1. Η Βενετία και η αποτυχία των Λατίνων να ανακόψουν την οθωμανική προέλαση στην Ελλάδα (1402-1431)-> |
Πρόλογος τού συγγραφέα
Ο τόμος αυτός, όπως και ο προκάτοχός του, ασχολείται σε μεγάλο βαθμό με τη σχέση τού παπισμού με την Ορθόδοξη χριστιανοσύνη και το Ισλάμ. Το θέμα παραμένει ζωντανό με δυσκολίες και τραβά κάποιον προς διάφορες κατευθύνσεις. Όμως, εν μέσω τής πολυπλοκότητας τού 15ου αιώνα, έχω προσπαθήσει να διατηρήσω μια σαφή προοπτική, βλέποντας τη σκηνή από την ιταλική άποψη, αυτή τής Βενετίας, καθώς και εκείνη τής Αγίας Έδρας. Και τις δύο απασχολούσε πολύ, αν και με διαφορετικούς τρόπους, η σταδιακή άνοδος των Οθωμανών Τούρκων, όπως είδαμε στον πρώτο τόμο. Κατά τη διάρκεια τού 15ου αιώνα (Quattrocento), τού μεγάλου ιταλικού αιώνα, η χριστιανοσύνη υπέστη από τούς Οθωμανούς σειρά από στρατιωτικές και πολιτικές ήττες, που άφησαν ανεξίτηλο σημάδι στη νοοτροπία και την τύχη εκείνων που κατοικούσαν στην ανατολική και τη νότια Ευρώπη. Οι επιπτώσεις αυτών των γεγονότων είναι ακόμη εμφανείς μέχρι σήμερα. Το πρώτο μισό τού 15ου αιώνα παρείχε το θλιβερό σκηνικό τής ελληνο-λατινικής διαμάχης στον Μοριά και τής χριστιανικής ήττας στη Βάρνα, μετά την οποία τίποτε δεν μπορούσε να αποτρέψει την άλωση τής Κωνσταντινούπολης από τον νεαρό σουλτάνο Μεχμέτ Β’.
Ο μισός αιώνας πριν από τον θρίαμβο τού Μεχμέτ στον Βόσπορο υπήρξε περίοδος δοκιμασιών για τον παπισμό. Η εξασθένηση που προκλήθηκε από το Μεγάλο Σχίσμα τής Καθολικής Εκκλησίας παρατάθηκε από τούς υποστηρικτές τού Συνοδισμού (Conciliarism). Η διαίρεση μέσα στην Εκκλησία αποτελούσε αντανάκλαση εκείνου που επικρατούσε στην κοσμική κοινωνία. Οι Ισπανίες και η Γερμανία μαστίζονταν από πολιτική διχόνοια. Σοβαρά προβλήματα απαιτούσαν τακτοποίηση στην Ολλανδία και στη Βουργουνδία. Η Αγγλία και η Γαλλία είχαν παγιδευτεί στον Εκατονταετή Πόλεμο μέχρι το 1453, εποχή κατά την οποία ένα αγόρι ήταν βασιλιάς τής Ουγγαρίας και τής Βοημίας. Στο τελευταίο αυτό βασίλειο οι Χουσσίτες ήσαν τόσο ισχυροί όσο πάντοτε και βρίσκονταν μπροστά χρόνια πολέμου. Για πολλές γενιές τα ιταλικά κράτη βρίσκονταν σε καταστροφική σύγκρουση μεταξύ τους. Μάλιστα όταν έπεσε η Κωνσταντινούπολη υπήρχε πόλεμος στην Ιταλία, ενώ τέσσερις μήνες μετά την πτώση ο Αινείας Σύλβιος (ο μετέπειτα πάπας Πίος Β’) έγραφε στον φίλο τού Λεονάρντο ντε Μπενβολιέντι, τότε απεσταλμένο τής Σιένας στη Βενετία, ότι οι Ευρωπαίοι προετοίμαζαν οι ίδιοι το έδαφος για την τουρκική κατάκτηση. Η εποχή τής ιταλικής κυριαρχίας στη Μεσόγειο πλησίαζε προς το τέλος της. Ξεκινούσε η τουρκική αυτοκρατορία.1
Η νέα πρωτεύουσα τού Μεχμέτ Β’ είχε πάψει να είναι η πόλη τού Κωνσταντίνου, αν και οι Ευρωπαίοι εξακολουθούσαν να την αποκαλούν Κωνσταντινούπολη. Στο οθωμανικό της πλαίσιο την ονομάζω Ισταμπούλ. Η αρπαγή τής πόλης από τον Μεχμέτ ξεκίνησε αξιοσημείωτη σταδιοδρομία δικών του κατακτήσεων, που εκτεινόταν σε περισσότερα από τριάντα χρόνια και σε χιλιάδες τετραγωνικά χιλιόμετρα εδάφους. Δεν νικούσε πάντοτε. Τράπηκε σε φυγή στο Βελιγράδι το 1456 και η βασιλεία του τερματίστηκε με την προσωρινή αποτυχία των Τούρκων στη Ρόδο το 1480 και με τη βραχύβια επιτυχία τους στο Οτράντο το 1480-1481. Ευτυχώς για την Ιταλία, η βασιλεία τού Μεχμέτ συνέπεσε με την περίοδο τής λεγόμενης ειρήνης τού Λόντι (1454-1494), όταν οι Ιταλοί κατάφεραν να μετριάσουν κάπως την προτίμησή τους για πολεμικές επιχειρήσεις και αυτοκαταστροφή. Νέα και τραγική περίοδος ξεκινούσε με την εκστρατεία τού Καρόλου Η’ στην Ιταλία (1494-1495), οι συνέπειες τής οποίας προβάλλουν ιδιαιτέρως στον επόμενο τόμο.
Τα σημαντικά γεγονότα στην Ευρώπη είχαν τον αντίκτυπό τους στην Ανατολική Μεσόγειο, ενώ ίσχυε εξ ίσου και το αντίστροφο. Ο 15ος αιώνας βρήκε τη Βενετία να είναι η κορυφαία δύναμη στην Ιταλία και να εξακολουθεί να κατέχει μια κατά κάποιο τρόπο αυτοκρατορία, που χρονολογούνταν από την 4η Σταυροφορία. Όμως σύντομα έγινε σαφές ότι δεν υπήρχε καμία αντιστοιχία ανάμεσα σε αυτήν και τούς Τούρκους. Η αδυναμία της να κρατήσει τη Θεσσαλονίκη το 1430 προμήνυε την εκ μέρους της απώλεια τού Νεγκροπόντε (Χαλκίδα) το 1470, η οποία ήρθε στη μέση ενός φοβερού δεκαεξαετούς πολέμου με την Υψηλή Πύλη (1463-1479). Το τέλος τού αιώνα την βρήκε και πάλι σε πόλεμο με την Υψηλή Πύλη, το 1499-1502, όταν έχασε το Λεπάντο (Ναύπακτο), τη Μεθώνη, το Ναυαρίνο και την Κορώνη. Ξεκινούσε η παρακμή τής Βενετίας. Κατάφερε να κρατήσει την Κρήτη μέχρι τον 17ο αιώνα (1669) και όταν την έχασε, την έχασε από τούς Τούρκους.
Σε ολόκληρο τον 15ο αιώνα, μέσα στον συνωστισμό τού προσκήνιου τής ιστορίας, εμφανίστηκαν κάποιες αξιόλογες προσωπικότητες. Στα χρονικά των Οσμανλήδων (Οθωμανών) ο Μωάμεθ (Μεχμέτ) Β‘ δεν έχει αντίπαλο. Οι Βυζαντινοί αυτοκράτορες Μανουήλ Β’, Ιωάννης Η’ και Κωνσταντίνος ΙΑ’ Παλαιολόγοι έπαιξαν αξιόλογους αν και αποκαρδιωτικούς ρόλους. Από τούς δυτικούς αυτοκράτορες στον Σίγκισμουντ δόθηκε να παίξει τον πιο σημαντικό ρόλο και στον Φρειδερίκο Γ’ τον πιο μακροχρόνιο και πιο άθλιο. Οι πάπες Μαρτίνος Ε’, Ευγένιος Δ’, Κάλλιστος Γ’, Πίος Β’, Σίξτος Δ’ και (δυστυχώς) Αλέξανδρος ΣΤ’ (Βοργίας) ξεχωρίζουν στην παπική πομπή, όπως ξεχωρίζουν και στις σελίδες που ακολουθούν, αναλαμβάνοντας κατά αυτόν τον αιώνα βαρύτερο εγκόσμιο παρά πνευματικό φορτίο. Μερικοί από τούς πιο ενδιαφέροντες και γενναίους χαρακτήρες στο σύνθετο δράμα που βρίσκεται μπροστά μας δεν φόρεσαν ούτε κορώνα ούτε τιάρα: ο Βησσαρίων και ο Ισίδωρος τού Κιέβου, ο Κυριάκος Αγκωνίτης, ο Λοντοβίκο Τρεβιζάν, ο Γιάνος Χούνιαντι, ο Τζιοβάννι ντα Καπιστράνο και ο Σκεντέρμπεης, ο Βεττόρε Καπέλλο και ο Πιέρ ντ’ Ωμπουσσόν και τελικά ο γιος τού Χούνιαντι, ο Ματίας Κορβίνους, ο οποίος βέβαια ανέβηκε στον θρόνο, καθώς και ο γιος τού Μεχμέτ, ο Τζεμ σουλτάν, που δεν ανέβηκε. Στο ιταλικό υπόβαθρο επίσης εμφανίζονται μπροστά μας οι Μέδικοι στη Φλωρεντία, οι Σφόρτσα στο Μιλάνο, οι Έστε στη Φερράρα, οι Μαλατέστα στο Ρίμινι και οι Γκονζάγκα στη Μάντουα, όπου μερικές από αυτές τις οικογένειες θα είναι εξίσου εμφανείς στον τρίτο τόμο, όπως και στον παρόντα.
Αν και ανεπαρκώς, έχω προσπαθήσει «επί τροχάδην» (en passant) να αξιολογήσω τις πιο άμεσες επιπτώσεις τής οθωμανικής κυριαρχίας στα Βαλκάνια, καθώς και να ασχοληθώ με το αιώνιο κήρυγμα τής σταυροφορίας και την σχεδόν αιώνια κακοδιαχείριση των σταυροφορικών πόρων. Ονομάζω σταυροφορία αυτό που ονόμαζαν έτσι και οι άνθρωποι τής εποχής, μια «ιερή εκστρατεία» (sancta expeditio). Οι ορισμοί τής σταυροφορίας από τούς ειδικούς τού κανονικού δικαίου, όπως και οι τυπικές πραγματείες των νομικών σε μια πρεσβεία, φαίνεται συχνά να έχουν μικρή σχέση με τον κόσμο τής πραγματικής πολιτικής (Realpolitik), τον κόσμο όπως ήταν, που είναι ο κόσμος τον οποίο έχω προσπαθήσει να αποδώσω. Χρόνο με τον χρόνο οι λαοί τής Ευρώπης άκουγαν τη σταυροφορία να βροντά στα αυτιά τους, καθώς οι κήρυκες δεν κουράζονταν ποτέ να μακρηγορούν για τον τουρκικό κίνδυνο. Μερικοί από τούς ανθρωπιστές υπηρέτησαν ως δημοσιολόγοι τής σταυροφορίας, ενώ η τυπογραφία χρησιμοποιήθηκε στην αντι-τουρκική προπαγάνδα.
Όταν το 1460 ο Θωμάς Παλαιολόγος, ο δεσπότης τού Μοριά, τράπηκε σε φυγή μπροστά στους Τούρκους, έφερε μαζί του στην Ιταλία το κεφάλι τού Αγίου Ανδρέα. Ο Πίος Β’ θεωρούσε την υποδοχή τού ιερού λειψάνου στο Βατικανό το 1462 ως σχεδόν το κύριο γεγονός τής παπικής του θητείας, όπως ακριβώς τριάντα χρόνια αργότερα ο Ιννοκέντιος Η’ θεωρούσε την παραλαβή τής σιδερένιας αιχμής τής Ιερής Λόγχης, δώρο τού σουλτάνου Βαγιαζήτ Β’, ως ίσως το κύριο γεγονός τής δικής του παπικής θητείας. Η επιγραφή κάτω από τον τάφο τού Πίου στον Σαν Αντρέα ντέλλα Βάλλε στη Ρώμη υπενθυμίζει ακόμη την αφοσίωσή του στη σταυροφορία και τη χαρά του για το «κεφάλι τού Αγίου Ανδρέα … που ήρθε από την Πελοπόννησο» (caput S. Andreae … ex Peloponeso advectum), όπως ακριβώς το επιτάφιο μνημείο τού Πολλαϊουόλο για τον Ιννοκέντιο στον καθεδρικό τού Αγίου Πέτρου υπενθυμίζει ακόμη τη «λόγχη που τρύπησε τον Χριστό, δώρο που στάλθηκε από την πλευρά τού Βαγιαζήτ, τού τύραννου των Τούρκων» (lancea quae Christi hausit latus a Baiazete Turcarum tyranno dono missa). Η είσοδος κάθε λείψανου στη Ρώμη συνοδευόταν από ενθουσιασμένα πλήθη και διάφορες εκδηλώσεις ένθερμης αφοσίωσης.
Τέτοια ήταν η νοοτροπία τής εποχής. Άραγε όμως τι σκεφτόταν ο καρδινάλιος Ροδρίγο Βοργία, ο αργότερα πάπας Αλέξανδρος ΣΤ’, για αυτού τού είδους τη θρησκευτικότητα; Ο τόμος αυτός τελειώνει με την ιστορία των Βοργία και τις μηχανορραφίες κατά τη διάρκεια τής παπικής θητείας τού Αλεξάνδρου ΣΤ’. Αρκετά παραδόξως, παρ’ όλα όσα έχουν ειπωθεί και γίνει, υπήρξε περισσότερο σταυροφόρος από τον Νικόλαο Ε’. Έχω προσπαθήσει να αφήσω τις πηγές να μιλήσουν οι ίδιες, συχνά με παράφραση όταν δεν χρησιμοποιώ άμεση παράθεση, γιατί εκείνοι που έζησαν και έγραψαν κατά το παρελθόν βρίσκονται σε καλύτερη θέση να περιγράψουν τα πολιτικά γεγονότα, τις στρατιωτικές συγκρούσεις, τις πνευματικές αντιπαραθέσεις, τα κοινωνικά προβλήματα και τις οικονομικές συνθήκες τής εποχής τους. Όπως και εμείς, οδηγούσαν τη ζωή τους στη λεπτομέρεια από μέρα σε μέρα. Αν φαίνεται ότι δεν απέφυγα τις λεπτομέρειες, εν τούτοις προσπάθησα να είμαι επιλεκτικός. Μάλιστα όταν σκέφτομαι τα βουνά των σημειώσεων και των αντιγραφών από αρχειακά έγγραφα που έχω κάνει στη διάρκεια των τελευταίων είκοσι ετών, σχεδόν απορώ για τον μετριασμό που έχω επιβάλει. Αν ασχολήθηκα εκτεταμένα με γεγονότα και προσωπικότητες, το έκανα γιατί τα θεωρώ σημαντικά. Αν ο Μωάμεθ είχε σκοτωθεί πέφτοντας από την καμήλα του την παραμονή τής Εγείρας, δεν έχω καμία αμφιβολία ότι ολόκληρη η ιστορία τής Ανατολικής Ευρώπης και τής Μεσογείου θα ήταν διαφορετική από τον 7ο μέχρι τον 20ό αιώνα.
Δεν κατέστη δυνατό να εξοπλιστεί αυτός ο τόμος και οι δύο σύντροφοί του2 με τούς λεπτομερείς χάρτες που κάποιοι αναγνώστες μπορεί να επιθυμούν ή να απαιτούν.3 Μπορώ μόνο να τούς παραπέμψω στους πρότυπους άτλαντες, που είναι εύκολα προσβάσιμοι στις περισσότερες βιβλιοθήκες. Χρειάστηκε επίσης να εγκαταλείψω την ελπίδα που διατηρούσα κάποτε, δηλαδή να εφοδιάσω αυτούς τούς τόμους με εικόνες, όπως πορτραίτα των σημαντικότερων ανθρώπων καθώς και φωτογραφίες εκκλησιών, παλατιών, φρουρίων και ορισμένων περιοχών που κατέχουν εξέχουσα θέση στο κείμενο, αλλά το ευρύ πεδίο αυτού τού έργου έκανε την επιλογή περίπλοκη, ενώ το κόστος κατάλληλων αναπαραγωγών υπήρξε τελικά αποτρεπτικό.
Στον πρόλογο τού πρώτου τόμου έχω εκφράσει την υποχρέωσή μου προς τον παλιό φίλο και συνάδελφό μου, τον Δρα Χάρρυ Ου. Χάζαρντ. Χαίρομαι και πάλι να αναγνωρίσω την βοήθεια που έχω πάρει κατά τη διάρκεια των ετών από την κριτική του και το ενδιαφέρον του. Για ακόμη μια φορά έφτιαξε πολύ γενναιόδωρα ένα Ευρετήριο (Index) για μένα, ελαφρύνοντας αφάνταστα τη δουλειά που έπρεπε να κάνω για να οδηγηθεί αυτός ο τόμος στο πιεστήριο. Η γραμματέας μου κ. Τζην Τ. Κάρβερ ετοίμασε το δακτυλογραφημένο κείμενο, διάβασε τα δοκίμια και με βοήθησε με τρόπους που είναι πάρα πολλοί για να τούς αναφέρω. Η βοηθός μου Δρ Σούζαν Μπάμπιττ έλεγξε το δακτυλογραφημένο κείμενο και τα δοκίμια και εντόπισε βιβλία και περιοδικά, που δεν θα μπορούσα ποτέ να βρω. Εύχομαι να υπήρχε κάποιος τρόπος να ανταμείψω τούς προκατόχους μου, μερικούς προ πολλού νεκρούς, των οποίων τα μακρινά βήματα αντηχούν μέσα στις σημειώσεις των σελίδων που ακολουθούν. Θα ήθελα, επίσης, να υπήρχε κάποιος τρόπος να προσφέρω στην πλήρη έκταση τις ευχαριστίες μου προς τούς αρχειονόμους και τούς βοηθούς τους στο Βατικανό και στη Βενετία, στη Μάντουα και τη Μάλτα, στη Μόντενα και το Μιλάνο, στη Σιένα και τη Φλωρεντία. Στο Βατικανό και τη Βενετία έχω κάνει σχεδόν ετήσια αρχειακά προσκυνήματα για περισσότερα από είκοσι χρόνια.
Η σύζυγός μου διάβασε το δακτυλογραφημένο κείμενο και το στοιχειοθετημένο κείμενο με επίπονη προσοχή. Δεν θα επιδιώξω να εφεύρω κατάλληλη έκφραση τής υποχρέωσής μου προς αυτήν. Οφείλω, όμως, για μια ακόμη φορά να καταγράψω τη βαθιά αίσθηση υποχρέωσής μου προς την Αμερικανική Φιλοσοφική Εταιρεία (American Philosophical Society) και το Ινστιτούτο Ανωτέρων Σπουδών (Institute for Advanced Study).
Κ. Μ. Setton
Πρίνστον, Νιού Τζέρσεϋ
1 Μαρτίου 1978
1. Η Βενετία και η αποτυχία των Λατίνων να ανακόψουν την οθωμανική προέλαση στην Ελλάδα (1402-1431)-> |