνη με τον Τσεντουριόνε ως τον καλύτερο τρόπο για να αποφευχθεί αυτή η εισαγωγή. Αν όμως, όπως αναφερόταν, ο Τσεντουριόνε είχε διάθεση «να αναθέσει τον έλεγχο τού πριγκηπάτου στα χέρια των Γενουατών», οι Ενετοί επιθυμούσαν να καταλάβουν το Ναυαρίνο (Ζονκλόν) και δύο άλλους τόπους για την προστασία τής Μεθώνης και τής Κορώνης, ενώ θα ευνοούσαν την απόκτηση από τούς Παλαιολόγους όσο το δυνατόν μεγαλύτερου μέρους από το υπόλοιπο πριγκηπάτο [Sathas, I, αριθ. 44, σελ. 52-60, με ημερομηνία 31 Μαρτίου 1416 και πρβλ. αριθ. 45. σελ. 60-62].
- [←25]
-
Arch. di Stato di Venezia, Misti, Reg. 52. φύλλο 37 με ημερομηνία 25 Ιουλίου 1417:
«Έχει χορηγηθεί άλλοτε στον ευγενή κύριο Φαντίνο Βιάρο, βαΐλο μας στην Κωνσταντινούπολη, η άδεια να δαπανήσει ποσό μέχρι 100 δουκάτα από κοινά μας χρήματα, σε προσαρμογές και επισκευές τής οικίας τού βαΐλου στην Κωνσταντινούπολη, η οποία βρισκόταν στη χειρότερη κατάσταση. Αλλά ο κύριος Φαντίνο, λόγω πολλών άλλων απασχολήσεων, δεν μπόρεσε να προχωρήσει στις εν λόγω αποκαταστάσεις κι έτσι το σπίτι βρίσκεται σε ακόμη χειρότερη κατάσταση, ώστε, αν δεν επισκευαστεί αμέσως, πρέπει να κατεδαφιστεί, αποφασίζεται να κάνει ο ευγενής κύριος Ιωάννης Ντιέντο, ο βαΐλος μας στην Κωνσταντινούπολη, τις εν λόγω επισκευές με δαπάνη μέχρι 100 δουκάτα»
(Cum alias concessum fuerit nobili viro Ser Fantino Viaro, baiulo nostro Constantinopolis, posse expendere in aptatione et reparatione domus baiulatus Constantinopolis que erat usque tunc in pessimo termino usque ad summam ducatorum C de pecunia nostri communis, et ipse Ser Fantinus per alias multas diversas occupationes quas habuerit non potuerit facere fieri dictam reparationem itaque dicta domus adhuc stat in valde peiori termino per modum quod nisi reparetur et presto esset penitus ruitura, vadit pars quod concedatur viro nobili Ser Iohanni Diedo, baiulo nostro Constantinopolis, possendi facere dictam reparationem et expensas ducatorum C).
Από επιστολή τής Γερουσίας προς τον αυτοκράτορα Μανουήλ Β΄ με ημερομηνία 11 Mαρτίου. 1418 [στο ίδιο, φύλλο 80] φαίνεται ότι οι Ενετοί αντιμετώπιζαν σοβαρές δυσκολίες στην Κωνσταντινούπολη, όπου ήσαν πάντοτε αντιδημοφιλείς:
«Να γράψουμε στον άρχοντα αυτοκράτορα τής Κωνσταντινούπολης σε αυτή τη μορφή: Από επιστολές τού βαΐλου μας στην Κωνσταντινούπολη που έχουμε λάβει πρόσφατα, έχουμε πληροφορηθεί ότι οι πολίτες, υπήκοοι και δικοί μας πιστοί στην πόλη τής Κωνσταντινούπολης φαίνεται να υφίστανται κακά, να αντιμετωπίζονται άσχημα, ενώ επίσης πολλές αδικίες και καινοτομίες έχουν εισαχθεί, όχι μόνο πραγματικές αλλά και προσωπικές…»
(Quod scribatur domino Imperatori Constantinopolis in hac forma: Per literas baiuli nostri Constantinopolis quas nuperime suscepimus, fuimus informati quod cives, subditi, et fideles nostri in civitate Constantinopolis existentes male videntur et peius tractantur et eisdem multe iniurie et novitates inferuntur non solum reales sed personales…)
και πρβλ. στο ίδιο, φύλλο 111.
- [←26]
-
Πρβλ. στο ίδιο, φύλλα 95-97, έγγραφο με ημερομηνία 11 Ιουνίου 1418 και φύλλο 108.
- [←27]
-
Sathas, III, αριθ. 668, σελ. 116, με ημερομηνία 23 Ιουλίου 1415, Dölger και Wirth, Regesten, μέρος 5. αριθ. 3351, σελ. 102. Στην πραγματικότητα οι Ενετοί δεν είχαν διάθεση να υπερασπιστούν το μακρινό Εξαμίλιον εναντίον των Τούρκων [D. A. Zakythinos, Despotat grec de Morée, I (1932), 168-69] και αρνήθηκαν ξεκάθαρα στις 8 Φεβρουαρίου 1416 να συμμετάσχουν στην υπεράσπιση τού Εξαμιλίου, λόγω των «πολλών και αβάσταχτων δαπανών» τις οποίες αντιμετώπιζε συνεχώς η Δημοκρατία προσπαθώντας να αποκρούσει τουρκικές επιθέσεις, ιδιαίτερα στο Νεγκροπόντε [Σπ. Π. Λάμπρος, Παλαιολόγεια και Πελοποννησιακά, III (1926), 130-31 και πρβλ. Λάμπρος στο Νέος Ελληνομνήμων, II (1905), 461-67].
- [←28]
-
Sathas, III, αριθ. 731, σελ. 174-80 με ημερομηνία 11 Ιουνίου 1418. Το κείμενο εμφανίζεται επίσης στο Valentini, Acta Albaniae veneta, X (1971), αριθ. 2.251, σελ. 26-32, όπου είναι ατελές.
- [←29]
-
Σφραντζής, Χρονικόν, PG, 156, 1027C. Eπιμ. Grecu, σελ. 8:
Κατά την άνοιξη και το καλοκαίρι τής ίδιας χρονιάς [1416] η πανούκλα εξαπλώθηκε και στην Πόλη.Τον Αύγουστο πέθανε η κυρά Άννα τής Ρωσίας από τη λοιμώδη ασθένεια και τάφηκε στη Μονή Λιβός. Στις αρχές τού έτους 6926 [1417] στάλθηκε στον Μοριά από τον άγιο αυτοκράτορα και πατέρα του και ο πρίγκιπας κυρ Θωμάς. Τότε επέστρεψε στην Πόλη και ο αυτοκράτορας κυρ Ιωάννης. Στις 17 Μαρτίου τού ίδιου έτους [1418] ο άγιος αυτοκράτορας και πατέρας του με διόρισε υπεύθυνο για το δωμάτιό του. Ήμουν δεκαέξι ετών και μισό κι εκείνος ο άγιος εξήντα εννέα και μισό.
«…Τοῦ δ’ αὐτοῦ θανατικοῦ γενομένου περὶ τὸ ἔαρ καὶ τὸ θέρος καὶ εἰς τὴν Πόλιν, ἐν μηνὶ Αὐγούστῳ ἀπέθανε καὶ ἡ δέσποινα κυρὰ Ἄννα ἡ ἀπὸ τῆς Ῥωσσίας λοιμώθει νόσῳ καὶ ἐτάφη ἐν τῇ τοῦ Λιβὸς μονῇ. Καὶ εἰς τὰς ἀρχὰς τοῦ κϛ’ ἔτους ἐστάλη καὶ εἰς τὸν Μορέαν παρὰ τοῦ ἁγίου βασιλέως καὶ πατρὸς αὐτοῦ καὶ ὁ αὐθεντόπουλος κὺρ Θωμᾶς· ἐν ᾧ δὴ χρόνῳ ἐπανέστρεψεν εἰς τὴν Πόλιν καὶ ὁ βασιλεὺς κὺρ Ἰωάννης. Καὶ ἐμὲ ὁ βασιλεὺς ὁ ἅγιος καὶ πατὴρ αὐτοῦ εἰς τὸ κελλίον αὑτοῦ προσηγάγετο Μαρτίῳ ιζ’, ὑπάρχοντός μου χρόνων ιϚϚʹʹ, ἐκείνου δὲ τοῦ ἁγίου ξθϚʹʹ.
- [←30]
-
Σφραντζής, βλέπε προηγούμενη σημείωση.
Ψευδο-Σφραντζής, I, 26-27 (35-36), CSHB, Βόννη, σελ. 110, επιμ. Grecu (1966), σελ. 248:
Κατά την άνοιξη και το καλοκαίρι τής ίδιας χρονιάς [1416] η πανούκλα εξαπλώθηκε και στην Πόλη.Τον Αύγουστο πέθανε η κυρά Άννα τής Ρωσίας από τη λοιμώδη ασθένεια και τάφηκε στη Μονή Λιβός. Στις αρχές τού έτους 6926 [1417] στάλθηκε στον Μοριά από τον άγιο αυτοκράτορα και πατέρα του και ο πρίγκιπας κυρ Θωμάς. Τότε επέστρεψε στην Πόλη και ο αυτοκράτορας κυρ Ιωάννης. Στις 17 Μαρτίου τού ίδιου έτους [1418] ο άγιος αυτοκράτορας και πατέρας του με διόρισε υπεύθυνο για το δωμάτιό του. Ήμουν δεκαέξι ετών και μισό κι εκείνος ο άγιος εξήντα εννέα και μισό.
«Ἐν ἐκείνῳ τῷ ἔαρι καὶ θέρει λοιμοῦ γεγονότος έν τῇ Κωνσταντινουπόλει ἀπέθανε καὶ ἡ δέσποινα κυρὰ Ἄννα ἡ ἀπὸ Ῥωσσίας λοιμώδει νόσῳ, καὶ ἐτάφη ἐν τῇ τοῦ Λιβὸς μονῇ. Ἐν δὲ τῇ ἀρχῇ τοῦ ,ϛϡκϛ’ ἔτους ἐστάλη εἰς Πελοπόννησον ὁ αὐθεντόπουλος κὺρ Θωμᾶς παρὰ τοῦ βασιλέως καὶ πατρὸς αὐτοῦ· ἐν ᾧ δὴ χρόνῳ ἐπανέστρεψεν εἰς Κωνσταντινούπολιν καὶ ὁ βασιλεὺς καὶ πατὴρ αὐτοῦ, κἀμὲ εἰς τὸ κελλίον αὑτοῦ προσηγάγετο Μαρτίου ιζ’ ὑπάρχοντός μου ἐτῶν ιϛ’ καὶ ἥμισυ, ἐκείνου δὲ τοῦ ἀειμνήστου καὶ μακαρίτου ἐτῶν ἑξήκοντα ὀκτὼ ἥμισυ.»
Πρβλ. Δούκα, κεφ. 20, CSHB, Βόννη, σελ. 98:
Επειδή ο αυτοκράτορας Μανουήλ δεν φοβόταν άμεση επίθεση, ήθελε να παντρέψει τον γιο του Ιωάννη. Έστειλε πρέσβεις στον βασιλιά τής Ρωσίας, ζητώντας την κόρη του για νύφη τού Ιωάννη. Άλλαξε το όνομά της σε Άννα και την έδωσε σε γάμο στον γιο του. Όμως, δεν ήθελε τότε να τη στέψει αυτοκράτειρα, επειδή το νεαρό κορίτσι ήταν μόλις έντεκα ετών. Τρία χρόνια αργότερα, όταν χτύπησε την Πόλη επιδημία και μεγάλος αριθμός κατοίκων υπέκυψε στη βουβωνική πανούκλα, η αυτοκράτειρα πέθανε επίσης. Την πένθησαν πολύ οι Κωνσταντινουπολίτες.
«…ὁ δὲ βασιλεὺς Μανουὴλ ἐν ἀδείᾳ ὤν καὶ μὴ ἔχων τὸν παρεμποδὶζοντα ἐβουλἡθη γάμους ποιῆσαι τῷ υἱῷ αὐτοῦ Ἰωάννῃ, καὶ στεὶλας εἰς τὸν ρῆγα Ῥωσίας ἠγάγετο νύμφην τὴν θυγατέρα αὐτοῦ· καὶ ἁρμόσας ταύτην, μετακαλέσας τὸ ὄνομα αὐτῆς Ἄνναν, οὐκ ἠβουλήθη στέψαι τότε εἰς βασιλέα· ἦν γὰρ ἡ κόρη τὸ ἑνδέκατον ἄγουσα ἔτος· περαιουμένων δὲ τριῶν ἐτῶν, καὶ λοιμικῆς νόσου καταλαβούσης τῇ πόλει, καὶ πολὺ πλῆθος λαοῦ διὰ τοῦ βουβῶνος τεθνηκότος, ἐτελεύτησε καὶ ἡ βασιλὶς Ἄννα, μέγα πένθος καταλιποῦσα τοῖς πολίταις…»
Πρβλ. επίσης Karl Hopf, «Griechenland im Mittelalter» στο J. S. Ersch και J-G. Gruber (επιμ.), Allgemeine Encyclopädie der Wissenschaften und Künste, τόμ. 86 (Λειψία. 1868, ανατυπ. Νέα Υόρκη, 1960, τόμ. II), σελ. 79a.
- [←31]
-
Sen. Secreta, Reg. 8, φύλλα 11-12 (12-13), Sathas, I, αριθ. 75, σελ. 109-12, Valentini, Acta Albaniae veneta, X, αριθ. 2.479, σελ. 285-90. Αν και ο Σάθας δεν αναφέρει το γεγονός, η σημείωση «Revocata» (ανακλήθηκε) είναι γραμμένη στο περιθώριο τού φύλλου 11 τής πρώτης αποστολής τού Έμο. Η Γερουσία θεώρησε προφανώς ανώφελο να στείλει κι άλλον απεσταλμένο στον δεσπότη Θεόδωρο Β΄. Στις 23 Μαΐου (1421) ο Έμο πήρε εντολή να συγκεντρώσει πληροφορίες από τούς καστελλάνους Κορώνης και Μεθώνης και (χωρίς να πάει να δει τον δεσπότη) να αναζητήσει ικανοποίηση από τον αυτοκράτορα στην Κωνσταντινούπολη [στο ίδιο, Reg. 8, φύλλο 13 (14)]:
«Όπως έχουν γράψει οι καστελλάνοι Κορώνης και Μεθώνης πολλές φορές, αλλά και με τις πρόσφατες επιστολές τους, για πολλά νέα πράγματα και κακές πράξεις, που γίνονται από αξιόπιστες πληροφορίες των υπηκόων μας στους εν λόγω τόπους, από υπηκόους τού άρχοντα δεσπότη τού Μυστρά, θα ήταν καλό για την τιμή τής κυριαρχίας μας να προβλεφθούν τα ανωτέρω από την πλευρά μας και αποφασίζεται να αναλάβει ένας ευγενής άνθρωπος, ο κύριος Μπενεντέττο Έμο, κινούμενος μέχρι τον βαΐλο μας στην Κωνσταντινούπολη. Όταν θα είναι στα προαναφερθέντα τμήματα των τόπων μας πρέπει να ενημερωθεί από τούς προαναφερθέντες καστελλάνους για όλες και για κάθε ζημιά με περιγραφή και στοιχεία για την πραγματική εκτίμηση τής αποζημίωσής μας, ενώ όταν θα είναι στην Κωνσταντινούπολη, πρέπει με δικές μας διαπιστευτήριες επιστολές, τις οποίες θα επιδείξει ο ίδιος, να εμφανιστεί ενώπιον τού άρχοντα αυτοκράτορα, να υποβάλλει παράπονα για όλες και για κάθε ζημιά, ώστε να προβλέψει και να φροντίσει εκείνος για την ικανοποίησή μας για όλες τις απώλειές μας. Με αυτά τα λόγια και τον τρόπο, καθώς και με εκείνα που θα περιέχονται στην αποστολή του, που έγιναν την προηγούμενη μέρα, ελήφθη αυτή η απόφαση. Υπέρ 93, κατά 3, λευκό 1».
(Cum castellani Coroni et Mothoni multotiens et modo noviter per suas literas scripserint nostro dominio de multis novitatibus et damnis factis et datis fidelibus et subditis nostris dictorum locorum per subditos domini Despoti Misistre et bonum sit pro honore nostri dominii providere superinde, vadit pars quod committatur viro nobili Ser Benedicto Aymo ituro baiulo nostro Constantinopolis quod quando erit in partibus locorum nostrorum predictorum debeat se informare a castellanis predictis de omnibus et singulis damnis et novitatibus factis et datis ipsis nostris fidelibus novis et veteribus, et quando erit in Constantinopoli debeat cum nostris literis credulitatis, quas sibi fecimus exhiberi, comparere ad presentiam domini Imperatoris et exponere querellam de omnibus et singulis damnis predictis et procurare ικανοποίησηem omnium ipsorum damnorum cum illis verbis et modis que et qui continentur in commissione pridie sibi facia, capta in hoc consilio. de parte 93. de non 3. non sinceri 1.)
- [←32]
-
Ιωάννης Κανανός, De Constantinopoli oppugnata, στη συλλογή Βόννης, μετά τον Ψευδο-Σφραντζή, σελ. 457-79, ο οποίος χρονολογεί την πολιορκία από τις 10 Ιουνίου μέχρι τις 24 Αυγούστου:
«Έν ἔτει τριακοστῷ δευτέρῳ τῆς ἡγεμονίας τῶν βασιλέων Μανουὴλ τοῦ Παλαιολόγου και τοῦ υἱοῦ αὐτοῦ Ἰωάννου, ἐν τῷ ἑξακισχιλιοστῷ ἐννακοσιοστῷ τριακοστῷ ἔτει, ἰνδικτιῶνος πεντεκαιδεκάτης, δεκάτῃ μηνὸς Ἰουνίου ἡμέρᾳ τρίτῃ, τῆς ἡμέρας ὥρᾳ δευτέρᾳ, κατέδραμεν αὖθις ἄφνω στρατιὰ καθ’ ἡμῶν μουσουλμάνων, δὶς πέντε τὸν ἀριθμὸν χιλιάδες, ἔχοντες καὶ στρατάρχην ἄνδρα μανὸν καὶ αἱματοβόρον, καὶ τὸ ὄνομα τούτου Μιχάλπαϊς ἐκαλεῖτο, καὶ πᾶσαν πόλιν καὶ χώραν τὴν ὑπὸ τὴν βασιλικήν ἐξουσίαν ἐν μιᾷ καιροῦ ῥοπῇ ὑπὸ τὴν ἑαυτῶν ἐποιήσαντο, καὶ ἡμᾶς ἀπεστέρησαν τῆσδε τῆς πόλεως πάντα τὰ πλησίον καὶ ταύτης ἔφθειραν ἐλεηλάτησαν αἰχμαλώτευσαν, καὶ τοὺς μὲν τῶν ἀνδρῶν κατέσφαξαν, τοὺς δὲ καὶ πόρρω τοῦ Ἰκονίου καὶ Ἀρατζάπητας Κύφας διαβιβάσαντες, τὰς δὲ γυναῖκας ἀσελγῶς αἰσχρουργήσαντες, τὰ δὲ βρέφη εἰς περιτομὴν τῷ Μωάμεθ προσέφερον, καὶ πᾶν ζῶον ὑπὸ ζυγὸν καὶ ἄζυγον διέφθειραν καὶ ἤφάνισαν…… πλὴν οὐκ ἀπὸ γῆς οὐδὲ ἐξ ἀνθρώπων τὴν δύναμιν εἶχεν, ἀλλ’ ἐξ οὐρανοῦ καὶ ἀοράτου δυνάμεως. ὁμοίως καὶ τὰ στρατεύματα πάντα τῶν Τούρκων ἐσυνεμαρτύρουν ἐνόρκως τὸν Μηρσαΐτην ἐκεῖνον, καὶ ἐδιηγοῦντο πρὸς πάντας ὅτι τοῦ πολέμου τὴν ὥραν, ὅταν μέ θράσους καὶ ὁρμῆς ἀκρατήτου ἔφθασαν εἰς τὰ τείχη τοῦ κάστρου, ἵνα ἀναβῶσιν ἐπάνω καὶ διώξωσι τοὺς Ῥωμαίους καὶ τὴν πόλιν αἰχμαλωτίσουν, τότε εἶδον γυναῖκα ὀξέα ῥοῦχα φοροῦσαν καὶ περιπατοῦσαν ἐπάνω τῶν προμαχιονίων τοῦ ἔξω κάστρου. καὶ ταύτην ἰδόντες, σκότος καὶ ζάλη καὶ τρόμος καὶ φόβος ἄφνω εἰς τὰς ψυχὰς εἰσῆλθε τῶν πάντων, καὶ πρὸς φυγὴν ἔβλεψαν, καὶ εἰς πόλεμον οὐδὲ ὅλως, καὶ ἀπὸ δυνάμεώς τε καὶ τέχνης. τῆς γυναικὸς γὰρ ἐκεινης ἔλαβον τὴν δειλίαν, καὶ ἠλευθερώθη ἡ πόλις. ἐγένετο δὲ ταῦτα κατὰ τὸν καιρὸν τοῦ ἑξακισχιλιοστοῦ ἐννεανκοσιοστοῦ τριακοστοῦ ἔτους, μηνὸς Αὐγούστου κδ’, ἡμέρᾳ δευτέρᾳ, ὥρᾳ τῆς ἡμέρας ἑβδόμῃ…»
Πρβλ. Ljubić, Listine, VIII (1886), 188. Ο παγανιστής ιστορικός Ζώσιμος τού 5ου μ.Χ. αιώνα λέει παρόμοια ιστορία, ότι μια οπτασία τής Προμάχου Αθηνάς πάνω στα τείχη τής Ακρόπολης τρομοκράτησε τον Βισηγότθο Αλάριχο, που δεν πείραξε την Αθήνα, παρά το γεγονός ότι ερήμωσε την υπόλοιπη Ελλάδα [βιβλίο 6, επιμ. Mendelssohn, σελ. 222-23]:
Όλες οι περιοχές τής Ελλάδας από τις οποίες πέρασαν οι βάρβαροι μετά την είσοδό τους στις Θερμοπύλες, ερημώθηκαν τόσο, ώστε τα ίχνη είναι ορατά μέχρι σήμερα. Μόνο η Θήβα γλίτωσε, η οποία σώθηκε εν μέρει από τις δικές της δυνάμεις και εν μέρει από την ανυπομονησία τού Αλάριχου να προχωρήσει στην Αθήνα, πράγμα που τον εμπόδισε να πολιορκήσει αυτήν την πόλη. Οι Θηβαίοι γλίτωσαν λοιπόν έτσι και εκείνος προχώρησε στην Αθήνα, προσδοκώντας να καταλάβει την πόλη αυτή με ευκολία, αφού, λόγω τού μεγέθους της, δεν ήταν εύκολο να την υπερασπιστούν οι μέσα. Επίσης, όντας συνεχόμενη με τον Πειραιά, δεν θα μπορούσε να αντέξει πολύ πριν αναγκαστεί να παραδοθεί.
«…καί ὅσα μετὰ τὴν ἀπὸ Θερμοπυλῶν εἴσοδον Ἑλληνικά ἔθνη διῆλθον οἱ βάρβαροι, ἔκειντο τὴν ἐξ ἐκείνου μέχρι τοῦ νῦν καταστροφὴν διδόντα τοῖς θεωμένοις ὁρᾶν, μόνων Θηβαίων διὰ τὸ τῆς πόλεως ὀχυρὸν περισωθέντων, καὶ ὅτι σπεύδων τὰς Ἀθήνας ἑλεῖν Ἀλλάριχος οὐκ ἐπέμεινε τῇ τούτων πολιορκίᾳ. Θηβαίων τοίνυν διὰ τοῦτο ἐκπεφευγότων ἐπὶ τὰς Ἀθήνας ἐχώρει, ῥᾷστα τὴν πόλιν οἰόμενος ἑλεῖν διὰ τὸ μέγεθος παρὰ τῶν ἔνδον φυλαχθῆναι οὐ δυναμένην, καὶ προσέτι τοῦ Πειραιῶς ἐχομένου σπάνει τῶν ἐπιτηδείων μετ’ οὐ πολὺ τοὺς πολιορκουμένους ἔνδώσειν.
Αυτή ήταν η ελπίδα τού Αλάριχου. Όμως η αρχαιότητα τής πόλης, ακόμη και σε τόσο ασεβείς καιρούς, μπόρεσε να καλέσει σε βοήθειά της κάποια θεϊκή πρόνοια και να παραμείνει απόρθητη. Αξίζει λοιπόν να μην προσπεράσουμε σιωπηλά την αιτία στην οποία η πόλη όφειλε τη σωτηρία της. Είναι θεϊκή και υπερφυσική και θα διεγείρει την αφοσίωση σε όλους όσοι την ακούσουν. Όταν ο Αλάριχος προχώρησε με όλες του τις δυνάμεις εναντίον τής πόλης, είδε την Αθηνά, την θεά προστάτιδα, να περπατά κατά μήκος τού τείχους, με την ίδια μορφή που παριστάνεται αυτή στα αγάλματα των θεών, οπλισμένη και έτοιμη να αντισταθεί στους επιτιθέμενους. Μπροστά από τα τείχη είδε τον Αχιλλέα να στέκεται σε ηρωική στάση, όπως εκείνη στην οποία ο Όμηρος τον παρουσίασε να πολεμάει τούς Τρώες τόσο μανιασμένα, σε εκδίκηση για τον θάνατο τού Πάτροκλου. Ο Αλάριχος, μη αντέχοντας αυτό το θέαμα, εγκατέλειψε κάθε προσπάθεια εναντίον τής πόλης και έστειλε κήρυκες με προτάσεις για ειρήνη. Έχοντας συμφωνήσει τούς όρους και αφού αντάλλαξαν όρκους, ο Αλάριχος εισήλθε στην Αθήνα με μικρό αριθμό στρατιωτών. Εκεί τού φέρθηκαν με κάθε δυνατή ευγένεια, λούστηκε και συμμετείχε σε γεύμα με τούς εκλεκτούς τής πόλης, ύστερα από το οποίο πήρε μερικά δώρα και αναχώρησε, αφήνοντας την πόλη και όλη την Αττική αλώβητη.
ἀλλ’ ὁ μὲν Ἀλλάριχος ἐν ταύταις ἦν ταῖς ἐλπίσιν, ἔμελλε δὲ ἡ τῆς πόλεως ἀρχαιότης καὶ ἐν οὕτω δυσσεβέσι καιροῖς θείαν τινὰ πρόνοιαν ὑπὲρ ἑαυτῆς ἐπισπᾶσθαι καὶ μένειν ἀπόρθητος. ἄξιον δὲ μηδὲ τὴν αἰτίαν δι’ ἥν ἡ πόλις περιεσώθη, θεοπρεπῆ τινὰ οὖσαν καὶ εἰς εὐσέβειαν τοὺς ἀκούοντας ἐπικαλουμένην, σιωπῇ διελθεῖν. ἐπιὼν Ἀλλάριχος πανστρατιᾷ τῇ πόλει τὸ μὲν τεῖχος ἑώρα περινοστοῦσαν τὴν πρόμαχον Ἀθηνᾶν, ὡς ἔστιν αὐτὴν ὁρᾶν ἐν τοῖς ἀγάλμασιν, ὡπλισμένην καὶ οἷον τοῖς ἐπιοῦσιν ἀνθίστασθαι μέλλουσαν, τοῖς δὲ τείχεσι προεστῶτα τὸν Ἀχιλλέα τὸν ἥρω τοιοῦτον οἷον αὐτὸν τοῖς Τρωσὶν ἔδειξεν Ὅμηρος, ὅτε κατ’ ὀργὴν τῷ θανάτῳ τοῦ Πατρόκλου τιμωρῶν ἐπολέμει. ταύτην Ἀλλάριχος τὴν ὄψιν οὐκ ἐνεγκὼν πάσης μὲν ἀπέστη κατὰ τῆς πόλεως ἐγχειρήσεως, ἐπεκηρυκεύετο δὲ. προσδεξαμένων τοὺς λόγους, ὅρκους τε λαβόντων καὶ δόντων, εἰσῄει σὺν ὀλίγοις Ἀλλάριχος εἰς τὰς Ἀθήνας. τυχὼν δὲ φιλοφροσύνης ἁπάσης, λουσάμενός τε καὶ κοινωνήσας ἑστιάσεως τοῖς ἐν τῇ πόλει λογάσι, καὶ προσέτι γε δῶρα λαβὼν, ἀπεχώρει τὴν τε πόλιν ἀβλαβῆ καὶ τὴν Ἀττικὴν πᾶσαν καταλιπὼν.»
Πρβλ. K. M. Setton, Αthens in the Middle Ages, Λονδίνο, 1975, iii, σελ. 179.
Oι Ενετοί και οι Γενουάτες βρέθηκαν στα διασταυρούμενα πυρά μεταξύ Μουράτ Β΄ και διεκδικητή Μουσταφά, ο οποίος αυτοαποκαλούνταν γιος τού Βαγιαζήτ και άρα θείος τού Μουράτ. Πρβλ. Iorga, ROL, V, 117-18, έγγραφο με ημερομηνία 2 Φεβρουαρίου 1422 και άλλα, ενώ για διάφορους Μουσταφά που εμφανίζονται στα έγγραφα και στους χρονικογράφους βλέπε στο ίδιο, σελ. 193, σημείωση 1.
Μέχρι τις 26 Αυγούστου 1422 η Ενετική Γερουσία δεν ήταν ακόμη σίγουρη αν ο Μουράτ είχε κάνει ειρήνη με τούς Βυζαντινούς ή πολιορκούσε ακόμη την πόλη [Sen. Secreta, Reg. 8, φύλλα 67 και εξής (68 και εξής). Sathas, I, 120-21. Thiriet, Regestes, II, αριθ. 1854, σελ. 197].
Όπως έπρεπε να περιμένουμε, οι Bυζαντινοί ιστορικοί περιγράφουν την τουρκική πολιορκία τής Κωνσταντινούπολης το 1422.
Ο Σφραντζής δίνει ημερομηνίες (8 Ιουνίου-Σεπτέμβριος) διαφορετικές από εκείνες που δίνει ο Κανανός, Χρονικόν, PG 156. 1029C-1030A, επιμ. Grecu, σελ. 14:
Στις 8 Ιουνίου τού ίδιου έτους [1422] ο Μουράτ έστειλε τον Μιχάλμπεη να αποκλείσει την Πόλη. Στις 15 Ιουνίου ήρθε και ο αφέντης του ο Μουράτ και πολιορκούσε την Πόλη, φέρνοντας μαζί του αλυσοδεμένους τούς πρεσβευτές μας, τον Δημήτριο Καντακουζηνό και τον Ματθαίο Λάσκαρη, καθώς και τον γραμματικό Άγγελο Φιλομμάτη, που είχαν σταλεί σε αυτόν νωρίτερα για τη σύναψη συνθήκης φιλίας. Στις 22 Αυγούστου ο Μουράτ διέταξε γενική επίθεση εναντίον τής πόλης. Και στις 6 Σεπτεμβρίου 6931 [1422] αναχώρησε άπρακτος από την Πόλη με τη βοήθεια τού Θεού.
«Καὶ τῇ η’ τοῦ Ἰουνίου τοῦ αὐτοῦ ἔτους ἔστειλε καὶ ἀπέκλεισε τὴν Πόλιν διὰ τοῦ Μιχάλμπεη καὶ τῇ ιε’ τοῦ αὐτοῦ ἦλθε καὶ ὁ Μουράτης καὶ αὐθέντης αὐτοῦ καὶ ἐπολιόρκει τὴν πόλιν, φέρων μετ’ αὐτοῦ καὶ δεσμίους τοὺς ἀποκρισιαρίους, οὓς προαπέστειλαν εἰς ἐκεῖνον διὰ κατάστασιν ἀγάπης Δημήτριον τὸν Καντακουζηνὸν καὶ Ματθαῖον τὸν Λάσκαριν καὶ τὸν γραμματικὸν Ἄγγελον τὸν Φιλομμάτην. Καὶ τῇ κΒ΄ τοῦ Αὐγούστου μηνὸς ἐπολέμησεν αὐτὴν δὴ τὴν πόλιν καθολικὸν πόλεμον. Καὶ τῇ ς‘ τοῦ Σεπτεβρίου μηνὸς τοῦ λα’ ἔτους ἀπῆλθεν ἄπρακτος ἀπὸ τῆς Πόλεως βοηθείᾳ θεοῦ.»
Πρβλ. Ψευδο-Σφραντζή, I, 30 (39), CSHB, Βόννη, σελ. 116-17, επιμ. Papadopoulos, I, 120, επιμ. Grecu, σελ. 254, 256:
«Περί δὲ τὰς ἀρχὰς τοῦ θέρους, τῇ ὀγδόῃ τοῦ ἰουνίου, τῷ ,ςϡλ’ ἔτει ἀποστείλας ὁ Ἀμουράτης διὰ τὸν Μιχάλμπεη, καὶ ἀπέκλεισε τὴν Κωνσταντινούπολιν πολιορκῶν αὐτὴν. καὶ τῇ ιε’ τοῦ αὐτοῦ ἔφθασε καὶ αὐτὸς ὁ ἀμηρᾶς μετὰ πλήθους στρατοῦ, ἔχων σὺν αὐτῷ καὶ τοὺς ἀποσταλέντας πρὸς αὐτὸν πρέσβεις δεσμίους. καὶ τῇ κΒ΄ τοῦ Αὐγούστου μηνὸς ἐπολέμησεν αὐτὴν δὲ τὴν πόλιν πολέμῳ καθολικῷ. καὶ τῆ ς’ τοῦ Σεπτεμβρίου μηνὸς τοῦ ,ςϡλα’ ἔτους ἀπῆλθεν ἄπρακτος ἀπὸ τῆς πόλεως θεοῦ βοηθείᾳ.»
Πρβλ. Χαλκοκονδύλη, βιβλίο V, CSHB, Βόννη, σελ. 231-34:
«Ο Μουράτ λοιπόν ξεκίνησε και πολιορκούσε το Βυζάντιο από θάλασσα σε θάλασσα, χτυπώντας τα τείχη με κανόνια. Όμως, παρά τις προσπάθειές του, δεν τα κατέρριψε. Οι πέτρες που πετούσαν τα κανόνια του ζύγιζαν η καθεμιά τρία ημιτάλαντα, αλλά τα τείχη ήσαν οχυρωμένα απέναντι σε τέτοια κανόνια και άντεχαν. … Ο Μουράτ λοιπόν, ο γιος του Μεχμέτ, έθετε σε δοκιμασία τα τείχη με τα κανόνια του και άλλες μηχανές, επιτίθετο στα τείχη για πολλές ημέρες και σε πολλά μέρη σε προσπάθεια να τα καταλάβει. Οι Έλληνες τον απωθούσαν ρίχνοντας τούς γενίτσαρους τού σουλτάνου κάτω από τις σκάλες τους, ενώ έκοψαν τα κεφάλια μερικών και τα πήραν. Καθώς δεν σημείωνε πρόοδο στην κατάκτηση τής πόλης, ο Μουράτ θύμωσε και ενοχλήθηκε, γιατί είχε σκεφτεί ότι θα καταλάμβανε την πόλη. Οι Έλληνες τού έστειλαν πρέσβεις ενώ βρισκόταν εκεί, αλλά δεν ήθελε να συμβιβαστεί μαζί τους. Λίγες ημέρες αργότερα αναχώρησε για το σπίτι και απέλυσε τον στρατό του…»
«Ἀμουράτης μὲν οὖν ὡς ἐπέλασε, καὶ ἐπολιόρκει Βυζάντιον ἀπὸ θαλάττης εἰς θάλατταν, τηλεβόλοις τε ἔτυπτε τὸ τεῖχος καὶ ἐπειρᾶτο, οὐ μέντοι κατέβαλέ γε. εἷλκον δὲ οἱ λίθοι τῶν τηλεβόλων σταθμὸν τρία ἡμιτάλαντα, ὥστε ἀντεῖχε τὸ τεῖχος ὀχυρόν τε ὂν πρός τε τούτους τοὺς τηλεβόλους, καὶ οὐδαμῇ ὑπεῖκον. … Τότε μὲν οὖν Ἀμουράτης ὁ Μεχμέτεω τηλεβόλοις καὶ ἄλλαις μηχαναῖς πειρασάμενος τοῦ τείχους περὶ ἡμέρας ἱκανὰς προσέβαλε τῷ τείχει ἁπανταχῇ καὶ ἑλεῖν. ἐπειρᾶτο. ἐξεκρούσαντο δὲ αὐτὸν ἀπό τε τῶν κλιμάκων καταβαλόντες οἱ Ἕλληνες τοὺς βασιλέως νεήλυδας, καὶ ἐνίων ἀποταμόμενοι τὰς κεφαλὰς ἀπηνέγκαντο. Ἀμουράτης δ’, ὡς οὐδὲν προεχώρει ἡ τοῦ ἄστεως αἵρεσις, ἤσχαλλέ τε καὶ ἠθύμει, ᾤετο δὲ αἱρήσειν τὴν πόλιν. διατρίβοντι δὲ αὐτῷ ἐπεκηρυκεύοντό τε οἱ Ἕλληνες· ἀλλ’ οὐδ’ ὣς ἤθελεν αὐτοῖς σπένδεσθαι. μετ’ οὐ πολλὰς δὲ ἡμέρας ἀπεχώρει ἐπ’ οἴκου, καὶ τὰ στρατεύματα αὐτῷ διῆκεν….»
Πρβλ. και Δούκα, κεφ. 28, CSHB, Βόννη, σελ. 183-88:
«Ο αυτοκράτορας Μανουήλ, που είχε εμπιστευτεί εδώ και πολύ καιρό την αυτοκρατορία στον γιο του Ιωάννη, γέρος τώρα, είχε αφοσιωθεί στη μελέτη των ιερών κειμένων. Όταν έμαθε λοιπόν ότι ο Μουράτ ήταν έτοιμος να εκστρατεύσει εναντίον του εκείνο τον ίδιο μήνα (ήταν Απρίλιος), τού έστειλε έναν πρέσβη με το όνομα Θεολόγος Κόραξ, ο οποίος καταγόταν από τη Φιλαδέλφεια, αλλά μετά την επίθεση των Τατάρων [του Τιμούρ] στην Ασία, είχε μεταναστεύσει. στην Κωνσταντινούπολη… Ο Μουράτ τώρα, δεν θέλησε να δει ή να ακούσει τούς προαναφερθέντες πρέσβεις και τούς έθεσε υπό κράτηση για λίγες ημέρες, μέχρι να ολοκληρώσει τις στρατιωτικές του προετοιμασίες εναντίον τής πόλης. Τότε τούς άφησε να φύγουν, λέγοντας: «Πηγαίνετε να ανακοινώσετε στον αυτοκράτορα ότι θα έρθω σύντομα». Αφού συγκέντρωσε μέσα σε λίγες ημέρες ολόκληρο τον στρατό του, αναρίθμητο θα λέγαμε, περισσότερους από διακόσιες χιλιάδες στρατιώτες, ο Μουράτ βάδισε εναντίον τής πόλης. … Ο Μουράτ ήταν απασχολημένος στην κατασκευή πολιορκητικών μηχανών και σε δοκιμαστικές βολές για επίθεση κατά τής Κωνσταντινούπολης. Ύστερα λοιπόν από λίγες ημέρες έφτασε ένας αγγελιοφόρος, ανακοινώνοντας στον Μουράτ: «Ο αδελφός σου Μουσταφά μπήκε στην Προύσα και οι πολίτες τον υποδέχθηκαν και τον επευφήμησαν ως ηγεμόνα. Τώρα έχει φύγει από την Προύσα με τον σιαραπτάρ Ιλυάς και πηγαίνει στη Νίκαια». Μόλις τα έμαθε αυτά ο Μουράτ και αφού σκέφτηκε ότι «ο αυτοκράτορας των Ρωμιών έχει και άλλον Μουσταφά για να με βάλει σε δοκιμασίες», τερμάτισε τις εχθροπραξίες, έδωσε εντολές για την αποσυναρμολόγηση των προμαχώνων, την απομάκρυνση των πολιορκητικών μηχανών και τη διάλυση των πολλών στρατευμάτων του που βρίσκονταν σε διάταξη μάχης. Εγκατέλειψε την πολιορκία και επέστρεψε στην Αδριανούπολη».
«…καί ὁ βασιλεὺς Μανουὴλ πρὸ πολλοῦ τὴν βασιλείαν τῷ υἱῷ Ἰωάννῃ ἀναθεὶς αὐτὸς γέρων ὤν ἐκάθητο, σχολάζων ἐν μελέτῃ θείων λόγων. μαθὼν οὖν ὅτι ὁ Μωράτ στρατεύειν μέλλει κατ’ αὐτοῦ τῷ μηνὶ ἐκείνῳ (ἦν γὰρ Ἀπρίλιος), στέλλει ἀποκρισιάριον πρὸς αὐτὸν, ὀνόματι Θεολόγον Κόρακα, ἄνθρωπον ἐκ Φιλαδελφείας ὀρμώμενον καὶ μετὰ τὴν τῶν Τατάρων εἰς τὴν Ἀσίαν ἔφοδον μετοικήσαντα ἐν Κωνσταντινουπόλει. … ὁ δὲ Μωρὰτ τοὺς ῥηθέντας ἀποκρισιαρίους μήτε ἰδεῖν μήτε ἀκοῦσαι θελήσας, … ἀπέλυσεν εἰπὼν “υπάγετε αναγγείλατε τῷ βασιλεῖ ὅτι ἤδη ἔρχομαι ταχὺ”. ἐν ὀλίγαις δ’ ἡμέραις ἀθροίσας ἅπαντα τὸν στρατὸν αὐτοῦ, ὑπὲρ ἀριθμὸν ὄντα εἰπεῖν, ἐπέκεινα τῶν διακοσίων χιλιάδων, κατὰ τῆς πόλεως ἔξεισιν. … ὁ Μουρὰτ οὖν ἠσχολεῖτο ἐν ἑλεπάλξεσιν καὶ ἀκροβολισμοῖς τοῦ λαβεῖν τὴν Κωνσταντίνου. ἐν ὀλίγαις οὖν ἡμέραις ἔρχεται εἷς τῶν ταχυδρόμων ἀπαγγέλλων τῷ Μουράτ ὅτι “ὁ ἀδελφός σου ὁ Μουσταφᾶς εἰσῆλθεν ἐν τῇ Προύσῃ, καὶ ὑπεδέξαντο οἱ τῆς πόλεως καὶ εὐφήμησαν αὐτὸν ὡς ἠγεμόνα. καὶ ἀπάρας ἐκ τῆς Προύσης σὺν τῷ σιαραπτὰρ Ἐλιέζ ὑπάγει εἰς Νίκαιαν.” ταῦτα μαθὼν ὁ Μωρὰτ, καὶ ἐν νῷ βάλλων ὡς “ὁ βασιλεὺς τῶν Ῥωμαίων ἔχει καὶ ἕτερον Μουσταφᾶν τοῦ ἐνέγκαι με πειρασμούς,” ἀφίησι τὴν ἔχθραν καὶ λύει τὰς παρατάξεις καὶ τὰς μελετωμένας ἐπάλξεις καὶ ἑλεπόλεις, καὶ δίδωσι λύσιν τῷ μυριαρίθμῳ στρατῷ, καὶ αὐτὸς ἀφεὶς τὸ πολεμεῖν ἐπανέζευξεν ἐν τῇ Ἀδριανοῦ.»
Πρβλ. επίσης Ιorga, ROL, V, 124-26, 137-38, Notes et extraits, I, 323-25, 336-37, Gesch. d. osman. Reiches, I (1908), 379-81, Dölger και Wirth, Regesten, μέρος 5, αριθ. 3390-93, σελ. 108-9, Hopf, στο Ersch και Gruber (επιμ.), Allgemeine Encyklopaedie, τόμ. 86 (ανατυπ. II), σελ. 81b] και ιδιαίτερα Barker, Manuel II Palaeologus (1969), σελ. 354-66, για το ιστορικό και τη διάρκεια τής πολιορκίας.
- [←33]
-
Sen. Secreta, Reg. 8, φύλλα 91-92 (92-93), αποφάσεις με ημερομηνία 24 και 28 Φεβρουαρίου 1423. Sathas, I, αριθ. 83-84, σελ. 127-29. Valentini, Acta Albaniae veneta, XI (1971), αριθ. 2685, 2690, σελ. 195, 200-2 και πρβλ. Thiriet, Regestes, II, αριθ. 1871, 1873, σελ. 200-1, Miller, Latins in the Levant, σελ. 384-86, Zakythinos, Despotat grec de Morée, I, 180-86, 188, 191-92.
- [←34]
-
Sen. Secreta, Reg. 8, φύλλο 47 (48), Thiriet, Regestes, II, αριθ. 1840, σελ. 194. Όταν υποβλήθηκαν στη Γερουσία οι όροι τής αποστολής τού Βενιέρ, ξεσήκωσαν μεγάλη συζήτηση και προκάλεσαν περίπου δεκαπέντε διαφορετικές ψηφοφορίες.
- [←35]
-
Sen. Secreta, Reg. 8, φύλλα 63-64 (64-65), έγγραφο με ημερομηνία 22 Ιουλίου 1422. Valentini, Acta Albaniae veneta, XI, αριθ. 2,610, σελ. 112-18, όπου η ημερομηνία στη σελ. 118, γραμμή 15, πρέπει να είναι «die XXII [και όχι XXI] Julii» [φύλλο 64 (65)]. Yπάρχει σύντομη περίληψη στον Thiriet, Regestes, II, αριθ. 1849, σελ. 196. Η πρόταση αυτή υποβλήθηκε στη Γερουσία σε τέσσερις διαδοχικές ψηψοψορίες, ως εξής [φύλλο 64 (65)]:
Υπέρ (De parte)
63
66
64
67
Κατά (De non)
47
48
52
47
Ουδέτερες (Non sinceri)
24
20
17
20
Δεδομένου ότι δεν εξασφαλίστηκε πλειοψηφία ψήφων υπέρ, ενώ τα διαδοχικά στοιχεία τής απόφασης αυτής δεν έχουν τούς χαρακτηριστικούς σταυρούς (+), που έμπαιναν συνήθως στο αριστερό περιθώριο για να σημειώνουν στοιχεία μιας απόφασης που είχαν εγκριθεί από την πλειοψηφία, είναι περισότερο από αμφίβολο κατά πόσον στάλθηκε ποτέ στον Βενιέρ αυτή η μακροσκελής εντολή.
Μάλιστα μεταγενέστερη απόφαση που στάλθηκε ως οδηγίες προς τον Βενιέρ με ημερομηνία 22 Οκτωβρίου 1422 [Sen. Secreta, Reg. 8, φύλλα 79–80 (80-81), Valentini, Acta Albaniae veneta, XI, αριθ. 2.639, σελ. 152-53], υποδεικνύει ότι στην πραγματικότητα η εντολή αυτή δεν στάλθηκε σε εκείνον, παρά το γεγονός ότι όλοι οι ιστορικοί έχουν προφανώς συμπεράνει ότι στάλθηκε, ακολουθώντας την ατελή και ακατάλληλη δημοσίευση τού εγγράφου στον Σάθα, I, αριθ. 78, σελ. 115-19, που περιλαμβάνει «με τον ευγενή κύριο Ντελφίνο Βενιέρ…» (cum nobilis vir ser Delphinus Venerio…).
Δυστυχώς το υλικό που δημοσιεύθηκε στο Κ. N. Sathas, Documents inédits relatifs a l’ histoire de la Grèce au moyen age είναι μερικές φορές αποπροσανατολιστικό. Όταν υπάρχουν στα ενετικά αρχεία διάφορα έγγραφα που έχουν σχέση με συγκεκριμένο ζήτημα, ο Σάθας έπρεπε να παραλείπει κάποια που δεν είναι τόσο σημαντικά, όσο αυτά που παρέχει. Κάποιες φορές ένα κείμενο δημοσιεύεται όχι ολοκληρωμένο. Δεν αντέγραψε τα έγγραφα ο ίδιος (και προφανώς δεν επέβλεψε πολύ στενά την επιλογή τους), αλλά εμπιστεύτηκε επί πληρωμή αντιγραφείς, οι οποίοι δεν θα μπορούσε να αναμένεται ότι θα υπηρετούσαν τούς αναγνώστες του όπως θα το έκανε ο ίδιος.
Σύμφωνα με τον Amadio Valier, Cron., Cod. Cicogna, αριθ. 3631, φύλλο 275:
«Επίσης εκείνη την εποχή ο δεσπότης τού Μορέως ήθελε να δώσει τον Μοριά στη Σινιορία τής Βενετίας, αλλά η Σινιορία δεν ήθελε να το δεχτεί».
(Αnchora in questo tempo el dispoti de la Morea volse donare la Morea ala Signoria de Venetia, el la Signoria non la volse acetare.)
Για τον γάμο τού Ολιβέριο Φράνκο με την κόρη τού Τσεντουριόνε βλέπε Hopf, Chron. gréco-romanes, γενεαλ. πίνακες, σελ. 502, ενώ για την κατάληψη τής Γλαρέντζας πρβλ. Σάθα, III, αριθ. 731, σελ. 177, γραμμές 32-33, με ημερομηνία 11 Ιουνίου 1418. Βλέπε επίσης Hopf, στο Ersch και Gruber (επιμ.), Allgemeine Encyklopadie, τόμ. 86 (ανατυπ. II), σελ. 79, Zakythinos, Despotat grec, I, 193-95 και Ant. Rubio I Lluch, Los Navarros en Grecia y el ducado Catalan de Atenas, Βαρκελώνη, 1887, σελ. 420-21 (στο Memorias de la Real Academia de Buenas Letras, τόμ. IV).
- [←36]
-
Sen. Secreta, Reg. 8, φύλλο 62 (63), απόφαση με ημερομηνία 22 Ιουλίου 1422 (αλλά διαφορετική απόφαση από την προηγούμενη), δημοσιευμένη από τον Σάθα, I, 115, περιλαμβάνει «Μέσα από τις επιστολές σας…» (Per literas vestras…).
Πρβλ. Sanudo, Vite de duchi, στο RISS, XXII, στήλες 942D, 943, 962C, με αναφορά στον πλούτο τού Μορέως, για τον οποίο βλέπε επίσης πιο κάτω, σελ. 209.
- [←37]
-
Ernst Gerland, Lateinischen Erzbistum Patras, Λειψία, 1903, σελ. 162-71, έγγραφο με ημερομηνία 20 Aυγούστου 1408 και πρβλ. στο ίδιο σελ. 55 και εξής, με πλήρη υπόδειξη των πηγών και τού ιστορικού υποβάθρου.
- [←38]
-
Gerland, σελ. 9 και εξής, 62–63, Miller, Latins in the Levant, σελ. 363-64. Τον Μάρτιο τού 1421 ο αρχιεπίσκοπος Στέφανο προσπαθούσε να διαπραγματευτεί την πώληση τού Ζονκλόν (Nαυαρίνου) στην Eνετική Σινιορία [Sen. Secreta, Reg. 8, φύλλο 3 (4)].
- [←39]
-
Gerland, σελ. 63, 171-73.
- [←40]
-
Βλέπε Sen. Secreta, Reg. 8, φύλλο 63 (64), Sathas, I, αριθ. 78, σελ. 117.
- [←41]
-
Sen. Secreta, Reg. 8, φύλλα 79-80 (80-81), έγγραφο με ημερομηνία 22 Οκτωβρίου 1422, δημοσιευμένο στον Σάθα, I, αριθ. 80, σελ. 123-24 (με ημερομηνία 27 Oκτωβρίου). Valentini, Acta Albaniae veneta, XI, αριθ. 2,639, σελ. 152-53 απαντώντας σε επιστολή με ημερομηνία 10 Σεπτεμβρίου από τον Βενιέρ που βρισκόταν στον Μοριά. Πρβλ. Hopf, στο Ersch και Gruber, Εncykl., τόμ. 86 (ανατυπ. II), σελ. 81a.
- [←42]
-
Η επιστολή τού Mαρτίνου Ε’ τής 5ης Ιουλίου 1422 προς τον Μανουήλ Β΄ υπάρχει στo Arch. Segr. Vaticano, Arm. XXXIX, τόμος 5 (Martini V brevia, τόμος II), φύλλα 167-168 (173-174), «datum Rome apud S. Marcum, III non. Iulii, anno quinto». Η επιστολή αυτή είναι δημοσιευμένη με κάπως διαφορετικό κείμενο από τον Raynaldus, Annales ecclesiastici, ad ann. 1422, αριθ. 3. τόμ. xviii (1694), σελ. 41, ο οποίος δεν δίνει όμως την ημερομηνία, που έλειπε από το αρχείο που χρησιμοποίησε: Arm. XXXIX, τόμος 6, φύλλο 17, αργότερα φύλλο 31, τώρα φύλλο 51, το εξώφυλλο τού οποίου φέρει την ενδιαφέρουσα σημείωση «Κώδικας έχει επαινεθεί από τον Ραϋνάλδο στα Εκκλ. Χρον., έτους 1422 υπ’ αριθ. 3 και αλλού» (Codex hic laudatur a Raynaldo, ad A. 1422, n. 3 et alibi), γραμμένη με γραφή που μοιάζει να προέρχεται από τον 18ο αιώνα. Αν και ο τόμος 5 στο Arm. XXXIX είναι αρχείο τού 17ου αιώνα (δηλαδή αρκετά μεταγενέστερο από τα αντίγραφα των σημειωμάτων τού Mαρτίνου που περιέχονται στον τόμο 6), είναι ιδιαίτερα πολύτιμος, γιατί διατηρεί τις ημερομηνίες των επιστολών του (πρβλ. πιο κάτω, σελ. 42, σημείωση 9). Βλέπε την επόμενη σημείωση και πρβλ. Patrino, Acta Albaniae Vaticana, I (1971), αριθ. 6-9, σελ. 6-8, ο οποίος δεν χρονολογεί την επιστολή τής 5ης Ιουλίου τού Mαρτίνου προς τον Μανουήλ πιο συγκεκριμένα από «1422».
- [←43]
-
Arch. Segr. Vaticano, Arm. XXXIX, τόμος 5. Προς τον Θεόδωρο, φύλλα 170-172 (επίσης στο Arm. XXXIX, τόμος 6, φύλλο 84). Προς τον Στέφανο φύλλα 172-173 [επίσης στο ίδιο, τόμος 6, φύλλα 106-107]. Προς τον Κάρλο Τόκκο, «dispoto de la Canina» [δηλαδή δεσπότη Ιωαννίνων!], φύλλο 174 [στο ίδιο, τόμος 6, φύλλο 86]. Προς τον Τσεντουριόνε, φύλλα 175-l76 [στο ίδιο, τόμος 6, φύλλο 880]. Και προς τον Τομμάζο Μοτσενίγκο, φύλλο 176 [στο ίδιο, τόμος 6, φύλλα 84-85]. (Χωρίς ημερομηνία αντίγραφα δύο ή τριών από αυτές τις επιστολές υπάρχουν στο Arm. XXXIX, τόμος 4, επίσης τόμο τού 17ου αιώνα με σημειώματα τού Mαρτίνου Ε’).
- [←44]
-
Arch. Segr. Vaticano, Arm. XXXIX, τόμος 5, φύλλο 176:
«… μάς φαίνεται πολύ καλό αυτό που έχουμε ακούσει τον τελευταίο καιρό, για τις υπηρεσίες σας και την παρέμβασή σας για την επίτευξη ανακωχής διάρκειας μέχρι ένα έτος και δύο μήνες μεταξύ των αγαπημένων μας παδιών, των ευγενών δεσπότη Αχαΐας από τη μια πλευρά και πρίγκηπα Αχαΐας, δεσπότη Ιωαννίνων, σεβάσμιου αδελφού τού αρχιεπισκόπου μας Πατρών από την άλλη πλευρά, χάρη στην οποία εκεχειρία η εκκλησία Πατρών θα είναι σε θέση αυτή τη στιγμή να αναπνεύσει λίγο από τούς συνεχείς κόπους και τις καταστροφές τού πολέμου».
(…Placuit valde nobis quod nuper audivimus tua opera atque interventu inducias factas esse usque ad annum unum et menses duos inter dilectos filios nobiles viros despotum Achaie ex parte una et principem Achaie, despotum de la Ianna, ac venerabilem fratrem nostrum archiepiscopum Patracensem ex parte altera, quarum beneficio induciarum Patracensis ecclesia hoc tempore poterit ab assiduis laboribus et belli cladibus respirare.)
- [←45]
-
Arch. di Stato di Venezia, Sen. Secreta, Reg. 8, φύλλα 90-92 (91-93), δημοσιευμένα στον Sathas, I, αριθ. 82-84, σελ. 125-29 και στον Thiriet, Regestes, II, αριθ. 1868. 1870-71, 1873, σελ. 199-201, έγγραφα με ημερομηνία 4, 18, 24 και 28 Φεβρουαρίου 1423. Πρβλ. Sanudo, Vite de duchi, στο RISS, XXII, στήλη 973D], Hopf, στο Ersch και Gruber, Allgemeine Encyklopadie, τόμ. 86 (ανατυπ. II), σελ. 81a], και Iorga, Gesich. d. osman. Reiches, I, 399. Η «μορφή τής εκεχειρίας» (forma treugue) παρέχεται στα Sen. Secreta, Reg. 8. φύλλο 92 (93) και έχει δημοσιευθεί από τον Σάθα, I, αριθ. 84, σελ. 128-29.
- [←46]
-
Sen. Secreta, Reg. 8, φύλλο 123 (124), Sathas, I, αριθ. 91, σελ. 151–52, Thiriet, Regestes, II, αριθ. 1904, σελ. 209 (και σημείωση αριθ. 1901), έγγραφο με ημερομηνία 1 Σεπτεμβρίου 1423. Ο απεσταλμένος τού δεσπότη Θεόδωρου είχε έρθει στη Βενετία με ανεπαρκή εξουσιοδότηση. Στο τέλος τού μηνός (30 Σεπτεμβρίου 1423) ο Ιωάννης Η’ Παλαιολόγος επικύρωσε πενταετή συνθήκη ειρήνης μεταξύ Βυζαντίου και Βενετίας, οι διαπραγματεύσεις για την οποία είχαν γίνει στο παλάτι τού δόγη στις 25 Ιουλίου [Sathas, Ι, αριθ. 92, σελ. 153 και Thomas και Predelli, Dipl. veneto-levantinum, II, αριθ. 178, σελ. 341].
- [←47]
-
Ο Τουραχάν μπέης είχε μπει στον Μοριά στις 21-22 Μαΐου 1423 σε τρομακτική επιδρομή, ερημώνοντας την ύπαιθρο και επιτιθέμενος στον Μυστρά, στο Λεοντάρι, στο Γαρδίκι και στην Ταβία, για τα οποία βλέπε πιο κάτω στο ίδιο κεφάλαιο, ενώ για τις πηγές βλέπε τη σημείωση 118.
- [←48]
-
Sathas, I, αριθ. 93, σελ. 154-55, Thiriet, Regestes, II, αριθ. 1906, σελ. 210, με ημερομηνία 11 Oκτωβρίου 1423.
- [←49]
-
Sathas, I, αριθ. 98, σελ. 159-60. Πρβλ. Thiriet, II, αριθ. 1916, σελ. 212.
- [←50]
-
Sathas, I, αριθ. 99, σελ. 160-61, Thiriet, Regestes, II, αριθ. 1921, σελ. 213, με ημερομηνία 10 Φεβρουαρίου 1424 και πρβλ. αριθ. 100, Iorga, ROL, V (1897, ανατυπ. 1964), 167, έγγραφα με ημερομηνία 26 Απριλίου 1424.
- [←51]
-
Πρβλ. Hopf, στο Ersch και Gruber, Encykl., τόμ. 86 (ανατυπ. II), σελ. 82b, Gerland, Lateinischen Erzbistum Patras, σελ. 64-65.
- [←52]
-
Hopf, II, 82-83.
- [←53]
-
Arch. di Stato di Venezia, Misti, Reg. 55, φύλλο 41 (42). Sathas, III, αριθ. 844, σελ. 267–68. Valentini, Acta Albaniae veneta, XII (1971), αριθ. 2. 936, σελ. 107-9. Thiriet, Regestes, II, αριθ. 1946, σελ. 219, με ημερομηνία 7 Ιουλίου 1424. Ενετική δήλωση προς τούς εκπροσώπους τού Τόκκο, τού «λαμπρού άρχοντα δεσπότη Άρτας» (magnificus dominus despotus Arte):
«Αυτό που συμφωνήθηκε με τον Έλληνα δεσπότη με τις συνθήκες που έγιναν με τον εν λόγω άρχοντα μέσω των δικών μας πρεσβευτών και επίσης με άλλες μεταγενέστερες συνθήκες που έγιναν με αυτόν, ικανοποίησε το κράτος μας και δεσμεύει τούς καστελλάνους μας στην Κορώνη και τη Μεθώνη ορίζοντας αρμονία μεταξύ τους, κλπ…. Απαντούμε, ότι για το κράτος μας είναι τουλάχιστον δυσάρεστο να ακούμε, ότι η συνθήκη που έγινε με πρωτοβουλία τού δικού μας πρεσβευτή, τού ευγενούς κυρίου Ντελφίνο Βενιέρ, καθώς και οι άλλες που έγιναν με τον ίδιο τρόπο αργότερα, δεν είχαν καμμία σταθερότητα, όπως λέγεται. Και λαμβάνοντας υπόψη αυτό που εκ νέου ακολουθείται, αυτό που ο άρχοντας Έλληνας δεσπότης έχει πάρει από τον πρίγκηπα, δεν φαίνεται στο κράτος μας ότι μπορεί να πει κάτι άλλο επ’ αυτού, επειδή δεν υπάρχει κάτι το οποίο να μπορούσε να αναζητήσει με τιμή το κράτος μας σε αυτήν την υπόθεση. Αλλά αν ο κύριός τους φαίνεται να κάνει κάποια πρόβλεψη καλή και χρήσιμη και για την αύξηση τού κράτους του όπως τον ίδιον ευχαριστεί, επειδή με κάθε πράγμα που σκοπεύει στο καλό και χρήσιμο, έτσι και με την αύξηση τού κράτους του το κράτος μας θα εξακολουθεί να είναι ικανοποιημένο».
(Quod cum dominus despotus Grecorum convenerit treuguis factis inter cum et dictum dominum suum per medium nostri ambassiatoris et etiam aliis treuguis postea inter eos factis, placeat nostro dominio committere nostris castellanis Coroni et Mothoni quod ponant concordium inter eos, etc…, respondemus quod certe nostro dominio displicet audire quod treugue facte primo per nostrum ambasiatorem nobilem virum Ser Delfinum Venerio et similiter alie postea facte prout dicunt nullam habuerint firmitatem. Et considerantes illud quod de novo secutum est, quod dominus despotus Grecorum ceperit principem, non videtur nostro dominio aliud dicere super hoc quia non esset cum honore nostri dominii ulterius aliquid querere super hac causa. Sed si domino suo videtur aliquam provisionem facere pro bono et utile et augmento sui status potest facere prout eidem placet, quia de omni re que redundabit ad bonum et utile et ad augmentum sui status nostrum dominium remanebit contentum.)
- [←54]
-
Arch. di Stato di Venezia, Misti, Reg. 55, φύλλο 17 (18). Οι Βυζαντινοί έπρεπε να φροντίσουν
« … ότι αυτός ο Ιωάννης Τούρκος και άλλοι που φέρνουν καινοτομίες, πλήγματα και βία και μάς επιβάλλουν ποινές και την τιμωρία των αμαρτιών τους ως παράδειγμα που πρέπει να ακολουθήσουν και άλλοι και ότι μπορεί να τούς ευχαριστεί έτσι να δεσμευτούν για χρήσιμους και ριζικούς όρους, που θα ρυθμίζουν ότι τέτοιες καινοτομίες, βία πλήγματα θα παύσουν εντελώς και τα κακά που έγιναν από τον άρχοντα δεσπότη τού Μυστρά θα αποκρουστούν και θα επανορθωθούν και ότι στο μέλλον δεν θα γίνονται ούτε θα συνεχίζονται: το οποίο, αν το κάνουν, θα μάς ικανοποιήσουν πολύ. Αν όμως δεν το κάνουν, η δική μας ανθεκτική ανοχή μάς διδάσκει και μάς οδηγεί, ότι με την εν λόγω πρόβλεψη και πιο ανετα θα περάσουμε, έτσι ώστε χωρίς αμφιβολία αυτοί να αισθάνονται τη δική μας μεγαλύτερη και ανεκτίμητη δυσαρέσκεια και να θεωρούν ότι η ψυχή μας είναι πολύ διαταραγμένη. Και όταν ειπωθούν αυτά και άλλα λόγια, όπως θα φανεί σε εσάς ότι πρέπει, ώστε η παραπάνω πρόθεσή μας να έχει αποτέλεσμα, να σταθεί εκεί για τέσσερις ημέρες, για να δει αν λίγο καιρό μετά τις διαπραγματεύσεις αυτές θα πάρει ή δεν θα πάρει την απάντησή του, να ανέβει στη γαλέρα και να πάει να βρει τον ναυτικό γενικό διοικητή μας».
(… quod ille Johannes Turchus et alii qui inferunt novitates, iniurias, et violentias nostratibus substineant penam et supplicium suorum delictorum ut aliis transeat in exemplum et quod eis placeat tam utilibus et efficacissimis provisionibus mandare et ordinare quod rales novitates, violentie, et iniurie omnino cessent et damna data per dominum despotum Misistre reiciantur et emendentur et quod de cetero non fiant nec inferantur: que si facient, nobis summe placebunt. Si autem non facient, nostra diuturna tolerancia nos docet et inducit ut ad provisionem debitam et amplissimam transeamus sic quod sine dubio ipsi sencient nos maximam et inextimabilem displicentiam habuisse et animos nostros multum esse turbatos. Et cum his et aliis verbis que tibi videbuntur debeas solicitare quod suprascripta nostra intentio habeat effectum, stando ibi per quatuor dies, quibus transactis postmodum habita vel non habita sua responsione debeas ascendere in galeam et ire ad reperiendum capitaneum nostrum generalem maris…)
Ο Ιorga έχει δημοσιεύσει γαλλική περίληψη αυτού τού εγγράφου [ROL, V (1897, ανατυπ. 1964), 166-67, Notes et extraits, I, 365-66], καθώς και ο Thiriet, Regestes, II, αριθ. 1930, σελ. 215.
- [←55]
-
Sen. Secreta, Reg. 8. φύλλο 162 (163), Valentini, Acta Albaniae veneta, XII, αριθ. 2.940, σελ. 115-17, σε περιλήψεις από τον Iorga, ROL, V, 171-72. Notes et extraits, I (1899), 370-71 και πρβλ. με Thiriet, Regestes, II, αριθ. 1948. σελ. 219.
Αυτοκρατορικός αναπληρωτής (locum tenens) ήταν τότε ο νεαρός Κωνσταντίνος (ΙΑ’), τού οποίου ο αδελφός Ιωάννης Η’ βρισκόταν στην Ιταλία, αναζητώντας βοήθεια κατά των Τούρκων. Λέγεται ότι ο Ιωάννης είχε φτάσει στη Βενετία στις 15 Δεκεμβρίου 1423 [Raynaldus, Annales ecclesiastici, ad ann. 1423, αριθ. 26, τόμ. XVIII (1694), σελ. 62a]. Βρισκόταν λοιπόν εκεί αρκετό καιρό όταν στις 8 Ιανουαρίου 1424 η Ενετική Γερουσία συμφώνησε να τού χορηγήσει δάνειο 1.500 δουκάτων «πριν από την αποχώρησή του από εδώ» (ante recessum suum ab hinc) [Sen. Secreta, Reg. 8. φύλλο 138 (139)]. Tο δάνειο αυτό έγινε προφανώς στις 8 τού μηνός, όχι στις 13 όπως αναφέρουν τόσο ο Iorga, ROL, V, 152-53. Notes et extraits, I, 351-52 όσο και ο Thiriet, Regestes, II, αριθ. 1919, σελ. 212. (Δεν υπάρχουν εγγραφές σε αυτό το μητρώο για τις 13 Ιανουαρίου.)
Στις 9 τού μηνός η Γερουσία περιόρισε τα έξοδα διαμονής τού Ιωάννη σε οκτώ δουκάτα την ημέρα, επειδή πολλά άτομα προφανώς περνούσαν ως μέλη τής αυτοκρατορικής συνοδείας [Misti, Reg. 54, φύλλο 169 και πρβλ. ROL, V, 152]:
«Αποφασίζεται ότι … είναι καλύτερο να ρυθμίζεται κάθε φορά το χρέος και με τον τρόπο του να προβλέπεται και ομοίως τα απαραίτητα και κατάλληλα χρήματα για τα έξοδα, που περιορίζουν την ελευθερία που έχει το δουκικό κράτος και να δοθεί για την πραγματοποίηση των δαπανών τού εν λόγω άρχοντα αυτοκράτορα και τής οικογένειάς του αυτό που ο ίδιος θεωρεί κατάλληλο, που δεν θα ξεπερνά τα οκτώ δουκάτα ημερησίως, όσο παραμένει στη Βενετία» (με 142 ψήφους υπέρ, 3 κατά και μια ουδέτερη).
(… Vadit pars … quod melius parabitur tempore debito et modo suo si providebitur sibi de peccunia neccessaria et habili pro expensis, quod ducale dominium habeat libertatem limitandi et dari faciendi pro expensis dicti domini imperatoris et familie sue id quod sibi videbitur non transeundo summam ducatorum octo in die donec stabit Venetiis)
Ο Ιωάννης βρισκόταν ακόμη στη Βενετία στις 17-27 Ιανουαρίου (βλέπε πιο κάτω, σημείωση 81). Οι Ενετοί τον εγκατέστησαν στο μοναστήρι των Βενεδικτίνων τού Σαν Τζόρτζιο Ματζόρε [Predelli, Regesti dei Commemoriali, IV, βιβλίο xi, αριθ. 136. σελ. 52. Iorga. ROL, V, 155. Notes et extraits, I, 354]. Από τη Βενετία ο Ιωάννης πήγε στο Μιλάνο. Έφυγε από εκεί στις 9 Φεβρουαρίου και βρισκόταν στο Λόντι στις 17 Mαρτίου [ROL, V, 162-63, Notes et extraits, I, 361-62]. Bρισκόταν πίσω στο Μιλάνο στις 3 Mαϊου [Dölger και Wirth, Regesten, μέρος 5, αριθ. 3417. σελ. 112. Σπ. Π. Λάμπρος, Παλαιολόγεια και Πελοποννησιακά, III, 353] και έφυγε μετά από εκεί για την Ουγγαρία, όπου διαβουλέυθηκε με τον αυτοκράτορα Σίγκισμουντ [για το δρομολόγιό του βλέπε Gill, Council of Florence, σελ. 38-39 και Barker, Manuel II Palaeologus, σελ. 377-79].
Ο Ιωάννης επέστρεψε στον Βόσπορο περίπου στις 1 Νοεμβρίου 1424, όπου πιθανώς παρέλαβε την επιστολή τού Φίλιππο Μαρία Βισκόντι τής 16ης τού μηνός [ROL, V. 178-79. Notes et extraits, I, 377-78].
Σε αντίθεση με την εντύπωση τού Barker, Manuel II Palaeologus, σελ. 381-82, ότι οι Ενετοί επιφύλασσαν τον τίτλο τού αυτοκράτορα για τον Μανουήλ [πρβλ. Sen. Secreta, Reg. 8, φύλλο 136 (137), serenissimus dominus Imperator Constantinopolis senior] και παρακρατούσαν το τίτλο από τον γιο του και συναυτοκράτορα Ιωάννη Η’, η Γερουσία τακτικά αποκαλούσε τον Ιωάννη αυτοκράτορα: serenissimus dominus Imperator … iunior [στο ίδιο fol 138 (139)] και serenissimus dominus Imperator Constantinopolis [στο ίδιο, φύλλα 136 (137). 138 (139) και 139 (140), επιστολή τής Γερουσίας προς τον εγκατεστημένο στο Μιλάνο συμβολαιογράφο τους Φραντσέσκο ντέλλα Σιέγκα με ημερομηνία 17 Ιανουαρίου 1424].
- [←56]
-
Sanudo, Vite de duchi, στο HISS. XXII, στήλη 978E. Πρβλ. Iorga, ROL, V, 190, 192, Notes et extraits, I, 389, 391.
- [←57]
-
Sathas, III, αριθ. 858, σελ. 281-82, Iorga, ROL, V, 191, Thiriet, Regestes, II, αριθ. 1973, σελ. 224 και πρβλ. K. M. Setton, Los Catalanes en Crecia, Βαρκελώνη, 1975, σελ. 175 και εξής.
- [←58]
-
Sen. Secreta, Reg. 9. φύλλο 48 (49), Sathas, I, αριθ. 116, σελ. 178-79, Thiriet, Regestes, II, αριθ. 2007, σελ. 232. Σύμφωνα με τον Hopf, στο Ersch και Grumber’s Encyklopadie, τόμ. 86 (ανατυπ. II), σελ. 141b-142a, μια υιοθετημένη κόρη τού Αντόνιο Ατσαγιόλι είχε παντρευτεί τον Αντονέλλο, το νόθο γιο τού Αλιότο Β΄, πράγμα που φαίνεται ότι ήταν αλήθεια.
Πρβλ. Χαλκοκονδύλη, βιβλίο iv, CSHB, Βόννη, σελ. 215, επιμ. Darkò, I (1922), 202:
Ο Αντόνιο έκανε επίσης γαμήλια συμμαχία με τον ηγεμόνα τής Αίγινας, τον γιο τού Αλιότο, ο οποίος ήταν διάσημος για τη φυσική του δύναμη, δίνοντάς του την υιοθετημένη κόρη του. Έδωσε μια άλλη υιοθετημένη κόρη σε νεαρό άνδρα από την Εύβοια, τής οικογένειας Τζόρτζιο, και τον έκανε επίσης γαμπρό του. Έκανε συνθήκη με τούς Ενετούς και βρισκόταν σε ειρήνη μαζί τους. Ο γιος τού Αλιότο, ο ηγεμόνας τής Αίγινας, ήταν φίλος του και τον φρόντιζε καλά όταν τον επισκεπτόταν. Η σοφία και η μετριοπάθεια τού Αντόνιο εξασφάλισαν μακρά εποχή ευημερίας γι’ αυτόν και απέκτησε μεγάλο πλούτο μέσω τής διαχείρισης τής ηγεμονίας, ενώ εξωράιζε την πόλη όσο το δυνατόν περισσότερο.
«οὗτος μὲν οὖν καὶ πρὸς τὸν ἐν τῇ Αἰγίνῃ ἄρχοντα Γαλεώτου παῖδα, τοῦ ἐπὶ ῥώμῃ σώματος ἐπισήμου ὄντος, ἐπιγαμίαν ποιησάμενος ἐπὶ θετῇ αὐτοῦ θυγατρί, καὶ ἀπὸ Εὐβοίας νεανίαν τῆς Γεωργίου οἰκίας κηδεστὴν ἐπὶ ἑτέρᾳ αὐτοῦ θετῇ ποιησάμενος, πρός τε τοὺς Οὐενετοὺς σπονδάς τε ποιησάμενος ἡσυχίαν ἦγε. καὶ Γαλεώτου τὸν παῖδα, Αἰγίνης δὲ ἄρχοντα, ἐπιτήδειον ἔχων, παρ’ αὐτὸν φοιτῶντα ἐθεράπευε, καὶ σωφρονῶν ἐπὶ πολὺ δὴ τοῦ χρόνου διεγένετο εὐδαιμονῶν, ἀπό τε τῆς κατὰ τὴν ἀρχὴν οἰκονομίας πλοῦτον ἑαυτῷ περιποιούμενος καὶ τὴν πόλιν ὡς οἷόν τε μάλιστα κοσμῶν.»
Μεταγενέστερο κείμενο αναφέρεται στον Αντονέλλο ως «φυσικό γιο τού άρχοντα Αλεότο, που γεννήθηκε από μια δουλοπάροικο» (filius naturalis domini Aleoti, qui natus fuit ex una villana) [Arch. di Stato di Venezia, Senato Mar, Reg. 1, φύλλο 12, έγγραφο με ημερομηνία 17 Ιανουαρίου 1441]. Όμως η απόφαση τής Γερουσίας στις 6 Νοεμβρίου 1425 δείχνει ότι η «εν λόγω κυρία» ήταν παντρεμένη με τον ίδιο τον Αλιότο: «…dicit dictus dominus Antonius [de Azaiolis] uxorem dicti domini Legene ius habere….».
Tο γενεαλογικό δέντρο των Καουπένας στον Hopf, Chron. gréco-romanes, σελ. 475 χρειάζεται κάποια διόρθωση, γιατί τα πρώτα μέλη τής οικογένειας που έγιναν άρχοντες τής Αίγινας, καθώς και η ίδια η Ενετική Γερουσία, δεν ήσαν πάντα πλήρως ενημερωμένα για τις οικογενειακές σχέσεις των δυναστών τού νησιού, καθώς στις 12 Ιουνίου 1461 βρίσκουμε τον θείο του Αντονέλλο, τον Αρνάου, να προσδιορίζεται ως αδελφός του! [Mar, Reg. 7, φύλλο 21].
- [←59]
-
Ο Ιωάννης Η’ Παλαιολόγος ανέμενε για αρκετό καιρό κάποια σύγκρουση με τον Κάρλο Τόκκο και εξόπλιζε πλοία και γαλέρες εναντίον του από τις αρχές τής άνοιξης τού 1426, όπως πληροφορούσε την Ενετική Γερουσία πρεσβευτής τού Τόκκο στις 3 Ιουνίου [Iorga, ROL, V, 322. Notes et extraits, I, 422].
Υπάρχει συνοπτική περιγραφή των ενετικών δυσκολιών με τούς Αλβανούς και τής πολιτικής τής Γερουσίας απέναντί τους, ιδιαίτερα στον Μοριά κατά το πρώτο μισό τού 14ου αιώνα, στον Alain Ducellier, «Les Albanais dans les colonies venitiennes au XVe siècle», Studi Veneziani, X (1968), 47-64.
- [←60]
-
Η μάχη και τα γεγονότα που οδήγησαν σε αυτήν περιγράφονται σε ανώνυμο ελληνικό πανηγυρικό τού Μανουήλ Β΄ και τού Ιωάννη Η’ σε χειρόγραφο τού 15ου αιώνα στη Bibl. Apost. Vaticana, Cod. pal. gr. 226, φύλλα 110-111, το οποίο δημοσίευσε ο Σπ. Π. Λάμπρος, Παλαιολόγεια και Πελοποννησιακά, IΙΙ (1926), εισαγωγή, σελ. 26-81, 195-97 και για το οποίο πρβλ. Zakythinos, Despotat grec de Morée, I, 200-201.
Ο ναύαρχος Λεοντάριος αυτής τής σύγκρουσης είναι πιθανώς ο Δημήτριος Λάσκαρις Λεοντάριος (Λεοντάρης), γνωστός Βυζαντινός στρατιωτικός και διπλωμάτης, που πέθανε στις 6 Σεπτεμβρίου 1431 και για τον οποίο βλέπε Δούκα, κεφάλαια 22-24, CSHB, Βόννη, σελ. 118-21, 133-34, 139 και εξής, Σφραντζή, Χρονικόν (PG 156, 1028), επιμ. Grecu, σελ. 10, Ψευδο-Σφραντζή, I, 28-29 (37-38), CSHB, Βόννη, σελ. ΙΙΙ και εξής, επιμ. Papadopoulos, I, 115 και εξής, επιμ. Grecu, σελ. 250 και εξής, F. Miklosich και J. Müller (επιμ.), Acta et diplomata graeca medii aevi, III (Βιέννη, 1865, ανατυπ. 1968), 162, 172, 185, Iorga, Notes et extraits, 44, 49, 66, παραθ. από Σπ. Π. Λάμπρος, Παλαιολόγεια και Πελοποννησιακά, I (1912), εισαγωγή, σελ. 47, 213-14, Hopf, στο Ersch και Gruber, Encykl., τόμ. 86 (ανατυπ. II), σελ. 54b] και Iorga, Gesch. d. osman. Reiches, I, 374, 376.
Για τις Εχινάδες πρβλ. John Murray, Handbook for Travellers in Greece, Λονδίνο, 1854, σελ. 89-90, 120b.
- [←61]
-
Για την περίοδο 1421-1428 και μόνο πρβλ. Ιorga, ROL, V, 111-13, 120-21, 126, 130-31, 135, 139-41, κλπ. Στο ίδιο, σελ. 330-31, 335, 374-76, 382, 385. Όμως οι Ενετοί ήσαν σε θέση να αγοράζουν τουρκική βοήθεια εναντίον των δικών τους εχθρών στην Αλβανία [πρβλ. Ljubić, Listine, VIII (1886), 3, 5-6, έγγραφα έτους 1419]. Διάφορα σχετικά έγγραφα αυτής τής περιόδου υπάρχουν στο Gelcich και Thallóczy, Diplomatarium ragusanum (1887), ιδιαίτερα σελ. 300 και εξής, 319, ενώ βλέπε και Sen. Secreta, Reg. 8, φύλλα 28 και εξής (29 και εξής), 35 (36), 50 (51), 51 και εξής (52 και εξής) και αλλού σε αυτό το μητρώο (1421-1424), καθώς και Valentini, Acta Albaniae veneta, τόμοι X και εξής, passim.
- [←62]
-
Πρβλ. Heinrich Kretsrhmayr, Geschichte von Venedig, II (Γκότα, 1920, ανατυπ. Άαλεν, 1964), 277-78, 331 και εξής, 354-56, 634 για τη Βενετία και την κατάληψη τής Θεσσαλονίκης. Tο ενετικό πολιτικό υπόβαθρο καθώς και οι ναυτικές επιχειρήσεις των Ενετών διοικητών στο Αιγαίο στη διάρκεια όλης αυτής τής περιόδου διερευνώνται στο παλαιό αλλά εξαιρετικό άρθρο τού Camillo Manfroni, «La Marina Veneziana alla difesa di Salonicco (1423-1430)», Nuovo Archivio veneto, XX (νέα σειρά, X. 1910), 5-68.
- [←63]
-
Ο Έλληνας αρχιεπίσκοπος Θεσσαλονίκης αποδείχθηκε καλός φίλος των Ενετών, οι οποίοι δέσμευσαν πενήντα δουκάτα στις 16 Ιουλίου 1424, για να τού στείλουν δώρα [Arch. di Stato di Venezia, Misti, Reg. 55, φύλλο 42 (43)]:
«Επειδή οι φροντιστές μας στη Θεσσαλονίκη είναι πολύ πεπεισμένοι, ότι το κράτος μας πρέπει να στείλει και να παρουσιάσει μερικά δώρα στον αιδεσιμότατο άρχοντα αρχιεπίσκοπο Θεσσαλονίκης, που είναι πολύ πιστός στο κράτος μας, αποφασίζεται, ότι μπορούν να δαπανηθούν μέχρι πενήντα δουκάτα για την αποστολή δώρων στον εν λόγω αρχιεπίσκοπο, σε πράγματα που θα θεωρήσει κατάλληλα το κράτος μας».
(Quia per provisores nostros Salonichi multum fuit persuasum dominio nostro quod mittantur et presententur aliqua dona reverendo domino Archiepiscopo Salonichi, qui est fidelissimus nostri dominii, vadit pars quod possint expendi usque ducati quinquaginta pro mittendo presentatum dicto Archiepiscopo in illis rebus que dominio nostro videbuntur)
Πρβλ. Thiriet, Regestes, II, 110, 1947, σελ. 219, ο οποίος γράφει λανθασμένα πεντακόσια δουκάτα.
- [←64]
-
Sen. Secreta, Reg. 8, φύλλα 110 και εξής (111 και εξής) με ημερομηνία 7 Ιουλίου 1423, δημοσιευμένα από τον Σάθα, Documents inédits relatifs a l’ histoire de la Grèce au moyen age, Ι (1880, ανατυπ. 1972), αριθ. 80, σελ. 133-39, τον Valentini, Acta Albaniae veneta, XI, αριθ. 2.765, σελ. 265-75 και πρβλ. γενικά Amadio Valier, Cron. Cod. Cicogna, αριθ. 3631, φύλλο 277, Hopf, στο Ersch και Gruber, Encykl., τόμ. 86 (ανατυπ. II), σελ. 82a, 87-88, Wm. Miller, Latins in the Levant (1908), σελ. 394-95, Iorga, Gesch. d. osman. Reiches, I (1908), 399 και εξής], Κ. Δ. Μέρτζιο, Mνημεῖα μακεδονικῆς Ἱστορίας, Θεσσαλονίκη, 1947, σελ. 34-36 (Mακεδονική Βιβλιοθήκη, τόμ. 7) και Paul Lemerle, «La Domination venitienne a Thessalonique» στο Miscellanea Giovanni Galbiati, III (Μιλάνο, 1951), 219-25 (Fontes Ambrosiani, τόμ. XXVII).
Οι περισσότεροι από τούς χρονικογράφους αναφέρουν την ενετική απόκτηση τής Θεσσαλονίκης. Βλέπε Δούκα, κεφ. 29, CSHB, Βόννη, σελ. 197-98:
«Πολύ αναστατωμένοι από τις καθημερινές επιθέσεις των Τούρκων, λιμοκτονώντας από την έλλειψη επαρκών προμηθειών και στερημένοι από κάθε βοήθεια (η Κωνσταντινούπολη υπέφερε από τις δικές της συμφορές και δεν μπορούσε να στείλει βοήθεια), οι Θεσσαλονικείς έστειλαν αρκετούς αξιωματούχους στους Ενετούς με την απόφαση (με ή χωρίς τη συγκατάθεση τού δεσπότη) να τούς παραδώσουν τη Θεσσαλονίκη. Οι Ενετοί αποδέχτηκαν ευχαρίστως την προσφορά και συμφώνησαν να υπερασπιστούν, να εφοδιάσουν και να φέρουν τόση ευημερία στην πόλη, που θα μεταμορφωνόταν σε δεύτερη Βενετία. Οι Θεσσαλονικείς, από την πλευρά τους, υπόσχονταν να είναι τόσο νομιμόφρονες στην κοινότητα των Ενετών, όσο εκείνοι που είχαν γεννηθεί και ανατραφεί στη Βενετία. Μόλις σφραγιζόταν η συνθήκη, θα έφερναν ένα δόγη στη Θεσσαλονίκη με μοίρα δέκα γαλερών, θα έβαζαν αυτόν στην πόλη και θα έβγαζαν τον δεσπότη Ανδρόνικο. Αφού επευφημούσαν τον νέο δόγη, οι γαλέρες θα επέστρεφαν στη Βενετία. Αξίζει να σημειωθεί ότι από τότε ο αριθμός των τουρκικών επιθέσεων αυξήθηκε. «Αυτή η Πόλη είναι δική μας», υποστήριζαν οι Τούρκοι, «γιατί αν δεν την είχαμε γονατίσει με τη δύναμη των όπλων μας, δεν θα είχε περάσει με εσάς». Μέσα λοιπόν σε αυτό το πνεύμα ἐγινε δυνατή μάχη, αλλά οι Τούρκοι επικράτησαν ενώ πεινούσαν οι Θεσσαλονικείς. Οι Λατίνοι φοβήθηκαν ότι οι Ρωμιοί, που υπέφεραν πολύ, θα σηκώνονταν, θα εξεγείρονταν και θα έβαζαν τούς Τούρκους στην πόλη για να διώξουν τούς Ενετούς (η πόλη ανήκε προηγουμένως στους Τούρκους). Έτσι αποφάσισαν να μετακινήσουν τα νοικοκυριά τής αριστοκρατίας των Ρωμιών έξω από τη Θεσσαλονίκη, χωρίζοντάς τα μεταξύ Εύβοιας, Κρήτης και Βενετία…»
«…ἀγανακτήσαντες οὖν οἱ Θεσσαλονικεῖς τὴν καθ’ ἑκάστην ἔφοδον τῶν Τούρκων, καὶ μὴ ἔχοντες ἐλπίδα ποθὲν (ἡ γὰρ πόλις ἔφερε τὰ κατ’ αὐτῆς δεινὰ καὶ οὐχ ὑπέφερεν· ἐλίμωττον γὰρ οἱ Θεσσαλονικεῖς ἐνδείας τῶν ἀναγκαίων), στέλλουσί τινας τῶν ἀρχόντων πρὸς Βενετικοὺς μετὰ βουλῆς, τοῦ δεσπότου θέλοντος ἤ καὶ μὴ θέλοντος, τοῦ παραδοῦναι τὴν Θεσσαλονίκην αὐτοῖς. αὐτοὶ δὲ οἱ Βενετικοί ἀσπασίως τὴν ἀγγελίαν δεξάμενοι συνέθεντο τοῦ φυλάξαι καὶ θρέψαι καὶ εὐτυχῆσαι τὴν πόλιν καὶ εἰς δευτέραν Βενετίαν μετασχηματίσαι· καὶ αὐτοὶ Θεσσαλονικαῖοι ἔστερξαν τοῦ εἶναι πιστοὶ ἐν τῇ κοινότητι τῶν Βενετικῶν, ὥσπερ αὐτοὺς τοὺς ἐν Βενετίᾳ καὶ γενηθέντας καὶ τραφέντας. γενομένων οὖν τῶν συνθηκῶν διὰ δέκα τριήρεων ἄγουσι δοῦκαν ἐν Θεσσαλονίκῃ, καὶ εἰσάγουσιν αὐτὸν ἐντός, καὶ ἐξάγουσι τὸν δεσπότην Ἀνδρόνικον. καὶ τὸν νέον δοῦκαν εὐφημήσαντες ὑπέστρεψαν αἱ τριήρεις ἐν Βενετίᾳ, καὶ ἦν ἰδεῖν ἔκτοτε πλῆθος πολέμων, λέγοντες οἱ Τοῦρκοι “ἡ πόλις αὕτη ἡμετέρα ὑπάρχει· εἰ γὰρ ἡμεῖς ταύτην ἀσθενοῦσαν οὐκ ἀπεδείξαμεν, οὐκ ἄν εἰς ὑμᾶς ἀπέκλινεν.” ἐν γὰρ τούτῳ τῷ φρονήματι καρτερὰ μάχη ἐγένετο, καὶ ὑπερίσχυον οἱ Τοῦρκοι, ἐλίμωττον δὲ οἱ Θεσσαλονικεῖς. οἱ δὲ Λατῖνοι φοβούμενοι μὴ πως οἱ Ῥωμαῖοι στενοχωρηθέντες ποιήσουσιν ἄνταρσιν καὶ εἰσάξουσι τοὺς Τούρκους, τοὺς δὲ Βενετικοὺς διώξουσιν (ἦν γὰρ καὶ προλαβὼν ἡ πόλις τῶν Τούρκων), ἤρξαντο τοὺς τῶν εὐγενῶν Ῥωμαίων οἴκους μεταστέλλειν, τοὺς μὲν εἰς Εὔβοιαν, τοὺς δὲ ἐν Κρήτῃ, ἄλλους ἐν Βενετίᾳ…»
Βλέπε επίσης Χαλκοκονδύλη, βιβλίο iv, CSHB, Βόννη, σελ. 205-6:
Ο Μανουήλ ανέθεσε τη διοίκηση τής Θεσσαλονίκης στον Ανδρόνικο, έναν άνδρα όχι λιγότερο ευγενή από τον αυτοκράτορα Ιωάννη. Ύστερα από λίγο καιρό ο Ανδρόνικος αρρώστησε από λέπρα και έδωσε τη Θεσσαλονίκη στους Ενετούς, καθώς η πόλη δεν μπορούσε να αμυνθεί σωστά και οι υποθέσεις της βρίσκονταν ήδη σε αταξία. Επειδή αυτοί θεώρησαν ότι αυτό θα ήταν καλύτερο τόσο για τούς ίδιους όσο και για την πόλη, την έδωσαν στους Ενετούς με αντάλλαγμα ένα μικρό ποσό.
«Ἀνδρονίκῳ μὲν τήν τε Θέρμην ἐπέτρεψεν οἰκεῖν, ἀνδρὶ οὐκ ἀγεννεῖ μετά γε Ἰωάννην τὸν βασιλέα. καὶ ἐπί τινα χρόνον διαγενόμενος ἐς νόσον περιῆλθεν ἐλεφαντίασιν, καὶ τὴν Θέρμην ἀπέδοτο τοῖς Οὐενετοῖς, ὡς τῆς τε πόλεως οὐκ ἐπιτηδείως ἐχούσης ἐς φυλακὴν αὐτῆς, καὶ σφίσι τὰ πράγματα πονήρως ἤδη ἔχοντα. καὶ ὡς ἐδέδοκτο ἤδη αὐτοῖς ταύτῃ σφίσι τε αὐτοῖς καὶ τῇ πόλει ἄμεινον ἔσεσθαι, ἀπέδοτο ταύτην τοῖς Οὐενετοῖς οὐ πολλοῦ τινός.»
Ενώ φυσικά από τον Ψευδο-Σφραντζή, I, 17 (CSHB, Βόννη, σελ. 64, επιμ. Papadopoulos, I, 69 και I, 31 (40), CSHB, Βόννη, σελ. 122, επιμ. Papadopoulos, I, 125, eπιμ. Grecu, σελ. 260, προέρχεται η διάσημη δήλωση ότι ο Ανδρόνικος πούλησε την πόλη στη Βενετία για 50.000 δουκάτα:
Φάνηκε καλό (στον δεσπότη κυρ Ανδρόνικο) να πουλήσει τη Θεσσαλονίκη στην Ενετική Γερουσία για 50.000 χρυσά νομίσματα.
«…ἔδοξεν (τῷ δεσπότῃ κύρ Ἀνδρονίκῳ) πωλῆσαι την Θεσσαλονίκην τῇ τῶν Ἐνετῶν γερουσίᾳ διὰ χρυσίνους χιλιάδας πεντήκοντα.»
Για τούς Ενετούς χρονικογράφους πρβλ. Iorga, ROL, V, 141, σημείωση 2 και Hopf, II, 87a, σημείωση I. Αν και έχει συχνά υποτεθεί ότι ο Ανδρόνικος όντως πούλησε την πόλη στους Ενετούς, ο Μέρτζιος, Μνημεία, σελ. 30-34 και o Lemerle, Miscell. Galbiati, III, 222 πολύ σωστά αμφισβητούν το συμπέρασμα, με το επιχείρημα ότι «δεν υπάρχει καμία αναφορά σε πώληση στα έγγραφα που είναι ως τώρα γνωστά» (il n’est nulle part question de vente dans les documents jusqu’ ici connus).
Πρβλ. Barker, Manuel II Palaeologus, σελ. 373-74, σημείωση. Παρά το γεγονός ότι ο Iorga, ROL, V, 165 και Notes et extraits, I, 364 συνοψίζοντας τις οδηγίες που δόθηκαν από τη Γερουσία προς τον Ενετό ναυτικό γενικό διοικητή στις 17 Απριλίου 1424 [Sen. Secreta, Reg. 8, φύλλα 150-151 (151-152)], γράφει ότι «… η Βενετία αγόρασε την πόλη από τον πραγματικό άρχοντά της» (… Venise a achetè la ville à son vrai seigneur), το έγγραφο στην πραγματικότητα γράφει
«δεχθήκαμε την εν λόγω πόλη από αυτόν που ήταν ο πραγματικός άρχοντάς της για να προλάβουμε τη βίαια κατάληψή της από περιφρονητέους κυρίους [τους Τούρκους] …»
(… quia dictam civitatem accepimus ab illo qui erat verus dominus civitatis predicte quam intromissionem non fecimus in vilipendium domini…)
[στο ίδιο, φύλλο 150 (15l)], πράγμα που είναι βέβαια διαφορετικό. Tο έγγραφο αυτό δεν αναφέρεται σε πώληση τής Θεσσαλονίκης, γιατί δεν υπήρξε τέτοια πώληση. Tο κείμενο υπάρχει επίσης στον Valentini, Acta Albaniae veneta, XII, αριθ. 2.887, σελ. 55.
Μάλιστα η δήλωση τού Ψευδο-Σφραντζή, I, 31, ότι ο Ανδρόνικος πούλησε τη Θεσσαλονίκη στους Ενετούς για 50.000 δουκάτα αντιγράφηκε προφανώς από το χρονικό τού 16ου αιώνα, που αποδίδεται στον «Δωρόθεο Μονεμβασίας», «διὰ φλωρία χιλιάδες πενῆντα» [Βιβλίον ἱστορικόν, ανατυπ. 1743, σελ. 406, αναφερόμενο από τον R. J. Loenertz, Miscellanea Giovanni Mercati, III (1946), 304, 306-307 στο Studi e testi αριθ. 123, για το οποίο όμως βλέπε πιο κάτω σημείωση 99], πράγμα που αποτελεί απλώς ένδειξη ότι το Μεγάλο Χρονικό (Chron. Maius) τού Ψευδο-Σφραντζή αποτελεί σύνταξη τού ύστερου 16ου αιώνα (μετά τη δεκαετία τού 1570).
Εδώ υπάρχει και η απόδειξη, την οποία ο Μέρτζιος, Μνημεία, σελ. 34 χρειαζόταν για να εξηγήσει το στενόχωρο κείμενο τού Μεγάλου Χρονικού, το οποίο ο ίδιος πίστευε ότι ήταν αυθεντικό έργο τού Σφραντζή. Εκπλήσσεται κανείς βλέποντας τον Jean Tsaras, «La fin d’ Andronic Paléologue, dernier despot de Thessalonique», Revue des études sud-est européennes, III (1965), 419-32 να αναφέρεται σχεδόν σε κάθε σελίδα στην πώληση τής Θεσσαλονίκης από τον Ανδρόνικο στους Ενετούς.
- [←65]
-
Sen. Secreta, Reg. 8, φύλλα 114-118 (115-119), Sathas, I, αριθ. 89. σελ. 141-50, Thiriet, Regestes, II, αριθ. 1898, σελ. 207-8. Eπίσης πρβλ. Μέρτζιο, Μνημεία, σελ. 36-39, ο οποίος παρέχει επίσης κακής ποιότητας αναπαραγωγή τού εγγράφου, χωρίς αναφορά στην προγενέστερη δημοσίευσή τού από τον Σάθα. Tο αντίγραφο (πιν. DD’) δείχνει ότι ο Μέρτζιος (σελ. 38) έχει άδικο όταν αναφέρει ότι οι Βενιέρ και Τζόρτζι επρεπε να ζητήσουν από την κυβέρνηση τής Κρήτης να τούς στείλει 500 βαλλιστές και δείχνει ότι ο αντιγραφέας τον οποίο χρησιμοποίησε ο Sathas, I, 146 αντέγραψε σωστά την ενετική εξουσιοδότηση «έτσι ώστε ύστερα από αίτημά σας να σάς στείλουμε πενήντα βαλλιστές» (ut ad omnem vestram requisitionem vobis mittere debeant ballistarios quinquaginta) [φύλλο 116 (117)].
Οι stradioti στρατολογούνταν συνήθως από τον Μοριά, την Αλβανία και τη Δαλματία. Ο όρος προέρχεται από τον αρχαίο ελληνικό στρατιώτης. Ίσως προέρχεται από τη λέξη strata («δρόμος»), όπου ο έφιππος μισθοφόρος αποτελούσε συνηθισμένο θέαμα στους κύριους δρόμους τού 15ου αιώνα. Bλέπε H. και R. Kahane και A. Pietrangeli, «Cultural Criteria for Western Borrowings from Byzantine Greek» στο Homenaje a Antonio Tovar, Μαδρίτη, 1972, σελ. 212.
- [←66]
-
Sanudo, Vite de duchi, στο RISS, XXII (1733), στήλες 970CD, 974BC, που γράφει λίγo-πολύ το ίδιο πράγμα με το Cron. Zancaruola, στο οποίο αναφέρεται ο Iorga, ROL, V, 141-42, σημείωση και πρβλ. Gesch. d. osman. Reiches, I, 400. Βλέπε επίσης Lemerle, Miscellanea G. Galbiati, III, 222 και Μέρτζιο, Μνημεία, σελ. 39-44.
Η συναίνεση τού Μανουήλ Β΄ για την ενετική κατάληψη τής Θεσσαλονίκης αναφέρεται άμεσα στις εντολές τής αποστολής, που δόθηκαν από τον δόγη Φραντσέσκο Φόσκαρι στον Φαντίνο Μιτσιέλ, όταν ο τελευταίος διαδέχθηκε τον Πιέτρο Λορεντάν ως ναυτικός γενικός διοικητής.
Ο Μιτσιέλ έπαιρνε την εντολή, αν τύχαινε να βρεθεί ο ίδιος σε επαφή με τον σουλτάνο,
«να πει και να εξηγήσει στον εν λόγω Τούρκο ή σε άλλους, στους οποίους θα στελνόταν με τον εν λόγω τρόπο, ότι από τον ευγενούς καταγωγής στρατιωτικό Νικκολό Τζόρτζι, δικό μας πρεσβευτή, τον οποίο στείλαμε να παρουσιαστεί ενώπιον τής εξοχότητάς του, να πει και να εξηγήσει τι έχουμε κάνει, ότι ο λαμπρός άρχοντας δεσπότης Θεσσαλονίκης έδωσε στο κράτος μας την πόλη τής Θεσσαλονίκης, λόγω τού σεβασμού τού δικού μας κράτους προς τον Θεό και ακόμη ότι με τη συναίνεση τού γαληνότατου κυρίου αυτοκράτορα την παραλάβαμε και την αποδεχτήκαμε και επειδή θεωρήσαμε, ότι ο εν λόγω κύριος δεσπότης, αν δεν παίρναμε την εν λόγω πόλη, θα την περνούσε στα χέρια άλλων χριστιανών όχι φιλικών προς την εξοχότητά του, και για το λόγο αυτό ήμασταν μάλλον ικανοποιημένοι να την έχουμε εμείς, παρά να φτάσει στα χέρια άλλων, επειδή έχουμε την πρόθεση να ζήσουμε γειτονικά και φιλικά με την εξοχότητά του…» [Sen. Secreta, Reg. 9, φύλλο 6 (7)].
(quod dicto Turcho sive illis qui ad dictam praticam mitterentur dicere et exponere debeas quod per nobilem virum Nicolaum Georgio militem, ambassiatorem nostrum quem ad presentiam sue Excellentie misimus, dici et exponi fecimus quod illustris dominus despotus Salonichi dedit nostro dominio civitatem Salonichi, quam nostra dominatio ob reverentiam Dei etiam de assensu serenissimi domini imperatoris accepit et acceptavit, et quia sentiebamus quod dictus dominus despotus, si dictam civitatem non accepissemus, illam volebat in manibus aliorum Christianorum non amicorum sue Excellentie ponere, ob hanc causam fuimus contenti illam potius habere quam ad manus aliorum perveniret, quia sumus dispositi cum sua Excellentia amicabiliter vivere et vicinare…)
Tο κείμενο ξεκαθαρίζει επίσης ότι οι Ενετοί δεν αγόρασαν τη Θεσσαλονίκη «για 50.000 δουκάτα».
- [←67]
-
Arch. di Stato di Venezia, Misti, Reg. 55. φύλλο 15 (16), «MCCCCXXIIII, die XII Αprilis» (12 Απριλίου 1424):
«Την προηγούμενη μέρα με ειδική προσωπική επιστολή κατοίκων τής Κέρκυρας μαθαμε ότι ο ευγενής κύριος Νικκολό Τζόρτζι, στρατιωτικός και πρεσβευτής μας, ο οποίος παρουσιάστηκε ενώπιον των Τούρκων, έμπλεξε σε διαφωνίες με το εν λόγω Τούρκο και πρόσφατα, με επιστολή τής διοίκησής μας στην Κέρκυρα, που στάλθηκε την τελευταία ημέρα τού μήνα Μαρτίου, μάθαμε ότι η εν λόγω κυβέρνηση είχε μέσω Ιωαννίνων την εντύπωση, ότι όταν ο εν λόγω κύριος Νικκολό Τζόρτζι, στρατιωτικός, είχε αναχωρήσει από τον εν λόγω Τούρκο και επέστρεφε στη Θεσσαλονίκη, ο όδιος ο εν λόγω Τούρκος τον έθεσε υπό κράτηση και για την τιμή και την φήμη τού κράτους μας πρέπει να προβλέψουμε τα απαραίτητα…».
(Cum pridie per litteras specialium personarum habitas de Corphoy habuerimus nobilem virum Ser Nicolaum Georgio militem ambassiatorem nostrum, qui ivit ad presentiam Turchi, a dicto Turcho discordem recessisse et modo nuper per litteras regiminis nostri Corphoy datas ultimo mensis Martii habuerimus dictum regimen persensisse per viam Ianine quod dum dictus Ser Nicolaus Gcorgio miles recessisset a dicto Turcho et reverteretur Salonicum, dictus Turchus eundem in itinere retineri fecit, et pro honore et fama nostri dominii neccessarium sit providere…)
Πρβλ. Sen. Secreta, Reg. 8, φύλλα 150-151 (151-152), έγγραφο με ημερομηνία 17 Απριλίου 1424.
Βλέπε επίσης Valentini, Acta Albaniae veneta, XII, αριθ. 2.885 και 2.887, σελ. 49-50, 51 και εξής, Iorga, ROL, V, 164 και Notes et extraits, I, 362-63, Μέρτζιο, Μνημεία, σελ. 45, Thiriet, Regestes, II, αριθ. 1929, σελ. 214.
- [←68]
-
Sen. Secreta, Reg. 8, φύλλα 156 (157), 158-160 (159–161). Sathas, I, αριθ. 101-8, σελ. 163-70, με ημερομηνία 21 Μαΐου και 28 Ιουνίου 1424. Iorga, ROL, V, 168, έγγραφα με ημερομηνία 19-25 Μαΐου 1424, για την εκλογή των Μπερνάρντο Λορεντάν και Τζάκοπο Ντάντολο και πρβλ. σελ. 169, 170 και Notes et extraits, I, 367 και πρβλ. σελ. 368, 369. Thiriet, Regestes, II, αριθ. 1933-35 και εξής, σελ. 216 και εξής.
Η καταγραφή τής συνεδρίασης τής Γερουσίας στις 19 Μαΐου (1424) περιγράφει τον τρόπο με τον οποίο επιλέχθηκαν ο δούκας και ο διοικητής [Arch. di Stato di Venezia, Misti, Reg. 55, φύλλο 24 (25)]:
«… Επιθυμούν [οι Σοφοί, το Συμβούλιο, κλπ.] να επιλεγούν ύστερα από έρευνα σε αυτό το Συμβούλιο [των κλητών, δηλαδή τη Γερουσία] δύο επίσημοι ευγενείς, ένας εκ των οποίων, δηλαδή αυτός που θα πάρει τις περισσότερες ψήφους, ξεπερνώντας το μισό τού αριθμού των μελών τού Συμβουλίου, να έχει τον τίτλο τού δούκα και ο δεύτερος να έχει τον τίτλο τού στρατιωτικού διοικητή…».
(…Volunt quod eligi debeant per scruptinium in isto Consilio duo solemnes nobiles quorum alter, scilicet ille qui plures ballotas habuerit transeundo medietatem Consilii, habeat titulum duche et secundus habeat titulum capitanei…)
Θα υπηρετούσαν για δύο χρόνια και όσο περισσότερο θα χρειαζόταν για να φτάσουν οι διάδοχοί τους στη Θεσσαλονίκη. Οι θέσεις είχαν μισθό 1.000 χρυσά δουκάτα, αλλά ήσαν προφανώς επικίνδυνες.
Πριν την εκλογή τού Μπερνάρντο Λορεντάν ως δούκα, είχε αρνηθεί την ευθύνη ο πρεσβύτερος Τζάκοπο Τρεβιζάν, ενώ πριν αποδεχθεί ο Τζάκοπο Ντάντολο τη θέση τού διοικητή Θεσσαλονίκης, την είχαν αρνηθεί οι πρεσβύτερος Φαντίνο Μιτσιέλ, Φραντσέσκο Μπέμπο, Μάρκο Ντάντολο, Μπαρτολομμέο Μοροζίνι και Αντρέα Κονταρίνι!
- [←69]
-
Arch. di Stato di Venezia, Misti, Reg. 55. φύλλο 15 (16) και Sen. Secreta, Reg. 8, φύλλα 150-151 (151-152), με περιλήψεις στον Iorga, ROL, V, 163-66 και Notes et extraits, I, 362-65, έγγραφα με ημερομηνία 12 και 17 Απριλίου 1424:
«… Και όταν είναι απαραίτητη η πρόβλεψη για τη καλή επικουρία και την εξασφάλιση τής πόλης τής Θεσσαλονίκης, αν ο Τούρκος ή κάποια έθνη του είναι εναντίον τής εν λόγω πόλης, μπορούμε να στείλουμε σε επικουρία τής πόλης αυτής μία ή δύο γαλέρες, θεωρώντας καλύτερο, ότι με τις υπόλοιπες από τις εν λόγω γαλέρες πρέπει να σπεύσουμε ταχύτατα και να εισέλθουμε στην κυρίως Ρωμανία. Και αν ο Τούρκος ή τα έθνη του δεν είναι εναντίον τής Θεσσαλονίκης, αν δεν θα υπάρχει ανάγκη να απομακρύνουμε κάποιες γαλέρες μας, πρέπει με όλες τις γαλέρες μας να εισβάλουμε σε αυτόν αποφασιστικά, για ζημιά, βλάβη και καταστροφή των ανθρώπων και των τόπων των εν λόγω Τούρκων από τη θάλασσα, όπου θα μπορούμε να τού προκαλέσουμε απώλειες με όλα τα δυνατά μέσα και τρόπους, αποτρέποντας επίσης αυστηρά να περνά από την Καλλίπολη και από άλλα περάσματα και να διασχίζει από την Τουρκία στην Ελλάδα και από την Ελλάδα στην Τουρκία …» [Sen. Secreta, Reg. 8, φύλλο 150 (151)].
(… Facta autem provisione necessaria ad bonam custodiam et conservationem civitatis Salonichi si Turchus vel gentes sue essent contra dictam civitatem in dimittendo ad custodiam dicte civitatis unam vel duas galea sicut vobis melius videbitur, volumus quod cum residuo dictarum galearum ire debeatis quam celerius poteritis intra strictum Romanie. Et si Turchus vel gentes sue non essent contra Salonichum, si ibi non foret necesse dimittere galeam aliquam, volumus quod cum omnibus nostris galeis intra dictum strictum ire debeatis ad damna, ruinam, et destructionem gentium et locorum dicti Turchi a marina, ubi illos damnificare poteritis per omnes modos et vias vobis possibiles et ad obviandum quod per passus Gallipolis et alios passus dicti strictus nemo transire possit de Gretia in Turchiam et de Turchia in Gretiam…)
«Όμως ας εγκαταλείψουμε την πρακτική που τηρούμε τόσο με τον άρχοντα τού Θεολόγου [Έφεσος] και των Παλατιών [Mίλητος] όσο και με τον Καραμάνο και άλλους άρχοντες, γιατί αυτή θα μάς προκαλέσει ζημιές και νέα δεινά απέναντι στον εν λόγω άρχοντα των Τούρκων …» [στο ίδιο, φύλλο 151 (152)].
(Ceterum relinquimus in libertate vestra tenendi praticam tam cum domino Theologi et Palatie quam cum Caramano et allis dominis de inde pro inducendo eos ad damna et novitates contra dominum Turchorum predictum…)
Ο Πιέτρο Λορεντάν έφτασε στην Καλλίπολη στις 14 Ιουνίου [ROL, V, 175]. Έγραψε επιστολή με ημερομηνία 1 Ιουλίου [στο ίδιο, σελ. 171] ενώ βρισκόταν ακόμη εκεί, ενώ ο Νικκολό Τζόρτζι (Zorzi) βρισκόταν ακόμη σε κίνδυνο, στις 19 τού μηνός [στο ίδιο, σελ. 172-73]. Ο Λορεντάν περιέγραψε τις επιχειρήσεις εναντίον των Τούρκων στην Καλλίπολη σε επιστολή που έφτασε στη Βενετία στις 12 Σεπτεμβρίου [η οποία παρέχεται στο Cron. Zancaruola, φύλλο 360, ενετικό χειρόγραφο αναφερόμενο από τον Iorga, ROL, V, 175-76]. Ο Sanudo, Vite de duchi, στο RISS, XXII, στήλες 975E-976 συνοψίζει επίσης την επιστολή τού Λορεντάν, αλλά γράφει λανθασμένα ότι έφτασε στο Ναύπλιο τού Μοριά στις 14 Ιουνίου, ενώ [σύμφωνα με το Cron. Zancaruola] ο Λορεντάν έγραφε «Φτάσαμε στην Καλλίπολη στις 14 Ιουνίου…» (Nuy zomzesimo ha Garipoli adi XIIII zugno…) [Tο υλικό που υπάρχει στο άρθρο τού Ιorga στο Revue de l’ Orient Latin (ROL), V, 163-76, υπάρχει επίσης στο Notes et extraits τού ιδίου, I (1899), 362-75, ενώ περιλήψεις διαφόρων σχετικών εγγράφων παρέχονται από τον Thiriet (Regestes, II, αριθ. 1929 και εξής, σελ. 214 και εξής)].
- [←70]
-
M. Kiel, «A note on the Exact Date of Construction of the White Tower of Thessaloniki», Balkan Studies, XIV (1973), 352-57. Ο πύργος κατασκευάστηκε το 1535-1536, κατά τη διάρκεια τής βασιλείας τού σουλτάνου Σουλεϊμάν τού Μεγαλοπρεπούς.
- [←71]
-
Arch. di Stato di Venezia, Misti, Reg. 55, φύλλο 15 (16), έγγραφο που αναφέρθηκε πιο πιο πάνω, με ημερομηνία 12 Απριλίου 1424 και μάλλον λανθασμένα παρατιθέμενο από τον Iorga, ROL, V, 164:
«…Και πρέπει να είναι σαφές στον εν λόγω Tούρκο και σε ολόκληρο τον κόσμο, ότι η συνέχιση τής κράτησης τού εν λόγω πρεσβευτή [Νικολό Τζόρτζι] είναι βαριά και ενοχλητική για την κυριαρχία μας και ότι περιβάλλουμε με στοργή την πόλη τής Θεσσαλονίκης και δεν έχουμε την πρόθεση να την εγκαταλείψουμε, και, αν είναι δυνατόν, να μπορέσουμε να έρθουμε σε ειρήνη με το εν λόγω Tούρκο …».
(… Et ut appareat dicto Turcho et toti mundo quod retentio dicti ambassiatoris [Nicolai Georgio] fuerit et sit nostro dominio gravis et molesta et quod habeamus caram civitatem Salonichi et non intendimus illam derelinquere et etiam, si possibile erit, devenire possimus ad pacem cum dicto Turcho…)
Η λανθασμένη αντιγραφή από τον Iorga τού τελευταίου μέρους αυτού τού κειμένου διασώζεται στο Notes et extraits, I, 363. Στην ανία τής αντιγραφής εγγράφων φοβάμαι ότι όλοι κάνουμε λάθη, μεγάλα ή μικρά. Σημειώνω ότι ο Valentini, τού οποίου οι τόμοι εμφανίστηκαν αφού είχε ολοκληρωθεί η παρούσα εργασία, παραλείπει το «etiam» σε αυτό το απόσπασμα [Acta Albaniae veneta, XII (1971), αριθ. 2.885, σελ. 50].
- [←72]
-
Iorga, ROL, V, 178 και πρβλ. σελ. 180, 182, 183, 190 και Notes et extraits, I, 377 και πρβλ. σελ. 379, 381, 382 και 389.
- [←73]
-
Arch. di Stato di Venezia, Misti, Reg. 55, φύλλο 80 (81), έγγραφο με ημερομηνία 13 Ιανουαρίου 1425:
«Σχετικά με τον πόλεμο που έχουμε με τον Τούρκο και για την ασφάλεια και την άμυνα τής πόλης μας τής Θεσσαλονίκης και άλλων εδαφών και δικών μας τόπων στην ανατολική Μεσόγειο και για να κινητοποήσουμε άλλους δικούς μας είναι αναγκαίο να προβλεφθούν ισχυρές ένοπλες δυνάμεις για την τιμή των κτήσεών μας και για την καλή εφαρμογή τής κινητοποίησής μας, αποφασίζεται ότι πρέπει στο όνομα τού Ιησού Χριστού και για το καλό μας να επιλέξουμε ένα ναυτικό γενικό διοικητή με εικοσιπέντε γαλέρες…».
(Cum propter guerram quam habemus cum Turcho et pro securitate et defensione civitatis nostre Salonichi et aliarum terrarum et locorum nostrorum Levantis et pro allis agendis nostris necessarium sit providere de potenti armata pro honore nostri dominii et pro bona executione agendorum nostrorum, vadit pars quod in nomine Jesu Christi et in bona gratia eligi debeat unus capitaneus generalis maris galearum vigintiquinque…)
Η τοποθέτηση εικοσιπέντε γαλερών στη θάλασσα προϋπέθετε τεράστια δαπάνη. Υπάρχει περίληψη αυτού τού εγγράφου στον Thiriet, Regestes, II, αριθ. 1965, σελ. 223.
- [←74]
-
Sen. Secreta, Reg. 9, φύλλα 5-8 (6-9), Valentini, Acta Albaniae veneta, XII, αριθ. 2.958, σελ. 135-47 (ανολοκλήρωτο), επιστολή Μιτσιέλ ως ναυτικού γενικού διοικητή, με ημερομηνία 2 Απριλίου 1425, με περιλήψεις στους Iorga, ROL, V, 192-96. Notes et extraits, I, 391-95, Μέρτζιο, Μνημεία, σελ. 66-67 και Thiriet, Regestes, II, αριθ. 1980, σελ. 225-26:
«… Και έχοντας πάρει όλες τις πληροφορίες θεωρούμε ότι πρέπει με τον κύριο αρχιεπίσκοπο και μαζί με τούς δικούς μας ευγενείς και πιστούς εκεί, εκ των οποίων έχει συγκεντρωθεί μεγάλος αριθμός, καθώς και με εκείνους που δηλώνουν, ότι η επιμελής κυριαρχία μας είναι καλή και κατάλληλη, να έχουμε και να διατηρούμε υπό την κυριαρχία μας την εν λόγω πόλη και τη στάση τους, στέλνοντας εσείς στα εν λόγω μέρη δικό μας ισχυρό στρατό, για να υπερασπιστεί την εν λόγω πόλη και για να επιτεθεί και να καταστρέψει εκείνους που είναι πρόθυμοι να καταπιέζουν, παροτρύνοντάς τους για καλή πίστη απέναντι στο δικό μας κράτος με τα κατάλληλα λόγια που θα υποδείξει η σοφία σας …» [φύλλο 5 (6)].
(… Et sumpta plena informatione volumus quod esse debeas cum domino Archiepiscopo et cum illis nobilibus et fidelibus nostris de inde de quibus bonum numerum facias convocari et eis declarari quod dominatio nostra diligens bonum et comodum dicte civitatis et disposita eos tenere et conservare sub nostro dominio te misit ad dictas partes cum potenti armata nostra pro deffensione dicte civitatis et ad inpugnationem et ruinam volentium illam opprimere, hortando eos ad bonam fidelitatem erga nostrum dominium cum illis pertinentibus verbis que tue sapientie videbuntur…)
Αν ο Μιτσιέλ εύρισκε, φτάνοντας στη Θεσσαλονίκη, ότι ο Τούρκος διεκδικητής Μουσταφά και άλλοι διαφωνούντες Τούρκοι «ευημερούσαν» και είχαν πιθανότητες επιτυχίας στην αντίθεσή τους με τον Μουράτ, έπρεπε να καταλήξει σε κάποια συνεννόηση μαζί τους. Αλλιώς έπρεπε να προσπαθήσει να κάνει ειρήνη με τον Μουράτ:
«Σε αυτή την περίπτωση μάς φαίνεται ότι πρέπει να ακολουθήσουμε το δρόμο τής ειρήνης με τον Τούρκο και αφήνουμε στην ελευθερία σας τη διαπραγμάτευση τής εν λόγω ειρήνης …» [φύλλο 6 (7)].
(In isto casu apparet nobis quod debeas sequi modum pacis cum Turcho et permittimus in libertate tua querendi dictam pacem…)
«Όμως, έχετε την εντολή, μέχρι να φτάσουμε στην ειρήνη, ότι πρέπει να είναι προτιμότερο να ζητήσετε και να φροντίσετε, να αποκαταστήσετε και να συμπεριλάβετε τον ευγενή στρατιώτη Νικκολό Τζόρτζι και τον τόπο τής Βουδονίτσας στην εν λόγω ειρήνη …» [φύλλο 8 (9)].
(Ceterum mandamus tibi quatenus perveniendo ad pacem ut prefertur debeas solicitare et procurare, reducere et includere nobilem virum Nicolaum Georgio militem cum loco Bondinicie in pace predicta…)
- [←75]
-
Σφραντζής. Χρονικόν, PG 156, 1034, επιμ. Grecu, σελ. 26:
Στις 4 Μαρτίου τού ίδιου έτους [1429] ο κυρ Ανδρόνικος, ο δεσπότης που είχε γίνει μοναχός και είχε πάρει το όνομα Ακάκιος, πέθανε και θάφτηκε στη Μονή Παντοκράτορος, στην οποία έμενε.
«…Καὶ τῷ αὐτῷ ἔτει ἐν μηνὶ Μαρτίῳ δ’, τέθνηκεν ὁ δεσπότης κὺρ Ἀνδρόνικος, ὁ διὰ τοῦ θείου σχήματος μετονομασθεὶς Ἀκάκιος· καὶ ἐτάφη ἐν τῇ τοῦ Παντοκράτορος μονῇ, ἐν ᾗ καὶ κατέμενε.»
Ψευδο-Σφραντζής, I, 31 (40), II, 3, CSHB, Βόννη, σελ. 122, 134, επιμ. Papadopoulos, I, 125, 137, επιμ. Grecu, σελ. 260, 272, 274:
?Έδωσε στον δεσπότη κυρ Ανδρόνικο τη Θεσσαλονίκη και τα δικά της. Εκείνος, προσβλήθηκε από πολύ βαριά αρρώστια και έκρινε σκόπιμο να πουλήσει τη Θεσσαλονίκη και τα δικά της στην Ενετική Γερουσία έναντι 50.000 χρυσών νομισμάτων. Έπειτα ήρθε στην Πελοπόννησο, στην περιοχή που ονομάζεται Μαντίνεια, και ζούσε μαζί με τον γιο του, τον Ιωάννη, εκεί λόγω τού καλού κλίματος. Αργότερα, όταν έγινε μοναχός, κατοικούσε στην Κωνσταντινούπολη, στην ονομαζόμενη Μονή Παντοκράτορος. … Το ίδιο έτος, στις 4 Μαρτίου, πέθανε ο δεσπότης κυρ Ανδρόνικος, που είχε γίνει μοναχός και είχε πάρει το όνομα Ακάκιος. Και θάφτηκε στη Μονή Παντοκράτορος, στην οποία έμενε.
«…τῷ δὲ δεσπότῃ κύρ Ἀνδρονίκῳ τὴν Θεσσαλονίκην καὶ τὰ ἑαυτῆς δέδωκεν. οὗτος δὲ βλαβεὶς ὑπὸ βαρυτάτης ἀσθενείας, ἔδοξεν αὐτῷ πωλῆσαι τὴν Θεσσαλονίκην καὶ τὰ ἑαυτῆς τῇ τῶν Ἑνετῶν γερουσίᾳ διὰ χρυσίου χιλιάδας πεντήκοντα. εἶτα περάσας ἦλθεν ἐν τῇ Πελοποννήσῳ, ἐν χώρᾳ λεγομένῃ Μαντινείᾳ, καὶ μετὰ τοῦ υἱοῦ αὐτοῦ Ἰωάννου τὴν διατριβὴν ἐκεῖ ἐποίει ἕνεκεν τῆς τοῦ ἀέρος εὐκρασίας. ὕστερον δὲ μοναχὸς γενόμενος κατῴκησεν ἐν τῇ Κωνσταντινουπόλει ἐν τῇ τοῦ Παντοκράτορος μονῇ λεγομένῃ. … καὶ τῷ αὐτῷ ἔτει Μαρτίου τετάρτῃ τέθνηκεν ὁ δεσπότης κὺρ Ἀνδρόνικος, ὁ διὰ τοῦ θείου καὶ ἀγγελικοῦ σχήματος μετονομασθεὶς Ἀκάκιος· καὶ ἐτάφη ἐν τῇ τοῦ Παντοκράτορος μονῇ, ἔνθα κατέμενε.»
Ο Χαλκοκονδύλης, βιβλίο iv, CSHB, Βόννη, σελ. 205-6 υποδεικνύει ότι ο Ανδρόνικος πέθανε στον Μοριά:
Ο Ανδρόνικος πήγε στον αδελφό του στην Πελοπόννησο και ζούσε στη Μαντίνεια, εκείνη στη Λακωνία, έως ότου επιδεινώθηκε η ασθένεια και τελικά πέθανε.
«Ἀνδρόνικος μέντοι ἐς Πελοπόννησον παρὰ τὸν ἀδελφὸν ἀφικόμενος τήν τε δίαιταν εἶχεν ἐν Μαντινείᾳ τῆς Λακωνικῆς, ἐς ὃ δὴ ἐπικρατοῦντος τοῦ νοσήματος ἤδη τελέως ἐτελεύτησε.»
Για άλλες ιστορίες σχετικές με τη ζωή και τον θάνατο τού Ανδρόνικου ύστερα από την ενετική κατάληψη τής Θεσσαλονίκης, βλέπε Μέρτζιο, Μνημεία, σελ. 95-97. Σε ένα όχι πειστικό άρθρο [πρβλ. πιο πάνω, σημείωση 64] ο J. Tsaras, «La Fin d’ Andronic Paleologue», Revue des études sud-est européennes, III, 432 καταλήγει στο συμπέρασμα, ότι «μετά την πώληση τής πόλης τής Θεσσαλονίκης στους Ενετούς» (apres la vente de la ville de Thessalonique aux Venitiens) ο Ανδρόνικος πήγε στη Μαντινεία, όπου παρέμεινε μέχρι το θάνατό του.
- [←76]
-
Arch. di Stato di Venezia, Misti, Reg. 55, φύλλα 139-142 (140-143), 7 Ιουλίου 1425 (MCCCCXXV, die septimo Iulii):
«Επειδή ήρθαν ενώπιόν μας τρεις αξιόλογοι πρεσβευτές από την πόλη μας τής Θεσσαλονίκης … και εκ μέρους τής δημοτικής αρχής τής εν λόγω πόλης παρουσίασαν ορισμένα αιτήματα, επί των οποίων με απόλυτο σεβασμό και ταπεινή ικεσία ζήτησαν την απάντησή μας, αποφασίστηκε ότι για να απαντηθούν αυτά τα αιτήματα …».
(Cum ad presentiam nostri dominii accesserint tres spectabiles ambassiatores civitatis nostre Salonichi … et pro parte universitatis civitatis predicte porrexerint quedam capitula ad que cum maxima reverentia et humili supplicatione petant responsionem nostram, vadit pars quod ipsis capitulis respondeatur…)
Οι τρεις πρεσβευτές ήσαν οι Καλογιάννης Ραδινός (Calojanni Radino), Θωμάς Χρυσολωράς (Thomas Chrysoloras, Crussulora, Chrussolora, Grusulora) και Γεώργιος Γιάλκας (Jalca). Παρουσίασαν εικοσιένα διαφορετικά αιτήματα (γραμμένα στην ενετική διάλεκτο), στα οποία η Γερουσία έδωσε απαντήσεις (στα λατινικά). Η καταγραφή των παραχωρήσεων που έγιναν περιλήφθηκε στη συνέχεια σε προνόμιο τού δόγη, το οποίο σφραγίστηκε δεόντως με ημερομηνία 23 Ιουλίου («datum in nostro ducali palatio die XXIII mensis Iulii, MCCCCXXV, indictione tertia). Πρβλ. Hopf, II, 88b, Iorga, ROL, V, 199-200, Lemerle, Miscellanea G. Galbiati, III, 222-23, Thiriet, Regestes, II, αριθ. 1995, σελ. 229 και ιδιαίτερα Μέρτζιο, Μνημεία, σελ. 46-61, ο οποίος παρέχει πανομοιότυπο τού εγγράφου, καθώς και λεπτομερή ανάλυση των περιεχομένων του.
- [←77]
-
Sen. Secreta, Reg. 9, φύλλο 36 (37), επιστολή τής Γερουσίας προς τον Μιτσιέλ με ημερομηνία 3 Σεπτεμβρίου 1425, περίληψη τής οποίας υπάρχει στον Iorga, ROL, V, 208 και Notes et extraits, I, 408, ενώ πρβλ. ROL, V, 202, απόσπασμα από το Chron. Zancaruola, που περιγράφει την κατάληψη από τον Μιτσιέλ τής Κασσάνδρας και τού Πλαταμώνα («Platanea»), το οποίο εμφανίζεται επίσης στον Sanudo, Vite de duchi, στο RISS, XXII, στήλες 979D-980. Πρβλ. τις περιλήψεις εγγράφων στον Μέρτζιο, Μνημεία, σελ. 62-63 από τα Sen. Secreta, Reg. 9, φύλλα 24, 36, 39 (25, 37, 40) με ημερομηνία 23 Ιουλίου και (όπως μόλις αναφέρθηκε) 3 Σεπτεμβρίου 1425: «…που περιέχει επίσης τα προαναφερθέντα γράμματά σας…» (…Continent etiam litere vestre predicte…), δηλαδή τις επιστολές τού Μιτσιέλ προς τη Σινιορία γραμμένες στην Κασσανδρεία, την αρχαία Ποτίδαια, στις 12 και 22 Ιουνίου και 2 Ιουλίου]
«…για τις συζητήσεις που είχατε για την ειρήνη με τον Τουραχάν μπέη και τον Μπαζαρίνο [ο δεύτερος είναι άγνωστος], στις οποίες για τη σοφία, την επιμέλεια και τη φροντίδα σας κερδίσατε επαίνους για την πίστη σας … απαντάμε, ότι είμαστε επίσης σε πολύ ευχάριστη θέση να ακούμε, ότι επιτεύχθηκε η εν λόγω ειρήνη, την οποία ευχαρίστως θα βλέπαμε να ολοκληρώνεται…»
(…praticam pacis quam habuistis cum Turicham-bey et Bazarino pro quibus omnibus vestram sapientiam, diligentiam, et solicitudinem merito commendantes fidelitati vestre … respondemus quod multum etiam nobis placuit audire tractatum dicte pacis quam libenter videremus ad perfectionem…)
[o Valentini, Acta Albaniae veneta, XII, αριθ. 3.002, σελ. 188, αντιγράφει λανθασμένα prosecutionem],
«… συμπεραίνουμε και ελπίζουμε ότι θα την οδηγήσετε σε ολοκλήρωση … Και πέρα από την υπόσχεση που δόθηκε στον Τουραχάν μπέη για 20.000 άσπρα ετησίως από τα έσοδα τής Θεσσαλονίκης, που μάς φαίνονται καλά και μάς ευχαριστούν, συζητείστε επίσης με τον πασά [Iμπραήμ πασά, τον μεγάλο βεζύρη], που μπορεί να είναι σε θέση να οδηγήσει σε κατάληξη την εν λόγω ειρήνη, στον οποίο πασά μπορείτε επίσης να υποσχεθείτε ετησίως αυτό που περιλαμβάνεται στο έγγραφο τής αποστολής σας …» [φύλλο 36 (37)].
(…deductam et speramus quod illam duxeritis ad complementum. … Et ultra promissionem factam Turichambey de aspris vigintimilibus annuatim de introitibus Salonichi, que nobis placuit et placet, solicitetis etiam cum Bassa quod ad conclusionem dicte pacis pervenire possitis, cui Basse etiam promittere possitis annuatim illud quod in vestra commissione continetur…)
- [←78]
-
Sen. Secreta, Reg. 9. φύλλο 109 (107). Έγγραφο με ημερομηνία 20 Aπριλίου 1126, δημοσιευμένο σε Iorga, ROL, V, 317-18. Notes et extraits, 416-18, Valentini, Acta Albaniae veneta, XII, αριθ. 3.034, σελ. 225-26, Thiriet, Regestes, II, αριθ. 2018, σελ. 234-35 και πρβλ. Μέρτζιο, Μνημεία, σελ. 67-68.
- [←79]
-
Πρβλ. Kretschmayr. Gesch. v. Venedig, II, 336-37.
- [←80]
-
Iorga, ROL, V, 326-27. Notes et extraits, I, 426-27, για το οποίο βλέπε Manfroni, «La Marina Veneziana alla difesa di Salonicco», Nuovo Archivia veneto, XX, 37-38.
- [←81]
-
Sen. Secreta, Reg. 9, φύλλα 141-142 (139-140), η αποστολή τού Μοτσενίγκο με ημερομηνία 7 Ιουλίου 1426, δημοσιευμένη στον Valentini, Acta Albaniae veneta, XII, αριθ. 3.058, σελ. 254-60 και παρουσιαζόμενη σε περίληψη στον Iorga, ROL, V, 324-25 και Notes et extraits, I, 424-25. Από στιγμιαία απροσεξία ο Iorga αναγνωρίζει λανθασμένα τον «άρχοντα τής Μυτιλήνης» (Λέσβου) ως Φραντσέσκο Γκατελούζο, λάθος που επαναλαμβάνει στο Gesch. d. osman. Reiches, I, 403. Πρβλ. Hopf, II, 150-51, Wm. Miller, Essays on the Latin Orient, Καίμπριτζ, 1921, σελ. 324-26 και ιδιαίτερα George T. Dennis, «The Short Chronicle of Lesbos» στα Λεσβιακά, V (1965), 19-21. Τον Σεπτέμβριο τού 1426 ο Μοτσενίγκο πήρε περαιτέρω εντολές σε σχέση με την ελπιζόμενη ειρήνη [ROL, V, 328-29, 330. Notes et extraits, I, 428-29, 430].
Τον Οκτώβριο τού 1426 η Γερουσία μελετούσε ακόμη ουγγρική συμμαχία για κοινή εκστρατεία εναντίον των Τούρκων [Sen. Secreta, Reg. 9, φύλλα 176-177 (174-175) και πρβλ. φύλλο 178 (176). Iorga, ROL, V, 334-35. Notes et extraits, I, 434-35]. Η Βενετία και ο αυτοκράτορας Σίγκισμουντ, ο οποίος ήταν επίσης βασιλιάς τής Ουγγαρίας, είχαν από καιρό διαφορές, όπως έχουμε δει. Τώρα όμως ο Αμαδέος Η’ τής Σαβοϊας, τον οποίο ο Σίγκισμουντ είχε κάνει δούκα το 1416, προσπαθούσε να πετύχει την επανασυμφιλίωσή τους, ύστερα από αίτημα τού Σίγκισμουντ. Περίτεχνα σχέδια μιας ουγγρο-ενετικής συμμαχίας είχαν διατυπωθεί ήδη πριν ένα χρόνο, τον Οκτώβριο τού 1425, αλλά δεν είχε προκύψει τίποτε από αυτά [Sen. Secreta, Reg. 9, φύλλα 45-46 (46-47). Iorga, ROL, V, 210-11, Notes et extraits, I, 409-10]. Η εχθρότητα μεταξύ Βενετίας και Ουγγαρίας κατά τη διάρκεια αυτών των ετών εξακολουθούσε να δυσχεραίνει τις προσπάθειες και των δύο δυνάμεων εναντίον των Τούρκων.
Κατά την διάρκεια τής αποστολής του στη Βενετία το Δεκέμβριο τού 1423 και τον Ιανουάριο τού 1424 (πρβλ. πιο πάνω, σημείωση 55), ο νεαρός αυτοκράτορας Ιωάννης Η’ Παλαιολόγος είχε προσφέρει τις υπηρεσίες του ως μεσολαβητής μεταξύ Σίγκισμουντ και Σινιορίας, για να βοηθήσει να επιτευχθεί επίσημη ειρήνη. Η Γερουσία τον διαβεβαίωνε
«ότι το κράτος μας πάντοτε είχε την τάση και την προθυμία για ειρήνη και καλή αρμονία με όλους και ειδικά με τον γαληνότατο κύριο βασιλιά των Ρωμαίων και τής Ουγγαρίας».
(quod dominatio nostra semper fuit inclinata et prompta ad pacem et bonam concordiam cum omnibus et precipue cum ipso serenissimo domino Rege Romanorum et Hungarie)
Η Βενετία προσπαθούσε συνεχώς, μέσω πολυάριθμων αντιπροσώπων και πρεσβειών, να κάνει ειρήνη με τον Σίγκισμουντ. Σύμφωνα με τη Γερουσία,
«αλλά αυτός ο κύριος βασιλιάς αποκλίνει πάντοτε από αυτήν [την ειρήνη] χωρίς να μπορεί ποτέ να φτάσει σε αυτήν και για τον λόγο αυτό μάς βλέπουν, για τη διατήρηση και για το καλό τού κράτους μας, να ερχόμαστε σε συνομοσπονδία και ένωση με τον λαμπρό άρχοντα δούκα τού Μιλάνου … και σε ένα άρθρο η εν λόγω ένωση περιλαμβάνει, ότι κανένα μέρος δεν μπορεί να συνάψει συνθήκη αρμονίας και ειρήνης με τον εν λόγω άρχοντα βασιλιά Ρωμαίων και Ουγγαρίας χωρίς τη συγκατάθεση και τη θέληση τού άλλου μέρους…».
(sed ipso domino Rege semper se retrahente ad illam [pacem] nunquam potuimus pervenire, propter quam causam nos vigilantes ad conservationem et bonum status nostri devenimus ad confederationem et ligam cum illustri domino duce Milani …, et in uno capitulo dicte lige continetur quod aliqua partium non possit ad tractatum concordii et pacis devenire cum dicto domino Rege Romanorum et Hungarie sine consensu et voluntate alterius partis…)
Έπρεπε λοιπόν να περιμένουν τη συναίνεση τού Φίλιππο Μαρία Βισκόντι για να μπορέσει η Βενετία να εξουσιοδοτήσει τον Ιωάννη να προσπαθήσει να διαπραγματευθεί ειρήνη με τον Σίγκισμουντ [Sen. Secreta, Reg. 8, φύλλο 136 (137), έγγραφο με ημερομηνία 30 Δεκεμβρίου 1423. Iorga, ROL, V, 151-52. Notes et extraits, I, 350-51. Thiriet, Regestes, II, αριθ. 1915, σελ. 211-12].
Στις 15 Ιανουαρίου 1424 ο Ιωάννης επανέλαβε τις ερωτήσεις του για τις προθέσεις τής Γερουσίας. Στο μεταξύ είχε έρθει η απάντηση τού Φίλιππο Μαρία αλλά, όπως έγραφε η Γερουσία στον συμβολαιογράφο τους Φραντσέσκο ντέλλα Σιέγκα στο Mιλάνο στις 17 τού μηνός, «αυτή η απάντηση μάς φαίνεται διφορούμενη» (dicta responsio videtur nobis ambigua) [Sen. Secreta, Reg. 8, φύλλο 139 (140)]. Αναμένοντας περαιτέρω διευκρινίσεις για τη μιλανέζικη θέση, τις οποίες ζήτησαν να πάρει ο ντέλλα Σιέγκα, η Γερουσία ήταν διατεθειμένη να προχωρήσει. Την ίδια μέρα η Γερουσία ψήφισε (127 υπέρ, 0 κατά, 0 λευκά),
«ότι καλούμε τη μεγάλη γαληνότητά του [τον νεότερο κύριο αυτοκράτορα Κωνσταντινούπολης, όπως αποκαλείται ο Ιωάννης Η’ σε αυτά τα έγγραφα] να επιμείνει και να ακολουθήσει τη διατυπωμένη πρόθεσή του για μετάβαση στην Ουγγαρία, για να παρουσιαστεί στον γαληνότατο άρχοντα βασιλιά των Ρωμαίων για την εκτέλεση τής καλής και ένορκης υπόσχεσης, την οποία η γαληνότητά του … το Σάββατο [15 Ιανουαρίου] εξήγησε σε εμάς …»,
(quod hortamur multum suam Serenitatem [dominum imperatorem Constantinopolis iuniorem] quod perseveret et sequatur suum bonum propositum in eundo in Hungariam ad presentiam serenissimi domini Romanorum Regis pro bona et votiva executione eorum que sua Serenitas … die Sabati nobis exposuit…)
Reg. 8, φύλλο 138 (139), απόφαση τής Γερουσίας με ημερομηνία 17 Ιανουαρίου 1424.
Βλέπε επίσης Iorga, ROL, V, 153-54. Notes et extraits, I, 352-53. Thiriet, Regestes, II, αριθ. 1920, σελ. 213.
Σε αυτή τη συνεδρίαση (στις 17 τού μηνός) η Γερουσία πήρε επίσης την ακόλουθη απόφαση:
«Και σε αυτό το οποίο ζητά [ο νεότερος αυτοκράτορας], δηλαδή να στείλουμε γαλέρες μας στην περιοχή τής Κωνσταντινούπολης για να καθησυχάσουν τούς πολίτες και τούς υπηκόους του και να διαφυλάξουν την αυτοκρατορία του, απαντάμε ότι, όπως γνωρίζει η εξοχότητά του, είμαστε έτοιμοι να στείλουμε σύντομα τον γενικό μας διοικητή [Πιέτρο Λορεντάν] με ισχυρό στρατό, εφόσον ο εν λόγω στρατός δεν θα είναι απαραίτητος για εμάς σε άλλα μέρη, θα τον στείλουμε προς τα μέρη τής Ρωμανίας και θα πάει ο εν λόγω στρατός μας προς τα εν λόγω μέρη, εμείς θα κάνουμε τον εν λόγω στρατό να ανέβει μέχρι την Κωνσταντινούπολη για να καθησυχάσει εκείνα τα μέρη και τούς υπηκόους του και για το καλό και τη διατήρηση ειρηνικής κατάστασης στην προαναφερεθίσα αυτοκρατορία του» [στο ίδιο].
(Ad id autem quod requirit [imperator iunior] quod mittamus galeas nostras di partes Constantinopolis pro conforto civium et subditorum suorum et conservatione sui imperii, respondeatur quod, sicut sue Excellence notum est, nos sumus missuri de brevi nostrum generalem capitaneum [Pietro Loredan] cum armata potenti, et si dicta armata non erit nobis necessaria in aliis partibus, nos mittemus illam versus partes Romanie et eundo dictam nostram armatam versus dictas partes, nos faciemus dictam armatam ascendere usque Constantinopolim pro conforto illarum partium et subditorum suorum et pro bono et conservatione pacifici status imperii sui predicti)
Υπάρχει απρόσεκτη αντιγραφή αυτού τού αποσπάσματος στο Valentini, Acta Albaniae veneta, XII, αριθ. 2.840, σελ. 4.
Για τις προσπάθειες τού Ιωάννη Η’ στην Ιταλία και την Ουγγαρία (επέστρεψε στην Κωνσταντινούπολη την 1η Νοεμβρίου 1424) βλέπε Barker, Manuel II Palaeologus, σελ. 375-79. Δεν έχω συμπεριλάβει στο κείμενο περιγραφή των διαφόρων προσπαθειών επανασυμφιλίωσης τού Σίγκισμουντ με τούς Ενετούς, επειδή αυτές κατέληξαν σε αποτυχία και τελικά ο Σίγκισμουντ έκανε χωριστή ειρήνη με τούς Τούρκους, κατηγορώντας τούς Ενετούς ότι δήθεν τον υποχρέωσαν να το κάνει [βλέπε πιο κάτω σε αυτό το κεφάλαιο, περιοχή σημείωσης 90 και την ίδια τη σημείωση].
- [←82]
-
Sen. Secreta, Reg. 9, φύλλο 165 (163), έγγραφο με ημερομηνία 2 Σεπτεμβρίου 1426, σε περίληψη στον Iorga, ROL, V, 329-30 και Notes et extraits, 429-30. Ο Μπράνκοβιτς διαδέχθηκε τον Στέφανο ως δεσπότης Σερβίας τον Ιούλιο τού 1427 [Iorga, Gesch. d. osman. Reiches, I, 394].
- [←83]
-
Iorga, ROL, V, 337-39. Notes et extraits, I, 437-39, έγγραφο με ημερομηνία 8 Δεκεμβρίου 1426. Για τον Μουσταφά πρβλ. Μέρτζιο, Μνημεία, σελ. 48, σημείωση και 63-64. Η αποστολή τού Φαντίνο Μιτσιέλ ως ναυτικού γενικού διοικητή, με ημερομηνία 2 Απριλίου 1425, περιλάμβανε τις ακόλουθες οδηγίες [Sen. Secreta, Reg. 9, φύλλο 5 (6)]:
«Και επειδή οι πολιτικοί μας εκπρόσωποι στη Θεσσαλονίκη … έγραψαν στο κράτος μας, ότι έφτασε στη Θεσσαλονίκη κάποιος Τούρκος Μουσταφά, που κάποτε είχε πει ότι ήταν γιος τού Βαγιαζήτ: Αν βρείτε να είναι αυτό αλήθεια, να διαμορφώσετε αμέσως αυτό που θα μάθετε με τούς παραπάνω πολιτικούς μας εκπροσώπους και να εξετάσετε αν ομοίως έχουν ξεφυτρώσει άλλοι Τούρκοι στα εν λόγω τμήματα. Πρέπει εσείς και οι προαναφερθέντες πολιτικοί μας εκπρόσωποι, με εκείνα τα μέσα και τούς τρόπους που θα σάς φανούν χρήσιμοι, να μεσολαβήσετε υπέρ τού εν λόγω Μουσταφά, να προβλέψετε ζημιές και καταστροφή των εν λόγω Τούρκων σε εκείνα τα μέρη, όπως θα θεωρήσετε καλύτερο» κλπ.
(Et quia rectores nostri Salonichi … nostro dominio scripserunt applicuisse in Salonicho quendam Mustafa Turchum qui dicitur fuisse filius quondam Baysit: Si ita invenies esse veritatem propter informem quam habebis a rectoribus nostris predictis et videres eundem habere sequellam aliorum Turchorum dictarum partium, debeatis tu et rectores nostri predicti cum illis modis et viis qui et que vobis utiles videbuntur, mediante favore dicti Mustafe, providere ad damna et ruinam dicti Turchi in illis partibus, sicut vobis melius videbitur)
Πρβλ. Valentini, Acta Albaniae veneta, XII, αριθ. 2.958, σελ. 136.
- [←84]
-
Sen. Secreta, Reg. 10 (1426-1428), φύλλο 65 (69), Sathas, I, αριθ. 117, σελ. 182-86, Thiriet, Regestes, II, αριθ. 2066, σελ. 245. Προφανώς κάποιος Βυζαντινός απεσταλμένος στην Πύλη, αντιτιθέμενος στην τουρκική ειρήνη με τη Βενετία, έδωσε στον Μουράτ την ιδέα (αφού είχε σχεδόν αποδεχθεί το σύνολο των όρων), ότι η Υψηλή Πύλη δεν έπρεπε να κάνει ειρήνη όσο ενετικά πλοία αγκυροβολούσαν στα ανοικτά τής Καλλίπολης [Iorga, ROL, V, 341]. Στις 28 Φεβρουαρίου 1427 η Γερουσία αποφάσισε να στείλει απεσταλμένο στην Πύλη,
«δεδομένου ότι, όπως αναφέρει ο συνετός άνθρωπος Ιωάννης ντε Μπονίσιο, δικός μας νοτάριος, μετά την επιστροφή του από την εμφάνισή του ενώπιον τού κυρίου των Τούρκων Μουράτ μπεη και όπως γράφει ο γενικός διοικητής τού Κόλπου [Αντρέα Μοτσενίγκο], φαίνεται ότι, μεταξύ άλλων, αυτός ο Μουράτ απέχει από την επικύρωση τής ειρήνης, επειδή ήθελε να στείλουμε τούς δικούς μας επίσημους πρεσβευτές να παρουσιαστούν ενώπιόν του και να επικυρώσουν την εν λόγω ειρήνη, και θεωρώντας τις παρούσες συνθήκες και τις καινοτομίες στις οποίες βρισκόμαστε με τον δούκα τού Μιλάνου [τον Φίλιππο Μαρία Βισκόντι, με τον οποίο οι Ενετοί προσπαθούσαν επίσης να τακτοποιήσουν τις διαφορές τους], καθώς και πολλά άλλα ζητήματα που συμβαίνουν μπροστά στα μάτια μας, όπως γίνεται για να έχουμε ειρήνη με τον εν λόγω Μουράτ» [Sen. Secreta, Reg. 10, φύλλο 26 (30)].
(quoniam, sicut refert prudens vir Johannes de Bonisio notarius noster rediens a presentia Morati Bey domini Teucrorum et sicut scribit capitaneus generalis Culphi [Andrea Mocenigo], videtur quod idem Moratus inter cetera destiterit ratificare pacem, quia vellet quod mitteremus nostrum solemnem ambaxiatorem ad present tam suam ad confirmandum dictam pacem, et consideratis conditionibus temporis presentis ac novitatibus in quibus sumus cum duce Milani et allis multis negotiis occurrentibus multum facial pro factis nostris habere pacem cum dicto Morato)
Aφού πρώτα οι Τζιοβάννι Τζόρτζιο και Τομμάζο Μιτσιέλ αρνήθηκαν να αποδεχτούν τον διορισμό στη θέση τού πρεσβευτή (στις 6 Mαρτίου), ο Μπενεντέττο Έμο (Aymo) επιλέχτηκε στις 2 Απριλίου και συμφώνησε να πάει στην οθωμανική αυλή [στο ίδιο και πρβλ. Iorga, ROL, V, 349, 351, 362 και Valentini, Acta Albaniae veneta, XIII (1972), αριθ. 3.097, σελ. 14]. O Έμο ήταν έμπειρος στις υποθέσεις τής Ανατολικής Μεσογείου, έχοντας διατελέσει πριν έξι χρόνια βαΐλος τής Δημοκρατίας στην Κωνσταντινούπολη [πρβλ. Ljubić, Listine, VIII (1886), 116-17, έγγραφο με ημερομηνία 10 Oκτωβρίου 1421]. Υποθέτω ότι πρόκειται για τον ίδιο Μπενεντέττο Έμο, ο οποίος το 1429 ήταν διοικητής τής Ζάρα [στο ίδιο, IX (1890), 37, 43].
- [←85]
-
Πρβλ. Iorga, ROL, V, 336, 343, 346, 350, 353, Μέρτζιο, Μνημεία, σελ. 64-65. H έλλειψη τροφίμων στη Θεσσαλονίκη συνεχιζόταν μέχρι την τουρκική κατάληψη τής πόλης.
- [←86]
-
Arch. di Stato di Venezia, Misti, Reg. 57, φύλλο 29 (31), Valentini, Acta Albaniae veneta, XIII, αριθ. 3.168, σελ. 81-82, απόφαση τής Γερουσίας να στείλουν πρεσβευτή στον Μουράτ, με ημερομηνία 17 Αυγούστου 1428, με τη σημείωση ότι «εκλέχτηκε πρεσβευτής ο κύριος Τζάκοπο Ντάντολο ο πρεσβύτερος και αποδέχτηκε» (electus ambaxiator Ser Jacobus Dandulo maior et acceptavit) και πρβλ. Iorga, ROL, V, 379, έγγραφο με ημερομηνία 31 Αυγούστου. Οι Έλληνες είχαν θέσει τότε την Πάτρα υπό πολιορκία [Sen. Secreta, Reg. 10, φύλλα 172-173 (176-177), έγγραφα με ημερομηνία 31 Αυγούστου]. Σύμφωνα με τον Sanudo, Vite de duchi, στο RISS, XXII, στήλη 1002E, ο Ντάντολο εκλέχτηκε πρεσβευτής στην Πύλη στις 7 Αυγούστου, πράγμα που αποτελεί προαφνές λάθος τού γραφέα ή τυπογραφικό λάθος. Η αποστολή του έχει ημερομηνία 31 Αυγούστου [Sen. Secreta, Reg. 10, φύλλα 173-175 (177-179), Valentini, Acta Albaniae veneta, XIII, αριθ. 3.173, σελ. 94-100].
- [←87]
-
Sen. Secreta, Reg. 10, φύλλα 173-175, «die ultimo Αugusti», η αποστολή τού Ντάντολο αναφορά στην οποία έγινε στην προηγούμενη σημείωση. Περιλήψεις τού εγγράφου υπάρχουν στους Iorga, ROL, V, 380-81 και Notes et extraits, I, 480-81, Μέρτζιο, Μνημεία, σελ. 70-71 και Thiriet, Regestes, II, αριθ. 2111, σελ. 253-54.
- [←88]
-
Sanudo, Vite de duchi, στο RISS, XXII, στήλες 1004E–1005A. O Ντάντολο πέθανε στην τουρκική φυλακή του [στο ίδιο, στήλη 1006B]. Στις 13 Αυγούστου 1429 ο γιος τού Τζεράρντο πληροφορούσε τη Γερουσία ότι ο Ντάντολο (ζωντανός ακόμη και ακόμη στη φυλακή) είχε καταδικαστεί από τον σουλτάνο να πληρώσει 4.000 δουκάτα, λόγω των ζημιών που είχαν προκαλέσει στους Τούρκους «οι άνθρωποί μας» στη Θεσσαλονίκη:
«…ότι από τούς εν λόγω Τούρκους καταδικάστηκε να πληρώσει για ζημιές που έγιναν από δικούς μας στη Θεσσαλονίκη σε εκείνους τούς Τούρκους 4.000 δουκάτα και για τον λόγο αυτό έχει εγκλειστεί σε άθλια φυλακή»
(…quod per dictos Teucros condemnatus est ad solvendum pro damnis per nostros de Salonicho ipsis Teucris illatis ducatorum quatuor milia et ob hoc carceribus miserabiliter est inclusus)
[Arch. di Stato di Venezia, Misti, Reg. 57, φύλλο 144 (148) και Iorga, ROL, VI (1898, ανατυπ. 1964), 63].
- [←89]
-
Arch. di Stato di Venezia, Misti, Reg. 57, φύλλα 86-87 (90-91), 29 Mαρτίου 1429 (MCCCCXXVIIII, die XXVIIII Martii):
«Ύστερα από τα νέα που ήρθαν από τη Ρωμανία για την κακή πρόθεση των Τούρκων και για να μπορέσουμε να διασώσουμε τον ευγενή κύριο Τζάκοπο Ντάντολο, που υπήρξε δικός μας απεσταλμένος στον κύριο των Τούρκων, δεν είναι πια αρκετό να ελπίζουμε για ειρήνη και ως εκ τούτου πρέπει να κάνουμε καλή πρόβλεψη τόσο για την τιμή τού κράτους μας, όσο και για την ασφάλεια, επικουρία και υπεράσπιση των δικών μας εδαφών και τόπων σε άλλα μέρη, που διατρέχουν μεγάλο κίνδυνο, εκτός αν ληφθούν μέτρα σύντομα. Αποφασίζεται στο όνομα τού Θεού, ότι από τον εξοπλισμό που υπάρχει τώρα στη Βενετία πρέπει να διατεθούν όσο πιο σύντομα είναι δυνατό τρεις ελαφρές γαλέρες, τού είδους που θα αποφασίσει το Κολλέγιο … και επιπλέον πρέπει επίσης να εξοπλιστεί άλλη μια γαλέρα στη Ζάρα. … Και από εδώ και στο εξής μπορεί να διακηρύσσεται, ότι βρισκόμαστε σε πόλεμο με τούς Τούρκους …. Επιπλέον ας γραφεί και ας δοθεί εντολή στον ευγενή κύριο Αντρέα Μοτσενίγκο, ναυτικό γενικό διοικητή, ότι από τις τρεις γαλέρες τής Κρήτης πρέπει να επιλέξει ποιες θα κρατήσει μαζί του, τις δύο που φαίνονται καλύτερες στον ίδιο, … και να πάρει από την τρίτη τούς άνδρες, τα όπλα και τα πράγματα που τού φαίνονται κατάλληλα, προκειμένου να διατηρεί τις δύο αυτές σε καλή κατάσταση, ώστε να είναι καλά εξοπλισμένες και σε ετοιμότητα, ενώ την τρίτη, με τούς άνδρες και τα πράγματα, να τη στείλει αφοπλισμένη στον Χάνδακα. Να γράψουμε επίσης στην κυβέρνησή μας τής Κρήτης, ότι ήδη προβλέπεται, ότι θα εξοπλιστεί και εξοπλίζεται μια άλλη γαλέρα, η οποία πρέπει να έρθει στη θέση τής αφοπλισμένης…».
(Cum propter nova que senciuntur de partibus Romanie de mala intentione Turchorum et propter retentionem viri nobilis Ser Jacobi Dandulo, qui fuerat noster orator ad dominum Teucrorum, non sit amplius de pace sperandum, et proinde oporteat facere bonam provisionem tam pro honore nostri dominii quam pro salute, custodia et defensione terrarum et locorum nostrorum partium aliarum quibus iminet magnum periculum nisi cito provideatur, vadit pars quod in nomine Dei de presenti armari debeant in Venetiis galee tres subtiles quanto celerius sit possibile per illum modum qui de liberabitur per Collegium . . et insuper etiam armari debeat una alia galea in Iadra. …Et ex nunc declaretur quod simus in guerra cum Turchis. … Insuper scribatur et mandetur viro nobili Ser Andree Mocenigo, capitaneo generali maris, quod ex tribus galeis Crete secum existentibus debeat eligere et apud se tenere illas duas que sibi meliores videbuntur …, et de alia tercia accipiat illos homines, arma, et res que sibi videbuntur oportune ad ponendum illas duas bene in ordine ita quod sint bene armate et in puncto, et quod illam terciam cum hominibus et rebus restantibus mittat in Candidam ad disarmandum. Scribatur quoque regimini nostro Crete quod de presenti provideat armare et armet unam aliam galeam loco illus que venire debet ad disarmandum…)
To έγγραφο αυτό συνοψίζεται στον Iorga, ROL, V, 388 και Notes et extraits, I, 488 και στον Thiriet, Regestes, II, αριθ. 2127, σελ. 258. Παρέχεται μερικώς (και κάπως απρόσεχτα) στον Valentini, Acta Albaniae veneta, XIII, αριθ. 3.204, σελ. 124-27.
- [←90]
-
Sen. Secreta, Reg. II, φύλλα 16-17 (17-I8), με περίληψη στον Iorga, ROL, VI (1898, ανατυπ. 1964), 54-55:
«Ότι πρέπει να γράψουμε στον ανώτατο ποντίφηκα με τον παρακάτω τρόπο [η Γερουσία έπρεπε να εγκρίνει το κείμενο τής επιστολής τού δόγη]: Παρόλο που αισθανόμαστε, ευλογημένε πατέρα, ότι βρισκόμαστε στην κοινότητα των πιο αφοσιωμένων γιών τής Αγιότητάς σας, ο γαληνότατος άρχοντας Σίγκισμουντ, βασιλιάς των Ρωμαίων και τής Ουγγαρίας, για να μειώσει την τιμή μας και διάπυρος εναντίον μας, έχει γράψει με μίσος ασήμαντα πράγματα στη μακαριότητά σας και σε κάποιους χριστιανούς ηγεμόνες, ειδικότερα ότι αρνούμαστε να έχουμε ομόνοια με τη γαληνότητά του και ότι γι’ αυτόν τον λόγο έχουμε συνάψει τριετή συνθήκη ειρήνης με τούς Τούρκους…».
(Quod summo pontifici scribatur in forma infrascripta: Sensimus, beatissime pater, ego meaque communitas, vestre Sanctitatis filii devotissimi, serenissimum dominum Sigisimndum Romanorum et Hungarie regem in detractionem honoris nostri et ad conflandum contra nos odium nonnulla scripsisse Beatitudini vestre ac quibusdam principibus Christianis, presertim quod cum sua Serenitate concordiam habere recusaverimus quodque ob eam causam treuguas triennales cum Teucris conclusit…)
Πρβλ. Iorga, Gesch. d. osman. Reiches, I, 395-96. Τον Σεπτέμβριο και Οκτώβριο τού 1429 ο Κάσπαρ Σλικ, ο καγκελάριος Βοημίας, προσπαθούσε να ρυθμίσει μια αντι-τουρκική κατανόηση μεταξύ Σίγκισμουντ και Βενετίας [ROL, VI, 66-67, Notes et extraits, I, 504-5], με μικρές πιθανότητες επιτυχίας.
Για τις πρεσβείες τού Σίγκισμουντ προς τούς Τάταρους, τούς Έλληνες τής Κωνσταντινούπολης και τής Τραπεζούντας, τούς Γενουάτες τού Καφφά και άλλους πιθανούς αντι-τουρκικούς συμμάχους στην Ανατολή, καθώς και για τις σχέσεις του με τούς Τούρκους (και τις προσπάθειές του να συγκροτήσει ανατολική συμμαχία εναντίον τους), βλέπε Wolfgang Freiherr Stromer von Reichenbach, «Konig Siegmunds Gesandte in den Orient», στο Festschrift für Hermann Heimpel, II (Γκέττινγκεν, 1972), 591-609.
- [←91]
-
Arch. di Stato di Venezia, Misti, Reg. 57, φύλλα 129-132 (133-136), 14 Ιουλίου 1429 (MCCCCXXVΙΙII, die XIIII Iulii):
«Πρέπει να απαντήσουμε στα αιτήματα που αναπτύσσονται από μέρους τής κοινότητάς μας στη Θεσσαλονίκη με αυτή τη μορφή» κλπ.
(Quod respondeatur ad capitula porrecta pro parte communitatis nostre Salonichi in hac forma),
Υπάρχουν τριανταένα άρθρα στο υπόμνημα, για το οποίο πρβλ. Iorga, ROL, VI, 58–59. Notes et extraits, I, 495-97, Lemerle, Miscellanea G. Galbiati, III, 224-25 και Thiriet, Regestes, II, αριθ. 2149, σελ. 263. Από το μακροσκελές αυτό υπόμνημα, τού οποίου τα αιτήματα διατυπώνονται στα ενετικά και οι απαντήσεις τής Γερουσίας στα λατινικά, είναι καλό να τυπώσουμε τις απαντήσεις στο δωδέκατο και το δέκατο τρίτο άρθρο, σχετικά με εκκλησιαστικές υποθέσεις [φύλλο 130 (134)]:
«Απαντούμε ότι δεν φαίνεται πρέπον σε εμάς, όχι μόνο ότι κοσμικοί υπόκεινται σε εκκλησιαστικό δικαστήριο και ως εκ τούτου θέλουμε ο κλήρος να αναφέρεται στο δικαστήριο και τη δικαιοδοσία τού κυρίου αρχιεπισκόπου Θεσσαλονίκης και οι κοσμικοί να αναφέρονται σε κοσμικό δικαστήριο και δικαιοδοσία, αλλά για το γεγονός τής εκκλησίας τής Αγίας Σοφίας απαντούμε, ότι είμαστε ικανοποιημένοι που παρατηρούμε ελεύθερη την εν λόγω εκκλησία, και συνεπώς διατάζουμε αυτό που παρατηρούμε. Και θέλουμε επίσης οι εκκλησίες και τα μοναστήρια να απολαμβάνουν όλα τα έσοδα και τα ενοίκια τόσο από τη θάλασσα όσο και από τη στεριά και επίσης εκείνα που υπάρχουν στην Κασσάνδρα και διατάζουμε, ότι οι εν λόγω πολιτικοί διοικητές πρέπει αυτά να τα τηρούν. Για να προσαρμόσουμε και τις περιπτώσεις μοναστηριών πο έχουν παραδοθεί στην κατάρρευση, απαντούμε, ότι προς το παρόν, λόγω των συνθηκών τού πολέμου, δεν υπάρχει τρόπος να ρυθμιστούν τα εν λόγω μοναστήρια, αλλά όταν θα τερματιστούν αυτές οι συνθήκες, στη συνέχεια θα είναι δυνατο να προβλέψουμε την προσαρμογή τους με τον τρόπο που θα θεωρηθεί κατάλληλος. Αλλά για το ζήτημα των μισθοφόρων στρατιωτών, που κατοικούν σε εκκλησίες και μοναστήρια και τα καταστρέφουν και οδηγούν σε αυτά πόρνες και ομοίως διαπράττουν πολλές ατιμίες, απαντούμε ότι μάς είναι εξαιρετικά δυσάρεστο να ακούμε για τέτοιες καινοτομίες και ατιμίες, αλλά δίνουμε εντολή στους πολιτικούς μας εκπροσώπους στη Θεσσαλονίκη, ότι πρέπει να πάρουν μέτρα, υπό την απειλή βαριάς ποινής και κάτω από τη δική μας παρακολούθηση, ώστε να παύσουν τέτοιες καινοτομίες και ατιμίες».
(Respondemus quod non videtur nobis conveniens neque iustum quod seculares subiaceant foro ecclesiastico, et propterea volumus quod clerici subiaceant foro et iudicio domini archiepiscopi Salonicensis et seculares subiaceant foro et iudido seculari, sed ad factum ecclesie Sancte Sophie respondemus quod sumus contenti quod franchisia dicte ecclesie observetur, et ita mandabimus quod observabitur. Et volumus etiam quod ecclesie et monasteria debeant gaudere omnibus introitibus et redditibus tam a mari quam a terra et etiam illis quos habent in Cassandra, et ita mandabimus quod dicti rectores debeant observare. Ad factum aptandi monasteria que ruine tradita sunt, respondemus quod pro presenti propter novitates guerre non est modus ad aptandum dicta monasteria, sed cessatis istis novitatibus poterit postea provideri aptationi eorum prout videbitur fore opportunum. Ad factum autem stipendiariorum qui habitant ecclesias et monasteria et destruunt ea, et in eis ducunt meretrices et ibidem committunt multas inhonestates, respondemus quod nobis summe displicet audire tales novitates et inhonestates, sed mandabimus rectoribus nostris Salonichi quod debeant providere sub illis gravibus penis que sibi videbuntur quod dicte novitates et inhonestates cessent)
O Μέρτζιος, Μνημεία, σελ. 72-86 έχει αναλύσει ολόκληρο το έγγραφο λεπτομερώς και παρέχει πανομοιότυπη αναπαραγωγή τού κειμένου.
- [←92]
-
Sen. Secreta, Reg. 11, φύλλα 29-31 (30-32), Valentini, Acta Αlbaniae veneta, XIII, αριθ. 3.257-60, σελ. 179-85, Iorga, ROL, VI, 64-66, Notes et extraits, I, 502-4, Thiriet, Regestes, II, αριθ. 2160, σελ. 266, έγγραφα με ημερομηνία 30-31 Αυγούστου 1429. Σκοπός τής Γερουσίας ήταν «να μπορέσουμε να συγκρατήσουμε τη μανία των Τούρκων για το παγκόσμιο καλό και για τη γαληνότητά του [τον βασιλιά τής Κύπρου] και τη δική μας και για το σύνολο τής Χριστιανοσύνης» (ut refrenari valeat ipsius Teucri rabies pro universali bono et sue Serenitatis et nostro ac totius Christianitatis), ενώ οι Ενετοί έλπιζαν ότι μια συμμαχία με τον Ιμπραήμ μπέη θα οδηγούσε «σε απώλειες και εξολόθρευση των Τούρκων» (ad ipsius Teucri damna et exterminium) [Reg. 11, φύλλο 30 (3l)].
Ο βασιλιάς Ιανός είχε προσφάτως συλληφθεί από αιγυπτιακές δυνάμεις κατά την εισβολή των Μαμελούκων στην Κύπρο (κατά τη διάρκεια τού καλοκαιριού τού 1426). Ύστερα από οκτάμηνη φυλάκιση στο Κάιρο ελευθερώθηκε με την πληρωμή λύτρων και επέστρεψε στην Κύπρο τον Μάιο τού 1427. Με χαμηλό ηθικό, κακή υγεία και με τούς πόρους του να εξαντλούνται, ο Ιανός δεν μπορούσε να προσφέρει τίποτε στη Βενετία, εκτός από πληροφορίες για τον «φίλο» του Μεγάλο Καραμάνο [πρβλ. πιο κάτω, σελ. 45b και Sir George Hill, History of Cyprus, II (Καίμπριτζ, 1948), 493-94].
- [←93]
-
Arch. di Stato di Venezia, Misti, Reg. 57, φύλλο 179 (183), 4 Ιανουαρίου 1429 (MCCCCXXVIIII, die tertio Januarii):
«Επιστρέφοντας ο ευγενής άνδρας κύριος Αντρέα Μοντσενίγκο, ναυτικός γενικός διοικητής μας, θεωρεί ότι δεν είναι δυνατό να συνεχιστεί η ειρήνη μεταξύ τού κράτους μας και τού άρχοντα των Τούρκων, ούτε να ελπίζουμε για ειρήνη με τούς πονηρούς και ύπουλους Τούρκους, ενώ είναι απαραίτητο για την τιμή τού κράτους μας να επιδείξουμε εχθρότητα απέναντι στους Τούρκους και να διατηρούμε σκάφη πιστών και να διαπλέουν οι υπήκοοί μας στα μέρη τής Ρωμανίας … [στο περιθώριο: κύριος Αντρέα Σουριάνο]: Επειδή για χάρη τού πολέμου που έχουμε με τον Τούρκο και για την ασφάλεια των πολιτών μας και των εμπόρων μας που ταξιδεύουν στη θάλασσα είναι απολύτως απαραίτητο να προβλέψουμε ισχυρό στρατό, ο οποίος θα είναι η αιτία τού περιορισμού αυτού τού άρχοντα των Τούρκων, δικού μας εχθρού, ιδίως λαμβάνοντας υπόψη το καλό τής ειρήνης, ότι μετά την κυριαρχία μας στην πόλη τής Θεσσαλονίκης, υπολογίζοντας ένα έτος με τις άλλες δαπάνες ήταν περισσότερα από εξήντα χιλιάδες τον χρόνο, η οποία συνεχής δαπάνη ροκανίζει το κράτος μας και δεν φαίνεται ότι κάτι γίνεται, ούτε επιδεικνύεται κάποια υπεροχή, εξ αιτίας τής οποίας αυτός ο Τούρκος θα φοβηθεί το κράτος μας ή θα έρθει μαζί μας σε καλή ειρήνη, και ως εκ τούτου είναι απαραίτητο να επιφέρουμε ένα χτύπημα, που πρέπει να ολοκληρωθεί, ώστε αυτός ο Τούρκος ή να περιοριστεί σε ειρήνη με το κράτος μας ή να τιμωρηθεί έτσι, ώστε η δύναμή μας να τού εμπνέει δέος και εμείς να μην παραμένουμε συνεχώς σε αυτές τις συνεχείς δαπάνες, αποφασίζεται, στο όνομα τού Ιησού Χριστού, ότι για την εκτέλεση τού προαναφερθέντος εξοπλισμού η κοινότητά μας πρέπει να διαθέσει 12 γαλέρες και δύο μεγάλα πλοία, εκ των οποίων γαλερών επτά θα εξοπλιστούν εδώ στη Βενετία, τρεις στην Κρήτη, μία στη Ζάρα και μία στο Σιμπένικο …» [υπέρ 32, κατά 5, λευκό 1, αλλά οι προτάσεις τού Σουριάνο στερούνται όλες τού σταυρού στο αριστερό περιθώριο τής εγραφής, που δείχνει ότι δεν έγιναν αποδεκτές από τη Γερουσία και δεν τέθηκαν σε εφαρμογή].
(Cum per reditum viri nobilis Ser Andree Mocenigo, capitanei nostri generalis maris, videatur non potuisse sequi pacem inter nostrum dominium et dominum Teucrorum nec sperandum sit de pace ob nequiciam et perfidiam ipsius Turchi, et neccessarium ac honor nostri dominii sit providere hostiliter contra Teucros et ad conservationem navigiorum fidelium et subditorum nostrorum navigantium ad partes Romanie: … Cum propter guerram quam habemus cum Turcho et pro securitate nostrorum civium et mercatorum navigantium per strictum neccessarium sit providere de potenti armata que sit causa reducendi hunc dominum Turchorum, inimicum nostrum, ad bonam pacem cum nostro dominio attento maxime quod postquam dominium civitatis Salonichi habuimus computato uno anno cum alio expendite fuerunt ultra ducatorum sexaginta milia in anno, que expensa continua corrodit nostrum dominium, et non videtur quod aliquid fiat, nec aliquid magnificum demonstratur per quod detur causa huic Turcho timendi nostrum dominium [O Valentini, Acta Albaniae veneta, XIV (1972), αριθ. 3. 305, σελ. 9, γράφει ‘nomen dominii’] aut veniendi nobiscum ad bonam pacem, ideoque neccessarium sit uno ictu facere quod fiendum est ut ipse Turchus aut reducatur ad pacem cum nostro dominio aut ita damnizetur quod expavescat potentiam nostram et nos continue non stemus in istis continuis expensis, vadit pars quod in nomine Jesu Christi ad executionem predictorum armari debeant galee XII et due naves magne nostri communis, quarum galearum septem armentur hic Venetiis, tres in Creta, una in Jadra, et una in Sibinico…)
Tο κείμενο συνοψίζεται στον Iorga, ROL, VI, 70 και Notes et extraits, I, 508 και στον Thiriet, Regestes, II, αριθ. 2175, σελ. 269, εσφαλμένα με χρονολογία 1429. Πρβλ. Manfroni, «La Marina Veneziana», Nuovo Archivio veneto, XX, 59-61.
- [←94]
-
Sanudo, Vite de duchi, στο RISS, XXII, στήλες 1007E-1008, Amadio Valier, Cron. Cod. Cicogna, αριθ. 3631, φύλλα 302-3, 304.
Δούκας, κεφ. 29, CSHB, Βόννη, σελ. 198-201:
Κατά την επιστροφή τού Μουράτ από την Ασία στη Θράκη, οι Ενετοί έστειλαν πρέσβεις για να τού ζητήσουν ειρήνη. Όμως δεν θέλησε να τούς δώσει απάντηση, αλλά απλώς παρατήρησε: «Αυτή η πόλη είναι πατρική ιδιοκτησία μου. Ο παππούς μου Βαγιαζήτ, με τη δύναμη τού χεριού του, την πήρε από τούς Ρωμιούς. Αν οι Ρωμιοί είχαν υπερισχύσει πάνω μου, θα είχαν λόγο να λένε: “Είναι άδικος!” Αλλά εσείς, που είστε Λατίνοι από την Ιταλία, γιατί έχετε μπει παράνομα σε αυτά τα μέρη; Μπορείτε να αποχωρήσετε, αν θέλετε. Αν δεν το κάνετε, θα έρθω γρήγορα». Έχοντας αποτύχει στην αποστολή τους, έστειλαν την απάντησή του γραπτώς στη Βενετία με τις γαλέρες τής Γκουάρντια, δηλαδή τής Επιφυλακής.
«…μετὰ δὲ τὸ ὑποστρέψαι τὸν Μωρὰτ ἐκ τῆς Ἀσίας εἰς Θρᾴκην ἔστειλαν οἱ Βενετικοὶ ἀποκρισιαρίους πρὸς αὐτὸν αἰτοῦντες εἰρήνην. ὁ δὲ οὐκ ἀπόκρισιν παρέσχεν αὐτοῖς, ἀλλὰ μόνον ὅτι “ἡ πόλις αὕτη πατρικοῦ μου κτὴμά ἐστιν, καὶ ὁ ἐμὸς πάππος Παγιαζὴτ δυνάμει χειρὶ παρὰ τῶν Ῥωμαίων ταύτην ἔλαβεν. εἰ γὰρ ἦσαν Ῥωμαῖοι οἱ δυναστεύοντές μοι, εἶχον ἄν πρόφασιν τοῦ λέγειν ὁ ἀδικῶν. ὑμεῖς δὲ Λατῖνοι ὄντες καὶ ἀπὸ Ἰταλίας, τὶς ἡ προσχώρησις τῶν ὧδε; μετανάστητε, εἰ βούλεσθε· εἰ δὲ μὴ, ἔρχομαι ταχὺ.” στραφέντες οὖν ἄπρακτοι ἔγραψαν τὴν ἀπόκρισιν ἐν Βενετίᾳ σὺν ταῖς τριήρεσι τῆς γαρδίας ἤγουν τῆς παραφυλακῆς.
Με τον ερχομό τής άνοιξης ο Μουράτ ξεκίνησε από την Αδριανούπολη και πήγε στις Σέρρες. Αφού συγκέντρωσε εκεί τον στρατό τής Δύσης, έγραψε στον Χαμζά να πάρει τον στρατό τής Ανατολής, να περάσει τον πορθμό και να έρθει στη Θεσσαλία. Όταν ένωσαν τις δυνάμεις τους, έστειλε τον Χαμζά στη Θεσσαλονίκη με όλα τα στρατεύματά του. Ο Μουράτ έμεινε στις Σέρρες, απολαμβάνιοντας τα καλά πράγματα εκείνου τού τόπου. Γιατί αγαπούσε τα συμπόσια. Επειδή ήταν νεαρός άνδρας εκείνη την εποχή, εικοσιπέντε περίπου ετών. Ο Χαμζά έστησε περίφραξη από πασσάλους, ενώ καθημερινά ξεκινούσε επιθέσεις εναντίον τής Θεσσαλονίκης. Τα στρατεύματα έξω από την πόλη ξεπερνούσαν τούς μέσα σε αναλογία εκατό προς ένα. Τότε, αφού κατασκεύασε πολλές σκάλες, πολιορκητικές μηχανές και άλλες πολεμικές κατασκευές, ειδοποίησε [ο Χαμζά] τον Μουράτ να έρθει, για να ξεκινήσουν την τελική τους επίθεση. Οι υπερασπιστές περίμεναν την άφιξη των γαλερών από τη Βενετία. Ο Μουράτ ήρθε, έκανε τις τελικές προετοιμασίες για την επίθεση, αλλά γαλέρες δεν υπήρχαν. Ο Μουράτ, καλώντας τα στρατεύματά του με σάλπιγγα, τούς μίλησε ως εξής: «Λοιπόν, σάς δίνω τα πάντα σε αυτήν την πόλη: άνδρες, γυναίκες, παιδιά, ασήμι και χρυσό. Αφήστε σε μένα μόνο την πόλη». Τότε, όταν ήχησαν οι σάλπιγγες και στήθηκαν οι σκάλες (τι μπορούσαν να κάνουν πεντακόσιοι ή χίλιοι ή δύο χιλιάδες άνδρες σε μια τόσο μεγάλη Πόλη, αφού υπήρχε ένας μόλις βαλλιστής για να καλύψει δέκα προμαχώνες;) οι Τούρκοι ανέβηκαν και βρέθηκαν αμέσως μέσα στην πόλη. Άνοιξαν μια πύλη και ολόκληρος ο στρατός έσπευσε μέσα σαν σμήνος μελισσών. Τότε πράγματι συνέβη ένα παράξενο γεγονός. Άνδρες και γυναίκες, νέους και κορίτσια, έφηβους και βρέφη, τούς έδεσαν μαζί σαν αλυσίδες και τούς τραβούσαν ιππείς. Καθώς τούς έσερναν, φώναζαν «Αλίμονο!» Αλλά δεν υπήρχε κανένας για να δείξει έλεος ή να απλώσει χέρι βοήθειας. Αυτή ήταν η κακή απαρχή και ο άθλιος οιωνός των μελλοντικών καταστροφών που θα έπεφταν πάνω στην αυτοκρατορική πρωτεύουσα. Σπίτια απογυμνώθηκαν, ναοί καταστράφηκαν και τα εκκλησιαστικά στολίδια και τα ιερά λείψανα έπεσαν σε βρώμικα χέρια. Αγνές παρθένες έπεσαν στις αγκαλιές ασώτων και ευγενείς γυναίκες στην αγκαλιά ανθρώπων χαμηλής καταγωγής! Όλα τα πράγματα μετατράπηκαν σε κακά. Τι και πώς και γιατί; Λόγω των αμαρτιών μας! Μέσα σε μια μέρα μια πόλη τέτοιου μεγέθους αδειάστηκε και έμεινε έρημη. Μαζεύοντας τούς Τούρκους κατοίκους από τα γύρω χωριά και τις πόλεις, καθώς και τις συζύγους και τα παιδιά τους, ο ηγεμόνας τούς εγκατέστησε στη Θεσσαλονίκη, εκδίδοντας οδηγίες, ότι αν κάποιος Ρωμιός ελευθερωνόταν με την πληρωμή λύτρων, «ας τού επιτραπεί να έρθει και να κατοικήσει ξανά σε αυτήν την πόλη». Καθιέρωσε τα πιο επιφανή μοναστήρια, των οποίων η φήμη ήταν γνωστή παντού, ως βωμούς για τη δική τους θρησκεία, με εξαίρεση την εκκλησία τού Μεγαλομάρτυρος Δημητρίου. Ο Μουράτ μπήκε μέσα και θυσίασε ένα κριάρι με τα ίδια του τα χέρια. Ύστερα προσευχήθηκε. Αργότερα πρόσταξε να παραμείνει η εκκλησία στα χέρια των χριστιανών. Οι Τούρκοι όμως απομάκρυναν τα στολίδια τού τάφου και τής εκκλησίας, καθώς και όλα τα άλλα μέσα στο ιερό, αφήνοντας μόνο γυμνούς τοίχους. Από τη Θεσσαλονίκη ο Μουράτ επέστρεψε στην Αδριανούπολη. Λίγο αργότερα οι Ενετοί, φοβούμενοι ότι θα έχαναν και την Εύβοια, έστειλαν πρέσβεις και έκαναν ειρήνη.
ὁ δὲ Μωρὰτ ἔαρος ἀρξαμένου ἀπάρας ἐκ τῆς Ἀδριανοῦ εἰς Σέρρας ἦλθε, κἀκεῖ τὸν στρατὸν συναθροίσας ἐκ τῆς δύσεως ἔγραψε τῷ Χαμζᾷ λαβεῖν τὰς δυνάμεις τῆς ἕω καὶ περᾶσαι τὸν πορθμὸν τοῦ ἐλθεῖν ἐν Θετταλίᾳ. συναφθέντες οὖν ὁμοῦ στέλλει τοῦτον ἐν Θεσσαλονίκῃ σὺν πάσαις ταῖς δυνάμεσιν. ὁ δὲ Μωρὰτ ἦν ἐν Σέρραις κατατρυφῶν τῶν ἐκεῖ ἀγαθῶν· ἦν γὰρ φιλῶν τὰ συμπόσια· νέος γὰρ ὑπῆρχε τότε, ἄγων ἔτος που εἰκοστὸν πέμπτον. ὁ δὲ Χαμζᾶς ἐδίδου σκόλοπα τὸ καθ’ ἑκάστην πολεμίζων Θεσσαλονίκην· οἱ δὲ ἐντὸς ὡς πρὸς τοὺς ἔξω ἦσαν ἑκατὸν πρὸς ἕνα. τότε κατασκευάσας κλίμακας καὶ ἑλεπόλεις πλείστας καὶ κατασκευὰς πολλὰς ἐμήνυσε τῷ Μωρὰτ τοῦ ἐλθεῖν, ἵνα δώσωσιν τὸν πόλεμον. οἱ δὲ ἐντὸς ἵσταντο ἐκδεχόμενοι τὰς τριήρεις ἀπὸ τῆς Βενετίας. καὶ ὁ Μωρὰτ ἦλθε, καὶ τὰ τοῦ πολέμου καλῶς κατεσκεύαστο, καὶ αἱ τριήρεις οὐκ ἦσαν. τότε ὁ Μωρὰτ ἐκήρυξε διὰ τῆς σάλπιγγος, λέγων “ἰδοὺ, δίδωμι πάντα τὰ ἐν τῇ πόλει ταύτῃ ὑμᾶς, ἄνδρας γυναῖκας παιδία, ἄργυρον χρυσὸν· μόνον τὴν πόλιν ἐμοὶ ἄφετε”. τότε ἠχησάντων τῶν ὀργάνων καὶ τῶν κλιμάκων τεθέντων (τὶ γὰρ εἶχον πρᾶξαι πεντακόσιοι ἤ χίλιοι ἤ δισχίλιοι ἄνδρες ἐν τοσαύτῃ πόλει; μόλις γὰρ ἐν δέκα προμαχῶσιν εἷς τζαγραβόλος ἵστατο) ἐπιβάντες οὖν ταῖς κλίμαξιν αὐθωρὸν ἐντὸς εὑρέθησαν, καὶ ἀνοίξαντες μίαν πύλην, ὡς σμῆνος μελισσῶν ἅπας ὁ στρατὸς ἐντὸς εἰσῄει. καὶ ἦν ἰδεῖν ξένον τέρας, ἄνδρας καὶ γυναῖκας σὺν νέοις καὶ παρθένοις ἀφήλιξι καὶ βρεφυλλίοις, ὁρμαθοὺς ὁ καθεὶς τῶν ἱππέων ἔχων ἐν χερσὶν ἕλκοντας· αὐτοὶ δὲ οὐαὶ μόνον ἑλκόμενοι ἔκραζον, καὶ οὐκ ἦν ὁ ἐλεὼν οὐδὲ ὀρέγων χεῖρα βοηθείας. ἀπαρχὴ κακὴ καὶ ἀπαίσιος τῶν μελλόντων κακῶν ἐν τῇ βασιλευούσῃ· ἐγυμνώθησαν οἶκοι, ἐρημώθησαν ναοί, ἐκκλησιῶν εὐπρέπειαι, κειμήλια ἱερὰ ἐν χερσὶ μιαρῶν, παρθένοι σεμναὶ ἐν ἀγκάλαις ἀσώτων, γυναῖκες εὐγενεῖς ἐν χερσὶν ἀγενῶν, καὶ τὰ πάντα κακὰ· τὶ καὶ πῶς καὶ διὰ τὶ; διὰ τὰς ἁμαρτίας ἡμῶν. ἐν μιᾷ οὖν ἡμέρᾳ κενωθεῖσα ἡ τοσαύτη πόλις ἔμεινεν ἔρημος. ὁ δὲ ἡγεμὼν ἀθροίσας ἐκ τῶν πέριξ χωρίων καὶ πόλεων ἐγκατοίκους Τούρκους σὺν γυναιξὶ καὶ τέκνοις κατέστησεν, κελεύσας, εἴ τις τῶν Ῥωμαίων ἐξαγορασθείη καὶ ἐλευθερωθείη, ἐχέτω ἄδειαν τοῦ ἐλθεῖν καὶ οἰκῆσαι πάλιν ἐν αὐτῇ τῇ πόλει. τὰ δὲ τῶν μοναστηρίων κρειττότερα, ὧν αἱ φῆμαι πανταχοῦ ἐκηρύττοντο, ἐποίησε βωμοὺς τῆς αὐτῶν θρησκείας, πλὴν τοῦ ναοῦ τοῦ μεγάλου μάρτυρος Δημητρίου· καὶ γὰρ ἐν αὐτῷ εἰσελθὼν καὶ θύσας κριὸν ἕνα οἰκείαις χερσὶν προσηύξατο, εἶτα ἐκέλευσε τοῦ εἶναι ἐν χερσὶ τῶν Χριστιανῶν· πλὴν καὶ τὸν τοῦ τάφου κόσμον καὶ τοῦ ναοῦ καὶ τῶν ἀδύτων ἅπαντα οἱ Τοῦρκοι ἐνοσφίσαντο, τοίχους μόνον ἀφέντες κενοὺς· ἀπάρας δὲ ἐκ τῆς Θεσσαλονίκης ἦλθεν ἐν Ἀδριανουπόλει, μετ’ όλίγον δὲ οἱ Βενετικοὶ στείλαντες ἀποκρισιαρίους ἐποίησαν εἰρήνην, φοβούμενοι μὴ πως ὀλέσωσι καὶ τὴν Εὔβοιαν.»
Ο Ιωάννης Αναγνώστης, de Thessalonicensi excidio narratio, 13 (CSHB, Βόννη, μαζί με Ψευδο-Σφραντζή και Κανανό, σελ. 507) χρονολογεί την τουρκική κατάληψη τής Θεσσαλονίκης στις 29 Μαρτίου 1430:
«…τοῦ μέρους ἐκείνου κεκράτηκε καὶ ὡς τὰ τείχη πάντες ἀπολιπόντες ᾢχοντο ἀμεταστρεπτὶ. ἐννάτην ἦγε καὶ εἰκοστὴν ὁ Μάρτιος τότε, ἔτος δἐ τριακοστόν ὄγδοον πρὸς τῷ ἑξακισχιλιοστῷ ἐννακοσιοστῷ ἐνειστήκει»
,
όπως και το Cron. Morosini, για το οποίο πρβλ. Lemerle, Miscellanea G. Galbiati, III, 225.
Μερικά ενετικά χρονικά δίνουν την ημερομηνία ανακριβώς ως 13 Mαρτίου [πρβλ. Iorga, ROL, VI, 73, σημείωση 1, Notes et extraits, I, 511, σημείωση 1 και στο ίδιο, II, 266, 272].
Κύριοι μεταξύ των Ενετών ομήρων ήσαν οι Λεονάρντο Γκραντενίγκο και Λορέντσο Κονταρίνι [Sanudo, ό. π., και Iorga, ROI, VI, 78, 79 και Notes et extraits, I, 516-17, έγγραφα με ημερομηνία 29 Απριλίου 1430]. Ακόμη και μέχρι τις 3 Mαρτίου η Γερουσία έδινε ακόμη εντολές στον νέο ναυτικό γενικό διοικητή Σιλβέστρο Μοροζίνι, να προσπαθήσει να διαπραγματευθεί ειρήνη με βυζαντινή διαμεσολάβηση, με τούς ίδιους γενικούς όρους, τούς οποίους ο άτυχος Τζάκοπο Ντάντολο είχε πάρει εντολή να παρουσιάσει στον Μουράτ [Sen. Secreta, Reg. 11, ιδιαίτερα φύλλα 86-87 (87-88), Iorga, ROL, VI, 76–77, η αποστολή τού Μοροζίνι από τον δόγη, με την εκλογή του ως γενικού διοικητή]. Για την τουρκική κατάληψη τής Θεσσαλονίκης βλέπε Mέρτζιο, Mνημεία, σελ. 88-93, με ελληνική μετάφραση και κείμενο από το σχετικό απόσπασμα τού Cron. Morosini. Οι χρονικογράφοι δίνουν διαφορετικούς αριθμούς για τις δαπάνες τής επταετούς ενετικής κατοχής τής Θεσσαλονίκης, όπου το Cron. Morosini ορίζει τη δαπάνη σε 740.000 δουκάτα, «και εγώ, ο Αντόνιο Μοροζίνι, υπήρξα μάρτυρας αυτού και το γράφω με το χέρι μου και αυτή είναι η αλήθεια», ενώ το Cron. Vancaruola δίνει τον αριθμό ως 502.000 και άλλα χρονικά τον προσδιορίζουν σε 300.000 και 200.000. Για όλα αυτά βλέπε Mέρτζιο, ό. π., σελ. 98-99, από τον οποίο φαίνεται ότι έχει διαφύγει η ομιλία τού Suriano στη Γερουσία (βλέπε προηγούμενη σημείωση), η οποία αποτελεί την πιο σημαντική μαρτυρία από όλες.
- [←95]
-
Sen. Secreta, Reg. 11, φύλλα 101-102 (102-103), Valentini, Acta Albaniae veneta, XIV, αριθ. 3.355, σελ. 64-68, Iorga, ROL, VI, 79-80, έγγραφο με ημερομηνία 29 Απριλίου 1430:
«Στον ευγενή κύριο Συλβέστρο Μοροζίνι, ναυτικό γενικό διοικητή, να γράψουμε σε αυτή τη μορφή: Λόγω τής απώλειας τής πόλης τής Θεσσαλονίκης, έχουμε αναθέσει σε εσάς να εξετάσετε όπως μπορείτε την υπόθεση τού χειρισμού τής ειρήνης με τον Τούρκο, που δεν έχει ούτε μπορεί να έχει πραγματοποιηθεί με τη μορφή που έχουμε κάνει για σας. Παρ ‘όλα αυτά, επειδή όλοι θεωρούν ότι θέλουμε να καταλήξουμε σε ειρήνη με τον Τούρκο, αν ήταν δυνατόν, με κατάλληλους και τίμιους τρόπους, σάς δίνουμε εντολή με τα Συμβούλιά μας Κλητών και Προσθήκης [τη Γερουσία και τη Χούντα], να εξετάσετε κάποιο μέσο και τρόπο, με τον οποίο μπορούμε εντίμως να έρθουμε σε κάποια εφαρμογή ειρήνης, που θα προκύψει με τούς καλύτερους και καταλληλότερους τρόπους που θα θεωρήσει η σοφία σας. Και μπορείτε να ενημερωθείτε σχετικά με την πρόθεσή μας και για τούς όρους με τούς οποίους θα θέλαμε να έχουμε ειρήνη με τον εν λόγω Τούρκο, εμείς λέμε και διακηρύσσουμε, ότι αν θελει ας έρθει στην προαναφερθείσα ειρήνη με αυτούς τούς τρόπους και όρους, δηλαδή: Κατ ‘αρχάς, ότι αν ο ίδιος ο Τούρκος θέλει να παραιτηθεί από κάθε δικαίωμα και δράση την οποία κατά κάποιο τρόπο θα είχαμε στο κράτος τής πόλης τής Θεσσαλονίκης και ότι ποτέ δεν θα μάς παρεμποδίζει να ανακτούμε ή να έχουμε αυτήν την πόλη, είμαστε ικανοποιημένοι σε αυτή την περίπτωση, που δεν θα μπορούσε να γίνει διαφορετικά, ότι αυτόν τον όρο υπόσχεται ο ίδιος από μόνος του, ότι ο ίδιος Τούρκος μπορεί να τον τηρεί. Αλλά πρέπει να προμηθευτούν στην πράξη τον εν λόγω όρο, αν είναι δυνατόν, οι ευγενείς άνδρες κύριοι Λεονάρντο Γκραντενίγκο και Λορέντσο Κονταρίνι, γιος τού ευγενούς κυρίου Πάολο Κονταρίνι, κάποτε δούκα Θεσσαλονίκης, και άλλοι πολίτες και πιστοί μας, που έχουν συλληφθεί από τούς Τούρκους και έχουν αποκατασταθεί στην αρχική ελευθερία. Όμως αν δεν μπορούν να τον αποκτήσουν, ας συμπεράνουν από τον ίδιο τον όρο, που περιέχεται παραπάνω».
(Quod viro nobili Ser Silvestro Mauroceno, capitaneo generali maris, scribatur in hac forma: Propter casum amissionis civitatis Salonichi, sicut considerare potestis, commissio quam vobis dedimus circa factum pacis tractande cum Turcho non habet nec potest habere locum in illa forma quam vobis fecimus. Nichilominus quia omnibus consideratis vellemus devenire ad pacem cum Turcho, si possibile foret, cum modis congruis et honestis, mandamus vobis cum nostris Consiliis Rogatorum et Additionis quod si videbitis aliquem modum et viam per quam cum honore nostro veniri posset ad aliquam praticam pacis, ad illam veniatis per illa meliora et convenientiora media que vestre sapientie videbuntur. Et ut informatus sitis de nostra intentione et de conditionibus cum quibus habere vellemus pacem cum dicto Turcho, vobis dicimus et declaramus quod veniatis ad pacem predictam cum his modis et conditionibus, videlicet: Primo quod si idem Turchus volet quod renuntiemus omni juri et actioni quod et quam aliquo modo haberemus in dominio civitatis Salonichi et quod numquam nos impediamus de recuperando et habendo ipsam civitatem, sumus contenti in casu quo aliter fieri non posset quod hoc capitulum sibi promittatis in eo solum quod eidem Turcho spectare posset. Verum debeatis procurare in pratica dicti capituli, si possibile est, quod viri nobiles Ser Leonardus Gradonico et Laurentius Contareno, filius viri nobilis Ser Pauli Contareno, olim duche Salonichi, et alii cives et fideles nostri qui fuerunt capti a Teucris pristine libertati restituantur. Quando autem hoc obtinere non possetis, concludatis ipsum capitulum, ut superius continetur)
Οι Ενετοί υποχρεώνονταν τότε να πληρώνουν στην Πύλη ετήσιο φόρο τιμής εκατό δουκάτων «για το κάστρο τής Ναυπάκτου» (pro castro Nepanti) και διακοσίων δουκάτων για το Σκουτάρι, το Αλέσσιο και το Δρίβαστο. Τώρα όμως ήθελαν μείωση τού φόρου, «γιατί το Δρίβαστο δεν βρίσκεται πια κάτω από την κυριαρχία μας» (quia locus Drivasti non est amplius sub nostro dominio). Το Δρίβαστο είχε χαθεί το 1419, για το οποίο βλέπε Iorga, ROL, IV, 609, σημείωση και Notes et extraits, I, 294, σημείωση. Αλλά αν ο σουλτάνος δεχόταν να εγγυηθεί την ασφάλεια των ενετικών κτήσεων στην Αλβανία, ο γενικός διοικητής Μοροζίνι μπορούσε να υποσχεθεί στην Πύλη φόρο μέχρι πεντακόσια δουκάτα τον χρόνο [έγγραφο ό. π., φύλλο 101 (102)]. Και ως συνήθως στις συνθήκες με τούς Τούρκους η Γερουσία επιθυμούσε ελευθερία εμπορίου και διέλευσης σε ολόκληρη την οθωμανική αυτοκρατορία. Πρβλ. τις περιλήψεις των οδηγιών προς Μοροζίνι στους Iorga, ROL, VI, 79-80, Notes et extraits, I, 517-18 και Thiriet, Regestes, II, αριθ. 2192, σελ. 273.
Η πτώση τής Θεσσαλονίκης είχε γίνει γνωστή στη Βενετία στις 27 Aπριλίου (1430) και ανάγκασε τη Γερουσία να πάρει αμέσως μέτρα για την ασφάλεια τής Ζάρα, τού Σεμπένικο και τής Κέρκυρας [Arch. di Stato di Venezia, Misti, Reg. 57, φύλλο 209 (213)].
- [←96]
-
Για τη Θεσσαλονίκη βλέπε γενικά A. E. Vacalopoulos, A history of Thessalloniki, Thessaloniki, 1963 και για την ενετοκρατούμενη Κρήτη (ιστορικές πηγές και βιβλιογραφία), για την οποία θα έχω λίγες ευκαιρίες να μιλήσω σε αυτόν τον τόμο, βλέπε M. I. Manussacas, «L’ Isola di Creta sotto il dominio Veneziano: Problemi e ricerche» στο Agostino Pertusi (επιμ.), Venezia e il Levante fino al secolo XV, 2 τόμοι, Φλωρεντία, 1973-74, 1-2, 473-514.
- [←97]
-
Δούκας, κεφ. 23, CSHB, Βόννη, σελ. 134:
Ο αυτοκράτορας Μανουήλ απολάμβανε την καλή τύχη να έχει έξι γιους. Πρώτος του γιος ήταν ο Ιωάννης, ο οποίος στέφθηκε από τον πατέρα του και αναγορεύθηκε αυτοκράτορας των Ρωμιών. Εγκατέστησε τον δεύτερο γιο του, τον Θεόδωρο, ως δεσπότη Λακεδαιμονίας. Ο τρίτος γιος, ο Ανδρόνικος, διορίστηκε δεσπότης Θεσσαλίας. Ο τέταρτος γιος, ο Κωνσταντίνος, έλαβε τις εκτάσεις κατά μήκος τού Εύξεινου Πόντου, προς τη Χαζαρία. Ο πέμπτος γιος, ο Δημήτριος και ο έκτος, ο Θωμάς, ήσαν ακόμη νήπια και ζούσαν με τον πατέρα τους.
«…καὶ γὰρ ηὐτύχει ὁ βασιλεὺς Μανουὴλ ἐν ἕξ παισὶν ἄρρεσιν, ὧν ὁ πρῶτος ἦν Ἰωάννης, ὅς καὶ στεφθεὶς παρὰ τοῦ πατρὸς αὐτοῦ βασιλεὺς Ῥωμαίων ἀνηγορεύθη· ὁ δεύτερος Θεόδωρος, ὅν καὶ δεσπότην Λακεδαιμονίας κατέστησεν· ὁ τρίτος Ἀνδρόνικος, ὅς καὶ Θετταλίας δεσπότης ἐγένετο· ὁ τέταρτος Κωνσταντῖνος, ὅς καὶ τὰ Ποντικὰ μέρη τὰ πρὸς Χαζαρίαν ἐκληρώσατο· πέμπτος δὲ Δημήτριος καὶ ἕκτος Θωμᾶς, οἵ καὶ σὺν τῷ πατρὶ διῆγον νήπια τυγχάνοντες.»
Χαλκοκονδύλης, βιβλίο iv, CSHB, Βόννη, σελ. 205, επιμ. E. Darkò, I, 192:
Ο Μανουήλ είχε τούς ακόλουθους γιους: ο μεγαλύτερος ήταν ο Ιωάννης [Η’], τον οποίο διόρισε αυτοκράτορα των Ελλήνων, στη συνέχεια ο Ανδρονικος, και Ύστερα από αυτόν ο Θεόδωρος [Β’], ο Κωνσταντίνος, ο Δημήτριος και ο Θωμάς. Ο Μανουήλ ανέθεσε τη βασιλεία στον Ιωάννη, τον μεγαλύτερο, που φαινόταν να είναι ο πιο συνατός από όλους τούς άλλους, ενώ τού έφερε να παντρευτεί γυναίκα από την Ιταλία, την κόρη τού ηγεμόνα τού Μονφερράτ. Είχε καλό χαρακτήρα, αλλά δεν ήταν ελκυστική. Στέφοντάς τον με ένα διάδημα, ο Μανουήλ τον έκανε επίσκοπο και αυτοκράτορα των Ελλήνων.
«…Ἐμμανουήλῳ μέντοι ἐγένοντο παῖδες ὅ τε Ἰωάννης ὁ πρεσβύτερος, ὃν δὴ τοῖς Ἕλλησιν ἀπεδείξατο βασιλέα, καὶ Ἀνδρόνικος καὶ Θεόδωρος μετὰ τοῦτον καὶ Κωνσταντῖνος καὶ Δημήτριος καὶ Θωμᾶς. τῷ μέντοι Ἰωάννῃ τῷ πρεσβυτέρῳ, πάντων τῶν ἄλλων κρατίστῳ δοκοῦντι γενέσθαι, τήν τε βασιλείαν ἐπέτρεψε, καὶ ἀπὸ Ἰταλίας ἀγόμενος αὐτῷ γυναῖκα τοῦ Μονφεράτου ἡγεμόνος θυγατέρα, ἐπιεικῆ μὲν τὸν τρόπον, ἀηδῆ δὲ τὴν ὄψιν, διαδήματι ταινιώσας ἀρχιερέα τε καὶ βασιλέα ἐστήσατο τοῖς Ἕλλησι.»
Πρβλ. Ψευδο-Σφραντζή, Ι, 31 (40), CSHB, Βόννη, σελ. 121-22, επιμ. Papadopoulos, I, 124-25, επιμ. Grecu, σελ. 260:
«Οὗτος οὖν ὁ βασιλεὺς κὺρ Μανουὴλ πρῶτον θυγατέρα ἐγέννησε την …, εἶτα Κωνσταντῖνον, Ἰωάννην τὸν βασιλέα καὶ Ἀνδρόνικον τὸν δεσπότην, καὶ θυγατέρα δευτέραν την …, Θεόδωρον τὸν δεσπότην καὶ πορφυρογέννητον, Μιχαήλ τὸν αὐθεντόπουλον, Κωνσταντῖνον τὸν δεύτερον τὸν καὶ βασιλέα γενόμενον, Δημήτριον τὸν δεσπότην καὶ Θωμᾶν τὸν δεσπότην. ζῶν δὲ ὁ βασιλεὺς καὶ πατὴρ αὐτῶν διεμέρισεν ἑκάστῳ τούτων τούσδε τοὺς τόπους, δι’ ἥν αἰτίαν καὶ μέγα κακὸν προξένησε τῇ τῶν Ῥωμαίων ἀρχῇ…»,
για τον οποίο σημειώστε R. J. Loenertz στα Miscellanea Giovanni Mercati, III (1946), 287-88 (Studi e testi, αριθ. 123) και το χρονικό που αποδίδεται στον Δωρόθεο Μονεμβασίας στον Loenertz στο ίδιο, σελ. 304.
O Σφραντζής, Χρονικόν, PG 156, 1031CD, επιμ. Grecu, σελ. 18 σημειώνει τον θάνατο τού Μανουήλ Β΄, χωρίς να παρέχει τον συνήθη κατάλογο των γιών του:
Στις 22 Ιουλίου τού ίδιου έτους [1425] πέθανε ο αξιομνημόνευτος και ευσεβής άγιος αυτοκράτορας κυρ Μανουήλ. Δύο ημέρες νωρίτερα είχε γίνει μοναχός με επιθανάτια λήψη τού «μεγάλου σχήματος» και είχε πάρει το όνομα Ματθαίος. Ενταφιάστηκε την ίδια μέρα στη σεβαστή, αυτοκρατορική και πανέμορφη Μονή Παντοκράτορος μέσα σε θρήνους και προσέλευση λαού, τέτοια που δεν είχε υπάρξει ποτέ για κανέναν άλλο. Έζησε συνολικά εβδομηνταεπτά έτη και εικοσιπέντε ημέρες.
«Τῇ δὲ κα’ τοῦ Ἰουλίου μηνὸς τοῦ αὐτοῦ ἔτους τέθνηκεν ὁ ἐν μακαρίᾳ τῃ λήξει γενόμενος ἀοίδιμος καὶ εὐσεβὴς βασιλεὺς κὺρ Μανουήλ, ὁ διὰ θείου καὶ ἀγγελικοῦ σχήματος μετονομασθεὶς πρὸ ἡμερῶν δύο Ματθαῖος μοναχός· καὶ ἐτάφη τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ ἐν τῇ σεβασμίᾳ βασιλικῇ καὶ περικαλλεῖ μονῇ τοῦ Παντοκράτορος μετὰ πένθους καὶ συνδρομῆς, οἵας οὐ γέγονε πώποτε εἴς τινα τῶν ἄλλων. Ἦσαν δὲ πᾶσαι αἱ τῆς ζωῆς αὐτοῦ ἡμέραι ἔτη οζʹ καὶ ἡμέραι κεʹ.»
Πρβλ. Hopf, II, 81-82. Iorga, Gesch. d. osman. Reiches, I, 383-84 και Barker, Manuel II Palaeologus, σελ. 383–85.
- [←98]
-
Σφραντζής, Χρονικόν, PG 156, 1032A, επιμ. Grecu, σελ. 20, που γράφει ότι ο Ιωάννης Η’ Παλαιολόγος παντρεύτηκε την Μαρία τής Τραπεζούντας τον Σεπτέμβριο τού 1427, έφυγε από την Κωνσταντινούπολη το Νοέμβριο και έφτασε στον Mοριά με τον Κωνσταντίνο στις 26 Δεκεμβρίου (το έτος 6936 τής Βυζαντινής εποχής διαρκούσε από την 1η Σεπτεμβρίου 1427 μέχρι τις 31 Αυγούστου 1428):
Στις 30 Αυγούστου 6935 [1427] έφεραν στην Πόλη με γαλέρα από την Τραπεζούντα την κυρά Μαρία Κομνηνή, κόρη τού κυρ Αλέξιου Κομνηνού, αυτοκράτορα Τραπεζούντας. Τον Σεπτέμβριο τού 6936 [1427] η κυρά Μαρία παντρεύτηκε τον αυτοκράτορα κυρ Ιωάννη. Τον Νοέμβριο τού ίδιου έτους [1427] ο αυτοκράτορας βγήκε από την Πόλη και έφτασε στον Μοριά στις 26 Δεκεμβρίου, συνοδευόμενος από τον αδελφό του, τον δεσπότη κυρ Κωνσταντίνο. Επειδή ο αδελφός τους, ο δεσπότης κυρ Θεόδωρος, ήθελε να γίνει μοναχός, ο κυρ Κωνσταντίνος θα παρέμενε αφέντης τού Μοριά. Αλλά αν άλλαζε γνώμη και δεν γινόταν μοναχός, αυτό δεν θα συνέβαινε.
«…Καὶ τῷ λε’ ἔτει τοῦ Αὐγούστου κθ’ ἔφερον μετὰ κατέργων ἀπὸ τὴν Τραπεζοῦντα κυρὰν Μαρίαν τὴν Κομνενήν, θυγατέρα κυροῦ Ἀλεξίου βασιλέως Τραπεζοῦντος τοῦ Κομνηνοῦ. Καὶ τῷ λϛ’ ἔτει μηνὶ Σεπτεβρίῳ εὐλογήθη αὐτὴν ὁ βασιλεὺς κὺρ Ἰωάννης. Καὶ τῷ αὐτῷ ἔτει μηνὶ Νοεμβρίῳ ἐξῆλθεν αὐτὸς δὴ ὁ βασιλεὺς ἀπὸ τῆς Πόλεως καὶ ἀπῆλθεν εἰς τὸν Μορέαν τῇ κς‘ Δεκεμβρίου μετὰ καὶ τοῦ ἀδελφοῦ αὐτοῦ τοῦ δεσπότου κυροῦ Κωνσταντίνου, διὰ τὸ βούλεσθαι γενέσθαι τὸν ἀδελφὸν αὐτῶν τὸν δεσπότην κὺρ Θεόδωρον καλόγερον, καὶ ὁ κὺρ Κωνσταντῖνος ἐναπομείνῃ αὐθέντης τοῦ Μορέως, εἰ καὶ μετεμελήθη καὶ οὐκ ἐγένετο.»
Πρβλ. Ψευδο-Σφραντζή, II, I, CSHB, Βόννη, σελ. 123-24, επιμ. Papadopoulos, I, 126-27, επιμ. Grecu, σελ. 262:
«Ἐν τῷ καιρῷ οὖν τοῦ ,ςϡλδ’ ἔτους μηνὶ Αὐγούστῳ διέβη τὰ βασιλικὰ σκῆπτρα καὶ πᾶσα ἡ τῆς βασιλείας ἐξουσία πρὸς Ἰωάννην τὸν υἱὸν τοῦ ἐν μακαρίᾳ τῇ λήξει κὺρ Μανουὴλ βασιλέως, ὅς καὶ προεστεμμένος ἦν εἰς βασιλέα. καὶ τῷ ,ςϡλε’ ἔτει, Αὐγούστου κθ’, ἤγαγον διὰ θαλάσσης μετὰ τριήρεων τὴν κυρὰν Μαρίαν τὴν Κομνηνὴν ἐκ Τραπεζοῦντος, θυγατέρα Ἀλεξίου τοῦ Κομνηνοῦ βασιλέως Τραπεζοῦντος˙ ἐν δὲ τῷ ,ςϡλς’ ἔτει μηνὶ Σεπτεμβρίῳ ηὐλογήθη αὐτὴν ὁ βασιλεὺς κὺρ Ἰωάννης, ἥν καὶ αὐγούσταν ἀνηγόρευσεν. καὶ τῷ αὐτῷ ἔτει μηνὶ Νοεμβρίῳ ἐξῆλθεν αὐτὸς δὴ ὁ βασιλεὺς ἐκ τῆς πόλεως, καὶ ἀπῆλθεν εἰς τὴν Πελοπόννησον τῇ κς’ Δεκεμβρίου σὺν τῷ αὐτοῦ αὐταδέλφῳ κὺρ Κωνσταντίνῳ δι’ αἰτίαν τοιαύτην ὅτι ὁ αὐτῶν αὐτάδελφος ὁ δεσπότης κὺρ Θεόδωρος ἐβούλετο γενέσθαι μοναχός, καὶ ὁ κὺρ Κωνσταντῖνος ἐναπομείνῃ αὐθέντης εἰς πᾶσαν τὴν Πελοπόννησον˙ ὅς μεταμεληθεὶς ὕστερον οὐχ ἐγένετο μοναχὸς.»
Πρβλ. και Χαλκοκονδύλη, βιβλίο iv, CSHB, Βόννη, σελ. 206:
Αλλά αργότερα, καθώς κατέληξε να μισεί τη σύζυγό του και προέκυψαν διαφορές μεταξύ τους, θέλησε να γίνει καλόγερος. Κάλεσε λοιπόν τον αδελφό του στο πριγκιπάτο, έτσι ώστε, όταν αποφάσιζε να αναλάβει μοναστική ζωή, να μπορούσε να τού εμπιστευτεί το πριγκιπάτο μαζί με την περιουσία του. Όμως λίγο αργότερα άλλαξε γνώμη, καθώς οι ευγενείς του τον απέτρεψαν να το κάνει αυτό και δεν τού επέτρεπαν να προχωρήσει στο σχέδιό του.
«…ὕστερον μέντοι, ὡς ἐς μῖσός τε ἀφίκετο τῇ γυναικὶ καὶ ἐς ἔχθος ἀφικόμενος ἐς διαφορὰν κατέστη, ἐς τὴν Ναζηραίων δίαιταν ὥρμητο γενέσθαι, καὶ τόν τε ἀδελφὸν αὑτοῦ μετεπέμπετο ἐπὶ τὴν ἀρχήν, ὡς ἐπεί οἱ ἐδόκει ἰέναι ἐς τὸ Ναζηραίων σχῆμα, τήν τε ἀρχὴν ἐπιτρέψων αὐτῷ καὶ τὴν οὐσίαν. οὗτος μέντοι οὐκ εἰς μακρὰν αὖθις μετέβαλλεν, ἀποτρεπομένων τῶν ἀρίστων αὐτοῦ ἀπὸ τούτου καὶ οὐκ ἐπιτρεπόντων ἰέναι αὐτῷ, εἰς ὃ ὥρμητο…»
Υπάρχει συμπαθητική περιγραφή τής σταδιοδρομίας τού Ιωάννη Η’ στον Gill, Personalities of the Council of Florence (1964), σελ. 104-24.
- [←99]
-
Σφραντζής [ό. π.] και πρβλ. Ψευδο-Σφραντζής, II, 1, CSHB, Βόννη, σελ. 124, γραμμές 3-4, επιμ. Papadopoulos, I, 127, γραμμή 1, επιμ. Grecu, σελ. 262, γραμμές 18-20. Ο Σφραντζής αποτελεί σημαντική πηγή για τον βυζαντινό κόσμο τού 15ου αιώνα. Είναι λοιπόν κατανοητό γιατί τα «απομνημονεύματά» του προσελκύουν τόσο μεγάλη προσοχή τα τελευταία χρόνια. Αποκαλούμενος παλαιότερα «Φραντζής», τώρα είναι γνωστό ότι το όνομά του ήταν Σφραντζής. Βλέπε Τόμο I, Κεφάλαιο 13. σημείωση 206, τού παρόντος έργου. Το όνομα Σφραντζής εμφανίζεται στο παλαιότερο (16ου αιώνα) χειρόγραφο τού Χρονικού (Chronicon minus) [Bibl. Apost. Vaticana. Cod. Ottobon. gr. 260] και επίσης στον τίτλο τού τυπωμένου κειμένου στην Patrologia Greca [PG 156, 1025-26, 1025A], αν και εκεί το όνομα εμφανίζεται στη συνέχεια ως «Φραντζής» [στο ίδιο, 103IB, 1058D]. Για τα χειρόγραφα και τις διάφορες εκδόσεις τού Χρονικού, βλέπε Vasile Grecu, Georgios Sphrantzes, Memorii (1401-1477) στο anexa Pseudo-Sphrantzes (που αναφέρθηκε πιο πάνω, σημείωση 2, σελ. xiv-xvii).
Αν και τώρα δεν υπάρχει αμφιβολία ότι ο Σφραντζής έγραψε τα απομνημονεύματα που ονομάζονται Χρονικόν [Chronicon minus, επιμ. Jan Franz στο Card. Angelo Mai, Classici auctores IX (Ρώμη, 1837), 594 και εξής, ανατυπ. στην PG 156, στήλες 1025-80], κανένας δεν πιστεύει πια ότι ο ίδιος είναι συγγραφέας τού Μεγάλου Χρονικού [Chronicon maius, επιμ. Imm. Bekker στο CSHB, Βόννη Corpus, 1838, ανατυπ. στην PG 156, στήλες 637-1022], όπου τα δύο πρώτα βιβλία είναι επίσης διαθέσιμα στην καλύτερη έκδοση τού J. B. Papadopoulos, I, Λειψία, Teubner, 1935 και όλα τα τέσσερα βιβλία στην (ακόμη καλύτερη) έκδοση τού V. Grecu, Βουκουρέστι, 1966. Τα χειρόγραφα τού Chronicon maius κυμαίνονται από τον ύστερο 16ο μέχρι τούς 18ο και 19ο αιώνες [Papadopoulos. I, σελ. x-xv]. Ο Papadopoulos, αντιμετωπίζοντας τα συνεχή λάθη και τις ιδιαιτερότητες τού κειμένου, αμφέβαλε αν ήταν ο Σφραντζής συγγραφέας τού Μεγάλου Χρονικού (Chronicon maius), στο οποίο γίνεται αναφορά ως έργο τού «Ψευδο-Σφραντζή».
Ο Fr. R. J. Loenertz, «Autour du Chronicon maius attribue a Georges Phrantzes», Miscellanea G. Mercati, III (Πόλη Βατικανού, 1946), 273-311 (Studi e testi, αριθ. 123), πρώτος απέδειξε αποφασιστικά ότι ο Σφραντζής δεν μπορεί να είχε γράψει το Chronicon maius (Μεγάλο Χρονικό) και καθιστά σαφές ότι το Chronicon maius είναι έργο τού Μακάριου Mελισσηνού, μητροπολίτη Μονεμβασίας κατά τον ύστερο 16ο αιώνα, ο οποίος είχε γίνει γνωστός ως πλαστογράφος. Ο Papadopoulos είχε ήδη αντιληφθεί το γεγονός. Πρβλ. St. Binon, «l’ histoire et la legende de deux chrysobulles d’ Andronic II en faveur de Monembasie: Macaire ou Phrantzes?» Echos d’ Orient XXXVII (1938), 274-304. Η μορφή «Φραντζής» εμφανίζεται σε όλα τα χειρόγραφα τού Chronicon maius (εκ των οποίων υπάρχουν πολλά), σφάλμα το οποίο έβαζε σε αμφιβολία την αυθεντικότητά του.
Ο συντάκτης τού Chron. maius ακολουθεί τον Νικηφόρο Γρηγορά μέχρι το 1360 και τον Χαλκοκονδύλη μέχρι το 1402, αλλά μερικές φορές επαναλαμβάνει τα λάθη τού τελευταίου και αποτυγχάνει επίσης να τον κατανοήσει. Σύμφωνα με τον Loenertz ο συντάκτης χρησιμοποιεί επίσης το χρονικό τού 16ου αιώνα που αποδίδεται στον «Δωρόθεο Μονεμβασίας». Αφού ο Σφραντζής πέθανε περί το 1477-1478, προφανώς δεν χρησιμοποίησε τον Δωρόθεο σε επέκταση των απομημονευμάτων του (Χρονικόν) στη γενική τουρκο-βυζαντινή ιστορία, η οποία πέρασε με το όνομά του στο Chron. maius. Όμως σε ενδιαφέρον άρθρο η Ελισάβετ Α. Ζαχαρίαδου, «Μία ιταλική πηγή τού Ψευδο-Δωροθέου για την Ιστορία των Οθωμανών», Πελοποννησιακά, V (1962), 46-59, ιδιαίτερα σελ. 47-48, έχει σημειώσει ότι τα έξι αποσπάσματα τα οποία ο Loenertz, ό. π., σελ. 296-309 πίστευε ότι προέρχονταν από τον Ψευδο-Δωρόθεο, είχαν στην πραγματικότητα αντληθεί από την Χρονική Έκθεση (Ecthesis chronica) τού 1517 περίπου. Προφανώς ο Σφραντζής δεν μπορούσε να έχει χρησιμοποιήσει εργασία γραμμένη το 1517 ή κάπου τότε και η ανακάλυψη τής κ. Ζαχαριάδου ενισχύει απλώς το επιχείρημα τού Loenertz. Πρβλ. επίσης τη μελέτη της για το Χρονικό των Τούρκων Σουλτάνων (τού Βαρβερινού ελληνικού κώδικα 111) και τού ελληνικού του πρότυπου [Θεσσαλονίκη, 1960, σελ. 61 και εξής].
Παρά το γεγονός ότι τo Μεγάλο Χρονικό [Chronicon maius, IV, 23, CSHB, Βόννη, σελ. 453, επιμ. Grecu, σελ. 590] τού Ψευδο-Σφραντζή ή μάλλον τού Μακάριου Μελισσηνού τελειώνει με τη δήλωση ότι η μεγάλη ηλικία και η ακραία αναπηρία εμπόδιζαν τον συγγραφέα να καλύψει σωστά κάθε πτυχή τού αντικειμένου του και χρονολογεί το τέλος του στις 29 Μαρτίου 1478 (έτος δημιουργίας 6986), έχει προφανώς ξεχάσει τις αναφορές του στην τουρκική κατάληψη τής Ζακύνθου και τής Κεφαλονιάς (το 1479), στην πολιορκία τής Ρόδου (1480), στην κατάληψη τού Οτράντο (1480) και στον θάνατο τού Μωάμεθ Β΄ τον Μάιο τού 1481, όπου όλα αυτά υπάρχουν στο βιβλίο i, κεφ. 23, CSHB, Βόννη, σελ. 94-95, επιμ. Papadopoulos, I, 98, επιμ. Grecu, σελ. 234.
Ο Μελισσηνός ήταν ταλαντούχος λογοτέχνης, αλλά οι περισσότερες από τις πηγές του (όταν δεν τις παρείχε η φαντασία του) δεν έχουν ακόμη εντοπιστεί και το έργο του πρέπει να χρησιμοποιείται με ακραία επιφύλαξη. Τελικά, όπως έχουμε παρατηρήσει πιο πάνω (τόμος I, κεφ. 13, σημείωση 206), το όνομά του δεν ήταν Μελισσηνός, αλλά Μελισσουργός. Επιδίωξε να δοξάσει την οικογένειά του, παίρνοντας ένα από τα πιο διακεκριμένα ονόματα στη Bυζαντινή ιστορία [πρβλ. Chron. maius, II, 2, CSHB, Βόννη, σελ. 132, γραμμές 6-7 και σελ. 134, γραμμές 3-4, επιμ. Papadopoulos, I, 134, γραμμή 11 και σελ. 137, γραμμές 1-2, επιμ. Grecu, σελ. 270, γραμμές 8-9 και σελ. 272, γραμμή 6 και σημείωση 1, γραμμές 25-26]. Για την οικογένεια τού Μακάριου βλέπε Ι. K. Κασιώτη, Μακάριος, Θεόδωρος και Νικηφόρος οι Μελισσηνοί (Μελισσουργοί) (16ος – 17ος αι.), Θεσσαλονίκη, 1966.
- [←100]
-
Η ομιλία τού Ιωάννη Ευγενικού προς τον δεσπότην κῦρ Θεόδωρον τον Πορφυρογέννητον έχει δημοσιευθεί από τον Σπ. Π. Λάμπρο, Παλαιολόγεια και Πελοποννησιακά, I (1912), 67-111, από το αυτόγραφο χειρόγραφο τού Ευγενικού στη Εθνική Βιβλιοθήκη τού Παρισιού [Cod. gr. 2075, φύλλα 199-226].
- [←101]
-
Σφραντζής, Χρονικόν, PG 156, 1033D-1034A, επιμ. Grecu, σελ. 24:
Αποφασίστηκε λοιπόν να παντρευτεί ο δεσπότης κυρ Κωνσταντίνος την ανιψιά αυτού τού δεσπότη Κάρλο και να πάρει ως προίκα της όλα τα κάστρα στον Μοριά που βρίσκονταν υπό τον έλεγχο τού Κάρλο. Όταν ολοκληρώθηκαν οι διαπραγματεύσεις για αυτό, την 1η Μαΐου τού ίδιου έτους [1428], στάλθηκα εγώ προσωπικά για να αναλάβω τον έλεγχο τής Γλαρέντζας, ενώ άλλοι ανέλαβαν άλλα μέρη. Κατά την επιστροφή μας στον Μυστρά, ήταν προφανές ότι ο κυρ Θεόδωρος σκεφτόταν πάλι να μπει σε μοναστήρι.
«…ἐφάνη καλόν, ἵνα ὁ δεσπότης κὺρ Κωνσταντῖνος ἐπάρῃ τὴν ἀνεψιὰν αὐτοῦ δὴ τοῦ Καρούλου δεσπότου εἰς νόμιμον γυναῖκα καὶ τὰ κάστρη, ὅσα δὴ καὶ εἶχεν εἰς τὸν Μορέαν, λάβῃ εἰς προῖκαν αὐτῆς. Οὗ δὴ γενομένου τελείου τῇ α’ Μαΐου τοῦ αὐτοῦ ἔτους, σταλεὶς ἐγὼ παρέλαβον τὴν Γλαρέντζαν, καὶ ἄλλοι τὰ ἄλλα. Καὶ ἐπαναστρέψαντες εἰς τὸν Μυζηθρᾶν ἐνεργεῖτο τὸ τῆς καλογερικῆς τοῦ δεσπότου κυροῦ Θεοδώρου.»
Πρβλ. Ψευδο-Σφραντζή, II, 1-2, CSHB, Βόννη, σελ. 128, επιμ. Papadopoulos, I, 130-31, επιμ. Grecu, σελ. 266:
«Ἀποσωθέντες οὖν εἰς Πελοπόννησον καὶ κατὰ τοῦ τόπου παντὸς τοῦ ἐντὸς Πελοποννήσου ὅς ὑπὸ τοῦ δεσπότου Καρόλου ἐκρατεῖτο, ἀπελθόντες οὖν πάντες οἱ αὐθένται καὶ ἀδελφοὶ καὶ βουλὴν ποιησάμενοι τοιαύτην, μὴ θαρροῦντες γὰρ εὐκόλως ὑποτάξαι τὸν τόπον αὐτοῖς ὅν εἶχεν ὁ Κάρολος, ὁμοίως καὶ αὐτὸς οὐχ ἐθάρρει δυνηθῆναι φυλάξαι τὸν ἐπίλοιπον τόπον τὸν ἐναπομείναντα αὐτῷ· καὶ τινας τῶν αὐτοῦ τόπων ἔλαβον οἱ ἡμῶν αὐθένται, εἰς συμβάσεις ἐλθόντων, καὶ εὐδοκήσαντος τοῦ δεσπότου κὺρ Κωνσταντίνου ἵνα λάβῃ εἰς νόμιμον γυναῖκα τὴν ἀνεψιὰν τοῦδε τοῦ δεσπότου Καρόλου, καὶ ὅσα ἄν εἶχε κάστρα εἰς τὴν Πελοπόννησον λάβῃ εἰς προῖκαν αὐτῆς, οὕτω γενομένης τῆς συμφωνίας. τῇ οὖν πρώτῃ Μαΐου τοῦ αὐτοῦ ἔτους σταλθεὶς ἐγὼ παρέλαβον τὴν Γλαρέντζαν, καὶ ἄλλοι τἄλλα. καὶ ἐπαναστρέψαντες εἰς Σπάρτην ἐνηργεῖτο ἴνα λάβῃ τὸ μοναχικὸν σχῆμα ὁ δεσπότης κὺρ Θεόδωρος, καὶ τρόπον καὶ ἀναβολὴν ποιήσωσι τοῦ παραλαβεῖν την Πάτραν, ἀναγκαῖον καὶ χρήσιμον τόπον, ἵνα τὴν κατοίκησιν οἱ δεσπόται καὶ ἀδελφοὶ ποιήσωσι καὶ διὰ τὸ μὴ εἰς Λακεδαιμονίαν ἤγουν Σπάρτην εὑρεθῆναι ὁμοῦ τοὺς ἀδελφούς, ἡνίκα ὁ ἀδελφὸς αὐτῶν ἐβούλετο μοναχὸς γενέσθαι.»
Χαλκοκονδύλης, βιβλίο iv, CSHB, Βόννη, σελ. 239-40:
Όσον αφορά τον αυτοκράτορα των Ελλήνων [Ιωάννη Η’], όταν εγκαθιδρύθηκε η ειρήνη, έπλευσε στην Πελοπόννησο όπου είχε κληθεί από τον αδελφό του Θεόδωρο [Β’], ηγεμόνα τού Μυστρά. Όπως ανέφερα πριν, εκείνος είχε αποφασίσει να αναλάβει μοναστική ζωή, από μίσος για την Ιταλίδα σύζυγό του. Όταν ο αυτοκράτορας τού Βυζαντίου έφτασε στην Πελοπόννησο, έφερε τον αδελφό του Κωνσταντίνο για να διαδεχθεί ως ηγεμόνας εκεί, αλλά τότε ο Θεόδωρος άλλαξε ξαφνικά γνώμη και είπε ότι δεν θα το έκανε, επειδή οι επικεφαλής τής περιοχής δεν θα το επέτρεπαν. Ύστερα από αυτό συμφιλιώθηκε και με τη σύζυγό του και ζούσε από τότε μαζί της ευτυχισμένα.
«…ὁ μὲν οὖν Ἑλλήνων βασιλεύς, ὡς εἰρήνη ἐγένετο, ἔπλει ἐπὶ Πελοπόννησον, μεταπεμπομένου τοῦ ἀδελφοῦ Θεοδώρου τοῦ Σπάρτης ἡγεμόνος, ὅς, ὡς καὶ πρότερον λέξεως, διὰ τὸ πρὸς τὴν γυναῖκα αὐτοῦ τὴν ἀπὸ Ἰταλίας ἔχθος αὐτῷ γενόμενον ὥρμητο ἐπὶ τὴν Ναζηραίων ἰέναι δίαιταν. ὡς μέντοι ἐς Πελοπόννησον ἀφίκετο ὁ Βυζαντίου βασιλεύς, τόν τε ἀδελφὸν αὐτοῦ Κωνσταντῖνον ἐπαγόμενος ὡς διαδεξόμενον τὴν ἀρχήν, μετεμέλησέ τε αὐτίκα καὶ οὐκ ἔφασκεν ἰέναι ἔτι, μὴ ἐπιτρεπόντων τῶν τῆς χώρας ἀρίστων. διηλλάγη μέντοι καὶ τῇ γυναικὶ μετὰ ταῦτα, καὶ ἐβίου ἡδέως συνὼν αὐτῇ τοῦ λοιποῦ.
Ο αυτοκράτορας των Ελλήνων πολέμησε ύστερα εναντίον τού Κάρλο [Α’], τού ηγεμόνα τής Ηπείρου, και πολιόρκησε τη Γλαρέντζα, την πρωτεύουσα τής Ήλιδας. Λίγο αργότερα, καθώς δεν σημείωνε καμία πρόοδο στην πολιορκία, πάντρεψε την ανιψιά τού ηγεμόνα, τον κόρη τού Λεονάρντο, με τον αδελφό του Κωνσταντίνο, κι έτσι αυτή η πόλη τού δόθηκε ως προίκα.
ὁ μέντοι Ἑλλήνων βασιλεὺς πρός τε τὸν τῆς Ἠπείρου ἡγεμόνα τὸν Κάρουλον πόλεμον ἐξήνεγκε, καὶ Κλαρεντίαν τῆς Ἤλιδος μητρόπολιν ἐπολιόρκει. μετ’ οὐ πολὺν δὲ χρόνον, ὡς οὐδὲν αὐτῷ προεχώρει πολιορκοῦντι, ἡρμόσατο τὴν ἀδελφιδοῦν ἡγεμόνος, Λεονάρδου δὲ θυγατέρα, ἐπὶ τῷ ἀδελφῷ Κωνσταντίνῳ, ὥστε καὶ ἡ πόλις αὕτη ἐδόθη αὐτῷ ἐς φερνήν.»
- [←102]
-
Σφραντζής, Χρονικόν, PG 156, 1034, επιμ. Grecu, σελ. 24, 26:
Για να πάρουν την Πάτρα, αν μπορούσαν, που ήταν στρατηγική και σημαντική τοποθεσία, και για να μη βρίσκονται οι αδελφοί στον Μυστρά, όπου ο αδελφός τους [κυρ Θεόδωρος] ήθελε να κλειστεί σε μοναστήρι, οι τρεις αδελφοί βγήκαν [από τον Μυστρά] την 1η Ιουλίου τού ίδιου έτους [1428] και κινήθηκαν εναντίον τής Πάτρας. Έστησαν τις σκηνές τους κοντά στους μύλους τής πόλης και έφεραν εκεί και την ανιψιά τού δεσπότη Κάρλο, την κυρά Θεοδώρα. Εκεί την παντρεύτηκε ο δεσπότης κυρ Κωνσταντίνος.
«ἐξελθόντες τῇ α’ Ἰουλίου τοῦ αὐτοῦ ἔτους, ἦλθον κατὰ τῆς Πάτρας οἱ τρεῖς τῶν ἀδελφῶν. Καὶ περὶ τοὺς μύλους αὐτῆς σκηνώσαντες, ἐκεῖσε καὶ τὴν ἀνεψιὰν τοῦ δεσπότου Καρούλου ἔφερον, κυρὰν Θεοδώραν· καὶ ἐκεῖσε αὐτὴν καὶ ὁ δεσπότης κὺρ Κωνσταντῖνος τὴν εὐλογήθη.
Δεν μπορούσαμε να καταλάβουμε την Πάτρα. Το μεγαλύτερο μέρος τής αποτυχίας μας πρέπει να αποδοθεί στον κυρ Θεόδωρο τον δεσπότη, ο οποίος παρέμεινε στον Μυστρά και δεν μπορούσε να αποφασίσει αν θα γινόταν μοναχός. Η αναποφασιστικότητά του υπήρξε η αιτία πολλών κακών.
Εἰς δὲ τὴν Πάτραν οὐδὲν ἐκατορθώθη τι πρὸς ἅλωσιν, ἀλλ’ ἦν μᾶλλον καὶ αἴτιον, ὅτι καὶ ὅπερ ὁ ἀδελφὸς αὐτῶν κὺρ Θεόδωρος ὁ δεσπότης εἰς τὸν Μυζηθρᾶν ἔστησεν, ἵνα ποιήσῃ, ἀθετήσῃ, ὅπερ ἦν αἴτιον πολλῶν κακῶν.
Καθώς λοιπόν τίποτε χρήσιμο δεν μπορούσε να επιτευχθεί εναντίον τής Πάτρας, με εξαίρεση τη σύλληψη τριών νεαρών υπερασπιστών τού κάστρου, έγινε συνθήκη ειρήνης με εκείνους στο κάστρο και προσδιορίστηκε ότι θα κατέβαλλαν ετήσιο φόρο υποτέλειας στον δεσπότη κυρ Κωνσταντίνο 500 φλουριά. Έλυσαν λοιπόν την πολιορκία και αναχώρησαν, ο μεν αυτοκράτορας για τον Μυστρά από έναν δρόμο, ενώ ο δεσπότης κυρ Κωνσταντίνος, συνοδευόμενος από τη σύζυγό του και βασίλισσα, έφτασε στο Χλεμούτσι από άλλον.
Ὡς οὖν εἰς τὰ τῆς Πάτρας τι συμπέρασμα χρηστὸν οὐδὲν ἐκατορθοῦτο, ἀλλ’ ἢ μόνον τρία καστελλόπουλα ὁποῦ ἀπῆραν, ποιήσαντες εἰρήνην μετὰ τῶν ἐν τῷ κάστρῳ καὶ ὅτι νὰ δίδουν καὶ κατ’ ἔτος πρὸς τὸν δεσπότην κὺρ Κωνσταντῖνον φλωρία φʹ, ἐγερθέντες ἀπῆλθον, ὁ μὲν βασιλεὺς δι’ ἄλλης ὁδοῦ εἰς τὸν Μυζηθρᾶν, ὁ δὲ δεσπότης κὺρ Κωνσταντῖνος δι’ ἄλλης εἰς τὸ Χλουμοῦτζιν μετὰ τῆς γυναικὸς αὐτοῦ καὶ βασιλίσσης.
Λίγο καιρό αργότερα, επειδή ο αυτοκράτορας ήθελε να επιστρέψει στο παλάτι του, ειδοποιήθηκε και ο αδελφός του [κυρ Κωνσταντίνος] και πήγε από το Χλεμούτσι στον Μυστρά. Εκεί οι αδελφοί πέρασαν μερικές ημέρες μαζί και τον Οκτώβριο τού 6937 [1428] ίππευσαν μαζί και έφτασαν στην Κόρινθο. Και ο μεν αυτοκράτορας μπήκε στη γαλέρα και απέπλευσε για την Κωνσταντινούπολη, ενώ ο δεσπότης κυρ Θεόδωρος επέστρεψε στον Μυστρά από τον ίδιο δρόμο. Συνοδευόταν για κάποιο διάστημα από τον νεαρό πρίγκιπα κυρ Θωμά, ο οποίος προχώρησε στη συνέχεια προς τα Καλάβρυτα.
Μετὰ δὲ τινα καιρὸν ὀλίγον, ἐπεὶ ὁ βασιλεὺς ἤθελεν ἵνα ἀπέλθῃ ὄπισθεν εἰς τὸ ὁσπήτιον αὑτοῦ, μηνυθεὶς καὶ ὁ ἀδελφὸς αὐτοῦ ἀπῆλθεν εἰς τὸν Μυζηθρᾶν ἀπὸ τὸ Χλουμοῦτζιν. Κἀκεῖσε διαβιβάσαντες ἀμφότεροι οἱ δὴ ἀδελφοὶ ἡμέρας ὀλίγας, τῷ Ὀκτωβρίῳ μηνὶ τοῦ λζ’ ἔτους ἐκαβαλλίκευσαν ὁμοῦ καὶ ἀπῆλθον μέχρι καὶ τῆς Κορίνθου. Καὶ ὁ μὲν βασιλεὺς ἐμβὰς εἰς τὰ κάτεργα ἀπέπλευσεν εἰς τὴν Κωνσταντινούπολιν, ὁ δὲ δεσπότης κὺρ Θεόδωρος ἀπῆλθεν ὄπισθεν τὴν αὐτὴν ὁδὸν τὴν φέρουσαν εἰς τὸν Μυζηθρᾶν· καὶ ὁ κὺρ Θωμᾶς ὁ αὐθεντόπουλος, μετ’ αὐτοῦ μέχρι τινός, ἀπῆλθεν εἰς τὰ Καλάβρυτα.
Εμείς με τον αφέντη μας, τον δεσπότη κυρ Κωνσταντίνο, πήραμε άλλο δρόμο και ήρθαμε στη Βόστιτζα. Καθώς ο δεσπότης κυρ Θεόδωρος δεν είχε γίνει μοναχός, ώστε να περάσουν όλα τα εδάφη του στον έλεγχο τού αδελφού του, τού κυρ Κωνσταντίνου, όμως ακόμη κι έτσι [ο Θεόδωρος] είχε δώσει σε αυτόν [τον κυρ Κωνσταντίνο] τη Βόστιτζα, και από την άλλη πλευρά τις περιοχές στις οποίες προηγουμένως ήταν άρχοντας ο πρωτοστράτωρ Φραγγόπουλος. Εννοώ την Ανδρούσα και την Καλαμάτα, το Πήδημα, τη Μάνη και το Νησί, το Σπιτάλι, το Γρεμπένι και τον Αετό, το Λωΐ, το Νεόκαστρο, τον Αρχάγγελο και πολλές άλλες, τις οποίες στάλθηκα εγώ και παρέλαβα από τον προαναφερθέντα πρωτοστράτορα.
Ἡμεῖς δὲ μετὰ τοῦ αὐθεντὸς ἡμῶν κυροῦ Κωνσταντίνου τοῦ δεσπότου διὰ τῆς ἄλλης ὁδοῦ ἤλθομεν εἰς τὴν Βοστίτζαν. Καὶ γὰρ εἰ καὶ καλόγερος οὐ ἐγένετο ὁ δεσπότης κὺρ Θεόδωρος, ἵνα ἀπομείνῃ ἅπας ὁ τόπος αὐτοῦ εἰς τὸν κὺρ Κωνσταντῖνον τὸν ἀδελφὸν αὐτοῦ, ἀλλ’ οὖν καὶ οὕτως δέδωκε πρὸς αὐτὸν τὴν Βοστίτζαν, καὶ εἰς τὸ ἄλλο μέρος, ὅσα δὴ ἦρχεν ὁ Φραγγόπουλος πρωτοστράτωρ, Ἀνδροῦσαν λέγω καὶ Καλαμάταν καὶ Πήδημα καὶ Μάνην καὶ Νησὶν καὶ Σπιτάλιν καὶ Γρεμπένιν καὶ Ἀετὸν καὶ Λωῒ καὶ Νεόκαστρον καὶ Ἀρχάγγελον καὶ ἕτερα πολλά· ἃ καὶ σταλεὶς ἐγὼ παρέλαβον ταῦτα παρὰ τοῦ ῥηθέντος πρωτοστράτορος.»
Βλέπε επίσης Ψευδο-Σφραντζή, II, 2, CSHB, Βόννη, σελ. 129-33, επιμ. Papadopoulos, I, 131-36, επιμ. Grecu. σελ. 266-270, με βελτιώσεις στο κείμενο. Πριν την αναχώρησή του από τον Moριά, ο Ιωάννης Η’ Παλαιολόγος επικύρωσε την αρχοντική κατοχή από τον Πλατωνικό φιλόσοφο Γεώργιο Γεμιστό Πλήθωνα των χωριών Bρύση και Φανάριον με χρυσόβουλλα με ημερομηνία Οκτωβρίου 1428 (έτους δημιουργίας 6937, τής εβδόμης ινδικτιώνος) [Σπ. Π. Λάμπρος, Παλαιολόγεια και Πελοποννησιακά, lV (1926), 331-33]. Στον Πλήθωνα είχε παραχωρηθεί το Φανάριον από τον Θεόδωρο τον προηγούμενο Νοέμβριο [στο ίδιο, IV (1930), 104–5] και τον Σεπτέμβριο τού 1433 ο Θεόδωρος επρόκειτο να εγγυηθεί τη διαδοχή των γιών τού Πλήθωνος σε αυτές τις περιουσίες, στον Δημήτριο Γεμιστό το Φανάριον και στον Ανδρόνικο Γεμιστό τη Βρύση, ύστερα από αίτημα τού πατέρα τους, ο οποίος επαινείται ιδιαίτερα στο προοίμιο τού εγγράφου [αργυρόβουλλου, στο ίδιο, IV, 106-9]. Για τη γενική ιστορία αυτών των χορηγιών βλέπε Λάμπρο, Νέος Ελληνομνήμων, II (1905), 457-60.
H Μανταλένα ντε Τόκκι ήταν αδελφή τού Κάρλο Β΄ Τόκκο, δεσπότη τής Άρτας κλπ. (1429-1448). για τον οποίο πρβλ. τούς γενεαλογικούς πίνακες στον Hopf, Chron. gréco-romanes, σελ. 530, 536. H Μανταλένα-Θεοδώρα θάφτηκε, όπως και η Κλεόπα Μαλατέστα τέσσερα χρόνια αργότερα, στο καθολικόν τής Μονής Ζωοδότου στον Μυστρά, ταυτιζόμενης με την εκκλησία τής Αγίας Σοφίας, η οποία προφανώς λειτουργούσε ως παρεκκλήσι τού παλατιού. Πολλοί τάφοι έχουν ανασκαφεί εδώ, αλλά κανένας δεν έχει προσφέρει στοιχεία ότι ανήκε είτε στην Θεοδώρα ή στην Κλεόπα. Στον νάρθηκα τής Παντάνασσας τού Μυστρά υπάρχει άλλος τάφος, αναγνωριζόμενος μερικές φορές ως εκείνος τής Θεοδώρας, αλλά και πάλι χωρίς πειστικά αποδεικτικά στοιχεία.
- [←103]
-
Σάθας, I, αριθ. 119-22, σελ. 188-90 από Sen. Secreta, Reg. 10, φύλλα 152-158, 156, 157 (156-157, 160, 161), έγγραφα με ημερομηνία 14 Ιουνίου και 9-10 Ιουλίου 1428. Η Ενετική Γερουσία, παρ’ όλα αυτά, όντως προσπάθησε για κάποιο διάστημα με διπλωματικά μέσα να εμποδίσει τούς Έλληνες να πάρουν την Πάτρα, τα οποία βέβαια δεν είχαν αποτέλεσμα [Iorga, ROL, V, 379-80, 385, 387, πρβλ. στο ίδιο, VI, 67, 73]. Γνωρίζοντας ότι ο Κωνσταντίνος δεν μπορούσε να μεταπειστεί για τα σχέδιά του για την Πάτρα, οι Ενετοί δαπάνησαν λίγο χρόνο και χρήματα στην προσπάθεια.
- [←104]
-
Σφραντζής, Χρονικόν, PG 156, 1036, 1039, επιμ. Grecu, σελ. 30, 32, 36 και εξής:
Ο δεσπότης και εγώ ήμασταν οι πρώτοι που καταδιώξαμε τούς ιππείς, επειδή τα άλογά μας έτυχε να είναι έτοιμα κοντά στη μικρή γέφυρα, στον δρόμο προς τον Άγιο Ανδρέα. Το άλογο τού κυρίου μου χτυπήθηκε από βέλος ενός Πατρινού και έπεσε αμέσως. Έσπευσαν να τον συλλάβουν ή να τον σκοτώσουν [τον κυρ Κωνσταντίνο], αλλά μπόρεσα να τον υπερασπιστώ, μέχρι τη στιγμή όπου, με τη βοήθεια τού Θεού, αποδεσμεύτηκε από το άλογό του και διέφυγε πεζός.
«Τοῦ δὲ δεσπότου κἀμοῦ εὑρεθέντων ἔμπροσθεν εἰς τὸν διωγμὸν τῶν καβαλλαρίων, διὰ τὸ εὑρεθῆναι κατὰ τύχην τὰ ἄλογα ἡμῶν ἕτοιμα πλησίον τοῦ γεφυρίου τῆς ὁδοῦ τῆς ἀπερχομένης εἰς τὸν ἅγιον Ἀνδρέαν, τὶς τῶν Πατρηνῶν ἐτόξευσεν οὕτως τὸ τοῦ δεσπότου ἄλογον, ὅτι εὐθὺς ἔπεσε· καὶ δραμόντες, ἵνα ἢ σκοτώσωσιν ἢ πιάσωσιν αὐτόν, εὑρέθην ἐγὼ ὑπέρμαχος καὶ ἐκεῖνος μὲν θεοῦ βοηθείᾳ ἀποπλακεὶς ἀπὸ τὸ ἄλογον ἔφυγε πεζός.
Έδωσα μερικά χτυπήματα και συνέλαβα έναν, τον γιο τού Σταματέλλου, αλλά έδωσαν τόσο χτυπήματα σε μένα και στο άλογό μου, που τελικά εξαντλήθηκε, έπεσε και με πλάκωσε. …
Ἐγὼ δὲ καὶ δέδωκα καὶ ἕνα καὶ ἐπίασα, υἱὸν Σταματέλλου, ἀλλὰ καὶ δεδώκασί με, καὶ ἐμὲ καὶ τὸ ἄλογόν μού τοσαῦτα, ὅτι ἀδυνατῆσαν ἔπεσε καὶ ἐπλάκωσέ με …
Όταν λοιπόν με συνέλαβαν, με πολλά τραύματα, με έβαλαν στο κάστρο, σε σκοτεινό χώρο, γεμάτο μυρμήγκια, σιταρόψειρες και ποντίκια, αφού προηγουμένως ήταν σιταποθήκη. Μού έβαλαν σίδερα μονοκόμματα και έδεσαν το πόδι μου με δυνατή αλυσίδα, καρφωμένη σε μεγάλο άξονα. Βρισκόμουν ξαπλωμένος σε αυτή τη φυλακή περνώντας δύσκολα, ταλαιπωρούμενος από τα τραύματά μου, από τα δεσμά, από τον ύπνο στο δάπεδο και από τα άλλα κακά που είχε αυτός ο χώρος, όπως ανέφερα. …
Πιάσαντές με οὖν, μετὰ πολλῶν λαβωμάτων ἀπαγαγόντες με, ἔβαλόν με εἰς τὸν κουλᾶν εἰς ὁσπήτιον σκοτεινόν, ἔχον μύρμηκας καὶ σιταρόψιρας καὶ ποντικοὺς διὰ τὸ εἶναι ἐν αὐτῷ πρὸ τοῦ σιτηρέσιον· ἔβαλόν με καὶ σίδηρα μονοκάνονα καὶ εἰς τὸν ἀριστερὸν πόδα ἅλυσον στερεὰν εἰς τζόπον μέγαν καρφωμένην. Καὶ ἐκοιτώμην ἐν τῇ τοιαύτῃ φυλακῇ πικρῶς διαβιβάζων ἀπὸ τε τῶν λαβωμάτων καὶ τῶν σιδήρων καὶ τοῦ ξηροῦ κοιτασμοῦ καὶ τῶν ἄλλων, ὁποῦ εἶχεν, ὡς ἐδηλώσαμεν, τὸ ὁσπήτιον κακῶν. …
Κι ενώ βρισκόμουν στη φυλακή στην Πάτρα για σαράντα μέρες, έφτασε η μέρα τής γιορτής τού ελευθερωτή των αιχμαλώτων, δηλαδή τού μεγαλομάρτυρα Γεώργιου. Προσευχήθηκα σε αυτόν, καθώς και το δικό μου όνομα είναι Γεώργιος και είμαι από μικρός αφοσιωμένος στη λατρεία του. Όταν αποκοιμήθηκα, είδα όνειρο. Μού φάνηκε ότι βρισκόμουν στην όμορφη εκκλησία τού Αγίου Γεωργίου των Μαγγάνων και στεκόμουν δίπλα στη βρύση δεμένος με αλυσίδες. …
Ἐμοῦ δὲ κειμένου ἐν φυλακῇ ἡμέρας μʹ, ὡς ἦλθεν ἡ μνήμη τοῦ ἐλευθερωτοῦ τῶν αἰχμαλώτων, τοῦ μεγαλομάρτυρος δηλονότι Γεωργίου, ἐδεήθην αὐτοῦ, ὡς κἀγὼ Γεώργιος καὶ παιδιόθεν δοῦλος αὐτοῦ· καὶ ἀφυπνισθεὶς ἔδοξέ μοι, ὅτι εὑρέθην εἰς τὸν περικαλλῆ ναὸν τὸν εἰς τὸ ὄνομα αὐτοῦ τῶν Μαγγάνων ἐπονομαζόμενον, εἰς τὴν φιάλην ἱστάμενος καὶ φορῶν καὶ τὰ σίδηρα. …
Το πρωί περίπου τής ίδιας νύχτας, σε ασυνήθιστη ώρα, ήρθαν οι άρχοντες τού κάστρου και άλλοι ένοπλοι και μού έβγαλαν όλες τις αλυσίδες. Ζήτησαν συγγνώμη και είπαν ότι δεν με τάιζαν καλά όχι επειδή ήταν εχθροί μου, αλλά επειδή δεν είχαν [καλύτερο φαγητό να μού δώσουν]. Ήρθαν πάλι ύστερα από δύο μέρες και μού ζήτησαν να γράψω γράμμα στον αφέντη μου [κυρ Κωνσταντίνο], ζητώντας του να επιτρέψει στους άρχοντες να βγουν από τα τείχη και να κανονίσουν συνθήκη. Όπως κι έγινε.
Καὶ περὶ τὴν αὐγὴν αὐτὴν τῆς νυκτὸς ἐν ὥρᾳ ἀσυνήθει, ἰδοὺ οἱ τοῦ κουλᾶ ἄρχοντες καὶ ἕτεροι μετὰ σιδηρικῶν καὶ ἐκβάλλουσί με ἅπαντα τὰ σίδηρα· καὶ ἐξαιτιῶντας καὶ λέγουσιν, οὐχ ὅτι ἐχθρωδῶς ἔχουσι, καλῶς οὐδὲν με τρέφουσιν, ἀλλ’ ὅτι οὐκ ἔχουσιν. Καὶ μετὰ δύο ἡμέρας ἐλθόντες πάλιν ζητοῦσί με καὶ δέομαι τοῦ αὐθεντός μου διὰ γραφῆς, ὅτι νὰ ἐνδώσῃ νὰ ἐξέλθουν ἄρχοντες νὰ συντύχουν πρὸς συμβίβασιν, ὅπερ καὶ γέγονε.
Με αυτή τη συνθήκη τού παρέδωσαν το Σαραβάλι και συμφώνησαν να με ελευθερώσουν, οπότε έπρεπε να πάω στον τόπο διαμονής τού αφέντη μου στη Γλαρέντζα. Αν επέστρεφε μέχρι το τέλος τού Μαΐου ο αφέντης τους ο μητροπολίτης, θα έκανε εκείνος αυτό που θα έκρινε σωστό, διαφορετικά εκείνοι θα παρέδιδαν το κάστρο. Αφού ανταλλάχθηκαν όρκοι και πήρε [ο κυρ Κωνσταντίνος] και το Σαραβάλι, στις 5 Μαΐου ίππευσε και προχώρησε μέχρι τη Σκλαβίτσα και τα σύνορα τού Ριόλου.
Καὶ συμβιβασθέντες δεδώκασιν αὐτῷ τὸ Σαραβάλε οὕτως, ὅτι νὰ σηκωθῷ νὰ ἀπέλθῃ εἰς τὸ ὁσπήτιον αὐτοῦ τὴν Γλαρέντζαν· καὶ μέχρις ὅλου Μαΐου εἰ μὲν ἔλθῃ ὁ μητροπολίτης καὶ αὐθέντης αὐτῶν, ποιήσει ἐκεῖνος, ὡς θέλει, εἰ δ’ οὖν, νὰ δώσωσιν τὸ κάστρον. Καὶ γεγονότων ὅρκων καὶ παραλαβόντος καὶ τὸ Σαραβάλε, τῇ ε’ Μαΐου ἐκαβαλλίκευσε καὶ ἀπῆλθε μέχρι τῆς Σκλαβίτζας καὶ τοῦ Ῥιόλου τὰ ὅρια.
Άφησε πίσω του για μένα τον Ιωάννη Ρωσατά, για να με πάρει. Η απελευθέρωσή μου θα αποτελούσε σίγουρο δείγμα τής καλής τους πίστης. Μέχρι τη στιγμή που ελευθερώθηκα, ήμουν μισοπεθαμένος. Όταν έφτασα εκεί όπου βρισκόταν και ο αφέντης μου [κυρ Κωνσταντίνος], εκείνος χάρηκε πολύ που είχα ελευθερωθεί, αλλά λυπήθηκε επίσης πολύ που ήμουν έτσι μισοπεθαμένος. Με επαίνεσε πολύ και με παρηγόρησε. Όταν πήγα στο κατάλυμά μου, μού έφεραν με τις φιλοφρονήσεις του έναν διπλό ταμπάριον από όμορφο πράσινο καμουχά από τη Λούκκα, επενδεδυμένο με όμορφη πράσινη τσόχα, σκούφο από τη Θεσσαλονίκη με χρυσοκόκκινη μεταξωτή επένδυση, καβάδι από κρεμεζί καμουχά επενδεδυμένο με βαρύ κατάρουχο, ένα κοντοβράκι από χρυσοπράσινο καμουχά, ένα πράσινο παλτό και ένα στολισμένο σπαθί.
Δι’ ἐμὲ δὲ ἐπαφῆκεν Ἰωάννην τὸν Ῥωσατᾶν, ἵνα με ἐπάρῃ· σωζομένου γὰρ τοῦ ἐλευθερωθῆναί με ἕξουσι τὸ βέβαιον τὰ πραχθέντα. Καὶ ἐλευθερωθεὶς ἡμιθνὴς δὲ μόλις ἀπέσωσα, ἔνθα καὶ ὁ αὐθέντης μου, ὃς ἰδών με μετὰ χαρᾶς ὅτι πολλῆς, καὶ λύπης, τὸ μὲν ὅτι ἤμην οὕτως ἡμιθνής, τὸ δὲ ὅτι ἠλευθερώθην, καὶ ὁρίσας πολλοὺς λόγους πρὸς ἔπαινον, καὶ παραμυθίαν μου, ὡς ἀπῆλθον εἰς τὴν κατούναν μου, ἔφερόν με εὐεργεσίαν αὐτοῦ ταμπάριον διπλὸν χαμουχᾶν πράσινον ἀπὸ τὴν Λούκκαν ἀξιόλογον, μετὰ καὶ πρασίνης τζόχας καὶ καλῆς ἐνδεδυμένον, σκούφιαν Θεσσαλονικαίαν μετὰ χρυσοκοκκίνου χασδίου ἐνδεδυμένην, καβάδι χρεμεζῆν χαμουχᾶν μετὰ βαρέου καταράχου ἐνδεδυμένον, κουρτζουβάκιν χαμουχᾶν χρυσὸν προύσινον καὶ φωτᾶν προύσινον καὶ σπαθὶν ἐγκεκοσμημένον.»
Βλέπε επίσης Ψευδο-Σφραντζή, II, 3-4. 6, CSHB, Βόννη, σελ. 137-39, 144-46, επιμ. Papadopoulos, 1, 140-42, 147-49, επιμ. Grecu. σελ. 280 και εξής, 288, 290, ο οποίος προσθέτει στα υπέροχα ενδύματα που πήρε ο Σφραντζής από τον Κωνσταντίνο κι ένα δώρο 3.000 χρυσών νομισμάτων:
«…ἰμάτιον ἐπανώφορον διπλοῦν, χαμουχᾶν πράσινον ἀπὸ Λούκκας ἀξιότιμον μετὰ πρασίνου ὑφάσματος καὶ καλοῦ ἐνδεδυμένον, σκούφιαν Θεσσαλονικαίαν μετὰ χρυσοκοκκίνου χασδίου ἐνδεδυμένην, καβάδιον καρμεζὴν χαμουχᾶν μετὰ βαρέων καταρούχων ἐνδεδυμένον, κουρτζουβάκαν χαμουχᾶν χρυσὸν πράσινον, καὶ φωᾶν πράσινον, καὶ σπάθην ἐγκεκοσμημένην, καὶ φλωρία ἤτοι νουμία χρυσὰ χιλιάδας τρεῖς.»
Κατά τη διάρκεια αυτής τής περιόδου οι Παλαιολόγοι έδιναν προφανώς μεγαλύτερη προσοχή στην κατάκτηση εδαφών παρα στη διοίκηση των κτήσεών τους στον Μοριά. Έτσι ακόμη κι ένας Ελληνας μεγιστάνας θεωρούσε ότι οι συνθήκες στο ονομαζόμενο «δεσποτάτο» δεν ήσαν κατάλληλες για την ασφάλεια τής περιουσίας του. Με άδεια που εκδόθηκε στο όνομα τού δόγη Φραντσέσκο Φόσκαρι και με ημερομηνία 18 Ιουλίου 1429, η Γερουσία επέτρεψε σε κάποιον Μανώλη Μεγαδούκα να καταθέσει το σύνολο ή μέρος των κινητών αγαθών του στην Κορώνη λόγω των ανασφαλών συνθηκών στο δεσποτάτο [Arch. di Stato di Venezia, Misti, Reg. 57, φύλλο 107 (111), προφανώς με ημερομηνία 31 Μαΐου 1429]:
«…με επιστολές τού ευγενούς κυρίου Ζανότι Κάλμπο, καστελλάνου Μεθώνης και Κορώνης, ενημερωθήκαμε, ότι κάποιος Μανώλης Μεγαδούκας, ονμαζόμενος Πρωτοστράτορας, υπήκοος τού κυρίου δεσπότη τού Μυστρά, βλέποντας το κακό που γίνεται στο κράτος από τούς Έλληνες, σκέφτηκε να καταθέσει στον δικό μας τόπο τής Κορώνης το σύνολο ή τμήμα των κινητών αγαθών του, με τη χορήγηση άδειας ασφαλούς διέλευσης, ότι μπορεί να στείλει στον εν λόγω τόπο μας ή να προβλέπεται να έχει σε αυτόν τα αγαθά ή μέρος τους …»
(…cum per literas viri nobilis Ser Zanoti Calbo, castellani Coroni et Mothoni, informati simus quod quidam Manoli Magaducha dictus Protostratora, subditus domini dispoti Musistre, videns malum dominium quod fit per Grecos, deliberaverit depositare in loco nostro Coroni totum aut partem sui haveris requisiveritque quod sibi fiat salvusconductus ut possit mittere ad ipsum locum nostrum vel ponere in eo suum havere vel partem ipsius…).
- [←105]
-
Σφραντζής:
Την επόμενη μέρα φύγαμε για τη Γλαρέντζα. Λίγες ημέρες αργότερα έφτασε πρέσβης τού σουλτάνου με τελεσίγραφο: «Οι κάτοικοι τής Πάτρας θέλουν να μού πληρώνουν χαράτσι και να γίνουν υποτελείς μου. Σήκω λοιπόν και φύγε από εκεί και μην την πολιορκείς. Διαφορετικά θα στείλουμε στρατό εναντίον σου». Ο αφέντης μου πάλι τού έδωσε την ακόλουθη απάντηση: «Εμεἰς ακούσαμε ότι αυτοί [οι κάτοικοι τής Πάτρας] θέλουν να την παραδώσουν στους Καταλανούς. Δεν μού φάνηκε λοιπόν σωστό να επιτρέψω σε εχθρούς τόσο τού αδελφού μου τού μεγάλου σουλτάνου όσο και δικούς μας, να πάρουν τόσο σημαντικό κάστρο στη μέση των εδαφών μας. Γι’ αυτό πήγαμε εκεί. Όταν όμως εξετάσαμε προσεκτικά το θέμα, αποφασίσαμε να μην προχωρήσουμε. Τώρα, όπως βλέπεις, φύγαμε από εκεί και επιστρέψαμε στο σπίτι μας. Σκοπεύω να στείλω σε λίγες μέρες αυτόν τον άρχοντα» κι έδειξε εμένα «στον αδελφό μου τον μεγάλο σουλτάνο και να τού αποκαλύψει τούς λόγους μας πιο αναλυτικά». Ο Τούρκος απεσταλμένος άκουσε αυτήν την ομιλία, έλαβε ακριβά δώρα και αναχώρησε με χαρά.
«Ἐπὶ τὴν αὔριον ἀπελθόντες εἰς τὴν Γλαρέντζαν, ἰδοὺ καὶ ἄρχων τοῦ ἀμηρᾶ μετά τινας ὀλίγας ἡμέρας, λέγων ὅτι “ἡ Πάτρα δίδει με χαράτζι καὶ διαβαίνει ἰδική μου· σηκώθησαι οὖν ἀπ’ αὐτῆς καὶ μηδὲν πολιορκῇς αὐτήν· εἰ δ’ οὖν, θέλομεν πέμψειν φωσάτον κατά σου”. Ὁ δ’ αὐθέντης μου πάλιν εἶπε πρὸς αὐτόν· “Ἡμεῖς ἠκούσαμεν, ὅτι θέλουν νὰ δώσουν αὐτὴν τοὺς Καταλάνους· οὐδὲν οὖν ἐφάνη πρέπον ἐχθροὺς καὶ τοῦ ἀδελφοῦ μου τοῦ μεγάλου ἀμηρᾶ καὶ ἡμῶν νὰ τοὺς ἀφήσωμεν νὰ ἐπάρωσι τοιοῦτον κάστρον εἰς τὴν μέσην τοῦ τόπου μας. Διὰ τοῦτο ἀπήλθομεν ἐκεῖ· καὶ ἐξετάσαντες τὸ πρᾶγμα, ἐστήσαμεν νὰ μηδὲν γένηται. Καὶ ἰδού, ὡς βλέπεις, ἐσηκώθημεν καὶ ἤλθομεν εἰς τὸ ὁσπίτιον ἡμῶν· εἰς ὀλίγας οὖν ἡμέρας ἔχω σκοπὸν νὰ στέλλω τοῦτον δὴ τὸν ἄρχοντα εἰς τὸν ἀδελφόν μου τὸν μέγαν ἀμηρᾶν”, -δεικνὺς ἐμέ, -“καὶ θέλει δηλώσειν καὶ τοὺς πλείονας ἡμῶν λόγους”. Ὁ δὲ Τοῦρκος ἀκούσας τούτους λόγους, ἔτι δὲ καὶ φιλοφρονηθεὶς καλῶς, ἀπῆλθε χαίρων.
Όταν έφυγε ο απεσταλμένος τού σουλτάνου, μού είπε [ο κυρ Κωνσταντίνος]: «Έτοίμασε τα απαραίτητα για αυτό το ταξίδι», χωρίς να με έχει ενημερώσει προηγουμένως για τις προθέσεις του. Απάντησα σε αυτόν: «Ελπίζω μόνο να δώσει ο Θεός, να μην έλθει ο μητροπολίτης και να μάς παραδώσουν το κάστρο, ώστε να ανακάμψω κι εγώ κάπως. Σε κάθε περίπτωση, θα τα έχω όλα έτοιμα για την πραγματοποίηση τής εντολής σου». Κι ενώ έφτασε η προθεσμία και ο μητροπολίτης δεν είχε επιστρέψει, την 1η Ιουνίου τού ίδιου έτους [1429] πηγαίναμε έφιπποι προς την Πάτρα. Εκείνες τις ημέρες ο πρίγκιπας Θωμάς πολιορκούσε τη Χαλανδρίτσα, το κάστρο τού πρίγκιπα Τσεντουριόνε, ο οποίος αργότερα έγινε πεθερός του. Καθώς λοιπόν ο αφέντης μου και οι αδελφοί του περνούσαν από τον δρόμο προς την Πάτρα, κατέβηκε και αυτός ο αδελφός του [κυρ Θωμάς] και έμειναν μαζί στην Καμενίτσα.
Ἐκείνου δὲ ἀπελθόντος, ὥρισεν ἐμέ· “ἰδοὺ προετοίμαζε τὰ πρὸς χρείαν τῆς ὁδοῦ”, μὴ εἰδότος μου πρότερον τὸ τυχόν. Ἐγὼ δ’ ἀνέφερον αὐτῷ ὅτι “μόνον νὰ δώσῃ ὁ θεὸς νὰ μηδὲν ἔλθῃ ὁ μητροπολίτης καὶ νὰ δώσουν ἡμᾶς τὸ κάστρον, καὶ ἐγὼ νὰ ἀῤῥωσθῶ τὶ ποτε πλέον· ἀμὴ πάντα θέλω τὰ ἕξειν ἕτοιμα εἰς ἐκπλήρωσιν τῆς ἀποδοχῆς σου”. Τῆς δὲ προθεσμίας ἐλθούσης καὶ τοῦ μητροπολίτου οὐκ ἐλθόντος, τῇ α’ τοῦ Ἰουνίου μηνὸς τοῦ αὐτοῦ ἔτους, καβαλλικεύσαντες ἀπερχόμεθα εἰς τὴν Πάτραν. Ἐν αὐταῖς οὖν ἡμέραις καὶ ὁ αὐθεντόπουλος κὺρ Θωμᾶς τὸ τοῦ πρίγκιπος Kεντυρίωνος κάστρον τὴν Χαλαντρίτζαν τοῦ καὶ μετέπειτα γεγονότος πενθεροῦ αὐτοῦ ἐπολιόρκει. Ὡς δὲ διήρχετο ὁ αὐθέντης μου καὶ οἱ ἀδελφοὶ αὐτοῦ τὴν ὁδὸν τὴν φέρουσαν εἰς τὴν Πάτραν, κατελθὼν καὶ οὗτος δὴ ὁ ἀδελφὸς αὐτοῦ ἔμειναν ὁμοῦ εἰς τὴν Καμενίτζαν.
Όταν το έμαθε ο Ιωαννούτζος Μπαλότας, ο άρχοντας τού πρίγκιπα Τσεντουριόνε στη Χαλανδρίτσα, ζήτησε άδεια να έρθει και να προσκυνήσει τούς δύο αφέντες. Μόλις έφτασε, έβγαλε τα κλειδιά τού κάστρου και τα έδωσε στον αφέντη μου τον δεσπότη λέγοντας: «Αυτό το κάστρο ανήκει στον αφέντη μου, τον συγγενή σου από τον γάμο τής βασίλισσας». Γιατί ο γιος τού πρίγκιπα Τσεντουριόνε είχε προηγουμένως παντρευτεί την αδελφή τής βασίλισσας κυρά Θεοδώρας. «Με έχει διατάξει να παραδώσω το κάστρο του στη βασίλισσα». Ο αφέντης μου απάντησε: «Έτσι είναι, το μέρος ανήκει σε συγγενή μου, αλλά σε λιγότερο κοντινό από τον αδελφό μου. Αν ο κύριός σου είχε παραδώσει αυτό το κάστρο νωρίτερα, ο αδελφός μου δεν θα είχε επιτεθεί σε ένα από τα κάστρα μου. Ήθελα ειρηνική παράδοση, αλλά ο κύριός σου είχε διαφορετική ἀποψη. Αν όμως δεχτώ [την παράδοσή σου] τώρα, θα αναγκαστώ να διαφωνήσω με τον αδελφό μου. Αυτό πρέπει να αποφευχθεί και πολύ περισσότερο σε αυτή την περίπτωση. Να επιστρέψεις λοιπόν στο κάστρο σου και να κάνεις γι’ αυτή την υπόθεση, ό,τι μπορείς».
Ὡς δὲ ἔμαθε τοῦτο καὶ ὁ εἰς τὴν Χαλαντρίτζαν τοῦ πρίγκιπος εὑρισκόμενος ἄρχων, ὁ Ἰωαννοῦτζος Μπαλότας, αἰτήσας ἀφίρωσιν, ἵνα ἔλθῃ καὶ προσκυνήσῃ ἀμφοτέρους τοὺς αὐθέντας· ἦλθε· καὶ ἐξελθόντος εὐθὺς ἐκβαλὼν τὰς τοῦ κάστρου κλεῖς δέδωκε ταύτας τῷ αὐθέντῃ μου τῷ δεσπότῃ, εἰπών· “τοῦτο ἔνι κάστρον ἰδίως τοῦ αὐθέντη μου καὶ συγγάμβρου τῆς βασιλείας σου”· καὶ γὰρ ὁ τοῦ πρίγκιπος υἱὸς προαπῆρεν εἰς νόμιμον γυναῖκα τὴν ἀδελφὴν τῆς βασιλίσσης κυρᾶς Θεοδώρας· -“καὶ ὥρισέ μοι, ἵνα παραδώσω τοῦτο αὐτήν”. Ὁ δὲ ἀπεκρίθη αὐτῷ· “oὕτως ἔχει, ὅτι συγγενοῦς μοῦ ἐστιν ὁ τόπος, ἀλλ’ οὐ γνησιεστέρου τοῦ ἀδελφοῦ μου· λοιπὸν προγενέστερον ἂν εἶχε ποιήσειν τοῦτο καὶ ὁ ἀδελφός μου, ὡς εἰς ἐμόν, οὐδὲν ἤθελεν ἐπιχειρήσειν τι, καὶ ἐγὼ εἰρηνικῶς ἤθελα εἴχειν αὐτὸ καὶ ὁ αὐθέντης σου ἀλλοτρόπως· ἀμὴ νῦν ἂν τὸ ἐπάρω, ἀναγκάζει νὰ διαφερώμεθα μετὰ τὸν ἀδελφόν μου· καὶ οὐδὲν τυχένει διὰ πολύ τι, πολλῷ μᾶλλον διὰ τοσοῦτον· ἀλλ’ ἄπελθε ἐν αὐτῷ καί, ὡς δύνασαι, ποίει”.
Μόλις έλαβε αυτή την απάντηση, ο Μπαλότας ζήτησε να μπει με ασφάλεια στο κάστρο του. Ορίστηκα εγώ υπεύθυνος, τον πήρα με στρατιώτες και προχωρούσαμε. Ο Θωμάς Ραούλ, που βρισκόταν κοντά στο κάστρο, πίστευε ότι θα ήταν εύκολο να τον πάρει από εμένα. Υπήρξε λοιπόν ο κίνδυνος να συμβεί κάτι πολεμικό και λυπηρό μεταξύ των δύο αδελφών. Όμως, με τη βοήθεια τού Θεού, οδήγησα τον Μπαλότα στο κάστρο του και επιστρέφοντας κι εγώ με ασφάλεια, βρἠκα τον αφέντη μου να έχει φτάσει στην εκκλησία και στον τάφο τού Αγίου Ανδρέα τού πρωτόκλητου, αργά στις 4 Ιουνίου.
Ὡς δὲ ταῦτα ἤκουσεν, ἐζήτησεν, ἵνα καλῶς ἐμβῇ εἰς τὸ κάστρον αὑτοῦ. Ὡρίσθην δ’ ἐγὼ καὶ ἀπῆρα αὐτὸν μετὰ στρατιωτῶν καὶ ἀπερχόμην. Καὶ περὶ τὸ κάστρον εὑρεθεὶς Ῥαοὺλ ὁ Θωμᾶς ἐνόμισεν εὐκόλον εἶναι, ἵνα ἐπάρῃ αὐτὸν ἀπ’ ἐμοῦ. Καὶ εἰς κίνδυνον ἦλθε τοῦ γενέσθαι μέσον τῶν ἀδελφῶν μέγα τι μάχιμον καὶ λυπηρόν, ὅμως οὖν θεοῦ εὐδοκήσαντος, ἐκεῖνον μὲν καλῶς ἀπεκατέστησα εἰς τὸ κάστρον αὐτοῦ καὶ ἐγὼ καλῶς ἐπιστρέψας εὗρον τὸν αὐθέντην μου ἐν τῷ τοῦ ἁγίου Ἀνδρέου τοῦ πρωτοκλήτου ναῷ καὶ τάφῳ ἀποσωθέντα τῇ δ’ τοῦ Ἰουνίου ἀργά.
Το πρωί τής Κυριακής 5 Ιουνίου οι αξιωματούχοι τής Πάτρας και ολόκληρος ο πληθυσμός βγήκαν στην προαναφερθείσα εκκλησία τού αγίου, προσκύνησαν τον δεσπότη και αφέντη μου και τού έδωσαν τα κλειδιά τού κάστρου. Ανεβαίνοντας στα άλογά μας, ιππεύσαμε με μεγάλη χαρά για αυτό το αποτέλεσμα και προχωρήσαμε μέχρι τα σπίτια γύρω από την εκκλησία τού Αγίου Νικολάου. Όλος ο δρόμος ήταν στρωμένος με κάθε είδους λουλούδια και διακοσμήσεις. Από όλα τα σπίτια, δεξιά και αριστερά, οι κάτοικοι μάς έραιναν με ροδόσταμο, τριαντάφυλλα και γαρίφαλα. Όμως πάνω από το κάστρο μάς υποδέχτηκαν άσχημα με βλήματα από πυροβόλα και μηχανικά τόξα (βαλλίστρες), αν και δεν προκάλεσαν καμία απώλεια. Οι υποστηρικτές τού μητροπολίτη είχαν διατηρήσει τον έλεγχο τού κάστρου και είχαν εφοδιάσει τα κοντινά του σπίτια των αρχόντων με τρόφιμα και όπλα, ελπίζοντας ότι με την επιστροφή τού μητροπολίτη θα είχαν και πάλι τα προηγούμενα προνόμιά τους.
Τῇ δὲ ε’ πρωῒ τοῦ αὐτοῦ, ἡμέρᾳ τῆς ἑβδομάδος α’, ἐξελθόντες οἱ τοῦ κάστρου ἔκκριτοι καὶ πᾶς ὁ λαὸς καὶ ἐλθόντες μέχρι καὶ τοῦ ῥηθέντος ναοῦ τοῦ ἁγίου, τῷ δεσπότῃ καὶ αὐθέντῃ μου προσεκύνησαν καὶ τὰς κλεῖς τοῦ κάστρου δεδώκασι. Καὶ καβαλλικεύσαντες μετὰ πλείστης ὅτι χαρᾶς καὶ τοῦ ἑνὸς μέρους καὶ τοῦ ἄλλου, ἐσέβημεν εἰς τὸ κάστρον καὶ μέχρι τῶν εἰς τὸν ναὸν τοῦ ἁγίου Νικολάου ὁσπιτίων ἀπήλθομεν, τῆς μὲν ὁδοῦ πάσης κατεστρωμένης πάντων ἀνθέων καὶ εὐκοσμίας καὶ ἀπὸ τὰ ἐκ δεξιῶν καὶ ἀριστερῶν ὁσπίτια πάντων ῥαινομένων διὰ ῥοδοσταγμάτων καὶ ῥόδων καὶ τριακονταφύλλων, ἀπὸ δ’ ἄνωθεν τοῦ κουλᾶ διὰ σκευῶν καὶ τζαγρῶν κακῶς δεξιουμένων ἡμῶν, εἰ καὶ οὐδὲν τι ἔβλαψαν· οἱ γὰρ τοῦ μητροπολίτου κρατήσαντες τὸν κουλᾶν, ἔτι δὲ καὶ τὰ αὐθεντικὰ πλησίον αὐτοῦ ὁσπίτια καὶ σιταρχήσαντες καὶ ἀφιρώσαντες, κατέσχον ἐλπίζοντες [ὅτι] ἐλθόντος τοῦ μητροπολίτου διὰ τούτου ἕξειν πάλιν, ἅπερ καὶ πρότερον εἶχον.
Την επόμενη μέρα συγκεντρωθήκαμε στην εκκλησία τού Αγίου Νικολάου με όλους τούς πολίτες αυτής τής περιοχής, που ορκίστηκαν ότι θα υπηρετούσαν πιστά τον αφέντη μας τον δεσπότη. Ζήτησαν τον διορισμό μου ως κυβερνήτη τους και έλαβαν την ακόλουθη απάντηση: «Επειδή χρωστάω ακόμη περισσότερα στον Σφραντζή και επειδή το ζητάτε, θα είναι ο κυβερνήτης σας».
Ἡμῶν δὲ ἐπὶ τὴν αὔριον συναχθέντων ἐν τῷ τοῦ ἁγίου Νικολάου ναῷ καὶ παντὸς τοῦ τῆς χώρας λαοῦ, δεδώκασι ὅρκον, ὅτι νὰ ὦσι πιστοὶ δοῦλοι τοῦ αὐθεντὸς ἡμῶν τοῦ δεσπότου. Καὶ ἐμὲ εἰς κεφαλὴν αὑτῶν ἐζήτησαν· ἤκουσαν δὲ ὅτι “καὶ διὸ καὶ πλέον τούτου τὸν χρεωστοῦμεν καὶ διὰ τὴν ὑμῶν αἴτησιν θέλει εἶσθεν αὐτὸς εἰς κεφαλὴν ὑμῶν”.
Στις 8 Ιουνίου πέρασα απέναντι στη Ναύπακτο, για να πάω πρώτα στον αυτοκράτορα, για να μάθει κι εκείνος αυτά που συνέβησαν στην Πάτρα, και ύστερα από εκεί να πάω στον σουλτάνο, συνοδευόμενος από άρχοντα τού αυτοκράτορα. Στις 4 τού ίδιου μήνα, ενώ είχαμε φτάσει και μέναμε στην εκκλησία τού Αγίου Ανδρέα, πέρασαν από τη Ναύπακτο απέναντι δύο Τούρκοι απεσταλμένοι. Ο ένας είχε σταλεί από τον σουλτάνο και ο άλλος από τον Τουραχάν. Τα μηνύματά τους ήσαν ίδια: μάς πρόσταζαν να μην αποδεχθούμε την παράδοση τής Πάτρας. Επέστρεψαν μαζί μου στον σουλτάνο, αφού πήραν την ακόλουθη απάντηση: «Όταν αυτός ο άρχοντάς μου πάει στον αδελφό μου, τον μεγάλο σουλτάνο, θα συμμορφωθούμε με τις επιθυμίες τού σουλτάνου».
Καὶ τῇ η’ τοῦ Ἰουνίου μηνὸς περάσαντός μου εἰς τὸν Ναύπακτον, ἵνα εἰς τὸν βασιλέα πρῶτον ἀπέλθω, ἵνα κἀκεῖνος τὰ εἰς τὴν Πάτραν παρακολουθήσαντα μάθῃ, εἶτ’ ἀπ’ ἐκεῖσε μετὰ καὶ ἄρχοντος αὐτοῦ εἰς τὸν ἀμηρᾶν. Καὶ γὰρ κατὰ τὴν δ’ τοῦ αὐτοῦ μηνός, ἐν ᾖ φθάσαντες ἐμείναμεν ἐν τῷ τοῦ ἁγίου Ἀνδρέου ναῷ, ἰδοὺ καὶ ἀπὸ τὸν Ναύπακτον ἐπέρασαν δύο Τοῦρκοι, ὁ μὲν τοῦ ἀμηρᾶ, ὁ δὲ τοῦ Τουραχάνη, λέγοντες ὁρισμόν, ὅτι τὴν Πάτραν ἵνα μὴ ἐπάρωμεν αὐτήν. Οἱ δὴ πάλιν ὑπέστρεψαν μετ’ ἐμοῦ, ἀπολογίαν λαβόντες ὅτι “ἐπεὶ ὁ παρὼν ἄρχων ἐμοῦ ὑπάγει εἰς τὸν ἀδελφόν μού τὸν μέγαν ἀμηρᾶν, ὡσὰν ὁρίσῃ, θέλομεν ποιήσειν”.»
[Χρονικόν, ΡG 156, 1039D-1041B, όπου στη στήλη 1040D οι ημερομηνίες 4-5 Ιανουαρίου αποτελούν παράλογο λάθος, που έχει διορθωθεί σε 4-5 Ιουνίου στο καλύτερο κείμενο τού V. Grecu στο Georgios Sphrantzes, Memorii (1966), σελ. 42].
Βλέπε επίσης Ψευδο-Σφραντζή, II, 7-8, CSHB, Βόννη, σελ. 146-48. επιμ. Papadopoulos, I, 149-52, επιμ. Grecu. σελ. 290-292:
«Ἐπί τὴν αὔριον οὖν ἀπελθόντες εἰς Γλαρέντζαν, ἰδοὺ τις ἄρχων τοῦ ἀμηρᾶ μετὰ τινας ὀλίγας ἡμέρας ἦλθε λέγων ὅτι ἡ Πάτρα τελεῖ τῷ ἀμηρᾷ τέλη, καὶ διαβαίνῃ αὐτῷ εἶναι· διό ἄπεχε αὐτῆς καὶ μὴ πολιόρκει αὐτὴν. εἰ δ’ οὔ, πέμψομεν στρατὸν κατὰ σοῦ. ὁ δ’ αὐθέντης μου ἀποκριθεὶς αὐτῷ εἶπεν “ἡμεῖς ἠκούσαμεν ὅτι θέλουσι παραδοῦναι αὐτὴν τοῖς Καταλάνοις. οὐκ οὖν δοκεῖ μοι πρέπον εἶναι ἐᾶσαι ἡμᾶς τοὺς γε τοὺς ἐχθροὺς ἡμῶν καὶ ἐχθροὺς τοῦ ἀδελφοῦ μου τοῦ μεγάλου ἀμηρᾶ καὶ ἡμῶν παραλαβεῖν αὐτοὺς τὸ τοιοῦτον κάστρον τὸ ἐν μέσῳ τῶν ὁρίων ἡμῶν κείμενον. διὰ τοῦτο ἀπήλθομεν ἐκεῖ, καὶ ἐξετάσαντες τὸ πρᾶγμα ἐστήσαμεν ἵνα μὴ γένηται. καὶ ἰδοὺ, ὡς βλέπεις, ἠγέρθημεν ἐπανελθόντες οἴκαδε. οὐ μετὰ πολλάς ἡμέρας ἔχω κατὰ νοῦν ἵνα ἀποστείλω πρὸς τὸν ἀδελφὸν μου τὸν μέγαν ἀμηρᾶν τοῦτον δὴ τὸν ἄρχοντα”, δεικνύων ἐμὲ, “ὅς δηλοποιήσει αύτῷ καὶ πλείονα ἄλλα ἅ ἀναμεταξύ ἡμῶν δεῖ ἐνεργεῖσθαι”. ὁ οὖν Τοῦρκος ἀκούσας τούτους τοὺς λόγους, ἔτι δὲ καὶ φιλοδωρηθεὶς καλῶς, ἀπῆλθε χαίρων. ἐκείνου δ’ ἀναχωρήσαντος προσέταξέ μοι λέγων “ἰδού προετοίμαζε τὰ πρὸς χρείαν τῆς ὁδοῦ.” καὶ μὴ εἰδὼς ἐγὼ τὸ τυχὸν, ἀνέφερον αὐτῷ ὅτι εἰ μὴ ἔλθῃ ὁ μητροπολίτης θεοῦ εὐδοκοῦντος, καὶ δώσωσι ἡμῖν τὸ κάστρον, κἀγὼ ἀναρρωσθῶ ὀλίγον. ἀλλ’ ὅμως, εἶπέ μοι, προετοίμαζε πάντα τὰ εἰς ἐκπλήρωσιν τῆς προστάξεώς σου.
Τῆς δὲ προθεσμίας ἐλθούσης καὶ μὴ ἐλθόντος τοῦ μητροπολίτου, τῇ α’ Ἰουνίου τοῦ αὐτοῦ ἔτους ἀπηρχόμεθα κινήσαντες εἰς Πάτραν. ἐν ταύταις οὖν ταῖς ἡμέραις καὶ ὁ αὐθεντόπουλος ὁ κὺρ Θωμᾶς τὸ τοῦ πριγκίπου Κεντηρίωνος πτολίεθρον τὴν Χαλατρίτζαν, τοῦ καὶ μετέπειτα γεγονότος πενθεροῦ αὐτοῦ, ἐπολιόρκει· ὁ δὲ αὐθέντης μου ἅμα τῷ άδελφῷ αὐτοῦ διήρχοντο διὰ τῆς ὁδοῦ τῆς εἰς Πάτραν φερούσης· κατελθόντες οὖν ἐμείναμεν ὁμοῦ εἰς τὴν Καμενίτζαν. Ἰωαννίκιος Βαλότας οὖν ὁ τοῦ πριγκίπου ἐκεῖσε ἄρχων ὡς ἔμαθε τοῦτο, αἰτήσας ἀφιέρωσιν ἵνα ἀμφοτέρους τοὺς αὐθέντας ἔλθῃ προσκυνῆσαι αὐτούς, καὶ ἐλθὼν εὐθὺς τὰς τοῦ πτολιέθρου κλεῖς ἐκβαλὼν δέδωκε ταύτας τῷ αὐθέντῃ μου τῷ δεσπότῃ, εἰπὼν “τοῦτό ἐστι πτολίεθρον ἰδίως τοῦ αὐθέντου μου καὶ συγγάμβρου τῆς βασιλείας σου” (και γὰρ ὁ τοῦ πριγκίπου υἱὸς προέλαβεν εἰς νόμιμον γυναῖκα τὴν ἀδελφὴν τῆς βασιλίσσης κυρίας Θεοδώρας), “ὅς μοι προσέταξεν ἵνα παραδώσω τοῦτο τῇ βασιλείᾳ σου”. ὁ δὲ ἀποκριθεὶς εἶπεν αὐτῷ “οὕτως ἔχει, ὅτι συγγενοῦς μού ἐστιν ὁ τοιοῦτος τόπος, ἀλλ’ οὐ γνησιεστέρου τοῦ ἀδελφοῦ μου. λοιπὸν εἰ προγενέστερον ἐποίει τοῦτο, ὁ ἀδελφὸς μου κατ’ ἐμοῦ οὐκ ἐνεχειρίζετο οὐδὲν ὅ ἐγὼ εἶχον, καὶ αὐτὸς καὶ ὁ αὐθέντης σου ἀλλοτρόπως εἶχον αὐτὸ. τὰ νῦν οὖν εἰ παραλάβω αὐτὸ, ἀνάγκη ἐστὶν ἵνα διαφερώμεθα μετὰ τοῦ ἀδελφοῦ μου, καὶ οὺ τυγχάνει διὰ πολὺ τι, πολλῷ μᾶλλον διὰ τοσοῦτον. ἀλλ’ ἄπελθε ἐν αὐτῷ, καὶ ὡς δύνασαι ποίησον”. ὡς οὖν ἤκουσε ταῦτα, ᾒτησεν ἵνα ἀκάκως εἰσέλθῃ ἐν τῷ αὐτοῦ πτολιέθρῳ.»
Η εκκλησία τού Αγίου Νικολάου κοντά στο κάστρο καταστράφηκε το 1811 από την έκρηξη αποθήκης πυρίτιδας. Ήταν διάσημη ως ένα από τα κέντρα των Φραγκισκανών στην Ελλάδα και εμφανίζεται συχνά σε κείμενα σχετικά με την λατινική κυριαρχία [βλέπε Gerland, Lateinischen Erzbistum Patras, (1903), σελ. 117, σημείωση 1].
Ο Σφραντζής γράφει ότι έγινε κυβερνήτης τής Πάτρας τον Σεπτέμβριο τού 1430:
«Καὶ τῷ λθ’ ἔτει μηνὶ Σεπτεβρίῳ εὐεργετήθην ἐγὼ τὸ κεφαλάτικον τῆς Πάτρας»
[Χρονικόν, επιμ. Grecu, σελ. 50, γραμμές 1-2].
- [←106]
-
Σφραντζής, Χρονικόν, PG 156, 1041B 1042C, επιμ. Grecu, σελ. 44, 46:
και ολοκλήρωσα τις διαπραγματεύσεις για την κυριαρχία επί τής Πάτρας.
«… και την περί τῆς Πάτρας δουλειάν τελείως διώρθωσα»
[ό. π., στήλη 1042C. σελ. 46, γραμμή 32, που γράφει δουλειάν αντί για δουλείαν, το οποίο εμφανίζεται και στις δύο εκδόσεις, αλλά δεν φαίνεται να έχει μεγάλο νόημα].
Επίσης Ψευδο-Σφραντζής, II, 8-9, CSHB, Βόννη, σελ. 150-54, επιμ. Papadopoulos, Ι, 152-56, επιμ. Grecu, σελ. 292 και εξής.
- [←107]
-
Sathas, I, αριθ. 124, σελ. 191, Valentini, Acta Albaniae veneta, XIII, αριθ. 3.277, σελ. 198-99, από Sen. Secreta, Reg. 11, φύλλο 40 (41).
- [←108]
-
Σφραντζής, Χρονικόν, PG 156, 1043A, επιμ. Grecu, σελ. 48:
Τον Μάιο τού ίδιου έτους [1430] ο δεσπότης και αφέντης μου κυρ Κωνσταντίνος κατέλαβε το φρούριο τής Πάτρας, καθώς οι υπερασπιστές του υπέφεραν πολύ από την πείνα και άλλες δυσκολίες.
«Ὁ δὲ δεσπότης καὶ αὐθέντης μου κὺρ Κωνσταντῖνος, τὸν Μάιον τοῦ αὐτοῦ ἔτους, τὸν κουλᾶν τῆς Πάτρας ἀπῆρεν ἀπὸ λιμοῦ καὶ τῆς ἄλλης κακοπαθείας τῶν εὑρισκομένων ἐντὸς αὐτοῦ.»
Επίσης Ψευδο-Σφραντζής, II, 9, CSHB, Βόννη, σελ. 156, επιμ. Papadopoulos, I, 157-58, επιμ. Grecu, σελ. 298:
«Ὁ δὲ δεσπότης καὶ αὐθέντης μου κὺρ Κωνσταντῖνος Μαΐῳ τοῦ αὐτοῦ ἔτους παρέλαβε το τῆς Πάτρας πολίχνιον, λιμοῦ αἰτίᾳ καὶ τῆς ἄλλης κακοπαθείας τῶν ἔνδον αὐτοῦ.»
Χαλκοκονδύλης, βιβλίο V, CSHB, Βόννη, σελ. 240-41:
Ο αυτοκράτορας των Ελλήνων άρχισε επίσης να πολιορκεί την Πάτρα στην Αχαΐα και ύστερα από αυτό άφησε εκεί τον αδελφό του Κωνσταντίνο και απέπλευσε για το Βυζάντιο. Όταν οι περιοχές γύρω από την πόλη προσχώρησαν στον αδελφό του Κωνσταντίνο και εκείνος δεν σταματούσε την πολιορκία τής ίδιας τής πόλης, οι άνδρες τής πόλης άρχισαν συζητήσεις μαζί του για να προδώσουν την πόλη σε αυτόν και, προσκαλώντας τον, παραδόθηκαν σε αυτόν, όταν ο επίσκοπός τους έλειπε στην Ιταλία, παραμένοντας εκεί, ενώ ζητούσε βοήθεια από τον πάπα των Ρωμαίων.
«καὶ βασιλεὺς Ἑλλήνων ἐπολιόρκει Πάτρας τῆς Ἀχαΐας, μετὰ δὲ ταῦτα καταλιπὼν τὸν ἀδελφὸν αὐτοῦ Κωνσταντῖνον ᾤχετο ἀποπλέων ἐπὶ Βυζαντίου. τῷ μέντοι ἀδελφῷ αὐτοῦ Κωνσταντίνῳ ὡς τὰ περὶ τὴν πόλιν προσεχώρησε καὶ πολιορκῶν οὐκ ἀνίει τὴν πόλιν, συντίθενται οἱ τῆς πόλεως ἄνδρες προδοσίαν αὐτῷ, καὶ ἐπαγόμενοι τὴν πόλιν παρεδίδοσαν, ἀπόντος τοῦ ἀρχιερέως αὐτῆς ἐν Ἰταλίᾳ, ὅσον διατρίβοντος χρόνον, ἐπικουρίας δεόμενον παρὰ τοῦ Ῥωμαίων ἀρχιερέως.
Οι Ιταλοί ηγεμόνες τής Πελοποννήσου, από τον οίκο των Ζακκαρία, είχαν περάσει από αυτήν την πόλη τής Αχαΐας, και ένας είχε μείνει εκεί ως άρχοντας και ηγεμόνας τής περιοχής, ενώ ο άλλος επισκέφθηκε τον ποντίφηκα των Ρωμαίων, ο οποίος τού ανέθεσε την πόλη, να την επιβλέπει ως επίσκοπός της. Έτσι η πόλη είχε περάσει στον ποντίφηκα των Ρωμαίων και παραλάμβανε από αυτόν τον δικό της επίσκοπο, όποιον τούς έστελνε για να επιβλέπει την πόλη. Εκείνη την εποχή είχε στείλει ως επίσκοπο στους πολίτες ένα μέλος τής οικογένειας Μαλατέστα. Όταν ο Κωνσταντίνος κατέλαβε αυτή την πόλη, συνέχισε να πολιορκεί το φρούριο για ένα χρόνο. Ύστερα από αυτό τού παραδόθηκε.
ταύτην μὲν οὖν τὴν πόλιν Ἀχαΐας οἱ ἀπὸ Ἰταλίας Πελοποννήσου ἡγεμόνες, τοῦ Ζαχαριῶν οἴκου, διιόντες, ὁ μὲν ἄρχων τε καὶ ἡγεμὼν κατελείφθη τῆς χώρας, τῷ δὲ ἑτέρῳ διατρίβοντι παρὰ τῷ Ῥωμαίων ἀρχιερεῖ ταύτην ἐπέδωκε τὴν πόλιν ἀρχιερεῖ γενομένῳ ἐπιτροπεύειν. ἡ μέντοι πόλις παρελθοῦσα ἐς τὸν Ῥωμαίων ἀρχιερέα ἐλάμβανεν ἀρχιερέα, ὃν ἂν ἐπιπέμψει ἐς σφᾶς τοῦ ἐπιτροπεύειν τὴν πόλιν· καὶ τότε δὴ Μαλατεσταίων τοῦ οἴκου ἐπεπόμφει τοῖς ἐν τῇ πόλει ἀρχιερέα. ταύτην μὲν οὖν τὴν πόλιν ἐπεί τε παρέλαβε Κωνσταντῖνος, τήν τε ἀκρόπολιν ἐπολιόρκει ἐπ’ ἐνιαυτόν· μετὰ δὲ ταῦτα προσεχώρησεν αὐτῷ.»
Ο Βυζαντινός ρήτορας των μέσων τού 15ου αιώνα Ιωάννης Δοκειανός επαινεί την απόκτηση τής Πάτρας σε εγκώμιο προς τον Κωνσταντίνο [Hopf, Chron. Gréco-romanes, σελ. 251, Σπ. Π. Λάμπρος, Παλαιολόγεια και Πελοποννησιακά, I, 228]:
«…Οὐ μικροῦ δ’ ἔργον ἀγῶνος ὀλίγ΄ ἄττα διαλαβεῖν, περὶ τῶν κατὰ τὴν Πέλοπός σου κατορθωμάτων ἠριστευμένων καὶ οἰκονομηθέντων ὡς ἐνῆν σοι καλῶς, οὐχ ἥκιστα καὶ τῆς τῶν Πατρῶν κατασχέοεως, πόλεως τοῦ πρωτοκλήτου μαθητοῦ, καλλίστης τε καὶ χαριεστάτης ἐπὶ γῆς· ἀλλὰ τοῦτο διπλῆς δεόμενον πείρας, ἀπὸ τε τοῦ συμπαρεῖναι τοῖς ἐκεῖσε πραττομένοις τὸ ἀναγκαῖον ἐχούσης, ἀπὸ τε μὴν τῆς τῶν λόγων δυνάμεως.»
- [←109]
-
Χαλκοκονδύλης, βιβλίο V, CSHB, Βόννη, σελ. 241:
Αλλά οι γαλέρες τού πάπα πήραν την πρωτεύουσα τής Ήλιδας. Γιατί όταν έμαθε ότι η πόλη τής Αχαΐας [Πάτρα] είχε καταληφθεί από τούς Έλληνες, έστειλε δέκα από αυτές με την ελπίδα ότι θα την ἐπαιρναν πίσω για αυτόν. Αλλά δεν πήγαν στην Αχαΐα, γιατί όταν έφτασαν στη Γλαρέντζα, ο ηγεμόνας απουσίαζε και δεν υπήρχε φρουρά στην πόλη, οπότε μπήκαν σε αυτήν την πόλη κρυφά, την κατέλαβαν και την υποδούλωσαν. Αργότερα την πούλησαν στον αδελφό τού αυτοκράτορα [Θωμά;] για πέντε χιλιάδες χρυσά νομίσματα και έπλευσαν πίσω στην Ιταλία.
«…τὴν μέντοι Ἤλιδος μητρόπολιν εἷλον αἱ τοῦ ἀρχιερέως τριήρεις. ἐπείτε γὰρ ἐπύθετο τὴν πόλιν τῆς Ἀχαΐας ἁλῶναι ὑπὸ Ἑλλήνων, ἔπεμψε δέκα, εἰ δύναιντο τὴν πόλιν αὐτῷ παραστήσασθαι. αὗται μὲν οὖν ἐπὶ Ἀχαΐαν οὐκέτι ἀφίκοντο, ἐπὶ δὲ τὴν Κλαρεντίαν ἀφικόμεναι ἀπόντος αὐτῇ τοῦ ἄρχοντος, καὶ φρουρᾶς οὐκ ἐνούσης ἐν τῇ πόλει, εἰσελθόντες λάθρᾳ τὴν πόλιν κατέσχον καὶ ἠνδραποδίσαντο. ὕστερον δὲ ἀποδιδόμενοι ταύτην τῷ βασιλέως ἀδελφῷ πεντακισχιλίων χρυσίνων ἀπέπλευσαν ἐπὶ Ἰταλίας.»
Σφραντζής, Χρονικόν, PG 156, 1043A, επιμ. Grecu, σελ. 48:
Στις 17 Ιουλίου τού ίδιου έτους [1430] οι Καταλανοί πήραν τη Γλαρέντζα, την κράτησαν για λίγες ημέρες και στη συνέχεια την πούλησαν πάλι.
«…Καὶ τῇ ιζ-ῃ Ἰουλίου τοῦ αὐτοῦ ἔτους ἀπῆραν οἱ Καταλάνοι τὴν Γλαρέντζαν, ἣν καὶ κρατήσαντες μέχρι τινὸς πάλιν ἐπούλησαν αὐτήν.»
Πρβλ. Ψευδο-Σφραντζή, II, 9, CSHB, Βόννη, σελ. 156, επιμ. Papadopoulos, I, 158, επιμ. Grecu, σελ. 298:
«…καί τή δεκάτη ἑβδόμῃ Ἰουλίου τοῦ αὐτοῦ ἔτους παρέλαβον οἱ Καταλάνοι τὴν Γλαρέντζαν, καὶ κρατήσαντές τινι καιρῷ εἶτα ἐπώλησαν αὐτὴν διὰ χρυσίνων νουμίων χιλιάδας δύο καὶ δέκα τῷ αὐθέντη μου, καὶ μετ’ ὀλίγον προστάξας πάντα τα τείχη αὐτῆς ἐπόρθησε.»
Πρβλ. Hopf, στο Ersch και Gruber, Encykl., τόμ. 86 (ανατυπ. II), σελ. 85, Gerland, Lateinischen Erzbistum Patras, σελ. 66-67, Miller, Latins in the Levant, σελ. 388-91, Zakythinos, Despotat grec de Morée, I, 207-9. Τον Δεκέμβριο τού 1430 πρεσβευτής τού Κωνσταντίνου βρισκόταν στη Βενετία, για να πετύχει κάποιου είδους προσέγγιση με τη Σινιορία, αλλά η συνοπτική εγγραφή στo Arch. di Stato di Venezia, Misti, Reg. 58, φύλλο 18 δεν φωτίζει ιδιαίτερα την αποστολή του. Ο αρχιεπίσκοπος Παντόλφο Μαλατέστα πέθανε στις 17 Απριλίου 1441 στη γενέτειρά του Πέζαρο, όπου και τάφηκε [Cronaca riminese στο L. A. Muratori (επιμ.), RISS, XV (Μιλάνο, 1729), στήλη 939C].
- [←110]
-
Σφραντζής, Χρονικόν, PG 156, 1042C. Eπιμ. Grecu, σελ. 48, γραμμές 5-7:
Τον Σεπτέμβριο τού 6938 [1429] στους Κρατικούς οι αδελφοί τού πρίγκιπα Θωμά κανόνισαν τον γάμο του με την κόρη τού πρίγκιπα Τσεντουριόνε [Β’] Ζακκαρία Ασάνη. … Τον Ιανουάριο τού ίδιου έτους [1430] ο πρίγκιπας Θωμάς παντρεύτηκε στον Μυστρά την κυρά Αικατερίνη, κόρη τού προαναφερθέντος πρίγκιπα [Τσεντουριόνε].
«Καὶ τῷ λη’ ἔτει ἐν μηνὶ Σεπτεβρίῳ εἰς τοὺς Κρατικοὺς ἔπραξαν τὸ συνοικέσιον τοῦ αὐθεντοπούλου κυροῦ Θωμᾶ οἱ αὐτάδελφοι αὐτοῦ οἱ δεσπόται μετὰ τῆς θυγατρὸς τοῦ πρίγκιπος Ἀσάνη Ζαχαρία τοῦ Κεντυρίωνος. … Καὶ τῷ Ἰαννουαρίῳ μηνὶ τοῦ αὐτοῦ ἔτους εὐλογήθη καὶ ὁ αὐθεντόπουλος κὺρ Θωμᾶς εἰς τὸν Μυζηθρᾶν κυρὰν Αἰκατερῖναν, τὴν θυγατέρα οῦ ῥηθέντος πρίγκιπος.»
- [←111]
-
Σφραντζής, Χρονικόν, PG 156, 1043B, επιμ. Grecu, σελ. 48, γραμμές 34-35:
Στις 17 Ιουλίου τού ίδιου έτους [1430] οι Καταλανοί πήραν τη Γλαρέντζα, την κράτησαν για λίγες ημέρες και στη συνέχεια την πούλησαν πάλι.
«Καὶ τῇ ιζ’ Ἰουλίου τοῦ αὐτοῦ ἔτους ἀπῆραν οἱ Καταλάνοι τὴν Γλαρέντζαν, ἣν καὶ κρατήσαντες μέχρι τινὸς πάλιν ἐπούλησαν αὐτήν.»
Επίσης Ψευδο-Σφραντζής, II, 9, CSHB, Βόννη, σελ. 154, 156, επιμ. Papadopoulos, I, 156, 158, επιμ. Grecu, σελ. 296, 298, 300:
«καί τῇ δεκάτη ἑβδόμῃ Ἰουλίου τοῦ αὐτοῦ ἔτους παρέλαβον οἱ Καταλάνοι τὴν Γλαρέντζαν, καὶ κρατήσαντές τινι καιρῷ εἶτα ἐπώλησαν αὐτὴν διὰ χρυσίνων νουμίων χιλιάδας δυο καὶ δέκα τῷ αὐθέντῃ μου, καὶ μετ’ ὀλίγον προστάξας πάντα τὰ τείχη αὐτῆς ἐπόρθησε.»
Χαλκοκονδύλης, βιβλίο V, CSHB, Βόννη, σελ. 242, Hopf, II, 86:
Έτσι οι Έλληνες βρίσκονταν σε πόλεμο με τον Ιταλό ηγεμόνα τής Αχαΐας, τον Τσεντουριόνε, για μεγάλο χρονικό διάστημα. Ύστερα από αυτό έκαναν γαμήλια συμμαχία: ο Θωμάς, ο μικρότερος γιος τού αυτοκράτορα, παντρεύτηκε την κόρη του και έλαβε ως προίκα τα εδάφη τής Μεσσήνης και τής Ιθώμης, εκτός από την παράκτια Κυπαρισσία. Και έτσι έκαναν συνθήκη. Και όταν πέθανε [ο Τσεντουριόνε], πήρε και αυτή την περιοχή ο Θωμάς, ο αδελφός τού αυτοκράτορα, ο οποίος κρατούσε τη γυναίκα τού Τσεντουριόνε στη φυλακή, όπου πέθανε. Έτσι η Πελοπόννησος πέρασε από τα χέρια των Ιταλών σε εκείνα των Ελλήνων.
«…διέφερον μὲν οὖν καὶ πρὸς τὸν τῆς Ἀχαΐας ἡγεμόνα, Ἰταλικὸν Κεντηρίωνα, οἱ Ἕλληνες τὸν πόλεμον ἐπὶ συχνόν τινα χρόνον· μετὰ δὲ ταῦτα ἐπιγαμίαν ποιησάμενοι ἐπὶ τῷ βασιλέως παιδὶ τῷ νεωτέρῳ Θωμᾷ, ἁρμοσάμενοι τὴν θυγατέρα τοῦ ἡγεμόνος, καὶ τήν τε χώραν ἐς φερνὴν αὐτοῦ ἐπέδωκαν τῆς Μεσήνης τε καὶ Ἰθώμης, πλὴν τῆς παραλίου Ἀρκαδίας, σπονδάς τε ἐποιήσαντο. καὶ ταύτην μὲν οὖν, ἐπεί τε ἐτελεύτησε, παρέλαβε Θωμᾶς ὁ τοῦ βασιλέως ἀδελφός, καὶ τήν τε γυναῖκα τοῦ Κεντηρίωνος εἶχεν ἐν φυλακῇ, ἐς ἣν δὴ καὶ ἐτελεύτησε. Οὕτω μὲν οὖν ἡ Πελοπόννησος ἀπὸ Ἰταλῶν ἐς τοὺς Ἕλληνας περιῆλθεν.»
Για τις οικογενειακές σχέσεις τού Τσεντουριόνε Ζακκαρία βλέπε Hopf, Chron. gréco-romanes, γενεαλογικοί πίνακες, σελ. 471, 502, 536 και Zakythinos, Despotat grec de Morée, I, 210.
- [←112]
-
Arch. di Stato di Venezia, Misti, Reg. 57. φύλλο 133 (137), 14 Ιουλίου 1429 (MCCCCXXVIIII, die XIIII Iulii):
«…Αποφασίστηκε … να γράψουμε στους καστελλάνους μας [Μεθώνης και Κορώνης] σε αυτή τη μορφή: … Επειδή … ο απεσταλμένος … [του κυρίου δεσπότη Μορέως] μάς εξήγησε, ότι για κάθε μικρό πράγμα, δηλαδή όπως συμβαίνει όταν κλέψουν από τα εδάφη μας ένα γάιδαρο ή ένα υποζύγιο ή ένα άλογο και τα παρόμοια, εσείς, ύστερα από αίτημα εκείνου που υφίσταται την απώλεια, κατάσχετε χρήματα από τον υπήκοο τού εν λόγω δεσπότη, που ανακαλύπτεται από υπηκόους μας, σε τόπους που έχουν ανατεθεί σε εσάς, με μεγάλο ενδιαφέρον και απώλεια για αυτούς από τούς οποίους αφαιρούνται με τέτοιο τρόπο τα χρήματα, για το οποίο φιλικά και ειλικρινά απαιτείται να προβλέπουμε εμείς και με τη διάθεση τού κυρίου του οι εν λόγω καινοτομίες θα παύσουν εντελώς. Σάς δίνουμε την εντολή, ότι για να έχει ο εν λόγω άρχοντας καλή γειτονία και καλή συμπεριφορά απέναντι στους τόπους και τούς υπηκόους μας, όπως ειπώθηκε, να απέχετε να παρεμβαίνετε με αυτόν τον τρόπο στο μέλλον για τέτοιες ελαφρές αιτίες, όπως η κλοπή ενός γαϊδάρου ή ενός αλόγου και τα παρόμοια, αλλά να απαιτείται η φιλική ικανοποίηση για την απώλεια, την οποία, όταν δεν μπορείτε να εξασφαλίσετε, στη συνέχεια αυτός που έχει υποστεί απώλειες, όπως προβλέπεται και συμβαίνει, από τη νομική οδό, όπως πρέπει να γνωρίζετε, θα έχει το δίκιο …».
(…Vadit pars quod ipsis nostris castellanis [Mothoni et Coroni] scribatur in hac forma: … quia … orator [domini dispoti Amoree] nobis exposuit quod pro omni levi re, viz., si occurrit quod per suos surripiatur de territorio nostro unus asinus sive sommerius aut unus equus et similia, vos ad requisitionem damnificati sequestrari facitis denarios subditorum ipsius domini qui reperiuntur esse in manibus subditorum nostrorum locorum vobis commissorum cum magno interesse et damno eorum quorum sunt denarii taliter sequestrati super quo amicabiliter et instanter per nos provideri requisivit cum dispositio domini sui sit quod novitates predicte cessent omnino. Volumus vobisque mandamus quod faciente ipso domino bonam vicinantiam et bonum tractamentum loci et subditis nostris, ut dictum est, vos abstineatis pro huiusmodi causis levibus surreptionis unius asini vel unius equi et similium ipsos sequestros de cetero facere, sed debeatis amicabiliter requirere satisfactionem damni, quam si obtinere non poteritis, tunc damna passo provideatis et subveniatis per viam iuris uti noveritis iustum esse…)
Ο απεσταλμένος τού δεσπότη εμφανίστηκε ενώπιον τής Γερουσίας στις 14-16 Ιουλίου 1429. Υπάρχει παραπλανητική μετάφραση αυτού τού εγγράφου στον Iorga, ROL, VI, 59-60 και Notes et extraits, I, 497-98:
«Τα θύματα τής κλοπής, πρώτ’ απ’ όλα, απαιτούν ικανοποίηση. Η Γερουσία αποφασίζει να συζητήσει αυτό το σημείο, το οποίο αποδέχεται κατ’ αρχήν».
(Les volés devraient tout d’ abord demander satisfaction. Le sénat décide de délibérer sur ce point, qu’ il approuve en principe [volvatur])
Από το έγγραφο προκύπτει σαφώς ότι οι καστελλάνοι έπρεπε να ζητήσουν ικανοποίηση από την ελληνική κυβέρνηση στον Μοριά, όχι τα θύματα τής κλοπής (les volés). Η Γερουσία κατέληξε σε οριστική και όχι κατ’ αρχήν απόφαση και volvatur σημαίνει αλλαγή σελίδας, όπου η απόφαση συνεχίζεται στο φύλλο 133 (137)! Υπάρχουν κάποιες βιαστικές περιλήψεις κειμένων στον Iorga, στο ROL και στο Notes et extraits, αλλά συνολικά δεν μπορούμε παρά να θαυμάζουμε τη φιλοπονία και την ακρίβειά του.
- [←113]
-
Arch. di Stato di Venezia, Misti, Reg. 56, φύλλα 103-104 (105-106). Επίσης πρβλ. Iorga, ROL, V, 360. Notes et extraits, I, 460 και Thiriet, Regestes, II, αριθ. 2058, σελ. 243. O Μιτσιέλ πρότεινε να εξοπλίσει μια κυβερνητική γαλέρα με δικές του δαπάνες:
«…προσφέρω να εξοπλίσω μία γαλερα αποκλειστικά με δικές μου δαπάνες, εναντίον και για την καταστροφή τού Μουράτ μπέη [Μουράτ Β΄], Τούρκου εχθρού τής Σινιορίας σας και εναντίον όποιων άλλων μού αναθέσει η Σινιορία σας…»
(… mi offerisso de armar una galia a tute mie spexe a danno e destruxion de Moratbei, turcho inimigo de la vostra Signoria e de chi altri la vostra Signoria mi commitexe…)
Οι ψήφοι στη δεύτερη ψηφοφορία ήσαν: υπέρ (de parte) 40, κατά (de non 47), αδέσμευτες (non sinceri) 4.
- [←114]
-
Sanudo, Vite de duchi, στο RISS, XXII (1733), στήλη 999DE, τού οποίου η περιγραφή διαφέρει λίγο από τις αναφορές των ανθρώπων τής εποχής, τις οποίες σημειώνει ο Iorga, ROL, V, 371, σημείωση 1.
Η τουρκική επίθεση άφησε το αποτύπωμά τής και στα ενετικά έγγραφα [Misti, Reg. 56, φύλλο 182 (184)]:
«22 Απριλίου 1428, 100 παρόντες στη συνεδρίαση: Για τα νέα που πήραμε πρόσφατα, για ισχυρό τουρκικό στρατό, ο οποίος πρόσφατα επέδραμε σε τμήμα τής νήσου Νεγκροπόντε, για την υπεράσπιση και τη διατήρηση τού εν λόγω νησιού μας και τής πολης μας Θεσσαλονίκης, καθώς και άλλων τόπων και θέσεών μας στην Ανατολική Μεσόγειο και άλλων δικών μας εκπροσώπων, είναι απαραίτητο να προβλεφθεί ταχύτατα επαρκής στρατός για την τιμή τού κράτους μας και για την καλή αντιμετώπιση εκ μέρους των δικών μας εκπροσώπων, αποφασίστηκε ότι …» [κλπ.],
(MCCCCXXVIII, die XXII Αprilis in consilio C.» ): «Cum propter nova que nuper habentur de potenti armata Turchi, que nuper descendit ad partes insule Nigropontis, pro defensione et conservatione dicte insule et civitatis nostre Salonichi et aliarum terrarum et locorum nostrorum Levantis et pro aliis agendis nostris neccessarium sit prestissime providere de sufficienti armata pro honore nostri dominii et pro bona executione agendorum nostrorum, vadit pars…)
λαμβάνεται μέριμνα για την εκλογή ναυτικού γενικού διοικητή και δύο «διοικητών μοίρας τού Κόλπου» (supracomiti ad Culphum), ενώ η αποικιακή κυβέρνηση τής Κρήτης επρόκειτο να πάρει εντολή να εκλέξει δύο ακόμη «διοικητές μοίρας» (supracomiti) και να τούς στείλει με δύο γαλέρες στο Νεγκροπόντε. Η ημερομηνία αυτού τού εγγράφου και η ημερομηνία τού Sanudo για την άφιξη τού μπριγαντινιού από τη Μεθώνη με τα νέα τής τουρκικής επίθεσης είναι η ίδια (22 Απριλίου 1428). Πρβλ. Iorga, ROL, V, 371. Notes et extraits, I, 471 και Thiriet, Regestes, II, αριθ. 2084, σελ. 248.
- [←115]
-
Thomas και Predelli, Dipl. veneto-levantinum, II, αριθ. 172, 182, σελ. 319, 345, Predelli, Regesti dei Commemoriali, IV, βιβλίο Ixι, αριθ. 25, σελ. 16 και βιβλίο xiι, αριθ. 140, σελ. 164.
- [←116]
-
Sathas, I, αριθ. 116, σελ. 179, Thiriet, Regestes, II, αριθ. 2026, σελ. 236. Όταν κάηκε η μοναδική γαλέρα τού Τζιοβάννι Κρίσπο, η Γερουσία την αντικατέστησε με άλλη, ζητώντας του να την εξοφλήσει μέσα σε διάστημα πέντε ετών [Sathas, III, αριθ. 890, σελ. 304].
- [←117]
-
Arch. di Stato di Venezia, Misti, Reg. 57. φύλλο 200 (204), Sathas, III, αριθ. 960, σελ. 372, Valentini, Acta Albaniae veneta, XIV, αριθ. 3.330, σελ. 43, Thiriet, Regestes, II, αριθ. 2184, σελ. 271.
- [←118]
-
Μια χωρίς ημερομηνία ενετική αναφορά στα τέλη Μαΐου ή στις αρχές Ιουνίου 1423 προσδιορίζει την ημερομηνία τής επίθεσης τού Τουραχάν μπέη στο Εξαμίλιον [Iorga, ROL, V, 136, Notes et extraits, I, 335]:
«…δηλαδή ότι στις 21 τού μήνα Μαΐου τουρκικός στρατός, τού οποίου διοικητής ήταν κάποιος Τουραχάν μπέης, παρουσιάστηκε στο τείχος τού Εξαμιλίου με δέκα χιλιάδες ιππείς και το βρήκε όλο χωρίς φρουρά και υπεράσπιση … οι εν λόγω Τούρκοι ήρθαν χωρίς κανένα θόρυβο και άρχισαν αμέσως να γκρεμίζουν και να καταστρέφουν τα εν λόγω τείχη …» κλπ.
(… videlicet quod die XXI mensis Maii exercitus Teucrorum, cuius est capitaneus quidam Turacham-bey, cum decem M. equitibus, se presentavit ad muros Eximilii et repertis illis destitutis omni custodia et defensione … dicti Teucri sine aliquo strepitu intraverunt, incipientes statim ruinare et destruere dictos muros…)
Η Ταβία (ή Νταβία) είχε ήδη αλωθεί πριν πέντε χρόνια από τούς Ναβαρρέζους υπό τον πρίγκηπα Τσεντουριόνε Ζακκαρία στον πόλεμο με τούς Παλαιολόγους [Chron. breve, ad ann. 6926 (1418), προσαρτημένο στο Δούκας, Hist. byzantina (CSHB, Βόννη, σελ. 517)]:
«…τῷ ,ςϡκς’ γέγονεν το ὄγδοον θανατικόν. τῷ αὐτῷ ἔτει ἦλθαν και οἱ Ἀναβαρεζοί εἰς τὴν Ταβίαν…».
Για την ιστορία τής Ταβίας βλέπε Σπ. Π. Λάμπρο στο Byz. Zeitschr., VII (1898), 311-15 και στα Ελληνικά στο Λάμπρος, Μικταί Σελίδες, Αθήνα, 1905, σελ. 448-56.
Μολονότι ο Σφραντζής παρέχει συνοπτική μόνο σημείωση τής καταστροφής τού Εξαμιλίου, όμως γράφει ότι ο Τουραχάν … σκότωσε πολλούς Aρβανίτες [Χρονικόν, PG 156, 1030BC, επιμ. Grecu, σελ. 16]:
Τον Μάιο τού ίδιου έτους [1423] ο Τουραχάν επιτέθηκε στις οχυρώσεις τού Εξαμιλίου στον Μοριά και σκότωσε πολλούς Αλβανούς.
«Καὶ τὸν Μάιον τοῦ αὐτοῦ ἔτους ἐχάλασε καὶ ὁ Τουραχάνης τὸ Ἑξαμίλιον εἰς τὸν Μορέαν καὶ πολλοὺς τῶν Ἀλβανιτῶν ἐσκότωσεν.»
Πρβλ. Ψευδο-Σφραντζή, I, 31 (40), CSHB, Βόννη, σελ. 117-18, επιμ. Papadopoulos, I, 121, επιμ. Grecu, σελ. 256:
«Τῷ δὲ Μαΐῳ μηνὶ τοῦ αὐτοῦ ἔτους ἑάλω τὸ Ἑξαμίλιον ἤτοι ὁ τῆς Πελοποννήσου Ἰσθμός ὑπὸ τοῦ Τουραχάνη καὶ πολλοί τῶν Ἀλβανιτῶν ἀπεκτάνθησαν.»
Ο Χαλκοκονδύλης επίσης περιγράφει την ήττα των Αλβανών από τον Τουραχάν, οι οποίοι τού επιτέθηκαν καθώς αποχωρούσε από τον Μοριά [βιβλίο V, CSHB, Βόννη, σελ. 238-39, επιμ. Darkò, II-1, 16-17]:
Τότε, καθώς αναχωρούσε από την Πελοπόννησο, οι Αλβανοί τής Πελοποννήσου συγκεντρώθηκαν στο εσωτερικό, σε μέρος που ονομάζεται Δαβία, διόρισαν δικό τους στρατηγό και αποφάσισαν να αποσπαστούν από τούς Έλληνες και να καταστρέψουν τον στρατό τού Τουραχάν. Όταν ο Τουραχάν έμαθε ότι οι Αλβανοί έρχονταν μαζί εναντίον του για να πολεμήσουν, αναπτύχθηκε επίσης για μάχη, καθώς έβλεπε ότι δεν μπορούσε να διαφύγει. Οι Αλβανοί αναπτύχθηκαν επίσης και επιτέθηκαν, αλλά όταν ήρθαν στα χέρια, δεν αντιστάθηκαν στους Τούρκους, αλλά τράπηκαν σε φυγή. Ο Τουραχάν τότε προχώρησε σε καταδίωξη, σκοτώνοντας πολλούς στην καταδίωξη. Συνέλαβε οκτακόσιους περίπου ζωντανούς, τούς οποίους σκότωσε όλους επί τόπου. Έστησε μικρούς πύργους με τα κεφάλια τους και στη συνέχεια αναχώρησε.
«…ἐνταῦθα μὲν οὖν ἐξιόντι ἀπὸ Πελοποννήσου συνελέγοντο οἱ τῆς Πελοποννήσου Ἀλβανοὶ περὶ τὴν μεσόγαιον, Δαβίην καλουμένην χώραν, καὶ σφίσι στρατηγὸν ἐστήσαντο, καὶ ἀπόστασιν ἐβουλεύοντο ἀπὸ Ἑλλήνων, ὡς τὸ Τουραχάνεω στράτευμα διαφθείρωσι. Τουραχάνης μέντοι ὡς ἐπύθετο τοὺς Ἀλβανοὺς ἐπ’ αὐτὸν ὁμόσε ἰόντας ὡς διὰ μάχης, ὡς οὐκ ἠδύνατο διαφυγεῖν, παρετάξατό τε εἰς μάχην. καὶ οἱ Ἀλβανοὶ συνταξάμενοι καὶ αὐτοὶ ἐπῄεσαν, καὶ ἐς χεῖρας ἐλθόντες οὐδὲ ἐδέξαντο τοὺς Τούρκους, ἀλλ’ ἐτράποντο ἐς φυγήν. ἐνταῦθα ἐπεξελθὼν ὁ Τουραχάνης ἐπιδιώκων πολλούς τε ἀνεῖλεν ἐν τῇ διώξει, καὶ οὓς ἐζώγρησεν ἀμφὶ τοὺς ὀκτακοσίους, αὐτοῦ ἅπαντας διεχρήσατο, καὶ ταῖς κεφαλαῖς αὐτῶν πυργία ἐποικοδομησάμενος ἀπῄει ἐξελαύνων.»
Πρβλ. και Σύντομον Χρονικόν, το οποίο χρονολογεί την ήττα των Αλβανών στις 5 Ιουνίου [Chron. Breve ad ann. 6931 (1423), CSHB, Βόννη, σελ. 518]:
«…τῷ ,ςϡλα’, Μαΐῳ κΒ΄, ἦλθεν Τοῦρκος ὁ Τουραχάνης μετά φοσάτου εἰς τὸ Ἑξαμίλιον, καὶ ἐπῆρεν αὐτὸ καὶ ἐχάλασέν το. εἶτα ἦλθεν εἰς τὴν Λακεδαιμονἰαν, εἶτα εἰς τὸ Λέοντος, εἶτα εἰς τὸ Γαρδικόν, εἶτα εἰς τὴν Ταβίαν, καὶ ἐκεῖ ἔκοψαν τοὺς Ἀλβανίτας Ίουνίου ε’.»
Ο Sanudo, Vite de duchi, στο RISS, XXII, στήλες 970B, 975B, 978E γράφει ότι από το 1424 η βυζαντινή κυβέρνηση πλήρωνε στην Πύλη ετήσιο φόρο 100.000 υπέρπυρων για τον Μοριά. Φαίνεται ότι υπάρχει αναφορά τής επιδρομής τού Τουραχάν στον J. A. C. Buchon, Nouvelles Recherches historiques, II (Παρίσι, 1845), Φλωρεντία: έγγραφο liv, σελ. 272 και βλέπε R. J. Loenertz, «La Chronique breve moréote de 1423», Mélanges Eugène Tisserant, II (Πόλη Βατικανού, 1964), 434-35 (Studi e testi, αριθ. 232).
- [←119]
-
Πρβλ. Franz Babinger, «Turakhan-Beg» στην Encyclopaedia of Islam, IV (1924-34), 876-78. Τώρα είναι γνωστό ότι ο Τουραχάν μπέης ήταν γιος τού πασά Γιγκίτ μπέη, ο οποίος κατέλαβε το Οσκούμπ (Σκόπια) τον Ιανουάρίο τού 1392, προφανώς ενώ ήταν κυβερνήτης μέρους τής Βοσνίας. Ο μεγάλος βεζύρης Ισάκ μπέης ήταν επίσης γιος τού Γιγκίτ μπέη και έτσι αδελφός τού Τουραχάν. Πρβλ. Glisa Elezovic, Turski spomenici u Skoplju, Skoplje, 1927 (παρατιθ. από Babinger) και N. Iorga, Gesch. d. osman. Reiches, I (1908), 382-83.
- [←120]
-
Χαλκοκονδύλης, βιβλίο vi, CSHB, Βόννη, σελ. 283:
Έτσι λοιπόν ο Μουράτ, ο γιος τού Μεχμέτ, έλυσε το στρατόπεδό του και βάδιζε εναντίον του, στέλνοντας τον Τουραχάν, τον ύπαρχο τής Θεσσαλίας, εναντίον τού Ισθμού τής Πελοποννήσου, για να κατεδαφίσει το τείχος και να επιτεθεί στην επικράτεια τής Πελοποννήσου, όση βρισκόταν κάτω από τούς ηγεμόνες των Ελλήνων, και τότε να φύγει. Έτσι ο Τουραχάν πήρε τον στρατό τής Θεσσαλίας και τής λίμνης Περαιβίας και έφτασε στον Ισθμό. Βρίσκοντας το τείχος εγκαταλειμένο, το κατεδάφισε, εισέβαλε στην Πελοπόννησο και λεηλάτησε τη χώρα. Φτάνοντας στον Μυστρά, έκανε επιδρομή στη Λακωνία και ύστερα αναχώρησε.
«…ἐπὶ τοῦτον δὴ ἀναζεύξας Ἀμουράτης ὁ Μεχμέτεω ἐστρατεύετο, καὶ Τουραχάνην τὸν Θετταλίας ὕπαρχον ἐπέστελλεν ἐλαύνειν ἐπὶ τὸν Πελοποννήσου Ἰσθμόν, καὶ καθελεῖν τε τὸν Ἰσθμόν, καὶ ἐπιδραμόντα τὴν Πελοποννήσου χώραν, ὅση ὑπὸ τοῖς Ἑλλήνων ἡγεμόσι τυγχάνει οὖσα, ἀπελαύνειν. ὁ μὲν οὖν λαβὼν στράτευμα τὸ τῆς Θετταλίας καὶ Περαιβίας τῆς λίμνης ἀφίκετο ἐπὶ τὸν Ἰσθμόν, καὶ καταλαβὼν αὐτὸν ἔρημον καθεῖλέ τε αὐτόν, καὶ ἐσβαλὼν ἐς τὴν Πελοπόννησον ἐδῄου τε αὐτὴν τὴν χώραν, καὶ ἐπὶ Σπάρτην ἀφικόμενος τήν τε Λακωνικὴν ἐπέδραμε καὶ ἀπήλαυνε.»
Πρβλ. Iorga, Gesch. d. osman. Reiches, I, 409.
Ψευδο-Σφραντζής, II, 9, CSHB, Βόννη, σελ. 157, γραμμές 18-20, επιμ. Papadopoulos, I, 159, γραμμές 9-12, επιμ. Grecu. σελ. 300, γραμμές 25-27: «…καί τῷ τέλει τοῦ ἔαρος αὐτοῦ δὴ τού ἔτους ἦλθεν ὁ Τουραχάνης καὶ κατεχάλασεν αὖθις τὰ τοῦ Ἰσθμοῦ τείχη. καὶ πολλὴ λοιμικὴ νόσος γέγονεν ἐν τῇ Πάτρᾳ.»
Έδώ ο Ψευδο-Σφραντζής αναφέρεται στην πανούκλα στην Πάτρα, την οποία το Σύντομον Χρονικόν ad ann. 6939 (1431), CSHB, Βόννη, σελ. 518 αναγνωρίζει ως την ένατη επιδημία από την εποχή τού Μαύρου Θανάτου το 1348:
«…τῷ ,ςϡλθ’ ἔτει γέγονεν το ἐννάτον θανατικόν…»
Υπήρξαν επισκέψεις τής πανούκλας τα χρόνια 1348, 1361-2, 1373-4, 1381-2, 1391-2, 1398-9, 1409-10, 1417-8, 1422-3 και 1431, όλες στον Moριά. Πρβλ. Σπ. Π. Λάμπρος και K. I. Άμαντος (επιμ.), Βραχέα Χρονικά, Αθήνα, 1932-33, σελ. 36, 46-47 και ιδιαίτερα Loenertz, «La Chronique breve moreote», Mélanges Eugène Tisserant, II, 415-36.